Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 01, 2015

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Μοναδικότητα τῆς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας

(Ἀπάντησις σὲ ἀρχιμανδρίτην τῶν Ἀθηνῶν)

Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια.
Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».
Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.
Εἶδες τί λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν; Δὲν λέγει ἁπλῶς «κινεῖ» ἀλλὰ «ἀναγκάζει», βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἔπειτα λέγει «ἐπινοεῖν», νὰ ἐφεύρει, νὰ φτιάξει κάποια ψεύτικα πράγματα. Τὸ «ἐπινοεῖν» ἔχει μέσα του τὴν πονηρία. Καὶ παρακάτω λέγει ὁ ἅγιος: «μὴ ἀνεχομένη». Ἡ περιφάνεια, λέγει δὲν ἀνέχεται, δὲν χωνεύει, δὲν ὑποφέρει «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ «τὴν παράδοση», ἀλλὰ τὴν πολεμᾶ μὲ λύσσα. Πῶς νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ἀφοῦ τὴ μποδίζει στοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἐπιθυμᾶ νὰ ἐπιδίδεται. Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὸ ἔργον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς παραδώσανε τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν ἐσωτερικό, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μὲ δέος καὶ μὲ ἀγάπη. Τὸ νὰ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικὸ ἰδίωμά της. Ἀλλὰ τί μισεῖ; Μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὴν παράδοση. Μά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ σατανικὸ αὐτὸ πάθος, θὰ πεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ μισεῖ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πράγμα ἁγιασμένο, ἱερώτατο, ποὺ κάνει τὴ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια νὰ φρυάξει καταπάνω του.
Λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουνε τοὺς νεωτερισμοὺς ὁποὺ παραμορφώνουνε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ οὐσία της, εἴτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τελετουργία καὶ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, σπρώχνουνται σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνίερο ἔργο ἀπὸ τὸν σατανᾶ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ βλογημένη ταπείνωση, νοιώθουνε τέτοια ἀγάπη πρὸς τὴν παράδοση, ποὺ ἡ χαρά τους εἶναι νὰ τῆς ὑποτάσσονται προθυμερά, ὅπως ὁ καλὸς δόκιμος ὑποτάσσεται στὸν πνευματικὸν πατέρα του, κι ὁ πόθος τους εἶναι νὰ συντηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς παράδοσης, κι ὄχι νὰ παραμορφωθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ, ὅπως εὔχουνται οἱ ἀσεβεῖς νεωτεριστές.
Καὶ μὅλα ταῦτα, κάποιοι τέτοιοι νεωτεριστὲς παρουσιάζονται, οἱ ἀθεόφοβοι, σὰν ἀνακαινιστὲς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ γιορτάζουνε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καταπάνω στοὺς ἴδιους αὐτοὺς νεωτεριστές. Ναί, γιορτάζουν μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κρατοῦνε τὶς παραδόσεις σὰν ἀτίμητο θησαυρό.
Ἀλλά, τοῦτοι οἱ καταργητές, αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν ἱερὴ παράδοση, (ποὺ ὁ θρίαμβός της εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας), θέλουν νὰ διδάξουν τί ἐστὶ Ὀρθοδοξία στὰ τέκνα τὰ γνήσια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τοῦτοι οἱ πονηροὶ καθηγηταὶ εἶναι χειροτονημένοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξώτατους Προτεστάντες δασκάλους τους! Ἀπ᾿ αὐτοὺς διδαχθήκανε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, κι ὄχι ἡ πεπαλαιωμένη κείνη Ὀρθοδοξία ποὺ διδάξανε οἱ Πατέρες ποὺ μᾶς τὴν παραδώσανε, καὶ ποὺ βεβαιώσανε τὴ διδασκαλία τους μὲ τὴν ἁγιωσύνη τῆς ζωῆς τους.
Ἀπὸ τέτοιους καθηγητὲς περιμένει νὰ φωτισθεῖ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ πήγανε νὰ μάθουνε τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, κι ἀπὸ κείνους ποὺ καταξεράνανε μὲ τὴν ἄπιστη σοφία τους τὸ δροσόφυλλο δέντρο τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πήγανε στὸ ἔρεβος τοῦ Μέλανος θεολογικοῦ Δρυμοῦ, γιὰ νὰ φέρουνε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὸν λαὸ ποὺ τὸ κήρυξε στὰ ἔθνη, αὐτοὶ ποὺ ἀφήσανε τὰ ἡφαίστεια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πυρπολήσανε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ πήγανε στὰ παγόβουνα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας, γιὰ νὰ φέρουνε σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ μᾶς ἔθρεψε ἐπὶ αἰῶνες τὸ μάνα τῆς παράδοσης, τὴν ψύχρα τῆς πονηρῆς γνώσης. Αὐτοὶ μιλοῦν γιὰ Ὀρθοδοξία ἐν ὀνόματι τῶν ἁγίων Πατέρων Χάρνακ, Στράους, Ρενὰν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἁγιασάντων!!
Τόσο ἀφιονισθήκανε, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ ἀφιόνι τῆς Δύσης, ὥστε νὰ γίνουνται μαθητὲς κι ἀκροατὲς σὲ τέτοιους δασκάλους, ποὺ διαφημίζουνε πὼς τοὺς φέρνουνε μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ σπίτια, μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ πλυντήρια;
Αὐτοὶ οἱ ἐπιστημονικοὶ θεολόγοι καὶ νεορθόδοξοι δὲν θὰ εἶναι παράξενο νὰ ὑποστηρίζουνε κάποτε, ἐπιστημονικῶς, πὼς κατὰ λάθος γράφηκε ὅτι οἱ Πατέρες ποὺ διδάξανε στὸν κόσμο τὸν Χριστιανισμὸ γεννηθήκανε ἐδῶ στὴν Ἀνατολή, καὶ πὼς κατόπιν τῶν νέων ἐρευνῶν τῆς ἐπιστήμης ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ μὲν Βασίλειος γεννήθηκε στὴν σεπτὴν Φραγκφούρτη, ὁ Χρυσόστομος στὴν ἁγίαν πόλιν τοῦ Μονάχου, τὴν νέαν Σιών, ὁ Γρηγόριος στὸ ἱερὸν Ἀμβοῦργον, ὁ Ἀντώνιος πὼς ἀσκήτεψε παρὰ τὴν Βαλτικὴν θάλασσαν, κ.λπ.
Ὅσον γιὰ τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, ποὺ εἴπαμε παραπάνω, ποῦ νὰ καταδεχτοῦνε νὰ τὸν γράψουνε στὰ σοφὰ συγγράμματά τους, ἕναν ἄξεστον καὶ ἀπαίδευτον τουρκοκαλόγηρον, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν περιορισμένη διάνοια, ὅπως εἶναι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Βαρσανούφιος, Νεῖλος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Νικήτας Στηθᾶτος, Γρηγόριος Σιναΐτης, κι οἱ ἄλλοι φανατικοὶ καὶ μισαλλόδοξοι ἀνατολίτες.
Ἡ σημερινὴ «θεολογικὴ ἐπιστήμη», λένε οἱ ἐξ Ἑσπερίας φωτοδόται, ἐσυγχρονίσθη εἰς τὰς πολιτισμένας χώρας, καὶ ὁδηγεῖται εἰς τὴν ἔρευνάν της ὑπὸ τῶν πορισμάτων τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, τῆς βιολογίας, γεωλογίας, τῆς ἀστρονομίας κ.λπ. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν ἐπιστημονικῶν θαυμάτων, τῶν πυραύλων, τῶν σπούτνικ. Εἰς τὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα προβάλλουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, τί εἶναι εἰς θέσιν ν᾿ ἀπαντήσουν οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι γέροντες τῆς ἐρήμου, οἱ ζήσαντες ἐν σπηλαίοις ὡς οἱ τρωγλοδῦται, καὶ εἰς μίαν ἐποχὴν καθ᾿ ἣν ἐβασίλευεν ἡ βαρβαρότης, ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ νοσηρὰ δεισιδαιμονία;
Ποιὰ θρησκεία λοιπὸν παραμορφώθηκε σὲ τέτοιον ἀπίστευτον βαθμό; Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἔφερε τὴν ἀλήθεια, ἁπλή, καθαρὴ σὰν κρύσταλλο, καὶ ποὺ γλύτωσε τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν πολύπλοκη καὶ μπερδεμένη ψευτιὰ τῆς γνώσης, αὐτὴ ἡ θρησκεία ἔπεσε πάλι στὰ πονηρὰ συστήματα ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς εἶναι κλέφτες καὶ ληστὲς ποὺ ληστεύουνε τὶς ψυχές.
Αὐτοὶ δὲν μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ἀπὸ τὴ θύρα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ πηδᾶνε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μάντρα, καὶ παρουσιάζουνται σὰν ποιμένες, ἐνῶ εἶναι ληστὲς καὶ κλέφτες.
Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Εἶναι τοῦτοι οἱ λαοπλάνοι, ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός.
Ναί. Αὐτοὶ εἶναι οἱ κλέφτες κι οἱ ληστὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος πὼς ἀνεβαίνουνε ἀπ᾿ ἀλλοῦ καὶ μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ δὲν μπαίνουνε ἀπὸ τὴ θύρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ θέλουνε νὰ ξεγελάσουνε τὰ ἀθῶα τὰ πρόβατα ποὺ ζοῦνε μὲ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ ποὺ γνωρίζουνε καλὰ τὸν Χριστό, καὶ Ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει.
Φώτιος Κόντογλου
Σημ. Μίλησα γιὰ τὶς ξένες χῶρες ποὺ σπουδάζουνε οἱ θεολόγοι μας. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ εἶναι ἀγαθὴ γῆ καὶ καλοδεχτική, γιὰ νὰ φυτρώσει μέσα τους ὁ σπόρος τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἀλλὰ οἱ δικοί μας ποὺ πηγαίνουνε νὰ σπουδάσουνε ἐκεῖ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀντὶ νὰ μεταλαμπαδεύουνε τὴν Ὀρθοδοξία σὲ κεῖνες τὶς ψυχές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τοῦ Προτεσταντικοῦ ὀρθολογισμοῦ, φέρνουν ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς, στὴ φυλὴ ποὺ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, τὸν παραμορφωμένον ἐκεῖνον Χριστιανισμό, πιθηκίζοντας τὰ ξένα κι ἀποθεώνοντάς τα, ὅπως ὁ Παυσανίας ὁ Περιηγητὴς λέγει, πὼς κάνανε οἱ Ἕλληνες τῆς παρακμῆς στὸν καιρό του:«Ἕλληνες ἐν θαύματι τιθέασι τ᾿ ἀλλότρια, ἢ τὰ οἰκεῖα».

«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὅντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. Θ´, 39).
«Ἦλθα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, λέγει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοῦνε τὸ φῶς ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε, καὶ γιὰ νὰ τυφλωθοῦνε ὅσοι βλέπουνε».
«Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουνε τὴν ὑπερήφανη ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ τῆς θρησκείας, ὅπως ἡμεῖς ποὺ πιστεύουμε μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ Πατέρες, διατηρώντας μὲ εὐλάβεια ὀλότελα ἀνάλλαχτον τὸν χαρακτήρα τῆς λατρείας, καὶ θεωρώντας πὼς εἶναι ἀσέβεια τὸ νὰ βάζουμε τὰ τῆς θρησκείας μας κάτω ἀπὸ τὴ δική μας κρίση. Ἤμαστε τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, κι ὅπως τὰ πρόβατα ἐμπιστεύουνται στὸν τσομπάνη, κι ἐμεῖς ἐμπιστευόμαστε στὸν ἀρχιποιμένα τὸν Χριστὸ καὶ στοὺς ποιμένας ποὺ διώρισε Ἐκεῖνος νὰ φροντίζουνε γιὰ τὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, ἤγουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Καί «ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουνε» εἶναι ὅσοι ἔχουνε τὴν περιφανῆ ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ θρησκευτικὰ πράγματα, ἐπειδὴ σπουδάσανε σὲ κάποια μεγάλα σχολεῖα τῆς Εὐρώπης, ἐκεῖ ποὺ διδάσκουνε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία μιὰ κοσμικὴ γνώση, ὅπως εἶναι ἡ γιατρική, ἡ μηχανικὴ κ.λπ.
Αὐτοὶ λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἐρευνοῦνε καὶ κρίνουνε τὰ τῆς θρησκείας, κι ἄλλα παραδέχουνται, ἄλλα δὲν τὰ παραδέχουνται, ἐπειδή, κατὰ τὴν κρίση τους, δὲν εἶναι σωστὰ ἀλλὰ εἶναι γεννήματα τῆς ἀμάθειας, κι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πρέπει ν᾿ ἀλλάξουνε, γιατὶ παληώσανε, μὴν πιστεύοντας πὼς εἶναι ἀνάλλαχτα κι αἰώνια, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουνε πὼς προέρχουνται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τοῦτοι λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἤγουν «οἱ οἰόμενοι βλέπειν», τυφλώνουνται, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, σὲ καιρὸ ποὺ κάνουνε τὸν καθηγητὴ καὶ τὸν ὁδηγό. Κι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά τους, κοιτάζουνε «τοὺς μὴ βλέποντας», δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ παραδίνουνται σὰν τὸν τυφλὸ νὰ τοὺς χειροκροτήσει ἡ ἀμετασάλευτη πίστη τους στὴν ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς κοιτάζουνε λοιπὸν μὲ περιφρόνηση σὰν ἀμαθεῖς τυπολάτρες ποὺ ἔχουνε στενὴ ἀντίληψι τῆς θρησκείας.
Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ξενοσπουδασμένους θεολόγους, ἔβγαλε λόγο σὲ μιὰ ἐκκλησιά, κατὰ τὴ λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ γίνεται σὲ ἀνάμνησιν τῆς νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς νεωτεριστές. Φαντάσου λοιπόν, ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς νεωτεριστὲς νὰ γιορτάζει, πρῶτος καὶ καλίτερος, γιὰ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς ὁμοίους του, καὶ νὰ βγάζει καὶ λόγο, γεραίροντας αὐτὸν τὸν θρίαμβο.
Ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε τότε κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀφορμὴ τῶν εἰκονομάχων, καταδικαστήκανε ὅλοι μαζὶ οἱ ἀνίεροι νεωτεριστές, ποὺ ἐπιχειρήσανε κι ἐπιχειροῦνε νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο κι ἀκομμάτιαστον χιτώνα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, ὁ καλόβουλος αὐτὸς θεολόγος, ποὺ εἶναι κι ἱερωμένος, συμβίβασε τὴν Ὀρθοδοξία με τοὺς νεωτερισμούς. Στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτούργησε καὶ κήρυξε ὁ νεωτεριστὴς Ὀρθόδοξος, οἱ εἰκόνες κι ἡ μουσικὴ ἤτανε εὐρωπαϊκές, ἀντιορθόδοξες. Κι ἡ λειτουργία, σὲ πολλὰ παραμορφωμένη ἐπὶ τὸ νεωτεριστικώτερο, τὸ ὕφος δυτικό, ἡ ἀτμόσφαιρα χωρὶς τίποτα σχεδὸν Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο.
Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος, πρόθυμα, θὰ ἔβγαζε πολλὰ περιττὰ ἀπὸ τὴ λειτουργία, θὰ ἔκοβε τὰ γένειά του, θὰ ἄλλαζε τὰ ἄμφιά του μὲ πολιτικὰ ροῦχα, θὰ καταργοῦσε τὰ κεριά, τὸ λιβάνι, τὰ καντήλια, τὰ πάντα, «ὡς ἐπουσιώδη», ὅπως συμπεραίνει κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγο του.
Κατὰ βάθος ἴσως νὰ ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα καὶ τοὺς Πατέρας ποὺ θεσπίσανε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ θὰ τὄλεγε, ἂν δὲν φοβότανε τὸν «ὄχλο». Γιατὶ, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε ἡ νίκη τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας κατὰ τῆς ὑψηλῆς καὶ εὐρείας ἀντιλήψεως τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία, κατ᾿ αὐτόν, εὑρίσκεται μέσα στὰ κεφάλια τῶν καθηγητῶν ποὺ εἶχε στὴν Εὐρώπη.
Γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὅμοιούς του δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μακάριζε τὶς ἁπλὲς ψυχές, λέγοντας στοὺς Ἀποστόλους πὼς εἶναι μακάριοι γιατὶ ἀξιωθήκανε, αὐτοὶ οἱ ψαράδες, νὰ δοῦνε καὶ νὰ νοιώσουνε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ θελήσανε νὰ τὰ δοῦνε σοφοὶ καὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν μπορέσανε γιατὶ τὰ ἔκρυψε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ναί, τὰ ἔκρυψε, γιατὶ δὲν ἤτανε ἄξιοι νὰ τὰ δοῦνε, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ψεύτικη σοφία τους.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία τῶν ἁπλῶν ψυχῶν κι ὄχι τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἐπιστημόνων, δηλ. ἐκκλησία ὅπως τὴ θέλησε ὁ Χριστός. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας δὲν χρειάζεται σπουδασμένους θεολόγους, ἀλλὰ ἱερεῖς ποὺ νὰ ὑπηρετοῦνε τὸν Θεὸ «ἐν ἀφελότητι καρδίας». Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἔγραφα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου τὰ παρακάτω λόγια: «Τοῦτο τὸ γραΐδιο ποὺ κάνει τὸν σταυρό του καὶ στέκεται σὰν κουρούνα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα, εἶναι ψυχὴ χιλιάδων χρονῶν καὶ ξέρει ἀπὸ ποῦ βαστᾶ καὶ ποῦ πάει, καλίτερα ἀπὸ τὸν κάθε λιμοκοντόρο ποὺ σπουδάζει στὰ Παρίσια» (Ταξίδια, ΜΗΛΟΣ). Ὁ εὐσεβὴς λαός μας διψᾶ γιὰ ἁγιότητα, κι ὄχι γιὰ ἐπιστημονικὲς θεολογίες.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔζησε πάντα μέσα στὴν ἁπλότητα ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ἐνῶ οἱ εὐρωπαϊκὲς ὀργανώσεις ποὺ λέγουνται Ἐκκλησίες, ξεπέσανε στὰ πολύπλοκα συστήματα τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἰδοὺ τί ἔγραφε γιὰ τοὺς παπιστὲς ἕνας Πατριάρχης, ποὺ σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς κακούργους δυτικούς: «Ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν (δηλαδὴ κοσμική, θύραθεν), ἔχομεν, χάριτι Χριστοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν Ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην, τὴν πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἂν εἶχε βασιλεύση ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται, καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν των, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καὶ ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἐθέλω ὀμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».
Ἄκοῦς θεολόγε ξενοσπουδασμένε, τί λέγει ὁ Πατριάρχης στοὺς δασκάλους σου τοὺς πολύξερους; «Τὴν σοφία σου δὲν τὴν θέλω, ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».
Τέτοιοι εἶναι οἱ Ὀρθοδοξοι Χριστιανοί. Τέτοιοι εἶναι οἱ λέοντες τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὴ μωρία τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ τοὺς ὀνομάζεις ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου τυπολάτρες καὶ στενοκέφαλους. Αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ δὲν εἶναι σὰν κι ἐσένα «μαθόντες» στὰ Πανεπιστήμια, ἀλλὰ ποὺ εἶναι «παθόντες τὰ θεῖα», κατὰ τὸν θεωρητικότατον ἅγιον Διονύσιον, αὐτοὺς ποὺ δὲν χωρίζουνε τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν τῦπο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ τὴν ζοῦνε σὰν ἕνα πράγμα ἀτόφιο, αὐτοὺς ἔρχεσαι νὰ διδάξεις, ἀντὶ νὰ διδαχθεῖς ἐσὺ ἀπ᾿ αὐτούς;
Πλέκεις ἕνα ρητορικὸ ἐγκώμιο τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τυποποιημένο ὕφος ποὺ ἔχουνε οἱ παρόμοιες ὁμιλίες, καὶ ἐξυμνεῖς «τὰ χρυσορρήμονα στόματα», «τὴν ζωοποιὸν δύναμιν τοῦ λαοῦ μας», «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας». Ἀλλά, μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ρίχνεις καὶ τὸ ὕπουλο καὶ φαρμακερὸ σύνθημα, λέγοντας: «Προσοχὴ ὅμως! Δὲν πρέπει νὰ παρεξηγήσωμεν τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας οὔτε νὰ ὑποβαθμίσωμεν τὴν ἀξίαν Της. Ὁ θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας μας δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῆς καθορισμένης τεχνοτροπίας, οὔτε μὲ τὴν ποικιλίαν καὶ τὴν ποιότητα μουσικῶν ἤχων, μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς».
Μὲ ἄλλα λόγια θέλεις νὰ πεῖς πὼς τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἄσχετο μὲ τὰ ἔργα τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς καὶ τῆς ἁγιογραφίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἐπὶ αἰῶνες. Πὼς αὐτὰ εἶναι κάποια συμβατικὰ στολίδια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πρέπει νὰ τ᾿ ἀλλάξουμε, δηλαδὴ κάποιο φόρεμα ποὺ πάλιωσε, καὶ πὼς πρέπει νὰ τῆς φορέσουμε ἄλλο, καινούργιο.
Ἀληθινά, μοναχὰ ἕνας «ἐπιστημονικός» θεολόγος μπορεῖ νὰ ἔχει τόσο λίγη εὐαισθησία καὶ τόση ψυχικὴ ἀμορφοσιά, μ᾿ ὅλα τὰ πτυχία τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ λέγει τέτοια ἀσύστατα πράγματα! Μοναχὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ἡ θερμὴ αἴσθηση τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ποὺ τὴν ἔχει ξεράνει ὁ χιονιᾶς τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ψυχὴ ποὺ τὴν στέγνωσε ἡ πρακτικὴ βορεινὴ μεθοδολογία, καὶ γιὰ νὰ πῶ μ᾿ ἕναν σύντομο λόγο, ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ὁλότελα ἡ βλογημένη καὶ δροσερὴ πνοὴ ποὺ λέγεται ποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, κι ἡ κατάνυξη ποὺ τὴν μεθᾶ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, μιὰ τέτοια ψυχὴ μοναχὰ μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ νὰ γράψει παρόμοια λόγια.
Ἀλλά, πρῶτα-πρῶτα, τί γνωρίζεις Πανοσιολογιώτατε, ἀπὸ τέχνη, καὶ μιλᾶς μὲ τέτοια κατηγορηματικότητα γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ γιὰ τὰ ἔργα της; Ξέρουμε πὼς ἐσὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς λιθογραφίες ποὺ κρέμουνται στὰ κορνιζοπωλεῖα τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, κι ἀπὸ τὶς ἐλεεινὲς χαλκομανίες... Μὲ ἄλλα λόγια, πὼς βρισκόσαστε στὸ νηπιαγωγεῖο τῆς ζωγραφικῆς.
Τὸ ἴδιο καὶ στὴ μουσική. Μ᾿ ὅλο ποὺ κάνετε τοὺς μοντέρνους καὶ τοὺς συγχρονισμένους, δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς ζακυνθινὲς βαρκαρόλες καὶ τὰ πρίμα-σεγκόντα τῆς Πλάκας. Τὸ πολὺ-πολύ, νὰ ἐνθουσιασθῆτε ἀπὸ τὴν αἰσθηματικὴ γεροντοκόρη Νόρμα τοῦ Μπελλίνι.
Μ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ σπουδαῖα ἐφόδια, δηλαδὴ μ᾿ αὐτὴ τὴν παιδαριώδη καὶ οἰκτρὴ αἰσθηματολογία, ἐπιχειρεῖς νὰ κρίνεις τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ποὺ ἔχουνε καταπλήξει σήμερα τὸν κόσμο; Κι ἡ τεχνικὴ κατάρτισή σου εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ νὰ μιλᾶς τόσο ἄπρεπα γι᾿ αὐτά; λέγοντάς τα «συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας;».
Ὡστόσο, αὐτὰ τὰ εἰκονίσματα προσκυνούσανε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Φώτιος, ὁ Παλαμᾶς, κι ἀπ᾿ αὐτὰ φούντωνε μέσα τους ἡ φλόγα τῆς πίστης. Αὐτὰ τὰ ἔργα κάνανε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, τὸν ἄξιο ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ χύνει δάκρυα κατανύξεως, καὶ τὸν Χρυσόστομο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ νὰ προσευχηθῆ, χωρὶς νὰ ἔχει κρεμασμένο στὸ κελλί του τὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Παύλου, ποὺ τὸ ἀσπαζότανε κι ἔκλαιγε. Αὐτὰ τὰ ἔργα ἔβλεπε ὁ Μέγας Φώτιος νὰ καταστολίζουνε τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ σκιρτοῦσε ἀπὸ θεῖον οἶστρο, καὶ τὰ ἐγκωμίαζε στὶς ὁμιλίες του. Ναί, αὐτὰ τὰ ἔργα μᾶς παραδώσανε, μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη, οἱ μεγάλοι Πατέρες, γιὰ νὰ τὰ προσκυνοῦμε στὸν αἰῶνα, ὅσο θὰ ἔχουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γιατὶ δὲν εἶναι ἕνα φόρεμα φθαρτό, ποὺ τῆς τὸ φορέσαμε μιὰ φορὰ καὶ ποὺ πάλιωσε, καὶ ποὺ θέλετε ἐσεῖς οἱ νεωτεριστὲς νὰ τ᾿ ἀλλάξετε, ἀλλὰ εἶναι στολὴ ἄφθαρτη, ποὺ μ᾿ αὐτὴ θὰ ὑπάρχει στολισμένη στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι περισσότερο ἀπὸ στολὴ ἄφθαρτη. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ἁγιασμένο σῶμα της, ποὺ τὸ φόρεσε, ὅπως ὁ Χριστὸς τὸ δικό του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴ δοῦμε «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ» με τὰ σαρκικὰ μάτια μας, καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνή της μὲ τὰ σαρκικὰ αὐτιά μας.
Κι ἐσύ, ὁ ἱερεύς, ἀντὶ νὰ σκύψεις καὶ νὰ προσκυνήσεις τὶς ἅγιες εἰκόνες τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα ποὺ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀναστήλωσή τους, καὶ νὰ παρακινήσεις καὶ τοὺς ἄλλους, σὰν ἱερωμένος, νὰ τὶς ἀσπασθοῦνε, σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα ποὺ σείσθηκε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κι ἔκλαψε ἀπὸ χαρὰ γιατὶ οἱ περιπόθητες εἰκόνες ρίξανε πάλι τὴ λάμψη τους στὶς καρδιὲς τῶν Ὀρθοδοξων, σήμερα βρῆκες τὴν εὐκαιρία νὰ ρίξεις τὸ δηλητήριο, λέγοντας πὼς αὐτὰ περάσανε, πὼς αὐτὰ τὰ ἱερὰ ἔργα εἶναι «μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς», πὼς πρέπει δηλ. νὰ τὰ κατεβάσουμε, (σήμερα, ποὺ γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωσή τους!), καὶ νὰ βάλουμε στὴ θέση τους ἄλλα, μοντέρνα, φράγκικα, τῆς ἀρεσκείας σου.
Ἀλλά, καλίτερα νὰ ἔλεγες νὰ μὴ βάλουμε τίποτα. Τουλάχιστον θὰ ἤσουνα ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, μ᾿ ὅλον ποὺ θὰ ἤσουνα ὁ χειρότερος, γιατὶ διάλεξες τὴν Κυριακή της Ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων γιὰ νὰ κάνεις τὸ ὕπουλο κήρυγμα τῆς νέας εἰκονομαχίας. Αὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία. Εἶναι εἰκονομαχία κρυμμένη κάτω ἀπὸ τη ψεύτικη εἰκονολατρευτικὴ προσωπίδα.
Σ᾿ ἕνα ἐξαίσιο βιβλίο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴ σημασία τῆς Εἰκόνας ὁ ὀρθοδοξώτατος καὶ εὐσεβέστατος Λεωνίδας Οὐσπένσκης, καθηγητὴς τῆς εἰκονογραφίας στὸ Ὀρθόδοξο Ρωσσικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Γαλλίας (τέτοιοι καθηγητὲς εἶναι σεβαστοί, γιατὶ εἶναι ἐχθροὶ τῶν ὑπόπτων νεωτεριστῶν), λέγει τὰ παρακάτω λόγια: «Τὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων, κατὰ τὸν η´ καὶ θ´ αἰῶνα, μέσα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της, ἡ Ἐκκλησία ὑπερασπίσθηκε τὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ «Θεὸς γέγονεν ἄνθρωπος». Σήμερα κινδυνεύει ὁ σκοπὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ «ἵνα ὁ ἄνθρωπος γένηται Θεός». Ἡ σημερινὴ εἰκονομαχία, ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύουνται οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ τὴν κάνουν, δὲν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουνε πιὰ τὴ δογματικὴ καὶ διδακτικὴ σημασία της. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὴν Εἰκόνα τὴν θεωροῦνε σὰν κάποιο πράγμα δευτερεῦον. Μοναχὰ ὁ λόγος, τὸ κήρυγμα, κρίνεται πὼς εἶναι ἀρκετὸ ὅπως κάνουνε οἱ Προτεστάντες. Ξεχνᾶνε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μοναχὰ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ἡ Εἰκὼν τοῦ Πατρός... Ἡ Εἰκόνα, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ποὺ μᾶς δίνει μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση ἢ μᾶς κινεῖ τὴν ἐπιστημονικὴ περιέργεια, ἀλλὰ ἔχει μιὰ θεολογικὴ ἔννοια. Ὅπως ἡ κοσμικὴ τέχνη παριστάνει τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθημάτων, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τὴν βλέπει κάθε τεχνίτης, ἡ Εἰκόνα παριστάνει τὴν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».
Βλέπει λοιπὸν κανείς, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πόσα πράγματα σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ προσεγγίζουν μὲ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ μὲ δέος τὰ ἔργα της, καὶ μὲ πόσον ζῆλο ἀγωνίζονται γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ἱερῆς παράδοσης, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πόση ἀμάθεια, σ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι τόσο σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουνε κάποιοι, ποὺ μὲ ἐλαφρὴ κι ἀνύποπτη συνείδηση, ἀποφθέγγονται γι᾿ αὐτά, ὡς ἀπὸ τρίποδος, καὶ μολονότι εἶναι θεόγυμνοι ἀπὸ κάθε ἰδέα τέχνης, καὶ βρίσκουνται σὲ πρωτόγονη κατάσταση, ἔχουνε τὸ θράσος, συνεργούσης καὶ τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς πνευματικῆς ὑποταγῆς στὰ θεότυφλα Πανεπιστήμια ποὺ τοὺς δώσανε τὰ διπλώματα, ἔχουνε λοιπὸν τὸ θράσος νὰ δογματίζουν, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ἐν ὀνόματι τῆς προόδου καὶ τῆς «ἐπιστημονικῆς θεολογίας», καὶ νὰ ὑποδεικνύουν μὲ τί ἔργα πρέπει νὰ στολισθοῦν οἱ ναοί μας, γιὰ νὰ εἶναι συγχρονισμένοι, γιὰ νὰ μοιάζουνε δηλαδὴ μὲ τὰ ἀρχοντοχωριάτικα σπίτια τους, ποὺ φανερώνουνε τὴν πιὸ φρικτὴ ἀκαλαισθησία. Ἀφοῦ δὲν ἔχουν, οἱ δυστυχεῖς, μήτε τὴν συνηθισμένη εὐαισθησία, στὰ σπίτια τους, στὰ γραφεῖα τους, στὰ βιβλία τους, σὲ ὅλα τους, ποὺ βασιλεύει ἐπιδεικτικὰ ἡ πιὸ ἀηδιαστικὴ ἀκαλαισθησία, θέλουνε νὰ γίνουνε οἱ ὁδηγοὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ποὺ εἶναι ἄβυσσοι μυστηρίου κι οἱ πιὸ ἀποκαλυπτικοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ἀξιώθηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκφράσει τὸ ἀνέκφραστο. Καὶ μάλιστα, αὐτοὶ ποὺ ἰκανοποιοῦνται μὲ τὶς κοκκινοπράσινες λιθογραφίες καὶ μὲ τὰ ἰταλικὰ ναπολιτάνικα τραγούδια, ξεστομίζουν πὼς εἶναι ἄτεχνες καὶ κατώτερες ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἀπαιτήσεις των (!!) οἱ βυζαντινὲς εἰκόνες μὲ τὴν βαθύτατη ἱερατικότητα, καθὼς καὶ τὰ ἀριστουργήματα τῆς μυστικῆς μουσικῆς, ποὺ κάνουν ν᾿ ἀπορήσουν ὅσους ἔχουν πνευματικὲς κεραῖες γιὰ νὰ τ᾿ ἀντιληφθοῦν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφουνται αὐτὰ ποὺ γράφω, ἐκτιμοῦν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο τὴ γνώμη τῶν Εὐρωπαίων γιὰ τὰ δικά μας πράγματα, ἀναφέρω πὼς ὁ μέγας μουσικὸς SΑΙΝΤ SΑΕΝS κι ὁ διάσημος συγγραφεὺς Ἀλέξανδρος Δουμᾶς, ἐγκωμιάσανε τὴ βυζαντινὴ μουσική μας.
Ἀλλά, τί νὰ νοιώσει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει αὐτὲς τὶς κεραῖες, ποὺ δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴν παντογνωστικὴ δύναμη ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ πνευματικὴ ἐγρήγορση, κι ἡ βλογημένη ταπείνωση, ἡ ὁποία δὲν θέλει νὰ στήσει τὸ θέλημά της ἀπάνω ἀπὸ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παράδοση; Πῶς νὰ ὑψωθεῖ στὴν ὑπερούσια γνώση, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ταπεινώθηκε ἀληθινά; Πῶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ ἰδεῖ τὰ μυστήρια της, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρνήθηκε, μαζὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γνώση, «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», μαζὶ μὲ τὴν οἴηση ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ γνώση, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος; «Τὰ γὰρ μυστήρια τοῖς ταπεινόφροσιν ἀποκαλύπτεται».
Ἀλλά, ἂς κρίνουμε τὰ γραφόμενα τοῦ ἱερωμένου ποὺ ἔγραψε κι εἶπε αὐτὴ τὴν ὁμιλία μὲ τὸν παραπλανητικὸ τίτλο «Θεματοφύλακες τοῦ Θριάμβου», ἂς κρίνουμε λοιπὸν τὰ λεγόμενα αὐτοῦ τοῦ «θεματοφύλακος» ποὺ ἐκτιμᾶ τόσο λίγο αὐτὰ ποὺ λέγει πὼς φυλάγει, ἂς τὸν κρίνουμε μὲ κάποια μέτρα ποὺ εἶναι πιὸ χεροπιαστὰ καὶ ποὺ τὰ νοιώθει ὁ καθένας:
Ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, πλέκει τὸν ὕμνο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐγκωμιάζει «τὴν κληρονομίαν τὴν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον» (Α´ Πέτρ. α´, 4), μὲ τὴν ὁποίαν «ἐγαλουχήθησαν αἱ γενεαὶ τῶν Πατέρων μας», καθὼς καὶ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας» (τῆς Ὀρθοδοξίας), μαζὶ μ᾿ αὐτά, τὴν ἴδια στιγμή, λέγει πὼς κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας εἶναι μαραμένα καὶ ξερά, ἐννοώντας τὴ θεοδώρητη λειτουργικὴ εἰκονογραφία γιὰ τὴν ὁποία λέγει πὼς εἶναι «συνδυασμὸς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας», καθὼς καὶ γιὰ τὰ ἐξαίσια ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μας, ποὺ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του ἄξεστους φραγκολάτρες εἶναι: «ποικιλία καὶ ποιότης μουσικῶν ἤχων μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Μὲ ἄλλα λόγια, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση εἰκονογραφία καὶ μουσικὴ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦν, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶναι βάναυσα κι ἀνυπόφορα γιὰ ἀνθρώπους σοφοὺς κι εὐρωπαϊσμένους, ποὺ ἔχουνε γιὰ ἀριστουργήματα τὰ παιδιακίσια κάρτ-ποστάλ, ποὺ τὰ λένε οἱ Γάλλοι SAINT SULPICE, (ἐπειδὴ τὰ πουλᾶνε στὴν πλατεία αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας), καθὼς καὶ τὰ ἀνάλατα μουσικὰ κατασκευάσματα, τύπου «Ἀνθισμένης ἀμυγδαλιᾶς», φτάνει νὰ λέγουνται μὲ πρίμο καὶ μὲ σεγκόντο! Ὤ! Ἀληθινά, μοναχὰ οἱ σοφοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νὰ ποῦν τέτοιες ἐπιστημονικὲς ἀνοησίες. Κι ἀντὶ νὰ κρύψουνε τὴν ἀμάθειά τους, οἱ τέτοιοι φωστῆρες, θέλουν νὰ κάνουνε καὶ τὸν προφέσορα!
Ἂς μᾶς ἐξηγήσει λοιπὸν ὁ προκείμενος δύσκολος κριτὴς τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς, ποὺ δὲν ἔχει κἂν ἰδέαν ἀπὸ τὸ τί θὰ πεῖ λειτουργικὴ καὶ τί μὴ λειτουργικὴ τέχνη, ἂς μᾶς ἐξηγήσει ποιὰ εἶναι γι᾿ αὐτὸν τὰ «ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λειτουργίας», καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μαραμένα. Μήπως «τὰ ἀμάραντα» εἶναι, κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώμη του, μοναχὰ οἱ ὁμιλίες τῶν Πατέρων, ποὺ θὰ τὶς ἐκτιμᾶ σὰν ρητορεῖες, καὶ ἡ ὑμνολογία, χωρὶς ὅμως τὴ μουσική, ἐπειδὴ τὸν θαμπώνει τὸ κλασικὸν κάλλος τῶν ἰάμβων, ἀπὸ προγονοπληξία; Γιατὶ, τί ἄλλο μποροῦνε νὰ εἶναι «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς λατρείας»;
Ὥστε ἔχουμε μέν, κατὰ τὸν γλαφυρὸν ὁμιλητὴν τῶν κοινοτοπιῶν τοῦ ἄμβωνος, «ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κρατήσουμε γυμνὰ ἀπὸ τὴν μουσική τους, ἐπειδή, κατὰ τὴ γνώμη του αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι «μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Σάμπως τὰ λόγια τῆς ὑμνολογίας δὲν εἶναι μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς, καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ ντύσουμε, αὐτὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας, μὲ ἄλλο μουσικὸ φόρεμα τῆς ἐποχῆς μας, ἤγουν μὲ τὴν ἀνθισμένην ἀμυγδαλιά, μὲ βαρκαρόλες, καὶ τὰ παρόμοια. Δηλαδή, ἔχουμε κι ἐδῶ ἕναν ἄλλον Σοῦτσο ποὺ ἔλεγε γιὰ τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ πὼς ἤτανε «ἰδέαι πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι», κι ἤθελε νὰ τὸν πάρει κοντά του ὁ Σολωμὸς νὰ ράβει αὐτὸς τὰ πλούσια ροῦχα γιὰ νὰ ντύνει τὶς ἰδέες τοῦ Σολωμοῦ. Ἐδῶ μάλιστα, ὁ προκείμενος ἐπιδιορθωτὴς τῆς ὑμνωδίας μας εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Σοῦτσο, γιατὶ θέλει νὰ ντύσει τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας μας, ὅπως εἶναι π.χ. τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἢ τὸ ἰαμβικὸ «Ἰμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὶ ἐξηρεύξατο», μὲ μουσικὴν τῆς Νόρμας τοῦ Μπελλίνι ἢ τῆς Τραβιάτας τοῦ Βέρντι! Λοιπόν, βλέποντες πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ συγγραφεὺς τῶν «Θεματοφυλάκων τοῦ Θριάμβου» ἀπὸ τὸν ποιητὴν Σοῦτσον, μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε· «Ἰδού, πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε! Ἰδού, πλεῖον Σολομῶντος ὧδε!»
Ἂν ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐννοεῖ τὴν ὑμνολογία, γράφοντας γιὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας», τότε τί ἄλλο μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ; Μήπως τὴν τελετουργικὴ διάταξη; Μὰ καὶ κείνη θέλει ἀλλαγὴ καὶ διόρθωμα, κατὰ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ὁμοίους του. Ἢ ἐννοεῖ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων; Μὰ αὐτὰ δὰ εἶναι ποὺ δὲν τὰ φέρνει ποτὲ στὸ στόμα του ὁ συγγραφεὺς κι οἱ ὅμοιοί του, ὡς πεπαλαιωμένα, ἐνῶ μεταφράζει τὸν Χόλτσνερ καὶ κάποια ἄλλα ψυχολογικὰ δοκίμια, σὲ καιρὸ ποὺ ἡ φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ τ᾿ ἄλλα Ὀρθόδοξα πατερικὰ συγγράμματα μεταφράζουνται στὶς ξένες γλῶσσες, καὶ γίνουνται πνευματικὴ τροφὴ τῶν λαῶν ποὺ προσκυνᾶνε οἱ δικοί μας νεωτεριστές, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ μουσική. Μήπως ἀκόμα γιὰ «ἀμάραντα ἄνθη» ἐννοεῖ ὁ ὁμιλητὴς τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ μικροτεχνία, ἡ ποικιλτική; Ἀλλὰ κι ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν νοιώθει περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι νοιώθει ἀπὸ εἰκονογραφία κι ἀπὸ ψαλμωδία, καὶ θὰ τὰ νομίζει κι αὐτὰ ὁλότελα συμβατικά, ἀσήμαντα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ χρήζοντα ἀλλαγῆς.
Μὲ λίγα λόγια, τὸ συμπέρασμα ἀπ᾿ ὅλη τούτη τὴν ἀνιαρὴ ἀνάλυση τῆς ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ, εἶναι, ἂν κατάλαβα καλά, πὼς χτυπᾶ μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο, χωρὶς νὰ γνοιασθεῖ καθόλου ἂν συμφωνοῦν μεταξύ τους αὐτὰ ποὺ λέγει. Ἐκτὸς ἂν παραλογίζεται ἄθελά του.
Ἔχω ὅμως τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὰ λεγόμενά του φαίνεται πὼς ἐπιχειρεῖ πολὺ ἀδέξια νὰ κρύψει τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, θέλοντας νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα, τὴν Ὀρθοδοξία με τὶς ἀντιορθόδοξες καινοτομίες, παρουσιάζοντας ἔτσι ἕνα τερατῶδες κατασκεύασμα. Ἀλλά, δὲν ἀκούει τί λέγει ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, ποὺ τὸν συχνοαναφέρει στὰ γραφόμενά του, ἀπὸ προτεσταντικὴ μίμηση, ὅπως φαίνεται: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες... Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαλ;»
Δὲν πιστεύω πὼς ἀδικῶ τὸν πανοσιολογιώτατον καθηγητήν. Μακάρι νὰ ἤτανε ἄλλη ἡ ἀλήθεια. Θὰ χαιρόμουνα πολὺ νἄβγαινα ψεύτης. Μὰ τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ νεωτεριστές, μαρτυροῦν ἀπὸ τὰ λόγια τους αὐτὸ τὸ ἀλλοπρόσαλλο κατάντημά τους: Οἱ ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες εἶναι προϊστάμενοι δὲν ἔχουνε τίποτα ποὺ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο. Εἶναι ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὸν θερμὸ ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους. Ἡ ἁγιογραφία, ἡ μουσική, τὰ σκεύη, τὰ κηρύγματα, ἀκόμα, σὲ πολλά, κι ἡ ἀκολουθία, μυρίζουν προτεσταντικὴ μούχλα. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ψυχροσχολαστική, ἀκατάνυκτη, χωρὶς ἐκείνη τὴ ζεστὴ μυστικοπάθεια ποὺ ἔχουνε οἱ γνήσιες ἐκκλησίες μας. Ἀκόμα καὶ τὰ κεριά, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἁπλό, κι ἴσως τὸ πιὸ πνευματικὸ σύμβολο τῆς ψυχῆς ποὺ προσεύχεται μὲ ταπείνωση, ἀκόμα καὶ τὸ θυμίαμα ποὺ προσφέρνεται «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς», κι αὐτὰ ἀκόμα ἔχουνε καταργηθεῖ σὲ κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶπα. Ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρό τους, ἐκεῖ μέσα, τὸν κάνουνε πολὺ ἀραιά, μὲ πολλὴ οἰκονομία, ἢ καθόλου, παπάδες κι ἐκκλησιαζόμενοι. Ὅ,τι ποιητικὸ στοιχεῖο συντείνει στὸ νὰ νοιώσει κατάνυξη ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός, δὲν τὸ θέλουνε ἐκεῖνες οἱ παγωμένες καρδιές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τῆς σχολαστικῆς καὶ τῆς στενόψυχης ἠθικῆς. Γιατὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα κατάξερο ἠθικὸ σύστημα, κατάλληλο γιὰ πρακτικὲς καὶ μικρολόγες σκοπιμότητες. Οὔτε ἀποκάλυψη φρικτῶν μυστηρίων, οὔτε εὐωδία τοῦ καινοῦ ἀέρος τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ εὐφροσύνη, οὔτε πυρπόλησις τῆς καρδίας, οὔτε μέθη ἀπὸ τὸν πνευματικὸν οἶνον, οὔτε χαρμολύπη, οὔτε δάκρυον κατανύξεως, οὔτε συντριβή, οὔτε κοινωνία τοῦ Παρακλήτου, οὔτε μυστικὴ ὅρασις καὶ ἀκοή, οὔτε ὑπὲρ αἴσθησιν αἴσθησις. Τίποτα!
Πῶς νὰ μὴν εἶναι λοιπὸν τόσο ψυχρὲς κι ἀκατάνυκτες οἱ ἐκκλησίες τους, ἀφοῦ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, «ἡ καρδία ἔσωθεν ὁμοίως τοῖς ἐξωτέροις σχήμασιν ἐνδιατυποῦται»;
Τί σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ ἀνέκφραστα τραγούδια ποὺ ἀκούονται ἐκεῖ μέσα, μὲ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, μὲ τὴν ἱερατικὴ γλώσσα τῆς ὑμνολογίας, μὲ τὸν σοβαρὸ χαρακτήρα τῆς προγονικῆς μας εὐσέβειας;
Ὤ! Τί βεβήλωση εἶναι αὐτή, νὰ μπαίνουνε οἱ μίμοι καὶ νὰ ἀσχημονοῦν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ κάποιες φωνὲς ποὺ γαργαλίζουν τὴ σάρκα τους; Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία σας, νὰ μὴν ἔχει ὁ ναὸς τίποτα ὀρθόδοξο; Ἡ πνευματικὴ γεύση σας τόσο πολὺ χάλασε, ὥστε κάθε τί ποὺ στάθηκε γιὰ τοὺς Ἁγίους ὁ οὐράνιος ἄρτος κι ὁ ὑπερούσιος οἶνος, νὰ σᾶς φαίνεται στυφὸ καὶ πικρό; Τὰ ἁγιασμένα ὁράματα καὶ ἀκούσματα, ποὺ εὐφράνανε μυριάδες εὐλαβεῖς ψυχές, ἐσεῖς δὲν τὰ κρίνετε ἄξια νὰ τὰ διατηρήσουμε, ἀλλὰ θέλετε νὰ τὰ ἀλλάξετε, καὶ νὰ βάλετε στὴ θέση τους τὰ μουγκρίσματα τῶν ζώων, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφυλισμένη ἐποχή μας;
Λέτε πὼς σεβόσαστε καὶ τιμᾶτε τοὺς Ἁγίους. Ἀλλὰ ποιοί μᾶς παρέδωσαν, μαζὶ μὲ τὴν πίστη, τὸν τρόπο τῆς λατρείας καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες; Δὲν μᾶς τὰ παραδώσανε οἱ Πατέρες; Γιατί λοιπὸν δὲν τὰ σεβόσαστε καὶ δὲν τὰ τιμᾶτε;
Ἰδιαίτερα δὲν σᾶς ἀρέσει ἡ μουσική της ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ ἡ μόνη ἱερατικὴ χριστιανικὴ μουσική. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔψελνε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους κι ὑμνοῦσε τὸν Θεό: «Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Καὶ μὲ τί εἴδους μουσικῆς ἄραγε ὕμνησαν; Ρωτῶ νὰ μοῦ πεῖς. Μήπως μὲ τὴ θεατρικὴ μουσικὴ ποὺ εἰσάγεις στὶς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, μ᾿ αὐτή, λέγω τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία, ἢ μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ ἀνατολικὴ μουσικὴ ποὺ δὲν τὴν θέλεις, ποὺ τὴν θεωρεῖς βάρβαρη, ἐσὺ ὁ βάρβαρος καὶ βλάσφημος;
Ναί! Ἐδῶ δὲν εἶναι θολὲς καὶ ὀμιχλώδεις θεωρίες, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἄκουσες στὰ μουχλιασμένα Πανεπιστήμια. Ἐδῶ εἶναι καθαρὰ καὶ ἁπλὰ πράγματα: Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος στὴν Ἀνατολή, καὶ δὲν γεννήθηκε, ὅπως θἄθελες, στὸ Παρίσι ἢ στὴ Στοκχόλμη ἢ στὴ Λόντρα. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα φτωχοχώρι τῆς Ἰουδαίας. Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε ἤτανε Ἀνατολίτικη. Κι ἡ μουσική, ποὺ μ᾿ αὐτὴ ὑμνοῦσε τὸν Θεό, ἤτανε κι αὐτὴ Ἀνατολίτικη, ἢ τὸ θέλεις εἴτε δὲν τὸ θέλεις.
Λοιπόν, γιατί δὲν τὴ καταδέχεσαι αὐτὴ τὴ μουσική, ἐσὺ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ τὴ μουσικὴ ποὺ τὴν ἁγίασε ὁ Χριστός; Ἐγὼ φρίττω, δακρύζω, καταπλήττομαι, μόνο ποὺ συλλογίζουμαι πὼς μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικὴ ἔψελνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ πὼς ἀξιονόμαστε κι ἐμεῖς νὰ τὴ ψέλνουμε ὅπως Ἐκεῖνος! Κι ἐσύ, ἀντὶ νὰ ἀγάλλεσαι, ἀντὶ νὰ νοιώθεις πνοὴ ἀθανασίας ἀπάνω σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θεαγάπητη μουσική, ποὺ μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια δῶρα ὁποὺ βρίσκουνται φυλαγμένα μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς γεραρᾶς παραδόσεώς μας, ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, τὴν ἀπεχθάνεσαι, τὴν λὲς τούρκικη, δὲν τὴ νομίζεις ἄξια γιὰ τὰ ἁμαρτωλὰ στόματά μας!
Τέτοια τύφλωση, λοιπόν, παθαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὴ ματαιότητα καὶ ζητᾶ τὸ ψεῦδος.

* * *

Ὁ Θεὸς ἂς μὲ συγχωρήσει γιὰ ὅσα ἀναγκάσθηκα νὰ πῶ γιὰ ἕναν ὑπηρέτη του.
Κύριε, νά, εἶμαι μπροστά σου, καὶ κρίνε με. Ἐσὺ εἶσαι καρδιογνώστης καὶ ξέρεις τὴν πίκρα τῆς καρδιᾶς μου γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ παθαίνουν οἱ ἅγιες ἐκκλησίες σου. Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με. Ἐσὺ ποὺ ἐπέτρεψες στὸν Προφήτη Ἠλία, νὰ ἐξαγριωθεῖ ἀπὸ τὸν πύρινο ζῆλο ποὺ τὸν ἔκαιγε, Ἐσὺ ποὺ τὸν συγχώρεσες γιὰ τὴ φοβερὴ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε νὰ σφάξει τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, ἐπειδὴ εἶδες πὼς ἤτανε ὁ μονώτατος δοῦλος σου ποὺ πίστευε σὲ Σένα, καὶ τὸν στεφάνωσες μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανο, καὶ τὸν ἅρπαξες ἀπάνω σ᾿ ἕνα ἁμάξι πύρινο καὶ τὸν πῆρες κοντά Σου μὲ τὸ σάρκινο κορμί του, δίχως νὰ δοκιμάσει θάνατο, Ἐσύ, Κύριε, εὔσπλαχνε καὶ δίκαιε, συγχώρεσε κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό. Γιατὶ Ἐσὺ ἄνοιξες τὸ στόμα μου, ὅπως ἄνοιξες τὸ στόμα τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὴ βεβήλωση τοῦ οἴκου σου, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ματαιότητας.
Φώτισε, Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Φώτης Κόντογλου,
Μεγάλη Παρασκευή, 1960

το  είδαμε εδώ

Ο Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος: «Κάτι μεγάλο πρέπει να συμβεί και γρήγορα!»


Αλεξανδρουπόλεως ΆνθιμοςΕίμαστε σε αδιέξοδο, σε τέλμα. Πέντε χρόνια ύφεσης χωρίς ελπίδα ανάκαμψης. Ανεβοκατεβάσαμε πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις. Τσαλακώσαμε ιδεολογίες. Εξοντώσαμε υπουργούς οικονομικών. Ελπίσαμε στην Αριστερά που κόμιζε νέα πρόσωπα και αδιάφθορες υπολήψεις. Απεδείχθησαν ανέτοιμοι και, φευ, θεωρητικοί.
 
Καταργήθηκαν συνταγματικά άρθρα. Ποδοπατήθηκαν εργασιακά κεφάλαια. Χάθηκε κάθε αυτονόητο που δέσποζε στη Χώρα επί 30 και 40 χρόνια.
Ο λαός μας σήμερα είναι σαν το βάτραχο που έριξαν σε καζάνι με νερό και το έβαλαν να σιγοβράσει. Δεν αντιδρά. Προδόθηκαν οι «αγανακτισμένοι», εξευτελίστηκαν οι «σωτήρες», εξαντλήθηκαν τα κομματικά προγράμματα. Και οι σύγχρονοι «36» αντάρτες περιφέρονται ανερμάτιστοι σαν να το έσκασαν από ψυχιατρείο, χωρίς να πείθουν, παρά μόνο τον ανεδαφικό και απροσάρμοστο εγωϊσμό τους.
 
Τελικά ο λαός μας, που ψήφισε «ΟΧΙ» και την επομένη το πρωί αποδέχτηκε το «ΝΑΙ», συνεχίζει να περιμένει καρτερικά στις ουρές των ΑΤΜ και ελπίζει ακόμα στον Αλέξη Τσίπρα. Ήταν το πολύωρο ολονύχτιο μαρτύριο στην σύνοδο κορυφής των ηγετών της Ευρώπης; Ήταν ο έρπης που έβγαλε στα χείλη; Είναι η ηλικία του; Είναι η έσχατη ελπίδα του λαού και η απαντοχή του; Ίσως, όλα μαζί! Γι’ αυτό χρειάζεται να παραμείνει στη θέση του ισχυρός, «στη φουρτούνα δεν αλλάζουν καπετάνιο». Αλλά και ταπεινωμένος για την προεκλογική αυτο-υπερεκτίμησή του, όμως, δεν είναι πρόβλημα αυτό, η ταπείνωση είναι μεγαλωσύνη για την Πίστη μας (κι ας μην την πιστεύει)! Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να γίνει ο αναμορφωτής του Κράτους μας και ο ιδρυτής της ανασυγκροτήσεώς του με ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Αλλιώς θα μείνει στην ιστορία ως ένας απλός πολιτικός του συρμού, με την υποσημείωση ότι «ήταν αριστερός, όμως απογοήτευσε το ίδιο». Μπορεί να κάνει τη διαφορά, αρκεί να το τολμήσει, «οι άνεμοι ούριοι» και «οι καιροί μενετοί».
 

 Είμαστε σε οριακό σημείο. Η πολιτική ιστορία του τόπου μας, η κοινωνική αντοχή μας και ο πολιτισμικός ψυχισμός μας, δεν αντέχουν άλλο. Η μέχρι τώρα υπομονή μας οφείλεται στις εθνικές ενοχές και στις συλλογικές τύψεις, που μας κάνουν να παραδεχόμαστε εσώψυχα ότι, άλλος λίγο άλλος πολύ, «πολλά πταίομεν άπαντες» (Ιακ. 3,2). Όμως φτάνει κι αυτή η παραδοχή. Δεν ωφελεί άλλο το αυτο-μαστίγωμα.
Τώρα πρέπει κάτι να γίνει. Κάτι μεγάλο και μάλιστα σύντομα.
«Κανείς λαός δεν γίνεται ποτέ μεγάλος, αν δεν τον καλέσουν οι ηγέτες του στο μεγαλείο», έλεγε ο Μάροου. Ο παλαιός κι ο νεώτερος πολιτικός μας κόσμος, ανεξαίρετα συνένοχος στη σκύλευση της Χώρας, να ανασκουμπωθεί. Καμιά παράταξη του Κοινοβουλίου να μην ελπίζει σε συγχωροχάρτια. Ούτε να ελπίζει πια στη λήθη των ψηφοφόρων, μα μήτε να ποντάρει στο κυλιόμενο εκλογικό σώμα που τόσα χρόνια επέστρεφε «στον ίδιο έμετο» (Παροιμ. 26, 11). Ενηλικιώθηκαν οι παλαιοί και δεν υπάρχουν πια νέοι αφισσοκολλητές.
Τί να αλλάξει; Ας το βρουν οι ίδιοι:
Θα τροποποιηθεί το Σύνταγμα με Αναθεωρητική ή Συντακτική Βουλή;
Θα επιστρέψει ο Βασιλιάς ή θα εκλέγουμε απευθείας Πρόεδρο Δημοκρατίας;
Θα μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών και τα προνόμιά τους;
Θα καταργηθεί η μονιμότητα των Δημοσίων Υπαλλήλων;
Θα καταργηθούν τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα;
Θα γίνουν καινούργια; Με νέα σύμβολα, νέα ονόματα και πρόσωπα, ανακατεμένα σαν τα χαρτιά της τράπουλας;
Θα ξαναφτιαχτούν οι δομές του Δημοσίου εξ υπαρχής;
Θα διευκολυνθούν οι ιδιωτικές δράσεις και θα παρακινηθεί ο λαός να εργαστεί;
Θα σφυρηλατηθούν οι δικλείδες που δεν θα επιτρέψουν ξανά τη θεσμοθέτηση της διαφθοράς;
Θα τιμωρηθούν τελικά, όσοι κατασπάραξαν τη γη μας και έκρυψαν τα σφάγια σε ξένες χώρες;

 Θα οικοδομηθεί η Παιδεία του λαού μας με άξονα την αγωγή του πολίτη;
Ειλικρινά δεν ξέρω και δεν δογματίζω για κανένα από τα παραπάνω.
Όμως παρόμοια και οπωσδήποτε κι άλλα σωστότερα, που φαντάζομαι να κυοφορούνται μέσα στα κρανία των πολιτικών μας, να γίνουν γρήγορα! Εξάλλου συνηθίσαμε πια τη «διαδικασία του κατεπείγοντος»! Ας πάψουν τις προσωπικές επιδιώξεις επίδοξοι μεσσίες κάθε χώρου. Ας μην επαναλαμβάνουν τα λάθη του Ανδρέα Παπανδρέου που αναδομούσε κάθε φορά την Κυβέρνησή του με τα ίδια δομικά υλικά!
Ας συνεργαστούν άτυπα, γρήγορα και αποτελεσματικά για να ξαναχτίσουν το ερείπιο απ” την αρχή κι έπειτα ας αγωνιστούν για το ποιος θα γίνει ο πρώτος του ένοικος. Αλλιώς θα κάθονται διαρκώς πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Αλλιώς θα συγκαταλέγονται στο σωρό των πρωθυπουργών και των υπουργών που, είτε εκτός φυλακής είτε εντός, είναι οι ψηφίδες αυτού του εκτρωματικού εικαστικού πίνακα που βλέπουμε. Επειδή και η αποθήκη των υποψηφίων πολιτικών της Πατρίδος μας δεν είναι ανεξάντλητη. Νεκραναστάσεις ονομάτων δεν είναι εφικτές και επιστροφή στα «τζάκια» δεν ενδείκνυται λόγω της αιθαλομίχλης που αποπνέουν.
Κάτι πρέπει να συμβεί, λοιπόν, και γρήγορα. Για να ελπίσει ο λαός μας ξανά, σε κάτι. Για να έχει ο λαός μας κάτι να προασπίζεται και κάτι να πολεμά. Εξάπαντος για να ξυπνήσουμε απ” αυτόν τον μοιρολατρικό ρόγχο και θανατερό λήθαργο που μας έριξαν. Που ο Θεός να φυλάξει, μην αποβεί μοιραίος.
Κάποτε ένας βασιλιάς της Γερμανίας έστειλε τους φορατζήδες να μαζέψουν φόρους. Το απόγευμα που επέστρεψαν τους ρώτησε αν συνάντησαν αντιδράσεις.
– Όχι βασιλιά, του απάντησαν, ο λαός πλήρωσε αδιαμαρτύρητα.
– Αύριο να συνεχίσετε, διέταξε ο βασιλιάς.
Όμως κάθε μέρα οι φορατζήδες επέστρεφαν κομίζοντας έσοδα αλλά και την αυξανόμενη αντίδραση του λαού. Μέχρι που μια μέρα, είπαν:
– Βασιλιά, σήμερα δεν αντέδρασε κανένας, μουτρωμένοι, θυμωμένοι, όμως πλήρωσαν όλοι, χωρίς διαμαρτυρίες! Και τότε ο βασιλιάς είπε ταραγμένος:
– Αύριο μην ξαναμαζέψετε φόρους. Από αύριο να αρχίσετε να δίνετε παροχές. Αφού δεν αντιδρούν, τότε …κάτι ετοιμάζουν!
το είδαμε εδώ

Αγίου Ἰωάννου του Δαμασκηνού Ἐγκώμιον στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

                                Αποτέλεσμα εικόνας για Ἐγκώμιον στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο τό μέγα, πού συντελεῖται γύρω ἀπό τό πρόσωπό Σου, ἱερή Μητέρα καί Παρθένε; «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θά σέ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σύ εἶσαι ἄξια γιά μακαρισμό!

Καί νά πού ὅλες οἱ γενιές Σέ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, καί Σέ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδή οἱ ψυχές τῶν δικαίων, καί θά Σέ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σύ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στόν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τόν Βασιλέα καί Δημιουργό νά κάθεται ἐπάνω του. Σύ ἔγινες Ἐδέμ νοητή, πιό ἱερή καί πιό θεϊκή ἀπό τήν παλιά. Γιατί σ' ἐκείνη τήν Ἐδέμ ἔμεινε ὁ Ἀδάμ ὁ γήϊνος, ἐνῶ σ' Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σύ γέννησες τόν Χριστό, τή σωτηρία τοῦ κόσμου, πού καταπόντισε τήν ἁμαρτία καί κατασίγασε τά κύματά της.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος. Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες. Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτός τοῦ Νόμου κι Ἐσένα εἶχαν φανερά προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσή καί ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα καί ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού 'χε βλαστήσει. Ἀπό Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς Θεότητος, τό μέτρο καί ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τό γλυκύτατο καί οὐράνιο μάννα, τό ὄνομα τό ἀπερίγραπτο καί πάνω ἀπ' ὅλα τά ὀνόματα, τό Φῶς τό αἰώνιο καί ἀπρόσιτο, ὁ Άρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ Καρπός πού δέν γεωργήθηκε, ἀλλά βλάστησε ἀπό Σένα μέ σῶμα ἀνθρώπινο.

Ἐσένα δέν προμηνοῦσε τό καμίνι πού ἔβγαζε φωτιά καί ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλά καί ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε; Παρά λίγο ὅμως θά ξεχνοῦσα τή σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δέν εἶναι φανερό σέ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακώβ εἶχε δεῖ τίς ἄκρες τῆς σκάλας νά ἑνώνουν τόν οὐρανό μέ τή γῆ καί νά ἀνεβοκατεβαίνουν σ' αὐτήν ἄγγελοι, ἔτσι κι Ἐσύ ἕνωσες αὐτά πού ἦσαν πρίν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στή μέση Θεοῦ καί ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιά νά κατεβεῖ σ' ἐμᾶς ὁ Θεός, πού πῆρε τό ἀδύναμο προζύμι μας καί τό ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του κι ἔκανε τόν ἀνθρώπινο νοῦ νά βλέπει τόν Θεό.

Ποῦ θά ἀποδώσουμε ἀκόμη τά κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ' Ἐσένα, ἄν θέλουμε νά δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιό εἶναι τό Δαυϊτικό μαλλί τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σάν βροχή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μέ τόν Πατέρα; Δέν εἶσαι Σύ ὁλοφάνερα; Ποιά εἶναι ἐπίσης ἡ παρθένος πού ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θά συλλάβει καί θά γεννήσει Υἱόν, δηλ. τόν Θεό πού εἶναι μαζί μας; Καί ποιό εἶναι τό βουνό τοῦ Δανιήλ, ἀπό τό ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, χωρίς νά ὑποκύψει σέ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο; Ἄς ἔρθει ὁ Ἱεζεκιήλ ὁ θεϊκότατος κι ἄς δείξει τήν κλειστή πύλη πού πέρασε ἀπό μέσα της μόνο ὁ Κύριος καί παραμένει κλειστή.

Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καί ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθώς ἀναχωροῦσες πρός τόν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων καί Πατριαρχῶν καί τό ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, σάν μέσα σέ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱερούς σ' Ἐσένα, τήν πηγή τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπό τά θεία συναισθήματα.

Ὦ, πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρός τήν ζωή διά μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νά ὀνομάσουμε τό μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μ' Ἐσένα; Θάνατο; Μά, ἄν καί ἡ πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπό τό ἀμίαντο σῶμα Σου καί αὐτό τό σῶμα Σου παραδίδεται στήν ταφή, ὅμως δέν παραμένει στό θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπό τή φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καί πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιά λίγο ἀπό τό σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σάν νά χάνεται καί τό σκοτάδι νά παίρνει τή θέση τῆς λάμψης του, μά αὐτός δέν χάνει τό φῶς του, ἀλλά ἔχει μέσα του τήν πηγή τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἄν καί καλύπτεσαι σωματικά ἀπό τόν θάνατο γιά κάποιο χρονικό διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ἀτελείωτα τά νάματα τοῦ θείου φωτός καί τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμούς χάριτος καί πηγές ἰαμάτων.

Ἐσύ ἄνθισες σάν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στό στόμα τῶν πιστῶν! Γι' αὐτό καί δέν θά ὀνομάσω θάνατο τήν ἱερή μετάστασή Σου, ἀλλά κοίμηση ἤ ἀποδημία ἤ ἐνδημία, γιά νά ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπό τήν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νά κατοικήσεις στά καλύτερα, στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.

Ἄγγελοι μαζί μέ Ἀρχαγγέλους Σέ μεταφέρουν ἀπό τή γῆ στούς οὐρανούς. Καθώς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καί ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανός τήν ψυχή Σου. Σέ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ ὕμνους ἱερούς καί τελετή χαρμόσυνη: «τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεί ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σάν τό φεγγάρι, κι ὅλα τά Χερουβείμ ἐκπλήσσονται καί τά Σεραφείμ Σέ δοξάζουν, Ἐσένα πού δέν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τόν οὐρανό, σάν τόν προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τόν τρίτο οὐρανό, σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά ἔφτασες μέχρις αὐτόν τόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καί στέκεις κοντά Του μέ πολλή κι ἀνείπωτη παρρησία.

Ἔγινες λοιπόν εὐλογία γιά ὅλον τόν κόσμο, ἁγιασμός γιά τό σύμπαν, ἄνεση γιά τούς κουρασμένους, παρηγοριά γιά τούς πενθοῦντες, θεραπεία γιά τούς ἀρρώστους, λιμάνι γιά τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιά τούς ἁμαρτωλούς, παρηγοριά γιά τούς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιά ὅλους πού σέ ἐπικαλοῦνται, ἀρχή καί μέση καί τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού ξεπερνοῦν τόν νοῦν μας.

Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανός Αὐτήν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ' αὐτόν; Καί πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτήν πού δέχθηκε μέσα Της τόν Θεό; Ὦ, μνῆμα ἱερό καί θαυμαστό καί σεβάσμιο καί προσκυνητό, πού καί τώρα τό περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μέ πολύν σεβασμό καί φόβο, καί ἄνθρωποι πού ἔρχονται σ' αὐτό μέ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μέ μάτια καί χείλια καί μέ πόθο ψυχῆς, ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.

Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ταξιδέψουμε νοερά μακριά ἀπ' τή ζωή αὐτή μαζί μέ τήν Παρθένο πού φεύγει ἀπ' τή γῆ αὐτή. Ἐλᾶτε ὅλοι μέ πόθο καρδιακό, ἄς κατεβοῦμε στόν τάφο μαζί μέ τήν Παρθένο πού κατέρχεται σ' αὐτόν. Ἄς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στό ἱερότατο κρεβάτι Της. Ἄς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά ᾅσματα: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά Σοῦ. Χαῖρε Αμνάς πού γέννησες τόν Ἀμνό τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε Σύ πού εἶσαι πάνω ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις. 
Χαῖρε ἡ δούλη καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἀμήν

Μην φοβάστε, εγώ είμαι μαζί σας....


Κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, θέλησε κάποτε να μου κάνει ένα δώρο. Και μου χάρισε μια αγιογραφημένη εικόνα που αναπαριστά τον Χριστό, περιπατούντα επί των κυμάτων της θαλάσσης, να απλώνει το θεϊκό Του χέρι να να βαστά τον Πέτρο που καταποντίζεται μέσα στα κύματα... Και αυτήν την εικόνα, την έθεσα σε περίοπτη θέση, ώστε να την βλέπω όταν καταποντίζομαι από τα κύματα της ζωής , ώστε να μην χάνω ούτε το θάρρος, αλλά περισσότερο ούτε την πίστη και να προχωρώ πάντα εμπρός!


Αυτό είναι το θέμα της ευαγγελικής περικοπής που θα ακούσουμε αύριο στις Εκκλησιές μας. Ένα μεγάλο θαύμα του Χριστού που δείχνει πως δεν είμαστε μόνοι στην θαλασσοταραχή της ζωής μας, που δείχνει πως απ' εκεί που δεν το περιμένουμε, η ελπίδα προβάλει και ενθαρρύνει τον άνθρωπο. 

Βρέθηκαν μόνοι οι μαθητές μέσα στο πλοιάριο με το σκοτάδι της νύχτας απλωμένο γύρω τους. Μόνοι, χωρίς τον μεγάλο κυβερνήτη Ιησού Χριστό. Και τότε, η γαλήνια θάλασσα, αλλάζει από την μια στιγμή στην άλλη, ακριβώς όπως και η ζωή του ανθρώπου, μέσα στην οποίαν η χαρά και η λύπη εναλλάσσονται οριακά! Εκεί που όλα ήταν ήσυχα, ξάφνου, τα κύματα θεριεύουν, το μικρό πλοιάριο ταλανίζεται επικίνδυνα και οι επιβάτες του φοβούνται! Ποιοι; Εκείνοι που ξέρουν την θάλασσα, όσοι νομίζουν πως γνωρίζουν την ζωή...

Μια φωνή τους δίνει κουράγιο: μην φοβάστε, εγώ είμαι μαζί σας! Η παρουσία Του Κυρίου ανάμεσα τους, αναπτερώνει χαμένες ελπίδες! Όμως, τι παράξενο! Με τον ίδιο τρόπο που πριν λίγο τον είδαν να πολλαπλασιάζει τους άρτους και τα ψάρια χορταίνοντας χιλιάδες ψυχών, με τον ίδιο λογικό για τον Θεό, υπέρλογο για τον άνθρωπο τρόπο, ο Ιησούς, πλησιάζει το μικρό πλοιάριο επί του οποίου τρομαγμένοι επιβαίνουν οι μαθητές, περπατώντας επάνω και ανάμεσα στα επαφρίζοντα της θαλάσσης κύματα! Τι φοβερή εικόνα και μόνο στην σκέψη...

Ο Πέτρος είναι εκείνος που ζητά να ψηλαφίσει το θαύμα και ο Θεός, για μια ακόμα φορά αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, έρχου και ίδε! Όμως, το μεγάλο βήμα, χρειάζεται πίστη ισχυρή , πίστη που αναζητά και τελικά βρίσκει το θαύμα. Και ενώ ξεκινά και βαδίζει επί των κυμάτων, έρχεται η λογική να τον τρομάξει λέγοντας του: που πάς; Τι είναι αυτό που κάνεις, δεν χωρά μέσα στην λογική σου...

Αυτό, είναι αρκετό ώστε να αρχίσει ο καταποντισμός... Είναι αρκετό, ώστε ο θαλασσοδαρμένος ναυαγός της ζωής να καταποντιστεί στον βυθό της απωλείας... Όμως, ένα χέρι, ένα χέρι που ξεχωρίζει απ' όλα όσα απλώνονται μπροστά σου στην διάρκεια της ζωής, έρχεται να σε επαναφέρει, να σε αποκαταστήσει, να σε σώσει! Το τρυπημένο από τα καρφιά του σταυρού, χέρι του Ιησού Χριστού απλώνεται μπροστά μας, όταν πλέον ο ζόφος της απελπισίας, επιτρέπει στην λογική να κλονιστεί η πίστη! Γιαυτό και το ερώτημα: ολιγόπιστε, γιατί δίστασες; 

Αυτή την εικόνα έχω κρατημένη στην καρδιά μου! Το Θεϊκό χέρι, να απλώνεται για να βαστάξει τον πεπτωκότα άνθρωπο... Μόνον αυτήν την εικόνα να φυλάξεις, καμιά θάλασσα, καμιά τρικυμία, δεν μπορεί να φανεί ικανή να σε καταποντίσει! Στάσου ορθός στις τρικυμίες της ζωής! Στον απόηχο του παφλασμού των τρικυμισμένων κυμάτων, ακούω την φωνή Του να μας ενθαρρύνει: μην φοβάστε, Εγώ είμαι μαζί σας! Αμήν , Κύριε! Εφ' όσον Εσύ είσαι δίπλα μας, κανείς και τίποτα δεν μπορεί να σταθεί απέναντι μας.... 
                                                                                                   π. Θωμάς Ανδρέου 

Κυριακὴ Θ΄ Ματθαίου - Ξεπεράστε κάθε φόβο !



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Α΄ Κορ. γ΄ 9-17
 ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ματθ΄ ιδ΄ 22 - 34
ΞΕΠΕΡΑΣΤΕ ΚΑΘΕ ΦΟΒΟ!
«Θαρσετε, γ εμι· μ φοβεσθε»
   Ὅλη νύχτα οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου πάλευαν μὲ τὰ κύματα μέσα στὸ μικρό τους πλοιάριο. Ἀπὸ τὴ μιὰ τὸ πυκνὸ ­σκοτάδι, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ­φουρτουνιασμένη θά­­λασσα, εἶχαν δημιουργήσει στὶς ψυ­­χές τους μιὰ ἀτμόσφαιρα τρόμου καὶ ­ἀ­­­­­­­­­­­­­­­­γωνίας. Γι’ αὐτό, ὅταν εἶδαν τὸν ­Κύριο νὰ ­περ­πα­­τᾶ πάνω στὰ κύματα, ­ξέσπα­σαν σὲ ἕ­­­­να ­δυνατὸ ἐπιφώνημα τρόμου. Ἀ­­­πὸ τὸ φόβο τους νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν ­φάντα­σμα. Πόσο ἄλλαξε ὅμως ἡ ­διάθεσή τους, ὅταν ἄκουσαν τὴ γλυκύτατη φω­­νή του: ­«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι μὴ φοβεῖ­σθε», τοὺς εἶπε. Ἔχετε θάρρος! Μὴ φοβάστε!
   Αὐτὴ ἡ τόσο εὔγλωττη σκηνὴ ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε πῶς ὁ παντο­δύναμος Θεὸς μᾶς δίνει θάρρος στὸν ἀ­­γώνα μας γιὰ τὴν καθημερινὴ ἐπιβίωση, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ κακοῦ καὶ στὶς ὧρες ἐσχάτου κινδύνου.

   Φόβος δημιουργεῖται στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν καθημερινή τους ἐπιβίωση καὶ βλέπουν μπροστά τους νὰ διαγράφεται ζοφερὸ τὸ μέλλον. Νέοι ἄνθρωποι στὸ ξεκίνημα τῆς ζωῆς τους βλέπουν νὰ ὀρθώνον­ται μπροστά τους ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, ποὺ τοὺς ἀνακόπτουν τὴν πορεία πρὸς τὴν ἐπιθυμητὴ ἐπαγγελματικὴ καὶ οἰκογενειακὴ ἀποκατάσταση. Τί ἀπομένει λοιπὸν νὰ κάνουν, παρὰ μόνο νὰ καταφύγουν μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο. Σ’ Αὐτὸν ποὺ φροντίζει γιὰ «τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ» καὶ «τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ» (Ματθ. ς΄ 26, 28) καὶ πολὺ περισσότερο ­ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς πιστοὺς μαθητές του. Αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς συμβουλεύει καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος: Μὴν ἀγωνιᾶτε γιὰ τὸ μέλλον! Ἀφῆστε κάθε φροντίδα σας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, διότι «αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 7). Αὐτὸς νοιάζεται καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ σᾶς.
2. ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
   Φόβος ἐπίσης δημιουργεῖται στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ βλέπουν τὸ ρεῦμα τοῦ κακοῦ νὰ κατακλύζει καὶ νὰ παρασύρει τὰ πάντα σὰν ὁρμητικὸς χείμαρρος. Ἄραγε μπορεῖ νὰ ἀντέξει κανεὶς μέσα σ’ αὐτὴν τὴν πλημμύρα τῆς ἁμαρτίας; Πῶς θὰ μεγαλώσουν τὰ παιδιὰ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς κακίας καὶ τῆς διαφθορᾶς; Δικαιολογημένοι οἱ φόβοι καὶ οἱ ἀνησυχίες γιὰ κάθε ἐχέφρονα ἄνθρωπο. Ὅμως ὁ πιστὸς χριστιανὸς λαμβάνει θάρρος καὶ ἐνίσχυση, καθὼς ἀκούει τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη νὰ ἀπευθύνεται στοὺς πιστοὺς μὲ τὰ θεόπνευστα λόγια: «Μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. δ΄ 4). Μὴ φοβάστε τὸ κακό! Μπορεῖτε νὰ τὸ νικήσετε, διότι ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι μέσα σας καὶ σᾶς φωτίζει καὶ σᾶς ἐνισχύει, εἶναι πιὸ μεγάλος καὶ πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τὸν σατανᾶ, ποὺ ἐξουσιάζει τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο.
3. ΣΤΟΝ ΕΣΧΑΤΟ ΚΙΝΔΥΝΟ
   Ὑπάρχει ὅμως καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος σὲ κίνδυνο γιὰ τὴ ζωή του, ὅπως τότε οἱ δώδεκα μαθητές. Ἀκοῦμε συχνὰ γιὰ σεισμούς, πλημμύρες, ἐμπρησμούς, ἐκρήξεις, ληστεῖες, τρομοκρατικὲς ἐνέργειες καὶ ἄλλα ἔκτακτα γεγονότα, ποὺ ἀπειλοῦν τὴ ζωή μας. Πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουμε τέτοιες ἐφιαλτικὲς καταστάσεις; Νὰ ὁπλιστοῦμε μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστη ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δίπλα μας, ἀκούει τὶς προσευχές μας καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς ἁρπάξει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ μᾶς κρατήσει στὴ δύσκολη αὐτὴ ὥρα. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια διακηρύττει καὶ ὁ προφήτης καὶ βασιλιὰς Δαβὶδ στὸν 22ο Ψαλμό: «Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ». Ἂς προσευχόμαστε κι ἐμεῖς μὲ τὰ ἴδια λόγια: Κύριε, κοντά σου εἶμαι ἀ­­­σφαλής. Κι ἂν ποτὲ βρεθῶ ἀντιμέτωπος μὲ ὁποιονδήποτε κίνδυνο, ἀκόμη καὶ μὲ αὐτὸν τὸν θάνατο, δὲν θὰ φοβηθῶ μήπως πάθω κάτι κακό, διότι Ἐσὺ εἶσαι μα­ζί μου παντοῦ καὶ πάντοτε!
   Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴ δοκίμασε φόβους στὴ ζωή του. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φόβους ποὺ ἀναφέραμε ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἄλλοι: μοναξιά, ἐγκατάλειψη, ἀσθένεια, θάνατος... Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ἀποτυπώματα ποὺ ἀφήνει κά­θε φόβος στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. 
   Ἐμεῖς ἂς σταθοῦμε καὶ πάλι ν’ ἀκούσου­­με τὴ φωνή του: «Θαρσεῖτε»! Προχω­ρῆ­στε μὲ θάρρος στὴ ζωή! Ἂν τοὺς λόγους αὐτοὺς τοὺς ἀκούγαμε ἀπὸ ὁποιονδή­ποτε ἄνθρωπο, δὲν θὰ κερδίζαμε ­τίποτε περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ ψυχολογι­κὴ ἐνίσχυση. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ μᾶς ὁμιλεῖ ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ ­Νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ­Χριστός, οἱ λόγοι αὐτοὶ μᾶς μεταδίδουν ­χάρη, δύναμη, θάρρος καὶ ἐλπίδα γιὰ νὰ ξεπερνοῦμε κάθε φόβο καὶ δυσκολία!

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
το είδαμε  εδώ

Κήρυγμα Κυριακής 2.8.2015 (Κυριακή Θ΄ Ἑπιστολῶν Α΄ Κορινθίους γ΄ 9-17) Τό ἀσάλευτο θεμέλιο

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Κορινθίους κάνει μία παρομοίωση. Παρομοιάζει τόν Χριστόν μέ θεμέλιο καί αὐτό δέν τό κάνει ἔτσι ἁπλά καί χωρίς σημασία. Ἀντιθέτως λέγοντας ὅτι : «θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἔστιν ὁ Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορινθίους γ΄ 11). Θέλει νά ὑπογραμίσει μία σπουδαία ἀλήθεια, πού δέν πρέπει νά λησμονοῦμε.
Τό γερό θεμέλιο εἶναι πάντα ἐγγύηση γιά τήν ἀντοχή τοῦ κτίσματος. Τό λέει τόσο παραστατικά ὁ χριστιανός ποιητής: «Μή φοβηθεῖς τό σπίτι πού ἔρριξε στήν γή βαθειά τά θέμελά του, κι ἄς ἔλθουν χίλιοι ἀνεμοστρόβιλοι καί τήν σκεπή του ἄς ρίξουν κάτω». Ἀλλά καί μεταφορικά, ἡ θεμελίωση στήν ζωή μας παίζει ἕναν ἀξεπέραστο ρόλο, πού ἐγγυᾶται τήν ἐπιτυχία μας καί τήν ἠθική μας ἐπιβίωση. Αὐτό βασικά δέν τό ἀμφισβητεῖ κανείς, γιατί    εἶναι μία ἀλήθεια αὐταπόδεικτη ἔστω κι ἄν τήν ἐπιβεβαιώνει καθημερινά ἡ πείρα μας.
Ὅμως οἱ ἄνθρωποι διαφορετικό κάθε φορά θεμέλιο βρίσκουν γιά νά ὑψώσουν πάνω του τό κτίσμα τῆς ζωῆς τους. Κι ἐδῶ  εἶναι ἡ ἐπικίνδυνη ποικιλία πού ὁδηγεῖ μερικές φορές στήν καταστροφή. Γιά πολλούς ἀνθρώπους ἱκανό θεμέλιο τῆς ζωῆς τους εἶναι ἡ ὑλική ἐπιφάνεια, τό χρῆμα καί ἡ περιουσία, πού ἐξασφαλίζουν ἀνέσεις καί ἀνοίγματα στόν κόσμο. Ἄλλοι στήν γνώση τῆς ἐπιστήμης θεμελιώνουν τήν ζωή τους, κι ἄλλοι στήν δύναμη τήν κοσμική πού προσφέρει ἡ δόξα βλέπουν στέρεο ἔδαφος γιά ἀνάπτυξη καί δημιουργία. Ὅλα αὐτά μέσα στό περίγραμμα τῶν σύγχρονων καιρῶν, προσλαμβάνουν μία ἰδιαίτερη ἀξία, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζονται οὐσιαστικά ἀπό τά στοιχεῖα αὐτά καί ἀνάλογα διαμορφώνουν τίς συνθῆκες γιά τήν ζωή τήν δική τους καί τῶν παιδιῶν τους. Τό πρᾶγμα δέν θά ἦταν τόσο ἀνησυχητικό ἄν οἱ ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς τοποθετήσεως δέν ἦταν μοιραῖες καί ἄν δέν χάνονταν μέσα στήν δίνη τῆς ἀπογοητεύσεως τά ἀνθρώπνα ὄνειρα πού πυργώνουν στίς καρδιές μας οἱ ἀνθρώπινοι πόθοι. Ἄμα μιλήσει κανείς ξεκάθαρα σήμερα στόν κόσμο γιά τήν ἀξία τοῦ χριστιανισμοῦ σάν θεμέλιο τῆς ζωῆς κινδυνεύει νά θεωρηθεῖ ἀμετανόητος ὀνειροπόλος καί νά θαφτεῖ κάτω ἀπό τήν σκωπτική διάθεση τῶν ἀνθρώπων. Σήμερα σελαγίζουν στό στερέωμα τῆς ζωῆς μας τ’ ἀστέρια τῆς χρησιμοθηρίας καί τοῦ ἀτομισμοῦ. Ποῦ καιρός καί θέσεις γιά σοβαρές κουβέντες. Καί ὅπου δέν φαίνονται τά παραπάνω στοιχεῖα νά ἐπικρατοῦν ἐκεῖ διαφορετικές ἀπ’ τήν δική μας ἰδεολογία γκρεμίζουν τήν ἀξία τῆς πίστεως στό θεμέλιο καί προσφέρουν ἐγκόσμια ὑποκατάστατά του. Ὅπως καί νά ἔχει ὅμως τό πρᾶγμα σημασία ἔχει τό γεγονός πώς οἱ ἄνθρωποι, εἴτε γιατί δέν ξέρουν εἴτε γιατί δέν θέλουν ἀφήνουν καταμέρος «τόν λίθο τόν ἀκρογωνιαίον» καί οἰκοδομοῦν πάνω σέ σαθρή βάση πού σύντομα ὑποχωρεῖ δημιουργώντας τραγικά θύματα. Μπροστά στό φαινόμενο αὐτό καμία σκοπιμότητα δέν μπορεῖ νά φράξει τό σῶμα μας καί δέν πρέπει νά μᾶς ἀπογοητεύσει. Καθῆκον μας    εἶναι νά μιλᾶμε γιά τήν ἀλήθεια καί γιά τό φῶς. Γι’ αὐτό καί παραβλέποντας κάθε κίνδυνο θέλουμε νά ὑπογραμμίσουμε πώς ζωή χωρίς Χριστό  εἶναι κτίριο χωρίς θεμέλιο.  Εἶναι ἄνω δομή χωρίς ὑποδομή δηλαδή  εἶναι χαμένος καιρός καί πείραμα δοκιμασμένο καί ἀποτυχημένο. Κι ὅταν λέμε ὅτι ὁ Χριστός πρέπει νά γίνει τό θεμέλιό μας, θέλουμε νά ποῦμε πώς τό πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἐπιταγές της πρέπει νά μᾶς καθοδηγοῦν σέ κάθε λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας. Ὅταν οἱ σκέψεις μας ἐμποτίζονται πρός αὐτό τό πνεῦμα, ὅταν οἱ ἐνέργειές μας εὐθυγραμμίζονται πρός αὐτό τό πνεῦμα τότε ἡ ζωή μας θεμελιώνεται γερά γιατί τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἀνακαινιστικό, ἐξανθρωπιστικό, κοινωνικό, φιλάνθρωπο. Ἡ ρύθμιση τῆς ζωῆς μας σύμφωνα μ’ αὐτούς τούς ὅρους ἐξασφαλίζει ὁμαλή ψυχική ἀνέλιξη καί συνάμα ἀνθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά. Τό πρῶτο ἐνδιαφέρει τόν καθένα μας τό δεύτερο τήν κοινωνία ὅλη. Ἡ ψυχική μας ἰσορροπία καί ἡ σύμμετρη ἀνάπτυξη τῶν ἐσωτερικῶν μας δυνάμεων κάτω ἀπό τήν πνοή τῶν μεταφυσικῶν προεκτάσεων τῆς πίστεως μᾶς ἐξασφαλίζουν τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας καί μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἀνάλογη πνευματική τοποθέτηση ἀπέναντι στά τεράστια κοσμοθεωρητικά καί ὑπαρξιακά μας προβλήματα.  Ἔτσι γινόμαστε ἀληθινά φιλόσοφοι τῆς ζωῆς, μακριά ἀπό δολιχοδρομήσεις καί συγχήσεις. Ἄν τό κέρδος ἔχει ἄμεση συνέπεια στήν ἐξωτερική μας συμπεριφορά πού γίνεται εὐεργετική γιά ὅλους μας ὅσοι μᾶς πλησιάζουν γιά ὅλους ὅσοι μᾶς βλέπουν. Ὅλα αὐτά βέβαια ὑπό τό αὐτονόητο ὅρο πώς ἔχουμε ποτισθεῖ ἀπό τό γνήσιο πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ἀπό φρικτές παρανοήσεις πού μᾶλλον κακό κάνουν καί σέ μᾶς καί στούς ἄλλους. Εἶναι ἀνάγκη νά τονισθεῖ αὐτό γιατί ὅ, τι φαίνεται χριστιανικό δέν εἶναι καί στήν πραγματικότητα πάντοτε τέτοιο.
Ἄν ὅλοι μας εἴχαμε θέσει τόν Χριστό θεμέλιό μας, διαφορετική θά ἦταν ἡ ὄψη τοῦ κόσμου. Ἀλλά ποτέ δέν εἶναι ἀργά.  

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ( Ματθαίου ιδ΄ 22 - 43 ) "Ο Χριστός περιπατών επί της θαλάσσης" Η ολιγοπιστία του Πέτρου, ...αλλά και η δική μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ( Ματθαίου ιδ΄ 22 - 43 ) "Ο Χριστός περιπατών επί της θαλάσσης"

Η ολιγοπιστία του Πέτρου,
...αλλά και η δική μας. 

     Το Ευαγγέλιο αυτής της Κυριακής, της 9ης εβδομάδας του Ματθαίου, της Κυριακής της 2ας Αυγούστου 2015, το οποίο αυτούσιο ακούγεται από τους ιερείς στις Ορθόδοξες εκκλησίες όλης της οικουμένης, αναφέρεται στην κατάπαυση της τρικυμίας η οποία βασάνιζε το πλοίο στο οποίο βρισκόταν οι Μαθητές. Και αυτή η κατάπαυση έγινε με την θαυματουργική ενέργεια του Χριστού.
     Ο Χριστός, μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί, ενώ στο πλοίο οι Μαθητές υπέφεραν από τα κύματα. Σε αυτήν την δύσκολη στιγμή ο Χριστός ήλθε περπατώντας πάνω στα κύματα και πρώτα θεράπευσε την ολιγοπιστία του Πέτρου και μετά κατέπαυσε τον άνεμο με αποτέλεσμα να ηρεμήσουν οι υπόλοιποι Μαθητές.


    Αν εμβαθύνουμε προσεκτικότερα στην Ευαγγελική περικοπή αυτή θα δούμε πολλούς τρόπους με τους οποίους μας βοηθά ο Χριστός, αλλά θα δούμε ότι και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφοροτρόπως στην Χάρη Του. Πάντως όπως και να ερμηνεύσουμε τα λόγια αυτά του Ευαγγελιστού Ματθαίου, θα πρέπει να καταλάβουμε πως για να γίνει τελικά ή συνάντηση μας με τον Χριστό, θα πρέπει και εμείς να ανταποκριθούμε στο μόνιμο κάλεσμα Του προς εμάς, θα πρέπει δηλαδή να υπάρξει συντονισμός με τον Δημιουργό μας και πίστη για να κάνουμε την υπέρβαση, να περπατήσουμε τελικά πάνω στην φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ο Χριστός θέλει από εμάς να έχουμε θάρρος για να μπούμε μέσα στην θάλασσα Του και πίστη  για να την διαβούμε μέχρι την αγκαλιά Του.

    Ο Χριστός κινείται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο προς εμάς. Άλλοτε μας κρίνει και αποσύρεται από την ζωή μας, αναστέλλει την Χάρη Του και μας αφήνει να δοκιμαστούμε, ώστε έτσι να καταλάβουμε την αδυναμία μας και με αυτόν τον τρόπο να εκφρασθεί και η ελευθερία μας. Υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην ζωή μας, που φαίνεται ότι τα προβλήματα είναι πολλά και στοιβιάζονται βουνό μπροστά μας, ενώ εμείς αισθανόμαστε πως είμαστε μόνοι, εγκαταλελειμμένοι και από αυτόν τον Ίδιο τον Θεό. 
    Άλλοτε πάλι ο Χριστός έρχεται μέσα στα κύματα της ζωής μας, στους πειρασμούς που μας βασανίζουν και μας ζητά να βγούμε από το πλοίο της ζωής μας, να βγούμε, δηλαδή, από την φιλαυτία και τον εγωϊσμό μας και να βαδίσουμε πάνω στα κύματα γιατί εκεί θα δοκιμασθεί η πίστη μας. Όμως εμείς, όπως ο Πέτρος, ολιγοπιστούμε, δεν έχουμε την ψυχική ανδρεία να βγούμε από το καταφύγιο του εαυτού μας, και κλεινόμαστε μέσα στην φυλακή του εγώ μας. 

   Και άλλοτε πάλι, ο Χριστός εισέρχεται μέσα στο πλοίο της ζωής μας, μπαίνει στην πονεμένη ζωή μας, φωλιάζει στην ματωμένη καρδιά μας, επουλώνει τα ψυχικά τραύματα μας και τότε έρχεται η μεγάλη γαλήνη και πολυαναμενόμενη ειρήνη. Ο Χριστός χρησιμοποιεί λοιπόν πολλούς τρόπους για να μας βοηθήσει και να μας σώσει.
   Αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφορετικά σε κάθε κίνηση και ενέργεια του Χριστού. Άλλοτε απογοητευόμαστε από την φαινομενική απομάκρυνση Του, χωρίς να αντιληφθούμε πως εμείς οι ίδιοι τον διώχνουμε με την συμπεριφορά και τις πράξεις μας και έτσι χάνουμε το θάρρος μας η στρεφόμαστε ακόμα και εναντίον Του, χωρίς να καταλαβαίνουμε την σημασία αυτής της παιδαγωγικής ενεργείας του Χριστού. 
   Άλλοτε, ενώ Εκείνος μας καλεί να βγούμε από τον εαυτό μας, από τα πάθη μας και να ελευθερωθούμε από την δουλεία τους, εμείς δυσανασχετούμε και διαμαρτυρόμαστε. Λέμε: «Γιατί Θεέ μας ενοχλείς; Άφησε μας στην ησυχία μας. Δεν θέλουμε να σε ακολουθήσουμε». Ένα παράδειγμα: Χτυπά η καμπάνα την Κυριακή το πρωΐ και εμείς αποκαμωμένοι από την ολονύκτια έξοδο του Σαββάτου, ξενυχτισμένοι και αποκαμωμένοι στεναχωριόμαστε με το άκουσμα της, ενίοτε δε τα βάζουμε και με τον παπά και σε ακραίες και  μεμονωμένες περιπτώσεις καταγγέλλουμε και το γεγονός ως ενοχλητικό, μα ευτυχώς η πλειοψηφία του κόσμου νοιώθει ασφάλεια στο άκουσμα της καμπάνας από το καμπαναριό της εκκλησία του, νοιώθει το άδολο κάλεσμα της, που μόνο αυτή μπορεί πια να του απευθύνει και παραμένει ήσυχος, ακόμα και αν δεν ανταποκριθεί σε αυτό. 
        Και άλλοτε τον αφήνουμε να εισέλθει μέσα στο πλοίο της ζωής μας κάνοντας Τον μέρος της, να μπει και να κατοικήσει μέσα στο σπίτι μας σαν αρχηγός του και καθοδηγητής στην καθημερινότητα μας, να ζήσει μέσα  στην ψυχή μας και τέλος να γίνει μέλος της οικογενείας μας, οπότε και δοκιμάζουμε τότε την ευεργετική παρουσία Του.

  Πολλούς τρόπους χρησιμοποιεί ο Χριστός για να μας θεραπεύσει, αλλά και εμείς χρησιμοποιούμε πολλούς τρόπους για να τον αποδεχθούμε η να τον αρνηθούμε. Το ευτύχημα θα είναι να συντονιζόμαστε πάντοτε στον τρόπο που χρησιμοποιεί κάθε φορά ο Χριστός για να μας βοηθήσει, αν υπομείνουμε την "σιωπή" Του, αν ανταποκρινόμαστε στην κλήση του για έξοδο από την φυλακή των παθών και αν ανοίγουμε την καρδιά μας για να Τον δεχθούμε μέσα σε αυτήν. 
    Γιατί, αν Εκείνος προτιμά την σιωπή και εμείς θέλουμε εγωιστικά τον λόγο Του, αν Εκείνος ενδιαφέρεται για την ελευθέρωσή μας από τα πάθη και εμείς αρεσκόμαστε στην ζωή των παθών, αν Εκείνος θέλει να έλθει στην καρδιά μας και εμείς του το αρνούμαστε, τότε δεν μπορεί να γίνει η πολυπόθητη συνάντηση μας. 
   Ο Χριστός πάντα θα είναι δίπλα μας και θα μας λέει "...θαρσείτε, εγώ ειμί, μή φοβείσθε.", πάντα θα μας καλεί να πάμε κοντά Του "Ο δέ είπεν, ελθέ.", όμως πρώτα πρέπει να προηγηθεί η δική μας αίτηση, όπως έκανε ο Πέτρος, "Κύριε, ει σύ εί, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα."  Και όταν τελικά αφήσουμε τα πάντα πίσω μας, τους εγωισμούς, τις αμαρτίες και τα πάθη μας και κατευθυνθούμε μέσα στην "προσωπική τρικυμία" μας προς Αυτόν, πρέπει να μην ολιγοψυχήσουμε, να μην ολιγοπιστήσουμε, αλλά προσηλωμένοι στον δρόμο μας, να συντονιστούμε με το θέλημα του Κύριου μας και έτσι ποτέ, μα ποτέ δεν θα Τον ακούσουμε να μας λέει ...
"...ολιγόπιστε! Εις τί εδίστασας;"

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...