Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαΐου 04, 2015

ΛΟΓΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΡΥΠΝΙΑΝ
ΕΠΙ Τῌ ΕΟΡΤῌ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ



Τῆς ἑορτῆς μεσούσης, τῆς σῆς Χριστέ Ἀναστάσεως, καί θείας παρουσίας τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος, συνελθόντες τῶν θαυμάτων σου, ἀνυμνοῦμεν τά μυστήρια· ἐν ἧ κατάπεμψον ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.


Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί. 
Ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων καθιερώθηκε ἡ ἡμέρα Τετάρτη τῆς Δʹ ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα νά ἑορτάζεται ἡ μεσότης πού συνδέει τίς 2 μεγάλες ἑορτές τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς ὡς ἑορτή Δεσποτική, ἡ ἁγία Μεσοπεντηκοστή.
Μᾶς θυμίζει τήν ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ἡ ὁποία στό μέσον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ προσκύνησις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐνισχύει τόν πνευματικό ἀγῶνα τῶν πιστῶν. Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, ὄχι μόνον ὡς ἀποτρεπτικός κάθε πονηρᾶς ἐπιβουλῆς ἀλλά καί ὡς πρότυπον θυσίας, μαρτυρικῆς πορείας διδάσκει τό μαρτυρικό φρόνημα πού ὀφείλει νά ἔχει κάθε γνήσιος χριστιανός.
Στή σημερινή Δεσποτική Ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς «μνείαν ποιούμεθα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ περί τῆς προελεύσεως τῆς διδασκαλίας του καί περί τῆς θείας καταγωγῆς του». Κατά τόν Συναξαριστήν «τῇ διδασκαλίᾳ ταύτῃ ὁ Χριστός Μεσσίαν ἑαυτόν ἀπέδειξεν».
Εἶχε ἐρωτήσει ὁ Κύριος τούς μαθητάς του ὁλίγον πρό τοῦ Πάθους: «Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι;». Τότε ὁ Πέτρος φωτισθείς ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπάντησε: «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἀποδεικνύει τήν πραγματικότητα αὐτῆς τῆς ἀναγνωρίσεως. Ὁ Διδάσκαλος ὄντως  «πατήσας τόν θάνατον» ἀποδεικνύεται Υἱός τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀφετηριακή ἑορτή λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πάσχα δέν ἑορτάζεται ἁπλῶς ἡ Ἀνάστασις τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ καί ἡ χαρά δέν ἐκδιώκει τήν θλίψιν τῶν μαθητῶν μόνον, ἀλλά διατρανεῖ τήν νίκην τοῦ Θεοῦ πάνω στό θάνατο. Ἐλευθερώνεται τό πλάσμα ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ ἄδου.
Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Καί μεῖς ὡς Μεσσία τόν πιστεύομεν καί ἀποτελεῖ γιά τήν ζωή μας πρότυπον καί ὁδός. Ἀποδεχόμεθα τό κήρυγμα τῆς μετανοίας μέ τό ὁποῖο ἐγκαινίασε τόν δημόσιον βίον Του καί τοῦτο σημαίνει, ὅτι στρατευόμεθα στήν νέαν οἰκογένεια τήν ὁποία δημιούργησε. Κινούμεθα μεταξύ τοῦ νέου χρόνου ἀπό τήν Ἀνάστασή Του ὡς τή Δευτέρα καί Ἔνδοξο Παρουσία Του. Ἐμεῖς δέν πρέπει νά μπαίνουμε στόν πειρασμό τῶν Ἰουδαίων πού τόν ἤθελαν ἐπίγειο Βασιλέα γιά νά ἀπαντήση στά προβλήματα τῆς ζωῆς καί μόνον ἀλλά εἶναι ὁ Πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προηγεῖται ὅλων μας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἐλκύει πρός Αὐτήν ὅλους πού Τόν πιστεύουν ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτή. Μᾶς δίδει ἡ προσέγγιση αὐτή τή δυνατότητα νά ἐπανασυνδεθοῦμε τόν Θεόν Πατέρα ὡς κληρονόμοι Χριστοῦ. Ἡ ἐπερχομένη Βασιλεία Του νοηματίζει τή ζωή μας, ἐλέγχει τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς καί μέ τή συμπαράστασή Του μᾶς τό εἶπε, ὅτι θά εἶναι κοντά μας πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας, νικοῦμε τόν κόσμο καί βιώνουμε τήν ξενητειά τοῦ κόσμου τούτου. Κέντρο μας ἡ Ἀνάστασίς Του.
Ἀλλά γιά νά κατανοήσουμε τό Μυστήριον τῆς Ἀναστάσεωςκαί νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀλλαγή καί τά εὐεργετικά ἀποτελέσματά της πρέπει νά λάβουμε τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο θά μᾶς ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν. Καί μία ἀπό τίς βασικές δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς Ἀληθείας, δηλαδή τῆς οὐσιαστικῆς γνωριμίας μας μέ τόν Χριστό.  
Πόσο ἐντύπωση μᾶς προκαλεῖ ἡ ἄγνοια τῶν μαθητῶν περί τοῦ τί ἀκριβῶς πρόκειται μέ τό διδάσκαλό τους. Εἴδαμε νά ζητοῦν πράγματα τοῦ καιροῦ τούτου κί ὅμως Τόν συνανεστράφησαν τόσα χρόνια. Εἶδαν τά ἐξαιρετικά καί θαυμάσια τά ὁποῖα ἔκανε ἀλλά οἱ ὀφθαλμοί τους ἤταν ἀκόμη βεβαρημένοι. Ὁ Κύριος ἐπορεύετο πρός τό Πάθος καί ἡ Μήτηρ τῶν μαθητῶν του ζητοῦσε θέσεις, ὅπως θά συνέβαινε μέ τήν ἀπονομή ἀπό ἕνα ἐπίγειο Βασιλέα. Δέν εἶχε ἀποσταλεῖ ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας γιά νά τούς φωτίσει καί νά τούς διανοίξει τά μάτια τῆς ἀναγεννημένης ψυχῆς τους καί νά δοῦν τή δόξα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ, πού δέν εἶχε σχέση μέ τά πράγματα τοῦ κόσμου.
Ὅταν ὅμως ἦλθε τό πλήρωμα τῶν ἡμερῶν, στό ὑπερῶον σάν πύρινες γλῶσσες ἐμφανίζεται τό Πανάγιον Πνεῦμα καί φωτίζονται πλέον οἱ μαθηταί καί λαμβάνουν Πνεῦμα Ἅγιον, τότε ἀποκτοῦν τήν δυνατότητα νά γνωρίσουν τόν Κύριόν τους. Τόν βλέπουν ὄχι σάν ἕνα ἀπλό δάσκαλο, ἀλλά ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί τούς δίδεται ἡ δυνατότητα τῆς μεθέξεως καί κοινωνίας μετά τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τήν Πεντηκοστή θά ἦσαν θεαταί ἁπλοί, συζητοῦντες, ὅπως ἔκαναν πηγαίνοντας στούς Ἐμμαούς, ἀλλά Αὐτός πού ἔζησαν 3 χρόνια καί εἶδαν καί ἄκουσαν καί ψηλάφησαν θά παρέμενε κάτι διαφορετικό ἀπό τούς κοινούς ἀνθρώπους ἀλλά δέν θά μπορούσαν νά ἔχουν πλήρη σχέση. Φωτισθέντεςἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη, γεμάτοι ἀπό τή γεύση τῆς ἀληθείας διασκορπίσθησαν εἰς τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης καί ἔγιναν Ἀπόστολοι.
Ἡ μεσότης τῶν 2 ἑορτῶν πού τούς συνδέει μᾶς δίνει τό Μήνυμα, ὅτι ὀφείλουμε μέ βάση τήν Ἀνάτστασιν τοῦ Κυρίου νά ζοῦμε μέ τήν ἑτοιμασία καί τήν προσδοκία τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τότε θά συνειδητοποιήσουμε τό ἐντελῶς καινούριο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Τό πλήρωμα τῆς ζωῆς μας δωρίζεται ἀπό τόν Παράκλητον. Ἡ χαρά ἡ πεπληρωμένη, ἡ χαρά, ὄχι τοῦ κόσμου τούτου ἀλλά ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ ἔρχεται γιά νά γίνεται ἀντίβαρο σ᾿ ὅτι μᾶς πικραίνει, μᾶς λυπεῖ καί μᾶς περιορίζει στή ζωή μας.
Κί ὅμως πόσο εἴμεθα διατεθειμένοι νά δεχθοῦμε αὐτές τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, πόσο λαχταροῦμε νά ἔλθει τό Ἅγιον Πνεῦμα στή ζωή μας, ἴσως ψελλίζουμε κάποιες προσευχές, δέν γνωρίζω ἄν τίς νοιώθουμε.
Συναγμένοι στό χῶρο τῆς προσευχῆς μας σέ κάθε εὐχαριστηριακή μας σύναξη δέν κάνουμε τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά παρακαλοῦμε τόν ἐρχομό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά διανοίξει τούς ὀφθαλμούς μας καί νά λάμψῃ στίς καρδιές μας τό Φῶς τῆς θεογνωσίας. Κάθε συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἔτσι προσεύχεται· δέν ἐπιτρέπει στό νοῦ του νά κυριαρχοῦν τά ποικίλα αἰτήματα τῶν ὁποίων ἡ ἐκπλήρωση «προστεθήσεται ἡμῖν» ἀλλά ἔντονα παρακαλεῖ, παρακαλεῖ ἐκ βαθέων «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν».
Τότε ἡ Πεντηκοστή γίνεται ἡ ἐλπίδα μας. Ἅς προσευχηθοῦμε ἀπό σήμερα τό ὑπόλοιπον τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου πού καλούμεθα νά διανύσουμε νά εἶναι χρόνος καρδιακῆς προσευχῆς διά νά καρποφορήσει τήν προσωπική μας Πεντηκοστή.

Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής



ths_mesopenthkosthΣε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή, αυτή. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή της. Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αύτη και οι περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν, ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Και όμως κάποτε αυτή η εορτή  ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού.
Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντος ς’ του Σοφού (11 Μαΐου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτορας το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μω­κίου. όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλιάς και πατριάρχης εισέρχονταν επισήμως στον ναό.
Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλιάς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγοι την βασιλείαν υμών» και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.
Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασή της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.
Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή  ένας σταθμός, μία τομή.
Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» τη δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορταστεί μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσ­σίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας -μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός». «Διά ταύτην την αιτίαν την παρούσα εορτή εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες τον Μεσσίαν  ανυμνούμεν Χριστόν». σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο. Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που επελέγη για την ημέρα αυτή. Μεσούσης της εορτής του ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρή αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς ή δεν είναι; Είναι η διδασκαλία Του εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι ο διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού που κατασκεύασε τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στο ναό, στο μέσον των διδασκάλων του ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία.
Λίγες σειρές πιό κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «της εορτής μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, πού έγινε μεταξύ του Χριστού και των Ιουδαίων «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία φράση του Κυρίου- «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω· ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Και σχολιάζει ο ευαγγελιστής· «Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν», Δεν έχει σημασία, ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξάλλου τόσο πολύ με το θέμα τής εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιό παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, «του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές· «Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσι ύδατος ζώντος». «Και γενήσεται αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», είπε στη Σαμαρείτιδα. Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτευμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους.
Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υπόβαθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακένωτου ύδατος. Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατάντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής ή του αγίου Πνεύματος ή της αγίας Τριάδος ή των Εισοδίων ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
(Ιωάννου Φουντούλη, «Λογική λατρεία»)

Περί ἡδονῆς- Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης






Ἤ φεύγων φεῦγε, ἤ ἐμπαίζων ἔμπαιζε
τόν μάταιον καί ἀπατεῶνα κόσμον.

Δὲν ὑπάρχουν ἰσχυρότεροι μαγνῆτες καὶ θελκτικότεροι ἐξουσιαστὲς καὶ ποθεινότερες ἁλυσίδες γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῶν πέντε αἰσθήσεων. Πόσο ἀρεστὲς καὶ πόσο βλαβερὲς εἶναι! Καὶ ὁ καλύτερος ρήτορας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρουσιάσει ποτὲ τὴν κακία τους καὶ τὴν βλάβη ποὺ προξενοῦν στὴν ψυχή. Ἂν ὁ διάβολος μᾶς ἔδινε τὸ φαρμάκι του μὲ κάποιο πικρὸ βότανο, δὲν θὰ τὸ πίναμε. Ἐπειδὴ ὅμως μᾶς τὸ δίνει μὲ τὸ μέλι τῶν ἡδονῶν, τὸ παίρνουμε εὐχάριστα.

Ἀπὸ τὶς ἡδονές, οἱ σαρκικὲς – δηλαδὴ ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ πάθη – τυφλώνουν τὴν καρδιὰ καὶ κολλᾶνε τὴν καρδιά μας στὰ παρόντα πράγματα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐμπόδια της σωτηρίας μας. Καὶ ἀληθεύει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ἕνας ἅγιος, ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βρέφη, λίγοι μόνο φτάνουν στὸν παράδεισο, ἐξαιτίας τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων.

Ἄλλες μορφὲς ἡδονῶν εἶναι ὁ πολὺς ὕπνος, τὰ καλὰ φαγητά, τὰ ὡραῖα φορέματα, τὰ μαλακὰ στρώματα καὶ γενικὰ ὅλες οἱ ἱκανοποιήσεις τῶν αἰσθήσεων.

Οἱ ἄνθρωποι τῶν ἡδονῶν, ἀφοῦ χορτάσουν τὸν ὕπνο καὶ τὴν ἀνάπαυση, τρέχουν στὰ συμπόσια καὶ στὰ ξεφαντώματα, στὰ τραγούδια τὰ ἄσεμνα, στὶς κακὲς συναναστροφές, στὶς κωμῳδίες καὶ στὰ πανηγύρια. Γενικά, δὲν ἀφήνουν ποτὲ νὰ τοὺς ξεφύγει καμία εὐκαιρία ἀπολαύσεως. Κι ἐνῷ ἡ ζωή τους εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀσωτίες καὶ ματαιότητες, αὐτὴ τὴν θεωροῦν καλὴ καὶ ἀθῴα.

Ἂν μάλιστα κατακρίνει τὴν πολιτεία τους, τὸν κατηγοροῦν σὰν ἄξεστο καὶ χωριάτη, καὶ λένε πὼς θέλει νὰ μεταβάλλει τὶς πόλεις σὲ ἐρήμους καὶ τοὺς κοσμικοὺς σὲ καλόγερους. Αὐτὰ ὅμως τὰ λένε γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν. «Μετὰ γὰρ κιθάρας καὶ ψαλτηρίου καὶ τυμπάνων καὶ αὐλῶν τὸν οἶνον πίνουσι, τὰ δὲ ἔργα Κυρίου οὐκ ἐμβλέπουσι», κατὰ τὸν προφήτη (Ἡσ.5:12). Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουν καλά, εἶναι νὰ ξοδεύουν τὸν καιρό τους σὲ ξεφαντώματα. Ἀπὸ τὸ κρεβάτι πηγαίνουν στὸ τραπέζι, ἀπὸ τὸ τραπέζι στὶς παρέες, ἀπὸ τὶς παρέες στὰ σεργιάνια, καὶ γίνεται ἡ ζωή τους σὰν μία ἁλυσίδα, ὅπου ἡ μία ἀπόλαυση εἶναι δεμένη μὲ τὴν ἄλλη, ὅπως οἱ κρίκοι μεταξύ τους.

Τὸ πανάγιο Πνεῦμα δὲν μᾶς λέει ὅτι ὅποιος κυνηγάει τὶς κοσμικὲς ἡδονὲς γκρεμίζεται ἀμέσως στὸν Ἅδη. Ἀλλὰ τί λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ Δαβίδ; Ὅτι κατεβαίνει στὸν ᾅδη, πλησιάζει δηλαδὴ σιγὰ-σιγά: «πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς ᾅδου» (Ψαλμ.113:25). Γιατὶ ἡ μαλθακὴ καὶ ἡδονικὴ ζωὴ ποὺ ζεῖ, τὸν προετοιμάζει ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ γιὰ τὴν ἀπώλεια.

Οἱ τρυφὲς καὶ οἱ ἡδονὲς φθείρουν καὶ ἀδυνατίζουν καὶ τοὺς πιὸ δυνατούς. Γι᾿ αὐτὸ μερικοὶ καταντοῦν σὲ τέτοια ἀδυναμία, ποὺ καὶ ὁ ἴσκιος ἀκόμα τῶν πειρασμῶν εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ τοὺς ρίξει. Κι ἀφοῦ, ἐξομολογηθοῦν, μὲ τὸν πρῶτο πειρασμὸ ξεχνοῦν τὴν καλή τους ἀπόφαση νὰ μὴν ξαναμαρτήσουν, καὶ πέφτουν ἀμέσως πάλι στὴν ἁμαρτία.

Λοιπόν, μὲ τὸ νὰ λὲς ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτίες ὁ πολὺς ὕπνος καὶ τὰ φαγοπότια καὶ οἱ διασκεδάσεις καὶ τὰ ξεφαντώματα, προσπαθεῖς ἁπλὰ νὰ δικαιολογηθεῖς. Γιατὶ μπορεῖ αὐτὰ καθεαυτὰ νὰ μὴν εἶναι ἁμαρτίες, ἀλλὰ προετοιμάζουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ σ᾿ ἐμποδίζουν νὰ γευθεῖς τὰ πνευματικὰ ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ πάθεις κάτι ἀνάλογο, μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθε ὁ Σολομῶν: Νομίζοντας πὼς μποροῦσε ν᾿ ἀπολαμβάνει χωρὶς κίνδυνο τὶς ἡδονές, κατάντησε στὴν εἰδωλολατρία. Καὶ μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθαν οἱ Σοδομῖτες: Γιὰ νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν μὲ τρυφὲς καὶ ξεφαντώματα, ἔφτασαν νὰ πέσουν σὲ παρὰ φύση πάθη καὶ ἀσέλγειες. Πολὺ σωστὰ εἶπε ὁ Τερτυλλιανός, ὅτι οἱ χριστιανοὶ πρέπει ν᾿ ἀποφεύγουν τὶς τρυφές, γιατὶ αὐτὲς ἀδυνατίζουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἀρετή τους.

Ἡ χαυνότητα καὶ ἡ ἀδυναμία, ποὺ προξενοῦνται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὶς ἡδονές, δὲν ταιριάζουν στὸν προορισμό μας, ποὺ εἶναι νὰ μοιάσουμε στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος, ὁ Θεός μᾶς «προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ» (Ρωμ. 8:29). Καὶ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ φτάσει στὴν δόξα, πέρασε στὴν ἐπίγεια ζωὴ Του μέσα στὴν φτώχεια, τὴ θλίψη καὶ τὴν καταφρόνηση. Οἱ τρυφηλοὶ ἄνθρωποι ὅμως φοβοῦνται τὴ σκληραγωγία καὶ τὴν μετάνοια. Μήπως βρῆκαν ἄλλο Εὐαγγέλιο ἢ μήπως κατέβηκε γι᾿ αὐτοὺς κανένας ἄλλος Χριστός, ποὺ νὰ τοὺς ὑπόσχεται ἀνέσεις, ὡραῖα ἐνδύματα, ἀπολαύσεις, διασκεδάσεις καὶ δόξες; Ξεχνοῦν ὅτι «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14:22), καὶ ὅτι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν» (Ματθ. 7:14)

Ἄκου καὶ τοῦτο τὸ ὠφέλιμο: Κάποτε ἕνας εὐγενὴς καὶ πλούσιος ἄρχοντας, παραδομένος στὶς ἡδονές, ἄκουσε πολλὰ γιὰ τὴν ἀρετὴ ἑνὸς πνευματικοῦ ἀνθρώπου, καὶ πῆγε νὰ τὸν συμβουλευθεῖ. Ὁ πνευματικὸς ἐκεῖνος ἄνδρας τοῦ εἶπε τοῦτα μόνο: «Ὁ Χριστὸς ἦταν φτωχός, ἐνῷ ἐσὺ πλούσιος. Ὁ Χριστὸς ἦταν νηστικός, ἐνῷ ἐσὺ χορτασμένος. Ὁ Χριστὸς ἦταν σχεδὸν γυμνός, ἐνῷ ἐσὺ καλὰ ντυμένος. Ὁ Χριστὸς ὑπέμεινε θλίψεις καὶ πάθη, ἐνῷ ἐσὺ ἀπολαμβάνεις τρυφές, ἀναπαύσεις καὶ μαλακὰ στρώματα». Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας, ἦρθε σὲ κατάνυξη, μετανόησε, ζήτησε μὲ δάκρυα συγνώμη ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ ἔκανε, καὶ ἀποφάσισε νὰ ζήσει πιὰ μὲ μετάνοια.

Κατάλαβε καλά, πὼς ὅποιος ἔχει ἀνάπαυση σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, δὲν θὰ γευθεῖ τὴν αἰώνια ἀνάπαυση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ὁ ἔχων ἀνάπαυσιν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, τὴν αἰώνιον ἀνάπαυσιν μὴ ἐλπιζέτω λαβεῖν· ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν οὐκ ἔστι τῶν ἀναπαυομένων ἐνθάδε, ἀλλ᾿ ἐκείνων ἐστι τῶν ἐν θλίψει πολλῇ καὶ στεναχωρίᾳ διαγόντων τὸν βίο τοῦτον»(λόγ. περὶ παρθενίας). Πρόσεξε λοιπὸν μὴν ἀκούσεις τότε τὸ φοβερὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου» (Λουκ. 16:25).

Τέλος πάντων, μάθε πὼς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν κερδίζεται μὲ τὴν ἀργία καὶ τὴν ἄνεση, ἀλλὰ μὲ τὸν κόπο καὶ τὴν βία, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιαστὲς ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11:12).

Καλούμαστε νὰ κρατήσουμε τὴν πατρίδα μέσα στὰ περιθώρια ποὺ οἱ ἥρωές μας τὴν παρέδωσαν καὶ ὅπως αὐτοὶ βάδισαν. Οἱ ἥρωές μας ἦταν παιδιά ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ λίκνο τῆς Ἐκκλησίας


Τὸ ἔθνος τῶν Ρωμηῶν 
Τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου 
Εἶναι γεγονὸς ὅτι καυχόμαστε γιὰ τὴν ἑλληνική μας καταγωγὴ καὶ τὴν σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι ἀδίκως βέβαια, παρόλο ποὺ καμιὰ φορᾶ εἴμαστε λίγο ὑπερβολικοί, ὅμως ἡ ἱστορία δικαιώνει τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. 
Πάρα πολλοὶ λαοὶ ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, πάρα πολλοὶ λαοὶ δέχθηκαν τὶς ἐπισκέψεις τῶν Ἀποστόλων, πρὸς στιγμὴν ἔγιναν χριστιανοί, ἀλλὰ...στὸ πέρασμαεμ τῶν αἰώνων εἴτε χάθηκαν γιατί ὑποδουλώθηκαν ἀπὸ ἄλλους λαούς, εἴτε ἄλλαξαν θρησκεία ἐξολοκλήρου, εἴτε προσχώρησαν σὲ αἱρέσεις καὶ ἄλλες κακοδοξίες οἱ ὁποῖες νόθευσαν τὴν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἑλληνικὴ φυλή, τὸ ἑλληνικὸ γένος, οἱ Ἕλληνες, παρὰ τὶς πολλὲς δυσκολίες...

ποὺ εἶχαν, κράτησαν τὸ Εὐαγγέλιο, κράτησαν τὴν πίστη στὴν Ἐκκλησία, στὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ ὄχι μόνο δὲν τὴν ἔχασαν ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἔδωσαν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς (π.χ. Ρώσους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Σέρβους, Γεωργιανούς), σὲ ὅλη τὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Οἱ βυζαντινοὶ Ρωμιοὶ πρόγονοὶ μας ἐπέμεναν, παρόλο ποὺ ἡ Δύση ἀντιδροῦσε σὲ αὐτό, ὅτι οἱ νέοι ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔπρεπε νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ γλώσσα τους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος ποὺ μετέφεραν στοὺς Σλάβους τὸ Εὐαγγέλιο ἔφτιαξαν ἀλφάβητο, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν δική τους γραπτὴ γλώσσα, νὰ μορφώνονται, νὰ ἐκπολιτίζονται καὶ νὰ ἔχουν τὴ δική τους συνείδηση καὶ νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ δική τους γλώσσα. Οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὡς μέσο κατάκτησης τῶν ἄλλων λαῶν. Ἀντίθετα, ἦταν μία προσφορὰ σ’ αὐτοὺς τοῦ φωτὸς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπ’ ἐλευθερία, ποτὲ μὲ τὴ βία. Δὲν ἔχουμε φαινόμενα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴ βία.


Τὸ ἐρώτημα εἶναι, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, πῶς μποροῦμε νὰ ταυτίσουμε τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα μας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας;

Ὡς Ἕλληνες καὶ ὡς ὀρθόδοξοι, καυχόμαστε ὅτι μέχρι σήμερα βαστάζουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας ἀπαρασάλευτη καὶ ἀπαραχάρακτη καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ βαστάζουμε τὸ σταυρό, τὸν εὐλογημένο σταυρὸ τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς μέσα στὸν κόσμο, ποὺ κουβάλησε ὅλη αὐτὴ τὴν ἔνδοξή μας ἱστορία. Τὸ ἑλληνικὸ γένος, ἔχοντας πανάρχαιες ρίζες μέσα στὴν ἱστορία, ἔφτασε σὲ τόσο μεγάλα μέτρα γνώσεως τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ ἐλευθερίας, ἔφθασε σὲ τόσο ὑψηλὰ ἐπίπεδα φιλοσοφικῶν πτήσεων καὶ ἀποκαλύψεων ὥστε νὰ θεωρεῖται πρόδρομος τοῦ χριστιανισμοῦ.


Νομίζω ὅτι τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ἕλληνας, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ρωμιός, δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια ἀλλὰ εἶναι σταυρὸς καὶ μόνο σὰν σταυρὸ καὶ σὰν διακόνημα μποροῦμε νὰ τὸ κρατήσουμε σήμερα. Εἴμαστε Ἕλληνες, ἔχουμε μία ἱστορία, ὅπως ὁ κάθε λαὸς καὶ ἀναγνωρίζουμε σὲ κάθε ἄνθρωπο αὐτὸ τὸ δικαίωμα νὰ καυχᾶται γιὰ τὴν ἱστορία του, γιὰ τοὺς προγόνους του. Καυχόμαστε σὰν Ἕλληνες ὄχι γιατί λατρεύαμε τοὺς ψεύτικους θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, ἀλλὰ καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ φιλοσοφικὲς ἀναζητήσεις, καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς ποὺ γέννησε τὴ δημοκρατία, τὴ φιλοσοφία.
Οἱ ἐθνικὲς γιορτὲς εἶναι βέβαια γιορτὲς μυήσεως στὸ νόημα, ἀλλὰ εἶναι καὶ κρίση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας. Καὶ πρέπει νὰ ὑφιστάμεθα αὐτὴ τὴν κρίση γιατί διαφορετικὰ θὰ μᾶς κρίνει ἡ ἱστορία ὡς ἀνθρώπους ποὺ δὲν διδαχτήκαμε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία καὶ τὴ πορεία μας.
Ἡ ἱστορία ὀφείλει νὰ μᾶς διδάξει καὶ ἐμεῖς ἂν εἴμαστε ἄξιοι τῶν προγόνων μας, πραγματικὰ παιδιά τους, τότε πρέπει νὰ μάθουμε νὰ διδασκόμαστε, γιατί ἔχουμε τὴ βαρύτατη αὐτὴ κληρονομιὰ νὰ εἴμαστε Ἕλληνες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχουμε μία ἱστορία ἔνδοξη σὲ πολέμους καὶ σὲ ἀγῶνες. Οἱ Ἕλληνες κρατοῦσαν τὴ σημαία τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται ὅπως ἔλεγαν «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται γιὰ συγκεκριμένα ἰδανικά, ἤσαν ἰδεολόγοι, δὲν ἤσαν πολεμιστὲς μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς λέξεως, ἀλλὰ γίνονταν πολεμιστὲς ὅταν ἡ ἀνάγκη τοὺς καλοῦσε καὶ ἦταν πράγματι αὐτὴ ἡ ἀνάγκη ἀδήριτη, γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν πίστη τους καὶ τὴν πατρίδα τους.

Σήμερα, ἀδελφοί μου, καλούμαστε νὰ κρατήσουμε αὐτὴ τὴν πατρίδα μέσα στὰ περιθώρια ποὺ οἱ ἥρωές μας τὴν παρέδωσαν καὶ ὅπως αὐτοὶ βάδισαν τὸ δρόμο τους μὲ σύνεση πολλή, μὲ σοφία πολλή, μὲ ὑπομονὴ πολλή.
Οἱ ἥρωές μας ἦταν παιδιά, ἦταν ἄνθρωποι τοῦ τόπου ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ καλύτερο λίκνο, τὸ λίκνο τῆς Ἐκκλησίας καὶ πραγματικὰ στέκει κανεὶς μπροστά τους μὲ μεγάλο θαυμασμὸ καὶ μὲ μεγάλη συγκίνηση, γιατί διαβάζει κανεὶς γιὰ τὴ ζωή τους, διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους, διαβάζει αὐτὰ τὰ ὁποία ἔγραψαν καὶ ὄχι ἁπλῶς συγκινεῖται συναισθηματικὰ ἀλλὰ τὰ κείμενα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, αὐτὲς οἱ ἐπιστολὲς τῶν ἡρώων τοῦ ΄55-΄59 μᾶς θυμίζουν συναξάρια, μᾶς θυμίζουν λόγια νεομαρτύρων, μᾶς θυμίζουν τὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὰ γραπτὰ τῶν νεομαρτύρων τῆς τουρκικῆς κατοχῆς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Δὲν διαφέρει καθόλου τὸ ἦθος τους ἀπὸ τὸ ἦθος τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πατρίδας. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολὲς ἐκεῖνες καὶ βλέπει ποὺ ἔστεκαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ βλέπει τί ἤθελαν σὲ αὐτὸ τὸν τόπο. Δὲν βλέπεις ἴχνος μισαλλοδοξίας, δὲν βλέπεις ἴχνος τρομοκρατίας, κι ἂς τοὺς κατηγοροῦσαν τότε ὅτι ἦταν τρομοκράτες. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους καὶ βλέπει ἕνα ἱλαρὸ φῶς, τὸ φῶς τῆς πίστεως τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας τους, τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας ἀλλὰ δὲν τοὺς ὁδηγοῦσε ποτὲ στὸ μίσος ἀκόμα καὶ αὐτῶν ποὺ τοὺς εἶχαν κατακτήσει. Καὶ ἂν χρειάστηκε νὰ κάνουν πόλεμο καὶ νὰ κάνουν ἐπανάσταση, αὐτὸ ἦταν γιατί μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ὥρας ἐκείνης ἦταν μία ἀνάγκη καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν διαφορετικά.

Μέσα στὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων βλέπει κανεὶς τὸ Θεό, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ βασιλεύει, πού τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ νικήσουν τὸ θάνατο, νὰ ὑπερβοῦν τὸ θάνατο, πού αἰσθάνονταν τὴ ψυχή τους νὰ φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, τί ἄλλο εἶναι παρὰ τὰ ἴδια βιώματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως; Δὲν εἶναι αὐτὰ οἱ ἐπισκέψεις τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ οἱ ὁποῖες παρηγοροῦσαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πού βρισκόντουσαν μόνο λίγο πρὸ τοῦ θανάτου; Ταυτόχρονα, βλέπει κανεὶς τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Τὴν Ἑλλάδα ὄχι ὡς γεωγραφικὸ χῶρο μόνο, ἀλλὰ τὴν Ἑλλάδα ὡς τὴν κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ, τὴ μητέρα τῆς φιλοσοφίας, τὴ μητέρα τῆς Ρωμιοσύνης.
Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ μαθαίνουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, νὰ διδασκόμαστε. Ὀφείλουμε νὰ ὁδηγηθοῦμε μπροστὰ στὰ διάφορα γεγονότα τῆς ἱστορίας μας καὶ νὰ κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας, σιωπώντας καὶ περιορίζοντας τὰ λόγιά μας καὶ τὴν ἐξωστρέφειά μας καὶ νὰ ἀφήσουμε νὰ μᾶς δείξουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ μάρτυρες τῆς πατρίδας τὸ δικό τους φρόνημα καὶ νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν ἱστορία μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν πατρίδα μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν παράδοσή μας, νὰ μᾶς δείξουν ἀπὸ ποιὸ δέντρο καταγόμαστε κι ἀκόμα, νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δοῦμε ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα.

Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ ἀνακαλύψουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ποῦμε τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος, ἐὰν θέλει νὰ ζήσει πρέπει νὰ γίνει ἑλληνικὸς τόπος κατὰ κυριολεξία. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τύχει παιδείας, παιδείας φιλοσοφικῆς, παιδείας πνευματικῆς, παιδείας ρωμαίικης, μὲ ρωμιοσύνη ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ ἀπολαύσει ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία τῆς παραδόσεώς μας. Οὔτε ἀρχαιολάτρες εἴμαστε ἀλλὰ οὔτε καὶ βυζαντινόπληκτοι εἴμαστε. Ξέρουμε ὅτι ὁ τόπος ζύμωσε τὴν ἀρχαία φιλοσοφία καὶ παράδοση μὲ τὴν ὀρθοδοξία. Καὶ ὀρθόδοξος σημαίνει ἐλεύθερος. Ὀρθόδοξος καὶ Ρωμιὸς σημαίνει ἄνθρωπος χωρὶς παρωπίδες, σημαίνει ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τὸν ἄλλο καὶ δὲν φοβᾶται τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, γιατί ἔχει ἀρχοντιά, γιατί δὲν εἶναι κομπλεξικός, γιατί δὲν αἰσθάνεται μειονεκτικὰ μπροστὰ σὲ κανένα, γιατί εἶναι περήφανος γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ περηφάνια δὲν εἶναι ἀλαζονεία ἀλλὰ εἶναι τὸ «γνώθι σ’ αὐτὸν» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων• εἶναι αὐτὴ ἡ γνώση τῆς βαρύτατης κληρονομιᾶς τὴν ὁποία κουβαλοῦμε πάνω μας. Αὐτὴ ἡ ρωμαίικη ὑπερηφάνεια μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει καὶ ὄχι νὰ ὑπηρετεῖται, μπορεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἀγκαλιάσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ νὰ γίνει διάκονος τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἐμεῖς σὰν Ρωμιοὶ πάντοτε εἴχαμε τὴ μεγάλη ὑπομονὴ ἡ ὁποία ἦταν γέννημα τῆς πίστεως, Καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα, πέραν τῶν φαινομενικῶν πραγμάτων. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἐμᾶς ἂν μᾶς μισοῦν ἢ ὄχι οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Θεὸς τί θὰ πεῖ στὸ τέλος. Δὲν θὰ γίνει τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο ἀπὸ ὅσα ὁ Θεὸς θὰ ἐπιτρέψει. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ἔχουμε τελεία ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἐὰν ἐλπίζεις στὸ Θεὸ καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας σου, τότε λοιπὸν γιατί φοβᾶσαι;

Ἂς ἀνοίξουμε τὸ δρόμο στὴν ἀληθινὴ παιδεία• νὰ φτιάξουμε πρῶτα ἀνθρώπους ἐλεύθερους καὶ ἂν φτιάξεις ἀνθρώπους ἐλεύθερους, τότε θὰ ἀποκτήσεις καὶ πατρίδα ἐλεύθερη. Ἂν ἔχεις ἀνθρώπους δούλους, τότε καὶ ἡ ἐλεύθερη πατρίδα θὰ γίνει δούλη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐλευθερώνεται πρῶτα καὶ ὕστερα ἐλευθερώνει καὶ γεωγραφικὰ τὸν τόπο του. Ἂν ἐνδιατρίψουμε στὴν ἱστορία μας, ἂν γνωρίσουμε τὴν παράδοσή μας, ἂν ἀσκήσουμε καλόβουλη καὶ θετικὴ κριτικὴ στὶς παρελθοῦσες πράξεις καὶ ἐνέργειές μας, ἂν εἴμαστε ἔντιμοι, ἀνυστερόβουλοι καὶ εἰλικρινεῖς, τότε θὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι ὁ τόπος γεννᾶ ἥρωες, ὁ τόπος γεννᾶ μάρτυρες, ὁ τόπος γεννᾶ ἡγέτες, ὅπως τοὺς ἡγέτες οἱ ὁποῖοι σήκωσαν τὸν τόπο αὐτὸ καὶ ἔδωσαν τὴν ἀνάσταση στὴ πατρίδα μας καὶ στὴ φυλή μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὴ πατρίδα μας.

Περιοδικὸ «ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 13/2008

Ἀπὸ τὸν τόμο: «Ἑλληνορθόξη Πορεία», Ἀνθολόγιο κειμένων, Ἀθήνα 2008.

ΝΕΟΙ ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΚΟΡΑΗΔΕΣ;


sddefault
  
Γιάννη Κων. Νεονάκη MD, MSc, PhD



Κατ’ αρχάς θα ήθελα να σημειώσω ότι εκτιμώ και σέβομαι ιδιαίτερα τον γνωστό σύγχρονο λόγιο και στοχαστή, θέσεις του οποίου θα σχολιάσει το παρόν άρθρο. Η ευρυμάθεια, η ευγλωττία, η διεισδυτικότητα και η οξυδέρκεια είναι λίγα μόνο από τα πολλά του χαρίσματα.
Ο στοχαστής λοιπόν αυτός θεωρεί ότι ως λαός έχομε μια σοβαρή εγγενή αδυναμία να κινηθούμε προς την πρόοδο και αυτή η αδυναμία εντοπίζεται στις ισχυρές εσωτερικές μας συγκρούσεις, απότοκο πεπαλαιωμένων αντιλήψεων, οι οποίες μάς εγκλωβίζουν σε ένα φαντασιακό πόρρω απέχον της τρέχουσας πραγματικότητας και του σύγχρονου κόσμου. Με άλλα λόγια στην ψυχοσύνθεσή μας υπάρχουν «μεσαιωνικές» θεολογικές αγκυλώσεις και βαρίδια που εμποδίζουν την όποια εξέλιξή μας. Αντίθετα, η Δύση μετά το σχίσμα του 11ου αιώνα, την εξατομίκευση, τη σχολαστική θεολόγηση και την πλήρη επικράτηση της λογικής στην ανάλυση των πάντων, εν πολλοίς κατάφερε να προοδεύσει, αφήνοντας εμάς καθηλωμένους στο 13ο και 14ο  αιώνα. Τότε δηλαδή που είχαμε την ολομέτωπη σύγκρουση των δύο αντιλήψεων, της Δύσης από τη μια μεριά και της καθ’ ημάς Ανατολής από την άλλη, με τις λεγόμενες «ησυχαστικές έριδες» και τις απαντήσεις που δόθηκαν στις συνόδους του 1341, 1347 με αποκορύφωμα φυσικά τη σύνοδο του 1351. Οι τρεις αυτές σύνοδοι συγκροτούν μιαν ενότητα, η οποία για τους Ορθοδόξους επέχει θέση Οικουμενικής Συνόδου, της Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου.  
Σε πρόσφατη ομιλία του λοιπόν που οργανώθηκε από το πολιτικό κόμμα «Ποτάμι» ο στοχαστής αναφέρει επί λέξει (προφορικός λόγος): «Εκεί είναι το μεγάλο κώλυμα στο οποίο παίζει ρόλο μια παλιά κουλτούρα μεσαιωνική, η οποία δεν έκανε τον 10ο, τον 11ο αιώνα τα βήματα που έπρεπε να γίνουν, ενώ άρχιζε στη Δύση αυτή η κίνηση της ωριμάνσεως των συνειδήσεων, εδώ δεν έγινε ποτέ. Εδώ δογματικά απεκλείσθη η χρήση της λογικής το 1351 μετά τις ησυχαστικές έριδες. Έχει σημασία αυτό να το καταλάβουμε. Δογματικά. Δογματικά, ως δόγμα απεκλείσθη. Ως δόγμα θρησκευτικό, δηλαδή ως κομμάτι της ψυχής των ανθρώπων. Είναι πολύ σοβαρό αυτό το πράγμα να το σκεφτεί κανείς, υπάρχει μια ιστορία, ένα βάθος σε αυτά τα πράγματα. Και βεβαίως δε μιλήσαμε σήμερα τι θα έκανε ένα νεωτερικό Κόμμα με την Εκκλησία. Θα το πούμε άλλη φορά αυτό.»
Προφανώς και τα πράγματα δεν είναι έτσι. Καθώς προσεγγίζει τα θέματα με φιλοσοφικό στοχασμό, και έχοντας τρόπο ανάλυσης που δομείται με δυτικά κριτήρια οδηγείται σε απλουστεύσεις και αφορισμούς που συσκοτίζουν μάλλον αντί να αναδεικνύουν τα ζητήματα. Και είναι γεγονός ότι έχομε υποφέρει πολύ και για πολλούς αιώνες ως γένος από τη συνεχή πίεση μιας ευρείας χορείας, πολυμαθών κατά τα άλλα, προσώπων, με σκοπό την άρον άρον «μετακένωση» και σε μάς των λαμπρών αντιλήψεων των «πεφωτισμένων εθνών της Εσπερίας». Προεξάρχουσες φυσικά μορφές αυτής της χορείας ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός και ο Αδαμάντιος Κοραής.
Στην περιορισμένη έκταση του παρόντος άρθρου ασφαλώς δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά. Γνωρίζοντας όμως το θεμελιώδη ρόλο που παίζει η θεολογία στη διαμόρφωση του καθημερινού βίου, οφείλομε απλώς να υπενθυμίσομε κάποιες από τις θέσεις της Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίες ουσιαστικά επικύρωσαν τις διδασκαλίες του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Σε αντίθεση με τη Φράγκικη θεολογία, στην Ορθοδοξία υπάρχει σαφής διάκριση Ακτίστου Ουσίας και Ακτίστων Ενεργειών του Θεού. Και μπορεί μεν η Ουσία να είναι αμέθεκτη, όμως μέσω των  Ακτίστων Ενεργειών του Θεού κοινωνούμε με το Θεό και θεούμεθα.  Με άλλα λόγια ο Θεός των Ορθοδόξων είναι κοντά μας, είναι δίπλα μας, είναι απολύτως μεθεκτός και καθώς οι Ενέργειες είναι Άκτιστες δυνάμεθα και εμείς οι κτιστοί της σωτηρίας και της μετοχής στη θεότητα.
Η μετοχή στις Άκτιστες Ενέργειες του Θεού, η θέα δηλαδή του Ακτίστου Φωτός μπορεί να γίνει από αυτήν εδώ τη ζωή. Όπως βεβαιώνουν όλοι οι Άγιοι, η Βασιλεία του Θεού  μπορεί να βιωθεί από τώρα. Ο Θεός από αγάπη επιτρέπει τη βίωση αυτή κατά τα μέτρα της αντοχής του κάθε ανθρώπου. Το Θαβώρειο Φώς δεν το είδαν όλοι οι μαθητές, παρά μονάχα τρεις, αυτοί που τη δεδομένη στιγμή ήταν πιο έτοιμοι να αντέξουν την αποκάλυψη. Και το κριτήριο της αντοχής είναι η καθαρότητα του νου. «Οι καθαροί τη καρδία τον Θεόν όψονται». Η δε καθαρότητα επιτυγχάνεται εν τη ησυχία και εν τη Λειτουργική Ζωή με συνεχή προσευχή και νήψη.
Τέλος, οφείλομε να υπενθυμίσουμε επ’ ολίγον τη λεπτότατη διάκριση που γίνεται στην Ορθόδοξη Πατερική μας θεολογία ανάμεσα στο λόγο και στο νου. Υπάρχουν δύο απολύτως διακριτές ενέργειες της ψυχής: η λογική ενέργεια (λόγος), η οποία τρόπον τινά σχετίζεται με τον εγκέφαλο και η νοερά ενέργεια (νους),  η οποία τρόπον τινά σχετίζεται με την καρδιά. Λόγω της έλλειψης εμπειρίας, οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν πλήρως, ή  δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξη του νου. Όμως ο νους, η νοερά ενέργεια της ψυχής είναι, όπως μας παραδίδουν οι Πατέρες μας,  μια λεπτότατη προσοχή της ύπαρξης, όπου δρώντας οι Άκτιστες Ενέργειες αποκαλύπτεται ο Θεός, αλλοιώνοντας μετά τον όλο άνθρωπο. Ο Θεός εν τη προσωπική του σχέση με τον άνθρωπο αποκαλύπτεται, όπως Αυτός από αγάπη για τον κάθε άνθρωπο κρίνει ότι πρέπει να γίνει. Και η αποκάλυψη αυτή γίνεται στο νου. Κατόπιν ο άνθρωπος προσπαθεί από αγάπη προς τους άλλους με το λόγο και τα κτιστά μέσα να «περιγράψει» το βίωμα. Η ουσία όμως είναι η μέθεξη με το άκτιστο και όχι η περιγραφή με το κτιστό, η οποία είναι πάντα ελλειμματική. Για παράδειγμα, ακόμα και το «πνευματικότερο», όπως χαρακτηρίζεται, Ευαγγέλιο, αυτό του Ιωάννη είναι αδύνατον να περιγράψει την εμπειρία και τη μέθεξη του Ακτίστου Φωτός που είχε ο Ιωάννης. Η λογική προσπαθεί να δώσει μορφή, ή να περιγράψει τις εμπειρίες και φυσικά να προσεγγίσει και να αναλύσει τον κτιστό κόσμο. Όμως είναι απολύτως σαφές από τους Πατέρες ότι είναι αδύνατον να προσεγγίσει κανείς το  Θεό με τη σχολαστική λογική ανάλυση, τη φιλοσοφία ή το στοχασμό.
Βέβαια, για τον Βαρλαάμ και τους ομοϊδεάτες του, όλα αυτά αποτελούν αποκυήματα ζωηράς φαντασίας και οπισθοδρόμηση. Ευτυχώς που ο Θεός μάς προστατεύει από την πλάνη χαρίζοντας μας συνεχώς και μέχρι τις μέρες μας νέους Αγίους, οι οποίοι επιβεβαιώνουν πλήρως την Πατερική θεολογία. Να θυμηθούμε μεταξύ άλλων, τον Άγιο Πορφύριο,  τον Άγιο Παΐσιο,  και εξόχως τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη.

Η θεολογική αντίληψη της Κόλασης


Red decline in desert
1.4  Η Κόλαση
Η διδασκαλία της Αγίας Γραφής περί Άδη αποτελεί βασικό δόγμα της χριστιανικής θρησκείας, το οποίο περιλαμβάνεται στην εσχατολογία της. Η λέξη «Άδης» -που απαντά δέκα (10) φορές στην Καινή Διαθήκη- αντιστοιχεί στην εβραϊκή Σεώλ, την αραμαϊκή Γέεννα -ως κατεξοχήν τόπος τιμωρίας των φαύλων- και τις λατινικές Orcus και Inferum. Η λέξη σημαίνει τον αόρατο και σκοτεινό βασίλειο των νεκρών, και την κατάσταση αυτών, όλων ανεξαιρέτως των κεκοιμημένων, ευσεβών και ασεβών, δικαίων και αδίκων, οι οποίοι βρίσκονται μακριά και χωρισμένοι μεταξύ τους μέχρι της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου και της τελικής κρίσεως Αυτού[98].
Η πίστη στην ύπαρξη του Άδη στηρίζεται στη σαφή διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών Του και αποτελεί την χριστιανική απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του ανθρώπου για την μεταθανάτιο τύχη του. Συστηματική έκθεση ή ορισμό του Άδη δεν έχουμε στην Καινή Διαθήκη, αλλά από τις περιγραφές μπορούμε να σχηματίσουμε μία εικόνα γι΄αυτόν. Καταρχάς ο όρος χρησιμοποιούμενος συμβολικά σημαίνει έννοια αντίθετη από αυτήν του ουρανού σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ματθαίο[99] (1ος αιώνας μ. Χ.) και «προσδιορίζεται» ως οχυρωμένο φρούριο, το οποίο έχει κλειδιά και πύλες[100].
 Στην  Αποκάλυψη του Ιωάννη[101] ο Κύριος δηλώνει ότι ο ίδιος κατέχει τα κλειδιά του Άδη, υπονοώντας ότι είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου· συνέχεια αυτής της θέσης είναι το μέρος εκείνο της πρώτης επιστολής του Αποστόλου των εθνών, του Παύλου, προς τους Κορινθίους[102], όπου δηλώνεται ότι η δύναμη του Άδη και του θανάτου συντρίβεται από τον Χριστό και εκμηδενίζεται η φθοροποιός του δράση. Στη παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου του Ευαγγελιστή Λουκά (1ος αιώνας μ. Χ.) (Λουκ. 16. 19-31) ο Άδης παρουσιάζεται ως τόπος ταλαιπωριών και βασάνων για τους αμαρτωλούς, ο οποίος μάλιστα διαχωρίζεται από αυτόν των δικαίων με ένα μεγάλο χάσμα και δεν επιτρέπεται ρητά η μεταξύ τους επικοινωνία[103]. Βέβαια όλες αυτές οι πληροφορίες που δίνονται για τον Άδη είναι ανθρωπομορφικές, για να γίνει το μήνυμα της Αγίας Γραφής αμεσότερα αντιληπτό.
Η Κόλαση, όμως, και ο Παράδεισος, όπως σημειώνει σύγχρονος θεολόγος, πρέπει να συνδέονται με οντολογικές κατηγορίες, για να αποκτούν το πλήρες νόημά τους[104]. Παράδεισος και Κόλαση αποτελούν καταστάσεις και σχέσεις προς το ζωοδότη Θεό. Σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή, οι φίλοι του Θεού Τον βλέπουν και διακατέχονται από ἀνεννόητη ἡδονή, ενώ οι κολασμένοι αδυνατούν να τον ζουν και ζουν μια ἀνεκλάλητη ὀδύνη[105].  Όλα βρίσκονται στην αγκαλιά του Θεού και δεν υπάρχει Παράδεισος ή Κόλαση ως συγκεκριμένος «στεγανός» τόπος ευδαιμονίας ή τιμωρίας, αλλά στο διαφορετικό τρόπο με τον οποίο η ίδια η παρουσία του Τριαδικού Θεού προσλαμβάνεται από κάθε υπόσταση[106].
[Συνεχίζεται]
[98]Β. Ιωαννίδης, «Άδης» στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμος 1ος  (Αθήνα: Εκδόσεις Αθαν. Μαρτίνος, 1962)σσ.408-416, εδώ σ.413.
[99]Ματθ. 11. 23: «κα σ Καπερναομ,  ως το ορανο ψωθεσα, ως δου καταβιβασθσ· τι ε ν Σοδμοις γενθησαν α δυνμεις α γενμεναι ν σομειναν ν μχρι τς σμερον».
[100]Ματθ. 16. 18: «κγ δ σοι λγω τι σ ε Πτρος, κα π τατ τ πτρ οκοδομσω μου τνκκλησαν, κα πλαι δου ο κατισχσουσιν ατς».
[101]Απ. 1. 18: «κα  ζν, κα γενμην νεκρς, κα δο ζν εμι ες τος αἰῶνας τν αἰώνων, καχω τς κλες το θαντου κα το δου».
[102]Α΄ Κορ. 15. 55-57: «πο σου, θνατε, τ κντρον; πο σου, δη, τ νκος; 56 τ δ κντρον τοθαντου  μαρτα,  δ δναμις τς μαρτας  νμος. τ δ Θε χρις τ διδντι μν τ νκος διτο Κυρου μν ᾿Ιησο Χριστοῦ».
[103]Λουκ. 16. 17: «κα π πσι τοτοις μεταξ μν κα μν χσμα μγα στρικται, πως οθλοντες διαβναι νθεν πρς μς μ δνωνται, μηδ ο κεθεν πρς μς διαπερσιν».
[104]Ι. Ζηζιούλας, «Εσχατολογία και Ύπαρξη Μια οντολογική προσέγγιση στο πρόβλημα των εσχάτων», όπ. παρ., σ.44.
[105]Μάξιμος Ομολογητής, «Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά», P.G. 90, 1312C: «Οὐκ ἔχει ἡ φύσις τῶν ὑπέρ φύσιν τούς λόγους, ὥσπερ οὐδέ τῶν παρά φύσιν τούς νόμους. Ὑπέρ φύσιν δέ λέγω, τήν θείαν καί ἀνεννόητον ἡδονήν, ἥν ποιεῖν πέφυκεν ὁ Θεός φύσει, κατά χάριν τοῖς ἀξίοις ἑνούμενος· παρά φύσιν δέ, τήν κατά στέρησιν ταύτης συνισταμένην ἀνεκλάλητον ὀδύνην, ἥν ποιεῖν εἴωθεν ὁ Θεός φύσει, παρά τήν χάριν τοῖς ἀναξίοις ἑνούμενος. Κατά γάρ τήν ὑποκειμένην ἑκάστῳ ποιότητα τῆς διαθέσεως, ὁ Θεός τοῖς πᾶσιν ἑνούμενος, ὡς οἶδεν αὐτός, τήν αἴσθησιν ἑκάστῳ παρέχεται, καθώς ἐστιν ἕκαστος ὑφ᾿ ἑαυτοῦ διαπεπλασμένος, πρός ὑποδοχήν τοῦ πάντως πᾶσιν ἑνωθησομένου κατά τό πέρας τῶν αἰώνων».  
[106]Δ. Σκλήρης, «¨Δώστε τρόπο στην οργή¨: Οι αρετές του θυμού κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή» στο Περιοδικό Σύναξη 129 (2014)σσ.52-68, εδώ σ.53.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΠΕΛΑΓΙΑ



“Η αγία Πελαγία ήταν από την Ταρσό, κατά τούς χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού. Άκουσε για την πίστη του Χριστού και ζήτησε να μάθει τι είναι αυτή. Τότε είδε σε όνειρο τον Επίσκοπο της περιοχής της να την βαπτίζει. Έφυγε λοιπόν από τη μητέρα της, τάχα ότι πηγαίνει στην παραμάνα της, ενώ πήγε προς τον Επίσκοπο. Αυτός φωτίστηκε από τον Θεό, την δέχτηκε και την βάπτισε. Έμαθε τι συνέβη ο υιός του βασιλιά που την ήθελε γυναίκα του, κι έγινε τόσο έξαλλος από τον έρωτα που τον διακατείχε, ώστε αυτοκτόνησε. Ο Διοκλητιανός τότε έστειλε και του έφεραν την παρθένο κόρη, κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταπείσει από την πίστη του Χριστού, πύρωσε έναν χάλκινο ταύρο και έβαλε μέσα την αγία. Εκεί η αγία δέχτηκε το τέλος της και το στεφάνι της ομολογίας της”.

Δεν είναι τυχαία η αγία μάρτυς Πελαγία. Ήταν πλούσια και όμορφη κόρη που θα γινόταν βασίλισσα, καθώς την ήθελε γυναίκα του ο γιος του βασιλιά Διοκλητιανού. Κι όμως! Χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση από την οικογένειά της με τη χριστιανική πίστη, όχι μόνο γίνεται χριστιανή, αλλά δίνει και τη ζωή της για τον Χριστό. Πώς; Καλώντας την ο Κύριος μέσω ενός ονείρου, το οποίο τελικά γίνεται ο δρόμος της για την ένταξή της στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, διά του αγίου βαπτίσματος. Πρόκειται για τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις ονείρων που η προέλευση δεν είναι φυσική ή δαιμονική, αλλά εκ Θεού. Και πώς είμαστε βέβαιοι για τη θεϊκότητα του ονείρου; Ήταν ο Επίσκοπος που με φωτισμό Θεού αναγνώρισε την κλήση με αυτόν τον τρόπο του Κυρίου. Διαφορετικά, γνωρίζουμε από τους αγίους μας ότι τα όνειρα στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν μέσα παραπλάνησής μας, γι᾽ αυτό και πρέπει να μη δίνουμε σημασία και βάση σ᾽ αυτά. Κατά τη ρήση του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος μάλιστα ῾όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άπειρος και άσοφος᾽.

Την αιτία της κλήσης του Κυρίου στην παρθένο κόρη περιγράφει επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας μας: η αγία, έστω και σε άγνοια ευρισκόμενη, εκ βρέφους διψούσε για την αλήθεια. Κι από τότε, κατά πρόγνωση μάλιστα Θεού, είχε αναθέσει τον εαυτό της στον Δημιουργό. ῾Ανέθεσες, σεμνή, από βρέφος κατά πρόγνωση Θεού τον εαυτό σου στον Κτίστη σου᾽(῾Εκ βρέφους προγνωστικώς τω Κτίστη σου ανατεθείσα, σεμνή᾽) (ωδή α´). Κι όποιος διψάει για την αλήθεια, όποιος αναζητεί την αλήθεια, ανήκει, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου, σε Εκείνον. ῾Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής᾽ (Ιωάν. 18, 37). Η αγία Πελαγία λοιπόν και πριν από το βάπτισμά της ήταν χριστιανή. Κι ο πόθος της για τον Κύριο φούντωσε, αφότου ένιωσε την κλήση Του και έγινε μέλος Του διά του βαπτίσματος. ῾Βρήκες, μάρτυς, αυτόν που σε οδήγησε στην πίστη, και με ευφροσύνη και χαρά έτρεξες γρήγορα στον ποθούμενο Κύριο, οπότε αξιώθηκες θαυμαστών θεωριών. Σαν κοπέλα δε έτρεξες πίσω από τον Νυμφίο σου᾽(῾Ευρούσα, μάρτυς, τον μυσταγωγούντα, μετ᾽ευφροσύνης και χαράς τω ποθουμένω θάττον προσέδραμες, και ξένων κατηξίωσαι θεωριών, αξιάγαστε. Ως νεάνις οπίσω δε του νυμφίου σου έδραμες᾽) (στιχηρό εσπερινού). Το πλείστο των τροπαρίων της ακολουθίας της αγίας αναφέρονται σ᾽ αυτήν την  θερμή αγάπη της προς τον Κύριο, που της έδωσε βεβαίως και τη δύναμη να περιφρονήσει όλα τα ωραία του βίου τούτου και να θυσιάσει και την ίδια της τη ζωή. Για παράδειγμα: ῾Πυρώθηκες από τον πόθο του Χριστού και έτσι εισήλθες με ανδρείο φρόνημα στο σφοδρά καμμένο χαλκούργημα᾽(῾Τω πόθω του Χριστού την ψυχήν πυρουμένη, υπήλθες ανδρικώς τω σφοδρώς εκκαέντι χαλκουργήματι᾽) (κάθισμα όρθρου). ῾Ο πόθος για τις ουράνιες ομορφιές αμαύρωσε τους επίγειους πόθους, αθληφόρε. Κι απέκτησες φτερά για τον Χριστό, φωνάζοντας και λέγοντας: Δόξα στη δύναμή Σου, Κύριε᾽ (῾Ο πόθος των ουρανίων ωραιοτήτων, τους επί γης ημαύρωσε πόθους, αθληφόρε. Επτερώθης Χριστώ, βοώσα και λέγουσα: Δόξα τη δυνάμει σου, Κύριε᾽) (ωδή δ´).

Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει και κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό: η αγία με το μαρτύριό της, που αποδείκνυε περίτρανα την αγάπη της για τον Χριστό, έγινε και αληθινή θεολόγος. Κατά τους αγίους μας, ως γνωστόν, θεολόγος δεν είναι εκείνος που έχει πάρει ένα πτυχίο μίας θεολογικής Σχολής ούτε καν εκείνος που η γλώσσα του κινείται με ευκολία στις θεολογικές διδασκαλίες. Θεολόγος αληθινός είναι εκείνος που η ζωή του φανερώνει την παρουσία του Θεού, που η ζωή του είναι μία διαρκής προσευχή. ῾Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει, και ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύχη᾽. Η αλήθεια της πίστης κατεξοχήν φανερώνεται την ώρα του μαρτυρίου. Εκεί δεν μπορεί κανείς να κοροϊδέψει: είναι η ώρα της κρίσης της ίδιας της ζωής. Η αγία Πελαγία λοιπόν ως μάρτυς Κυρίου θεολογούσε τη δύναμη Εκείνου την ώρα του μαρτυρίου της. Κι αυτή η χαρισματική ώρα της ήταν εκείνη που καλούσε τον κόσμο στο να πιστέψει στον Κύριο. ῾Σαν αληθινότατη μάρτυς του Χριστού, πανεύφημε, θεολόγησες την δύναμή Του, διδάσκοντας όλους με φρόνηση Θεού, και έλκυσες τους λαούς προς την αληθινή πίστη᾽(῾Ως μάρτυς, ως λίαν αψευδής Χριστού, πανεύφημε, την τούτου δύναμιν εθεολόγησας, άπαντας θεοφρόνως εκδιδάσκουσα, και προς ευσέβειαν λαούς είλκυσας᾽) 

Στήν ἄτεκνη γυναίκα γιά τά παιδιά


belimirobits
Πικρά παραπονιέσαι πως δεν έχεις παιδιά.
 Παραπονιέσαι για τον άνδρα σου, που τον θεωρείς υπαίτιο. 
Και ακόμα τολμάς να παραπονεθείς και για τον Δημιουργό σου.
 Μην αμαρτάνεις φορτώνοντας την ψυχή σου, αλλά υποτάξου στο θέλημα του Θεού. 
Διότι ο Θεός είναι η αιτία των παιδιών, ενώ οι γαμήλιοι σύντροφοι είναι μόνο τα κανάλια μέσω των οποίων εμφανίζονται τα παιδιά στον κόσμο, κατά την πρόνοια του Θεού και κατά το στοργικό θέλημά Του.
Στη Βίβλο της ζωής είναι γραμμένη η εξής περίπτωση:
 η Ραχήλ, η γυναίκα του Ιακώβ, δεν είχε παιδιά. Και στην πίκρα της η Ραχήλ μάλωσε τον άνδρα της τον Ιακώβ και του είπε:
«Δός μοι τέκνα, ει δε μη, τελευτήσω εγώ» (Γέν. 30, 1).
 Παραξενεύθηκε ο Ιακώβ με την αφροσύνη της γυναίκας του:
 «Θυματωθείς δε Ιακώβ τη Ραχήλ είπεν αυτή: μη αντί Θεού εγώ ειμί, ός εστέρησέ σε καρπόν κοιλίας;» (Γεν. 30, 2).
Συμβαίνει, να μην δίνει ο Δημιουργός καμιά φορά παιδιά ούτε στους δικαιότατους συζύγους, όπως ήταν η περίπτωση με τον Αβραάμ και τη Σάρα, ή με τον δίκαιο Ιωακείμ και την Άννα. Αλλά συμβαίνει, Αυτός να μην δίνει παιδιά λόγω αμαρτίας της μιας ή της άλλης γαμήλιας πλευράς.
Για παράδειγμα η περίπτωση με τη Μελχόλ, τη γυναίκα του Δαβίδ. 
Η νεαρή γυναίκα του Δαβίδ Μελχόλ, κόρη του βασιλιά Σαούλ, κοιτούσε μια φορά από το παράθυρο και είδε τον άνδρα της πάνω στον θρησκευτικό ενθουσιασμό του να πηδά και να χορεύει γύρω από την κιβωτό της διαθήκης, «και εξουδένωσεν αυτόν εν τη καρδία αυτής» (Β’ Βασ. 6, 16). Τούτο τον χλευασμό στην καρδιά της κανένας στον κόσμο δεν γνώριζε εκτός από τον Θεό που βλέπει τα πάντα. Γι’ αυτό ο Ύψιστος τιμώρησε την Μελχόλ την γυναίκα του Δαβίδ «και τη Μελχόλ θυγατρί Σαούλ ούκ εγένετο παιδίον, έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν» (Β’ Βασ. 6, 23).
Εξερεύνησε λοιπόν κι εσύ την καρδιά σου και την καρδιά του άνδρα σου, και κοιτάξτε και οι δύο, εάν σε κάτι αμαρτήσατε μπροστά στον Κύριο. Εάν δεν βρείτε κανένα φταίξιμο σ’ εσάς, τότε αναμφίβολα είναι το θέλημα του Θεού, να μην έχετε παιδιά δικά σας, ώστε να αγκαλιάσετε ξένα ορφανά σαν να ήταν δικά σας παιδιά, πράγμα που είναι μεγάλο έργο μπροστά στον Κύριο.
Ακόμα ζει ανάμεσά μας μία σημαντική κυρία, η οποία δεν έχει δικά της παιδιά, αλλά η οποία από την αρχή του πολέμου μάζευε εκατοντάδες ορφανά χωρίς πατέρα και μητέρα και τα φρόντιζε και τα σπούδαζε σαν να ήταν δικά της παιδιά. 
Κάποια φορά μου ομολόγησε:
«Στη ζωή μου ποτέ δεν αγαπούσα τίποτα τόσο πολύ όσο τα παιδιά. Όταν ήμουν μικρό κορίτσι επιθυμούσα να παντρευτώ γρήγορα, μόνο και μόνο για να αποκτήσω παιδιά, και μάλιστα όσα περισσότερα μπορούσα. 
Όμως αυτό δεν μου δόθηκε. 
Δύο φορές παντρεύτηκα, όμως δικά μου παιδιά δεν απέκτησα. 
Αλλά ο Θεός εκατό φορές παραπάνω εκπλήρωσε την επιθυμία μου για παιδιά. Μου δώρισε έως τώρα περίπου χίλια παιδιά. Και τώρα στα γεράματά μου αμέριστα χαίρομαι, επειδή ο Δημιουργός δεν μου έδωσε παιδιά εκ της κοιλίας μου. Αφού, εάν είχα δύο, τρία ακόμα και δέκα δικά μου παιδιά, θα ασχολιόμουν μ’ αυτά μια ζωή ολόκληρη, οπότε θα έχανα την ικανοποίηση και την ευτυχία, να ονομάσω χίλια παιδιά άλλων δικά μου.
 Δόξα στον αγαπημένο Θεό γι’ αυτό!».
Να προσεύχεσαι κι εσύ στον Θεό καθαρά και από καρδιάς, όπως προσεύχονταν ο Ιωακείμ και η Άννα. Είναι ανείπωτα ελεήμων και μπορεί να σου δώσει παιδιά.
 Αλλά και εάν δεν σου δώσει, μην θυμώνεις.
 Δώρισε τότε την αγάπη σου στα παιδιά των νεκρών μητέρων, και θα ονομαστείς μητέρα και όχι άτεκνη στο Βασίλειο της αιώνιας δικαιοσύνης και ομορφιάς.
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνον η πίστη…». Ιεραποστολικές επιστολές Β’, Εκδόσεις «Εν πλω»

Χριστιανικὴ ἐπανάστασις



Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΜΕΓΑΛΗ εἶναι ἡ προθυμία τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων νά ἀσχοληθοῦν μέ τά κοινά, νά πρωτοστατήσουν σέ κοινωνικούς ἀγῶνες, νά χτυπήσουν τήν ἀδικία καί τήν ἐκμετάλλευση καί γενικά νά κάνουν τόν κόσμο καλύτερο. Ὅλοι θέλουν νά γίνουν ἐπαναστάτες, ἀπό τούς ἀνώριμους μαθητές μέχρι τούς ἀριστερούς καί τούς παράξενους οἰκολόγους. Βάζουν ἕνα στόχο, χωρίς νά ἔχουν ξεκαθαρισμένο τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά τόν πετύχουν, καί ἀρχίζουν οἱ «ἀγῶνες». 
Νομίζουν ὅτι μποροῦν νά κάνουν αὐτό πού σκέφτονται, μέ τόν τρόπο πού θέλουν, περιφρονώντας ὅλους ἐκείνους πού διαφωνοῦν μαζί τους. Μεταξύ τους οἱ «ἀγωνιστές» αὐτοί ἄλλοτε συμφωνοῦν καί ἄλλοτε μαχαιρώνονται. Τούς διακρίνει τό θράσος, ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ, ἡ καταπάτηση τῶν νόμων, οἱ αὐθαιρεσίες, ὁ ἐκφοβισμός, ἡ βία, ἡ νοθεία, ἡ ἀνυπαρξία ἤθους, ὁ προκλητικός τρόπος δράσης καί ὁ ἀνυπότακτος ἐγωισμός. Ὅλα αὐτά στηρίζονται στήν ἐσφαλμένη ἀντίληψή τους ὅτι στίς εὐγενικές, ἀνιδιοτελεῖς καί κοινωνικά ὠφέλιμες δραστηριότητές τους κανένας δέν μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ, οὔτε φυσικά καί ἡ εὐνομούμενη κοινωνία. Ὅταν ἐμποδιστοῦν, δέν διστάζουν νά γίνουν θύτες, νά κάψουν ὁλόκληρες πόλεις, νά ἐξανεμίσουν ξένες περιουσίες καί νά καταργήσουν κάθε νομιμότητα. 
Μέ τέτοιους ἀνθρώπους δέν πρόκειται ποτέ νά βελτιωθεῖ ἡ κοινωνία μας. Πάντα θά βαδίζει χωρίς φῶς καί χωρίς προσανατολισμό. Ἡ ἐπικίνδυνη ἀναταραχή δέν θά εἶναι σπάνιο φαινόμενο, γιατί ἁπλούστατα ἡ ἀσυνεννοησία καί ἡ κακοδαιμονία θά ὑπάρχει στίς σχέσεις τῶν...
ἀνθρώπων.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ἀναφερόμενος στίς διάφορες ἐπαναστάσεις καί στούς ἐπαναστάτες, ἐπισημαίνει τά ἑξῆς: «Ἡ μόνη ἐπανάσταση πού κάνει τόν ἄνθρωπο πιό εὐγενικό εἶναι ἡ ἐπανάσταση τοῦ χριστιανισμοῦ. Κάθε ἄλλη ἐπανάσταση κάνει τόν ἄνθρωπο πιό ὠμό ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι. Συγκρίνετε τά πρόσωπα τά ὁποῖα δημιούργησε καί τόνισε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπανάσταση στόν κόσμο μέ τά πρόσωπα, πού δημιούργησε ἡ χριστιανική ἐπανάσταση στήν ἱστορία καί θά σᾶς εἶναι ἀμέσως ὀφθαλμοφανής ἡ ἀνωτερότητα καί ἡ εὐγενική ὑπεροχή τῶν τελευταίων σέ σχέση μέ τούς πρώτους. Σχεδόν ὅλες οἱ ἄλλες ἐπαναστάσεις στόχευαν στό νά δημιουργοῦν ἀπό τούς ἀνθρώπους χορτασμένα ζῶα. Μόνο ἡ χριστιανική ἐπανάσταση στόχευε νά δημιουργήσει ἀπό τούς ἀνθρώπους πεινασμένους θεούς. Μακάριοι οἱ πεινασμένοι καί διψασμένοι γιά τή δικαιοσύνη».
Ὁ ἀληθινός χριστιανός εἶναι ὁ ἀθόρυβος, πλήν ἀποτελεσματικός, ἐπαναστάτης. Μέ τήν προσωπική του ζωή καί μέ τήν ὅποια δραστηριότητα, πού μπορεῖ νά ἀναπτύξει, διορθώνει τήν κοινωνία. Μέ τίς ἠθικές του ἀρχές ἐμποδίζει τούς ἀνήθικους, μέ τή δικαιοσύνη του καταπολεμεῖ τήν ἀδικία, μέ τήν ἐλεημοσύνη του περιορίζει τή φτώχεια, μέ τήν ἀγαθοποιΐα του ἀλλάζει τή μορφή τῆς κοινωνίας, μέ τίς θυσίες του ἀφυπνίζει τούς ράθυμους καί ἰδιοτελεῖς καί γενικά ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν κόσμο. Μέ τόν τρόπο αὐτό πετυχαίνει περισσότερα ἀπό ὅσα πετυχαίνει ὁ ἐπαναστάτης τοῦ θορύβου καί τῆς βίας. Ἡ κοινωνία μας ἔχει ἀνάγκη ἀπό χριστιανούς ἐπαναστάτες, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά τή βελτιώσουν.
Ὀρθόδοξος Τύπος, 1/5/2015

το είδαμε εδώ

Συμβουλή σὲ νιόπαντρη γυναίκα

 ( Ἐπιστολή τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μέ τήν ὁποία ἐφοδιάζει τό πνευματικό του παιδί Ὀλυμπιάδα μέ συμβουλές γιά τόν γάμο της. Ἐξαίρετες συμβουλές μιᾶς φωτισμένης συνείδησης ἀλλά καί κείμενο ἰδιαίτερης ποιμαντικῆς ἀξίας)
ΑΓ. ΖΩΝΗ




    «Κόρη μου, στοὺς γάμους σου ἐγὼ ὁ πνευματικός σου πατέρας, ὁ Γρηγόριος, σοῦ κάνω δῶρο τοῦτο τὸ ποίημα. Καὶ εἶναι ὅ,τι καλλίτερο ἡ συμβουλὴ τοῦ πατέρα.
 
Ἄκου λοιπὸν Ὀλυμπιάδα μου:
 
1.  Ξέρω ὅτι θέλεις νὰ εἶσαι πραγματικὴ χριστιανή. Καὶ μιά πραγματικὴ χριστιανὴ πρέπει ὄχι μόνο νὰ εἶναι, ἀλλὰ καὶ νὰ φαίνεται. Γι’ αὐτό, σὲ παρακαλῶ, νὰ προσέξης τὴν ἐξωτερική σου ἐμφάνιση. Νὰ εἶσαι ἁπλή. Τὸ χρυσάφι, δεμένο σὲ πολύτιμες πέτρες, δὲν στολίζει γυναῖκες σὰν καὶ σένα. Πολὺ περισσότερο τὸ βάψιμο. Δὲν ταιριάζει στὸ πρόσωπό σου, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν παραποιῆς καὶ νὰ τὴν ἀλλάζης, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀρέσης. Ξέρε το ὅτι αὐτὸ εἶναι φιλαρέσκεια καὶ νὰ μένης ἁπλὴ στὴν ἐμφάνιση. Τὰ βαρύτιμα καὶ πολυτελῆ φορέματα, ἂς τὰ φοροῦν ἐκεῖνες, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦν ἀνώτερη ζωή, ποὺ δὲν ξέρουν τί θὰ πῆ πνευματικὴ ἀκτινοβολία. Ἐσύ ὅμως ἔβαλες μεγάλους καὶ ὑψηλοὺς στόχους στὴ ζωή σου. Κι αὐτοὶ οἱ στόχοι σοῦ ζητοῦν ὅλη τή φροντίδα κι ὅλη τὴν προσοχή. (...)
 
2.  Μὲ τὸ γάμο, ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη σου νὰ εἶναι φλογερὴ καὶ ἀμείωτη γιὰ κεῖνον, πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Γιὰ κεῖνον, ποὺ ἔγινε τὸ μάτι τῆς ζωῆς σου καὶ σοῦ εὐφραίνει τὴν καρδιά. Κι ἂν καταλάβης πὼς ὁ ἄνδρας σου σὲ ἀγαπάει περισσότερο ἀπ’ ὅσο τὸν ἀγαπᾶς ἐσύ, μὴ κυττάξης νὰ τοῦ πάρης τὸν ἀέρα, κράτα πάντα τὴ θέση πού σοῦ ὁρίζει τὸ Εὐαγγέλιο.
 
3.  Ἐσὺ νὰ ξέρης ὅτι εἶσαι γυναίκα, ἔχεις μεγάλο προορισμό, ἀλλὰ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἡ κεφαλή. Ἄσε τὴν ἀνόητη ἰσότητα τῶν δυὸ φύλων καὶ προσπάθησε νὰ καταλάβης τὰ καθήκοντα τοῦ γάμου. Στὴν ἐφαρμογή τους θὰ δῆς πόση ἀντοχὴ χρειάζεται γιὰ ν’ ἀνταποκριθῆς, ὅπως πρέπει, σ’ αὐτὰ τὰ καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ πόση δύναμη κρύβεται στὸ ἀσθενὲς φύλο.
 
4.  Θὰ ξέρης, πόσο εὔκολα θυμώνουν οἱ ἄνδρες. Εἶναι ἀσυγκράτητοι καὶ μοιάζουν μὲ λιοντάρια. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ γυναίκα πρέπει νὰ εἶναι δυνατότερη καὶ ἀνώτερη. Πρέπει νὰ παίζη τὸ ρόλο τοῦ θηριοδαμαστῆ. Τί κάνει ὁ θηριοδαμαστὴς ὅταν βρυχᾶται τὸ θηρίο; Γίνεται περισσότερο ἤρεμος καὶ μὲ τὴν καλωσύνη καταπραΰνει τὴν ὀργή. Τοῦ μιλάει γλυκὰ καὶ μαλακά, τὸ χαϊδεύει, τὸ περιποιεῖται καὶ πάλι τὸ χαϊδεύει κι ἔτσι τὸ καταπραΰνει (...)
 
5.  Ποτὲ μὴ κατηγορήσης καὶ ἀποπάρης τὸν ἄνδρα σου γιὰ κάτι ποὺ ἔκανε στραβό. Οὔτε πάλι γιὰ τὴν ἀδράνειά του, ἔστω κι ἂν τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἤθελες ἐσύ. Γιατί ὁ διάβολος εἶναι αὐτός, ποὺ μπαίνει ἐμπόδιο στὴν ὁμοψυχία τῶν συζύγων (...)
 
6.  Νὰ ἔχετε κοινὰ τὰ πάντα καὶ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες. Γιατί ὁ γάμος ὅλα σᾶς τὰ ἔκανε κοινά. Κοινὲς καὶ οἱ φροντίδες, γιατί ἔτσι τὸ σπίτι θὰ στεριώση. Νὰ συμβάλλης ἐκφράζοντας τὴ γνώμη σου, ὁ ἄνδρας ὅμως ἂς ἀποφασίζη.
 
7.  Ὅταν τὸν βλέπης λυπημένο, συμμερίσου τὴ λύπη του ἐκείνη τὴν ὥρα. Γιατί εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση στὴ λύπη, ἡ λύπη τῶν φίλων. Ὅμως ἀμέσως νὰ ξαστεριάζη ἡ ὄψη σου καὶ νὰ εἶσαι ἤρεμη χωρὶς ἀγωνία. Ἡ γυναίκα εἶναι τὸ ἀκύμαντο λιμάνι γιὰ τὸ θαλασσοδαρμένο σύζυγο.
 
8.  Νὰ ξέρης ὅτι ἡ παρουσία σου στὸ σπίτι σου εἶναι ἀναντικατάστατη, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσης μ’ ὅλες τὶς φροντίδες τοῦ νοικοκυριοῦ. Νὰ τὸ βλέπης σὰν βασίλειό σου, καὶ νὰ μὴ συχνοβγαίνης ἀπὸ τὸ κατώφλι σου. Ἄφησε τὶς ἔξω δουλειὲς γιὰ τὸν ἄνδρα.
 
9.  Πρόσεχε τὶς συναναστροφές σου. Πρόσεξε τὶς συγκεντρώσεις, ποῦ πηγαίνεις. Μὴ πᾶς σὲ ἄπρεπες συγκεντρώσεις, γιατί εἶναι μεγάλος κίνδυνος γιὰ τὴν ἁγνότητά σου. Αὐτὲς οἱ συναναστροφὲς ἀφαιροῦν τὴν ντροπὴ κι ἂπ’ τὶς ντροπαλές, σμίγουν μάτια μὲ μάτια, κι ὅταν φύγη ἡ ντροπὴ γεννιοῦνται ὅλα τὰ χειρότερα κακὰ («αἰδὼς οἰχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων»). Τὶς σοβαρὲς ὅμως συγκεντρώσεις μὲ συνετοὺς φίλους νὰ τὶς ἐπιζητῆς, γιὰ νὰ ἐντυπώνεται στὸ νοῦ σου ἕνας καλὸς λόγος, ἤ κάποιο ἐλάττωμα νὰ κόψης ἤ νὰ καλλιεργήσης τοὺς δεσμούς σου μὲ ἐκλεκτὲς ψυχές.
    
Μὴ ἐμφανίζεσαι ἀνεξέλεγκτα σὲ ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ στοὺς σώφρονες συγγενεῖς σου, στοὺς ἱερεῖς καὶ σὲ σοβαροὺς νεώτερους ἤ ἡλικιωμένους.

Μὴ συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναῖκες, ποὺ ἔχουν στὸ νοῦ τους στὸ ἔξω, γιὰ ἐπίδειξη. Οὔτε ἀκόμα ἄνδρες εὐσεβεῖς, ποὺ ὁ σύζυγός σου δὲν θέλει στὸ σπίτι, ἂν καὶ σὺ τόσο πολύ τούς ἐκτιμᾶς. Ὑπάρχει γιὰ σένα πιὸ ἀκριβὸ πράγμα ἀπὸ τὸν καλό σου σύζυγο, πού τόσο ἀγαπᾶς;
 
10.  Ἐπαινῶ τὶς γυναῖκες, ποὺ δὲν τὶς ξέρουν οἱ πολλοὶ ἄνδρες. Μὴ τρέχης σὲ τραπέζια κοσμικὰ καὶ ἂς εἶναι γιὰ γάμο ἡ γιὰ γενέθλια. Ἐκεῖ ἀνάβουν ἄνομοι πόθοι, μὲ τοὺς χορούς, τοὺς πήδους καὶ τὰ γέλια, τὴν ψεύτικη εὐχαρίστηση, ποὺ παραπλανεύουν ἀκόμη καὶ τοὺς ἁγνοὺς καὶ σώφρονες. Καὶ ἡ ἁγνότητα εἶναι τόσο λεπτὸ πρᾶγμα! Σὰν τὸ κερὶ στὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου! Ἀπόφευγε ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι σου τὰ κοσμικὰ τραπέζια. Ἂν μπορούσαμε νὰ περιορίσουμε τὶς ὀρέξεις τῆς κοιλιᾶς, θὰ κυριαρχούσαμε στὰ πάθη μας.
 
11.  Κράτα τὴν μορφή σου γαλήνια καὶ μὴ τὴν ἀλλοιώνης οὔτε μὲ μορφασμούς, ὅταν εἶσαι θυμωμένη. Στολίδια τ' αὐτιὰ νἄχουν ὄχι μαργαριτάρια, ἀλλὰ ν’ ἀκοῦν καλὰ λόγια καὶ νὰ βάζουν γιὰ τὰ ἄσχημα λουκέτο στὸ νοῦ. Ἔτσι, εἴτε κλειστὰ εἶναι, εἴτε ἀνοιχτά, ἡ ἀκοὴ θὰ μένη ἁγνή.
 
12.  Ὅσο γιὰ τὰ μάτια, εἶναι κεῖνα, ποὺ δείχνουν ὅλο τὸ ἐσωτερικό της ψυχῆς. Ἂς σταλάζη ἁγνὸ κοκκίνισμα ἡ παρθενικὴ ντροπὴ κάτω ἀπὸ τὰ βλέφαρά σου καὶ ἂς προκαλῆ τὴ σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνὴ ντροπὴ σὲ ὅσους σὲ βλέπουν καὶ σ' αὐτὸν ἀκόμα τὸ σύζυγό σου. Εἶναι πολλὲς φορὲς προτιμότερο, γιὰ πολλὰ πράγματα, νὰ κρατᾶς κλειστὰ τὰ μάτια, χαμηλώνοντας τὸ βλέμμα.
 
13.  Καὶ τώρα στὴ γλώσσα. Θάχης πάντα ἐχθρὸ τὸν ἄνδρα σου, ἂν ἔχης γλώσσα ἀχαλίνωτη, ἔστω κι ἂν ἔχης χίλια ἄλλα χαρίσματα. Γλώσσα ἀνόητη βάζει, πολλὲς φορές, σὲ κίνδυνο καὶ τοὺς ἀθώους. Προτίμα κι ὅταν ἀκόμα ἔχης δίκιο, τὴ σιωπή. Εἶναι προτιμότερη γιὰ νὰ μὴ ριχοκινδυνεύσης νὰ πῆς ἕνα ἄτοπο λόγο. Κι ἂν ἔχης τὴν ἐπιθυμία νὰ λὲς πολλά, τὸ καλλίτερο εἶναι νὰ σωπαίνης.
Πρόσεχε ἀκόμα καὶ τὸ βάδισμά σου. Μετράει στὴ σωφροσύνη.
 
14.  Καὶ τοῦτο πρόσεξε καὶ ἄκουσε: Μὴν ἔχης ἀδάμαστη σαρκικὴ ὁρμή. Πεῖσε καὶ τὸν ἄνδρα σου νὰ σέβεται τὶς ἱερὲς ἡμέρες. Γιατί οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. (...)
 
15.  Ἂν ἀπὸ μένα τὸν γέροντα πῆρες κάποιο λόγο πνευματικό, σοῦ συνιστῶ νὰ τὸν φυλάξης στὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Ἔτσι μὲ ὅτι πῆρες ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουσες καὶ μὲ τὴν ἠθική σου ἀνωτερότητα, θὰ θεραπεύσης τὸν ἐξαίρετο σύζυγό σου καὶ περίφημο πολιτικὸ ἄνδρα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια.
 
16.  Αὐτὸ τώρα τὸ παρὸν δῶρο, κειμήλιο σοῦ προσφέρω. Ἂν θέλης πάλι νὰ σοῦ εὐχηθῶ καὶ τὸ καλλίτερο, σοῦ εὔχομαι νὰ γίνης ἀμπέλι πολύκαρπο, μὲ τέκνα τέκνων, γιὰ νὰ δοξάζεται ἀπὸ περισσότερους ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὁποῖον γεννιόμαστε καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖον πρέπει ἀπ' αὐτὴ τὴ ζωὴ νὰ ὁδεύουμε».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...