Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 31, 2013

Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου




Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, γεννημένος τό 330μ.Χ. στή Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς μέ δυνατό χριστιανικό φρόνημα, ἔμελλε νά γίνει Μέγας πνευματικός διδάσκαλος καί κορυφαῖος θεολόγος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ χριστιανική του ἀνατροφή καί ἡ πνευματική του πορεία τόν ὁδήγησαν στήν Θεία θεωρεία τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, καί στήν αὐστηρή ἀσκητική ζωή, παράλληλα μέ τό ποιμαντικό, παιδαγωγικό καί φιλανθρωπικό του ἔργο.

Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν καθηγητής ρητορικῆς στή Νεοκαισάρεια καί ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια ἀπόγονος οἰκογένειας Ρωμαίων ἀξιωματούχων. Στήν οἰκογένεια ἐκτός ἀπό τό Βασίλειο ὑπῆρχαν ἄλλα ὀκτώ παιδιά. Μεταξύ αὐτῶν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ἀσκητής καί θαυματουργός, ἡ Ὁσία Μακρίνα καί ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Σεβαστείας.

Τά πρῶτα γράμματα, τοῦ τά δίδαξε ὁ πατέρας του. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, στήν Κωνσταντινούπολη καί στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ σπούδασε γεωμετρία, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ἰατρική, ρητορική καί γραμματική. Οἱ σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Ἡ ἀσκητική του ζωή ξεκίνησε ἤδη ἀπό τά χρόνια ὁποῦ φοιτοῦσε στήν Ἀθήνα. Ὁ σοφός δάσκαλός του Εὔβουλος ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν αὐστηρή νηστεία, τοῦ Ἁγίου, καί μετά τήν παραίνεσή του, λέγεται ὅτι ἔγινε Χριστιανός.

Συμφοιτητές του ἦταν καί δύο νέοι πού ἔμελλε νά διαδραματίσουν σπουδαῖο ρόλο στήν ἱστορία. Ὁ ἕνας, φωτεινό ὁ Ἅγιος καί Μέγας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καί ὁ ἄλλος μελανό στόν ἀντίποδα, προδότης τοῦ Ἰησοῦ, εἰδωλολάτρης καί διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης. Κατά τήν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐτῶν, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀνέπτυξαν μεγάλη καί ἰσχυρή φιλία. Ταυτόχρονα μέ τίς σπουδές τους, εἶχαν ἱεραποστολική δράση. Διοργάνωναν χριστιανικές συγκεντρώσεις, στίς ὁποῖες ἀνέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ἵδρυσαν ἐπίσης καί τόν πρῶτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.

Ἐπέστρεψε στήν Καισαρεία τό καλοκαίρι τοῦ 356μ.Χ. καί συνεχίζοντας τήν παράδοση τοῦ πατέρα του, ἔγινε καθηγητής τῆς ρητορικῆς. Τό 358 μ.Χ. ἐπηρεασμένος ἀπό τό θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ του μοναχοῦ Ναυκρατίου, καθώς καί μέ τήν παρότρυνση τῆς ἀδερφῆς του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, καί ἀποφασίζει νά ἀφιερώσει τόν ἑαυτό του στήν ἀσκητική πολιτεία. Ἀποσύρθηκε λοιπόν σέ ἕνα κτῆμα τῆς οἰκογενείας του στόν Πόντο. Χαρακτηριστικό τῆς μεγαλοψυχίας του εἶναι, ὅτι μετά τήν βάπτισή του δώρισε στούς φτωχούς καί στήν ἐκκλησία τό μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του. Τό φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους ξεκινᾶ ἕνα ὁδοιπορικό σέ γνωστά κέντρα ἀσκητισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καί Μεσοποταμία, ἐπιθυμώντας νά συναντήσει πολλούς ἀσκητές καί μοναχούς γιά νά γνωρίσει τόν τρόπο ζωῆς τους. Ὅταν γύρισε στό Πόντο ἀπό τό ταξίδι αὐτό, μοίρασε καί τήν ὑπόλοιπη περιουσία του καί ἀποσύρθηκε στό κτῆμα του ἐπιθυμώντας νά ζήσει πλέον ὡς μοναχός. Ἐκεῖ ἔγραψε τούς: «Κανονισμούς διά τόν Μοναχικόν βίον», κανόνες πού ρυθμίζουν τήν ζωή στά μοναστήρια μέχρι τίς μέρες μας. Μέ τήν ὑψηλή του κατάρτιση στήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί τόν ἀσκητικό, θαυμαστό του βίο, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἐξαπλώθηκε μέ τόν καιρό σέ ὅλη τήν Καππαδοκία. Ἔτσι καί ὁ Μητροπολίτης τῆς Καισαρείας Εὐσέβιος πραγματοποιώντας τήν Θεία Βούληση ἀλλά καί αὐτή τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς, χειροτόνησε τό 364 μ.Χ. τόν Ἅγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Τό 370 μ.Χ., μετά τόν θάνατο τοῦ Εὐσεβίου καί σέ ἡλικία 41 ἐτῶν, τόν διαδέχθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος στήν ἐπισκοπική ἕδρα, μέ τή συνδρομή τοῦ Εὐσεβίου ἐπισκόπου Σαμοσάτων καί τοῦ Γρηγορίου ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ. Ἐπίσκοπος πλέον, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀντιμετώπισε τήν προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορα Οὐάλη νά ἐπιβάλει τόν Ὁμοιανισμό (ρεῦμα τοῦ Ἀρειανισμοῦ), ἐπικοινωνώντας μέσω ἐπιστολῶν μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καί τόν Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στόν τόπο του, στήν περιφέρεια τῆς δικῆς του ποιμαντικῆς εὐθύνης εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τήν ἔντονη παρουσία τοῦ ἀρειανικοῦ στοιχείου καί ἄλλων κακοδοξιῶν. Ἀπό τίς ἐπιστολές του φαίνονται οἱ προσπάθειες πού κατέβαλε γιά τήν καταπολέμηση τῆς σιμωνίας τῶν ἐπισκόπων, γιά τήν ἀνάδειξη ἄξιων κληρικῶν στό ἱερατεῖο, καθώς καί γιά τήν πιστή ἐφαρμογή τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπό ὅλους τοὺς πιστούς καί φανερώνεται ἐπίσης ἡ ποιμαντική φροντίδα στά ἀποκομμένα καί περιθωριοποιημένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν οἰκουμενική Ἐκκλησία ὁ Μέγας Βασίλειος οὐσιαστικά ἀναλαμβάνει τά πνευματικά ἡνία ἀπό τό Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος γηραιός πλέον, ἀποσύρεται ἀπό τήν ἐνεργό δράση. Ἐργάζεται συνεχῶς γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ὀρθόδοξων χριστιανικῶν ἀρχῶν καί ὑπερασπίζεται μέ σθένος τό δογματικό προσανατολισμό τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, βοηθοῦσε πάντοτε τούς ἀδικημένους καί κουρασμένους, τούς πεινασμένους καί τούς ἀρρώστους, ἀνεξάρτητα ἀπό τό γένος, τή φυλή καί τό θρήσκευμα. Ἔτσι τό ὅραμά του τό ἔκανε πραγματικότητα ἱδρύοντας ἕνα πρότυπο καί γιά τίς μέρες μας κοινωνικό καί φιλανθρωπικό σύστημα, τή «Βασιλειάδα». Ἕνα ἵδρυμα πού λειτουργοῦσε νοσοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο καί ξενώνας γιά τήν φροντίδα καί ἰατρική περίθαλψη τῶν φτωχῶν ἀρρώστων καί ξένων. Τίς ὑπηρεσίες του τίς πρόσφερε τό ἵδρυμα δωρεάν σέ ὅποιον τίς εἶχε ἀνάγκη. Τό προσωπικό τοῦ ἱδρύματος αὐτοῦ ἦταν ἐθελοντές πού προσφέρανε τήν ἐργασία γιά τό καλό τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἦταν ἕνα πρότυπο καί σέ ἄλλες ἐπισκοπές καί στούς πλουσίους ἕνα μάθημα νά διαθέτουν τόν πλοῦτο τους μέ ἕνα ἀληθινά χριστιανικό τρόπο. Πραγματικά εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ ἡ ἔμπνευση πού εἶχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. νά ἱδρύσει καί νά λειτουργήσει ἕνα τέτοιο ἵδρυμα - πρότυπο.

Καταπονημένος ἀπό τήν μεγάλη δράση πού ἀνέπτυξε σέ τόσους πολλούς τομεῖς, ἐναντίον τῶν διαφόρων κακοδοξιῶν καί εἰδικά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, μή διστάζοντας πολλές φορές νά ἀντιταχθεῖ μέ τήν ἑκάστοτε πολιτική ἐξουσία, μέ ὅπλα του τήν πίστη καί τήν προσευχή, μέ τά κηρύγματα καί τούς λόγους του, μέ τά πολλά ἀσκητικά καί παιδαγωγικά συγγράμματα, καθώς καί τήν ἀσκητική ζωή του ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας παραδίδει τό πνεῦμα στό Θεό τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 379 μ.Χ. σέ ἡλικία 49 ἐτῶν. Ὁ θάνατός του βυθίζει στό πένθος ὄχι μόνο τό ποίμνιό του ἀλλά καί ὅλο τό χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς. Στήν κηδεία του συμμετέχει καί ἕνα πλῆθος ἀνομοιογενές ἀπό ἄποψη θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς διαφοροποιήσεως. Τό ὑψηλῆς σημασίας θεολογικό καί δογματικό του ἔργο καθώς καί ἡ λειτουργική καί πρωτότυπη ἀνθρωπιστική του δράση, εἶναι ἡ μεγάλη παρακαταθήκη πού μᾶς ἄφησε. Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία τήν 1ην Ἰανουαρίου. Ἀπό τό 1081 μ.Χ. ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης Ἰωάννης Μαυρόπους (ὁ ἀπό Εὐχαϊτῶν) θέσπισε ἕναν κοινό ἑορτασμό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στίς 30 Ἰανουαρίου, ὡς προστατῶν τῶν γραμμάτων καί τῆς παιδείας.

Μέ σοφία, στό ἀπολυτίκιο του ἀναφέρεται ἡ φράση «... τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας...». Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στόν Ἐπιτάφιο γιά τόν καλό καί Μέγα φίλο του Ἅγιο Βασίλειο, ἀποδίδει σ' αὐτόν, μέ τήν ποιητική καί βαθιά στοχαστική ματιά του, τό χαρακτηρισμό «παιδαγωγός τῆς νεότητος»

Ὁ Μ. Βασίλειος, ἐκτός τῶν ἄλλων θαυμάσιων καί Θείας ἐμπνεύσεως ἔργων του, ἔγραψε καί τήν ἐκτενή καί κατανυκτική Θεία Λειτουργία, πού, μετά τήν ἐπικράτηση τῆς συντομότερης Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τελεῖται 10 φορές τό χρόνο:
τήν 1η Ἰανουαρίου (ὅπου γιορτάζεται καί ἡ μνήμη του),
τίς πρῶτες πέντε Κυριακές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς,
τίς παραμονές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων,
τήν Μ. Πέμπτη καί τό Μ. Σάββατο.


Λίγα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου
Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης

Ὅταν ὁ Ἰουλιανός ὁ παραβάτης, ὁ ἀσεβής καί διώκτης τῶν Χριστιανῶν, θέλησε νά πάει στήν Περσία νά πολεμήσει πέρασε κοντά ἀπό τήν Καισαρεία. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος γνωρίζοντάς τον ἀπό τήν Ἀθήνα ὅπου ἦταν συμφοιτητές πῆγε μαζί μέ τόν λαό νά τόν τιμήσει. Ὁ Ἰουλιανός ἀπαίτησε νά τοῦ δωρίσει, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος δέν εἶχε τίποτε ἄλλο, τρεῖς ἀπό τούς κριθαρένιους ἄρτους του. Ὁ Ἅγιος τό ἔκανε καί ὁ Ἰουλιανός διέταξε τούς ὑπηρέτες νά ἀνταμείψουν τή δωρεά καί νά δώσουν χόρτο ἀπό τό λειβάδι. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος βλέποντας τήν καταφρόνηση τοῦ βασιλιᾶ τοῦ εἶπε «ἐμεῖς, βασιλιᾶ ὅτι μᾶς ζήτησες ἀπό κεῖνο πού τρῶμε σοῦ τό προσφέραμε κι ἐσύ μᾶς ἀντάμειψες ἀπό κεῖνο πού τρῶς». Τότε ὁ Ἰουλιανός θύμωσε πάρα πολύ καί ἀπείλησε, ὅτι ὅταν θά ἐπιστρέψει ἀπό τήν Περσία νικητής, θά κάψει τήν πόλη καί τόν λαό θά τούς πάρει δούλους. Ὅσο γιά τόν ἴδιο τόν Ἅγιο Βασίλειο θά τόν ἀνταμείψει ὅπως πρέπει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὅταν πῆγε στήν πόλη ζήτησε ἀπό τό λαό νά μαζέψουν ὅτι πολύτιμο εἶχαν καί νά τό ἀποθηκεύσουν κάπου ἕως ὅτου ἐπιστρέψει ὁ φιλοχρήματος Ἰουλιανός γιά νά τοῦ τό προσφέρουν. Ἴσως κι ἔτσι κατευνάσουν τήν ὀργή του.

Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐπιστρέφει ὁ ἄφρων βασιλιάς, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ζήτησε ἀπό τούς πολίτες νά προσευχηθοῦν καί νά νηστεύσουν τρεῖς μέρες. Μετά ὅλοι μαζί ἀνέβηκαν στό δίδυμον ὄρος τῆς Καισαρείας ὅπου στή μία ἀπό τίς δύο κορυφές ἦταν ὁ ναός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐκεῖ προσευχόμενος ὁ Ἅγιος εἶδε σέ ὀπτασία, μία μεγάλη οὐράνια στρατιά, νά κυκλώνει τό ὄρος καί στή μέση νά κάθεται σέ θρόνο μία γυναίκα (ἡ Παναγία) καί νά δοξάζεται, ἡ ὁποία γυναίκα εἶπε στούς ἀγγέλους νά τῆς φέρουν τόν Μερκούριο γιά νά φονεύσει τόν Ἰουλιανό, τόν ἐχθρό του υἱοῦ της. Ἔπειτα εἶδε τόν Μάρτυρα Μερκούριο νά φθάνει ὁπλισμένος μπροστά στήν βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων κι ὅταν ἐκείνη τόν πρόσταξε αὐτός νά φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τόν Ἅγιο Βασίλειο καί τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο πού ἦταν γραμμένη ὅλη ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως κι ἔπειτα τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου ἦταν ἡ ἐπιγραφή «Εἶπε» καί στό τέλος τοῦ βιβλίου ἐκεῖ πού ἔγραφε γιά τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ ἐπιγραφή «Τέλος». Μόλις εἶδε τήν ὀπτασία αὐτή ὁ Ἅγιος ξύπνησε.

Τό νόημα τῆς ὀπτασίας τοῦ βιβλίου, ἦταν ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔγραψε, ὄντως, ἑρμηνεία στήν Ἑξαήμερον τοῦ Μωϋσέως στήν ὁποία διηγεῖται, πῶς ὁ Θεός ἐποίησε τόν οὐρανό, τήν γῆ, τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τή θάλασσα, τά ζῶα καί ὅλα τά αἰσθητά κτίσματα. Ὅταν ὅμως, ἔμελλε νά γράψει καί γιά τήν ἕβδομη ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, τότε ὁ Μέγας αὐτός Ἅγιος ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στή γῆ καί πῆγε στούς οὐρανούς νά συναντήσει τόν Κύριόν του πού μέ δύναμη ἀγάπησε καί πού γι' Αὐτόν μέσα σέ πολύ σύντομο διάστημα πού ἔζησε ἔπραξε τόσα πολλά καί τόσο μεγάλα. Τό ἔργο του συμπλήρωσε κατόπιν ὁ ἀδελφός του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νύσσης, πού ἔγραψε γιά τήν ἕβδομη ἡμέρα τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν ὁ Ἅγιος εἶδε τήν ὀπτασία, πῆγε στήν πόλη μέ μερικούς κληρικούς, στό Ναό τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, ὅπου μή βρίσκοντας τό λείψανο τοῦ Ἁγίου καί τά ὅπλα του πού φυλάσσονταν στόν Ναό ἕναν αἰώνα ἀφότου μαρτύρησε ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Βαλεριανοῦ καί Βαλερίου, κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ κι ἔτρεξε ἀμέσως στό λαό νά τούς εἰδοποιήσει ὅτι ὁ ἄφρων Ἰουλιανός φονεύθηκε.

Βλέποντας τό θαῦμα οἱ Χριστιανοί καί τήν παρρησία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου δέν θέλησαν νά πάρουν πίσω τήν περιουσία πού εἶχαν ἀποθηκεύσει γιά τόν τύραννο Ἰουλιανό. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀφοῦ τούς ἐπαίνεσε γιά τήν πράξη τους, τό ἕνα τρίτο τοῦ ποσοῦ τούς τό ἔδωσε καί τά ὑπόλοιπο ποσό τό διέθεσε γιά νά κτίσουν πτωχοτροφεῖα, ξενοδοχεῖα, νοσοκομεῖα, γηροτροφεῖα καί ὀρφανοτροφεῖα.


Οὐάλης

Μετά τόν Ἰουλιανό τόν παραβάτη, βασίλευσε ὁ θεοσεβής Ἰοβιανός μόνο γιά ἕνα χρόνο καί κατόπιν τή βασιλεία παρέλαβαν ὁ Οὐαλεντιανός καί ὁ ἀδελφός του Οὐάλης πού ἦταν αἱρετικός, ὀπαδός τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὁ Οὐάλης ἀφοῦ πῆρε μέ τό μέρος του ὅλους τοὺς ἐπισκόπους, θέλησε νά κάμψει καί τόν Μέγα Βασίλειο πού ἔμαθε ὅτι ἦταν ἀνένδοτος. Ἔστειλε δύο δικούς του ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέ ἀπειλές προσπάθησαν νά ἀποδεχθεῖ ὁ Ἅγιος τίς αἱρετικές καί βλάσφημες δοξασίες τοῦ Ἀρείου. Ὁ ἕνας, μάλιστα ὁ ἄρχοντας Μόδεστος ἀφοῦ γύρισε ἄπραγος στόν βασιλιά τοῦ εἶπε ὅτι, εὐκολότερο εἶναι νά μαλακώσει κανείς τό σίδηρο παρά τήν γνώμη τοῦ Βασιλείου. Ἀκούγοντας αὐτά ὁ βασιλιάς Οὐάλης θέλησε νά πάει ὁ ἴδιος στόν Μέγα Βασίλειο. Αὐτό καί ἔκανε. Ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῶν Θεοφανείων, ὅταν ἔφθασε ὁ βασιλιάς στόν Ναό. Ἐκεῖ εἶδε τήν τάξη καί τήν ἡσυχία τῶν Χριστιανῶν πού παρακολουθοῦσαν, τόν Ἅγιο Βασίλειο νά τούς διδάσκει, σεμνός, ἀπέριττος, μέ λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία καί χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ βασιλιάς ἔδειξε νά μετανιώνει κι ἀφοῦ μίλησε μέ τόν Ἅγιο, ἔφυγε.

Οἱ Ἀρειανοί Ἀρχιερεῖς, ὅμως καί πάλι μετέβαλαν τή γνώμη τοῦ βασιλιᾶ καί τόν ἔπεισαν νά ἐξορίσει τόν Ἅγιο. Ὅρισε τότε ὁ βασιλιάς νά συντάξουν ἕνα κείμενο μέ τήν ἀπόφαση τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου. ‘Ομως, βλέποντας ὅτι τό χέρι ἐκείνου πού θά ἔγραφε τήν ἀπόφαση τῆς ἐξορίας, ξεράθηκε καί τό ἴδιο του τό παιδί ἀρρώστησε βαριά, κάλεσε τόν Ἅγιο νά προσευχηθεῖ. Καί κεῖνος μόνο πού εἶδε τό παιδί τό ἴασε. Καί τόν Μόδεστο, ἀκόμη γιάτρευσε πού καί κεῖνος κινδύνευε νά πεθάνει. Αὐτά εἶδε ὁ βασιλιάς καί γύρισε στό θρόνο του.

Ὁ βασιλιάς Οὐάλης ἀργότερα, θέλησε νά χωρίσει τήν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας σέ δύο ἐπαρχίες, μέ ἕδρα τήν Καισάρεια στή μία καί τά Τύανα στήν ἄλλη. Οἱ ἐπίσκοποι αἱρετικοί ὅπως ἦταν βρῆκαν εὐκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικοῦσαν μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο νά χωρίσουν καί τίς Μητροπόλεις σέ δύο, ὁρίζοντας δική τους Μητροπολίτη στά Τύανα. Τότε ὁ Ἅγιος μέ ταπείνωση τούς εἶπε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ὑποχρέωση νά ἀκολουθεῖ τήν βασιλεία, ἀλλά ἡ βασιλεία τήν Ἐκκλησία, οὔτε εἶναι πρέπον νά χωρίζουν οἱ Μητροπολίτες, οἱ μιμητές τοῦ Χριστοῦ ἐπειδή χώρισαν οἱ ἔπαρχοι. Δέν τόν ἄκουσαν ὅμως οἱ ἐπίσκοποι καί ὅρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Ἄνθιμον. Κι ὄχι μόνο αὐτό ἀλλά ἔκλεψαν καί κάποια κτήματα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ὀρέστου πού ἦταν στή δικαιοδοσία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ὁ Ἅγιος ὡς μιμητής Χριστοῦ, εἰρήνευσε καί ἀρκέσθηκε στήν ἐπαρχία τῆς Καισαρείας. Βλέποντας ὁ Θεός τήν ὑπομονή του, σύντομα τιμώρησε τόν Μητροπολίτη Τυάνων Ἄνθιμον καί ἑνώθηκαν καί πάλι οἱ ἐπαρχίες. Τότε εἶναι καθώς λένε ὅτι χειροτόνησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο Ἐπίσκοπο στά Σάσιμα.

Ἀργότερα πάλι, μέ περίσσιο θράσος οἱ Ἀρειανοί ἐπίσκοποι καί μέ τήν ἄδεια τοῦ βασιλιᾶ Οὐάλη ἐκδίωξαν τόν Ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα τῆς Νίκαιας καί τούς Χριστιανούς τῆς πόλης καί κατέλαβαν τόν Μητροπολιτικό Ναό. Τότε ἔδρασε γι' ἄλλη μιὰ φορά ὁ Μέγας αὐτός Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀφοῦ πῆρε τήν ἄδεια τοῦ βασιλιᾶ νά διευθετήσει ὅπως αὐτός ἤθελε μέ τόν τρόπο του, ἀρκεῖ νά εἶναι δίκαιος καί γιά τά δύο μέρη, ἔφθασε στή Νίκαια καί εἶπε νά σφραγίσουν τόν Ναό καί οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ Ἀρειανοί καί ἀφοῦ προσευχηθοῦν πρῶτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου, ἐάν ἀνοίξουν οἱ πύλες νά πάρουν αὐτοί τόν Ναό, ἐάν ὅμως ὄχι νά προσευχηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἐάν ἀνοίξουν οἱ πύλες νά τούς δοθεῖ καί πάλι ὁ Ναός ἐάν ὄχι νά πάει στούς Ἀρειανούς. Συμφώνησαν ὅλοι καί περισσότερο οἱ Ἀρειανοί ἀφοῦ πλεονεκτοῦσαν στή περίπτωση πού δέν ἄνοιγαν οἱ πύλες. Ἔτσι κι ἔγινε. Προσευχήθηκαν πρῶτα οἱ Ἀρειανοί, γιά τρεῖς ἡμέρες. Πῶς νά τούς ἀκούσει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτοί τόν ὑβρίζουν; Οἱ πύλες καί βέβαια ἔμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι μέ τόν Ἅγιο Βασίλειο στό Ναό τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, πού ἦταν κοντά στόν Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Βασίλειος μέ ὅλο τό πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πῆγαν στό Μητροπολιτικό Ναό καί ὅταν ἀκούσθηκε ὁ Μέγας Βασίλειος νά λέει «Εὐλογητός ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων», ἔσπασαν οἱ μοχλοί καί οἱ κλειδαριές καί οἱ πύλες ἄνοιξαν. Μετά ἀπό αὐτό τό θαῦμα ὁ Ναός ἐπανῆλθε στούς Ὀρθοδόξους καί πολλοί ἀπό τούς πιστούς τοῦ Ἀρείου ἔγιναν Ὀρθόδοξοι.


Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος

Μαθαίνοντας ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει ποιός εἶναι ὁ Ἅγιος. Εἶδε τότε στήλη πυρός πού ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό καί ἄκουσε μία φωνή νά λέει «Ἐφραίμ, Ἐφραίμ, καθώς τήν πυρίνην ταύτην στήλην, τοιοῦτος εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος». Τότε γρήγορα ἔφυγε ἀπό τήν ἔρημο παίρνοντας μαζί του ἕνα διερμηνέα πού νά μιλάει τήν Ἑλληνική καί Συριακή γλώσσα καί πῆγε νά βρεῖ τόν Ἅγιο Βασίλειο. Ἔφθασε τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, ὅταν τήν ὥρα ἐκείνη λειτουργοῦσε ὁ Μέγας Βασίλειος καί βλέποντας ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ τά λαμπρά καί πολύτιμα ἄμφια τά ὁποῖα φοροῦσε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, θέλησε νά φύγει γιατί νόμιζε ὅτι μάταια πῆγε. Τότε ἔστειλε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἕνα διάκονο νά βρεῖ στή δυτική πύλη τόν Ὅσιο Ἐφραίμ καί νά τόν φέρει στό ἱερό. Ὁ Ὅσιος δέν θέλησε νά πάει λέγοντας στόν διάκονο, ὅτι μᾶλλον πλανήθηκε ὁ Ἀρχιερέας, γιατί αὐτοί εἶναι ξένοι. Ἔστειλε πάλι τόν διάκονο ὁ Ἅγιος Βασίλειος λέγοντάς του νά τοῦ πεῖ «Κύριε Ἐφραίμ, ἐλθέ εἰς τό Ἅγιον Βῆμα, διότι σέ καλεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε ἔτσι ὁ Ὅσιος ὅτι στήλη πυρός ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος καί πῆγε στό Ἅγιο Βῆμα καί ἀφοῦ τόν ἀσπάσθηκε συνομίλησε μαζί του γιά πνευματικά θέματα καί θεία νοήματα.

Μία χάρη σοῦ ζητῶ, Ἅγιε Δέσποτα τοῦ εἶπε μέσω τοῦ διερμηνέα του ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, νά προσευχηθεῖς στόν Κύριό μας νά μοῦ χαρίσει τό Πανάγιο Πνεῦμα τήν δύναμη νά μιλήσω Ἑλληνικά. Προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος μαζί μέ τόν Ὅσιο Ἐφραίμ καί νά τό θαῦμα. Ὁ Ὅσιος πραγματικά μίλησε Ἑλληνικά. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐχειροτόνησε τόν Ὅσιο Ἐφραίμ Ἱερέα καί τόν διερμηνέα του Διάκονο.


