Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 19, 2014

Ἰωάννης Χρυσόστομος – «Ἀληθῶς Ἀνέστη»

Ανάστασις
Ἡ πλάνη πάντα αὐτοκαταστρέφεται καί, παρόλο ποὺ δὲν τὸ θέλει, στηρίζει σὲ ὅλα τὴν ἀλήθεια.
Πρόσεξε: Ἔπρεπε ν᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε.
Ἔ, λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ κατοχυρώνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί!
Ἐφ᾿ ὄσoν ἔφραξαν μὲ τὸν βράχο καὶ σφράγισαν καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει καμία κλοπή.
Ἀφοῦ ὅμως δὲν ἔγινε κλοπὴ καὶ ἐν τούτοις ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος, εἶναι ὁλοφάνερο καὶ ἀναντίρρητο ὅτι ἀναστήθηκε. Εἶδες πὼς καὶ μὴ θέλοντας στηρίζουν τὴν ἀλήθεια;
Ἀλλὰ καὶ πότε θὰ τὸν ἔκλεβαν οἱ μαθηταί; Τὸ Σάββατο;
Μὰ ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὸν νόμο νὰ κυκλοφορήσουν. Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι θὰ παραβίαζαν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ,
πῶς θὰ τολμοῦσαν αὐτοὶ οἱ τόσο δειλοὶ νὰ βγοῦν ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι;
Καὶ μὲ ποῖο θάρρος θὰ ριψοκινδύνευαν γιὰ ἕνα νεκρό;
Προσμένοντας ποία ἀνταπόδοση; Ποία ἀμοιβή;
Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, ποῦ στηρίζονταν;
Στὴ δεινότητα τοῦ λόγου τους;
Ἀλλὰ ἦταν ἀπ᾿ ὅλους ἀμαθέστεροι.
Στὰ πολλά τους πλούτη;
Ἀλλὰ δὲν εἶχαν οὔτε ραβδὶ οὔτε ὑποδήματα.
Μήπως στὴν ἔνδοξη καταγωγή τους;
Ἀλλὰ ἦταν οἱ ἀσημότεροι τοῦ κόσμου.
Μήπως στὸ πλῆθος τους;
Ἀλλὰ δὲν ξεπερνοῦσαν τοὺς ἕνδεκα, ποὺ κι αὐτοὶ σκόρπισαν.
Ἂν ὁ κορυφαῖος τους φοβήθηκε τὸν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι,
ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους δεμένο,
σκόρπισαν καὶ διαλύθηκαν,
πὼς θὰ τοὺς περνοῦσε κἂν ἀπ᾿ τὸν νοῦ νὰ τρέξουν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ φυτέψουν πλαστὸ κήρυγμα ἀναστάσεως;
Ἀφοῦ φοβήθηκαν τὴ γυναικεία ἀπειλῆ καὶ τὴ θέα μόνο τῶν δεσμῶν, πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ βάλουν μὲ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ λαούς, ὅπου ξίφη καὶ τηγάνια καὶ καμίνια καὶ μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, ἂν δὲν εἶχαν ἀπολαύσει καὶ οἰκειοποιηθεῖ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἕλξη τοῦ Ἀναστάντος;
Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε.
Ἂς ξαναρωτήσουμε ὅμως τώρα τοὺς Ἑβραίους:
Πῶς ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθηταί, ὦ ἀνόητοι;
Ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι λαμπρὴ καὶ ὁλοφάνερη, τὸ ἰουδαϊκὸ ψέμα δὲν μπορεῖ οὔτε σὰν σκιά, νὰ σταθεῖ.
Πῶς θὰ τὸ ἔκλεβαν, ποὺ εἶχαν τὴν ὑποψία καὶ ἀγρυπνοῦσαν καὶ πρόσεχαν;
Μὰ καὶ γιὰ ποῖο λόγο θὰ τὸ ἔκλεβαν;
Γιὰ νὰ πλάσουν τὸ δόγμα τῆς Ἀναστάσεως;
Καὶ πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ πλάσουν κάτι τέτοιο αὐτοὶ οἱ δειλοί;
Καὶ πῶς κύλησαν τὸν ἀσφαλισμένο βράχο;
Πῶς ξέφυγαν ἀπὸ τόσους ἄγρυπνους κι ἄγριους φρουρούς;
Πρόσεξε ὅμως πὼς μὲ ὅσα κάνουν οἱ Ἑβραῖοι πιάνονται πάντα στὰ ἴδια τους τὰ δίχτυα.
Νά, ἂν δὲν πήγαιναν στὸν Πιλότο κι ἂν δὲν ζητοῦσαν τὴν κουστωδία, πιὸ εὔκολα θὰ μποροῦσαν νὰ λένε τέτοια ψεύδη οἱ ἀδιάντροποι.
Μὰ τώρα ὄχι.
(Ὑπῆρχε ἡ κουστωδία. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γλιτώσει ἀπ᾿ τὴν ἄγρυπνη προσοχή της κι ἀπ᾿ τὰ ξίφη της).
Κι ἔπειτα γιατί νὰ μὴν κλέψουν τὸ σῶμα νωρίτερα;
Ἀσφαλῶς ἂν εἶχαν σκοπὸ νὰ κάνουν κάτι τέτοιο,
θὰ τὸ ἔκαναν ὅταν δὲν ἐφρουρεῖτο ὁ τάφος,
τότε ποὺ ἦταν καὶ ἀκίνδυνο καὶ σίγουρο, δηλ. τὴν πρώτη νύχτα- γιατὶ τὸ Σάββατο πῆγαν οἱ Ἑβραῖοι στὸν Πιλότο καὶ ζήτησαν τὴν κουστωδία καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, ἐνῷ, τὴν πρώτη νύχτα δὲν ἦταν κανένας ἐκεῖ.
Καὶ τί γυρεύουν στὸ ἔδαφος τὰ σουδάρια ποτισμένα μὲ τὴ σμύρνα, ποὺ βρῆκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι;
Εἶχε πάει πρώτη ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία.
Κι ὅταν γύρισε καὶ ἀνήγγειλε τὰ θαυμαστὰ συμβάντα στοὺς ἀπόστολους, ἐκεῖνοι χωρὶς καθυστέρηση τρέχουν ἀμέσως στὸ μνημεῖο καὶ βλέπουν κάτω τὰ ὀθόνια.
Αὐτὸ ἦταν σημεῖο Ἀναστάσεως.
Γιατί ἂν ἤθελαν κάποιοι νὰ τὸν κλέψουν,
δὲν θὰ τὸν ἔκλεβαν βέβαια γυμνό.
Αὐτὸ θὰ ἦταν ὄχι μόνο ἀτιμωτικὸ ἄλλα καὶ ἀνόητο.
Δὲν θὰ κοίταζαν νὰ ξεκολλήσουν τὰ σουδάρια,
νὰ τὰ τυλίξουν μὲ ἐπιμέλεια καὶ νὰ τὰ βάλουν τακτοποιημένα σ᾿ ἕνα μέρος.
Ἀλλὰ τί θὰ ἔκαναν;
Θ᾿ ἅρπαζαν ὅπως-ὅπως τὸ σῶμα καὶ θἄφευγαν γρήγορα.
Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε προηγουμένως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶπε ὅτι τὸν ἔθαψαν μὲ πολλὴ σμύρνα ποὺ κολλάει τὰ ὀθόνια πάνω στὸ σῶμα, ὅπως τὸ μολύβι τὰ μέταλλα, καὶ δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο νὰ ξεκολλήσουν ὥστε ὅταν ἀκούσεις ὅτι τὰ σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, νὰ μὴν ἀνεχθεῖς ἐκείνους ποὺ λένε ὅτι ἐκλάπη. θὰ πρέπει νὰ ἦταν βέβαια πολὺ ἠλίθιος ὁ κλέφτης, ὥστε νὰ σπαταλήσει γιὰ ἕνα περιττὸ πράγμα τόση προσπάθεια.
Γιὰ ποῖο σκοπὸ θ᾿ ἄφηνε τὰ σουδάρια;
Καὶ πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ ξεφύγει τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἔκανε αὔτη τὴν ἐργασία;
Γιατὶ ἀσφαλῶς θὰ δαπανοῦσε πολὺ χρόνο καὶ ἦταν φυσικὸ καθυστερώντας νὰ συλληφθεῖ ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ.
Ἀλλὰ καὶ τὰ ὀθόνια γιατί κείτονται χωριστὰ καὶ χωριστὰ τὸ σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα;
Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς ὅτι δὲν ἦταν ἔργο βιαστικῶν οὔτε ἀνήσυχων κλεφτῶν τὸ νὰ τοποθετήσουν χωριστὰ ἐκεῖνα καὶ χωριστὰ τοῦτο τυλιγμένο.
Κι ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν ἀποδεικνύεται ἀπίθανη ἡ κλοπή.
Ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι τὰ σκέφθηκαν ὅλα αὐτὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔδωσαν χρήματα στοὺς φρουροὺς λέγοντας: «Πεῖτε σεῖς πὼς τὸν ἔκλεψαν, κι ἐμεῖς θὰ τὰ κανονίσουμε μὲ τὸν ἡγεμόνα».
Ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ μαθηταὶ τὸν ἔκλεψαν ἐπικυρώνουν καὶ μ᾿ αὐτὸ πάλι τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ ἔτσι ὁμολογοῦν πάντως ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ.
Ὅταν ὅμως αὐτοὶ οἱ ἴδιοι βεβαιώνουν ὅτι τὸ σῶμα δὲν ἦταν ἐκεῖ, ἐνῷ ἄπα τὴν ὅλη μεριὰ ἡ κλοπὴ ἀποδεικνύεται ψευδὴς καὶ ἀπίθανη ἀπὸ τὴ σχολαστικὴ φρούρηση καὶ τὶς σφραγίδες τοῦ τάφου καὶ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο καὶ τὴ δειλία τῶν μαθητῶν, ἀναμφισβήτητα προβάλλει καὶ ἀπὸ τὰ δικά τους τὰ λόγια ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.
Ρωτᾶνε ὅμως πολλοί: Γιατί μόλις ἀναστήθηκε νὰ μὴ φανερωθεῖ ἀμέσως στοὺς Ἰουδαίους;
Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι περιττός.
Ἂν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴν πίστη, δὲν θ᾿ ἀμελοῦσε νὰ φανερωθεῖ σὲ ὅλους.
Ἀλλὰ ὅτι δὲν ὑπῆρχε τέτοια ἐλπίδα τὸ ἀπέδειξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: Ἂν καὶ ἦταν ἤδη τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ εἶχε ἀρχίσει νὰ μυρίζει καὶ νὰ σαπίζει, τὸν ἀνέστησε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων. Παρὰ ταῦτα, ὄχι μόνο δὲν ἑλκύστηκαν στὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἤθελαν νὰ σκοτώσουν κι Αὐτὸν καὶ τὸν Λάζαρο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλων ἀνάστησε καὶ ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του, ἂν ὁ ἴδιος μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ τοὺς φανερωνόταν, δὲν θὰ ἐξαγριώνονταν πολὺ περισσότερο τυφλωμένοι ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν ἀπιστία τους;
Ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀφοπλίσει τὸν ἄπιστο ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὄχι μόνο σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες ἐμφανιζόταν στοὺς μαθητές του καὶ ἔτρωγε μάλιστα μαζί τους, ὅλα παρουσιάσθηκε καὶ σὲ πάνω ἀπὸ πεντακόσιους ἀδελφούς, δηλ. σὲ πλῆθος ὁλόκληρο. Στὸ Θωμᾶ μάλιστα πoὺ δυσπιστοῦσε, ἔδειξε τὰ σημάδια ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ τὸ τραῦμα ἀπ᾿ τὴ λόγχη.
Καὶ γιατί, λένε, νὰ μὴν κάνει μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ μεγάλα κι ἐντυπωσιακὰ θαύματα, ὅλα μόνο ἔφαγε καὶ ἤπιε; Γιατὶ αὐτὴ καθ᾿ ἐαυτὴ ἡ Ἀνάσταση ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, καὶ ἡ πιὸ ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως ἦταν ὅτι ἔφαγε καὶ ἤπιε.
Μά, γιὰ σκέψου, ἂν οἱ ἀπόστολοι δὲν ἔβλεπαν τὸν Χριστὸ Ἄνασταντα, πῶς τοὺς ᾖρθε νὰ φαντασθοῦν ὅτι θὰ κυριέψουν τὴν οἰκουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ὥστε νὰ νομίζουν ὅτι θὰ κατόρθωναν κάτι τέτοιο; Ἂν ὅμως ἦταν στὰ λογικά τους, ὅπως ἔδειξαν καὶ τὰ πράγματα, πώς, χωρὶς ἀξιόπιστα ἐχέγγυα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ χωρὶς θεία δύναμη, πώς, πές μου, θ᾿ ἀποφάσιζαν νὰ βγοῦν σὲ τόσους πολέμους, νὰ τὰ βάλουν μὲ στεριὲς καὶ θάλασσες καί, δώδεκα ὅλοι κι ὅλοι, ν᾿ ἀγωνισθοῦν μὲ τόση γενναιότητα γιὰ νὰ μεταβάλουν ὅλης της οἰκουμένης τὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν ἐπὶ τόσα χρόνια νέκρα ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία;
Καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἔνδοξοι καὶ πλούσιοι καὶ δυνατοὶ καὶ μορφωμένοι, οὔτε τότε θὰ ἦταν λογικὸ νὰ ξεσηκωθοῦν γιὰ τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Ἀλλὰ ἐπιτέλους θὰ εἶχε κάποιο λόγο ἢ προσδοκία τους. Αὐτοὶ ὅμως εἶχαν περάσει τὴ ζωὴ τοὺς ἄλλοι στὶς λίμνες, ἄλλοι κατασκευάζοντας σκηνὲς κι ἄλλοι στὰ τελωνεῖα. Ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἐπαγγέλματα δὲν ὑπάρχει σχεδὸν τίποτε πιὸ ἄχρηστο καὶ γιὰ τὴ φιλοσοφία καὶ γιὰ νὰ πείσεις κάποιον νὰ σκέπτεται ἀνώτερα, ὅταν μάλιστα δὲν ἔχεις νὰ τοῦ ἐπιδείξεις ἀνάλογο προηγούμενο. Πόσο μᾶλλον ποὺ οἱ ἀπόστολοι, ὄχι μόνο δὲν εἶχαν ἀνάλογα παραδείγματα ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ὅτι θὰ ἐπικρατήσουν, ἀλλὰ ἀντίθετα εἶχαν παραδείγματα, καὶ μάλιστα πρόσφατα, ὅτι δὲν θὰ ἐπικρατήσουν.
Εἶχαν ἐπιχειρήσει πολλοὶ νὰ εἰσαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, ἀλλὰ ἀπέτυχαν. Κι ὄχι μὲ δώδεκα ἀνθρώπους, μὰ μὲ πολὺ πλῆθος. Ὁ Θευδᾶς κι ὁ Ἰούδας π.χ. ἔχοντας ὁλόκληρες μάζες ἀνθρώπων χάθηκαν μαζὶ μὲ τοὺς ὀπαδούς των.
Ὁ φόβος ἐκεῖνος θὰ ἦταν ἀρκετὸς νὰ τοὺς διδάξει. Ἀλλὰ ἂς ὑποθέσουμε ὅτι περίμεναν νὰ κυριαρχήσουν. Μὲ ποιὲς ἐλπίδες θὰ ἔμπαιναν σὲ τέτοιους κινδύνους, ἂν δὲν ἀπέβλεπαν στὰ μέλλοντα ἀγαθά;
Τί κέρδος προσδοκοῦσαν μὲ τὸ νὰ ὁδηγήσουν ὅλους στὸν μὴ ἀναστάντα, καθὼς ἰσχυρίζονται οἱ ἐχθροί;
Ἂν τώρα ἄνθρωποι ποὺ πίστεψαν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ στὰ ἀμέτρητα ἀγαθὰ δύσκολα δέχονται νὰ κινδυνέψουν, πῶς ἐκεῖνοι θὰ ὑπέμεναν τὰ πάνδεινα ματαίως ἢ μᾶλλον γιὰ κακό τους; Γιατί ἂν δὲν ἔγινε ἡ Ἀνάσταση, ποὺ ἔγινε, κι ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, τότε προσπαθώντας νὰ τὰ πλάσουν ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ πείσουν τοὺς ἄλλους, ἔμελλαν ὁπωσδήποτε νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργὴ τοῦ θεοῦ καὶ νὰ περιμένουν μύριους κεραυνοὺς ἀπ᾿ τὸν οὐρανό.
