Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2017

28 Φεβρουαρίου 1914. Ἡ …«κατὰ φαντασίαν» Ἐλευθέρα Βόρειος Ἤπειρος.

28 Φεβρουαρίου 1914. Ἡ ...«κατὰ φαντασίαν» Ἐλευθέρα Βόρειος Ἤπειρος.

Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν Ἰωαννίνων, στὶς 21 πρὸς 22 Φεβρουαρίου τοῦ 1913, κατόπιν πολυμήνου πολιορκίας, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἐπισήμως ἐξηκολούθησε τὴν πορεία του πρὸς τὴν Βόρειο Ἤπειρο.
Ἤδη ὅμως ἀπὸ τὴν ἔναρξιν τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου, ὑπὸ τὸν Σπυρίδονα Σπυρομίλιο, οἱ Βορειοηπειρῶτες εἶχαν ἐπαναστατήση κατὰ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καὶ μεγάλο τμῆμα τῆς Βορείου Ἠπείρου ἦταν ἐλεύθερο. Ἡ μόνη περιοχή, ποὺ ἄν καὶ ἀπελευθερώθη, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ  ἐλεύθερος, ἦταν ἡ περιοχὴ τοῦ Βερατίου  καὶ τοῦ Αὐλῶνος (ἀλλὰ καὶ τῆς Κορυτσᾶς) τελικῶς, ὅπου οἱ Ἰταλοί, ἐπισήμως, θεωροῦσαν πὼς ἦταν δικῶν τους συμφερόντων, ἄν καὶ ἡ Κορυτσᾶ ἀπὸ τὶς 7 Δεκεμβρίου τοῦ 1912 ἦτο ἐλευθέρα.
Παραλλήλως μὲ τὶς ἐπιχειρήσεις κατὰ τῶν Ἰωαννίνων τμῆμα τῆς ἑλληνικῆς στρατιᾶς, ὑπὸ τὸν συνταγματάρχη Κωνσταντῖνο Δαμιανό, ἀπεκόπη ἀπὸ τὸν κύριο στρατιωτικὸ κορμὸ καὶ ἐκινήθη πρὸς τὶς περιοχὲς τῆς Βορείου Ἠπείρου ποὺ εἶχαν ἀπελευθερωθῆ ἤδη ὅμως, κατὰ κύριον λόγο ἀπὸ τοὺς Βορειοηπειρῶτες.
Στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 1913 ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς φθάνει στὸΛιασκοβίκιον (ἤ Λεσκοβίκιον), ποὺ ἀπελευθερώνει.
Στὶς 28 Φεβρουαρίου ἀπελευθερώνεται, ἐπισήμως, τὸ Δελβινάκιον καὶ ἡΠρεμετή.
Στὶς 3 Μαρτίου ἀπελευθερώνονται ἡ  Κλεισούρα καὶ τὸ Ἀργυρόκαστρον.
Στὶς 6 Μαρτίου τοῦ 1913 τὸ Τεπελένιον.
Ἡ ἀπελευθέρωσις, ποὺ εἶχε ἐπιτευχθῆ ἀπὸ Βορειοηπειρῶτες, ἔφερε πλέον καὶ τὴν σφραγίδα τῆς νομίμου, στρατιωτικῆς ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τὴν νικηφόρο πορεία τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων, ποὺ πλέον, μετὰ καὶ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν Ἰωαννίνων, ἐκινοῦντο ἐλεύθερα πρὸς τὶς περιοχὲς ἐκεῖνες, ποὺ ναὶ μὲν τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο ἦταν ὑπαρκτὸν καὶ ὑπερισχύον, ὅμως τὰ διεθνῆ συμφέροντα οὐδέποτε θὰ ἀνεγνώριζαν αὐτὲς τὶς δίκαιες ἀπαιτήσεις, ἐφ΄ ὅσον ἡ Ἰταλία καὶ ἡ Αὐστρία διεκδικοῦσαν τὸ δικό τους μερίδιον, ἀπὸ αὐτὸ τὸ κομμάτι τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου.
Ἄλλως τὲ ἤδη εἶχαν προαποφασίση τὴν δημιουργία τοῦ ἀλβανικοῦ κράτους ἀπὸ τὸ 1911.
(Ὁ τότε ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν Λάμπρος Κορομηλᾶς εἶχε ἀποδεχθῆ τὴν δημιουργία Ἀλβανικοῦ κράτους, ἐφ΄ ὅσον «ἐξυπηρετοῦσε τὰ ἑλληνικὰ συμφέροντα»!)
Ἡ κατάληψις τῶν Ἰωαννίνων ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Βορείου Ἠπείρου, ἐπιχείρησις ποὺ διεκόπη λόγῳ τῆς δολοφονίας τοῦ βασιλέως Γεωργίου στὴν Θεσσαλονίκη, ἀφ΄ ἑνός, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῶν διπλωματικῶν πιέσεων Αὐστριακῶν καὶ Ἰταλῶν.
Τὸ ἀνύπαρκτον κράτος τῆς Ἀλβανίας, μὲ τοὺς Ἀλβανοὺς ποὺ δὲν εἶχαν ποτὲ πολεμήση γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τους, ἦταν προαποφασισμένο, ἐφ΄ ὅσον ἡ Ἰταλία ἤθελε νὰ ἀσφαλίσῃ, μέσῳ τῶν συνδέσμων της στὴν Βόρειο Ἤπειρο, τὰ στενὰ τοῦ Ὀτράντο, τὴν Κέρκυρα, τὴν Σάσσωνα, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴν ἄλλην, ἡ Αὐστρία ἤθελε νὰ δημιουργήσῃ, μέσῳ ἕνὸς κρατιδίου μορφώματος, ζώνη ἀσφαλείας, μὰ καὶ ἀσκήσεως πιέσεων ὅποτε θὰ τὴν ἐξυπηρετοῦσε, στὴν Σερβία.

22 Φεβρουαρίου 1913. Ἡ ἀπελευθέρωσις τῶν Ἰωαννίνων

Οἱ Ἀλβανοί, ποὺ ἐχρηματοδοτοῦντο καὶ ὑποστηρίζοντο ἀπὸ τὴν Αὐστρία καὶ τὴν Ἰταλία, ἄν κι ἔλαβαν σοβαρὲς ἐνισχύσεις καὶ ὁπλισμό, ἐν τούτοις, πέραν κάποιων σοβαρῶν βιαιοπραγιῶν κατὰ ἀμάχων, δὲν ἐπέτυχαν νὰ ἀνακόψουν τὴν πορεία τῶν Ἑλλήνων ἤ νὰ ἀποκόψουν ἑλληνικὰ ἐδάφη.
Τὸ πρωτόκολλον τῆς Κερκύρας, στὶς 4 Μαΐου (17 Μαΐου) τοῦ 1914, κατόπιν τῆς …ἀναστατώσεως καὶ τελικῶς ἐπεμβάσεως τῶν «συμμάχων» μας, ποὺ δὲν μᾶς ἔβαζαν σὲ …σειρά, ἦλθε γιὰ νὰ θάψῃ διὰ παντὸς τὸ ζήτημα τῶν ἀπελευθερωμένων περιοχῶν τῆς Βορείου Ἠπείρου.

Σημείωσις

Τὸ πόσο μεγάλη ἦταν ἡ προδοσία, ἀπὸ πλευρᾶς «ἑλληνικῆς κυβερνήσεως», γιὰ τὸ ζήτημα τῆς Βορείου Ἠπείρου, μαζὺ μὲ τὸν ἐμπαιγμό, γίνεται εὐκόλως ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὰ ἐξῆς στοιχεῖα.
  1. Ὁ Γεώργιος Ζωγράφος ἦταν …φυτευτὸς ἐκ τοῦ Βενιζέλου, γιὰ νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἐξουσία στὴν Βόρειο Ἤπειρο, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσίν της. Ὅμως ὁ Λάμπρος Κορομηλᾶς, ἔμπιστος τοῦ Βενιζέλου, ἐξυπηρετώντας συμφέροντα …γενικῶς, ἀνεγνώρισε, ὡς ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν, τὸ …«λογικὸν τῆς Ἀλβανίας». Ὁ ἴδιος, ἄν καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπίσημο ἱστορία, ὡς κεντρικὸς ἐγκέφαλος τῆς διεκδικήσεως καὶ δικαιώσεως ἑλληνικῶν θέσεων, στὴν πραγματικότητα, μὲ αὐτὴν τὴν ἀναγνώρισιν, ἔθαψε διὰ παντὸς τὸ ζήτημα τῆς Βορείου Ἠπείρου.
  2. Στὶς 22 Ἰανουαρίου τοῦ 1907 ὑπεγράφη μεταξὺ Λάμπρου Κορομηλᾶ, Γεωργίου Θεοτόκη καὶ τοῦ Ἀλβανοῦ Ἰσμαὴλ Κεμάλ, ἡ Δήλωσις Συνεννοήσεως, ποὺ ἀνεφέρετο στὴν δημιουργία ἀλβανικοῦ κράτους, στὴν Βόρειο Ἀλβανία ὅμως.
  3. Δὲν προασπίσθησαν οἱ περιοχὲς ποὺ διεκδικοῦσαν οἱ Ἰταλοί, ἄν καὶ κάτι τέτοιο θὰ λειτουργοῦσε ὁ «καλὸ διαπραγματευτικὸ χαρτί».  Οἱ Ἰταλοὶ ἦσαν …σύμμαχοί μας τότε. (Οἱ περιοχὲς τῆς Κορυτσᾶς παρεδόθησαν …ἔτσι!!!)
  4. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀλβανικοῦ κράτους συνδέεται μὲ τὴν ἀκύρωσιν τῆςΜεγάλης Βουλγαρίας καὶ τὴν συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ποὺ ὅμως ἔθαπτε διὰ παντὸς τὸ ζήτημα τῆς ὑπάρξεως ἑλληνικῶν πληθυσμῶν σὲ Θράκη καὶ Μακεδονία, κάτι ποὺ δὲν ἄρεσε στὶς μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς. Πρὸς τοῦτο ἀπεφασίσθη νὰ δοθοῦν ἡ Θράκη καὶ ἡ Μακεδονίαστὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ὄχι ἡ Βόρειος Ἥπειρος, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε ἄλλα συμφέροντα.
  5. Ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ζωγράφου, Καραπᾶνος Ἀλέξανδρος, ἦταν ὑπουργὸς τῆς κυβερνήσεως τῆς Αὐτονόμου Βορείου Ἠπείρου καὶ …τραπεζίτης τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης.
  6. Τὸ μεταγενέστερον σύμφωνον Βενιζέλου- Τιττόνι, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθῇ γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Βορείου Ἠπείρου, κατέπεσε ἀπὸ τὸν …Βενιζέλο, ἐφ΄ ὅσον τὸ γνωστοποίησε, ἄν καὶ μυστικό, σὲ διεθνεῖς συνομιλίες.
  7. Ὁ Παρμενίδης Ἰωάννης, ὑπουργὸς ἐπὶ τῶν οἰκονομικῶν στὴν Αὐτόνομη  Βόρειο Ἤπειρο, ἦταν καὶ …πράκτωρ. Ἐμφανίζεται δὲ ὡς …«Ἄγγλοςὑπήκοος», σὲ τηλεγράφημα τοῦ Κορομηλᾶ.
  8. Ἡ δολοφονία τοῦ βασιλέως Γεωργίου, ποὺ διέκοψε τὴν πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ἐφ΄ ὅσον ὑπεχρέωσε τὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο νὰ σπεύσῃ στὴν Θεσσαλονίκη, ἦταν καθοριστική. Ἐὰν συνυπολογίσουμε πὼς ὁ δολοφόνος τοῦ Γεωργίου …ηὐτοκτόνησε περιέργως, στενεύουν ἀκόμη περισσότερο τὰ περιθώρια τῶν …καλῶν προθέσεων.
  9. Ἡ τροφοδότησις τοῦ «ἐθνικοῦ διχασμοῦ», καθὼς καὶ ἡ διὰ τῆς βίας προσχώρησίς μας, στὴν Ἀντάντ, γιὰ τὴν συμμετοχή μας στὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διὰ τῶν μεθοδεύσεων Βενιζέλου, μαζὺ μὲ τὴν Μικρασιατικὴ Ἐκστρατεία ποὺ ἠκολούθησε, παγίωσε τὸ ἀλβανικὸ καθεστὼς στὴν Βόρειο Ἤπειρο, τὴν ἐκεῖ ἰταλικὴ καὶ αὐστριακὴ ζώνη, καθὼς καὶ τὴν μετέπειτα Μικρασιατικὴ Καταστροφή.
Ὅλα τὰ παραπάνω, καθὼς καὶ ἄλλα, παρασκηνιακά, ἐὰν συνδυασθοῦν λογικά, ἀποδεικνύουν πὼς ἡ Βόρειος Ἤπειρος ΔΕΝ ἐτέθη ὡς θέμα πραγματικῶν διεκδικήσεων καὶ πολὺ γρήγορα, μὲ τὰ κατάλληλα πρόσωπα, ἐπετεύχθη τὸ νὰ ξεχασθῇ ὁ ἐκεῖ ἑλληνισμός. Ἕνα μεγάλο ἔγκλημα, ποὺ ἐφ΄ ὅσον τὸ συνυπογράφουν «ἐθνικοὶ εὐεργέτες» καὶ «ἐθνάρχες» πέρασε στὴν λήθη.
Πληροφορίες ἀπό:
«Ἐθνικὸς Διχασμός, ὁ ἄλλη διάστασις», Δημήτριος Μιχαλόπουλος
«Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.
«Πολιτικὴ ἱστορία τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος» τοῦ Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη.

Ἡ ἀληθὴς νηστεία



"Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθῶν αὐτῶν"


Ὅ,τι κερδίζουμε καὶ κατορθώνουμε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἠθική μας τελείωση, εἶναι θησαυρὸς ἀσύλητος καὶ μάλιστα προσωπικός, ἀναφαίρετος θησαυρός. Δὲν εἶναι τὰ "περὶ ἡμᾶς", ἀλλὰ "ἡμεῖς", οὐδὲ κἄν τὸ σῶμα καὶ οἱ αἰσθήσεις, ἀλλ’ ἡ ψυχή μας, ἡ πνευματικὴ ἐντὸς μας ἀξία, ἡ ὕπαρξή μας. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀγώνας ποὺ κάνουμε εἶναι γιὰ νὰ ζήσουμε πνευματικά, ὀφείλουμε νὰ τὸν κάνουμε σωστά. π.χ. λέγει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὴ νηστεία, νὰ τὴν κάνουμε μὲ σωστὸ τρόπο, γιατί ὅσοι νηστεύουν λάθος "ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν" (Ματθ. 6,16). Σήμερα πρὸ τῶν πυλῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς θὰ θέλαμε νὰ δείξουμε κάποιες καταστάσεις ποὺ δὲν ἀφήνουν νὰ καρποφορήσει ἡ νηστεία καὶ μᾶς ἀφαιροῦν τὸν πνευματικὸ μισθό.


Προυποθέσεις τῆς νηστείας

Πρῶτα πρῶτα ὑπάρχει μία λανθασμένη ἀντίληψη γιὰ τὸ θεσμὸ τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία δὲν εἶναι μόνο ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένες τροφές, ἀλλ’ εἶναι καὶ ταπείνωση, μετάνοια καὶ ἐσωτερικὴ συντριβή. Ὄχι μόνον σωματικὴ κάθαρση μὲ λιτὴ δίαιτα, μὰ καὶ ἐσωτερικὸς πνευματικὸς ἀνακαινισμός. Βεβαίως ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς εἶναι ἐντολὴ νηστείας, ἀπὸ συγκεκριμένη τροφὴ καὶ ἡ παράβασή της ἔφερε τὴν ἔξωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ὁ Μωυσῆς, ὁ Κύριος, ὁ Παῦλος καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας νήστευαν. Ἡ νηστεία εἶναι τὸ μέσον κι ὄχι ὁ σκοπός. Ὁ σκοπὸς εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου κι ὄχι ἡ αὐτοδικαίωση. Πολλοὶ πιστεύουν πὼς εἶναι ἡ πρώτη ἀρετὴ κι ἄλλοι φρονοῦν πὼς εἶναι ἕνας παρεξηγημένος θεσμός, ποὺ εἶναι ἄχρηστος γιὰ τὴν ἐποχή μας. Πολλοὶ μάλιστα τὴν εἰρωνεύονται καὶ τὴν ἐμπαίζουν. Δὲν ἐξισώνεται ἡ νηστεία μὲ τὴ δίαιτα, ποὺ εἶναι δύο διαφορετικὲς καταστάσεις.

Ἡ νηστεία πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἀγαθὴ διάθεση κι ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ κι ὄχι γιὰ νὰ "φανῶμεν τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες" (ὅπ.π.). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει πὼς ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ξεπεράσαμε καὶ τοὺς ὑποκριτές. Γνωρίζω, λέγει ὁ ἅγιος, πολλοὺς ποὺ δὲ νηστεύουν, κι ἄλλους ποὺ ἐπιδεικνύονται μὲ τὴν ἄσκηση τῆς νηστείας. Ἐπίσης ξέρω κι ἀνθρώπους ποὺ ἐνῶ δὲ νηστεύουν "τὰ τῶν νηστευόντων προσωπεῖα περίκεινται", ντύνονται δηλ. τὶς μάσκες τῶν νηστευτῶν. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἀκόμη πιὸ ἀσυνεπεῖς, ποὺ ἐνῶ δὲ νηστεύουν, διδάσκουν τοὺς ἄλλους γιὰ τὴ νηστεία. Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια δὲν ἔχει θέση στὴ νηστεία. Κάνουμε νηστεία γιατί συμμετέχουμε στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη ἡ νηστεία μᾶς βοηθάει στὸν ἀγώνα ποὺ κάνουμε ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Ἡ δαιμονικὴ ἐνέργεια δὲν ἀποθρασύνεται στὸν καιρὸ τῆς νηστείας καὶ ἐπὶ πλέον "οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διὰ νηστείας τὴν ψυχὴν κεκαθαρμένοις", δηλ. οἱ φύλακες ἄγγελοί μας, λέγει ὁ Μ.Βασίλειος, μὲ καλύτερη διάθεση παραμένουν σὲ κείνους ποὺ καθαρίζουν τὴν ψυχή τους μὲ νηστεία. Ἀκόμη ὁ ἴδιος θὰ προσθέσει πὼς ἄγγελοι Θεοῦ καταγράφουν τοὺς νηστεύοντες "καθ’ ἑκάστην Ἐκκλησίαν". Μὲ τὴ νηστεία ἑλκυόυμε τὴ χάρη καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Τὸ γένος τῶν δαιμόνων δὲ σταματᾶ νὰ πειράζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν ἐκδιώκεται "εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ" (Ματθ. 17,21).


Ἀπαραίτητη ἡ νηστεία


Τώρα ποὺ ἀχίζει τὸ στάδιο τῆς νηστείας κι ὁ νοῦς μας εἶναι στραμμένος στὸ Πάσχα, καλούμαστε νὰ νηστεύσουμε σωματικὰ καὶ ψυχικά." Λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας", γράφει ὁ Μ.Βασίλειος. Εἶναι ἡ νηστεία ἡ δεκάτη τοῦ χρόνου ποὺ ὀφείλουμε στὸ Θεό. Ἡ συστολὴ τοῦ ὕπνου, τῆς τροφῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων συντρίβει τὴν καρδιὰ καὶ μᾶς κάνει νὰ πενθοῦμε γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας. Ἡ παράκληση τῶν πενθούντων εἶναι ἡ ζωντανὴ ἐπαφή μας μὲ τὸν Θεό. Τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας πιθανῶς νὰ συναντήσουμε διάφορα ἐμπόδια, ὥστε νὰ μὴν πραγματοποιηθεῖ ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ἄσκηση, ὅπως π.χ. ἀντεγκλήσεις μὲ τὸ περιβάλλον μας, μνησικακία ἀπὸ μέρους τῶν ἄλλων καὶ κακότητα. Μολύνονται οἱ ἡμέρες τῆς νηστείας μὲ τὰ πάθη μας. Ἂς μὴν πτοηθοῦμε. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτεια γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ περάσουμε μὲ εἰρήνη τὸ στάδιο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.

Εἰσαγωγὴ στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ


imagesCAXW9W0EMetrAnthony Bloom
Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ νομίζουν ἢ αἰσθάνονται, ἡ Σαρακοστὴ τοῦ Πάσχα εἶναι περίοδος χαρᾶς. Εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποτινάξουμε κάθε τί ἄσχημο καὶ θανατηφόρο ἀπὸ μέσα μας γιὰ νὰ βροῦμε πάλι τὴ δύναμη νὰ ζήσουμε, νὰ βιώσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος του τὸ μυστήριο στὸ ὁποῖο εἴμαστε καλεσμένοι. Ἂν δὲν κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ποιότητα τῆς χαρᾶς στὴ νηστεία, θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ καρικατούρα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας μίζερη.

Μπορεῖ, πράγματι, αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς χαρᾶς ποὺ πλέκεται μὲ τὴν ἐπίπονη προσπάθεια καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα νὰ φαίνεται περίεργη, ὅμως ἀγκαλιάζει μὲ καθολικὸ τρόπο τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατάκτηση. Δὲν χαρίζεται ἁπλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀδιάφορα καὶ τεμπέλικα τὴν περιμένουν νὰ ἔρθει. Γιὰ ὅσους τὴν ἀναμένουν μὲ τέτοιο πνεῦμα, θὰ ἔρθει, ἀλλὰ στὸ μέσον της νύχτας, σὰν τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσης. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ τρυπώνει ὅταν δὲν τὸν περιμένεις, σὰν τὸ Νυμφίο ποὺ φθάνει ἐνῶ οἱ μωρὲς παρθένες κοιμοῦνται. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσμένουμε τὴν Κρίση καὶ τὴ Βασιλεία.

Χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε τὴ νοοτροπία μας σὲ μιὰ νέα κατανόηση ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ξαναβροῦμε μέσα μας αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιέργως ἔχουμε ἀποξενωθεῖ: τὴ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου –κι ἂς ξέρουμε ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἴσως μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία κηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο – δηλαδὴ “καλὸ ἄγγελμα” - αὐτὸ τῆς Κρίσεως· κι ὅμως ἀναφωνοῦμε: “Ἔρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι φόβος ἀλλὰ ἐλπίδα.

Ὅσο ἀδυνατοῦμε νὰ ἀρθρώσουμε αὐτὰ τὰ λόγια, κάτι σημαντικὸ διαφεύγει ἀπὸ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ὅ,τι κι ἂν προφασιστοῦμε, παγανιστὲς ἐνδεδυμένοι ροῦχα εὖ-ἀγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ὁποίων λείπει ὁ Θεός. Ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἐρχομὸς Του εἶναι σκοτάδι καὶ φόβος καὶ ἡ κρίση Του δὲν εἶναι λύτρωση ἀλλὰ καταδίκη. Τὸ ἀντάμωμά μας μὲ τὸν Κύριο φαντάζει σὰν ἕνα τρομερὸ γεγονὸς κι ὄχι σὰν αὐτὸ ποὺ λαχταροῦμε καὶ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ζοῦμε. Ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε, ἡ περίοδος τῆς νηστείας δὲν θὰ γίνει ποτὲ γιὰ μᾶς χαρά, ἀφοῦ εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ἐνσωματώνει ταυτόχρονα κρίση καὶ εὐθύνη: χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ αὐτοκριτικὴ γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν Ἀνάσταση, μὲ ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ πίστη, σὰν γιορτή.

Ἡ κρίση δὲν μᾶς ἐπιβάλλεται ἔξωθεν. Ναί, πράγματι θὰ ἔρθει ἡ μέρα ποὺ θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ θὰ κριθοῦμε· ἀλλά, πρὸς τὸ παρόν, ἐφόσον τὸ προσκύνημα συνεχίζεται, ὅσο τὸ τέλος ἐκκρεμεῖ καὶ ὁ δρόμος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ ἁπλώνεται μπροστὰ μας ἀδιάβατος, κρινόμαστε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου “ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ” (Ματθ. 5.25). Ὁρισμένοι Πατέρες βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ “ἀντιδίκου” ὄχι τὸν διάβολο (μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς οὔτε εἰρηνεύει οὔτε συνδιαλέγεται), ἀλλὰ τὴ συνείδηση ποὺ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς γρηγορεῖ στὸ πλευρό μας καὶ οὐδέποτε ἡσυχάζει. Μὲ τὴ συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχῶς, μᾶς ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ καὶ ὀφείλουμε νὰ συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Ἀλλιῶς θὰ φτάσει κάποτε ἡ στιγμὴ τῆς Κρίσης καὶ τότε ὁ “ἀντίδικος” θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ κατήγορο. Ἐνόσῳ, λοιπόν, ἀκόμα πορευόμαστε ἡ κρίση λαμβάνει χώρα διαρκῶς μέσα μας σὰν ἕνας διάλογος μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς πράξεις μας· ὅλα αὐτὰ ποὺ τίθενται ἐνώπιόν μας νὰ κρίνουμε καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρινόμαστε.

Συχνὰ πορευόμαστε μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ σκοτισμένα εἶναι καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὰ μάτια μας. Μόνο ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φωτίσει τὴ ζωὴ μας ὑπάρχει δυνατότητα ν’ ἀρχίσουμε νὰ διακρίνουμε μέσα μας τὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος. Σ’ ἕνα ἀξιοσημείωτο κείμενό του ὁ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης γράφει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτει τὴν ἀσχήμια τῆς ψυχῆς μας παρὰ μόνο ἐὰν δεῖ μέσα μας ἀρκετὴ πίστη καὶ ἐλπίδα ἱκανὴ ὥστε νὰ μὴν καταρρεύσουμε στὸ ἀντίκρισμα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅποτε εἴμαστε σὲ θέση ν’ ἀναγνωρίσουμε τὴ σκοτεινὴ πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νὰ κάνουμε κάποια βήματα αὐτογνωσίας κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῆς Θείας δικαιοσύνης. Δύο τινὰ συμβαίνουν τότε: ἀφενὸς μᾶς ξενίζει ἡ ἀσχήμια ποὺ φανερώνεται μπροστά μας, ἀφετέρου αἰσθανόμαστε χαρὰ γιατί ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐμπιστεύεται μιὰ νέα γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ ἄλλοτε δὲν τὴν ἐπέτρεπε γιατί δὲν εἴχαμε τὴ δύναμη νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀλήθεια. Κι ἔτσι, ἡ κρίση μετατρέπεται σὲ χαρὰ γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἀστοχιῶν μας συνοδεύεται ἀπὸ τὴ γνώση ὅτι ὁ Θεὸς εἶδε μέσα μας πίστη καὶ ἐλπίδα καὶ καρτερία ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν ὄχι μόνο νὰ δοῦμε πιὸ καθαρὰ ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργήσουμε.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι σημαντικὰ ἐὰν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ἡ νηστεία καὶ ἡ χαρὰ πᾶνε μαζί. Ἀλλιῶς, ἡ διαρκής, ἐπίμονη προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπίγνωση, μπορεῖ νὰ μᾶς βαρύνει ἀντὶ νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ὥστε δὲν θὰ εἴμαστε πιὰ σὲ θέση νὰ φτάσουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ χαρά, γιατί θὰ φανταζόμαστε ὅτι ἡ Ἀνάσταση δὲν μᾶς ἀφορᾶ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰσάγει τοὺς πιστοὺς στὴ Σαρακοστὴ μὲ μία σειρὰ προκαταρκτικῶν ἑβδομάδων κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ὁδηγεῖ βῆμα πρὸς βῆμα ἀπὸ τὸ σκοτάδι πρὸς τὸ φῶς τῆς κρίσεως.

Τὸ πρῶτο, δραματικὸ στάδιο συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τυφλοί, κι ὅμως ἀνίδεοι γιὰ τὴν τυφλότητά μας. Ἐνῶ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι τὸ σκοτάδι εἶναι γύρω καὶ μέσα μας. Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μᾶς μιλᾶ σχετικὰ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Βαρτίμαιου, τοῦ τυφλοῦ ἐπαίτη στὴν πύλη τῆς Ἱεριχοῦ, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἢ ἔχασε τὸ φῶς του ἢ ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ζοῦσε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Δὲν ὑπῆρχε ζωή, οὔτε φῶς, οὔτε χαρὰ γι’ αὐτόν. Πιθανὸν νὰ εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ δυστυχία του. Συνέχιζε νὰ ἐπιβιώνει μέρα μὲ τὴ μέρα, χάρη στὴν ψυχρή, ἀδιάφορη ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα ἔκανε τὴ δυστυχία του τραγική: Ζοῦσε τὸν καιρὸ τοῦ Ἰησοῦ. Πρέπει νὰ ἄκουσε πολλὲς φορὲς νὰ μιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ γιάτρευε ἀνθρώπους καὶ ἀνακαίνιζε τὰ πράγματα, ποὺ ἔδινε φῶς σὲ τυφλοὺς καὶ θεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἡ λαχτάρα τῆς ἀνέλπιστης γιατρειᾶς, ἔκανε τὸ σκοτάδι του ἀκόμα πιὸ πυκνό. Θὰ ἦταν ἀπίθανο ὁ Θεὸς νὰ βρεθεῖ στὸ δρόμο του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ καταφέρει νὰ συναντήσει αὐτὸν τὸν ἀκούραστο κήρυκα καὶ ἰατρὸ ποὺ ἀδιάκοπα περιόδευε. Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος ν’ ἀκολουθήσει ἕναν περιοδεύοντα; Συνειδητοποίησε τὸ μέγεθος τῆς τυφλότητάς του μπροστὰ στὴ δυνατότητα ποὺ ὑπῆρχε νὰ ἀναβλέψει. Ἡ ἀπελπισία του μεγάλωσε ἀφότου γεννήθηκε μέσα του ἡ ἐλπίδα. Κι ἔτσι, ὅταν ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ πλησιάζει ἱκέτευσε γιὰ τὴν θεραπεία του ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς φλογερῆς ἐπιθυμίας του νὰ σωθεῖ.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ συχνά μᾶς φαίνεται τόσο δύσκολο: νὰ ἔρθουμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν πραγματική μας κατάσταση, κι ὄχι νὰ παρηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι διάγουμε ἕνα εἶδος ζωῆς ποὺ εἶναι ἱκανὸ ν’ ἀντικαταστήσει τὴ θεία ζωή. Ὀφείλουμε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι. Καὶ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι χωρὶς φῶς εἴμαστε χαμένοι, γιατί τὸ σκοτάδι στὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀφεθεῖ εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξουμε στάση ἂν δὲν καταλάβουμε ὅτι ἡ κατάστασή μας εἶναι ἀπελπιστικὴ· ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, τὸ μόνο ποὺ ἔχει νόημα. Τότε θὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ Θεό, ἐλπίζοντας ὅτι ἐκεῖνος θὰ ἐνεργήσει. Μόνο αὐτὴ ἡ θανάσιμη ἀγωνία μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει, σὰν τοῦ Βαρτίμαιου, ποὺ κανεὶς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταματήσει τὶς κραυγές του γιὰ βοήθεια ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦρθε ἡ ἀποφασιστικὴ στιγμή. Περνοῦσε ὁ Χριστός. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ θὰ εἶχε προσπεράσει καὶ τὸ σκοτάδι του θὰ γινόταν μόνιμο, ἀθεράπευτο.

Ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ μᾶς κρατάει συνήθως σὲ ἀδράνεια εἶναι ὁ φόβος μας γιὰ τὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο πιστεύουμε πὼς πρέπει νὰ συντηροῦμε μία συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας πρὸς τὰ ἔξω εἶναι φοβερὰ δύσκολο νὰ ἀλλάξουμε, κι αὐτὸ μᾶς φανερώνει ἡ παραβολὴ τοῦ Ζακχαίου, ποὺ ἀκολουθεῖ. Τὸ πρόβλημα τοῦ Ζακχαίου ἦταν τὸ ἑξῆς: Ἤθελε ἀπεγνωσμένα νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Θὰ ἔπαιρνε τὸ ρίσκο νὰ ἐξευτελίσει τὸν ἑαυτό του; Τὸ νὰ φθάσει κανεὶς νὰ γίνει γελοῖος διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη ποὺ συνήθως βιώνουμε καὶ καταφέρνουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε χρησιμοποιώντας ὡς προκάλυμμα τὴν ὑπερηφάνειά μας. Ἡ γελοιοποίηση ξεπερνᾶ τὸ κουράγιο τῶν περισσοτέρων ἀπό μᾶς. Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε ἕναν τραπεζικὸ διευθυντὴ μιᾶς μικρῆς πόλης νὰ σκαρφαλώνει σ’ ἕνα δέντρο ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ νὰ δέχεται τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ ἐπιφωνήματα τῶν μικρῶν παιδιῶν, χάριν μιᾶς συνάντησης μὲ τὸν Χριστό; Αὐτὴ ἦταν ἡ θέση τοῦ Ζακχαίου, τοῦ ἰσχυροῦ καὶ πλούσιου ἄνδρα. Ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ εἶχε τόση σημασία –ἦταν ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου- ποὺ βρῆκε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀγνοήσει τὴν γελοιότητα καὶ τὴν ταπείνωση, προσηλωμένος στὴν ἐπιθυμία του. Καὶ εἶδε τὸν Χριστό.

Ὑπάρχουν δύο τρόποι γιὰ νὰ πάψουμε νὰ ἑξαρτώμαστε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Εἴτε θὰ πράξουμε ὅπως ὁ Ζακχαῖος, ἀποδεχόμενοι τὴν ταπείνωση ὡς οὐσιῶδες μέρος τῆς σωτηρίας μας, εἴτε θὰ ἐπιτρέψουμε στὴν καρδιά μας νὰ σκληρύνει καὶ μὲ τὴν ὑπερηφάνειά μας θὰ ἀκυρώσουμε τὴν κρίση τῶν ἄλλων. Δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογή. Ὑπάρχει μόνο ἡ αὐθόρμητη ταλάντευση καὶ ἡ ἀδυναμία ποὺ ὅλοι βιώνουμε πρὶν ἀποφασίσουμε ἀνάμεσα στὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος, γιατί κάθε φορὰ ποὺ κλείνουμε πρὸς τὸ λάθος φοβόμαστε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποτε ἀναζητοῦμε τὸ σωστὸ βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑπερηφάνεια ἢ ἡ ταπείνωση εἶναι οἱ μόνοι δρόμοι ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὸ δίλημμα.

Ἡ ἑπόμενη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου εἶναι ἐνδεικτική τῆς πρώτης, αἰχμηρῆς κρίσης ποὺ εἶναι συνάμα ἀνθρώπινη καὶ θεϊκή. Ἐὰν ἀναρωτηθοῦμε πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Φαρισαῖος νὰ εἶναι τόσο ὑψιπετὴς παρὰ τὶς ὑψηλές του γνώσεις γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Τελώνης τόσο ταπεινὸς παρὰ τὴν ἁπλότητά του, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε ὡς ἑξῆς: οἱ ἀναφορὲς τοῦ Φαρισαίου βρίσκονται στὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὔκολο νὰ αἰσθάνεται ὅτι δικαιώνεται μὲ νομικὸ τρόπο, μὲ βάση τὸ νόμο καὶ τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Μπορεῖ πάντοτε νὰ πληροῖ τοὺς κανόνες καὶ νὰ αἰσθάνεται ἀνεπίληπτος. Ἀλλὰ οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη διαφέρουν. Δὲν ἦταν νομοταγής. Ὅ,τι γνώριζε ἀπὸ τὸ νόμο συνοψίζονταν στὰ ἑξῆς: συγκεκριμένα χωρία τοῦ νόμου ἔθεταν τὶς πράξεις καὶ τὴ ζωή του στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ· κι ἄλλα πάλι χωρία τὰ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ διεκδικήσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ὁ νόμος ἦταν ἕνα δυνατό, βάναυσο καὶ σκληρὸ ἐργαλεῖο ἄλλοτε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ἄλλοτε στὰ δικά του. Καὶ καθὼς ἦταν γνώστης τῆς ζωῆς, ἤξερε καλὰ ὅτι ἡ μόνη σωτηρία ἀπὸ τὸ νόμο ἦταν ἡ ἀνθρώπινη εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἀνθρώπινη συμπόνια. Μόνο ἡ ἀνθρώπινη σχέση ἦταν δυνατὸ νὰ σώσει τὸν χρεωμένο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὸν αἰσχροκερδῆ ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ δικαστῆ. Ἔτσι οἱ ἀναφορὲς του βρίσκονταν σὲ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ δύο πράγματα: Ἀπὸ τὴ μιὰ ἦταν ὁ νόμος, ἀδυσώπητος καὶ ἀμείλικτος, ποὺ ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ ὑπακούσει, ἀλλὰ ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ χρησιμοποιεῖ μὲ ὠμότητα ἀπέναντι σὲ ἄλλους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη σχέση, ποὺ ἦταν ἱκανὴ νὰ ἐξομαλύνει καὶ νὰ θεραπεύσει τὰ πάντα. Οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη ἦταν οἱ συνάνθρωποί του, οἱ γείτονές του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἀόρατου γείτονα, τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ βρῆκε τὴ δύναμη καὶ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ καὶ ἔτυπτε τὸ στῆθος του, μὲ ἀπελπισία: Σὲ πεῖσμα κάθε λογικῆς, γνώριζε πὼς στὸν κόσμο τῶν σκληρῶν καὶ ἀμείλικτων ἀνθρώπων ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ὅλα εἶναι δυνατά, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος ἀκόμα καὶ μέσα στὴ σκληρότητά του. Τὸ ἴδιο πίστευε καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ὁ νόμος τὸν καταδίκαζε ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν μόνο νομοθέτης οὔτε μόνο ἐπιτηρητὴς τοῦ νόμου. Ἦταν ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει μὲ φιλανθρωπία μέσα στὰ πλαίσια τοῦ νόμου Του. Αὐτὴ ἡ γνώση ταπείνωσε τὸν Τελώνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ ὅροι τῆς ἀναφορᾶς του περιεῖχαν ἐλπίδα καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδας του ἦταν τὸ ἔλεος, ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ ἀγάπη.

Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ στὴν ἑπόμενη παραβολή, τοῦ Ἄσωτου Γιοῦ. Κι ἐδῶ βρίσκουμε δύο πρόσωπα, τὸν δίκαιο καὶ τὸν φαῦλο. Ὁ ἄσωτος γιὸς κατὰ μία ἔννοια εἶναι μία ἄλλη ὄψη τοῦ Τελώνη καὶ ὁ μεγάλος ἀδελφὸς μοιάζει μὲ τὸν Φαρισαῖο. Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν εἴμαστε ἀντιμέτωποι μόνο μὲ τὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸ νόμο ποὺ εἶναι ἀντικειμενικὸς καὶ γι’ αὐτὸ νεκρὸς καὶ τὸ ἔλεος ποὺ εἶναι ὑποκειμενικὸ γιατί εἶναι ζωντανὸ καὶ προσωπικό. Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία. Τί εἶναι ἁμαρτία; Ὁρίζεται καθαρά, θὰ ἔλεγε κανείς, στὸ σύντομο διάλογο ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν γιὸ στὴν ἀρχὴ τῆς παραβολῆς. Κι ἂν θελήσουμε νὰ τὸν μεταφέρουμε στὴ σύγχρονη ἐποχὴ μὲ ἕναν ὄχι τόσο κομψὸ τρόπο σὰν τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ τὸν συνοψίζαμε σὲ λόγια ὅπως αὐτά: “Πατέρα θέλω νὰ ζήσω ἀλλὰ στέκεσαι ἐμπόδιο στὸ δρόμο μου. Ὅσο ζεῖς ἡ περιουσία σοῦ ἀνήκει. Πρέπει, λοιπόν, νὰ φύγεις ἀπὸ τὴ μέση. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι ἤδη νεκρός. Δὲν μπορῶ νὰ περιμένω μέχρι νὰ πεθάνεις στ’ ἀλήθεια. Ἂς συμφωνήσουμε ὅτι ὅσο τουλάχιστον μὲ ἀφορᾶ δὲν ἔχω πιὰ πατέρα, ἀλλὰ κατέχω τὴν περιουσία του γιατί τὸν ἔχω κληρονομήσει”. Αὐτὸ εἶναι λίγο ἕως πολὺ τὸ περιεχόμενο τοῦ διαλόγου ποὺ συχνὰ διαμείβεται ἀνάμεσα σὲ γονεῖς καὶ παιδιὰ ἀλλὰ κι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο. Μὲ ἄλλα λόγια: “Δὲν σὲ ὑπολογίζω σὰν πρόσωπο. Στέκεσαι στὸ δρόμο μου. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ἀξία γιὰ μένα εἶναι ὅ,τι μπορῶ νὰ ἁρπάξω ἀπὸ σένα. Κι ἀφοῦ πάρω αὐτὸ ποὺ θέλω μπορεῖς νὰ ἐξαφανιστεῖς. Πρέπει νὰ ἀποδεχτεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχεις”. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦμε ὅσα μᾶς προσφέρει καὶ κατόπιν νὰ τὸν ἐξορίσουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας, μὲ τὸν ἴδιο ἀδίστακτο τρόπο ποὺ ὁ Ἄσωτος λησμόνησε τὸν Πατέρα του στὴν ξένη γῆ. Ἀλλὰ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας πρόθυμα τὸν παραμερίζουμε καὶ τὸν ἀποκλείουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας γιατί δὲν μετράει. Αὐτὸ ποὺ μετράει εἶναι τὰ ἀντικείμενα καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή τους.

Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ μία ἄλλη ὄψη τῆς παραβολῆς: ἡ πείνα, ἡ δυστυχία καὶ ἡ μοναξιά, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποστρεφόμαστε στὴ ζωὴ κι ὅμως ἀποτελοῦν συχνὰ τὴ μόνη ἐλπίδα μας νὰ σωθοῦμε. Ὅσο διάγουμε στὴν ἄνεση τοῦ βίου ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν πραγματική μας κατάσταση. Ἀποδεικνυόμαστε ἀνίκανοι νὰ σκύψουμε μέσα μας καὶ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε μόνοι στὴ μέση του πλήθους καὶ πάμφτωχοι στὸ κέντρο τοῦ πλούτου. Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τὰ πικρὰ καὶ δύσκολα ποὺ ἀνταμώνουμε στὸ δρόμο μας, ὅλα αὐτὰ ποὺ μισοῦμε καὶ φοβόμαστε, εἶναι ἡ σωτηρία μας. Γιὰ μᾶς ἡ στέρηση εἶναι ὅρος οὐσιώδης. Κι ἂν δὲν ἔχουμε στερηθεῖ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ στερούμαστε στὸ σημεῖο ποὺ ἡ ἔλλειψη θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπίγνωση ὅτι ἀντικρίζουμε τὸν Θεὸ σὲ κατάσταση ὁλοκληρωτικῆς γύμνιας καὶ ἀνέχειας –τὴ μόνη κατάσταση ποὺ μᾶς ἀνήκει.

Ἕνας ὄμορφος μύθος διηγεῖται τὴ ζωὴ ἑνὸς πάμφτωχου ραβίνου ποὺ πρωΐ-βράδυ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ γενναιοδωρία Του. Κάποιος ποὺ ἄκουσε τὴν προσευχὴ του ἀναρωτήθηκε: “Πῶς μπορεῖς νὰ εἶσαι τόσο ὑποκριτής; Δὲν βλέπεις ὅτι ὁ Θεός σοῦ ἔχει στερήσει τὰ πάντα;” Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: “Κάνεις λάθος. Ὁ Θεὸς μὲ κοίταξε καὶ σκέφτηκε, “αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθεῖ ἔχει ἀνάγκη τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, τὸ κρύο καὶ τὴ μοναξιά, τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἐγκατάλειψη.” Καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε σὲ ἀφθονία”. Νὰ τὸ ἀληθινὸ χριστιανικὸ ἦθος, ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς πιστοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ μόνο ποὺ ἔχει πραγματικὴ σημασία εἶναι ἡ ψυχή του. Τὸ ἴδιο μᾶς φανερώνει καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἀσώτου.

Ὁ ἄσωτος γιὸς μᾶς διδάσκει καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐπιστρέφει ἔχοντας προετοιμάσει τὴν ὁμολογία του: “Πατέρα ἁμάρτησα. Δὲν ἀξίζω πλέον νὰ καλοῦμαι υἱός σου. Συγκατέλεξέ με ἀνάμεσα στοὺς δούλους σου”. Ἀλλὰ ὁ Πατέρας δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ συνεχίσει. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ξεστρατισμένος γιός, μία ἄσωτη θυγατέρα, ἕνας ἀνάξιος φίλος. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ξεπερνάει τὶς δυνατότητές μας εἶναι νὰ ὑποβιβάσουμε τὴν ποιότητα τῆς σχέσης μας. Ἕνας ἀνάξιος γιὸς δὲν μπορεῖ νὰ μετατραπεῖ σὲ ἄξιο μισθοφόρο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὴ γέννησή μας, τὸ δικαίωμα ποὺ μᾶς χάρισε ἡ ἀγάπη. Δὲν γίνεται, δηλαδή, νὰ ψάχνουμε γιὰ συμβιβασμοὺς καὶ γιὰ νομικὲς ὁριοθετήσεις στὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέμε: “Ἀδυνατῶ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν καρδιά μου, ἀλλὰ θὰ σοῦ φερθῶ καλά. Δυσκολεύομαι νὰ σὲ ἀγαπήσω, ἀλλὰ θὰ σὲ ὑπηρετήσω”. Εἶναι μία ψεύτικη σχέση ποὺ ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ δεχθεῖ.

Τὸ τελευταῖο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ Σαρακοστὴ μᾶς δίνεται μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν ἀμνῶν καὶ τῶν ἐριφίων ποὺ θέτει ἐνώπιόν μας τὸν ἑξῆς προβληματισμό: Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε νὰ κρίνουμε κι αὐτὸ ποὺ τελικά μᾶς κρίνει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη. Εἶναι πιθανὸν νὰ νομίζουμε ὅτι κρινόμαστε μὲ βάση τὴν ἱκανότητά μας νὰ θεολογοῦμε ἢ νὰ μετέχουμε μὲ τὴν ὑψηλὴ θεωρία σ’ ἕναν κόσμο ὑπερβατικό. Ὡστόσο, ἡ παραβολὴ μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ πρὶν εἰσέλθουμε στὴ Θεία πραγματικότητα εἶναι πιὸ ἁπλή: Ἔχετε γίνει ἄνθρωποι; Ἐὰν ὄχι, μὴν φαντάζεστε ὅτι θὰ μπορέσετε ποτὲ νὰ ὁμοιάσετε τὸν Θεό, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μέτρο γιὰ κάθε τι.

Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι σημαντικό, γιατί μόνιμα πέφτουμε σὲ μία λανθασμένου τύπου κρίση. Μετρᾶμε τὴν ἀτομική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, πόσο πιστοὶ εἴμαστε ἢ πόσα γνωρίζουμε γιὰ τὸν Θεό, ζητήματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε “πιετισμό”, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν χριστιανισμό. Ἀλλὰ ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶστε ἄνθρωποι ἢ μήπως ὑπ-άνθρωποι; Μὲ ἄλλα λόγια, εἶστε ἱκανοὶ ν’ ἀγαπήσετε ἢ ὄχι; Ἤμουν νηστικός, διψασμένος, γυμνός, φυλακισμένος, ἄρρωστος. Ἤσασταν σὲ θέση ν’ ἀνταποκριθεῖτε στὴ δυστυχία μου μὲ ὁποιοδήποτε κόστος καὶ μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, ἢ ὄχι;

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἂς θυμηθοῦμε ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ζητᾶ νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ νόμο. Δὲν πρόκειται νὰ ζυγίσει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ποὺ προσφέραμε, οὔτε θὰ ἀριθμήσει τὶς ἐπισκέψεις μας σὲ ἀσθενεῖς καὶ τὰ παρόμοια. Αὐτὸ ποὺ θὰ μετρήσει εἶναι ἡ ἀνταπόκριση τῆς καρδιᾶς μας. Ἡ πράξη συχνὰ καθ’ αὐτὴ δὲν σημαίνει τίποτα. Γινόμαστε ἄνθρωποι τὴ στιγμὴ πού, σὰν τὸν Τελώνη καὶ τὸν Ἄσωτο γιό, θὰ ἔχουμε φτάσει στὴν ἀγάπη καὶ ἡ καρδιά μας θὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ δὲν θὰ μποῦμε ποτὲ στὴ διαδικασία νὰ αἰσθανθοῦμε δικαιωμένοι γιατί δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐκπλήρωση τοῦ νόμου ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον ἀφομοιώσαμε τὸ νόμο ὥστε αὐτὸς νὰ δώσει καρπὸ μέσα μας τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης.

Ἔτσι θὰ ἀρχίσουμε νὰ κατανοοῦμε τὸν ἀνακαινιστικὸ ρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ παίξει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς. Θὰ ἔχουμε περάσει ἀπὸ ὅλα τὰ στάδια τῆς κρίσης καὶ θὰ ἔχουμε ἀφήσει πίσω μας τὸ σκοτάδι καὶ τὸ νόμο, ἐνῶ μπροστὰ μας θὰ ἀντικρίζουμε τὸ μυστήριο τῆς σχέσης ποὺ καλεῖται “ἔλεος” ἢ “Χάρη”. Καὶ θὰ εἴμαστε πλέον ἀντιμέτωποι πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, ποὺ ἀξίζει νὰ θυμόμαστε πὼς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Χριστό.

Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἂς πορευτοῦμε στὸν καιρὸ τῆς νηστείας. Ἂς ξεκινήσουμε μέσα ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα καὶ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ βαδίσουμε τὴ μακριὰ πορεία τῆς μετά-νοιας. Ἔτσι, θὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας χάρης ποὺ μόνον αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ μοιάσουμε μὲ τὸν Χριστό.

πηγή

«Ἐκ πίστεως εἰς πίστιν»


ceb5ceb9cebacf8ccebdceb1-31457[1]

Ἀρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου
Ὡς χριστιανοί πιστεύουμε σέ ἕναν προσωπικό καί ζῶντα Θεό καί ὄχι σέ κάποιου εἴδους μακρινό καί ἐγωκεντρικό Θεό, βυθισμένο στή φίλαυτη ἐνατένιση τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἀνίκανο νά εἰσέλθει σέ κοινωνία μέ τά κτιστά ὄντα. Γιά μᾶς ἡ ἀπόδειξη τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνέργειά Του, ἡ χάρη Του, μέ τήν ὁποία μετέχουμε στή ζωή Του. Ἀκόμη καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀμφιβολίες, τό ἄγγιγμα τῆς θείας χάριτος στήν καρδιά τοῦ διασκορπίζει ὅλα τά νέφη καί ἐνεργοποιεῖ μέσα του τή θεία ζωή. Ἡ ζωή αὐτή δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, καί κανένας ἀνθρώπινος συλλογισμός δέν μπορεῖ νά τῆς ἀντιταχθεῖ. Ἡ πρώτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου στρέφει τήν ὕπαρξή του πρός τόν Θεό, ἐνσταλάζει μέσα του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί αἰχμαλωτίζει τήν καρδιά.
Πράγματι, αὐτός ἀκριβῶς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ βοηθεῖ τήν καρδιά μας νά ἀναδυθεῖ. Ἡ Γραφή ἀναφέρεται στή «βαθεία καρδία» (Ψαλμ. 62, 7) τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία ἀπευθύνεται ἡ ἐπισκοπή τοῦ Θεοῦ ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ καί ἀπό τό βράδυ ὡς τό πρωί (Ἰώβ 7, 18). Ὅταν ὁ Ἰώβ ρωτᾶ: «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι ἐμεγάλυνας αὐτόν;» (Ἰώβ 7, 17), ἡ Ἁγία Γραφή δίνει τήν ἀκόλουθη χαρακτηριστική ἀπάντηση: ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κατεντευκτής Θεοῦ» (Ἰώβ 7, 20). Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ἡ καρδιά ἔχει γίνει στόχος τοῦ Θεοῦ, παρίσταται ἐνώπιόν Του καί συνομιλεῖ μαζί Του ἐπί ἴσοις ὄροις, μεσιτεύοντας γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, γιατί ὁ Θεός τοῦ ἀπένειμε τήν τιμή αὐτή. Ὁ Θεός ποθεῖ αὐτή τήν ἰσότητα ἐπικοινωνίας μέ τόν ἄνθρωπο· δέν τόν θεωρεῖ ὡς ἕνα κτίσμα πού ἁπλῶς τό ἔφερε στό εἶναι, ἀλλά ὡς «εἰκόνα» Του, ὡς κάποιον ἴσο μέ Αὐτόν μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά συνδιαλέγεται.
Σέ ὅλη τή Γραφή βρίσκουμε ἀναρίθμητα περιστατικά, ὅπου ὁ Θεός ἀπευθύνεται στόν ἄνθρωπο ὡς πρός ἴσο Του: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθέν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10, 32-33). Ἄν μέ τή χάρη τοῦ Πνεύματός Του εἰσέλθουμε σέ προσωπική σχέση μαζί Του, τότε Τόν ὁμολογοῦμε, ὄχι τόσο μέ λόγια, ὅσο μέ τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του μέσα μας. Γιατί τότε Ἐκεῖνος εἰσδύει στήν καρδιά μας καί ἐκεῖ μαρτυρεῖ τή σωτηρία μας μέ τή χάρη Του. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ἐπιβεβαιώνει τήν παράδοξη αὐτή ἀλήθεια, ὅταν λέει ὅτι τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ στήν καρδιά μας γιά τή σωτηρία μας .
Ἕνας ἄλλος τρόπος, ὅπου γίνεται φανερό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ὁμιλεῖ ἐπί ἴσοις ὄροις, εἶναι ὁ λόγος Του: «Ἐάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμῖν ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. 6, 14). Ἡ ἰσότητα αὐτή ἐπιβεβαιώνεται περαιτέρω στήν Κυριακή Προσευχή: «Ἅφες ἠμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. 6, 12). Ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ ἄρνηση τῆς συγχωρήσεως φαίνεται ἴσως αὐστηρή. Ἄν ὅμως λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός καί ἐμεῖς ἁπλῶς τά πλάσματά Του, τότε διαπιστώνουμε ὅτι οἱ ὅροι τῶν λόγων Του εἶναι οἱ πλέον ἄνισοι: ὁ Θεός εἶναι ἀπίστευτα οἰκτίρμων στήν κρίση Του!
Ὁ Θεός στήν ἐπιθυμία Του νά καταστήσει τόν ἄνθρωπο ἀληθινά ἴσο μέ Αὐτόν, ὁμοίωσή Του, κατευθύνει πρός αὐτόν τήν «ἐπισκοπή» Του καί ἀναζητεῖ τή βαθεία καρδία του. Ποθεῖ νά ἀποκτήσει ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου «νοερά καί θεία αἴσθηση» (Παροιμ. 15, 14), δηλαδή ὄχι ἁπλῶς τή λειτουργία τῆς σκέψεως, ἀλλά ἀκριβῶς αὐτή τή μορφή ἐσωτερικῆς ζωῆς πού ἀνυψώνει τήν ὕπαρξή του πάνω ἀπό ἐκείνη τῶν ζώων. Ὁ ὀρθός λόγος μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπό αὐτά. Ἄν ὅμως ὑπηρετεῖ μόνο τή φυσική μας εὐζωΐα, τότε ἐλάχιστα ὑπερβαίνουμε τό ἐπίπεδο τῶν αὐτοσυντηρούμενων ζώων. Ἄν ἐπιπλέον ἡ ἐσωτερική μας ζωή ἐκδαπανᾶται στίς μέριμνες τοῦ κόσμου αὐτοῦ, θά καταλήξει σίγουρα στό μνῆμα μαζί μέ τό σῶμα μας. Ὅπως ὅμως προαναφέραμε, ἡ θεία κλήση μας εἶναι πολύ ἀνώτερη. Ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ νά ἐπισκεφθεῖ τή βαθειά καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μέ τή ζωηφόρο, νοερή καί θεία αἴσθηση τῆς παρουσίας Του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει συναίσθηση τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ στήν καρδιά του, τόν ἐπισκιάζει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.
Μόλις ἡ καρδιά μας αἰχμαλωτισθεῖ ἀπό τό ἱερό αὐτό δέος καί ἀρχίσουμε νά αἰσθανόμαστε τή ζωοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, εἰσερχόμαστε σέ προσωπική κοινωνία μέ τόν προσωπικό Θεό· Ἐκεῖνον πού ἀποκάλυψε τόν Ἑαυτό Του, τόν Θεό-Πατέρα, τόν Θεό-Υἱό καί τόν Θεό-Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ σχέση αὐτή συνιστᾶ γεγονός πού ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη διάνοια. Κάποιοι ἀλλόθρησκοι ἀντιτείνουν: «Δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τόν Χριστιανισμό. Πῶς μπορεῖ νά ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι συγχρόνως Τρεῖς καί Ἕνας; Ἡ δική μας θρησκεία εἶναι λογικότερη, γιατί πρεσβεύει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας, παντοδύναμος, ἔχει αὐτό τό χαρακτηριστικό, αὐτό τό ἰδίωμα κλπ.». Ἀποδίδοντας ὅμως οἱ ἀλλόθρησκοι στόν Χριστιανισμό τό στοιχεῖο τοῦ ὑπέρλογου, ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνουν τόν χαρακτήρα τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, πού φέρει ἡ πίστη μας, καί συνεπῶς τήν ἀλήθειά της. Ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια δέν ὑπόκειται στήν ἀνθρώπινη λογική, ἀλλά τήν ὑπερβαίνει. Ἐμπιστεύονται ἕναν ὁρισμό τῆς πίστεως, πού ἀποτελεῖ προϊόν τοῦ ἀνθρώπινου ὀρθολογισμοῦ. Μέ τήν ἐπιμονή στή λογική τῆς πίστεώς τους τελικά τήν ἀπαξιώνουν, καταδεικνύοντας τήν ἀπουσία ἀπό αὐτήν τοῦ ἀληθινοῦ χαρακτήρα τῆς ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ κατά πολύ τήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη.
Εἰσερχόμενοι σέ κοινωνία μέ τόν προσωπικό Θεό, μέ ἐμπιστοσύνη σέ Αὐτόν, πού ἡ οὐσία καί ἡ φύση Του εἶναι ἀπρόσιτες, ἀσύλληπτες καί ἀψηλάφητες, Τόν ὑποχρεώνει ἡ πίστη μας νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ μέ τήν ἄφθαρτη χάρη Του. Μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, πού ἀπορρέει ἀπό τό Ἴδιο τό Εἶναι Του, θά γεφυρώσει τό χάσμα ἀνάμεσα στήν προαιώνια καί ἄκτιστη οὐσία Του καί τό περιορισμένο, πλήν ὅμως λογικό, πλάσμα Του.
Ὁ Θεός ἀναζητεῖ ἀκατάπαυστα τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός ὅμως μέ τήν ἐσφαλμένη χρήση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ὑποδουλώνεται σέ πολλές προσκολλήσεις. Ἔτσι παρεμποδίζει τήν εἴσοδο τῆς θείας χάριτος στήν καρδιά του καί τήν παραμονή της ἐκεῖ. Ἐντούτοις τά ἁμαρτήματά μας εἶναι ὡς μηδαμινά μπροστά στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Στά μάτια Του φαίνονται σάν ἐπιφανειακή σκόνη πού ἐξαφανίζεται μέ ἕνα ἁπλό φύσημα. Μόλις ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κυριεύσει τήν καρδιά μας, ἀντιλαμβανόμαστε πόσο ἀνήμποροι εἴμαστε νά καλλιεργήσουμε ἀληθινή σχέση μέ τόν Θεό καί διαπιστώνουμε ὅτι μόνο ἡ χάρη Του μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς γι’ αὐτό.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται σέ μία ἀπίστευτα δημιουργική περιπέτεια μέ τόν Θεό. Τώρα κατανοεῖ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μοναδικός σκοπός γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε· ὅτι αὐτό ὑπῆρξε τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τό ἀνθρώπινο γένος καί ὅτι ὁ ἀληθινός καί τελικός προορισμός του εἶναι ἡ ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Ἀλλά ἡ σχέση αὐτή μέ τόν Θεό τόν ὑποχρεώνει νά διακινδυνεύσει τήν παραίτησή του ἀπό ὅλα. Ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ παροῦσα κατάστασή του μέ τίς ποικίλες προσκολλήσεις τοῦ ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά τή διάβασή του στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Γνωρίζει ὅτι δέν μπορεῖ ἀκόμη νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, καθώς «οὐ μή εἰσέλθη εἰς τήν Βασιλείαν Αὐτοῦ πᾶν κοινόν» (Ἀποκ. 21, 27). Κατανοεῖ ὅτι, ἄν θέλει νά σωθεῖ, πρέπει νά ἀναλάβει τό ἔργο τοῦ ἐξαγιασμοῦ του, «οὗ χωρίς οὐδείς ὄψεται τόν Κύριον» (Ἑβρ. 12, 14). Γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ ἐπενδύει ὁλόκληρο τό τάλαντο τῆς ἐπίγειας αὐτῆς ζωῆς πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, χωρίς νά παρακρατήσει τίποτα, ἔτσι ὥστε νά τό πολλαπλασιάσει ἐπί τριάντα, ἑξήντα ἤ ἑκατό (Μάρκ. 4, 8, 20).
Τότε ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος εἰσάγεται στή γνώση τοῦ δεύτερου εἴδους πίστεως, πού μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς «ἐλπίδα παρ’ ἐλπίδα». Ὅταν, ἀνθρωπίνως μιλώντας, ἐκλείψει μέσα του κάθε ἐλπίδα σωτηρίας, ὁ ἄνθρωπος κρεμᾶ τά πάντα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἐναποθέτει ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη του σέ Αὐτόν, τόν μόνο ἱκανό νά ἀνιστᾶ καί τούς νεκρούς (Ρωμ. 4, 17). Γιά παράδειγμα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ἐγγίσει στό κατώφλι τοῦ θανάτου, «γιά νά μήν ἔχει τήν πεποίθηση στόν ἑαυτό του, ἀλλά στόν Θεό πού ζωοποιεῖ ἀκόμη καί τούς νεκρούς» (Β΄ Κορ. 1, 9).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος διακατέχεται ἀπό αὐτή τήν πίστη πού εἶναι τόσο εὐάρεστη στόν Θεό, μπορεῖ νά προοδεύσει πολύ. Ὁ Θεός ἀνταποκρίνεται, καί ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μαζί Του ἐντείνεται. Μερικοί ψαλμοί καί εὐχές, γιά παράδειγμα στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, περιλαμβάνουν τήν ἱκεσία: «Σός εἰμι ἐγώ, σῶσον με» (Ψαλμ. 118, 94). Ἀλλά ἀνάξιοι ὄντες νά ἐκφέρουμε τόν λόγο αὐτό: «εἶμαι δικός Σου, σῶσε με», ὀφείλουμε πρῶτα νά ἀποδείξουμε στόν Θεό ὅτι εἴμαστε δικοί Του, ἐνεργώντας σύμφωνα μέ τόν χαρισματικό αὐτό τύπο πίστεως.
Ἡ πίστη αὐτή συνδέεται μέ τή χαρισματική ἀπόγνωση, πού εἶναι ἱκανή νά μᾶς ὁδηγήσει ἀληθινά νά διακινδυνεύσουμε τά πάντα γιά νά εὐαρεστήσουμε τόν Θεό. Τέτοια ἀπόγνωση εἶναι ἡ μόνη αὐθεντική ὁδός πρός τήν παρ’ ἐλπίδα ἐλπίδα σέ Αὐτόν μόνο.
Συναντοῦμε πολλά παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς πίστεως στίς Γραφές. Ἐντυπωσιακή εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἀβραάμ, γιά τόν ὁποῖο γράφεται ὅτι πίστεψε στόν Θεό πού ζωοποιεῖ τούς νεκρούς καί καλεῖ τά μή ὄντα ὡς ὄντα (Ρωμ. 4, 17) μέ τέτοια πίστη, πού τόν κατέστησε στή συνέχεια ἱκανό νά πιστέψει «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι» (Ρωμ. 4, 18). Ἔχει μεγάλη σημασία γιά μᾶς νά διεισδύσουμε στήν πίστη του, ἀφοῦ εἶναι ὁ πατέρας ὅλων ἐκείνων πού πίστεψαν μετά ἀπό αὐτόν. Πρωτίστως ὁ Ἀβραάμ πίστεψε στόν Θεό ὡς τόν ζῶντα Θεό, ὁ Ὁποῖος μέ ἕνα μόνο νεῦμα φέρει τά πάντα ἀπό τό μή ὄν στό εἶναι καί ζωοποιεῖ τούς νεκρούς. Ἐπιπλέον, στήν ἐποχή του, ἡ ἀνθρώπινη λογική ἔβλεπε μόνο τήν ἀπόλυτη ἀπελπισία, γεγονός πού ὑπογραμμίζει τήν αὐθεντικότητα τῆς ἐλπίδας τοῦ Ἀβραάμ. Ἦταν θεμελιωμένη σέ ὁλοκάρδια πίστη πού δέν ἦταν ἁπλῶς διανοητική ἀποδοχή τοῦ μυστηρίου τῆς θείας δυνάμεως. Γι’ αὐτό τοῦ ἐνέπνευσε τέτοια ἐσωτερική πεποίθηση, πού τόν ἐνδυνάμωσε νά παραδώσει ὅλη τήν ὕπαρξή του στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά ἐγκαταλείψει ὅλη τή ζωή του στό θέλημά Του.
Ἡ ἐξαιρετική αὐτή πίστη δικαίωσε τόν Ἀβραάμ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τόν κατέστησε πατέρα ὅλων τῶν πιστῶν. Ὅταν ὁ Θεός τόν πρόσταξε: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου καί ἀκολούθει μοι», ὁ Ἀβραάμ δέν ρώτησε ποῦ ἐπρόκειτο νά πάει. Ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «Δεῦρο εἰς τήν γῆν, ἤν ἄν σοί δείξω» (Γέν. 12, 1), χωρίς νά τοῦ ὑποδείξει τή χώρα. Ὁ Ἀβραάμ ἔχοντας ἀγαπήσει τόν Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά του, χωρίς νά ὑποβάλει καμία ἐρώτηση ἀλλά μέ ἀπόλυτη ὑπακοή καί τέλεια πίστη, Τόν ἀκολούθησε μέ ἐμπιστοσύνη σέ κάθε Του λόγο. Τότε Ἐκεῖνος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἀποκτήσει ἀπογόνους, παρά τό προχωρημένο τοῦ γήρατός του. Πάλι, ἀψηφώντας τήν ἡλικία του, πίστεψε ἀκλόνητα ὅτι ὁ Θεός πού ἐγείρει τούς νεκρούς θά μποροῦσε νά εἶναι καί ὁ Δοτήρ τῆς ζωῆς ἀνεξάρτητα ἀπό τίς περιστάσεις. Ἔτσι τόσο πολύ εὐαρέστησε στόν Θεό, ὥστε θεωρήθηκε ἄξιος νά λάβει φοβερές ὑποσχέσεις ἀπό Αὐτόν, ὅπως ἡ εὐλογία ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς μέσω τοῦ σπέρματός του (Γέν. 17, 4-8). Ἀρχή τῆς ἐκπληρώσεως τῆς διαθήκης αὐτῆς ἀποτέλεσε καί ἡ σύλληψη τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰσαάκ. Ἡ Γραφή λέει στή συνέχεια πώς ὁ Ἀβραάμ ἀγάπησε τόν Ἰσαάκ (Γέν. 22, 2), ὥστε νά μᾶς προετοιμάσει γιά τήν παράδοξη παρέμβαση τοῦ Θεοῦ πού ἀκολουθεῖ παρακάτω, ὅταν ὁ Θεός τόν προστάζει: «Λάβε τόν Ἰσαάκ, πορεύθητι ἐφ’ ἕν τῶν ὀρέων καί ἀνένεγκον αὐτόν ἐκεῖ εἰς ὁλοκάρπωσιν». Δηλαδή: «Θυσίασε τόν υἱό σου πού εἶναι ἡ θαυμαστή ὑπόσχεσή μου σέ ἐσένα, τόν υἱό τοῦ θαύματος, μέ τόν ὁποῖο ἡ Σάρρα λύθηκε ἀπό τά δεσμά τῆς στειρότητάς της!» Ἐδῶ κρύβεται μεγάλο μυστήριο. Ὁ Ἀβραάμ, πλήρως ἀφοσιωμένος στόν Θεό, ἀπολάμβανε ὅλη τήν εὔνοιά Του. Ὅταν ὅμως ἀπέκτησε τόν υἱό, κατά τήν ὑπόσχεση πού τοῦ δόθηκε, ἡ καρδιά του προσκολλήθηκε σέ αὐτόν καί ὡς ἐκ τούτου μοιράσθηκε. Γιά νά ἐλευθερώσει τήν καρδιά του, ὁ Θεός τόν ὑπέβαλε σέ φοβερή δοκιμασία, ζητώντας ἀπό αὐτόν νά θυσιάσει τόν ἀγαπημένο υἱό του. Ὁ Ἀβραάμ ὑπάκουσε χωρίς δισταγμό. Ὅταν ὁ Θεός εἶδε ὅτι ἡ καρδιά του εἶχε ἀποκατασταθεῖ στήν πρώτη ἀγάπη της πρός Αὐτόν μέσα ἀπό τήν ὑπακοή καί τήν ἑτοιμότητά του νά προσφέρει θυσία τόν υἱό του, ἀπέδωσε τόν Ἰσαάκ πίσω σέ αὐτόν, πού εἶχε ἀναθέσει ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό.
Ὁ δεύτερος αὐτός βαθμός πίστεως συνέχει τή συνειδητή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού ζωοποιήθηκε ἤδη ἀπό τό πρῶτο στάδιο. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει παραδώσει τώρα τόν ἑαυτό του στά χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Δέν ὁδηγεῖται πιά πρός κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ἀλλά, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ἀρχίζει νά δορυφορεῖται γύρω ἀπό τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ἐναποθέτοντας ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό πού ἐγείρει τούς νεκρούς. Τέτοια πίστη ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά παραμένει στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔχει ἐπιστηρίξει τήν ἐλπίδα του στήν παντοκρατορική ἰσχύ καί στόν λόγο Του.
Κάθε ἄνθρωπος ὡστόσο πού ἔχει ἐγκαταλείψει τόν ἑαυτό του στόν Θεό μέ πνεῦμα πίστεως θά δοκιμασθεῖ διαφορετικά, κάποτε μάλιστα σκληρά. Ὁρισμένοι ἐνδέχεται νά ἀπειληθοῦν ἀκόμη καί μέ θάνατο. Ἀλλά ἄν τή στιγμή τῆς δοκιμασίας μείνουν ἀκλόνητοι ἀποδίδοντας δόξα καί εὐχαριστία στόν Θεό, τότε ἡ πίστη τους, ὅπως αὐτή τοῦ Ἀβραάμ, ὑπερβαίνοντας ὄχι μόνο τόν κόσμο ἀλλά τόν ἴδιο τόν θάνατο, θά ἀναδειχθεῖ πιό ἰσχυρή ἀπό αὐτόν. Γι’ αὐτό τόν λόγο εἶναι τόσο σημαντική ἡ κατανόηση τῆς πίστεως ὡς «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι», ὥστε ἄν ἀξιωθοῦν μίας τέτοιας εὐκαιρίας, μέ σωστή ἀντιμετώπιση νά κερδίσουν τόν Χριστό καί ὅλη τήν αἰωνιότητα. Πράγματι, ὁποιοσδήποτε παραδοθεῖ ὁλόψυχα στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θά ὁδηγηθεῖ ἀπό τόν Θεό μέσα ἀπό τή στενή ὁδό. Θά ἀπεκδυθεῖ τόν παλαιό του ἄνθρωπο, γιά νά μπορέσει νά εἰσέλθει καθαρός στή Βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ καθαροί τή καρδία, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5, 8).
Ἔχει λεχθεῖ ὅτι «ὁ Θεός φῶς ἐστι» (Α΄ Ἰωάν. 1, 5), καί ὅταν Τόν δοῦμε, θά γίνουμε κι ἐμεῖς φῶς ὅπως Ἐκεῖνος (Α΄ Ἰωάν. 3, 2). Ἀλλά χρειάζεται προηγουμένως νά καθαρθοῦμε, γιά νά γίνουμε ἄξιοι τῆς μακαρίας ὁράσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἐποπτεύει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἰδιαίτερα στρέφει τήν προσοχή Του σέ ὅσους ἐπιδεικνύουν προθυμία καί ἑτοιμότητα νά παραδώσουν τόν ἑαυτό τους στά χέρια Του. Ἐπιποθεῖ νά περιποιεῖται τόν καθένα μας ξεχωριστά, ὅπως ἔκανε μέ τόν Ἀβραάμ καί ὅλους τούς ἐκλεκτούς Του. Πράγματι, ὁλόκληρη ἡ Γραφή, πού εἶναι ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ὀφείλει νά ἀνακεφαλαιωθεῖ στή ζωή κάθε προσώπου χωριστά. Ὅταν ὁ Θεός δεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει μέ σοβαρότητα τό θέμα τῆς σωτηρίας του, θέτει ἕνα ἐμπόδιο ἐνώπιόν του, γιά νά τόν δοκιμάσει καί νά ἐνισχύσει τήν προθυμία καί ἀποφασιστικότητά του. Τόν ἐξετάζει καί τόν παιδεύει, ὅπως θά ἔκανε ἕνας πατέρας μέ τόν ἀγαπημένο υἱό του (Ἑβρ. 12, 6-11). Διερχόμενος ὁ ἄνθρωπος τή δοκιμασία αὐτή τῆς πίστεώς του, διδάσκεται πῶς νά ὑπερπηδήσει τό πρῶτο αὐτό πρόσκομμα. Τότε ὁ Θεός τοποθετεῖ μεγαλύτερα ἐμπόδια ἐνώπιόν του, ὥστε νά τόν ἐκπαιδεύσει σέ ἀκόμη ὑψηλότερα ἅλματα πίστεως πρός Αὐτόν. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Θεός τιμᾶ τόν ἄνθρωπο, ἀπονέμοντάς του τό προνόμια νά ἐπιδείξει, ὅπως ὁ Ἰώβ, τό εἶδος τῆς πίστεως πού θά τόν καταστήσει κληρονόμο ὅλων τῶν ἀγαθῶν του Παραδείσου Του. «Πάντα τά ἐμά σά ἐστιν», λέει ὁ πατέρας στόν μεγαλύτερο ἀδελφό του ἀσώτου υἱοῦ (Λουκ. 15, 31). Γι’ αὐτό εἶναι μακάριος ἐκεῖνος πού ἐγκαρτερεῖ σέ καιρό δοκιμασίας καί παραμένει ἀκλόνητος ἀπό τόν πειρασμό, ἀκόμη καί ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου.
«Παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι» εἶναι ὁ ἀκριβής ὁρισμός τῆς πίστεως ἐκείνης, μέ τήν ὁποία ὑπερπηδῶνται καί τά ἀνυπέρβλητα ἀκόμη ἐμπόδια. Αὐτή ἡ πίστη συγκεντρώνει ὅλες τίς σκέψεις μας καί τίς δυνάμεις τῆς καρδιᾶς μας σέ ἕνα μοναδικό σημεῖο καί μέ ἕναν σκοπό. Αὐτό ἐφαρμόζεται ἐπίσης στήν τελειότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπου ἀγωνιζόμαστε νά ἑνώσουμε τόν νοῦ μέ τήν καρδιά. Συσπειρώνουμε ὅλη τήν ὕπαρξή μας στήν καρδιά, ὥστε νά μποροῦμε νά προσευχόμαστε μέ μία μόνο σκέψη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς ἡσυχαστικῆς μας παραδόσεως. Ἔτσι ἀποφασίζουμε νά παλέψουμε ἀκόμη καί μέχρι θανάτου, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιά νά ὑπερπηδήσουμε κάθε δυσκολία. Καί πρέπει νά τό κάνουμε, γιατί ἀπό τήν ὑπέρβαση αὐτή ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας. Στό σημεῖο αὐτό ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἕνας σφιχτός κόμπος, ὅπου ἔχει συγκεντρωθεῖ ὅλη του ἡ ὕπαρξη, καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος κρεμᾶ τά πάντα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀρχίζουμε νά πιστεύουμε, ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τόν Ἀβραάμ, «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι». Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός «δύναται ἡμᾶς ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Ματθ. 3, 9), καί ὅτι «παρά τῷ Θεῶ πάντα δυνατά ἐστι» (Ματθ. 19, 26). Βαθμηδόν γινόμαστε ἕτοιμοι νά προβοῦμε ἀκόμη καί στό φοβερό ἐκεῖνο ἅλμα τῆς πίστεως πού ὑπερνικᾶ τόν θάνατο.
Ἡ χαρισματική πίστη, ὅπως αὐτή τοῦ Ἀβραάμ, μᾶς διαβιβάζει ἀπό τήν ὄχθη τῆς κτιστῆς πραγματικότητας στήν ὄχθη τῆς ἄκτιστης, γεφυρώνοντας τό χάσμα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιδείξει τέτοια πίστη, θά βρεῖ τόν ἀσφαλῆ λιμένα τῆς ἀγάπης, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ἡ πρόσκαιρη ζωή του θά ἑνωθεῖ μέ τήν ἀθάνατη καί αἰώνια θεία ζωή, γεγονός πού συνιστᾶ τό μεγαλειωδέστερο θαῦμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ Θεός ἐκτιμᾶ τήν ἀνθρώπινη ζωή ὡς ἄξια γιά τήν ἕνωση μέ τή δική Του ζωή, μέ τό δικό Του Εἶναι, μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος.
Ἡ ἐκπλήρωση τοῦ δεύτερου αὐτοῦ βαθμοῦ τῆς πίστεως προϋποθέτει μεγάλη προσπάθεια πού ἀπαιτεῖ νά ἐνθυμούμαστε τήν πρώτη μας ἀγάπη πρός τόν Θεό, νά παραμένουμε προσηλωμένοι στήν ἀγάπη αὐτή μέ σταθερότητα, πιστότητα καί ἐμπιστοσύνη. Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως διαβάζουμε: «Καί ὑπομονήν ἔχεις, καί ἐβάστασας διά τό ὄνομά Μου, καί οὐ κεκοπίακας. Ἀλλά ἔχω κατά σοῦ, ὅτι τήν ἀγάπην σου τήν πρώτην ἀφήκας. Μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας, καί μετανόησον καί τά πρῶτα ἔργα ποίησον» (Ἀποκ. 2, 3-5). Τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅταν ὁ Κύριός μας θέσει ἐνώπιόν Του, μερικοί μέ τόλμη θά ποῦν: «Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ Σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καί τῷ Σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῷ Σῷ ὀνόματι δυνάμεις ἐποιήσαμεν;» (Ματθ. 7, 22) καί «ἐφάγομεν ἐνώπιόν Σου καί ἐπίομεν, καί ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας;» Καί ὁ Κύριος θά ἀποκριθεῖ: «Λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργᾶται τῆς ἀδικίας» (Λουκ. 13, 26-27). Πῶς εἶναι δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά θαυματουργοῦν στό Ὄνομά Του καί ὅμως ὁ Κύριος νά μήν τούς ἀναγνωρίζει; Ὅλοι μας, εἴτε γιά μερικά χρόνια πρός τό τέλος τῆς ζωῆς μας εἴτε γιά μία μόνο ἡμέρα ἤ ἀκόμη καί γιά μία στιγμή, θά μπορούσαμε νά συγκεντρώσουμε ἀρκετή δύναμη καί νά πιστέψουμε στόν Θεό μέ ὅλη μας τήν καρδιά. Ἔχοντας τό πνεῦμα αὐτό τῆς πίστεως θά ἦταν δυνατόν νά αἰσθανθοῦμε τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καί μέ τή βοήθειά της νά ἐπιτελέσουμε ἀκόμη καί θαῦμα. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἀποδίδει ἀρκετή σημασία σέ αὐτό, γιατί περιμένει ἀπό ἐμᾶς σπουδαιότερα πράγματα. Ἄν ἐπιθυμοῦμε νά εἴμαστε δίκαιοι καί εὐάρεστοι ἐνώπιόν Του –ἐφόσον, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1, 17· Γαλ. 3, 11· Ἑβρ. 10, 38)–, τότε ἡ πίστη μας ὀφείλει νά βρίσκεται σέ συνεχῆ δναμική αὔξηση, ὥστε νά ἀναγόμαστε «ἐκ πίστεως εἰς πίστιν» (Ρωμ. 1, 17).
Μέ ἄλλα λόγια, οἱ δίκαιοι θά στέκονται «καλῶς» στόν δεύτερο αὐτό βαθμό τῆς χαρισματικῆς πίστεως. Θά στηρίζουν τό καθετί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διακινδυνεύοντας τά πάντα γιά χάρη Του, προκειμένου νά κερδίσουν τά πάντα καί νά βλέπουν ἀκατάπαυστα τό θεῖο θαῦμα στή ζωή τους. Θά πολιτεύονται ἀταλάντευτοι μέ τό εἶδος αὐτό τῆς πίστεως ἕως τέλους. Ὁ Ἀπόστολος ὅμως μᾶς προειδοποιεῖ: «Ἐάν [ὁ δίκαιος] ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ» (Ἑβρ. 10, 38). «Ὑποστέλλω» σημαίνει ἐνδίδω στή νωθρότητα καί τήν ὑπερηφάνεια, παραδίδομαι σέ ἀμελῆ τρόπο ζωῆς, ἐλαττώνομαι ὡς πρός τήν πνευματική ἀνδρεία. Ἀντιθέτως, ἡ ὁδός τῆς πίστεως εἶναι ὁδός δυναμικῆς αὐξήσεως στήν ἐν Θεῷ ζωή (Α΄ Κορ. 3, 7· Κολ. 2, 19), πού μᾶς ὁδηγεῖ ἀπό πίστη σέ πίστη.
Ὁ πιό βαθύς πόθος τοῦ καθενός μας εἶναι νά διατηροῦμε ζωντανή τή σχέση μας μέ τόν Θεό καί νά ἀπολαμβάνουμε τά Τίμια Δῶρα Του. Ἀκόμη καί τό ἐλάχιστο ἄγγιγμα τῆς θείας χάριτος στήν καρδιά μας εἶναι «κρεῖσσον ὑπέρ ζωᾶς» (Ψαλμ. 62, 4), ὅπως βεβαιώνει ὁ ψαλμωδός· εἶναι πραγματικά πολυτιμότερο ἀπό πολλές ζωές. Εἰσερχόμαστε ὡστόσο συνειδητά στή σοβαρή αὐτή κοινωνία μέ τόν Θεό, ὑπό τόν ὄρο ὅτι θά ἐπιδείξουμε τή σταθερότητα τῶν δικαίων, δηλαδή θά ζοῦμε ἐφεξῆς «ἐκ πίστεως».
Ἡ πίστη μας ὀφείλει διαρκῶς νά κραταιώνεται, ὡσότου φθάσει στόν τρίτο βαθμό τῆς πίστεως τῶν δικαίων· στήν πιστή ἀφοσίωση πού μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς νά στεκόμαστε ἀκέραιοι καί ἀταλάντευτοι καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ σταδίου τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὑψηλότατος αὐτός βαθμός πίστεως εἶναι τόσο τέλεια σταθερός, ὥστε δέν ἀφήνει περιθώριο καί γιά τό ἐλάχιστο ἴχνος ἀμφιβολίας· εἶναι ἀδύνατον τέτοια πίστη νά ἐλαττωθεῖ ἤ νά ὑποχωρήσει ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τήν κάθε ἡμέρα ὡς νέο γεγονός· ὡς νέα εὐκαιρία πού τοῦ χορηγεῖ ἡ θεία χάρη. Στό πιό ὥριμο αὐτό στάδιο, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκαλύπτεται πολύ λεπτό καί εὐαίσθητο, ταυτόχρονα ὅμως καί πολύ ἀπαιτητικό.
Στήν ἀρχή ὡστόσο ὁ Θεός ἐμφανίζεται πολύ ἐπιεικής. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς ἀνέσεως καί χαρᾶς πού συνοδεύουν τήν πρώτη χάρη. Παρότι μετέχει ἀκόμη σέ ρυπαρότητα, ἀδυναμία καί ἄγνοια, ἡ χάρη δέν παύει νά εὐφραίνει τήν καρδιά του καί νά τόν ὠθεῖ πρός τά ἐμπρός – ἐξαιτίας τῆς ἀθωότητάς του. Ὁ Θεός εἶναι οἰκτίρμων καί ἐπιποθεῖ πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά τοῦ διδάξει πῶς ἐργάζεται ἡ χάρη Του μέσα στήν ψυχή. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως θά ὑποχωρήσει ἀπό τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού δέν συμμορφώνεται πρός τά προστάγματά Του. Ἡ πρός Ἑβραίους ἐπιστολή ἀναφέρεται ἐκτενῶς σέ ὅσους δέχθηκαν μεγάλα δῶρα, γνώρισαν τή δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καθώς ἐπίσης καί τήν ἀναγέννηση τῆς ὑπάρξεώς τους, ἀλλά ἐξέπεσαν στήν πορεία. Διαβάζουμε στή Γραφή ὅτι εἶναι σχεδόν ἀκατόρθωτο «νά ἀνακαινισθοῦν πάλιν εἰς μετάνοιαν» (Ἑβρ. 6, 4-6), δηλαδή νά ἀποκατασταθοῦν ξανά ἀπό τόν Θεό μετά τήν πτώση τους. Μέ ἄλλα λόγια, ὅσο προσεγγίζουμε περισσότερο στόν Θεό, τόσο πιό ἀπαιτητικό γίνεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ζοῦμε ὅσο τό δυνατόν πλησιέστερά Του καί νά εἴμαστε αἰώνια ἑνωμένοι μαζί Του. Ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ νά συμπεριφέρεται στόν ἄνθρωπο ὡς πρός ἴσο Του, ὡς πρός εἰκόνα Του. Τόν ἔχει προικίσει μέ μεγάλες δωρεές καί δυνατότητες, ὥστε νά μπορεῖ νά παρίσταται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά προσλαμβάνει ὅλο τόν πλοῦτο τῆς θείας ζωῆς. «Πάντα τά ἐμά σά ἐστιν» (Λουκ. 15, 31).
Ὅταν περάσουμε τούς δύο πρώτους βαθμούς πίστεως (εἰσαγωγική πίστη καί χαρισματική πίστη συνδυασμένη μέ τή χαρισματική ἀπόγνωση), θά φθάσουμε στήν πίστη πού διακρίνεται ἀπό τήν ἐσωτερική σταθερότητα καί ἀντανακλᾶ τήν πιστότητα τῶν δικαίων. Τότε θά ἔχουμε πείσει τόν Θεό ὅτι εἴμαστε δικοί Του, ἐνῶ Ἐκεῖνος θά μᾶς ἀπαντήσει μέ τόν λόγο Του πού μένει στήν αἰωνιότητα. Ὁ Θεός θά συνάψει μαζί μας ὁριστική διαθήκη ἀγάπης, ἡ ὁποία, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τή Γραφή, θά εἶναι αἰώνια. Μέ τίς ἴδιες ἀκριβῶς λέξεις πού ἀπηύθυνε στόν Μονογενῆ Του Υἱό θά Τόν ἀκούσουμε νά μᾶς ἀποκρίνεται, ὄχι μόνον: «ἐμός εἶ σύ» (Ἠσ. 43, 1), ἀλλά ἐπίσης, «υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Ψαλμ. 2, 7). Αὐτή εἶναι ἡ μία καί μοναδική ἀληθινή κλήση μας: νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Ἐρώτηση 1: Τί σημαίνει ἡ ἔκφραση «χαρισματική ἀπόγνωση», ποῦ ἀναφέρατε;
Ἀπάντηση 1: Ἡ χαρισματική ἀπόγνωση συνοδεύεται ἀπό ὁρμή γιά ἀδιάλειπτη προσευχή. Χαρισματική εἶναι μόνο ἡ ἀπόγνωση πού γεννᾶ προσευχή πού μᾶς ὠθεῖ νά προσκολληθοῦμε μέ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί νά στρεφόμαστε πρός Αὐτόν συνεχῶς, ἐπειδή κανένας ἄλλος ἐκτός ἀπό Ἐκεῖνον δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει. Ὅταν ἡ ἀπόγνωση εἶναι νοσηρή, δέν εἴμαστε σέ θέση νά προσευχηθοῦμε. Ἄν ὅμως ὑπάρχει προσευχή, ἡ ἀπόγνωση εἶναι θαυμάσια. Ὅσοι ἄνθρωποι προσεύχονται μέ ἀπόγνωση δρέπουν καρπούς στή ζωή τους.
Ἐρώτηση 2: Ἔχει ἡ χαρισματική ἀπόγνωση στοιχεῖα κατάθλιψης μέσα της;
Ἀπάντηση 2: Ἡ χαρισματική ἀπόγνωση εἶναι καρπός τῆς χάριτος. Ὅταν βλέπουμε πόσο ἄσπιλη, ἄμωμη καί μεγαλειώδης εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπελπιζόμαστε τελείως ἀπό τήν κατάστασή μας, γιατί γνωρίζουμε ὅτι στόν Θεό πρέπουν ὅλα τά ἅγια, τά τίμια καί προσφιλῆ, ὅπως τά ἀπαριθμεῖ ὁ Ἀπόστολος (Φιλιπ. 4, 8). Συνειδητοποιοῦμε, πόσο ὑστεροῦμε ἀπό αὐτά, καί ἔτσι φθάνουμε στή χαρισματική ἀπόγνωση. Ἀλλά ἡ ἀπόγνωση αὐτή προέρχεται ἀπό τόν Θεό, γιατί ἐνεργοποιεῖται ἀπό τή χάρη.
«Πιστοί στή διαθήκη τῆς ἀγάπης», Ι.Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2012

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...