Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 23, 2015

Όσιος Ιωακείμ Παππουλάκης ο Βατοπαιδινός ο εξ Ιθάκης (Κοίμηση 2-3-1868. Ανακομιδή λειψάνων 23-5-1992)

Agios Ioakeim Pappoulakis 2
Γεννήθηκε στον οικισμό Καλύβια της Ιθάκης το 1786. Οί απλοί και ευσεβείς γονείς του ονομάζονταν Άγγελος Πατρίκιος και Αγνή. Στην αγία κολυμβήθρα έλαβε τ’ όνομα Ιωάννης. Επτά ετών ορφάνεψε από μητέρα. Ό πατέρας του ξαναπαντρεύθηκε και η μητριυά του δεν του φερόταν καθόλου καλά. Παρηγορούνταν στα εκκλησάκια του νησιού του. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στην πατρίδα του. Εργάσθηκε στο καράβι του πατέρα του και ενός συμπατριώτη του. Από μικρός αγάπησε την προσευχή, τη νηστεία και την ελεημοσύνη.
Κάποτε το καράβι πού εργαζόταν έφθασε στο λιμάνι της μονής Βατοπαιδίου για εργασίες. Ό μικρός Ιωάννης θαυμάζοντας την ιερότητα του τόπου θέλησε να μείνει για πάντα, ικανοποιώντας ενδόμυχο παιδικό του πόθο ολοκληρωτικής αφιερώσεως στον Θεό. Ενεγράφη δόκιμος στη μονή Βατοπαιδίου το 1803. Μετά από ευδόκιμη δοκιμή εκάρη μοναχός με τ’ όνομα Ιωακείμ, διακρινόμενος στις μοναχικές του υποχρεώσεις, την προθυμία του στα διακονήματα και τον ακέραιο χαρακτήρα του. Κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 εξήλθε με την ευλογία της μονής του στον κόσμο, για να στηρίξει, νουθετήσει και διδάξει τους κατατρεγμένους χριστιανούς στην Πελοπόννησο. Ό πρώτος βιογράφος του οσίου Π. Ραυτόπουλος, αναφέρει πώς εργάσθηκε ιεραποστολικά στην Ηπειρο και στη Στερεά Ελλάδα. Ό π. Γεράσιμος Ζαμπέλης μετά από έρευνα καταλήγει: «Το έργο πάντως του Όσιου Ιωακείμ, ολοκάθαρο και συγκλονιστικό, δεν αφήνει περιθώρια αρνητικών προβληματισμών». Φαίνεται πώς την δια εποχή κυκλοφορούσαν και κάποιοι εκμεταλλευόμενοι τον πόνο των υποδούλων, ώς αγύρτες και λαοπλάνοι.
Περί το 1827 ό όσιος επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του Ιθάκη, συνδυάζοντας ασκητικό και ιεραποστολικό βίο. Επί μία πενταετία έζησε σε μια λαγγαδιά με αυστηρή άσκηση, πιο πάνω από το χωριό Περαχώρι. Κατόπιν για περισσότερη άσκηση πήγε σε μια σπηλιά στο φαράγγι της Γούβας. Μερικοί χριστιανοί έφθαναν μέχρι τους τόπους των ασκήσεων του, ζητώντας την προσευχή του, τη συμβουλή και την ευχή και ευλογία του. Για πολλούς ήταν ό άγιος Παππουλάκης. Κατέβαινε και εκείνος στα χωριά, για να συνδράμει με τον βιωματικό λόγο του και το ακέραιο παράδειγμα του. Μοιράζοντας όσα του έδιναν, ελεημοσύνη στους φτωχούς, μερικές φορές δίχως να γίνεται αντιληπτός. Τ΄ άφηνε και έφευγε κρυφά. Οι φτωχοί τον αγαπούσαν και μερικοί πλούσιοι τον φθονούσαν, πού τους έλεγχε για τη φιλαργυρία τους.
Με την προτροπή του κτίσθηκε ό ιερός ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ράχης, όπου και στη μονή της μετανοίας του ετιμάτο το Καθολικό στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, της Αγίας Βαρβάρας-Σταυρού, του Αγίου Αθανασίου-Ανωγής και του Τιμίου Προδρόμου-Σπαρτοχωρίου Μεγανησίου. Η σαραντάχρονη παραμονή του στο νησί του ήταν πηγή αστείρευτης και συνεχόμενης ευλογίας. Υπήρξε προστάτης των φτωχών, εμπνευστής μετάνοιας των αμαρτωλών, ισόβιος ασκητής, αληθινός μοναχός.
Προείδε το τέλος του και αποσυρμένος σε μια φιλό ξενη οικία στο Βαθύ της Ιθάκης, άφού εξομολογήθηκε για τελευταία φορά στον Πνευματικό του ιερομόναχο Αγάπιο Δενδρινό, τελείωσε ειρηνικά τον βίο του τα χαράματα της 2ας Μαρτίου του 1868. Το τίμιο λείψανο του μεταφέρθηκε στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου. Στο δεξί του χέρι βρέθηκε ένα χαρτί με την τελευταία του επιθυμία: «Απαιτώ, αγαπητοί μου, να ενταφιασθώ στο Σταυρό, στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, όπισθεν του Αγίου Βήματος, όπου βρίσκεται μυρσίνη φυτευμένη με τα χέρια μου. Αγαθόν το εξομολογείσθαι τω Κυρίω και ψάλλειν τω ονόματι σου Ύψιστε, του αναγγέλειν το πρωί το έλεος σου και την αλήθειάν σου καθ’ εκάστην». Έτσι και έγινε. Όλοι οι κάτοικοι του νησιού ήλθαν να τον αποχαιρετήσουν. Περπάτησαν έξι ώρες για να τον μεταφέρουν στον τάφο του. Τον συνόδευαν και πολλά πουλιά. Ενώ έβρεχε το λείψανο του δεν βράχηκε καθόλου.
Ό όσιος Ιωακείμ είχε πλούσια από τον Θεό χαρίσματα· της προοράσεως και της ιάσεως, καθώς έχουμε πλήθος παλαιών και πρόσφατων μαρτυριών. Η καθαρότητα, η ασκητικότητα και η ταπεινότητά του τον έκαναν δεκτικό δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, τα όποια μοίρασε στους έχοντες ανάγκη πιστούς. Πολλά θαύματα του έγιναν όσο ζούσε, αλλά και μετά την κοίμηση του και μέχρι σήμερα. Αρκετοί έγραψαν περί αυτού.
Στις 23 Μαΐου 1992 κατόπιν διαβημάτων μονής της μετανοίας του προς τον Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης και με την προσωπική συμμετοχή του Καθηγουμένου και αδελφών της μονής πραγματοποιήθηκε στον Σταυρό της Ιθάκης η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του, τα όποια είχαν κιτρινωπό χρώμα και άρρητη ευωδία. Οί κάτοικοι του νησιού πάντα στις καρδιές τους τιμούσαν τον όσιο Ιωακείμ ώς άγιο. Η επίσημη αναγνώριση και αγιοκατάταξή του έγινε άπό το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 19 Μαρτίου 1998. Μέρος των τιμίων λειψάνων και της κάρας του οσίου φυλάσσονται στον ιερό ναό Αγίας Βαρβάρας και το υπόλοιπο μέρος των λειψάνων και της κάρας του στην ιερά μονή Βατοπαιδίου. Πλήρη ασματική ακολουθία, Παρακλητικό Κανόνα, Χαιρετισμούς και εγκώμια συνέταξε ό υμνογράφος Χαραλάμπης Μπούσιας.
Η μνήμη του τιμάται στις 2 Μαρτίου και η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του στις 11 Μαΐου.
Πηγή:
Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου
Άγιον Όρος, 2007