Ἄλλωστε κι ἂν ἀκόμη εἶχαν μεγάλη προθυμία ὅταν ζοῦσε ὁ Χριστός, θὰ ἔσβηνε μόλις πέθανε. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, τί θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ τοὺς βγάλει σ᾿ ἐκεῖνο τὸν πόλεμο; Ἂν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, ὄχι μόνο δὲv θὰ ριψοκινδύνευαν γι᾿ αὐτόν, μὰ θὰ τὸν θεωροῦσαν ἀπατεῶνα: τοὺς εἶχε πεῖ «μετὰ τρεῖς ἡμέρες θ᾿ ἀναστηθῶ» καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. τοὺς εἶπε ὅτι ἀφοῦ λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ κυριαρχήσουν στὴν οἰκουμένη κι ἀκόμη τόσα ἄλλα ὑπερφυσικὰ καὶ οὐράνια. Ἂν τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν γινόταν, ὅσο κι ἂν τὸν πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δὲν θὰ τὸν ὑπάκουαν φυσικά, ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστάντα.
Καὶ μὲ τὸ δίκιο τους, γιατί θὰ ἔλεγαν: «Μετὰ τρεῖς ἡμέρες», μᾶς εἶπε, «θ᾿ ἀναστηθῶ», καὶ δὲν ἀναστήθηκε. Ὑποσχέθηκε νὰ μᾶς στείλει Πνεῦμα Ἅγιο, καὶ δὲν τὸ ἔστειλε. Πῶς λοιπὸν νὰ τὸν πιστέψουμε γιὰ τὰ μέλλοντα, ἀφοῦ διαψεύδονται τὰ παρόντα;
Ἀλλὰ γιὰ πές μου, σὲ παρακαλῶ, γιὰ ποῖο λόγο, χωρὶς ν᾿ ἀναστηθεῖ, κήρυτταν ὅτι ἀναστήθηκε; Γιατί, λέει, τὸν ἀγαποῦσαν. Μὰ τὸ λογικὸ θὰ ἦταν νὰ τὸν μισοῦν τώρα, ἐπειδὴ τοὺς ἐξαπάτησε καὶ τοὺς πρόδωσε. Ἐνῷ τοὺς ξεμυάλισε μὲ χίλιες δυὸ ἐλπίδες καὶ τοὺς χώρισε ἀπ᾿ τὰ σπίτια τους κι ἀπ᾿ τοὺς γονεῖς τους κι ἀπ᾿ ὅλα καὶ ξεσήκωσε κι ὁλόκληρο τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθνος ἐναντίον τους, ὕστερα τοὺς πρόδωσε. Κι ἂν μὲν ἦταν ἀπὸ ἀδυναμία, θὰ τὸν συγχωροῦσαν. Τώρα ὅμως ἦταν σωστὸ κακούργημα: Ἔπρεπε νὰ τοὺς εἶχε πεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι νὰ τοὺς ὑποσχεθεῖ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἦταν θνητός.
Ὥστε λοιπὸν ἦταν φυσικὸ νὰ κάνουν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: Νὰ κηρύττουν τὴν ἀπάτη καὶ νὰ τὸν λένε ἀπατεώνα καὶ μάγο. Ἔτσι θὰ γλίτωναν κι ἀπὸ τοὺς κινδύνους κι ἀπὸ τοὺς πολέμους τῶν ἀντίπαλων. Ὅλοι ξέρουν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ δωροδοκήσουν τοὺς στρατιῶτες, γιὰ νὰ ποῦν ὅτι ἔκλεψαν τὸ σῶμα ἂν λοιπὸν πήγαιναν οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταὶ κι ἔλεγαν, «ἐμεῖς τὸ κλέψαμε, δὲν ἀναστήθηκε», πόσες τιμὲς δὲν θ᾿ ἀπολάμβαναν; Ὥστε ἦταν στὸ χέρι τους καὶ νὰ τιμηθοῦν καὶ νὰ στεφανωθοῦν! Ἔ, λοιπὸν δὲν ἀναρωτιέσαι γιατί ν᾿ ἀνταλλάξουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὶς ἀτιμίες καὶ τοὺς κινδύνους, ἂν δὲν ἦταν μία θεία δύναμη ποὺ τοὺς βεβαίωνε, δυνατότερη ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ γήινα ἀγαθά;
Κι ἂν μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν σὲ πείσαμε, σκέψου καὶ τοῦτο: Ἔστω ὅτι δὲν εἶχε γίνει ἡ Ἀνάσταση. Κι ἂν ἀκόμη οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ διδάξουν τὸν κόσμο, ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ θὰ κήρυτταν στὸ ὄνομά του. Γιατὶ εἶναι γνωστό, πὼς ὅλοι μας δὲν θέλουμε οὔτε τὰ ὀνόματα ν᾿ ἀκούσουμε, ὅσων μᾶς ἐξαπάτησαν. Ἄλλωστε γιατί θὰ διατυμπάνιζαν τὸ ὄνομά του; Ἐλπίζοντας νὰ ἐπικρατήσουν μ᾿ αὐτό; Μὰ θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένουν τὸ ἀντίθετο, γιατὶ κι ἂν ἔμελλαν νὰ κυριαρχήσουν θὰ χάνονταν φέρνοντας στὴ μέση τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀπατεῶνα.
Ἃς θυμηθοῦμε ἐξ ὅλου ὅτι ἡ ἀγάπη τῶν μαθητῶν πρὸς τὸν Διδάσκαλο, ἐνῷ ζοῦσε ἀκόμη, μαραινόταν σιγὰ-σιγὰ ἀπ᾿ τὸν φόβο τοῦ ἐπικείμενου μαρτυρίου. Ὅταν τοὺς προανήγγειλε τὰ δεινὰ ποὺ θ᾿ ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν σταυρό, πάγωσαν ἀπ᾿ τὸν φόβο τους κι ἔσβησαν τελείως. Ἕνας μάλιστα δὲν ἤθελε οὔτε κἂν νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὴν Ἰουδαία, ἐπειδὴ ἄκουσε γιὰ κινδύνους καὶ γιὰ θανάτους. Ἂν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ φοβόταν τὸν θάνατο, χωρὶς αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μαθητάς, μόνος δηλαδή, πῶς θ᾿ ἀποτολμοῦσε;
Ἐπὶ πλέον: Πίστευαν ὅτι θὰ πεθάνει μέν, ἀλλὰ θ᾿ ἀναστηθεῖ κι ὅμως ὑπέφεραν τόσο. Ἂν δὲν τὸν ἔβλεπαν Ἀναστημένο, πῶς δὲν θὰ ἐξαφανίζονταν καὶ δὲν θὰ ζητοῦσαν ν᾿ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τοὺς καταπιεῖ ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισία τους γιὰ τὴν ἀπάτη κι ἀπ᾿ τὴ φρίκη γιὰ τὰ ἐπερχόμενα; Θ᾿ ἀντιμετώπιζαν τώρα τὴν κατακραυγὴ γιὰ τὴν ἀδιαντροπιά τους. Τί θὰ εἶχαν νὰ πoῦν; Τὸ πάθος τὸ ἤξερε ὅλος ὁ κόσμος: Τὸν κρέμασαν σὲ ψηλὸ ἰκρίωμα, ἦταν μέρα μεσημέρι, μέσα στὴν πρωτεύουσα καὶ στὴν πιὸ μεγάλη γιορτὴ ποὺ κανένας δὲν ἦταν δυνατὸ ν᾿ ἀπουσιάζει.
Τὴν Ἀνάσταση ὅμως δὲν τὴν εἶδε κανεὶς ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν μικρὸ ἐμπόδιο γιὸ νὰ τοὺς πείσουν. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσαν νὰ βεβαιώσουν στεριὰ καὶ θάλασσα γιὰ τὴν Ἀνάσταση; Καὶ γιατί, πές μου, ἀφοῦ σῴνει καὶ καλὰ ἤθελαν νὰ τὸ κάνουν αὐτό, δὲν ἐγκατέλειπαν τὴν Ἰουδαία ἀμέσως, νὰ πᾶνε στὶς ξένες χῶρες; Ἀλλὰ δὲν θαυμάζεις ὅτι ἔπεισαν πολλοὺς καὶ μέσα στὴν Ἰουδαία;
Εἶχαν τὴν τόλμη νὰ παρουσιάσουν τὰ τεκμήρια τῆς Ἀναστάσεως στοὺς ἴδιους τους φονεῖς, σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν ἔθαψαν, στὴν ἴδια τὴν πόλη ὅπου ἀποτολμήθηκε τὸ φοβερὸ κακούργημα. Ὥστε καὶ ὅλοι οἱ ἔξω ν᾿ ἀποστομωθοῦν. Γιατὶ ὅταν οἱ «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε καὶ ἡ παρανομία τῆς σταυρώσεως βεβαιώνεται καὶ λάμπει ἡ ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως.
Γιὰ νὰ ἑλκύονται ὅμως τὰ πλήθη σημαίνει πὼς οἱ μαθηταὶ ἔκαναν θαύματα. Ἂν ὅμως δὲν ἀναστήθηκε καὶ μένει νεκρός, πῶς οἱ ἀπόστολοι θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομά του; Πῶς πάλι, ἂν δὲν ἔκαναν θαύματα, ἔπειθαν; Καὶ ἂν μὲν ἔκαναν -καὶ βεβαίως ἔκαναν- εἶχαν θεοῦ δύναμη. Ἂν ὅμως δὲν ἔκαναν καὶ ἐν τούτοις κυριαρχοῦσαν παντοῦ, θὰ ἦταν ἀκόμη πιὸ ἀξιοθαύμαστο. θὰ ἦταν τὸ μέγιστο θαῦμα, ἂν χωρὶς θαύματα διέσχιζαν καὶ κυρίευαν τὴν οἰκουμένη δώδεκα φτωχοὶ καὶ ἀγράμματοι ἄνθρωποι. Ἀσφαλῶς οὔτε μὲ τὰ πλούτη οὔτε μὲ τὴ σοφία τους ἐπεκράτησαν οἱ ψαράδες. Ὥστε καὶ χωρὶς νὰ θέλουν κηρύττουν ὅτι μέσα τους ἐνεργοῦσε ἢ θεία δύναμη τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο ἀνθρώπινη δύναμη νὰ κατορθώσει ποτὲ τέτοια ἐκπληκτικὰ πράγματα.
Προσέξτε μὲ πολὺ ἐδῶ, γιατί αὐτὰ εἶναι ἀναμφισβήτητες ἀποδείξεις τῆς Ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ ἐπαναλάβω πάλι: Ἂν δὲν ἀναστήθηκε, πῶς ἔγιναν ἀργότερα στὸ ὄνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανεὶς βέβαια δὲν κάνει μετὰ τὸν θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα ἀπ᾿ ὅσα ὅταν ζοῦσε. Ἐνῷ ἐδῶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ γίνονται θαύματα μεγαλύτερα καὶ κατὰ τὸν τρόπο καὶ κατὰ τὴ φύση: Κατὰ τὴ φύση ἦταν μεγαλύτερα, γιατί ποτὲ ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν θαυματούργησε. Ἐνῷ οἱ σκιὲς τῶν ἀποστόλων ἔκαναν πολλὰ θαύματα. Κατὰ τὸν τρόπο πάλι ἦταν μεγαλύτερα, ἐπειδὴ τότε μὲν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρόσταζε καὶ θαυματουργοῦσε. Μετὰ τὴ Σταύρωση ὅμως καὶ τὴν Ἀνάστασή του οἱ δοῦλοι του ἐπικαλούμενοι ἁπλῶς τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο ὄνομά του μεγαλύτερα καὶ ἐκπληκτικότερα ἐπιτελοῦσαν. Ἔτσι δοξαζόταν κι ἀκτινοβολοῦσε πιὸ πολὺ ἡ δύναμή του.
Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ διαβάζονται ἀμέσως μετὰ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ «Πράξεις» ποὺ περιγράφουν τὰ θαύματα τῶν ἀποστόλων καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπικυρώνουν τὴν Ἀνάσταση, γιὰ νὰ ἔχουμε σαφῆ καὶ ἀναμφισβήτητη τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη: Δὲν τὸν εἶδες Ἀναστάντα μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος; Ἀλλὰ τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια τῆς Πίστεως. Δὲν τὸν εἶδες μὲ τὰ «ὄμματα» τοῦτα; Θὰ τὸν δεῖς μὲ τὰ θαύματα ἐκεῖνα. Τῶν θαυμάτων ἢ ἐπίδειξη σὲ χειραγωγεῖ στῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη.
Θέλεις ὅμως νὰ δεῖς καὶ τώρα θαύματα; Θὰ σοῦ δείξω. Καὶ μάλιστα πιὸ μεγάλα ἀπ᾿ τὰ προηγούμενα: Ὄχι ἕνα νεκρὸ ν᾿ ἀνασταίνεται, ὄχι ἕνα τυφλὸ νὰ ξαναβλέπει, ἀλλὰ τὴ γῆ ὁλόκληρη νὰ ἐγκαταλείπει τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης.
Μεγίστη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἐσφαγμένος Χριστὸς ἔδειξε μετὰ τὸν θάνατο τόση δύναμη, ὥστε ἔπεισε τοὺς ζωντανοὺς νὰ περιφρονήσουν καὶ πατρίδα καὶ σπίτι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους γιὰ χάρη του καὶ νὰ προτιμήσουν μαστιγώσεις καὶ κινδύνους καὶ θάνατο. Αὐτὰ δὲν εἶναι κατορθώματα νεκροῦ κλεισμένου στὸν τάφο, ἀλλὰ ἀναστημένου καὶ ζωντανοῦ.
Πρόσεξε παρακαλῶ: Οἱ ἀπόστολοι, ὅταν μὲν ζοῦσε ὁ Διδάσκαλος ἀπὸ τὸν φόβο τοὺς τὸν πρόδωσαν κι ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι. Ὁ Πέτρος μάλιστα τὸν ἀρνήθηκε μὲ ὅρκο τρεῖς φορές. Ὅταν ὅμως πέθανε ὁ Χριστός, αὐτὸς ποὺ τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς καὶ πανικοβλήθηκε μπροστὰ σὲ μίαν ὑπηρετριούλα, τόσο ἀπότομα ἄλλαξε, ὥστε ν᾿ ἀψηφήσει ὁλόκληρο λαὸ καὶ μέσ᾿ στὴ μέση του Ἰουδαϊκοῦ ὄχλου νὰ διακηρύξει ὅτι ὁ σταυρωθεὶς καὶ ταφεὶς ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ὅτι ἀνέβηκε στὰ οὐράνια. Καὶ τὰ κήρυξε ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴ φοβερὴ μανία τῶν ἐχθρῶν καὶ τὶς συνέπειες.
Ποῦ βρῆκε αὐτὸ τὸ θάρρος; Ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ στὴν Ἀνάσταση. Τὸν εἶδε καὶ συνομίλησε μαζί του καὶ ἄκουσε γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά, κι ἔτσι ἔλαβε δύναμη νὰ πεθάνει γι᾿ Αὐτὸν Καὶ νὰ σταυρωθεῖ μὲ τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ κάτω. Τὸ ἐξόχως σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἄλλα, καὶ ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ οὔτε κὰν τὸν εἶδε οὔτε ἀπόλαυσε τὴ συντροφιά του, ἔδειξε τόση προθυμία γιὰ χάρη του, ὥστε γι᾿ Αὐτὸν πρόσφερε θυσία τὴ ζωή του. Καὶ μόνο ὁ Ἰγνάτιος καὶ οἱ ἀπόστολοι; Καὶ γυναῖκες καταφρονοῦν τὸν θάνατο, πού, πρὶν ἀναστηθεῖ ὁ Χριστός, ἦταν φοβερὸς καὶ φρικώδης ἀκόμη καὶ σὲ ἄνδρες καὶ μάλιστα ἁγίους.
Ποιὸς τοὺς ἔπεισε ὅλους αὐτοὺς νὰ περιφρονήσουν τὴν παροῦσα ζωή; Φυσικὰ δὲν εἶναι κατόρθωμα ἀνθρώπινης δυνάμεως νὰ πειστοῦν τόσες μυριάδες, ὄχι μόνο ἀνδρῶν, ἄλλα καὶ γυναικῶν καὶ παρθένων καὶ μικρῶν παιδιῶν, νὰ πειστοῦν νὰ θυσιάσουν τὴν παροῦσα ζωή, νὰ τὰ βάλουν μὲ θηρία, νὰ περιγελάσουν τὴ φωτιά, νὰ καταπατήσουν κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ νὰ σπεύσουν πρὸς τὴ μέλλουσα ζωή!
Καὶ ποίος, παρακαλῶ, τὰ κατόρθωσε ὅλ᾿ αὐτά; Ὁ νεκρός; Ἀλλὰ τόσοι νεκροὶ ὑπῆρξαν καὶ κανένας δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ἦταν μάγος καὶ ἀγύρτης; Πλῆθος μάγοι καὶ ἀγύρτες καὶ πλάνοι πέρασαν, ἄλλα ξεχάστηκαν ὅλοι, χωρὶς ν᾿ ἀφήσουν τὸ παραμικρὸ ἴχνος μαζὶ μὲ τὴ ζωή τους ἔσβησαν κι οἱ μαγγανεῖες τους. Ἡ φήμη ὅμως κι ἡ δόξα κι οἱ πιστοί του Χριστοῦ κάθε μέρα αὐξάνουν κι ἁπλώνονται σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Οἱ ἄπιστοι φρίττουν κι οἱ πιστοὶ διακηρύττουν:
Χριστὸς ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη!

ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
Ἐπιμέλεια: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου

ΑΝΑΣΤΑΣΗ: Η δοκιμασία της λογικής


Δεν είναι καθόλου παράλογο το κήρυγμα περί της Αναστάσεως του Χριστού να εγείρει πλείστες όσες αμφιβολίες και ερωτηματικά. Οι ενστάσεις για το θέμα αυτό άρχισαν να καταγράφονται ευθύς ως συνέβη το υπερφυσικό αυτό γεγονός, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το οικοδόμημα της Χριστιανικής Εκκλησίας. «Για τους Εβραίους της Βιβλικής Ιερουσαλήμ ήταν βλασφημία των αποστατών Χριστιανών να ισχυρίζονται ότι ένας σταυρωμένος εγκληματίας μπορούσε ποτέ να είναι ο Μεσσίας. Για τους καλλιεργημένους Έλληνες, που ήδη πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, ακόμα και η σκέψη ενός αναστημένου σώματος ήταν αποκρουστική. Ακόμα και για τους Γνωστικούς Χριστιανούς του 2ου αιώνα ήταν προτιμότερη η άποψη που έφερε τον Ιησού ως αθάνατο πνεύμα που απαλλάχθηκε από το φθαρτό σαρκίο του».
Είναι αλήθεια πως η Ανάσταση του Ιησού αποτελεί αληθινό μαρτύριο για την ανθρώπινη λογική. Δε χρειάζεται να πάμε μακριά, αρκεί να κοιτάζουμε στον περίγυρο του Κυρίου και θα α­ντιληφθούμε την καχυποψία και την αμφιβολία που είχε εμφιλοχωρήσει ακόμα και στο στενό κύκλο των Μαθητών για το φοβερό γεγονός. Οι Δώδεκα κλεισμένοι στο υπερώο αμφισβητούν έντονα τη σχετική πληροφορία όπως τη μετέφεραν οι Μυροφόρες γυναίκες, αποδίδοντάς την στη γυναικεία υπερβολή και στο υπερβάλλον συναίσθημα. Στην πορεία προς Εμμαούς οι δύο Μαθητές έχουν στο πλάι τους τον Αναστημένο Ιησού και αδυνατούν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπό Του τον αγαπημένο Διδάσκαλο. Ο Θωμάς, κινούμενος μέσα στα στενά πλαίσια της λογικής του, αρνείται πεισματικά τις πληροφορίες για την Ανάσταση.
Φθάνοντας στην εποχή μας, το κήρυγμα της Αναστάσεως φαντάζει ακόμα πιο εξωπραγματικό και εξωφρενικό. Και αυτό γιατί η εποχή μας είναι αυτή που αποθεώνει τη λογική, καυχάται για τις κατακτήσεις και τα επιτεύγματα του ανθρώπινου δυναμικού και αρχίζει σταδιακά να μορφοποιεί στο νου του επηρμένου ανθρώπου την αίσθηση της απολύτου αυτάρκειας και παντοδυναμίας. Αυτή η παντοδυναμία όμως δημιουργεί και πλήρη σύγχυση, αφού παρατηρείται το φαινόμενο πολλοί σήμερα να δηλώνουν Χριστιανοί, αλλά να αρνούνται να δεχθούν το γεγονός της Ανάστασης, αφού δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Αλλά τί είδους Χριστιανισμός είναι αυτός;
Η ίδια η Εκκλησία δηλώνει ότι δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε αυτό το γεγονός με λογικά και ανθρώπινα μέτρα. Δεν είναι ούτε φυσική ούτε, πολλώ μάλλον, παρά φύσιν πραγματικότητα, δεν είναι λογική, ούτε, πολλώ μάλλον, παράλογη αλήθεια. Είναι ένα υπέρ φύσιν γεγονός, μια υπέρλογη πραγματικότητα, που αγνοεί τη λογική, υπερβαίνει τα στενά και ασφυκτικά δεσμά της και απελευθερώνεται με τη δύναμη της Θείας βούλησης. Η Ανάσταση απαιτεί το στοιχείο της πίστης για να την προσεγγίσει και να την αποδεχθεί κανείς, μιας πίστης χωρίς όρια και περιορισμούς, χωρίς ναι, μεν, αλλά, μιας πίστης που δίνει νόημα και όραμα και σε αυτήν και στην άλλη ζωή, μιας πίστης που δε συζητά αυτές τις αλήθειες, γιατί δεν μπορούν να συζητηθούν, δεν μπορούν να κατανοηθούν, δε μπορούν να αντέξουν σε σαθρά επιχειρήματα, σε κοσμικές, άρα φθαρτές και πεπερασμένες, αρχές, σε ξεπερασμένες αρνήσεις, που κρατούν δέσμιο τον άνθρωπο στα εντός και επί τα αυτά της μικρής και ελάχιστης υπάρξεώς του. «Η γνώση τούτου του κόσμου δεν μπορεί να γνωρίσει άλλο τίποτα, παρεκτός από ένα πλήθος λογισμούς, όχι όμως εκείνο που γνωρίζεται με την απλότητα της διάνοιας». Και η Ανάσταση απαιτεί απλότητα στη διάνοια, απλότητα στη σκέψη, παιδική, άρα καθαρή και ανόθευτη πίστη.
Η Ανάσταση του Χριστού σηματοδοτεί τη νίκη επί του θανάτου και την εδραίωση της ελπίδος για την αθανασία. Αυτή η ελπίδα είναι ικανή να δώσει κουράγιο, να παράσχει δύναμη και καρτερία για να αντέξει κανείς τα προβλήματα και τους πόνους αυτού του βίου. Η Ανάσταση είναι η απόληξη του Πάθους, η εικόνα που διαδέχεται ευθύς την τραγικότητα του Σταυρού. Αυτή ακριβώς είναι και η ελπίδα. Το γεγονός ότι πίσω από το Σταυρό που σηκώνει ο κάθε άνθρωπος, μηδενός εξαιρουμένου, σε αυτή τη ζωή, υπάρχει ο Κυρηναίος Χριστός που συμπάσχει μαζί μας. υπάρχει ο Αναστημένος Θεός που παρέχει σε όλους τη λύση, τη λύτρωση, τη δικαίωση, την ανάσταση της ζωής και της συνείδησης, το τέλος του πόνου και της οδύνης. Έγραψε σοφά ο αείμνηστος π. Ιουστίνος Πόποβιτς ότι «χωρίς την Ανάσταση δεν υπάρχει ούτε εις τον ουρανόν, ούτε υπό τον ουρανόν τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμος αυτόν, ούτε μεγαλύτερα απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αδανασίαν».
Ας πιστέψουμε λοιπόν αυτό που δεν είδαμε και δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε. Ανταμοιβή αυτής της πίστης θα είναι να δούμε κάποτε Αυτόν που πιστέψαμε. Χριστός Ανέστη!


(Αρχιμ. Επιφάνιος Σ. Οικονόμου, «Από την ατέλεια στην αγιότητα»)

ΣΤΗ ΦΩΤΟΦΟΡΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Αγίου Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης

ΣΤΗ ΦΩΤΟΦΟΡΟ ΚΑΙ ΑΓΙΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Του εν Αγίοις Πατρός ημών
Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης
 
