Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαρτίου 31, 2015

Σύγχρονος γέροντας ἀσκητής: «Τὸ σαθρὸ οἰκοδόμημα τῆς ἄρχουσας τάξης θὰ γκρεμισθεῖ πολὺ- πολὺ σύντομα»! Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως θὰ ξαναζωντανέψει στὴν Ἑλλάδα

Τὸ ἀπαιτούμενο σήμερα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ ὅποια προβλήματά μας, μικρὰ ἢ μεγάλα, εὔκολα ἢ δύσκολα εἶναι νὰ συντονίσουμε τὴν καρδιά μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο ἐγχείρημα ἀφοῦ προϋποθέτει τὴν ἀρετὴ τῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τὴν ταπείνωση!


 
Πολὺς ὁ πόνος καὶ ὁ γογγυσμὸς ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν εὐλογημένη αὐτὴ χώρα, τὴν Ἑλλάδα. Πολλὰ τὰ προβλήματα μέσα στὴν κάθε ἑλληνικὴ οἰκογένεια. Θὰ ἔλεγα πὼς οἱ περισσότεροι Ἑλληνίδες καὶ Ἕλληνες ζοῦν αὐτὸ τὸν καιρό, βιώνουν θὰ ὑποστήριζα καλύτερα ἕναν Γολγοθά. Μάλιστα θὰ ἐπεσήμανα ὅτι οἱ πιὸ πολλοὶ ζοῦν μονίμως τὸν Γολγοθὰ τους ἀγνοώντας ὅτι στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου καρτερικά τους περιμένει ἡ ἀναστάσιμη χαρά. Κάλλιστα θὰ μπορούσαμε νὰ τοὺς χαρακτηρίσουμε ὡς περιπλανώμενους μόνιμους διαβάτες στούς πρόποδες τοῦ Γολγοθὰ χωρὶς καμιὰ παντελῶς ἐλπίδα Ἀναστάσεως… Μάλιστα  ἂν σ’ αὐτοὺς ἐπιχειρήσεις νὰ δώσεις μία παρηγοριά, μία ἐλπίδα, μία ἡλιαχτίδα χαρᾶς, ἄν τούς συστήσεις νά στρέψουν τή ματιά τους στήν κορυφή τοῦ λόφου τότε σὲ κοιτᾶνε ἔκπληκτοι. Ἐνίοτε μάλιστα ἀναρωτιοῦνται ἂν ἡ ἀνιδιοτελής προσφορά σου ὑποκρύπτει ἰδιοτέλεια καί ἀποβλέπει σὲ ἀνταποδοτικὸ ὄφελος. Ἂν καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,  καλοί μου Χριστιανοί, καταντήσαμε ξένοι μεταξύ μας. Γίναμε μετανάστες στὴν ἴδια τὴν χώρα μας. Κι αὐτὸ γιατί πάνω ἀπ’ ὅλα θέσαμε ὡς ἀποκλειστικὸ κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας τὸ συμφέρον, κάναμε συνοδοιπόρο μας τὴν ἰδιοτέλεια καὶ ἀναπτύξαμε στενὴ φιλικὴ σχέση μὲ τὴν κακία.  Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ  ἐπιλέγουμε καὶ τοὺς κυβερνῆτες μας, τούς ἄρχοντες μας, οἱ ὁποῖοι κατὰ κόρον καὶ στὴ συντριπτικὴ πλειονότητά τους εἶναι ἄθεοι, γνωστικιστές, ἐραστὲς τοῦ σατανισμοῦ καὶ προπαντὸς φανατικοί μιμητὲς τῶν Φαρισαίων καὶ Γραμματέων. Βγάλαμε μόνοι μας ἀπὸ τὸ καβούκι του, ὅπως ἔλεγε ὁ Πατροκοσμᾶς, τὸν Ἀντίδικο. Καὶ ἐκεῖνος τώρα μᾶς στριφογυρίζει σὰν κολοκύθα μὲ τέτοια δύναμη, ἔτσι ὥστε νὰ μᾶς κρατᾶ διαρκῶς ζαλισμένους καὶ ἀποσβολωμένους. Νὰ μᾶς κρατᾶ ἀδύναμους νὰ ἀντισταθοῦμε στὸν κατηφορικὸ δρόμο ποὺ οἱ ἐκφραστὲς τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας μεθοδικὰ χαράζουν γιά μᾶς…
Κάναμε ἔξωση στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ σπίτια μας καὶ τὶς οἰκογένειές μας! Ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν προστάτιδα τοῦ Ἔθνους μας τὴν Παναγιά. Διαγράψαμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ τριαδικοῦ καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τώρα νὰ κουτρουβαλᾶμε σάν τοὺς ξεγάνωτους τενεκέδες, λησμονώντας πὼς εἴμαστε Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἐπιλέξαμε νὰ ἀγκιστρωθοῦμε στὸν Μαμωνὰ καὶ συνειδητὰ νὰ καταστοῦμε, ὅπως λέγει ἕνας σύγχρονος συγγραφέας, φθηνοὶ εὐρωλιγούρηδες. Νοιαζόμαστε μόνο γιὰ τοὺς μισθούς μας, τὶς συντάξεις μας, τὶς ἐπενδύσεις μας, γιὰ τὸ τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦμε, πῶς θὰ ντυθοῦμε, πῶς θὰ ἀποκτήσουμε περισσότερα ὑλικὰ ἀγαθὰ, πῶς θά ἱκανοποιήσουμε τά οἱανδήποτε πάθη μας.
Καὶ λησμονοῦμε ὅτι ὁ καλὸς Θεὸς ἔδωσε στὴν Ἑλλάδα -καὶ αὐτὸ σημειῶστε το- μαζὶ μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὴν πηγὴ τῆς ἀθανασίας.  Ἔδωσε δηλαδή τὴ μαγιὰ ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖ νέα ζύμη, νέα ζωὴ καὶ ἀνοίγει διάπλατα καὶ πάλι τὸ ἀνηφορικὸ μονοπάτι τῆς σωτηρίας, τὸ μονοπάτι ποὺ βάδισε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστὸς προκειμένου νὰ ἀνέβει στὴν κορυφὴ τοῦ Γολγοθὰ καὶ νὰ τὴν καταστήσει τὸ σωτηριολογικὸ λυτρωτικὸ κέντρο ὁλάκερης τῆς οἰκουμένης μέ τήν  Ἀνάστασή του.
Μία κίνηση ὡστόσο περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ καλὸς Θεός. Ἕνα ἁπλὸ δάκρυ μετανοίας. Ἕνα δάκρυ ποὺ θὰ ἀλλάξει ἄρδην τὰ πράγματα. Ἕνα δάκρυ ποὺ θὰ σκορπίσει τὴν μόνιμη ἐδῶ καὶ δεκαετίες καταχνιά. Ἕνα δάκρυ ποὺ θὰ διαλύσει τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας, τῆς ἀβεβαιότητας, τῆς ἀνασφάλειας. Ἕνα δάκρυ ποὺ θὰ σταματήσει τὸ χείμαρρο τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς ἀπογοήτευσης, ποὺ δυστυχῶς ἔχει παρασύρει στὸ διάβα του χιλιάδες συνανθρώπους μας, ὁδηγώντας τους τὰ τελευταῖα χρόνια ποὺ ἡ χώρα μας μαστίζεται ἀπὸ τὴ μάστιγα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης στὴν αὐτοκτονία. Ὡστόσο τὸ δάκρυ αὐτὸ ποὺ θὰ ἀνοίξει τὴν κλειστὴ σήμερα κάνουλα τῶν εὐλογιῶν τοῦ οὐρανοῦ πρέπει νὰ κυλᾶ καὶ νὰ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας. Τὸ δάκρυ αὐτὸ τῆς μετανοίας πρέπει νὰ ἀναστατώνει τὰ σωθικά μας καὶ συνάμα νὰ μᾶς βοηθᾶ νὰ καταστοῦμε κουζουλοὶ ὅπως λένε στὴν Κρήτη γιὰ τὸν Χριστό.
Τὸ ἀπαιτούμενο σήμερα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ ὅποια προβλήματά μας, μικρὰ ἢ μεγάλα, εὔκολα ἢ δύσκολα εἶναι νὰ συντονίσουμε τὴν καρδιά μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο ἐγχείρημα ἀφοῦ προϋποθέτει τὴν ἀρετὴ τῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τὴν ταπείνωση! Δυστυχῶς ὅμως οἱ περισσότεροι ἔχουμε ἀγκιστρωθεῖ στὰ δικά μας θέλω ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ πάθη καὶ ἐγωισμό. Ἔχουμε συνηθίσει νὰ ἐπιζητοῦμε ἐπαίνους, νὰ ἐπιδιώκουμε πολλὰ μπράβο καὶ πολλὰ βραβεῖα, νὰ κυνηγοῦμε ἐφήμερες τιμὲς καὶ δόξες. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ ἀναδείξουμε τὸ ἐγὼ ἢ ὅπως εἴθισται νὰ τὸ δικαιολογοῦμε καλύπτοντάς το τὴν προσωπικότητά μας. Ἐπιδιώκουμε νὰ εἴμαστε μὲ τοὺς ὑποτιθέμενους δυνατούς τῆς κοινωνίας, δηλαδὴ τοὺς ἄθεους κακόμοιρους δυστυχισμένους κοσμοκράτορες, τοὺς πλουσίους γιὰ ἔτσι καλύπτουμε κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν προσωπικὴ ἐνδόμυχη ἀνασφάλειά μας. Καὶ ἀγνοοῦμε ὅτι ἡ ἀνασφάλεια προκαλεῖται ἀπὸ τὴν χαλαρὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεό. Χωρὶς Χριστὸ εἴμαστε ἀναλώσιμοι παντελῶς καὶ οὔτε γιὰ ἁπλὴ ἀνακύκλωση δὲν κάνουμε, σημειώνει σύγχρονος γέροντας ἀσκητής. Καὶ προσθέτει:  «γεννιόμαστε, ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε χωρὶς νὰ καταλάβουμε τίποτε, χωρὶς νὰ καταλάβουμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς. Μένουμε νεκροί, προσκολλημένοι σὲ ἕνα διαρκή θάνατο, τὸν θάνατο ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία, τὸν ὁποῖο δυστυχῶς ἐπιζητοῦμε διαρκῶς μὲ συγκεκριμένες πράξεις. Μένουμε ἀγκιστρωμένοι στὶς ψευδαισθήσεις τοῦ φωτὸς ποὺ προκαλεῖ ὁ Ἄρχων τοῦ Σκότους! Ἀκολουθοῦμε καὶ προτιμοῦμε συνειδητὰ τὴ ζωὴ τοῦ τυφλοπόντικα, ὁ ὁποῖος δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ φῶς, ἐπειδὴ αὐτὸ τὸν τυφλώνει. Μάλιστα φθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ ἀναδείξουμε τὸ μὴ φυσικὸ καὶ ἀνώμαλο ὡς ἀναγκαῖο προκειμένου νὰ δικαιολογήσουμε τὴν βαρύγδουπη πτώση μας…! Ἐπιχειροῦμε νὰ καταργήσουμε τοὺς λειτουργικοὺς κανόνες τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σβήσουμε τὶς ἐνοχὲς ποὺ ἐκ τῶν πραγμάτων προκαλεῖ ἡ μοιχεία, ἡ κλοπή, ἡ πορνεία, ὁ φόνος, τὸ ψεῦδος, ἡ ἀσέβεια... Γίναμε φθηνοὶ εἰδωλολάτρες λατρεύοντας κάθε εἴδωλο ποὺ μᾶς σερβίρουν οἱ κάθε λογῆς σύγχρονοι Φαρισαῖοι καὶ ὑποκριτές»!
Μέσα σ’ αὐτοὺς περιλαμβάνονται διατελέσαντες πρωθυπουργοὶ καὶ ὑπουργοὶ  τῆς Ἑλλάδας ἀλλά ἐνίοτε καί ἐκκλησιαστικοί ταγοί ποὺ ἐκλαμβάνουν ὡς παραμύθι τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη καὶ μερικοί ἐξ αὐτῶν δηλώνουν εὐθαρσῶς ἄθεοι. Προσφάτως μάλιστα πρώην πρωθυπουργὸς ἀπροκάλυπτα ἀποκάλεσε τὸν Ἅγιο Παϊσιο λαοπλάνο καὶ ἀγύρτη ἐνῶ ὑπουργὸς ποὺ συχνὰ συντρώγει μὲ Μητροπολίτη τῆς Πελοποννήσου, ὑποστήριξε ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη ἔχει δοθεῖ στὸ λαὸ γιὰ νὰ τὸν κρατᾶ αἰχμάλωτο στὴν ἐξουσία ποὺ οἱ ἴδιοι ἐδῶ καὶ 200 χρόνια ἀσκοῦν μέσα ἀπὸ τὶς γνωστές στοὲς τοῦ σκότους καί τούς ναούς τοῦ Ἐωσφόρου. Ὡστόσο καὶ οἱ δύο, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου μεταβαίνουν στοὺς ἱεροὺς ναοὺς καὶ προσποιοῦνται τοὺς θρήσκους πρὸς ἄγραν ψήφων, κοροϊδεύοντας τοὺς πιστούς…
Τὸ ψάρι βρωμάει ἀπὸ τὸ κεφάλι, λέγει ὁ σοφὸς λαός, ὅπως τονίζει ὁ γέροντας ἀσκητής τοῦ Παγγαίου Ὄρους. Καὶ τὸ κεφάλι τῆς Ἑλλάδος ἐδῶ καὶ 200 χρόνια μὲ ἀμελητέες ἐξαιρέσεις ἔχει βρωμίσει. Ἡ μπόχα μάλιστα ποὺ ἀναδύεται φθάνει στὸν οὐρανό. Οἱ ἄγγελοι ἀντιλαμβάνονται πλέον ὅτι ἡ ἑστία μόλυνσης ἔχει καταστεῖ λίαν ἐπικίνδυνη καὶ  γνωρίζουν ὅτι ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ καθυστερήσει… Τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καί ἐν γένει ὅλων τῶν ἐκφραστῶν τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας ἐγχωρίων καὶ ἀλλοδαπῶν θὰ γκρεμιστεῖ ἐκ θεμελίων. Τὰ κεφάλια ποὺ ὄζουν τῆς μπόχας αὐτῆς πολὺ σύντομα θὰ ἀποκοποῦν μὲ θαυμαστὸ τρόπο γιὰ νὰ ἐπανέλθει ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως σὲ αὐτὸν τὸν εὐλογημένο τόπο. Γένοιτο! 
Καλή Ανάσταση
ΠΗΓΗ: www.orthodoxia.gr  ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2015



Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2015

Η ιστορία μιας εξομολόγησης...



Είναι αλήθεια, πως ο άνθρωπος όσο εύκολο του είναι να αμαρτάνει, τόσο δύσκολο είναι να εξομολογηθεί την αμαρτία του. Πολλές φορές διστάζει, αρνείται πεισματικά να παραδεχθεί το λάθος και τελικά ο θάνατος, αυτός ο απρόσκλητος και ανεπιθύμητος ,αναπόφευκτος επισκέπτης, ο κλέφτης της νύχτας, έρχεται να πιάσει τον άνθρωπο στα δολερά δίκτυα του και να τον πάρει από την ζωή, χωρίς εκείνος να έχει προφτάσει να αναζητήσει και τελικά να βρει την Θεία εξιλέωση...  Ακόμα και όταν φθάσει μπροστά στον Θεό, γυμνός και τετραχιλισμένος στα μάτια Του, δεν μπορεί να εκφράσει την πράξη που τον βαραίνει.

Η ντροπή! Το αποτέλεσμα του εξόριστου ανθρώπου από τον παράδεισο, η αντίληψη της αμαρτίας, δένει την γλώσσα ακόμα και μέσα στην εξομολόγηση. Και τότε ο πνευματικός, σαν άλλος αρχαίος Σωκράτης, οφείλει να διερευνήσει τα άδηλα και τα κρύφια της καρδίας του εξομολογημένου και κάνοντας χρήση της μαιευτικής Σωκρατικής μεθόδου, να απαλλάξει τον άνθρωπο από το βάρος της αμαρτίας.  Δίνει ευκαιρίες ο Θεός , μέσα το άπειρον έλεος και την Θεία Φιλανθρωπία. Αρκεί, να τις εκμεταλλευτεί πρώτος ο άνθρωπος, προ της επισκέψεως του θλιβερού και οδυνηρού επισκέπτου τον οποίον ήδη εμνημονεύσαμεν .

Πνευματικός τις, υπακούων στο κέλευσμα του επισκόπου του, περιήλθε τα χωριά της επαρχίας ώστε να εξομολογήσει τους αναμένοντας τούτο πιστούς. Άκουσε, είδε την μετάνοια και στην εκτέλεση του υψηλοτάτου καθήκοντος, έγινε η γέφυρα μεταξύ της ανθρώπινης μετάνοιας και της Θείας Φιλανθρωπίας. 

Σε κάποιο χωριό απόμακρο και μικρό, με λίγους πλην ευσεβείς κατοίκους, αφού δέχθηκε τις εξομολογήσεις μερικών ευσεβών γυναικών, στο τέλος παρουσιάστηκε μπροστά του, γηραλέος επίτροπος του Ναού, έχων συμπληρώσει πολλές δεκαετίες αφιλοκερδούς διακονίας στον Ναό τον οποίον με χαρά πρόσεχε σαν τον σπίτι του. 

Πλησίασε τον πνευματικό και ζήτησε να εξαγορευθεί τις αμαρτίες του. Παρά το ότι ήτο προβεβηκώς τη ηλικία , ουδέποτε είχε εξομολογηθεί στην μακρόχρονη ζωή του Το είπε αυτό στον πνευματικό όταν εκείνος τον ρώτησε τι είχε να του πει. 
-Δεν έχω τίποτα παππούλη μου... Γέρασα πια.. Έκανα παιδιά, έκανα εγγόνια, έζησα την ζωή μου... 
- Πόσο χρονών είστε, τον ρώτησε ο πνευματικός...
-Ογδόντα επτά, απάντησε εκείνος περιχαρής!
-Καλά, συνέχισε ο πνευματικός, τόσα χρόνια δεν αισθάνεστε πως κάνατε κάτι που να σας βαραίνει; 
- Όχι, απάντησε ο γέρων... Αλλά το όχι αυτό, κάτι έκρυβε καλά ασφαλισμένο μέσα του, κάτι που δεν διέλαθε της προσοχής του πνευματικού... Όμως, τον άνθρωπο ο Θεός δεν τον εξαναγκάζει! Και ασφαλώς ούτε ο άνθρωπος τον συνάνθρωπο..

Σκέφτηκε για λίγο ο πνευματικός. Μέσα του, κάτι του έλεγε πως ο άνθρωπος ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να πει... Το αποτέλεσμα της μεταπτωτικής αντιλήψεως της προπατορικής γύμνιας που προείπαμε... Τι μπορούσε όμως να κάνει; Πως θα έπειθε τον γέροντα ότι ο θάνατος εγκύς εστίν και πως ότι αφήσουμε το παίρνουμε μαζί μας; 

-Καλά, είπε στον γέροντα που αισθανόταν την παρουσία του εκεί, ως πρόγευση της μελλούσης κρίσεως... Τι να σας πω... Αφού δεν έχετε να πείτε κάτι, να πάτε στην ευχή του Θεού...

Σηκώθηκε ο γέροντας να φύγει... Αλλά το μυαλό του πνευματικού προσπαθούσε να βρει τρόπο ώστε ο άνθρωπος που φαινόταν πως είχε κάποιο βάρος, να το πει, να φύγει από επάνω του να χαθεί από τας δέλτους των ανθρωπίνων αμαρτιών. Την ώρα που ο γέρων έφθανε στην έξοδο του Ναού, ο πνευματικός έκανε τον Σταυρό του!
-Συχώρα με Κύριε ψέλλισε μέσα από τα χείλη του... Κάτι είχε σκεφθεί! Αλλά αυτό το κάτι ίσως έσωζε μια ψυχή... Εκεί που καθόταν ο πνευματικός σχεδόν από επάνω του κρέμονταν ο κεντρικός πολυέλαιος της Εκκλησίας. Με μιαν αιφνίδια κίνηση και χωρίς να τον δει ο γέρων που έφθανε στην έξοδο του Ναού, πιάνει ο πνευματικός το πόμολο της βάσης του πολυελαίου στην απόληξη του και μια και δυο πιάνει και κουνά με δύναμη τον μεγάλο πολυέλαιο.

- Παππού , φώναξε με δύναμη ο πνευματικός! Ο άνθρωπος γύρισε ξαφνιασμένος.
-Ορίστε παππούλη, είπε στον πνευματικό που είχε ξαναπάρει ήδη την θέση του στο σημείο όπου πριν καθόταν με τον άνθρωπο.  

-Για δες εδώ! Ο πολυέλαιος πάει πέρα - δώθε! 
Ο άνθρωπος τα έχασε προς στιγμήν. 
- Πως κουνιέται; Μήπως ο αέρας, είπε στον πνευματικό. Μήπως ο παππάς που περιμένει απέξω να κλείσει την Εκκλησία; 

- Παππού! Είπε αποφασιστικά ο Ιερεύς. Εδώ μέσα είμαστε εγώ , εσύ και ο Ταξιάρχης!( Ο Ναός τιμούσε τον Μέγα Αρχιστράτηγο) . Αυτό, είναι σημάδι! Για κάτσε ξανά να δούμε μην ξεχάσαμε κάτι και τούτο εδώ μα το θυμίσει...

Κάθισε ξανά στο κάθισμα ο γέρων... Σχεδόν άπνους , έχων στυλωμένους τους οφθαλμούς του, παρατηρούσε το ανεξήγητο για εκείνον φαινόμενο.... Είχε αγαθή καρδία ο γέρων! Δεν έπρεπε να χαθεί! 

Κίνησε να μιλά στον πνευματικό με τα λόγια της ψυχής του να ρέουν όπως το καθάριο ποτάμι που ασυγκράτητο τρέχει να ποτίσει την διψασμένη γη.  Μιλούσε και ξάφνου τα δάκρυα της μετανοίας, ήρθαν να επισφραγίσουν πως τελικά, η ανορθόδοξος, του Ορθοδόξου Ιερέως πράξις είχε γίνει αιτία μιας εξομολόγησης που σαν αυτή , την εξομολόγηση καρδιάς, δεν είχε ο Κληρικός ξανακούσει... 

Είπε, είπε και ήρθε και ξαλάφρωσε ο γέρων που με την εξομολόγηση του, γύρισε τον χρόνο δεκαετίες πίσω. Μίλησε μέσα από την καρδιά του αφήνοντας τα δάκρυα να επιβεβαιώνουν  ότι ο άνθρωπος βαραίνει από την αμαρτία και πως ο Θεός, δεν θέλει να χαθεί ούτε μια ψυχή! Όταν τελείωσε, έσκυψε να φιλήσει το χέρι του πνευματικού και αυθόρμητα του λέει:συχώρα με! 
-Σχώρα με και σύ, του λέει σιγανά ο πνευματικός, αλλά ο γέρων ούτε που το άκουσε μέσα στο ξέσπασμα της αληθινής συντριβής του. 

Αφού του ανέγνωσε την ευχή, ο άνθρωπος κίνησε να φύγει. Ο πολυέλαιος, είχε σταματήσει να κινείται πέρα δώθε μετά από τόση ώρα. Εξάλλου είχε εξετελέσει άθελα του και αυτός μιαν μεγάλη αποστολή: να σωθεί ένας άνθρωπος.... Αφού έμεινε μόνος ο πνευματικός, ύψωσε τους οφθαλμούς, του εκεί όπου ''έστι δίκης οφθαλμόςός τα πανθορά'' στον Παντοκράτορα και Παντεπόπτη Χριστό! Βγαίνοντας είδε τον εφημέριο. Του είπε σύντομα την ιστορία, χωρίς σε καμία περίπτωση να αναφερθεί σε ότι είχε να κάνει ασφαλώς με την εξομολόγηση του ανθρώπου. Και το είπε, μόνον και μόνον για να μην φθάσει στα αφτιά του πως κουνιούνται ξαφνικά οι πολυέλαιοι του Ναού του... Όμως ο εφημέριος, πνευματικός και ο ίδιος, κράτησε το μυστικό μιας  αιφνίδιας πράξεως που έγινε αιτία να σωθεί μια ψυχή που ανέμενε τον αιφνίδιον ψυχικόν θάνατον, που κριματίζει την ψυχή, ενώπιον του οποίου ο σωματικός ομοιάζει με ύπνον βαθύ και αιώνιον... 
                                                                                               
                                                                                                     π. Θωμάς Ανδρέου
το είδαμε  εδώ

Πως και πότε θα έρθει ο αντίχριστος στον κόσμο;

Πως και πότε θα έρθει ο αντίχριστος στον κόσμο;

Ο Απρίλιος στην Λαογραφία μας



  Από το λατινικό aperio =ανοίγω, γιατί τότε ανοίγουν-ανθίζουν τα λουλούδια. Είναι ο 4οςμήνας του Γρηγοριανού (νέου) και του Ιουλιανού (παλαιού) ημερολόγιου και ο 2ος του ρωμαϊκού, κοινώς Απρίλης. Ήταν αφιερωμένος στην Αφροδίτη. Θεωρείται ο μήνας της άνοιξης. Τότε οι βοσκοί αφήνουν τα χειμαδιά και ανεβαίνουν στα βουνά. Οι βροχές του θεωρούνται ευεργετικές. Μερικά παρατσούκλια του είναι: Γρίλλης (=γκρινιάρης), Τιναχτοκοφινίδης (τίναζαν τα κοφίνια, δηλ. τέλειωναν οι προμήθειες), Αηγιωργίτης ή Αηγιωργάτης, Λαμπριάτης και Τριανταφυλλάς.

                 ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                 Σπέρνουν ρεβίθια, φασόλια, κεχρί, καλαμπόκι, τεύτλα (από τα οποία παράγεται η ζάχαρη), πατάτες, βαμβάκι και καπνά (ανάλογα βέβαια την περιοχή).
                 Θειαφίζουν τα αμπέλια.
:                Κούρεμα προβάτων
                 
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                 «ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ». Αρχαίο έθιμο της δύσης, που ήρθε στην Ελλάδα την εποχή των Σταυροφοριών, από τη Γαλλία. Κατά το έθιμο αυτό συνηθίζουμε να λέμε μικρά αθώα ψέματα, για να πειράξουμε τους φίλους μας με σκοπό το γέλιο.
                 Στη Σύμη τον Απρίλη ανάβουν φωτιές και πηδώντας λένε: «Έξω ψύλλοι και κοριοί  και μεγάλοι ποντικοί» . Στη Θράκη το πρωταπριλιάτικο νερό της βροχής θεωρείται  ευεργετικό για τις «θερμές» (πυρετούς) . Στη Κύπρο δεν απλώνουν ρούχα την 1η  Πέμπτη του Απρίλη («πρωτόπεφτο»), ούτε βγάζουν έξω από το σπίτι εργαλεία,  γιατί  καταστρέφεται η καλή τύχη του σπιτιού, «αναθεμελιώνεται» .Την ημέρα αυτή δεν  κάνει να σκάψει κάποιος, γιατί «σκάφτει το λάκκο του».
                 
«ΑΝΑΠΙΑΣΜΑ». Τη Μ. Τετάρτη, οι νοικοκυρές ανάπιαναν (=ανανέωναν) το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς.
                 
ΒΑΨΙΜΟ ΑΒΓΩΝ. Το έθιμο αυτό το πήραμε μάλλον από τους Εβραίους, αφού κι αυτοί γιορτάζοντας το δικό τους Πάσχα, έκαναν κάτι αντίστοιχο. Τη Μ. Πέμπτη το πρωί, οι γυναίκες έβαφαν τααβγά κόκκινα (στις περισσότερες περιοχές, γι’ αυτό κι ο λαός μας την ονομάζει Κόκκινη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη), ή πολύχρωμα. Για το κόκκινο χρώμα δίνουν διάφορες εξηγήσεις. Άλλοι λένε ότι θυμίζει το αίμα του Χριστού, άλλοι λένε ότι είναι το χρώμα της χαράς κι άλλοι διηγούνται ότι όταν αναστήθηκε ο Χριστός, η πρώτη που τον είδε, ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή. Έτρεξε να το αναγγείλει στους μαθητές του. Την ώρα εκείνη συνάντησε μια γνωστή της γυναίκα που γύριζε από το κοτέτσι, κρατώντας στην ποδιά της αβγά.
-Πού τρέχεις έτσι; Τη ρώτησε η γυναίκα.
-Τρέχω να πω στους μαθητές του Κυρίου, πως εκείνος αναστήθηκε, απάντησε η Μαγδαληνή.
-Δεν το πιστεύω. Θα το πιστέψω μόνο όταν αυτά τα αβγά που μάζεψα, γίνουν κόκκινα.
                 Το πρώτο που έβαφαν, είχε ξεχωριστεί σημασία για τη νοικοκυρά. Το ονόμαζαν «το αβγό της Παναγιάς» και το έβαζαν στο εικονοστάσι. Το παλιό, που είχαν κρατήσει από την προηγούμενη χρονιά (λένε μάλιστα ότι αυτό το αυγό δεν χάλαγε), το πέταγαν στο ποτάμι. Κάποτε το κράταγαν 7 χρόνια, μέχρι ο κρόκος του να γίνει σαν κεχριμπάρι και το είχαν σαν φυλακτό για τις έγκυες. Αυτό το αβγό το έλεγαν Κρατητήρα.
                 Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι νοικοκυρές, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας, τοποθετούσαν σ’ ένα κουτάκι τόσα αβγά και τα πήγαιναν στην εκκλησία το απόγευμα της Μ. Πέμπτης, για να πάρουν τη «θεία χάρη» από τα 12 ευαγγέλια που διαβάζονται εκείνο το βράδυ. Αυτά τα αβγά τα έλεγαν «ευαγγελισμένα» και τα άφηναν στην εκκλησία μέχρι το βράδυ του Μ. Σαββάτου, οπότε και τα έφερναν ξανά στο σπίτι τους. Τα τσόφλια των «ευαγγελισμένων» αβγών τα έριχναν στα χωράφια, στις ρίζες των δέντρων κι έλεγαν την ευχή: «να πιάσουν όλα τα φυτέματα».
                 Στην Κορώνη, τα Μεγαλοπεφτιάτικα αβγά τα φυλάνε και τα έτρωγαν όταν τους πονούσε ο λαιμός τους.
                 Στην Ύδρα, την βαφή των κόκκινων αβγών δεν τη έχυναν, γιατί πίστευαν πως έτσι δεν έδιωχναν την καλή τύχη των κοριτσιών τους.
                 Από το βράδυ της Ανάστασης κι ύστερα, οι πιστοί τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά, από εκδήλωση χαράς, ευχόμενοι: «Χριστός Ανέστη», κι αντεύχονται «Αληθώς Ανέστη».
                 Στην ΚΕΡΚΥΡΑ, το πρωί του Μ. Σαββάτου, μετά την περιφορά του σκηνώματος του Αγ. Σπυρίδωνα, στους δρόμους της πόλης, στις 11.00 ακριβώς, οι κάτοικοι πετούν απ’ τα παράθυρά τους τιςμπότιδες (πήλινα σκεύη). Ο θόρυβος που προκαλείται, δίνει το σύνθημα της πρώτης Ανάστασης. Κάτι ανάλογο γίνεται και στη Λευκάδα με το έθιμο «Το κομμάτι», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι.
                 Στο ΛΕΩΝΙΔΙΟ, τη νύχτα της Ανάστασης, μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», ο ουρανός γεμίζει από εκατοντάδες αυτοσχέδια αερόστατα, που κατασκευάζουν οι κάτοικοι μόνοι τους, από κόκκινο χαρτί, σύρμα, καλάμι και στουπί. Επίσης οι «αφανοί», δηλ. μεγάλες φωτιές, που καίνε τον Ιούδα, συμπληρώνουν την ατμόσφαιρα.
                 
«ΡΟΥΚΕΤΟΠΟΛΕΜΟΣ». Έθιμο από τα χρόνια της τουρκοκρατίας στο Βροντάδο της Χίου. Από παλιά στο χωριό αυτό, ανάμεσα στις εκκλησίες του Αγίου Μάρκου και την Παναγία Ερυθεανή υπήρχε ένας ανταγωνισμός, με την καλή βέβαια έννοια. Αυτή την αγάπη τους, οι ενορίτες των 2 αυτών εκκλησιών, την εκδηλώνουν το βράδυ της Ανάστασης, με ρουκέτες προσπαθώντας να «κανέψουν» (να στοχεύσουν) ο ένας την εκκλησία του άλλου. Στις 12 τα μεσάνυχτα που θα σημάνουν οι καμπάνες, οι ρουκέτες θα σχίσουν τον ουρανό, σκορπώντας  τη μυρωδιά του καπνού με τους χαρακτηριστικούς ήχους της απογείωσής τους. Και όταν τελειώνει ο πόλεμος, χωρίς νικητές και χαμένους, τσουγκρίζουν τα αυγά της «αγάπης» και αρχίζει το γλέντι.
                 
«ΛΑΜΠΡΟΚΕΡΙΑ». Σε πολλά χωριά, οι κάτοικοι έχουν έθιμο να πλάθουν μόνοι τους τα λαμπριάτικα κεριά, δηλ. τις λαμπάδες της Λαμπρής, από αγνό κερί. Τη λαμπάδα που ανάβουν το βράδυ της Ανάστασης, τη φέρνουν άσβηστη στο σπίτι τους, «για το καλό» και ανάβουν μ’ αυτήν το καντίλι, σχηματίζουν δε με τη κάπνα της ένα σταυρό στο πάνω μέρος της εξώπορτας του σπιτιού.
                 ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ & ΨΩΜΙΑ ΛΑΜΠΡΗΣ. Τις φτιάχνουν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τις ζυμώνουν με διάφορα μυρωδικά, προσθέτουν μαστίχα, γλυκάνισο, ζουμί από βρασμένα δαφνόφυλλα & τις στολίζουν με αμύγδαλα, σουσάμι και στολίδια φτιαγμένα με το ζυμάρι. Τις πλάθουν στρογγυλές ή μακρουλές και στη μέση τοποθετούν ένα κόκκινο αυγό.
                 
ΛΑΜΠΡΙΑΤΗΣ ή ΠΑΣΧΑΤΗΣ. Είναι το σουβλιστό (κυρίως) αρνί που προορίζεται για το πασχαλινό τραπέζι. Σφάζεται το Μ. Σάββατο. Έπρεπε να είναι άσπρο, αρτιμελές, γερό και στολιζόταν με κόκκινη κορδέλα, για να ξεχωρίζει από τα άλλα. Με το αίμα του σταυρωνόταν τα μέτωπα των παιδιών και το ανώφλι της πόρτας για το καλό και την υγεία.
                 
«Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ» (Αράχοβα). Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, οι γέροντες, μετά τη θεία λειτουργία, πηγαίνουν σ’ έναν απότομο ανήφορο γεμάτο κροκάλες και παραβγαίνουν κι όποιος νικήσει παίρνει ένα αρνί. Μετά τον αγώνα γίνεται χορός και κατόπιν βγάζουν την εικόνα, αφού ακουστούν κανονιές.                 ΓΙΟΡΤΕΣ:
                 ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (Η ανάσταση του «φίλου» του Χριστού). Συμβολίζει το φως της ανάστασης και τη σκιά της ανθρώπινης μοίρας. Ο Λαζαρίτικος παιδικός αγερμός: Μικρά κορίτσια (σε άλλες περιοχές και μεγάλες γυναίκες), οι ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ, το Σάββατο του Λαζάρου, γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, με μια κούκλα (πάνω σε 2 ξύλα που τα δένουν σταυρωτά με λογιών-λογιών κουρέλια, σχηματίζουν μια μεγάλη κούκλα με τα χέρια τεντωμένα στα πλάγια, ύστερα τη ντύνουν μετά μ’ ένα μωρουδίστικο φορεματάκι κι από πάνω της ρίχνουν ένα όμορφο χρωματιστό κεφαλομάντηλο) στο χέρι & ένα ανθοστόλιστο καλαθάκι, φέρνοντας την είδηση της ανάστασης του Λάζαρου, τραγουδώντας:
                       Ξύπνα Λάζαρη κι μην κοιμάσι, τώρα μέρα σου, τώρα χαρά σου,
                                        τώρα που ‘ρθαμι στην αφεντιά σου.
                     Τα κουτάκια σας αβγά γιννούνι κι οι φωλίτσες σας δεν τα χουρούνι
                                          δόσι μας κι μας να τα χαρούμι.
                      Δόμ’ αφέντη μου λίγον νεράκι πούν’ τα χ’λάκια μου πικρό φαρμάκι.
                 Στη ΧΙΟ:
                                      Ήρθεν ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
                                     ήρθε κι η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
                            Βάγια-Βάγια των Βαγιών (ρεφρέν) τρώνε ψάρι και κολιό
                                 και την άλλη Κυριακή τρων’ το κόκκινο αβγό.

                                 Εις την πόλη Βηθανία κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία
                          Μάρθα κλαίει τον αδελφό της, τον γλυκό τον καρδιακό της.
                              -Λάζαρέ μου ίντα είδες, εις τον Άδη που επήγες;
                              -Είδα πόνους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
                                Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι
                            της καρδιάς μου των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.
                         Το αυγουλάκι στο καλαθάκι και το φραγκάκι μες στο τσεπάκι.
                               Και του χρόνου και να ζείτε, την Ανάσταση να δείτε. 
                  Σαν φιλοδώρημα τυπικό, μάζευαν στο καλαθάκι άβαφα αβγά (ή και χρήματα) για να τα βάψουν τη Μ. Πέμπτη.
                  Στην ΚΡΗΤΗ, Τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ένα σταυρό που έχουν φτιάξει από καλάμια και τον έχουν στολίσει με λεμονανθούς και «μαχαιρίδες» (αγριόχορτα, με κόκκινο λουλούδι) και λένε τον «Λάζαρο».
                  Στη ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ΘΡΑΚΗ, γυρίζουν μόνο κορίτσια. Ένα απ’ αυτά κρατά ένα κόπανο (μ’ αυτό κοπανίζουν τα ρούχα της μπουγάδας), τυλιγμένο με χρωματιστά υφάσματα, σαν να είναι μωρό, και τραγουδούν το Λάζαρο.
                  Σε ορισμένα ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ (Σκύρος, Χίος), τα παιδιά φτιάχνουν το Λάζαρο με μια κουτάλα, ενώ δένουν ένα ξύλο σταυρωτά πάνω στην κουτάλα, πως είναι δήθεν τα χέρια. Ντύνουν την κουτάλα με ρουχαλάκια μωρού, τη στολίζουν με λουλούδια και την περιφέρουν από σπίτι σε σπίτι. Το ένα παιδί της παρέας κουνάει την κούκλα, το «Λάζαρο», ανάλογα με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα άλλο παιδί κρατάει ένα καλαθάκι, όπου οι νοικοκυρές βάζουν μέσα τα φιλέματα. Αυτά μπορεί να είναι αβγά, κουλούρια ή και χρήματα.
                  
ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ. Το πένθος της Χριστιανοσύνης.
                  
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας τραγουδούν την ημέρα της Μ. Παρασκευής, την ώρα που στολίζουν τον επιτάφιο, αυτό το μοιρολόγι:
                           Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
                            σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα.
                         Οι φθονεροί αρχιερείς και γραμματείς οι πρώτοι
                        χρήματα έταζαν πολλά για να ‘βρουν τον προδότη.
                          Ως ήταν πρέπον και τιμή δώρα να ετοιμάσουν
                           συμβούλιον εποίησαν, Αυτόν δια να πιάσουν.
                          Με δολερόν συμβούλιον, έστησαν την παγίδα
                           και έπιασαν τον δολερόν Απόστολον Ιούδαν.
                       Σημαίνει η γης σημαίν’ ο θεός, σημαίνουν τα ουράνια
                       σημαίνει κι Αγια Σοφιά, με τσ’ δικουχτώ καμπάνες.
Β΄ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
                       Τώρα είν’ Αγιά Σαρακοστή, τώρα είν’ Άγιες ημέρες
                      που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες.
                        Άκου βροντές και αστραπές και ταραχές μεγάλες
                      Βγαίνει να δει στην πόρτα της, να δει στη γειτονιά της.
                        Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
                         Και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο
                       Βλέπει τον Γιάννη κ’ έρχεται δαρμένος και κλαμένος:
                       «Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις κι είσαι βουρκωμένος;»
                        «Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω
                          μήτε καρδιά μου το κρατά, να στο μολογήσω»
                          -Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι
                          οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
                         Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει, λιποθυμάει
                          Τρία σταμνιά ροδόνερο, τρία σταμνάκια μόσχο
               Και τρία σταμνιά ανθόνερο, ως να τη συνεφέρει κι αυτά τα λόγια λέει:
                    «Να ‘ρθει η Μάρθα κι η Μαρία και του Προδρόμου η μάνα
                        να πάρουμε όλες το στρατί, νάμαστε τρεις αντάμα»
                          Παίρνουνε το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
                         Και το στρατί τους έβγαλε, στ’ ατσίγγανου τη μάνα
                         «Ώρα καλή σου ατσίγγανε, τι είν’ αυτά που κάνεις;»
                         «Καρφιά μου παραγγείλανε, οι φίλοι μου οι Εβραίοι
                            τέσσερα παραγγείλανε κι εγώ τα κάνω πέντε
                        τα δυο του, δυο του γόνατα, τα δυο του, δυο του χέρια
                         το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μεσ’ τη καρδιά του
                          να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του»
                            Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει λιγοθυμάει
                             Κι όταν τη συνεφέρανε, αυτόν τον λόγο λέει:
                            «Ανάθεμά σε ατσίγγανε εσύ και τα παιδιά σου
                             εσύ και η φαμίλια σου κι όλα τα γονικά σου
                             ανάθεμά σε ατσίγγανε χαΐρι να μην κάνεις
                            ούτε ψωμί στο ράφι σου ποτέ να αποτάξεις»
                          Παίρνουν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
                       Και το στρατί τους έβγαλε μπρος του Πιλάτ’ την πόρτα
                         Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
                            Και τα ψηλά παράθυρα σφιχτά, μανταλωμένα
                         Άνοιξε η πόρτα του ληστού κι η πόρτα του Πιλάτου
                           Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της
                          Βλέπει δεξά, βλέπει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει
                           Βλέπει και ξαναδεύτερα, βλέπει τον Άγοι Γιάννη
                        «Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου
                          εμένα είναι ο γιόκας μου και σένα δάσκαλός σου»
                          «Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω
                           μήτε η καρδιά μου το βαστά, να στο ομολογήσω.
                            Βλέπεις Εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο;
                             Οπού φορεί στη κεφαλή τ’ ακάνθινο στεφάνι;
                           Εκείνος ειν’ ο γιόκας σου και μένα δάσκαλός μου»
                             Πάει κοντά η Παναγιά και Τον επροσκυνάει
                             «Κατέβα γιε μου χαμηλά, να σε γλυκοφιλήσω
                            να βγάλω τη χρυσή ποδιά, το αίμα να σκουπίσω»
                            «Άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις
                            και το Μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις
                             βάλε κρασί στον μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
                           να φαν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες
                        να φάνε κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
                             Πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
                          και το στρατί τους έβγαλε στης Παναγιάς την πόρτα
                              βάζει κρασί στο μαστραπά, αφράτο παξιμάδι
                          και φάγαν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες
                         φάγαν κι οι καλόπαντρες, για τους καλούς τους άντρες
                               Περνά κι η Άγια Καλή και το χαμογελάει
                          «Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»
                         «Α, να χαθείς, Άγια Καλή, ποτέ να μην γιορτάζεις
                            ποτέ να μη βρεθεί κανείς, κεράκι να σ’ ανάβει»
                           Όποιος τ’ ακούει σώνεται κι όποιος το λέει αγιάζει
                          Κι όποιος το καλοαφουγκράζεται, παράδεισο θα λάβει.
                   ΠΑΣΧΑ (ΛΑΜΠΡΗ-ΠΑΣΧΑΛΙΑ). Η κορύφωση του ανοιξιάτικου, αναγεννητικού, λατρευτικού κύκλου, η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
                   ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ, ΝΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ, ΑΣΠΡΟΒΔΟΜΑΔΟ, ΛΑΜΠΡΟΣΚΟΛΑ. Είναι η βδομάδα μετά το Πάσχα. Γιορτές & εκδηλώσεις (Θαύμα δρακοντοκτονίας) για τον Άγιο Γεώργιο (ιδιαίτερα αγαπητός στους αγροτοποιμένες & στους νησιώτες), πομπικές περιφορές εικόνων και το «ύψωμα των δέντρων», χαρακτηρίζουν αυτή την εβδομάδα.
                   ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                    «O Απρίλης με τα λουλούδια και ο Μάης με τα ρόδα».
                    «Ο Μάης έχει το όνομα και ο Απρίλης τα λουλούδια».
                    «Ο Απρίλης έχει την δροσιά και ο Μάης τα λουλούδια».
                    «Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε κείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα».
                    «Και τ’ Απριλιού τις δεκαχτώ, πέρδικα ψόφησε στ’ αβγό».
                    «Των καλών ναυτών οι γυναίκες, τον Απριλομά χηρεύουν».
                    «Αν ρίξει Απρίλης τρεις βροχές κι ο Μάης άλλες δύο, να δεις σταφύλια σαν παιδιά και πίτες σαν αλώνια».

                            «Αλί στα Μαρτοκλάδευτα και τ’ Απριλοσκαμένα» [δηλ. Το Μάρτη δεν πρέπει να γίνεται κλάδεμα και τον Απρίλη δεν πρέπει να σκάβουμε τη γη]
                    «Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα τότε τ’ αμπελοχώραφα χαίρονται τα καημένα».
                    «Αν βρέξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης πέντε-δέκα, να ιδείς το κοντοκρίθαρο πώς στρίβει το μουστάκι, να ιδείς και τις αρχόντισσες πώς ψιλοκρισαρίζουν, να ιδείς και την φτωχολογιά πώς ψιλοκοσκινάει».
                    «Αν κάνει ο Μάρτης τρία νερά κι ο Απρίλης άλλα δύο, να δεις του Μάρτη τα κουκιά, τ' Απρίλη τα σιταράκια, να δεις το γέρο- Κρίθαρο πώς τρέφει τη μουστάκα».
                    «Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά».
                    «Απρίλης φέρνει την δροσιά, φέρνει και τα λουλούδια».
                    «Απρίλης, Μάης, κοντά ειν' το θέρος».
                    «Και τ' Απριλιού ταις δεκοχτώ, πέρδικα ψόφησε στ' αυγό» [δηλ. απ' το κρύο]
                    «Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς». [δηλ. το μήνα Απρίλιο οι γεωργοί έχουν λίγες αγροτικές εργασίες ενώ τον Μάιο έχουν πολλές και χρειάζονται πολλά ψωμιά για τους εργάτες]
                    «Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία, να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».
                    «Τον Απρίλη και το Μάη κατά τόπους τα νερά».
                    «Του Απρίλη η βροχή, κάθε σταγόνα και φλουρί».
                    «Του Απρίλη η βροχή, κάθε στάλα και φλουρί».
                    «Του Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια, και τ' Απριλιού τις δεκοχτώ, μην κάψεις τα καρούλια (του αργαλειού)».
                    «Των καλών ναυτών τα ταίρια τον Απριλομάη χηρεύουν».
                    «Ως τ’ Απριλιού τις δεκαοχτώ να’ χεις τα μάτια σου ανοιχτά. Περάσανε οι δεκαοχτώ, άραξε πάνω σ’ ένα αυγό» [δηλ. Οι γεωργοί ανησυχούν για τον καιρό μέχρι τις 18 Απριλίου]

Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα των Εντολών του Θεού π. Δημητρίου Μπόκου


π. Δημητρίου Μπόκου
Κάποτε τὰ πουλιὰ περπατοῦσαν στὴ γῆ σὰν ὅλα τὰ ζῶα. Μιὰ μέρα ὅμως ὁ Θεὸς τοὺς εἶπε: 
«Πάρτε αὐτὰ τὰ φορτία καὶ πηγαίνετέ τα παραπέρα». Καὶ ἔβαλε πάνω στοὺς ὤμους τους ἕνα βάρος, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὶς δύο φτεροῦγες.
Στὴν ἀρχὴ τὰ πουλιὰ ἔνοιωθαν τὶς φτεροῦγες πράγματι σὰν βάρος, μά, καθὼς προχωροῦσαν, αὐτὸ ὅλο καὶ λιγόστευε. Ὥσπου στὸ τέλος, τὰ φτερὰ ἀπὸ φορτίο ἔγιναν ἡ δύναμη ποὺ τὰ ἀπογείωσε. Ἀντὶ νὰ σηκώνουν τὰ πουλιὰ τὶς φτεροῦγες, σήκωναν οἱ φτεροῦγες τὰ πουλιά. Τὰ φτερὰ ἀπὸ βάρος ἔγιναν ἡ δύναμη ποὺ χάρισε ἀπεριόριστη ἐλευθερία στὰ πουλιά.
Τί θαυμαστὴ ἀλλαγή!


Τὸ ἴδιο κάνει ὅμως καὶ σὲ μᾶς ὁ Θεός.
– Ἐλᾶτε ἐδῶ, μᾶς λέει. Σκύψτε, γιὰ νὰ βάλω στὸν τράχηλό σας τὸν ζυγό μου. Πάρτε στοὺς ὤμους σας αὐτὸ τὸ βάρος καὶ προχωρῆστε. Μὴν τὸ φοβᾶστε, εἶναι μικρὸ βάρος.
Ὅμως ἐμεῖς; Ἀκοῦμε γιὰ βάρος; Ἀντιδροῦμε ἀμέσως. Ἀδύνατον! Πῶς θὰ ἀντέξουμε νὰ κουβαλᾶμε συνέχεια ἕνα ζυγό; Δὲν μᾶς φτάνουν τὰ βάρη ποὺ μᾶς φορτώνει ἡ ζωή; Πρέπει νὰ μᾶς φορτώνει καὶ ὁ Θεός;
Ποιὰ εἶναι τὰ βάρη τῆς ζωῆς; Τὰ ποικίλα βάσανα καὶ οἱ δυσκολίες της. Καὶ ἐπιπλέον τὰ βάρη ποὺ φορτώνουμε στὸν ἑαυτό μας μὲ τὶς ἁμαρτίες μας.

Ποιὸ εἶναι τὸ βάρος ποὺ μᾶς βάζει ὁ Θεός; Εἶναι ὁ νόμος του, οἱ ἐντολές του. Τὸ φορτίο μὲ τὸ ὁποῖο ὑπόσχεται ὁ Θεὸς νὰ ἐλαφρύνει τὰ ὑπόλοιπα φορτία μας.

– Ἐλᾶτε σὲ μένα, λέει, ὅλοι «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι» καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω. Γιατὶ τὸ δικό μου φορτίο εἶναι ἐλαφρύ. «Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς» καὶ θὰ βρεῖτε ἀνάπαυση καὶ εἰρήνη στὶς ψυχές σας. Θὰ δεῖτε στὴν πράξη πόσο πράος καὶ ταπεινὸς πατέρας σας εἶμαι. Θὰ γνωρίσετε ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι «ὁ ζυγός μου χρηστός». Εἶναι μαλακὸς στὸν τράχηλο καὶ ὠφέλιμος στὴν ψυχή σας. «Καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11,29-30). Ὑπόσχεται ὅτι «αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσὶν» (Α΄ Ἰω. 5, 3).

Ἐμεῖς νομίζουμε πὼς ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀσήκωτο βάρος. Ἕνας τεράστιος κώδικας μὲ ἀτέλειωτες προσταγὲς καὶ ἀπαγορεύσεις. Ὅμως ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι βασικὰ μία καὶ μόνο ἐντολή: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολή… ἣν εἴχομεν ἀπ’ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους. Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγάπη, ἵνα περιπατῶμεν κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ» (Β΄ Ἰω. 5-6)Ὅλες οἱ ἐντολές του συνοψίζονται στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Καὶ πάλι, ἀγάπη εἶναι τὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς ἐντολές του. Γιατὶ τότε μόνο ἐνεργοῦμε σωστὰ ἀπέναντι σὲ ὅλους. Καὶ στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ βάρος δηλαδὴ ποὺ μᾶς φορτώνει ὁ Θεός, εἶναι ἡ πρόσκληση σὲ ἀγαπητικὴ ἐλεύθερη σχέση πρὸς ὅλους. Οἱ ἐντολές του δὲν εἶναι παρὰ τὰ ἁπλᾶ βήματα στὸ ξεδίπλωμα τῆς σχέσης αὐτῆς. Τὸ ρίσκο μιᾶς σχέσης ἀγάπης εἶναι τὸ βάρος ποὺ βάζει πάνω μας ὁ Θεός. Καὶ στὴν ἀρχὴ φαίνεται ὄντως δύσκολο. Πῶς νὰ τοὺς ἀγαπήσεις ὅλους; Ἀκόμα καὶ τὸν ἐχθρό σου; Μὰ ὅσο προσπαθεῖς, τὸ βάρος ὅλο καὶ λιγοστεύει. «Ὀλίγον ἐκοπίασα καὶ εὗρον ἐμαυτῷ πολλὴν ἀνάπαυσιν» (Σοφ. Σειρὰχ 51, 27). Καὶ στὸ τέλος τὸ βάρος ἐξαφανίζεται ἐντελῶς. Σοῦ γίνεται χαρὰ τὸ ν’ ἀγαπᾶς. Σὲ κάνει νὰ πετᾶς.

Θὰ δέχονταν τώρα τὰ πουλιὰ νὰ τοὺς ἀφαιρέσουμε τὰ φτερά τους; Ποτὲ καὶ μὲ τίποτα. Ἐμεῖς γιατί προτιμᾶμε νὰ σερνόμαστε, ἐνῶ μποροῦμε νὰ πετάξουμε στὰ ὕψη;
Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ «βαρεῖαι οὐκ εἰσίν». Ἔτσι λοιπὸν ἂς τὶς βλέπουμε κι ἐμεῖς. Ὄχι σὰν βάρος, μὰ σὰν φτερὰ ἀνάλαφρα, ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὸν οὐρανό. Στὸ χέρι μας εἶναι νὰ πραγματοποιήσουμε αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ἀλλαγή.

Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος





Κυριακή τῶν Βαΐων σήμερα! Καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ χαρά καί σέ εὐφροσύνη: «Χαῖρε καί εὐφραίνου· τέρπου καί ἀγάλλου ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»! Γιατί; Διότι ἔρχεται στά Ἱεροσόλυμα ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιάς τοῦ Νέου Ἰσραήλ, ὁ Ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Χθές Τόν εἴδαμε νά ἀνασταίνει τόν Λάζαρο. Μπροστά στά μάτια ἑνός ὁλόκληρου χωριοῦ, ἀνέστησε ἕνα νεκρό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἤδη τέσσερες ἡμέρες μέσα στόν τάφο! Καί ἔτσι ἔδωσε μιά ἀκόμη ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τῆς θεϊκῆς Του ὕπαρξης, πού νικάει καί τόν θάνατο!

Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ ὄχλος Τόν ὑποδέχεται στά Ἱεροσόλυμα μέ κραυγές καί ἐπευφημίες: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»! «Ὡσαννά» σημαίνει «σῶσε μας!». «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», σημαίνει «δόξα σέ Σένα, πού ἔρχεσαι στό ὄνομα τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Κυρίου μας»!

Μέ ἄλλα λόγια ὁ ὄχλος ὁμολογοῦσε: «Ναί, ξέρουμε πλέον ὅτι Κάποιος Ἄλλος Σέ ἔστειλε! Σέ ἔστειλε ὁ Ἕνας Ἀληθινός Θεός! Ὁ Κύριος τῆς δόξης! Καί στό ὄνομα Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου Σύ ἔρχεσαι τώρα νά μᾶς σώσεις! Ἔρχεσαι νά μᾶς ἐλευθερώσεις! Τό εἴδαμε μέ τά μάτια μας, ὅταν χθές ἀνάστησες τόν τετραήμερο Λάζαρο. Σύ μπορεῖς νά μᾶς ἐλευθερώσεις ἀκόμα καί ἀπό τόν μεγαλύτερο ἐχθρό μας, τόν θάνατο! Καί γι’ αὐτό σέ ὑποδεχόμαστε μέ δοξολογίες· μέ χαρά καί ἀγαλλίαση!»: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

 
***


Ἀπό τότε, αὐτή ἡ φράση ἔγινε ἡ πιό μεγάλη δοξολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πιό λαμπρός ὕμνος, πού δοξάζει τόν Χριστό. Καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά τόν ψάλλωμε κάθε πρωί, ὅταν ἀρχίζουμε τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου: «Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Δηλαδή: «Ὁ Χριστός, πού εἶναι Θεός μας καί Κύριός μας, ἦλθε καί φανερώθηκε σέ μᾶς». Ἦλθε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Δέν εἶναι πιά μιά ἄπιαστη ἀόρατη δύναμη! Τόν εἴδαν ἀνθρώπινα μάτια καί τόν ψηλάφησαν ἀνθρώπινα χέρια! Ἀλλά ἐπειδή οἱ σύγχρονοί Του δέν Τόν ἀναγνώρισαν, τόν πέρασαν γιά βλάσφημο θεομπαίχτη πού διαταράσσει τήν βολική ἡσυχία τοῦ κατεστημένου. Καί Τόν ὁδήγησαν στό δικαστήριο, Τόν κατεδίκασαν σέ θάνατο καί Τόν σταύρωσαν! Ἐκεῖνος ὅμως, δείχνοντας γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός καί Κύριος, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν! Καί μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι θά εἶναι μαζί μας «ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας»! Δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ! Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι Τοῦ ἀρέσει νά «χώνεται» στήν ζωή μας, χωρίς ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε!

Βασική προϋπόθεση γιά νά μπῆ στήν ζωή μας εἶναι: πρῶτοι ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε! Ἐμεῖς νά Τόν καλέσουμε! Ἐμεῖς νά Τόν περιμένουμε σάν Σωτήρα καί Ἐλευθερωτή μας! Ἐμεῖς νά εἴμαστε ἕτοιμοι κάθε στιγμή νά Τόν ὑποδεχθοῦμε μέ τήν δοξολογία: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!»

Ἀλλά γιά νά ζοῦμε πάντοτε μέ αὐτήν τήν ζωοποιό λαχτάρα, γιά νά Τόν περιμένουμε πάντοτε ἕτοιμοι νά φωνάξουμε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!», χρειάζεται κάτι πού - ἔστω κι ἄν κάποτε τό ζήσαμε - τώρα δυστυχῶς τό ἔχουμε τελείως ξεχάσει! Χρειάζεται - ὅπως λέει τό δεύτερο ἀπολυτίκιο τῆς σημερινῆς γιορτῆς – νά ἔχουμε μπεῖ κι ἐμεῖς στόν τάφο μαζί Του! Νά ἔχουμε ταφεῖ μαζί Του! Ὄχι στόν φυσικό τάφο, ἀλλά σέ κάποιον ἄλλον τάφο! Σέ ἕνα τάφο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Ἁγία Κολυμβήθρα, πού κάποτε μᾶς βούτηξαν μωρά!

«Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει Σου, καί ἀνυμνοῦντες κράζομεν· ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Λέει δηλαδή ὁ ὑμνωδός: Κάποτε βαπτισθήκαμε, ὄχι γιά νά κρατήσουμε φωτογραφίες καί βίντεο ἀπό ἕνα χαριτωμένο μωρό, ἀλλά βαπτισθήκαμε, γιά νά θάψουμε μέσα στήν κολυμβήθρα μιά ψευτοζωή χωρίς τόν Χριστό. Νά θάψουμε μιά καρικατούρα ζωῆς, πού δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τῶν ζώων, καί γιά νά ἀναστηθοῦμε σέ Ζωή μαζί μέ τόν Χριστό· μαζί μέ Αὐτόν πού εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς Ἀληθινῆς Ζωῆς· μιᾶς Ζωῆς πού ποτέ δέν ἔχει τέλος! Μόνον ἔτσι μποροῦμε νά εἴμαστε ἀληθινά ζωντανοί γιά πάντα, καί μόνον ἔτσι μποροῦμε σήμερα - καί κάθε στιγμή – νά Τόν καλοῦμε καί νά Τόν καλωσορίζουμε στήν ζωή μας λέγοντας: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Κυριακὴ τῶν Βαΐων - Anthony Bloom





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σήμερα, τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποὺ συνέβη, στὸ πῶς οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό, γιατί τὸν συνάντησαν μὲ τὴν φαντασία ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ἔνδοξος βασιλιὰς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τώρα μὲ κάθε ἰσχύ, νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ καταρρίψει τοὺς ἀλλόθρησκους, τοὺς Ρωμαίους ποὺ εἶχαν κατακτήσει τὴν χώρα τους, καὶ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανιδρύσει ἕνα Βασίλειο, ἕνα ἐπὶ γῆς βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Ξέρουμε ὅτι Ἐκεῖνος δὲν ἦρθε γι’ αὐτό, ἦρθε γιὰ νὰ ἱδρύσει ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ ἔχει τέλος, ἕνα βασίλειο αἰώνιο, ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἀνοιχτὸ σ’ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ἕνα βασίλειο ποὺ θὰ βασιζόταν στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος μία περίοδος τρομερῆς σύγχυσης. Οἱ Ἰουδαῖοι συναντοῦν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐπειδὴ περιμένουν ἀπὸ Ἐκεῖνον ἕναν θριαμβευτὴ στρατιωτικὸ ἡγέτη, ἀλλὰ Ἐκεῖνος θὰ ἔρθει γιὰ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, νὰ δώσει τὴν ζωή Του γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ κατακτήσει μὲ βία καὶ δύναμη. Κι αὐτοί, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ Τὸν πλησίαζαν φωνάζοντας « Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυὶδ» σὲ λίγες μέρες θὰ φωνάξουν «Σταυρωθήτω, σταυρωθήτω» ἐπειδὴ πρόδωσε τὶς προσδοκίες τους. Αὐτοὶ προσδοκοῦσαν ἕναν ἐπίγειο νικητὴ καὶ αὐτὸς ποὺ βλέπουν εἶναι ἕνας νικημένος βασιλιάς. Τὸν μισοῦν γιὰ τὴν ματαίωση ὅλων τῶν ἐλπίδων τους.

Αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο ξένο γιὰ μᾶς στὶς μέρες μας. Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπομακρύνονται μὲ ἔχθρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιατί τοὺς ἀπογοήτευσε στὴν μία ἢ στὴν ἄλλη ἐλπίδα τους. Θυμᾶμαι μία γυναίκα ποὺ ἦταν πιστὴ ὅλη τὴν ζωή της, καὶ ὅταν ὁ ἐγγονὸς της πέθανε- ἕνα μικρὸ ἀγόρι- μοῦ εἶπε: «Δὲν πιστεύω πιὰ στὸν Θεὸ· πῶς μπόρεσε νὰ μοῦ πάρει τὸν ἐγγονό μου;». Κι ἐγὼ τῆς εἶπα: «Ἄλλα πιστεύατε, ἐνῶ πέθαιναν χιλιάδες, μυριάδες ἄνθρωποι…» Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ εἶπε: «Μὰ γιατί ἔγινε αὐτὸ σὲ μένα; Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει, αὐτὰ δὲν ἦταν παιδιά μου».

Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς σὲ μικρότερο βαθμὸ τόσο συχνὰ ποὺ ἀμφιταλαντευόμαστε στὴν πίστη μας, στὴν ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ὅταν κάτι ποὺ περιμένουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ κάνει γιά μᾶς, δὲν γίνεται, ὅταν Ἐκεῖνος δὲν γίνεται ὁ Ὑπάκουος ὑπηρέτης μας, κι ὅταν προβάλλουμε τὴν ἐπιθυμία μας, Ἐκεῖνος δὲν λέει «Ἀμὴν» καὶ δὲν τὴν πραγματοποιεῖ. Ἄρα δὲν εἴμαστε τόσο ξένοι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνάντησαν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μετὰ στράφηκαν μακριά Του.

Καὶ τώρα, μπαίνουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα. Πῶς ἀντικρίζουμε αὐτὰ τὰ γεγονότα; Νομίζω πὼς ὀφείλουμε νὰ μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα ὄχι σὰν θεατές, ὄχι ἁπλὰ διαβάζοντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νὰ μποῦμε σὰν νὰ εἴμαστε μέτοχοι τῶν γεγονότων, ἀλήθεια, διαβάζουμε γι’ αὐτά, ἀλλὰ θάπρεπε νὰ μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας: «ποῦ βρίσκομαι μέσα σ΄αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ λένε: «Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυίδ»; Εἶμαι μήπως ἀπ’ τοὺς περιθωριακοὺς ποὺ κραυγάζουν «Σταύρωσον αὐτόν»; Εἶμαι κάποιος ἀπ’ τοὺς μαθητὲς ποὺ πίστευαν μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἔσχατος κίνδυνος φάνηκε νὰ ἔρχεται; Θυμάστε ὅτι στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶχαν ἐπιλεγεῖ γιὰ νὰ Τοῦ συμπαρασταθοῦν στὶς ὧρες τῆς ὑπέρτατης ἀγωνίας Του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαναν, ἦταν κουρασμένοι, εἶχαν χάσει τὸ θάρρος τους κι ἀποκοιμήθηκαν. Τρεῖς φορὲς ἦρθε σ’ αὐτούς, τρεῖς φορὲς ἦταν μακρυά Του.

Δὲν συναντᾶμε τὸν Χριστὸ κάτω ἀπ’ τὶς ἴδιες συνθῆκες, ἀλλὰ συναντᾶμε τόσους ἀνθρώπους ποὺ εἶναι σὲ ἀγωνία, ὄχι μόνο γιατί πεθαίνουν σωματικά, …κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ φίλους, σὲ συγγενεῖς, σὲ ἀνθρώπους γύρω μας ποὺ ἀγωνιοῦν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Εἴμαστε ζωντανοί, γεμάτοι ἐνδιαφέρον γι’ αὐτούς, ἕτοιμοι νὰ τοὺς βοηθήσουμε, στεκόμαστε δίπλα τους, ἢ ἀποκοιμιόμαστε, ποὺ σημαίνει ἀποσυρόμαστε, γυρνᾶμε τὴν πλάτη, τοὺς ἀφήνουμε σὲ ἀγωνία, στὸν φόβο, στὴν ἀθλιότητά τους; Καὶ δὲν θὰ μιλήσω γιὰ τὸν Ἰούδα, γιατί κανένας μας δὲν ἔχει πρόθεση νὰ προδώσει τὸν Χριστὸ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀλλὰ δὲν τὸν προδίδουμε ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὶς ἐντολές Του; Ὅταν λέει: «Σᾶς δίνω παράδειγμα, ν’ ἀκολουθήσετε..» κι ἐμεῖς κουνᾶμε τὰ κεφάλια μας καὶ λέμε: «Ὄχι θέλω μόνο ν’ ἀκολουθήσω τὶς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς μου.» Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Πέτρο, τὸν δυνατότερο, ἐκεῖνον ποὺ μποροῦσε νὰ μιλᾶ ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων, ὅταν ἔφθασε νὰ ριψοκινδυνεύσει τὴ ζωή του, ἢ μᾶλλον ὄχι τὴν ζωή του, ἁπλὰ ν’ ἀπορριφθεῖ, γιατί κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τρεῖς φορές.

Ἐμεῖς τί κάνουμε, ὅταν ἔχουμε τέτοια πρόκληση, ὅταν κινδυνεύουμε νὰ μᾶς κοροϊδέψουν, νὰ γελοιοποιθοῦμε, νὰ μᾶς ἀπομονώσουν φίλοι καὶ γνωστοὶ ποὺ σηκώνουν τοὺς ὤμους καὶ λένε: «Ἄ, Χριστιανός; Καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, πιστεύεις στὸ Εὐαγγέλιό Του, πιστεύεις ὅτι θὰ εἶναι στὸ πλάι σου; Πόσο συχνά…! Ὤ, ἂς μὴν ποῦμε: «Δὲν εἶμαι…» ἀλλὰ ἂς ποῦμε: «Ναί, εἶναι δόξα μου, κι ἂν θέλεις νὰ Τὸν σταυρώσεις, ἂν θέλεις νὰ Τὸν ἀπορρίψεις, ἀπόρριψε κι ἐμένα ἐπίσης ἐπειδὴ ἐπιλέγω νὰ σταθῶ στὸ πλευρό Του, εἶμαι μαθητὴς Του ἀκόμα κι ἂν μὲ ἀπορρίψουν, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν μοῦ ἐπιτρέψεις νὰ μπῶ στὸ σπίτι σου ξανά».

Ἂς σκεφτοῦμε τὸ πλῆθος στὸν Γολγοθά. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ὄργανα στὴν καταδίκη Του, Τὸν περιγέλασαν, εἶχαν πάρει τὴν νίκη τους, τουλάχιστον ἔτσι νόμιζαν. Ἀκόμα ὑπῆρχαν οἱ στρατιῶτες, οἱ στρατιῶτες ποὺ Τὸν Σταύρωσαν• εἶχαν σταυρώσει ἀμέτρητους ἀκόμα ἀνθρώπους, ἔκαναν τὴν δουλειά τους. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ποιὸν σταύρωναν. Κι ὁ Χριστὸς προσευχόταν γι’ αὐτούς: «Συγχώρησε τοὺς Πατέρα, δὲν ξέρουν τί κάνουν…» Δὲν σταυρωνόμαστε μὲν μὲ φυσικὸ τρόπο, ἀλλὰ λέμε: «Συγχώρησε Πατέρα μου, ὅλους αὐτοὺς ποὺ μᾶς προσβάλλουν, μᾶς ἀπορρίπτουν, ποὺ σκοτώνουν τὴν χαρὰ καὶ σκοτεινιάζουν τὶς ζωές μας..» Τὸ κάνουμε; Ὄχι δὲν τὸ κάνουμε. Ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας σ’ αὐτοὺς τοὺς σταυρωτές;

Καὶ ἔπειτα ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ κατέκλυσαν τὴν πόλη γιὰ νὰ δοῦν ἕναν ἄνθρωπο νὰ πεθαίνει, μὲ μία τρελλὴ περιέργεια, ποὺ πιέζει τόσους ἀπὸ μᾶς νὰ γινόμαστε περίεργοι, γιὰ ὅσους ὑποφέρουν, γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνιοῦν. Θὰ πεῖτε, δὲν συμβαίνει; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας, πῶς βλέπετε τηλεόραση, πόσο παθιασμένα βλέπετε τὰ ὅσα τρομερὰ συμβαίνουν στὴν Σομαλία, στὸ Σουδάν, στὴν Βοσνία καὶ ὅποια ἄλλη χώρα. Τὰ βλέπετε μὲ ραγισμένη καρδιά; Εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπομείνετε τὸν τρόμο, ἀλλὰ στρέφεστε στὸν Θεὸ μὲ προσευχή, καὶ δίνετε, δίνετε γενναιόδωρα ὅ,τι μπορεῖτε γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ πείνα καὶ ἡ μιζέρια; Ἔτσι εἶναι; Ὄχι, εἴμαστε οἱ ἴδιοι ποὺ πῆγαν στὸν Γολγοθὰ γιὰ νὰ δοῦν κάποιον νὰ πεθαίνει. Περιέργεια, ἐνδιαφέρον; Ναί, ἀλίμονο.

Ὑπῆρχαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦλθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι Ἐκεῖνος θὰ πεθάνει• ἐπειδὴ ὅταν Ἐκεῖνος πεθάνει στὸν Σταυρό, ἐκεῖνοι θὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ τρομερὸ μήνυμα ποὺ Ἐκεῖνος φέρνει• ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλο, ἔτσι ποὺ νά εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ νὰ πεθάνουμε γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τὸ μήνυμα τῆς σταυρωμένης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, θὰ μποροῦσε νὰ καταργηθεῖ διαπαντός, καὶ γιὰ ὅλους. Κι ἂν Ἐκεῖνος ποὺ τὸ κηρύττει, πεθάνει, θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ψευδοπροφήτης, ἕνας ψεύτης.

Κι ἀκόμα, ὑπῆρχαν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦρθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Σταυρό, κι ὅτι τότε θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πιστοὶ χωρὶς ρίσκο, θὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν «μερίδα» τῶν νικητῶν. Δὲν τοὺς μοιάζουμε τόσο συχνά;

Κι ἔπειτα τὸ σημεῖο ποὺ πολὺ δύσκολα τολμᾶμε ν ἀντικρύσουμε τὴν Μητέρα τοῦ θυσιαζόμενου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, σιωπηλή, προσφέροντας τὸν θάνατό Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, σιωπηλά, σβήνοντας μαζί Του, ὥρα τὴν ὥρα, καὶ ὁ μαθητὴς ποὺ γνώριζε μὲ τὸν νεανικὸ τρόπο, πῶς ν’ ἀγαπᾶ τὸν Κύριό του, στεκόμενος μὲ φόβο, κοιτάζοντας τὸν Κύριό του νὰ πεθαίνει καὶ τὴν Μητέρα ν’ ἀγωνιᾶ. Νοιώθουμε ἔτσι ὅταν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, νοιώθουμε τὴν ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους γύρω μας;

Ἂς μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα μὲ σκοπὸ ὄχι νὰ εἴμαστε θεατὲς ὅσων συμβαίνουν, ἂς μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος καὶ σὲ κάθε βῆμα ἂς ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας: ποιὸς εἶμαι μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἡ Μητέρα; Εἶμαι ὁ μαθητής; Εἶμαι ἕνας ἀπὸ τοὺς σταυρωτές; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης μαζὶ μ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση• ὅταν ἡ ἀπελπισία εἶχε φύγει, ἦρθε ἡ νέα ἐλπίδα, ὁ Θεὸς εἶχε νικήσει. Ἀμήν.

Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα




Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς θριαμβευτικῆς νίκης τῆς Ἀναστάσεώς Του. Προαναγγελία τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο. Στὴ σημερινὴ γιορτὴ καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λυτρωτικῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὰ εὐαγγέλια τονίζουν τὴ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα μ' αὐτὸ τὸν τρόπο. Πρώτη φορὰ ἀποδέχθηκε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, τὴ δημόσια ἐπιδοκιμασία καὶ ἀναγνώριση. Καὶ αὐτὸ γιατί γνώριζε πόσο θολὰ καὶ ἐπιφανειακὰ εἶναι συνήθως τὰ αἰσθήματα τοῦ κόσμου. Πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητη εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς μάζας. Πόσο εὔκολα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ τὸ «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἐξελίσσεται καὶ μεταβάλλεται σὲ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν» (Ἰω. 19,15). Μία χαρακτηριστικὴ καὶ ἀντιπροσωπευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ μᾶς συνετίζει.

Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κάθε χρόνο θυμόμαστε καὶ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Καθὼς ψάλλουμε τὸ «σήμερον ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν», συνδέουμε τὸ χθὲς τῆς ἱστορίας ποὺ πέρασε μὲ τὸ σήμερα τῆς καθημερινότητας ποὺ ζοῦμε. Ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα, τὶς ἴδιες ἀκολουθίες καὶ τελετές. Καὶ ὅμως τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνευματικό τους μήνυμα μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς συγκινεῖ πάντοτε. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὀδύνης τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ μέτοχοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιο καὶ βαθὺ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε τόπο καὶ χρόνο.


Τὸ νόημα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ


Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι». Σ' αὐτὴ τὴν πορεία μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολίτες της. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ ἐνίσχυση καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, γιὰ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα. Μᾶς λέει γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἁγιότητας μὲ τιμιότητα καὶ ταπείνωση, μὲ κόπο καὶ θυσία. Ἀπογοητεύει, βέβαια, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του καὶ τοὺς σημερινούς, ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν βλέπουν ὠφελιμιστικά. Ἀπογυμνώνει κάθε θρησκευτικὴ πίστη ποὺ στοχεύει στὴν ὑπεροχή, τὴν κοσμικὴ δύναμη, τὴν ἐπιτυχία, τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὅποιων ὀνείρων εὐτυχίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὁτιδήποτε γήινο καὶ ἐγκόσμιο. Ὅπως τότε παρεξηγήθηκε, ἔτσι καὶ σήμερα διαστρεβλώνεται στὴν ἐσφαλμένη σκέψη καὶ πρακτικὴ κάποιων χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ μυστηριακὰ στὴν Ἐκκλησία, κρυμμένη στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν μελῶν Tnς, ποὺ περιμένουν τὴ φανέρωσή της.


«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

«...Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν• Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμεvος ἐν ὀνόματι Κυρίου...». Καθὼς ψάλλουμε τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας ὅτι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἂν πεθάνουμε, δὲν θὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ θὰ ζήσουμε στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι ἀπόδειξη καὶ φανέρωση τῆς κυριότητάς Του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει «διὰ τοῦτο Αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω Αὐτὸν σταυρούμενον• βασιλέας γὰρ ἐστιν τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο ποὺ γκρεμίζει τὰ χριστιανικὰ θεμέλια του πολιτισμοῦ. Μία ἐποχὴ ποὺ προδίδει τὶς χριστιανικὲς ρίζες καὶ ἀρχές. Κυβερνήσεις, πολιτικοοικονομικὰ συστήματα καὶ μέσα ἐνημέρωσης στὴ θρησκευτική τους ἀδιαφορία καὶ οὐδετερότητα θέλουν τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀγωνίζονται γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἀνταγωνίζονται γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἐπιρροή τους. Συγκρούονται σφοδρὰ γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται, ἐμπαίζεται καὶ παραμερίζεται. Αὐτὸ δὲν εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν μας, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φοβίζει καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύει. Εἶναι βαθιὰ κατανόηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου σὲ σχέση μὲ τὸν διαχρονικὸ ἀγώνα τῆς πίστης. Οἱ πανίσχυρες καὶ διαπλεκόμενες «βασιλεῖες τοῦ κόσμου» δὲν ἄφηναν ποτὲ καὶ δὲν ἀφήνουν καὶ σήμερα τόπο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τὸν δικό Του παράδοξο καὶ μυστηριώδη τρόπο νὰ ἐνεργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἀνυποψίαστος ὁ σημερινὸς κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τοὺς πιστοὺς ποὺ καὶ σήμερα διακηρύττουν στὶς κάθε εἴδους βασιλεῖες τῆς ἐποχῆς μας «ὡσαννά, ζεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας». Ἀμήν.

Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Άγιο Πάσχα στη Μάνη

του Μιχάλη Ιωάν. Κουρεβέση


Ημέρες πένθους για τα πάθη του Χριστού ήταν και είναι είναι οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας.Την Μ. Εβδομάδα οι πιστοί νήστευαν και απέφευγαν να κάνουν πολλές δουλειές. Ευτυχώς η νηστεία συναντάται και σήμερα σε ολόκληρη τη Μάνη και μάλιστα στους νεότερους υπάρχει και μία ιδιαίτερη πνευματικότητα.

Το ασβέστωμα των σπιτιών φρόντιζαν να γίνει πριν την εβδομάδα των παθών. Το βάψιμο των αυγών με φλούδες από κρεμμύδι ή με μπογιές τα νεότερα χρόνια και το φτιάξιμο των τσουρεκιών καθιερώθηκε να γίνεται τη Μ. Πέμτη από τις νοικοκυρές των χωριών.


Αυτές τις συνήθειες οι Μανιάτες τις μετέφεραν και στον Πειραιά όταν έφθαναν, από τα τέλη του 19ου αιώνα αναζητώντας στο μεγάλο Λιμάνι μια καλύτερη εργασιακή μοίρα. Μέχρι το 1980 έβλεπες στα Μανιάτικα τη Μεγάλη Δευτέρα να είναι όλα τα σπίτια, οι αυλές και τα πεζοδρόμια ασπρισμένα. Το ίδιο όμως συνέβαινε και σε άλλες γειτονιές του Πειραιά, που δεν κυριαρχούσε το μανιάτικο στοιχείο, όπως Κοκκινιά, Δραπετσώνα, Κερατσίνι που κυριαρχούσε το προσφυγικό Μικρασιατικό στοιχείο, στα Καμίνια επίσης που κυριαρχούσε το κυκλαδίτικο στοιχείο και κυρίως οι Σαντορινιοί κ.λπ. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να κατανοήσουμε πως σε ολόκληρη την Ελλάδα υπήρχε από τα πολύ παλαιά χριστιανικά χρόνια να ασπρίζονται και να καλλωπίζονται τα σπίτια από την «κουφή» ή «βουβή» εβδομάδα, δηλαδή μια εβδομάδα πριν τη Μεγάλη.

Το βάψιμο των αυγών γινόταν κυρίως τη Μ. Πέμπτη καθώς επίσης και τα κουλούρια και τα τσουρέκια. Στη Μάνη το ψήσιμο γινόταν στους ιδιόκτητου φούρνους που είχαν σχεδόν όλα τα σπίτια. Σήμερα δυστυχώς ελάχιστοι τέτοιοι φούρνοι υπάρχουν σε καλή κατάσταση. Στον Πειραιά, από Μανιάτες και μη το βάψιμο των αυγών γινόταν κυρίως τη Μ. Πέμτη και τα κουλούρια με τα τσουρέκια άρχιζαν από τη Μ. Τρίτη, Μ. Τετάρτη και ολοκληρωνόντουσαν τη Μ. Πέμπτη. Το ψήσιμο γινόταν στους φούρνους της γειτονιάς με λαμαρίνες που έπαιρναν δανεικές οι νοικοκυρές από τους φούρνους. Τις μετέφεραν τα μεγαλύτερα παιδιά κι οι μανάδες. Σε όλους τους δρόμους του Πειραιά έβλεπες να πηγαινοέρχονται αυτές οι μαύρες μεγάλες λαμαρίνες με ψημένα ή άψητα κουλουράκια που μοσχοβολούσαν…
Στα χωριά της Μάνης μυροβολούσε η ανθοφορία της άγριας χλωρίδας η οποία ερχόταν με την πελαγίσια αύρα να συναντήσουν την ευωδία της ζύμης και του ψησίματος των πασχαλινών αρτοπαρασκευασμάτων δημιουργώντας κάτι το μοναδικό. Πόσο το νοσταλγούμε εμείς οι παλαιότεροι και πόσο ένοχοι πρέπει να αισθανόμαστε γιατί δεν φροντίσαμε να το ζήσετε κ’ εσείς οι νεότεροι…

Τα βράδια ο κόσμος πήγαινε στην Εκκλησία όπου παρακολουθούσε τις Ακολουθίες του Νυμφίου, του Νιπτήρος, των Παθών, του Επιταφίου και τέλος τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου στη Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως και το απόγευμα τελείωνε η Λαμπρή με τον Εσπερινό της Αγάπης. Σε κάποια χωριά η περιφορά του Επιταφίου γινόταν και γίνεται σε όλο το χωριό σε άλλα ο Επιτάφιος περιφέρεται γύρω από τον Ιερό Ναό τρεις φορές.

Στη Μάνη δεν έχουμε παραδοθεί και ούτε θυμόμαστε οι μεγαλύτεροι πως υπήρχε το έθιμο του σουβλιστού αρνιού. Το αρνί ή το κατσίκι ψηνόντουσαν, με πατάτες κυρίως, στο φούρνο. Αυτό αποτελούσε το κυρίως πασχαλινό φαγητό και την επόμενη ημέρα, (Δευτέρα του Πάσχα), το έθιμο ήθελε μοσχάρι ή χοιρινό κοκκινιστό με χοντρά μακαρόνια και μυζήθρα.

Το μανιάτικο γλυκό της Λαμπρής ήταν οι γαλακόπιτες και το μπουρέκι. Οι γαλακόπιτες είναι πίτες που τις γεμίζουν με την κρέμα του μπουρεκιού. Το μπουρέκι είναι γαλακτομπούρεκο αλλά που δεν είναι καλυμμένο με φύλλο. Όσοι έχουν τις παραδοσιακές συνταγές αυτών των γλυκισμάτων και τα παρασκευάζουν απολαμβάνουν μοναδικά σε γεύση γλυκίσματα 100% μανιάτικα.

Τα τελευταία 30-40 χρόνια έχει επικρατήσει και στη Μάνη να ψήνουν οι Μανιάτες στη σούβλα αρνί ή κατσίκι και παράλληλα να φτιάχνουν κοκορέτσι, κοντοσούβλι και άλλα. Σήμερα στη Μάνη, αλλά και εκτός Μάνης οι Μανιάτες δεν ψήνουν στη σούβλα μόνο όταν έχουν πένθος, αφού το ρουμελιώτικο και ηπειρώτικο έθιμο της σούβλας έχει επικυριαρχήσει παντού.



  


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...