Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεντηκοστάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεντηκοστάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2016

Λόγος εἰς τὴν Κυριακὴν τοῦ Παραλύτου τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Πατμίου

Ὁ ἄνθρωπος κλίνει φυσικὰ στό νά λυπῆται καὶ νά πονᾶ στίς δυστυχίες καὶ συμφορὲς τῶν ἄλλων. Ἴσως ἐπειδὴ εἶναι κοινὲς ἢ ἐπειδὴ ὅλοι εἴμεθα ἀπὸ τὸ ἴδιο φύραμα, ἢ ἐπειδὴ δεν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπός «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα». Δέν εἶναι βέβαιος ὅτι ἀργότερα δέν θὰ φυτρώσουν στόν ἴδιον οἱ ἄκανθες τῶν πόνων τίς ὁποῖες βλέπει σὲ ἄλλους. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους δικαίως σύρεται κανεὶς σὲ συμπαθῆ διάθεση, ὅταν θεωρεῖ τίς ἀσθένειες καὶ τοὺς πόνους τῶν συνανθρώπων του. Ποῖος, λοιπόν, θὰ ἤταν τόσο σκληρὸς στήν καρδία, τόσο θηριογνώμων στήν διάθεση ὥστε να μὴ συλλυπηθεῖ καὶ νά μὴ συμπονέση σήμερα, ἀκούγοντας ἀπὸ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον τοὺς πολλοὺς ἐκείνους χρόνους, τοὺς ὁποίους ἐπέρασεν ὁ σημερινὸς παράλυτος κατάκοιτος,
σὰν ἀναίσθητος λίθος, ἐπάνω σὲ ἕνα κρεββάτι; Ποίου ἡ ψυχὴ δέν θὰ πονοῦσε ἀκούγοντάς πῶς αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος ἤταν ὄχι μόνον παράλυτος ἀλλὰ καὶ εὑρίσκετο σὲ ἐσχάτην πτωχεία, καὶ γι’ αὐτὸ ἤταν ἔρημος ἀπὸ φίλους, γυμνὸς ἀπὸ συγγενεῖς; Ποῖος νά μὴ συλλυπηθεῖ, ὅταν συλλογισθὴ ὄχι μόνον τοὺς πόνους πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ βαρυτάτη ἀσθένεια τῆς παραλυσίας, ἀλλὰ ἀκόμη τὴν λύπη καὶ τὸ παράπονο πού ᾐσθάνετο ὅταν ἔβλεπε τὸν Ἄγγελο νά ταράσσει τὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας, νά ἰατρεύεται ἄλλος καὶ νά φεύγει, καὶ ὁ ἴδιος να κείτεται πάντοτε ἐκεῖ; Μοῦ φαίνεται, λοιπόν, πὼς ὅσοι χρόνοι ἐπερνούσαν καὶ ὅσοι ἀσθενεῖς ἰατρεύοντο, τόσες πληγὲς ἐδέχετο ὁ δυστυχισμένος αὐτὸς παράλυτος, συλλογιζόμενος πῶς οἱ ἄλλοι ὅλοι εἶχαν συγγενεῖς καὶ φίλους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐβοηθούσαν στήν θεραπείαν τους, ἐνῶ γι’ αὐτὸν δέν εὑρέθη ποτὲ σὲ τόσους χρόνους οὔτε φίλος οὔτε συγγενὴς νά τὸν βοηθήσῃ γιά νά ἰατρευθεῖ. Ποῖος, λοιπόν, εἶναί πού θὰ συλλογισθεῖ τὴν ἐσχάτην αὐτὴν πτωχεία τοῦ παραλύτου καὶ δέν θὰ λυπηθεῖ μαζὶ του; Καὶ καθὼς δεν ὑπάρχει κανείς πού νά μὴν παρακινηθεῖ σὲ συμπάθεια ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐσχάτη δυστυχία τοῦ παραλύτου, ὁμοίως δέν εὑρίσκεται κανείς πού νά μὴν ἀγανακτήσει καὶ να μὴν παρασυρθεῖ σὲ θυμὸν καὶ ὀργὴν ὅταν ἴδῃ ὅτι κάποιος ἄλλος παρόμοιος παράλυτος, ἔχοντας ἄνθρωπόν πού στέκεται πάντοτε πρόθυμος, ἕτοιμος νά τοῦ δώσει τὴν θεραπείαν, αὐτὸς παρακινημένος ἀπὸ τὴν ἰδικὴν του ἐθελοκακίαν καὶ ἀγνωσίαν, ἀναβάλλει τὸν χρόνον τῆς θεραπείας του, ἠμπορεῖ καὶ δεν θέλει νά σηκωθεῖ μέσα ἀπὸ τὸν τάφον ἐκεῖνον τῆς ἀσθενείας; Τοιοῦτον παράλυτον, τοιοῦτον ἀσθενή, ποῖος θὰ τὸν ἀκούσῃ καὶ δέν θὰ ἀγανακτήσῃ; Ποῖος θὰ τὸν ἴδη καὶ δέν θὰ ὀργισθεῖ ἐναντίον του; Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νά εὑρεθεῖ, θά μοῦ εἴπη κάποιος, τοιοῦτος ἀνόητος ἀσθενής, τοιοῦτος ἀναίσθητος παράλυτος, ποῦ νά ἀποστρέφεται τὸν ἰατρὸν του; Νά μὴ θέλῃ τὴν ὑγείαν του, ἀλλὰ νά προτιμᾶ νά εἶναι λεπρωμένος παρὰ καθαρός, νά εἶναι συζώντανος ἐνταφιασμένος μέσα στούς πόνους, μέσα στήν δυσωδία τῆς ἀσθενείας; Ναί, εἶναι πολλοί. Τόσοι, ὅσοι καὶ οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι μένουν κατάκοιτοι, παράλυτοι, ἀκίνητοι στήν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὅλους αὐτοὺς εἰκονίζει ὁ παράλυτος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστρέφεται τὸν ἰατρὸν του, ἐκεῖνος πού εἶχε ἄνθρωπον, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά τὸν ἰατρεύση σὲ μία στιγμή, χωρὶς νά χρειάζεται ἄγγελο νά ταράξῃ τὸ ὕδωρ μίαν φορὰ τὸν χρόνο, ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος», καὶ μάλιστα ἔχει στήσει πολλὲς φορὲς κολυμβῆθρες ἐμπρὸς στούς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ὅσα μυστήρια, ὅσοι σταλαγμοὶ δακρύων τῆς μετανοίας, τόσες καὶ οἱ θεραπευτικὲς ἀναταραχές. Ὄσες στιγμὲς ἔχει ἡ ὥρα, τόσες φορὲς καὶ ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος εἶναι ἕτοιμος να δώσῃ τὴν συγχωρήση γιά νά ἰατρεύση τὴν λέπραν τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅμως ὁ ἁμαρτωλός, ὁ πνευματικὼς παράλυτος, σφαλίζει τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ να μὴν ἴδῃ τὸν ἰατρόν, προτιμᾶ νά εἶναι νεκρός, κατάκοιτος στήν ἁμαρτία παρὰ ζωντανὸς στήν ἀρετή.
   Ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὴ ἡ ἐσχάτη ἀναισθησία; Ἀπὸ ποῦ αὐτὴ ἡ ἀξιοδάκρυτος καταδίκη στόν ἁμαρτωλόν; Ἀπὸ τὴν πονηρὰν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὴ εἶναι πού ἔχει δεμένον τὸν ἁμαρτωλὸ στό κρεβάτι τῆς ἀναισθησίας, αὐτὴ εἶναι πού τὸν παρακινεῖ νά προτιμήσει τὸν θάνατον ἀπὸ τὴν ζωήν. Καὶ γιά νά βεβαιωθεῖς πῶς εἶναι τόσο δυνατὴ αὐτὴ ἡ συνήθεια, πρόσεχε: Ἐκεῖνός πού ἔχει ἀνοικτες τίς ἀκοὲς του στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ δέχεται μὲ τόσην προθυμία τὰ κηρυττόμενα, ὡσὰν ἐπιστολές πού τοῦ στέλλει ὁ Οὐράνιός του Πατήρ, εὔκολα ἀντιλαμβάνεταί πῶς ὁ σημερινὸς παράλυτος παριστάνει μίαν εἰκόνα ἐκείνου πού εἶναι δεμένος ἀπὸ τὴν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας. Διότι καθὼς ἡ παράλυσις, ἐπειδὴ διαλύει τὰ νεῦρα τοῦ σώματος, κάμνει τὸ σῶμα νεκρὸν καὶ ἀκίνητον, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, κόπτει τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς καὶ γι’ αὐτὸ τὴν κάμνει ἀκίνητον σὲ κάθε ἐργασία τῆς ἀρετῆς, στήν ὁποίαν δέν ἔχει δύναμιν ἡ ψυχὴ ν’ ἀνέβη, ἐπειδὴ σύρεται πάντοτε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων. Ὅθεν καὶ ὁ μέγας Βασίλειος γράφει: «ἡ συνήθειά πού ἐπαγιώθη, μὲ τὴν πάροδο μακροῦ χρόνου, λαμβάνει ἰσχὺν φύσεως. Γι’ αὐτὸ δέν εἶναι μικρὸς ὁ πόλεμος να νικήσῃ κάποιος τὴν συνήθεια». Ἂς κοπιάση ὅσον θέλει, ἂς προσπαθήση ὁποῖος θέλει μὲ ὅ,τι τρόπον ἠμπορεὶ νά κόψει ἔνα φυσικὸν ἰδίωμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἂς εἰποῦμεν τὸ γελαστικὸν ἢ τὸ ἐπιθυμητικόν. Ματαίως κοπιάζει. Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ὅταν γηράση, μεταβάλλεται σὲ φύσιν, ἀποκτᾷ ἰδιότητες φυσικῆς δυνάμεως. Καὶ βεβαίως, ὁ μέγας Πατήρ πού ἀναφέραμε δικαίως λέγει ὅτι δέν εἶναι μικρὸς ὁ πόλεμος νά νικήσει κάποιος τὴν παλαιὰν συνήθεια. Τρισόλβιος λοιπὸν καὶ ἄξιος πολλῶν ἐγκωμίων ὁποῖος, πρὶν νά γηράσει ἡ ἁμαρτία, τῆς κόπτει τὰ νεῦρα καὶ πρὶν τὸν νεκρώση αὐτή, τὴν θανατώνει. Καθὼς σὲ ἕνα καινουργίον ἀγγεῖον, ὅ,τι βαλεῖς στήν ἀρχὴ καὶ τὸ ἀφήσεις νά πολυκαιρίση, παίρνει ἐκείνου τὴν ὀσμή, εἴτε καλή εἶναι εἴτε κακή, καὶ ὕστερα ὅσον καὶ ἂν πλύνης ἐκεῖνο τὸ ἀγγεῖον, δέν ἠμπορεῖς μὲ τίποτε να ἀφαιρέσης ἐκείνην τὴν εὐωδίαν ἢ δυσωδίαν, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅταν πολυκαιρίση στήν καρδία, ὅταν γίνη συνήθεια, δύσκολα πλέον ἢ παντελῶς δέν χωρίζεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ ὅσον πολυκαιρίζει τόσον ῥιζώνει ἡ συνήθεια τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ὅθεν ἐπαινῶ ἐκεῖνον τὸν σοφόν, ὁποῖος καὶ ἂν εἶναι, ὁ ὁποῖος θέλοντας να φανερώση τὸ πλάτος καὶ βάθος τῆς πονηρὰς συνηθείας, τῆς ἔδιδε τοιοῦτον σύμβολον. Ἐζωγράφιζεν ὡς ἱερογλυφικὸν ἔνα σπήλαιον ὑπόγειον μὲ τὴν ἐπιγραφήν: «τὸ εὖρος τόσον, ὅσον καὶ τὸ βάθος». Θέλοντας μὲ τοῦτο να φανερώση ὅτι ἡ πονηρὰ συνήθεια αὐξάνοντας κάθε ἡμέρα μὲ τὸ γάλα τῆς κακίας καὶ τῆς πονηρίας, ὅσον πολυχρόνιον πάθος εἶναι, τόσο εἶναι καὶ χειρότερον. Διότι καθὼς καὶ τὰ ἄλλα πράγματα ἀρχίζουν ἀπὸ μικρὰ καὶ αὐξανοῦν μὲ τὴν πολυκαιρίαν, μὲ ἀνάλογον τρόπον καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας φθάνει μὲ τὴν πολυκαιρία σὲ τόσην αὐξήσῃ, ὥστε γίνεται ἀκατανίκητος. Γράφει μὲ πολὺν πόνο στο χρυσὸν βιβλίον τῶν Ἐξομολογήσεών του ὁ μέγας Αὐγουστίνος: ἀνεστέναζα δεμένος. Ἀπὸ ποῖον ὢ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Ὄχι ἀπὸ ἄλλον, λέγει, ὄχι ἀπὸ ξένην ἁλυσίδα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδικήν μου σιδηρᾶν συνήθεια, ἡ ἰδική μου θέλησις ἤταν ὁ τύραννος. Ἡ ἄρρηκτος ἅλυσις ἤταν ἡ συνήθεια, ἡ ὁποία μὲ ἔδεσε τόσον που μὲ ἔφερε σὲ ἀκολασίαν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, μὴν ἠμπορώντας να ἀποκόψω, ἔγινεν ἀνάγκη, καὶ ἡ ἀνάγκη κατέληξε να γίνη φύσις. Ὅθεν μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ φωνάζει: κανεὶς δεν ἠμπορεὶ να καταλάβῃ πόσην δυσκολίαν ἔχει, πόσον πόνον, πόσον πόλεμον, τὸ να ἀποκόψῃ κάποιος μίαν παλαιὰν συνήθεια, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτόν που ἔχει ἀγωνισθεῖ. Για ποῖον λόγον ὅμως, ἐξήγησε μας καθαρώτερα, διδάσκαλε τῆς οἰκουμένης; Διότι, λέγει, ὁ πονηρὸς λογισμὸς γεννᾷ ἡδονήν, ἀπὸ αὐτὴν πάλι γεννᾶται ἡ συγκατάθεσις, καὶ ἀπὸ τὴν συγκατάθεσιν ἡ πρᾶξις, καὶ ἀπὸ τὴν πρᾶξιν ἡ συνήθεια, καὶ ἀπὸ τὴν συνήθεια γεννᾶται ἡ ἀνάγκη, καὶ αὐτὴν ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος. Ὅθεν δεν σφάλλεις ἂν παρομοιάσης τὸν ἁμαρτωλὸν ἐκεῖνόν πού ἄφησε τὴν ἁμαρτία νά γίνη στήν ψυχὴ του συνήθεια, δέν σφάλλεις λέγω, ἐὰν τὸν παρομοιάσης μὲ κάποιόν πού ἔπεσε στα χέρια ἑνὸς ἀσπλάχνου καὶ ἀνελεήμονος τυράννου, τὸν ὁποῖον, θέλοντας ἐκεῖνος ὁ τύραννος να θανατώσει, τὸν ἔκλεισε σὲ μία σκοτεινὴν φυλακήν, χωρὶς νά τὸν κλειδώση. Πλὴν ὅμως ἔχασε τὴν πόρτα καὶ δέν εὑρίσκει ἀπό πού νά ἐξέλθει. Ὅθεν τριγυρίζοντας ἀποθνῄσκει ἐκεῖ μέσα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σ’ ἐκεῖνον για τὸν ὁποῖον ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει συνήθεια. Αἰσθάνεταί πῶς εὑρίσκεται σὲ μία σκοτεινὴ φυλακὴ καὶ τριγυρίζει νά εὔρη τὴν πόρταν, πλὴν ὅμως τὴν ἔχει κλεισμένην ἡ πονηρὰ συνήθεια. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀναβάλλει συνεχῶς νά εὔρη τὴν πόρτα τῆς ἐλευθερίας, εὑρίσκει τὸν θάνατον τῆς παντελοῦς ἀπωλείας, καθὼς ἔχει γραφή: «συνήθειαν λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία, ἕλκει εἰς παντελῆ ἀπώλειαν».
  Τὸ πρῶτον πού χρειάζεται γιά νά κόψει τίς ῥίζες καὶ τὰ νεῦρα μιᾶς πονηρὰς συνηθείας, δέν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι πού ἀχρόνως καὶ ἀκόπως θεραπεύει αὐτὸ τὸ ἀνιάτον πάθος, ὅπως κηρύττει ὁ σημερινὸς παράλυτος μὲ τὸν κράββατο στόν ὦμο. Αὐτὴ ὅμως ἡ παντοδυναμία δεν ἐνεργεῖ μόνη της. Ὄχι πῶς δέν ἠμπορεῖ, οὔτε πῶς δέν θέλει, ἀλλὰ γιά νά μὴν ἀναιρέση ἐκεῖνο πού ἐχάρισεν ἅπαξ διὰ παντὸς στόν ἄνθρωπο, τὸ προαιρετικόν. Χρειάζεται λοιπὸν πολλὰ ἡ παντοδυναμία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ γιά νά ἐνεργήση σ’ ἐμᾶς: τὴν ἀποχὴν τοῦ κακοῦ, τὸ μῖσος κατὰ τῆς ἁμαρτίας, τὴν συντριβὴν τῆς καρδίας, τὴν ἰκανοποίησιν, τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας καὶ ἀληθινῆς ἐξομολογήσεως. Καὶ μαζὶ μὲ ὅλα αὐτά, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν θελήσῃ τοῦ ἀνθρώπου να κλίνη τὸν αὐχένα, καὶ μὲ θερμὰ δάκρυα να ζῆτα τὴν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού λέγω γίνεται φανερὸν ἀπὸ τὸν σημερινὸν παράλυτον. Ἐγνώριζεν ὁ καρδιογνώστης μας Χριστὸς καὶ τοὺς πολλοὺς χρόνους πού τὸν εἶχεν ἡ ἀσθένεια δεμένον στόν κράββατον ἐπάνω, ἐγνώριζεν ἐπίσης καὶ τοὺς πόνους καὶ τὴν ταλαιπωρίαν τὴν πολλήν πού ὑπέμεινε. Δέν ἁγνοοῦσε οὔτε τὴν ἐπιθυμίαν πού εἶχεν ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος νά ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, οὔτε τὴν ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, οὔτε τὴν ἐρημία τῶν φίλων καὶ τῶν συγγενῶν. Παρ’ ὅλα ταῦτα ὅμως τὸν ἐρωτᾷ: «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» γιά νά τοῦ δώσῃ ἀφορμὴ νά τὸν ὁμολογήσῃ Κύριον καὶ Παντοδύναμον, καὶ μαζὶ μὲ τὴν ὁμολογία νά ζητήσει καὶ τὴν θεραπείαν του. Ἀλλὰ γιά νά δώσει καὶ σ’ ἐσέ, ἄνθρωπε, νά καταλάβεις πόσην δύναμη ἔχει ἡ πονηρὰ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά χρειάζεται τὴν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ γιά νά τὴν κόψῃ.
   Λοιπόν, ἐσὺ ταλαίπωρε ἄνθρωπε, τὸ ὑποφέρεις γιά μίαν κακὴν συνήθεια νά χάσεις τὴν οὐράνιο Βασιλείαν; Εἶναι τοῦτο ἔργο ψυχῆς λογικῆς, νά πωλεῖ γιά τόσο λίγο, γιά μίαν πρόσκαιρον ἡδονήν, τὴν δόξαν, τὴν παρρησίαν, τὴν ἀγάπην τῆς τρισυποστάτου Θεότητος; Εἶναι τοῦτο ἔργον φρονίμου ἀνδρός, νά ἀφήσῃ τὴν συντροφίαν τῶν Ἀγγέλων, τὴν συνοδείαν τῶν Ἀποστόλων, τὴν χαρὰν τῶν Προφητῶν, τὶς σκηνὲς τῶν δικαίων, γιά μίαν συνήθειαν κακὴν καὶ διεστραμμένην; Μή, παρακαλῶ, ἂς μὴν εὑρεθῇ κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς τόσον ἀνόητος, ἀλλὰ ὅλοι,  ἂς κόψωμε κάθε πονηρὰν συνήθεια, γιά νά ἀξιωθουμε τῶν ἐπηγγελμένων ἡμῖν ἀγαθῶν, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὢ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις σὺν τῷ ἀνάρχῳ Αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ Ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

'Πειρατήριον εστίν ο βίος του ανθρώπου'' Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ

Ερμηνεύοντας ο Άγιος Κύριλλος, πατριάρχης Ιεροσολύμων την θεραπεία του παραλυτικού της Βηθεσδά, εκτός των άλλων μας αναφέρει και τα εξής: "Ο Χριστός είδε κάποιον κατάκοιτο και ταλαιπωρημένο από τη βαριά του αρρώστια. Διότι είχε μεγάλο βάρος αμαρτιών και πόνο μακροχρόνιας αρρώστιας. Σε αυτόν απευθύνει το ποθητό ερώτημα: "θέλεις να θεραπευθείς;" (Ιω ε΄,7)".


Και δεν είπε τίποτα άλλο, παρά άφησε την ερώτηση στη μέση, διότι η ερώτησή Του ήταν διπλή.

Επειδή ο παραλυτικός δεν ήταν μόνο σωματικά άρρωστος, αλλά και ψυχικά (σύμφωνα με αυτό που του είπε μετά: "Βλέπεις, έχεις γίνει καλά. Από ΄δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο" (Ιω ε΄,14), γι' αυτό τον ρώτησε: "θέλεις να θεραπευθείς;"

Τι μεγάλη που είναι η δύναμη του Γιατρού, που βάζει ως προϋπόθεση της βοήθειάς Του, τη θέληση του αρρώστου!

Διότι, επειδή η σωτηρία προέρχεται από την πίστη, γι΄αυτό ο παραλυτικός άκουσε το "θέλεις", ώστε η θέληση να φέρει τη θεραπεία.

Αυτόν τον λόγο μπορούσε να πει μόνο ο Ιησούς, και όχι οι αισθητοί αρχίατροι. Διότι, αυτοί που θεραπεύουν τα αισθητά νοσήματα, δεν μπορούν να λένε σε όλους: ''Θέλεις να γίνεις καλά;'' Όμως ο Ιησούς και τη θέληση χορηγεί και την πίστη δέχεται και χαρίζει τη δωρεά χωρίς αμοιβή.

1. Ο πόνος λοιπόν της ασθενείας μαζί συγχρόνως με την εγκατάλειψη από τους ανθρώπους ήταν ο σύντροφος του ανθρώπου της προβατικής κολυμβήθρας.

Ο πόνος που το φαινόμενό του είναι πανανθρώπινο και βρίσκεται συγχρόνως σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

Μέσα από αυτό το καμίνι της δοκιμασίας περνούν πλούσιοι και φτωχοί, σοφοί και αγράμματοι. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Χριστού "εν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον" (Ιω ιστ΄,33)

Τον ονόμασαν σκληρό δυνάστη

Τον διακρίνουμε σε σωματικό πόνο που ταλαιπωρεί το σώμα από την παρουσία της ασθενείας ή από τις διάφορες στερήσεις.

Σε συναισθηματικό πόνο ο οποίος έχει σαν βάση τις διάφορες τραγικότητες στην κοιλάδα αυτή του κλαυθμώνος, παραδείγματος χάριν η παρουσία του θανάτου προσφιλών μας προσώπων, η χηρεία, η ορφάνια και τόσα άλλα τα οποία ο καθένας από εμάς μπορεί να προσθέσει στην καθημερινή του ζωή.

Ο πόνος με τις διάφορες παραλλαγές του αφού δεν μπορούμε απόλυτα να κάνουμε διαχωρισμό, αποτελεί από την ημέρα της πτώσεως των πρωτοπλάστων τον μόνιμο σύντροφο της ζωής του. Γιαυτό και από το στόμα του πολλές φορές βγαίνει ένα γιατί:

Γιατί σε εμένα.....

Γιατί τόσος πόνος.....

Γιατί τόσα δάκρυα στη ζωή μου....

2. Οι θεοφόροι πατέρες της Εκκλησίας μέσα από τη δική τους εμπειρία από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην κεκκαθαρμένη καρδία τους μας αναφέρουν:

Για την παιδεία του Θεού, για το παιδαγωγικό του πόνου που γίνεται φάρμακο πολλές φορές της αρρωστημένης από την αμαρτία ψυχής μας.

Έτσι από την παρουσία του πολλές φορές διαπιστώνουμε την ματαιότητα των εγκοσμίων, καταφεύγουμε στην αγάπη του Θεού, ζητούμε το έλεός Του και την θαυμαστή Του παρουσία, αφήνουμε την ζωή της αμαρτίας και διά της μετανοίας οδηγούμεθα στην Χάρη του Θεού.

Γιαυτό και ο προφητάναξ Δαυίδ στον 76ο ψαλμό απευθυνόμενος στον Θεό εν καιρώ θλίψεως λέγει: "εν ημέρα θλίψεώς μου τον Θεόν εξεζήτησα, ταις χερσί μου νυκτός εναντίον αυτού, και ουκ ηπατήθην. απηνήνατο παρακληθήναι η ψυχή μου. εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην. ηδολέσχησα, και ωλιγοψύχησε το πνεύμα μου".

3. Ο πόνος, μας υπενθυμίζουν ‘τα πάγχρυσα στόματα του λόγου’, μας προάγει στην πνευματική ζωή και συντελεί στον αγιασμό μας. "Έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζώμενος" είναι η πατερική εμπειρία.

Μέσα από τους πειρασμούς και τις δυσκολίες αυτής της ζωής αποκτούμε την αρετή της υπομονής και της ανδρείας, οι οποίες μας προάγουν στην αγιότητα.

Αυτό τον πόνο δοκίμασε ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού "ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού" (πρβλ. Α΄ Πέτρ. β΄,21). Αυτόν δοκίμασαν οι άγιοι μάρτυρες.

Αγκαλιά με αυτόν έζησαν οι θεοφόροι πατέρες της Εκκλησίας και όλοι οι άγιοι της πίστεώς μας. Γι΄ αυτό έχει λεχθεί χαρακτηριστικά ότι ο πόνος και οι πειρασμοί τους οποίους αντιμετωπίζουμε μοιάζουν με τους ανέμους που αναγκάζουν το δέντρο να ρίξει βαθύτερες ρίζες στη γη.

Ό,τι είναι η σμίλη ενός γλύπτη, ό,τι είναι το νυστέρι του χειρουργού, ό,τι είναι το κλαδευτήρι του αμπελουργού είναι και ο πόνος για τον κάθε άνθρωπο.

4. Ο απόστολος Παύλος, ο στρατηγός της Εκκλησίας, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, μας δίνει μέσα από την δική του πολυκύμαντη ζωή με την άφθονη παρουσία του πόνου, των πειρασμών και των δοκιμασιών την δική του διάσταση.

Ο πόνος μας βοηθάει στο να αποκτήσουμε το πνεύμα της ταπεινώσεως.

"Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη, ίνα μη υπεραίρωμαι. Υπέρ τούτου τρις τον Κύριον παρεκάλεσα ἰνα αποστή απ΄ εμού. και είρηκέ μοι. αρκεί σοι η χάρις μου. η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται’ (Β΄ Κορ. ιβ΄, 7).

Είναι ένα διδασκαλείο θα λέγαμε στη γλώσσα μας που μας ενισχύει στο να αποκτήσουμε την αρετή της ταπεινώσεως, ώστε στο χώρο της καρδιάς μας να υπάρχει η Χάρις του Θεού.

Και όπως ένας αθλητής μέσα σε ένα στάδιο κοπιάζει και τρέχει και ιδρώνει, πέφτει και ανίσταται προκειμένου να φθάσει κάποια στιγμή στο τέρμα και να πάρει το βραβείο της νίκης, έτσι και εμείς σε αυτή τη ζωή, απέναντι στις μικρότητες, στα πάθη, στην φιλαυτία και τον εγωϊσμό, εμφανίζεται ο πόνος για να μην υπερφρονούμε "παρ΄ ο δει φρονείν" (Ρωμ. ιβ΄, 3) κατά την Παύλειο αποκάλυψη.

Όταν επιτρέψει ο Θεός τον πόνο, όταν βρεθούμε στην αγριαίνουσα θάλασσα των πειρασμών, όταν τα κύμματα αυτής της ζωής υψώνονται πελώρια και είναι έτοιμα να καταποντήσουν το πλοιάριο της υπάρξεώς μας, τότε θα πρέπει να έχουμε σαν συνοδοιπόρο, αφενός μεν την πίστη στον Κύριο των Δυνάμεων και αφετέρου την βεβαιότητα της αγάπης Του και της ζωντανής παρουσίας Του.

Θα πρέπει να θυμόμαστε τον λόγο Του "ιδού εγώ μεθ΄ υμών ειμί, πάσας τας ημέρας" (Ματθ. κη΄, 20). Και η προσευχή μας θα πρέπει να είναι όπως του αποστόλου Πέτρου: "Κύριε σώσόν με" (Ματθ. ιδ΄, 30’).

Έτσι θα απολαμβάνουμε την θεία παράκληση και θα ακούμε την γλυκιά φωνή του Χριστού "θέλεις υγιής γενέσθαι;"

Γιατί "Ιησούς και το θέλειν χαρίζεται, και το πιστεύειν λαμβάνει, και την δωρεάν αμισθί χαρίζεται" (Ομιλία εις τον παραλυτικόν τον επί την κολυμβήθραν, Αγ.Κυρίλλου Ιεροσολύμων, κεφ. δ΄).


Κυριακή τού Παραλύτου (Ιω. 5,1-15) Του Μιχαήλ Χούλη Θεολόγου


Κοντά στην προβατική πύλη του φρουρίου των Ιεροσολύμων, απ’ όπου οδηγούσαν τα πρόβατα για τις θυσίες, υπήρχε (και σώζεται μέχρι σήμερα) μια δεξαμενή που στα Εβραϊκά λέγεται Βηθεσδά, δηλαδή «σπίτι αγάπης» ή «οίκος ευσπλαχνίας» και είχε πέντε στοές (υπόστεγα με καμάρες). Σ’ αυτές κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό. Γιατί κάπου-κάπου ένας άγγελος κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε το νερό. Ο πρώτος λοιπόν που έμπαινε μετά την ταραχή του νερού γινόταν καλά, απ’ οποιαδήποτε αρρώστια και αν υπέφερε. Δεν επρόκειτο δηλαδή για ιαματικά λουτρά, αλλά για ευεργεσία και έλεος από το Θεό, αφού μόνο ο πρώτος κάθε φορά εισερχόμενος θεραπευόταν και μάλιστα από κάθε ασθένεια.


Εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος που υπέφερε 38 χρόνια απ’ την ασθένειά του. Δηλαδή όλοι τον γνώριζαν, ήξεραν την πάθησή του και πόσο ταλαιπωρημένος ήταν. Επομένως και η θεραπεία του από τον Χριστό, που θα φανεί στη συνέχεια, δεν ήταν παρά ένα ακόμη θαύμα από την πηγή της Χάριτος, τον Θεάνθρωπο Κύριο.  Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, και ξέροντας ότι πολύ καιρό ήδη βρισκόταν εκεί, του λέει: «Θέλεις να γίνεις καλά;». Του απάντησε ο άρρωστος: «Κύριε, δεν έχω κανέναν άνθρωπο για να με βάλει στη δεξαμενή, όταν ταραχθεί το νερό. ενώ δε εγώ πλησιάζω, άλλος κατεβαίνει πριν από μένα». Ο Χριστός, αν και γνωρίζει τα βάθη των ανθρώπων, ρώτησε τον παραλυτικό για να προκαλέσει σ’ αυτόν υπαρξιακή κίνηση επιστροφής και αγάπης προς τον Θεό. Ήθελε να ξυπνήσει την κοιμισμένη πνευματικότητα του αρρώστου και να την προσανατολίσει και πάλι προς μετάνοια και ζήτηση του απείρου ελέους του Κυρίου. Ιδιαίτερα ο σύγχρονος άνθρωπος ξεχνά τον Θεό και το νόημα της ζωής του, βουτηγμένος σε επίπλαστες πολλές φορές έγνοιες της καταναλωτικής κοινωνίας μας, ενώ «ενός έστι χρεία» (Λουκ. 10,42), όπως τονίζει ο Ιησούς. Δηλαδή, ένα πράγμα είναι κυρίως αναγκαίο: Η στροφή προς Αυτόν τον ίδιο, η σύναψη σχέσεων μαζί Του, η συνάντηση μετά του προσώπου Του, αφού είναι ο δοτήρ απάντων των αγαθών. 

Του λέει ο Ιησούς: «Σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Κι αμέσως έγινε υγιής ο άνθρωπος και πήρε το κρεβάτι του και περπατούσε. Εμφανής είναι λοιπόν η παντοδυναμία του Θεού, με πλήθος θεραπειών που προσέφερε, όχι μόνο όσο ζούσε σωματικά εν μέσω των ανθρώπων, αλλά και δια των αμέτρητων θαυμάτων Του, που δια των αγίων επενεργούνται στο διάβα της ιστορίας.

Μα ήταν Σάββατο εκείνη την ημέρα. Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι στον θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο. δεν σου επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι». Εδώ φαίνεται η σκληροκαρδία ορισμένων ανθρώπων, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τα προβλήματα και τις ανάγκες των άλλων, αλλά κυρίως για το γράμμα του νόμου και τους τύπους. Η γνήσια αγάπη όμως δεν μένει στα φαινόμενα, αλλά συναντά τα πρόσωπα και εφευρίσκει λύσεις, ελκύοντας έτσι και την χάρη του Θεού. Για μας τους χριστιανούς η Κυριακή -το Σάββατο  για τους Ιουδαίους- ανήκει πράγματι στο Θεό και τη λατρεία Του, εν παραλλήλω όμως με την υπηρεσία και προσφορά προς τους άλλους και όχι μονόπλευρα. Ο Χριστός είναι ο Κύριος του Σαββάτου. καί ως δημιουργός του κόσμου καί ως αρχηγός της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και θαυματουργούσε τα Σάββατα ώστε να καταλάβουν οι Ισραηλίτες πως έχουν μπροστά τους τον ίδιο τον Κύριο της δόξης και όχι έναν απλό άνθρωπο.

Τους απάντησε ο πρώην άρρωστος: «Αυτός που μ’ έκανε καλά, εκείνος μου είπε: Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Τον ρώτησαν λοιπόν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε ‘πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα;’». Όμως ο θεραπευμένος δεν γνώριζε ποιος είναι. γιατί ο Ιησούς ξέφυγε, επειδή υπήρχε πολύς κόσμος σ’ αυτό μέρος. Απομακρυνόταν δηλαδή γρήγορα ο Ιησούς μετά την τέλεση του πλήθους των θαυμάτων Του: (α) για να αποφύγει την επιδερμική περιέργεια εκεί που δεν υπήρχε καρδιακή αναζήτησή Του, (β) για να μην τον αναγορεύσουν πολιτικό-στρατιωτικό μεσσία, όπως οι Ιουδαίοι εσφαλμένα περίμεναν ότι θα είναι ο Εκλεκτός του Θεού, και (γ) γιατί ήταν η ενσάρκωση της ταπείνωσης, την οποία έδειξε όχι μόνο όταν γεννήθηκε εν πτωχεία και ως άνθρωπος, όχι μόνο όταν κυνηγήθηκε βρέφος από τον Ηρώδη και βρέθηκε πρόσφυγας στην Αίγυπτο, αλλά και με την περιφρόνηση που του έδειχναν πολλοί, τα μεγάλα βασανιστήρια που υπέφερε και το Σταυρό που υπέστη για τη λύτρωση όλων.

Μετά απ’ αυτά, βρήκε ο Ιησούς στο ναό τον άλλοτε παραλυτικό και του είπε: «Δες, έγινες καλά. μην αμαρτάνεις πια, για να μην σου συμβεί τίποτα χειρότερο». Ο πρώην κατάκοιτος πήγε δηλαδή στο ναό για να ευχαριστήσει το Θεό για την υγεία που απέκτησε, πράγμα που διδάσκει και εμάς να μην ξεχνάμε το Θεό, αλλά να αποδίδουμε ευγνωμοσύνη και όχι αχαριστία. Ο Χριστός τον πληροφορεί ότι ο Θεός δεν αρέσκεται στην αμαρτία (αστοχία, αποτυχία ως προς την τελειοποίηση του προσώπου και το καθ’ ομοίωση) και ότι αποσύρει την χάρη και το έλεος Του σε όσους δεν μετανοούν. Όχι γιατί δεν τους αγαπάει ο Θεός (είναι αλήθεια ότι δεν κάνει διακρίσεις ο Θεός), αλλά διότι εκ φύσεως είναι άγιος και δεν αναπαύεται στο κακό, την διαφθορά, την δουλεία στα πάθη. Και προσφέρει την προστασία του, την αγάπη και το φως του προσώπου Του σε εκείνους που οικειοθελώς τα δέχονται, τα αναζητούν και βαδίζουν εν ελευθερία στο θέλημά Του και όχι σε εκείνους που τα αρνούνται, διότι δεν παραβιάζει ποτέ την θέληση των ανθρώπων. Έφυγε αμέσως μετά ο πρώην παράλυτος και ανάγγειλε στους Ιουδαίους (όχι από φθόνο, αλλά από ευγνωμοσύνη) την ευεργεσία του Θεού, αναγνωρίζοντας έτσι τον Ιησού ως σωτήρα και Θεό του. Η πράξη του επισημαίνει και σε μας να μην ξεχνάμε, αλλά και στους άλλους να μιλάμε για την αγάπη του Θεού, εκεί που υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες και μας ζητείται λόγος.

Μια σημαντική παρατήρηση είναι ακόμη εδώ το γεγονός ότι ο θεραπευθείς διαπίστωσε ότι υπάρχει Θεός, διαπίστωσε την ευεργεσία που του έκανε ο Θεός, αλλά δεν ήξερε ποιος είναι ο Χριστός (που είναι η ενσάρκωση του Θεού). Πήγε όμως στο ναό και τον συνάντησε εκεί. Στη γνήσια συνάντηση δηλαδή με τον Χριστό, που είναι το ζητούμενο και η σωτηρία των ανθρώπων, μας οδηγεί όχι η ορθολογιστική έρευνα, αλλά η προσφυγή στην αλήθεια της Εκκλησίας, η μυστηριακή ζωή, η Πατερική ερμηνευτική των Ευαγγελίων και η εν ταπεινώσει προσευχή.

Ο παραλυτικός ήταν ολομόναχος. «Νεκρός» από οικογένεια, φίλους, συγγενείς, γνωστούς. Το φαινόμενο παρατηρείται ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις όπου, αν και σφύζουν από ζωή, πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από μοναξιά, δεν έχουν καμία παρηγοριά ή χωλαίνει η υγιής κοινωνικότητα.  Όταν έχεις όμως τον Χριστό, έχεις τα πάντα. Ο ίδιος είναι δηλαδή το πλήρωμα της ζωής, η αφθονία του Πνεύματος. Όταν προσεύχεσαι σ’ Αυτόν δεν σου αρνείται την απάντησή Του. Και δεν εγκαταλείπει το ποίμνιό Του, όπως η Εκκλησία –που είναι η συνέχειά Του επί της γης- συνδράμει ψυχοσωματικά τους ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις. Αυτόν τον «νεκρό» οργανικά και κοινωνικά άνθρωπο, ο Χριστός «ανέστησε». Είναι ο χορηγός της Ζωής και της ψυχοσωματικής υγείας. Τον επανέφερε στο κοινωνικοθρησκευτικό πρότερο περιβάλλον του. Του προσέφερε τη δυνατότητα εργασίας, σύναψης συναισθηματικών σχέσεων, χαράς και ψυχαγωγίας. Δεν φτάνει όμως αυτό για να ζήσει κανείς εν τελειότητι ζωής. Απαιτείται η δωρεά του Παρακλήτου, της οποίας μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι χορηγός.

Ο παραλυτικός ήταν όπως φαίνεται άνθρωπος της υπομονής και της κατανόησης. Τον είχε οδηγήσει εκεί η βαριά ασθένειά του. Αποδεχόταν τους συνανθρώπους του όπως είναι. Με τα χαρίσματα και τις ατέλειές τους. Με τα μικρά και τα μεγάλα ελαττώματά τους. Η αρρώστια, του προσέφερε ύψιστο μάθημα ζωής και ανθρωπιάς. Το μήνυμα προς όλους εμάς σήμερα είναι να μην αποθαρρυνόμαστε από την άδικη ενδεχομένως στάση ορισμένων εναντίον μας, αλλά να αφήνουμε την λύση στο Θεό και στο θέλημά Του, με την προσευχή και την ταπείνωσή μας. Εκεί που εμείς δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, ας αφήνουμε με υπομονή την κτίση στα χέρια του Δημιουργού της. Εκείνος γνωρίζει και μεριμνά για όλα. Κυρίως να αντιληφθούμε ακόμη ότι, σε πολλές περιπτώσεις αρνητικών σχέσεων και σύγκρουσης με τους γύρω μας, στην ουσία, και αν ψάξουμε στο βάθος, ίσως να φταίμε εμείς και όχι οι άλλοι. Ο εγωισμός όμως δεν μας αφήνει να το διαπιστώσουμε.

Θα πρέπει οπωσδήποτε να επισημάνουμε ότι το ανθρώπινο σώμα δεν θεωρείται στον Χριστιανισμό υποδεέστερο της ψυχής, όπως πίστευαν ο Πλάτωνας, ο Μάρκος Αυρήλιος και ο Πλωτίνος. Δεν είναι τάφος ή φυλακή της ψυχής, όπως στον ελληνορωμαϊκό κόσμο πρέσβευαν, ή η έδρα της αμαρτίας. Ούτε αποτελεί ένα απλό περιτύλιγμα της ψυχής ή ένα φθαρμένο ‘ρούχο’ χωρίς μέλλον, καθώς ισχύει στην ινδουιστική φιλοσοφία. Για την Εκκλησία ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον, είναι πρόσωπο που εκφράζεται ψυχοσωματικά και το σώμα είναι προορισμένο για την αιωνιότητα. Η χριστιανική άσκηση ελευθερώνει το σώμα από τα πάθη που φθείρουν, όχι τον άνθρωπο από το σώμα του. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εύστοχα το επεσήμανε λέγοντας: «Δεν θέλουμε να απομακρύνουμε τη σάρκα, αλλά τη φθορά. Όχι το σώμα αλλά το θάνατο…. Το σώμα έγινε έργο του Θεού, η φθορά όμως και ο θάνατος εισήχθησαν από την αμαρτία»  (Ε.Π.Ε., τ. 36, σελ. 127).

Σπουδαία παράμετρος είναι στο σημείο αυτό η επεξήγηση πως η δύναμη του Θεού και το έλεός Του δεν ανευρίσκονται μόνο στην υγεία, αλλά -όσο κι αν φαίνεται παράλογο στην κοσμική σκέψη- ιδιαίτερα στον πόνο και την ασθένεια. Ο άνθρωπος που πάσχει και δοκιμάζεται νοιώθει πολύ περισσότερο τι ζημιά είναι για την ανθρωπότητα το κακό, τι σημαίνει στεναχώρια και πόνος, νοιώθει πόσο κοντά είναι με τους συμπαθούντες συνανθρώπους του, βιώνει μοναδικά την αξία της υγείας και την αγάπης και μαθαίνει να εμπιστεύεται το Θεό. Άλλωστε, μόνο υπερβαίνοντας τον εγωισμό του συναντάται αληθινά ο άνθρωπος με το Θεό. Σε τι ωφελεί πράγματι η τέλεια υγεία, αν ο άνθρωπος δεν νοιώθει την ανάγκη του Θεού ή αλλιώς αυτοθεώνεται; Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι για να μην υπερηφανεύεται, ο Θεός του έδωσε ένα αγκάθι στο σώμα του (ίσως κάποιο δερματικό νόσημα) για να τον κρατάει ταπεινό. «Γι’ αυτό το αγκάθι στο σώμα, γράφει ο ίδιος, τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν: ‘Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα σ’ αυτήν την αδυναμία σου’. Με περισσότερη καύχηση, συνεχίζει, θα καυχηθώ λοιπόν για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού» (Β΄ Κορ. 12,7-9). Έτσι, η θεραπεία εξαρτάται βέβαια από τον Θεό και την πίστη των ασθενών (και έχουν συμβεί θαυματουργικά αμέτρητες ιάσεις στην ιστορία), αλλά και η μη σωματική θεραπεία, η παραμονή δηλαδή στην ασθένεια ακόμη κι αν ο ασθενής προσεύχεται, ανήκει και αυτή στο σχέδιο του Θεού, για εκείνους που κρίνει ότι μέσω της ασθένειας και του πόνου γίνονται καλύτεροι, μετανοούν και ταπεινώνονται πραγματικά. Για πολλούς εξάλλου, η διάσταση της πίστης, τα υπαρξιακά νοήματα και η αναζήτηση της αλήθειας αναδύονται σε καταστάσεις φθοράς και πόνου -και όχι υγείας, ευτυχίας ή ακόμη σε ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας.

Είναι αλήθεια πως αυτούς που έχουν εγκαταλείψει οι άνθρωποι επισκέπτεται ο Θεός. Ο Θεός δεν αφήνει μόνο και αβοήθητο τον άνθρωπο που υποφέρει. Κανένας δεν πρέπει να απελπίζεται. Όταν παρακαλάμε τον Θεό, εκείνος εκχέει την αγάπη του, ΌΧΙ ΟΜΩΣ ΌΠΟΤΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΌΠΟΤΕ ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΡΙΝΕΙ ΣΩΣΤΟ. Δεν πρέπει ποτέ ως χριστιανοί να ξεχνάμε ότι ανώτερη κατάσταση και από αυτήν την ψυχοσωματική υγεία είναι Η ΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ, ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΗΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ. Αυτή σώζει και όχι η οργανική μόνο υγεία μας. Ο Χριστός με τις θεραπείες που πραγματοποίησε, και η Εκκλησία με το μυστήριο του Ευχελαίου και την αγιαστική Χάρη που εκείνος της χορήγησε, μάς δείχνουν ότι ο καινούργιος κόσμος του Θεού είναι απελευθέρωση από τη φθορά και το θάνατο και ζωή εν αγάπη και αδελφοσύνη. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η μετάνοια και η ταπείνωση. Αυτός είναι ο υγιής δρόμος επανένωσης του ανθρώπου με τον Θεό και τους συνανθρώπους μας. 

    ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:

2.             Κυριακοδρόμιο, εκδ. ‘Άρτος Ζωής’, Αθ. 2011.

3.             Κων/νου Γρηγοριάδη, ‘Λόγος και ύπαρξη’, τ. α΄, έκδ. β΄, εκδ. ‘Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος’, Μήλεσι Αττικής, Αθ. 2001.

4.             Μ. Μπέγζου-Αθ. Παπαθανασίου, ‘Θέματα χριστιανικής ηθικής’, γ΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθ. 2007.

5.             Τιμοθέου Κιλίφη, αρχιμ. ‘Τα τέσσερα Ευαγγέλια και Πράξεις αποστόλων’, α΄ τόμος, 4η έκδ., Αθήνα.


Τρίτη, Μαΐου 17, 2016

Κυριακή του Παραλύτου Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ»

Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ»
tou paralytoyΠρόσωπο θλίψεως κι αφόρητου πόνου αγαπητοί μου αδελφοί, μπορεί να χα­ρακτηρισθεί ο παράλυτος της Βηθεσδά. Τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια έλιωνε πάνω στο κρεβάτι της εγκατά­λειψης. Εξουθενωμένος από το βάρος της δοκιμασίας, δεν είχε χάσει την ελπίδα του. Περίμενε την επέμβαση τού Θεού. Και να, ήλθε ό Ιησούς! Τον πλησίασε με αγάπη και με τον δεσποτικό Του λόγο νεύρωσε τα παράλυ­τα μέλη του.«Καί ευθέως εγένετο υγιής ό άνθρωπος». Με την εντολή τού Θεού ή πολυχρόνια νόσος υποχώρη­σε και τα νεκρά νευρικά κύτταρα πήραν ζωή. Ό πόνος με την επέμβαση τού Θεού έδωσε τη θέση του στην χαρά. Πολλοί άνθρωποι αγανακτισμένοι από το βάρος δοκι­μασιών και θλίψεων, διερωτώνται γιατί να υπάρχει στον κόσμο τόσος πόνος.
Διαφωτιστική άπάντηση δίνουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι δοκιμασμένοι στο κα­μίνι τού πόνου, συγχρόνως σκεπασμένοι από τη χάρη τού Θεού, μπορούνε να διακρίνουν αντικειμενικά την προέλευση και τη σημασία τού πόνου στη ζωή τού πι­στού. Λένε λοιπόν οι θεοφώτιστοι άγιοι της Εκκλησίας μας, ότι από τη στιγμή πού για πρώτη φορά ό άνθρω­πος γεύθηκε την αμαρτία και την ηδονή πού τη συνο­δεύει, γεύθηκε ταυτόχρονα την πίκρα τού πόνου και της οδύνης. Επέτρεψε ό Θεός τον πόνο για να θεραπευθεί με την οδύνη ή πληγή που άνοιξε στον άνθρωπο η αμαρτία. Δεν ήταν τιμωρία ό πόνος, αλλά φάρμακο θερα­πείας. Αυτό πού σε μας φαίνεται τιμωρία, στην πραγμα­τικότητα είναι θεραπεία, θεϊκή ευεργεσία.
Οι θλίψεις είναι φάρμακα πού γιατρεύουν την αρρώστια της αμαρτίας και ξαναδίνουν στον άνθρωπο την υγεία των αρετών. Οι άγιοι βλέπουν τις θλίψεις σαν «αίτιες αρετής» και τις θεωρούν πολύτιμα δώρα τού Θεού. Γράφει ό Αβάς Ίσα: «τίμιαι εναντίον Κυρίου αί θλί­ψεις... υπέρ πασαν ευχήν καί θυσίαν». Και ό άγιος Νείλος συμβουλεύει: «Υπόμενε τις θλίψεις γιατί μέσα σ' αυτές φυτρώνουν οι αρετές». Μέσα από τούς τριβόλους των δοκιμασιών φυτρώ­νουν τ' άνθη της μετανοίας. Πόσοι άνθρωποι δεν άλλα­ξαν πορεία υστέρα' από μία μεγάλη δοκιμασία; Ο Ιερός Χρυσόστομος, πού τόσο δοκιμάσθηκε στή ζωή του, λέει ότι με τις θλίψεις απαλλασσόμαστε από τις αμαρτίες και προχωρούμε πρός τή Βασιλεία τού Θεού έξαγνισμένοι.
Ή υγεία, ή δόξα, ή ευτυχία μας καθιστά αγέρωχους, σκληρούς, εγωιστές, αδιάφορους, άπονους. Η αρρώστια όμως, η συμφορά, ο πόνος, η θλίψη, η φτώχια, ο παραγ­κωνισμός και γενικά κάθε δοκιμασία ταπεινώνει την«ἐπηρμένη ὀφρύ», μας κάνει καταδεχτικούς, μαλακούς, ευλαβείς, πονόψυχους, ελεήμονες, μ’ ένα λόγο ανθρώ­πους. Τότε σκεφτόμαστε το Θεό. Σηκώνουμε τα μάτια μας σε εκείνον και με δάκρυα τον παρακαλούμε: «Κύριε μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι∙ ταχύ ἐπάκουσόν μου∙ πρόσχες τψυχ μου καί λύτρωσε αὐτήν» (Ψαλμ. ρα'). Ποιος άλλαξε τη στάση μας; Ποιος μας μίλησε για τη λαθεμένη πορεία μας, ώστε να αλλάξουμε συμπεριφορά; Ποιος άλλος;
Ο μεγάλος παιδαγωγός, ο πόνος. Εκείνος μαλάκωσε την καρδιά μας. Εκείνος με τους όμβρους της μετάνοιας πότισε την ξερή και άγονη ψυχή μας. Είχε δί­κιο ο Άγιος Ιάκωβος να γράφει στους θλιμμένους: «Πᾶ­σαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς πε­ριπέσητε ποικίλοις...»(Ἰακ. α’ 2). Μερικοί θεωρούν τη θλίψη σαν έκφραση της οργής του Θεού. Ίσως να έχουν δίκιο. Ο πειρασμός άλλοτε είναι έκφραση ιδιαίτερης εύνοιας, και άλλοτε δίκαιης οργής τού Θεού. Αλλά τί είναι η οργή τού Θεού; Ο άγιος Μάξιμος λέει ότι η οργή τού Θεού εκδηλώνεται με δύο τρόπους. Πρώτον, με την εγκατάλειψη του υπερήφανου στα χέρια των εχθρών του, με σκοπό να συναισθανθεί την αδυναμία του και να αναγνωρίσει τη δύναμη της Θείας Χάριτος.
Δεύτερο, με τη διακοπή των θείων χαρισμάτων η οποία γίνεται σε κάθε άνθρωπο που καυχάται για τα κατορθώ­ματά του και για τις δωρεές που του δόθηκαν από το Θεό. Όταν έρχονται λοιπόν θλίψεις, ας αναρωτηθούμε: μήπως είναι παιδαγωγίες τού Θεού που σκοπό έχουν να μας οδηγήσουν σε συστολή και ταπείνωση; Στην αρχή κάθε θλίψη μας κάνει να υποφέρουμε και να βασανιζόμαστε. Όμως εάν δεχτούμε την αρρώστια με ταπείνωση και την υπομείνουμε με καρτερία, βλέπουμε στο τέλος, ότι έχει κατάληξη ειρηνική. Ό Απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή με τ' ακόλουθα λόγια: «Πᾶσα παι­δεία, πρός μέν τό παρόν οὐ δοκεῖ χαράς εἶναι, ἀλλά λύπης, ὕστερον δέ καρπόν εἰρηνικόν τοῖς δι’ αὐτῆς γεγυμνασμέ­νοις ἀποδίδωσι δικαιοσύνης» (Έβρ. ιβ' 11).
Οι θλίψεις λέει ο άγιος Μάρκος ό ασκητής, πού έρχονται στους ανθρώπους «τῶν ἰδίων κακῶν εἰσίν ἔγγονα».Εάν όμως με προσ­ευχή υπομείνουμε «εύρίσκομεν πάλιν άγαθών πραγμάτωνέπιφοράν». Ευλογημένοι χριστιανοί. 'Όσο κι' αν οι θλίψεις μάς μαλακώνουν την ψυχή για να δεχτεί της αρετής τη σφραγίδα, όσο κι αν προξενούν στε­φάνους, εντούτοις είναι πικρά φάρμακα τα οποία με πολ­λή δυσκολία δεχόμαστε. Επειδή μάλιστα υπάρχει κίνδυνος λόγω της αδυναμίας και της απιστίας μας να ζημιωθούμε από τον πειρασμό της θλίψεως, ας παρακαλούμε τον Κύ­ριο να μάς λυτρώνει και να μάς σκεπάζει από κάθε θλίψη, οργή, κίνδυνο και ανάγκη. «Πάτερ ἡμῶν... μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». ΑΜΗΝ.

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2016

“Άνθρωπον ουκ έχω”: Η κραυγή αγωνίας της σημερινής εποχής

Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν, στάθηκε η  απάντηση που έδωσε ο παραλυτικός στον Ιησού στην γνωστή σε όλους περικοπή του Ευαγγελίου.
«Άνθρωπο ουκ έχω», μια αλήθεια ακόμα και στην εποχή μας  που οι τρόποι επικοινωνίας έχουν πολλαπλασιαστεί με την (κατα)χρήση της τεχνολογίας. Η διαπίστωση της μοναξιάς, η μοναχικότητα των ανθρώπων, το κλείσιμο στον εαυτό μας, οι επιφανειακές διαπροσωπικές σχέσεις και δυστυχώς οι  “συμβατικές συζυγίες ”, παραμένουν μια θλιβερή πραγματικότητα.
sadness
 α) Γράφει ο Αντώνης Σαμαράκης πως  «ποτέ άλλοτε οι στέγες των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη , όσο σήμερα  και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων  δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο σήμερα» . Είναι γεγονός πως στις μέρες μας επικρατεί πολλή και αβάσταχτη μοναξιά. Είναι γεγονός πως ανάμεσά μας υπάρχουν και κυκλοφορούν « άνθρωποι μονάχοι» .
Η μοναξιά στα κόκκινα.
Το κλείσιμο ανάγκη.
Η απελπισία συντροφιά.
Η κατάθλιψη κυρίαρχος  πολλών ψυχών!
Η διαπίστωση αυτή γίνεται ακόμα πιο τραγική όταν όλα τα παραπάνω συμβαίνουν μέσα στις οικογένειες, ανάμεσα στα ζευγάρια. Είναι συνηθισμένο αυτό το φαινόμενο πια στα σπιτικά της Ελλάδας μας εν έτη 2015.  Νομίζουμε πως φταίει η οικονομική κρίση αλλά μάλλον μας βολεύει αυτή η δικαιολογία. Όταν η συζυγία από συνοδοιπορία και συμπόρευση, γίνεται θλιβερή και αβάσταχτη συνύπαρξη, όταν, αντί να είναι ο ένας για τον άλλο βοηθός, γίνεται πρόβλημα,  όταν ο άλλος αντί να είναι ο παράδεισός μας, μετατρέπεται στην κόλασή μας, τότε η πραγματικότητα είναι η μοναξιά μας. Και δυστυχώς δεν είναι λίγες τούτες οι περιπτώσεις.
β) Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που «έχουμε άνθρωπο». Βέβαια, η λύση είναι να είμαστεεμείς άνθρωποι για κάποιους άλλους. Πολλοί αδελφοί μας εγκλωβίζονται και μένουν στάσιμοι στην αναζήτηση φίλων και ανθρώπων που να τους αγαπούν. Λησμονούν πως θα έπρεπε πρώτα και κύρια να είναι οι ίδιοι για κάποιους άλλους φίλοι και συνοδοιπόροι. Με τον τρόπο αυτό δεν θα υπήρχε μοναξιά στις ζωές των ανθρώπων.
          Οι  σχέσεις των ανθρώπων όμως, ακόμα και όταν υπάρχουν, λίγες φορές είναι σωστά προσανατολισμένες ( προς τον ουρανό & την αιωνιότητα ). Τις πιο πολλές φορές και όταν ακόμα έχουμε άνθρωπο ή όταν εμείς είμαστε για κάποιους άλλους φίλοι , δεν αποσκοπεί αυτή η επικοινωνία και η σχέση για την απόκτηση αρετών και την πνευματική οικοδομή μας. Αντίθετα για τα κοσμικά και τα επιφανειακά, είμαστε πρώτοι και ενωμένοι. Στην αμαρτία διαπρέπουμε όλοι μαζί.
γ) Ας κάνουμε όμως  ακόμα μια διαπίστωση. Βλέπουμε πως τα μέσα επικοινωνίας στις μέρες μας  βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και άνθιση. Η σύγχρονή τεχνολογία κατακλύζει την καθημερινότητα μας. Οι τρόποι που μπορεί κάποιος να επικοινωνεί με τους άλλους είναι πάρα πολλοί.
Και όμως, όλα δεν είναι αρκετά και ικανά να σπάσουν την μοναξιά.
Και όμως, όλα αυτά είναι και παραμένουν επιφανειακές και πολύ ρηχές προσπάθειες επικοινωνίας.
Γιατί ο καλύτερος τρόπος επικοινωνίας και προσφοράς είναι αυτός της προσευχής.
Γιατί ο πραγματικά αγωνιζόμενος και υγιής σκεπτόμενος Χριστιανός θα είναι χωρίς δυσκολία και επιδεξιότητα φίλος και αδελφός.
Γιατί μέσα στην Εκκλησία και συγκεκριμένα μέσα στις Ενορίες μας βρίσκουμε τον τόπο μα και τον τρόπο αυτής της ευλογημένης επικοινωνίας.
 Μακάρι έτσι να πορευόμαστε και να αναπαύουμε στη ζωή μας.
ΑΜΗΝ !!!

Ο Λυτρωτής από την παραλυμένη ζωή της αμαρτίας

Δραματική ήταν η ζωή του σημερινού παραλύτου της προβατικής κολυμβήθρας, που κατά την εβραϊκή διάλεκτο ονομάζετο Βηθεσδά. Για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια ευρίσκετο σε κατάσταση παραλυσίας και εγκατάλειψης.  Μόνος, ανάμεσα σε τόσο πλήθος ασθενών και συμπατριωτών, περίμενε υπομονετικά την εξ ουρανού κίνηση των υδάτων της κολυμβήθρας, που θεράπευε θαυματουργικά μια φορά τον χρόνο τον πρώτο ασθενή που θα έπεφτε μέσα.  Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον πραγματοποιεί ο Κύριος την συνάντησή Του με τον παράλυτο.  Συναντάται ο Θεός με το πλάσμα Του· ο Θεάνθρωπος με τον άνθρωπο.
Με φιλάνθρωπο πνεύμα ο Κύριος πλησιάζει τον παράλυτο και τον ερωτά:  “Θέλεις υγιής γενέσθαι”; Ο Κύριος με πολλή διακριτικότητα και λεπτότητα ερωτά, προκειμένου να θεραπεύσει·  με αγάπη αναζητά, για να σώσει.
 paralyt2
            Ο παράλυτος περίμενε υπομονετικά τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια και οι ελπίδες του δεν κάμφθηκαν, δεν ολιγοπίστησε, δεν υποχώρησε.  Περίμενε, παρ’ όλο που όλοι οι δικοί του τον εγκατέλειψαν.  Όλοι γύρισαν στα σπίτια τους, στις δουλειές τους, στις οικογένειές τους, γιατί έβλεπαν, ότι τίποτε δεν γινόταν.  Μάταια προσπαθούσαν να ρίξουν τον συγγενή τους μέσα στην κολυμβήθρα.  Άλλοι πιo γρήγοροι προλάμβαναν, και εκείνος έμενε αθεράπευτος.  Η πίστη και οι ελπίδες τους απόκαμαν και εγκαταλείπουν τον άνθρωπό τους.  Ο ίδιος ο παραλυτικός εκφράζει αυτό το παράπονο στον Κύριο λέγοντας, “Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω”.
Κύριε, άνθρωπο δεν έχω!  Δεν έχω κανένα συγγενή!  Δεν έχω κανένα φίλο!  Δεν έχω κάποιο συνάνθρωπο, που να θέλει να μένει μαζί μου!  Παρέμεινα μόνος, μέσα στη μοναξιά της αρρώστιας και του πόνου μου, και κανείς δεν βρίσκεται να μου δώσει ένα χέρι βοηθείας!
Κάθε μέρα οι πέντε στοές της προβατικής κολυμβήθρας Βηθεσδά γέμιζαν από πολυάριθμο κόσμο και ασθενείς, και παρ’ όλο αυτά κανείς δεν βρισκόταν να συμμερισθεί τον πόνο του παραλυτικού.  Όπως και σήμερα, εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από φοβερές ασθένειες, είτε σωματικές, είτε νοητικές, είτε πνευματικές, και όλοι με μια φωνή φωνάζουν: “Κύριε, άνθρωπον ουκ έχωμεν!”   Ασθένειες, που θερίζουν κυριολεκτικά τον άνθρωπο και τον παραδίδουν στην αθυμία και την θλίψη, την απομόνωση και την μοναξιά, και οι άνθρωποι με παράπονο υψώνουν την φωνή τους λέγοντας: “Κύριε, άνθρωπον ουκ έχωμεν”!
Η θλίψη και ο πόνος είναι συνυφασμένα με τον άνθρωπο.  Ο πλούτος και τα υλικά αγαθά δεν εμποδίζουν την είσοδο της θλίψης  και του πόνου στη ζωή μας.  Τις εισάγουν οι αδιαθεσίες και οι ασθένειες των συγγενών και προσφιλών μας προσώπων.  Τις εισάγουν οι αχαριστίες των φίλων και οι θάνατοι των συγγενών μας.  Τις εισάγουν οι διαβολές και τα συκοφαντικά λόγια.  Τις εισάγουν οι καχυποψίες και οι παρεξηγήσεις.  Τις εισάγουν οι υπηρεσίες που δεν εκτιμήθηκαν, οι ικανότητες που καταφρονήθηκαν, τα αισθήματα που αποκρούστηκαν και οι πόθοι που δεν ικανοποιήθηκαν.
Η θλίψη και ο πόνος στέκονται έξω από την ανθρώπινη ζωή και κρούουν την θύρα όλων των ανθρώπων.  Δεν γνωρίζουν πρόσωπα ή κοινωνικές καταστάσεις και θέσεις.  Δεν κάμνουν διακρίσεις μεταξύ πτωχών και πλουσίων, μορφωμένων και αγραμμάτων.
Ο παράλυτος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής είχε θέσει σαν πρόγραμμα της ζωής του την παραλυμένη ζωή της αμαρτίας.  Ο Κύριος, δεν αρκείται στο να του δώσει την υγεία του.  Οι αμαρτίες του παραλύτου τον είχαν καταστρέψει.  Θα άξιζε να γίνει καλά, αλλά με μία προϋπόθεση, να μην αμαρτάνει πλέον.
Η αμαρτία και η άσωτη ζωή είναι πρόξενοι μυρίων κακών στον άνθρωπο.  Οι υλικές, ηθικές και οικογενειακές μας δυστυχίες προήλθαν εξ αιτίας της δικής μας θέλησης.  Τις προκαλέσαμε με τις δικές μας ανόητες και αμαρτωλές πράξεις.  Γι’ αυτό ο Κύριος συνιστά στον παραλυτικό, “ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται”, δηλαδή, τώρα έγινες καλά· πρόσεξε στο εξής να μη ακολουθείς μια αμαρτωλή ζωή, για να μη σου συμβούν χειρότερα.
Δυστυχώς όμως, ενώ γνωρίζομε όλοι, ότι η σύσταση αυτή είναι τόσο λογική, τόσο ανθρώπινη, την αθετούμε. Αφήνομε τον εγωϊσμό μας να κυριαρχήσει επάνω στο λογικό.  Κινδυνεύομε από τις άτακτες διασκεδάσεις, από το παράλογο μεθύσι, από το παρανοϊκό κάπνισμα, από τις ανώφελες αγρυπνίες της χαρτοπαιξίας, από τις άνομες σαρκικές απολαύσεις, από τις ολέθριες συναναστροφές, από τις απάνθρωπες εκτρώσεις, από τα θανατηφόρα ναρκωτικά.
Πόσες φορές, ενώ υποσχεθήκαμε, ότι δεν θα ξαναμαρτήσουμε, ξαναβρεθήκαμε μέσα στα θανατηφόρα πλοκάμια της αμαρτίας;  Πόσες φορές, ενώ θελήσαμε να αντισταθούμε στις αμαρτωλές μας ορέξεις, παραδοθήκαμε από της πρώτης κιόλας στιγμής στα πάθη της σάρκας;  Πόσες φορές αισθανθήκαμε ισχυροί, αλλά αποδειχθήκαμε αδύνατοι;
Όπου η ψυχή δεν φρόντισε να  επισκιάζεται από τη Χάρη του Χριστού, νικάτε από την αμαρτία, η οποία σέρνει και εξευτελίζει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό πολύ χαρακτηριστικά αναφωνεί ο Προφητάναξ Δαβίδ, “Εάν μη Κύριος οικοδομήσει πόλιν, μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες.  Εάν μη Κύριος φυλάξει πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησαν οι φυλάσοντες φυλακάς νυκτός”. 
Λειτουργεί μια θέληση χωρίς ηθική δύναμη.  Έτσι ο άνθρωπος, που είναι αιχμάλωτος στην αμαρτία, παρομοιάζεται με ακυβέρνητο πλοίο, που δεν έχει ούτε πηδάλιο, ούτε πυξίδα και ούτε άγκυρα.  Μιά τέτοια κατάσταση καθιστά τον άνθρωπο παράλυτο πνευματικά και σωματικά.  Στο τέλος, τον οδηγεί σ’ αυτό τον θάνατο.  Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, ο Μέγας των Εθνών Απόστολος Παύλος διακηρύσσει λέγοντας, “Τα γαρ οψώνεια της αμαρτίας θάνατος” (Ρωμ 6:23).“Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος’ τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;” και απαντά:“διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών” (Ρωμ. 7:24-25), διότι “το δε χάρισμα του Θεού ζωή αιώνιος”(Ρωμ. 6:23).
Και πράγματι, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, η αμαρτία νικάτε μόνο με την Χάρη του Θεού.  Ο ίδιος ο Κύριος μας το διαβεβαίωσε λέγοντας, “ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν” (Ιωάν. 15:5).
Ο άγιος Απόστολος Παύλος διακήρυξε λέγοντας:  “Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ υμών έπαθε” (Ρωμ. 5:8), γιά να μας χαρίσει το χάρισμα της υιοθεσίας (Γαλ. 4:5) και να καταξιωθούμε να γίνουμε “κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Ιησού Χριστού” (Ρωμ 8:17).
Ας αγωνισθούμε, λοιπόν, να αποτινάξουμε από πάνω μας την παραλυσία της αμαρτωλής ζωής, της θρησκευτικής αδιαφορίας και της πνευματικής νέκρωσης.  Με τη Χάρη του Αναστάντος Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, να αξιωθούμε της θεραπείας της ψυχής και του σώματος μας, της προσωπικότητάς μας, και γενικά της όλης ύπαρξής μας, διότι αυτό αποτελεί την δοξολογία του Αγίου Θεού.

Σάββατο, Μαΐου 14, 2016

Σχόλια στην Κυριακή των Μυροφόρων



Ξεχωρίζω μια ωραία ερμηνεία στο ευαγγέλιο του Μάρκου.Ο Μάρκος μας λέει πώς οι μυροφόρες επισκέφτηκαν τον Τάφο, "ανατείλαντος του ηλίου". Έτσι είναι ο μόνος πού διαφέρει κάπως από τον Ματθαίο και τον Λουκά , πού μας λένε για επίσκεψη αξήμερωτα στον τάφο. Αλλά οι Πατέρες έρχονται και μας λένε: Ποιού ηλίου; Του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης, του Χριστού! Όταν ανέτειλε από τον τάφο, τότε ήρθαν οι μυροφόρες. 

Υπάρχει βέβαια και η αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας πού μνημονεύει τρεις ή τέσσερις διαφορετικές επισκέψεις γυναικών και αποστόλων στο μνημείο. Κάθε ευαγγελιστής διασώζει από μία. Ο δε Ιερώνυμος σχολιάζει και λέει πώς οι Μυροφόρες γυναίκες δεν έπαψαν όλη την νύχτα να επισκέπτονται το μνημείο, από ανησυχία, για να μην συλήσουν οι εχθροί του Χριστού, τον Τάφο του διδασκάλου τους. Εκεί είχαν και τις διάφορες οπτασίες. Και την νύχτα την βαθιά , ενώ δεν είχε χαράξει, ο Ματθαίος μας λέει για σεισμό και αποκύλιση του λίθου και κατάβαση Αγγέλου και νέκρωση των φρουρών. Και αυτόπτες μάρτυρες ήταν η Θεοτόκος και η Μαγγδαληνή, έναντι του τάφου. Η Θεοτόκος πρώτη άκουσε το ευαγγέλιο της ανάστασης από τον άγγελο και επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ, συνάντησε με τις συνοδούς της τον Κύριο, πού τους είπε το Χαίρετε. Ο δε Λουκάς μνημονεύει μεγάλη συνοδεία μυροφόρων, πού ξεκίνησαν με βοηθούς μαζί τους να πάνε στον τάφο όρθρου βαθέως και εκεί είδαν δύο αγγέλους, πού τις επιτήμησαν γιατί έψαχναν τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς και δεν πίστεψαν στην Γραφή. Και οι μυροφόρες γίνονται ευαγγελίστριες στους μαθητές. Τότε ο Πέτρος τρέχει στο μνημείο και βλέπει τα εντάφια ενδύματα μόνα. Με το Λουκά συμφωνεί και ο Ιωάννης, ο οποίος κάνει τον ευαγγελισμό των Μυροφόρων πιό προσωπικό και εστιάζει στην εμπειρία της Μαγδαληνής.Πρωΐ λοιπόν πήγε στον τάφο και τον είδε κενό και έτρεξε στον Πέτρο και τον Ιωάννη και ήρθαν στον τάφο και είδαν και επίστευσαν. Και εκείνη έμεινε εκεί όπου είχε οπτασία δύο αγγέλων και του ιδίου του Αναστημένου Χριστού. Ο Ιωάννης άλλωστε προτιμά την προσωπική αποκάλυψη του Αναστημένου σε συγκεκριμένα πρόσωπα: στην Μαγδαληνή, στον Θωμά και τον Πέτρο και δεν είναι παράδοξο πού εστιάζει στην Μαρία.Ο Μαρκος συμφωνεί με αυτόν, αφού λέει πώς η πρώτη πρωϊνή εμφάνιση έγινε στην Μαγδαληνή και έπειτα παραθέτει έναν κατάλογο εμφανίσεων. Επίσης ο Μάρκος αναφέρεται σε επίσκεψη των μυροφόρων, αφού έχει ξημερώσει, στην αγωνία τους ποιός θα αποκυλίσει τον λίθο και στον ευαγγελισμό τους από έναν άγγελο εντός του μνημείου.

Είναι ευδιάκριτο πώς πρόκειται για διαφορετικές πορείες των Μυροφόρών. Αλλάζει ο χρόνος, ο αριθμός των αγγέλων, η τοποθέτηση τους εντός και εκτός του μνημείου, μόνο τα ευαγγέλια, δηλαδή η αναγγελία της Ανάστασης παραμένει ίδια στις εκφράσεις και έχει να κάνει με την αρχαία πίστη της Εκκλησίας και τις πηγές της. Και είναι μία η αναγγελία της Ανάστασης, γιατί είναι κοινή η χαρμόσυνη είδηση. Ο Λουκάς διαφέρει ολίγον τί, αλλά και αυτός όχι και τόσο από τους άλλους. 

Τέλος, υπάρχει και η συνθετική ερμηνεία πού μιλάει για μία και μόνη επίσκεψη των Μυροφόρων, για αξιοποίηση παραδόσεων πού έχει ο κάθε ευαγγελιστής και για διαφορές όχι στην ουσία, αλλά στα σημεία, πού εξυπηρετούν την θεολογία και οικονομία των ευαγγελίων τους. Το μόνο σίγουρο είναι πώς η Ανάσταση πρώτον αποκαλύφθηκε στην Γυναίκα. Γιατί η Γυναίκα αγάπησε και δεν έδειξε φόβο πρώτον και δεύτερον επειδή αυτή άκουσε πώς με πόνο θα γεννάει και πώς εξ αιτίας της πτώσης της εισήλθε ο Θάνατος στους ανθρώπους και πώς από τον απόγονο της θα προέλθει ο Νικητής του δράκοντα του αρχαίου, άξιζε πρώτη να ακούσει και τα ευαγγέλια της Ανάστασης και την αναγγελία της σωτηρίας.

 Oι ραββίνοι και οι αρχιερείς του Ισραήλ, γέρασαν πάνω στην ανάγνωση και ερμηνεία του Νόμου και θεωρούνταν σπουδαίοι στον Ισραήλ και κάτοχοι της γνώσης. Μερικοί, από αυτούς, οι σαδδουκαίοι, έφτασαν από τα πολλά γράμματα και την αλαζονεία τους να μην πιστεύουν σε ανάσταση νεκρών και ύπαρξη πνευμάτων. Διάβαζαν τον Ησαΐα, τον Σοφονία, τον Ιωνά, τον Δανιήλ, τους Ψαλμούς, την Πεντάτευχο και τους άλλους προφήτες και δεν εννόησαν ποτέ πώς ο Μεσσίας θα ανασταίνοταν από τον Τάφο την τρίτη ημέρα. Διάβαζαν αλλά δεν εννοούσαν. Ερμήνευαν και πίστευαν πώς ουσία του νόμου ήταν να τρώς με καθαρά πιάτα και με καθαρά χέρια ή να κάνεις προσφορές στο θησαυροφυλάκιο του Ναού. Και από την πολλή σοφία τους, παρέδωσαν τον Αδελφό τους στους ανόμους για να Τον σταυρώσουν, ξεχνώντας πώς από τον Νόμο τους είναι καταραμένος όποιος κρεμάται επί ξύλου και παραδεχόμενοι πώς βασιλιάς τους δεν είναι ο Κύριος Σαβαώθ , αλλά ο Καίσαρας! 

Και ενώ ο Χριστός τους συγχώρησε πάνω στον Σταυρό, ενώ είδαν τα σημεία και αργότερα και τα σημεία των Αποστόλων,ενώ οι απόστολοι τους εξέθεσαν πώς έχουν τα πράγματα περί Μεσσία, βασιζόμενοι στις Γραφές, αυτοί άκουγαν ανάσταση νεκρών και δαιμονίζοταν και ήθελαν και την απώλεια των αποστόλων, για να σιγήσει η φωνή τους και να μην ελέγχει την εξουσία και την σοφία τους, ένα τέτοιο κήρυγμα.

Και ο μεν λαός, όσοι δεν έγιναν χριστιανοί , υπολήπτονταν τους μαθητές. Οι δε αρχιερείς και οι διδάσκαλοι του Νόμου τους εδίωξαν, και τους φυλάκισαν και τους σκότωσαν και συμμάχησαν με τους βασιλείς και τους Ρωμαίους για τον θάνατο και τον διωγμό τους. 

Γι αυτό και ο Χριστός εξουθενώνοντας την σοφία και την γνώση των σοφών του κόσμου και καταργώντας αυτούς πού είχαν δύναμη και εξουσία, διάλεξε τις αγράμματες και αδύναμες γυναίκες της Γαλιλαίας των Εθνών, τα μωρά και τα μη όντα πού λέει ο Παύλος, για να τους αποκαλύψει την Ανάσταση. Και δεν εμφανίστηκε στον Ναό ή στο συνέδριο, αναστημένος, αλλά ενώπιον των απλών ψαράδων και πάνω από πεντακόσιους αδελφούς στην περιοχή των ειδωλολατρών. Και μας λένε οι Πατέρες στην Γαλιλαία τους προάγει και όχι στα Ιεροσόλυμα, αλλά εκεί πού ζούσαν τα έθνη, για να αναδείξει οικουμενικό το κήρυγμα της Ανάστασης. 

Και ο μεν λαός ο απειθής των Γραμματέων και των Φαρισαίων πού πρόδωσε τον Θεό των Πατέρων του και σκότωσε τον Μεσσία , εγκαταλείφθηκε έρημος. Και οι Ρωμαίοι ισοπέδωσαν την Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία και διεσπάρησαν οι εβραίοι στα έθνη, σε αυτούς πού σιχαίνοταν και τους θεωρούσαν ακάθαρτους και ταπεινώθηκαν, επειδή δεν αναγνώρισαν την επίσκεψη του Θεού των προφητών ανάμεσα τους!Και όχι μόνο δεν Τον αναγνώρισαν αλλά και τον παρέδωσαν σε ατιμωτικό θάνατο.


το είδαμε  εδώ


Κυριακή των Μυροφόρων Κήρυγμα Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Κωνστάνταρου

       ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
                                           ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μαρκ. ΙΕ΄ 43-ΙΣΤ΄ 8)

Υπάρχουν ψυχές, οι οποίες εν αντιθέσει προς το πνεύμα του κόσμου και των χλιαρών Χριστιανών, έχουν καλλιεργήσει τις δωρεές του Θεού και μέσα στην καρδιά τους συνυπάρχουν η θερμή αγάπη του Ιησού αλλά και το θάρρος της ομολογίας.
Αυτές ακριβώς τις όντως θαυμαστές προσωπικότητες εορτάζει η αγία μας Εκκλησία την Κυριακή των Μυροφόρων κατά την οποία, όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στο εορτολόγιο:  «Κυριακή Γ΄ από του Πάσχα εν η των αγίων γυναικών Μυροφόρων εορτή εορτάζομεν, έτι δε μνείαν ποιούμεθα Ιωσήφ του εξ’ Αριμαθαίας, ος ην μαθητής κεκρυμμένος, και του νυκτερινού μαθητή Νικοδήμου».
Αλλά τί ήταν οι Μυροφόρες; Και γιατί ονομάστηκαν έτσι;
Ήταν ευσεβείς υπάρξεις, οι οποίες ακολουθούσαν και διακονούσαν τον Κύριο μας Ιησούν Χριστόν, στην τριετή περίοδο της δημοσίας δράσεώς Του. Ήταν γυναίκες που είχε βοηθήσει ο Κύριος Ιησούς, αλλά και γνωστές της Παναχράντου Μητρός Του, και οι οποίες προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες, κυρίως όταν ο Ιησούς ήταν εντελώς απορροφημένος από το έργο του Θείου κηρύγματός Του και των θαυμάτων Του.
Οι Ιεροί Ευαγγελιστές κάνουν συχνά λόγο γι’ αυτές, στα κεφάλαια του θείου πάθους μα κυρίως στο μοναδικό γεγονός της ενδόξου Αναστάσεως.
Πόσα, πράγματι, διδάγματα μας υπογραμμίζει η αγία βιωτή τους, αλλά και αυτή η συγκλονιστική στάση τους, κατά την ημέρα της Κυριακής «της μιάς των Σαββάτων», που ετοιμάστηκαν να πάνε τα μύρα (εξ’ου και Μυροφόρες εκλήθησαν) στον «όλβιον τάφον» Του Αναστάντος!
Θα πρέπει να μελετήσει κανείς τα όσα γράφουν οι Ιεροί Ευαγγελιστές, για να μείνει εκστατικός μπροστά στο φίλτρο της Θεϊκής αγάπης που φλόγιζε την καρδιά τους...Μόνο μέσα από αυτό το πάναγνο αίσθημα της θερμής αγάπης προς τον Ιησού μπορεί να κατανοηθεί το τόλμημά τους, να πλησιάσουν δηλ. τον φρουρούμενο υπό των στρατιωτών τάφο. Μόνο όταν η καρδιά ξεχειλίσει από την αγάπη του Χριστού, η ψυχρή λογική προσφέρει τον πρώτο λόγο στην πράξη που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην θυσία!
Και ενώ οι μαθητές είναι κλειδαμπαρωμένοι έχοντας χάσει το θάρρος τους, οι απλές αυτές γυναίκες, όπως και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, αποδεικνύουν ότι η αγάπη «έξω βάλει τον φόβον».
Ο Ιωσήφ, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Ιερός Ευαγγελιστής Μάρκος: «τολμήσας, εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μαρκ. ΙΕ΄ 43). Δηλ. ο Ιωσήφ έλαβε την τόλμη και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού.
Αυτή η λέξη «τολμήσας», αστράφτει ως αστραπή μέσα στο πυκνό σκοτάδι των φοβερών γεγονότων, φωτίζει τις ψυχές και συνάμα χαρίζει το θάρρος της ομολογίας το οποίο εξαφανίζει το δαιμόνιο της δειλίας.
Πόσο λυρικά ο υμνογράφος της Μεγάλης Εβδομάδος αποδίδει αυτή την αλήθεια: «Πέπαυται τόλμα μαθητών, Αριμαθαίας δε αριστεύει Ιωσήφ...»
Και ενώ ο Ιωσήφ ζητά από τον Πιλάτο το νεκρό σώμα του Ιησού, που δεν έπαυσε ποτέ να είναι ενωμένο με την Θεότητα, για να το τοποθετήσει στο «μνημείο ο ην λελατομημένον εκ πέτρας», η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή «εθεώρουν που τίθεται».
Έχει λεχθεί και είναι φυσικά αλήθεια ότι η γυναίκα μπορεί να επιφέρει μεγάλο κακό, αλλά ταυτοχρόνως να προσφέρει και μεγάλο καλό. Να δωρίσει μεγάλο καλό στην οικογένεια και γενικώς στην κοινωνία αλλά και στην Εκκλησία. Είναι ή δύναμις ή αδυναμία...
Πόσο έχουν να ωφεληθούν οι νέες κυρίως γυναίκες, από το δυναμικό παράδειγμα των αγίων Μυροφόρων; Αξιώνονται να δουν όχι μόνο τον φωτεινό Άγγελο «επι τον λίθον του μνήματος», μεταδίδοντάς τους το χαροποιό μήνυμα της Αναστάσεως, αλλά και Αυτόν τον Αναστάντα Ιησούν. Έτσι οι γυναίκες, που δεν θα τους έδινε ίσως κανείς καμμία σημασία, ευλογούνται και χρηματίζουν Ευαγγελίστριες και αυτών των ίδιων Αποστόλων και Ευαγγελιστών!
            Αλλά και πόσο έχουν να διδαχθούν από την θαρραλέα συμπεριφορά του Ιωσήφ, του «ευσχήμονος βουλευτού» όσοι ασχολούνται με τα κοινά, και αρκετές φορές ενώ γνωρίζουν το πανάγιο και σωστικό θέλημα του Θεού, δειλιάζουν και δεν τολμούν να υποστηρίξουν την αλήθεια και το ορθό, με αποτέλεσμα τελικώς να ψηφίζονται αντιχριστιανικοί νόμοι, ακριβώς διότι απουσιάζει από την καρδιά το θάρρος της Χριστιανικής ομολογίας.
Μα και πόσο, τέλος, είναι ανάγκη τα πρόσωπα που αποτελούν την διοίκηση της Εκκλησίας μας να παραδειγματιστούν, όχι από τη δειλία των μαθητών στην προκειμένη περίπτωση, αλλά από την τόλμη και το θάρρος του Ιωσήφ. Να «τολμούν». Ας παύσει επιτέλους να καλύπτεται με ένα διάτρητο μανδύα «συνέσεως» η δειλία της ολιγοπιστίας. Ας ξεριζωθεί από τις κλονισμένες συνειδήσεις το κακώς νοούμενον «φιλάδελφον», που κάνει τελικώς τον Καίσαρα να αποδίδει δικαιοσύνη...Τα υπεύθυνα πρόσωπα ας ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας για τον οποίον έχουν ταχθεί, και επιτέλους έχουν λόγο υπάρξεως, ώστε το καύχημα να μη περιορίζεται μόνο στο «θρόνον διάδοχοι», αλλά ταυτοχρόνως να υπογραμμίζεται το «τρόπων μέτοχοι»...
Είθε να κατανοήσουμε όλοι μας, εκτός των άλλων, ότι η αυθεντικότητα δεν είναι απλώς ένα «Βυζαντινό τυπικό», ούτε πάλι μια φολκλορική φιέστα που αρκετές φορές, πρέπει να ομολογήσουμε, εκνευρίζει «τοις νουν έχουσι» και σκανδαλίζει το απλό ποίμνιο, αλλά μια δυναμική, μέσα στην αλήθεια, στάση ζωής που οδηγεί αν χρειαστεί και σε αυτή τη θυσία. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη» (Άσμα Ασμάτων Η΄ 6).  Προϋποτίθεται φυσικά όλων αυτών, το ξεχείλισμα της καρδιάς μας, από το μύρο της αγάπης του Λατρευτού μας Κυρίου Ιησού Χριστού.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!-ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Αμήν

Τρίτη, Μαΐου 10, 2016

Κυριακή των Μυροφόρων Κήρυγμα Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Κωνστάνταρου

           ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
                                           ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μαρκ. ΙΕ΄ 43-ΙΣΤ΄ 8)

Υπάρχουν ψυχές, οι οποίες εν αντιθέσει προς το πνεύμα του κόσμου και των χλιαρών Χριστιανών, έχουν καλλιεργήσει τις δωρεές του Θεού και μέσα στην καρδιά τους συνυπάρχουν η θερμή αγάπη του Ιησού αλλά και το θάρρος της ομολογίας.
Αυτές ακριβώς τις όντως θαυμαστές προσωπικότητες εορτάζει η αγία μας Εκκλησία την Κυριακή των Μυροφόρων κατά την οποία, όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στο εορτολόγιο:  «Κυριακή Γ΄ από του Πάσχα εν η των αγίων γυναικών Μυροφόρων εορτή εορτάζομεν, έτι δε μνείαν ποιούμεθα Ιωσήφ του εξ’ Αριμαθαίας, ος ην μαθητής κεκρυμμένος, και του νυκτερινού μαθητή Νικοδήμου».
Αλλά τί ήταν οι Μυροφόρες; Και γιατί ονομάστηκαν έτσι;
Ήταν ευσεβείς υπάρξεις, οι οποίες ακολουθούσαν και διακονούσαν τον Κύριο μας Ιησούν Χριστόν, στην τριετή περίοδο της δημοσίας δράσεώς Του. Ήταν γυναίκες που είχε βοηθήσει ο Κύριος Ιησούς, αλλά και γνωστές της Παναχράντου Μητρός Του, και οι οποίες προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες, κυρίως όταν ο Ιησούς ήταν εντελώς απορροφημένος από το έργο του Θείου κηρύγματός Του και των θαυμάτων Του.
Οι Ιεροί Ευαγγελιστές κάνουν συχνά λόγο γι’ αυτές, στα κεφάλαια του θείου πάθους μα κυρίως στο μοναδικό γεγονός της ενδόξου Αναστάσεως.
Πόσα, πράγματι, διδάγματα μας υπογραμμίζει η αγία βιωτή τους, αλλά και αυτή η συγκλονιστική στάση τους, κατά την ημέρα της Κυριακής «της μιάς των Σαββάτων», που ετοιμάστηκαν να πάνε τα μύρα (εξ’ου και Μυροφόρες εκλήθησαν) στον «όλβιον τάφον» Του Αναστάντος!
Θα πρέπει να μελετήσει κανείς τα όσα γράφουν οι Ιεροί Ευαγγελιστές, για να μείνει εκστατικός μπροστά στο φίλτρο της Θεϊκής αγάπης που φλόγιζε την καρδιά τους...Μόνο μέσα από αυτό το πάναγνο αίσθημα της θερμής αγάπης προς τον Ιησού μπορεί να κατανοηθεί το τόλμημά τους, να πλησιάσουν δηλ. τον φρουρούμενο υπό των στρατιωτών τάφο. Μόνο όταν η καρδιά ξεχειλίσει από την αγάπη του Χριστού, η ψυχρή λογική προσφέρει τον πρώτο λόγο στην πράξη που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην θυσία!
Και ενώ οι μαθητές είναι κλειδαμπαρωμένοι έχοντας χάσει το θάρρος τους, οι απλές αυτές γυναίκες, όπως και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, αποδεικνύουν ότι η αγάπη «έξω βάλει τον φόβον».
Ο Ιωσήφ, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Ιερός Ευαγγελιστής Μάρκος: «τολμήσας, εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μαρκ. ΙΕ΄ 43). Δηλ. ο Ιωσήφ έλαβε την τόλμη και παρουσιάστηκε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού.
Αυτή η λέξη «τολμήσας», αστράφτει ως αστραπή μέσα στο πυκνό σκοτάδι των φοβερών γεγονότων, φωτίζει τις ψυχές και συνάμα χαρίζει το θάρρος της ομολογίας το οποίο εξαφανίζει το δαιμόνιο της δειλίας.
Πόσο λυρικά ο υμνογράφος της Μεγάλης Εβδομάδος αποδίδει αυτή την αλήθεια: «Πέπαυται τόλμα μαθητών, Αριμαθαίας δε αριστεύει Ιωσήφ...»
Και ενώ ο Ιωσήφ ζητά από τον Πιλάτο το νεκρό σώμα του Ιησού, που δεν έπαυσε ποτέ να είναι ενωμένο με την Θεότητα, για να το τοποθετήσει στο «μνημείο ο ην λελατομημένον εκ πέτρας», η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή «εθεώρουν που τίθεται».
Έχει λεχθεί και είναι φυσικά αλήθεια ότι η γυναίκα μπορεί να επιφέρει μεγάλο κακό, αλλά ταυτοχρόνως να προσφέρει και μεγάλο καλό. Να δωρίσει μεγάλο καλό στην οικογένεια και γενικώς στην κοινωνία αλλά και στην Εκκλησία. Είναι ή δύναμις ή αδυναμία...
Πόσο έχουν να ωφεληθούν οι νέες κυρίως γυναίκες, από το δυναμικό παράδειγμα των αγίων Μυροφόρων; Αξιώνονται να δουν όχι μόνο τον φωτεινό Άγγελο «επι τον λίθον του μνήματος», μεταδίδοντάς τους το χαροποιό μήνυμα της Αναστάσεως, αλλά και Αυτόν τον Αναστάντα Ιησούν. Έτσι οι γυναίκες, που δεν θα τους έδινε ίσως κανείς καμμία σημασία, ευλογούνται και χρηματίζουν Ευαγγελίστριες και αυτών των ίδιων Αποστόλων και Ευαγγελιστών!
            Αλλά και πόσο έχουν να διδαχθούν από την θαρραλέα συμπεριφορά του Ιωσήφ, του «ευσχήμονος βουλευτού» όσοι ασχολούνται με τα κοινά, και αρκετές φορές ενώ γνωρίζουν το πανάγιο και σωστικό θέλημα του Θεού, δειλιάζουν και δεν τολμούν να υποστηρίξουν την αλήθεια και το ορθό, με αποτέλεσμα τελικώς να ψηφίζονται αντιχριστιανικοί νόμοι, ακριβώς διότι απουσιάζει από την καρδιά το θάρρος της Χριστιανικής ομολογίας.
Μα και πόσο, τέλος, είναι ανάγκη τα πρόσωπα που αποτελούν την διοίκηση της Εκκλησίας μας να παραδειγματιστούν, όχι από τη δειλία των μαθητών στην προκειμένη περίπτωση, αλλά από την τόλμη και το θάρρος του Ιωσήφ. Να «τολμούν». Ας παύσει επιτέλους να καλύπτεται με ένα διάτρητο μανδύα «συνέσεως» η δειλία της ολιγοπιστίας. Ας ξεριζωθεί από τις κλονισμένες συνειδήσεις το κακώς νοούμενον «φιλάδελφον», που κάνει τελικώς τον Καίσαρα να αποδίδει δικαιοσύνη...Τα υπεύθυνα πρόσωπα ας ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας για τον οποίον έχουν ταχθεί, και επιτέλους έχουν λόγο υπάρξεως, ώστε το καύχημα να μη περιορίζεται μόνο στο «θρόνον διάδοχοι», αλλά ταυτοχρόνως να υπογραμμίζεται το «τρόπων μέτοχοι»...
Είθε να κατανοήσουμε όλοι μας, εκτός των άλλων, ότι η αυθεντικότητα δεν είναι απλώς ένα «Βυζαντινό τυπικό», ούτε πάλι μια φολκλορική φιέστα που αρκετές φορές, πρέπει να ομολογήσουμε, εκνευρίζει «τοις νουν έχουσι» και σκανδαλίζει το απλό ποίμνιο, αλλά μια δυναμική, μέσα στην αλήθεια, στάση ζωής που οδηγεί αν χρειαστεί και σε αυτή τη θυσία. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη» (Άσμα Ασμάτων Η΄ 6).  Προϋποτίθεται φυσικά όλων αυτών, το ξεχείλισμα της καρδιάς μας, από το μύρο της αγάπης του Λατρευτού μας Κυρίου Ιησού Χριστού.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!-ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Αμήν

Read more: http://nefthalim.blogspot.com/2011/05/blog-post_08.html#ixzz48AQj0lck

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...