Ο Νεομάρτυς Ευγένιος Ροντιόνωφ

Μαρτύρησε στις 23 Μαΐου 1996
Ο Άγιος Νεομάρτυρας Ευγένιος Ροντιόνωφ γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1977 κοντά στη Μόσχα-και συγκεκριμένα στο χωριό Κουρίλοβο, στην περιοχή της πόλεως Παντόλσκ-. Ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας και βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός κατά την παιδική του ηλικία. Η μητέρα του ονομάζεται Λιουμπόβ (=αγάπη) Βασίλιεβνα.
Το 1989 η γιαγιά του πήρε τον μικρό Ευγένιο και τον πήγε στην Εκκλησία, για να εξομολογηθεί για πρώτη φορά και να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Ο ιερέας πρόσεξε ότι το παιδί δε φορούσε Σταυρό και κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης του φόρεσε ένα Σταυρό, τον οποίο ο μικρός Ευγένιος δεν τον έβγαλε ποτέ από πάνω του· μάλιστα, έφτιαξε ένα χονδρό κορδόνι και τον πέρασε εκεί. Η μητέρα του, όταν είδε ότι φορούσε Σταυρό, τον προέτρεψε να τον βγάλει, διότι, όπως είπε, θα τον περιγελάσουν οι συμμαθητές του. Ο Ευγένιος δεν απάντησε, αλλά και δεν την υπάκουσε.
Όταν τελείωσε τις σπουδές του το 1994, εργάστηκε ως επιπλοποιός, επάγγελμα που του απέφερε πολλά έσοδα.
Στις 25 Ιουνίου του 1995 παρουσιάστηκε στο Στρατό και μετά τη βασική του εκπαίδευση, στις 13 Ιανουαρίου του 1996, τοποθετήθηκε στα συνοριακά φυλάκια Τσετσενίας-Ηγκουερίνας. Ακριβώς ένα μήνα μετά, στις 13 Φεβρουαρίου του 1996, αιχμαλωτίστηκε. Η αιχμαλωσία έγινε ως εξής: η στρατιωτική υπηρεσία έστειλε τέσσερις στρατιώτες-μεταξύ των οποίων και τον Ευγένιο-να κάνουν ελέγχους στα αυτοκίνητα που διέρχονταν από ένα συγκεκριμένο δρόμο. Δυστυχώς, οι αρμόδιοι έστειλαν τους στρατιώτες χωρίς να υπάρχει καμιά προηγούμενη οργάνωση (δεν υπήρχε καν φωτισμός) και καμιά ασφάλεια. Από αυτόν το δρόμο περνούσαν πολύ συχνά Τσετσένοι μεταφέροντας όπλα, αιχμαλώτους και ναρκωτικά. Τη νύχτα εκείνη πέρασε από εκείνο το δρόμο ένα ασθενοφόρο.
Όταν οι στρατιώτες το σταμάτησαν για έλεγχο, ξαφνικά μέσα από αυτό πετάχτηκαν πάνω από δέκα Τσετσένοι, πολύ καλά οπλισμένοι. Ακολούθησε συμπλοκή και οι Τσετσένοι συνέλαβαν και τους τέσσερις στρατιώτες. Αυτό έγινε στις 3 τη νύχτα. Στις 4 η ώρα ήρθαν άλλοι στρατιώτες για αλλαγή φρουράς· φυσικά δεν τους βρήκαν και κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί. Μετά από λίγες μέρες η υπηρεσία του στρατού ενημέρωσε τους γονείς των στρατιωτών για την εξαφάνισή τους. Η μητέρα του Ευγένιου κατάλαβε ότι δεν πρόκειται για εξαφάνιση, αλλά για αιχμαλωσία, και πήγε με κίνδυνο της ζωής της στην Τσετσενία, για να βρει το παιδί της. Έφτασε στην πόλη Χαγκαλά και μετά από πολλές προσπάθειες ήρθε σε επαφή με τους αρχηγούς διαφόρων αντάρτικων ομάδων της Τσετσενίας προσπαθώντας να μάθει για την τύχη του Ευγένιου, διότι γνώριζε ότι οι Τσετσένοι δε σκοτώνουν αμέσως τους αιχμαλώτους, αλλά περιμένουν μήπως πάρουν λίτρα και τους ελευθερώσουν.
Οι ίδιοι οι Τσετσένοι της είπαν ότι ο γιος της ζούσε, αλλά ήταν αιχμάλωτος και σιώπησαν με νόημα προσπαθώντας να υπολογίσουν πόσα χρήματα μπορούσαν να αποσπάσουν από αυτήν. Εκείνον τον καιρό ένας ζωντανός στρατιώτης αιχμάλωτος στοίχιζε 10.000 δολάρια, ενώ ένας αξιωματικός 50.000. Όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να κερδίσουν αρκετά χρήματα, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Η μητέρα του πήγε παντού για να τον ψάξει, πέρασε από χωριά, από δρόμους με νάρκες, από μέτωπα συγκρούσεων, γνώρισε πολλούς αξιωματικούς Τσετσένους και, όπως η ίδια λέει, «πέρασα από όλους τους κύκλους του άδη».
Από την πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας του Ευγένιου, που διήρκησε 100 ημέρες, οι αντάρτες, επειδή είδαν ότι φοράει Σταυρό, προσπάθησαν να τον κάμψουν ψυχικά, ώστε να καταφέρουν-αν ήταν δυνατό-να τον αναγκάσουν να αρνηθεί την πίστη του, να βγάλει το Σταυρό, να γίνει μουσουλμάνος και να τον κάνουν δήμιο και φονιά των άλλων Ρώσων αιχμαλώτων. Ο Ευγένιος, βέβαια, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις και, παρά τους συνεχείς ξυλοδαρμούς, τα πάμπολλα βασανιστήρια και τις υποσχέσεις ότι θα ζήσει αν βγάλει το σταυρό του, δεν μπόρεσαν να τον κάμψουν.
Αργότερα, οι ίδιοι οι αρχηγοί των ανταρτών είπαν στη μητέρα του: «εάν ο γιος σου γινόταν σαν ένας από εμάς, δε θα τον αδικούσαμε».
Στις 23 Μαΐου του 1996, δηλαδή την ημέρα των γενεθλίων του, πήραν τους τέσσερις αιχμαλώτους στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και τον Ευγένιο, για να τους σκοτώσουν. Πρώτα σκότωσαν τους τρεις συναιχμαλώτους του. Έπειτα, πρότειναν για τελευταία φορά στον Ευγένιο να βγάλει το Σταυρό λέγοντας ότι «ορκιζόμαστε στον αλλάχ ότι θα ζήσεις». Ο Ευγένιος και πάλι αρνήθηκε και τότε υπέστη το φρικτό του μαρτύριο. Τον έσφαξαν με μαχαίρι κόβοντας εντελώς το κεφάλι του, αλλά δεν τόλμησαν να βγάλουν το Σταυρό από το λαιμό του. Τον έθαψαν μεν με το σταυρό, αλλά χωρίς το κεφάλι.
Τελικά, η μητέρα του βρήκε τον Ευγένιο μετά από εννέα μήνες. Και πάλι ζήτησαν οι Τσετσένοι 4000 δολάρια για να της δώσουν το λείψανο. Της έδωσαν και βιντεοκασέτα με το μαρτύριο του γιου της και της διηγήθηκαν οι ίδιοι την πορεία της αιχμαλωσίας του και τα βασανιστήρια.
Η μητέρα του Ευγένιου πούλησε το διαμέρισμά της και ό,τι άλλο μπορούσε-μέχρι και ρούχα-για να μπορέσει, αφενός μεν να δώσει τα λίτρα, αφετέρου δε να ανταπεξέλθει στα έξοδα εκταφής, ειδικού φέρετρου, μεταφοράς κλπ., τα οποία δεν ήταν και λίγα.
Τελικά στις 20 Νοεμβρίου του 1996 μετέφερε το λείψανο στο χωριό τους και το έθαψε στο κοιμητήριο. Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας του Ευγένιου πέθανε δίπλα στο μνήμα από τη λύπη του.
Αμέσως, σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας ο Άγιος μάρτυρας Ευγένιος άρχισε να εμφανίζεται και να κάνει θαύματα. Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένες μαρτυρίες και θαυμαστές επεμβάσεις:
Ένα κοριτσάκι που έμενε σε Ορθόδοξο ορφανοτροφείο διηγήθηκε ότι της εμφανίστηκε κάποτε ένας ψηλός στρατιώτης με κόκκινο μανδύα, ο οποίος της είπε ότι είναι ο Ευγένιος, την έπιασε από το χέρι και τη οδήγησε στην Εκκλησία. Το κοριτσάκι λέει: «παραξενεύθηκα που φορούσε κόκκινο μανδύα, διότι οι στρατιώτες δε φορούν σήμερα τέτοιο μανδύα, και σκέφτηκα ότι αυτός πρέπει να είναι ο μανδύας του μάρτυρα».
Σε πολλές Εκκλησίες έχουν δει ένα στρατιώτη με πύρινο μανδύα, ο οποίος βοηθάει τους αιχμαλώτους στην Τσετσενία να δραπετεύσουν από την αιχμαλωσία τους και να διαφύγουν από κάθε κίνδυνο, όπως νάρκες κλπ.
Σε ένα νοσοκομείο τραυματιών πολέμου οι τραυματισμένοι στρατιώτες πιστοποιούν ότι ένας Άγιος μάρτυρας Ευγένιος τους βοηθάει, ειδικά όταν πονάνε πολύ. Όταν κάποιοι από αυτούς πήγαν στο Ναό του Σωτήρος στη Μόσχα, είδαν την εικόνα του μάρτυρα και αναγνώρισαν αυτόν που τους βοήθησε.
Το στρατιώτη με τον κόκκινο μανδύα τον γνωρίζουν και οι φυλακισμένοι. Κυρίως βοηθάει τους πολύ καταβεβλημένους και συντετριμμένους ψυχικά λόγω της φυλακίσεως τους.
Το 1997 με ευλογία του Πατριάρχη Αλεξίου εκδόθηκε ένα βιβλίο με τίτλο «Νέος μάρτυς του Χριστού στρατιώτης Ευγένιος». Ένας ιερέας ονόματι Βαντίμ Σκλιαρένσκο από το Ντνεποπετρόφκ έστειλε στο Πατριαρχείο μία αναφορά όπου έγραφε ότι το εξώφυλλο του βιβλίου με τη φωτογραφία του Αγίου μυροβλύζει.
Μετά από τρία χρόνια και τρεις μήνες ο αρχηγός και όλη η ομάδα του, οι σφαγείς του Ευγένιου, σκοτώθηκαν από τους ίδιους τους Τσετσένους μετά από εμφύλιες αντιπαραθέσεις.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά περισσότερο την ημέρα του Μαρτυρίου του, στις 23 Μαΐου, έρχονται για προσκύνημα στο τάφο του πολλοί πιστοί και αναφέρονται πολλά θαύματα.

Εορτή του Οσίου Μιχαήλ, του Επισκόπου Συνάδων και Ομολογητού


Εορτή του Οσίου Μιχαήλ, του Επισκόπου Συνάδων και Ομολογητού
Τη μνήμη του Οσίου Μιχαήλ, του Επισκόπου Συνάδων και Ομολογητού τιμά σήμερα, 23 Μαΐου, η Εκκλησία μας.
Ο Όσιος Μιχαήλ, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα του Αρμένιου και καταγόταν από πλούσια και αρχοντική οικογένεια, από τα Σύναδα της Φρυγίας. Σπούδασε με ζήλο τα ιερά γράμματα και στη συνέχεια έφθασε στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του.
Εκεί συνδέθηκε με ένα φημισμένο πνευματικό άνθρωπο το Θεοφύλακτο, και αποφάσισαν να αφοσιωθούν στην άσκηση της σάρκας και τη μελέτη των Θείων Γραφών.

Αποσύρθηκαν σε κάποιο μοναστήρι στον Εύξεινο Πόντο το οποίο είχε ιδρύσει ο Πατριάρχης Ταράσιος, ο οποίος φωτισθείς από το Άγιο Πνεύμα, τους υποδέχθηκε εγκάρδια και πολύ γρήγορα τους χειροτόνησε πρεσβυτέρους.
Στη συνέχεια, ο μεν Θεοφύλακτος εξελέγη επίσκοπος Νικομήδειας, ο δε Μιχαήλ επίσκοπος Συνάδων.
Από τη θέση του Επισκόπου ο Μιχαήλ έλαμψε πνευματικά. Δυναμικός μαχητής της πίστης, δίδασκε καθημερινά το λόγο του Θεού, κήρυττε, νουθετούσε και βοηθούσε δυναμικά τους πτωχούς, τους πάσχοντες και τους αδυνάτους. Διακρίθηκε επίσης για την προσήλωσή του στα ορθόδοξα δόγματα και την σφοδρή καταπολέμηση των αιρετικών διδασκαλιών.
Όταν ο αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος, κήρυξε διωγμό εναντίον όσων υπερασπιζόταν τις ιερές εικόνες, ο Μιχαήλ με γενναιότητα αντιτάχθηκε στη προκλητική αυτή ενέργεια του αυτοκράτορα. Εξοργισμένος ο Λέων έδωσε εντολή να φυλακισθεί σε ένα φρούριο, το οποίο ονομαζόταν Ευδοκιάς.
Ο Όσιος όμως συνέχιζε να διακηρύσσει την αλήθεια με αντίτιμο συνεχείς εξορίες κακουχίες και στερήσεις για να καταλήξει σε κάποια ανθυγιεινή περιοχή όπου από τις ταλαιπωρίες παρέδωσε την αγία ψυχή του ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού.
Την κάρα του Αγίου Μιχαήλ αποθησαυρίζει η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος, που της παραχωρήθηκε με χρυσόβουλο από τους βασιλείς Βασίλειο και Κωνσταντίνο.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Θεώ αναθεμένος, την σην ζωήν εκ παιδός, ποιμήν ανηγόρευσαι, και Ιεράρχης σεπτός, Χριστού ιερώτατε, όθεν τον του Δεσπότου, χαρακτήρα τιμήσας, θλίψεις εν εξορίαις, Μιχαήλ καθυπέστης και νυν αναπηγάζεις ημίν, ρείθρα ιάσεων.

Παρασκευή, Μαΐου 22, 2015

Ἡ ἀποτελεσματικὴ προσευχή

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

ΕΥΚΟΛΑ µιλᾶµε γιά τήν προσευχή. Χρησιµοποιοῦµε µάλιστα καί παραδείγµατα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τά πατερικά κείµενα καί τούς βίους τῶν Ἁγίων. Τονίζουµε τήν ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς, ἀλλά στήν πράξη σχεδόν ὅλοι σκοντάφτουµε. Τό µεγάλο ἐµπόδιο εἶναι ἡ συγκέντρωση τοῦ νοῦ κατά τήν προσευχή! Νά περιοριστεῖ καί νά στραφεῖ µέ θερµότητα στά αἰτήµατα τῆς προσευχῆς, γιά νά γαληνέψει καί ἡ καρδιά µας. Εἶναι ἕνα δύσκολο ἔργο, ὄχι µόνο γιά τούς ἐν τῷ κόσµῳ χριστιανούς, ἀλλά καί γιά τούς µοναχούς. 
Κανένας πιστός δέν ἀρνεῖται τήν προσευχή. Πολλοί ὅµως τήν ἐγκαταλείπουν, γιατί δέν µποροῦν νά ξεπεράσουν τή δυσκολία νά συγκεντρώσουν τό νοῦ τους. Θεωροῦν τήν προσευχή µαταιοπονία. Ἐπειδή δέν γεύτηκαν ποτέ τή γλυκύτητά της, δέν πείθονται εὔκολα ἀπό τίς προτροπές τῶν πνευµατικῶν καί τῶν ἱεροκηρύκων. Ὅµως πρέπει νά διευκρινίσω ὅτι ἡ συγκέντρωση τοῦ νοῦ δέν εἶναι κάτι πού τό πετυχαίνουµε µιά φορά καί µετά τό διατηροῦµε χωρίς κόπο καί προϋποθέσεις. Ὁ νοῦς ἐπηρεάζεται ἀπό πολλούς ἐξωτερικούς, ἀλλά καί ἐσωτερικούς, παράγοντες, γι᾿ αὐτό καί ἡ προσπάθεια πρέπει νά εἶναι διαρκής. Ἡ ἐπιτυχία ἄλλοτε θά εἶναι µεγάλη καί ἄλλοτε µικρή. Ὅµως προσοχή! ∆έν πρέπει νά ἀπογοητευόµαστε, ὅταν ἡ προσευχή µας δέν φέρνει τούς καρπούς πού περιµένουµε. Ἰδιαίτερα στό θέµα τῆς ἱκανο- ποίησης τῶν αἰτηµάτων µας. Πρέπει νά γνωρίζουµε ὅτι ὁ Θεός ἐκτιµᾶ τήν προαίρεσή µας καί ἀναγνωρίζει τίς...
δυσκολίες µας.
Συχνά στή Λειτουργία ἀκοῦµε τήν προτροπή «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶµεν», δηλαδή πρέπει νά προσευχόµαστε µέ εἰρήνη νοῦ καί γαλήνη καρδιᾶς. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο καί πολύ διαφωτιστικό τό ἑρµηνευτικό σχόλιο πού κάνει ἕνας θεολόγος: «Ἡ εἰρήνη τοῦ νοῦ καί ἡ γαλήνευση τῆς καρδιᾶς ἀποτελοῦν τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση µιᾶς πετυχηµένης καί ἀποτελεσµατικῆς προσευχῆς. Τό κοµµάτιασµα τοῦ νοῦ καί ἡ διάσπαση τῶν πνευµατικῶν δυνάµεων τῆς ψυχῆς, σέ συνδυασµό µέ τή συναισθηµατική φόρτιση καί τό σάλεµα τῆς καρδιᾶς ἐµποδίζουν τόν ἄνθρωπο νά συγκεντρωθεῖ νοερά καί ν᾿ ἀγγίξει τό Θεό στήν πνευµατική ἀνάβαση τῆς προσευχῆς. Ὅταν στόν προσευχόµενο ἄνθρωπο κακοί λογισµοί καί σκέψεις ἀνοίκειες ταράζουν καί διασποῦν τό νοῦ του, ὅταν ἐπιθυµίες αἰσχρές καί ἀκάθαρτες µολύνουν τήν καρδιά του καί ὅταν ἡ βιοτική µέριµνα καί οἱ ὑποθέσεις τῆς ζωῆς πιέζουν καί ἀναστανώνουν τήν ψυχή, δέν µπορεῖ αὐτός νά πλησιάσει τόν ἀπρόσιτο Θεό καί νά ἐπικοινωνήσει νοερά µαζί του. Ὁ πιστός µπαίνοντας στήν ἐκκλησία πρέπει νά ἔχει ἑνοποιηµένο τόν ἑαυτόν του, συναγµένο νοῦ, ἤρεµη ψυχική διάθεση καί συνείδηση γαληνεµένη, ὥστε ἀναβαίνοντας πρός τό Θεό ν᾿ ἀκούει καθαρό τό λόγο τῆς θείας ἀλήθειας καί ν᾿ ἀφουγκράζεται ἤρεµα τό µυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Φυσικά ἕνα τέτοιο ἔργο, δεδοµένης τῆς κραυγαλέας ἁµαρτίας πού ὑλακτεῖ ἄγρια στήν πεσµένη φύση µας, ἡ ὁποία, παρά τήν ἀναγέννησή της ἐν Κυρίῳ, δέν παύει ὡστόσο ν᾿ ἁµαρτάνει, εἶναι ἔργο δύσκολο. Γιά νά τό πετύχει ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς ἐπικουρίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Ἀνδρέα Θεοδώρου, «Τά σά ἐκ τῶν σῶν», ἑρµηνευτικό σχόλιο στήν θεία Λειτουργία, Ἀθήνα 2000, σελ. 41-42).

Ὁ συνειδητός χριστιανός τίς πονηρές σκέψεις τίς διώχνει µέ τίς καλές, πού παίρνει ἀπό τή µελέτη κάποιου βιβλίου ἤ τή συνοµιλία µέ κάποιον κληρικό ἤ ἔµπειρο λαϊκό. Ἐπίσης τηρώντας τίς ἐντολές δέν ἔχει αἰσχρές ἐπιθυµίες.Ἐλεύθερα τίς ἀρνεῖται καί τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου τίς ἀντιµετωπίζει µέ ἀποφασιστικότητα. Προσεκτικός εἶναι ἀκόµα καί στίς βιοτικές µέριµνες. Τίς περιορίζει ὅσο εἶναι δυνατό, γιά νά ἔχει ἐλεύθερο χρόνο. ∆έν θέλει νά εἶναι πολυµέριµνος καί πολυάσχολος. Ἀντίθετα, ἱκανοποιεῑται µέ τά λίγα, εἶναι αὐτάρκης καί δέν ἀκολουθεῖ τή νοοτροπία τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας. ∆έν εἶναι ὑπέρ τῆς ἀφθονίας τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. ∆έν ἀρνεῖται ὅµως τά ὑλικά ἀγαθά στούς ἀδελφούς του. Φροντίζει γι᾿ αὐτούς, προσφέρει ὅ,τι ἔχει καί θυσιάζει τό χρόνο του προκειµένου νά ἀνακουφιστοῦν. Οἱ µέριµνες γιά ἔργα ἀγάπης διαφέρουν ἀπό τίς µέριµνες πού ἔχουν σχέση µέ τή δική του ζωή. Οἱ πρῶτες πρέπει νά αὐξάνονται, γιατί εἶναι ἕνα εἶδος προσευχῆς, ἀφοῦ ὑπηρετοῦν τήν κορυφαία ἀρετή τῆς ἀγάπης, ἐνῶ οἱ δεύτερες πρέπει νά µειώνονται, γιατί ἐµποδίζουν καί τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη.
Ορθόδοξος Τύπος, 22/5/2015

Ὁ λέγων αὐτήν τὴν Εὐχήν κάθε ἑσπέρας, μετὰ κατανύξεως, ἐὰν ἐπέλθη ἐπ' αὐτὸν ἡ φοβερά ὥρα τοῦ θανάτου ἐν τῇ νυκτί ταύτη, λυτροῦται τῆς κολάσεως, ἐλέει Θεοῦ.


Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου)
Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.


Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.

Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.

Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,

ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·



ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,

ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,

ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,

ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,

ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,

ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,

ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,

ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,

ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,

ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,

ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,

ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα,

ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.

Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.

Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.

Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».


Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».

Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.

Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.

Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.

Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον ἐκτενές.
Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,
οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,
οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,
οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,
οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,
οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκῆ,
οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,
οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,
οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.
Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.

Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.

Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!

Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!

Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!

Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!

Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!

Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!


Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι·
πάλιν δεύρο,

οὐκ ὀνειδίζω σε,
οὐ βδελύσσομαι,
οὐκ ἀποῤῥίπτω,
οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,
τὸ ἐμὸν τέκνον,
τὴν ἐμὴν εἰκόνα,
ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,
ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,
οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,
οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,
οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·
διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.


Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.

Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,

Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.

Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,
ἀσθενής τῇ γνώμη,
ἀσθενής τῇ προαιρέσει.

Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.

Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.

Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;

Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;

Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·

Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,
ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι ἑαυτόν,
οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,
ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,
λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...

«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·

Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,
ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,
ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.

Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.

Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.

Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,
«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,
κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!

Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.

«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.

Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.

Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;

Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;

Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.

Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.

Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.

«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.

Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.


Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.

Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.

Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.

«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.

Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.

Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.

Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.

Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.

Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».

Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.

Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.

«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
το είδαμε εδώ

Περί εκλογής Αρχιερέων



arxieratiak
Παρουσίαση υπό αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη Ph.D. 
ο είδαμε  Romfea.gr


Στην Εκκλησία «πρώτοι έρχονται οι Απόστολοι» (Α΄Κορ.12:28), δηλαδή οι Αρχιερείς· χωρίς αυτούς δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία.
Πράγμα που σημαίνει πως όταν οι Αρχιερείς μας είναι καλοί, τότε και η Εκκλησία μας πάει καλά. Καί «καλύτερα να κρύψουμε το χρυσάφι, παρά την αλήθεια» (Πυθαγόρας)· παρά να «κρύψουμε» τη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τη σχετική με τους Αρχιερείς και προπαντός αυτή που σχετίζεται με την εκλογή Αρχιερέων.
Από τους «περί Ιερωσύνης» λόγους του, επιλέξαμε μερικά «κομμάτια», και τα παρουσιάζουμε προς ωφέλεια πάντων ημών.
Όπως θα δούμε, ο Αγιος Ιωάννης έχοντας υπόψη του με τι κοσμικά κριτήρια γινόταν η εκλογή Αρχιερέων στην εποχή του, γινόταν έξω φρενών· έφθασε στο σημείο να ειπεί αυτό το φοβερό: «Οι άνθρωποι της Εκκλησίας καταστρέφουν την Εκκλησία, χειρότερα από ότι θα την κατέστρεφαν οι εχθροί της»(Λόγος Γ ).
Ας δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά και μέσα από τα κείμενα του τη μεγάλη του οργή για το συγκεκριμένο θέμα. Έγραφε:
Οι Επίσκοποι, όταν έρθει η στιγμή να εκλέξουν ποιμένες, ενεργούν με τέτοιο τρόπο, λες και το ποίμνιο είναι κάτι το γήϊνο και το υλικό.
Ακούς να λένε: Ας κάνουμε το δείνα Επίσκοπο, γιατί κατάγεται από «μεγάλο τζάκι». Ας κάνουμε το δείνα, γιατί είναι πλούσιος, και δεν θα χρειάζεται τα έσοδα της Εκκλησίας για να συντηρηθεί.
Ας κάνουμε το δείνα που μόλις γύρισε από σχισματική Εκκλησία. Ο πρώτος προτιμά το φίλο του, ο δεύτερος το συγγενή του, ο τρίτος τον κόλακα. Κανείς δεν δίδει σημασία στον κατάλληλο! Κανείς δεν δίδει σημασία στα ψυχικά χαρίσματα του υποψηφίου. (Λόγος Γ).
Το κακό δεν είναι ότι απλά προωθούν τους αναξίους, αλλά ότι αποκλείουν τους αξίους, για να μην μπορεί το ποίμνιο να βρίσκει πουθενά παρηγοριά!
Πρόσεξε τι δικαιολογίες εφευρίσκουν προκειμένου να τους αποκλείσουν: Ο πρώτος δεν κάνει, γιατί δεν ξέρει να κολακεύει. Ο δεύτερος αποκλείεται, γιατί δεν είναι αρεστός στον δείνα.
Ο τρίτος αποκλείεται, γιατί αν τον «βγάλουμε», θα λυπήσουμε τον δείνα, που ενδιαφέρεται για κάποιο δικό του. Ο άλλος αποκλείεται, γιατί είναι αγαθός και επιεικής. Και ο άλλος, γιατί είναι αυστηρός στους αμετανοήτους.Πάντως, αν κάποιον δεν τον θέλουν, θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά, να του «ανακαλύψουν» κάποια ανικανότητα! Και αν δεν βρουν, είναι ικανοί, να πουν πως τα πολλά προσόντα του, είναι κώλυμα!
Παλιά, όταν έβλεπα τους κοσμικούς άρχοντες να «μοιράζουν» την εξουσία σε άσχετους, τους κορόϊδευα! Όταν όμως είδα, πως το ίδιο χάλι γίνεται και στην Εκκλησία μας, μαζεύθηκα...!
Και λοιπόν; Η αθλία αυτή κατάσταση δεν είναι ικανή να προκαλέσει μυρίους κεραυνούς; Σαν τι άλλο πρέπει να κάνουμε για να ξεσπάσει πάνω μας η θ. οργή; Υπάρχει πιο χειρότερο από το να παραδίδουμε σ΄ ανθρώπους πονηρούς και αναξίους πράγματα τόσο φοβερά και φρικτά; (Λόγος Γ ).
Η τιμωρία μας θα είναι ίδια με την τιμωρία που θα υποστούν οι ανάξιοι ποιμένες, αν όχι και χειρότερη! Γιατί, για ο,τι κακό κάνουν στην Εκκλησία οι ανάξιοι ποιμένες, το «φορτωνόμαστε» εμείς που τους δώσαμε την εξουσία! (Λόγος Δ ). Οι άνθρωποι της Εκκλησίας καταστρέφουν την Εκκλησία, χειρότερα απ ὅτι θα την κατέστρεφαν οι εχθροί της!(Λόγος Γ ).

1. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αφήνει ξεκάθαρα να εννοηθεί, ότι η εκλογή Αρχιερέων δεν γίνεται εξ Αγίου Πνεύματος. «Υπάρχει (λέει) πιο χειρότερο από το να παραδίδουμε σ ἀνθρώπους πονηρούς και αναξίους πράγματα τόσο φοβερά και φρικτά;». Θεωρείται αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος (γιατί όχι και βλασφημία;!), όταν τις προσωπικές μας επιλογές, τις ανακατεμένες με προσωπικά συμφέροντα, τις προβάλλουμε στον κόσμο σαν εμπνεύσεις του Αγίου Πνεύματος.
2. Τότε, η εκλογή ή ένα σκάνδαλο ενός αναξίου Αρχιερέα δεν έκανε και τόσο μεγάλο κακό στην Εκκλησία, γιατί δεν υπήρχαν τα σύγχρονα Μ.Μ.Ε., ώστε να το διαδώσουν, με ότι αυτό θα συνεπαγόταν για το κύρος της Εκκλησίας και προπαντός για τη σωτηρία του λαού! Ενώ σήμερα ακόμα και το παραμικρό σκάνδαλο το μαθαίνει αυτοστιγμεί ολόκληρη η οικουμένη...! (Και ο αγαθός Κύριος είπε για τον αίτιο του σκανδάλου: «Τον συμφέρει να δέσουν στο λαιμό του μια μεγάλη μυλόπετρα (!) που την γυρίζει γαϊδαρος, και να καταπονισθεί (!) στο ανοιχτό πέλαγος της θάλασσας....!» (Μτ. 18:6)· ώστε να χαθεί κάθε ίχνος παρουσίας του· ούτε το πτώμα δεν πρέπει να βγει στην επιφάνεια...!). Σκεφθείτε λοιπόν τι θα έλεγε σήμερα ο Άγιος Ιωάννης για την εκλογή αναξίων αρχιερέων!
3. Βλέποντας (ο Άγιος Ιωάννης) με τι άνεση οι συλλείτουργοί του δέχονταν τα εκκλησιαστικά αξιώματα, τους πέρασε και αυτούς «γενεές δεκατέσσερες»! Ἐγραφε:
Αν πεις σε κάποιον που δεν είναι κτίστης, να σου κτίσει σπίτι, θα σου ειπεί, χωρίς να ντραπεί, πως δεν μπορεί. Όσο και να τον πιέσεις, δεν θα υποχωρήσει! Κανείς, λοιπόν, δεν φτιάχνει σπίτι, αν δεν ξέρει την τέχνη. Και ο γεωργός δεν θα αποφάσιζε ποτέ να γίνει καπετάνιος, ούτε ο καπετάνιος στρατηγός, έστω και αν τους απειλούσαν με μυρίους θανάτους! Λόγω ακριβώς το ότι στερούνται εμπειρίας, φοβούνται να αναλάβουν τέτοιες ευθύνες.
Τι λες; Όταν θελήσεις να γίνεις ποιμένας ψυχών, δεν θα πρέπει πρώτα να εξετάσεις τον εαυτό σου, να δεις αν κάνεις; Θα δεχθείς το αξίωμα, και ας μην έχεις ιδέα από επιμέλεια ψυχών; Επειδή και μόνο σε διατάζει ή σε εκβιάζει ο δείνα, για να μην 'ρθεις τάχα σε σύγκρουση μαζί του; Ώστε, λοιπόν, εδώ που η ζημιά είναι πνευματική, υποχωρείς! Επειδή τάχα σε πιέζουν! (Λόγος Δ ).
Ο Κύριος, εν ημέρα Κρίσεως δεν θα λάβει υπόψη Του, ούτε το ότι σε πίεσαν να αναλάβεις το αξίωμα, ούτε την απειρία σου! Ας υποθέσουμε πως παρακαλείς κάποιον, να σου φτιάξει σπίτι. Μαζεύει, λοιπόν, ξύλα και πέτρες και σου φτιάχνει ένα ετοιμόρροπο σπίτι. Τι λες; Απαλάσσεται των ευθυνών του, επειδή το σπίτι δεν το έφτιαξε από μόνος του, αλλά κατόπιν παρακλήσεώς σου; Και βέβαια όχι! Και πολύ ευλόγως! Γιατί έπρεπε πάση θυσία να μην αναλάβει ένα τέτοιο έργο, έστω και αν τον χιλιοπαρακαλούσες!
Αν, λοιπόν, γι' αυτόν, που χάλασε ξύλα και πέτρες, δεν υπάρχει δικαιολογία, θα δικαιολογηθείς εσύ που καταστρέφεις ψυχές, και «χτίζεις» όπως-όπως στην Εκκλησία, επειδή και μόνο δέχθηκες παρά τη θέλησή του το αξίωμα; Θα τιμωρηθείς! Και ποιός θα σε υποστηρίξει τότε; Μήπως θα σε υποστηρίξουν αυτοί που σε έσπρωξαν στο αξίωμα; Αλλά και αυτούς εν ημέρα Κρίσεως ποιός θα τους γλυτώσει;
Έστω! Έστω ότι δεν φρόντισες από μόνος σου να γίνεις ποιμένας ψυχών, λόγω συναισθήσεως της αναξιότητός σου. Πολύ καλά! Όμως με το ίδιο σκεπτικό, θα έπρεπε να το αποφύγεις, όταν σου το πρόσφεραν!Η μήπως, όσο δεν σε καλούσαν στο αξίωμα ένιωθες ανάξιος, και μόλις βρέθηκαν μερικοί για να σου το προσφέρουν, έγινες αμέσως άξιος;!
Τέτοιες παιδαριώδεις σκέψεις προκαλούν το γέλωτα! Αφήνω, άμα δεν θέλεις, κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει (Λόγος Δ ).
Εμείς το μόνο που μπορούμε, αλλά και υποχρεούμαστε να κάνουμε, είναι να ευχόμαστε εκ βαθέων της καρδίας μας, ώστε να εκλέγονται πάντα οι πιο άξιοι Αρχιερείς, προς χαρά του Εσταυρωμένου Ιησού και σωτηρία του ποιμνίου Του. ΑΜΗΝ.

πατέρες και πατριοί και λύκοι…



Τρεις Ιεράρχες3Πατέρες ονομάστηκαν εκείνοι, που αγάπησαν το λαό και αγωνίστηκαν για την ενότητα της Εκκλησίας, Σύμφωνα με το πνεύμα της αγάπης και της ελευθερίας των Αποστόλων και του Χριστού
Στη συνέχεια οι πατριοί έκαμαν την Εκκλησία σκορποχώρι. Γιατί σε διαμετρική αντίθεση με το Ευαγγέλιο ο καθένας θέλησε να δημιουργήσει το δικό του τσιφλίκι, στο οποίο και να επιβάλει την απόλυτη εξουσία του. Καταλύοντας την ευαγγελική ελευθερία καιποδοπατώντας τα δικαιώματα του κλήρου και του λαού.
Αυτή την πραγματικότητα την προβλέπει ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος στην περικοπή, που διαβάζεται στην, πριν απ’ την Πεντηκοστή, Κυριακή των Πατέρων, προειδοποιεί χαρακτηριστικά:
«Εγώ, λέει στους πρεσβυτέρους ξέρω πως ύστερα από μένα θα πέσουν στο λαό λύκοι αχόρταγοι και καταπιεστικοί, που δεν θα λυπούνται καθόλου τον κλήρο και το λαό. Και θα βρεθούν ανάμεσά σας άνθρωποι που με τη διεστραμμένη διδασκαλία τους θα κομματιάσουν το λαό, για να δημιουργήσουν ο καθένας το δικό του τσιφλίκι…
Και καλεί τους πρεσβυτέρους-όπως λέγονταν επίσκοποι και πρεσβύτεροι μαζί την εποχή εκείνη-να αγρυπνούν και να προσέχουν. Προβάλλοντας για μίμηση το δικό του παράδειγμα. Που για μια τριετία δεν έπαυε μέρα-νύχτα να τους καθοδηγεί. Δείχνοντας για τον καθένα κληρικό και χριστιανό ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Σχετικό με την Κυριακή των Πατέρων είναι και το παρακάτω κήρυγμα, που θα το βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
Ευχαριστώ όσους θα υποβληθούν στον κόπο να το ακούσουν. Που σημαίνει ν’ ακούσουν τις σχετικές με τη συμπεριφορά των χριστιανών και ιδιαίτερα των κληρικών απόψεις του Αποστόλου Παύλου…
παπα-Ηλίας
https://papailiasyfantis.wordpress.com
e mail: papailias6391@gmail.com

Θεραπεία της μοναξιάς (ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΟΣ...)



Ἂν εἶσαι μόνος ἀδελφέ, ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία. Ἀνάπεμπε ὕμνους στὸν Τρισάγιο Θεό μας. Δόξαζέ Τον πολλὲς φορὲς στὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας, διότι κάποιοι ἄλλοι Τὸν ὑβρίζουν καὶ Τὸν βλασφημοῦν (καθημερινῶς). Ὕμνει τὴν Παναγία μας, λέγε τοὺς Χαιρετισμούς της. Εἶναι ἔργο ἀγγελικό. Τώρα δὲν ἔχεις πλέον ἄλλες μέριμνες καὶ φροντίδες οἰκογενειακές. Ἴσως εἶσαι καὶ συνταξιοῦχος. Ἐκμεταλλεύσου τὴν περίστασι. Ἁγίαζε τὸν χρόνο σου. 

Εἴσελθε εἰς τὸ «ταμεῖον» σου [σε ένα ήσυχο σημείο ή "στην καρδιά σου"] καὶ προσεύχου, ἀδελφέ μου, μὴν ἀμελεῖς αὐτὸ τὸ καθῆκον. Ἔχομε εὐθύνη γιὰ τὴν κατάστασι ποὺ ἐπικρατεῖ γύρω μας. 







Προσεύχου γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ τὴν ταλαίπωρη πατρίδα μας ποὺ τὴν συκοφάντησαν, ν᾿ ἀναστηθῇ καὶ πάλι. Γιὰ τὴν μετάνοια καὶ συντριβὴ τῶν ὀρθοδόξων ἑλλήνων. 

Γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται στὴν πρώτη γραμμὴ —γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστι ἀλώβητη ἀπὸ τοὺς ποικιλώνυμους ἐχθρούς της καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν παναίρεσι τοῦ οἰκουμενισμοῦ— καὶ πολεμοῦνται λυσσωδῶς. 

Ν᾿ ἀναδειχθοῦν κι ἄλλοι ὁμολογηταὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ Ἱεράρχες ἄξιοι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». 

Κλεῖσε τὴν τηλεόρασι· δὲν σοῦ προσφέρει τίποτε. 

Καὶ προσεύχου, ἀδελφέ μου, κάνεις πολὺ σπουδαῖο ἔργο: 

Γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη οἰκογένεια, νὰ μὴ χάσῃ τὴν δομή της· νὰ μὴν σαλευθοῦν τὰ θεμέλιά της. 

Γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, γιὰ τοὺς γέροντες καὶ τοὺς διακονητές τους, γιὰ δύναμι καὶ ὑπομονή.. 

Γιὰ τοὺς νοσηλευομένους στὶς ἐντατικὲς κλινικές, γιὰ ὑπομονή. 

Γιὰ τοὺς γιατροὺς καὶ νοσηλευτάς, νὰ τοὺς φωτίζῃ ὁ Θεὸς νὰ δίνουν τὶς κατάλληλες διαγνώσεις, νὰ κάνουν σωστὲς ἐνέργειες. 

Προσεύχου γιὰ τοὺς ἐκπαιδευτικούς μας, νὰ μεταφέρουν τὰ ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδεώδη, τὰ ἰδανικὰ τῆς φυλῆς, στὰ παιδιά μας. Νὰ μείνουν ὄρθιοι στὶς ἐπάλξεις, στὸ καθῆκον, στὴν ἀποστολή τους. 


Γιὰ τοὺς ἐργαζομένους, γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνέργους, γιὰ τοὺς ἀπογοητευμένους, νὰ μὴ χάσουν τὴν ἐλπίδα τους στὸ Θεὸ καὶ ἔλθουν σὲ ἀπόγνωσι. 

Γιὰ τοὺς φυλακισμένους, μάλιστα δὲ διὰ τοὺς ἀδίκως φυλακισμένους, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τοὺς συμπαραστέκονται. 

Γιὰ τὰ ἐγκαταλελειμμένα, γιὰ τὰ παραβατικὰ παιδιά. Γιὰ τοὺς νέους μας, γιὰ τοὺς ναρκομανεῖς, γιὰ τοὺς πλανεμένους, νὰ βροῦν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. 

Γιὰ τοὺς πολυτέκνους, γιὰ τοὺς χρεωμένους. 

Προσεύχου γιὰ τὴν ἀφύπνισι καὶ ἑνότητα τοῦ ὀρθοδόξου ἑλληνικοῦ λαοῦ! 

Γιὰ τὸ μικρὸ ποίμνιο [δηλ. τους λίγους και απομονωμένους πιστούς]. 

Γιὰ τὴν προστασία πάντων ἡμῶν ἀπὸ τὰ ἐπερχόμενα δεινά! 

Γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἀνθρώπους, ὅπου κι ἂν βρίσκωνται, στὴν Ἑλλάδα ἢ στὸ ἐξωτερικό. 

Γιὰ τὸν Ἱερὸ κλῆρο· γιὰ τοὺς ἐργαζομένους ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 

Κάνεις πολὺ σπουδαῖο ἔργο. 

Προσεύχου ἰδιαιτέρως γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, γιὰ τὴν ἀνάπαυσί τους· τὸ περιμένουν. Εἶναι ἡ καλύτερη ἐλεημοσύνη καὶ ἱεραποστολή. 

—Μελέτα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἁγία Γραφή! Ἰδιαιτέρως τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἐμβάθυνε σ᾿ αὐτήν. Θὰ γλυκαίνεται «ὁ λάρυγξ» σου, θὰ φωτίζεται ὁ νοῦς σου, θὰ ἠρεμῇ ἡ ψυχή σου. Καθὼς καὶ τὸ Ψαλτήριο. 

Ἂν εἶσαι μόνος, ἀδελφέ, ἂν ἔχῃς αὐλὴ ἢ μπαλκόνι, ρίξε λίγα ψίχουλα σ᾿ ἕνα σκεῦος, γιὰ νά ᾽ρθουν περιστέρια ἢ ἄλλα πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ· θὰ ἔχῃς πολὺ καλὴ συντροφιὰ καὶ θὰ χαίρεσαι. Μίλα μαζί τους. 

Φύτεψε καὶ λίγα λουλούδια ἢ δένδρα, ἂν ἔχῃς χῶρο, καὶ δόξαζε τὸν Θεό. 

Ἡ ἀγαθή Του Πρόνοια στὴν δυσκολία ἢ ἀρρώστια σου δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσῃ. Θὰ προνοήσῃ γιὰ σένα. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σ᾿ ἐγκαταλείψῃ; Ἀφοῦ φροντίζει γιὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ· γιὰ σένα τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν του, τὸν λογικὸ ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχυσε τὸ αἷμα του πάνω στὸν σταυρό, θ᾿ ἀδιαφορήσῃ; 

Ἐσύ, μόνο, ἔλπιζε εἰς Αὐτόν. 

Ἂν εἶσαι μόνος, ἀδελφέ, ἔχεις πολλὰ νὰ κάνῃς.
πηγή

το είδαμε εδώ

ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ«Ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς, τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καί νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτῷ» (Ἰωάν. 17, 4-5)


 

«Ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς, τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καί νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτῷ»
(Ἰωάν. 17, 4-5)

 

α. Σέ ἄμεση ἀναφορά πρός τούς Πατέρες τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τούς ὁποίους ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Παρμένο ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τονίζει αὐτό γιά τό ὁποῖο ἀγωνίστηκαν οἱ Πατέρες ἐν Συνόδῳ: τήν ἑνότητα καί ὁμοουσιότητα Αὐτοῦ μέ τόν Θεό Πατέρα καί  τό σωτηριῶδες ἔργο Του πάνω στή γῆ, γεγονός πού παραπέμπει στή σχέση τοῦ Ἴδιου πρός τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σέ ἑνότητα πιά μέ τόν Χριστό μποροῦν νά φανερώνουν καί αὐτοί στή ζωή τους τή θεϊκή Τριαδική ἑνότητα. Ὁ Κύριος εἶναι ἀπολύτως βέβαιος γιά ὅ,τι προσέφερε στόν κόσμο. Ἡ εὐθύνη ἀπό δῶ καί πέρα θά ἀνήκει πρωτίστως στους ἀνθρώπους. «Ἐγώ φανέρωσα τή δόξα Σου πάνω στή γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τό ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες νά κάνω. Τώρα λοιπόν ἐσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ ἐσένα».

β. 1. Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου: τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, συνιστᾶ τή δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ὁ Κύριος εἶναι ἀπολύτως σαφής: ὅλη ἡ ζωή Του ἐπί τῆς γῆς, ἡ διδασκαλία Του, τά θαύματά Του, κατεξοχήν δέ ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάστασή Του, ἀποτελοῦν τήν ἐξαγγελία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἤ ἀλλιῶς: τό κάθε γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου εἶναι καί μία ἀποκάλυψη τῆς ζεστῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ Υἱοῦ Του ὡς ἀνθρώπου κατενοεῖτο πρωτίστως ὡς φόβητρο καί ἀπειλή γιά τόν ἄνθρωπο. Κατά συνέπεια ἡ ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου ἔχει ἀναγωγικό χαρακτήρα, ἀφοῦ τελική ἀναφορά της ἔχει πάντοτε τόν Θεό καί τή δόξα Του. Μόνον Ἕνας – κι Αὐτός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός – στόν ὁποῖο ὁ Θεός ἦταν τό διαρκές ὅραμά Του καί ἡ βούλησή Του ἦταν ἀταλάντευτα προσανατολισμένη πρός τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου μποροῦσε νά λέει στούς Ἰουδαίους καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με  περί ἁμαρτίας;», ὅπως καί ὅτι «οὐδέποτε αὐτός ἐκζήτησε τή δόξα τή δική του». Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος εἶναι ἀγάπη στόν βαθμό πού εἶναι καί ταπείνωση.

2. Κι ἀκριβῶς αὐτή εἶναι καί ἡ ἐξήγηση τήν ὁποία δίνει καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: Δόξασε τόν Θεό Πατέρα, γιατί ἔκανε ἀπόλυτη ὑπακοή σέ ὅ,τι Ἐκεῖνος Τοῦ ἀνέθεσε, μέχρις ὅτου ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. «Τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω». Τό ἔργο τῆς σωτηρίας δηλαδή ἦταν καρπός ἀνάθεσης ἀποστολῆς ἀπό τόν Θεό Πατέρα, πού σημαίνει ὅτι τότε δοξάζεται κατεξοχήν ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατά τό πρότυπο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ὑπακούει στό ἅγιο θέλημα Αὐτοῦ. Γιατί αὐτό; Διότι ἡ ὑπακοή στόν Θεό δημιουργεῖ τίς συνθῆκες φανέρωσης  τῆς ἀληθινῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, σάν νά γίνεται ὁ ὑπήκοος σ’ Αὐτόν διάφανη δίοδός Του. Τό ἴδιο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη τό εἶχε ἐπισημάνει: «Πρός τίνα ἐπιβλέψω ἀλλ’ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί ἀκούοντά μου τούς λόγους καί τρέμοντα αὐτούς;» Ἔτσι ἡ ὑπακοή δέν κατανοεῖται κατά τόν τρόπο τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, ὡς δηλαδή ἐξωτερικός καταναγκασμός πού ἐξεγείρει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὡς ἐκείνη ἡ ἀναγκαία συνθήκη πού συντονίζει τόν ἄνθρωπο μέ τή ζωή τοῦ Θεοῦ. Ἕνα συγκλονιστικό πράγματι περιστατικό ἀπό τή ζωή τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἄθω ἐν προκειμένῳ διασώζει ὁ ἁγιασμένος Γέρων Σωφρόνιος. Σέ ἐπίσκεψη μοναχοῦ στόν ἅγιο στή Μονή τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος πού ζοῦσε καί στήν ἀποκάλυψή του ὅτι τοῦ φανερώθηκε ἡ Παναγία, ὁ ἅγιος Σιλουανός ἀμφισβήτησε ἐντελῶς τό «ὅραμά» του γιά τήν Παναγία μέ τό ἑξῆς ἁπλό ἀλλά καί βαθύτατα θεολογικό ἐπιχείρημα: «Η Παναγία ἦταν πρότυπο ὑπακοῆς σέ ὅλη τή ζωή της ἀπέναντι στόν Θεό. Ἐσύ, πάτερ μου, ζεῖς κατά τό δικό σου τό θέλημα, συνεπῶς εἶναι ἀδύνατον νά σοῦ ἐμφανίστηκε ἡ ὑπήκοος στόν Θεό  Θεοτόκος».
 Ὁ δοξασμός τοῦ Θεοῦ μέσω τοῦ ὑπηκόου στό ἅγιο θέλημά Του ἐπιβεβαιώνεται θά ἔλεγε κανείς καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου: Πότε, κατά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, βλασφημεῖται ὄντως ὁ Θεός; Ὅταν κηρύσσεται τό ὄνομά Του ἀπό ἐκείνους πού κατά τήν πράξη τῆς ζωῆς τους εἶναι ἀνυπάκουοι πρός Αὐτόν. Ὁ κήρυκας δηλαδή στήν περίπτωση αὐτή φανερώνει ἕναν Θεό πού ὑπάρχει μόνον στά χείλη του καί δέν ὑποστηρίζεται ἀπό τήν ἴδια τή ζωή του. Συνεπῶς, γιά τόν ἐκτός τῆς πίστεως αὐτός ὁ Θεός δέν ὑφίσταται, εἶναι ψεύτικος. Ἰσχύει ὅ,τι εἶχε γράψει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μισῶ διδάγματα οἷς ἐναντίος ὁ βίος». Μόνον ὁ ὑπάκουος λοιπόν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ γέφυρα πού ἑνώνει τή γῆ μέ τόν Οὐρανό, κι αὐτό λόγω τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης πού αὐτός τρέφει πρός τόν Θεό, μέσα σέ πλαίσια μάλιστα ἀπόλυτης ἐλευθερίας. Κι ἄν αὐτό συμβαίνει γιά τούς χριστιανούς, ἄς φανταστεῖ κανείς πόσο τοῦτο ἰσχύει γιά τόν ἴδιο τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος «ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ»!

3. Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ὁ Θεός δοξάζεται ὄχι ἐκεῖ πού ἁπλῶς ἐκφέρεται τό ὄνομά Του, ὄχι ἐκεῖ πού ἐκβιαστικά προβάλλεται τό θέλημά Του, ὄχι ἐκεῖ πού δέν ἀφήνεται χῶρος νά ἀναπνεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καί στό ὄνομα Ἐκείνου – κάθε κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ διαστροφή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς κατανοεῖται ὡς βλασφημία Του - ἀλλά ἐκεῖ πού φανερώνεται ἡ ἀγάπη ὡς σεβασμός τοῦ ἄλλου καί θυσία πρός χάρη αὐτοῦ, δηλαδή στήν ἀληθινή ὑπακοή στόν Θεό. Μέ ἄλλα λόγια ἀρεστό στόν Θεό, δοξολογία Ἐκείνου κατά τό ἐκπεφρασμένο ἀπό τόν Ἴδιο θέλημά Του εἶναι ὅπου ὑπάρχει παραίτηση ἀκόμη καί ἀπό τά νόμιμα θεωρούμενα δικαιώματα προκειμένου νά ζήσει ὁ ἄλλος. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ μεγαλύτερη δοξολογία πού ὑπῆρξε ποτέ γιά τόν Θεό, ἡ ἀπόλυτη δόξα Του, ἦταν ὅταν σταυρώθηκε ὁ Κύριος. Πάνω στόν Σταυρό ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη μέ τά ἀληθινά ὅριά της, τά ὅρια τῆς θυσίας, δοξολογεῖ μέ τή δυνατότερη φωνή τόν Δημιουργό, ὁ ἴδιος ὁ Σταυρός γίνεται ὄντως ἡ «δόξα» Κυρίου κατά τή θεόπνευστη ἐκτίμηση ἰδίως τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη.

4. Καί τί γίνεται σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου; Ὁ ἀληθινά ὑπάκουος δέχεται καί ὁ ἴδιος τόν δοξασμό του ἀπό τόν Θεό. «Καί νῦν δόξασόν σε σύ, Πάτερ, παρά σεαυτῷ». Ἄν ὁ Κύριος θεωρεῖ δεδομένη τήν ἀνταπόδοση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, λόγω τοῦ ταπεινοῦ καί ὑπάκουου φρονήματός Του, τό ἴδιο θά ἰσχύει καί γιά κάθε ἀκόλουθο καί μαθητή Του. Αὐτό δέν διδάσκει καί ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μέσα ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων; «Τούς ἐμέ  δοξάζοντας δοξάσω». «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». Ὅ,τι ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε καί σέ ἀνάλογη παραβολή Του: ὅτι τόν πιστό ὑπηρέτη του ὁ βασιλιάς θά τόν ἀνταμείψει καί θά τόν διακονήσει ὁ ἴδιος, ἀκριβῶς τοῦτο βλέπουμε ὄχι μόνο στόν ἴδιο ὡς ἄνθρωπο, ἀλλά καί σέ κάθε συνεπές μέλος Του. Ἡ ἐν δόξῃ μάλιστα ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του διαπαντός, συνιστᾶ τή μεγαλύτερη ἐπιβεβαίωση τοῦ παραπάνω λόγου Του, μέ τόν ὁποῖο παρακαλεῖ τόν Θεό Πατέρα «νά Τόν δοξάσει μέ τή δόξα πού εἶχε κοντά Του προτοῦ νά γίνει ὁ κόσμος».

γ. Ἡ ἀνυπακοή τοῦ πρώτου Ἀδάμ ἐπέφερε τήν ἀμαύρωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ  στήν ὕπαρξή του καί τήν ἀλλοίωσή της στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέ τά γνωστά σέ ὅλους καταστροφικά ἀποτελέσματα. Ἡ ὑπακοή τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπέφερε τόν καθαρισμό τῆς εἰκόνας Αὐτοῦ καί τῆς σωτηρίας γι’ αὐτό τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς χριστιανοί ἡ μόνη ὁδός πού μᾶς σώζει εἶναι νά ἀκολουθοῦμε χάριτι Θεοῦ τά ἴχνη τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ μόνη ὁδός πού φέρνει τόν Θεό στή ζωή μας καί μᾶς καθιστᾶ ζωντανά παραδείγματα δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ μόνιμη ἄλλωστε προτροπή καί ἐντολή Του: «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν τά καλά ὑμῶν ἔργα καί δοξάσωσιν τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...