«Ευλογητός ο Θεός» (Λουκ. 1, 68). Ας επαινέσομε σήμερα τον Μονογενή Θεό τον δημιουργό των ουρανίων, αυτόν που έσκυψε πάνω στις μυστικές λαγόνες της γης και με τις φωτοφόρες ακτίνες του φώτισε όλη την οικουμένη. Ας υμνήσομε σήμερα την ταφή του Μονογενούς, την ανάσταση του Νικητή, τη χαρά του κόσμου, τη ζωή των λαών (Ιω. 16, 20. Λουκ. 2, 10). Ας υμνήσομε σήμερα αυτόν που φόρεσε την αμαρτία (Β' Κορ 5, 21). Ας ευφημήσομε σήμερα τον Θεό Λόγο, που ντρόπιασε τη σοφία του κόσμου (Α' Κορ. 1, 20), επιβεβαίωσε την αναγγελία των προφητών, συγκέντρωσε την ομάδα των αποστόλων, διάδωσε την κλήση της Εκκλησίας και τη χάρη του Πνεύματος. Γιατί να, εμείς που κάποτε ήμαστε ξένοι από την επίγνωση του Θεού (Εφ. 2, 13.19), γνωρίσαμε το Θεό και εκπληρώθηκε ό,τι έχει γραφεί: «θα θυμηθούν και θα στραφούν στον Κύριο όλα τα πέρατα της γης και θα πέσουν να τον προσκυνήσουν όλες οι φυλές των λαών» (Ψαλμ. 21, 28).
2. Τι θα θυμηθούν; Την παλαιά πτώση, τη νέα ανάσταση, την αρχαία παράβαση και την κατοπινή διόρθωση, το θάνατο της Εύας, τη γέννηση της Παρθένου, την αποκατάσταση των λαών, τη συγχώρηση των αμαρτωλών, την προαναγγελία των προφητών, το κήρυγμα των αποστόλων, την αναγέννηση από την κολυμβήθρα (Ιω. 5, 1-30), την επανεγκατάσταση στον Παράδεισο, την επιστροφή των ουρανών, τον δημιουργό που αναστήθηκε, εκείνον που απέθεσε όσα δεν του ταίριαζαν, εκείνον που με τη θεϊκή μεγαλοσύνη του ξαναέχυσε σαν μέταλλο το φθαρτό σε αφθαρσία. Και ποια απέθεσε που δεν του ταίριαζαν; Εκείνα που είπε ο Ησαίας, «τον είδαμε», λέει, «και δεν είχε ούτε είδος ούτε κάλλος, αλλά το πρόσωπό του ήταν ατιμασμένο και στερούσε ως προς την ωραιότητα από όλων των ανθρώπων» (Ησ. 53, 2-3).
3. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν συναναστρεφόταν με τους αλιτήριους Ιουδαίους και τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένο (Ιω. 8, 48).όταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και τα γεννήματα του σκότους κρατούσαν τον αχώρητο για να τον θανατώσουν. Δεν έλεγε αδικαιολόγητα ο Ιωάννης γι αυτούς.«γεννήματα εχιδνών.ποιος σάς συμβούλεψε να ξεφύγετε την μελλοντική οργή;» (Ματθ. 3, 7). Γιατί πραγματικά η οργή του Θεού θα μείνει επάνω τους.
4. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν αντιμετώπιζαν το βλαστό της επιείκειας με ραπίσματα και ζητούσαν απαντήσεις με όρκους από αυτόν που είναι δικαστής των όρκων (Μαρκ.14, 65).
5. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν δίκαζαν το δικαστή και έκριναν τον κριτή του κόσμου, όταν ο δούλος ρωτούσε και ο Κύριος σώπαινε, το φως ησύχαζε και το σκοτάδι γαυριούσε, το πλάσμα έδειχνε θρασύτητα και ο Δημιουργός έδειχνε υπομονή.
6. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι ταύροι χτυπούσαν με τα κέρατα και ο μόσχος στεκόταν, όταν το λιοντάρι βρυχιόταν και οι ταύροι κοίταζαν αγέρωχοι, όπως έχει γραφτεί.«με περικύκλωσαν πολλά μοσχάρια και με τριγύρισαν ταύροι καλοθρεμμένοι, άνοιξαν το στόμα τους καταπάνω μου σαν λιοντάρι αρπαχτικό» (Ψαλμ. 21, 12).
7. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν αλυχτούσαν τα σκυλιά και ο αφέντης έδειχνε ανοχή, όταν οι λύκοι είχαν βγεί για ν αρπάξουν και το πρόβατο ήταν παρόν εκεί. Όταν ο ληστής δεχόταν πρόσκληση στη ζωή, ενώ η ζωή του κόσμου συρόταν στο θάνατο, όταν έβγαζαν τις άτακτες και θεοκτόνες εκείνες φωνές «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Το αίμα του επάνω σ εμάς και τα παιδιά μας» (Ιω. 19, 15. Ματθ. 27, 25), οι φονιάδες του Κυρίου και των προφητών, οι θεομάχοι, οι μισόθεοι, οι υβριστές του νόμου, οι πολέμιοι της χάριτος, οι εχθροί της πίστης των πατέρων, οι συνήγοροι του διαβόλου, τα γεννήματα των εχιδνών, οι ψιθυριστές, οι καταλαλητές, εκείνοι που είχαν βουτηγμένο το νού τους στο σκοτάδι, η ζύμη των Φαρισαίων (Ματθ. 16, 6. Μάρκ. 8, 15. Λουκ. 12, 1), το συνέδριο των δαιμόνων, οι μιαροί, οι πάμφαυλοι, οι λιθοβολιστές, οι μισόκαλοι. Και δικαιολογημένα φώναζαν, «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν». Γιατί τους καταπλάκωνε η παρουσία της θεότητας με σάρκα και τους δυσαρεστούσε ο έλεγχος για τον τρόπο ζωής τους. Είναι συνήθεια πάγια των αμαρτωλών να μισούν τη συναναστροφή των δικαίων.
8. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν τον φραγγέλωσαν και βασάνιζαν το Άγιο σώμα εκείνου που υπέφερε θεληματικά τα πάθη, για να θεραπεύσει τις παλιές πληγές των αμαρτημάτων μας.όταν σήκωσε στους ώμους του το ξύλο του σταυρού το τρόπαιο κατά του διαβόλου, όταν έβαζαν στεφάνι από αγκάθια σ εκείνον που στεφανώνει όσους πιστεύουν σ αυτόν. Όταν φόρεσαν την πορφύρα σ αυτόν που χαρίζει αφθαρσία σε όσους αναγεννιούνται με νερό και Πνεύμα Άγιο (Ιω. 3, 5. Ματθ. 27, 48).όταν κάρφωσαν στο ξύλο αυτόν που είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου.
9. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τον Κύριο της στρατιάς των ουρανών.
10. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν έδεσαν στο καλάμι σπόγγο γεμάτο με ξίδι και τον πότιζαν δίνοντας χολή, αυτόν που τους έριξε το μάννα σά βροχή (Εξ. 16, 13-15).όταν έσπαζαν οι πέτρες και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού κατάπληκτα από το θράσος των αλιτηρίων, όταν ο ήλιος πενθούσε και φορούσε το σκότος σαν πένθιμο σάκκο πενθώντας την πτώση των Ιουδαίων, γιατί η ημέρα θρηνούσε τις συμφορές των Ιουδαίων, όταν η ζωή ήταν κρεμασμένη ανάμεσα στους ληστές και ο ένας τον χλεύαζε και τον κατηγορούσε, ενώ ο άλλος με τη μετάνοιά του λήστευε τον Παράδεισο (Λουκ. 23, 39-43).
11. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν το σώμα παραδινόταν για την ταφή.
12. Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες φύλαγαν και η γη έκρυβε αυτόν που στήριξε τη γη πάνω στα νερά (Γεν. 1, 9).όταν οι απόστολοι κρύβονταν μη μπορώντας να υποφέρουν τον όγκο των πειρασμών.
13. Αλλά πρόσεχε, αγαπητέ, τα θαύματα του Θεού και τα κατορθώματα της χαράς μετά το πάθος. Ο περιφρονημένος μεταβαλλόταν σε ένδοξο και η χαρά του κόσμου ανασταίνεται άφθαρτη μαζί με το σώμα. Τότε είχε ωδίνες η γη και κυοφόρησε η ημέρα και ο θάνατος απέβαλε τη ζωή των όλων. Δεν ήταν δυνατό να κρατήσει ο θάνατος Εκείνον που κρατεί τα πάντα με το λόγο του.
14. Ας εορτάσομε λοιπόν την τριήμερη ανάσταση που έγινε πρόξενος αιώνιας ζωής. Γιατί, όπως η Θεοτόκος Μαρία δε δοκίμασε παρθενικές ωδίνες κόρης ανύμφευτης, αλλά με τη θέληση του Θεού και τη χάρη του Πνεύματος γέννησε τον Δημιουργό των αιώνων, τον Θεό Λόγο του Θεού, έτσι και η γη από τις λαγόνες της, αποφεύγοντας τις ωδίνες του θανάτου (Πράξ. 2, 24), άφησε ελεύθερο, όταν διατάχτηκε τον Κύριο των Ιουδαίων, γιατί δεν μπορούσε να κατέχει ένα σώμα που είχε γίνει φορέας αθανασίας. Φέροντας λοιπόν στο νού ο προφήτης Δαβίδ την αποκατάσταση του μεγαλείου, την κατάργηση του θανάτου, την ελευθερία όσων ήταν κάποτε δούλοι, φωνάζει και λέει, «ο Κύριος έγινε βασιλιάς, φόρεσε το μεγαλείο του» (Ψαλμ. 92, 1).
15. Ποιο μεγαλείο ντύθηκε; Την αφθαρσία, την αθανασία, τη σύναξη των αποστόλων, το στεφάνι της Εκκλησίας. Δεν προδίδει πια ο Ιούδας, δεν απειλεί ο Καϊάφας, δεν αρματώνεται ο Ηρώδης για το φόνο των παιδιών, δεν δικάζει ο Πιλάτος, ούτε φυλακίζουν οι Ισραηλίτες. Το φθαρτό έγινε άφθαρτο κι Εκείνος που τον θεωρούσαν απλό άνθρωπο μόνο, αποδείχτηκε Θεός αληθινός. Γι αυτό φωνάζομε κι εμείς, «που είναι, θάνατε, το κεντρί της δύναμης; Που είναι, άδη, η νίκη σου;» (Α' Κορ. 15, 55). «Ο Κύριος έγινε βασιλιάς, ντύθηκε μεγαλείο, ντύθηκε και ζώστηκε δύναμη» (Ψαλμ. 92, 1). Δύναμη εννοεί την οικονομία της ένσαρκης παρουσίας του, γιατί δεν είναι τίποτα δυνατότερο από αυτήν.με το σώμα του ο ασώματος νίκησε τους δαίμονες, με το σταυρό υποδούλωσε τις αντίπαλες δυνάμεις.
16. Επειδή δηλαδή στην αρχή η αμαρτία συγκλόνιζε τη γη, αφού αναστήθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός όπως προείπε, τη στερέωσε με το ξύλο του σταυρού, για να μην βαδίζει στον γκρεμό της απώλειας ούτε να την δέρνουν οι άνεμοι της πλάνης. Και μάρτυρα του λόγου μας ας φέρουμε τον μακάριο Παύλο που λέει τα εξής.«πρέπει τούτο το φθαρτό να ντυθεί αφθαρσία και το θνητό αυτό να ντυθεί αθανασία» (Α' Κορ. 15, 53). Γι αυτό κι ο ψαλμωδός λέει.«έτοιμος είναι ο θρόνος σου από τότε, εσύ υπάρχεις από τον αιώνα» (Ψαλμ. 92, 2) και «η βασιλεία σου είναι βασιλεία αιώνια, που δε θα καταλυθεί» (Δαν. 7, 14). Και πάλι, «η βασιλεία σου είναι βασιλεία όλων των αιώνων» (Ψαλμ. 144, 13), και πάλι, «ο Κύριος έγινε βασιλιάς, ας αναγαλλιάσει η γη, ας ευφρανθούν νησιά πολλά» (Ψαλμ. 96, 1), γιατί σ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
 

Όταν πρόκειται να κοινωνήσει κάποιος σε αγρυπνία ή την Ανάσταση το βράδυ πόση ώρα πρέπει να είναι νηστικός;

Θεία Κοινωνία
Ο 29ος κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, και οι 28 καί 56 Κανόνες της Καρθαγένης ορίζουν ότι οι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, οφείλουν να προσέρχονται στη Θεία Ευχαριστία νηστικοί. Η απαράβατος λοιπόν νηστεία προ της Θείας Κοινωνίας είναι η από του μεσονυκτίου απόλυτος αποχή τροφής. (Ιωάννης Φουντούλης).   Επομένως δια να κοινωνήση ο πιστός στη νυκτερινή Θεία Λειτουργία της Λαμπρής και σε κάποια άλλη αγρυπνία πρέπει να μην έχει φάει κάτι μετά το μεσονύκτιο.
Για περισσότερες πληροφορίες ιδέ∙
  1. Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη. «Πότε και πώς πρέπει να κοινωνής». Αθήνα 1984.
  2. Ξενοφώντος Παπαχαραλάμπους. «Όροι και προϋποθέσεις δια την συμμετοχήν εις την Θείαν Ευχαριστίαν εξ απόψεως Ορθοδόξου». Αθήναι 2002.
  3. Ιωάννου Φουντούλη. «Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας». Τομ Α. Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αθήνα 1997.
Καθώς επίσης βλ. και στις ιστοσελίδες:
  1. http://www.egolpion.com
  2. http://www.pistos.gr
  3. http://www.pigizois.net
πηγή

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

                                     Παπαδόπουλου Παναγιώτη

Καθηγητού

  1. Ο θάνατος του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού

Ενώ όλη η προχριστιανική ανθρωπότητα θεωρεί τον θάνατον (του σώματος ) “τό μέγιστον τῶν δεινῶν”, διότι ο Άδης στον οποίον οδηγούνται οι ψυχές των νεκρών είναι μια ζοφερή κατάσταση, όπου «ο καλύτερος των νεκρών είναι σε πολύ πιο οδυνηρή θέση από τον χειρότερο εν ζωή δούλο» (όπως απεκάλυψε ο νεκρός Αχιλλέας στον Οδυσσέα που κατέβηκε ζωντανός στον Άδη) και δεν υπάρχει ελπίδα αναστάσεως ούτε στην πιο ζωηρή φαντασία, έρχεται να αλλάξει άρδην τα μέχρι τότε δεδομένα, ο θάνατος και η κάθοδος του Σωτήρος Χριστού στον Άδη. Αυτά τα δύο συγκλονιστικά γεγονότα έρχονται να ανατρέψουν ολότελα την προ Χριστού κατάσταση και να δώσουν μία νέα προοπτική, την “προοπτική Αναστάσεως” σε όλο το ανθρώπινο γένος”.

 Η ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού (του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος) αποτελεί την απαρχή της απαλλαγής του ανθρώπου από τα δεσμά του θανάτου, που πραγματοποιείται με τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Ολόκληρο το κοσμοσωτήριο έργο του Χριστού, το θεϊκό Του κήρυγμα, τα θαύματά Του αλλά κυρίως  οι νεκραναστάσεις που επετέλεσε (του υιού της χήρας της Ναΐν, της θυγατρός του Ιαείρου, και του Λαζάρου) τονίζουν την θεαθρώπινη ιδιότητά Του. Ιδιαιτέρως όμως η Ανάσταση του τετραημέρου Λαζάρου, (η οποία είναι ένα μεγάλο, πραγματικό και αδιαμφισβήτητο θαύμα, διότι ο Λάζαρος ευρίσκετο ήδη σε κατάσταση απο-σύνθεσης και είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει άσχημα), αποδεικνύει τον Χριστό εξουσιαστή της ζωής και του θανάτου και προαναγγέλλει και την δική του Ανάσταση.

Ο Σταυρός και ο θάνατος του Χριστού ήταν απολύτως εκούσιος. Άφησε να τον συλλάβουν όταν το θέλησε, και πέθανε πάνω στον Σταυρό, πάλι μόνον όταν Εκείνος το θέλησε, αφού όμως είχε εκπληρώσει στο ακέραιο το έργο που ο “Πατήρ” Του είχε αναθέσει. Με το “τετέλεσται” που είπε επάνω στο Σταυρό και την συγχώρηση των σταυρωτών Του, επεράτωσε επιτυχώς το έργο Του στη γή.

Ο Χριστός ως ελεύθερος από το προπατορικό αμάρτημα και ως απολύτως αναμάρτητος δεν ώφειλε να πεθάνει. Παρά ταύτα πέθανε σαν κοινός άνθρωπος εκούσια και ελεύθερα, από απέραντη αγάπη και φιλανθρωπία προς τον “παραπεσόντα ἂνθρωπο”. Όπως λέγει η Αγία Γραφή ο Χριστός «ἦλθε δοῦναι την ψυχήν (δηλ. τη ζωήν) αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Ματθ. κ΄ 28 και κστ΄ 28 , Μαρκ. ι΄ 45). Δεν πέθανε ως άγιος και αναμάρτητος για να προσφέρει «θυσίαν δεκτήν εἰς τήν ὑπό τῆς ἁμαρτίας τρωθεῖσαν Θείαν Δικαιοσύνην» όπως λέγει η υπό του Ανσέλμου διατυπωθείσα στην Δύση “θεωρία της ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης”, αλλά “προσέλαβε” και “εθεράπευσε” όλην την “πεπτωκυίαν ανθρώπινη φύση και τελευταίο νίκησε και τον θάνατο. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συμπυκνώνει αυτή τη διδασκαλία με δύο λέξεις: «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Επομένως η ανθρώπινη φύση με την φθοράν της και τον θάνατον, προσληφθείσα ολόκληρη, πλην της αμαρτίας, υπό του Θεανθρώπου Χριστού, θεραπεύτηκε. Με την Ανάσταση του Χριστού και την Ανάληψή Του στους ουρανούς, η ανθρώπινη φύση θεώθηκε δηλ. συμμετέχει με το δοξασμένο Του Χριστού σώμα, στη ζωή της Αγίας Τριάδος.

Ο θάνατος του Χριστού δεν είναι ένας κοινός ανθρώπινος θάνατος. Λόγω της υποστατικής ενώσεως του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη φύση Του, είναι ένας «Αναστάσιμος θάνατος». Πάνω στο Σταυρό έπαθε και πέθανε η ανθρώπινή φύση Του, «ἀλλ’ ἡ Θεότης ἀπαθής διέμεινε» (δηλ. η Θεότητα δεν υπέστη καμμία φθορά ή μεταβολή). Την παραδοξότητα του θάνατου του Χριστού που είναι συγχρόνως και Θεός, περιγράφει πολύ εύστοχα, ο παρακάτω υμνος του Μεγ. Σαββάτου: «ἐν νεκροῖς λογίζεται,ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καί τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται» δηλ. Αυτός, που ως Θεός κατοικεί στον ουρανό, καταλογίζεται μεταξύ των νεκρών και φιλοξενείται σε μικρό τάφο .

Ο θάνατος του Χριστού είναι ένα παγκοσμίου σημασίας και αξίας γεγονός. Διότι αποτελεί τον τελικό σκοπό της θείας ενσαρκώσεως και το μέσον καταλλαγής της ανθρωπότητας με το Θεό. Ο Χριστός «ἣπλωσε τάς παλάμας καί ἣνωσε τά τῷ πριν διεστώτα» δηλ. συμφιλίωσε την ανθρωπότητα (που βρισκόταν σε διάσταση με τον Θεό) με την θεότητα. Ο θάνατος του Χριστού επάνω στο Σταυρό ήταν ανθρωπίνως ο πιο επώδυνος (ο φυσιολογικός άνθρωπος έκανε 3-4 μέρες επάνω στον σταυρό μέχρι να πεθάνει) αλλά και ο πιο ταπεινωτικός, γι’ αυτό προοριζόταν μόνο για δούλους. Ο Χριστός γεύτηκε πάνω στον Σταυρό όλη την πίκρα του θανάτου, τη λύπη της εγκαταλείψεως και το βάρος της αμαρτίας όλης της ανθρωπότητας.

Με την Ανάστασή Του ο Χριστός, νίκησε τον θάνατο «γεγονός νεκρῶν πρωτότοκος» δηλ. ο πρώτος Αναστάς από όλη την ανθρωπότητα. Με νέο “δοξασμένο” και άφθαρτο σώμα γίνεται πλέον ο πρώτος «ἐκ κοιλίας Ἂδου» εξελθών και αναστάς από όλη την ανθρωπότητα. Θα τον ακολουθήσουν όλοι οι άνθρωποι, όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες της Δευτέρας παρουσίας και ο θεός αναστήσει όλους τους ανθρώπους στην κοινή Ανάσταση, με “νέα δοξασμένα σώματα”  που θα είναι μιά  “νέα δημιουργία” του θεού”.

Η Ανάσταση του Χριστού αλλάζει πια το χαρακτήρα του θανάτου κάθε ανθρώπου. Ο θάνατος πλέον γίνεται ένα συμβάν, ένα παροδικό γεγονός σε όλη τη ζωή του ανθρώπου. Από άφατη τραγωδία που ήταν προ Χριστού, γίνεται για αυτούς που πίστευσαν στον Χριστό και τήρησαν τις εντολές Του “εὐλογημένη ἀνάπαυση” με ελπίδα και προσδοκία Αναστάσεως.

Η σωτηρία που προσέφερε ο Λυτρωτής Χριστός είναι συγχρόνως:



α. “καταλλαγή τοῦ κάθε αμαρτωλοῦ ἀνθρώπου με τον Θεό”,

β. δυνατότητα άρσης και εξάλειψης της αμαρτίας μέσω των συσταθέντων Μυστηρίων της Μετανοίας και Εξομολογήσεως αφ’ ενός και της θείας Ευχαριστίας και

γ. νέα προοπτική ζωής μέσα στη Χάρη του Θεού, στην κατάσταση της “υιοθεσίας”,    

    όπου ο άνθρωπος από «δούλος τοῦ Θεοῦ» γίνεται “κατά χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ”.



Έτσι ο θάνατος του Χριστού, γίνεται αιτία της αιωνίου ζωής για τον άνθρωπο, που ήταν νεκρός (χωρισμένος από τον Θεό) λόγω της αμαρτίας. Δικαίως η εκκλησία με χαρά και άφατη αγαλλίαση ψάλλει την Δευτέραν της Διακαινησίμου τον ύμνον: «Τῷ σῷ Σταυρῷ Χριστέ Σωτήρ, θανάτου κράτος λέλυται καί διαβόλου ἡ πλάνη κατήρ-γηται, γένος δέ ἀθρώπων πίστει σωζόμενον, ὓμνον σοι καθ’ ἑκάστην προσφέρει»

Τέλος, ο Απ. Παύλος λέγει ότι, «ἳνα διά τοῦ θανάτου καταργήσει τόν τό κράτος ἒχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν Διάβολο, καί ἀπαλλάξει τούτους ὃσοι φόβῳ θανάτου, διά παντός τοῦ ζῆν ἒνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. β′ 14-16), δηλ.. ο Χριστός ήλθε για να καταστήσει διά του θανάτου του ανίσχυρον εκείνον, που είχε την δύναμη και το κράτος του θανάτου , δηλαδή τον διάβολο. Καί έτσι να απαλλάξη αυτούς, που ένεκα του φόβου που είχαν πρός τον θάνατο σ’ ολόκληρη την ζωήν τους κατεκρατούντο από την δουλεία της αγωνίας και της ανησυχίας, μήπως πεθάνουν και στερηθούν μεν την παρούσαν ζωήν, υποστούν δε και τα δεινά της μετά θάνατον καταδίκης.



  1. Η  “είς Ἃδου κάθοδος”  του Χριστού

Στην τραγωδία του μεγάλου μας τραγικού ποιητή Αισχύλου « Ο Προμηθέας Δεσμώτης», υπάρχει μια αναπάντεχη αλλά πραγματική προφητεία για τον Χριστό.

Ο Προμηθέας, ο οποίος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος όλης της ανθρωπότητας, αμάρτησε βαρύτατα προς τους θεούς, διότι έκλεψε το “πύρ” από τους θεούς και το έδωσε στους ανθρώπους. Για το αμάρτημα αυτό τιμωρήθηκε από τον Δία και τους θεούς. Δέθηκε με βαριές αλυσίδες (τις οποίες έφτιαξε ο Ήφαιστος), στην κορυφή του όρους Καύκασος και ένας πελώριος γύπας διατάχθηκε να έρχεται κάθε μέρα να του τρώει το «ἧπαρ» (σηκώτι). Καθ’ όλη την ημέρα που μεσολαβούσε, το «ἧπαρ» του Προμηθέα ανεπλάσσετο και πάλι στην κανονική του κατάσταση, μέχρι την επομένη μέρα, που πάλι θα το έτρωγε ο γύπας. Αυτό το μαρτύριο θα συνεχιζόταν αιώνια.

         Από την τραγική αυτή θέση προλέγει ο ποιητής δια του αγγελιοφόρου των θεών Ερμή, ότι ο Προμηθέας θα λυτρωθεί από τον «υἱό τῆς παρθένου Ἰοῦς». Αυτός θα είναι υιός Θεού και υιός παρθένου και θα γεννηθεί υπερφυσικά. Ο παρθενογέννητος αυτός θεάνθρωπος θα καταλύσει το κράτος των παλαιών θεών σε 13 γεννεές (κάθε γεννεά κατά τον Πλάτωνα διαρκεί 35 χρόνια) δηλ. σε 13 Χ 35= 455 χρόνια σύν 33 χρόνια τα χρόνια της ζωής του Χριστού, συνολικά 488 χρόνια, και θα κατέβει στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη (Προμ. Δεσμ. στιχ. 1026-1029). Τα λόγια του Αισχύλου στο πρωτότυπο έχουν ως εξής:  «Τοιούτου μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα πρίν ἂν θεός τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανεῖ, θελήσει τε εἰς ἀναύγητον μολεῖν Ἂδην, Κνεφέα τ’ ἀμφί ταρτάρου βάθη» δηλαδή Προμηθέα (άνθρωπε) κατανοώ τα πάθη σου αλλά μην περιμένεις εύκολη λύση από τα δεινά σου, πριν ένας από τους θεούς σε σπλαχνιστεί και γίνει διάδοχος των πόνων σου και αναλάβει όλο το δικό σου φορτίο και κατέβει κάτω στα αιωνίως σκοτεινά τάρταρα του Άδη.

 

      Η εκπληκτική αυτή προφητεία πραγματοποιήθηκε με την εκ Παρθένου γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού και την κάθοδό Του στον Άδη.



     Μετά το “τετέλεσται”, που ανεφώνησε ο Χριστός επί του Σταυρού και που είχε την σημασία ότι, το έργο Του επί της γης τελείωσε επιτυχώς, επήλθε ο σωματικός θάνατος της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Η ψυχή Του όμως ενωμένη υποστατικά με τη θεϊκή του φύση κατήλθε στον Άδη, για να κηρύξει στους προ Αυτού απελθόντας το θεϊκό του κήρυγμα. Εκεί όσοι ήσαν καλοπροαίρετοι στην ζωή τους τον δέχτηκαν και με την Ανάστασή Του τους πήρε μαζί του στον Παράδεισο, με πρώτο τον επί του Σταυρού μετανοήσαντα ληστή. Έτσι ο Διάβολος που νόμισε ότι σταυρώνοντας (δηλ. θανατώνοντας) τον Χριστό θα τερμάτιζε το έργο Του πάνω στη γη – δεν μπορούσε βεβαίως να προβλέψει την Ανάστασή Του διότι δεν γνωρίζει το μέλλον – έχασε και τις ψυχές που είχε αλυσοδέσει στον Άδη. Έτσι όπως πολύ εύγλωττα λέγει ο ψαλμωδός «ἐσκύλευται ὁ Ἂδης» δηλ. λαφυραγωγήθηκε ο Άδης χάνοντας τις ψυχές που κατείχε. Και «ὁ Ἂδης στένων βοά» (δηλ. βοά στενάζων), διότι κατελύθει η εξουσία του επάνω στους ανθρώπους και «κατεπόθη το κράτος του». Η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη διέρρηξε «θανάτου δεσμούς ἀλύτους» και «πύλας χαλκάς συνέτριψε και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασε» διότι απελευθέρωσε τους δεσμίους του ¨Αδη, όσους κατείχε ο ¨Αδης από τον Αδάμ μέχρι τον Χριστό .

       Η προφητεία αυτή του Αισχύλου μπορεί να παραλληλισθεί με τους στίχους του Προφήτη Ησαΐα «Οὑτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται.». Ο Χριστός λοιπόν είναι ο νέος Θεός που θα γίνει “διάδοχος των πόνων” του τιμωρημένου ανθρώπου-Προμηθέα (Ο οποίος εδώ εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γἐνος).



Ο θάνατος του Κυρίου, αν και πραγματικός, δεν επέφερε φθορά στο σώμα Του, το οποίο δεν έμεινε στην κατάσταση της νεκρώσεως, επειδή ήταν ενωμένο με την Θεότητα. Κατά τον Μεγ. Αθανάσιο το σώμα Του «οὐκ εἶδεν διαφθοράν, ὁλόκληρον γάρ ἀνέστη». Έτσι ο θάνατος του Χριστού ήταν μάλλον ύπνος. Γι’ αυτό, ο ψαλμωδός σε γνωστό ύμνο του Μεγ. Σαββάτου λέγει: «Σαρκί ὑπνώσας ὡς θνητός, ὁ Βασιλεύς καί Κύριος, τριήμερος ἐξανέστης,Ἀδάμ (δηλ. τον άνθρωπο, όλη την ανθρωπότητα) ἐγείρας ἐκ φθορᾶς. Καί καταργήσας θάνατον, Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας τοῦ κόσμου σωτήριον».



Η θεόσωμος ταφή του Χριστού εξέπληξε και αυτά ακόμα τα αγγελικά τάγματα. Ο μεγάλος θεολόγος και υμνογράφος της Εκκλησίας του 8ου αιώνα Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός την περιγράφει ως εξής στο κάθισμα του Μεγ. Σαββάτου «ἐξέστησαν οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων ὁρῶντες, τόν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός καθεζόμενον, πῶς τάφῳ κατατίθεται ὡς νεκρός ὁ ἀθάνατος»,.



Το συμπέρασμα που εξάγουμε για τον θάνατο και την κάθοδον του Χριστού στον Άδη είναι : Ο Χριστός ως αναμάρτητος δεν ήταν υποχρεωμένος να πεθάνει και μάλιστα επάνω στο Σταυρό. Μπορούσε να τελειώσει το επίγειο έργο Του δίνοντας τις τελευταίες εντολές και υποδείξεις στους μαθητές Του και να αναληφθεί στους ουρανούς. Επειδή ο Θεός είναι τελείως ανενδεής και απόλυτα ταπεινός κατ’ ουδένα τρόπο, ο Χριστός δεν είχε υποχρέωση να «ικανοποιήσει την Θείαν Δικαιοσύνη» όπως λέγει η Δυτική Εκκλησία. Άλλωστε μια τέτοια σχέση «δοῦναι καί λαβεῖν» δημιουργεί ένα απαράδεκτο παζάρι μεταξύ Θεού και ανθρώπου: ότι επειδή οι άνθρωποι όλων των εποχών αμάρτησαν έπρεπε κάποιος “αναμάρτητος” να “πληρώσει τα σπασμένα” (δηλ. τα χρέη) όλης της ανθρωπότητος στο Θεό, για να σβηστούν οι αμαρτίες των ανθρώπων. Αντί όλων αυτών μπορούμε να πούμε, ότι ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό για τους παρακάτω λόγους :



α. Για να δώσει στους ανθρώπους υπόδειγμα άκρας ταπεινώσεως.
β. Για να θεραπεύσει όλην την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε (χωρίς την αμαρτία) δηλ. να θεραπεύσει και τον θάνατο (βλ. Ματθ. κ’ 28 και Μαρκ. ι 45).
γ. Για να σώσει και τους προ Αυτού νεκρούς με το κήρυγμα του Ευαγγελίου Του στον Άδη και να τους ανεβάσει μαζί του στον Παράδεισο, με την Ανάσταση.



Η συνήθως χρησιμοποιούμενη έκφραση του Παύλου ότι ο Χριστός «ἒδωκεν τήν ψυχήν (δηλ. την ζωήν) αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» δεν έχει την έννοια του ανταλλάγματος προς τον Θεό, αλλά είναι μια ανθρωπομορφική έκφραση πολύ κατανοητή από τους ανθρώπους της εποχής του Παύλου, ότι ο Χριστός έδωσε τη ζωήν του λύτρον για πολλούς (όλους όσοι θα θελήσουν), για να τους ελευθερώσει από την αμαρτία (όπως έδιναν λύτρα την εποχή εκείνη για να απελευθερώσουν αιχμαλώτους).

Tην αλήθεια αυτή, ότι δια του θανάτου Του ο Χριστός νίκησε τον θάνατον, εκφράζεται πολύ εύστοχα και ποιητικά από την υμνολογία του Μεγ. Σαββάτου στο τροπάριο: «Διά θανάτου το θνητόν, διά ταφῆς τό φθαρτόν μεταβάλλεις, ἀφθαρτίζεις γάρ θεοπρεπέστατα (με τρόπο που αρμοζει στον Θεό) ἀπαθανατίζων τό πρόσλημα (κάνοντας αθάνατο αυτό που προσέλαβες, δηλ. την ανθρώπινη φύση)». Με την πυκνή αυτή διατύπωση περιγράφεται η μεγάλη αλήθεια, ότι η προσληφθείσα υπό του Χριστού ανθρώπινη φύση με την Ανάστασή  Του απαθανατίστηκε. (δηλ. έγινε άφθαρτη και αθάνατη). Γνωρίζουμε δε  στη  συνέχεια ότι με την Ανάληψή και την Ύψωσή Του ο Θεάνθρωπος Χριστός, «ἐθέωσε» την ανθρώπινη φύση, η οποία έκτοτε μετέχει  με το «δοξασμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ» στή ζωή της Αγίας Τριάδος.



  1. Η Ανάσταση του Χριστού, μια νέα προοπτική για την ανθρωπότητα



Οι άσπλαχνοι και αγνώμονες Εβραίοι, μετά το φρικτό τους έγκλημα να καρφώσουν επάνω στον Σταυρό τον πολλαπλώς ευεργετήσαντα αυτούς Θείο διδάσκαλο, τον Ιησού Χριστό, ασφαλίζουν τον τάφο με κουστωδία 24 οπλισμένων ανδρών (Ματθ. κζ 66) και πανηγυρίζουν την νίκη τους. Παρά ταύτα, ένας ακόμα φόβος υποβόσκει μέσα τους, μήπως επαληθευθούν τα λόγια που είπε «ἐκεῖνος ὁ πλάνος ἒτι ζῶν, ὃτι μετά τρεῖς ἡμέρες ἐγείρομαι» (Ματθ. κζ’ 62). Γι’ αυτό η οπλισμένη κουστωδία φυλλάττει τον τάφο νυχθημερόν, μήπως έλθουν την νύχτα οι μαθητές και κλέψουν το σώμα και διαδώσουν ότι αναστήθηκε.

Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο μία  τέτοια  κλοπή  είναι αδύνατη, αφότου τποθετήθηκε η φρουρά. Μόνον την πρώτη νύχτα, από Παρασκευή προς Σάββατο, που δεν υπήρχε φρουρά, θα μπορούσε να κλαπεί το σώμα.. Αλλά τότε οι μαθητές από φόβο μήπως χάσουν και την δική τους ζωή (πρβλ. «διά τον φόβον των Ιουδαίων»), ήσαν κλεισμένοι στο υπερώον της Ιερουσαλήμ, στην οικία της Μαρίας της μητέρας του Μάρκου, όπου έγινε ο Μυστικός Δείπνος. Το σώμα του νεκρού Ιησού ήταν γυμνό και “ἐσμυρνισμένο” δηλ. αλειμμένο με σμύρνα, μιά πυκτή αρωματική ουσία που κολλάει πάνω στα οθόνια (σεντόνια), με τα οποία ήταν τυλιγμένο το σώμα του. Τα οθόνια, ως εκ τούτου για να αφαιρεθούν θα απαιτούσαν πολύ χρόνο και μεγάλη προσπάθεια. Επί πλέον ο λίθος που εκάλυπτε την θύρα του μνημείου ήταν πολύ μεγάλος και βαρύς. Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια των μαθητών, να πάρουν το σώμα του Ιησού, θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Άλλωστε ποιός θα διεννοείτο να κλέψει νεκρό και γυμνό σώμα, διακινδυνεύοντας και τη ζωή του;

Την επομένη της ταφής νύχτα, τη νύχτα «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» και πριν ανατείλει ο ήλιος γίνονται, σύμφωνα με τη διήγηση των ευαγγελιστών, συγκλονιστικά γεγονότα. Μεγάλος σεισμός συγκλονίζει την περιοχή. Μέσα σε μια εκτυφλωτική αστραπή «ἂγγελος Κυρίου καταβάς ἐξ ουρανοῦ προσελθών ἀπεκύλησε τόν λίθο ἀπό τῆς θύρας καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ (δηλ. του μνημείου) Ἦν δέ ἡ ἰδέα (δηλ. η όψη του) αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἒνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών. Ἀπό δέ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες (στρατιώτες) καί ἐγένοντο ὡσεί νεκροί» (Ματθ. κη’ 2-4).

Η Μαρία η Μαγδαληνή, η άλλη Μαρία (η μητέρα του Κυρίου) και οι άλλες μυροφόρες γυναίκες όταν έφθασαν στον τάφο «λίαν πρωΐ ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Ματθ. ιστ 2) «θεωροῦσιν ὃτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γάρ μέγας σφόδρα. Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον (άγγελον) καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν καί ἐξεθάμβήθησαν (θαμπώθηκαν γέμισαν φόβο και κατάπληξη). Ὁ δέ λέγει αὐταῖς, μή ἐκθαμβεῖσθε. Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη οὒκ ἒστιν ὧδε. Ἲδε ὁ τόπος ὃπου ἒθηκαν αὐτόν. Ἀλλ’ ὑπάγετε εἲπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτού καί τῷ Πέτρῳ, ὃτι προάγει ὑμᾶς (πηγαίνει προτήτερα από σας) εἰς τήν Γαλιλαίαν ἐκεί αὐτόν ὂψεσθε (θα τον δείτε) καθώς εἶπεν ὑμῖν. Καί ἐξελθοῦσαι  ἒφυγον ἀπό τοῦ μνημείου εἶχε (κατείχε) δέ αὐτάς τρόμος καί ἒκστασις, καί οὐδενί οὐδέν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγγελος διακρίνει τον Πέτρο από τους υπόλοιπους μαθητές. Κι αυτό γιατί ο Πέτρος με την τριπλή μεθ’ όρκου άρνηση του Χριστού είχε εκπέσει του Αποστολικού αξιώματος. Και θα χρειαστεί η τριπλή ερώτηση του Κυρίου «Πέτρο φιλείς με;», η τριπλή καταφατική απάντηση του Πέτρου «ναι Κύριε συ οίδας ότι φιλώσε» και η τριπλή εντολή «ποίμαινε τα πρόβατά μου» για να αποκατασταθεί στο Αποστολικό του αξίωμα.

Στη συνέχεια το πρωί της «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων» ο αναστημένος Χριστός εμφανίζεται στην Μαρία την Μαγδαληνή, η οποία τον νομίζει για κηπουρό στην αρχή και τον αναγνωρίζει αμέσως μετά όταν την προσφωνεί «Μαρία». Επιστρέφοντας αναγγέλλει στους μαθητές «ἑώρακα τον Κύριον» αναγκάζοντας τον Πέτρο και τον Ιωάννη να πάνε στον τάφο τρέχοντας για να διαπιστώσουν το «κενό μνημείο». Το ίδιο βράδυ και «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» εμφανίζεται στους 10 μαθητές (διότι έλλειπε ο Θωμάς), τους χαιρετά με το «εἰρήνη «ὑμῖν», τους δείχνει τους τύπους των ήλων στα χέρια Του και την λογχισθείσα πλευράν Του, λαμβάνει τροφή ενώπιόν τους (λίγο ψητό ψάρι και κομμάτι από κηρύθρα με μέλι) για να διαπιστώσουν ότι δεν είναι φάντασμα αλλά έχει σώμα απτό και ψηλαφητό. Μια εβδομάδα αργότερα και ενώ οι μαθητές αναγγέλλουν στον Θωμά «ἑωράκαμεν τόν Κύριον» εμφανίζεται ξανά και ψηλαφείται από τον Θωμά.

Ακολουθούν πολλές άλλες εμφανίσεις του αναστημένου  Ιησού «εν ετέρα μορφή» κατά τις οποίες συνομίλησε, συμπερπάτησε και συνέφαγε μαζί με τους μαθητές «ὀπτανόμενος αὐτοῖς δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα» (Πραξ. α′ 3). Τέλος εμφανίζεται στη Βηθανία όπου έδωσε τις τελευταίες Του εντολές στους μαθητές Του και τους συνέστησε να μείνουν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί στα Ιεροσόλυμα μέχρι να λάβουν «δύναμιν ἐξ’ ὓψους» δηλ. το Άγιο Πνεύμα. Στη συνέχεια ανελήφθη στους ουρανούς μέσα σε μια φωτεινή νεφέλη, δύο δε άγγελοι με απαστράπτοντα κατάλευκα ενδύματα προανήγγελλαν στους έκθαμβους και εκστατικούς θεατάς της αναλήψεως ότι ο Ιησούς «ὁ ἀναληφθείς ἀφ’ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὓτως ἐλεύσεται (θα έλθει) ὃν τρόπον ἐθεάσασθαι αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν ουρανόν» (Πραξ. α 11), προανήγγειλαν δηλ. την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού στη γη, όπου θα έλθει πλέον «ὡς Κριτής της Οικουμένης».



ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Είναι άξιο προσοχής ότι ο Χριστός ενώ εμφανίστηκε αναστάς σε περισσότερους από 500 ανθρώπους και πολλές φορές, δεν εμφανίστηκε σε κανένα από τους διώκτες του πλήν του Απ. Παύλου στη Δαμασκό. Δεν θέλησε έτσι να εκβιάσει την πίστη αυτών που δεν ήθελαν να τον πιστέψουν και να τον δεχθούν ως Μεσσία και Σωτήρα.

Ο εκατόνταρχος Λογγίνος, ήταν ο επικεφαλής του αποσπάσματος που εκτέλεσε την σταύρωση του Χριστού. Είδε όλα τα υπερφυσικά γεγονότα που ακολούθησαν την σταύρωση και επίστευσε στον Χριστό. ¨Οπως λένε τα Ευαγγέλια «ὁ δε ἑκατόνταρχος καί οἱ μετ’ αὐτοῦ τηροῦντες τόν Ἰησοῦ, ἰδόντες τόν σεισμόν καί τά γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες : Ἀληθῶς Θεοῦ Ὑιός ἧν οὗτος» (Ματθ. κζ 54, Λουκ. κγ 47)..

Εκτός από δύο, οι στρατιώτες της κουστωδίας δωροδοκήθηκαν από τους Αρχιερείς να πουν ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ εκοιμώντο, οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού. Από τους 24 στρατιώτες, μόνο αυτοί οι δύο πίστεψαν στον Χριστό και αρνήθηκαν να πάρουν τα χρήματα από τους Αρχιερείς. Αυτοί λίγο αργότερα έφυγαν μαζί με τον εκατόνταρχο Λογγίνο στην Καππαδοκία, όπου εκήρυξαν τον Χριστό Υιό του Θεού «ἐσταυρωμένο καί ἀναστάντα». Αυτό το γεγονός πληροφορηθείς ο Πιλάτος, έστειλε γράμμα στον αυτοκράτορα Τιβέριο ζητώντας του να τους τιμωρήσει. Πράγματι, ο Τιβέριος διέταξε την εκτέλεσή του Λογγίνου και των δύο στρατιωτών και προς απόδειξη, έστειλε το κεφάλι του Λογγίνου στον Πόντιο Πιλάτο.

Με την πίστη στην Ανάσταση του Χριστού, οι Χριστιανοί πέτυχαν υπερφυσικά και αδιανόητα για την κοινή λογική πράγματα. Η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου Τον καθιστά το μοναδικό πρόσωπο στην ιστορία, το οποίο κυρίευσε το τελευταίο προπύργιο της φθοράς και του Άδη. Γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος (στην ομιλία του προς το συγκεντρωμένο πλήθος μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος) θεωρεί την Ανάσταση ως την αδιαφιλονίκητη απόδειξη ότι ο Ιησούς είναι όντως ο Κύριος και Χριστός, ο αναμενόμενος Μεσσίας και Λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους.

Γι’ αυτό η Ανάστασή Του αποτελεί διαχρονικά την ελπίδα όλων των Αγίων και των μαρτύρων, την προσδοκία των δικαίων, την ανάπαυση των κεκοιμημένων και την υπομονή των ζώντων και αγωνιζομένων. Όλοι πορευόμεθα πλέον προς την Κοινή Ανάσταση, η Εκκλησία (στρατευομένη και θριαμβεύουσα), η υλική κτήση και ο κόσμος όλος.

Ο Χριστός με την Ανάστασή Του αναίρεσε το φόβητρο του θανάτου, έτσι ώστε ο θάνατος Χριστιανικά να νοείται ως ύπνος, που αναμένει την «Κοινήν Ανάστασην». Δεν θεωρείται πλέον αφανισμός αλλά μετάσταση και αποδημία.

Στην Γ’ Στάση της γονυκλισίας της Πεντηκοστής ο υμνογράφος λέει: Οὐκ ἒστιν οὖν Κύριε τοῖς δούλοις σου θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπό τοῦ σώματος καί πρός Σέ τόν Θεόν ενδημούντων, ἀλλά μετάβασις ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα και ανάπαυσις και χαρά»

Ετσι, ο θάνατος γίνεται η μεγάλη και υποχρεωτική μύηση του κάθε ανθρώπου στον πνευματικό κόσμο, στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού.

Ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του, δηλ. την πρόσληψη ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως -πλήν της αμαρτίας-, συμμετέχει πλέον στην κοινή φύση του ανθρωπίνου γένους. Επί πλέον όμως στον «Χριστό κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. β 9) δηλ. έχουν ενωθεί άρρηκτα η ανθρωπότητα με τη θεότητά Του. Σ’ αυτή την ενότητα ο θάνατος χάνει την δύναμη να χωρίζει από τη ζωή, που είναι ο Χριστός, διότι «ἐν τῶ Χριστῶ καί διά τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντες ἑνωμένοι μέσα στην Θεία Ευχαριστία». Για τόν λόγο αυτό, μέσα στη Θεία Ευχαριστία μνημονεύονται συγχρόνως οι νεκροί μετά των ζώντων. Δεν γίνεται διάκριση νεκρών και ζώντων.
πηγή

Συνέπειες της Αναστάσεως του Χριστού

      Πόσο πιστεύουμε στην ανάσταση του Χριστού;

Φαίνεται όχι από τα λόγια μας αλλά από τη ζωή του καθενός, από τα έργα του και την αγάπη του στο Θεό.

Οι αρχαίοι έλληνες πίστευαν ότι το σώμα είναι θνητό και φυλακή της ψυχής που αυτή είναι αθάνατη. Χαρακτηριστική η στιγμή που ο Σωκράτης πίνει το κώνειο βέβαιος ότι δεν πεθαίνει!

Η χριστιανική θεολογία όμως διδάσκει ότι το σώμα δημιουργήθηκε από τη ύλη (αν και με ειδικό προνομιακό τρόπο σε σχέση με τα άλλα έμβια όντα) για να καταλάβεις ότι είσαι δημιούργημα του Θεού και κατόπιν δόθηκε η ψυχή για να ενωθεί αδιάσπαστα με αυτό και να καταλάβεις ότι είσαι "ζώον θεούμενον", αφού επλάσθης καθ΄ομοίωσιν Θεού. Αυτό μπορεί να μπερδεύει μερικούς στο να θεωρούν ότι μαζί με το σώμα χάνεται και η ψυχή. ʼλλοι πάλι θεωρούν ότι η ψυχή κάνει βόλτες στον κόσμο μέχρι να ξαναμπεί σε άλλο σώμα ή και ζώο, πιστεύοντας στη "μετενσάρκωση".

Αυτές οι απόψεις μπορεί να πλανήσουν και τους χριστιανούς και να εξασθενήσουν την πίστη μας στην ανάσταση του Χριστού. Όμως περισσότερο απ΄όλα μας εμποδίζει να δούμε την ανάσταση η αμαρτία. Διότι τα οψώνια της αμαρτία θάνατος, μας φέρνουν κοντά στη φθορά του θανάτου, σκοτίζουν τα μάτια της ψυχής και μας απομακρύνουν από τη Ζωή, από το Θεό, από την ανάσταση. Ο γ. Σοφρώνιος λέει ότι σε όσους μετανοούν αληθινά, έρχεται η χάρις του Αγίου Πνεύματος και τους δίνει το βίωμα της αναστάσεως της ψυχής από αυτήν ακόμη τη ζωή. Όπως και μέσα από την προσευχή μπορεί να αποκαλυφθεί στους αγωνιστές κάθε μυστήριο του Θεού, όπως το μυστήριο του θανάτου αλλά και της αναστάσεως των νεκρών.

Ο θάνατος του σώματος των πρωτοπλάστων ήταν ευεργεσία του Θεού για να μην αθανατίσει το κακό και για να οικονομηθεί μετά το μυστήριο της σωτηρίας μας δια του Ιησού Χριστού. Έτσι ο Χριστός με την ενανθρώπισή του προσλαμβάνει σάρκα γενόμενος τέλειος άνθρωπος, για να την αφθαρτοποιήσει και να την αναστήσει. Με το αίμα Του του, αίμα δικαίου και αθώου, μας ξεπλένει από την αμαρτία.

Πιστεύουμε ότι το σώμα μας θα αναστηθεί;

"Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών" λέμε με το σύμβολο της πίστεως και εννοούμε βέβαια τη σωματική ανάσταση, γιατί η ψυχή ποτέ δεν πέθανε αφού πλάστηκε κατ΄εικόνα του αθανάτου Θεού. Η ψυχή δεν πεθαίνει αλλά συναντάει το σώμα της μια μέρα όταν θα έλθει ο Κύριος. Το νέο αυτό σώμα θα είναι ανακαινισμένο από την ανάσταση του Χριστού, πνευματοποιημένο αφού θα έχει φορέσει την αφθαρσία (Α΄Κορ.15,53)

Προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης για την ανάσταση των νεκρών

"Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις" (Ησ.26,19) προλέγει ο προφήτης Ησαίας αλλά και ο Δανιήλ (12,2-3). Επίσης ο Ιεζεκιήλ όταν βλέπει τα ξηρά οστά να παίρνουν σάρκες και νεύρα και να σηκώνονται όρθια! Το ίδιο βλέπουμε και στους Μακκαβαίους να πιστεύει ο τρίτος γιός της Αγίας Σολομονής όταν καλείται να προτείνει τη γλώσσα και τα χέρια του στο μαρτύριο.

Η Καινή Διαθήκη για την ανάσταση

"Έρχεται ώρα εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής Αυτού και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως" (Ιω.5,28-29).

Τρείς αναστάσεις επώνυμων νεκρών αναφέρονται στα ευαγγέλια και επίσης άλλη μια τη στιγμή που αναστήθηκε ο ίδιος ο Χριστός όταν πολλοί κεκοιμημένοι αναστήθηκαν στα Ιεροσόλυμα και εμφανίστηκαν στους δικούς τους.

Η ανάσταση του Χριστού (Α΄Κορ.15,20) προδιαγράφει και εξασφαλίζει και την δική μας ανάσταση "Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος."

Πως θα είναι το αναστημένο σώμα μας;

Όπως ένας ορειχάλκινος ανδριάντας λυώνει στο χωνευτήριο και μπορεί να τον ξαναφτιάξουμε καλύτερον, έτσι και το σώμα μας αποσυντίθεται για να ξαναγίνει άφθαρτο στη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, λέει ο Αγ. Ιω. Χυσόστομος. Πολύς λόγος έχει γίνει από τους άγιους Πατέρες για να καταλάβουμε την αλήθεια αυτή, αλλά τουλάχιστον εμείς οι σύγχρονοι δεν έχουμε αυτή τη δυσκολία αφού και η επιστήμη είναι κοντά στο να αναπαράγει οργανισμό από δύο και μόνον δικά του κύτταρα. Πόσο μάλλον ο Θεός που "εκ του μη όντος εις το είναι τα πάντα παραγαγών" δεν μπορεί να ξανακάνει τη σύσταση του σώματός μας ανακαινισμένου στη Δευτέρα Παρουσία Του. Ένα σώμα που δεν θα έχει ανάγκη από τροφή ή από σαρκικές απολαύσεις. Θα καθοδηγείται από το ʼγιο Πνεύμα.

Ούτε μια τρίχα μας δεν πρόκειται να χαθεί λέει ο Αγ. Μακάριος ο Αιγύπτιος και ο γ. Βαρσανούφιος βεβαιώνει σε κάποιον αδελφό που ρωτάει ότι ολόκληρο το σώμα μας θα αναστηθεί με σάρκες και οστά και τρίχες, αλλά θα είναι ένδοξο και φωτεινό και αιώνιο σύμφωνα με λόγια του Κυρίου που βεβαιώνει ότι "τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη Βασιλεία των ουρανών" (Ματ.13,43).

Και καταλήγει ο ι.Χρυσότομος ότι το σώμα αυτό που υπομένει τις θλίψεις και τους πειρασμούς, αυτό το σώμα θα αναστηθεί, το δικό μας και όχι κανένα άλλο, διότι θα ήταν άδικο κάτι τέτοιο.

Και ο άγ. Θεόδωρος Μοψουεστίας λέει ότι όπως το γυαλί προέρχεται από την άμμο αλλά δεν είναι άμμος και όπως όπως ο σπόρος με το στάχυ δεν είναι το ίδιο πράγμα, έτσι και το νέο σώμα σε σχέση με το παλιό.

Παρόμοια ο Απ.Παύλος λέει ότι το σώμα "σπείρεται εν φθορά και εγείρεται εν αφθαρσία" (Α΄Κορ.15,44)

Θα είναι λοιπόν πνεύμα ή σώμα; Όχι μας λέει ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς αλλά θα είναι σώμα πνευματικό, δεν θα έχει υλική παχύτητα (όπως και οι άγγελοι) άφθαρτο και αιώνιο όπως και το σώμα του Χριστού όταν αναστήθηκε.

Είχε δηλαδή μορφή συγκεκριμένη και μάλιστα όμορφη και ένδοξη, τον αναγνώρισαν κάποιοι μαθητές στην παραλία της Γαλιλαίας. Αλλά δεν έχει βάρος και φθορά. Έτρεχε όσο ήθελε ώστε να φτάσει τους δύο που πήγαιναν στους Εμμαούς. Μπήκε στο υπερώο "κεκλεισμένων των θυρών", όπως και έφυγε χωρίς να μπορούν να τον πιάσουν. Έτσι θα είναι και τα σώματα των δικαίων. Δεν θα υπάρχει ηλικία αφού δεν έχει νόημα η ηλικία, αλλά η πνευματική κατάσταση και δεν θα υπάρχει φύλο (Αγ.Γρηγ.Νύσσης) γιατί δεν έχει νόημα το φύλο (ουκ ενι άρσεν και θήλυ) που είναι προσωρινό χαρακτηριστικό μόνο για τη διαιώνιση του ανθρώπου .

Αλλά υπάρχουν και σύγχρονες μαρτυρίες για την ανάσταση των σωμάτων και την αθανασία της ψυχής.

Ο όσιος Παμβώ πριν κοιμηθεί ακτινοβολούσε σαν βασιλιάς πάνω σε χρυσό θρόνο και δεν μπορούσαν να τον αντικρύσουν. Το σώμα του είχε ήδη τη δόξα της βασιλείας του Θεού. Και δεν ήταν ο μοναδικός άγιος...

Τα λείψανα των αγίων τι μαρτυρούν παρά την αφθαρσία της ύλης όταν αυτή εμπνευματιστεί. Οι εμφανίσεις των αγίων, "εν παντί τόπω και χρόνω" δείχνουν ότι είναι ζωντανοί και μετά το θάνατό τους. Χαρακτηριστική και η συζήτηση της γ.Γαβριηλίας με Προτεστάντες στην Αμερική. Είπε ότι "εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε στην ανάσταση των νεκρών", "ουκ έστι ο Θεός ημών νεκρών αλλά ζώντων".

Μεγάλο Σάββατο - Η ταφή του Κυρίου

Μεγάλο Σάββατο - Η ταφή του Κυρίου

Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον, κουστωδία.
Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν.

Το Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στο Πόντιο Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες διότι, καθώς έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού κλέψουν την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα κηρύξουν έπειτα στο λαό ως αληθινή την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμη ζούσε· και τότε θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη της πρώτης».
Αυτά αφού είπαν στον Πόντιο Πιλάτο και αφού πήραν την άδεια του, έφυγαν και σφράγισαν τον τάφο τοποθετώντας εκεί για ασφάλεια του κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.

Απολυτίκιον
Ήχος β'.
Ο ευσχήμων Ιωσήφ, από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου Σώμα, σινδόνι καθαρά, ειλήσας και αρώμασιν, εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο.
Έτερον Απολυτίκιον
Ήχος β'.
Ταίς Μυροφόροις Γυναιξί, παρά το μνήμα επιστάς, ο Άγγελος εβόα·Τα μύρα τοις θνητοίς υπάρχει αρμόδια, Χριστός, δε διαφθοράς εδείχθη αλλότριος.
Κοντάκιον
Ήχος β'.
Την άβυσσον ο κλείσας, νεκρός οράται, και σμύρνη και σινδόνι ενειλημμένος, εν μνημείω κατατίθεται, ως θνητός ο αθάνατος. Γυναίκες δε αυτόν ήλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρώς και εκβοώσαι· Τούτο Σάββατόν εστι το υπερευλογημένον, εν ω, Χριστός αφυπνώσας, αναστήσεται τριήμερος.
Ο Οίκος
Ο συνέχων τα πάντα επί σταυρού ανυψώθη, και θρηνεί πάσα η Κτίσις, τούτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνόν επί του ξύλου, ο ήλιος τας ακτίνας απέκρυψε, και το φέγγος οι αστέρες απεβάλλοντο, η γη δε συν πολλώ τω φόβω συνεκλονείτο, η θάλασσα έφυγε, και αι πέτραι διερρήγνυντο, μνημεία δε πολλά ηνεώχθησαν, και σώματα ηγέρθησαν αγίων Ανδρών. Άδης κάτω στενάζει, και Ιουδαίοι σκέπτονται συκοφαντήσαι Χριστού την Ανάστασιν, τα δε Γύναια κράζουσι· Τούτο Σάββατόν εστι το υπερευλογημένον, εν ω Χριστός αφυπνώσας, αναστήσεται τριήμερος.

Παρασκευή, Απριλίου 18, 2014

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ (ΨΑΛΛΕΙ Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΑΤΡΩΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ)




Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σουΤῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος, κατεπλάγη ὁρῶν σε, ἐν νεκροῖς λογισθέντα, τοῦ θανάτου δὲ Σωτήρ, τὴν ἰσχὺν καθελόντα, καὶ σὺνἑαυτῷ τὸν Ἀδὰμ ἐγείραντα, καὶ ἐξ ᾍδου πάντας ἐλευθερώσαντα.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου
Τί τὰ μύρα, συμπαθῶς τοῖς δάκρυσιν, ὦ Μαθήτριαι κιρνᾶτε; ὁ ἀστράπτων ἐν τῷ τάφῳ Ἄγγελος, προσεφθέγγετο ταῖς Μυροφόροις. Ἴδετε ὑμεῖς τὸν τάφον καὶ ἤσθητε· ὁ Σωτὴρ γὰρἐξανέστη τοῦ μνήματος.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου
Λίαν πρωΐ, Μυροφόροι ἔδραμον, πρὸς τὸ μνῆμά σου θρηνολογοῦσαι· ἀλλ' ἐπέστη, πρὸς αὐτὰς ὁ Ἄγγελος, καὶ εἶπε· θρήνου ὁ καιρὸς πέπαυται, μὴ κλαίετε, τὴν Ἀνάστασιν δὲ Ἀπόστόλοις εἴπατε.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
Μυροφόροι γυναῖκες μετὰ μύρων ἐλθοῦσαι, πρὸς τὸ μνῆμά σου Σῶτερ ἐνηχοῦντο, Ἀγγέλου τρανῶς, πρὸς αὐτὰς φθεγγομένου. Τί μετὰ νεκρῶν, τὸν ζώντα λογίζεσθε; ὡς Θεὸς γὰρ ἐξανέστη τοῦμνήματος.

Δόξα...
Προσκυνοῦμεν Πατέρα, καὶ τὸν τούτου Υἱόν τε, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, τὴν ἁγίαν Τριάδα, ἐν μιᾷ τῇ οὐσίᾳ, σὺν τοῖς Σεραφίμ,κράζοντες· τὸ Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ Κύριε.

Καὶ νῦν ...
Ζωοδότην τεκοῦσα, ἐλυτρώσω Παρθένε, τὸν Ἀδὰμ ἁμαρτίας,χαρμονὴν δὲ τῇ Εὔᾳ, ἀντὶ λύπης παρέσχες, ῥεύσαντα ζωῆς, ἴθυνε πρὸς ταύτην δέ, ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθείς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.


Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα Δόξα σοι ὁ Θεός (τρὶς).
πηγή

Ὁ ἐπαναστατικός Ἐπιτάφιος τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Ἀγρινίου



 ΑΝΑCTA O ΘΕΟC... H ΕΛΛΑΔΑ; ΘΑ ΑΝΑCTHΘΗ;

πηγή το είδαμε εδώ

Μεγάλη Παρασκευή Βράδυ: «Ώσπερ Πελεκάν» +Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

«Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε, σοὺς θανόντας  παῖδας ἐζώωσας ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς» (Ἐγκώμ. β΄ στάσις)
Στὴν ὑπέροχη ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου, ἀγαπητοί μου, ποὺ ψάλλεται στὸν ὄρθρο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἰδιαίτερη θέσι κατέχουν τὰ Ἐγκώμια. Τί εἶνε τὰ Ἐγκώμια; Εἶνε μία ὡραία συλλογὴ τροπαρίων, ποὺ ἔχει ὡς θέμα τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ὅλος ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος εἶνε γλυκυτάτη ἀκολουθία. Ἀρχίζει μὲ τὸ ἀπολυτίκιο «Ὁ εὐσχήμων Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελών…» ,προχωρεῖ μὲ τὸν ἀνεπανάληπτο κανόνα «Κύματι θαλάσσης…» , κορυφώνεται μὲ τὰ ἐγκώμια, τὰ εὐλογητάρια καὶ τοὺς αἴνους, καὶ τέλος κλείνει μὲ τὴν περιφορὰ τοῦ ἐπιταφίουκαὶ τὰ ἀναγνώσματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων διακρίνεται ἡ σπουδαία προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ.
Τὰ Ἐγκώμια, παρ᾽ ὅλο ὅτι Ἐκκλησία πενθεῖ, δὲν μεταδίδουν φρίκη καὶ σπαραγμό· ἀποπνέουν τὴ γαλήνη καὶ τὸ θρίαμβο τοῦ Νικητοῦ τοῦ ᾅδου. Εἶνε μᾶλλον ἕνας παιὰν δόξης, ἕνα ἐμβατήριο νίκης, μὲ τὸ ὁποῖο συνοδεύουμε στὸν τάφο τὸν μεγάλο μας Νεκρὸ μαζὶ μὲ τὸ Νικόδημο, τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὶς μυροφόρες γυναῖκες. «Στῶμεν καλῶς» λοιπόν.Ὁ ἐμπνευσμένος αὐτὸς ὕμνος ἀποτελεῖται ἀπὸ διακόσα περίπου τροπάρια.

Στὶς ἐνορίες μας βέβαια δὲν ψάλλονται ὅλα· χάριν συντομίας λέγονται τὰ μισὰ περίπου. Ὅλα τὰ τροπάρια μπορεῖ νὰ τ᾽ ἀκούσῃ κανεὶς κατανυκτικὰ στὸ Ἅγιο Ὄρος ἢ σὲ ἄλλα μοναστήρια, ὅπου οἱ μοναχοὶ ὑμνοῦν καὶ δοξάζουν τὸν ἐσταυρωμένο Λυτρωτὴ μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες χωρὶς περικοπὲς καὶ παραλείψεις. Ἐμεῖς οἱ κοσμικοὶ εἴμαστε βιαστικοί· θέλουμε νὰ τελειώσουμε τὸ συντομώτερο. Ἔτσι γίνονται δυστυχῶς ὑποχωρήσεις καὶ συμβιβασμοί.Τὰ Ἐγκώμια διαιροῦνται σὲ τρεῖς στάσεις ἢ ὁμάδες· ἡ πρώτη ἀρχίζει μὲ τὸ τροπάριο «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ…» , ἡ δευτέρα μὲ τὸ «Ἄξιόν ἐστι…» ,καὶ ἡ τρίτη μὲ τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι…» .Ποιός νά ᾽νε ἆραγε ὁ ποιητὴς τῶν Ἐγκωμίων; Δὲν γνωρίζουμε· εἶνε ἄγνωστος. Ἴσως καὶ νὰ εἶ νε ὄχι ἕνας μόνο ἀλλὰ περισσότεροι.Μεταξὺ αὐτῶν ἀναφέρεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Δὲν ἔχουμε πάντως κάτι βέβαιο, ὅπως τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου.
Ὁ ποιητὴς τῶν Ἐγκωμίων καλεῖ ὅλη τὴ φύσι νὰ δοξάσῃ τὸ Χριστό· καὶ τὰ ἄνθη καὶ τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ πεδιάδεςκαὶ οἱ θάλασσες καὶ οἱ λίμνες καὶ τὰ ἄστρα καὶἡ σελήνη καὶ ὁ ἥλιος, ὅλα καλοῦνται νὰ τὸν ὑμνήσουν σὲ μία παναρμόνια συμφωνία.Ὅλα συγκινοῦνται σήμερα· καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος μένει δυστυχῶς ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος. Καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς σταυρωτάς του τότε ἦταν ἀναμενόμενο νὰ μένουν ἀσυγκίνητοι ἢ νὰ στέκωνται ἐχθρικοὶ ἀπέναντί του· ἀλλὰ καὶ οἱ λεγόμενοι «χριστιανοὶ» σήμερα; Μιὰ φορὰ σταύρωσαν τὸ Χριστὸ οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι, μὰ ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε συνεχῶς μὲ τὶς ἁμαρτίες μας.
Εἴμαστε ἀλήθεια χριστιανοί; Αὐτὰ τὰ πλήθη ποὺ ὀνομάζονται χριστιανοί,ποιά οὐσιαστικὴ σχέσι ἔχουν μὲ τὸ Χριστό; Ἂν γινόταν χωρισμὸς κράτους καὶ ἐκκλησίας, πόσοι ἆραγε θὰ ἔμεναν μὲ τὴν Ἐκκλησία;Λίγοι ἀσφαλῶς. Ἀλλὰ προτιμότερο λίγοι ποὺ νὰ λατρεύουν ἀληθινὰ τὸν Κύριο στὸ ναό, παρὰ ἕνα πλῆθος μέσα στὸ ὁποῖο ἄλλος νὰ μιλάῃ, ἄλλος νὰ γελάῃ, ἄλλος νὰ χαζεύῃ, ἄλλος νὰ βγαίνῃ ἔξω… Θά ᾽ρθῃ μέρα, ποὺ θὰ πέσῃ κόσκινο, θὰ κοσκινιστῇ αὐτὸς ὁ λαός, καὶ θὰ μείνουμε ἐλάχιστοι. Τί νὰ τὴν κάνῃς τὴν ποσότητα; Ἡ ἀξία ἑνὸς στρατοῦ δὲν βρίσκεται στὸπλῆθος ἀλλὰ στὴ γενναιότητα τῶν στρατιωτῶν καὶ ἀξιωματικῶν· ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μας πρέπει ν᾽ ἀποβλέπῃ στὴν ἁγιότητα τῶν μελῶν της. Σήμερα στὸν Ἐπιτάφιο ποιός προσεύχεται; ποιός δακρύζει; ποιός συγκινεῖται;
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ τῶν Ἐγκωμίων ἂς πάρου-με ἕνα μόνο, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο λέει· «Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε,σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς» (Ἐγκωμ. στάσις β΄).
Τὸ ἐγκώμιο αὐτὸ μιλάει γιὰ τὸν πελεκᾶνο. Τί σχέσι ἔχει ὁ πελεκᾶνος μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἡμέρας; Εἴπαμε, ὅτι ὅλη ἡ φύσις καλεῖται νὰ τιμήσῃ τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ μας· καλεῖ λοιπὸν ὁ ποιητὴς καὶ τὸν πελεκᾶνο.
Τί εἶνε ὁ πελεκᾶνος; Εἶνε ἕνα πουλὶ ὑδρόβιο. Ζῇ συνήθως κοντὰ σὲ λίμνες καὶ ποτάμια.Οἱ πελεκᾶνοι εἶνε κυνηγοί, ψαρᾶδες καὶ ἄριστοι κολυμβηταί· κολυμποῦν θαυμάσια μέσ᾽στὶς λίμνες καὶ ψαρεύουν μὲ τόση ἐπιτυχίαμὲ ὅση κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Στὴν περιφέρεια τῆς Φλωρίνης τὸ θέαμα πελεκάνων εἶνε συνηθισμένο. Ἔχουμε μάλιστα τὸπρονόμιο νὰ ζῇ στὴ λίμνη τῶν Πρεσπῶν ἕναεἶδος μικρῶν πελεκάνων.Τί λέει λοιπὸν τὸ ἐγκώμιο γιὰ τὸν πελεκᾶ-νο; Ὁ πελεκᾶνος εἶνε φιλόστοργο πουλί. Λένε ὅτι, ὅταν λείπει ἀπὸ τὴ φωλιά του, τὸ φίδι βρίσκει τὴν εὐκαιρία καὶ σέρνεται ὣς ἐκεῖ,βρίσκει τὰ μικρὰ τοῦ πελεκάνου μόνα τους,τὰ δαγκώνει, καὶ τὰ πουλάκια δηλητηριασμένα ἀπὸ τὸ φαρμάκι ναρκώνονται κ᾽ εἶνε ἕτοιμα νὰ πεθάνουν . Ὅταν ὁ πελεκᾶνος ἐπιστρέφει στὴ φωλιά, τὸ φίδι ἔχει φύγει, καὶ βρίσκει τὰ παιδιά του ἑτοιμοθάνατα. Τότε μὲ μία πρᾶξι συγκινητική, μία ἐνέργεια θεοκίνητη μποροῦμε νὰ ποῦμε, κάνει τὰ παιδιά του νὰ ζωογονηθοῦν.
Πῶς ζωογονοῦνται; Ὅπως γιὰ ἄλλα φαρμάκια ὑπάρχει ἀντίδοτο, ἔτσι καὶ γιὰ τὴ δηλητηρίασι τῶν πουλιῶν τοῦ πελεκάνου ἀπὸ φίδι ὑπάρχει ἀντίδοτο. Πῶς σῴζονται τὰ πουλιά; Λέει ἡ παράδοσις, ὅτι ὁ πελεκᾶνος σχίζει μὲ τὸ ῥάμφος τὸ στῆθος του, παίρνει ἀπὸ τὸ αἷμα του ποὺ τρέχει, ποτίζει μ᾽ αὐτὸτὰ παιδιά του, καὶ τότε αὐτὰ ζωντανεύουν!Αὐτὸ τὸ γεγονὸς παίρνει τώρα ὁ ποιητὴς καὶ τὸ ἀναφέρει στὸ Χριστό. Πελεκᾶνος, Πελεκᾶνος ὄχι μὲ πῖ μικρὸ ἀλλὰ μὲ Πῖ κεφαλαῖο,εἶνε ὁ Χριστός. (Γιατὶ ὅλα τὰ πράγματα εἶνε σκιὰ τοῦ Θεοῦ· ἥλιος μὲ ἦτα μικρὸ εἶνε ὁ φυσικὸς ἥλιος,
Ἥλιος μὲ ἦτα κεφαλαῖο εἶνε ὁ Χριστός· δέντρο μὲ δέλτα μικρὸ εἶνε τὸ φυσικό, Δέντρο μὲ δέλτα κεφαλαῖο εἶνε ὁ Χριστός· πηγὴ μὲ πῖ μικρὸ εἶνε αὐτὴ ποὺ μᾶς δίνει τὸ φυσικὸ νερό, Πηγὴ μὲ πῖ κεφαλαῖο εἶνε ὁ Χρι-στός). Πελεκάνος λοιπὸν μὲ Πῖ κεφαλαῖο εἶνεὁ Χριστός· αὐτὸς εἶνε ὁ πατέρας. Κ᾽ ἐμεῖς εἴ μαστε τὰ πουλιά του. Καὶ τὸ φίδι ποιό εἶνε; εἶνε ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος κατώρθωσε νὰ διεισ-δύσῃ μέσ᾽ στὸν παράδεισο καὶ νὰ δηλητηριάσῃ τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τότε τὸ δηλητήριο τὸἔχουμε ὅλοι μέσα μας· τὸ δηλητήριο ποὺ μᾶςφαρμακώνει εἶνε ἡ ἁμαρτία, αὐτὴ εἶνε τὸ φοβερὸ φαρμάκι. Καὶ πῶς σῴζεται ὁ ἄνθρωπος;πῶς τὸ φαρμάκι αὐτὸ τῆς ἁμαρτίας ἐξουδετερώνεται καὶ φεύγει; Ἕνα εἶνε τὸ μέσο, αὐτὸ ποὺ ψάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας· τὸ αἷ μα τοῦ Χριστοῦ , ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πλευρά του ὅταν τὴ λόγχισε ὁ στρατιώτης. Ὅπως λοιπὸν μὲ τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ πελεκᾶνος σῴζει τὰ παιδιά του ἀπὸ τὸ φαρμάκι τοῦφιδιοῦ, ἔτσι –λέει ὁ ὕμνος μας–ὁ Χριστός, μὲτὸ αἷμα ἀπὸ τὴν πλευρά του ὡς ἀντίδοτο, σῴζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.Μεγάλες οἱ ἀλήθειες αὐτές, πολὺ μεγάλες·μὰ δὲν συγκινοῦν τὴν χοιρώδη κοινωνία μας,ἡ ὁποία μὲ ἄλλα πράγματα ἀσχολεῖται τώρα.
Ἄλλοτε, ὅταν ἀκουγόταν στὶς ἐκκλησίες τὸ ἐγκώμιο «Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε, σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς» ,δὲν ἔμενε μάτι ἀδάκρυτο. Ὁ πιστὸς λέει στὸΧριστό· «Μὲ τὴν πληγὴ στὴν πλευρά σου, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ζωογόνησες σὰν πελεκᾶνος τὰ θανατωμένα παιδιά σου στάζοντάς τους (στὸ στόμα) ζωογόνους κρουνούς». Ἀκούγοντας τὸ τροπάριο αὐτό, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα, νιώθει εὐγνωμοσύνη σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ ἔδωσε τὸ αἷματου γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς τὴν αἰώνιο ζωή.
Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, σᾶς παρακαλῶ νὰ παρακολουθοῦμε μὲ ἄκρα ἡσυχία τὴν ἀκολουθία καὶ τὴν περιφορὰ τοῦ ἐπιταφίου. Χωρὶς ἄσκοπες μετακινήσεις, μὲ σιωπὴ καὶ μὲ κατάνυξι, ἂς ἀκοῦμε τὰ ἑκατὸ περίπου τροπάρια τῶν ἐγκωμίων, ποὺ ὅπως εἴπαμε εἶνε ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ σύνολο.Ἀλλοῦ οἱ ἄνθρωποι δὲν βαριοῦνται καὶ δὲν φεύγουν· στὰ νυχτερινὰ κέντρα κάθονται μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες· στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ δὲν ἔμαθαν δυστυχῶς νὰ μένουν καὶ νὰ λατρεύουν.Γιά σκεφτῆτε· Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ νά ᾽νε ἀνοιχτὰ τὰ νυχτερινὰ κέντρα! Θεέ μου Θεέ μου, ἀστροπελέκια θὰ πέσουν, σφοδροὶ ἄνεμοι καὶ τυφῶνες θὰ σαρώσουν αὐτὸ τὸ ἁμαρτωλὸ κράτος. Στοὺς ναοὺς δὲν ἔρχονται· κι ἂν ἔρθουν,δὲ βλέπουν τὴν ὥρα πότε νὰ φύγουν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκλησία συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, τὰ ψάλλει συντομώτερα, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ ἔξοδος τοῦ ἐπιταφίου.Παρακαλῶ, λοιπόν, νὰ ἐπικρατῇ τάξις.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου πόλεως Φλωρίνης τὴν 28-4-1978.

Τῆς Μεγαλης Παρακευῆς...


π .Κων. Ν. Καλλιανός  
Στὸν ποιητὴ τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, τὸν φιλότιμο τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας Ἱεράρχη, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Πέργης κύριον Εὐάγγελον, πασχάλιον εύχετήριον
Ἕνα τρυφερὸ καὶ ὁλοπόρφυρο, δροσερὸ τριαντάφυλλο, προσφέρεται σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα τὴ σημαδιακὴ καὶ κορυφαία τῆς Μεγαλης Παρασκευῆς, τριανταφυλλο πάντερπνο τῆς Πασχαλιᾶς, ποὺ εὐωδιάζει ἀπό κατάνυξη καὶ θάλπος, γιὰ τὸν Κύριό μας, ποὺ εἶναι καὶ παραμένει ὁ «πραΰς βασιλεύς»(Μτθ. 21,5). Βασιλεύς, μὲ φιλανθρωπία ὅμως, ποὺ φθάνει μέχρι σταυροῦ καὶ θανάτου· μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία γιὰ τὴν ἐπιστροφή μας ἀπό τὴ χαοτικὴ τὴ χώρα τῆς ὅποιας μας ἐξορίας. Ποὺ κυριολεκτικὰ συγκλονίζει τὶς ἁπλὲς καὶ ταπεινὲς ψυχὲς, οἱ ὁποῖες συνειδητοποιοῦν αὐτὴ Του τὴν προσφορά. Προσφορὰ δοσμένη μὲ ἁγνὴ ἀγάπη καὶ φιλία, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἐξαντλεῖται μέσα σὲ μικροσυμφέροντα, ὅπως συμβαίνει μεταξὺ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων.

Αὐτὸ λοιπὸν, τὸ τριαντάφυλλο κατατίθεται σήμερα, Μεγάλη Παρασκευὴ, μέρα πανόλβια καὶ ἐστεμμένη μὲ τὸ γνήσιο καὶ ἐπίσημο διάδημα, ἐκεῖνο τῆς Θυσίας. Διάδημα ἀναμφισβήτητο, ποὺ κανεὶς δὲν τόλμησε νὰ τὸ ἀποκαθηλώσει. Κατατίθεται, λοιπόν, σήμερα στὸν Κύριο τῆς δόξης. Τὸν ἐσταυρωμένο ὅμως Κύριο, ποὺ στέκει «νεκρὸς καὶ ἄπνους» στὸ μέσον τῆς Ἐκκλησιᾶς-στὸ κέντρο τοῦ Κόσμου δηλαδὴ καὶ ἀναμένει: ἀναμένει Ὕμνους Ἐπιταφίους, ἀναθρεμένους μές στὴν κατενυγμένη καρδιά, ποὺ μὲ συνειδητὴ πενθοφορία ἐπιμένει νὰ κελαϊδεῖ. «Κύριε Θεέ μου, ἐξόδιον ὕμνον, καὶ ἐπιτάφιον, ᾠδήν σοι ᾄσομαι, τῷ τῇ ταφῇ σου ζωῆς μοι» . Γιατί, ἄραγε; Μά, ἐπειδὴ ὅλη αὐτὴ ἡ στράτα θὰ καταλήξει στὸ «Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.» .
Ἂς συνεχίσουμε τὸ ταξίδι μας στὴν Μ. Ἑβδομάδα χωρὶς νὰ καταστοῦμε θεατὲς τῶν ὅσων συμβαίνουν, ἀλλὰ, ἂς μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος καὶ ἄς ἀναρωτηθοῦμε τελικὰ ποιοὶ καὶ μὲ ποιοὺς εἴμαστε...Μονάχα ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε στὴν ἡμέρα τὴ Λαμπρὰ τῆς Ἀνάστασης, μαζὶ μ’ έκείνους ποὺ τὴν πρωτογνώρισαν, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση (βλ. Ἰω.15, 6) Γιὰ νὰ εἰσοδεύει ἔτσι στὴ ζωή μας ἡ νέα ἐλπίδα, δηλαδή, ὁ Θεὸς πού ἔχει νικήσει τὸν θάνατο, «Θανάτῳ, θάνατον πατήσας»

Ἀμήν. 
πηγή 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...