Μιμητής Χριστοῦ

Ὅταν κάποτε παρατήρησε τόν τοπικό ἄρχοντα γιά μία ἀδικία πού ἔκανε σέ μία χήρα γυναίκα, κι ἀφοῦ ὁ ἄρχοντας δέν συμμορφώθηκε, ἀναγκάσθηκε ὁ Ἅγιος νά τοῦ πεῖ, ὅτι ὅπως ἔμενε ἀσυγκίνητος στίς ἐκκλήσεις αὐτῆς τῆς ἀδικημένης γυναίκας ἔτσι κάποιοι θά μένουν ἀσυγκίνητοι ὅταν αὐτός ὁ ἴδιος θά ἔχει τήν ἀνάγκη τους. Ἔτσι ἔγινε ὅταν ὁ βασιλιάς τοῦ ἔδειξε τήν ὀργή του, ὁδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οἱ στρατιῶτες του στίς πόλεις γιά νά πληρώσει τίς ἀδικίες πού εἶχε κάνει. Τότε κατάλαβε τήν πρόρρηση τοῦ ἁγίου καί παρακάλεσε τόν Ἅγιο Βασίλειο καί τόν Θεό νά τόν λυπηθεῖ. Ὁ ἀμνησίκακος Ἅγιος προσευχόμενος στόν Θεό καί μόνο μέ τήν εὐχή του ἠρέμησε τό βασιλιᾶ καί μετά ἀπό ἕξι μέρες ἀφ' ὅτου ὁ δυστυχής ἄρχοντας παρακάλεσε τόν Ἅγιο Βασίλειο ἔφθασε γράμμα ἀπό τό βασιλιᾶ ὅπου τόν ἐλευθέρωνε. Μ' αὐτό τόν τρόπο συνετίσθηκε ὁ ἄρχοντας κι ἀναγνώρισε τήν καλωσύνη τοῦ Ἁγίου τόν ὁποῖο κι εὐχαρίσθησε. Καί στή γυναίκα πού εἶχε ἀδικήσει ἔδωσε διπλάσιο τό ποσό.

Πρός τό τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας του, καθώς μετέβαινε στήν Ἐκκλησία, μία ἁμαρτωλή γυναίκα ἔπεσε στά πόδια του ρίχνοντας ἕνα γράμμα στό ὁποῖο ἔγραψε τίς ἁμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν ἡ ἴδια νά τίς ξεστομίσει καί κλαίγοντας παρακαλοῦσε τόν Ἅγιο νά τό διαβάσει καί νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες της. Ὁ Ἅγιος τήν παρηγόρησε, καί εἶπε ὅτι μόνο ὁ Κύριος συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, ὅπως ἦταν, κρατοῦσε τό γράμμα σ' ὅλη τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας. Στό τέλος κάλεσε τή γυναίκα καί τῆς ἐπέστρεψε τό γράμμα. Ἐκείνη μόλις τό ἄνοιξε δέν βρῆκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ἕνα σημεῖο ὅπου ἀναφέρει ἕνα θανάσιμο ἁμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τόν παρακαλοῦσε νά τήν λυπηθεῖ καί νά προσευχηθεῖ καί πάλι στό Θεό νά τή συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τότε τῆς εἶπε νά πάει ἀμέσως στήν ἔρημο νά βρεῖ τόν Ὅσιο Ἐφραίμ καί νά δεηθεῖ αὐτός, στόν Θεό γιά τό ἁμάρτημά της. Ἡ γυναίκα χωρίς νά χρονοτριβήσει μέ τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου πῆγε ἀμέσως στήν ἔρημο. Ἐκεῖ βρῆκε τόν Ὅσιο Ἐφραίμ κι ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκε τήν ἱστορία της, τόν παρακάλεσε θερμά.

Ὁ Ὅσιος ὅμως τῆς ἀρνήθηκε, λέγοντάς της νά πάει στόν Ἅγιο Βασίλειο ὅπου οἱ δικές του δεήσεις ἔσβησαν τίς ἁμαρτίες της ἔτσι αὐτός πάλι μπορεῖ νά δεηθεῖ στόν Κύριο καί γιά τή μία ἁμαρτία πού ἔμεινε. Νά τό κάνει σύντομα ὅμως γιατί ὁ Ἅγιος σέ λίγο πεθαίνει. Ἐκείνη μόλις τό ἄκουσε ἔφυγε τρέχοντας νά προλάβει ζωντανό τόν Ἅγιο. Ὅταν ἔφθασε, ὅμως ἡ δύστυχη βρῆκε τό φέρετρό του καί πλῆθος κόσμου πάνω του. Ἔκλαιγε καί φώναζε, ρίχνοντας τό γράμμα στά πόδια τοῦ Ἁγίου εἶπε σέ ὅλους τήν ἱστορία. Κλαίγοντας ἔλεγε ὅτι ὁ Ἅγιος μποροῦσε νά δεηθεῖ καί γι' αὐτή τήν ἁμαρτία ἀλλά τήν ἔστειλε σέ ἄλλον. Ἕνας Ἱερέας τότε θέλησε νά δεῖ στό γράμμα γιά ποιά ἁμαρτία μιλοῦσε ἡ γυναίκα. Καί τότε νά τό θαῦμα. Δέν ὑπῆρχε στό γράμμα τίποτε γραμμένο.

Κατά τήν τελευταία μέρα πάλι τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος καί Μέγας Βασίλειος ἔκανε Χριστιανό τόν Ἑβραῖο γιατρό καί φίλο του Ἰωσήφ καθώς καί ὅλη του τήν οἰκογένεια μέ θαυμαστό τρόπο. Ἀφοῦ ὁ γιατρός τόν ἐπισκέφθηκε, ρώτησε ὁ Ἅγιος νά τοῦ πεῖ πόσες ὧρες τοῦ μένουν. Αὐτός πιάνοντας τόν σφυγμό του, τοῦ εἶπε ὅτι μένουν λίγες ὧρες, κι ὅτι στή δύση τοῦ ἡλίου θά πεθάνει. Ὁ Ἅγιος τότε τοῦ εἶπε ὅτι ἄν ζήσει μέχρι τήν ἑπόμενη ἡμέρα τί θά κάνει. Ὁ Ἰωσήφ τοῦ εἶπε ὅτι ἄν συμβεῖ κάτι τέτοιο νά πεθάνει ὁ ἴδιος. Καλά τό λές τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος νά πεθάνεις τήν ἁμαρτία καί νά ζήσεις ἐν Χριστῷ. Δέχθηκε ὁ Ἰωσήφ γιατί ἦταν ἀδύνατο μέ τούς φυσικούς νόμους νά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ὅταν ἔφυγε ὁ Ἑβραῖος, προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος στόν Θεό νά τοῦ παρατείνει τή ζωή καί γιά νά δώσει τήν πραγματική ζωή στό φίλο του Ἰωσήφ καί στήν οἰκογένειά του καί γιά νά προλάβει νά ἔρθει ἐκείνη ἡ δυστυχισμένη γυναίκα, πού ἔστειλε στήν ἔρημο στόν Ὅσιο Ἐφραίμ. Ὁ Θεός ἄκουσε τή δέηση τοῦ ἀγαπημένου δούλου του. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα τό πρωΐ ζήτησε νά τοῦ φέρουν τόν Ἑβραῖο γιατρό. Ἐκεῖνος ἀμέσως πῆγε στό σπίτι τοῦ Ἁγίου νομίζοντας ὅτι θά τόν βρεῖ νεκρό. Βλέποντας ὅμως ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἦταν ζωντανός χωρίς κἄν σφυγμό καί ζωή στίς φλέβες του ἔπεσε στά πόδια του κι ἀναγνώρισε τόν ἀληθινό Θεό καί Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστό. Σέ λίγο ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος βάπτισε τόν Ἰωσήφ μέ τό ὄνομα Ἰωάννη καί ὅλη του τήν οἰκογένεια.

Γύρω στίς δέκα ρώτησε πάλι ὁ Ἅγιος τόν φίλο του «Κύριε Ἰωάννη πότε θά πεθάνω;» κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε «ὅταν ὁρίσεις ἐσύ Δέσποτα»


Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

Κατανοώντας ὁ Ἅγιος Βασίλειος τά προβλήματα πού εἶχαν δημιουργηθεῖ καί στόν κλῆρο καί στό λαό, νά παρακολουθήσουν τήν μακρά Θεία Λειτουργία καί τίς εὐχές πρός τόν Θεό, στήν ὅλη ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, παρακάλεσε τόν Κύριο μέ νηστεία καί προσευχή νά τοῦ φανερώσει τόν τρόπο νά βοηθήσει τούς πιστούς. Ὁ τρόπος, θαυμαστός, ὅπως μόνο σέ ἕναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα καί Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας θά ταιρίαζε. Σέ ὀπτασία, λοιπόν, εἶδε ὁ Ἅγιος, ὁ σοφότατος Βασίλειος, τόν Κύριο μέ τούς Ἀποστόλους, νά τελεῖ τήν Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τίς εὐχές ὄχι ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γραμμένες στή Θεία λειτουργία τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, ἀλλά συντετμημένες μέ τέτοιο τρόπο, ὅπως τίς συνέθεσε κατόπιν ὁ Ἅγιος στή Θεία Λειτουργία του. 

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΕΣ του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου


ΒΑΘΥΤΕΡΟΙ  ΛΟΓΟΙ  ΥΠΟΤΙΜΗΣΗΣ
ΤΗΣ  ΠΑΛΑΙΑΣ  ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ:
ΠΑΛΑΙΑ  ΔΙΑΘΗΚΗ  ΚΑΙ  ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΕΣ
του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου
Ιεροκήρυκα Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης
Εντεταλμένου επί θεμάτων αιρέσεων

Επεξεργασμένο κείμενο ομιλίας σε δύο μέρη που δόθηκαν στις Ιερατικές συνάξεις
 της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης κατά την περίοδο Μαρτίου - Μαΐου 2004.


Η Παλαιά Διαθήκη υποτιμάται και από χριστιανούς και από μη χριστιανούς. Το λάθος βρίσκεται στο ότι την ερμηνεύουμε ιστορικά και ηθικά και όχι θεολογικά με αποτέλεσμα να επέρχεται σύγχυση και σκανδαλισμός. Την υποτιμούμε λοιπόν διότι:
Δεν βλέπουμε σ' αυτήν τον άσαρκο -ακόμη- Ιησού Χριστό.
Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι ένα βιβλίο πού λέει την Ιστορία των Εβραίων, αλλά ένα Ιερότατο βιβλίο πού μιλάει για τον Ιησού Χριστό. Παρουσιάζει τον Χριστό, έχει θεοφάνειές Του, μιλάει για δικαίους, πατριάρχες, προφήτες, πού είχαν θεοπτίες του Ιησού Χριστού, του δευτέρου εκ των προσώπων της Αγίας Τριάδος και αναφέρει τις θεοπτίες τους αυτές. Το να την παρουσιάζουμε να μας μιλάει για ένα Θεό οργισμένο και κεραυνοβολούντα είναι αιρετική απόκλιση μάλιστα γνωστική, μαρκιωνιστική ακριβέστερα, διότι κυρίως οι γνωστικοί μιλούσαν για καλό και κακό Θεό.
Η Παλαιά Διαθήκη λοιπόν είναι βιβλίο δράσεως του Ιησού Χριστού πριν ακόμη σαρκωθεί, ο Όποιος εμφανιζόταν μεταξύ των ανθρώπων ως άσαρκος Υιός του Θεού, σαν να βιαζόταν να λάβει σάρκα και να μας συναντήσει. Καταχρηστικώς βέβαια μιλάμε για Ιησού Χριστό πριν τη σάρκωση Του γιατί «ότε γέγονεν σαρξ ο Λόγος, τότε και ωνομάσθαι λέγομεν αυτόν Χριστόν Ιησούν»10. Στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζεται με την έκφραση «ο άγγελος του Κυρίου» (MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ στο εβραϊκό) ένα μυστηριώδες πρόσωπο, το οποίο παρουσιάζεται ως Θεός και ονομάζεται ενίοτε ρητώς «Γιαχβέ».
Στην παλαιά μελέτη του με τίτλο «MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ», ο καθηγητής Βασίλειος Βέλλας έχοντας υπόψη βασικά πατερικά κείμενα, αποδεικνύει ότι ο εμφανιζόμενος ως άγγελος Κυρίου είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Πατρός11. Αυτός στο (Ήσ. 9,6) ονομάζεται «μεγάλης βουλής άγγελος», στο δε (Μαλ. 3,1) χαρακτηρίζεται ως ο «άγγελος της διαθήκης». «Άγγελος» επειδή μας ανήγγειλε την «πατρικήν βουλήν κατά την αυτού φωνήν» λέει ο Θεοδώρητος12.
Πρόκειται περί προσώπου της Θεότητας αφού το πρόσωπο αυτό ονομάζεται «Γιαχβέ». Ας δούμε το (Γεν. 22,11-12). Ο άγγελος του Κυρίου λέει στον Αβραάμ: «Αβραάμ, ... νυν έγνων ότι φόβη συ τον Θεόν και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι' εμέ». Δηλαδή εδώ ο άγγελος και διακρίνεται από το Θεό αλλά και ταυτίζεται. Μία η ουσία, διαφορετικές οι υποστάσεις. Ο Αβραάμ εδώ λοιπόν είχε θεοπτία! Είδε τον άσαρκο -ακόμη- Υιό του Θεού! Γι' αυτό και ο Κύριος είπε σχετικά μ' αυτό το γεγονός: «Αβραάμ ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και εΐδε και εχάρη»! (Ιωάν. 8,56).
Ο Ιακώβ όταν ετοιμάζεται να φύγει από τη Μεσοποταμία είπε: «είπε μοι ο άγγελος του Θεού καθ' ύπνον, εγώ ειμί ο Θεός, ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού». (Γεν.31,11).
Άλλη θεοφάνεια του αγγέλου του Κυρίου έχουμε στο (Εξ. 3,2-21) οπού ο Μωυσής βρίσκεται ενώπιον της φλεγόμενης και μη καιομένης βάτου: «Ώφθη δε αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός και είπεν: εγώ ειμί ο Θεός του πατρός σου...». Άλλες θεοφάνειες βλ. Ίησ. Ν. 5,13-15, Κριτ. 2,1-5.
Άλλα ενώ οι άγιοι Πατέρες μας ομόφωνα συμφωνούν ότι ο άγγελος του Κυρίου πού εμφανίζεται είναι ο άκτιστος Λόγος του Θεού -άσαρκος- ο Ιερός Αυγουστίνος ερμηνεύει λανθασμένα ότι πρόκειται για κτιστό άγγελο. Το λάθος του είναι ότι δεν έκανε διάκριση ουσίας και ενέργειας στο Θεό κι επομένως αν ο άγγελος ήταν άκτιστος, αυτό θα σήμαινε για τον Ι. Αυγουστίνο φανέρωση της θείας ουσίας, όπερ άτοπον. Η ερμηνεία αυτή αποτελεί τη βάση της θεολογίας των φραγκολατίνων με συνακόλουθη υποτίμηση της Παλαιάς Διαθήκης, αφού αυτή πια ερμηνεύεται ηθικολογικά.
Εμείς οι Ορθόδοξοι την ερμηνεύουμε θεολογικά - χριστολογικά. Λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «Α περί του Πατρός Μωυσής λέγει, Παύλος εις τον Υιόν εκλαμβάνει, πολλήν την ισότητα δεικνύς»13.
Η Παλαιά Διαθήκη στα α' και β' κεφάλαια της Γένεσης μιλάει για το Χριστό ως Δημιουργό του κόσμου, γιατί «πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». (Ίωάν. 1,3) και «εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα». (Κολ. 1,16). Ο προφήτης Βαρούχ πάλι, παρουσιάζοντας το Θεό ως νομοθέτη στο Σινά, λέει: «εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ» και στον επόμενο στίχο: «μετά ταύτα επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (3, 37-38), δηλαδή ο Θεός είναι ο Χριστός μας!
Σχολιάζοντας ο απ. Παύλος το (Εξ. 17,5-6) και (Αριθμ. 20,7-11) οπού ο Μωυσής χτυπάει με τη ράβδο του την πέτρα, τον βράχο και πίνει νερό ο λαός, κάμει χριστολογική ερμηνεία: «έπινον εκ της πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, ή δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α' Κορ. 10,1-4).
Ενώ η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι οι Ισραηλίτες στην έρημο επείρασαν τον Γιαχβέ και περιέπεσαν σε ποικίλους πειρασμούς (Ταλ. 77,18-20), ο απ. Παύλος λέει ότι έπείρασαν τον Χριστό και «υπό των όφεων απώλοντο» (Α' Κορ. 10,1-4). Άρα ο Γιαχβέ είναι ο Χριστός.
Ο Χριστός μας λοιπόν ασάρκως φανερούται στην Παλαιά Διαθήκη και ενσάρκως στην Καινή. Όπως λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «και προ της παρουσίας της ενσάρκου πάντα αυτός (ο Χριστός) ωκονόμει και πάντα αυτός έπραττε, νομοθετών, προνόων, κηδόμενος, ευεργετών»14. Και άλλου: «δυο διαθήκαι και δυο παιδίσκαι και δυο άδελφαί τον ένα Δεσπότην δορυφορούσιν. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλεται, Χριστός εν Καινή κηρύσσεται... ουκ εσβέσθη τα παλαιά, ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή»15. Και άλλου πιο όμορφα: «...και εν τη Παλαιά προηγείται νόμος και ακολουθούσιν προφήται, και εν τη Καινή... προηγείται το Ευαγγέλιο και ακολουθούσιν απόστολοι»16.
Υποτιμούμε λοιπόν εν πρώτοις και οι εντός της Εκκλησίας την Παλαιά Διαθήκη γιατί δεν την ερμηνεύουμε χριστολογικά, κατ επίδραση αυγουστίνεια φραγκολατινική, εκτός πού ερμηνεύουμε νομικά το προπατορικό αμάρτημα όπως οι λατίνοι, σαν ένοχη δηλαδή του Αδάμ η οποία κληρονομείται στους απογόνους του. Συνακόλουθα υποτιμούμε και το λαό της Παλαιάς Διαθήκης.
Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας όμως, οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ήταν φίλοι του Θεού ακόμη και πριν από την καταλλαγή της σταυρικής θυσίας του Χριστού στο Γολγοθά, γιατί το μυστήριο του Σταυρού ενεργείτο και σ' αυτούς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει στην ΙΑ' ομιλία του «Εις τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν»17, ότι φίλοι του Θεού υπήρχαν και πριν το Σταυρό, την καταλλαγή επί του Γολγοθά δηλαδή. Αναφέρει για παράδειγμα ο Δαυίδ: «εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός». Πώς οι προ του Σταυρού είναι φίλοι του Θεού; Με τον ίδιο τρόπο πού ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ομιλεί περί του Αντίχριστου σαν να έχει ήδη έρθει: «και νυν αγαπητοί ο αντίχριστος εν τω κοσμώ εστίν ήδη» (Ιωάν. α' 4,3). Έτσι και ο Σταυρός υπήρχε προγενέστερα (πριν το Γολγοθά).
Η πατερική άποψη λοιπόν λέει ότι υπήρχε σωτηρία και στην Παλαιά Διαθήκη δια του αγγέλου του Θεού. Οι σύγχρονοι του αγίου Χρυσοστόμου πολεμώντας την Παλαιά Διαθήκη έλεγαν γι' αυτήν ότι «ουκ εισάγει εις την βασιλείαν». Ο άγιος ο όποιος δεχόταν τη σωτηρία του προ Χριστού κόσμου δια της Παλαιάς Διαθήκης τους άπαντα: «και ο Λάζαρος δε των μεγάλων επάθλων απολαύων, εν τοις εκείνου (Αβραάμ) κόλποις φαίνεται ενδιαιτώμενος. Και πάντες, όσοι μεθ' υπερβολής έλαμψαν εν τη Παλαιά, δια ταύτης έλαμψαν άπαντες»18. Η εις Άδου Κάθοδος βέβαια του Κυρίου μας, τακτοποίησε τα πάντα.
Άλλα και όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη, για χάρη του Χριστού έγιναν σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά19: «όταν λοιπόν ο Πατήρ είπε από πάνω για τον κατά σάρκα βαπτιζόμενο -ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα (Ματθ. 3,17)- έδειξε ότι όλα εκείνα πού είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, οι νομοθεσίες, οι επαγγελίες, οι υιοθεσίες, ήταν ατελή και δεν ειπώθηκαν και δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το κυρίως θέλημα του Θεού, αλλά απέβλεπαν στον παρόντα σκοπό, στον ίδιο τον Χριστό και με αυτά πού τώρα γίνονται τελειοπούνται και τα παλαιά εκείνα. Μα γιατί περιορίζομαι μόνο στις προφητείες, νομοθεσίες, επαγγελίες, υιοθεσίες; Και η ίδια η δημιουργία του κόσμου, στο Χριστό απέβλεπε, ο οποίος τώρα κάτω βαπτίζεται ως υιός ανθρώπου, από πάνω όμως μαρτυρείται ως μόνος αγαπητός Υιός Θεού από τον οποίο έγιναν τα πάντα και για τον οποίο έγιναν τα πάντα, όπως λέγει και ο Απόστολος (Εβρ. 2,10). Συνεπώς και η εξαρχής δημιουργία του ανθρώπου γι' Αυτόν έγινε, για το Χριστό, και γι' αυτό ο Αδάμ πλάστηκε κατ' εικόνα του Θεού, για να μπορέσει κάποτε να χωρέσει το αρχέτυπο. Άλλα και ο νόμος της υπακοής (με τον καρπό στον Παράδεισο), γι' Αυτόν δόθηκε, πού έκανε τέλεια υπακοή. Αλλιώς δε θα χρειαζόταν ο νόμος της υπακοής στον Παράδεισο, αν δεν επρόκειτο να εφαρμοσθεί ποτέ. Και όλα αυτά πού μετέπειτα ειπώθηκαν από το Θεό κι εκπληρώθηκαν όλα σχεδόν, γι' Αυτόν έγιναν, θα τολμήσω να πω και όλα τα υπερκόσμια, οι άγγελοι και τα αγγελικά τάγματα και οι ουράνιες θεσμοθεσίες έγιναν γι' αυτό το σκοπό, για την κατά σάρκα οικονομία του Θεού Λόγου την οποία υπηρέτησαν από την αρχή ως το τέλος». Δηλαδή με άλλα λόγια, ο άγιος μας λέγει ότι ο Χριστός ως Λόγος του Θεού, είναι η αιτία και ο σκοπός του σύμπαντος κόσμου.
Ο Θεός λοιπόν της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένας Θεός αγάπης. [Ως Κύριος Παντοκράτωρ δεν ανέχεται προσκύνηση άλλου Θεού καθώς ρητά τονίζει στις πρώτες εντολές, εκλαμβάνει δε την απιστία και την ειδωλολατρία ως πορνεία: «αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων» (Σοφ. Σολ. 14,12) και «επόρνευσαν οπίσω θεών» (Α' Παραλ. 5,25). Παραπονείται, παραπικραίνεται, θέλει μπροστά στην υπέρμετρη αγάπη Του προς τον λαό Του ν' ανταποκρίνονται και οι πιστοί με την ανάλογη προς Αυτόν αγάπη. Αυτό είναι το θέλημα Του, η αποκάλυψη του εαυτού Του και η αντίστοιχη ανταπόκριση του ανθρώπου με την τήρηση των εντολών Του, πράγμα πού μέχρι σήμερα ισχύει. Συνεπώς ο Νόμος Του, η Τορά, δεν είναι μία νομικίστικη δικανική αντίληψη οπού ο άνθρωπος υποχρεώνεται να πειθαρχήσει άβουλα και άνευ ορών, αλλά είναι σχέση αγάπης, ελευθερίας και κοινωνίας μαζί Του αφού ο Θεός είναι φύσει καλός. Ο Νόμος έστω και ατελής καθίσταται «παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3,24) και δεν παρερμηνεύεται. Ούτε απορρίπτεται όπως νομίζουν οι Προτεστάντες, ούτε τυποποιείται όπως νομίζουν οι Εβραίοι και οι Παπικοί. Εφαρμογή του Νόμου σημαίνει θεία ζωή και θεοκοινωνία]20.
Είναι γεμάτη σκάνδαλα.
Μερικά απ' αυτά είναι: η διήγηση του Αβραάμ και της Σάρας στην Αίγυπτο (Γεν. 12, 10-20), του Ισαάκ και της Ρεβέκκας στα Γέραρα (Γεν. 20,1-18. 26,1-14), η αιμομιξία του Λωτ με τις θυγατέρες του (Γεν. 19,30-38), η συνεύρεση του Ρουβήμ με τις παλλακίδες του πατέρα του Ιακώβ (Γεν. 35-21), το αίσχος των Σοδομιτών (Γεν. 19,1 κ.έξ.), η σκανδαλώδης συνεύρεση Ιούδα-Θάμαρ (Γεν. 38,1-30). Αναφέρονται επίσης πόλεμοι και φόνοι, η λατρεία δε συνήθως γίνεται με κνίσσα θυσιών.
Η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο ρεαλιστικό. Ο Θεός μιλάει στον πεσμένο άνθρωπο με τη γλώσσα του: είναι τραχιά λόγια πού απευθύνονται σε ασθενείς και βαρέως αμαρτάνοντας. Οι τότε άνθρωποι είναι ατελείς πνευματικώς σε σχέση με μας. Ο Θεός δέχεται και τη λατρεία τους (με κνίσσες), πράγμα ανάξιο γι' Αυτόν, αλλά «συγκαταβαίνει στην ατέλεια των ανθρώπων των χρόνων εκείνων»21.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, όταν ερευνούμε τα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, το περιβάλλον και τα δεδομένα της εποχής τους, όχι αυτά της εποχής μας. Η πολυγαμία και η αιμομιξία ήταν νόμιμα και αναπόφευκτα κάποια εποχή. Ισχύει το ανδρικό πολυγαμικό σύστημα και δεν υπάρχει απαγορευτικός νόμος γι' αυτό22. Την πολυγαμία συναντούμε στο γενεαλογικό δένδρο του Κάϊν, αν και συνήθως αποφεύγεται. Την εποχή των Κριτών, αλλάζει η παλιά νομοθεσία. Η διγαμία αναγνωρίζεται ως νομικά σωστό γεγονός, οι βασιλείς διαθέτουν χαρέμι, ενώ οι κοινοί θνητοί έπρεπε να αρκεστούν σε μία ή δυο γυναίκες23. Σε μεταγενέστερη εποχή έχουμε τη μονογαμία, υστέρα την εγκράτεια στο γάμο (Σοφ. Σειρ. 23,6) έπειτα δε, κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, γίνεται λόγος για παρθενία, ως μία «υπέρ φύση κατάσταση»24.
Η σαρκολατρεία και η ειδωλολατρία όμως, ήταν παράνομες και τότε και σήμερα. Και οι Σοδομίτες καταδικάζονται λόγω παρά φύσιν σχέσεων, και οι άνθρωποι της εποχής του Νώε (προ του κατακλυσμού) «δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. 6,3). Επομένως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν θα κριθούν από το Θεό με τα σημερινά δεδομένα.
Ο Αβραάμ αποκρύπτει ότι η όμορφη Σάρα (πού είναι και ετεροθαλής αδελφή του) είναι σύζυγος του, στο Φαραώ και τον Αβιμέλεχ, όχι -φυσικά- για να γίνει... προαγωγός της(!), αλλά από φόβο μήπως τον σκοτώσουν για να του την αρπάξουν, όπως συχνά τότε συνηθιζόταν. Αίτιο λοιπόν είναι ο φόβος του θανάτου, αναφέρει και η Γραφή (Γεν. 20,11-12). Ασχέτως με τη δειλία του θανάτου πού δεν αρέσει στο Θεό, ο Αβραάμ εμφανίζει στον υπέρτατο βαθμό τις αρετές της ξενιτείας και της αμεριμνίας, υπακούοντας δίχως εσωτερικό αντίλογο στην εντολή του Θεού «έξελθε εκ της γης σου... και δεύρο εις γην ην αν σοί δείξω» (Γεν. 12,1). Φεύγει από τη Χαρράν με κατεύθυνση προς το άγνωστο, μαζί με την οικογένεια του (σύζυγο, περιουσία), περιμένοντας με υπομονή την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού περί πλήθους απογόνων -άτεκνος αυτός- προτιμώντας στο τέλος, βυθισμένος σε θεοπτία, να θυσιάσει το γιο του Ισαάκ, χάριν του Θεού.
Η Παλαιά Διαθήκη τα σκάνδαλα τα κατηγορεί, δεν τα επαινεί (Γέν. 19,11 εξ. 34,30), ούτε αποδίδει στο Θεό ασέλγειες και ακατονόμαστες πράξεις, όπως οι αρχαίοι "Έλληνες στους Ολύμπιους θεούς, κάνοντας τους κατόπιν δασκάλους στη μοιχεία, την πορνεία και την παιδεραστία.25 Ας μη όμως σχολιάσουμε τα τεκταινόμενα στην αρχαία ελληνική μυθολογία, ονομαστά και ακατονόμαστα.


10.Ιω. Δαμασκηνού «Έκδοσις ακριβής περί της Ορθοδόξου Πίστεως» εκδ. ΕΠΕ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
11.Άρχιμ. Ιερεμίου Φούντα «Η Παλαιά Διαθήκη πολεμουμένη και απολογουμένη» περιοδ. ΘΥΜΙΑΜΑ, τεύχ. 34, Αθήνα 2003, σελ. 8 κ.ε.
12.Θεοδώρητος Κύρρου «Ερμηνεία κατ' εκλογήν εις τον Ησαΐαν» ΡG 81, 296.
13.Ιω. Χρυσοστόμου «Ομιλία εις τον Η' Ψαλμόν» ΡG 55, 120.
14.Ιω. Χρυσοστόμου « Προς τέ Ιουδαίους και Έλληνας απόδειξις ότι...» ΡG 48, 815.
15.Βλ. παραπ. 8.
16.Ιω. Χρυσοστόμου «Ομιλία Γ περί δημιουργίας του κόσμου» ΡG 56, 433.
17.Γρηγορίου του Παλαμά «ΙΑ' Ομιλία εις τον   Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν» ΕΠΕ 9,281 κ.ε.
18.Ιω. Χρυσοστόμου «Ομιλία XVI   δ'   εις   το κατά Ματθαίον». ΡG 57, 244.
19.Γρηγορίου του Παλαμά «Λόγος εις την εορτήν των Φώτων.» ΕΠΕ, 11,532-537.
20.Βλ. παραπ. 4.
21.Ιω. Χρυσοστόμου, «Ομιλία XVII εις το κατά Ματθαίον» ΡΟ 57,261.
22.Θεοδωρήτου Κύρρου, «Απορία εις την Α' Βασιλειών» έρωτ. β', ΡG 80, 532 ΑΒ.
23.Ι.Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μικροκάστρου «Η εν Χριστώ τελείωση της γυναίκας» σελ. 16.
24.Μεθοδίου Ολύμπου «Συμπόσιον ή περί αγνείας» Λόγος α Π, ΒΕΠ   18, 19.5 εξ.
25.Μέγ. Αθανασίου «Λόγος κατά Ελλήνων» ΒΕΠ 30,40 42.53- Γρηγορίου του θεολόγου «Λόγος προς τον Ιουλιανό περί του αίσχους των Ολυμπίων θεών» ΡG 35, 705.
26.Ιω· Χρυσοστόμου «Ομιλία εις την αποστολικήν ρήσιν» ΡG 51, 286.

Περί της Βασιλόπιτας

Mikrasiatiki-basilopita
Κατά παράδοσιν ότε εν τη Βασιλευούσι αυτοκράτωρ ήτο ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εξεστράτευσε κατά των Αβάρων στην Μικρά Ασία. Περνώντας την Καισαρεία εστάθμευσεν με τα στρατεύματά του και έστειλε τον αγγελιοφόρο του να ζητήσει ψωμί από τον Επίσκοπο, που ήταν ο παλαιός συμμαθητής του Βασίλειος. Εκείνος του έστειλε δύο κριθαρένια ψωμιά και μια Καινή Διαθήκη. Ο αγγελιοφόρος τα πήγε στον Αυτοκράτορα Ιουλιανό και εκείνος μόλις είδε ότι τα ψωμιά ήταν κριθαρένια τα επέστρεψε συνοδά με δύο δέματα σανό. Ο Βασίλειος αφού τα δέχθηκε είπε στον αγγελιοφόρο του Ιουλιανού: «Πες του Αυτοκράτορός μας, ότι εγώ από αυτά που τρώγω του έστειλα, φαίνεται ότι και αυτός έκανε το ίδιο, δηλαδή από αυτό που τρώει μου έστειλε… Πάντως τον ευχαριστώ». Όσον δε διά το βιβλίο της Καινής Διαθήκης και αυτό ο Ιουλιανός το επέστρεψε γράφων: «ανέγνων – κατέγνων». Ο Βασίλειος διά του αγγελιοφόρου και πάλι του το έστειλε γράφων: «ανέγνως ούκ έγνως, ή έγνως ου κατέγνως», δηλαδή το διάβασες αλλά δεν το κατάλαβες, διότι αν το καταλάβαινες δεν θα το απέρριπτες.
Τότε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εθύμωσε σφόδρα και ήθελε να καταστρέψει την Καισάρεια, αλλά επειδή είχε ανοικτό μέτωπο με τους Αβάρους, είπε στην επιστροφή θα τους καταστρέψω.
Ο Επίσκοπος Βασίλειος γνωρίζοντας την φιλοχρηματία του Ιουλιανού ενημέρωσε το ποίμνιό του και απεφάσισαν να συγκεντρώσουν όλα τα τιμαλφή που είχαν για να τα προσφέρουν στον Αυτοκράτορα και να γλυτώσουν την καταστροφή. Όμως (άλλα άνθρωπος βούλεται και άλλα ο Θεός κελεύει). Ο θάνατος του Αυτοκράτορα απήλλαξε την ταλαιπωρία των Χριστιανών. Τότε ο Βασίλειος -επειδή ήταν αδύνατο να επιστρέψει στον καθένα το δικό του χρυσαφικό- είπε να φτιάξουν ψωμιά και να βάλουν από ένα χρυσαφικό μέσα και να πάρει ο καθένας από ένα ψωμί με το περιεχόμενό του και συμφώνησαν. Ω του θαύματος! Ο καθένας πήρε το δικό του χρυσαφικό και τούτο αποδόθηκε στην χάρη του Θεού.
Έτσι επικράτησε η πίττα του Άη-Βασίλη και η κάθε οικογένεια βάζει διάφορα αντικείμενα εις τη βασιλόπιττα και δοκιμάζουν την επιθυμία τους να βρούν αυτό που επιθυμούν.

Πρωτοχρονιά και Άγιος Βασίλειος του Μητροπολίτη Προικοννήσου Ιωσήφ



Η 1η Ιανουαρίου καθιερώθηκε ως πρώτη του έτους από τον Αυτοκράτορα της Ρώμης Ιούλιο Καίσαρα, που μεταρρύθμισε το Ημερολόγιο το 45 π.Χ. Μέχρι τότε πρωτοχρονιά στη Δύσι εθεωρείτο η 1η Μαρτίου.Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η χρονολόγησι γινόταν με βάσι το υποτιθέμενο έτος κτίσεως του κόσμου και τις Ινδικτιώνες, ενώ πρωτοχρονιά ήταν η 1η Σεπτεμβρίου, ήδη από το 312 μ.Χ., βάσει διατάγματος του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Αυτή την 1η Σεπτεμβρίου καθαγίασε κ’ η Εκκλησία μας ως αρχή του νέου έτους, κι αυτήν τιμά λειτουργικώς μέχρι σήμερα. Ο Άγιος Ιερομάρτυς Κύριλλος Λούκαρις, κατά την β  πατριαρχεία του στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, το 1623, καθιέρωσε την χρονολόγησι από θεογονίας (δηλ. από της Γεννήσεως του Χριστού), αντί της από κοσμογονίας που ίσχυε και σε μας ως τότε. Εκκλησιαστική Πρωτοχρονιά όμως παρέμεινε η 1η Σεπτεμβρίου.
Η ακολουθία της 1ης Σεπτεμβρίου στο Μηναίο είναι άμεσα και απόλυτα συνδεδεμένη με το νέο έτος. Διαβάζουμε στο Συναξάρι: «Τη Α  τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, Αρχή της Ινδίκτου, ήτοι του νέου έτους. Ίνδικτον ημίν ευλόγει νέου χρόνου, ω και Παλαιέ, και δι’ ανθρώπους Νέε». Γι’ αυτό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την 1η Σεπτεμβρίου γίνεται επίσημη τελετή ευλογίας του νέου χρόνου. Ο Πατριάρχεις χοροστατεί μαζί με τη Σύνοδο και όλους τους παρευρισκόμενους Μητροπολίτες κατά τη Θεία Λειτουργία. Η περίπυστη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Παμμακαρίστου έχει κατέβει από το μόνιμο προσκυνητάρι της πίσω από τον δεξιό χορό κι έχει τοποθετηθή μπροστά στα «ηγεμονικά στασίδια» στον σολέα, στεφανωμένη με άνθη της εποχής. Μετά την απόλυσι της Λειτουργίας, ο Πατριάρχης φοράει επιτραχήλι κι ωμοφόριο, βάζει «Ευλογητός…», ψάλλονται ύμνοι κατάλληλοι, γίνεται δέησι «υπέρ των χειμαζομένων του Θεού Εκκλησιών, του φωτισμού και αγαθών επινεύσεων των ισχυρών της γης, και του εολογηθήναι τον στέφανον του νέου ενιαυτού της χρηστότητος του Κυρίου».
Κατόπιν ο Αρχιγραμματεύς με τον Υπογραμματέα φέρνουν τον επίσημο Κώδηκα που περιέχει την Πράξι της Ινδίκτου κι ο Πατριάρχης αναπέμπει την ειδική ευχή ευλογίας και αγιασμού του νέου έτους κ’ ύστερα κατεβαίνει, κάνει τρεις μετάνοιες στην εικόνα της Παμμακαρίστου, προσκυνά, ασπάζεται και το Ευαγγέλιο που κρατάει ο Μέγας Εκκλησιάρχης, και κατόπιν κάθεται και υπογράφει στον Κώδηκα την Πράξι ευλογίας της Ινδίκτου (νέου έτους), ευλογεί τον λαό με το τρικέρι και ψάλλεται ο πολυχρονισμός του. Ένας – ένας οι αρχιερείς κατεβαίνουν από τα στασίδια τους, προσκυνούν την Παμμακάριστο, περιβάλλονται επιτραχήλι κι ωμοφόριο, ασπάζονται το Ευαγγέλιο, κάθονται και υπογράφουν κι αυτοί στον Κώδηκα με τη σειρά τους κι ασπάζονται τον Πατριάρχη ανταλάσσοντας ευχές για το νέο έτος. Οι χοροί ψάλλουν τα ιδιόμελα των αίνων: «Προαιώνιε Λόγε του Πατρός, ο εν μορφή Θεού υπάρχων και συστησάμενος την κτίσιν εκ του μη όντος εις το είναι• και καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος, ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός σου…», «Η βασιλεία Σου, Χριστέ ο Θεός, βασιλεία πάντων των αιώνων, και η δεσποτεία Σου εν πάση γενεά και γενεά• πάντα γαρ εν σοφία εποίησας, καιρούς ημίν και χρόνους προθέμενος…», «Αι πορείαι Σου, ο Θεός, αι πορείαι σου μεγάλαι και θαυμασταί…» Όντως, ουράνια απηχήματα, που θάλεγε κι ο Κόντογλου! Μεγαλείο, κατάνυξι, ατμόσφαιρα χάριτος, που αξίζει να τη ζήσει κανείς έστω και μια φορά στη ζωή του!

Παρά ταύτα, επειδή στις ημέρες μας έχει πια ολοκληρωτικά επικρατήσει η αρχαία ρωμαϊκή πρωτοχρονιά του Ιουλίου Καίσαρος, γι’ αυτό σιωπηλά και κατ’ οικονομίαν η Εκκλησία την ανέχθηκε, και καθιέρωσε μάλιστα, αρχής γενομένης από την Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Ελλάδος, να τελείται την 1η Ιανουαρίου επίσημη Δοξολογία «επί τη εισόδω εις το νέον έτος», κι εμείς ανταλλάσσουμε ευχές.
Αν οι αρχαίοι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες, γιόρταζαν την 1η Ιανουαρίου με θυσίες, μεθύσια, μεταμφιέσεις, τυχερά παιχνίδια και όργια, κι αν κάποιοι σημερινοί λεγόμενοι Χριστιανοί ακολουθούν ανάλογη πρακτική με χαρτοπαίγνια, ρουλέτες και ξενύχτια στα καζίνα και στις λέσχες του «τζόγου», η  με ποδαρικά, δεισιδαιμονίες, μεθύσια, ακολασίες κι εξωφρενισμούς, οι πιστοί χρωστούμε να υποδεχόμαστε τον καινούργιο χρόνο με την επιβαλλόμενη σεμνότητα και σοβαρότητα, και με ευχαριστία προς τον Θεό που μας τον χαρίζει. «Ευσχημόνως περιπατούντες, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω», όπως θα συνιστούσε ο άγιος Απόστολος Παύλος (Ρωμ. 13, 13). Με περισυλλογή και τίμιο λογαριασμό των πεπραγμένων μας κατά το προηγούμενο έτος. Με μετάνοια για όσα άτοπα και άθεσμα εκάμαμε και είπαμε και για όσα καλά και θεάρεστα παραλείψαμε να κάνουμε. Με καλό λογισμό και θεοφιλείς αποφάσεις για καλή χρήσι του νέου έτους ως «καιρού», δηλ. ευκαιρίας για αγιασμό και σωτηρία, για περισσότερη συνέπεια στα χριστιανικά μας χρέη απέναντι στο Θεό, στους συνανθρώπους μας, στο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, και στον ίδιο τον εαυτό μας. Για φιλότιμες προσπάθειες να βιώσουμε την Ορθόδοξη πίστι μας και τις όμορφες παραδόσεις του ευσεβούς Γένους μας, ακολουθώντας τα ίχνη των πατέρων μας και των Αγίων.

Πολλοί που χαιρετούν την ανατολή της μιας χρονιάς, δεν προλαβαίνουν να καλωσωρίσουν την αυγή της επομένης. Μεσολαβεί το έκτακτο δρομολόγιο για την αιωνιότητα, κι όλοι περιμένουμε το ξαφνικό κάλεσμά μας …από το μεγάφωνο!. Γι’ αυτό και κάπου πρέπει να μας συνέχη ο ένθεος φόβος. Όχι για να μαραζώνουμε και να μας λειώνη η θλίψι για το «μοιραίον», μα για να φιλοτιμούμαστε και να εξαγοράζουμε με σύνεσι τον καιρό, όπως μας προτρέπει ο ουρανοδρόμος Απόστολος Παύλος: «Βλέπετε ουν πως ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισιν» (Εφεσ. 4, 15-16). Να εξαγοράζουμε τον καιρό με τη λογική του Χριστού. Με προσευχή και προσοχή σε κάθε μας κίνησι, πράξι η λόγο. Με υπομονή στις θλίψεις, τους πειρασμούς και τα «οϊζυρά και δακρυώδεα»  εν γένει  της ζωής. Με μακροθυμία σ’ όσους ενεργούν αδικίες εναντίον μας. Με καλλιέργεια της φιλαδελφίας και της αγάπης, που είναι η συγκεφαλαίωσι των χριστιανικών αρετών. Με λιβανισμένη και λειτουργημένη ζωή, που θα μας συνδέη δια των ιερών Μυστηρίων με την πηγή της ζωής και της αθανασίας, τον Χριστό.
Η 1η Ιανουαρίου είναι και η ημέρα της μνήμης του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ενός από τους υψηλότερους και σταθερότερους στύλους της Εκκλησίας και της Θεολογίας, που στη μεν προσωπική του ζωή «τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησε» («νόμος αρετής» ήταν η ζωή του κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ), με τη διδασκαλία του δε «θεοπρεπώς εδογμάτισε». Η μελίρρυτη διδαχή του, τα θεόσοφα συγγράμματά του και το ηλιόφωτο παράδειγμά του, μας φανερώνουν εναργέστατα τα θεία μυστήρια και μεγαλεία του νοητού ουρανού, δηλ. της Βασιλείας του Θεού, γι’ αυτό και άξια ονομάσθηκε «Ουρανοφάντωρ». Τελείται μάλιστα και η Λειτουργία που ο ίδιος συνέταξε, στην οποία, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, την ώρα που είναι ορθάνοιχτα τα ουράνια κ’ η γη έχει γίνει ουρανός με την αναίμακτη θυσία μας και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, εκεί, μπροστά στο άγιο θυσιαστήριο, καταπρόσωπο στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, ανάμεσα στα πολλά αιτήματα που αναφέρει ο λειτουργός, δέεται: «Ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Σου». Δηλ. Κύριε, ευλόγησε τον κύκλο της χρονιάς που μας χαρίζει η αγάπη Σου!

Ο Άγιος Βασίλειος, περιττεύει και να το σημειώσουμε, δεν έχει καμμιά σχέσι μ’ εκείνον τον κοκκινοφορεμένο χοντρούλη γέροντα που σκαρφίστηκε ο γελοιογράφος Thomas Nast στις ΗΠΑ το 1863 και τον «ετελειοποίησε» ο ομότεχνός του Haddon Sundblom το 1931 για να χρησιμέψη ως διαφημιστικό σήμα της εριτίμου Coca Cola, η οποία και το εθεάτρισε παγκοσμίως. Ο Σάντα Κλως η Φάδερ Κρίστμας η Μπαμπά Νοέλ (υπάρχει, βλέπετε, και η τουρκική «εκδοχή»!) με τους ταράνδους του, τα έλκυθρά του, τις σακκούλες με τα παιχνίδια, τις καθόδους από τις καμινάδες κ.λπ. κ.λπ., είναι απλώς ένα κακόγουστο εμπορικό κατασκεύασμα, προοριζόμενο αποκλειστικώς και μόνο για αλισβερίσι και μπεζαχτά. Τίποτε περισσότερο! Ο Άγιος Βασίλειος ήταν ένας ωχρός ξερακιανός ασκητής, ολότελα σαρακοστινός, λειωμένος από τη νηστεία, τις μετάνοιες και τις αγρυπνίες! Ένας ασυμβίβαστος με οποιαδήποτε κοσμικότητα και ανθρώπινη ανάπαυσι μοναχός, που μάλιστα πέθανε νεώτατος, σαρανταεννέα μόλις χρόνων, εξουθενωμένος από την υπερβολική άσκησι και εξαντλητική εργασία, και τον έκλαψε με απαρηγόρητους θρήνους όλη η Χριστιανοσύνη!
Αυτός ο άνθρωπος της προσευχής, της εγκρατείας, της παρθενίας, της νηστείας, της εντελούς αυταπαρνήσεως, της μελέτης των Γραφών, της υπομονής, του κατά Θεόν πένθους και της υψηλής πνευματικής θεωρίας, της σπάνιας αγιότητος, ήταν μια τρυφερότατη καρδιά που την πλήγωνε ο πόνος των ανθρώπων, η φτώχεια τους, η μοναξιά τους κ’ η δυστυχία τους. Και στάθηκε πατέρας στοργικός του λαού του Θεού κι εσιτοδότησε το ποίμνιό του απλόχερα. Με τη στέρρεα τροφή της απλανούς Θεολογίας και της ευαγγελικής διδαχής. Οργάνωσε τον Μοναχισμό σε υγιείς κοινοβιακές βάσεις. Εδίδαξε με θεϊκό φωτισμό όλες τις αλήθειες που χρειάζεται να ξέρεη κανείς για να βρη τον Θεό του και να σωθή. Εστήριξε την Εκκλησία σε καιρούς χαλεπούς και την προστάτεψε από τους λύκους της αθεΐας και των αιρέσεων. Από τους διωγμούς του συμπλεγματικού νεοειδωλολάτρη Αυτοκράτορα Ιουλιανού του Αποστάτη, που μαγάρισε το βάφτισμά του και πολέμησε την Εκκλησία, πιστεύοντας, ο παράφρων τύραννος, πως θα μπορούσε να νεκραναστήση το «οδωδός και τυμπανιαίον» πτώμα της δωδεκάθεης αθεΐας του Ολύμπου. Εδιαφέντεψε τις ανάγκες της Εκκλησίας της Καππαδοκίας (και όχι μόνο!) με τον καλλίτερο τρόπο, κατά το θέλημα του Θεού. Αλλά παράλληλα νοιάστηκε τους γέρους, τους αρρώστους, τους σακάτηδες, τους λεπρούς, τα ορφανά, τους ξεπεσμένους, τους φτωχούς, τις απροστάτευτες χήρες, τους ξένους, τους μοναχικούς, τους παραστρατημένους. Όλους εκείνους που ο κόσμος δεν θέλει να τους ξέρη και να τους θυμάται. Και τους έφτιαξε σπίτι ζεστό, γεμάτο στοργή και χριστιανική αγάπη, γεμάτο φροντίδα και περιποίησι. Την περίφημη «Βασιλειάδα», πολιτεία ολόκληρη, που έμεινε στην ιστορία ως έργο πρωτοποριακό, όχι μόνο για την εποχή του, που η κοινωνική πρόνοια ήταν έννοια ολότελα άγνωστη ανά τον κόσμο, αλλά και για όλους τους μετέπειτα αιώνες! Κι εκεί, ο ίδιος, με τα αποστεωμένα άγια χέρια του διακονούσε τις χρείες των περιθαλπομένων, καθαρίζοντας τις φυσικές ακαθαρσίες των ανήμπορων και περιποιούμενος με τις πλούσιες ιατρικές γνώσεις του τις πληγές των λεπρών και τ’ αρρωστήματα των ασθενών! Αυτό το μεγάλο κοινωνικό έργο του Αγίου που μοιρασε ψωμί και χαρά σ’ όσους τα υστερούνταν, μας θυμίζει το έθιμο της Βασιλόπιττας.
Και τηρώντας το, αγιάζουμε την είσοδο του νέου έτους με την υπενθύμισι του κεφαλαιώδους ιερού χρέους της έμπρακτης αγάπης! Άλλο που σήμερα μερικοί τόχουν ολότελα διαστρέψει σε «γκαλά» και κόβουν «βασιλόπιτες» μέχρι τη Μεγάλη Σαρακοστή, «μετά χορών και τυμπάνων». («Απολαμβάνω» το τρέξιμο των πολιτικών σε τέτοιες αδιαφόρετες εκδηλώσεις, μάλιστα όταν στην ατμόσφαιρα μυρίζη να πλησιάζουν εκλογές! -Έχω να πάω σε δεκατέσσερεις πίττες σήμερα [τέλη Ιανουαρίου, σημειωτέον!], μου είχε  πῆ κάποτε ένας… Κι ο συνειρμός των παραστάσεων μου θύμισε πως στη Σητεία «πίττες» ονομάζουμε τις μούτζες• τα φάσκελα!… Αμαρτία μου εξομολογημένη!…)

Τα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα, όπως ψάλλονται σε πολλά μέρη, έχουν ένα σωρό ανακρίβειες σχετικά με τον Μέγα Βασίλειο. Αλλού τον παρουσιάζουν αγράμματο, αυτόν που ήταν ένας αληθινός πανεπιστήμονας, η σοφία προσωποποιημένη και κινούμενη επί της γης! Αλλού τον παρουσιάζουν ζευγολάτη, ακατάδεχτο και άλλες χειρότερες ανοησίες, που φθάνουν συχνά στα όρια της βλασφημίας. Τέτοιας λογής Κάλαντα ας έλλειπαν! Και είναι λυπηρό, ενώ τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα είναι συνήθως όμορφα και με ιστορική και θεολογική βάσι, τα Πρωτοχρονιάτικα να είναι από αφελή και ληρώδη μέχρι βλάσφημα! Μια προσπάθεια είχε γίνει από κάποιους λογίους που βυζαντινόφερναν, κι έφτιαξαν Κάλαντα Πρωτοχρονιάς νόστιμα, με όμορφο περιεχόμενο και ηθικοπλαστικά μηνύματα. Αρχίζουν έτσι:
«Και νέον έτος αριθμεί
η του Χριστού Περιτομή,
και η μνήμη του Αγίου
Ιεράρχου Βασιλείου.
      Του χρόνου μας αρχή καλή,
      και ο Χριστός μας προσκαλεί
      την κακίαν ν’ αρνηθώμεν,
      μ’ αρετάς να στολισθώμεν.
      Να ζώμεν βίον τέλειον,
      κατά το Ευαγγέλιον.
      Με αγάπην, με ειρήνην
      και με την δικαιοσύνην…»
Αλλ  ας κρατήσουμε τη μορφή και τη ζωή του Μεγάλου Βασιλείου ως «κοινόν αρετής πίνακα και πρόγραμμα σωτήριον»  για την προσωπική μας πορεία, κι ας κατακλείσουμε τις γραμμές αυτές, επικαλούμενοι τις υπέρ ημών θεοπειθείς ευχές του Θεοφόρου Πατρός, μ’ έναν πυκνό σε άγια επίκαιρα νοήματα ύμνο της Λιτής της εορτής της Ινδίκτου (1ης Σεπτεμβρίου):
«Ο Πνεύματι Αγίω συνημμένος, άναρχε Λόγε και Υιέ, ο πάντων ορατών και αοράτων συμπαντουργός και συνδημιουργός, τον στέφανον του ενιαυτού ευλόγησον, φυλάττων εν ειρήνη των Ορθοδόξων τα πλήθη, πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων Σου».  Άμποτε!…

«Οι άγιοί μας δεν ήταν εξωγήινοι...»




Ομιλία που πραγματοποίησε ο π. Σπυρίδων Βασιλάκος στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, με θέμα: «Θεογνωσία: Η σχέση μας με το Θεό», την Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Ενορία εν δράσει...» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς.
Συνοδοιπορία (εμείς από τη Σαλογραία). 

Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 2014 Π Α Υ Λ Ο Σ Ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας



Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 2014
Π Α Υ Λ Ο Σ
Ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας
πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον καί τούς εὐλογημένους χριστιανούς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως εὐχήν καί εὐλογίαν.
     Ἀνάμεικτα συναισθήματα μᾶς προσφέρει ἡ Πρωτοχρονιά. Ἡ ψυχή μας βρίσκεται αἰχμαλωτισμένη ἀπό τά βιώματα τοῦ χθές, πού μᾶς πληγώνει μέ τή σκέψη πώς ἔφυγε ἀνεπανόρθωτα καί τοῦ αὔριο πού μᾶς γεμίζει ἀπορία γιά τό τί μᾶς περιμένει.

    Αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τά συναισθήματα αὐτά πού τροφοδοτοῦνται ἀπό θλίψη, νοσταλγία, ἀγωνία, φόβο, καλούμαστε νά σταθοῦμε ὄρθιοι, νά ἀντισταθοῦμε, νά ἀντιδράσουμε. Στῶμεν καλῶς.
    Ἀπό τή στιγμή τῆς γεννήσεώς μας εἴμαστε δέσμιοι τοῦ χρόνου, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ὁ πιστός δέν κλείνει τά μάτια. Παρατηρεῖ τήν πραγματικότητα χωρίς τούς μεγενθυτικούς φακούς τῆς ἡττοπάθειας. Δέν ὑπερτονίζει τίς δυσκολίες. Ἀτενίζει τίς δύσκολες ἤ ἀκόμα τίς σοβαρές καταστάσεις μέ τό βλέμμα καί τήν καρδιά ὑψωμένα στόν οὐρανό, ἀπό ὅπου καί θά ἔλθει ἡ βοήθειά μας.
    Ἀπελπιστικές καταστάσεις ὑπάρχουν μόνο γιά τόν ἄνθρωπο πού δέν ἔμαθε νά ἐλπίζει καί νά στηρίζει τήν ἐλπίδα του στόν παντοδύναμο Θεό. Γιά τόν ἄνθρωπο τῆς πίστεως, τίποτα δέν εἶναι ἀπελπιστικό. Ἐλπίζει καί ἐκεῖ πού ὅλα φαίνονται σκοτεινά. Χαμογελάει καί στή θλίψη μέ ἕνα οὐράνιο χαμόγελο. Καί στά πιό μεγάλα ἀδιέξοδα περιμένει τό χέρι τοῦ Θεοῦ νά τοῦ ἀνοίξει μέ τρόπο θαυμαστό πόρτες ἄγνωστες. Ὁ κάθε χριστιανός ὅταν φωτίζεται ἀπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ἑλκύεται ἀπό τή Θεία ἀγάπη καί ἀπαλλάσσεται ἀπό τίς πλάνες, τίς προλήψεις καί τούς χωρίς οὐσία τύπους. Ἀγωνίζεται νά συμμορφώσει τήν ζωή του πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ζῇ ἐν τῷ Χριστῷ καί ὁ Χριστός ἐν αὐτῷ».
    Αὐτή τήν πραγματικότητα καλούμαστε στίς μέρες μας ὄχι μόνο νά τή ζήσουμε μά καί νά τήν ὁμολογήσουμε. Ἡ νέα χρονιά γιά τούς πιστούς πρέπει νά εἶναι χρονιά ὁμολογίας πίστεως. Βλέπετε πώς μέ πρόσχημα τήν οἰκονομική κρίση κάποιοι πουλημένοι πνευματικά, ξεπουλοῦν ὄχι μόνο τά ὑλικά μά καί τίς πνευματικές ἀξίες τοῦ τόπου μας.
    Ἕνα χτυπητό παράδειγμα εἶναι ἡ σταδιακή κατάργηση τῆς Κυριακάτικης ἀργίας. Πλῆγμα στήν πίστη, στήν οἰκογένεια, στούς ἐργαζόμενους, στίς παραδόσεις τοῦ τόπου μας, στούς μικρομεσαίους ἐπιχειρηματίες. Τά συνδικάτα τῶν ἐργαζομένων σθεναρά ἀντέδρασαν στό ἀντιχριστιανικό, ἀντιοικογενειακό, ἀντιεργατικό αὐτό μέτρο. Ἡ ἐθνική συνομοσπονδία Ἑλληνικοῦ ἐμπορίου μέ ἐκτενές ὑπόμνημά της προβάλλει 52 λόγους γιά τούς ὁποίους εἶναι ἀντίθετη στή λειτουργία τῶν καταστημάτων τίς Κυριακές. Τί ἔπαθε ἡ ἐποχή μας καί θεσπίζει «ἀντικοινωνικά ὡράρια» μεταθέτοντας ὅρια καί ὅρους πού ὁ Θεός ὅρισε ;
    Ἡ Κυριακή εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη στόν Κύριο, διότι τήν ἡμέρα αὐτή ὁ Θεάνθρωπος ἀναστήθηκε. Εἶναι ἡ ἡμέρα πού πανηγυρίζουμε τόν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως καί δοξάζουμε τόν φιλάνθρωπο Θεό πού μᾶς χάρισε τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας.
    Ὁ μεγάλος Ἐθναπόστολος, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού ἀφορμή γιά τό μαρτύριό του στάθηκε ὁ ἀγῶνας του γιά τήν κατάργηση τῶν Κυριακάτικων παζαριῶν καί ἡ μετάθεσή τους τά Σάββατα, στήν Δ΄ διδαχή του λέγει τά ἑξῆς : «Πρέπει καί ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, νά χαιρόμαστε πάντοτε, μά περισσότερο τήν Κυριακή, ὅπου εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Διότι Κυριακή ἡμέρα ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. Κυριακή ἡμέρα μέλλει ὁ Κύριος νά ἀναστήσει ὅλο τόν Κόσμο.
    Πρέπει καί ἐμεῖς νά ἐργαζόμαστε τίς ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος γιά αὐτά τά μάταια, γήινα καί ψεύτικα πράγματα, καί τήν Κυριακή νά πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία καί νά στοχαζόμαστε τίς ἁμαρτίας μας, τόν θάνατο, τήν κόλαση, τόν Παράδεισο, τήν ψυχή μας  πού εἶναι τιμιότερη  ἀπό ὅλο τόν κόσμο, καί ὄχι νά πολυτρῶμε καί νά πολυπίνουμε καί νά κάνουμε ἁμαρτίες. Οὔτε νά ἐργαζόμαστε καί νά πραγματευόμαστε τήν Κυριακή.
    Ἐκεῖνο τό κέρδος ὁποῦ γίνεται τήν Κυριακή εἶναι ἀφορισμένο καί καταραμένο, καί βάζετε φωτιά καί κατάρα στό σπίτι σας καί ὄχι εὐλογία.
    Λοιπόν, ἀδελφοί, γιά νά μή πάθετε κανένα κακό, μήτε ψυχικό, μήτε σωματικό, ἐγώ σᾶς συμβουλεύω νά φυλᾶτε τήν Κυριακή, καθώς εἶναι ἀφιερωμένη στόν Θεό. ..... Ἄν εἶστε Χριστιανοί, νά τήν φιλᾶτε τήν Κυριακή. Ἔχετε ἐδῶ πρόβατα; Τό γάλα τῆς Κυριακῆς τί τό κάνετε; Ἄκουσε, παιδί μου. Νά τό σμίγεις  ὅλο καί νά τό κάνεις ἑπτά μερίδια. Καί τά ἕξι μερίδια κράτησε γιά τόν ἑαυτό σου καί τό ἄλλο μερίδιο τῆς Κυριακῆς , ἄν θέλεις, δῶσε το ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς ἤ καί στήν Ἐκκλησία, γιά νά εὐλογήσει ὁ Θεός τά πράγματά σου. Καί ἄν τύχει ἀνάγκη καί θέλεις νά πωλήσεις πράγματα φαγώσιμα τήν Κυριακή, ἐκεῖνο τό κέρδος μή τό σμίγεις στήν σακούλα σου, διότι τήν μαγαρίζει ἀλλά δῶσε τα ἐλεημοσύνη, γιά νά σᾶς φυλάει ὁ Θεός».
    Ἡ Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους τονίζει ὅτι : «Ἐκεῖνοι πού σήμερα ἐπίεσαν γιά τήν κατάργηση τῆς Κυριακῆς ἀργίας δέν θέλουν τούς χριστιανικούς θεσμούς, ἐπειδή δέν θέλουν τόν Χριστό, ἀλλά τόν ἀντίχριστο, κατά τόν ἀψευδή λόγο τοῦ Κυρίου : «ἐγώ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καί οὐ λαμβάνετέ με· ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε». (Ἰωάν. 5,43)».
    Ὡς πνευματικός σας πατέρας καί Ἐπίσκοπος σᾶς παρακαλῶ καί σᾶς προτρέπω ἔμπρακτα νά φανερώσετε τήν ἀγάπη σας γιά τό Χριστό. Ὄχι ἐργασία τήν Κυριακή. Ἀφιερῶστε την στόν Κύριο, στήν οἰκογένειά σας, στή μελέτη τοῦ θείου λόγου, στά ἔργα ἀγάπης. Διαμαρτυρηθεῖτε γιά τή λειτουργία καί μή συμμετέχετε στά Κυριακάτικα παζάρια τοῦ Δοξάτου καί τῆς Δράμας. Εἶναι βλασφημία πρός τό Θεό καί ντροπή γιά τόν μαρτυρικό μας τόπο. 
    Ἀδελφοί μου.
    Οἱ μεγαλύτεροί μας ἔζησαν πολέμους, καταστροφές, στερήσεις καί ὅμως ἔδειξαν ἀξιοθαύμαστη ὑπομονή καί δύναμη καί ἀπό τά συντρίμμια δημιούργησαν μιά μεταπολεμική Ἑλλάδα καλύτερη. Εἶχαν κτίσει τή ζωή τους σέ γερά θεμέλια, τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τή δικαιοσύνη, τήν ἐργατικότητα, τήν ἐγκράτεια, τήν ὀλιγάρκεια, τήν ἀλληλοβοήθεια, τήν ὑπομονή.
    Στά χρόνια μας ὅμως πολλοί ξέχασαν, περιφρόνησαν ἤ ἀπαξίωσαν αὐτές τίς ἀρετές καί τό μόνο πού τούς ἐνδιαφέρει εἶναι τό εὔκολο κέρδος, ἡ διασκέδαση, ἡ ἐπίδειξη, ἡ προβολή. Δέ διστάζουν νά ἁρπάξουν, νά ἀδικήσουν, νά ἐκμεταλλευθοῦν τούς πιό ἀδύνατους, νά κολακέψουν τούς πιό ἰσχυρούς γιά νά ἱκανοποιήσουν τίς ἀχόρταγες ἐπιθυμίες τους. Ἔχουν γίνει ἄπληστοι, ἐγωιστές. Ὁ διπλανός τους δέν τούς ἐνδιαφέρει. Ἔτσι φτάσαμε νά θεωροῦμε τήν ἀλήθεια καί τήν ἀρετή ἀνοησία καί τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη κατόρθωμα καί ἐξυπνάδα.
    Ἡ κατάργηση τῆς Κυριακάτικης ἀργίας στόχο ἔχει τό κέρδος καί τήν ὑποταγή μας ὥστε ὅπως ἔλεγε ὁ Φώτης Κόντογλου : «νά μᾶς ἀφήσουνε χωρίς πίστη, χωρίς παράδοση, χωρίς οἰκογένεια, χωρίς τίποτε δικό μας». Οἱ πολιτικοί μας ταγοί πρέπει νά γνωρίζουν πώς παρά τοῦ ὅτι στή συντριπτική τους πλειοψηφία δηλώνουν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ πράξεις τους πόρρω ἀπέχουν ἀπό τίς ἐπιταγές τῆς πίστεώς μας καί ὑπηρετοῦν τά σχέδια καί τά προγράμματα τῆς νέας ἐποχῆς. Τούς ὑπενθυμίζουμε ὅτι στούς χαλεπούς καιρούς πού ζοῦμε ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας πρέπει νά διαφυλαχθεῖ ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, διότι εἶναι τό μόνο μετερίζι πού μᾶς ἀπομένει καί τό ὁποῖο ἐγγυᾶται τό μέλλον τοῦ ταλαιπωρημένου λαοῦ μας. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἐκεινοῦ πού δωρίζει σ’ αὐτή ἔργα τιμημένα, καμωμένα μέ αἷμα καί μέ ὑπομονή, ἔργα πού τά κάνει μονάχα ἡ ἀγάπη.
    Ἄς εἶναι λοιπόν τό νέον ἔτος, ἔτος ἀντιστάσεως. «Ὅσοι πιστοί» ἄς προσέξουμε νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τό ρεῦμα τῆς ἀποστασίας. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά ἀνακάμψουμε, εἶναι ἡ μετάνοια. Ἡ μόνη ἐλπίδα γιά ἀνόρθωση εἶναι ἡ συμμόρφωσή μας μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν τιμοῦμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, ὁ Κύριος δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει. Θά μᾶς ἀναγνωρίσει ὡς πιστούς μαθητές Του καί θά μᾶς χαρίσει μέ θαυμαστό τρόπο πλούσια τήν εὐλογία Του.  ΑΜΗΝ.    
Διάπυρος εὐχέτης πάντων ὑμῶν πρός Κύριον.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ο ΔΡΑΜΑΣ ΠΑΥΛΟΣ

Εγκύκλιος Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ επί τη πρώτη του νέου έτους 2014

Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ἡ ἀλλαγή τοῦ Χρόνου εἶναι ἕνα ὁρόσημο πού μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία νά ἀνταλλάξουμε εὐχές, δῶρα, χαιρετισμούς, μηνύματα. Ὁ καινούργιος χρόνος δέν ἔχει ἀκόμη δείξει τά χαρακτηριστικά του κι ὅμως τόν περιμένουμε ὅλοι μας γεμᾶτοι ἐλπίδες κι ἐμπιστοσύνη.
Εἶναι τόσο ἀπόλυτη καί γενική ἡ αἰσιοδοξία μας αὐτή, πού θά νόμιζε κανείς ὅτι κάποιος μᾶς ἔχει ἐκ τῶν προτέρων διαβεβαιώσει ὅτι μέ τόν καινούργιο χρόνο ὅλα θά πᾶνε καλύτερα.
Διερωτᾶται λοιπόν κανείς δικαιολογημένα : Ποῦ ὀφείλεται ὅλη αὐτή ἡ βεβαιότητα, αὐτή ἡ ἀνεπιφύλακτη αἰσιοδοξία;
Ἀσφαλῶς θά ρίξει λίγο φῶς στήν ἀπορία μας ἐάν θυμηθοῦμε πῶς ἀντιλήφθηκαν τόν χρόνο οἱ ἄνθρωποι μέχρι σήμερα. Ἐνῶ γιά τό μέτρημα τοῦ χρόνου ὑπῆρξε σχετικῶς γρήγορα μιά πανανθρώπινη συμφωνία, ὥστε ὁπουδήποτε κι ἄν βρισκόμαστε νά διαθέτουμε τά ἴδια ὄργανα μετρήσεως, δηληδή τά ρολόγια, γιά τήν ἀντίληψη περί χρόνου δέν ἐπεκράτησε μιά μονάχα ἄποψη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά δύο.
Ἡ ἄποψη ἡ κυκλική καί ἡ ἄποψη ἡ γραμμική. Κατά τήν κυκλική ἄποψη, πού τήν διατύπωσαν κυρίως οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι, ἡ ἱστορία εἶναι ἕνας τροχός, πού γυρνᾶ διαρκῶς καί ἐπαναλαμβάνεται πληκτικά, ὥστε κανείς νά μήν μπορεῖ νά περιμένει ἐκπλήξεις. Ὁ μῦθος τοῦ Σισύφου εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική περιγραφή τῆς κυκλικῆς ἀντιλήψεως περί χρόνου. Καί πρέπει βέβαια νά τονίσουμε ὅτι αὐτή ἡ ἀντίληψη εἶναι καθαρά μηχανική. Δηλαδή προϋποθέτει ἕναν κόσμο, στόν ὁποῖο δέν ὑπάρχει Θεός, ἤ κι ἄν ὑπάρχει, δέν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μέ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο.

Πλάι σ' αὐτή τήν κυκλική ἄποψη, πού δείχνει τόν κόσμο παιχνίδι στά χέρια μιᾶς τυφλῆς, ἄλογης καί ἀσυνείδητης εἱμαρμένης, ἀναπτύχθηκε ἡ γραμμική ἄποψη, πού εἶναι ἡ ἄποψη τῶν θρησκευτικῶν λαῶν. Ἐδῶ ἡ ροή τῆς ἱστορίας δέν νοεῖται ὡς μηχανική ἐπανάληψη, ἀλλά ὡς ἐξελικτική πορεία, γι' αὐτό λέγεται γραμμική. Ἡ γραμμή αὐτή δέν εἶναι βέβαια πάντα εὐθεῖα, ἀλλά ἔχει καί τεθλασμένες διακυμάνσεις, ἔχει κι ἐπαναλήψεις. Ὅμως δέν παύει ποτέ νά εἶναι πορεία πρός τά ἐμπρός, ἀλλαγή, ἐξέλιξη.

Σ' αὐτή τήν ἐξέλιξη τοῦ χρόνου ὄχι μόνο ὑπάρχει ὁ Θεός, ἀλλ' Αὐτός εἶναι καί ὁ κυρίαρχος τῆς ἱστορίας. Αὐτός τήν ἐπιβλέπει καί τήν κατευθύνει στούς τελικούς σκοπούς της, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐλεύθερος στά ἔργα καί στίς σκέψεις του. Γι' αὐτό ἄλλωστε εἴπαμε πώς ἡ πορεία τῆς ἱστορίας ἔχει διακυμάνσεις, διαφορετικά θά ἦταν μιά ἄψογη κι ἀνεμπόδιστη μαθηματική εὐθεῖα.

Σ' αὐτή λοιπόν τήν γραμμική ἄποψη περί χρόνου, πού δέν εἶναι μηχανική, ἀλλ' ἠθική, δέν ὑπάρχει τόπος γιά ἄλογη καί τυφλή εἱμαρμένη. Ὑπάρχει μόνο ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀπό τό ἕνα μέρος, κι ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ἄλλο. Σ' αὐτά τά δύο στηρίζεται ἡ αἰσιοδοξία μας. Στήν στοργική ἀγρύπνια τοῦ Θεοῦ καί στήν εὐθυνοφόρα ἀγρύπνια τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτό πιστεύομε ὅτι ὅλα θά πᾶνε καλύτερα μέ τόν καινούργιο χρόνο. Γιατί ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά μήν βοηθήσει, ὅπου βλέπει τόν ἄνθρωπο νά προσπαθεῖ τό καλύτερο.

Εἴθε αὐτή μας ἡ ἐμπιστοσύνη νά μή διαψευσθεῖ καί γιά φέτος.

Ἀγαπητοί Ἀδελφοί,

Ἡ ἀλλαγή τοῦ χρόνου δίνει πάντα τήν εὐκαιρία νά κάνουμε ἕνα ἀπολογισμό ζωῆς κι ἕνα προϋπολογισμό ἐλπίδων. Γιά φόβους κι ἀποτυχίες δέν θέλουμε νά μιλᾶμε προκαταβολικά, ἄν καί γνωρίζουμε ὅτι καί αὐτά εἶναι ἐνδεχόμενα, μέ τίς ἴδιες ἀκριβῶς πιθανότητες.

Πολύ καλά φαίνεται νά ἐγνώριζε τήν ἀνθρώπινη φύση ἐκεῖνος πού εἶπε ὅτι «παρόν εἶναι ὁ χρόνος πού χωρίζει τόν χρόνο τῶν ἀπογοητεύσεων ἀπό τόν χρόνο τῶν ἐλπίδων».

Σέ μιά τέτοια θεώρηση, χωρίς ἀμφιβολία, τό παρόν ὑποτιμᾶται σάν χρόνος χωρίς χρῶμα καί διάρκεια, χωρίς ποιότητα καί σπουδαιότητα ἀποφασιστική. Εἶναι ὅμως, ἀλήθεια, τό παρόν ἁπλῶς μιά ρευστή καί μεταβατική κατάσταση στή ζωή μας; Ἠ μήπως εἶναι ὁ πιό ἀληθινός καί πολυτιμότερος χρόνος μας;

Τήν τελευταία νύχτα τοῦ Δεκεμβρίου, πού ἀκριβῶς τά μεσάνυχτα γίνεται, σέ κλάσμα δευτερολέπτου, ἡ μοναδική συνάντηση – καί ἀποχαιρετισμός συγχρόνως – τοῦ χρόνου τοῦ παλιοῦ μέ τόν καινούργιο, τό παρόν σμικρύνεται χρονικά κι ἀξιολογικά στό ἐλάχιστο. Γιατί ἐκείνη τήν στιγμή ὁ χρόνος πού φεύγει παίρνει αὐτομάτως τίς ἐπικές διαστάσεις τοῦ παρελθόντος, ἐνῶ ὁ χρόνος πού ἔρχεται δέν ἔχει ἀκόμη ἀποβάλει τήν μυθική μαγεία τοῦ μέλλοντος. Συμπιεζόμενο ἀνάμεσα στά δύο αὐτά «ἱερά τέρατα» τό φτωχό μας παρόν, μόλις πού κατορθώνει νά ἐπιβιώσει σημειώνοντας τήν παρουσία του σάν λεπτή καί εὔθραυστη διαχωριστική γραμμή.

Κι ὅμως αὐτό τό παρόν, εἶναι ὁ μοναδικός αὐθεντικός μας «βιότοπος». Ἀπ' αὐτό ἐξαρτᾶται ἡ ἑρμηνεία καί ἀξιολόγηση τοῦ παρελθόντος, καί ἀπ' αὐτό ἐπίσης θά ἐξαρτηθεῖ ἡ πυροδότηση τοῦ μέλλοντος. Ἄν τό παρόν μας ἀρδεύεται ἀπό σταθερές ἀρχές κι ἀξίες, τότε ἀφοβα θά κρίνουμε τό παρελθόν καί γενναιόφρονα θά ἀντιμετωπίσουμε τό μέλλον. Τό παρόν εἶναι ὁ «ἐνεστώς» χρόνος, ὁ μόνος δηλαδή χρόνος πού στέκει ἀνικειμενικά μπροστά μας καί διεκδικεῖ ἀπόλυτα τήν ἀγρύπνια μας καί τήν εὐθύνη τῆς συνειδήσεώς μας. Γι' αὐτό κι ὁ Χριστιανισμός τό μήνυμα τῆς σωτηρίας δέν τό φέρνει σέ χρόνο μελλοντικό - ὅπως κάνουν ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ μεσσιανισμοί -, ἀλλά σέ χρόνο κατ' ἐξοχήν ἐνεστῶτα : «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. 6,2). «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ. 21,9). «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστί» (Λουκ. 17, 21).

Αὐτό τό ἄτμητο παρόν τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται ἀκόμη ἐπιγραμματικότερα στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός συνιστᾶ ὡς ἀκολούθως τόν ἀναλλοίωτο καί ἄχρονο ἑαυτό Του : «Ἐγώ εἰμί ὁ ὤν, καί ὁ ἦν, καί ὁ ἐρχόμενος» (Ἀποκ. 1,4).

Ἀναγνωρίζοντας ἀπ' ὅλα τά πιό πάνω τήν ἀνεπανάληπτη σπουδαιότητα τοῦ παρόντος, ἄς ἐργαζόμεθα καί ἄς ἀγρυπνοῦμε «ἕως ἡμέρα ἐστί» (Ἰωάν. 9,4). Καί μιά πού ὁ χρόνος 2014 εἶναι διεθνῶς ἀφιερωμένος στήν οἰκογένεια, ὑποχρέωσή μας εἶναι νά θυμηθοῦμε ὅτι ἡ οἰκογένεια εἶναι ἡ ἔνσαρκη ὑπόμνηση τῶν μεγαλυτέρων εὐθυνῶν καί δυνατοτήτων μας μέσα στήν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος. Ἄς πράξουμε λοιπόν ὅ,τι ὁ καθένας μας μπορεῖ καί ὀφείλει, ἀνάλογα μέ τήν θέση του, τήν ἀποστολή του, τήν εὐθύνη του.

Καλή Χρονιά! - Χρονιά πολλά!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Πώς ένα ερωτευμένο παλληκάρι έπλασε τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα

Πώς ένα ερωτευμένο παλληκάρι έπλασε τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα  Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά Ψηλή μου δεντρολιβανιά Πηγή: www.lifo.gr

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά Ψηλή μου δεντρολιβανιά 

Στα χρόνια του Βυζαντίου οι φτωχοί και χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες. Κάποιος νεαρός λοιπόν, ταπεινής καταγωγής, ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα, σκέφθηκε να εκμεταλλευθεί την μοναδική εξαίρεση του κανόνα, που επέτρεπε το κοινωνικό πρωτόκολλο. Έτσι την πλησιάσε την περίοδο των εορτών για να της απευθύνει τραγουδιστά τις ευχές του.
Προηγουμένως βεβαίως είχε φροντίσει να εντάξει ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου και το ερωτικό ποίημα που είχε συνθέσει . Έμπλεξε λοιπόν τα δύο τραγούδια με τέτοιο τρόπο μεταξύ τους, ώστε κάθε δεύτερη στροφή να παινεύει την καλή του.
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά Ψηλή μου δεντρολιβανιά Κι αρχή καλός μας χρόνος Εκκλησιά με τ' άγιο θόλος Άγιος Βασίλης έρχεται Και δεν μας καταδέχεται Από την Καισαρεία Συ είσ' αρχόντισσα κυρία Βαστάει πένα και χαρτί Ζαχαροκάντιο ζυμωτή Χαρτί-χαρτί και καλαμάρι Δες κι’ εμέ, δες κι’ εμέ το παλικάρι
Δες με αρχόντισσα κυρία, που δεν με καταδέχεσαι. Κυρά φτιαγμένη από ζάχαρη, ψηλή σαν δεντρολιβανιά. Με το ψηλό κωνικό σου καπέλο με το τούλι στην κορφή που μοιάζει σαν το θόλο της εκκλησιάς…
Αν λοιπόν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς σας ακούγονταν μέχρι σήμερα ολίγον τι ασυνάρτητα η παράδοξα, τώρα που γνωρίζετε την ρομαντική τους προέλευση θα δικαιώσετε την παράδοση, που τα πέρασε από γενιά σε γενιά, για να γίνουν τα πιο διαδεδομένα στον ελληνικό χώρο.
Δυστυχώς θα απογοητεύσουμε τους πιο ρομαντικούς από σας αφού δεν μπορούμε να σας πούμε αν τελικά η πανέμορφη κυρά κατάλαβε, πόσο μάλλον αν ανταποκρίθηκε στο ιδιόμορφο αυτό κάλεσμα αγάπης.

Ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων




Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Αὐτόμελον. Ποίημα Ῥωμανοὺ τοῦ Μελῳδοῦ.
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι· Μάγοι δὲ, μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ὁ Ὅσιος Γελάσιος


 



Ἦταν Ἀββᾶς τῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου διήγημα περὶ κλοπῆς κάποιου βιβλίου βρίσκεται στὸν Εὐεργετινό.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ζωτικός ὁ Ὀρφανοτρόφος


Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴ Ῥώμη, ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια, μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ παιδεία. Τὸν στόλιζε πολλὴ φιλανθρωπία καὶ τὸν διέκρινε ἡ εἰλικρινὴς προσπάθεια στὸ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Χριστό, πράττοντας τὶς ἐντολές Του.

Γι᾿ αὐτά του τὰ χαρίσματα, ὁ Ζωτικὸς ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο (330 μ.Χ.). Ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔκτισε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἀνέδειξε πρωτεύουσα τοῦ κράτους του, προσκάλεσε σ᾿ αὐτὴ τὸν Ζωτικό με ἄλλους εὐσεβεῖς ἄνδρες, γιὰ νὰ τοὺς ἔχει ἐκεῖ πολύτιμους ἐργάτες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης.

Ὁ Ἅγιος Ζωτικὸς διακρίθηκε κυρίως στὴν περιποίηση τῶν λεπρῶν. Τοὺς ὁποίους πλησίαζε χωρὶς φόβο, δίνοντας σ᾿ αὐτοὺς βοηθήματα καὶ παρηγοροῦσε τὴν δυστυχία τους μὲ ἀδελφικὴ ἀφοσίωση. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ γιός του Κωνστάντιος ἀκολούθησε ἄλλους δρόμους καὶ κακομεταχειρίστηκε τὸν Ζωτικό.

Μὲ ἀποτέλεσμα ὁ φιλάνθρωπος αὐτὸς ἄνδρας νὰ πεθάνει ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες. Ἀλλ᾿ ὁ θάνατός του κίνησε τὴν μετάνοια τοῦ Κωνσταντίου. Ἀφοῦ μεταμελήθηκε, τίμησε τὴν μνήμη του κτίζοντας ἕνα λεπροκομεῖο γιὰ τὴν περίθαλψη τῶν λεπρῶν. Καὶ τὸ προίκισε μὲ πολλὰ κτήματα καὶ εἰσοδήματα.

Ἀπὸ τότε, πολλοὶ αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος Ζ´ ὁ Πορφυρογέννητος (945), ὁ Ἰωάννης ὁ Τσιμισκὴς (963-976), ὁ Ῥωμανὸς ὁ Γ´ (1028-1034), ἐξασφάλιζαν τὴν καλὴ λειτουργία του καὶ ἐξυπηρετοῦσε πλῆθος λεπρῶν, χάρη στὴν ἀρχικὴ φιλανθρωπικὴ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Ζωτικοῦ.

Οἱ Ἁγίες δέκα (10) Παρθένες



Αὐτὲς μαρτύρησαν στὴ Νικομήδεια (ἴσως ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286-305), τότε ποὺ πλῆθος χριστιανῶν μαρτύρησε σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη). Αὐτὲς λοιπόν, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλαν τὰ μάτια, κατόπιν ἔγδαραν τὸ σῶμα τους καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὸ πνεῦμα τους στὸ Θεό.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...