Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαΐου 30, 2016

Η επιχειρούμενη άλωση της παιδείας μας

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας

Κάθε χρόνο στις 29 Μαΐου τιμούμε τους ηρωικώς πεσόντες κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους. Αλλά παράλληλα είναι χρήσιμο να θυμόμαστε πώς επιβίωσε το Γένος μετά την Άλωση. Επί 400 ή και 500 χρόνια (για τη Βόρειο Ελλάδα) οι υπόδουλοι στηρίχθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στη συνείδηση της διαχρονικής συνέχειας του Ελληνισμού, στην αγάπη για τα γράμματα, στον κοινοτισμό, στην αλληλεγγύη, στην εμπορική και ναυτική τους δεινότητα και στην ελπίδα. Η Μεγάλη Ιδέα για την απελευθέρωση όλων των ελληνορθοδόξων πληθυσμών ήταν το υπόβαθρο των δεκάδων κινημάτων πριν και μετά το 1821. 

Αυτές τις ρίζες της ελληνορθόδοξης παιδείας, τα επί αιώνες ερείσματα της ελευθερίας μας, προσπαθούν σήμερα να πριονίσουν οι υπεύθυνοι για την Παιδεία. Στο όνομα του δήθεν προοδευτισμού απορρίπτουν την Ορθοδοξία, αμφισβητούν τη συνέχεια του Έθνους, προωθούν μεθόδους και ιδεολογήματα που απέτυχαν διεθνώς. 

Μία πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα είναι εκείνη, η οποία θα συνδυάσει την παράδοση με την εξέλιξη, την ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας με την τεχνολογία και την επιστημονική πρόοδο. Χρειαζόμαστε μία μεταρρύθμιση που δεν θα διστάσει να ξαναγυρίσει σε όσα καλά είχε η παιδεία των παλαιοτέρων χρόνων. Πρόοδος είναι η διάπλαση ανθρώπων με ήθος και όχι η κατακρήμνιση αρχών και αξιών. 

Προτείνω μία μεταρρύθμιση, η οποία θα επαναφέρει τις Ανθρωπιστικές σπουδές ως υποχρεωτικό υπόβαθρο όλων των τάξεων και κατευθύνσεων του ελληνικού σχολείου. Η Ορθόδοξη Χριστιανική Αγωγή να συνοδεύεται από Πατερικά κείμενα και τα παιδιά μας να μυούνται στον θεολογικό και φιλολογικό πλούτο της Υμνογραφίας. Τα Αρχαία Ελληνικά να διδάσκονται από την Ε΄Δημοτικού με βάση απλά εκκλησιαστικά κείμενα στο πλαίσιο των Θρησκευτικών. Ήδη αυτό γίνεται με επιτυχία σε ορισμένα ιδιωτικά σχολεία. Η γλωσσική αγωγή να τονίζει τη διαχρονική συνέχεια της Ελληνικής και τα παιδιά μας να μπορούν να κατανοούν τα κλασσικά κείμενα της Αρχαιότητος, αλλά και τη λογία παράδοση και την καθαρεύουσα. 

Στην ύλη των Αρχαίων Ελληνικών να είναι βασικό μάθημα στο Λύκειο ο Επιτάφιος του Περικλέους, που συνδυάζει τη δημοκρατία με τον πατριωτισμό, και ο λόγος «Λυκούργου κατά Λεωκράτους» που μάς διδάσκει ότι «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω». 

Στα Νέα Ελληνικά να ξαναβρούν τη θέση που δικαιούνται ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Παπαδιαμάντης, ο Κόντογλου. Στην Πολιτική Αγωγή να διδάσκεται η «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλους, από την οποία μαθαίνουμε ότι η Αρχαία Αθήνα επέλεγε τους Εννέα Άρχοντες με κριτήριο αν εκτελούν πιστά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. 

Η Ιστορία να προβάλλει πρότυπα αγωνιστών από τον Μακεδονικό και τον Κυπριακό Αγώνα. Άς μην επιτρέψουμε την Άλωση της Παιδείας μας. 

Άρθρο μου στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Κυριακή 29 Μαΐου 2016

