Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 08, 2021

Ο άγιος Νεκτάριος και η κατά Χριστόν πενία ,Η φτώχεια του αγίου Νεκταρίου - Χριστιανοί & φτώχεια

 Τι & πώς (απόσπασμα εισήγησης σε συνέδριο για τον Άγιο)

" ....Ο άγιος Νεκτάριος, δεν έγραψε ποτέ κάτι πάνω στο θέμα της «κατά Χριστόν πενίας», καίτοι πολυγραφότατος κατά τα άλλα. Εν τούτοις ήτανε ο ίδιος η προσωποποίηση της χριστιανικής πτωχείας. Υλοποίησε και εκδήλωσε σ' όλη του τη ζωή την μεγάλη αυτή αρετή, της κατά Χριστόν πενίας και ακτημοσύνης. Και βέβαια είναι αυτό η καλύτερη και αυθεντικότερη πραγματεία και επιστολή που άφησε στην εκκλησία μας.
«Νεκτάριος και χρήματα είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα». Αυτό κυκλοφορούσε και μάλιστα διαχρονικά ανάμεσα στους χριστιανούς όχι μόνο της Αιγύπτου όπου έδρασε στα καλύτερα χρόνια της ζωής του, αλλά και σε όλα τα μέρη της Ελλάδος όπου βρέθηκε.



Είχε κάνει ζωηρότατη εντύπωση η αφιλοχρηματία του και η έντιμη πενία με την οποία έζησε και μέσα στην οποία, άφησε την τελευταία του πνοή.
Γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός και απέθανε φτωχός. Υπήρξε ο άνθρωπος όχι του «έχειν» αλλά του «είναι». Πλήρως ανεξάρτητος από την ύλη.
Εκείνο που επιγραμματικά γράφει ο Μέγας Βασίλειος «ου το πένεσθαι επονείδιστον, αλλά το μη φέρειν ευγνωμόνως την πενίαν» όχι απλώς το ζούσε, αλλά και το αγαπούσε και το επεδίωκε επιμελώς και αδιαλείπτως.
Ζυμωμένος με την αρετή αυτή όχι μονάχα αγαπούσε την κατά Χριστόν πενία, όχι μόνο μοίραζε ό,τι είχε αλλά ήτανε πρόθυμος και τον ίδιο τον εαυτό του να μοιράζει στους συνανθρώπους του.
Μέσα του κυριαρχούσε το «συνυπάρχειν» και όχι απλώς το «συνέχειν»· η εσωτερική εκείνη συνοχή της υπάρξεως, η κοινωνία όχι ως ενότητα διαμερισμού των πραγμάτων, αλλά μερισμού του εαυτού του. Άλλο είναι το να κοινωνώ μοιράζοντας και άλλο το κοινωνείν μοιραζόμενος...
Στην πρώτη περίπτωση όλα περιορίζονται στην πράξη και στην πρόθεση της πράξεως. Στην δεύτερη, η σημασία της πράξεως υπερβαίνει τις προθέσεις, οπότε παίρνω επάνω μου και ό,τι δεν επεδίωξα· παραιτούμενος από ύψιστα δικαιώματα του ΕΓΩ. Αυτό θα πεί ακτημοσύνη γνήσια. Να βαστάζεις τα βάρη των άλλων, αναλαμβάνοντας πέραν των αποφάσεων σου και τις άδηλες προεκτάσεις των. Κι' αυτός ήτανε ο όσιος ο εν αγίοις πατήρ ημών Νεκτάριος ο Πενταπόλεως. Όχι ο κατά περίπτωσιν ακτήμων, αλλά ο αείποτε «πτωχός και πένης».
Και αυτό «φόβησε» τους πατριαρχικούς της Αλεξανδρείας. «Φόβισε» σχήμα λόγου. Απλώς χρησιμοποίησαν σαν επιχείρημα στη συκοφαντική σύσκεψη που γύρω στα 1890,χάλκεψαν-μαζί με άλλα συκοφαντικά και έωλα, οι φθονεροί και αδίστακτοι συκοφάντες του, της Αλεξανδρινής πατριαρχικής αυλής.
«Ο Νεκτάριος, είπε ένας απ' αυτούς τότε, φέρει παρωπίδες· δεν βλέπει τίποτα παραπέρα από τον ασκητικό βίο. Δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα που διεξάγει η πατρίδα μας· τη μέθοδο της διπλωματίας μας. Νομίζει ότι ζει στην εποχή των Πατέρων... Καταλαβαίνετε λοιπόν, τι θα πεί να γίνει Πατριάρχης... το παν θα εξανεμισθεί· θα μοιραστεί σε ξυπόλυτους και φελάχους και τα ταμεία θα βρεθούν άδεια. Αλλοίμονο στο ελληνικό στοιχείο... αλλοίμονό μας».
-Αναφέρω αυτό το περιστατικό όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει τον ακτήμονα άγιο, αλλά σαν μια μαρτυρία ανθρώπων της εποχής του, που τον γνώρισαν. Κι' είναι αυτό που βάρυνε μέσα στη συνείδησή του εκκλησιαστικού πληρώματος, και που μαζί με τα άλλα χαρίσματά του, τις θαυματουργίες του κυρίως και τις άλλες αρετές του για να αναγνωριστεί άγιος και να επισημοποιηθεί η αγιότητά του μέσα σε 30 περίπου χρόνια από το θάνατό του απ' το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δηλαδή κατάπ ολύ νωρίτερα απ' ότι ορίζει η παράδοση και οι κανόνες...
Θ' αναφερθώ σε δύο περιστατικά:
Το ένα συνέβη στην αυγή της ηλικίας του όταν ήτανε ακόμη αγόρι 13-14 χρόνων και το άλλο στο τέλος της ηλικίας του όταν συμπλήρωνε 74 χρόνια ζωής πάνω στη γη.
Βρισκόμαστε γύρω στα 1860. Θάταν τότε -γράφουν οι βιογράφοι του- 13 χρόνων με ντρίλινα ρούχα και πλεχτό σκούφο. Αδέκαρος, πάμπτωχος, κρατώντας όλο του το βιός, ένα μπογαλάκι· κι' έφτασε στο λιμάνι κοντά στη Σηλυβρία, την πατρίδα του. Δε βαστούσε ούτε το ναύλο για να μπεί στο σκάφος, κι' ο καπετάνιος το έβλεπε από τη γέφυρα κι' έκανε κέφι, χαμογελώντας. «Για που τόβαλες λεβεντονιέ μου;» - Για την Πόλη είπε ο μικρός· αλλά είμαι φτωχός· δεν έχω λεφτά. «Στην Πόλη δεν πάνε οι τζαμπατζήδες» του απαντάει εκείνος. Κι' ο μικρός Αναστάσης, αυτό ήτανε το βαφτιστικό του όνομα, δεν είπε λέξη. Έστεκε συμμαζεμένος σε μια γωνιά του μουράγιου, περίλυπος, με βουρκωμένα μάτια, καταγεμάτος ικεσία, ενώ οι επιβάτες είχανε πια μπεί στο κατάστρωμα...Το πλοίο έβαλε μπρός αλλά έμενε ακίνητο. Ο καπετάνιος δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη... Σε μια στιγμή ανταμώθηκαν οι ματιές τους. «Πάρε με, πάρε με κι' εμένα», ψιθύρισε ο μικρός Αναστάσης. Και τότε, ω τότε του έγνεψε να μπαρκάρει. Και το αγόρι μ' ένα πήδημα βρέθηκε ψηλά στο κατάστρωμα...Το πλοίο σαλπάρισε, κι' όταν έπλεε ανοιχτά στη θάλασσα ήρθανε οι ελεγκτές για να τσεκάρουν τα εισιτήρια...Αλλά ο καπετάνιος αφού τέλειωσε τη βάρδια του, αποσύρθηκε ν' αναπαυθεί. Νέα εμπλοκή για τον Αναστάση. Τι θα κάμει τώρα; Τι θα πεί πάλι; Θα τον πιστέψουν πως δεν έχει χρήματα;....
Οι ναυτικοί του μιλάνε -εισητήριο μικρέ!-Είμαι φτωχός, λέει. Δεν έχω καθόλου χρήματα. Ο καπετάνιος... αυτός μου επέτρεψε να ταξιδέψω. Πηγαίνω να μάθω γράμματα· να δουλέψω· να ζήσω και να βοηθήσω τους γονείς μου, γιατί είμαστε πάμπτωχοι...Σάς παρακαλώ...Τον συνεπήραν λυγμοί, δεν μπόρεσε να συνεχίσει...
Μέχρις εδώ περιγράφει το επεισόδιο ο Χονδρόπουλος... «Αλλά τα λόγια του παιδιού ήτανε τόσο πειστικά, συνεχίζει άλλος βιογράφος του (ο Δ. Παναγόπουλος), η έκφραση του προσώπου τόσο χαρακτηριστική και τα εκφραστικά αθώα του μάτια έδωσαν την απάντηση και έγινε αδιαμαρτύρητα πιστευτός. Κάποιος βρέθηκε τη στιγμή εκείνη ενδιαφερόμενος που άκουσε την ιστορία του, σίγουρα πλήρωσε το ναύλο, κι' αργότερα αυτός έγινε αιτία να σπουδάσει, να ταξιδέψει, να προχωρήσει. Ήτανε ανηψιός του μεγάλου Ιω. Χωρέμη, του άρχοντα της Χίου που τόσο τον ευεργέτησε αργότερα».
Το συγκινητικότατο περιστατικό που συνέβη στο πρώτο ξεκίνημα του αγίου, φανερώνει, εκτός των άλλων, πως και πόσο η ψυχή του ήτανε βαφτισμένη μέσα στην άγια Πενία, τη χριστιανική αυτή αρετή, που τον συνόδευσε σ' όλη την κατοπινή ζωή του, μέχρι τη στιγμή που παντελώς άπορος μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών σφαδάζοντας από δυνατούς πόνους, λόγω της αρρώστειας του προστάτη.
-Καλόγερος είναι; ρωτάει ο υπάλληλος τη μοναχή, που τον συνόδευε.
-Όχι, του απαντά εκείνη, Δεσπότης.
Κι ο υπάλληλος, χαμογελώντας ειρωνικά
-Αφήστε τ' αστεία γερόντισσα· πέστε μου το όνομά του να συμπληρώσω το δελτίο εισαγωγής του.
-Δεσπότης είναι, παιδί μου, του απαντά πάλι εκείνη. Είναι ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
-Πρώτη φορά βλέπω Δεσπότη (μονολόγησε ο υπάλληλος) χωρίς εγκόλπιο, χωρίς σταυρό, και το σπουδαιότερο, χωρίς χρήματα.
Και ο υπάλληλος κατάπληκτος, απ' όσα του εξιστόρησε με λίγα λόγια η μοναχή, έδωσε εντολή να τοποθετήσουν τον άρρωστο σ' έναν θάλαμο3ης θέσεως προορισμένο αποκλειστικά για εντελώς άπορους, όπου υπήρχαν μερικά κρεββάτια .
Νοσηλεύθηκε 2 σχεδόν μήνες για ν' αφήσει την τελευταία του αναπνοή το βράδυ 10.30' της 8ηςΝοεμβρίου του 1920.
Τα δύο αυτά περιστατικά, σημάδεψαν τον κύκλο της επίγειας ζωής του αγίου Νεκταρίου για να φανούν τα χαρακτηριστικά ενός κατά Χριστόν φτωχού και να παραδειγματιζόμαστε όλοι οι ορθόδοξοι πιστοί. Ζώσα και βοώσα πραγματικότης της κατά Χριστόν πενίας, που δεν είναι πολυτέλεια αρετής για μερικούς μόνο, πιστούς και αγίους, αλλά υποχρέωση για όλους τους χριστιανούς.
Η χριστιανική πενία είναι κάτι το ευρύτερο και το περιεκτικότερο από την απλή υλική, οικονομική πτωχεία. Είναι η κένωση με την βιβλική έννοια του όρου· η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση δια την πλήρωση του ανθρώπου από τον Θεό.
Πολλοί άνθρωποι γεννηθήκανε, ζήσανε και πεθάνανε πτωχοί. Αλλά η πνευματική τους στάση ήτανε ριζικά αντίθετη προς τη φτώχεια τους. Ήτανε φτωχοί, αλλά ζήσανε και πεθάνανε με τον καημό και τη λαχτάρα του πλούτου, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.
Ο άνθρωπος που ζει με τον καημό του πλούτου δεν διαφέρει σε τίποτε από τον πλούσιο. Ο πλούτος είναι το ιδανικό του. Για το χρυσό χτυπά η καρδιά του. Το όνειρό του είναι η πληθώρα των υλικών αγαθών και η αδυναμία του να τα φτάσει είναι το αίτιο της δυστυχίας του. Όλα όμως αυτά τα επιμέρους αγαθά, τα χρήματα (με την αρχαία ερμηνεία της λέξεως) είναι πεπερασμένα. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη δίψα του ανθρώπου για το Απόλυτο.
Έτσι ο άνθρωπος όταν είναι «χρημάτων εραστής», αγωνίζεται να συγκεντρώσει, να απορροφήσει, να αναλώσει και καταναλώσει όσο το δυνατό περισσότερα επί μέρους αγαθά (υλικά, οικονομικά η άλλα) με την ελπίδα ότι έτσι θα θεραπεύσει την ένδειά του, θα γεμίσει το κενό του. Αλλά εις μάτην. Το κενόν όχι μόνο δεν γεμίζει, αλλά ευρύνεται όλο και παραπέρα. Ο «xρημάτων εραστής» όχι μόνο δεν «πλουταίνει», αλλά διαρκώς περισσότερο «φτωχαίνει», και μάλιστα σκορπίζει την πτωχεία και γύρω του.
Βέβαια η «xριστιανική πενία» δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσον. Ο άνθρωπος δεν επλάσθη δια την πτωχείαν και την ένδεια, αλλά δια την πληρότητα και τον πλούτον. Η τραγωδία είναι ότι ο άνθρωπος, παρασυρόμενος από τον πατέρα του ψεύδους, προσπαθεί να φθάσει εις τον προορισμόν αυτόν, να γίνει δηλ. πλούσιος, αντλώντας όχι από τον Θησαυρόν των πραγματικών αγαθών, το Θεό, αλλ' από φρέατα συντετριμμένα. Γι' αυτό και η Εκκλησία σαν μέσο λυτρώσεως του ανθρώπου απ' αυτή την τραγωδία προτείνει την απόσπαση, την απεξάρτηση και απογύμνωση του ανθρώπου από τα φαινομενικά αγαθά, την «κένωση» όπως είπα και πρωτύτερα, η οποία θα επιτρέψει την «πλήρωση» του ανθρώπου από το εν αγαθόν ούτινος αληθώς εστι χρεία, το Θεό.
Αυτό το πέτυχε ο άγιος Νεκτάριος και όλοι οι άγιοι με πρωτοπόρους τους αναχωρητές. Ευχαριστούσε το Θεό για όσα του είχε χαρίσει. Τον ευχαριστούσε που τον αξίωσε να γεννηθεί πτωχός, να ζήσει πτωχός και να πεθάνει άπορος. Αγαπούσε την πενία, όχι από συνήθεια, η κάνοντας φιλοτιμία την ανάγκη, αλλά επειδή πίστευε πως το αντίθετο της πενίας, ο πλούτος, είναι αμαρτία. Άλλωστε και όταν έγινε η κουρά του σε μοναχό, στη Ν. Μονή της Χίου, εδήλωσεν επίσημα, πως μαζί με τις δύο άλλες αρετές του μοναχού, υπακοήν και παρθενία, θα τηρήσει δια βίου και την κατά Χριστόν πτωχείαν. Κι από τότε μπαίνει στην άσκηση αυτής της πενίας κατά την πιο οντολογική σημασία του όρου.
Ήξερε πολύ καλά το υπέροχο εκείνο απόφθεγμα του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο λόγο του «περί ακτημοσύνης» (§ ιε') και το βίωσε σ' όλη του την πληρότητα: «ο γευσάμενος των άνω ευχερώς των κάτω καταφρονεί. ο δε εκείνων άγευστος επί κτήμασιν αγάλλεται».
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, κλίμα ακτημοσύνης, έζησε ο άγιος Νεκτάριος από την παιδική του κιόλας ηλικία. Είχε σαφή και βαθειά εμπειρία «των άνω» γι' αυτό και του ήτανε εύκολη η υπέρβαση «των κάτω». Έζησε στιγμές που δεν είχε ούτε τις λίγες δεκάρες για να αγοράσει ψωμί.
Σ' ένα γράμμα του που έγραψε στον πατριάρχη Σωφρόνιο στις 11 Μαρτίου 1895 διαβάζουμε:«... τοσούτον, Παναγιώτατε, εγενόμην εγώ κακός προς Υμάς, ώστε μετά τέσσερα έτη από της αδικωτάτης από Αιγύπτου αναχωρήσεώς μου καθ' α εζήτουν (φυτοζωών) τον επιούσιον άρτον, όπως μερίζομαι αυτόν τοις φτωχοίς... κ.λ.π.)».
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού πούχε νοικιάσει στον άγιο μας πληροφορεί ότι αρκετές ημέρες έμενε εντελώς νηστικός, όταν ήρθε στην Αθήνα από την Αίγυπτο: «Ένας κοτζάμ δεσπότης να μην έχη μια δυο δεκάρες να γευτεί ψωμοτύρι;» «Στερούμαι και αυτού του επιουσίου» είπε στον Μελά εξ Αιγύπτου, πολιτευτή και παράγοντα της τότε Κυβέρνησης.
Πάμπολλες τέτοιες ομολογίες του ιδίου αλλά και των ανθρώπων που κινούνταν γύρω του, θα μπορούσε κανείς ν' αναφέρει, για να καταδειχθεί το βασικό γνώρισμα του αγίου: Λογάριαζε τη φτώχεια σαν ευλογία του Θεού. Χαιρότανε τη φτώχεια και ποτέ του δεν λαχτάρισε τον πλούτο, ούτε πεθύμησε τ' αγαθό του πλησίον. Ο άγιος Νεκτάριος είχε βαθιά συνείδηση της συζυγίας Χριστού και πενίας. Και γνωρίζοντας αυτή την ταύτιση, Χριστού και πενίας, είδε ολοκάθαρα σ' αυτή το βάθρο που πάνω σ' αυτό έστησεν ο Χριστός τον πένητα και τον ανέδειξε σε σφαίρες πανύψηλες. Έγινε ο ίδιος ο Χριστός, ο μεγάλος, ο ασύγκριτος πρόγονος του φτωχού.
Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να τα καταλάβουν οι πλούσιοι κι όλοι οι άλλοι, που κι αν δεν είναι πλούσιοι, ζούνε με τη λαχτάρα του πλούτου κι έχουνε τον πλούτο για ιδανικό τους. Οι τέτοιας λογής πλούσιοι κι οι τέτοιας λογής φτωχοί είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της πλουτολατρείας.
Όταν ο Κύριος απευθύνεται στους φτωχούς, την πενία ευαγγελίζεται. Κι όταν ο πλούσιος νεανίσκος, που είχε τηρήσει όλον τον Νόμον, ρωτάει τον Ιησού τι άλλο να κάνει για να εξασφαλίσει την Ουράνια Βασιλεία, ο Χριστός του λέει να μοιράσει τ' αγαθά του στους φτωχούς και να τον ακολουθήσει.
Έχει μεγάλη βαρύτητα, ξέρετε, ο λόγος αυτός του Κυρίου. Δεν είπε στον πλούσιο να δώσει τ' αγαθά του σ' ένα φτωχό, αλλά να τα μοιράσει στους φτωχούς. Σκοπός του Χριστού δεν ήταν να κάμει έναν πλούσιο φτωχό, δημιουργώντας ταυτοχρόνως έναν καινούργιο πλούσιο, αλλά να μεταλλάξει ένα πλούσιο σε φτωχό, χωρίς να μετακινήσει απ' την καθαγιασμένη περιοχή της πενίας κανένα φτωχό, κάνοντάς τον ανεπάντεχα πλούσιο.
Θυμηθείτε τι είπε στον Ιούδα ο Κύριος εξ αφορμής του μύρου που κόστισε 300 δηνάρια: «Tούς φτωχούς έχετε πάντοτε μεθ' εαυτών». Τι σημαίνει αυτό, παρά το ότι η πενία δεν είναι η καταραμένη εκείνη περιοχή που πρέπει να λείψει, αλλά περιοχή καθαγιασμένη που έχει πρόγονό της, πρόδρομο και παράδειγμα φωτεινό τον Ίδιο το Χριστό; Και ο λόγος αυτός δεν είναι καθόλου δικαίωση του πλούτου, όπως μπορεί να τον υποστηρίξουν οι δεξιοτέχνες της αρπαγής, αλλά υπογραμμισμός της ιερότητος της πενίας. Η Εκκλησία θα λέει πάντοτε πως ο πτωχός είναι η εικόνα και η ομοίωσις του Χριστού και κείνος που λατρεύει τον πλούτο είναι η εικό­να και η ομοίωση του Εωσφόρου. Και είναι θλιβερό ότι ο φτωχός, σήμε­ρα στον αιώνα της πλουτολατρείας, έχασε τη συνείδηση της ιερότητάς του.
Οι φτωχοί του Θεού δεν είναι οι οικονομικά εξαθλιωμένοι που επαναστατούν, αλλά οι εν τω ολίγω αναπαυόμενοι. Και πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά χρήματα, αλλά εκείνος που έχει απίθανα ελάχιστες ανάγκες. Πενία είναι η περιοχή που αρέσει στο Θεό και που ο Θεός ευλογεί και βοηθάει.
Το ιδανικό της δεν περιορίζεται μόνο στον υλικό τομέα. Υπάρχουν λογής λογής πλουτολατρείες. Άλλοι θησαυρίζουνε χρυσό και ασήμι, άλλοι συσσωρεύουνε άκαρπη μάθηση και παριστάνουν τους σοφούς, άλλοι εισπράττουνε τιμές και δόξες και διακρίσεις κι άλλοι έχουν την υστερία της εξουσίας.
Προς όλα αυτά ο κατά Χριστόν πένης Νεκτάριος ο Πενταπόλεως αντιδικούσε επίμονα και σταθερά. Και μη μου ειπείτε ότι παρ' όλα ταύτα διεκδικούσε επίμονα τους μισθούς 16 μηνών που του στέρησαν οι πατριαρχικοί της Αλεξανδρείας, η ότι κατεδέχετο να παίρνει από τα λεγόμενα «τυχερά» όταν ιεροπραττούσε, γιατί υπάρχει απάντηση από τον Ίδιο τον Κύριο, όστις «διέταξε τοις το Ευαγγέλιο καταγγέλουσι εκ του Ευαγγελίου ζήν».
Τέτοιου είδους προσφορά ελεημοσύνης, την θεωρούσε καρπό χριστιανικής αγάπης και την δεχότανε χωρίς να νοιώθει βαθύτερα ντροπιασμένος. Φτάνει να είναι οι προσφέροντες δότες ιλαροί. Κι αν ακόμη δεν ήτανε, ο κατά Χριστόν πένης άγιος Νεκτάριος, δεχότανε την πάσαν ελεημοσύνην με ταπείνωση, δίχως ν' αφήνει τον εγωισμό του να τον αποτραβά απ' την περιοχή της ταπεινής ζωής.
Το ίδιο έκανε και για τις προσφορές, τα χρηματικά βοηθήματα που του δίνανε οι χριστιανοί και οι φιλάνθρωποι. Τα μοίραζε όλα. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Ποτέ δεν ήξερε αν έχει κάτι στην τσέπη του και τι έχει. Αξιομνημόνευτο είναι και κείνο -ένα από τα πολλά- που έγινε όταν κάποιος ταλαίπωρος φτωχός βιοπαλαιστής και πολύτεκνος, που δεν είχε να εξοφλήσει το γραμμάτιο-χρέος των εικοσιπέντε δρχ. και την άλλη μέρα θα τον έκλειναν στη φυλακή. Πήγε στο Νεκτάριο και κείνος αφού πείσθηκε για την ειλικρίνεια του κατατρεγμένου φτωχού-αδελφού, φώναξε το βοηθό του Σακκόπουλο δίνοντας εντολή να ελεήσει τον άνθρωπο. Ξαναγυρίζει ο Σακκόπουλος -Μά... Σεβασμιώτατε, όλα κι όλα που έχουμε στο ταμείο είναι 25 δραχμές! -Δος' τα Κωστή, του λέει ο Δεσπότης, έχει ο Θεός. Θα μας τα δώσει 5πλάσια! Κι εκείνος έκανε υπακοή και τα έδωσε.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, πήρε είδηση απ' την Αρχιεπισκοπή να πάει με 4-5 Ριζαρείτες να τελέσει στη Μητρόπολη Αθηνών γάμο κάποιου άρχοντα, γιατί αδυνατούσε να παραστεί ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος. Και το αποτέλεσμα ήτανε να προσφέρουν στο Νεκτάριο 100 δρχ. και στους Ριζαρείτες 20, που μπήκανε στο Ταμείο των 25 δραχμών!
Άλλοτε γύρισε στη Ριζάρειο απ' το ναό της Χρυσοσπηλαιώτισ­σας, φορώντας ένα πεπαλαιωμένο ράσο, γιατί το δικό του το πρόσφερε σε κάποιο επαρχιώτη φτωχό ιερέα. Ενώ κάποτε πήγε στη συνεδρία της Σχολής με τις προσωπικές του παντόφλες, γιατί τα παπούτσια του τα πρόσφερε σε κάποιον που δεν εύρισκε το νούμερό του.
Με τέτοια ελευθερία και απλότητα εκινείτο ο άγιος Νεκτάριος. Ήτανε πνευματικά ελεύθερος. Ο εσωτερικά ελεύθερος κινούμενος άνετα κι ανεξάρτητα από κοινωνικό η άλλο «ταμπού». Γιατί ήτανε ο λυτρωμένος από τον ίδιο τον εαυτό του.
Όταν ο Μελέτιος Μεταξάκης, αρχιεπίσκοπος τότε Αθηνών, πήγε αιφνιδιαστικά στην Αίγινα με άσχημες μάλιστα προθέσεις και τον βρήκε ρακένδυτο με τον κασμά στα χέρια, τού κανε δριμύτατη παρατήρηση για την περιβολή του και την πράξη του, να σκάβει δηλ. στον κήπο της Μονής, γιατί τάχα, κατεβάζει πολύ χαμηλά το αξίωμα του αρχιερέα, τότε ο Νεκτάριος, με άνεση πήγε να τον υποδεχθεί χωρίς καθόλου να πεί λέξη, χαρούμενος μάλιστα για την παρατήρηση-επίθεση του Αρχιεπισκόπου.
Ο άγιος Νεκτάριος είχε για πρότυπο και οδηγό το Χριστό, τη ζωή του από τη Ναζαρέτ μαραγκού που κατέβαζε τη θεότητα τόσο χαμηλά κι έδινε το «κακό» παράδειγμα. Στα ίχνη Εκείνου επορεύετο ο Νεκτάριος. Γιατί ήτανε ο εθελοντής πτωχός, ο ιδανικός πτωχός, ο συνεχιστής του Πρώτου Πτωχού, του Κυρίου Του. Θα μπορούσε να ζει άνετα, να κάνει μικρή αποταμίευση για τα γεράματά του, και να μοιράζει κι ελεημοσύνες. Δεν τόκανε όμως. Τα μοίραζε όλα. Δεν νοιαζότανε για την αύριο. Και πέθανε φτωχός, φτωχότατος, στο θάλαμο ενός νοσοκομείου που ήτανε μόνο για άπορους. Και ζωντάνεψε στην εποχή μας κατά τρόπο θαυμαστό την αρετή της «κατά Χριστόν πενίας».
Και ύστερα πως να μη μοσχοβολάει μύρο ουράνιο η μάλλινη φανέλα του την ώρα που τον έντυναν με τα σάβανα της κηδείας του και την απόθεσαν κατά λάθος στο διπλανό κρεβάτι ενός από χρόνια κατάκοιτου παραλύτου, που θεραπεύτηκε και αμέσως σηκώθηκε μόνος του για το σπίτι του. Και για να θυμηθούμε το φτωχό άγιο του Παπαδιαμάντη στο ομώνυμο διήγημά του, «πως να μη μοσχοβολά το χώμα που το έλουσε με το αίμα του ο πτωχός αιπόλος;».
Έστι και άλλα πολλά α εποίησεν δια της δυνάμεως του Θεού ο μεγάλος αυτός θαυματουργός ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, τα οποία θα φανούν και θα τα ιδούμε την ημέρα εκείνη. Δικαιότατα ο λαός και ιδιαίτερα ο κοσμάκης της Αίγινας και του Πειραιά του απένειμε τον τίτλο: «Νεκτάριος, ο Δεσπότης της φτωχολογιάς».

http://www.egolpion.com/
Το μεταφέρουμε από εδώ

Κυριακή, Μαΐου 16, 2021

Μία Εκκλησία, εκατό διαφορετικές γνώμες






 Άγνωστη λέξη η ομοφωνία για τους θρησκευτικούς ηγέτες 

Πόσα «κεφάλια», πόσες γνώμες, πόσες θέσεις, πόσες απόψεις έχει, επιτέλους, αυτή η δύσμοιρη Ορθόδοξη Εκκλησία;

  • Από την εφημερίδα Ορθόδοξη ΑΛΗΘΕΙΑ

Άλλοι λένε «θα κάνουμε Ανάσταση στις 21.00», άλλοι «θα την κάνουμε τα μεσάνυχτα». Άλλοι «να τηρήσουμε τα μέτρα της Πολιτείας (Ελβετία, Γερμανία) και να μη μετέχει ο πιστός στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, ώσπου να περάσει η πανδημία». Άλλοι πρότειναν το μυστήριο να γίνεται «κατ’ οικονομίαν» και με πολλά κουταλάκια, και άλλοι «στα κρυφά, μην πάρει χαμπάρι η γειτονιά ότι κοινωνάει ο πιστός και μας βιντεοσκοπούν».

Η πανδημία αποκάλυψε τις αδυναμίες της Εκκλησίας. «Δικαιοσύνη και δημοκρατία στον απόλυτο βαθμό» λένε οι Μητροπολίτες. «Το μακρύ τους και το κοντό τους» απαντά ο λαόςΆλλα λένε στο Φανάρι, άλλα στα Ιεροσόλυμα, άλλα στη Ρουμανία, άλλα στην Αθήνα και τη Μόσχα, και άλλα στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα. Η γύμνια φάνηκε αυτή την περίοδο. Εκεί που περιμένεις από τους ηγέτες να είναι όλοι με μια φωνή, όλοι λένε ότι πιστεύουν και ερμηνεύουν τα πάντα κατά το δοκούν. Όταν δεν μπορούν να βρουν μια συνισταμένη οι Επίσκοποι, ο απλός παπάς τι θα κάνει; Θα κάνει ό,τι νομίζει ο ίδιος καλύτερο.

Στην Εκκλησία της Ελλάδος υπάρχουν οι αρνητές των εμβολίων και οι αρνητές της επιστήμης, και οι υπερασπιστές της θρησκείας. Στον… μετρητή πίστης κάποιοι Μητροπολίτες προσπαθούν να ξεπεράσουν τους άλλους. Και αντί να το κάνουν με έργο, το κάνουν με λαϊκισμούς, ώστε να χαϊδέψουν τα αυτιά του ακροατηρίου.

Σαν αυτή τη φυλλάδα που «πουλάει» καθημερινά την ορθόδοξη πίστη και όσα είπαν οι Άγιοι γέροντες, για να συγκινήσει τον πιστό λαό. Από κει, λοιπόν, πρέπει να αρχίσουν όσοι ορίζουν την τύχη αυτής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι προκαθήμενοι να έχουν κοινή γραμμή με τους Μητροπολίτες. Οι Μητροπολίτες με τους παπάδες τους. Και οι παπάδες τους με τον πιστό λαό. Κι αυτό δεν γίνεται ούτε με το μαστίγιο ούτε με την απειλή ποινών. Γίνεται με την έμπνευση, με το καλό παράδειγμα.

Αύξηση στα έσοδα από τα παγκάρια

Ήταν μεγάλη η δίψα του κόσμου να πάει στην εκκλησία. Σχεδόν ενάμιση χρόνο ταλαιπωρήθηκε και έκανε να πάει σε ναό, υπό συνθήκες κανονικότητας. Η αυξημένη παρουσία των πιστών αυτό το Πάσχα ήταν η απόδειξη της αγάπης του κόσμου.

Αυτό φάνηκε στους αριθμούς των πιστών και στα έσοδα από τα παγκάριαΣε πανελλαδικό επίπεδο η αύξηση ήταν 30%-40% σε σύγκριση με προηγούμενες χρονιές. Μακάρι να συνεχίσει έτσι… Μήπως και καλύψουν οι ναοί τα υπέρογκα χρέη που έχουν συσσωρευτεί από τότε που ξέσπασε η πανδημία και επιβλήθηκαν οι περιορισμοί.

το μεταφέρουμε από εδώ

Τρίτη, Ιανουαρίου 05, 2021

Έτος 2030 μ.Χ.

Ένα προσωπικό σχόλιο:

 όταν πριν περίπου μια δεκαετία δημοσίευσα  για πρώτη φορά το παρακάτω κείμενο σε αυτό το ιστολόγιο ,δεν πίστευα ότι κάποια στιγμή μπορεί να γίνοταν πραγματικότητα.....

Έτος 2030 μ.Χ.


Ένας ιερέας κατεβαίνει τα σκαλιά μιας υπόγειας κρύπτης. Δεν φοράει σταυρό και ράσα καθώς στην Ελλάδα έχει απαγορευτεί να δείχνεις φανερά το οποιοδήποτε θρησκευτικό σύμβολο.

Το σκεπτικό του νόμου ήταν ότι σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που συνυπάρχουν πολλές θρησκευτικές ομάδες κανένας δεν πρέπει να δείχνει θρησκευτικά σύμβολα δημοσίως για να μην προσβάλει τον συνάνθρωπο του. Ο Ιερέας βγάζει με τρεμάμενο χέρι μια Αγία Γραφή. Είναι παλιά και κιτρινισμένη από την πάροδο του χρόνου. Πολλές σελίδες της είναι σε κακή κατάσταση και δύσκολα διαβάζονται. Έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία της Αγίας Γραφής και οι παραβάτες διώκονται αυστηρά και ο λόγος της απαγόρευσης της ήταν ότι κρίθηκε ως προπαγανδιστικό κείμενο που σκοπό είχε να διαφθείρει την Ελληνική κοινωνία και να την τάξει εναντίον της παγκόσμιας ειρήνης που πρέσβευε η νέα εποχή. Κυκλοφορούσαν βέβαια ακόμα κάποια «αντίτυπα» αλλά ήταν παραλλαγμένα και είχε αφαιρεθεί από μέσα ότι θεωρήθηκε προσβλητικό για την νέα εποχή και την νέα παν-θρησκεία.

Ο Ιερέας ετοιμάζει την κολυμβήθρα. Είναι να βαφτίσει έναν άνθρωπο εκείνη την ημέρα Χριστιανό. Όμως η κολυμβήθρα δεν είναι όπως την ξέρουμε. Είναι ουσιαστικά μια μεγάλη μεταλλική μπανιέρα και ο λόγος είναι ότι αυτός που θα βαφτιστεί δεν είναι νήπιο αλλά ενήλικας. Έχει καταργηθεί ο νηπιοβαφτισμός προ πολλού. Υπήρχε μεγάλη πολεμική στο ζήτημα αυτό και είχαν γίνει πολλά επεισόδια. Το κύριο επιχείρημα εναντίον του νηπιοβαφτισμού ήταν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν ήταν σωστό κατά την νέα-τάξη ο άνθρωπος να βαφτίζεται με το ζόρι όταν είναι νήπιο. Μετά την ενηλικίωση του ας αποφασίσει τι θέλει να κάνει. Έτσι από το 2020 οι Έλληνες δεν μπορούσαν πλέον να βαφτίσουν τα παιδιά τους. Έπρεπε να περιμένουν να αποφασίσει το ίδιο το παιδί.

Ωστόσο πολύ λίγοι Έλληνες πλέον αποφάσιζαν να βαφτιστούν έστω και ενήλικες. Ο λόγος απλός: Τα παιδιά φεύγαν από την οικογένεια νωρίς και πλέον δεν ήταν δυνατό οι γονείς να διδάξουν στα παιδιά τους τις αρχές και την πίστη. Και οι δυο γονείς δουλεύανε νυχθημερόν με αποτέλεσμα τα παιδιά να πηγαίνουν από πολύ μικρή ηλικία σε ολοήμερα σχολεία στα οποία σχολεία τους γινόταν η ανατροφή που ήθελε η νέα εποχή. Το μάθημα των θρησκευτικών είχε πλέον καταργηθεί σαν μάθημα που δίχαζε τους μαθητές και οι εικόνες είχαν αφαιρεθεί από τις σχολικές αίθουσες. Η πρωινή προσευχή είχε αντικατασταθεί με ένα τραγουδάκι που αποτελούσε τον σχολικό ύμνο της νέας εποχής: “όλοι οι άνθρωποι ένα χρώμα μια φυλή μια θρησκεία μια γλώσσα…”.Η ιστορία πλέον είχε αλλάξει και διδασκόντουσαν μόνο κεφάλαια που δεν δημιουργούσαν εθνικές η θρησκευτικές αντιπαραθέσεις. Σε αυτό το κλήμα ο νέος ήταν αδύνατο να μάθει για τον Χριστό…

Ο Ιερέας σχεδόν δακρυσμένος ξεκινάει το μυστήριο. Θυμάται ακόμα τους παλαιούς τρόπους ο γέρο-Ιερέας και κάθε φορά που καλείται να τελέσει κάποιο μυστήριο στους λίγους εναπομείναντες Χριστιανούς η μνήμη του ανασύρει γεγονότα παλαιότερων εποχών. Θυμάται όταν ο τόπος ήταν Ορθόδοξος και οι Έλληνες τελούσαν περήφανοι τα μυστήρια στις Εκκλησίες. Τώρα οι Εκκλησίες έχουν καταργηθεί. Κατασπαταλούσαν το δημόσιο χρήμα είπαν και τις κλείσανε. Οι δημοσιογράφοι φωνάζανε στα κανάλια ότι οι παπάδες έχουν κλέψει πολλά και πρέπει να πληρώσουν. Έτσι όχι μόνο η νέα εποχή έκλεισε τις δημόσιες Εκκλησίες αλλά φορολογούσε υπέρογκα και όποιον επιχειρούσε να ανοίξει μια ιδιωτική. Με την έλλειψη μεγάλου αριθμού πιστών κανείς ιερέας πλέον δεν μπορούσε να καλύψει το έξοδο και έτσι οι εναπομείναντες ιερείς αναγκαζόντουσαν και τελούσαν τα μυστήρια σε σπίτια.

Άλλωστε τα περισσότερα μυστήρια είχαν πλέον απαγορευτεί να τελούνται δημοσίως υπό το πρόσχημα της θρησκευτικής ελευθερίας: Ο αγιασμός των υδάτων δεν τελούταν πλέον γιατί στις θάλασσες υπήρχαν και νεκροί που δεν ήταν Χριστιανοί και προφανώς δεν θα θέλανε να αγιαστούν. Στις λειτουργίες πλέον απαγορεύτηκε να μνημονεύεται ο Στρατός γιατί δεν ήταν όλοι οι φαντάροι Χριστιανοί. Πλέον στην ορκωμοσία της βουλής δεν υπήρχε ιερέας αφού οι βουλευτές δεν ήταν όλοι Χριστιανοί και απαγορεύτηκε το μνημόσυνο των νεκρών με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να μας βεβαιώσει κάποιος που έχει πεθάνει αν ήταν Χριστιανός μέχρι το τέλος της ζωής του η όχι οπότε στην περίπτωση που λίγο πριν πεθάνει άλλαξε γνώμη και έγινε παγανιστής είναι σπίλωση της μνήμης του να του κάνει μνημόσυνο ο παπάς.

Πόσο είχε αλλάξει ο κόσμος! Ο γέρο-Ιερέας έχει τελειώσει το μυστήριο. Δεν μπορούν βέβαια να του δώσουν κάτι ως αντάλλαγμα οι λιγοστοί πιστοί που βρίσκονται εκεί καθώς πλέον το χρήμα έχει καταργηθεί και την θέση του έχει πάρει ένα τσιπάκι στο χέρι η στο μέτωπο. Με αυτό μόνο μπορείς να κάνεις συναλλαγές και όσοι λιγοστοί δεν το έχουν πάρει περνάνε δύσκολα. Μόνο ευχαριστώ μπορούν να του πουν και να του φιλήσουν το χέρι. Και ο γέρο Ιερέας τους δίνει την ευχή του: “Δύναμη παιδιά μου. Σύντομα, πολύ σύντομα θα είμαστε κοντά στον κύριο. Δεν έχει πολύ ακόμα ο κόσμος αυτός και εμείς δεν είμαστε του κόσμου τούτου. Πάμε αλλού,σε έναν κόσμο που θα είμαστε μαζί με τον γλυκό Ιησού…”

Ίσως το κείμενο φανεί υπερβολικό σε κάποιον αλλά, αν αποκωδικοποιήσουμε το τι επιτέλους ζητάνε οι πολέμιοι της Ορθοδοξίας, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά είναι η απώτερη επιδίωξη τους. Όμως μπορούν να γίνουν ΑΝ τους αφήσουμε οι Χριστιανοί να συνεχίσουν το έργο τους. Και λέω ΑΝ γιατί ΔΕΝ θα τους αφήσουμε με την βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν η απάντηση μας στο εν λόγο περιστατικό και στα όσα Αντίχριστα δρομολογούνται στην Ελλάδα είναι μία:
Δεν θα σας περάσει. Η Ελλάδα είναι Ορθόδοξη και έτσι θα παραμείνει. Αμήν+

*****

η εξουσία του σκότους…

 

Image for post

Ο Χριστός είπε στη σπείρα των γραμματέων και των φαρισαίων, που πήγαν να τον συλλάβουν: «Κάθε μέρα ήμουνα ανάμεσά σας και δεν με συλλαμβάνατε. Και ήρθατε μέσα στη νύχτα με ξύλα και μαχαίρια σαν να είμαι ληστής. Για ν’ αποδείξετε έτσι ότι αυτή είναι η δική σας εξουσία, η εξουσία και η ώρα του σκότους»!

Παρόμοια ενεργεί και σήμερα η σπείρα των παγκόσμιων δολοφόνων. Έχει φροντίσει να επιβάλει με όλα τα μέσα, που διαθέτει, το εφτάδιπλο σκοτάδι του νεοταξικού μεσαίωνα. Για να θυμίζουν το Ευαγγέλιο που λέει ότι «πας ο φαύλα πράττων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη αποκαλυφθώσι τα έργα αυτού, ότι πονηρά εισί». Γνωρίζουν όμως ότι η εγκληματική τους δραστηριότητα προσκρούει στον βαθύτερο πυρήνα του ανθρώπου. Γιατί, όπως λέει ο Τερτυλλιανός  «anima hominis naturaliter Christiana». Δηλαδή η ανθρώπινη ψυχή είναι από τη φύση της χριστιανική.

Αυτόν , λοιπόν, τον βαθύτερα αγαθό ανθρώπινο πυρήνα  προσπάθησαν μέχρι τώρα με μύριους τρόπους να τον αλλάξουν. Με δεινές στρεβλώσεις της ιστορίας και λυσσώδεις προσπάθειες για το ξερίζωμα της θρησκείας. Με τον παραμερισμό των ηρώων της πατρίδας  και τον υποβιβασμό των εορτών των αγίων. Με προκρούστειες, όπως τώρα, παρεμβάσεις στο χώρο της παιδείας. Όπου το πατριωτικό φρόνημα αντικαθίσταται με τον εθνομηδενισμό και το ηρωικό φρόνημα με τη δουλαγώγηση. Η φυσιολογική ζωή  με τη διαστροφή και η ηθική με τον αμοραλισμό.

Χαρακτήρισαν παλιότερα τη θρησκεία «όπιο του λαού». Σήμερα όμως έχουν εφευρεθεί τα πανίσχυρα ναρκωτικά της τεχνολογίας. Μεταξύ των οποίων τα πλέον ακατανίκητα είναι η τηλεόραση, το ίντερνετ και τα κινητά τηλέφωνα. Τα οποία έχουν εκμηδενίσει τις διαπροσωπικές σχέσεις με αποτέλεσμα να κλείνεται ο καθένας κυριολεκτικά «στον κόσμο του». Καταντώντας στην  ιδιωτεία, που σύμφωνα με τους αρχαίους. σημαίνει αποβλάκωση.

Άκουγα παλιότερα τον μακαριστό Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο, που φώναζε «κλείστε τις τηλεοράσεις»! Και εύρισκα υπερβολική τη θέση του. Τώρα όμως κατάλαβα πόσο σοφή ήταν η συμβουλή του.  Και πόσο είναι αναγκαίο να κλείσουμε τ’ αυτιά μας στα μπουκωμένα μέσα μαζικής εξαπάτησης(ΜΜΕ). Για τον προφανή λόγο ότι συστηματικά προπαγανδίζουν «τα καλά και συμφέροντα» για τα νεοταξικά αφεντικά τους. Και προβάλλουν ακόμη και τουρκικές σειρές. Ενώ έχουν αποκλεισμένους αυτούς, που θα μπορούσαν να πουν κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο.

Τα ίδια ισχύουν και στο χώρο του ίντερνετ: Οι χρήστες του έχουν μια περιορισμένη ακτίνα δράσεως. Όπως τ’ άλογα, που δεμένα  απ’το παλούκι, βόσκουν, γύρω απ’ αυτό. Το παλούκι στο χώρο του ίντερνετ είναι οι όροι, που καθορίζουν τ’ αφεντικά  της σκοτεινής νεοταξικής μαφίας. Αφού επιτρέπουν να λέει κάποιος τα τετριμμένα, αλλά αν προχωρήσει στα ουσιαστικά τον τρώει το σκοτάδι.

Παράλληλα με τα ηλεκτρονικά ναρκωτικά αποφεύγω ν’ ακούω, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, τους δεκάρικους λόγους των πολιτικών. Όπως επίσης δεν αντέχω τις γλυκανάλατες αγαπολογίες κάποιων δεσποτάδων. Εκτός σπανιοτάτων εξαιρέσεων, όπως ο Νεόφυτος Μόρφου που και με το λόγο του και το έργο του «ορθοτομεί το λόγο της αληθείας». Ή όπως ο πρώην Καλαβρύτων Αμβρόσιος ή ο Κυθήρων Σεραφείμ και ο Νεκτάριος Κέρκυρας, που όλο και κάτι έχουν να πουν ή να κάμουν, για να εμψυχώνουν το λαό. Οι υπόλοιποι παραμένουν εγκλωβισμένοι στο δεσποτικό τους ναρκισσισμό.  Χαϊδεύοντας τους θρόνους, τις πατερίτσες, τις αυτοκρατορικές μίτρες και καμαρώνοντας σαν παγώνια μέσα στα χρυσοστόλιστα άμφιά τους!

Κάποιοι, μάλιστα σαν τα όρνια καραδοκούν να πεθάνει  ο έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτος αρχιεπίσκοπος, για ν’ αρπάξουν, γλείφοντας τον αμερικανό ανθύπατο, το θρόνο του. Αντικαθιστώντας  την ανυπαρξία του με τη δική τους. Επαληθεύοντας έτσι, σε τελική ανάλυση, τον Πρωθυπουργό, που μίλησε για «κότες». Τη στιγμή βέβαια, που προπάντων αυτός, που κάνει τον κόκορα, συμπεριφέρεται απέναντι  στην Κίρκη του Βερολίνου ή τους Αμερικάνους σαν κότα λειράτη.

Και επειδή κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι τους αδικούμε, ας μας πούνε τι έχουν να φοβούνται οι δεσποτάδες και δεν ανοίγουν το στοματάκι τους να πούνε μισή κουβέντα για όσα απαράδεκτα και απίστευτα συμβαίνουν γύρω μας! Όχι μόνο τα τωρινά αλλά και τα παρελθόντα, που μεθοδεύτηκαν σε βάρος του λαού μας και της χώρας μας. Κι αν ακόμη τους διώξουν, θα πεινάσουν μήπως τα παιδιά τους; Τη στιγμή που απλοί άγαμοι κληρικοί, όπως οι ιερομόναχοι π. Αρσένιος  Βλιαγκόφτης ή ο παιδοψυχίατρος  π. Αντώνιος Στυλιανάκης  λένε, χωρίς φόβο και πάθος, τα πράγματα με τ’ όνομά τους, τεκμηριωμένα και υπεύθυνα.  Ακόμη και έγγαμοι, όπως  ο π. Βασίλειος Βολουδάκης ή οι εκπρόσωποι του ΙΣΚΕ με την εξαίρετη επιστολή τους προς τον Αρχιεπίσκοπο. Στην οποία βέβαια ο Αρχιεπίσκοπος και οι πολιτικοί απατεώνες  έκλεισαν τ’ αυτιά τους, ενώ  τα εξωνημένα ΜΜΕ πολέμησαν ή προσπάθησαν να γελοιοποιήσουν, Οι γελοιωδέστατοι!...

Παρόλες όμως τις προσπάθειές τους και τα αποβλακωτικά ναρκωτικά τους , δεν μπορούν να φτάσουν στον επιδιωκόμενο σκοπό. Ο βαθύτερος πυρήνας της ανθρώπινης προσωπικότητας ανθίσταται. Οπότε προκύπτει η ανάγκη της μετάλλαξης του βαθύτερου ανθρώπινου πυρήνα. Πράγμα, που με πρόσχημα τον κορονοϊό, μαγειρεύεται τώρα με ναζιστικές μεθοδεύσεις μέσω των εμβολίων. Για να μας καταντήσουν όπως τα φρούτα και τις διάφορες άλλες τροφές. Που κάποτε ήταν εύγευστα και νοστιμότατα και μοσχοβολούσαν. Και τώρα κατάντησαν άοσμα, άγευστα και άνοστα. Με σκοπό να μας επαναφέρουν στο προχριστιανικό δουλοκτητικό καθεστώς.

Όμως ας μην απελπιζόμαστε. Το «Μέγα Φως»  του Χριστού, που προανήγγειλε ο Ησαΐας, θα νικήσει το σκοτάδι της σατανικής νεοταξικής εξουσίας!

https://papailiasyfantis.wordpress.com

Σάββατο, Δεκεμβρίου 26, 2020

Μετὰ τὰ Χριστούγεννα

 



Εἰς το ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υιοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Με τὴν φαντασία μας, ἄς πᾶμε πίσω 2.000 χρόνια. Τὶ θαυμάσιο μᾶς συμβαίνει: σὲ μιὰ ἑβδομάδα κι ὁ κόσμος εἶναι διαφορετικός. Ὁ κόσμος ἦταν γιὰ χιλιάδες χρόνια σὰν ἕνα χαμένο πρόβατο, καὶ τὸ χαμένο πρόβατο τώρα βρέθηκε καὶ τὸ πῆρε στοὺς ὤμους Του, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σὰν τον υἱό τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἀγεφύρωτο κενό, ποὺ ἡ ἁμαρτία δημιούργησε ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό, ἄρχισε ἐπιτέλους νὰ γεφυρώνεται· ὁ Θεός μπῆκε στὴν ἱστορία, ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ Θεός ἔλαβε σάρκα καί ὅλα ἔγιναν ὁρατά, αὐτό που ἀντιλαμβανόμαστε μεσ’ τὴν τυφλότητα μας σὰν κάποιο ἀδιάφορης σημασίας γεγονός μπορεί μέσα ἀπό Κεῖνον νὰ τὸ δούμε σαν δόξα. Κάτι ἀπόλυτα νέο συνέβη· ὁ κόσμος δὲν εἶναι πιά ὁ ἴδιος. 


Ὡστόσο, ὑπάρχει καὶ μιά ἄλλη διάσταση στὴν Ἐνανθρώπιση. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Θεός σὰν Χριστός εἶπε ἀλήθειες καταλυτικές, ποὺ σταδιακά σὰν μαγιά ἔπεσαν στήν ζύμη καὶ ἄλλαξαν τὸν κόσμο· ὁ Θεός μᾶς ἀποκάλυψε το μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος ἦταν ἀπόδειξη, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἀπόδειξη, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο πλατύς, τόσο βαθύς, τόσο μυστηριωδῶς βαθύς, ποὺ θὰ μποροῦσε ὄχι μόνο νὰ γίνει ναός τῆς θείας παρουσίας, ἀλλά νὰ ἑνωθεῖ με τὸν Θεό (Ἐκείνον), νὰ γίνει μέτοχος τῆς θείας φύσης Του, ὅπως τὸ ἔθεσε ὁ Ἀπ. Πέτρος στὴν ἐπιστολή του. Καὶ πάλι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι σπουδαῖος, κι ὅσο κι ἄν πέφτουμε κι ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τὸν προορισμό μας, ὅσο ἀνάξιοι κι ἄν γινόμαστε γι’ αὐτόν, ὁ Θεός δὲν θὰ ἀποκαθιστοῦσε μαζί μας μιά σχέση, κατώτερη ἀπ’αὐτήν τῆς πατρότητας, της δικῆς Του, καὶ τῆς δικῆς μας θυγατρικῆς ἤ υἱκής ἰδιότητας στὴν ὑψηλότερη μορφή της. Ὁ ἄσωτος υἱός ζήτησε ἀπ’τὸν πατέρα του νὰ τὸν πάρει σαν μισθωτό, γιατί ἦταν ἀνάξιος νὰ λέγεται γυιός· ἀλλά ὁ πατέρας δὲν τὸ δέχτηκε. Ὅταν ὁ γυιός ὁμολόγησε, ὁ πατέρας τὸν σταμάτησε προτού προφέρει αὐτά τὰ λόγια, γιατί ὁ Θεός δὲν θέλει τὸν ἐξευτελισμό μας, δὲν εἴμαστε σκλάβοι ἤ μισθωτοί. Δὲν τὸ εἶπε ο Κύριος στους μαθητές Του «Δὲν σᾶς καλῶ πιὰ ὑπηρέτες, γιατί ὁ ὑπηρέτης δὲν γνωρίζει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου Του, κι ἐγώ θὰ σὰς πῶ τὰ πάντα»;

Να καὶ πάλι ἡ δήλωση ἀπό τὸν Χριστό καὶ μέσα ἀπό Ἐκεῖνον ὅτι τὸν νοιάζει ὁ καθένας ἀπό μᾶς, δὲν εἶναι γιὰ τὸ σύνολο ποὺ ἐνδιαφέρεται, ἀλλά γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς, λέει στὴν Ἀποκάλυψη, θὰ πάρει ἀπό τὸν Θεό ἕνα ὄνομα, ἕνα ὄνομα ποὺ θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ στὸ τέλος τῶν καιρῶν, ἀλλά ποὺ κανείς δὲν θὰ τὸ γνωρίζει παρά μόνο ὁ Θεός καὶ αὐτός ποὺ τὄχει, γιατί αὐτό τὸ ὄνομα θὰ εἶναι ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, μοναδική κι ἀνεπανάληπτη. Ὁ καθένας εἶναι μοναδικός γιά Ἐκεῖνον. Τὶ θαῦμα! Ὁ ἀρχαῖος κόσμος γνώριζε ἔθνη καὶ φυλές, ἤξερε ἡγεμόνες καὶ δούλους, ἤξερε κατηγορίες ἀνθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸν σύγχρονο κόσμο αὺτό γίνεται ὄχι μόνο κοσμικά ἀλλά εἰδωλολατρικά διακρίνουν κατηγορίες καὶ τύπους καὶ ὁμάδες· ὁ Θεός γνωρίζει μόνο ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ ζοῦν.

Καὶ τώρα μιά νέα νομοθεσία δημιουργήθηκε, ἤ μᾶλλον διακηρύχθηκε ἀπό Ἐκεῖνον, ὄχι δικαιωτικός καὶ τιμωρητικός νόμος, ἀλλά μιά ἄλλη δικαιοσύνη. Ὅταν ὁ Χριστός μᾶς εἶπε «ἄς ἀφήσουμε τὴν δικαιοσύνη πέρα ἀπ’ ὅσα οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι λένε». Μιλοῦσε γιά τὸν τρόπο ποὺ θὰ φερόταν ὁ Θεός στὸν καθένα μας. Δέχεται τὸν καθένα μας ὅπως εἶναι. Δέχεται καλό καὶ κακό. Ἀγάλλεται στὸ καλό καὶ πεθαίνει ἐξαιτίας καὶ γιά χάρη αὐτοῦ ποὺ εἶναι τὸ κακό. Κι αὐτό που μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός νὰ θυμόμαστε, κι αὐτό που μᾶς καλεῖ νἄμαστε καὶ νὰ ἀντανακλοῦμε μὲ τὴν συμπεριφορά μας, ὄχι μόνο μέσα στὸν χριστιανικό μας κύκλο, ἀλλά σ’ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ βλέπουμε τὸν καθένα μ’ αὐτή τὴν δικαιοσύνη· ὄχι κρίνοντας καὶ καταδικάζοντας, ἀλλά νὰ βλέπουμε σε κάθε πρόσωπο τὴν ὀμορφιά πού ὁ Θεός ἐντύπωσε πάνω σ’αὐτόν, καὶ πού ὀνομάζουμε «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο». Νὰ σεβαστοῦμε αὐτή τὴν ὀμορφιά, νὰ δουλέψουμε γιά νὰ λάμψει σ΄ ὅλη της τὴν δόξα, διαλύοντας αὐτό ποὺ εἶναι κακό καὶ σκοτάδι και νὰ τὸ κάνουμε δυνατό, ἀναγνωρίζοντας ὀμορφιά στὸν καθένα, γιά να γίνει ἡ ομορφιά πραγματικότητα καὶ νὰ νικήσει.

Μᾶς δίδαξε τῆν ἀγάπη πού στὴν ἀρχαιότητα ἀγνοοῦσαν, καὶ ὁ σύγχρονος κόσμος, ὅπως κι ὁ παλιός, τὸν φοβᾶται: μιά ἀγάπη ποὺ δέχεται νὰ εἶναι εὐάλωτη, ἀβοήθητη, δοτική, θυσιαστική· μιά ἀγάπη ποὺ δίνει χωρίς να μετρᾶ, μιά ἀγάπη ποὺ δίνει ὄχι μόνο ὅ,τι κατέχει ἀλλά τὸν ἑαυτό της. Αὐτό εἶναι ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἐνανθρώπιση, ἔφερε στὸν κόσμο, καὶ παρέμεινε στὸν κόσμο. Ὁ Χριστός εἶπε: «τὸ φῶς λάμπει στὸ σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι δὲν μπορεῖ να τὸ καταλάβει», ἀλλά δὲν μπορεῖ να τὸ ἐκδιώξει. Κι αὐτό τὸ φῶς λάμπει καὶ θὰ νικήσει ἀλλά μόνο ἄν ἀναλάβουμε να γίνουμε οἱ κήρυκες και αὐτοί που ὑλοποιοῦν τις ἐντολές τῆς δικαιοσύνης και τῆς ἀγάπης, ἄν δεχτοῦμε την θεϊκή ὀπτική τοῦ κόσμου καὶ φέρουμε σ’αυτόν τὴν πίστη μας, γιατί αυτή εἶναι ἡ βεβαιότητα καὶ ἡ ἐλπίδα μας, αὐτή εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ μπορεῖ να βοηθήσει κι ἄλλους νὰ ἀναγεννηθούν· ἀλλά γιὰ να ξαναγεννηθεῖ πρέπει να δεῖ τὴν ἀναγέννηση σε μᾶς.

Ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ αρχίσει νὰ ἀναγεννᾶται, με μιά ἕνωση τοῦ Θεοῦ με τὸν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ Λόγος πῆρε σάρκα· ἦταν γιά μᾶς μιά ἀποκάλυψη ανανέωσης, μεγαλοπρέπειας και λάμψης του Θεού στο σκοτάδι και τὴν σκοτεινιά αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Μακάρι νὰ μᾶς χαρίσει ὁ Θεός ἀνδρεία καὶ ἀγάπη καὶ μεγαλεῖο ψυχῆς να γίνουμε ἀγγελιαφόροι Του καὶ μάρτυρες Του, καὶ μακάρι το ἔλεος τοῦ Κυρίου να εἶναι μαζί σας καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ χάρη Του γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, τώρα καὶ πάντα μέχρι το τέλος τοῦ κόσμου.

Ἀμήν.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2020

Τὸ χριστόψωμο

 Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος



 



Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλωστε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινά, πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.

Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου; Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δυὸ ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέση περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰπούσαι αὐτῇ, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπῶν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.

Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ᾖλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἐαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆρας της.

Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὖτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννᾳ ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον, δέ, ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.

Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε τὰ ἐλαττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε, δὲν ἦτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾿ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».
 
*
* *
 
Ὁ καπετὰν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὤρισες, καλῶς σᾶς ηὕρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.

Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186... Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν, ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος καὶ ἔκλεισαν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους, ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως, ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν. Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.

Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον, ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούση καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν. Αὕτη ἐδέχθη μόνο περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μηδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθῃ τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο», καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰ τὸ στερεότυπον «μ᾿ ἕναν καλὸ γυιό».

Καὶ οὐ μόνον, τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.

- Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θειὰ Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾶς.

- Θὰ τὸ φυλάξω ὡς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾿ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.

- Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾿ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ κάθε μιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.

- Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.

Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακό τι.

«Πῶς τὤπαθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο», εἶπε μόνον καθ᾿ ἐαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετὰ τίνος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκανε συντροφίαν, ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της. Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ Ἁγίου Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.

Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτὴ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρι οὗ σημάνη ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾿ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὠδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δυὸ οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.

Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἠμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς.

- Δόσε μου τὸ κλειδί, ᾖλθε ὁ ἄντρας σου.

- Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.

Καὶ ἀντὶ νὰ δώση τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.

Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας, βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.

- Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.

- Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.

- Ὄχι, δὲν εἶναι σου λέω τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δυὸ ἄγκουρες ἀραγμένη καὶ καθισμένη.

- Θέλεις ν᾿ ἀνάψω φωτιά;

- Ἄναψε καὶ δόσε μου ν᾿ ἀλλάξω.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγε ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.

- Θέλεις κανένα ζεστό;

- Δὲν μ᾿ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλης.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.

- Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσης τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.

- Δὲν σ᾿ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;

- Βάλε, στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κι ἐγὼ σὲ λίγο.

Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούση εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήση. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.

- Ἡ μάννα μου δὲ θὰ τὤμαθε βέβαια ὅτι ᾖλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.

- Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;

- Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.

- Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾶς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσεις μόνον;

- Νὰ μεταλάβω κι ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.

Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾿ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλη ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της, ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾿ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.

Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῆ καὶ ν᾿ ἀνοίξη τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβη ἄρτον, ἀλλ᾿ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ Χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.
 
* * *

Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾿ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.

Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ Χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα. Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμο, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.

Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη, ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου. Σημειωτέον, ὅτι ἡ γραῖα, συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της. Ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων.

Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲ θὰ ἦτο πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆρας της.

(Ἐφ. «Ἐφημερίς», 26 τοῦ Δεκέμβρη 1887).

Ἡ Θεία Λειτουργία

 Θεόκλητος Ἀθανασόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης, Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας)




Ἡ Θεία Λειτουργία ὡς τὸ μυστήριο φανερώσεως τῆς συναγμένης Ἐκκλησίας καὶ ἡ εὐθύνη –στάση τῶν λειτουργῶν –ποιμένων πρὶν και μετὰ ἀπὸ αὐτήν.



(Εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Θεοκλήτου Ἀθανασοπούλου, Πρωτοσυγκελλεύοντος Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας, ἡ ὁποία ἔγινε κατά τὴ 2η Ἱερατική Σύναξη τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ.)


Σεβασμιώτατε πάτερ καὶ Δεσπότα, Σεβαστοί μου πατέρες καὶ ἐν Χριστῷ ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ συλλειτουργοί, εὐλογεῖτε.

Κλήθηκε σήμερα ἡ ἀσημότητά μου ἀπὸ Σᾶς ἅγιε Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ, ἄκρως τιμητικά, νά ἀπευθύνη «λόγον ἀγαθόν» στόν ὑφ’ Ὑμᾶς συναγμένο Ἱερό Κλῆρο, στήν τιμία τούτη σημερινὴ ὁμήγυρη, τὴν ὁποία καὶ παρακαλῶ «ἐν σπλάγχνοις Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλ. α’ 8) νά μὲ δῆ καὶ νά μὲ κρίνη ὡς ἀδελφό ἐλάχιστο καὶ ἀνάξιο γιά τέτοια δοχή, ἄρα ἀδελφικῶς καὶ νά μοῦ συγχωρήση τὴν ἀπειρία καί τίς ἀτέλειες. Πρὸς Σᾶς ἀπευθυνόμενος ἅγιε Γέροντα, ἐπιτρέψατέ μου νά Σᾶς ἀπαντήσω στήν εὐγενικὴ καὶ πατρικὴ Σας πρόσκλησι, ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀπήντησε στόν Κύριο ὅταν τοῦ ζήτησε να τὸν βαπτίση, νά βαπτίση δηλαδὴ ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότη: «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ διδαχθῆναι, καὶ σὺ ἔρχη πρὸς με;», παραφράζοντας ἀλλὰ καὶ προσαρμόζοντας τὰ λόγια τοῦ Βαπτιστοῦ στή σημερινὴ περίσταση. Ὅμως «πρέπον ἐστὶν» (Ματθ. γ’ 15) νά ὑπακούσω στήν ἀγάπη Σας, ἀνέβην στό βῆμα καὶ ζητῶ τὴν εὐχὴ Σας πρὸς τοῦτο.

Τὸ θέμα πού μὲ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ προσεγγίσωμε εἶναι: «Ἡ Θεία Λειτουργία ὡς τὸ μυστήριο φανερώσεως τῆς συναγμένης Ἐκκλησίας καὶ ἡ εὐθύνη –στάση τῶν λειτουργῶν – ποιμένων πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν».



Ἐκκλησία: Ὁ ὅλος Χριστὸς


Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ἅγιοι πατέρες, εἶχαν τὴν συνείδηση ὅτι τὸ νά εἶναι κανεὶς Ἐκκλησία σημαίνει νά ἀνήκη στήν κοινότητα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, στήν Ἱερή Ἀποστολικὴ Κοινότητα, νά εἶναι «ἐρριζωμένος» καὶ «οἰκοδομημένος» (Κολ. β’ 7) σ’ ἕνα σῶμα (Ἀ’ Κορ. ια’ 13). Ἐκκλησία γι’ αὐτοὺς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Ἰσραήλ, ὁ νέος ἐπιούσιος Λαὸς τοῦ Θεοῦ, γιά τὸν ὁποῖο ὁ Πέτρος εἶπε: «Εἶστε γένος ἐκλεκτό, σῶμα ἱερέων πού ἔχουν βασιλικὴ καταγωγή• εἶστε συγχρόνως βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, ἔθνος ἅγιο, χωρισμένο ἀπὸ τὸν κόσμο κι ἀφιερωμένο στόν Θεό, λαός πού ἀνήκει κατὰ κυριότητα σ’ αὐτὸν τὸν Θεό» (Α’ Πετρ. β’ 9).

Κι ἀλήθεια ἡ Ἐκκλησία πού ἱδρύθηκε καὶ συγκροτήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι «θεία κοινωνία» κι ὄχι κοσμικὴ κοινωνία• εἶναι ἱερή Κοινότητα ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», οὔτε κἄν «τοῦ αἰῶνος τούτου», ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος καὶ μένοντος αἰῶνος. Εἶναι ἡ Κοινότητα ἐκείνων πού μένουν «ἐν Αὐτῷ» καὶ στην ὁποία Αὐτὸς ὁ Ἴδιος μένει καὶ οἰκεῖ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἕνας Λαὸς ἐκλεγμένος σὲ πορεία, ὁ «νέος Ἰσραήλ», ποὺ τοῦ δόθηκε μιά καινούργια σωτήρια ἱστορική ἐντολή: νά φανερώση στόν κόσμο τὴ νέα σχέση, τή Διαθήκη δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους πού συντελέστηκε «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ποιότητα τοῦ καινούργιου «Λαοῦ τοῦ Θεοῦ» θεμελιώνεται καὶ σφραγίζεται, ὑποστασιάζεται καὶ σφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ νά μετέχη κανεὶς σ’ αὐτὸν τὸν λαό, σημαίνει ὅτι μετέχει στόν Χριστό, ὅτι εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει μιά πράξη ἀποδοχῆς τῆς «Καινῆς Διαθήκης», σημαίνει ἐλεύθερη ἀποδοχὴ καὶ μετοχὴ στό μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ.

Ἐκκλησία εἶναι σύναξη στό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας, εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ συναγμένος καὶ προσκαλεσμένος στήν «κλάση τοῦ ἄρτου» καὶ τὴν «εὐλογία τοῦ ποτηρίου» (Πραξ. β’ 42)• εἶναι τὸ Εὐχαριστιακό Πασχάλιο Δεῖπνο, μιά πράξη βρώσεως καὶ πόσεως, εἶναι εἰκόνα καὶ συνάμα φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στήν Εὐχαριστία, εἶναι δῶρο εἶναι ἀνάπλαση τῆς ζωῆς κι ἀνακαίνιση τῶν δυνατοτήτων τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία στήν Εὐχαριστία, γιατὶ Εὐχαριστία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού μυστηριακὰ ἐνοικεῖ στό Σῶμα Του.

Ὅταν οἱ πιστοὶ τελοῦμε τή Θεία Λειτουργία, ὅταν συναζόμαστε σ’ ἕναν ὡρισμένο τόπο καὶ μιά ὡρισμένη ὥρα γιά νά τελέσουμε τή Θεία Εὐχαριστία, ἡ Σύναξή μας αὐτὴ ὑποστασιάζει καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Προσφέροντας στόν Θεό ἄρτο καὶ οἶνο, προσφέρουμε τὸν κόσμο σ’ Αὐτόν. Κι ὁ κόσμος γίνεται Εὐχαριστία, γίνεται Ἐκκλησία, γίνεται Χριστός, κατὰ τὸν π. Ἀλέξανδρο Σμέμαν. «Ὅταν τὸ ποτήριο τοῦ οἴνου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνάμικτος μὲ ὕδωρ, καὶ ὁ παρασκευασμένος ἄρτος δεχθοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνονται Εὐχαριστία, δηλαδὴ αἷμα καὶ σῶμα Χριστοῦ», θὰ πῆ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος. Τότε ὁ κόσμος δέχεται ἐκ νέου τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ κι ὁ ἄνθρωπος χριστοποιεῖται, ἀνακαινίζεται, ἀνασταίνεται. Ζοῦμε ἔτσι τὴν ἀρχὴ καὶ τὸν ἐγκαινισμό, τὸ ξεκίνημα τοῦ «καινοῦ αἰῶνος», τὸ βίωμα τῆς ὀγδόης Ἡμέρας. Τὴν ἀρχὴ τῆς ἐσχάτης ἡμέρας ὅπου ὁ Κύριος θὰ ἐπανέλθη καὶ «θὰ Τὸν περιβάλλη ὁ χορὸς τῶν ἀγαθῶν δούλων καὶ θὰ λάμπουν κι αὐτοὶ καθὼς λάμπει Ἐκεῖνος». Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Δεσπότης θὰ εἶναι τότε «Θεὸς ἀνάμεσα σὲ θεούς. Θὰ εἶναι ὁ ὡραῖος καὶ λαμπρὸς κορυφαῖος τοῦ ὡραίου αὐτοῦ καὶ λαμπροῦ χοροῦ» (ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας).

Ἡ Ἐκκλησία ὄντως εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πλήρωμά Του, καθὼς ὁ Παῦλος διδάσκει (Ἐφεσ. α’ 23), γιατὶ εἶναι τὸ συμπλήρωμά Του, ἡ ἐπέκταση καὶ τὸ πλήρωμα τῆς ἁγίας Ἐνσαρκώσεως, ἤ μᾶλλον τῆς ἔνσαρκης ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ ὅλα πού γιά χάρη μας ἔγιναν, δηλαδὴ τὸν Σταυρό, τὸν Τάφο, τὴν τριήμερη Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάβαση στους οὐρανοὺς καὶ «τὴν ἐκ δεξιῶν καθέδραν» (εὐχή Ἀναφορᾶς στή Λειτουργία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Μὲ τή σάρκωσή Του ὁ Χριστὸς «τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε καὶ ἐνδύθηκε τή σάρκα» καὶ «ἦρθε στό δικό της σπίτι. Τή βρῆκε ἀκάθαρτη, ρυπαρή, γυμνή, γεμάτη ἀπὸ αἵματα καὶ τὴν ἔλουσε (μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα), τὴν ἄλειψε μὲ ἔλαιο καὶ ἀρώματα (μὲ τὸ ἅγιο Χρῖσμα), τὴν ἔθρεψε (μὲ τή Θεία Κοινωνία), τὴν ἐνέδυσε ἱμάτιο ποὺ ὅμοιό του δέν ἦταν δυνατὸν νά βρεθῆ: Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔγινε στολὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἀνεβάζει στά ὕψη». Τὴν ἀνυψώνει στήν οὐράνια Βασιλεία ὅπου ἱερουργεῖται ἡ Θεία Λειτουργία.

Μὰ καὶ ἐδῶ στή γῆ πού Ἐκεῖνος ἔπλασε, κάθε Θεία Λειτουργία εἶναι μιά καινούργια σάρκωση, ἕνας καινούργιος Εὐαγγελισμός. Στή θέση τῆς Θεοτόκου, θὰ μᾶς πῆ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, εἶναι ἡ ἁγία Ἐκκλησία. Παρακαλώντας ὁ Λειτουργὸς «Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς» κατὰ τή φοβερή Ἀναφορά, κατὰ κάποιον τρόπο ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια τῆς Ἀειπαρθένου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. α’ 38). Καὶ ἱερουργεῖται ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου πλέον Ἐκκλησίας.

Μὲ τὸ Εὐχαριστιακό Πασχάλιο Δεῖπνο ἡ Ἐκκλησία γίνεται Θεότοκος Μητέρα, ζῆ τὴ Σάρκωση. Ὁ Παράκλητος κατέρχεται σ’ Αὐτὴν καὶ τὰ τίμια Δῶρα Της. Μυστηριακὰ συλλαμβάνεται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ὁ Ἄναρχος, σαρκώνεται ὁ Θεὸς καὶ προσφέρεται «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Ἐδῶ ὁ Χριστὸς «ξανασταυρώνεται», γιά νά καθαρίση «μὲ τὸ δικό Του τὸ αἷμα» (Ἑβρ. ιγ’ 12) τή φύση μας, μεταβάλλοντάς την καὶ ξαναπλάθοντὰς την σὲ «καινούργιο καλούπι», κατὰ τὸν ἱερό Χρυσόστομο. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὸ βάπτισμα ὁλάκερης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Σταυρό, εἶναι τὸ «ἐν αἵματι βάπτισμα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας», κατὰ τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ καὶ συνάμα ἀπολαμβάνει λειτουργικὰ Εὐχαριστιακά τὴν πλήρωσή της, δέχεται τὴν τελείωση «τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λουκ. α’ 45): «Τοῦτο ἐστι τὸ σῶμά μου… Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου» (Μαρκ. ιδ’ 22-24). Ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία ζῆ μυστηριακὰ τὸν διάλογο, ποὺ ἔγινε ἀνάμεσα στήν Κεχαριτωμένη καὶ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Καὶ συνάμα ἀπολαμβάνει τὸν Καρπό αὐτοῦ τοῦ διαλόγου.

Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ὅταν ἐρωτᾶται τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀπαντάει: «ὁ ὅλος Χριστός». Ζητάει μάλιστα νά γίνουμε ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ Χριστός, γιατὶ ὁ Χριστὸς «δέν εἶναι μόνο στήν κεφαλή, οὔτε μόνο στό σῶμα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁλόκληρος στήν κεφαλὴ καὶ στό σῶμα». Βλέπει τὴν Ἐκκλησία σὰν τὸν τόπο καὶ τρόπο τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας τοῦ ἀναστάντος Κυρίου στόν λυτρωμένο κόσμο, καὶ συνεχίζει: «Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς γιατὶ μὲ τήν Ἀνάστασή Του εἶναι παρών μαζὶ μας καὶ μᾶς συναντάει ἐδῶ στή γῆ». Κατ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια μπορεῖ νά λεχθῆ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς στέκεται ἐπίμονα καὶ ἑρμηνεύει πῶς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ πού τρυπήθηκε πάνω στόν Σταυρό, αὐτὴ ἡ φύση μας μεταβλήθηκε σὲ Ἐκκλησία Χριστοῦ κι ἔγινε πραγματικὰ «σῶμα Του, ἀπὸ τή σάρκα Του καὶ τὰ ὀστά Του» (Ἐφεσ. ε’ 30), παραθέτοντας ἕνα καταπληκτικό κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. «Ὅπως ἀκριβῶς ἡ Εὔα πλάστηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι καὶ μεῖς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει «ἀπὸ τή σάρκα Του καὶ τὰ ὀστά Του»… Ὅτι ἡ Ἐκκλησία (πράγματι) ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ συστήθηκε … αὐτὸ τὸ φανερώνει ἡ Γραφή. Γιατὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνυψώθηκε στόν Σταυρό καὶ καρφώθηκε καὶ πέθανε, ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες προσερχόμενος, τρύπησε τὴν πλευρὰ Του καὶ ἐξῆλθε αἷμα καὶ ὕδωρ (Ἰωάν. ιθ’ 34). Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ συστήθηκε ἡ Ἐκκλησία… Καὶ γεννιόμαστε μὲν μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, τρεφόμαστε δὲ μὲ τὸ αἷμα (στή Θεία Κοινωνία). Βλέπεις λοιπόν, πῶς «ἀπὸ τή σάρκα Του εἴμαστε καὶ ἀπὸ τὰ ὀστά Του», καί πῶς ἀπὸ τὸ αἷμα Ἐκείνου καὶ τὸ ὕδωρ γεννιόμαστε καὶ τρεφόμαστε;». Καὶ καταλήγει ὁ ἱερὸς Πατέρας: «Ἐμεῖς καὶ ὁ Χριστὸς εἴμαστε ἕνας», γιατὶ στήν Ἐκκλησία «ὅλοι εἴμαστε ἕνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ»

Τὰ μεγαλεῖα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ (magnalia Dei), τὰ θαυμάσια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ τὰ ζοῦμε, μὰ κυρίως τὰ ἐπαληθεύομε στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη. Πολλαπλάσια βεβαίως τὰ ζῆ καὶ τὰ ἐπαληθεύει ὁ Λειτουργός, σὰν στέκει στό μέσο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου εὑρίσκεται τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, τὸ «μεθόριον», «τὸ σύνορο δηλαδὴ οὐρανοῦ καὶ γῆς…, τὸ ἐργαστήριο τῶν δωρημάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως). Ἐδῶ βρίσκεται ἡ πηγὴ τοῦ Παραδείσου πού ἀναβλύζει τή δωρεά τῆς δεσποτικῆς Ἀγάπης: «Προκαλοῦν δέος, θὰ γράψη ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο. Ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἀνέβλυσε πηγή πού χυνόταν σὲ ποτάμια αἰσθητά. Ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀναβλύζει πηγή πού χύνει πνευματικοὺς ποταμούς. Κοντὰ στήν πηγὴ αὐτὴ ἔχουν φυτευτεῖ δένδρα πού φθάνουν στόν οὐρανό. Δένδρα πού ἔχουν πάντοτε καρπό ὥριμο κι ἀμάραντο».

Ὀρθῶς, λοιπόν, χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ σύνοδος, δηλαδὴ ὡς τὸ μυστήριο τῆς ἑνώσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, τῆς συναντήσεως ἱστορίας καὶ ἐσχάτου, τῆς ἀνακράσεως ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, τοῦ γάμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ὡς τὸ ἀχώριστο σκήνωμα Θεοῦ κι ἀνθρώπων (Ἀποκ. κα’ 3). Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀργανικὴ ἐνσωμάτωση καὶ συμμετοχὴ τοῦ κόσμου στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπανένωση τῆς ἀνθρωπότητας μὲ τὸν Τριαδικό Θεό, μᾶλλον δὲ ἡ ἀνθρωπότητα ἀναγεννημένη καὶ μεταμορφωμένη.

Ὁ ἄνθρωπος, μή λησμονοῦμε, πλάστηκε ἀπό τόν Θεό, γιά τόν Θεό• πλάστηκε γιά νά ἔχει συνεχῆ κοινωνία μέ τόν Δημιουργό του. Οἱ πρωτόπλαστοι, ὅπως καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ζοῦσαν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἄκουγαν τή φωνή Του, συνομιλοῦσαν μαζί Του. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στούς πρωτόπλαστους σημειώνει: «Ἡ χαρά τους ἦταν νά συνομιλοῦν καί νά συζητοῦν μέ τόν Θεό, ὡς φίλος πρός φίλο». Κάνει ὄντως ἐντύπωση τεράστια σέ ὅλους μας, ὅτι κατά τήν παλαιά Οἰκονομία - τόν καιρό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης - ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ συνομιλεῖ μέ τόν Δημιουργό του σέ πρῶτο πρόσωπο, κυρίως δέ τοῦτο πολλαπλασιάζεται ὡς φαινόμενο στή σχέση Προφητῶν καί Ἰαχβέ, φανερώνοντας τή μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πλάσματός Του, μεγαλεῖο πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Ἀκοῦς ἐκεῖ τόν ἄνθρωπο νά παραπονῆται, νά δοξολογῆ τόν Θεό, νά Τόν παρακαλῆ, νά Τόν ὑπακούη ἤ μή, νά ἐκφράζη τά ἐσώψυχά του. Ὅμως πάντοτε μιλᾶ σάν σέ φίλο του, σάν σέ γνωστό του, σάν παιδί στόν Πατέρα του ἴσως, σάν ταπεινός δοῦλος τέλος πρός φιλάνθρωπο Δεσπότη.

Ἡ κοινωνία αὐτή συνεχιζόταν ὅσο καιρό ὁ ἄνθρωπος ἀγαποῦσε τόν Θεό καί εἶχε ὑπακοή στό θέλημά Του. Μόλις ὅμως τό ἀδαμιαῖο γένος παρέβη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μόλις ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ τους καί αὐτοαπεκόπησαν ἀπό τήν πατρική Του ἀγάπη, ἔχασαν ἀμέσως τή θεία κοινωνία, ἀδυνατοῦντες πλέον νά συνομιλοῦν μέ τόν Θεό.

Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ Θεός -Λόγος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά συνάξη καί πάλι τον ἄνθρωπο στό σπίτι του, στόν χαμένο Παράδεισο. Αὐτή ἡ διαρκής ἔξοδος –κένωσις τοῦ Θεοῦ ἀπό τά μεγαλεῖα Του -ἔστω καί πρός καιρόν- καί ἡ πορεία Του πρός τόν ἄνθρωπο καί ἡ ἐν συνεχείᾳ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἡ ἀνταπόκριση τοῦ πλάσματος στήν κλίση τοῦ οὐρανοῦ, «τελειοῦται μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία», πού κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή εἶναι «ἡ συνεργία Θεοῦ καί ἀνθρώπου». Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται ἔκτοτε μόνο μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη εἶναι «ἡ Κιβωτός».

Γράφει λοιπόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος: «… καί ὅπως τόν καιρό τοῦ Κατακλυσμοῦ οἱ ἄνθρωποι πού πίστεψαν καί εἰσῆλθαν εἰς τήν Κιβωτό σώθηκαν ἀπό τόν κατακλυσμό, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅσοι χριστιανοί πιστεύουν καί εἰσέρχονται στήν ἁγία μας Ἐκκλησία λυτρώνονται ἀπό τόν νοητό κατακλυσμό τῆς ἁμαρτίας τῶν πολλῶν».

Ἡ Ἐκκλησία πλέον Κιβωτός εἶναι ἡ πνευματική μάνδρα πού προστατεύει τά λογικά πρόβατα, ἐμᾶς τούς χριστιανούς ἀπό τόν νοητό λέοντα, τόν διάβολο πού παραμονεύει ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά διαλύση τό λογικό τοῦ Κυρίου ποίμνιο.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀκόμη τό πνευματικό νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τόν πληγωμένο ἄνθρωπο πού προστρέχει σ’ Αὐτήν. Δέχεται τούς ψυχικά ἀσθενεῖς καί τούς θεραπεύει ἀπό τά πνευματικά τραύματα. Δέχεται τούς ἀνθρώπους μέ πάθη καί ἀδυναμίες καί τούς μεταμορφώνει πνευματικά. Μεταβάλλει τούς λύκους σέ πρόβατα, πού ἀρχίζουν ἔκτοτε νά προσφέρουν μέ ἀφθονία ἔργο ἀγάπης. Δέχεται ληστές, πόρνους, μοιχούς, φονεῖς, ἁμαρτωλούς καί τούς κάνει ἁγίους.

Γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Διά τοῦτο οὐκ ἄν ἁμάρτοι τις τῆς Κιβωτοῦ τὴν Ἐκκλησίαν μείζονα προσειπών. Ἡ μέν γάρ Κιβωτός παρελάμβανε τά ζῷα καί ἐφύλαττε ζῷα, ἡ δέ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τά ζῷα καί τά μεταβάλλει. Οἷόν τε λέγω: Εἰσῆλθεν ἐκεῖ ἱέραξ καί ἐξῆλθεν ἱέραξ. Εἰσῆλθεν λύκος καί ἐξῆλθεν λύκος. Εἰσῆλθεν τις ἱέραξ ἐνταῦθα καί ἐξέρχεται περιστερά. Εἰσέρχεται λύκος καί ἐξέρχεται πρόβατον». Δηλαδή: «Γιά τοῦτο δέν θά ἔσφαλε κανείς ἄν ἔλεγε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑψηλότερη καί πολυτιμότερη και ἀσυγκρίτως εὐρύτερη ἀπό τήν Κιβωτό. Γιατί ἡ μέν Κιβωτός παρελάμβανε τά ζῶα γιά νά τά διασώση καί τά διεφύλασσε ζῶα, ἡ δέ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τούς ἀποθηριωμένους ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπους καί τούς μεταβάλλει. Τί θέλω νά εἰπῶ; Μπῆκε στήν Κιβωτό τοῦ Νῶε τό γεράκι καί βγῆκε γεράκι. Μπῆκε λύκος καί βγῆκε λύκος. Εἰσῆλθε στήν Ἐκκλησία κάποιος ἄνθρωπος- γεράκι καί βγῆκε ἄνθρωπος- περιστέρι. Εἰσῆλθε ἄνθρωπος -λύκος και ἐξῆλθε ἄνθρωπος -πρόβατο».

Βέβαια ζώντας ὁ κόσμος τὰ μεγαλεῖα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ, ζῆ συνάμα καὶ ἀπολαμβάνει μια ὕψιστη χάρι καὶ δωρεά, τὸ μεγαλεῖο καλύτερα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, ποὺ ἀνυψώνει τὴν ὅλη Ἱερὰ Σύναξη στήν πυρωμένη ἀτμόσφαιρα τοῦ ἀνωγαίου τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τή μεταβάλλει σὲ πιστό ἀντίτυπό της, καὶ δικαίως ἀνακράζει μυστικά: «Τώρα ἀναγεννήθηκα• αὐτὴ εἶναι ἡ μεταμόρφωση – ἀλλοίωσις – πού χαρίζει ἡ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου!» (Μέγα Προκείμενο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, μετὰ τῶν δύο στίχων του).

Τοῦτο τὸ γέγονος τὸ ζῆ κυρίως ὡς πλήρωμα ὁ χειροτονούμενος. Βλέπει γύρω του τὰ πάντα ν’ ἀλλοιώνωνται, νά παίρνουν παράξενη θωριά κι ἀνερμήνευτη ὄψη. Κυριολεκτικά ζῆ μιά μεταμόρφωση τὴν ὥρα πού ἡ Ἱερωσύνη σκηνώνει μέσα του καὶ τὸν καθιστᾶ μια ὕπαρξη ἄλλης ποιότητας, «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πραξ. θ’ 15), ἁγιοπότηρο ἕτοιμο νά δεχτῆ τὸν Θεῖο Μαργαρίτη. Μὰ κι ἱερή Λειτουργικὴ Σύναξη πού τὸν κυκλώνει τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ δέεται γι’ αὐτὸν ἀκατάπαυστα μέσα στήν εὐλογημένη ἁγιοπνευματική ἀτμόσφαιρα, ζῆ τὴν ἀλλοίωση τῆς ὑπάρξεὼς του• τή μεταβολή τοῦ ἀνθρώπινου σκήνους του σὲ ὑπηρέτη τῆς Θείας Οἰκονομίας, σὲ ὑπηρέτη τοῦ Μυστηρίου τοῦ ὅλου Χριστοῦ, σὲ ὄργανο λειτουργικό.

Ἑρμηνεύοντας ἐμπειρικὰ τή Θεία Λειτουργία ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας σημειώνει• «… ἡ Χάρη εἶναι αὐτή πού ἁγιάζει … αὐτὸς δέ πού κάθε φορὰ ἱερουργεῖ εἶναι ὑπηρέτης της. Γιατὶ τίποτε δέν προσφέρει δικό του, οὔτε τολμάει νά πράξη ἤ νά πῆ κάτι προερχόμενο ἀπὸ τὴν κρίση καὶ τοὺς λογισμοὺς του• ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνα πού παρέλαβε ἄνωθεν, εἴτε εἶναι πρᾶγμα, εἴτε λόγος, εἴτε ἔργο, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τοῦ παραγγέλθηκε καὶ τὸ παρέλαβε, ἔτσι καὶ τὸ προσφέρει στό Θεό».

Κι ὁ εὐλογημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ, βλέποντας τὸ ἐπιτραχήλιο ποὺ φέρει ὁ κληρικός πάνω του, ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτὸ συνιστᾶ τὸ σύμβολο τῆς χάριτος τῆς Ἱερωσύνης καὶ κυρίως ὅτι ἐξεικονίζει τή Χάρη τὴν «τελεστική» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν «ἄνωθεν κατερχομένην» (ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).

Ὁ λόγος πλέον, ἅγιοι πατέρες καὶ ἀδελφοί, γιά τὰ ἄχραντα Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς τρέφει καθημερινὰ καὶ μᾶς ζωογονεῖ ἡ Ἐκκλησία μας.

Στην ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλα τὰ Ἱερὰ Μυστήρια ὁδηγοῦσαν στή Θεία Εὐχαριστία τήν Ἐκκλησία μας ἡ Θεία Λειτουργία πάντοτε ἀρχίζει μὲ τὴν ἀπὸ μέρους τοῦ ἱερέως ἐκφώνηση τῆς δοξολογικῆς φράσεως: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αὐτὸς ὁ μακαρισμὸς δηλώνει κατηγορηματικά τὴν πίστη τῆς «Ἱερᾶς Κοινότητος» ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ ὅλου Χριστοῦ, καὶ ἡ φανέρωση τῆς εὐλογημένης Ἁγιοτριαδικῆς Βασιλείας, φανέρωση ποὺ μεταμορφώνει τή γῆ σὲ οὐρανό, σὲ τόπο Ἀγγέλων, σὲ κοινωνία Θεανθρώπινη.

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι οὐράνια καὶ πνευματικὴ ὡς πρὸς τὴν καταγωγή -κατὰ φύσιν-, καθότι σχετίζεται μὲ τὴν Τριαδική Θεότητα. Μάλιστα στήν ἁγιοπατερική ἐμπειρία καὶ σκέψη ταυτίζεται μέ τίς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις ὡς Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Θεὸς δέν εἶναι μόνο ὁ ὕψιστος δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος καὶ ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας, αὐτός πού πραγματώνει τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέσῳ ἱστορικῶν γεγονότων, ἀλλὰ συνάμα «αὐτὴ αὕτη» ἡ Βασιλεία, ὁ τελικὸς «οἶκος» τῶν πιστῶν, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.

Κυρίως ἡ Ἐκκλησία ὅταν μιλάη γιά τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στρέφεται στό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Κύριος βιώνεται ἀπ’ αὐτήν ὡς ἡ «αὐτοβασιλεία» (Ὠριγένης), ὡς ἡ «αὐτοζωή» (ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος). Δέν εἶναι ἁπλὰ μιά κατάσταση, τὸ «ἀληθῶς ζῆν» γιά τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πραγματικὴ ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο• ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πού ἕλκει ὅλους πρός τόν ἑαυτό Του μέ τή δύναμη τῆς Χάριτος. «Τί εἶναι ἡ Βασιλεία;», ρωτάει ὁ Χριστός μὲ τὸ στόμα τοῦ Χρυσοστόμου. Κι ἀπαντᾶ ὁ Κύριος• «Ἡ ἐμὴ παρουσία», ἡ δική μου ἡ παρουσία! Τοῦτο, θὰ πῆ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μπορεῖ νά τό πῆ ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ζῆ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προγεύεται ἐξ αἰτίας ἑνὸς γεγονότος: Τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ μας.

Ὅμως ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο γνώρισμα στή θεολογική γλώσσα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ πνευματολογικό της γνώρισμα. Οἱ Ἕλληνες Πατέρες ταυτίζουν τή Βασιλεία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τονίζοντας ὅτι «ἐφ’ὅσον ὁ Πατὴρ εἶναι Βασιλιάς, καὶ ὁ Μονογενὴς εἶναι Βασιλιάς, τότε Βασιλεία εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο» (ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης παρατηρεῖ πώς, κάθε φορά πού ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τή Θεία Λειτουργία καὶ παρακαλεῖ, διὰ τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου», ἐπικαλεῖται οὐσιαστικὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Γιατὶ αὐτό εἶναι τὸ δυναμικό ἔργο τοῦ Παρακλήτου: νά μεταμορφώνη καὶ νά θεώνη τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα• ἡ δὲ ἐπίκλησή Του φανερώνει τὴν τελευταία πράξη τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, τὴν πραγμάτωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὴν ὑπερκυριότητά Του.

Τὸ ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ τὸ γευόμαστε «ἀρρήτῳ τῷ τρόπῳ», κατὰ τή Θεία Λειτουργία, γνωρίζεται καὶ πραγματώνεται, αὐξάνεται και τελειώνεται μὲ τή διαρκή παρουσία (=οἰκονομία) τοῦ Παρακλήτου. Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι μόνο ἐνέργεια τοῦ Πατρὸς ἤ μόνο αὐτουργία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμπειρία ἐν Χριστῷ, ἀλλὰ καὶ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἰδίως ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Χωρὶς τὴν κοινωνία τοῦ Παρακλήτου ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας καταντᾱ κενὸς τύπος, ἡ διακονία ἐπιτήδευση, ἡ προσευχὴ μονόλογος, ἡ Θ. Λειτουργία μυστικομαγική τελετή, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλὸς ὀργανισμός καὶ ὁ ποιμαντικός μόχθος ὀργανωτική κίνηση στό κενό.

Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι, ὅταν προκλήθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Ἄρειο καί τίς κακοδοξίες τῶν ὀπαδῶν του, ὁ ἁγ. Ἀθανάσιος ἀπάντησε ὡς Ἐκκλησία λειτουργοῦσα ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μεταδίδεται μὲ τὸν Χριστό καὶ ὁ Χριστὸς φανερώνεται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἐμεῖς ὅλοι ἕνα Πνεῦμα ποτιστήκαμε, τὸ δὲ Πνεῦμα ποτιζόμενοι, τὸν Χριστό γευόμαστε (πίνομεν)». Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἐκφράζει «τὸν κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας νοῦν», τὴν ἐμπειρία τῶν τέκνων της, ὅτι «ἡ Θεία Χάρη ἀδιάσπαστα ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ρέει καὶ προσφέρεται πρὸς τοὺς ἀξίους… Ὥστε εὔλογα μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ διάδοση αὐτῆς τῆς δυνάμεως ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ προσφέρεται καὶ τελειοῦται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης).

Τώρα πιστεύομε πὼς μποροῦμε να κατανοήσωμε γιατὶ στόν ὀρθόδοξο χῶρο κηρύσσεται πάντοτε, παντοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ὅτι στήν Ἐκκλησία συνεχίζεται μιά διαρκής Πεντηκοστή, γιατὶ τὸ Πνεῦμα πότε δέν τὴν ἐγκαταλείπει, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά διαρκής Πεντηκοστή. «Ὅπως ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ… Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε γιά τὸν ἑαυτὸ Του ὅτι «ἰδοὺ ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζὶ σας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη’20)… ἔτσι εἶπε καὶ για τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι θὰ εἶναι μαζὶ μας στόν αἰώνα• γιά τοῦτο μποροῦμε νά τελοῦμε πάντοτε τὴν Πεντηκοστὴ (… οὕτω καὶ περὶ τοῦ Πνεύματος εἶπεν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα μεθ’ ἡμῶν ἐστι, καὶ δυνάμεθα ἀεὶ Πεντηκοστὴν ἐπιτελεῖν) (ἱερὸς Χρυσόστομος). Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἑρμηνεύοντας αὐτὴ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας θὰ διδάξη ὅτι ἡ στιγμὴ τῆς καθόδου τοῦ Παρακλήτου κατὰ τή Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ Εὐχαριστιακή Πεντηκοστή• «Ὁ καιρὸς οὗτος (τῆς Θείας Εὐχαριστίας) τὸν καιρόν Ἐκεῖνον (τῆς Πεντηκοστῆς) σημαίνει».

Εἶναι ὡς ἐκ τούτου, ἅγιοι πατέρες, κοινοτοπία νομίζομε, τὸ νά τονισθῆ γιά μία εἰσέτι φορά, πὼς τὰ πάντα στήν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ Παράδοση μᾶς ὁδηγοῦν, μᾶς δείχνουν τὰ Ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας Μυστήρια, μὲ τὰ ὁποῖα Ἐκείνη μᾶς τρέφει καθημερινὰ καὶ μᾶς ζωογονεῖ.

Τὰ Ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας Μυστήρια, δηλαδὴ τὴν τροφή πού ἔλαβε ἐντολὴ μόνον Ἐκείνη νά «μοιράση» στόν κόσμο, ποὺ καρτερικὰ προσμένει τὴν ζωοποίησή του ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μέσῳ αὐτῆς, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ μεγάλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μυστήριο ποὺ φανερωμένο πιὰ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, γιά νά ζήση ὁ κόσμος, κατὰ τὸν πολὺ Παῦλο Εὐδοκίμωφ. Πρόκειται γιά τὸ ἕνα, ἀρχικό καὶ μοναδικό μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαρτυρεῖται, ἀναπτύσσεται καὶ παρατείνεται στούς αἰῶνες μὲ τὰ ἱερὰ Μυστήρια. Δηλαδὴ γιά τὸ «χριστιανικό μυστήριο», γιά τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἶχε καὶ ἔχει σταθερή καί καθαρή συνείδηση καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ταυτίζει τὴν ὕπαρξή της. Οἱ διάφορες μυστηριακές ἐνέργειες τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ «μυστηρίου» ἐκφράζουν καὶ ἀπαρτίζουν τὶς διάφορες ὄψεις ἤ πλευρές του, ποὺ ἐμεῖς σήμερα καλοῦμε Μυστήρια ἤ μυστηριακὲς τελετὲς τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα σκελετώνουν τή λειτουργική της ζωὴ κι ἀπαρτίζουν συνάμα ἕνα ζωντανό χαρισματικό ὀργανισμό, στήν καρδιά τοῦ ὁποίου λειτουργεῖται τὸ ΜΥΣΤΗΡΙΟ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, για τὸν μετασχηματισμό – μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοῦ σύμπαντος κόσμου. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο: γιά νά παρέχη τὴν ἁγιοτριαδική εὐλογία σ’ ὅλα τὰ ὄντα καὶ τὰ πράγματα, γιά νά τ’ ἀνεβάση μέσῳ τῆς κλίμακας τοῦ ἁγιασμοῦ στη συμμετοχὴ τοῦ ἀγαθοῦ, στό πραγματικό τους εἶναι, στόν προορισμό τους. Τὰ πάντα «ἔχουν ἐλάχιστη ἀξία πρὸ τῆς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας• ὅμως μὲ τὸν ἁγιασμό τοῦ Πνεύματος, καθένα ἀπ’ αὐτὰ διαφορετικά πιὰ ἐνεργεῖ», θὰ πῆ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης. Ἡ ὕλη μ’ ἄλλα λόγια τοῦ πεσμένου κόσμου, τοῦ πεσμένου κάτω ἀπὸ τὸ εἶναι του ἀνθρώπου μεταμορφώνεται μὲ τή μυστηριακή εὐλογία, μετασχηματίζεται, ὄχι βέβαια ἀκόμα φανερά, ἀλλὰ «ἐν μυστηρίοις» καὶ μὲ τρόπο ἀντιληπτό μονάχα ἀπ’ τὴν πίστη, σὲ ἔνδοξη ὕλη.

Μὴ λησμονοῦμε ὅτι γινόμαστε Χριστιανοὶ ὄχι μὲ τὴν ἀποδοχὴ κάποιων ἰδεῶν, πορισμάτων, ἠθικῶν ἄρχων ἤ νόμων, ἀλλὰ πρωτίστως μὲ μιά πράξη: τὴν τριπλή κατάδυση κι ἀνάδυσή μας στό νερό τῆς Κολυμβήθρας, τῆς μήτρας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συνιστᾶ οὐσιαστικὰ τή συμμετοχή μας στόν θάνατο καὶ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Θεία Εὐχαριστία, τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, ἡ Ἐξομολόγηση, τὸ Εὐχέλαιο, ἡ Ἱερωσύνη καὶ ὁ Γάμος, εἶναι ἑπτὰ θεοδίδακτοι καὶ θεοσύστατοι τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους πραγματώνεται καὶ φανερώνεται τὸ συνεχιζόμενο γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ συστατικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἑπτὰ συγκεκριμένες δυνατότητες ὀργανικῆς ἐντάξεως ἤ καλύτερα δυναμικῆς ἐπανεντάξεως τοῦ ἀτομικοῦ μας βίου στή ζωὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ὡς συνεχιζομένης Πεντηκοστῆς, γεγονότα χαρισματικῆς συστάσεως τῆς καινῆς κτίσεως πού ζωοποιεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. «Αὐτὸν τὸν δρόμο χάραξε ὁ Κύριος κατεβαίνοντας σέ μᾶς κι αὐτή τη θύρα ἄνοιξε εἰσερχόμενος στόν κόσμο• ἀνεβαίνοντας δὲ καὶ πάλι στόν Πατέρα Του τὴν ἄφησε ἀνοιχτή, ὥστε ἀπὸ ‘κεῖ μέσῳ αὐτῆς νά ’ρχεται σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους… Διότι ἀποτυπώνοντας κι ἀπεικονίζοντας μὲ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια τὴν ταφὴ Του κι ὁμολογώντας τὸν θάνατὸ Του, διὰ μέσου αὐτῶν ἀναγεννιόμαστε κι ἀναπλασσόμαστε καὶ ὑπέρλογα ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Σωτῆρα … Γιατὶ αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε μὲ Αὐτόν…» (ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας)

Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλα τὰ Μυστήρια ὁδηγοῦσαν στήν Θεία Εὐχαριστία, ἦταν ὀργανικὰ μέρη τῆς Εὐχαριστιακῆς Λειτουργίας, εἶχαν τὴν τελείωσὴ τους στό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου καὶ ἦσαν Μυστήρια ἀκριβῶς γιατὶ διέθεταν τὴν μαρτυρία καὶ τὴν Εὐχαριστιακή συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ πῆ χαρακτηριστικά• «Ἡμῶν δὲ σύμφωνος ἡ γνώμη τῇ Εὐχαριστίᾳ», «ἡ πίστη μας εἶναι Εὐχαριστιακή, δηλαδὴ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν Εὐχαριστία», γιά νά ἐκφράση τὴν ὀρθόδοξη πεποίθηση ὅτι κάθε Μυστήριο ἀνάγεται στή σύσταση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τοῦ ἑνὸς δηλαδὴ Πάσχα πού πλουτίζει λίγο - λίγο μὲ τή χάρη τῆς παρουσίας Ἐκείνου τὸν χῶρο, τὸν χρόνο, τὰ ὄντα καὶ διαποτίζει ἀργὰ μὲ αἰωνιότητα τὴν καρδιά τῶν πραγμάτων, προετοιμάζοντας τὴ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου σὲ Ἐκκλησία, μᾶλλον σὲ Εὐχαριστία. Καὶ σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τή Θεία Λειτουργία, μὲ τή Θεία Εὐχαριστία – αὐτὸ τὸ κομμάτι τῆς μεταμορφωμένης ὕλης – καὶ τὰ
λοιπὰ Μυστήρια ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο, τὴν κτίση, τὰ ἄνθη, τὰ ἀστέρια, τὸ φῶς, τὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ, τὸ λάδι, τοὺς καρποὺς τῆς γῆς• καὶ τὸ κάνει αὐτὸ γιά νά θρέψη μὲ τή ζωή τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα στό βάθος τους, γιά νά φανερώση πὼς οἱ ρίζες καὶ οἱ τελικοὶ σκοποί τοῦ σύμπαντος φέρουν τή σφραγῖδα τοῦ Χριστοῦ, καὶ συνάμα γιά νά πῆ στόν ἄνθρωπο πὼς χάρη στήν συναγμένη Ἐκκλησία καὶ στή λειτουργικὴ τῆς προσευχή, ἤ καλύτερα εὐχή, ὁ κόσμος ἐξακολουθεῖ νά ἔχη ἕνα ὀντολογικό ἀγκυροβόλιο, ἕνα τελικό καταφύγιο: τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Τὸν ὅλο Χριστό!

Τὰ Ἱερά, βέβαια, Μυστήρια δέν εἶναι μόνο σημεῖα – σημάδια- κατὰ τὴν Ἰωάννειο ρήση, ποὺ φανερώνουν τὶς θεῖες ὑποσχέσεις, οὔτε ἁπλὰ μέσα γιά νά ζωογονοῦν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στό Θεῖο• δέν παρέχουν μόνο, ἀλλὰ περιέχουν τή Θεία Χάρη• εἶναι ὀχήματα καὶ ἐφόδια ἀθανασίας• εἶναι μαζὶ τὰ ὄργανα τῆς σωτηρίας καὶ ἡ ἴδια ἡ σωτηρία. Ἀνήκουν στό μυστικό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ κι ἐκφράζουν τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος καὶ τῆς ζωῆς της ὡς συνεχιζομένης Πεντηκοστῆς. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας θὰ πῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς Μυστηρίοις», φανερώνεται μὲ τὰ Μυστήρια, ἑρμηνεύεται διὰ μέσου τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων. Εἶναι γεγόνοτα τῆς ζωῆς, ἐσχατολογικά μαρτύρια τῆς ἀποστολῆς της. Γιατὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία ἄρχισε ὁ ἐσχατολογικός αἰώνας τοῦ Πνεύματος, ἐγκαινιάστηκε «ὁ καινούργιος αἰώνας τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ» (Εὐσέβιος Καισαρείας). Κάθε Μυστήριο εἶναι πάντα ἕνα γεγονὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιά τὴν Ἐκκλησία• ἐπιτελεῖται μὲ τὴν καθοδο τοῦ Παρακλήτου καὶ προέρχεται ἀπ’τὴν οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἔχει χρέος ὁ Λειτουργός, ὁ Κληρικός νά μάθη τὸν κόσμο πὼς τὰ Ἱερά Μυστήρια εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸν ὁποῖο ἐκείνη γιορτάζει τὴν «ἀνάμνηση» τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ καλεῖ τὸν κόσμο νά μετάσχη στόν Σταυρό καὶ στήν Ἀνάσταση, στό μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ. Χωρὶς αὐτὸ τὸν τρόπο ζωῆς, χωρὶς τὸν Χριστό καὶ τίς μυστηριακές πράξεις τοῦ Χριστοῦ σωτηρία δέν ὑπάρχει. Αὐτοσωτηρία γιά τὸν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει, οὔτε φιλοσοφικὴ ἤ ἰδεαλιστική προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τοῦ ὅλου Χριστοῦ νοεῖται ἤ ἀξιολογεῖται ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Μὴ γένοιτο, ἀδελφοί!

Νά γιατὶ κάθε φορά πού τελεῖται Θεία Λειτουργία, ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία κηρύττει πώς ὁ Μέγας Οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντος κόσμου ἀνοίγει τίς καρδιακές Του πύλες καὶ στρώνει στά θεῖα δώματά Του «δεῖπνον μέγα», συμπόσιο μυστικό καὶ αἰώνιο, κι ἐξαποστέλει τὸν Ἀγαπημένο Δοῦλο Του στούς δρόμους καὶ τίς πλατεῖες, στίς πόλεις καὶ στούς φράκτες τῶν κτημάτων τῆς γῆς, νά καλέση τὸν σύμπαντα κόσμο «νά γεμίση τὸ σπίτι Του», «νά γευτῇ τὸ Δεῖπνο Του» (Λουκ. ιδ’ 23-24).

Καὶ δέν ἔληξε ἤ καλύτερα δέν λήγει τοῦτο τὸ Δεῖπνο ποτέ, παρὰ μυστικῶς συνεχίζεται ἀθάνατο στούς αἰῶνες, κρατώντας ἀνοιχτές τὶς θύρες του στίς ἑκάστοτε γενεές τῶν πιστῶν, μέσα στήν ἀσταμάτητη ἑνότητα τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τὸ δηλώσαμε ἤδη, τὸ λέμε καὶ πάλι• τὶ ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία παρὰ ἡ συμμετοχὴ στό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας, δεῖπνο ποὺ συνιστᾶ καὶ φανερώνει τὴν Ἐκκλησία• καί τὶ ἄλλο εἶναι ἡ Εὐχαριστία, παρὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Μυστήριο τοῦ «ὅλου Χριστοῦ», κατὰ τὴν φράση τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ.

Κάθε φορά πού οἱ πιστοὶ συναθροιζόμαστε «προσκαρτερώντας τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τὸν τεμαχισμό τοῦ Ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας γιά τή Μετάληψη» (Πραξ. β’ 42), ξαναγυρίζουμε πίσω στό Ὑπερῷο τοῦ Μεγάλου Οἰκοδεσπότη, τή στιγμή ἀκριβῶς πού ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ Μαθητές Του τελοῦν τὸ Δεῖπνο, βέβαιοι πώς κάθε τέλεση τοῦ Μυστηρίου εἶναι τὸ τελευταῖο τοῦτο Δεῖπνο τὸ Μυστικό. Μυστήριο ἄρρητο ποὺ εἶναι πάντα τὸ ἴδιο, ὅπως ἐπίσης μία εἶναι καὶ ἡ θυσία καὶ ἡ Τράπεζα πάντοτε ἡ ἴδια κι ὁ Οἰκοδεσπότης Κύριος πάντα παρών, θύτης καὶ θῦμα, λειτουργός, προσφέρων καὶ προσφερόμενος.

Μὴ λησμονοῦμε ποτέ πώς στό πασχάλιο τοῦτο Εὐχαριστιακό Τραπέζι, ὡς συνδαιτυμόνες Χριστοῦ καὶ Ἀποστόλων μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία ψάλλοντας ἕνα μοναδικό προσκλητήριο-θούριο, ποὺ οὐσιαστικὰ ἑρμηνεύει τὴν ποιότητά Της: «Ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης, ἐν ὑπερῴῳ τόπῳ, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί, πιστοὶ δεῦτε ἀπολαύσωμεν, ἐπαναβεβηκότα λόγον, ἐκ τοῦ Λόγου μαθόντες, ὃν μεγαλύνομεν» (Ἐλᾶτε ν’ ἀπολαύσουμε πιστοὶ μὲ ἀνυψωμένο τὸν ψυχικό μας κόσμο, τή φιλοξενία καὶ τὴν ἀθάνατη Τράπεζα πού μᾶς παραθέτει ὁ Δεσπότης Χριστὸς σὲ τόπο ὑψηλό• διότι ἐμάθαμε ἀπὸ τὸν Λόγο Θεοῦ διδασκαλίες ὑψηλές ποὺ μεταρσιώνουν τὸν νοῦ σὲ θεῖες ἀναβάσεις, τὸν Ὁποῖο Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνυμνοῦμε δοξαστικά) (Κανὼν Μ. Πέμπτης). Ἐκκλησία Λειτουργοῦσα – Ἐκκλησία αὐτοερμηνευομένη!

Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἔργο της ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία καὶ στὴν Εὐχαριστία καταλήγοντας, βρίσκουν τὸ πλήρωμά τους. Εἶναι τὸ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ, κέντρο καί τέλος ὅλων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Μυστηρίων, Μυστήριο Μυστηρίων. Σὰν τὸ γευόμαστε ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τῆς θείας κοινωνίας, τὸ παράφορο κορύφωμα τῆς Τριαδικῆς Ἀγάπης, τῆς συναντήσεως τῆς κοινότητας τῶν πιστῶν μὲ τὸν ἀναστημενο Κύριο, ποὺ μεταβάλλει τή σύναξη τῶν πιστῶν σὲ σύναξη ἀθανάτων.

Ἡ Εὐχαριστία εἶναι μυστικὴ σύνοψη, παράσταση, παράταση καὶ συνέχιση τοῦ ἔργου τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας καὶ πράξεως τοῦ Χριστοῦ στόν χῶρο καὶ τὸν χρόνο• συνιστᾶ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πού καθαρίστηκε μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, στή σφαίρα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σὰν τρεφόμαστε μ’ αὐτήν, « οἱ θεῖες δωρεές βρίσκονται ἐνώπιόν μας. Ἡ μυστικὴ Τράπεζα στολίζεται. Τὸ ζωοποιό ποτήριο εἶναι γεμάτο. Ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης καλεῖ σὲ δεῖπνο, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑποδέχεται τοὺς καλεσμένους… Ἡ ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ διαμοιράζει τὸ Σῶμα της ὑπὸ τή μορφή τοῦ Ἄρτου καὶ προσφέρει τὸ ζωοποιό Αἷμα ὑπὸ τή μορφή τοῦ Οἴνου. Τὶ φοβερό μυστήριο! Τὶ ἄρρητη οἰκονομία! Τὶ ἀκατάληπτη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ! Τὶ ἀνεξιχνίαστη εὐσπλαχνία!» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).

Δῶρο καὶ καρπὸς της εἶναι ἡ πληρότητα τῆς κοινωνίας, συναντήσεως κι ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν σταυρωμένο κι ἀναστημένο ζωντανό Κύριο κι ἡ μετοχὴ στή Βασιλεία Του. Εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀνακράσεως καὶ συνενώσεως τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ Ἄκτιστο, ἡ ἀπαρχὴ καὶ τὸ μέσο τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς θεώσεως ἀνθρώπου καὶ κόσμου. Εἶναι πρωτίστως ἡ ἀγαπητική κοινωνία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε μέλους της μὲ τὴν Κεφαλὴ της, τὸν Χριστό. «Αὐτοί πού ἐσθίουν τοῦ Νυμφίου τὰ μέλη, θὰ πῆ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, καὶ πίνουν τὸ αἷμα Του, ἀπολαμβάνουν τή γαμήλια κι ἀγαπητική κοινωνία Του».

Καθένας πού γεύεται τὸν Κύριο εὐχαριστιακά, πνίγεται μέσα στίς φανερές κι ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του. Προσφέρεται Ἐκεῖνος «κλώμενος καὶ ἐκχυνόμενος» σὲ μᾶς, κι αὐτὴ Του ἡ προσφορά μᾶς ἀπογυμνώνει ἀπό ὅλα. Παύουμε νά ὑπάρχουμε. «Πεθαίνουμε». Συγχρόνως εἶναι ἡ στιγμή πού «γεννιόμαστε» στή ζωή• κοινωνοῦμε τῆς θείας ζωῆς, μὲ τὸ νά προσφέρουμε τὰ πάντα, μὲ τὸ νά γίνουμε μιά εὐχαριστιακή προσφορά. Μὰ ἡ «ἀπώλεια» τῆς ζωῆς εἶναι ταυτόχρονα ἀνάδυση τῆς ὑπάρξεώς μας σὲ κόσμο «καινό κι ἀσύνθετο», ὅπου παρεγενόμενοι εἴμαστε ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Στά δῶρα τοῦτα χωράει ἡ αἰωνιότητα. Σ’ ἕναν Ἅγιο Μαργαρίτη ὅλος ὁ Παράδεισος, ὁ Χριστός. Κι ἐσύ, θὰ πῆ στό Εἰσοδικό του ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης, «ζῆς τὴν ἐμπειρία τοῦ ψυχορραγοῦντος, καὶ τὸ σπαρτάρισμα τοῦ ἀρτιγέννητου…Εἶσαι νεκρὸς καὶ ζωντανός. Ἀνύπαρκτος καὶ παντοδύναμος. Πέφτεις στό κενό, καταποντίζεσαι καὶ πλημμυρίζεις ζωή, φτάνεις στήν αἴσθηση τῆς αἰωνίου παρουσίας Του».

Μέσα στήν Εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στό κλίμα του, ποὺ μπορεῖ νά εὐδοκιμήση. Στήν πατρίδα του, ποὺ τοῦ εἶναι ὅλα γνώριμα καὶ οἰκεῖα. Μιλάει τή μητρική του γλώσσα, σὰν ὁ κτιστός κόσμος μεταβάλλεται σὲ σκήνωμα τῆς θείας δόξης, σ’ ἕνα μέρος ταπεινό, ἀλλὰ ἀστραπηβόλο τῆς θεοφάνειας. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἱερουργία τὰ σύμπαντα γίνονται μιά δέηση, παράκληση, ἱκεσία, ἀπολαμβάνουν τὸ πυράκτωμα τῆς παρατεταμένης Πεντηκοστῆς καὶ δροσίζονται ἀψευδῶς. Ἔτσι «ἡ σύμπασα κτίση νεουργεῖται καὶ θεουργεῖται». Ἀπ’ ἐδῶ βγαίνουν οἱ Ἅγιοι, ὁ Παράδεισος, ἡ αἰωνιότητα κι οἱ ἄνθρωποι ἀδελφοί, ὁμόψυχοι, ὁμοκάρδιοι, ἄνθρωποι πού ξέρουν νά ζοῦν σὲ «παροξυσμόν ἀγάπης» (Ἑβρ. ι’ 24).

Συγκεντρωμένοι «ἐν Ὑπερῴῳ τόπῳ», βρισκόμαστε οἱ πάντες μέσα στούς πάντες, σὲ ἀδιάκοπη κοινωνία μὲ τὸν Χριστό καὶ τὸ σῶμα Του –τοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλωστε ἡ Εὐχαριστία «κοινωνία λέγεται καὶ εἶναι ἀληθινά, γιατὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴν κοινωνοῦμε τὸν Χριστό καὶ μετέχουμε στή σάρκα καὶ θεότητά Του, καὶ συνάμα κοινωνοῦμε κι ἑνωνόμαστε καὶ μεταξὺ μας μὲ αὐτή. Ἀκριβῶς γιατὶ μεταλαμβάνουμε ἀπὸ «ἕναν ἄρτο, ὅλοι γινόμαστε ἕνα σῶμα κι ἕνα αἷμα Χριστοῦ καὶ μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, μεταβαλλόμενοι σὲ σύσσωμους Χριστοῦ» (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός).

Ναί, ἅγιοι πατέρες, μόνο ἡ συναγμένη Ἐκκλησία πού γεύεται κι ἀνασαίνει τὸ μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ, ἐξομολογητικά μπορεῖ, μὲ τοὺς μαργαρίτες τοῦ Ἀχράντου Του σώματος κι αἵματος ἀκόμα στό στόμα, νά πῆ:

«Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ,
καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποῦς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποῦς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγὼ δέ•
κινῶ τὴν χεῖρα καὶ Χριστὸς ὅλος ἡ χείρ μου ἔστιν•
Ἀ µέ γὰρ νόει μοι θεότητα τὴν θείαν!
Κινῶ τὸν πόδα καὶ ἰδού, ἀστράπτει ὡς Ἐκεῖνος•
μὴ εἴπῃς ὅτι βλασφημῶ, ἀλλ’ἀπόδεξαι ταῦτα
καὶ τῷ Χριστῷ προσκύνησον τοιοῦτόν σὲ ποιοῦντι»

(Μέλη Χριστοῦ γινόμαστε καὶ μέλη δικὰ μας ὁ Χριστός•
καὶ τὸ χέρι καὶ τὸ πόδι τὸ δικό μου, ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
εἶναι χέρι καὶ πόδι τοῦ Χριστοῦ.
Κι ὁ ἄθλιος ἐγὼ χέρι Χριστοῦ καὶ Χριστοῦ πόδι πάλι.
Τὸ χέρι ποὺ κουνῶ ὁ Χριστὸς ἀκέραιος.
Καὶ τή θεότητα βάλε στόν νοῦ σου ἀκομμάτιαστη!
Κινῶ τὸ πόδι μου καὶ νά ποὺ ἀστράφτει, ὅπως Ἐκεῖνος•
ὅμως μὴν πῆς πὼς βλασφημῶ, μὰ δέξου ὅ,τι εἶπα
καὶ τὸν Χριστό προσκύνησε, ποὺ ἔτσι σὲ χαριτώνει!)
(ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)


Ὁ ἱερεύς κυκλώθηκε ἀπό ἕνα οὐράνιο φῶς…


Σεβασμιώτατε, ἅγιε Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ, ἅγιοι πατέρες, θὰ μποροῦσα, ἤ μᾶλλον θὰ ἔπρεπε νά κλείσω τὴν φτωχή μου εἰσήγηση ἐδῶ. Ὅμως, τόσο τὸ θέμα πού μοῦ ἐδόθη, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ στήν εὐθύνη–στάση τῶν λειτουργῶν –ποιμένων μπροστὰ ἀπ’τὸ γεγονός τῆς συναγμένης Ἐκκλησίας, τῆς Θείας Λειτουργίας δηλαδή, ὅσο καὶ τὸ γεγονός ὅτι ἀπευθύνομαι σὲ τίμιους ἀδελφοὺς καὶ ἐκλεκτούς συλλειτουργούς, μὲ ὁδηγοῦν, μὲ παρωθοῦν νά δώσωμε μιά ἀπάντηση καὶ σ’αὐτὴν τὴν πρόκληση- πρόσκληση, ποὺ εἶναι καὶ ἀπαίτηση τῶν καιρῶν μας. Ὅμως, συγχωρήσατέ με ἅγιε Γέροντα, θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου λίγο καὶ φτωχό γι’ αὐτὴ τὴν ἀπάντηση. Γιά τοῦτο, μὲ τὴν εὐχὴ σας, ὡς ἀπάντηση ἂς λάβωμε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ Μέγα Γεροντικό ποὺ ἴσως εἶναι ἡ πολύτιμη «κραυγαλέα σιωπή» τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ ἐνδόψυχη ἀπαίτηση ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Κληρικούς, τοῦ Λαοῦ μας τοῦ εὐλογημένου ποὺ ζητεῖ «ἡ ψυχὴ τοῦ ἱερέα … νά εἶναι λαμπρότερη κι ἀπ’ αὐτές τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ὥστε ποτέ νά μὴν τὸν ἀφήνη ἔρημο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα…»
(ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος).

«Ἕνας Ἐπίσκοπος, γράφει τὸ Γεροντικό, ὄντως ἄξιος καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος, περιοδεύοντας τὴν ἐπαρχία του ἔφτασε σ’ ἕνα μικρό πολὺ μακρινό χωριουδάκι. Ζήτησε νά ἰδῆ τὸν ἱερέα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα παρουσιάστηκε μπροστὰ του ἕνας ἁπλοϊκὸς χωρικός, ποὺ μόλις εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὸ χωραφι του φορώντας τὰ ροῦχα τῆς δουλειᾶς. Ἦταν ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος τὸν ἀσπάστηκε, μὰ μέσα του ἕνας λογισμὸς τὸν τυραννοῦσε• ἤθελε - καὶ δικαίως- τὸν Λειτουργό τοῦ Ὑψίστου νά ἔχη πιὸ ἐκκλησιαστικό χρῶμα, πιὸ ἐκκλησιαστικὴ θωριά…

Ἡ ἄλλη μέρα ἦταν Κυριακή! Ὁ ἱερεὺς ἑτοιμάστηκε νά λειτουργήση κι ὁ Ἐπίσκοπος δέν τὸν ἄφηνε καθόλου ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἀναζητοῦσε κάτι ἀπ’τὴν ποιότητά του… Καὶ νά! Ἀπ’ τή στιγμή πού ἄρχισε ἡ Θεία Λειτουργία, ὁ ἱερεὺς κυκλώθηκε ἀπὸ ἕνα οὐράνιο φῶς πού τὸν λάμπρυνε χωρὶς να τὸν καίη, κι αὐτὸ κράτησε ὥς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας.

Τότε φώναξε τὸν ἱερέα στό Ἅγιο Βῆμα ὁ Ἐπίσκοπος καὶ πέφτοντας στά γόνατα, τοῦ ζήτησε νά τὸν εὐλογήση! Ὁ ἁπλοϊκὸς κληρικός σάστισε.

-Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἀνώτερος νά εὐλογηθῆ ἀπὸ τὸν κατώτερὸ του; Ἐσύ εὐλόγησέ με, ἅγιε Δεσπότα, εἶπε, κι ἔβαλε στρωτὴ μετάνοια.

-Ἀδύνατον νά εὐλογήσω ἐκεῖνον πού στέκεται μέσα σὲ θεϊκή φλόγα καὶ προσφέρει τὴν ἀναίμακτη θυσία! «Τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείτονος εὐλογεῖται», ψέλλισε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος.

-Ὑπάρχει τάχα, ἅγιε Δέσποτα, ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος ἀκόμη, ποὺ νά πλησιάζη τὸ Θυσιαστήριο καὶ νά μὴν περικυκλώνεται ἀπὸ οὐράνιο φῶς; εἶπε μὲ ἀπορία ὁ ἁπλοϊκὸς ἱερεύς.

Τὶ ν’ ἀπαντήση ὁ Ἐπίσκοπος σ’ ἐκεῖνον πού ἔβλεπε τὸ ὑπερφυσικό σὰν τὸ φυσικώτερο πρᾶγμα τοῦ κόσμου;».

Δεσπότη μου, σᾶς εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς,

Τὰ ἔτη Σας πολλά, καλλίκαρπα καὶ θεοτίμητα!




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Α’


1) Ἡ Ἁγία Γραφή (Α.Γ.)• Παλαιά (Π.Δ.) καί Καινή Διαθήκη (Κ.Δ.)


2) Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1955 ἑξῆς (Β.Ε.Π.Ε.Σ.)


3) Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972 ἑξῆς (Ε.Π.Ε.)


4) J. P. Migne, Patrologiae cursus completus, series graeca, Paris 1857-1866 (P.G.)


5) J. P. Migne, Patrologiae cursus completus, series latina, Paris 1844-1864 (P.L.)


6) Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν…, ἐκδοτικός οἶκος «ΑΣΤΗΡ», Ἀλ. καί Ε. Παπαδημητρίου, ἐν Ἀθήναις, τ. Α’ (41974), Β’ (41975), Γ’ (41976), Δ’ (41976), Ε’ (31963)


7) Τό Μέγα Γεροντικόν…, Ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, τ. Α’ (11994), Β’ (11995), Γ’ (11997), Δ’ (11999).


8) Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ (τρεῖς θεομητορικές ὁμιλίες, κείμενο-μετάφραση- εἰσαγωγή-σχόλια, Παναγιώτης Νέλλας), ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 21974.


9) Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας καί τά κεφάλαια περί ἱερωσύνης τoῦ ὁσίου Θεογνώστου (ἀπόδοση στή νεοελληνική Ἀντωνίου Γ. Γαλίτη), ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 1978


Β’


1) Ἀρχιμ. Θεοκλήτου Ἀθανασοπούλου, Ἐκκλησία: Ὁ αὐθεντικός φύλακας καὶ ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 11998


2) Τοῦ ἰδίου, Ἀπό Πτερύγων Ἄμβωνος, Ἔκδοση τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου Δήμου Τριπόλεως, Τρίπολη 12001 (Ἐκδόσεις Ἀκρίτας)


3) Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου, Εἰσοδικόν, Στοιχεῖα λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἑνότητος μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος, 21978


4) Ἱερομονάχου Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία, Σχόλια, Ἱερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Ἅγιον Ὄρος, 31993


5) Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδόσεις Δόμος, (ἔνατη ἐπανέκδοση), Ἀθήνα 91994


6) Τοῦ ἰδίου, Τό προνόμιο τῆς ἀπελπισίας, σειρά «σύνορο», Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1973


7) Τοῦ ἰδίου, Πείνα καί δίψα, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα, τρίτη ἔκδοση


8) Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1984


9) Τοῦ ἰδίου, Χριστός Ἀρχή καί Τέλος, ἐκδόσεις Ἱδρύματος Γουλανδρῆ -Χόρν, Ἀθῆναι 1983


10) Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, [μετάφραση Ἀγαμέμνονος Τ. Μουρτζόπουλου], ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972


11) Πρωτοπρεσβυτέρου Μιχαήλ Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρώπινου Ἤθους, ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ», Ἀθήνα 11980


12) Olivier Clement, Ἡ θεολογία μετά τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ», σειρά «σύνορο», ἐκδόσεις «ΑΘΗΝΑ», Ἀθήνα 1973


13) Βλαδιμήρου Λόσκι, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας [μετάφρασις πρεσβυτέρας Στέλλας Κ. Πλευράκη], Θεσσαλονίκη 51991


14) Τοῦ ἰδίου, Κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ [μετάφρασις Μ.Γ.Μιχαηλίδη], ἐκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974


15) Τοῦ ἰδίου, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ [μετάφρασις Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ], ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973


16) Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεοῦ, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1979


17) Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας [μετάφραση ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς] ἐκδ. οἶκος «ΑΣΤΗΡ» Ἀλ. καί Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 31974


18) π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εὐχαριστία [μετάφραση ἀπό τά Ρωσικά Ἀνδρέα καί Μαρίκας Χελιώτη], ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 21987


19) Τοῦ ἰδίου, Ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος [μετάφραση Ἰωσήφ Ροηλίδης], ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1984


20) Τοῦ ἰδίου, Ἡ Ἐκκλησία Προσευχομένη, Εἰσαγωγή στή Λειτουργική Θεολογία [ἀπόδοση ἀπό τά Ἀγγλικά: π. Δημήτριος Β. Τζέρπος], ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑ», Ἀθήνα 1991


21) Τοῦ ἰδίου, Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο [μετάφραση ἀπό το Ἀγγλικό: Ἰωσήφ Ροηλίδης], ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ», Ἀθήνα 1983


22) Πρωτοπρεσβυτέρου, Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή -Ἐκκλησία- Παράδοση [μετάφρασις Δημητρίου Γ. Τσάμη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου], ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976


23) Τοῦ ἰδίου, Θέματα ὀρθοδόξου θεολογίας, ἐκδόσεις «Ἄρτος ζωῆς», Ἀθήνα 1973


24) Τοῦ ἰδίου, Ἀνατομία προβλημάτων τῆς πίστεως [μετάφρασις Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ], ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977


25) Τοῦ ἰδίου, Δημιουργία καί ἀπολύτρωση [μετάφραση Παναγιώτου Κ. Πάλλη, Γενικοῦ Ἐπιθεωρητοῦ Μ.Ε.], ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983

Ἡ Γιορτὴ καὶ τὸ γιατί

 




Τὸ μέγα σκάνδαλο στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη ἦταν ὁ περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας σὲ μόνη τὴ βούληση, ὁ ἀποκλεισμός της ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς ὕπαρξης. O ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ θέλει, νὰ ὀρέγεται, νὰ ἐπιθυμεῖ ἀκόμα καὶ τὸ ἀνέφικτο. Ὅμως τὸ νὰ ὑπάρχει καὶ τὸ πῶς ὑπάρχει εἶναι δεδομένο, δὲν τὸ ἐπιλέγει, τὸ ὑφίσταται ὡς ἀναγκαιότητα. H ἐλευθερία γιὰ τοὺς Ἕλληνες τελείωνε στὰ ὅρια τῆς βούλησης, τῆς συμπεριφορᾶς – στὸ πεδίο τοῦ ἤθους. Ἀπέκλειε τὸ πεδίο τοῦ εἶναι.

H ὕπαρξη ἦταν μία νομοτέλεια, ἀνερμήνευτη ἀναγκαιότητα. Ποὺ θὰ πεῖ: ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι προϊὸν ἑνὸς δεδομένου λόγου-τρόπου ποὺ πρὸ-καθορίζει τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί τῶν ὑπαρκτῶν. Ἕνας «ξυνὸς» (κοινὸς) λόγος προηγεῖται καὶ δίνει εἶδος, μορφικὴ καὶ τροπικὴ ἑτερότητα, σὲ κάθε ὑπαρκτό, ἐνῶ ταυτόχρονα συνιστᾶ καὶ τὸ πῶς (τὸν τρόπο) τῆς συνύπαρξης τῶν ὑπαρκτῶν. Ὁρίζει τὴν ποικιλότητα τῶν εἰδῶν-οὐσιῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ λογική τους συνύπαρξη, τὸν συσχετισμό τους. Ἡ «κατὰ λόγον», συνύπαρξη τῶν ἐπιμέρους λόγων-τρόπων καθιστᾶ τὸ σύμπαν «κόσμον», δηλαδὴ κόσμημα, ὁλοκληρία ἁρμονίας καὶ κάλλους.

Αὐτὴ ἡ ὀντολογικὴ ὀπτικὴ ἀναδείχνει τὸ κάλλος, τὸ μέτρο, τὴν ἁρμονία, τὴν κοσμιότητα ὡς τὸ μόνο αὐθύπαρκτο δεδομένο τῆς πραγματικότητας, τὸ μόνο πραγματικὰ ὑπαρκτὸ (τὸ «ὄντως ὄν»). Εἶναι ἡ ἀλήθεια: αὐτὸ ποὺ δὲν μεταβάλλεται, δὲν φθείρεται, δὲν πεθαίνει. Ἄρα καὶ τὸ «κριτήριον ἀληθείας», ποὺ ἀναζητᾶμε οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε τὸ σωστὸ ἀπὸ τὸ λάθος, δὲν εἶναι ἕνα «τί» (κάτι τί) ἀλλὰ ἕνα «πῶς»: ὁ τρόπος τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως. Ἂν θέλουμε λοιπὸν νὰ «ἀληθεύει» ὁ συλλογικός μας βίος, νὰ εἶναι «κατ’ ἀλήθειαν», δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ καταστήσουμε τὴ συλλογικότητα «κοινὸν ἄθλημα» μετοχῆς στὸν τρόπο τῆς συμπαντικῆς λογικότητας καὶ κοσμιότητας. Ἔτσι γεννιέται ἡ «πόλις» καὶ τὸ «πολιτικὸν ἄθλημα ἀληθείας».

Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ ἐλευθερία παραμένει ἐγκλωβισμένη στὸ ἐπίπεδο τῶν ἐπιλογῶν τοῦ πράττειν, ἐπίπεδο συμπεριφορᾶς, δὲν ἀφορᾶ στὴν ὕπαρξη τὴν κατ’ ἀναγκαιότητα δεδομένη. Προηγεῖται ὁ ἀνερμήνευτος λόγος ὁ καθοριστικός τοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξης κάθε ὑπαρκτοῦ, ἀκόμα καὶ τῶν θεῶν. Στὴν ὀντολογικὴ προοπτικὴ τῶν Ἑλλήνων, αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν Θεὸ νὰ εἶναι Θεός: τὸ «ἀκίνητον πρῶτον κινοῦν», καθαρὴ ἐνέργεια, ἐνέργεια νοῦ, εἶναι ὁ ἐπίσης δεδομένος λόγος-τρόπος (ἡ οὐσία) τῆς ὕπαρξής του – ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχρεωμένος, «ὡς ἐκ τοῦ λόγου τῆς οὐσίας» του, νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὑποταγμένος στὴν ἀνάγκη ποὺ τὸν καθορίζει ὑπαρκτικά.

Τὸ σκάνδαλο τῆς ἀνελεύθερης ὕπαρξης εἶναι τὸ κεντρικὸ συνήθως θέμα στὴν τραγωδία: Ὁ τραγικὸς ἥρως ἐπαναστατεῖ ἐνάντια στὸν τυφλὸ προκαθορισμὸ τῆς ὕπαρξής του, ἡ ἐπανάστασή του εἶναι «ὕβρις» ποὺ νομοτελειακὰ τιμωρεῖται, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἀπονενοημένη ἀνταρσία του φωτίζεται ἡ δίψα τοῦ Ἕλληνα γιὰ ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία.
* * *

Αὐτὴ ἡ δίψα εἶναι τὸ μόνο δεδομένο ποὺ μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸν ραγδαῖο ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ἑλλήνων – μέσα σὲ ἕναν μόλις αἰώνα καὶ μὲ συνθῆκες ἐφιαλτικοῦ διωγμοῦ τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία, τῆς ὁποίας ὑπονόμευε τὴ religio imperii, τὴ βάση τῆς πολιτικῆς της ἑνότητας.

Ἡ χριστιανικὴ «ἐκκλησία» κόμιζε στὸν Ἕλληνα (μὲ τὸν ἑλληνικὸ τρόπο τῆς ἐμπειρικῆς, κοινωνούμενης μετοχῆς καὶ ὄχι τῆς ἀτομικῆς κατα-νόησης) τὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἐλευθερία ὡς καταγωγικὴ Αἰτία τοῦ ὑπάρχειν καὶ στόχο-σκοπὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Αὐτὴ τὴν Αἰτία δὲν μποροῦμε νὰ τὴ σημάνουμε μὲ τὴ λέξη «Θεός», γιατί προϋποθέτει δεδομένο τὸν λόγο-τρόπο (τὴν οὐσία) τῆς θεότητας ὡς ὑπαρκτικὸ προκαθορισμὸ τῆς Πρώτης Αἰτίας. Αἰτία τοῦ ὑπάρχειν εἶναι μία λογικὴ αὐτοσυνείδητη ἐλευθερία, ποὺ ὑπάρχει, ἐπειδὴ θέλει νὰ ὑπάρχει, καὶ θέλει νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἀγαπάει. Ἡ ἀγάπη, γιὰ νὰ εἶναι ἀγάπη, προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία ἀπὸ κάθε ἀναγκαιότητα.

Δὲν εἶναι «ἰδιότητα» τῆς Αἰτιώδους Ἀρχῆς ἡ ἀγάπη, δὲν ὑπάρχει πρῶτα καὶ στὴ συνέχεια ἀγαπάει, δὲν εἶναι «ἀρετή», ἠθικὴ ποιότητα, εἶναι ὁ τρόπος της νὰ ὑπάρχει. Αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν σημαίνουμε, στὴ συμβατική μας γλώσσα, μὲ τοὺς ὅρους πατρότητα, υἱότητα, ἐκπόρευση. Ὁ πάντων Αἴτιος εἶναι ὁ Πατήρ, ποὺ πραγματοποιεῖ τὸ εἶναι του ὡς ἐλευθερία πατρότητας: «γεννᾶ» τὸν Υἱὸ καὶ «ἐκπορεύει» τὸ Πνεῦμα. Καὶ οἱ τρεῖς γλωσσικοὶ προσδιορισμοὶ παραπέμπουν ὄχι σὲ αὐτόνομες ἀτομικὲς ὀντότητες. (Δίας, Κρόνος, Ποσειδών) ἀλλὰ σὲ ὑπάρξεις ποὺ ὑπάρχουν μόνο ὡς πρός, μόνο ὡς σχέση: Δὲν ὑπάρχει πρῶτα ὁ Πατὴρ καὶ στὴ συνέχεια «γεννᾶ» τὸν Υἱὸ καὶ «ἐκπορεύει» τὸ Πνεῦμα, ὑπάρχει ἐπειδὴ «γεννᾶ» καὶ «ἐκπορεύει», δηλαδὴ ἐπειδὴ ἐλεύθερα ἀγαπάει. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Υἱὸς - Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρός. Ὁ Θεὸς ποὺ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «ἀγάπη ἐστι», εἶναι (ὄχι ἔχει) ἀγάπη, ἀπόλυτη πληρωματικὴ ἐλευθερία.

Ὅλα τὰ παραπάνω θὰ ἦταν ἕνα εὐφυὲς καὶ εὐφραντικό, ἀφηρημένο φιλοσόφημα, ἂν δὲν συνιστοῦσε μαρτυρία μιᾶς πολὺ συγκεκριμένης ἱστορικῆς ἐμπειρίας: Μὲ ἀκριβέστατες ἱστορικὲς χρονολογήσεις («ἐν ἔτει πέντε καὶ δεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας, τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδου» κ.λπ., κ.λπ.) γεννιέται στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἕνα βρέφος, ποὺ τόσο ἡ γέννησή του ὅσο καὶ πολλὰ μεταγενέστερα «σημεῖα» (σημαδιακὰ γεγονότα) τῆς μαρτυρούμενης ἱστορικῆς του παρουσίας, δηλώνουν ἐλευθερία ἀπὸ κάθε ὑπαρκτικὸ περιορισμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξής του.

Στὸ πρόσωπό του ὅσοι συγκροτοῦν διαχρονικὰ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἴκοσι αἰῶνες τώρα, ψηλαφοῦν τὴν ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ κάθε προκαθορισμὸ καὶ ἀναγκαιότητα. Ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ θεότητά του ὁ Θεός, «δι’ ὑπερβολὴν ἔρωτος», προσλαμβάνει στὸν τρόπο τῆς ἀπόλυτης ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας καὶ τὸν «κατ’ εἰκόνα» του ἄνθρωπο: Χαρίζει στὴ σχετικὴ ἀνθρώπινη ἐλευθερία τὴ δυναμική τῆς μετοχῆς στὴν ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία τοῦ Ἀκτίστου, ἐλευθερία ἐρωτικῆς αὐτοπραγμάτωσης σὲ συνεχῆ αὐτοπροσφορὰ «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν».

Εὐτυχισμένοι («μακάριοι» λέει ἡ Ἐκκλησία) ὅσοι στὸ κλαυθμηρίζον βρέφος τῆς Βηθλεὲμ μποροῦν νὰ δοῦν τὴ δυνατότητα τὴ χαρισμένη στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν πληρωματικὴ ἐλευθερία, ὅταν ἐπίπονα καταθέσει τὸ «ναὶ» τῆς χιλιοπεριορισμένης θέλησής του στὸν μανικὸ ἔρωτα τοῦ Θεοῦ Νυμφίου, τοῦ «διὰ τὴν ἐρωτικὴν αὐτοῦ ἀγαθότητα ἐνανθρωπήσαντος».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...