Ιωάννη Καρδάση, Χημικού-Οικονομολόγου
Το κείμενο αυτό αποτελεί επιστολή πρός τόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, η οποία απεστάλη την 10. 7. 2003.
Αιδεσιμολογιώτατε π. Θεόδωρε, την ευχή σας.
Με μεγάλο ενδιαφέρον μελετήθηκαν οι πολύ επιτυχημένες και άκρως επίκαιρες εισηγήσεις του διεξαχθέντος συνεδρίου “Το μεγαλείο της Θείας Λατρείας” με αφορμή την προετοιμαζόμενη “Λειτουργική Αναγέννηση“, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο τεύχος 1-3 του 2002 της “Θεοδρομίας“.
Είναι γνωστό, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία (το Σώμα Χριστού, το σώμα των Αγίων), έχει πλήρως υιοθετήσει την πολύ γνωστή ρήση του αγίου Μάξιμου του Ομολογητή σχετικά με τις εμφανιζόμενες κατά καιρούς καινοτομίες: “Πάσα λέξις και φωνή μη τοις πατράσιν ειρημένη καινοτομία προδήλως καθέστηκε” και όπως επίσης είναι γνωστό, κάθε καινοτομία σημαίνει αίρεση.
Σύμφωνα λοιπόν με την ανωτέρω διατυπωμένη αρχή θα σταθούμε σε ένα σημείο της εισήγησης του Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Λάμπρου Φωτόπουλου: “Προβλήματα περί την Εξόδιον Ακολουθίαν” και ειδικά στο μέρος: “3. Εκκλησιαστική κήδευση των νηπίων” και θα παρατηρήσουμε ότι τα καταγραφόμενα δεν είναι σύμφωνα με την Ορθόδοξη Πίστη και την Πατερική Παράδοση και έχουν εμφιλοχωρήσει, ίσως από την μη πλήρη κατανόηση των σχετικών με το Προπατορικό Αμάρτημα και των συνεπειών του, που στο παρατιθέμενο κείμενο φαίνεται να αποπνέουν την περί του θέματος Δυτική θεολογική θεώρηση, η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία τις περί του θέματος σχετικές αντιλήψεις του αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος και οι οποίες αντιλήψεις αντιστρατεύονται τις περί του Προπατορικού αμαρτήματος θωρήσεις των Πατέρων της Ανατολής.
Δυστυχώς οι αντιλήψεις περί του Προπατορικού Αμαρτήματος του ανωτέρου Αγίου, αλλά και άλλες, όπως η ικανοποίηση της Θείας Δικαιοσύνης, έχουν εμφιλοχωρήσει στην Εκκλησία μας και διδάσκονται στους θέλοντες να εισέλθουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και θέλοντες να κατηχηθούν (Πρβλ. Κων. Καλλίνικου “Ιερά Κατήχησις” έκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 55 και 56, όπου ο θάνατος του Ιησού επί του Σταυρού εγένετο: 1/ “δια να εξιλεωθή ο άπειρος Θεός” και 2/ “ώστε να κάμψη τα σπλάγχνα του Απείρου Θεού“).
Με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον μελετήθηκε η Εγκύκλιος 2716/3.7.01 της ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία κοινοποιήθηκε στις Ι. Μητροπόλεις προς εφαρμογή και η οποία Εγκύκλιος επιτάσσει την κήδευση των αβάπτιστων νηπίων. Στο σκεπτικό της απόφασης αυτής αναφέρεται, ότι καίτοι τα αβάπτιστα νήπια “ως φορείς του Προπατορικού Αμαρτήματος δεν δύνανται να εισέλθουν εις την Βασιλείαν του Θεού“, πλην όμως “δύναται κατ’ αρχήν και δια λόγους φιλανθρωπίας να τελεσθή επ’ αυτών η Νεκρώσιμος Ακολουθία“. Στις προτάσεις βέβαια αυτές εμπεριέχεται μια εκκλησιολογική ασυμφωνία, η οποία δημιουργεί ποικίλα ερωτήματα.
Πάνω στην εγκύκλιο αυτή της ΔΙΣ είδαν το φως της δημοσιότητας διάφορα άρθρα, στα οποία αυτή η Εγκύκλιος χαρακτηρίζεται ως εκκλησιολογική αυθαιρεσία, επιστρατεύονται οι ακροβασίες της λογικής, ο επιστημονισμός, το μπάλωμα Πατερικών χωρίων και χαρακτηρίζεται η απόφαση της ΔΙΣ λανθασμένη και παράνομη, ώστε να κλονίζεται όλη η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του Προπατορικού Αμαρτήματος και των συνεπειών του για τον άνθρωπο. Τα άρθρα αυτά σε γενικές γραμμές υποστηρίζουν, ότι:
1.- Χρησιμοποιείται η έννοια της Εκκλησιαστικής Οικονομίας με ασάφεια και αοριστία, κάτι σαν συγχωροχάρτι, από εκείνους που αγνοούν την εσωτερική δομή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
2.- “Η Ορθόδοξη Εκκλησία γνωρίζει ότι το Προπατορικό Αμάρτημα συνοδεύει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο“.
3.- “Τα αβάπτιστα νήπια ως φορείς του Προπατορικού Αμαρτήματος δεν δύνανται να εισέλθουν εις την Βασιλείαν του Θεού“.
4.- “Η Εκκλησία ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα των αβάπτιστων νηπίων, αλλά επικέντρωσε τον προβληματισμό της στην ουσία του προβλήματος, στην ευθύνη δηλαδή των γονέων όχι σε ψευτοπαρηγοριές και μπορούμε να ανατρέξουμε στον ΚΔ΄ κανόνα του αγ. Ιωάννου του Νηστευτού που επιτιμά με τρία χρόνια αποχή από την θ. κοινωνία τους γονείς που δεν βάπτισαν εγκαίρως το παιδί τους“.
5.- “Αστοχεί η απόφαση (της ΔΙΣ) επικαλούμενη τόσο την προσωπική αθωότητα των νηπίων (Άγ. Γρηγόριος Νύσσης) όσο και τον ποινικό χαρακτήρα της στέρησης των επικηδείων προσευχών“
6.- Κατά την κήδευση των μελών της η Εκκλησία “εύχεται για τις τυχόν αμαρτίες τους (όχι για την απάλειψη του Προπατορικού Αμαρτήματος)“.
7.- “Συμπλέκει την προσωπική αθωότητα των νηπίων με την προτεινόμενη επικήδεια Ακολουθία κατά την οποίαν ούτε λίγο ούτε πολύ δέχεται ότι το Προπατορικό Αμάρτημα δεν εμποδίζει τα νήπια να πάνε στον Παράδεισο” και “ουσιαστικά αρνείται την σημασία του Προπατορικού Αμαρτήματος, το οποίον σε τελευταία ανάλυση το θεωρεί περιττό“.
8.- “Όλη αυτή η μεθόδευση οδηγεί στην αίρεση του Πελαγιανισμού” όπου “ο νηπιοβαπτισμός δεν έχει κανένα νόημα και τα νήπια είναι στην ίδια κατάσταση αθωότητας που ήταν ο Αδάμ πριν από το Προπατορικό Αμάρτημα“.
Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων σημείων των δημοσιευθέντων άρθρων, καθώς και της εισήγησης του π. Φωτόπουλου καταφαίνεται, ότι το Προπατορικόν Αμάρτημα (η ανυπακοή στο Δημιουργό) κληρονομείται σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος γεννιέται και τούτο μόνο δια του Βαπτίσματος απαλείφεται και ότι τα αβάπτιστα νήπια, όταν αποθάνουν, δεν εισέρχονται στη Βασιλείαν του Θεού και επομένως δεν δικαιούνται Εκκλησιαστικής ταφής.
Πάνω στα ανωτέρω εκτεθέντα αντιπαρατίθενται οι παρακάτω Αγιογραφικές και Αγιοπατερικές θέσεις, καθώς και αναλύσεις για το ζήτημα αυτό από έγκριτους και έγκυρους θεολόγους, που θητεύουν ή θήτευσαν από υπεύθυνες θέσεις στην Εκκλησία μας και θεωρούνται έγκυροι αναλυτές των Πατερικών μας κειμένων:
1.- “Ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, και οι υιοί ουκ αποθανούνται υπέρ πατέρων. έκαστος εν τη αυτού αμαρτία αποθανείται“(Δευτ. 24. 16).
2.- “Τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτοίς από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων. τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος. φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν“ (Ματθ. 2. 16-18). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι για τα σφαγιασθέντα άγια νήπια (και μη βαπτισθέντα) ορθά υποστηρίζεται ότι το αίμα του μαρτυρίου τους υπήρξε και το Βάπτισμά τους.
3.- “Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών“ (Ματθ. 18. 3). Εάν δεν μετανοήσετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών. Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη μετανοίας, καθότι δεν φέρουν κρινόμενα αμαρτήματα.
4.- “Ιδόντες δε οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς τα θαυμάσια ά εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας, ωσαννά τω υιώ Δαυείδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ. ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς. ναι. ουδέπωτε ανέγνωτε ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον; (Ματθ. 21. 15-16). Ο ύμνος προς τον Θεόν εκφέρεται μόνον από στόματα νηπίων, δηλ. αυτά βρίσκονται σε επικοινωνία με την θεότητα και την υμνούν.
5.- “Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με … των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού“ (Μαρκ. 10. 14, Λουκ. 18. 16). Τυπικά τα παιδιά εκείνα ήταν αβάπτιστα, όπως και οι γονείς τους, που όμως δεν ήτανε άπιστοι, αλλά ζητούσαν την ευλογία του Θεού.
6.- “Ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν. και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν, ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί. επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτα εστι, νυν δε άγιά εστιν“ (Κορινθ. Α΄ 7. 12-15). Δηλ. εάν ένας πιστός αδελφός συγκατοικεί με γυναίκα άπιστη, ας μη την αφίνει. Και εάν μια γυναίκα πιστή συγκατοικεί με άνδρα άπιστο, ας μην τον αφήνει. Γιατί ο άπιστος άνδρας αγιάζεται μέσω της γυναίκας και η άπιστη γυναίκα αγιάζεται μέσω του άνδρα. Αν δεν συνέβαινε τούτο τα τέκνα θα ήταν ακάθαρτα. Τώρα όμως, λόγω του ότι γεννήθηκαν από γονείς που έχουν αγιασμό, είναι και αυτά άγια, μετέχουν δηλαδή και μεταλαμβάνουν της πίστης και του αγιασμού του πιστού μέλους.
7.- “Αδελφοί, μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε“ (Κορινθ. Α΄ 14. 20). Τα νήπια δεν φέρουν καμία κακία και έτσι πρέπει να μην έχουν κακία και οι μεγάλοι.
8.- “Το δε απειρόκακον νήπιον, μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγιείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο” (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: “Περί των νηπίων των προ ώρας αφαρπαζομένων” μέρος 8). Δηλ. Το απειρόκακο όμως νήπιο καταλήγει στη φυσική ζωή, εφόσον καμιά ασθένεια δεν παρεμβάλλεται στα μάτια της ψυχής για την κοινωνία του φωτός, και δεν έχει ανάγκη την υγεία, που προέρχεται από τον εξαγνισμό, επειδή ούτε στην αρχή δεν δέχτηκε στην ψυχή την ασθένεια.
9.- “Πως αμαρτωλοί δι’ αυτόν κατεστάθησαν οι πολλοί; Τι προς ημάς τα εκείνου πταίσματα; πως δε όλως οι μήπω γεγενημένοι καταδεδικάσμεθα συν αυτώ, καίτοι Θεού λέγοντος. ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, ούτε τέκνα υπέρ Πατέρων, ψυχή η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται; Ουκούν ψυχή μεν η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται. Αμαρτωλοί δε γεγόναμεν δια της παρακοής του Αδάμ δια τοιόνδε τρόπον. πεποίητο μεν γαρ επί αφθαρσία και ζωή, ην δε αυτώ και ο βίος αγιοπρεπής εν τω παραδείσω της τρυφής, όλος ην και δια παντός εν θεοπτίαις ο νους, εν ευδεία δε και γαλήνη το σώμα, κατηρεμούσης απάσης αισχράς ηδονής. ου γαρ ην εκτόπων κινημάτων θόρυβος εν αυτώ. Επειδή δε πέπτωκεν υφ’ αμαρτίαν και κατώλισθεν εις φθοράν, εντεύθεν εισέδραμον την της σαρκός φύσιν ηδοναί τε και ακαθαρσίαι, ανέφυ δε και ο εν τοις μέλεσιν ημών αγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής του ενός, τουτέστιν Αδάμ. …..” (Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας: Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, Migne, P.G., 74, 788-789).
10.- “Η γαρ άωρος τελευτή των νηπίων ούτε εν αλγεινοίς είναι τον ούτω του ζην παυσάμενον νοείν υποτίθεται ούτε κατά το ίσον τοις δια πάσης αρετής κατά τον τήδε βίον κεκαθαρμένοις γίνεται“ (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: Προς Ιέριον περί των προ ώρας αναρπαζομένων νηπίων, P.G. 46, 192).
11.- “Μήτε δοξασθήσεται, μήτε κολασθήσεται παρά του δικαίου κριτού, ως ασφραγίστους μεν, απονήρους δε, αλλά παθόντας μάλλον την ζημίαν ή δράσαντας. ου γαρ όστις ου κολάσεως άξιος, ήδη και τιμής“ (Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου: Λόγος μ΄. Εις το άγιον Βάπτισμα, P.G. 36, 389).
12.- “Σας θυμίζω αυτό που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι, όταν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και τον έβαλε στον παράδεισο, και ο άνθρωπος είχε τα πάντα, προκειμένου να κάνει τον δρόμο αυτό που χρειαζόταν, για να ανδρωθεί, του έδωσε μία εντολή. Ήταν τέλειος ο άνθρωπος, όπως ένα νήπιο. Ένα νήπιο όλα τα έχει, αλλά είναι νήπιο. πρέπει να ζήσει, για να ανδρωθεί.” (Συμεών Κραγιόπουλου, Πρεσβύτερου: “Αδάμ, που εί;”, σελ. 125).
13.- Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι βαπτίζουμε και τα νήπια “καίτοι αμαρτήματα ουκ έχοντα“, ώστε να προστεθή “αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομία, αδελφότης του Χριστού τα μέλη είναι, το κατοικητήριον γενέσθαι του πνεύματος“ (Θεοδώρου Ζήση, Πρεσβυτέρου, καθ. Α.Π.Θ. : “Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον Ι. Χρυσόστομον“, σελ. 119).
14.- “Γεγόναμεν της εν Αδάμ κατάρας κληρονόμοι. Ου γαρ πάντως ως συν εκείνω παρακούσαντες της θείας εκείνης εντολής τετιμωρήμεθα, αλλ’ ότι θνητός γεγονώς, εις το εξ αυτού σπέρμα παρέπεμψε την αμαρτίαν. θνητοί γαρ γεγόναμεν εκ θνητού.” (Άγ. Αναστάσιος Σιναϊτης).
15.- “Περί Νηπίων δυο ή τριών χρόνων. Πάλιν δε εχώρισεν ο Κύριος άλλην συναγωγήν, η οποία εσταμάτησεν εμπρός Του τετυφλωμένη, πλην οδηγουμένη υπό Θεού επήγεν. Εις ταύτην δεν εβάρυνεν ούτε καλόν ούτε κακόν. Τα δε πρόσωπά των ήσαν ωσεί χνους. Και ούτε εντρέποντο ούτε εδοξάζοντο. τα δε φορέματά των ήσαν πενιχρά και τα χέρια και τα πόδια των γυμνά. όμως εις ταύτα όλα δεν εντρέποντο, ούτε ο Κύριος ωργίσθη κατ’ αυτών, αι αμαρτίαι των ήσαν εις τους γονείς των. Επρόσταξε δε ο Κύριος να τους δώσουν ολίγης απολαύσεως ανάπαυσιν. Εν τούτοις ο τόπος της αναπαύσεως εκείνης δεν ήτο εις την Βασιλείαν των Ουρανών ούτε εις την Αγίαν Πόλιν, αλλά εις τόπον της ανατολής, εις τον οποίον τους έβαλεν ο Κύριος, διότι εβόησαν παράκλησιν προς τον φοβερόν Κριτήν και είπον: “Κύριε, λυπήσου μας, ότι Χριστιανών τέκνα είμεθα και δεν μας άφησεν ο αιφνίδιος θάνατος να δεχθώμεν την σφραγίδα Σου, το Άγιον Βάπτισμα. Και αν ίσως ηθέλαμεν ζήσει εις τον κόσμον, ηθέλαμεν σπουδάσει να Σου αρέσωμεν και μας ήθελες βάλει εις την Βασιλείαν Σου”. Ταύτα έγιναν και εις τούτην την συναγωγήν, εις την οποίαν ήσαν παιδιά Χριστιανών αβάπτιστα και τα ανέστησεν ο Κύριος ο Θεός εις την ηλικίαν των άλλων ανθρώπων και εισήκουσε την παράκλησίν των“. (Αποκαλυπτικό όραμα αγ. Βασιλείου του νέου, 10ος αιώνας. Πρωθ. Ευγ. Τόμπρου: Στόμα Θανάτου, 1971, σελ. 76-77).
16.- “Ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύαν νήπια και έθεσεν αυτούς εν τω παραδείσω“ (Ιωάννη Ρωμανίδη, πρεσβυτέρου, Καθηγητή Α.Π.Θ.: “Το προπατορικόν Αμάρτημα“, σελ. 156).
17.- “Διό ουχ ως φθονών αυτώ ο Θεός, ως οίονταί τινες, εκέλευσεν μη εσθίειν από της γνώσεως. Έτι μην και εβούλετο δοκιμάσαι αυτόν, ει υπήκοος γίνεται τη εντολή αυτού“ (Θεόφιλος Αντιοχείας: Προς Αυτόλυκον Β΄, 24). Ο άνθρωπος, “έτι νήπιος ων” κατά τον Θεόφιλο, είχεν ανάγκην ικανής πνευματικής ασκήσεως και δοκιμασίας, ίνα φθάση εις την δυνατότητα να φάγη ακινδύνως εκ του ξύλου της γνώσεως (Ι. Ρωμανίδη, πρεσβ. καθ. ΑΠΘ: Το προπατορικόν αμάρτημα, σελ. 122).
18.- “Ερωτήθη και περί τούτου ο Πατήρ ούτος, από ποίαν ηλικίαν του ανθρώπου κρίνονται παρά Θεού τα αμαρτήματα; και αποκρίνεται ότι, κατά την γνώσιν και την φρόνησιν του κάθε ανθρώπου, έτσι κρίνονται και τα αμαρτήματά του. Διότι, εκείνα μεν τα παιδία όπου είναι φύσεως δεξιάς και έξυπνα, αυτά ευκολώτερα και ογλιγωρότερα διακρίνουσι το καλόν από το κακόν, δια τούτο και από δέκα χρόνων κρίνονται παρά Θεού τα αμαρτήματά των. Εκείνα δε όπου εξ εναντίας είναι φύσεως νωθράς, και νοός αποκοιμημένου, δυσκολώτερα και αργότερα έρχονται εις την του καλού και κακού διάκρισιν, όθεν και από περισσοτέρους χρόνους της ηλικίας των κρίνονται παρά Κυρίου τα αμαρτήματά των. Όρα και την υποσημ. του μ΄ της s´”. (Ερμηνεία ΙΗ΄ κανόνος Τιμοθέου Αλεξανδρείας. Πηδάλιο, σελ. 676). Επομένως τα παιδιά μέχρι τουλάχιστον 10 ετών δεν διαπράττουν αμαρτήματα κρινόμενα, καθότι δεν διαθέτουν την απαιτούμενη κρίση και λογική.
19.- “Καθ’ όσον δε η νεωτέρα συστηματική της δογματικής διατύπωσις (του προπατορικού αμαρτήματος) εγένετο υπό την αναντίρρητον επίδρασιν της σχολαστικής θεολογίας, η δε επιστημονική θεολογική κίνησις των Διαμαρτυρομένων μεταδίδεται και εις την ημετέραν Θεολογίαν, η περί προσωπικής ευθύνης επί τη αρχεγόνω αμαρτία δόξα φέρεται εν επιγνώσει ή ανεπιγνώστως και παρ’ ημίν, πρώτος δε ο μακαρίτης καθηγητής του πανεπιστημίου Δαμαλάς εξήλεγξεν αυτήν ως απάδουσαν τη Γραφή και τη διδασκαλία των Πατέρων αρνούμενος εν γένει πάσαν επί τη αρχεγόνω αμαρτία ενοχήν“ (Χ. Ανδρούτσου, καθ. Πανεπ.: Δεύτερον μάθημα περί του Προπατορικού αμαρτήματος, Κωνσταντινούπολη 1896, σελ. 5).
20.- “Ευτυχώς τα περί του ανευθύνου του ανθρώπου επί τη αρχεγόνω αμαρτία παρά τοις Πατράσι αμέσως ή εμμέσως φερόμενα είναι ούτω σαφή και αναμφισβήτητα, ώστε ευχερώς δύναταί τις να συνεικάση το περί τούτου φρόνημα των Πατέρων καταρτίζων αυτό ένθεν μεν προφανώς και αναμφισβητήτως εξ όσων περί νηπιοβαπτισμού και τύχης νηπίων αβαπτίστων απεφήναντο, ένθεν δε και εξ ετέρων μαρτυριών αυτών“ (Χ. Ανδρούτσου, ως ανωτέρω, σελ. 37).
21.- “Δεν υφίσταται δια τους Έλληνας Πατέρας το υπό δικανικήν μορφήν τεθέν πρόβλημα περί της κληρονομικότητος της ενοχής του Αδάμ και περί της επακολουθησάσης τιμωρίας της ανθρωπότητος λόγω προσβολής της θείας δικαιοσύνης ή φύσεως“ (Ι. Ρωμανίδη: πρεσβ. καθ. ΑΠΘ: “Το προπατορικόν αμάρτημα” 1992, σελ. 19).
22.- “Ούτω μεταχειριζόμενος τον Χριστόν ως την κλείδα της αρχεγόνου καταστάσεως περιγράφει ο Ειρηναίος (Λουγδούνων) την προς την τελείωσιν και αθανασίαν πορείαν των πρωτοπλάστων. Επομένως, όπως ο Χριστός εγεννήθη νήπιος και ακολούθως ηυξήθη σωμα -τικώς, ηνδρώθη και προέκοψε και ετελειοποιήθη (όχι από της αμαρτίας προς την τελείωσιν, αλλά εκ καταστάσεως βρέφους εις τέλειον ηνδρωμένον διανοητικώς και σωματικώς, και δια πειρασμού ακόμη, άνθρωπον), ούτω και οι πρωτόπλαστοι εκτίσθησαν παρομοίως νήπιοι, ίνα αυξηθούν, ανδρωθούν και γίνουν τέλειοι σωματικώς και ψυχικώς. Ο Χριστός εγεννήθη άνευ αμαρτίας ή ελλείψεως. εν τούτοις όμως προέκοψε και ετελειοποιήθη. Ούτω και οι πρώτοι άνθρωποι επλάσθησαν άνευ αμαρτίας ή ελλείψεως, ίνα προκόψουν και γίνουν τέλειοι. Όπως ο Χριστός έγινε κατά την ανθρωπίνην φύσιν άφθαρτος και απαθής μετά την ανάστασιν, ούτω και ο άνθρωπος τέλειος γενόμενος θα έφθανε την αφθαρσίαν….. Κατά τον Ειρηναίον (Λουγδούνων) και τον Θεόφιλον (Αντιοχείας) οι πρωτόπλαστοι όντες νήπιοι προσεβλήθησαν υπό του σατανά και αδίκως επλήγησαν. Η δυνατότης της παρακοής της θείας εντολής τη συστάσει του όφεως οφείλεται κατά πολύ εις το γεγονός ότι οι πρώτοι άνθρωποι δεν είχον ακόμη τελειοποιηθή“ (Ερμηνεία από το χωρίο: Ειρηναίου Λουγδούνων, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, Δ΄ XXXVII, 3. Ι. Ρωμανίδη, ως ανωτέρω, σελ. 150-151).
23.- “Άπαξ γίνει δεκτόν ότι η φθορά και ο θάνατος αποτελούν εκ Θεού τιμωρίαν όλων των ανθρώπων (όπως δια τον Αυγουστίνον η εις χείρας του διαβόλου και εις θάνατον καταδί-κη του ανθρώπου είναι, ένεκα της εν τω Αδάμ συνενοχής όλων των ανθρώπων, θέλημα Θεού), δημιουργείται αδιέξοδον όσον αφορά την μετάδοσιν αυτών εις τους απογόνους του Αδάμ. Δια να διαφυλαχθή υπό τας προϋποθέσεις αυτάς η αγαθότης του Θεού, πρέπει κατά κάποιον τρόπον να είναι ένοχος της πτώσεως όλη η ανθρωπότης. Αλλά δια τους συγγραφείς (Έλληνες Πατέρες) δεν υφίσταται τοιούτον θέμα, απλούστατα διότι, κατ’ αυτούς ο θάνατος δεν είναι εκ Θεού. επετράπη ο θάνατος υπό του Θεού ουχί ένεκα τιμωρού τινός διαθέσεως της θείας δικαιοσύνης, αλλά τουναντίον ένεκα της θείας προς τον άνθρωπον ευσπλαγχνίας” (Ι. Ρωμανίδη, ως ανωτέρω, σελ. 154-155).
24.- “Κατά την Δυτική αντίληψη η κληρονόμηση του θανάτου είναι κληρονόμηση της ενοχής, ωσάν ο κάθε άνθρωπος να αμάρτησε στο πρόσωπο του Αδάμ και, επομένως, ο καθένας είναι αίτιος του δικού του θανάτου. Όμως στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων φαίνεται ότι δεν πρόκειται για κληρονόμηση ενοχής, αλλά για κληρονόμηση των συνεπειών της αμαρτίας του Αδάμ, που είναι η φθορά και η θνητότητα“ (Ιεροθέου, Μητροπολίτη Ναυπάκτου: “Η ζωή μετά τον θάνατο” σελ. 48-49).
25.- “Ο Αυγουστίνος, που επηρέασε πολύ την σχολαστική θεολογία της Δύσεως και στο θέμα της κληρονομήσεως του θανάτου, υποστήριζε ότι κληρονομήσαμε την ίδια την αμαρτία του Αδάμ, ενώ στην πατερική παράδοση φαίνεται ότι κληρονομούμε τις συνέπειες της αμαρτίας, που είναι η φθορά και η θνητότητα, οι οποίες μεταδίδονται μέσα από την σωματική γέννηση“ (Ιεροθέου, όπως ανωτέρω, σελ. 49).
26.- “Η Ορθόδοξη Θεολογία δεν διδάσκει αυτό που λέγει η Δυτική Θεολογία, ότι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του Προπατορικού Αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννησή του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, που συνιστά το κατά φύσιν“ (Ιεροθέου, ως ανωτέρω, σελ. 108).
27.- “Αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου, ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε; Η απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος (γιατί τέτοιο αμάρτημα δεν φέρομε), αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο” (Ιεροθέου, ως ανωτέρω, σελ. 108-109).
28.- “Το βάπτισμα του νηπίου ορίζεται και εξαρτάται από τη θέληση των γονιών του και αυτό το έχει αποδεχθεί και θεσπίσει η Εκκλησία, καθότι το αβάπτιστο νήπιο είναι ανεύθυνο. Η υπάρχουσα πιθανώς ευθύνη των πιστών γονέων ως προς την καθυστέρηση και αναβολή του βαπτίσματος δεν υποδηλώνει ούτε απιστία ούτε δόλο των ιδίων, αλλ’ ούτε ασφαλώς και του ανεύθυνου και αθώου νηπίου. Έτσι όταν οι γονείς ζητούν την ευλογία και χάρη της Εκκλησίας για την κήδευση και ταφή του θανόντος νηπίου τους, ασφαλώς θα τη ζητούσαν και για τη βάπτισή του. Και η πρόθεσή τους αυτή μπορεί να διαπιστωθεί, αν μάλιστα ο θάνατος επήλθε μετά το Σαραντισμό, που είναι ο πρώτος εκκλησιασμός του νηπίου και γι’ αυτό η σχετική ευχή λέγεται και προβαπτισματική. Και το αυτό ισχύει και για τις επίσης προβαπτισματικές ευχές “εις γυναίκα λεχώ τη πρώτη ημέρα της γεννήσεως του παιδίου αυτής” και “εις το κατασφρα -γίσαι παιδίον λαμβάνον όνομα τη ογδόη ημέρα της γεννήσεως αυτού”, όταν γίνεται η σχετική τελετή της ονοματοδοσίας του παιδιού” (Μοναχού Νικόδημου Μπιλάλη: Περιοδικό Πολύτεκνη Οικογένεια αρ. φ. 89, σελ. 21).
29.- “Πουθενά στην Π. Διαθήκη δεν γίνεται λόγος για ένα αμάρτημα που μεταβιβάζεται κληρονομικά ως ενοχή στους απογόνους του Αδάμ, όπως το παρουσίασε κυρίως η δυτική θεολογία….. Νομίζω, όλη η ιστορία της Π. Διαθήκης είναι η επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος, ως παρακοής στο θέλημα του Θεού με όλες τις γνωστές συνέπειες. Με άλλα λόγια τα μεταπατορικά αμαρτήματα, ως παρακοή στο θέλημα του Θεού με τις γνωστές συνέπειες της έκπτωσης και της απώλειας αγαθών, έχουν ουκ ολίγη ομοιότητα με το προπατορικόν αμάρτημα, που φυσικά δεν είναι η σεξουαλικότητα!” (Ν. Ματσούκα, καθ. Θεολογικής ΑΠΘ. Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σελ. 39).
30.- “Η Πατερική θεολογία είδε το Προπατορικό Αμάρτημα ως αρρώστια και δεν έκανε λόγο για καμιά κληρονομική ενοχή παρά μονάχα για την κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου“. Όμως: “Επηρεασμένος ο άνθρωπος κυρίως από το νομικό πνεύμα και τη δικαιική τάξη, στο εκδηλούμενο κακό, θέλει πάντοτε ν’ αναζητεί ευθύνη και τιμωρία!” (Ι. Κορναράκη, καθ. Θεολογικής Παν. Αθηνών. Η κρίση της Θεολογικής αυτοσυνειδησίας. “Παρακαταθήκη” αρ. 35, σελ. 6).
31.- “Ο πάνσοφος Παύλος έγραψε να μη γινόμαστε παιδιά στο μυαλό, αλλά να είμαστε σαν τα νήπια ως προς την κακία, ενώ στη σκέψη να τελειοποιούμαστε. Διότι δεν είναι δυνατόν, αν πρώτα δεν καθαρισθούμε από την κακία και δεν γίνουμε αγνοί σαν τα νήπια, να γίνουμε τέλειοι στη σκέψη ή τέλειοι άνθρωποι και τίμιοι εργάτες της αλήθειας“ (Αγ. Ισίδωρου Πηλουσιώτη, Επιστολές, ΕΠΕ Α΄ 442).
Από τα ανωτέρω αναφερόμενα Αγιογραφικά και Αγιοπατερικά κείμενα καταφαίνεται, ότι η σοφία των Πατέρων αντιμετωπίζει τελείως διαφορετικά το θέμα του Προπατορικού Αμαρτήματος, απ’ ότι η Δυτική θεολογία, η θέση τους δε αυτή βεβαίως καθίσταται και θέση της καθόλου Εκκλησίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, ο άνθρωπος δεν κληρονομεί το Προπατορικό Αμάρτημα, αλλά την φθορά και την θνητότητα, από τα οποία δεν τον απαλλάσσει το Βάπτισμα. Τα νήπια κανένα αμάρτημα δεν κατέχουν (ούτε και το Προπατορικό), το αντίθετο μάλιστα, καθότι βρίσκονται σε άμεση κοινωνία με τον Θεό επειδή έχουν καθαρό νου και ο νους τους βρίσκεται σε κοινωνία με τον Θεό, αυτός δε ο νους τους βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού (όπως ο προπτωτικός Αδάμ), η δε βάπτιση των νηπίων είναι ο εκκεντρισμός τους, ως μέλη της Εκκλησίας και όχι η απαλλαγή τους από το Προπατορικό Αμάρτημα (το οποίον βέβαια δεν φέρουν).
Όσον αφορά δε την είσοδο ή μη των αβάπτιστων παιδιών στη Βασιλεία του Θεού καταφαίνεται σαφώς, ότι ο ίδιος ο Θεός και μόνο γνωρίζει, εμείς δε οπωσδήποτε δεν μπορούμε να πούμε, ότι είναι στον Παράδεισο, ούτε βέβαια μπορούμε να πούμε (όπως το αποκλείει ο άγιος Γρηγόριος), ότι είναι στην κόλαση.
Θεωρείται επομένως, ότι η απόφαση της ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος, να επιτρέπεται η εκκλησιαστική κήδευση των θανόντων αβάπτιστων βρεφών (αν και σφαλερώς παραδέχεται την κληρονόμηση του Προπατορικού Αμαρτήματος), δεν αποτελεί εκκλησιολογική αυθαιρεσία (αν και δεν υπάρχει παράδοση στην κήδευση αυτή), όμως συμφωνεί με την Πατερική θεολογία, ενώ το αντίθετο εισάγει στην Ορθόδοξη Εκκλησία θέσεις και απόψεις της Δυτικής σχολαστικής θεολογίας, οι οποίες έχουν τις βάσεις τους στην Αυγουστινιανή Θεολογία, η οποία αναπτύχθηκε περαιτέρω και εδραιώθηκε από τον Αβελάρδο, τον Άνσελμο, τον Θωμά Ακινάτη και τους υπόλοιπους Δυτικούς σχολαστικούς θεολόγους.
ΣΗΜ : Την κληρονόμηση του Προπατορικού Αμαρτήματος, πρώτη καθιερώνει η Τοπική Σύνοδος της Καρθαγένης το 419, με τον ρκα΄ Κανόνα της. Η Σύνοδος αυτή δογμάτισε κατ’ αυτό τον τρόπο, υπό την επίδραση της θεολογίας του παρόντος σ’ αυτήν επ. Ιππώνος Αυγουστίνου, η δε θεολογία αυτή έκτοτε έγινε βασικό δόγμα των Λατίνων. Τον Κανόνα αυτόν επικυρώνει και ο β΄ Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, αναφέρεται δε και στις μετέπειτα Τοπικές Συνόδους Κων/πόλεως 1638 και 1672, καθώς και Ιεροσολύμων 1672
Με μεγάλο ενδιαφέρον μελετήθηκαν οι πολύ επιτυχημένες και άκρως επίκαιρες εισηγήσεις του διεξαχθέντος συνεδρίου “Το μεγαλείο της Θείας Λατρείας” με αφορμή την προετοιμαζόμενη “Λειτουργική Αναγέννηση“, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο τεύχος 1-3 του 2002 της “Θεοδρομίας“.
Είναι γνωστό, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία (το Σώμα Χριστού, το σώμα των Αγίων), έχει πλήρως υιοθετήσει την πολύ γνωστή ρήση του αγίου Μάξιμου του Ομολογητή σχετικά με τις εμφανιζόμενες κατά καιρούς καινοτομίες: “Πάσα λέξις και φωνή μη τοις πατράσιν ειρημένη καινοτομία προδήλως καθέστηκε” και όπως επίσης είναι γνωστό, κάθε καινοτομία σημαίνει αίρεση.
Σύμφωνα λοιπόν με την ανωτέρω διατυπωμένη αρχή θα σταθούμε σε ένα σημείο της εισήγησης του Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Λάμπρου Φωτόπουλου: “Προβλήματα περί την Εξόδιον Ακολουθίαν” και ειδικά στο μέρος: “3. Εκκλησιαστική κήδευση των νηπίων” και θα παρατηρήσουμε ότι τα καταγραφόμενα δεν είναι σύμφωνα με την Ορθόδοξη Πίστη και την Πατερική Παράδοση και έχουν εμφιλοχωρήσει, ίσως από την μη πλήρη κατανόηση των σχετικών με το Προπατορικό Αμάρτημα και των συνεπειών του, που στο παρατιθέμενο κείμενο φαίνεται να αποπνέουν την περί του θέματος Δυτική θεολογική θεώρηση, η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία τις περί του θέματος σχετικές αντιλήψεις του αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος και οι οποίες αντιλήψεις αντιστρατεύονται τις περί του Προπατορικού αμαρτήματος θωρήσεις των Πατέρων της Ανατολής.
Δυστυχώς οι αντιλήψεις περί του Προπατορικού Αμαρτήματος του ανωτέρου Αγίου, αλλά και άλλες, όπως η ικανοποίηση της Θείας Δικαιοσύνης, έχουν εμφιλοχωρήσει στην Εκκλησία μας και διδάσκονται στους θέλοντες να εισέλθουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και θέλοντες να κατηχηθούν (Πρβλ. Κων. Καλλίνικου “Ιερά Κατήχησις” έκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 55 και 56, όπου ο θάνατος του Ιησού επί του Σταυρού εγένετο: 1/ “δια να εξιλεωθή ο άπειρος Θεός” και 2/ “ώστε να κάμψη τα σπλάγχνα του Απείρου Θεού“).
Με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον μελετήθηκε η Εγκύκλιος 2716/3.7.01 της ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία κοινοποιήθηκε στις Ι. Μητροπόλεις προς εφαρμογή και η οποία Εγκύκλιος επιτάσσει την κήδευση των αβάπτιστων νηπίων. Στο σκεπτικό της απόφασης αυτής αναφέρεται, ότι καίτοι τα αβάπτιστα νήπια “ως φορείς του Προπατορικού Αμαρτήματος δεν δύνανται να εισέλθουν εις την Βασιλείαν του Θεού“, πλην όμως “δύναται κατ’ αρχήν και δια λόγους φιλανθρωπίας να τελεσθή επ’ αυτών η Νεκρώσιμος Ακολουθία“. Στις προτάσεις βέβαια αυτές εμπεριέχεται μια εκκλησιολογική ασυμφωνία, η οποία δημιουργεί ποικίλα ερωτήματα.
Πάνω στην εγκύκλιο αυτή της ΔΙΣ είδαν το φως της δημοσιότητας διάφορα άρθρα, στα οποία αυτή η Εγκύκλιος χαρακτηρίζεται ως εκκλησιολογική αυθαιρεσία, επιστρατεύονται οι ακροβασίες της λογικής, ο επιστημονισμός, το μπάλωμα Πατερικών χωρίων και χαρακτηρίζεται η απόφαση της ΔΙΣ λανθασμένη και παράνομη, ώστε να κλονίζεται όλη η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του Προπατορικού Αμαρτήματος και των συνεπειών του για τον άνθρωπο. Τα άρθρα αυτά σε γενικές γραμμές υποστηρίζουν, ότι:
1.- Χρησιμοποιείται η έννοια της Εκκλησιαστικής Οικονομίας με ασάφεια και αοριστία, κάτι σαν συγχωροχάρτι, από εκείνους που αγνοούν την εσωτερική δομή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
2.- “Η Ορθόδοξη Εκκλησία γνωρίζει ότι το Προπατορικό Αμάρτημα συνοδεύει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο“.
3.- “Τα αβάπτιστα νήπια ως φορείς του Προπατορικού Αμαρτήματος δεν δύνανται να εισέλθουν εις την Βασιλείαν του Θεού“.
4.- “Η Εκκλησία ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα των αβάπτιστων νηπίων, αλλά επικέντρωσε τον προβληματισμό της στην ουσία του προβλήματος, στην ευθύνη δηλαδή των γονέων όχι σε ψευτοπαρηγοριές και μπορούμε να ανατρέξουμε στον ΚΔ΄ κανόνα του αγ. Ιωάννου του Νηστευτού που επιτιμά με τρία χρόνια αποχή από την θ. κοινωνία τους γονείς που δεν βάπτισαν εγκαίρως το παιδί τους“.
5.- “Αστοχεί η απόφαση (της ΔΙΣ) επικαλούμενη τόσο την προσωπική αθωότητα των νηπίων (Άγ. Γρηγόριος Νύσσης) όσο και τον ποινικό χαρακτήρα της στέρησης των επικηδείων προσευχών“
6.- Κατά την κήδευση των μελών της η Εκκλησία “εύχεται για τις τυχόν αμαρτίες τους (όχι για την απάλειψη του Προπατορικού Αμαρτήματος)“.
7.- “Συμπλέκει την προσωπική αθωότητα των νηπίων με την προτεινόμενη επικήδεια Ακολουθία κατά την οποίαν ούτε λίγο ούτε πολύ δέχεται ότι το Προπατορικό Αμάρτημα δεν εμποδίζει τα νήπια να πάνε στον Παράδεισο” και “ουσιαστικά αρνείται την σημασία του Προπατορικού Αμαρτήματος, το οποίον σε τελευταία ανάλυση το θεωρεί περιττό“.
8.- “Όλη αυτή η μεθόδευση οδηγεί στην αίρεση του Πελαγιανισμού” όπου “ο νηπιοβαπτισμός δεν έχει κανένα νόημα και τα νήπια είναι στην ίδια κατάσταση αθωότητας που ήταν ο Αδάμ πριν από το Προπατορικό Αμάρτημα“.
Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων σημείων των δημοσιευθέντων άρθρων, καθώς και της εισήγησης του π. Φωτόπουλου καταφαίνεται, ότι το Προπατορικόν Αμάρτημα (η ανυπακοή στο Δημιουργό) κληρονομείται σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος γεννιέται και τούτο μόνο δια του Βαπτίσματος απαλείφεται και ότι τα αβάπτιστα νήπια, όταν αποθάνουν, δεν εισέρχονται στη Βασιλείαν του Θεού και επομένως δεν δικαιούνται Εκκλησιαστικής ταφής.
Πάνω στα ανωτέρω εκτεθέντα αντιπαρατίθενται οι παρακάτω Αγιογραφικές και Αγιοπατερικές θέσεις, καθώς και αναλύσεις για το ζήτημα αυτό από έγκριτους και έγκυρους θεολόγους, που θητεύουν ή θήτευσαν από υπεύθυνες θέσεις στην Εκκλησία μας και θεωρούνται έγκυροι αναλυτές των Πατερικών μας κειμένων:
1.- “Ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, και οι υιοί ουκ αποθανούνται υπέρ πατέρων. έκαστος εν τη αυτού αμαρτία αποθανείται“(Δευτ. 24. 16).
2.- “Τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτοίς από διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων. τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος. φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν“ (Ματθ. 2. 16-18). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι για τα σφαγιασθέντα άγια νήπια (και μη βαπτισθέντα) ορθά υποστηρίζεται ότι το αίμα του μαρτυρίου τους υπήρξε και το Βάπτισμά τους.
3.- “Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών“ (Ματθ. 18. 3). Εάν δεν μετανοήσετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών. Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη μετανοίας, καθότι δεν φέρουν κρινόμενα αμαρτήματα.
4.- “Ιδόντες δε οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς τα θαυμάσια ά εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας, ωσαννά τω υιώ Δαυείδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ. ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς. ναι. ουδέπωτε ανέγνωτε ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον; (Ματθ. 21. 15-16). Ο ύμνος προς τον Θεόν εκφέρεται μόνον από στόματα νηπίων, δηλ. αυτά βρίσκονται σε επικοινωνία με την θεότητα και την υμνούν.
5.- “Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με … των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού“ (Μαρκ. 10. 14, Λουκ. 18. 16). Τυπικά τα παιδιά εκείνα ήταν αβάπτιστα, όπως και οι γονείς τους, που όμως δεν ήτανε άπιστοι, αλλά ζητούσαν την ευλογία του Θεού.
6.- “Ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν. και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν, ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί. επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτα εστι, νυν δε άγιά εστιν“ (Κορινθ. Α΄ 7. 12-15). Δηλ. εάν ένας πιστός αδελφός συγκατοικεί με γυναίκα άπιστη, ας μη την αφίνει. Και εάν μια γυναίκα πιστή συγκατοικεί με άνδρα άπιστο, ας μην τον αφήνει. Γιατί ο άπιστος άνδρας αγιάζεται μέσω της γυναίκας και η άπιστη γυναίκα αγιάζεται μέσω του άνδρα. Αν δεν συνέβαινε τούτο τα τέκνα θα ήταν ακάθαρτα. Τώρα όμως, λόγω του ότι γεννήθηκαν από γονείς που έχουν αγιασμό, είναι και αυτά άγια, μετέχουν δηλαδή και μεταλαμβάνουν της πίστης και του αγιασμού του πιστού μέλους.
7.- “Αδελφοί, μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε“ (Κορινθ. Α΄ 14. 20). Τα νήπια δεν φέρουν καμία κακία και έτσι πρέπει να μην έχουν κακία και οι μεγάλοι.
8.- “Το δε απειρόκακον νήπιον, μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγιείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο” (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: “Περί των νηπίων των προ ώρας αφαρπαζομένων” μέρος 8). Δηλ. Το απειρόκακο όμως νήπιο καταλήγει στη φυσική ζωή, εφόσον καμιά ασθένεια δεν παρεμβάλλεται στα μάτια της ψυχής για την κοινωνία του φωτός, και δεν έχει ανάγκη την υγεία, που προέρχεται από τον εξαγνισμό, επειδή ούτε στην αρχή δεν δέχτηκε στην ψυχή την ασθένεια.
9.- “Πως αμαρτωλοί δι’ αυτόν κατεστάθησαν οι πολλοί; Τι προς ημάς τα εκείνου πταίσματα; πως δε όλως οι μήπω γεγενημένοι καταδεδικάσμεθα συν αυτώ, καίτοι Θεού λέγοντος. ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων, ούτε τέκνα υπέρ Πατέρων, ψυχή η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται; Ουκούν ψυχή μεν η αμαρτάνουσα αυτή αποθανείται. Αμαρτωλοί δε γεγόναμεν δια της παρακοής του Αδάμ δια τοιόνδε τρόπον. πεποίητο μεν γαρ επί αφθαρσία και ζωή, ην δε αυτώ και ο βίος αγιοπρεπής εν τω παραδείσω της τρυφής, όλος ην και δια παντός εν θεοπτίαις ο νους, εν ευδεία δε και γαλήνη το σώμα, κατηρεμούσης απάσης αισχράς ηδονής. ου γαρ ην εκτόπων κινημάτων θόρυβος εν αυτώ. Επειδή δε πέπτωκεν υφ’ αμαρτίαν και κατώλισθεν εις φθοράν, εντεύθεν εισέδραμον την της σαρκός φύσιν ηδοναί τε και ακαθαρσίαι, ανέφυ δε και ο εν τοις μέλεσιν ημών αγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής του ενός, τουτέστιν Αδάμ. …..” (Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας: Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, Migne, P.G., 74, 788-789).
10.- “Η γαρ άωρος τελευτή των νηπίων ούτε εν αλγεινοίς είναι τον ούτω του ζην παυσάμενον νοείν υποτίθεται ούτε κατά το ίσον τοις δια πάσης αρετής κατά τον τήδε βίον κεκαθαρμένοις γίνεται“ (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης: Προς Ιέριον περί των προ ώρας αναρπαζομένων νηπίων, P.G. 46, 192).
11.- “Μήτε δοξασθήσεται, μήτε κολασθήσεται παρά του δικαίου κριτού, ως ασφραγίστους μεν, απονήρους δε, αλλά παθόντας μάλλον την ζημίαν ή δράσαντας. ου γαρ όστις ου κολάσεως άξιος, ήδη και τιμής“ (Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου: Λόγος μ΄. Εις το άγιον Βάπτισμα, P.G. 36, 389).
12.- “Σας θυμίζω αυτό που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι, όταν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και τον έβαλε στον παράδεισο, και ο άνθρωπος είχε τα πάντα, προκειμένου να κάνει τον δρόμο αυτό που χρειαζόταν, για να ανδρωθεί, του έδωσε μία εντολή. Ήταν τέλειος ο άνθρωπος, όπως ένα νήπιο. Ένα νήπιο όλα τα έχει, αλλά είναι νήπιο. πρέπει να ζήσει, για να ανδρωθεί.” (Συμεών Κραγιόπουλου, Πρεσβύτερου: “Αδάμ, που εί;”, σελ. 125).
13.- Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι βαπτίζουμε και τα νήπια “καίτοι αμαρτήματα ουκ έχοντα“, ώστε να προστεθή “αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομία, αδελφότης του Χριστού τα μέλη είναι, το κατοικητήριον γενέσθαι του πνεύματος“ (Θεοδώρου Ζήση, Πρεσβυτέρου, καθ. Α.Π.Θ. : “Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον Ι. Χρυσόστομον“, σελ. 119).
14.- “Γεγόναμεν της εν Αδάμ κατάρας κληρονόμοι. Ου γαρ πάντως ως συν εκείνω παρακούσαντες της θείας εκείνης εντολής τετιμωρήμεθα, αλλ’ ότι θνητός γεγονώς, εις το εξ αυτού σπέρμα παρέπεμψε την αμαρτίαν. θνητοί γαρ γεγόναμεν εκ θνητού.” (Άγ. Αναστάσιος Σιναϊτης).
15.- “Περί Νηπίων δυο ή τριών χρόνων. Πάλιν δε εχώρισεν ο Κύριος άλλην συναγωγήν, η οποία εσταμάτησεν εμπρός Του τετυφλωμένη, πλην οδηγουμένη υπό Θεού επήγεν. Εις ταύτην δεν εβάρυνεν ούτε καλόν ούτε κακόν. Τα δε πρόσωπά των ήσαν ωσεί χνους. Και ούτε εντρέποντο ούτε εδοξάζοντο. τα δε φορέματά των ήσαν πενιχρά και τα χέρια και τα πόδια των γυμνά. όμως εις ταύτα όλα δεν εντρέποντο, ούτε ο Κύριος ωργίσθη κατ’ αυτών, αι αμαρτίαι των ήσαν εις τους γονείς των. Επρόσταξε δε ο Κύριος να τους δώσουν ολίγης απολαύσεως ανάπαυσιν. Εν τούτοις ο τόπος της αναπαύσεως εκείνης δεν ήτο εις την Βασιλείαν των Ουρανών ούτε εις την Αγίαν Πόλιν, αλλά εις τόπον της ανατολής, εις τον οποίον τους έβαλεν ο Κύριος, διότι εβόησαν παράκλησιν προς τον φοβερόν Κριτήν και είπον: “Κύριε, λυπήσου μας, ότι Χριστιανών τέκνα είμεθα και δεν μας άφησεν ο αιφνίδιος θάνατος να δεχθώμεν την σφραγίδα Σου, το Άγιον Βάπτισμα. Και αν ίσως ηθέλαμεν ζήσει εις τον κόσμον, ηθέλαμεν σπουδάσει να Σου αρέσωμεν και μας ήθελες βάλει εις την Βασιλείαν Σου”. Ταύτα έγιναν και εις τούτην την συναγωγήν, εις την οποίαν ήσαν παιδιά Χριστιανών αβάπτιστα και τα ανέστησεν ο Κύριος ο Θεός εις την ηλικίαν των άλλων ανθρώπων και εισήκουσε την παράκλησίν των“. (Αποκαλυπτικό όραμα αγ. Βασιλείου του νέου, 10ος αιώνας. Πρωθ. Ευγ. Τόμπρου: Στόμα Θανάτου, 1971, σελ. 76-77).
16.- “Ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύαν νήπια και έθεσεν αυτούς εν τω παραδείσω“ (Ιωάννη Ρωμανίδη, πρεσβυτέρου, Καθηγητή Α.Π.Θ.: “Το προπατορικόν Αμάρτημα“, σελ. 156).
17.- “Διό ουχ ως φθονών αυτώ ο Θεός, ως οίονταί τινες, εκέλευσεν μη εσθίειν από της γνώσεως. Έτι μην και εβούλετο δοκιμάσαι αυτόν, ει υπήκοος γίνεται τη εντολή αυτού“ (Θεόφιλος Αντιοχείας: Προς Αυτόλυκον Β΄, 24). Ο άνθρωπος, “έτι νήπιος ων” κατά τον Θεόφιλο, είχεν ανάγκην ικανής πνευματικής ασκήσεως και δοκιμασίας, ίνα φθάση εις την δυνατότητα να φάγη ακινδύνως εκ του ξύλου της γνώσεως (Ι. Ρωμανίδη, πρεσβ. καθ. ΑΠΘ: Το προπατορικόν αμάρτημα, σελ. 122).
18.- “Ερωτήθη και περί τούτου ο Πατήρ ούτος, από ποίαν ηλικίαν του ανθρώπου κρίνονται παρά Θεού τα αμαρτήματα; και αποκρίνεται ότι, κατά την γνώσιν και την φρόνησιν του κάθε ανθρώπου, έτσι κρίνονται και τα αμαρτήματά του. Διότι, εκείνα μεν τα παιδία όπου είναι φύσεως δεξιάς και έξυπνα, αυτά ευκολώτερα και ογλιγωρότερα διακρίνουσι το καλόν από το κακόν, δια τούτο και από δέκα χρόνων κρίνονται παρά Θεού τα αμαρτήματά των. Εκείνα δε όπου εξ εναντίας είναι φύσεως νωθράς, και νοός αποκοιμημένου, δυσκολώτερα και αργότερα έρχονται εις την του καλού και κακού διάκρισιν, όθεν και από περισσοτέρους χρόνους της ηλικίας των κρίνονται παρά Κυρίου τα αμαρτήματά των. Όρα και την υποσημ. του μ΄ της s´”. (Ερμηνεία ΙΗ΄ κανόνος Τιμοθέου Αλεξανδρείας. Πηδάλιο, σελ. 676). Επομένως τα παιδιά μέχρι τουλάχιστον 10 ετών δεν διαπράττουν αμαρτήματα κρινόμενα, καθότι δεν διαθέτουν την απαιτούμενη κρίση και λογική.
19.- “Καθ’ όσον δε η νεωτέρα συστηματική της δογματικής διατύπωσις (του προπατορικού αμαρτήματος) εγένετο υπό την αναντίρρητον επίδρασιν της σχολαστικής θεολογίας, η δε επιστημονική θεολογική κίνησις των Διαμαρτυρομένων μεταδίδεται και εις την ημετέραν Θεολογίαν, η περί προσωπικής ευθύνης επί τη αρχεγόνω αμαρτία δόξα φέρεται εν επιγνώσει ή ανεπιγνώστως και παρ’ ημίν, πρώτος δε ο μακαρίτης καθηγητής του πανεπιστημίου Δαμαλάς εξήλεγξεν αυτήν ως απάδουσαν τη Γραφή και τη διδασκαλία των Πατέρων αρνούμενος εν γένει πάσαν επί τη αρχεγόνω αμαρτία ενοχήν“ (Χ. Ανδρούτσου, καθ. Πανεπ.: Δεύτερον μάθημα περί του Προπατορικού αμαρτήματος, Κωνσταντινούπολη 1896, σελ. 5).
20.- “Ευτυχώς τα περί του ανευθύνου του ανθρώπου επί τη αρχεγόνω αμαρτία παρά τοις Πατράσι αμέσως ή εμμέσως φερόμενα είναι ούτω σαφή και αναμφισβήτητα, ώστε ευχερώς δύναταί τις να συνεικάση το περί τούτου φρόνημα των Πατέρων καταρτίζων αυτό ένθεν μεν προφανώς και αναμφισβητήτως εξ όσων περί νηπιοβαπτισμού και τύχης νηπίων αβαπτίστων απεφήναντο, ένθεν δε και εξ ετέρων μαρτυριών αυτών“ (Χ. Ανδρούτσου, ως ανωτέρω, σελ. 37).
21.- “Δεν υφίσταται δια τους Έλληνας Πατέρας το υπό δικανικήν μορφήν τεθέν πρόβλημα περί της κληρονομικότητος της ενοχής του Αδάμ και περί της επακολουθησάσης τιμωρίας της ανθρωπότητος λόγω προσβολής της θείας δικαιοσύνης ή φύσεως“ (Ι. Ρωμανίδη: πρεσβ. καθ. ΑΠΘ: “Το προπατορικόν αμάρτημα” 1992, σελ. 19).
22.- “Ούτω μεταχειριζόμενος τον Χριστόν ως την κλείδα της αρχεγόνου καταστάσεως περιγράφει ο Ειρηναίος (Λουγδούνων) την προς την τελείωσιν και αθανασίαν πορείαν των πρωτοπλάστων. Επομένως, όπως ο Χριστός εγεννήθη νήπιος και ακολούθως ηυξήθη σωμα -τικώς, ηνδρώθη και προέκοψε και ετελειοποιήθη (όχι από της αμαρτίας προς την τελείωσιν, αλλά εκ καταστάσεως βρέφους εις τέλειον ηνδρωμένον διανοητικώς και σωματικώς, και δια πειρασμού ακόμη, άνθρωπον), ούτω και οι πρωτόπλαστοι εκτίσθησαν παρομοίως νήπιοι, ίνα αυξηθούν, ανδρωθούν και γίνουν τέλειοι σωματικώς και ψυχικώς. Ο Χριστός εγεννήθη άνευ αμαρτίας ή ελλείψεως. εν τούτοις όμως προέκοψε και ετελειοποιήθη. Ούτω και οι πρώτοι άνθρωποι επλάσθησαν άνευ αμαρτίας ή ελλείψεως, ίνα προκόψουν και γίνουν τέλειοι. Όπως ο Χριστός έγινε κατά την ανθρωπίνην φύσιν άφθαρτος και απαθής μετά την ανάστασιν, ούτω και ο άνθρωπος τέλειος γενόμενος θα έφθανε την αφθαρσίαν….. Κατά τον Ειρηναίον (Λουγδούνων) και τον Θεόφιλον (Αντιοχείας) οι πρωτόπλαστοι όντες νήπιοι προσεβλήθησαν υπό του σατανά και αδίκως επλήγησαν. Η δυνατότης της παρακοής της θείας εντολής τη συστάσει του όφεως οφείλεται κατά πολύ εις το γεγονός ότι οι πρώτοι άνθρωποι δεν είχον ακόμη τελειοποιηθή“ (Ερμηνεία από το χωρίο: Ειρηναίου Λουγδούνων, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, Δ΄ XXXVII, 3. Ι. Ρωμανίδη, ως ανωτέρω, σελ. 150-151).
23.- “Άπαξ γίνει δεκτόν ότι η φθορά και ο θάνατος αποτελούν εκ Θεού τιμωρίαν όλων των ανθρώπων (όπως δια τον Αυγουστίνον η εις χείρας του διαβόλου και εις θάνατον καταδί-κη του ανθρώπου είναι, ένεκα της εν τω Αδάμ συνενοχής όλων των ανθρώπων, θέλημα Θεού), δημιουργείται αδιέξοδον όσον αφορά την μετάδοσιν αυτών εις τους απογόνους του Αδάμ. Δια να διαφυλαχθή υπό τας προϋποθέσεις αυτάς η αγαθότης του Θεού, πρέπει κατά κάποιον τρόπον να είναι ένοχος της πτώσεως όλη η ανθρωπότης. Αλλά δια τους συγγραφείς (Έλληνες Πατέρες) δεν υφίσταται τοιούτον θέμα, απλούστατα διότι, κατ’ αυτούς ο θάνατος δεν είναι εκ Θεού. επετράπη ο θάνατος υπό του Θεού ουχί ένεκα τιμωρού τινός διαθέσεως της θείας δικαιοσύνης, αλλά τουναντίον ένεκα της θείας προς τον άνθρωπον ευσπλαγχνίας” (Ι. Ρωμανίδη, ως ανωτέρω, σελ. 154-155).
24.- “Κατά την Δυτική αντίληψη η κληρονόμηση του θανάτου είναι κληρονόμηση της ενοχής, ωσάν ο κάθε άνθρωπος να αμάρτησε στο πρόσωπο του Αδάμ και, επομένως, ο καθένας είναι αίτιος του δικού του θανάτου. Όμως στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων φαίνεται ότι δεν πρόκειται για κληρονόμηση ενοχής, αλλά για κληρονόμηση των συνεπειών της αμαρτίας του Αδάμ, που είναι η φθορά και η θνητότητα“ (Ιεροθέου, Μητροπολίτη Ναυπάκτου: “Η ζωή μετά τον θάνατο” σελ. 48-49).
25.- “Ο Αυγουστίνος, που επηρέασε πολύ την σχολαστική θεολογία της Δύσεως και στο θέμα της κληρονομήσεως του θανάτου, υποστήριζε ότι κληρονομήσαμε την ίδια την αμαρτία του Αδάμ, ενώ στην πατερική παράδοση φαίνεται ότι κληρονομούμε τις συνέπειες της αμαρτίας, που είναι η φθορά και η θνητότητα, οι οποίες μεταδίδονται μέσα από την σωματική γέννηση“ (Ιεροθέου, όπως ανωτέρω, σελ. 49).
26.- “Η Ορθόδοξη Θεολογία δεν διδάσκει αυτό που λέγει η Δυτική Θεολογία, ότι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του Προπατορικού Αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννησή του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, που συνιστά το κατά φύσιν“ (Ιεροθέου, ως ανωτέρω, σελ. 108).
27.- “Αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου, ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε; Η απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος (γιατί τέτοιο αμάρτημα δεν φέρομε), αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο” (Ιεροθέου, ως ανωτέρω, σελ. 108-109).
28.- “Το βάπτισμα του νηπίου ορίζεται και εξαρτάται από τη θέληση των γονιών του και αυτό το έχει αποδεχθεί και θεσπίσει η Εκκλησία, καθότι το αβάπτιστο νήπιο είναι ανεύθυνο. Η υπάρχουσα πιθανώς ευθύνη των πιστών γονέων ως προς την καθυστέρηση και αναβολή του βαπτίσματος δεν υποδηλώνει ούτε απιστία ούτε δόλο των ιδίων, αλλ’ ούτε ασφαλώς και του ανεύθυνου και αθώου νηπίου. Έτσι όταν οι γονείς ζητούν την ευλογία και χάρη της Εκκλησίας για την κήδευση και ταφή του θανόντος νηπίου τους, ασφαλώς θα τη ζητούσαν και για τη βάπτισή του. Και η πρόθεσή τους αυτή μπορεί να διαπιστωθεί, αν μάλιστα ο θάνατος επήλθε μετά το Σαραντισμό, που είναι ο πρώτος εκκλησιασμός του νηπίου και γι’ αυτό η σχετική ευχή λέγεται και προβαπτισματική. Και το αυτό ισχύει και για τις επίσης προβαπτισματικές ευχές “εις γυναίκα λεχώ τη πρώτη ημέρα της γεννήσεως του παιδίου αυτής” και “εις το κατασφρα -γίσαι παιδίον λαμβάνον όνομα τη ογδόη ημέρα της γεννήσεως αυτού”, όταν γίνεται η σχετική τελετή της ονοματοδοσίας του παιδιού” (Μοναχού Νικόδημου Μπιλάλη: Περιοδικό Πολύτεκνη Οικογένεια αρ. φ. 89, σελ. 21).
29.- “Πουθενά στην Π. Διαθήκη δεν γίνεται λόγος για ένα αμάρτημα που μεταβιβάζεται κληρονομικά ως ενοχή στους απογόνους του Αδάμ, όπως το παρουσίασε κυρίως η δυτική θεολογία….. Νομίζω, όλη η ιστορία της Π. Διαθήκης είναι η επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος, ως παρακοής στο θέλημα του Θεού με όλες τις γνωστές συνέπειες. Με άλλα λόγια τα μεταπατορικά αμαρτήματα, ως παρακοή στο θέλημα του Θεού με τις γνωστές συνέπειες της έκπτωσης και της απώλειας αγαθών, έχουν ουκ ολίγη ομοιότητα με το προπατορικόν αμάρτημα, που φυσικά δεν είναι η σεξουαλικότητα!” (Ν. Ματσούκα, καθ. Θεολογικής ΑΠΘ. Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σελ. 39).
30.- “Η Πατερική θεολογία είδε το Προπατορικό Αμάρτημα ως αρρώστια και δεν έκανε λόγο για καμιά κληρονομική ενοχή παρά μονάχα για την κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου“. Όμως: “Επηρεασμένος ο άνθρωπος κυρίως από το νομικό πνεύμα και τη δικαιική τάξη, στο εκδηλούμενο κακό, θέλει πάντοτε ν’ αναζητεί ευθύνη και τιμωρία!” (Ι. Κορναράκη, καθ. Θεολογικής Παν. Αθηνών. Η κρίση της Θεολογικής αυτοσυνειδησίας. “Παρακαταθήκη” αρ. 35, σελ. 6).
31.- “Ο πάνσοφος Παύλος έγραψε να μη γινόμαστε παιδιά στο μυαλό, αλλά να είμαστε σαν τα νήπια ως προς την κακία, ενώ στη σκέψη να τελειοποιούμαστε. Διότι δεν είναι δυνατόν, αν πρώτα δεν καθαρισθούμε από την κακία και δεν γίνουμε αγνοί σαν τα νήπια, να γίνουμε τέλειοι στη σκέψη ή τέλειοι άνθρωποι και τίμιοι εργάτες της αλήθειας“ (Αγ. Ισίδωρου Πηλουσιώτη, Επιστολές, ΕΠΕ Α΄ 442).
Από τα ανωτέρω αναφερόμενα Αγιογραφικά και Αγιοπατερικά κείμενα καταφαίνεται, ότι η σοφία των Πατέρων αντιμετωπίζει τελείως διαφορετικά το θέμα του Προπατορικού Αμαρτήματος, απ’ ότι η Δυτική θεολογία, η θέση τους δε αυτή βεβαίως καθίσταται και θέση της καθόλου Εκκλησίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, ο άνθρωπος δεν κληρονομεί το Προπατορικό Αμάρτημα, αλλά την φθορά και την θνητότητα, από τα οποία δεν τον απαλλάσσει το Βάπτισμα. Τα νήπια κανένα αμάρτημα δεν κατέχουν (ούτε και το Προπατορικό), το αντίθετο μάλιστα, καθότι βρίσκονται σε άμεση κοινωνία με τον Θεό επειδή έχουν καθαρό νου και ο νους τους βρίσκεται σε κοινωνία με τον Θεό, αυτός δε ο νους τους βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού (όπως ο προπτωτικός Αδάμ), η δε βάπτιση των νηπίων είναι ο εκκεντρισμός τους, ως μέλη της Εκκλησίας και όχι η απαλλαγή τους από το Προπατορικό Αμάρτημα (το οποίον βέβαια δεν φέρουν).
Όσον αφορά δε την είσοδο ή μη των αβάπτιστων παιδιών στη Βασιλεία του Θεού καταφαίνεται σαφώς, ότι ο ίδιος ο Θεός και μόνο γνωρίζει, εμείς δε οπωσδήποτε δεν μπορούμε να πούμε, ότι είναι στον Παράδεισο, ούτε βέβαια μπορούμε να πούμε (όπως το αποκλείει ο άγιος Γρηγόριος), ότι είναι στην κόλαση.
Θεωρείται επομένως, ότι η απόφαση της ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος, να επιτρέπεται η εκκλησιαστική κήδευση των θανόντων αβάπτιστων βρεφών (αν και σφαλερώς παραδέχεται την κληρονόμηση του Προπατορικού Αμαρτήματος), δεν αποτελεί εκκλησιολογική αυθαιρεσία (αν και δεν υπάρχει παράδοση στην κήδευση αυτή), όμως συμφωνεί με την Πατερική θεολογία, ενώ το αντίθετο εισάγει στην Ορθόδοξη Εκκλησία θέσεις και απόψεις της Δυτικής σχολαστικής θεολογίας, οι οποίες έχουν τις βάσεις τους στην Αυγουστινιανή Θεολογία, η οποία αναπτύχθηκε περαιτέρω και εδραιώθηκε από τον Αβελάρδο, τον Άνσελμο, τον Θωμά Ακινάτη και τους υπόλοιπους Δυτικούς σχολαστικούς θεολόγους.
ΣΗΜ : Την κληρονόμηση του Προπατορικού Αμαρτήματος, πρώτη καθιερώνει η Τοπική Σύνοδος της Καρθαγένης το 419, με τον ρκα΄ Κανόνα της. Η Σύνοδος αυτή δογμάτισε κατ’ αυτό τον τρόπο, υπό την επίδραση της θεολογίας του παρόντος σ’ αυτήν επ. Ιππώνος Αυγουστίνου, η δε θεολογία αυτή έκτοτε έγινε βασικό δόγμα των Λατίνων. Τον Κανόνα αυτόν επικυρώνει και ο β΄ Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, αναφέρεται δε και στις μετέπειτα Τοπικές Συνόδους Κων/πόλεως 1638 και 1672, καθώς και Ιεροσολύμων 1672
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά