«Τοῦτο δέ γίνωσκε, ὦ Τιμόθεε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέ-ραις ἐνστήσονται καιροί χαλεποί.
Ἔσονται γάρ οἱ ἄνθρωποι ... τετυφωμένοι ...» (Β´ Τιμ. 3, 4).
Εἶναι παράδοξες ἡμέρες οἱ ἔσχατες
ἡμέ-ρες
πού θά προηγηθοῦν ἀπό τή Δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ
στόν κόσμο. Τότε, ὅταν
«καί πάλιν ἐρχόμενον
μετά δόξης κρίναι ζῶντας
καί νεκρούς». Οἱ
ἄνθρωποι
θά εἶναι
τότε ἀγνώριστοι.
Δέν θά εἶναι ἔτσι, ὅπως
τούς ἔπλασε ὁ Θεός. Δέν θά εἶναι ταπεινοί, ἁπλοί, σεμνοί. Δέν θά εἶναι μιά πνευματική ὀμορφιά πάνω στή γῆ, ὅπου
ὁ Θεός ὅλα τά ἔπλασε
«καλά λίαν». Θά ἀποτελέσουν
μιά ἀνομοιότητα
μέσα στήν ὁμοιότητα
καί ἁρμονία
«πάντων τῶν ὡραίων τῆς
γῆς».
Κι αὐτό τό δείχνει μέ ἐκδηλώσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι
ἀπαράδεκτες
γιά ἕνα
λογικό πλάσμα, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Μιά δέ ἀπ’ αὐτές τίς ἐκδηλώσεις
εἶναι
καί ὁ τῦ-φος. Ἀλλά
τί σημαίνει τῦφος;
Σημαίνει ἔπαρση.
Ἀλαζονεία.
Κομπορρημοσύνη. Ὁ τῦφος εἶναι,
ὅπως
παρατηρεῖ
ὁ
ἑρμηνευ-τής
Θεοδώρητος, ὄγκος ἄρρωστης ψυχῆς.
Εἶναι
νοσηρή διανοητική κατάσταση. Πρό-κειται γιά ὑπερηφάνεια
στόν ἔσχατο
βαθ-μό. Ὑπερβολική
ἀλαζονεία
πέρα ἀπό
κάθε μέτρο. Γι’ αὐτό καί
ἡ
ἐτυμολογική
ἑρμη-νεία
εἶναι ὅτι τῦφος
σημαίνει ζόφος. Σκό-τος. Κι ἐδῶ ἡ ἀλαζονεία
σκοτίζει τό μυαλό τοῦ
τετυφωμένου ἀνθρώπου
καί λέγει λό-για πού προκαλοῦν
τό γέλιο. Ἄν ἐκφρα-στοῦμε
λαϊκότερα, τῦφος εἶναι ἀέρας,
φούσκα. Ἕνα
μπαλόνι πού κάποια στιγμή σκάει καί πέφτει.
Ἔτσι
λοιπόν καί ἡ λέξη
«τετυφωμέ-νος», πού ἀναφέρει
ὁ
Ἀπ. Παῦλος στόν προκείμενο στίχο, ἔχει ἄμεση
σχέση μέ τόν τῦφο. Εἶναι μετοχή τοῦ ρήματος τυφόο-μαι-οῦμαι καί σημαίνει πέφτω σέ παρά-νοια. Σέ
παραφροσύνη. Σέ παραλογισμό. Μιά κατάσταση ἀπό
τήν ὁποία ἀπουσιάζει ἡ
λογική. Ὁ
«τετυφωμένος» ἄνθρωπος
εἶναι
λίγο-πολύ ἄρρωστος
πνευματικά.
Ἔτσι
«τετυφωμένος» εἶναι:
* Ὁ ἄνθρωπος
πού λογίζεται καί διαλέ-γεται μέ βάση τήν προσωπική του ἄποψη σέ ὅλα
τά θέματα. Ἡ
ἐγκυκλοπαίδεια,
ἀπ’ ὅπου ἀντλεῖ τίς γνώσεις, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός
του. Εἶναι μέ
ἄλλα
λόγια πηγή κά-θε γνώσεως. Αὐτό
ἀσφαλῶς εἶναι
παραλο-γισμός. Ἔ, αὐτός εἶναι
ὁ
«τετυφωμένος». Καί τόν κάνει παράλογο ἡ ἀλαζονεία
ἀπό τήν
ὁποία
διακατέχεται. Μιά ἀλαζονεία,
ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ σέ ἀκραῖο σημεῖο
ὑπερηφάνειας.
Στό ἄκρον ἄωτον τοῦ
παραλογισμοῦ.
Ὁ
«τετυφωμένος» ἄνθρωπος
προσπα-θεῖ μέ
«νύχια καί δόντια» νά ἐπιβάλλει
τή γνώμη του. Τήν ἄποψή
του. Καί μέ ἀπαί-τηση
νά ἐπικρατήσει
ἡ δική
του, ἡ
προσω-πική του γνώμη, ἀφοῦ εἶναι
πεπεισμένος ὅτι αὐτή καί μόνο εἶναι ἡ ἀληθινή
ἄποψη.
Κι ἄν δέν
τό πετύχει αὐτό, τό
γεγονός καί μόνο ὅτι
γίνεται θόρυβος γύρω ἀπό τό ὄνομά του, ὅτι
ἀκούγεται
καί γίνεται λόγος
γύρω ἀπό τό
πρόσωπό του, αὐτό τόν
ἱκανοποιεῖ. Αὐτός
εἶναι ὁ «τετυφωμένος». Ἄρρωστος διανοητικά καί πνευματικά!
* Ὁ ἄνθρωπος
πού ἔχει τή
βεβαιότητα ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μή τό γνωρί-ζει. Εἶναι τό ἀντίθετο
μέ ἐκεῖνο πού πίστευε καί διακήρυττε ὁ σοφός ὅλων
τῶν αἰώνων, ὁ Ἀθηναῖος Σωκράτης. Ὅσοι τολμοῦσαν
ἀδιάκριτα
νά τόν ἐπαινοῦν γιά τήν ἐγνω-σμένη
σοφία του, ἐκεῖνος ἔχοντας
βιώσει τό ταπεινό φρόνημα σέ ὅλες
του τίς διαστάσεις ἔλεγε
πάντα τό: «ἕν οἶδα, ὅτι
οὐδέν οἶδα». Ἕνα
γνωρίζω. Κι αὐτό τό ἕνα εἶναι
ὅτι δέν
γνωρίζω τίποτε. Καί ἦταν ἀλήθεια αὐτό.
Μπροστά σέ ὅλο τό
σύμπαν, σέ ὅλο τόν
ζωι-κό κόσμο, τόν φυτικό, τόν ἀστρικό,
τό θα-λάσσιο κόσμο καί τόσα ἄλλα,
ναί, μπροστά στό σύμπαν σέ ὅλες
του τίς διαστάσεις, συ-γκριτικά δέν γνώριζε τίποτε. Κι αὐτό τό ἐλάχιστο
ἔτσι τό ἀποκαλοῦσε.
Τίποτε. «Οὐδέν οἶδα». Τίποτε δέν γνωρίζω. Καί ἔλεγε καί τό ἄλλο ὁ
φιλόσοφος Ἕλληνας
Σωκράτης: «Γηράσκω ἀεί
διδασκόμενος». Πάντα διδάσκομαι. Πάντα μαθαίνω, ὅσο
περνοῦν τά
χρόνια καί πλησιάζω ὅλο καί
πιό πολύ πρός τά γηρατιά.
Ὤ σοφέ Σωκράτη, ἔλα νά πεῖς
δυό λόγια σέ ὅλους
τούς «τετυφωμένους» τῆς
πατρί-δος μας, μήπως καί συνετισθοῦν.
Μήπως καί λογικευθοῦν. Γιά
νά ἀποφεύγονται
ὀλέθρια
λάθη, ἰδιαίτερα
ἀπό ὅσους κατέ-χουν θέσεις μεγάλες ὡς πολιτικοί, κυβερ-νητικοί, Ἀκαδημαϊκοί Διδάσκαλοι, Παιδα-γωγοί τῆς νεολαίας μας. Ἀκόμη, γιατί ὄχι, καί ὡς
κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων.
* Ὁ
«τετυφωμένος» εἶναι ἀλαζόνας. Εἶναι
μιά ἀσέληνη
νύχτα. Νύχτα καί πάλι νύχτα στό μυαλό του καί στή ζωή του ὅλη. Καπνός πού γιά λίγο ἐντυπωσιάζει μέ τό σχῆμα του στήν ἀτμόσφαιρα κι ὕστερα γρή-γορα, πολύ γρήγορα, σβήνει,
χάνεται. Σάν φούσκα εἶναι ὁ ἀλαζόνας.
Σάν μπαλόνι, τό
ὁποῖο ὅλο
καί προκαλεῖ τήν
προσοχή τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά
πρίν προλάβουν νά δοῦν καί
νά θαυμάσουν τό θέαμα, ξαφνικά σκάει τό μπαλόνι καί χάνεται ἀπό τά μάτια μας, τήν προσοχή μας καί τό
θαυμασμό μας. Μέ ἄλλα
λόγια, νά τί εἶναι ὁ «τετυφωμένος». Εἶναι ἕνα
ψέμα. Εἶναι ἀπάτη. Τίποτε περισ-σότερο. Καί μόνο κακό
κάνουν οἱ
ἀλαζόνες
αὐτοί ἄνθρωποι. Καί ἀλλοίμονο ἄν
κατέ-χουν μεγάλες θέσεις στήν κοινωνία. Τότε ἡ
ζημιά πού προκαλοῦν, τό
κακό πού κάνουν, εἶναι
μεγάλο. Καί ἔχει
κοινωνικές, ἐθνικές
καί ἐκκλησιαστικές
διαστάσεις.
* Οἱ «τετυφωμένοι» ἔχουν καί τοῦτο
τό γνώρισμα. Δέν ἀκοῦν κανενός τή γνώμη. Δέν δέχονται καμιά
συμβουλή. Κι αὐτό
συμ-βαίνει γιατί αὐτοί τά
ξέρουν ὅλα. Εἶναι, ὅπως
τό λέμε λαϊκά, «ξερόλες» ἤ «ἐξυπνά-κηδες». Μέ τό φρόνημα αὐτό οἱ
«τετυφω-μένοι» ἀποκόπτονται
ἀπό τήν
κοινωνία. Καί προκαλοῦν ἀναπόφευκτα τήν ἀποδοκι-μασία καί τήν ἀποστροφή κι αὐτῶν
ἀκόμη τῶν φίλων καί συνεργατῶν τους. Ἄλλωστε
εἶναι
γνωστό ὅτι τόν ἀλαζόνα ἄνθρωπο
κα-νείς δέν τόν συμπαθεῖ. Κι ὅμως δυό ἄνθρω-ποι
σκέπτοναι καλύτερα ἀπό τόν ἕνα. Καί τρεῖς
ἐπίσης
σκέπτοναι καλύτερα ἀπό τούς
δύο. Ἀλλά αὐτό εἶναι
γνώρισμα τῶν
τα-πεινῶν ἀνθρώπων.
* Καί
ἕνα
παράδειγμα. Στήν παραβολή τοῦ ἄφρονα
πλουσίου τοῦ Εὐαγγελίου βλέ-πουμε ἕναν κλασικό «τετυφωμένο» ἄνθρωπο. Εἶναι
ὁ
ἀνώνυμος
πλούσιος, τόν ὁποῖο ὁ
Χριστός στήν παραβολή χαρακτηρί-ζει ἄφρονα.
Ἄμυαλο. Ἀνόητο. Προσέξτε πῶς φέρεται. Προβληματισμένος ποῦ θά συνάξει τά πλούσια γεννήματα, πού ἀπέδω-σαν τά χωράφια του, μονολογεῖ καί λέει: «Τί ποιήσω;». Τί νά κάνω;
Μόνος του ἀντι-μετωπίζει
τό πρόβλημα. Δέν συμβουλεύε-ται κανένα συνάνθρωπο, φίλο ἤ συγγενή του. Δέν θέλει νά συμβουλευθεῖ. Καί βρί-σκοντας τή λύση μόνος λέγει
στόν ἑαυτό
του: «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά
κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου,
φάγε, πίε, εὐφραί-νου»
(Λουκ. 12, 16-21). Μόνος του ὁρίζει
τά χρόνια τῆς ζωῆς του. Καί αὐτά θά εἶναι
πολλά! Λάθος του αὐτό.
Γιατί τήν ἴδια
νύ-χτα οἱ δαίμονες
πῆραν τήν
ψυχή του, γιά νά τή μεταφέρουν ἐκεῖ πού τοῦ
ταίριαζε.
Ποιό
τό τέλος τῶν «τετυφωμένων»;
Τό εἶπε ὁ
Κύριος μέ τήν παραβολή πού ἀναφέραμε:
Ὅπως σ’
αὐτήν ἐδῶ
τή ζωή, τήν ἐπίγεια
ζωή, ζοῦν
μακριά ἀπό τό
Θεό, τό ἴδιο θά
συμβεῖ καί
στήν οὐράνια.
Καί ἐκεῖ θά ζοῦν
μακριά ἀπό τό
Θεό, ἀφοῦ ἡ
ζωή δέν διακόπτεται μέ τό θάνατο τοῦ
σώ-ματος, ἀλλά ὡς ψυχή ἀθάνατη
ἐξακολου-θεῖ νά ζεῖ
αἰώνια.
Κι αὐτό εἶναι τό πικρό «κέρδος» τους. Μιά ζωή
φρίκης. Ἀνυπόφο-ρη.
Ἐκεῖ πού ζοῦν
οἱ
δαίμονες. Γι’ αὐτό καί
τίς ψυχές τῶν
«τετυφωμένων» δέν τίς παίρνουν οἱ ἄγγελοι,
ἀλλά οἱ δαίμονες, τό θέλημα τῶν ὁποίων
ἔκαναν
στήν ἐπίγεια
ζωή τους. Οἱ
ἄγγελοι
παίρνουν τίς ψυχές μόνο τῶν
ταπεινῶν ἀνθρώπων. Τῶν
ἀνθρώπων
πού βίωσαν σέ ὅλη τους
τή ζωή καί σέ ὅλο του
τό μεγαλεῖο τό
ταπεινό φρό-νημα. Ἄλλωστε ὁ παράδεισος εἶναι ἡ
πολι-τεία μόνο τῶν
ταπεινῶν ψυχῶν.
Ἀδελφοί,
Μέσα σέ μιά
κοινωνία «τετυφωμένων» ἀνθρώπων,
πού ἀποτελεῖ κι αὐτή
γνώρι-σμα τῶν ἔσχατων ἡμερῶν πού ἤδη
βιώνου-με, ἡμεῖς ἄς
ταυτισθοῦμε μέ
τή ζωή τοῦ
Ἰη-σοῦ, ὁ ὁποῖος ὄχι
μόνο κήρυξε τό μεγαλεῖο
τῆς
ταπεινοφροσύνης, ἀλλά καί
τό βίωσε σέ ὅλες του
τίς διαστάσεις. Κρυστάλλινη ἡ
μαρτυρία του: «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι...
τα-πεινός εἰμι τῇ καρδίᾳ»
(Ματθ. 11, 29). Ἡ
ταπεινοφροσύνη νά εἶναι τό
δικό μας γνώ-ρισμα. Ἔτσι, ὅπως ἦταν
γνώρισμα τῆς
Πα-ναγίας μας, ἡ
ὁποία ὁμολόγησε καί εἶπε: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον... ὅτι ἐπέβλεψεν
ἐπί τήν
ταπείνωσιν τῆς
δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. 1, 48). Ἔτσι, πάλι, ὅπως
ἦταν
γνώρισμα καί τοῦ
Ἀπ.
Παύλου, ὁ ὁποῖος
διακονοῦσε τό
λόγο τοῦ Θεοῦ σέ ὅλο
τόν κόσμο «μετά πάσης ταπεινοφροσύ-νης...» (Πράξ. 20, 19). Καί ἔτσι πάλι, τό ἴδιο, ὅπως
ἦταν
γνώρισμα ὅλων τῶν Ἀποστό-λων,
τῶν
Μαρτύρων καί τῶν Ἁγίων τῆς
Ἁγίας
καί Ἀποστολικῆς μας Ἐκκλησίας.
Ναί, ἀδελφοί. Τήν ταπεινοφροσύνη νά ντυθοῦμε σάν ἄλλο
λευκό ἔνδυμα. Ἔτσι ὅπως
μᾶς
συνιστᾶ
ὁ
μεγάλος Ἀπόστολος
τοῦ Χριστοῦ: «Ἐνδύσασθε...
ταπεινοφροσύ-νην...» (Κολασ. 3, 12). Καί ἔτσι,
ὅπως τό ἴδιο μᾶς
συνιστᾶ καί ὁ κορυφαῖος
Ἀπ.
Πέτρος: «...πάντες ἀλλήλοις
ὑποτασσόμενοι
τήν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε»
(Α΄ Πέ-τρ. 5, 5). Ὑποτασσόμενοι
μεταξύ σας ὁ
ἕνας
στόν ἄλλο
φορέστε σάν ἔνδυμα
τήν ταπει-νοφροσύνη, κουμπωθεῖτε
την καί δέστε την καλά ἐπάνω
σας. Γιατί, Ἀπόστολε,
νά τό κάνουμε αὐτό;
Γιατί ὁ Θεός «ὑπερηφά-νοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χά-ριν». Γιατί ὁ Θεός ἀντιστρατεύεται
τούς ὑπερήφανους,
ἐνῶ στούς ταπεινούς δίνει
τή
χάρη του.
Ἀρχιμ. Γ. Ι. Ρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά