Κτιστό και Άκτιστο
Μια πολύ βασική Ορθόδοξη Πατερική διδασκαλία, στην οποία θα στηρίζουμε
τον ισχυρισμό μας ότι η Αγία Γραφή ως βιβλίο, ως γράμμα, δεν είναι ‘
’ λόγος του Θεού’’ αλλά λόγος περί του λόγου του Θεού, είναι
Άκτιστο ονομάζουμε ότι πηγάζει από τον Θεό (τις θείες ενέργειες),
αλλά και τον Ίδιο τον Θεό.Κτιστό, ονομάζουμε οτιδήποτε βλέπουμε
ή δεν βλέπουμε, το οποίο έχει αρχή και δημιουργήθηκε από το μηδέν.
Άλλο η ουσία του Θεού, άλλο οι θείες υποστάσεις, άλλο οι θείες ενέργειες,
και άλλο η ουσία του κόσμου.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στο έργο του ‘’150 Κεφάλαια’’,
και ειδικά από το κεφάλαιο 68 μέχρι και το τέλος του έργου, απαντώντας
στον λατινόφρονα Βαρλαάμ, μιλάει πάνω στο θέμα και αναλύει
την Ορθόδοξη διδασκαλία.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει ότι «[…] τα κατηγορήματα του Θεού
είναι τρία, ουσία, ενέργεια, τριάς θείων υποστάσεων […]»
(Κεφάλαια Καθαρτικά, ΕΠΕ 8, σελ. 167). Εμείς θα εστιάσουμε στην άκτιστη
θεία ενέργεια. Η θεία ενέργεια δεν είναι θεία ουσία, δεν είναι δηλαδή ο Θεός
αλλά κάτι που πηγάζει από τον Θεό.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, φέρει το παράδειγμα του ηλίου και των ακτινών
του, προκειμένου να μας δώσει να καταλάβουμε την διαφορά.
Άλλο ο ήλιος ως ουράνιο σώμα, άλλο οι ακτίνες του. Οι ακτίνες πηγάζουν
από τον ήλιο, αλλά οι ακτίνες δεν είναι αυτές καθ’ αυτές η πύρινη σφαίρα.
Η άκτιστη ενέργεια χαρακτηρίζεται ως «[…] μεριζόμενη αμερίστως […]»
(σελ. 159), δηλαδή ενώ μερίζεται, δεν χάνει, δεν ελαττώνει την δύναμή
της, όπως ακριβώς δεν χάνει την δύναμή του ο ήλιος, αν και εκπέμπει
εκατομμύρια ακτινών.
Κατά αναλογία, «[…] η θεία ενέργεια του Θεού δεν θεωρείται μία,
αλλά από τους θεολόγους αναφέρονται πολλές […]» (σελ. 161).
Για να αποδείξει ότι η θεία ενέργεια είναι άκτιστη και ότι ‘’μερίζεται
αμερίστως’’, επικαλείται πλήθος αγίων Πατέρων, όπως τον Μ. Βασίλειο,
τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Γρηγόριο
Νύσσης, τον ι. Χρυσόστομο, τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα,
τον ι. Δαμασκηνό κλπ.
Έτσι λοιπόν, «[…] οι δυνάμεις και οι ενέργειες του θείου Πνεύματος
είναι άκτιστες […]» (σελ. 161).
Κατάσταση θείου φωτισμού.
Μια από τις άκτιστες θείες ενέργειες είναι και η έλλαμψις, δηλαδή η
κατάσταση φωτισμού και θεώσεως των θεούμενων πιστών.
Στο ίδιο έργο, διδάσκει ο θεοφόρος Πατέρας μας: «[…] η θεία και θεοποιός
έλλαμψις και χάρις δεν είναι ουσία αλλά ενέργεια του Θεού […]» (σελ. 161).
Αυτό το σημείο είναι πολύ λεπτό, διότι σε αυτήν την κατάσταση, οι θεούμενοι
λαμβάνουν άρρητα ρήματα.
Ο π. Ι. Ρωμανίδης, εξηγεί ποιος είναι ο θεόπνευστος. Αναφέρει:
«Και ποιος είναι ο θεόπνευστος; Είναι εκείνος, ο οποίος είδε τον Θεόν.
Μετά εκείνος που φθάνει στην φώτιση γιατί λέγεται φωτισμένος;
Διότι έχει το Πνεύμα το Άγιο μέσα του, που τον διδάσκει.
Και πως τον διδάσκει; Με την νοερά προσευχή.
Προσεύχεται δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην καρδιά του και
έτσι τον διδάσκει, τον πληροφορεί δηλαδή σε ό,τι χρειάζεται να κάνη
ή να πη. Ένας τέτοιος άνθρωπος πληροφορείται κάθε στιγμή, ποιο είναι
το θέλημα του Θεού για ο,τιδήποτε. Οπότε ο δάσκαλός του της προσευχής,
είναι το ίδιο το Πνεύμα το Άγιο. Δηλαδή στην Θεολογία ο ίδιος ο Θεός είνα
ι και το αντικείμενο της γνωστικής προσπαθείας του ανθρώπου, αλλά και
ο δάσκαλος του ανθρώπου, που τον οδηγεί προς αυτήν την γνώσι,
την γνώσι δηλαδή του Θεού, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θέα του
ακτίστου Φωτός.
(Πατερική Θεολογία, σελ. 13).
Η Πατερική γραμματεία είναι γεμάτη από τέτοιες αναφορές, όσο κατά το
ανθρώπινο δυνατό μπορούν να περιγραφούν με ανθρώπινο λόγο.
την διάρκεια της εν Αγίω Πνεύματι προσευχής:
«Και συμβαίνει τότε με τον αδελφό, που ασχολείται καθημερινά με τα
πνευματικά, σε κάποια στιγμή να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην προσευχή,
φθάνοντας με πολύ γλυκύτητα στο άπειρο βάθος του αιώνα εκείνου,
ώστε να εκπλήσσεται ο νους που βρίσκεται ολόκληρος μετέωρος εκεί,
και σε όλο το χρονικό αυτό διάστημα να ξεχνάει τους λογισμούς του
σαρκικού φρονήματος, επειδή γέμισε από θείους λογισμούς και αιχμαλωτίσθηκε
στα θεία και στα επουράνια, σε απέραντα και ακατάληπτα πράγματα,
σε θαυμαστά πράγματα, που είναι αδύνατο να περιγραφούν με ανθρώπινο
στόμα […]»
(Ομιλία 8η, αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, σελ. 154, ΕΠΕ 7).
Στο κείμενο αναφέρεται: «[…] ανθρωπίνω στόματι φρασθήναι αδύνατα […]».
καρδιά του θεούμενου: «Θα αποκαλύψει μεγάλα μυστήρια σ’ όποιες
ψυχές κατοικήσει. Θα γίνει σ’ αυτές η νύχτα φωτεινή σαν την ημέρα.
Αυτές είναι οι ενέργειες του Αγ. Πνεύματος» (Αββάς Αμμωνάς,
Ι. Μ. Παρακλήτου, σελ. 57).
Και στις δύο αναφορές, το κοινό είναι ότι τα ‘’μυστήρια’’, τ
α ‘’ακατάληπτα’’, τα ‘’θαυμαστά’’, αφενός είναι άκτιστα,
αφ εταίρου δεν μπορούν να αποδοθούν με τον ανθρώπινο κτιστό λόγο.
Η Ορθόδοξη θεολογία είναι καθαρά εμπειρική. Η αποκάλυψη είναι
ενέργεια του αγίου Πνεύματος, και επομένως άκτιστη.
Λόγος Θεού- αποκάλυψη.
Αυτός ο λόγος δεν μπορεί να ‘’μεταφραστεί’’ ή να αποδοθεί’’ στο 100%
από τις κτιστές έννοιες ή από την κτιστή γλώσσα. Διότι αυτά είναι
μέρος των θείων άκτιστων ενεργειών, στις οποίες ο άνθρωπος μετέχει
εμπειρικά. Αυτή η αποκάλυψη, μπορεί να χαρακτηριστεί ως λόγος Θεού.
Όχι όμως και η καταγραφή της. Για αυτό, και δεν θεωρούμε την Αγία Γραφή
ως πηγή πίστεως, αλλά μέρος της αποκάλυψης, μέρος του Ευαγγελίου,
το οποίο και πάλι από την στιγμή που εκφράζεται με ανθρώπινα σχήματα
και λέξεις, δεν μπορεί να είναι λόγος θεού κατά γράμμα.
Για μας, πηγή πίστης είναι η εν αγίω Πνεύματι εμπειρία των θεουμένων,
μέρος της οποίας εκφράζεται με την Αγία Γραφή.
«Οι Πατέρες λοιπόν τονίζουν ότι όλα τα ρητά και τα νοήματα, που έχει
ο άνθρωπος, είναι δημιουργήματα της ανθρωπίνης διανοήσεως.
Δεν κατεβαίνουν από τον ουρανό ούτε νοήματα ούτε ρητά.
Ο Θεός δεν δημιουργεί ο ίδιος στους ανθρώπους ούτε νοήματα ούτε ρητά.
Και από αυτής της απόψεως τονίζουν οι Πατέρες, με βάση την εμπειρία τους
της θεώσεως, ότι κάθε ανθρώπινη γλώσσα είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Ο άνθρωπος είναι εκείνος, ο οποίος εδημιούργησε την γλώσσα με την οποία
επικοινωνεί με τον συνάνθρωπό του. Θεϊκή γλώσσα δεν υπάρχει.
Ο Θεός δηλαδή δεν έχει δική Του γλώσσα, που έδωσε στον άνθρωπο ούτε
ο Θεός επικοινωνεί με τον άνθρωπο με κάποια ιδιαίτερη γλώσσα, που την
δίνει σε όσους επικοινωνεί μαζί τους. Η γλώσσα είναι αποτέλεσμα των
ανθρωπίνων αναγκών. Διαμορφώθηκε δηλαδή από τους ανθρώπους για
να εξυπηρετήση τις σχέσεις και τις ανάγκες επικοινωνίας των ανθρώπων.
Οπότε η γλώσσα δεν είναι αυτό που λέγει ο Dante και αρκετοί Προτεστάντες,
καθώς και οι Φράγκοι θεολόγοι του Μεσαίωνα ούτε αυτό που λένε οι
Μουσουλμάνοι για το Κοράνιο ότι η γλώσσα και το Κοράνιο κατέβηκαν
από τον ουρανό και μάλιστα ισχυρίζονται ότι υπάρχει στον ουρανό το
άκτιστο Κοράνιο. Επάνω σ’ αυτό το θέμα έχομε και την σπουδαία συζήτησι,
που έγινε μεταξύ του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και των Ευνομιανών.
Οι Ευνομιανοί πιστεύανε ότι υπάρχει μία θεία γλώσσα, την οποία ο Θεός
απεκάλυψε στους Προφήτες. Στη γλώσσα αυτή, έλεγαν, ανήκουν τα
ονόματα του Θεού που αναφέρουν οι Προφήτες. Οπότε τα ονόματα του
Θεού έλεγαν οι Ευνομιανοί ότι είναι η ουσία του Θεού και ότι αυτά τα
ονόματα του Θεού, που αναφέρει η Αγία Γραφή, είναι φορείς νοημάτων,
που αντιστοιχούν προς την πραγματικότητα που είναι ο Θεός.
Τέτοιο πράγμα φυσικά δεν συμβαίνει» (Πατερική Θεολογία, σελ.18).
Επομένως:«Τα ρητά και τα νοήματα, που χρησιμοποιούνται μέσα στην
Αγία Γραφή από τους θεουμένους που έγραψαν την Αγία Γραφή,
καθώς και τα ρητά και τα νοήματα που χρησιμοποιούνται στα συγγράμματα
των Πατέρων της Εκκλησίας και των Αγίων, είναι θεόπνευστα με την
έννοια ότι όλοι αυτοί έχουν την εμπειρία είτε του φωτισμού είτε της
θεώσεως και βάσει αυτής της εμπειρίας έγραψαν ό,τι έγραψαν.
Επειδή δηλαδή έχουν αυτήν την εμπειρία, ό,τι έγραψαν είναι θεόπνευστο».
(Πατερική Θεολογία, σελ 19).
Η καταγραφή του ή η προσπάθεια απόδοσής του όμως, ναι μεν είναι
θεόπνευστη διότι προέρχεται από ανθρώπους με τέτοια εμπειρία,
όμως αυτό το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι λόγος θεού, διότι
παρεμβαίνει ο παράγοντας άνθρωπος.
πνεύμα και στο γράμμα στις Αγίες Γραφές με τη διάκριση ανάμεσα στον
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής «[…] συγκρίνει τη διάκριση ανάμεσα στο
εσωτερικό (ενδιάθετο) λόγο και στην εμφάνιση των κτιστών όντων στη
δημιουργία […]» (π. Καρακαλλινός Αλέξιος,
‘’Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθόμεν’’, σελ. 48).
Η Αγία Γραφή λοιπόν (και όχι μόνο), είναι σαφώς θεόπνευστη,
αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λόγος θεού με την αυστηρή έννοια.
Προέρχεται μεν από ανθρώπους θεούμενους (άρα και θεόπνευστους),
αλλά λόγο της διαφοράς κτιστού και ακτίστου, που ο άγιος Γρηγόριος
την στηρίζει στην Πατερική Παράδοση και την επεκτείνει και ο ίδιος
απαντώντας στον αιρετικό και λατινόφρονα Βαρλαάμ, δεν είναι
λόγος Θεού.
Αναφερόμενος στην θεωρία του Θαβωρίου φωτός στο όρος της
Μεταμορφώσεως, και στο χωρίο του απ Πέτρου,
όπου γράφει ο απόστολος:
«Διότι σας εγνωστοποιήσαμεν την δύναμιν και παρουσίαν του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού, ουχί μύθους σοφιστικούς ακολουθήσαντες,
αλλ' αυτόπται γενόμενοι της εκείνου μεγαλειότητος.
Διότι έλαβε παρά Θεού Πατρός τιμήν και δόξαν, ότε ήλθεν εις αυτόν
τοιαύτη φωνή υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης, Ούτος είναι ο Υιός μου
ο αγαπητός, εις τον οποίον εγώ ευηρεστήθην· και ταύτην την φωνήν
ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ελθούσαν, όντες μετ' αυτού εν τω όρει
τω αγίω. Και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον, εις τον
οποίον κάμνετε καλά να προσέχητε ως εις λύχνον φέγγοντα εν
σκοτεινώ τόπω, εωσού έλθη η αυγή της ημέρας και ο φωσφόρος
ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β’ Πέτρου, α 16-19),
ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει ότι το φως αυτό υπερέχει του
φωτός των θείων γραφών:
«Βλέπεις ότι το φως αυτό φέγγει τώρα στις καρδιές των πιστών και
των τελείων; Βλέπεις πόσο υπερέχει από το φως της γνώσεως;
Το φως της θεωρίας αυτής διαφέρει τόσο πολύ, όχι μόνο από τη
γνώση των ελληνικών μαθημάτων […] αλλά και από τη γνώση των
θείων γραφών, ώστε το φως που προέρχεται από εκείνη να
παρομοιάζεται με λυχνάρι που φέγγει σε τόπο σκοτεινό,
ενώ το φως πηγάζει από αυτή τη μυστική θεωρία με άστρο που λάμπει
την ημέρα, δηλαδή με τον ήλιο». (Β’ Λόγος Υπέρ των Ιερώς
Ησυχαζόντων, ΕΠΕ 2, σελ. 379).
Αν οι Γραφές ήταν κατά γράμμα λόγος θεού, τότε το φως τους
σίγουρα θα υπερείχε του φωτός της θεωρίας που έζησαν οι τρείς
μαθητές στο Όρος. Θεωρία εννοούμε την ανύψωση του νου και
τον φωτισμό.
Όσοι λένε ότι η Αγία Γραφή είναι κατά γράμμα λόγος θεού, είναι
επηρεασμένοι από τους Φράγκους και τους Προτεστάντες.
Βάση αυτών που είπαμε παραπάνω επιδερμικά σε σχέση με όσα αναφέρει
η Πατερική γραμματεία, και όπως αναφέρει ο καθηγητής Ανδρούτσος
η Πατερική γραμματεία, και όπως αναφέρει ο καθηγητής Ανδρούτσος
στην Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, ναι μεν
«[…] η εν γένει αποδοχή των βιβλίων της Αγίας Γραφής, ως κατ’ έμπνευση
του Αγίου Πνεύματος γεγραμμένων και ουδεμίαν αντίφασιν ή ανακρίβειαν ,
ομολογείται παρά πάσι τοις Πατράσι της Εκκλησίας» (σελ. 4), αλλά η κατά
γράμμα θεοπνευστία αποτελεί Προτεσταντική νοοτροπία (και επομένως αιρετική),
γράφοντας ότι : «[…] κατά τους χρόνους της Μεταρρυθμίσεως εξελήφθη η
θεοπνευστία ως κατά λέξιν έμπνευσις των θείων αληθειών […]
η κατά λέξιν εκδοχή δεν δύναται να τύχη παρ’ ημίν αποδοχής […]» (σελ. 4).
Όσοι λοιπόν λένε την Αγία Γραφή ‘’λόγο θεού’’ κατά γράμμα, αντιβαίνουν
στην Ορθόδοξη διδασκαλία και συνταυτίζονται με τους
αιρετικούς Προτεστάντες.
«Στην Φραγκική Παράδοση που ακολούθησε τον Αυγουστίνο, η Αποκάλυψις
ταυτίσθηκε με την αποκάλυψη νοημάτων εκ μέρους του Θεού στον άνθρωπο.
Μάλιστα, όχι μόνο νοημάτων, αλλά και ρητών, δηλαδή όρων και λέξεων,
που συνοδεύουν τα νοήματα αυτά. Αν όμως δεχθή κανείς αυτήν την άποψη
τότε έχομε την λεγόμενη κατά γράμμα θεοπνευστία της Αγίας Γραφής,
κατά την οποία ο Θεός εμφανίζεται να υπαγορεύη τρόπον τινά τα ρητά
και τα νοήματα στους συγγραφείς της Αγίας Γραφής. Άπαξ όμως και
υιοθετηθή αυτή η γραμμή, τότε συνάγεται ότι ουσιαστικά συγγραφεύς
της Αγίας Γραφής είναι ο ίδιος ο Θεός και όχι οι Προφήται ή οι Ευαγγελισταί»
(Πατερική Θεολογία, σελ. 25).
Για αυτό το λόγο, ο π Ι. Ρωμανίδης, αναφέρει:
«Υπάρχει δηλαδή κανένας Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος να
διδάσκη την κατά γράμμα θεοπνευστία της Αγίας Γραφής;
Υπάρχει κανένας Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος να ταυτίζη την
Αγία Γραφή με αυτήν την ίδια την εμπειρία της θεώσεως; Όχι, δεν
υπάρχει κανείς. Αφού η εμπειρία της θεώσεως είναι η αποκάλυψις
του Θεού στον άνθρωπο. Μάλιστα εξ επόψεως Δογματικής Θεολογίας
το να ταυτίζη κανείς την Αγία Γραφή με την Αποκάλυψι, που είναι η
εμπειρία της θεώσεως, η οποία υπερβαίνει τα ρητά και τα νοήματα,
είναι καθαρή αίρεσις». (Πατερική Θεολογία, σελ 25)
Ο π. Αλέξιος Καρακαλλινός, αναφέρει με την σειρά του:
«Οι Προτεστάντες και οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν από πολύ
καιρό ταυτίσει την Αποκάλυψη με τη Βίβλο, χωρίς να κάνουν πραγματική
καιρό ταυτίσει την Αποκάλυψη με τη Βίβλο, χωρίς να κάνουν πραγματική
διάκριση ανάμεσα στο γραπτό λόγο και στην εμπειρία, η οποία είναι
και η πηγή του γραπτού λόγου. Η ‘’παραδοσιακή Αυγουστίνεια’’
δυτική άποψη είναι ότι ο Προφήτης, ο Απόστολος ή ο Άγιος απλώς
‘’καταγράφει’’ ότι ακούει […] Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως,
η εμπειρία του Προφήτη, του Αποστόλου ή του Αγίου δεν είναι
κάποιο άγνωστο φαινόμενο, αλλά πέρα από τη (φυσική) θέα όραση
της άκτιστης δόξας του Χριστού, η οποία ‘’οράται’’ από τον πιστό
που έχει καθαρθεί, φωτισθεί και βρίσκεται στο στάδιο της θέωσης.
Έχοντας ως δεδομένη αυτή την εμπειρική γνώση, η Ορθόδοξη
Εκκλησία διδάσκει ότι η Αποκάλυψη και η Βίβλος δεν ταυτίζονται
και ότι υπάρχει μια πραγματική διάκριση ανάμεσα στον γραπτό
λόγο και στην εμπειρία, η οποία αποτελεί την πηγή αυτού του
γραπτού λόγου» (‘’Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθόμεν’’, σελ. 38- 40).
Η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη και είναι λόγος περί του λόγου του θεού.
Ο π. Γ. Μεταλληνός, αναφέρει: «Η Αγία γραφή (παλαιά και καινή διαθήκη)
είναι λόγος περί του Λόγου του Θεού. Ποιος είναι ο "Λόγος του Θεού";
Είναι η αποκάλυψη. Η αυτοφανέρωση του Θεού. Επιστολή προς Εβραίους:
"Πολυμερώς και πολυτρόπως.."[Εβρ. 1:1] με χίλιους τρόπους απεκαλύφθει
ο Θεός , και στην Παλαιά Διαθήκη, μέσα στην κτίση ολόκληρη».
Ο π. Ι. Βλάχος, αναφέρει: «Η άποψη ότι η Αποκάλυψη είναι ο λόγος τού
Θεού, που προσφέρει την γνώση όλων των μυστηρίων και ότι
η Αγία Γραφή δεν ταυτίζεται απολύτως με τον λόγο τού Θεού, και ακόμη
ότι αυτή η Αποκάλυψη παραδίδεται με «ρητά και με νοήματα»,
διδάσκεται από πολλούς αγίους Πατέρες».
Ο γέροντας Σωφρόνιος, διαχωρίζει σαφώς το γράμμα της Αγίας Γραφής
από την αποκάλυψη του ίδιου του Θεού όταν αναφέρει:
«Η αγάπη προς τον Χριστόν, η πληρούσα τον όλον άνθρωπον,
αλλάσσει την ζωήν ημών ριζικώς. Ούτος ήνωσεν εν Εαυτώ τω Ιδίω τον
Θεόν και τον άνθρωπον, και δι’ Αυτού έχομεν την προσαγωγήν προς τον
Πατέρα. Εκείνοι οίτινες ηγάπησαν τον Χριστόν και το Όνομα Αυτού,
ευφραίνονται επί τη αναγνώσει του Ευαγγελίου και της Αγίας Γραφής
εν γένει. Τα Θεία Ονόματα και το εξ αυτών εκπορευόμενον Νόημα και
Φως ελκύουν το πνεύμα του ανθρώπου, ώστε υπό ουδενός άλλου δύναται
να δελεασθή. Ο Θεός υπερβαίνει κατά την Ουσίαν Αυτού τα πάντα,
και είναι επομένως επέκεινα παντός ονόματος και πάσης εννοίας.
Όταν όμως αποκαλύπτηται, δίδει εις ημάς την ζώσαν πείραν της
Παρουσίας Αυτού και αύτη φανερούται δια των Ονομάτων.
Ούτω λοιπόν, όλη η Γραφή απ’ αρχής μέχρι τέλους γέμει
μαρτυριών περί του Θεού δια των Ονομάτων Αυτού»
(Περί προσευχής σελ. 190).
Τα ονόματα του Θεού που περιέχονται στο γράμμα της Αγίας Γραφής
δεν είναι ικανά από μόνα τους να μας φανερώσουν τον Θεό, διότι : «[…]
Ο Θεός υπερβαίνει κατά την Ουσίαν Αυτού τα πάντα, και είναι επομένως
επέκεινα παντός ονόματος και πάσης εννοίας […]».
Χρειάζεται κάτι παραπάνω, που χωρίς αυτό, το γράμμα αδυνατεί να
φανερώσει τον Θεό. Αυτό είναι η ζωντανή πείρα, η εμπειρία του φωτισμού
που πάντα προηγείται των Γραφών. «[…]Όταν όμως αποκαλύπτηται,
δίδει εις ημάς την ζώσαν πείραν της Παρουσίας Αυτού και αύτη φανερούται
δια των Ονομάτων».
Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφέρει ότι στην Αγία Γραφή
υπάρχουν ανθρωποπαθείς εκφράσεις για τον Θεό. Αν λοιπόν, ήταν κυριολεκτικά
λόγος θεού, τότε σίγουρα δεν θα χρειάζονταν τα ανθρώπινα σχήματα, τα οποία
σαφώς είναι και κτιστά.
«Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό ανθρωποπαθώς. Επειδή όμως βρίσκουμε
στην Αγία Γραφή να έχουν ειπωθεί πάρα πολλά για το Θεό με τρόπο
ανθρωπομορφικό, πρέπει να γνωρίζουμε, εφόσον είμαστε άνθρωποι
και έχουμε αυτή την παχιά σάρκα, ότι είναι αδύνατο να εννοήσουμε ή
να μιλήσουμε για τις θείες, υψηλές και άϋλες ενέργειες της θεότητος,
εάν δεν χρησιμοποιήσουμε ανάλογες σε μας εικόνες, τύπους και σύμβολα»
(Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. 11).
Η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη διότι τα κείμενά της καταγράφτηκαν
από ανθρώπους που είχαν θεία εμπειρία και ήταν θεόπτες, δεν είναι όμως
κατά γράμμα λόγος θεού. Αν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι λόγος
θεού, μπορούμε μόνο υπό την έννοια ότι περιέχει μέρος της αποκαλύψεως
του θεού και εντολές του Θεού.
Πηγές:
Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ 8, ΕΠΕ 2
π. Ι. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία
Μακαρίου του Αιγυπτίου, Φ.Τ 7
Αββάς Αμμωνάς, Ι. Μ. Παρακλήτου
π. Αλέξιος Καρακαλλινός, Εν ειρήνη του Κυρίου Δεηθόμεν
π. Ι. Βλάχος, Η Αποκάλυψη του Θεού
π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Περί προσευχής
Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
Πηγές:
Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ 8, ΕΠΕ 2
π. Ι. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία
Μακαρίου του Αιγυπτίου, Φ.Τ 7
Αββάς Αμμωνάς, Ι. Μ. Παρακλήτου
π. Αλέξιος Καρακαλλινός, Εν ειρήνη του Κυρίου Δεηθόμεν
π. Ι. Βλάχος, Η Αποκάλυψη του Θεού
π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Περί προσευχής
Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά