ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΚΡΑΚΗΣ
(1831-1905)
Φιλόσοφος και ηθικολόγος, λαϊκός ιεροκήρυκας με πλατιά ακτινοβολία και ηγέτης αφυπνιστικού κινήματος στην μετεπαναστατική Ελλάδα.
π. Γ.Δ. Μεταλληνός
Γεννήθηκε στη Σίφνο και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάσθηκε για λίγο ως διδάσκαλος και δημοσίευσε τις πρώτες μελέτες του. Άνθρωπος ισχυρού χαρακτήρα και με διάθεση έντονα ελεγκτική, ήλθε σε σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τους γονείς των μαθητών του, με αφορμή την «συχνή θεία κοινωνία», που δίδασκε. Το 1862, πήγε στο Παρίσι ως οικοδιδάσκαλος της οικογένειας Α. Αδαμαντίδου. Εκεί έμεινε δύο χρόνια και μελέτησε την νεώτερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία. Η απολογητική του διάθεση εκφράσθηκε γρήγορα με τη συγγραφή των πρώτων του μελετών κατά της δυτικής φιλοσοφίας και υπέρ τού χριστιανισμού. Έπειτα από σύντομη παραμονή στην Αθήνα (όπου εξεφώνησε τρεις λόγους), γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, συνεχίζοντας το διδακτικό και συγγραφικό έργο του. Μετά ένα έτος όμως αναγκάσθηκε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα (1866).
Ο Μακράκης ενσωματώθηκε στον ελλαδικό χώρο σε μια κοσμογονική και γι' αυτό πολύ δύσκολη εποχή. Η προϊούσα αστικοποίηση, η ξενική εξάρτηση, η πολιτική αρρυθμία, η δράση ξένων παραγόντων (π.χ. θρησκευτικών προπαγανδών), η προσκόλληση στη «φωτισμένη Ευρώπη» και η αδιάκοπη νόθευση των παραδοσιακών κριτηρίων ήταν προβλήματα που δεν μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορο ένα ανήσυχο πνεύμα, όπως ήταν ο Μακράκης. θέλοντας να συμβάλει στην καθολική Αναγέννηση τού Έθνους, έθεσε ως βάση την αναγέννηση της Εκκλησίας ως κιβωτού και καταλύτη της εθνικής ζωής. Γι' αυτό επιδόθηκε στο κήρυγμα (προφορικό και γραπτό) και στην ίδρυση θρησκευτικών και πολιτικών συλλόγων (« Ιωάννης ο Βαπτιστής», «Ιωάννης ο Θεολόγος», «Μέγας Κωνσταντίνος», «Πλάτων»), για να χρησιμεύσουν σαν «ζύμη» για την χριστιανική Αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας.
Η πληθωρική δράση και οι μεγαλεπήβολοι στόχοι του είχαν ως αποτέλεσμα τη μόνιμη σύγκρουσή του με τις δυνάμεις εκείνες που καθόριζαν την πορεία τού νεότευκτου ελληνικού κράτους. Όλη η ζωή τού Μακράκη υπήρξε εκδίπλωση μιας πολυδιάστατης σύγκρουσης και συνεχούς εκ μέρους του απολογίας.
Ο Ιθ' αι. είχε τεράστια σημασία όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά και για την πατρίδα μας1. Ο κοσμογονικός χαρακτήρας του για την Ελλάδα κορυφώνεται στην Επανάσταση τού 1821 και στην αναδημιουργία της Νέας 'Ελλάδος, δηλαδή την επανεμφάνιση στην Ιστορία τού Ελληνισμού ως οργανωμένου Κράτους και παράγοντος διαμορφώσεως της ευρωπαϊκής ζωής στον μεσογειακό χώρο. Στην κρίσιμη όμως αυτή καμπή της ζωής τού Έθνους, η ζωή του αφέθηκε στο έλεος αλλοτρίων δυνάμεων, που, βλέποντας την μικρή Ελλάδα σαν όργανο της πολιτικής τους, ανέλαβαν να διαμορφώσουν την ζωή τους, σε όλες της τις διαστάσεις, με βάση τα δικά τους πρότυπα. Η εξάρτηση αυτή από ξένες δυνάμεις απέβη για την Πατρίδα μας, έκτοτε, αποπνικτική2. 'Εξάρτηση όχι μόνο πολιτική, αλλά και κοινωνική, και πολιτιστική, και πνευματική, ακόμα και θρησκευτική. Από την εποχή της Βαυαροκρατίας (1833 κ.ε.), και μετά τον παραμερισμό της οργανώσεως τού Κράτους μας με ανατολικά και ορθόδοξα υπαρκτικά κριτήρια —γιατί τούτο εσήμαινε η δολοφονία τού Καποδίστρια (1831)— αρχίζει η μεθοδευμένη επιχείρηση οργανώσεως και διαμορφώσεως τού ελληνικού βίου, σε κάθε του διάσταση, κατά τρόπο δυτικό, ευρωπαϊκό3. Η έντεχνη δε προπαγάνδα εργάσθηκε με σύστημα και πείσμα να εμπνεύσει στον αποπροσανατολισμένο Λαό μας την πεποίθηση ότι η σωτηρία της Ελλάδος εξαρτάται από τον εξευρωπαϊσμό της — μια ιδέα που αποτελεί «σκόλοπα τη σαρκί» μας έκτοτε! Βέβαια, σε τούτο συνέτειναν όχι μόνο οι ξένες προσπάθειες, αλλά και οι λογάδες τού Γένους, με σημαιοφόρο τον Κοραή, που είχαν ήδη καλά μυηθή στην ιδέα της ανάγκης τού εξευρωπαϊσμού μας για την σωτηρία μας4. Έτσι, κοντά στην προσπάθεια για τον γρήγορο εξευρωπαϊσμό της εθνικής ζωής μας, έγινε φανερή η παράλληλη επιδίωξη για την εκδυτικοποίηση (εξευρωπαϊσμό) και της θρησκευτικής μας ζωής, με κέντρο τα εκκλησιαστικά γεγονότα τού 1833 (πραξικοπηματική ανακήρυξη τού αυτοκεφάλου — σχίσμα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέχρι το 1850). Στο πρώτο βοηθούσαν τα ποικίλα πολιτικά μέτρα. Στο δεύτερο συνέβαλαν οι δυτικοί Μισσιονάριοι, και μάλιστα οι Προτεστάντες5.
Το παράλογο και συνάμα αψυχολόγητο αυτό ανοιγμα-αυτοπαράδοση προς τη Δύση, όχι για λόγους μιας πολιτικής αναγκαιότητας, αλλά και σαν εσωτερική ανάγκη όλων εκείνων που από ένα πνεύμα στείρου «επαρχιωτισμού» περιφρονούσαν την εθνική τους κληρονομία, την οποία σεβάσθηκαν οι αιώνες, για την ψεύτικη λάμψη της ευρωπαϊκής κουλτούρας, συνετέλεσε στο αποτρόπαιο έγκλημα να αφεθή έκθετο το Έθνος στην πνευματική σαπίλα της ήδη δηλητηριασμένης από τα μικρόβια τού υλισμού, αθεϊσμού, θεοσοφισμού, μασονισμού, μαρξισμού, ορθολογισμού, σκεπτικισμού και μηδενισμού Δύσεως. Το πέρασμα τού θεοφ. Καΐρη (1784-1853) από την πνευματική ζωή της μετεπαναστατικής Ελλάδος επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή6. Ο δυτικός προβληματισμός — ξένος προς τα ιδικά μας υπαρκτικά πρότυπα— εισήχθη στη ζωή τού Έθνους. «Εντός δε τού κλίματος τούτου εσημειώθη και ο χωρισμός της θεολογίας από την εκκλησιαστικήν εμπειρίαν και ζωήν, η αλλοίωσις της συνειδήσεως της καθολικότητος της Ορθοδοξίας και η θεώρησις αυτής ως ομολογιακής Εκκλησίας, η εγκατάλειψις της ορθοδόξου παραδόσεως και τέχνης χάριν δυτικών μορφών εκφράσεως...»7. Τα Μασονικά και τα Σιμωνιακά (1867 και 1874) είναι ικανά να δείξουν πόσο είχε προχωρήσει η διάβρωση, που είχε υποστή η ελληνική εθνική συνείδηση8. Η παρουσία δε της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, γιατί ήδη ο Μάουερ είχε φροντίσει — και το έργο του συνέχισαν επιδέξια άλλοι— ώστε τις υπεύθυνες εκκλησιαστικές θέσεις να κατέχουν πρόσωπα πενιχράς παιδείας, αλλά και ανυπάρκτου δυναμικότητος, ανίκανα να διεκδικήσουν τα δίκαια της Εκκλησίας, και πολύ περισσότερο να ηγηθούν ενός τέτοιου αγώνος9.
Μόλις εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, εξεφώνησε σειρά εθνικοθρησκευτικών ομιλιών στην πλατεία Ομονοίας, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα του «Δικαιοσύνη». Ταυτόχρονα άρχισε την για πολλά έτη συνεχιζόμενη επίθεσή του εναντίον της Μασονίας με τόση οξύτητα, ώστε να απειληθεί η ζωή του. Τα αντιμασονικά κηρύγματά του, που είχαν μεγάλη επίδραση στο λαό, κυκλοφόρησαν και σε ειδικά φυλλάδια, που έθεσαν τα θεωρητικά θεμέλια τού αντιμασονικού αγώνα στην Ελλάδα. Τον Μάρτιο τού 1868 αρχίζει η έκδοση τού καθαρά μακρακικού περιοδικού «Λόγος» με υπότιτλο («Εφημερίς της εν Χριστώ θρησκείας, πολιτείας, φιλοσοφίας»), που εκφράζει το πνεύμα των αγώνων του (κάλυψη όλου τού χώρου της ζωής, θρησκευτικής, φιλοσοφικής και κοινωνικής σφαίρας, κατά την γνωστή πλατωνική διάκριση των ανθρωπίνων ψυχικών λειτουργιών, για την επικράτηση τού «Χριστοποιήματος» η «Χριστοκρατίας»).
Αρχικά, η δράση τού Μακράκη ενθουσίασε την Ι. Σύνοδο, σε σημείο που να συστήσει με ειδικό Εγκύκλιο την εφημερίδα του. Η μακρακική όμως κριτική, που δεν άφηνε κανένα άθικτο, γρήγορα προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Μακράκης, παρουσιάζοντας κατά κάποιον τρόπο ιδεοληπτικά φαινόμενα (πίστευε ότι ο «αποστολικός» ρόλος του τού απεκαλύφθη «άνωθεν»), θεωρούσε τον εαυτό του θρησκευτικοπολιτικό αναμορφωτή με θεία αποστολή. Επόμενο, φυσικά, ήταν η κρίση του για την κατάσταση της εποχής του, παρ' όλο που συχνά δεν απείχε από την πραγματικότητα, να αντιμετωπίζεται από μεν τα πλατιά λαϊκά στρώματα με ενθουσιασμό και με εμπιστοσύνη, από τους κύκλους όμως των δεχομένων τον έλεγχό του με απέχθεια και εμπάθεια.
Ο Μακράκης έβλεπε την πολιτεία ως διεφθαρμένο σατανικό οικοδόμημα- την Εκκλησία (Κλήρο) σε κατάσταση καταπτώσεως και σιμωνίας και την παιδεία αντιχριστιανική, γιατί ήταν κάτω από την επίδραση της δυτικής άθρησκης φιλοσοφίας. Το πανεπιστήμιο το χαρακτήριζε «πανσκοτιστήριο», γιατί μετέδιδε το δυτικό «σκοτάδι». Περισσότερο πολεμούσε τους καθηγητές της θεολογικής Σχολής για το «δυτικό» φρόνημά τους. Ο Μακράκης διατεινόταν ότι πρόσφερνε τα αντίδοτα στις ελεγχόμενες απ' αυτόν παρεκκλίσεις, δηλαδή ελληνική παιδεία και φιλοσοφία, ορθόδοξη πίστη (θρησκεία) και ελληνορθόδοξη πολιτεία (κοινωνία). Το πρόβλημα, φυσικά, της παραδοσιακότητας και ορθοδοξότητας των «αντιδότων» τού Μακράκη είναι τεράστιο, όπως ακόμη και των επιδράσεων που δέχθηκε με τις φιλοσοφικές του μελέτες, το αντιμετωπίζουν δε έρευνες που γίνονται σήμερα και που αναμένεται να φωτίσουν την πληθωρική πράγματι προσωπικότητά του.
Μετά το «μασονικό» ζήτημα, συγκέντρωσαν την προσοχή του τα «Σιμωνιακά» (1874) (εκλογή μητροπολιτών με οικονομικά ανταλλάγματα), που οδήγησαν σε δριμύτατη επίθεσή του εναντίον της Ιεραρχίας. Συχνές, όμως, ήταν οι επιθέσεις του και εναντίον της πολιτείας για διάφορα ζητήματα, αλλά όχι χωρίς υπερβολές και ακρότητες. Ο Μακράκης έμεινε πάντοτε άνθρωπος των άκρων, όπως συμβαίνει πάντα με όλους εκείνους που κάνουν τον έλεγχο των άλλων υπόθεση της ζωής τους, με συνέπεια να παραθεωρούν τον εαυτό τους. Σφοδρούς αγώνες έδωσε και για την αντιμετώπιση των υλιστικών θεωριών τού Χαίκελ και των οπαδών του Ελλήνων πανεπιστημιακών καθηγητών, όπως ακόμη εναντίον τού Πνευματισμού, τού θεάτρου, της προσπάθειας για χειραφέτηση των γυναικών κ.λπ. Στην επιδίωξή του να συμβάλει στην εξυγίανση τού πολιτικού βίου και τού Κοινοβουλίου, έλαβε ενεργό μέρος στην πολιτική, αλλά δεν μπόρεσε να εκλεγεί βουλευτής. Επανειλημμένα καταδικάσθηκε από πολιτικά δικαστήρια και φυλακίσθηκε συνολικά 18 μήνες. Δεν έπαψε όμως να κηρύττει και να συγγράφει και να περιοδεύει στις επαρχίες, προοδοποιώντας τη δομή και δράση των θρησκευτικών Αδελφοτήτων.
Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα, στο οποίο αναμίχθηκε ο Μακράκης και που προκάλεσε την εκκλησιαστική του καταδίωξη, είναι η θεωρία του για την «τριχοτομία» τού ανθρώπου (τρισύνθετο).
Ο ανθρωπος, δηλαδή, δεν αποτελείται από δύο στοιχεία (σώμα και ψυχή), αλλά από τρία (με τρίτο συστατικό το «πνεύμα»). Ο Μακράκης στηριζόταν σε δική του ερμηνεία ως τού χωρίου Γεν. 2,7, φθάνοντας στην αντινομία από τη μια να δέχεται τη δική του ερμηνεία ανώτερη από την πατερική και από την άλλη να επικαλείται πατέρες για τη στήριξη της θέσης του. Το ζήτημα προκάλεσε έντονες και μακρές θεολογικές συζητήσεις, στις οποίες έλαβαν μέρος γνωστοί θεολόγοι της εποχής, με πρώτο τον καθηγητή της Δογματικής Ζ. Ρώσση. Ο τελευταίος είναι ο συντάκτης και της Εγκυκλίου της Ι. Συνόδου, που καταδίκασε τη διδασκαλία τού Μακράκη (1878). Ειδική εγκύκλιο εξέδωσε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η δε Ελληνική Κυβέρνηση έκλεισε τη «Σχολή τού Λόγου», που ξαναλειτούργησε όμως αργότερα. Όλα δείχνουν τη ρευστότητα των καιρών και την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της τότε κοινωνίας. Ο Μακράκης απάντησε στις κατηγορίες με Απολογία (1873) και με ειδική πραγματεία για το τρι-σύνθετο (1882), αλλά και με σειρά άρθρων. Κατά τον καθηγητή Ι. Καρμίρη, ο Μακράκης «δεν ηννόει το τρισύνθετον τού ανθρώπου εν τη αρχαία αυστηρά φιλοσοφική τριχοτομιστική εννοία... ουδ' υπεστήριξε το τρισυπόστατον τού ανθρώπου και ούτε περιέπεσεν εις την πλάνην των υλιστών και εις την τού Πανθεϊσμού, ως κατηγορήθη». Ήταν μια καθαρά μακρακική φιλοσοφική σύλληψη, που ξεκινούσε όμως από την εκκλησιαστική διδασκαλία.
Ο Μακράκης κατοχύρωνε τη δράση του με πλήθος συγγραφών. Υπήρξε από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της εποχής του. Πολλά συγγράμματά του μεταφράσθηκαν στην αγγλική και εκδόθηκαν από την «Χριστιανική Εκδοτική Εταιρεία» στο Σικάγο των ΗΠΑ. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι: «Η πόλις Σιών...», Κων/λη 1860 «Ασπίς της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», Αθήναι 1862 «Υπόμνημα περί της φύσεως της τού Χριστού Εκκλησίας», Κων/λη 1865 (και β' έκδ. Αθήναι 1881)· «Απολογία...» (1873) «Η Γραφή και ο κόσμος...» (1905) «Νέον εκπαιδευτικόν σύστημα» (Γραμματομάθεια, 1876, Λεξιμάθεια, 1878, Λογομάθεια 1882) «Η φιλοσοφία και αι φιλοσοφικαί επιστήμαι» (νέο φιλοσοφικό σύστημα: τόμ. Α', Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν, ψυχολογίαν, λογικήν, 1876, τόμ. Β', φιλοσοφική ηθική μεθ' ιεράς ιστορίας, 1883, τόμ. Γ', Θεολογία, 1886, τόμ. Δ', Φιλοσοφία, 1890). Δημοσίευσε ακόμη ερμηνευτικά σε βιβλία της Π. και Κ. Διαθήκης και Ερμηνεία όλης της Κ. Διαθήκης (1891) και πολιτικά έργα: «Ο πρώτος καρπός τού εν Αθήναις πολιτικού συλλόγου ο "Πλάτων"...», 1901 και «Ο δεύτερος καρπός...», 1902. Σ' αυτά πρέπει να προστεθούν τα αντιμασονικά, αντιπαπικά και αντιπροτεσταντικά συγγράμματά του και η πληθώρα των άρθρων του.
Ο Μακράκης υπήρξε μία από τις φωτεινότερες μορφές τού 19ου αι. και μοναδική στο είδος της φυσιογνωμία. Επιδίωξε καθολική αναμόρφωση τού νεοελληνικού βίου και ηθική βελτίωσή του. Με τις δικές του πνευματικές προϋποθέσεις και το δικό του τρόπο αγωνίστηκε για τη χριστοποίηση της ελληνικής πραγματικότητας. Τού έλειπε όμως η σαφής γνώση της ορθόδοξης παράδοσης. Παρά την περιπτωσιακή αναφορά του σε πατέρες (για το θέμα τού τρισυνθέτου κυρίως) δεν δείχνει προσωπική μετοχή στην πατερική παράδοση˙ και αυτή ήταν η μεγαλύτερη ατέλειά του. Η υπερεμπιστοσύνη πάλι στον εαυτό του είχε ως συνέπεια τις ακρότητές του, αλλά και έμμονες ιδέες, που προκάλεσαν την αντίδραση και των ίδιων των συνεργατών του.
Αλλά και η ιεραποστολική μέθοδός του αποδείχθηκε τελικά, παρά τον ενθουσιασμό που αρχικά είχε προκαλέσει, όχι η πρέπουσα, αφού οδήγησε σε φυγόκεντρες τάσεις στο χώρο της Εκκλησίας και κατά κάποιον τρόπο στην υποκατάσταση της Εκκλησίας από άλλες συσσωματώσεις. Γι' αυτό, παρά την αναγνώριση της καλής του θελήσεως και της μεγάλης προσφοράς του, ο Μακράκης θα απασχολεί ως πρόβλημα — εκκλησιαστικό και κοινωνικό— για πολύ ακόμη την επιστήμη, γιατί η δράση του σχετίζεται άμεσα με τη διαμόρφωση τού συγχρόνου ελληνικού εκκλησιαστικού ήθους και όλες τις παρεκκλίσεις του από την πατερική αυθεντικότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Άρθρο τού Ι.Ν. Καρμίρη στη Θ.Η.Ε., τόμ. Β' (1966) στ. 514-517 (με την παλαιότερη βιβλιογραφία). Βασική βιογραφία τού Μακράκη είναι το έργο τού Μ. Χαρίτου, «Ιστορία τού Θεοσόφου διδασκάλου τού ελληνικού γένους Απ. Μακράκη», τόμ. 4, Αθήναι 1920-29 (και σε ένα τόμο, Σικάγο 1964). Σπουδαία συμβολή στη μελέτη τού Μ. προσφέρουν δύο συλλογικά έργα: 1. «Λεύκωμα αναμνηστικόν Απ. Μακράκη...», Αθήναι 1956, και 2. «Λεύκωμα επί τη 100ετηρίδι από της ιδρύσεως τού Ορθ. Χριστιανικού Συλλόγου "Ιωάννης ο Βαπτιστής"», Αθήναι 1979. Τις πλάνες τού Μακράκη έλεγξε ο πατήρ Φιλ. Ζερβάκος (1957), ενώ ανασκεύασε τις κατηγορίες ο Χ. Αδαμόπουλος (1958). Ορθόδοξη κριτική τού Μακράκη έκαμε ο μοναχός πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης («Αθωνικά Άνθη», Αθήναι 1962, σ. 301 ε.ε.) και κοινωνιολογική θεώρηση τού έργου του επιχείρησε ο Βασ. Γιούλτσης: «Κοινωνιολογική Θεώρησις των Θρησκευτικών Αδελφοτήτων» (στον τόμο: «Θέματα κοινωνιολογίας της Ορθοδοξίας», εκδότης Γ. Μαντζαρίδης), Θεσσαλονίκη 1975, σ. 174 ε.ε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. σχετικά στη μελέτη Γ.Δ. Μεταλληνού: «Το ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ αιώνα», Αθήναι 1977, σ. 58 ε.ε., όπου και βιβλιογραφία. Πρβλ. Π. Καρολίδου, «Εισαγωγή εις την Ιστορίαν τού ΙΘ αιώνος», Αθήνησι 1891 - Κ.8. Latourette, «History of the Expansion of Christianity», τόμ. IV, "The Great Century in Europe and the United States of America", N. York and London 1941.
2. Βλ. την ωραία μελέτη τού Τάσου Λιγνάδη «Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν τού νεοελληνικού κράτους (1821-1945)», Αθήναι 1976 (όπου και πλούσια βιβλιογραφία).
3. Βλ. Μεταλληνού, «Το ζήτημα...», οπ. παρ., σ. 64 ε.ε.
4. Βλ. Γιούλτση, "Κοινωνιολογική θεώρησις των Θρησκευτικών Αδελφοτήτων", στον τόμο «Θέματα Κοινωνιολογίας της Ορθοδοξίας» (επιμ. Γ. Μαντζαρίδου), Θεσσαλονίκη 1975, σ. 174 ε., σ. 171 ε. Μεταλληνού, σ. 66. Βλ. και το σπουδαίο μελέτημα τού Ν.Β. Τωμαδάκη, «Κλασσικισμός, Διαφωτισμός και Αδαμάντιος Κοραής», στο περ. Μνημοσύνη 6 (1977), σ. 94-116, και σ' ανάτυπο.
5. Βλ. Γ. Μεταλληνού, μν. έργ., σ. 71 ε.ε., 395 ε.ε.
6. Βλ. πρόχειρα αρθρο τού Βασ. Σφυρόερα στην ΘΗ-Ε τ. 7 (1965), στ. 177-179 (βιβλιογρ.).
7. Γιούλτση, οπ. παρ., σ. 171/2.
8. Βλ. Γ. Κονιδάρη, «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος», σ. 258 ε.
9. Βλ. Χρ. Παπαδοπούλου, «Η Εκκλησία της Ελλάδος», Αθήναι 1954, σ. 151. Πρβλ. Γ. Μεταλληνού, μν. έργ. σ. 68/9. Το «επίπεδο» της τότε Ιεραρχίας δείχνει η «Εγκύκλιος παραινετική κατά της διδασκαλίας Απ. Μακράκη», που εξεδόθη το 1878. Βλ. Θ. Στράγκα, «Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία», τόμ. Α , Αθήναι 1969, σ. 403-408.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό:
ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ (ΑΝΟΙΞΗ 1999-ΤΕΥΧΟΣ 27) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ www.egolpion.com
15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά