Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Απριλίου 25, 2016

«Μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὑπάρχει πλέον καιρὸς μετανοίας...»Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου






«Μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὑπάρχει πλέον καιρὸς μετανοίας, καὶ στὸν ἅδη ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία νεκρώθηκε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐπανέλθει στὴν ζωὴν τὴν κατὰ Θεὸν»

Ὅταν λοιπὸν διαπράξεις ἁμαρτία, μὴν περιμένεις ἀπό κάποιον ἄλλο τὴν κατηγορία, ἀλλὰ πρὶν νὰ κατηγορηθεῖς κατηγόρησε ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὶς πράξεις σου. Διότι ἐὰν ἄλλος σὲ ἐλέγξει, τότε τὸ κατόρθωμα δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς σου ἐξομολογήσεως, ἀλλὰ ἡ διόρθωση ἐπέρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς κατηγορίας ἐκείνου.

Ἐξομολόγηση δηλαδὴ δὲν εἶναι τὸ νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν ἄλλων, ἀλλὰ πρῶτοι ἐμεῖς νὰ κατηγορήσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μὴν περιμένουμε τὸν ἔλεγχο ἐκ μέρους ἄλλων. Διότι ὁ Πέτρος, ὕστερα ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἄρνηση (τότε πού ἀρνήθηκε πώς γνωρίζει τὸν Κύριο), ἐπειδὴ ἀμέσως ἀναγνώρισε τὴν ἁμαρτία του καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν κατηγορήσει, καὶ τὸ ἔγκλημά του ὁμολόγησε καὶ πικρὰ ἔκλαψε, τόσο τέλεια καθαρίστηκε ἀπὸ τὴν ἄρνησή του, ὥστε ἔγινε πρῶτος ἀπὸ ὅλους τους ἁγίους Ἀποστόλους καὶ σὲ αὐτὸν ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.

Ἐὰν δηλαδὴ ὁ Ἱερέας ἔλαβε ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, τὶς ὁποῖες διαπράττουμε πρὸς τὸν Θεό, πολὺ περισσότερο θὰ μπορέσει νὰ μᾶς ἀπαλλάξει καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὶς ἁμαρτίες, τὶς ὁποῖες κάνουμε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἄρχων εἶναι καὶ ὁ ἱερέας καὶ μάλιστα ἄρχων περισσότερο σεβαστὸς καὶ ἀπὸ τὸν βασιλιά. Διότι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες καὶ αὐτὴν τὴν κεφαλὴ τοῦ βασιλιᾶ τὴν ὑπέταξαν στὰ χέρια τοῦ Ἱερέα. Καὶ ὅταν παραστεῖ ἀνάγκη γιὰ νὰ ζητηθεῖ ἡ Βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλιὰς καταφεύγει πρὸς τὸν ἱερέα καὶ ὄχι ὁ ἱερέας πρὸς τὸν βασιλιά.

Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν κατέβασε Ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ τοὺς κάνει διδασκάλους τῶν ἀνθρώπων, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἐπιτιμοῦν (γιὰ νὰ μὴ μᾶς κάνουν παρατηρήσεις) συχνότερα καὶ αὐστηρότερα οἱ Ἄγγελοι, λόγῳ τῆς ὑπεροχῆς τῆς δικῆς τους φύσεως καὶ λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν τὶς ὁποῖες ἔχουμε ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι. Ἀντὶ τῶν Ἀγγέλων μᾶς ἔδωσε ὡς διδασκάλους καὶ ἱερεῖς ἀνθρώπους θνητούς, ἔχοντας τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ὥστε ὁ κίνδυνος νὰ ὑποπέσουν καὶ αὐτοὶ στὰ ἴδια σφάλματα νὰ συγκρατεῖ τὴ γλώσσα καὶ τὴ δικιά τους, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων πού τοὺς ἀκοῦνε, καὶ νὰ μὴν ἐλέγχουν τοὺς ἄλλους αὐστηρότερα ἀπὸ ὅσο πρέπει.

Γιὰ ποιὸν λόγο τὰ εἶπα ὅλα αὐτά; Γιὰ νὰ μὴν λέτε ὅτι «ἐσὺ ἐπειδὴ δὲν ἔχεις ἁμαρτίες, ἐπειδὴ εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸν ψυχικὸ πόνο πού αἰσθάνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐπιτίμηση τοῦ ἱερέα, μὲ μεγαλύτερη τόλμη προξενεῖς σὲ ἐμᾶς (στὴν ψυχὴ μας) πληγή». Πρῶτος ὅμως αἰσθάνομαι ἐγὼ τὸν πόνο, διότι καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος ὑπόκειμαι στὰ ἴδια ἁμαρτήματα. «Ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ τὶς πράξεις μας» (Σοφία Σειράχ, 8, 5) καὶ «ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνὴ καρδιά;» (Παροιμίες Σολομῶντος, 20, 9).

Ὥστε δὲν σᾶς ἐλέγχω ἐπειδή μοῦ ἀρέσει νὰ ἐπικρίνω τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, οὔτε κινούμενος ἀπὸ ἀπανθρωπιά, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον μου γιὰ σᾶς. Διότι ὅταν μὲν πρόκειται γιὰ τοὺς γιατροὺς οἱ ὁποῖοι θεραπεύουν τὰ σώματα, ἐκεῖνος μὲν ὁ ὁποῖος προξενεῖ τὴν πληγή, τίποτα δὲν αἰσθάνεται ἀπὸ αὐτήν, καὶ ὁ μόνος ὁ ὁποῖος σπαράσσεται ἀπὸ τὸν πόνο εἶναι ὁ ὑφιστάμενος τὴν ἐγχείρηση. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ τοὺς Πνευματικοὺς (Ἱερεῖς Ἐξομολόγους), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς ἀποστολὴ νὰ θεραπεύουν τὰ ψυχικὰ τραύματα, δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο, ἐκτὸς βεβαίως ἐὰν κάνω λάθος, κρίνοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου τὸ τί συμβαίνει στοὺς ἄλλους Πνευματικούς. Πρῶτος ὑποφέρει ψυχικὰ ὁ Πνευματικός, ὅταν ἐπιτιμᾶ τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους. Διότι δὲν πονᾶμε τόσο πολὺ ὅταν ἐλεγχόμαστε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅσο ὑποφέρουμε ὅταν ἐλέγχουμε τοὺς ἄλλους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐμεῖς εἴμαστε ὑπεύθυνοι.

Θέλετε νὰ μάθετε πόσο σπουδαῖο κατόρθωμα εἶναι τὸ νὰ θυμᾶται κανεὶς τὰ ἁμαρτήματά του; Ὅταν πρόκειται νὰ δαπανήσουμε χρήματα, ἀφοῦ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸ κρεβάτι, προτοῦ νὰ τὰ διαθέσουμε γιὰ κάποια ἀγορὰ ἢ νὰ τὰ μεταχειριστοῦμε γιὰ κάποια δημόσια ἢ ἰδιωτικὴ συναλλαγή, ἀφοῦ καλέσουμε τὸν διαχειριστὴ μας ζητᾶμε λογαριασμὸ γιὰ ὅσα δαπανήθηκαν προηγουμένως, γιὰ νὰ δοῦμε τί δαπανήθηκε κακῶς καὶ τί ξοδεύθηκε καλῶς, καὶ ἐπίσης πόσο ὑπόλοιπο ἔχει μείνει. Καὶ ἂν δοῦμε ὅτι τὸ περίσσευμα εἶναι μικρό, προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ βροῦμε τρόπο κέρδους, μὴν τυχὸν καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα.

Αὐτὸ λοιπὸν πρέπει νὰ κάνουμε καὶ γιὰ τὶς πράξεις μας, καὶ ἀφοῦ ἐξετάσουμε τὴ συνείδησή μας, ἂς συζητήσουμε μαζί της περὶ τῶν λόγων μας (γιὰ τὸ τί λόγια ἔχουμε πεῖ), περὶ τῶν πράξεών μας, περὶ τῶν σκέψεών μας, ἂς ἐξετάσουμε τί δαπανήθηκε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὀρθῶς (γιὰ τὸ καλὸ) καὶ τί ξοδεύτηκε πρὸς βλάβη δική μας, ποιὸς λόγος μας σπαταλήθηκε γιὰ ὀνειδισμοὺς (γιὰ νὰ χλευάσουμε τοὺς ἄλλους), γιὰ αἰσχρολογίες, γιὰ ὕβρεις, ποιὰ σκέψη κίνησε τὸν ὀφθαλμό μας σὲ ἀκολασία, ποιὸς λόγος μᾶς ἔγινε πράξη ἀπὸ τὰ χέρια μας, ἀπὸ τὴ γλώσσα μας ἢ καὶ ἀπὸ τὸ βλέμμα μας ἀκόμα πρὸς δική μας ζημιὰ (δηλαδὴ ποιὰ ἄσχημα λόγια πού εἴπαμε μᾶς ὁδήγησαν σὲ ἄσχημες πράξεις). Καὶ ἂς φροντίσουμε νὰ σταματήσουμε κάθε ἄσκοπη δαπάνη, ἀντὶ δηλαδὴ ἐκείνων πού δαπανήσαμε γιὰ τὸ κακὸ (π.χ. ἀντὶ τῶν κακῶν λόγων μας, τῶν κακῶν πράξεών μας κλπ.), γιὰ νὰ ἀποκομίσουμε κάποιο ἄλλο (καλὸ) κέρδος, τώρα νὰ δαπανήσουμε ὅλα ὅσα πρέπει γιὰ τὸ καλό, νὰ προσφέρουμε εὐχὲς ἀντὶ νὰ λέμε τὰ ἄσχημα καὶ περιττὰ καὶ ἄσκοπα λόγια πού λέγαμε, νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνες καὶ νηστεῖες ἀντὶ νὰ κινοῦμε σὲ ἀκολασία τὰ βλέμματά μας.

Διότι ἐὰν πρόκειται νὰ ξοδεύουμε ἀσκόπως (νὰ ἁμαρτάνουμε δηλαδή), ἐὰν πρόκειται νὰ μὴν ἀποταμιεύουμε οὔτε νὰ ἀποθησαυρίζουμε κανένα ἀγαθὸ ἔργο πρὸς ὠφέλειά μας, τότε ἀφοῦ περιέλθουμε στὴν μεγαλύτερη πείνα (στὴν ψυχικὴ πείνα), χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, θὰ στείλουμε οἱ ἴδιοι τὴν ψυχή μας στὴν αἰώνια κόλαση. Καὶ εἶναι ἀσύγκριτα καλύτερο νὰ ἀνταλλάξουμε τὴν πρόσκαιρη κατάνυξη καὶ τὸν ὀδυρμὸ (τὶς θλίψεις δηλαδὴ πού θὰ μᾶς βροῦν στὴ ζωὴ αὐτή, κάνοντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ), μὲ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ τὴν ἀτελείωτη Θεία ἡδονή, παρὰ νὰ περάσουμε γελῶντες (καλοπερνώντας καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ σωτηρία μας) τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀπέλθουμε ἐκεῖ, ὅπου θὰ κολασθοῦμε αἰώνια!

Ἐὰν ὁ Παῦλος, ὁ τόσο μεγάλος καὶ τόσο σπουδαῖος, ὁ ὁποῖος διέτρεξε τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη σὰν νὰ εἶχε φτερά, ὁ ὁποῖος ἀποδείχθηκε ἀνώτερος τῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νὰ ἀκούσει τὰ ἄρρητα ἐκεῖνα λόγια (ὅταν ἐνῶ ἀκόμα βρισκόταν στὴ ζωὴ αὐτή, ὁ Κύριος τὸν μετέφερε στὸν Παράδεισο γιὰ νὰ θαυμάσει τὰ Μεγαλεία Του), λόγια τὰ ὁποῖα μέχρι σήμερα κανεὶς ἄλλος δὲν ἄκουσε, ἐὰν λοιπὸν αὐτὸς ὅταν ἔγραφε ἔλεγε«ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλο, μήπως ἐγὼ ὁ ὁποῖος κήρυξα σὲ ἄλλους καὶ ἔλαβα τὰ βραβεῖα, ἀποδειχθῶ ἀνάξιος βραβείου» (Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή, 9, 27), τί μποροῦμε νὰ ποῦμε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι σηκώνουμε τὸ βάρος τόσων ἁμαρτημάτων καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ ἐπιδεικνύουμε τόση ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπὸ αὐτά; Μήπως ὁ πόλεμος αὐτὸς ἔχει ποτὲ διακοπῆ; Πάντοτε πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ ξύπνιοι καὶ οὐδέποτε νὰ μένουμε ἥσυχοι, διότι δὲν εἶναι ὁρισμένος (δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸς) ὁ χρόνος τῆς ἐναντίον μας ἐπιθέσεως, ἀπὸ τὸν ἐχθρό μας τὸν διάβολο.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τόν 24ο Λόγο, “Περὶ ἁμαρτίας καὶ ἐξομολογήσεως


Πηγή: δόγμα

Ισχυρές αντιδράσεις Αγιορειτών για τη Μεγάλη Σύνοδο – Έκτακτη Σύναξη των Μονών του Αγίου Όρους μετά το Πάσχα

Μονή Κουτλουμουσίου
Ισχυρές αντιδράσεις προκαλούν στους κόλπους του Αγίου Όρους τα κείμενα και ο κανονισμός λειτουργίας της λεγόμενης Μεγάλης Συνόδου. Μέχρι στιγμής έχουν γίνει γνωστές οι επιστολές έξι (6) Ιερών Μονών του Αγίου Όρους προς την Ιερά Κοινότητα για την Πανορθόδοξη Σύνοδο. Συγκεκριμένα οι ιερές Μονές Κουτλουμουσίου, Ξηροποτάμου, Ζωγράφου, Καρακάλλου, Φιλοθέου και Γρηγορίου έχουν αποστείλει σχετικές επιστολές προς την Ιερά Κοινότητα, τις οποίες δημοσιεύουμε ολόκληρες πιο κάτω.
Μετά τις γραπτές αυτές αλλά και πολλές προφορικές αντιδράσεις για τη Μεγάλη Σύνοδο, η Ιερά Κοινότητα αποφάσισε ομόφωνα να συζητηθεί το θέμα σε Έκτακτη Σύναξη των Ιερών Μονών με την παρουσία των Ηγουμένων (ΕΔΙΣ) μετά το Πάσχα.
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ:

Οι μέρες της μεγαλοβδομάδας και ο χαρακτήρας τους







Οι πρώτες μέρες της μεγάλης εβδομάδας είναι αφιερωμένες στην εσχατολογία και σε τέσσερις παραβολές: Των δέκα παρθένων με το λάδι του ελέους, του δούλου πού δεν είχε ένδυμα γάμου(έργα αρετών), των ταλάντων(διανομή πλούτου), του Βασιλιά με τους αμνούς και τα ερίφια(κρίση κατά την στάση μας έναντι των φτωχών). Και οι τέσσερις παραβολές σε πρώτο επίπεδο έχουν να κάνουν με τα έσχατα. Γιατί το Πάσχα σημαίνει το πέρασμα μας από μια ζωή σε άλλη ζωή και την κρίση μας σαν χριστιανών. 
Σε δεύτερο επίπεδο, έχουν να κάνουν με την Φιλοπτωχεία! Κάθε άνθρωπος πού πεθαίνει και αφήνει αυτόν τον κόσμο, καταλείπει στους δικούς του τις υποθήκες, την διαθήκη και την κληρονομία του. Έτσι και ο Χριστός, δύο μέρες πριν τον θάνατο Του, μας κατέλειπε την δική του διαθήκη και την δική του κληρονομιά και αυτή είναι οι πτωχοί, οι πένητες και οι ελάχιστοι αδελφοί, οι ταπεινοί του κόσμου. Αυτό γίνεται πιό εμφανές την νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, όταν είπε στους μαθητές: Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο, αυτή είναι η νέα εντολή. Και έτσι θα γνωρίσουν όλοι πώς είστε οι γνήσιοι μαθητές μου!

Η τρίτη και κύρια διάσταση είναι αναστάσιμη, πασχάλια. Ο Ιωσήφ πού ανελκύεται από τον τάφο του λάκκου και βασιλεύει στην Αίγυπτο, προτυπώνει ταφή και Ανάσταση Κυρίου. Οι λαμπάδες των πέντε παρθένων είναι πασχαλινές και φαιδρές και σηματοδοτούν την είσοδο τους στο αιώνιο πάσχα του Νυμφίου τους. Η αμαρτωλός ανασταίνεται από τον άδη των παθών από τον ίδιο τον Χριστό. Η παράδοση της Θείας Ευχαριστίας την Πέμπτη είναι κατ εξοχήν πασχάλιο γεγονός και μυστήριο. Νικηφόρος και κατ εξοχήν αναστάσιμος είναι ο Σταυρός, αφού το πάσχα ημών ετύθη Χριστός δι ημάς. Και η Ταφή δεν είναι το τέλος, αλλά εγκωμιάζεται σαν κένωση των μνημείων και πάντα θεωρείται και δοξάζεται με την πρώτη αυτή ανάσταση πού συντελείται με την κάθοδο του Βασιλιά στον Άδη!

Όλη η ζωή μας μια μεγαλοβδομάδα. Όλη η ζωή μας μια απέραντη νύχτα, κατά την οποία περιμένουμε τον Νυμφίο, ως έρχεται ως κλέπτης εν νυκτί. Και πότε ραθυμούντες, πότε αγρυπνούντες. Πότε με τα λυχνάρια αναμμένα και κάποτε με το φως να τρεμοσβήνει. Και αλλοίμονο πολλές φορές με τα λυχνάρια σβηστά.

Σε πολλούς από εμάς παραμένει καύχημα η παρθενία, αλλά η μωρία του σβηστού λύχνου είναι ο μεγαλύτερος εμπαιγμός μας. Στεγνή αρετή, χωρίς έργα. Άλλοι καμαρώνουν για τον ρυπαρό χιτώνα τους, μη έχοντες ένδυμα γάμου. Και όμως ο Νυμφίος έρχεται. 
Όχι θα έρθει, αλλά έρχεται. 
Μια έκφραση επαγρύπνησης, φοβερή! 
Συναγερμού! 
Να είμαστε στην αναμονή και στο σκίρτημα!

Τι σημαίνει «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται…»

νυμφίος

νυμφίος

Δύο από τα πιο γνωστά τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδας είναι τα: «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται» και «Τον νυμφώνα Σου βλέπω». Ποια είναι, όμως, η σημασία τους;
Το τροπάριο «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται…» λέει:
«Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα. Ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν, ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθείς, ίνα μη τω θανάτω παραδοθείς και της βασιλείας έξω κλεισθείς. Αλλά ανάνηψον κράζουσα· Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο Θεός ημών, διά της Θεοτόκου ελέησον ημάς».
Στα νέα ελληνικά, το τροπάριο σε μια πιο ελεύθερη μετάφραση λέει:
«Δείτε, έρχεται ο Γαμπρός (Νυμφίος) καταμεσίς της νύχτας, και καλότυχος ο δούλος, που θα τον βρει ξύπνιο, αλλά ανάξιος εκείνος που θα πιαστεί στον ύπνο. Πρόσεχε λοιπόν, ψυχή μου, μην αφεθείς στον ύπνο, για να μην παραδοθείς στο θάνατο και κλειστείς έξω από τη βασιλεία. Αλλά σύνελθε και φώναξε: Είσαι Άγιος, Άγιος, Άγιος, Θεέ μας, μέσω της Θεοτόκου ελέησέ μας».
Ποια είναι η σημασία αυτού του τροπαρίου;
Οι στίχοι παραπέμπουν σε δύο παραβολές, δηλαδή ιστορίες με κάποιο νόημα που είπε ο Χριστός. Η πρώτη φράση προέρχεται από την παραβολή των δέκα παρθένων (κατά Ματθαίον, κεφ. 25, στίχοι 1-13). Λέει ότι δέκα κορίτσια είχαν βγει να προϋπαντήσουν το γαμπρό σε κάποιο γάμο. Όμως εκείνος άργησε και αποκοιμήθηκαν. Και καταμεσίς της νύχτας ακούστηκε φωνή: «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται!». Οι κοπέλες ξύπνησαν, αλλά «οι λαμπάδες τους» έσβηναν. Οι πέντε απ’ αυτές (οι «φρόνιμες» = συνετές) είχαν μαζί τους λάδι και ανανέωσαν τη φλόγα, αλλά οι άλλες πέντε (οι «μωρές» = επιπόλαιες) δεν είχαν. Έτσι, μέχρι να βρουν να αγοράσουν, ο Γαμπρός μπήκε στο σπίτι του γάμου, έκλεισε η πόρτα και έμειναν απ’ έξω.
Όπως φαίνεται στα λόγια του Χριστού, ο γαμπρός της ιστορίας συμβολίζει το Χριστό, που όλοι περιμένουμε τη Δευτέρα Παρουσία Του, αλλά αυτή καθυστερεί. Θα έρθει ξαφνικά («μέσα στη νύχτα») και τότε κάποιοι θα είναι έτοιμοι να εμφανιστούν μπροστά Του, γιατί θα είναι καλοί άνθρωποι, ενώ κάποιοι άλλοι θα είναι ανέτοιμοι (επειδή φέρθηκαν ανόητα και δε φρόντισαν να καθαρίσουν την καρδιά τους) και θα μείνουν έξω από «το γάμο», δηλαδή τη βασιλεία του Θεού (τον παράδεισο).
Η δεύτερη παραβολή (κατά Λουκάν, κεφ. 12, στίχοι 36-46) μιλάει για κάποιους δούλους, που περιμένουν τον κύριό τους να επιστρέψει από γάμο. Καλότυχος, λέει ο Ιησούς, εκείνος ο δούλος, που ο κύριος θα τον βρει σε επιφυλακή να τον περιμένει, ενώ αλίμονο σ’ εκείνον που θα σκεφτεί «αργεί ο κύριος» και θ’ αρχίσει να μεθοκοπάει, να δέρνει και να καταπιέζει τους άλλους δούλους. Και αυτή η παραβολή δηλώνει ότι ο Χριστός θα επιστρέψει «ως κλέπτης εν νυκτί», σε στιγμή που κανείς δε θα Τον περιμένει.
Εννοείται ότι η στιγμή, για την οποία ο καθένας πρέπει να είναι έτοιμος, είναι η στιγμή του θανάτου μας, που πιθανότατα θα προηγηθεί της Δ. Παρουσίας και είναι ουσιαστικά η στιγμή της κρίσης μας μπροστά στο Θεό. Ας είμαστε έτοιμοι, έχοντας καθαρίσει την καρδιά μας από τα ελαττώματα που μας εμποδίζουν να αγαπήσουμε το Θεό και τον πλησίον μας.
Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα του τροπαρίου. Ο ποιητής καλεί την ίδια την ψυχή του να μετανοήσει και να αφεθεί στα χέρια του Θεού, ζητώντας τη βοήθειά Του μέσω της Θεοτόκου, των αγίων και των φωτεινών αγγέλων (η τελευταία φράση λέγεται με όλες αυτές τις παραλλαγές). Το τριπλό «Άγιος, Άγιος, Άγιος» είναι από τον ύμνο των αγγέλων (των Σεραφείμ) που άκουσε ο προφήτης Ησαΐας (Ησαΐας, κεφ. 6) και υποδηλώνει την Αγία Τριάδα.
Το τροπάριο «Τον νυμφώνα Σου βλέπω…»
Το δεύτερο τροπάριο λέει: «Τον νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ. Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα, και σώσον με».
Σε νέα ελληνικά:
«Σωτήρα μου, βλέπω στολισμένο το σπίτι του γάμου, αλλά δεν έχω κατάλληλα ρούχα για να μπω μέσα. Κάνε λαμπερή τη στολή της ψυχής μου, Εσύ που δίνεις το φως, και σώσε με».
Οι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από μια άλλη παραβολή του Χριστού, στο κατά Ματθαίον, κεφ. 22, στίχοι 1-14: ένας βασιλιάς παντρεύει το γιο του, αλλά οι καλεσμένοι «αγρόν ηγόρασαν» (η φράση είναι από το Λουκ. 14, 18, όπου υπάρχει η ίδια παραβολή ή μια παρόμοια – εκεί κάποιος λέει: «αγόρασα ένα αγρό (χωράφι) και πρέπει να πάω να τον δω, γι’ αυτό δε μπορώ να έρθω») και δεν πήγαν. Τότε εκείνος έστειλε και κάλεσαν όλους τους φτωχούς και περιθωριακούς, που ήρθαν αντί για τους επίσημους. Είδε όμως κάποιον με ρούχα ακατάλληλα για γάμο και έβαλε να τον πετάξουν έξω, και μάλιστα «στο σκοτάδι»!…
Εννοείται ότι, αφού οι τελικοί καλεσμένοι ήταν φτωχοί, ο Ιησούς δεν εννοούσε ότι ο άνθρωπος διώχτηκε επειδή είχε «κακά ρούχα». Το νόημα είναι ότι είχε κακή ψυχή.
Εδώ λοιπόν ο ποιητής του τροπαρίου παρακαλεί το Χριστό να τον βοηθήσει να γίνει λαμπερή η ψυχή του, να τη «φορέσει» (ως το καταλληλότερο ένδυμα) και να μπορέσει να μπει στο γλέντι του γάμου, δηλ. στον παράδεισο.
Ο Ιησούς ως Νυμφίος
Ο ίδιος ο Χριστός συχνά παρομοίασε τον ερχομό Του με γάμο και τον εαυτό Του με Νυμφίο (γαμπρό). Και στο τέλος της Αποκάλυψης ο παράδεισος συμβολίζεται με μια «πόλη στολισμένη σα νύφη», μέσα στην οποία δεν μπαίνει τίποτε κακό.
Η σημασία αυτής της παρομοίωσης είναι ότι στο πρόσωπο του Χριστού συντελείται ένας «ιερός γάμος» Θεού και ανθρωπότητας: στο γάμο οι δύο σύζυγοι ενώνονται, ενώ στο Χριστό ενώθηκαν Θεός και άνθρωπος, γι’ αυτό ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος. Γι’ αυτό ο Χριστός ονομάζεται «Νυμφίος της Εκκλησίας», η σχέση του αντρόγυνου παρομοιάζεται από τον απόστολο Παύλο με τη σχέση Χριστού και Εκκλησίας (στην επιστολή προς Εφεσίους, κεφ. 5, που διαβάζεται κατά την τελετή του γάμου), ενώ το «Άσμα Ασμάτων» (το ερωτικό τραγούδι του βασιλιά Σολομώντα που βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη) ερμηνεύτηκε από τους χριστιανούς αγίους ως αλληγορία του έρωτα του Θεού και του ανθρώπου.
Ο Θεός, κατά τους αγίους μας, είναι «ερωτευμένος με τον άνθρωπο», γιατί μόνο ένας ερωτευμένος θα μπορούσε να κάνει τέτοια θυσία: να γίνει ταπεινός άνθρωπος (ενώ είναι ο παντοδύναμος Θεός) και ν’ αφήσει να τον βασανίσουν μέχρι θανάτου για να σώσει το δημιούργημά Του. Επίσης, η αγάπη του Θεού είναι «έρως», γιατί Τον κινεί σε ένωση με τον άνθρωπο, όπως οι δύο ερωτευμένοι ενώνονται «οι δύο εις σάρκα μίαν».
Όλα αυτά δεν σκανδαλίζουν τους χριστιανούς, γιατί δεν περιέχουν τίποτε κακό: μιλάνε για την αγάπη του Θεού και για την ένωσή Του με τους ανθρώπους (την αγιότητα). Αυτή την ένωση καλείται να έχει ως σκοπό της ζωής του κάθε χριστιανός. Έτσι, αξιολογεί κάθε πράξη του, στην προσωπική, οικογενειακή, επαγγελματική κ.τ.λ. ζωή του, με γνώμονα αν συμβάλλει σ’ αυτή την ένωση ή την εμποδίζει: στην ένωση με τον Τριαδικό Θεό διά του Χριστού.
Γι’ αυτό ο Χριστός δεν θα μπορούσε να έχει παντρευτεί ή ερωτευτεί μια γυναίκα: όχι γιατί «ήταν ανέραστος» (δεν ήταν, όπως μόλις είπαμε), αλλά γιατί είναι ο Νυμφίος της Εκκλησίας, ερωτευμένος και ενωμένος με τη Νύμφη Του, την ανθρωπότητα. Μόνο αν δεν ήταν Θεός, αλλά ένας κοινός άνθρωπος, τότε δεν είναι αληθινός αυτός ο ιερός γάμος, άρα ούτε η ανάσταση και φυσικά δεν υπάρχει και σωτηρία από το θάνατο. Γι’ αυτό και οι (λανθασμένες) ιδέες ότι δήθεν ήταν παντρεμένος με την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, είναι αντίθετες με τη διδασκαλία και την εμπειρία των αγίων όλων των εποχών για τη Θεότητα του Θεανθρώπου Νυμφίου Ιησού.
Θ. Ι. Ρηγινιώτης



Μεγάλη Δευτέρα εσπέρας...

 
Μεγάλη Δευτέρα εσπέρας
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
"Την ώραν, ψυχή, του τέλους εννοήσασα, και την εκκοπήν της συκής δειλιάσασα, το δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως έργασαι, ταλαίπωρε, γρηγορούσα και κράζουσα. Μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού".
       1.. Τό παραπάνω κοντάκιο τῆς Μ. Τρίτης σέ λίγες γραμμές μᾶς θέτει στήν πορεία τῆς ἀληθινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. ῾Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ᾽: μᾶς καλεῖ ὁ ὑμνογράφος, δηλ. ἡ ᾽Εκκλησία μας, νά μή μείνουμε ἔξω ἀπό τό νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ. Ποιός εἶναι ὁ νυμφώνας; Μά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί ἡ σχέση μας μαζί Του. ᾽Εκεῖνος εἶναι ὁ νυμφίος καί ὁ κάθε πιστός ἡ νύμφη ψυχή. Σκοπός μας εἶναι ἀκριβῶς νά παραμένουμε πάντοτε ἑνωμένοι μαζί Του, ὅπως συμβαίνει στή σχέση τοῦ νυμφίου μέ τή νύμφη. Αὐτό συνιστᾶ καί τόν Παράδεισο καί τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἦλθε καί ἔγινε ἄνθρωπος: νά μᾶς παραλάβει καί νά μᾶς ἐνσωματώσει στό ἅγιο Σῶμα Του, τήν ᾽Εκκλησία. 


Νά μᾶς κάνει κλαδιά στό δέντρο πού εἶναι ᾽Εκεῖνος. ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽. Ὁ κάθε πιστός συνιστᾶ, μετά τό ἅγιο βάπτισμά Του, μέ τό ὁποῖο ἐνδύθηκε τόν Χριστό, μιά προέκταση ᾽Εκείνου, μιά ἄλλη παρουσία Του μέσα στόν κόσμο. Ποιά εἶναι ἡ ἀγωνία λοιπόν τοῦ πιστοῦ, γιά νά μή μένει ἐκτός νυμφῶνος; Νά διακρατεῖ τό ἔνδυμα πού ἐνδύθηκε στό βάπτισμα, τόν ἴδιο τόν Χριστό, καθαρό καί ἀρρύπωτο. ῾Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: ῾Νά κρατήσουμε τήν καθαρότητα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος᾽ (ἀββᾶς Μάρκος ὁ ἀσκητής), δηλ. ῾νά κρατήσουμε τό ἅγιον Πνεῦμα στή ζωή μας, μέ τό ὁποῖο γίναμε χριστιανοί᾽(ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ). Ἡ πραγματικότητα ὅμως τῆς ζωῆς ἔρχεται πολύ συχνά καί ἀναιρεῖ αὐτήν τήν ἐπιθυμία. Ἡ ἀγωνία μή καί ρυπωθεῖ τό ἔνδυμα, μή δηλαδή  καί χάσουμε τόν Χριστό, γίνεται πράξη. Κι αὐτό ἐκφράζει καί ὁ ὑμνωδός στό γνωστό ἐξαποστειλάριο τῶν ἡμερῶν: ῾Τόν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω εἰς αὐτόν᾽! Δυστυχῶς, ἡ καθημερινότητα μᾶς ὁδηγεῖ συχνά σέ λήθη, σέ λησμονιά τῶν ὑποσχέσεών μας κατά τό βάπτισμα, καί ῾ξεσκίζουμε᾽ κυριολεκτικά τό ἔνδυμα πού ἐλάβαμε, μέ τίς πολυποίκιλες ἁμαρτίες μας. Πότε ἡ φιληδονία μας, πότε ἡ φιλαργυρία μας, πότε ἡ φιλοδοξία μας, τά κεντρικά αὐτά πάθη πού πηγάζουν ἀπό τή ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, τή φιλαυτία, μᾶς κάνουν νά χάνουμε αὐτό πού θά᾽πρεπε νά εἶναι ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς μας. ῾Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ᾽(ὁ Κύριος). ῾Ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω᾽ (ἀπ. Παῦλος).  
     2. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού θά μποροῦσε νά μᾶς βοηθήσει νά μή ξεφεύγουμε ἀπό τήν προτεραιότητά μας αὐτή; Οἱ ἅγιοί μας βεβαίως, στηριγμένοι στά εὐαγγελικά λόγια, μᾶς ὑπενθυμίζουν: νά μήν ἐκπίπτουμε ἀπό τήν ἀγάπη μας πρός τόν Κύριο. Νά ὑποκαίουμε πάντοτε τήν καρδιά μας πρός Αὐτόν πού εἶναι ὁ Δημιουργός μας, ὁ συντηρητής μας, ὁ κριτής μας, κυρίως ὅμως ὁ νυμφίος ἀκριβῶς τῆς ζωῆς μας. ᾽Εκεῖνος μᾶς τό ζητᾶ διαρκῶς: ῾Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ᾽! ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει᾽. Ἡ ἀγάπη μας λοιπόν πρός τόν Κύριο εἶναι ἐκεῖνο πού φυσιολογικά θά ἔπρεπε νά μᾶς κρατᾶ σ᾽ αὐτήν τή χαρισματική κατάσταση. Ὅμως, ἐπειδή δέν συμβαίνει συχνά αὐτό, οἱ ἅγιοί μας μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι μποροῦμε νά βρισκόμαστε σ᾽αὐτήν τήν ἐγρήγορση πού ζητᾶ ὁ Κύριος, καί μέ χαμηλότερα μέσα καί μέ λιγότερο χαρισματικούς λογισμούς, πάντοτε ὅμως μέ τήν ἐπίγνωση ὅτι δέν βρισκόμαστε στήν κανονική κατάσταση: δηλαδή μέ τήν αἴσθηση τοῦ θανάτου καί μέ τό φόβο τῆς κολάσεως. Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού μᾶς ὑπενθυμίζει καί ὁ ὑμνογράφος τοῦ κοντακίου: ῾τήν ὥραν, ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα᾽. Εἶναι τό ἴδιο πού μᾶς καλεῖ καί ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας Κρήτης στό Μεγάλο Κανόνα: ῾Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; Τό τέλος ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι᾽! Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς θυμίζουν γενικότερα ὅτι μέ τρεῖς τρόπους μπορεῖ ἕνας πιστός νά διακρατεῖται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ: μέ τό φόβο (ἡ κατάσταση τοῦ δούλου), μέ τήν προσμονή τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ (ἡ κατάσταση τοῦ μισθωτοῦ) καί μέ τήν ἀγάπη (ἡ κατάσταση τοῦ υἱοῦ). Ἡ τελευταία, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ φυσιολογική, ἀλλά καί τούς ἄλλους δέν τούς ἀπορρίπτει ὁ ἀγαθός Πατέρας μας.
     3. Σέ ὅποια κατάσταση λοιπόν καί ἄν βρισκόμαστε, τό ζητούμενο εἶναι νά εἴμαστε σέ ἐγρήγορση γιά νά μή χάνουμε τή ζωντανή σχέση μας μέ τόν Χριστό, τό νυμφίο τῆς ψυχῆς μας. Κι αὐτό πού καλούμαστε συγκεκριμένα νά κάνουμε εἶναι νά ἐργαζόμαστε τό τάλαντο πού μᾶς δόθηκε, δηλαδή νά ἐνεργοποιοῦμε τά χαρίσματα πού λάβαμε κατά τό ἅγιο βάπτισμα καί τό χρίσμα μας. Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτή – πορεία στήν πραγματικότητα πάνω στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ - φέρνει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τούς καρπούς πού πρέπει νά ἔχουμε ὡς κλήματα στό ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτοί οἱ καρποί δέν εἶναι ἄλλοι ἀπό αὐτούς πού μᾶς ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή: ῾Ὁ δέ καρπός τοῦ πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, ἀγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια᾽. Ὅπου ἐπισημαίνουμε τήν παρουσία αὐτῶν τῶν καρπῶν, σημαίνει ὅτι ψηλαφοῦμε τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄρα τή ζωντανή σχέση μας μέ τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Ὅπου ἀπουσιάζουν, σημαίνει ὅτι ἐκεῖ δέν ὑπάρχει παρουσία Χριστοῦ, ἔστω κι ἄν ὑπάρχει ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του. Βρισκόμαστε ἐκτός νυμφῶνος! ῾Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός᾽ ! 
     Αὐτή ἡ ἐργασία εἶναι ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς ἑνός χριστιανοῦ καί γι᾽ αὐτό ἀπαιτεῖται φιλοπονία. Ἡ ἐπίγνωση τῆς δωρεᾶς πού μᾶς δόθηκε - νά εἴμαστε πιά μέλη Χριστοῦ, νά φανερώνουμε τόν Χριστό - κατά φυσικό τρόπο κάνει ἕναν ἐν ἐπιγνώσει Χριστιανό νά ῾ἐργάζεται᾽ ὄχι ράθυμα καί χαλαρά, ἀλλά μέ φιλοπονία. Ὅσο συνειδητοποιεῖ ἕνας πιστός τήν πραγματικότητα αὐτή, τόσο καί θά ἐπεκτείνεται πρός τόν Χριστό, πού σημαίνει θά ἀνοίγεται πρός τό συνάνθρωπό του ἐν ἀγάπη, καί ἄρα ἀπό ἐδῶ θά βιώνει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ!

Ακολουθείν

Μεγάλη Δευτέρα - Ο εφησυχασμός μας μπροστά στον Νυμφίο που έρχεται «εν τω μέσω της νυκτός»


«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Στἠν σιγαλιά τοῦ βραδιοῦ, ἐκεῖ πού οἱ αἰσθήσεις ἡσυχάζουν ἀπό τήν τύρβη τῆς ἡμέρας καί ἀδρανοποιοῦνται οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις καί γλυκός ἔρχεται ὁ ὕπνος «πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς ἡμετέρας σαρκός», γίνεται ἡ ἀπρόσμενη ἐπίσκεψη τοῦ Νυμφίου.
 

Τὀ ὅλο τροπάριο παραπέμπει στήν σχετική καινοδιαθηκική περικοπή τῆς Παραβολῆς τῶν δέκα Παρθένων. Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ καί μᾶς προτρέπει: «Γρηγορεῖτε (=ἀγρυπνεῖτε) οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται». Ὁ Κύριος κάνει μία ἀντιδιαστολή μεταξύ τοῦ «μακαρίου δούλου» πού ἐργάζεται φιλότιμα καί φέρεται ἄψογα στούς συνδούλους πού τοῦ ἐμπιστεύτηκε καί ἀπό τήν ἄλλη μᾶς παρουσιάζει το πρότυπο τοῦ «κακοῦ δούλου», πού φέρεται μέ σκληρότητα στούς συνδούλους του. Ὁ πονηρός αὐτός δοῦλος σκέπτεται ὅτι ὁ Κύριός του ἀργεῖ νά ἔλθει («χρονίζει») καί τό ρίχνει στό φαγητό καί τό ποτό μαζί μέ αὐτούς πού μεθοῦν. Ὁ Κύριος ὅμως θά ἔλθει σέ ὥρα πού ἐκεῖνος ἀγνοεῖ καί θά τόν τιμωρήσει τοποθετώντας τον στό μέρος τῆς τιμωρίας τῶν ὑποκριτῶν, ὅπου θά κλαίει καί θά τρίζουν τά δόντια του. 
Ὁ ἐφησυχασμός, ἡ ἀδράνεια, ἡ κραιπάλη, ἡ ἀδιαφορία γιά τόν συνάνθρωπο, ὁ ἄκρατος ἀτομισμός, οἱ ἰδιοτελεῖς σκέψεις καί συμπεριφορές, νά οἱ καταστάσεις καί οἱ τακτικές πού μᾶς βγάζουν «ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».

Ὅπως, ὅταν ὁ καθηγητής πού βάζει ἀπροειδοποίητο πρόχειρο διαγώνισμα, βλέπει ποιοί μαθητές ἐργάσθηκαν φιλότιμα καί ἀπέδωσαν καί ποιοί τεμπέλιασαν καί τό ἔριξαν ἔξω, ἔτσι καί ὁ Κύριος θά μᾶς τεστάρει. Θά μᾶς περάσει ἀπό τήν πνευματική κρισάρα ἀπροειδοποίητα καί ἀνάλογα θά μᾶς κατατάξει. Σέ αὐτήν τήν ζωή μας ἀνέχεται, περιμένει τή διόρθωσή μας, μᾶς δίνει πολλές εὐκαιρίες μετάνοιας καί διορθώσεως τῆς συμπεριφορᾶς μας. Ἐπειδή ὅμως ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πνευματικῆς ἀδράνειας, γι᾽αὐτό καί ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἄγνωστη.

Ἡ πνευματική ἀγρύπνια ἔχει κόπο, κόστος σωματικό, θυσία. Ἔχει ὅμως καί πλούσιους καρπούς. Ὁ κίνδυνος εἶναι νά πάρουμε τήν παροῦσα ζωή ὡς μόνιμη κατάσταση,νά ἐπιδοθοῦμε στήν ἀπόλαυση τῶν πρόσκαιρων ἡδονῶν, νά ξεχάσουμε τόν συνάνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο κρίνεται ὡς ἕνα βαθμό καί ἡ σωτηρία μας καί ναρκωμένοι νά παραδοθοῦμε στόν ὀλέθριο ὕπνο τῆς καλοπέρασης.
 
Ὁ δοῦλος πού ἐργάζεται φιλότιμα ὀνομάζεται μακάριος, εὐτυχής. Ἄνθρωπος πού βαδίζει σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί ὄχι σύμφωνα μέ τά ἁμαρτωλά θελήματα τῆς καρδιᾶς του. Ἄνθρωπος πού ὑπακούει στό θεῖο νόμο καί δέν ανακαλύπτει δικό του νόμο καί φιλοσοφίες ζωῆς. Ἄνθρωπος ταπεινός, πού ἀναφέρει ὅλη του τη ζωή στόν ἀρχηγό τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
 
Μέσα στό χαμηλό κατανυκτικό φῶς τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὁ πιστός ἀσπάζεται τμέ εὐλάβεια καί δέος τήν εἰκόνα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, συγκινεῖται ἀπό τό θεῖο πάθος καί τή θεϊκή συγκατάβαση, μαλακώνει ἡ καρδιά του πού ἔχει σκληρυνθεῖ καί ἔχει πωρωθεῖ ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς. Ἀρχίζει νά ἔχει τήν καλή ἀνησυχία. Ἔρχεται εἰς ἑαυτόν. Συνειδητοποιεῖ ὅτι μέχρι τώρα τρεφόταν μέ τά ξυλοκέρατα τῆς πικρῆς ἁμαρτίας. Αρχίζει νά καλλιεργεῖ μέσα του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, κάνει ἕναν αὐτοέλεγχο τῆς κατάστασής του καί μέ δειλά βήματα στήν ἀρχή, πού στή συνέχεια γίνονται πιό ἀποφασιστικά καί σταθεροποιοῦνται, ἐπιζητεῖ μιά εἰλικρινή σχέση μέ τόν ἀγαπημένο του ᾽Ιησοῦ, τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς του.
 
Ἐδῶ δέν χωροῦν δικανικά σχήματα, ἠθικολογικοῦ τύπου, ἐπιταγές καί στεῖρο τυπολατρικό πνεῦμα. Στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομοῦνται μόνο σχέσεις ἐμπιστοσύνης καί ἀγάπης. Μόνο μιά τέτοια σχέση εἶναι ἱκανή νά μᾶς κάνει νά νά «γρηγοροῦμε» καί νά θυσιάζουμε τό ἐγώ μας. Μόνο μιά τέτοια σχέση εἶναι ἱκανή νά μᾶς εἰσάγει στόν νυμφικό θάλαμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ


Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα.
 – Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας .  αλλά προς τι; 
Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο
 που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ’ αναμμένο φως.
Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια
ύπτιοι, με το πρόσωπο ακάλυπτο στον ουρανό.
Πάω μ’  από κοντά τις μετρημένες μέρες μου
– Σύμφωνοι, ναι .  αλλ’  η ζωή αυτή δεν έχει τέλος.
(«Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου»- Οδ. Ελύτης).

Αυτός που πιστεύει συνήθως νιώθει έρημος στον κόσμο. Ας σκεφτούμε τους Αγίους μας. Ζώντας ανάμεσα σε υποψήφιους νεκρούς, οι οποίοι συνέχιζαν τη ζωή τους, τις υποχρεώσεις τους, τα όνειρά τους, τις μέριμνές τους με πρόσωπο ακάλυπτο από την απουσία σεβασμού στον ουρανό, οι Άγιοι επιμένανε και επιμένουν: Ναι, θα πεθάνουμε. Αλλά η ζωή αυτή δεν έχει τέλος.
Και το δείχνανε αγαπώντας, εκεί που οι άλλοι τους έλεγαν να διεκδικούν το δίκιο τους. Συγχωρώντας, εκεί που οι άλλοι τους έλεγαν να τιμωρήσουν. Προσευχόμενοι, εκεί που οι άλλοι τους έλεγαν να περνάνε καλά. Υπομένοντας, εκεί που οι άλλοι φώναζαν «γιατί;». Γνωρίζοντας ότι  ο θάνατος μπορεί να έρθει, αλλά μαζί του είναι και η ανάσταση, εκεί όπου οι άλλοι έβαζαν έναν οβολό στο στόμα του νεκρού τους και λυπόντουσαν ως μη έχοντες ελπίδα. Τραγουδώντας και ψάλλοντας έναν Θεό που δημιούργησε και αναδημιούργησε τον κόσμο, εκεί όπου οι άλλοι ζητούσαν έναν Θεό που θα ικανοποιήσει τα συμφέροντά τους, κι αν αυτό δε γινόταν έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει. Βλέποντας έναν Θεό που γίνεται Νυμφίος, κάλλει ωραίος, μέσα στις πληγές και την απόρριψη.
Πού είναι οι άλλοι και πού είναι οι άγιοι; Τα μωρά του κόσμου λυτρώνουν τον κόσμο. Οι μη πιστεύοντες δεν μπορούν να βοηθήσουν ούτε καν τον εαυτό τους. Και δεν ξέρουν τελικά ούτε γιατί ζούνε ούτε γιατί πεθαίνουν.  Τούτες οι μέρες μας καλούνε να αποφασίσουμε τελικά με ποιους είμαστε: Αναστημένοι με τον Χριστό και τους Αγίους ή προσωρινά ή αιώνια υπνώττοντες με τους περιφρονητές. Δεν έχει τέλος η ζωή για  όποιον αγαπά τον Θεό. 

π. Θ.Μ.
25 Απριλίου 2016
το είδαμε εδώ

Ο Γέροντας Εφραίμ Βατοπαιδινός διηγείται τι του αποκάλυψε ο Γέροντας Πάισιος...



Η ΔIΑΦΟΡΑ (ΕΝΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΓΚΟΥΡΟΥ)


του Αθανάσιου Ρακοβαλή
Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τις διαφορές μεταξύ ενός γκουρού όπως τον δημιουργεί η παράδοση των ανατολικών θρησκειών (Ινδουισμός, Βουδισμός κ.λπ.) και ενός γέροντα όπως τον θέλει η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτές οι δύο “μορφές” είναι “θεσμοί” που υπάρχουν εδώ και χιλιετίες μέσα στις αντιδιαμετρικές αυτές παραδόσεις και ενώ εκ’ πρώτης όψεως μοιάζουν να έχουν τον ίδιο ρόλο, εν τούτοις μία βαθύτερη και προσεκτικότερη ματιά θα μας αποκαλύψει τις τεράστιες διαφορές τους. Το μπακίρι έχει το χρώμα και την λάμψη του χρυσού και μπορεί να ξεγελάσει ανθρώπους χωρίς πείρα, το έμπειρο μάτι όμως καταλαβαίνει την τεράστια διαφορά τους.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν..
1η) Ο γέροντας δείχνει τον Χριστό ενώ ο γκουρού τον εαυτό του. Και οι δύο αναλαμβάνουν να φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεό. Ο γκουρού όμως ισχυρίζεται ότι ο ίδιος είναι Θεός και απαιτεί και λαμβάνει λατρεία από τους οπαδούς του. Ο γέροντας παραδέχεται ότι είναι ένας αμαρτωλός άνθρωπος, που σκύβει το κεφάλι του κάτω από το πετραχήλι στην εξομολόγηση, και λέει ότι λατρεία πρέπει να προσφέρουμε μόνο στον Χριστό, γιατί η λατρεία αρμόζει μόνο στον αληθινό Θεό.
2η) Ο γέροντας έχει στόχο να βοηθήσει τα πνευματικά του παιδιά, να ωριμάσουν, να γίνουν ικανοί να βαδίζουν μόνα τους στην πνευματική οδό που οδηγεί στην ένωση με τον Χριστό, να γίνουν ανεξάρτητοι, χειραφετημένοι πνευματικοί άνθρωποι που δεν τον έχουν πλέον ανάγκη. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα πνευματικοπαίδια ξεπέρασαν στην αρετή και την Χάρη τους γεροντάδες τους. Ο γκουρού ενεργεί αντίθετα. Θέλει τους ανθρώπους που είναι γύρω του να είναι οπαδοί του και κάτω από την επιρροή του μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ζητά από τους οπαδούς του να πετάξουν το μυαλό τους γιατί τους δημιουργεί πολλά προβλήματα και να παραδώσουν ολοκληρωτικά τον εαυτό τους σε αυτόν γιατί αυτός είναι Θεός, με το πρόσχημα της πνευματικής εξέλιξης, της πνευματικής ανόδου. Έτσι σταματάει η ψυχολογική και διανοητική ανάπτυξη των οπαδών του και έχουμε φαινόμενα παλιμπαιδισμού και ψυχωτικά σύνδρομα. Η κριτική σκέψη αποθαρρύνεται και τελικά καταστρέφεται. Αυτό που απαιτείται και προβάλλεται ως αρετή και πρότυπο προς μίμηση είναι η απόλυτη υπακοή και παράδοση στον γκουρού. Έτσι ο οπαδός του γκουρού καθίσταται στο τέλος μίας πνευματικής – ψυχολογικής πορείας πλήρως εξαρτώμενος, μια μαριονέτα στα χέρια του γκουρού.
3η) Ο γέροντας αγαπάει τα πνευματικά του παιδιά. Για να φτάσει κανείς να γίνει γέροντας πρέπει να έχει κάνει πνευματική εργασία στον εαυτό του, να έχει αποκτήσει την εμπειρία και την Χάρι του Χριστού, να έχει πνευματική αγάπη, να ζητεί, να ποθεί, το καλό του άλλου και να παραβλέπει τον εαυτό του για χάρη των μαθητών του. Ακόμα δε και να μπορεί να δώσει και την ζωή του για χάρη τους αν και όταν χρειαστεί. Έτσι περιέγραψε το πρότυπο του καλού ποιμένα ο ίδιος ο Χριστός. Αυτή είναι η διδασκαλία του Ευαγγελίου, αυτό είναι το ορθόδοξο πρότυπο.
Αντίθετα ο υπάλληλος, “ο μισθωτός” βλέπει τον κίνδυνο να έρχεται και το βάζει στα πόδια αδιαφορώντας για τους άλλους. Ο γκουρού αγαπάει τον εαυτό του και όχι τους άλλους. Εκμεταλλεύεται τους αφελείς και υποταγμένους οπαδούς του. Κοιτάξτε τους γκουρού, ήρθαν πάμπτωχοι από την Ινδία και έγιναν πάμπλουτοι μέσα σε λίγα χρόνια, από τις περιουσίες που τους χάρισαν οι οπαδοί τους. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς, την πονηρία των γκουρού ή την αφέλεια των ανθρώπων;
4η) Ο γέροντας μέσω της προσωπικής ασκητικής του πείρας γνωρίζει καλά την ανθρώπινη ψυχή τα πάθη και τις αδυναμίες της. Έχει διάκριση και είναι σε θέση να βοηθήσει και τους άλλους να απαλλαγούν από τα πάθη τους και τα ψυχολογικά τους προβλήματα, και να σταθούν στα πόδια τους, αν βεβαίως είναι διατεθειμένοι να κουραστούν, να αγωνισθούν.
Ο γκουρού διαθέτει και αυτός ψυχολογικές γνώσεις, μόνο που τις χρησιμοποιεί για να υποτάξει τους ανθρώπους στην θέληση του και να τους εκμεταλλευτεί.
5η) Ο γέροντας είναι με τον Χριστό ενώ ο γκουρού είναι με τον διάβολο. Ο γέροντας δεν ισχυρίζεται ότι διαθέτει «δυνάμεις». Προσεύχεται στον Χριστό και παρακαλεί να βοηθήσει. Κάποιοι αγιασμένοι γέροντες είναι τιμημένοι από τον Χριστό με πνευματικά χαρίσματα. Τα υπερφυσικά θαύματα που συμβαίνουν ομολογούν ότι οφείλονται στην δύναμη του Χριστού και όχι στον εαυτό τους…
Ο γκουρού αντίθετα ισχυρίζεται, ότι ο ίδιος, σαν Θεός που λέει ότι είναι, διαθέτει τεράστιες πνευματικές δυνάμεις που μπορούν να αλλάξουν την ιστορία του κόσμου. Παρ’ όλες τις υπερβολές και τις τερατολογίες που λένε, λόγω της υπερηφάνειάς τους, η αλήθεια είναι ότι όντως διαθέτουν κάποιες πνευματικές δυνάμεις. Όχι όλοι, αλλά σίγουρα αρκετά από τα στελέχη και σε διαφορετική ένταση ο καθένας τους. Ας μη το θεωρήσει κανείς αυτό υπερβολή, γιατί όντως υπάρχει μαγεία, το λέει άλλωστε και το Ευαγγέλιο, και αυτοί οι άνθρωποι είναι μάγοι. Γιατί πως εξηγείται το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι, όχι ένας και δύο, μορφωμένοι, πλούσιοι, ταξιδεμένοι, επιχειρηματίες, έμπειροι από την ζωή και την πονηριά των ανθρώπων, πέσανε στα δίχτυα κάποιου γκουρού και “πείστηκαν” να δωρίσουν τις περιουσίες τους σε αυτόν; Αυτοί οι άνθρωποι δύσκολα υποκύπτουν σε ψυχολογικές μεθόδους χειραγώγησης και επιβολής. Αυτοί, οι πλούσιοι και ισχυροί γίνονται κυρίως στόχος των μαγικών τεχνών των γκουρού. Οι γκουρού είναι κάτοχοι αυτής της “δαιμονικής σοφίας”, της μαγείας. Συνήθως χρησιμοποιούν ένα συνδυασμό μαγείας και απάτης. Ο γέροντας Παϊσιος αναφερόμενος στο θέμα, έλεγε «Δύο πνευματικές δυνάμεις υπάρχουν στον κόσμο, ο Θεός και ο διάβολος, εμείς είμαστε με τον Χριστό, αυτοί με ποιόν είναι;» Η ανατολή ανέκαθεν θεωρείτο το κέντρο της μαγείας, και οι ειδωλολατρικές θρησκείες το πανεπιστήμιό της. Γιατί «αυτό που κάνει έναν άνθρωπο μάγο είναι η σχέση του με τον Σατανά» για να χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός πρώην μάγου.
6η) Ο γέροντας σαν αμαρτωλός άνθρωπος που δηλώνει και πιστεύει ότι είναι ΔΕΝ διεκδικεί το αλάθητο. Δίνει συμβουλές, όχι μεταφυσικά αποφθέγματα, που μοιάζουν με χρησμούς κάποιου ειδωλολατρικού μαντείου.
Ο γκουρού μοιράζει χρησμούς και μεταφυσικά γενικόλογα αποφθέγματα, απαιτεί την απόλυτη συμμόρφωση στα λόγια του. Ο γκουρού δίνει εντολές, όχι συμβουλές γιατί… είναι αλάθητος Θεός.
7η) Ο γέροντας, όπως και οποιοσδήποτε άλλος που ενδιαφέρεται, μπορεί να μεσιτεύσει στον Χριστό για την σωτηρία μιάς ψυχής αλλά ο Θεός θα αποφασίσει για την σωτηρία ή την καταδίκη της.
Ο γκουρού αντίθετα ισχυρίζεται, ότι αυτός ο ίδιος μπορεί να σώσει ή να καταδικάσει μία ψυχή. Ψέμα.! Τεράστιο ψέμα! Ισοδύναμο σε μέγεθος με το ψέμα που είπε ο διάβολος στην Εύα στο Παράδεισο. ΑΝ όμως πλανηθεί κάποιος και το πιστέψει, τότε βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Φαντασθείτε να πιστεύετε στα σοβαρά ότι ένας άνθρωπος μπορεί να κρατάει στα χέρια του όχι μόνο την ζωή σας σ’ αυτόν τον κόσμο αλλά και την μεταθάνατο πορεία σας. Είναι ψυχωτική κατάσταση, ανύπαρκτη, υπάρχει μόνο μέσα στο νού του θύματος. Οι συνέπειές της όμως είναι πραγματικές. Φέρνει την απόλυτη υποταγή! Τον απόλυτο τρόμο! Τι πνευματική υποδούλωση! Όντως σατανικό το εφεύρημα.
8η) Ο γέροντας είναι σχετικός ενώ ο γκουρού απόλυτος. Ένας γέροντας μπορεί με ταπείνωση να πει σε κάποιο πρόσωπο ότι εγώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω, πήγαινε σε κάποιον άλλο να βοηθηθείς… ή ακόμα μπορεί η πρωτοβουλία να έρθει από το ίδιο το πνευματικό παιδί που ζητάει να αλλάξει γέροντα ή πνευματικό, για κάποιους λόγους, μέσα σε ένα πνεύμα ελευθερίας. Αυτό είναι κάτι το σύνηθες μέσα στην ορθόδοξη παράδοση. Στην διάρκεια της ζωής του ένας χριστιανός συμβαίνει και αλλάζει πνευματικό-εξομολόγο. Δεν υπάρχει προσωποληψία. Το κέντρο είναι ο Χριστός, όχι ο άνθρωπος.
Κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο για την γκουρουιστική παράδοση. Αν κάποιος απομακρυνθεί από ένα γκουρού, αυτό θα γίνει κάτω από την ψυχολογική πίεση της απόλυτης μεταφυσικής καταδίκης. Πρέπει να έχει κάποιος δύναμη ψυχής για να αντέξει την ψυχολογική πίεση και να ελευθερώσει τον εαυτό του από την επιρροή του γκουρού. Αυτό όμως δεν αρκεί πάντοτε. Αν αυτός που θέλει να αποσκιρτήσει είναι σημαντικός για αυτούς, είτε γιατί είναι πλούσιος, διάσημος, είτε γιατί γνωρίζει μυστικά λόγω της θέσης που είχε μέσα στην οργάνωση τους, τότε θα στείλουν πάνω του δαιμόνια- σαν μάγοι που είναι- και θα αντιμετωπίσει δαιμονικό πόλεμο.
Σ’ αυτή την περίπτωση είναι αδύνατο ο άνθρωπος να τα βγάλει πέρα χωρίς την βοήθεια του Χριστού. Ο Χριστός είναι ο μόνος μέσα στην ιστορία, που συνέτριψε την δύναμη του διαβόλου.
Βέβαια υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις, οι περισσότερες μάλλον, όπου δεν συμβαίνουν τα ανωτέρω. Αν ο άνθρωπος δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα ή αν έχουν πάρει απ’ αυτόν ότι μπορούν να πάρουν (οικονομικά, κοινωνικά, δωρεάν εργασία, κλπ) με την αδιαφορία που του δείχνουν τον αφήνουν να “φύγει”, τον πετάνε σαν στημένη λεμονόκουπα.
Τελειώνοντας να συνοψίσουμε και να πούμε την γενική διαφορά. Ο γέροντας είναι ένας ταπεινός άνθρωπος με εν Χριστώ αρετές και πολέμιος των παθών. Συνειδητό μέλος της εκκλησίας που ίδρυσε ο Χριστός, ενισχύεται και τρέφεται πνευματικά απ’ αυτήν και την Χάρι Του.
Ο γκουρού είναι γέννημα των ειδωλολατρικών θρησκειών της ανατολής, είναι ένας άνθρωπος που έχει δοθεί αχαλίνωτα στα πάθη του, χωρίς ενδοιασμούς και χρησιμοποιεί την δύναμη του Διαβόλου (μαγεία) για να τα ικανοποιήσει. Έχει δαιμονική πονηρία. Είναι ένας προβατόσχημος λύκος. Υποκριτής. Υποκρίνεται τον άγγελο ενώ είναι υπηρέτης του Διαβόλου. Το κυρίαρχο πάθος του είναι η υπερηφάνεια. Εγώ είμαι και κανένας άλλος. Υποτιμά και περιφρονεί τους άλλους ανθρώπους. Το κρύβει όμως πίσω από μία δήθεν αγάπη. Να, δες πως τους έκανα να με προσκυνούν σαν Θεό, σκέφτεται. Βέβαια έχει και όλα τα άλλα πάθη. Ματαιοδοξία, φιλαργυρία και φιληδονία. Πολλοί γκουρού εκμεταλλεύονται και σεξουαλικά τους οπαδούς τους, γιατί μία συνεύρεση με τον γκουρού, είτε άνδρας είναι είτε γυναίκα είναι το θύμα, κατά την δαιμονική διδασκαλία τους, αποτελεί μεγάλη βοήθεια για πνευματική άνοδο του οπαδού. Παρουσιάζουν την σεξουαλική εκμετάλλευση σαν πνευματική ευεργεσία. Κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο για την ορθόδοξη παράδοση.
Δεν ισχυρίζομαι ότι μέσα στο χώρο της ορθόδοξης παράδοσης δεν συμβαίνουν λάθη ή ότι δεν υπάρχουν προβληματικές καταστάσεις, βεβαίως και υπάρχουν. Είναι αποτέλεσμα των ανθρώπινων παθών, της κακίας αυτής που έχει φωλιάσει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Αυτό που κάνει την μεγάλη διαφορά και αυτό είναι το πολύ σημαντικό, είναι ότι η ορθόδοξη δογματική πίστη καταδικάζει, πολεμά και απορρίπτει συμπεριφορές παρόμοιες με αυτές των γκουρού, όταν εμφανίζονται και μέσα στην εκκλησία, σαν αμαρτωλές παρεκτροπές, ενώ οι ανατολίτικες δοξασίες τις έχουν κάνει κανόνα και τρόπο ζωής.
Όσοι ακολουθούν τα ορθά δόγματα μπορούν να διορθώσουν την στραβή ζωή τους, ενώ όσοι πλανηθούν και ακολουθήσουν τα στραβά δόγματα θα καταστρέψουν σιγά-σιγά και ότι σωστό έχουν μέσα τους. Το ορθό δόγμα μας ελευθερώνει, ενώ η πλάνη (=το λάθος δόγμα) μας υποδουλώνει. Άρα, είναι λοιπόν σημαντικό να βιώνουμε και να εμβαθύνουμε στα δόγματα της ορθοδοξίας, για να μην γινόμαστε εύκολα θύματα εμπαθών ανθρώπων εντός ή εκτός της εκκλησίας.
Για να φτάσουν μέχρι εμάς, σήμερα, λαμπικαρισμένα τα ορθόδοξα δόγματα, δόθηκαν μάχες και πολλοί από τους πατέρες μας, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, τράβηξαν τα πάνδεινα, μαρτύρησαν, έδωσαν το αίμα τους για να διαφυλάξουν αλώβητη την αλήθεια για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο. Σήμερα οι γκουρού της Νέας Εποχής, οι ψευδόχριστοι, οι πρόδρομοι του Αντιχρίστου, επιτίθενται στην ορθόδοξη εκκλησία και θέλουν να πνίξουν το ορθόδοξο δόγμα, να επιβάλουν την πλάνη και να σκλαβώσουν τους ανθρώπους, πνευματικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά. Αυτοί είναι οι εχθροί του Χριστού που πολεμούν την εκκλησία Του από έξω ενώ οι αιρετικοί την πολεμούν από μέσα. Έχουν όμως την ίδια ψυχή, την ίδια πονηριά, τις ίδιες συμπεριφορές, τον ίδιο στόχο. “Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου η αλλιώς γνώσεσθε την αλήθεια και αυτή ελευθερώση υμάς”.

Τα καθήκοντά μας την Μεγάλη Εβδομάδα

«Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχὰς ἡ παροῦσα ἡμέρα λαμπροφορεῖ. Δεῦτε οὖν, φιλέορτοι, ὑπαντήσωμεν ᾄσμασιν…» (κάθ. Μ. Δευτ.)

Φθάσαμε, ἀγαπητοί μου, στὰ σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ λέγεται Μεγάλη, διότι μέσα στὶς 168 ὧρες της, ἀπὸ σήμερα μέχρι τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, τιμῶνται μεγάλα γεγονότα, μοναδικὰ καὶ κοσμοϊστορικά, ποὺ συγκλόνισαν τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια καὶ τὰ καταχθόνια. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀνομάζεται Μεγάλη· ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰ πρέπῃ νὰ περάσῃ ὅπως οἱ ἄλλες.
Καὶ θέτω τὸ ἐρώτημα· ποιά εἶνε τὰ καθήκοντα ἑνὸς Χριστιανοῦ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα; Δὲν ἀπευθύνομαι σὲ ἀπίστους, ἀθέους ἢ σὲ χιλιαστάς· ἀπευθύνομαι σὲ πιστούς, ποὺ θέλουν νὰ ἑορτάσουν σωστά. Ποιά εἶνε λοιπὸν τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε τὴν ἑβδομάδα αὐτή;
Τὸ πρῶτο καθῆκον, ἀδελφοί μου, εἶνε νὰ εὐχαριστήσουμε ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅλη βέβαια ἡ ζωή μας πρέπει νά ᾽νε ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα «Δόξα σοι, Κύριε», γιὰ τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες εὐεργεσίες του, τὶς φανερὲς καὶ ἀφανεῖς, γιὰ ὅλα τὰ καλά, ὑλικὰ καὶ πνευματικά, ποὺ ἐπιδαψιλεύει ἡ χάρις του· τὸν ἥλιο, τὸν ἀέρα, τὸ νερό, τὰ λουλούδια, τὰ ἀκρογιάλια, ὅλη τὴν πλάσι. Νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκόμη γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέρφια, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά, γιὰ τὸ χρόνο καὶ τὶς ἐποχές, γιὰ ὅ,τι εὐλογημένο καὶ ἀναγκαῖο.
Ἄνθρωπος ἀγνώμων εἶνε χειρότερος ἀπὸ ζῷο.
Ἕνα σκύλο ἔχεις, ἕνα κομμάτι ψωμὶ τοῦ πετᾷς, καὶ κουνάει τὴν οὐρά του καὶ σοῦ λέει εὐχαριστῶ. Κι ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νά ᾽νε εὐγνώμων στὸ Θεό. Νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ του,γιὰ τὰ σεπτά του πάθη. Ἀκόμη νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε καὶ γιὰ κάτι ἄλλο• γιὰ τὴ μακροθυμία του στὰ τόσα ἐγκλήματά μας καὶ μάλιστα στὶς βλασφημίες, γιὰ τὶς ὁποῖες θά ᾽πρεπε ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ κ᾽ ἡ θάλασσα νὰ φουσκώσῃ νὰ μᾶς πνίξῃ, καὶ ὅμως μᾶς ἀνέχεται. Γι᾿αὐτὸ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἡ Ἐκκλησία λέει«Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι».
Τὸ ἕνα καθῆκον μας λοιπὸν εἶνε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό. Τὸ ἄλλο εἶνε νὰ παρακολουθήσουμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλες· διαφέρουν πολύ. Οἱ ὕμνοι της, ποὺ εἶνε γλυκύτεροι ἀπ᾽ τὸ μέλι, τὰ ἐμπνευσμένα αὐτὰ ποιήματα ὅπως π.χ. ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος, δὲν ὑπάρχουν σὲ καμμιά θρησκεία στὸν κόσμο. Καὶ μόνο τὰ τροπάρια αὐτά, ποὺ δὲν τά ᾽χουν οὔτε φράγκοι οὔτε προτεστάντες οὔτε κανεὶς ἄλλος, φτάνουν ν᾽ ἀποδείξουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶνε ἀπὸ τὴ γῆ· εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρανό, εἶνε θεόπνευστη. Ποιός τὰ ἔκανε αὐτά; ποῦ γράφτηκαν, μέσα σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια; Τὰ ἔφτειαξαν μέσα σὲ σπηλιὲς ἅγιοι ἀσκηταί, ποὺτὸ δάκρυ τους ἔπεφτε στὴ γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ λουλουδίζῃ. Δὲν τά ᾽γραψαν ἁπλῶς μὲ τὸ μυαλὸ καὶ τὰ γράμματα ποὺ ἤξεραν· αὐτὰ εἶνε τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς τους, συναίσθημα ὑγιές, ἔκφρασι ζωῆς, βιώματα ἅγια, ἀλήθειες, ποὺ μόνο ὅσοι ἀγάπησαν γνησίως τὸ Χριστὸ μποροῦσαν νὰ ἔχουν. Πρέπει νά ᾽νε ἀναίσθητος κανεὶς γιὰ νὰ μὴν τὸν συγκινοῦν. Ἂς τὰ παρακολουθήσουμε λοιπὸν στὴν ἐκκλησία κρατώντας μιὰ Συνόψι.
Τὸ τρίτο καθῆκον μας. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἑβδομάδα νηστείας, αὐστηρῆς νηστείας. Μὴν ἀκοῦτε τοὺς ὑλιστὰς καὶ ἀσεβεῖς• ἐμεῖς ἀπὸ τὴν παράδοσι ἀποστόλων καὶ πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας τηροῦμε τὶς νηστεῖες τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν τὴ νηστεία αὐτή.Ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε νὰ νηστέψῃ ἁπλῶς τὸ στομάχι γιὰ νὰ θυμηθῇ τὸ ὄξος τοῦ σταυροῦ· ἐννοοῦμε μαζὶ μὲ τὸ στομάχι νὰ νη- στέψῃ καὶ τὸ στόμα ἀπὸ κακολογία, ἡ γλῶσσα ἀπὸ αἰσχρολογία, τὰ μάτια ἀπὸ αἰσχρὰ θεάματα. Τέτοιες μέρες στὸ Βυζάντιο οἱ αὐτοκράτορες ὑπέγραφαν διαταγή· Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο καὶ Κυριακὴ κλειστὰ τὰ ἱπποδρόμια καὶ ὅλα τὰ θέατρα. Πενθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ἤμασταν χριστιανικὸ κράτος, θά ᾽πρεπε ἀπὸ αὔριο νὰ εἶνε κλεισμένα τὰ καταγώγια καὶ τὰ κέντρα διαφθορᾶς, καὶ νὰ ἐπικρατῇ πένθος γι᾿ Αὐτὸν ποὺ ὑψώθηκε γιὰ μᾶς ἐπάνω στὸ σταυρό.
Ἀλλὰ ἔχουμε κ᾽ ἕνα ἄλλο καθῆκον. Εἶνε τὸ καθῆκον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας μεταλήψεως. Ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲν θὰ ἐπεκταθῶ. Τοῦτο μόνο θὰ πῶ. Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες καὶ ἰδίως τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καλούμεθα νὰ μείνουμε στὸ ναὸ μέχρι τέλους μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαμπάδα. Ὅποιος ἀκούει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ μετὰ φεύγει, προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μείνῃ στὸ σπίτι του. Αὐτὸ ποὺ γίνεται, νὰ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησίες μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», εἶνε βεβήλωσις, περιφρόνησι στὸ Χριστό. Νὰ μείνουμε λοιπὸν μέχρι τέλους καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὴ θεία μετάληψι. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε κατ᾽ ἐξοχὴν ἑβδομάδα θείας μεταλήψεως. Τί εἶνε ἡ θεία μετάληψις; Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Τί εἶσαι, σὲ ρωτῶ, ἄχυρο; μὴν πλησιάσῃς τὰ ἅγια, θὰ καῇς. Εἶσαι χρυσάφι; Ἂν εἶσαι χρυσάφι, τὸ χρυσάφι δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴ φωτιά· ὅσο πλησιάζει τὴ φωτιά, τόσο καθαρίζεται. Ἔτσι κ᾽ ἐσὺ ὁ Χριστιανός· ἂν εἶσαι ἀμετανόητος, θὰ σὲ κάψῃ ἡ φωτιά, ὅπως ἔκαψε τὸν Ἰούδα ποὺ κοινώνησε ἀναξίως· ἂν ὅμως πέρασες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, τότε πλησίασε· ἡ θεία κοινωνία θὰ εἶνε φάρμακο ἀθανασίας.
Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔχουμε ἐπίσης ἱερὸ καθῆκον ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ πάσχουν καὶ ὑποφέρουν. Εἶνε ἑβδομάδα ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης. Ἕνα ἐκλεκτὸ φαγητὸ σὲ κάποιον ποὺ πεινάει, ἕνα καινούργιο ροῦχο —ὄχι παλιό— σ᾿ ἕναν ποὺ δὲν ἔχει, μιὰ βοήθεια στὴ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά, ἕνα φάρμακο ἀναγκαῖο, μιὰ ἐπίσκεψι στὸν ἀσθενῆ, ἕνας λόγος παρηγορητικὸς στὸν θλιμμένο, ὅ,τι τέλος πάντων μπορεῖ νὰ σκεφτῇ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ.
Ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτα· ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, κι αὐτὸ εἶνε τὸ δυσκολώτερο. Ὅλα ὅσα εἴπα- με τὰ κάνεις· ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ τελευταῖο αὐτὸ δὲν τὸ κάνῃς, Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ξέρω Χριστιανοὺς ποὺ εἶνε ἄνθρωποι προσευχῆς, ποὺ ἔχουν τ᾽ αὐτί τους τεντωμένο στὰ ἱερὰ λόγια, ποὺ νηστεύουν αὐστηρά, ποὺ ἐξομολογοῦνται, ποὺ κοινωνοῦν· ἀλλὰ λίγους Χριστιανοὺς γνώρισα ποὺ ἔχουν – ποιό; τὸ «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει» (δοξ. αἴν. Πάσχ.). Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶνε ἑβδομάδα συγχωρήσεως. Ποιός, ἀδελφοί μου, στὴ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔχει ἀντιπάθειες, ψυχρότητες, ἀντιθέσεις, ποιός δὲν ἔχει κάποιον ἐχθρό; Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ὑψώσουμε τὸ βλέμμα στὸν Ἐσταυρωμένο. Κανείς δὲν ἀδικήθηκε καὶ δὲν πόνεσε ὅπως ὁ Χριστός μας. Ἐνῷ ἔσχιζαν τὶς σάρκες του τὰ καρφιὰ καὶ τὴν καρδιά του οἱ κατάρες καὶ τ᾽ ἀναθέματα τῶν φαρισαίων, ἐκεῖνος πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ προσευχήθηκε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Κ᾽ ἐμεῖς λοιπὸν τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ἀλληλοσυγχωρηθοῦμε· νύφες καὶ πεθερές, ἀδελφοὶ μὲ ἀδελφούς, φίλοι μὲ φίλους,παιδιὰ μὲ γονεῖς, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Ἂς πλατύνουμε τὶς καρδιές, ἂς αἰσθανθοῦμε μέσα μας τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Χωρὶς τὴν ἀγάπη πῶς μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε; Ἀδελφοί μου! Μεγάλη Ἑβδομάδα ἴσον· χέρι ἀνοιχτὸ γιὰ ἔλεος, μάτια δακρυσμένα ἀπὸ μετάνοια, πόδια ποὺ τρέχουν στὸ ναό, καρδιὰ συμφιλιωμένη, γεμάτη λατρεία στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἐκτελοῦμε τὰ καθήκοντα αὐτά;
Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰ νὰ εἶνε ἕνας ζητιάνος καὶ ὅλες τὶς μέρες τοῦ πετᾶνε πενταροδεκάρες, κ᾽ ἔρχεται μιὰ ὥρα ποὺ περνάει κάποιος βασιλιᾶς καὶ τοῦ λέει «Ἄνοιξε τὶς φοῦχτες σου» κι ἀρχίζει καὶ τοῦ μετράει 1, 2, 3, …5,…10, …100, …168 λίρες καὶ θαμπώνουν τὰ μάτια του. Κι αὐτός, ἀντὶ νὰ πάρῃ αὐτὸ τὸ θησαυρὸ νὰ τὸν ἀξιοποιήσῃ, πάει στὸ ποτάμι κι ἀρχίζει νὰ πετάῃ τὶς λίρες στὸ νερό. Δὲν εἶν᾽ αὐτὸ παραφροσύνη; Κι αὐτὲς οἱ ὧρες λοιπὸν ―ἔτσι λέει ἡ Ἐκκλησία, «ὧρες» τὶς ὀνομάζει―, εἶνε θησαυρός. Κάθε ὥρα, κάθε καμπάνα, κάθε χτύπος, κάθε λεπτό, εἶνε σπουδαία ὥρα.
Ἂς ἐκμεταλλευθοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Μὴν ἀφήσουμε νὰ διαρρεύσουν ὅπως ἡ ὑπόλοιπη ζωή μας. Ξέρουμε ἂν θὰ ζήσουμε νὰ γιορτάσουμε ἄλλη Μεγάλη Ἑβδομάδα; Μήπως ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία τῆς ζωῆς μας; Πέρυσι πόσοι ἦταν μαζί μας; καὶ ποῦ εἶνε τώρα; Φεύγουμε, σφυρίζει τὸ τραῖνο, μιά φορὰ περνᾶμε πάνω ἀπ᾽ τὴ φλούδα αὐτή.
Εὔχομαι, αὐτὴ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ εἶνε σημαντικὸς σταθμὸς στὴ ζωή μας. Νὰ δώσῃ ὁ Κύριος νὰ εἶνε ἑβδομάδα ἁγίων σκέψεων, ἱερῶν συναισθημάτων, ἡρωικῶν ἀποφάσεων, ἁγιασμὸς ψυχῆς. Εἴθε νὰ σφραγίσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὰ λόγια «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Μοσχάτου – Ἀθηνῶν τὴν 10-4-1960 τὸ βράδυ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...