πηγή

το είδαμε εδώ

Κυριακή, Μαΐου 29, 2016

Το μεγάλο μυστικό του Βλαντιμίρ Πούτιν και η προσευχή του στο Άγιο Όρος

Το μεγάλο μυστικό του Βλαντιμίρ Πούτιν και η προσευχή του στο Άγιο Όρος


Για 40 λεπτά ο Ρώσος ηγέτης χάθηκε από τα μάτια όλων

Η πρώτη μέρα στην Ελλάδα για τον Ρώσο ηγέτη ήταν μια μέρα σαν αυτές που συνηθίζει όταν πρόκειται να διαπραγματευτεί, να συνεργαστεί ή να διερευνήσει το έδαφος για μια χώρα που τον ενδιαφέρει επιχειρηματικά.
Μπορεί να ήταν γεμάτο το πρόγραμμά του στην Αθήνα από διμερείς και διευρυμένες συναντήσεις, από δηλώσεις και συνεντεύξεις τύπου όμως σύμφωνα με το περιβάλλον του ο πρόεδρος Πούτιν δεν έβλεπε την ώρα να έρθει η στιγμή που θα πατούσε το πόδι του στο Άγιο Όρος.
AdTech Ad
Της Μαρίας Γιαχνάκη
Δεν ήταν τυχαίο που αναφερόταν διαρκώς στο Άγιο όρος στις συνομιλίες του και ο διακαής του πόθος ήταν να μείνει για λίγες ώρες στο Περιβόλι της Παναγίας, να συνυπάρξει με φωτισμένους γέροντες και να πιάσει στο χέρι του τα κομποσκοίνια τους. Ο Ρώσος ηγέτης έχει αδυναμία στακομποσκοίνια αφού αυτά τον έμαθαν να προσεύχεται αδιαλείπτως όπως λέει στενός του συνεργάτης το ίδιο ευλαβής, και ιδιαίτερα όταν αυτά προέρχονται από χέρια μοναχών με δυνατή προσευχή τα οποία του δωρίζουν.
«Η αξία να έχεις στα χέρια σου ένα κομποσκοίνι το οποίο έχει λιώσει προηγουμένως στα χέρια ενός μοναχού από τις προσευχές του είναι ανεκτίμητη» λέει πάντα ο Ρώσος ηγέτης.
Η επιθυμία του μετά την υποδοχή στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους ήταν να βρεθεί μόνος του με τους πατέρες της Ρωσικής Μονής αλλά και με Γέροντες που θεωρεί εκείνος ότι τον έχουν βοηθήσει να δυναμώσει και να στερεώσει την πίστη του με τις νουθεσίες τους και την πνευματική τους υπεροχή.
Στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα ο πρόεδρος Πούτιν ήθελε να μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, να περπατήσει για λίγο στην περιφέρεια του μοναστηριού και να προσευχηθεί σε έναν τόπο ιερό που μυρίζει λιβάνι και οι προσευχές των μοναχών φτάνουν ως τον ουρανό όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος στους συνεργάτες του όταν μιλάει για το Άγιο Όρος.
Είχε ζητήσει λοιπόν, να φροντίσουν να έχει λίγο χρόνο μόνος του για να μπορέσει να ακουμπήσει τις ανθρώπινες αδυναμίες του εκεί που ο άνθρωπος ξεγυμνώνει τα πάθη του και μιλάει για αυτά ανάμεσα στα κεριά στα ιερά κειμήλια και τα λείψανα των Αγίων.
Έτσι κι έγινε. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν λίγο μετά την υποδοχή του και στο ρωσικό μοναστήρι και την συνάντησή του με τον Ρώσο Πατριάρχη Κύριλο, αποχώρησε και για περίπου 40 λεπτά αφιερώθηκε στην προσευχή του μακριά από τα βλέμματα όλων ενώ εκτός από 2 πολύ στενούς του συνεργάτες κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν .
Στα χέρια του κρατούσε το μαύρο κομποσκοίνι με τις κόκκινες χάντρες που έχει από την πρώτη μέρα που πήγε στο Άγιο Όρος και περπατώντας απομακρύνθηκε από το μέρος της υποδοχής.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι γνωστό ότι έχει χωρίσει με την σύζυγό του με την οποία δεν έχει καλές σχέσεις γεγονός που τον κουράζει ψυχολογικά και του δημιουργεί πολλές φορές προβλήματα στην ζωή του. Έχει όμως δύο υπέροχες κόρες με τις οποίες έχει άψογη σχέση και εγγόνια τα οποία υπεραγαπάει. Το αγκάθι του διαζυγίου του έχει μπει όμως πολύ βαθιά στην ζωή του αφού η επαφή της πρώην συζύγου του με τις δύο του κόρες πολλές φορές δημιουργεί προβλήματα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο βαρίδι στην προσωπική του ζωή το οποίο δε μπορεί πολλές φορές να διαχειριστεί.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν θέλει να ξαναφτιάξει την ζωή του προσπαθώντας όμως να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη του για τα παιδιά του αλλά και στην προσωπική του ηρεμία την οποία σύμφωνα με το στενό του περιβάλλον πασχίζει πολύ ο ίδιος γι αυτό.
Το γεγονός ότι για 40 λεπτά περίπου είχε απομονωθεί δεν έκανε εντύπωση σε όσους γνωρίζουν τις συνήθειές του, όμως προκάλεσε τον θαυμασμό όσων δεν ήξεραν όπως οι Έλληνες πολιτικοί το πόσο πιστός και ταπεινός είναι και με πόση ευλάβεια συμπεριφέρθηκε κατά την προσκυνηματική του επίσκεψη.
Εξέφρασε την επιθυμία του να έρθει ξανά σύντομα στο Άγιο Όρος ως απλός προσκυνητής για να μείνει και να ζήσει και πάλι την κατανυκτική ατμόσφαιρα που του έδωσε δύναμη αυτές τις λίγες ώρες που έμεινε εκεί όπως είπε στους Πατέρες της Ρωσικής Μονής.
Όμως κατά την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος έδειξε την ευλάβειά του με την συμπεριφορά του. Έκανε συχνά τον σταυρό του, έκλεινε τα μάτια κατά τη διάρκεια της δοξολογίας στην εκκλησία και στο πρόσωπό του έβλεπε κανείς το πόσο έντονα ζούσε την κατανυκτική ατμόσφαιρα.
Το πρόσωπο του Βλαντιμίρ Πούτιν έλαμψε όταν συνάντησε και τον Γέροντα Εφραίμ, ηγούμενο της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, να κάθεται ανάμεσα στους εκπροσώπους των μοναστηριών. Του ζήτησε να πάει κοντά του και ίσως ήταν η πρώτη φορά που ο Ρώσος Πρόεδρος γέλασε τόσο πολύ δείχνοντας την χαρά του που συνάντησε τον Γέροντα Εφραίμ.
Η σχέση των δύο τους, καθαρά πνευματική με τον Βλαντιμίρ Πούτιν όμως να ζητάει με την πρώτη ευκαιρία την ευχή του και τις προσευχές του ενώ δε μπορεί να ξεχάσει την ημέρα που ο Γέροντας Εφραίμ μετέφερε την Αγία Ζώνη της Παναγίας που φυλάσσεται στο Βατοπαίδι στην Ρωσία και εκατομμύρια Ρώσων προσκύνησαν το ιερό αυτό κειμήλιο.
Για αρκετή ώρα με την βοήθεια του διερμηνέα ανάμεσα στον κόσμο μίλησε με τον Γέροντα ενώ του ζήτησε γι άλλη μια φορά να προσεύχεται για την οικογένειά του και την χώρα του.


Read more: http://www.newsbomb.gr/ellada/news/story/700325/to-megalo-mystiko-toy-vlantimir-poytin-kai-i-proseyxi-toy-sto-agio-oros#ixzz4A80z0PLD

Πρωτοπρ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος : Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μέ τήν Σαμαρείτιδα, οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι καί ἡ ἀπόπειρα θεσμοθετήσεώς τους μέσω τῆς λεγομένης "Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου"

Ἐν Πειραιεῖ   28-5-2015
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ, ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΙ Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς 
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Σήμερα, Κυριακή Ε΄ἀπό τοῦ Πάσχα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος.
Εἶναι γνωστός ὁ θεολογικός διάλογος τοῦ Κυρίου μας μέ τήν Σαμαρείτιδα, τήν μετέπειτα ἁγία Φωτεινή. Ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς Σαμαρείτιδος ἀπό τό κατά Ἰωάννην ἅγιο Εὐαγγέλιο παρουσιάζει τόν Μεσσία Χριστό νά στέκεται παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ καί νά συνδιαλέγεται μέ μία αἱρετική καί κατεγνωσμένη γιά τόν ἄστατο βίο της Σαμαρείτιδα. 

Συνδιαλέγεται αὐτός ὁ ἄχραντος καί ὑψηλός Θεός μέ ἕνα πλάσμα καταφρονημένο καί ἐσκοτισμένο ἀπό τήν φιληδονία καί τίς λανθασμένες ἐπιλογές τοῦ βίου. Καί ἴσως τό πλέον παράδοξο δέν εἶναι ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεανθρώπου στόν κόσμο τοῦ θανάτου, ἀλλά ἡ ἐπαφή Του μ'αὐτά τά πλάσματα, πού μυρίζουν καί ἐμπνέουν θάνατο. Ὁ Θεός διαλέγεται καί ἐπιλέγει αὐτό ἀκριβῶς, πού καταφρονεῖται ἀπό τόν ἰουδαϊκό καί σύμπαντα τόν ἀρχαῖο κόσμο, δηλ. τό θῆλυ, τό ἁμαρτωλό, τό ἀλλόθρησκο, τό ἀκοινώνητο. Φυσικά, ἡ κατάληξη εἶναι νά τό μεταμορφώσει σέ ἅγιο καί ξεχωριστό καί κοινωνικό τῆς Θεότητος. Γνωρίζοντας ὁ Κύριος τί κατά βάθος ζητοῦσε ἡ ψυχή τῆς Σαμαρείτιδος, μέ ἄριστο παιδαγωγικό τρόπο τή διαφωτίζει. Τή μεταφέρει ἀπό τήν ὕλη στό πνεῦμα, ὑψώνει τό νοῦ της στίς ἰλιγγιώδεις κορυφές τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Καί τέλος ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει ἀπό τόν Κύριο τήν ὑψίστη ἀποκάλυψη· ὅτι αὐτός, μέ τόν ὁποῖο συνομιλεῖ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου! Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι πλήρης εἰλικρινείας. Ἐπίσης εἶναι ἐλεγκτικός. Ὁ Κύριος ὄχι μόνο κατέρριψε τὶς ἀπόψεις τῆς Σαμαρείτιδος περὶ τῆς λατρευτικῆς ἀξίας τοῦ ὄρους Γαριζείν, σημειώνοντας ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ τὴν ἴδια γιὰ τὴν παράνομη ζωή της[1]. Ἐκτὸς τούτου, οὔτε ὁ Κύριος, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλώντας, ἔδειξαν ποτὲ σημεῖα ἀνθρωπαρεσκείας, ἀλλ’ ὁ μὲν Κύριος διεκήρυξε στοὺς ἴσως ἐνοχλουμένους ἀπὸ τὸ κήρυγμά Του Ἀποστόλους «μήτι καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν»[2]; Ὁ δὲ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, καθὼς καταδεικνύει ἡ γεμάτη διωγμοὺς ζωή του, διεκήρυττε·  «οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν» καὶ «λαλοῦμεν οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν»[3].
Συγκρίνοντας τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μας μετά τῆς Σαμαρείτιδος μέ τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς θεολογικούς διαλόγους μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς διαλόγους τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μέ βάση τίς οἰκουμενιστικές ἀρχές τῆς δῆθεν «διευρυμένης ἐκκλησίας» καί τοῦ «δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ». Γι' αὐτόν τόν λόγο ἀποδεικνύονται ὅτι εἶναι ἀνορθόδοξοι καί ἄκαρποι, ἀνειλικρινεῖς καί μή ἐλεγκτικοί, ὑποκριτικοί καί ἀνθρωπάρεσκοι.
Τά κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ἀποσύνδεση τῆς ὁμολογίας ἀπό τήν ἀσκητικότητα, ἡ ἔλλειψη εἰλικρινείας ἐκ μέρους τῶν ἑτεροδόξων, ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί ὁ ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας, ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν, ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων, ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος, ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὄροις, ἡ ὑπογραφή κοινῶν αντορθοδόξων κειμένων καί οἱ ἀντικανονικές συμπροσευχές[4].
Μέ κάθε εἰλικρίνεια, ἀνιδιοτέλεια καί μετριοπάθεια θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι δέν εἴμαστε ἐναντίον τῶν διαλόγων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν ἤ τῶν ἀλλοθρήσκων, μέ τήν βασική προϋπόθεση,  ὅμως, οἱ διάλογοι αὐτοί θά πρέπει νά στηρίζονται σέ σωστές ἐκκλησιολογικές, θεολογικές καί ποιμαντικές ἀρχές καί δόγματα.
Ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι διάλογος ἀγάπης ἀπό τή μιά πλευρά, ἀλλά καί ἀληθείας ἀπό τήν ἄλλη.«Ἀγαπῶντες ἐν ἀληθεία καί ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη». Ὁ διάλογος ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καί θετικός, ἀλλά καί ἀρνητικός στόν διάλογο. Πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας διαλέχθηκε μέ τούς ἁμαρτωλούς, π.χ. ὅπως ἀναφέραμε μέ τήν Σαμαρείτιδα. Ἀλλά, ταυτόχρονα, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ἦταν αὐτός, πού ἀρνήθηκε τόν διάλογο, π.χ. μέ τόν Πιλάτο καί τούς Ἀρχιερεῖς. Ἐπιπροσθέτως, ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι σύμφωνος μέ τίς ἐπισημάνσεις τοῦ Ἀπ. Παύλου καί τήν τακτική τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἑπομένως, συμφωνοῦμε μέ τόν σωστό, ὀρθόδοξο διάλογο, ἀλλά διαφωνοῦμε μέ τόν οἰκουμενιστικό διάλογο.
Οἱ οἰκουμενιστές ἰσχυρίζονται  ὅτι στούς διαλόγους δίνουν μαρτυρία πίστεως. Ἄς μᾶς δείξουν,  ὅμως, ἕνα τουλάχιστον καρπό μετανοίας καί μεταστροφῆς αἱρετικοῦ ἤ ἀλλοθρήσκου μέσῳ τῶν διαλόγων.  Μετά ἀπό 100 καί πλέον χρόνια διαξαγωγῆς τῶν διαλόγων οὔτε ἕνας αἱρετικός ἤ ἀλλόθρησκος δέν ἐπέστρεψε στήν Ὀρθοδοξία. Εἶναι φοβερή ἡ καταγγελία τοῦ ἐπί 20ετίας συμπροέδρου τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας                     κ. Στυλιανοῦ, ὁ ὁποῖος χαρακτήρισε τόν διάλογο «ἀνόσιο παίγνιο»[5].
Μᾶς κάνει ἐπίσης ἐντύπωση ὅτι, ἐνῶ ἔγιναν καί γίνονται ἐπί ἑκατό χρόνια περίπου οἱ διάλογοι αὐτοί τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας μετά τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἑτεροδόξων, δέν ἔγινε καί δέν γίνεται κανένας διάλογος ἐνδοορθόδοξος. Γιατί ἄραγε; Ὅλος ὁ διάλογος ἐξαντλεῖται πρός τούς αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους καί παραθεωρεῖται ὁ διάλογος μέ τούς Ὀρθοδόξους.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει τόν ἑπόμενο μήνα στήν Κρήτη λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἡ ὁποία οὐσιαστικά εἶναι μία διευρυμένη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τό ἐπίσημο κείμενό της ὑπό τόν τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[6], ἀποπειρᾶται νά νομιμοποιήσει, νά θεσμοθετήσει καί νά κατοχυρώσει ὡς ἐπίσημη γραμμή τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ συνοδική ἀπόφαση τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς διαλόγους καί τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’αὐτούς. Λέει, λοιπόν, τό κείμενο στις παραγράφους 5 ἕως 15 :  
«5) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.
6) Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα.
7) Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, ἃπασαι αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς διαχριστιανικούς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἀποκατάστασιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12).
8) Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κοινήν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).
9) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι, κηρυχθέντες ὑπό Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἐκφράζουν τήν ὁμόθυμον ἀπόφασιν πασῶν τῶν κατά τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἔχουν χρέος νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί συνεχῶς εἰς τήν διεξαγωγήν αὐτῶν, ἵνα μή παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νά μή ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἤ συνέλευσιν διαλόγου, ἐάν ἡ ἀπόφασις αὕτη δέν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται. Πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ διαλόγου ἤ τῆς συνελεύσεως ἀντιστοίχως, ἡ ἀπουσία τοπικῆς Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως συζητηθῇ ὁπωσδήποτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου πρός ἔκφρασιν τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
10) Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀνακύπτουν κατά τάς θεολογικάς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δέν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἤ καί ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατά τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατά κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν τοπική τις Ἐκκλησία ἤ καί ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νά συμμετάσχουν εἰς τάς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἤ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τήν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τόν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καί εἰς πάσας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ᾽ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.
11) Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.
12) Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως τεθειμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς διαλόγους.
13) Ἐν τούτοις, ἐπιβάλλεται, ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ὅπως ἀναληφθῇ προσπάθεια συντονισμοῦ τοῦ ἔργου τῶν διαφόρων Διορθοδόξων Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ ἡ ὑπάρχουσα ἄρρηκτος ὀντολογική ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀποκαλύπτηται καί ἐκδηλοῦται καί ἐν τῷ χώρῳ τῶν διαλόγων τούτων.
14) Ἡ περάτωσις οἱουδήποτε ἐπισήμως κηρυχθέντος θεολογικοῦ διαλόγου συντελεῖται διά τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἔργου τῆς ἀντιστοίχου Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς, ὁπότε ὁ Πρόεδρος τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ὑποβάλλει ἔκθεσιν πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος, ἐν συμφωνίᾳ καί μετά τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κηρύσσει τήν λῆξιν τοῦ διαλόγου. Οὐδείς διάλογος θεωρεῖται περατωθείς πρίν ἤ κηρυχθῇ λήξας διά τοιαύτης πανορθοδόξου ἀποφάνσεως.
15) Ἡ μετά τήν τυχόν ἐπιτυχῆ ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου θεολογικοῦ τινος διαλόγου πανορθόδοξος ἀπόφασις διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας δέον ὅπως ἐρείδηται ἐπί τῆς ὁμοφωνίας πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
 Ἡ §5 : «Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῶν κατά τόπους Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῶν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν, δέον νά ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος. Ἡ Ἐκκλησία συµµετέχει εἰς τούς διαλόγους µετά τῶν αἱρετικῶν, διά τήν ἐπαναφοράν των εἰς τήν πίστιν, τήν παράδοσιν καί τήν ζωήν αὐτῆς. Ὅμως, ὡς διαπιστοῦται τελευταίως, οἱ διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς αἱρετικούς ἔχουν ἀναντιρρήτως καὶ πανθομολογουμένως ἀποτύχει, διό καὶ ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή τους».
Ἡ §6 : «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ταυτίζονται τά χαρισµατικά µέ τά κανονικά ὅριά της, καθώς ἐπίσης γνωρίζει ὅτι ὑπάρχουν αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπεκόπησαν ἐξ αὐτῆς καί δέν εὑρίσκονται ἐν κοινωνίᾳ µετ' αὐτῆς. Πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων αἱρέσεων καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς αἱρετικούς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήνἐπιστροφήν των εἰς τήν Ἐκκλησίαν».   
Ἡ §7 : «Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, αἱ πλεῖσται κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἐπιστροφήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12)».
Ἡ §8 : «Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν αἱρετικῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κατανόησιν ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τούς αἱρετικούς δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου».
Οἱ §9 ἕως 15 πρέπει νά διαγραφοῦν καί νά γραφεῖ : «Θέματα ἀφορῶντα τήν μεθοδολογίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά ἐπανεκτιμηθοῦν μετά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Τέλος, ἡ §11 : «Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἰς τήν λύσιν τῶν κακοδόξων καί αἱρετικῶν παρεκκλίσεων ἀπό τήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἐννέα Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδωνπροϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ἐπιλύσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δέν δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι».
Ἐπίσης, τό προαναφερθέν κείμενο τῆς Συνόδου στίς παραγράφους 16 ἕως 21 κάνει λόγο γιά τούς διαλόγους σχετικά μέ τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» μᾶλλον Αἱρέσεων. Λέει τό κείμενο :
«16) Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξαι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.) καί τό Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.). Ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. πληροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μέν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δέ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι ἰδίαν αὐτῶν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας.
17) Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί συμβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν μέσων εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπεδέχθη προθύμως τήν ἀπόφασιν τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀνταποκριθῇ εἰς τό αἴτημά της περί συστάσεως Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Π.Σ.Ε., συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998). Τά ὑπό τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς καθιερωθέντα κριτήρια, τά ὁποῖα προετάθησαν ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐγένοντο δεκτά ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε., ὡδήγησαν εἰς τήν σύστασιν τῆς Μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καί Συναινέσεως, ἐπεκυρώθησαν καί ἐνετάχθησαν εἰς τό Καταστατικόν καί εἰς τόν Κανονισμόν λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε.
18) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε., οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν» καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ ἑνότης ἡ ὁποία ἀναζητεῖται ἐν τῷ Π.Σ.Ε. δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως.
19) Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ Ἐκκλησίαι καί αἱ Ὁμολογίαι, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Ἔχουν δέ βαθεῖαν τήν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον. Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία. «Σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι νά διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπερ δύναται νά γίνῃ μόνον ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνεργουσῶν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, ἀλλά νά φέρῃ τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγῃ τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος» (Δήλωσις τοῦ Toronto, § 2).
20) Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων).
21) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ᾽ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τη ν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου, ὅπως καί οἱ προηγούμενοι, εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
Ἡ §16 : «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενιστικῆς Κινήσεως εἶναι τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» («Π.Σ.Ε.») ἤ μᾶλλον Αἱρέσεων. Τό «Π.Σ.Ε.» ἀποτελεῖ τὸν κύριο ἐκφραστὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ θεολογική ταυτότης τοῦ «Π.Σ.Ε.» παραμένει σαφῶς προτεσταντικήκαί, ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι ἕνας ὀμογενοποιητικός μηχανισμός, πού ἀμβλύνει τό δογματικό αἰσθητήριο καί κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτήρος, «ἑνότητα». Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» («Κ.Ε.Κ.») καί τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς» («Σ.Ε.Μ.A.»). Ταῦτα μετά τοῦ «Π.Σ.Ε.» οὔτε στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου βοηθοῦν, ὅπως ἔδειξε ἡ ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ ἡ περιφρόνηση βασικῶν δογμάτων καὶ διδασκαλιῶν τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμος ὁμοφυλοφίλων καὶ πλεῖστα ἄλλα), συγχρόνως δὲ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὀρθῶς ἀντιδροῦν στὴν διαβρωτικὴ καὶ ἀντορθόδοξη δράση τοῦ Συμβουλίου. Ὡρισμέναι κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἀπέβησαν μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε». Τά Πάνσεπτα Πατριαρχεῖα Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ «Π.Σ.Ε.», τό μέν πρῶτο ἐν ἔτει 1997, τό δέ δεύτερο ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχοντα ἀρνητικήν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ «Π.Σ.Ε.» καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων ὀργανισμῶν δραστηριότητας».

Ἡ §17 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται καθ'ὁλοκληρίαν τήν εἰσήγησην τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν συμμετοχήν Αὐτῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.», συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998),διότι δι’αὐτῆς ἐγκρίθησαν καί προτάσεις γιά «ὀμολογιακή κοινή προσευχή» καί «διομολογιακή κοινή προσευχή», αἱ ὁποῖαι εἰσί ἐντελῶς ἀντίθεται πρός τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί κανονικήν τάξιν, καί ἀποβλέπουσι εἰς τήν προαγωγήν τῆς ὀρατῆς ἑνότητος τῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» μέ προτεσταντικάς ἐκκλησιολογικάς προϋποθέσεις. Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι αὐτὸ τὸ Πανάχραντον Θεανθρώπινον Σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, δέν ἐπιζητεῖ πλέον τήν «ὀργανικήν» μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν Αὐτῆς εἰς τὸ «Π.Σ.Ε», τὸ ὁποῖον, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικός “ὀργανισμός”, μία “νέα Ἐκκλησία” ὑπεράνω τῶν ‘’ἐκκλησιῶν’’, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία καί οἱ αἱρετικοί ἀποτελοῦν μόνον “μέλη ὀργανικῶς μεταξὺ των συνδεδεμένα’’».
Ἡ §18 : «Ἡ Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῶν ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ «Π.Σ.Ε.», οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν αἱρέσεων» μετά τῆς Ἐκκλησίας καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τόν ἐγκεντρισμόν τῶν αἱρετικῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ὁ μοναδικός σκοπός τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ νόημα τῆς παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι νὰ βοηθήσουμε εἰς αὐτὴν τὴν ἐπιστροφήν, ἡ ὁποία δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως».
Ἡ §19 : «Αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.» τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ αἱρετικαί κοινότηται, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι ἤσσονος σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον, διότι δέν μπορεί νά εἶναι ἀποδεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος  μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ  μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας» (Δήλωσις  τοῦ Toronto, § 2). Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό «Π.Σ.Ε.» δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία».
Ἡ §20 : «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ἐκκλησίας µετά τῶν αἱρέσεων γίνονται ἐπί τῇ βάσει τῆς πίστεως καί πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προσδιορίζονται ἀπό τάς ἀποφάσεις τῶν ἐννέα Οἰκουµενικῶν Συνόδων (σχ. βλ. τούς Ἱερούς Κανόνας 46, 47, 50 καί 68 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκ. Συν., 7 τῆς Β΄ Οἰκ. Συν., 95 τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συν., 7 καί 8 τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, 1, 5, 20 καί 47 τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τούς 18 Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ).Ἡ εἰσδοχή τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν γίνεται µέ τήν ἀρχήν τῆς ἀκριβείας καί τῆς οἰκονοµίας. Ἡ δέ οἰκονοµία τηρεῖται, ὅταν µία αἵρεσις τελεῖ τό βάπτισµα µέ τριτήν κατάδυσιν καί ἀνάδυσιν κατά τήν ἀποστολικήν καί πατερικήν µορφήν καί τήν ὁµολογίαν τῆς Ἁγίας, ὁµοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος.Ὅμως, διά τήν εἰσδοχήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, διά τούς ὁποίους προβλέπεται ἡ χρήσις τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως, ἀπαιτεῖται α) ρητή καί κατηγορηματική ἄρνησις διά λιβέλου τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καί τῆς ἰδίας τῆς αἱρέσεως, εἰς τήν ὁποίαν ὑπάγονταν πρίν, β) πλήρης ἀποδοχή τῆς πίστεως «ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία», γ) ἀναθεματισμός τῶν αἱρεσιαρχῶν τῶν αἱρέσεων, εἰς τάς ὁποίας μέχρι τῶρα ὑπάγονταν, δηλ. τῶν «ἐξάρχων τῶν τοιούτων αἱρέσεων», καί δ) ἀναθεματισμός τῶν ἀποδεχομένων τάς αἱρετικάς διδασκαλίας των.
Ἡ §21 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιθυμεῖ πλέον τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις». Ἐκτιμᾶἀρνητικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα κείμενα (σχ. βλ. «Κείμενο Λίμα 1982 – Βάπτισμα, Εὐχαριστία καί Ἱερωσύνη» [ΒΕΜ - Baptism, Eucharist and Ministry]), διότι εἶναι πλήρη προτεσταντικῶν κακοδοξιῶν, διό καί πολλαί κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ἔχουν διατυπώσει κατ’  επανάληψιν σοβαράς ἐπιφυλάξεις διά τά κείμενα ταύτα. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτίθεται εἰς ὅσα ἀπαράδεκτα, καινοφανή καί ἀνατρεπτικά τῆς εὐαγγελικῆς, πατερικῆς, δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας συντελούνται σήμερα ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.». Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν κατηγορηματικήν διαφωνίαν αὐτῆς εἰς τά ἐκφυλιστικά φαινόμενα, πού λαμβάνουν χῶρα εἰς τό «Π.Σ.Ε.», ὅπως π.χ. «Λειτουργίας τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές,χειροτονία γυναικῶν, περιεκτική γλώσσα, ἀποδοχή τοῦ σοδομισμοῦ ἐκ πολλῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» κ.ο.κ., πρακτικαί αἱ ὁποίαι εἰσί πρόσφατοι καρποί τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας».



[1] Ἰω. 4, 17-18,22.
[2] Ἰω. 6, 66-67.
[3] Β΄. Κορ. 2, 17 καί Α΄ Θεσ. 2, 4. Σχ. βλ. ΣΥΝΑΞΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι». Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα, 14-11-2011, http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx
[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013, http://www.imp.gr/home-4/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou-2013/40-ποιμαντορικοί-εγκύκλιοι-σεβασμιωτάτου-2013/471-ποιμαντορικη-εγκυκλιοσ-επι-τηι-κυριακηι-τησ-ορθοδοξιασ-2013.html
[5] ΜΑΚ. ΑΡΧΙΕΠ. ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ κ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, «Ἐπειδή ὅμως, μετά τήν 20ετή ἐπίπονη Προεδρία μου εἰς τόν "Ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο" Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, παραιτήθηκα οἰκειοθελῶς, διά νά μήν ἔχω πλέον οὐδεμίαν σχέση μέ ἕνα τέτοιο "ἀνόσιο παίγνιο", θά πρέπει σήμερα συμπληρωματικῶς, πρός ὅσα ἐδημοσιεύθησαν μέχρι καί προσφάτως, νά δηλώσω ἐπιγραμματικά μόνον τοῦτο : Δέν θά ἐφανταζόμουν ὅτι θά ἐδικαιώνοντο τόσο γρήγορα καί τόσο ἀποκαλυπτικά οἱ ταπεινές κρίσεις μου, περί τοῦ προσώπου καί τοῦ συνολικοῦ ἔργου τοῦ Καρδιναλίου Joseph Ratzinger, πρό τῆς ἀνυψώσεώς του εἰς τόν Παπικό Θρόνο ἀφ’ἑνός, καί τή μετά ταῦτα αἰφνιδία "μεταμόρφωσή" του εἰς τόν πλέον ἀνεπιφύλακτον κήρυκα τῶν μεσαιωνικῶν μυθευμάτων τῆς Παπωσύνης», http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=503&Itemid=2,http://oodegr.co/oode/papismos/stylianos_papikoi1.htm, http://orthodox-world.pblogs.gr/2008/06/aystralias-stylianos-koroidia-o-dialogos-me-toys-papikoys.html
[6] http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofasis-sxeseis-tis-orthodojou-ekklisias-pros-ton-xristianiko-kosmo

Σάββατο, Μαΐου 28, 2016

«Θα ζήσουμε άλλη μια Τουρκοκρατία. Χαίρομαι που δεν θα ζω»

027 χατζηδακις 1

Η συγκλονιστική πρόβλεψη του Χατζιδάκι για την Ελλάδα σήμερα
Ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε από τη ζωή στις 15 Ιουνίου 1994.
Ο μεγάλος και οξύνους Έλληνας συνθέτης, επτά μήνες πριν τον θάνατό του, είχε προειδοποιήσει για τα δεινά που θα έφερνε η Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε ΕΟΚ, στον ελληνικό λαό.

Ένα απόκομμα της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», από το φύλλο της 25ης Ιουνίου 1994, δηλαδή μόλις δέκα ημέρες μετά τον θάνατό του, αναφέρει:

Ο Μάνος Χατζιδάκις, επτά μήνες πριν από το θάνατό του στη φίλη του Λ. Μπέη (από τις «Εικόνες»):  «Πιστεύω ότι θα ζήσουμε άλλη μια Τουρκοκρατία.
Η ΕΟΚ είναι μια Τουρκοκρατία άλλης μορφής.
Θα υπάρξουν βέβαια οι εξαιρέσεις, όπως πάντα υπήρξαν.
Και τότε άνθρωποι δεν έφυγαν έξω;
Αλλά ο λαός θα ζει όπως στην Τουρκοκρατία.
Κατά βάθος χαίρομαι που δεν θα ζω για να τα βλέπω αυτά».
-Καλή σας τύχη.
Δυστυχώς τότε, πριν δύο δεκαετίες, όποιος τολμούσε να μας «προειδοποιήσει» τον αποπαίρναμε.
Τώρα που τα «λουζόμαστε» ίσως πρέπει να ξανασκεφτούμε σοβαρά, τα πάντα, και ίσως να αναθεωρήσουμε...


το είδαμε εδώ


Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ, Κυριακή της Σαμαρείτιδος-Το πνευματικό ξεδίψασμα

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΞΕΔΙΨΑΣΜΑ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Αδελφοί μου εν Κυρίω.
Η πέμπτη Κυριακή από το Πάσχα σήμερα, «η της Σαμαρείτιδος εορτή,  εν η ο Χριστός Μεσσίαν εαυτόν ωμολόγει» και η Αγία μας Εκκλησία τιμά την Ιερή μνήμη των Αγίων Θεοδοσίας, Ανδρέου, Ιωάννου και Υπομονής.

Στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, που περιέχει τον σωτήριο διάλογο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με την Σαμαρείτιδα, γίνεται λόγος για την αληθινή λατρεία του Θεού, την «εν πνεύματι και αληθεία» προσκύνησι του ευλογητού Θεού, το πνευματικό ξεδίψασμα της ψυχής από το νερό της Θείας Χάριτος, την αποκάλυψι των προσωπικών δεδομένων της Σαμαρείτιδος από τον Ιησού Χριστό, την φανέρωσί Του ως του ερχομένου Μεσσία, τον ευαγγελισμό του Σωτήρος Χριστού από την Σαμαρείτιδα στους συμπολίτες της, τον διάλογο του Κυρίου μας με τους Μαθητές Του και την πίστι και προσέλευσι πολλών Σαμαρειτών στον Θείο Διδάσκαλο, τον οποίο παρεδέχθησαν ως Σωτήρα Χριστό και τον παρεκάλεσαν να μείνη κοντά τους.
Η αίτησις νερού από την γυναίκα της Σαμάρειας δεν σημαίνει, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, ότι ο Κύριος προσεποιείτο τον διψασμένο και ότι ζητούσε νερό χωρίς να διψά.  Ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται ότι «είναι φωνή του Κυρίου, η οποία πραγματώνει την σωματική χρεία. Αν και ο Ιησούς που ζητούσε νερό δεν ήταν σάρκα άψυχη, αλλά θεότητα που χρησιμοποιούσε (με την υποστατική ένωσι των δύο φύσεων) την έμψυχη ανθρώπινη σάρκα».
Αλλά το ότι, λόγω του κόπου και του καύσωνα του μεσημεριού, πραγματικά διψούσε και ζητούσε να χορτάση τη δίψα Του, δεν αποκλείει, κατά τον εκκλησιαστικό ερμηνευτή Ευθύμιο Ζιγαβηνό, ότι ζήτησε νερό κατά θεία οικονομία «ίνα ευαφόρμως τη γυκαικί διαλεχθή», για να ανοίξη δηλαδή διάλογο με αυτή την καλή αφορμή με την Σαμαρείτιδα. Και, κατά τον άγιο Κύριλλο, «αφού χειρίζονταν τον ευθύ λόγο της θείας διδασκαλίας, από τα πράγματα που είχε στα χέρια Του επραγματοποιούσε την διάλεξι και συνομιλία του με την γυναίκα εκείνη».
Ίδε πως η Θεία Πρόνοια πραγματοποιεί ενδόξους σκοπούς δια των γεγονότων, τα οποία φαίνονται όλως τυχαία, σχολιάζει ο σύγχρονος σπουδαίος εκκλησιαστικός ερμηνευτής αείμνηστος Πανεπιστημιακός διδάσκαλος Παναγιώτης Τρεμπέλας. Η συνάντησις της γυναικός ταύτης εις το φρέαρ μας υπενθυμίζει τις ιστορίες της Ρεβέκκας, της Ραχήλ και των θυγατέρων του Ιοθόρ, που έλαβον συζύγους, καλούς συζύγους, όπως ήταν ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και ο Μωϋσής με συναντήσεις πλησίον φρέατος. Με ποιό τρόπο η χάρις, η οποία προπαρασκευάζει την σωτηρία του ανθρώπου, οδηγεί τους καλεσμένους απροσδόκητα στα μέσα της σωτηρίας. Άρχισε ο Κύριος με ένα κοινό και συνηθισμένο αίτημα και ανύψωσε βαθμηδόν την γυναίκα σε ανώτερη σφαίρα συζητήσεως. Θεία μέθοδος και τέχνη, την οποία ο καθένας από τους ακολούθους του Κυρίου μας πρέπει να μάθη από τα χείλη του (Θείου) Διδασκάλου να χρησιμοποιή και αυτός. Ο Κύριος θέτει τον εαυτό του εις την θέσιν του αιτούντος. Ήθελε να ανοίξη δίοδο προς την καρδιά της Σαμαρείτιδος, δια να την ελεήση. Και δι᾽αυτό εγνώριζε, ότι όσο χαμηλότερα συγκατέβαινε αυτός, τόσο βεβαιότερη ήταν η προσέγγισίς Του προς την ψυχήν της.
Και με τη θεία και παιδαγωγική αυτή μέθοδο επέτυχε ο Θείος Λυτρωτής μας να της μεταδώση και μεταγγίση το «ύδωρ το ζων». Ο άγιος Κύριλλος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας παρατηρεί ότι «ύδωρ ζων αποκαλεί ο Κύριος την ζωοποιόν δόσιν του Αγίου Πνεύματος, με την οποία και μόνη η ανθρωπότητα… ξηρή πλέον και άγονη  από κάθε αρετή… αφού πίνη την ζωοποιό χάρι, με πολλές ιδέες  αγαθών περικοσμείται». «Γιατί, προσθέτει ο ιερός Θεοφύλακτος, η χάρις του Αγίου Πνεύματος εργάζεται (και καθιστά) την ψυχή αεικίνητη προς το αγαθόν, χαρίζοντάς της πνευματικές αναβάσεις».
Στη συνέχεια θα ανατρέξωμε  σε μία οσιακή μορφή του Ρωσικού Γεροντικού   τον στάρετς Λεωνίδα της Όπτινα, για να θαυμάσωμε τα αγαθά αποτελέσματα της πνευματικής επικοινωνίας και επαφής του με τον λαό του Θεού, του λυτρωτικού διαλόγου που έκανε με τις διψασμένες ψυχές που τον επλησίαζαν.
Στο κελλί του στάρετς Λεωνίδα της Όπτινα έβλεπε κανείς αληθινή υπακοή. Όλοι  είχαν προθυμία να του ασπασθούν τα πόδια.
Ένας αρρωστιάρης νεαρός (ο μετέπειτα άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ), πληγωμένος και περιφρονημένος από τον κόσμο, γονατιστός μπροστά στα πόδια του Γέροντα, αρνιόταν να σηκωθή και να απομακρυνθή: Ένας παλιός στρατιωτικός, ο Αλέξιος Ιβάνοβιτς, που είχε υπηρετήσει στον πόλεμο του 1812, τώρα υπό τις διαταγές ενός εξ ίσου εμπείρου στρατηγού εμαχόταν εναντίον των αοράτων εχθρών.
Και έλαμπε το χιονόλευκο κεφάλι ενός γέροντα, του στάρετς Μακαρίου, που αναγνωρίζοντας στον εαυτό του έλλειψι πείρας στη μοναχική ζωή, ήθελε να μάθη «το πνευματικό αλφάβητο» κοντά στον π. Λεωνίδα, καίτοι όλος ο κόσμος είχε τον π. Μακάριο ως μεγάλο διδάσκαλο της πνευματικής ζωής!
Τέτοια ποικιλία ανθρώπων περικύκλωναν τον μεγάλο Γέροντα, τον π. Λεωνίδα, τον δεξιοτέχνη κυβερνήτη των ψυχών. Σ᾽αυτό  το θαυμάσιο κελλί έβλεπε κανείς σκηνές τόσο διδακτικές, που μόνο οι καλύτερες  εποχές της Εκκλησίας του Χριστού μπορούσαν να φέρουν στη μνήμη.
Αγαπητοί μου αναγνώστες, έπειτα από τα όσα είπαμε για την φιλάνθρωπη και σωτήρια προσέγγισι του Σωτήρος μας Χριστού στην Σαμαρείτιδα και την περιπετειώδη ζωή της, ύστερα από τα όσα διαβάσαμε για τον ευαγγελισμό και τον επανευαγγελισμό του κάθε χριστιανού και του λαού του Θεού και μετά από τα ζωντανά πρότυπα, πνευματικών και αγίων Πατέρων, που με το λυτρωτικό τους μήνυμα σαγηνεύουν τις ψυχές των πνευματικών τους τέκνων και τα χειραγωγούν κοντά στο Χριστό, το μήνυμα της σημερινής Κυριακής είναι να ξεδιψάμε σαν τα διψασμένα ελάφια από το ζωντανό και αθάνατο νερό της Θείας Χάριτος και να αποκτούμε προσωπικές πνευματικές εμπειρίες και βιώματα από την επαφή και την ένωσί μας με τον Σωτήρα Χριστό, επαναλαμβάνοντες τα λόγια των κατοίκων της Σαμαρείας προς την Σαμαρείτιδα: «Ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν· αυτοί γαρ ακηκόαμεν και οίδαμεν ότι ούτος εστιν αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου ο Χριστός».
† Ο Κυθήρων Σεραφείμ


το είδαμε εδώ

Το ορόσημο της Άλωσης

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί ασφαλώς μία τομή στην ιστορία του Γένους αλλά και της Εκκλησίας. Το σοκ που προκάλεσε το άκουσμα του “μαύρου νέου” ήταν βαθύ κυρίως για όλο τον ελληνόφωνο κόσμο, αλλά δυσμενή εντύπωση προξένησε επίσης τόσο στη σλαβική οικογένεια όσο και στη χριστιανική Δύση.
gennadios_ii_and_mehmed_ii-e1274820225362
Η αλήθεια είναι ότι η πόλη που κατέκτησαν οι Οθωμανοί είχε περισσότερο τη σημασία ενός συμβόλου παρά κάποια υλική αξία. Μολονότι διατηρούσε την αρχαία της αίγλη, ουσιαστικά βρισκόταν σε βαθιά παρακμή. Το πλήγμα που δέχτηκε το 1204 από την άλωση των Σταυροφόρων δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί. Η αυτοκρατορία ήταν κυριολεκτικά συρρικωμένη σε ελάχιστα εδάφη. Η περιοχή του Βυζαντίου παρέμενε κατά βάση μία νησίδα ελευθερίας μέσα στη γενικότερη οθωμανική επικράτεια, καθώς η οθωμανική πλημμυρίδα είχε κατακτήσει σχεδόν ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μ. Ασία.
Παρά την απελπιστική της θέση και τη σαφώς άνιση αναμέτρηση κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της όμως, οι υπερασπιστές της επέδειξαν πλήρη αξιοπρέπεια και σαφή συναίσθηση του ρόλου τους, ως κληρονόμων μιας λαμπρής και βαριάς κληρονομιάς. Πάμπολλα τα περιστατικά που έχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας και διδάσκουν με τη φανέρωση ενός άλλου ήθους, που έβλεπε προς την αιωνιότητα… Σταχυολογούμε ενδεικτικά ορισμένες απ’ αυτές:
Στις αρχές του Μάη του 1453, όταν ο κλοιός έσφιγγε ασφυκτικά, οι συγκλητικοί και οι άρχοντες των πολιορκημένων ζήτησαν από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο να αποχωρήσει με ασφάλεια από την Πόλη μέσω θαλάσσης. Το σχέδιο που είχε εκπονήσει ο Γενοβέζος στρατιωτικός Ιουστινιάνης ήταν έτοιμο για να εφαρμοστεί. Ο Αυτοκράτορας άκουσε προσεκτικά όλους τους συμβούλους του και κατόπιν τους παρακάλεσε να σταματήσουν να του το ζητάνε. Τους τόνισε ότι η δική του μοίρα ήταν συνυφασμένη με τη δική τους και πως ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει την τύχη όλων των κατοίκων της Πόλης, κληρικών και λαϊκών μαζί. Μόλις τέλειωσε το λόγο του έπεσε μια μεγάλη σιωπή και τα μάτια όλων ήταν πλημμυρισμένα από δάκρυα.
Ανάλογες σκηνές εκτυλίχθηκαν και κατά την τελευταία λειτουργία στην Αγια-Σοφιά. Ο Κωνσταντίνος άφησε τον αυτοκρατορικό θρόνο και πήγε να προσευχηθεί γονατιστός μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Πριν κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων, ζήτησε συγγνώμη από κάθε ιεράρχη ξεχωριστά. Όλο το εκκλησίασμα ξεσπούσε σε γοερό θρήνο. Ανάλογες σκηνές εκτυλίχθηκαν και στο Παλάτι, όταν ο Παλαιολόγος ζήτησε συγγνώμη από κάθε έναν που τυχόν τον είχε βλάψει. Όπως γράφει ο χρονικογράφος της Αλώσεως Γ. Σφραντζής, και από ξύλο ή πέτρα να ήταν φτιαγμένος κανείς, θα έκλαιγε εκείνες τις στιγμές.
Λίγες ώρες αργότερα, ο τελευταίος αυτοκράτορας θα έπεφτε περικυκλωμένος από Γενιτσάρους στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Θα τον αναγνώριζαν μόνο από τα βασιλικά πέδιλα (τα “πορφυρά καμπάγια”) και τις περικνημίδες του. Μαζί του έφευγε ο πιο λαμπρός και μακρόσυρτος πολιτισμός που είδε η ανθρωπότητα. Ο Κωνσταντίνος έζησε και πέθανε απολύτως συνεπής με όσα έγραψε προς το Μωάμεθ, όταν ο τελευταίος τού ζήτησε την παράδοση της Πόλης: “Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτηΕγώ γαρ προς τον Θεόν καταφεύγω, και ει θελητόν αυτώ εστι του δούναι και την πόλιν ταύτην εις χείράς σου, τις ο αντιπείν ο δυνάμενος;
To γεγονός όμως της αναστάτωσης που προκάλεσε η τουρκική επέλαση δημιούργησε ένα πλήθος από ζητήματα, πολλά από αυτά είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, και για τα περισσότερα των οποίων δεν έχει αποφανθεί ακόμη η συλλογική εθνική συνείδηση. Μπορεί τα περισσότερα να μην έχουν να κάνουν με το γεγονός της Άλωσης καθεαυτό αλλά η χρονική κυοφορία τους να κράτησε δεκαετίες – ίσως και αιώνες ολόκληρους, ωστόσο μέσα μας ταυτίζονται με την πτώση της Βασιλεύουσας. Τα πιο χαρακτηριστικά από αυτά (και εν πολλοίς άγνωστα στους καιρούς της τουρκόφερτης τηλοψίας) είναι:
  • Η διαμάχη ενωτικών – ανθενωτικών, στην οποία προτασσόταν είτε το αμιγές εθνικό συμφέρον είτε η διαφύλαξη του αυθεντικού περιεχομένου της θρησκευτικής πίστης,
  • ο ρεαλιστικός συμβιβασμός με τη νέα πραγματικότητα ή και η υποταγή σ’ αυτήν και οι (ελάχιστες αρχικά) πράξεις αντίστασης,
  • η φυγή των λογίων στη Δύση ή σε άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου (λ.χ. Κρήτη ή Κύπρο), που από τη μία αποδυνάμωσε το πνευματικό δυναμικό του εθνικού κέντρου, αλλά από την άλλη τροφοδότησε τους τόπους υποδοχής με νέες προοπτικές πολιτιστικής ανάπτυξης, 
  • ο αντίκτυπος από την Άλωση στις ομόδοξες χώρες, οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις ακολούθησαν την τύχη των Ελλήνων (των Ρωμαίων) και σε άλλες ανέπτυξαν μεγαλοϊδεατικές βλέψεις ηγεμονίας,
  • η νέα θέση της Εκκλησίας,που ανέλαβε ρόλο εθναρχικό, καθώς ήταν ο μόνος συγκροτημένος οργανισμός των υπόδουλων Ρωμηών στη νέα πραγματικότητα και αναγνωρίστηκε από τον κατακτητή – γεγονός που άφησε ανεξίτηλα σημάδια στη φυσιογνωμία της, από την αυτοσυνειδησία της, το λόγο της μέχρι τα σύμβολα και τα ενδύματα των κληρικών της,
  • τη συνέχεια του Γένους κάτω από τον ξένο ζυγό, τις ελπίδες και τους θρύλους για το ξαναζωντάνεμά του, τη μεταβολή της ιδιοσυγκρασίας του και τη μακρά πορεία της παλιγγενεσίας του σε εντελώς διαφορετικά πλέον δεδομένα.
Κοντολογίς, 560 χρόνια μετά την αποφράδα ημέρα, τίποτε πια δεν είναι το ίδιο και η κληρονομιά του παρελθόντος μας, μάς κάνει να νιώθουμε πως “ξυπνούμε με ένα μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια, που μας εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρουμε πού να τ’ ακουμπήσουμε”.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...