Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2016

χούντα και δεσποτοκρατία


Συνήθως στην περιρρέουσα κοινωνική αντίληψη η Εκκλησία ταυτίζεται με την αντίχριστη δεσποτοκρατία. Η οποία έχει τόση σχέση με την Εκκλησία όση και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είχε με τη δημοκρατία. Έστω κι αν  αυτοχρίστηκε και αυτοτιτλοφορήθηκε «πρόεδρος της δημοκρατίας».
Και για να το καταλάβουμε αυτό δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά. Αρκεί να προστρέξουμε στη σημασία των λέξεων εκκλησία και δεσποτοκρατία. Εκκλησία σημαίνει δημοκρατία, που στην πραγματικότητα είναι η ιδανική μορφή δημοκρατίας. Με την έννοια ότι συμμετέχουν σ’ αυτήν, όχι μόνο οι δεσποτάδες και γενικότερα ο κλήρος, αλλά, χωρίς εξαιρέσεις, όλο το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Και η συμμετοχή αυτή είναι ουσιαστική. Που σημαίνει ότι ο λαός έχει το πρωταρχικό δικαίωμα του εκλέγειν σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Στην εκλογή, δηλαδή, των επιτρόπων και ιερέων των ενοριών, αρχιερέων και ασφαλώς του αρχιεπισκόπου. Όπως συνέβαινε στους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας. Οπότε και εκλέγονταν, κατά κανόνα, οι άριστοι. Σαν τον Βασίλειο, το Γρηγόριο, το Χρυσόστομο, τον Αυγουστίνο, τον Αμβρόσιο και τόσους άλλους.
Και σε διαμετρική αντίθεση με ο, τι συμβαίνει στις μέρες μας, οπότε, μέσα απ’ τα δεσποτικά, αλλά και τα πολιτικά, ντόπια αλλά και διεθνή μαγειρεία,σερβίρονται, ερήμην του λαού, συχνά οι άχρηστοι και όχι σπάνια οι εξαιρετικά επιζήμιοι. Για να μεταλλαχθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι επίσκοποι σε δεσποτάδες. Πραγματικότητα και προσφώνηση την οποία αποδέχονται οι δεσποτάδες με ιδιαίτερα προκλητικό ναρκισσισμό. Παρότι η οποιαδήποτε έννοια και πραγματικότητα δεσποτισμού βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση με το ήθος και το πνεύμα του Ευαγγελίου (Μάρκου: 10: 32-45, κλπ). Όπου ο Χριστός, καταδικάζει κατηγορηματικά κάθε είδος, όχι μόνο τυραννίας, αλλά και απλής εξουσίας. Επισημαίνοντας στους μαθητές του ότι σε διαμετρική αντίθεση προς τους κοσμικούς άρχοντες, που καταπιέζουν, αυτοί πρέπει να υπηρετούν το λαό. Και ότι η υπεροχή του καθενός έναντι των άλλων δεν έγκειται  στα πλούτη, τις πολυτέλειες και τα μεγαλεία αλλά στο βαθμό της προσφοράς έναντι των συνανθρώπων τους. Δεδομένου ότι και ο ίδιος δεν ήρθε, για να εξουσιάσει, αλλά, για να υπηρετήσει το λαό και να θυσιαστεί για χάρη του.
Αλλά πώς απ’ το υπέροχο αυτό ιδανικό, που ο Χριστός έθεσε, προέκυψε η ολέθρια για την Εκκλησία μετάλλαξή της σε δεσποτοκρατία; Προφανώς κατ’ απομίμηση προς την κοσμική εξουσία, η οποία στα χρόνια του Βυζαντίου, ως αυτοκρατορική, ήταν δεσποτική αυταρχικήκαι αυθαίρετη. Και είναι ασφαλώς γεγονός ότι η κοσμική εξουσία και η νομοθεσία του Βυζαντίου εξανθρωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση της ευαγγελικής διδασκαλίας. Αλλά από το άλλο μέρος είναι γεγονός πως η κοσμική εξουσία επηρέασε αρνητικά το διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας. Αφού από διακονικό, που ήταν στους πρώτους αιώνες, μεταλλάχτηκε στη συνέχεια σε εξουσιαστικό και δεσποτικό. Για να επιδεινωθεί η κατάσταση αυτή στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Οπότε τη θέση του αυτοκράτορα για τους υπόδουλους την πήρε ο Πατριάρχης, ο οποίος ιδιοποιήθηκε ακόμη και το αυτοκρατορικό στέμμα (μίτρα) και κατ’ απομίμηση, το ιδιοποιήθηκαν βαθμηδόν και όλοι οι αρχιερείς.
Πραγματικότητα, η οποία σήμερα, είναι τελείως απαράδεκτη, όχι μόνο, επειδή τα περισσότερα κοσμικά καθεστώτα έχουν, κατά τεκμήριο, δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά κυρίως και προπάντων γιατί βρίσκεται σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο. Έτσι ώστε ο ασύδοτος τρόπος, με τον οποίο συνήθως πολιτεύονται  οι δεσποτάδες να μη θυμίζει, σε καμιά περίπτωση  το ιδανικό του  Χριστού αλλά τον «υπεράνθρωπο» του Νίτσε. Αφού το καθεστώς της δεσποτοκρατίας τους περιποιεί το δικαίωμα  να είναι«νομοθέτες του εαυτού τους και εκτελεστές του νόμου τους».Οπότε αυτό, που παίζει πρωταρχικό ρόλο στην περίπτωση αυτή δεν είναι η αξία ή απαξία των υφισταμένων του δεσπότη, αλλά η ικανότητα ή ανικανότητα στο να τον κολακεύουν. Με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνει γύρω του εσμός αυλοκολάκων, οι οποίοι ανελίσσονται, στο βαθμό, που γλείφουν τους δεσποτάδες και καρφώνουν τους συναδέλφους τους.
Συνεπώς αυτοί που αναφέρονται στη σχέση της Εκκλησίας με τη Χούντα κάνουν μεγάλο λάθος. Γιατί Εκκλησία δεν χαρακτηρίζεται από το βίο και την πολιτεία του ενός ή του άλλου δεσπότη, αλλά απ’ το υπόδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων και διαχρονικά από το βίο και την πολιτεία των αγίων. Σχέση αλληλεγγύης με τη Χούντα υπήρξε μόνο εκ μέρους  της δεσποτοκρατίας. Κατά το «όμοιος ομοίω» των αρχαίων ή κατά το «βρήκε ο γύφτος τη γενιά του» των νεοελλήνων. Η οποία σχέση αποκάλυψε και τα αβυσσαλέα μίση, που τους χώριζαν. Και το πόσο αδίστακτοι και ανελέητοι και εκδικητικοί είναι αποδεικνύεται από το όργιο του πρωτοφανούς  αλληλοσπαραγμού μεταξύ τους . Γεγονός που υπογραμμίζει το μεγάλο κίνδυνο, που διατρέχει ο οποιοσδήποτε υφιστάμενός τους, αν  περιπέσει στη δυσμένειά τη δική τους ή των αυλοκολάκων τους. Αφού ποτέ  και πουθενά δεν πρόκειται να βρει το δίκιο του, έστω κι αν η ζωή του είναι κρυστάλλινη. Δεδομένου ότι, παρόλα τα μίση, που μπορεί να χωρίζουν τους δεσποτάδες, εντούτοις διαπνέονται από πνεύμα συντεχνίας. Με αποτέλεσμα να αλληλοκαλύπτονται και αλληλοϋποστηρίζονται, πέρα από κάθε λογική και συνείδηση.
Θα περίμενε κανείς πως η, λεγόμενη, Μεγάλη Σύνοδος, που έγινε τον Ιούνιο στην Κρήτη, θα προσπαθούσε να θεραπεύσει πρωταρχικά την πυορροούσα αυτή πληγής της Εκκλησίας. Αλλά αυτό εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο. Αφού ο σκοπός της Συνόδου αυτής ήταν ακριβώς αντίθετος: Μέσα, δηλαδή, απ’ την ενίσχυση των διεκκλησιαστικών και διαθρησκειακών σχέσεων να στηρίξει το καθεστώς του παγκόσμιου δεσποτισμού. Της διαβόητης, δηλαδή, παγκοσμιοποίησης, της οποίας η δεσποτοκρατία είναι ακριβή και πολύτιμη θεραπαινίδα…

Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀποφεύγει τὴν προσωπική ἀνάπτυξη




Γιατί ο άνθρωπος αποφεύγει την προσωπική ανάπτυξη;
Ομιλεί ο π. Φιλόθεος Φάρος.
Την συνέντευξη διευθύνει η Βίκυ Αρβελάκη.
Γιατί ο άνθρωπος αποφεύγει την προσωπική ανάπτυξη 00:59 Why do we avoid self-development
Ενήλικες που δεν έχουν ενηλικιωθεί 10:53 Αdults who are not grown ups
Η έννοια της ταπείνωσης 17:22 The sense of humbleness
Πως εκφράζεται η υγιής θρησκευτικότητα 21:42 How is healthy religiousness expressed
Τι δείχνει η συνήθειά μας να παραπονιόμαστε οτι "ποτέ δεν ήταν χειρότερα" 25:46 Why do we complain that "everything is a disaster"
Ποιος καθορίζει τη ζωή μας 28:29 Who determines our lives
Η αυτοκαταστροφή το μεγαλύτερο είδος αμαρτίας 29:52 Self destruction, the highest sin
Τα τέσσερα είδη κακών 30:52 Four types of sins

Εικονοληψία // Διεύθυνση Φωτογραφίας : Σταύρος Παπαδημητρίου
Παραγωγή : Νέα Τηλεόραση Κρήτης

Director of photograohy : Stavros Papadimitriou
Produced by : Nea Tv Greece
Πηγή

ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ.


2016022310343897
Όλες οι παλαιές αιρέσεις κάτω από διάφορες βιτρίνες, απέβλεπαν σε ένα μονάχα στόχο: Ηρνούντο την Θεότητα του Θεού Λόγου και διέστρεφαν το δόγμα της ενσαρκώσεως Του. Οι νεώτερες αιρέσεις αποβλέπουν στην αποκήρυξη της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος.

Είναι αξίωμα εκκλησιολογικό και παράδοσης αιώνια της Αγίας μας Ορθοδοξίας, ότι υπάρχει ταύτισης και πλήρης κοινωνία μνημονευομένων επισκόπων και μνημονευτών ιερέων και λαού. Από το μνημόσυνο, (την
αναφορά δηλαδή του ονόματος), του Ορθοδόξου Αρχιερέως γνωρίζεται η Ορθόδοξος Εκκλησία με την οποία βρίσκονται σε κοινωνία οι Ορθόδοξοι πιστοί.
Εάν μνημονεύεται ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, τότε οι κοινωνούντες και μνημονεύοντες αυτόν, κοινωνούν με την αίρεσή του Οικουμενισμού, γιατί αποτελούν ένα σώμα: «ο κολλώμενος τη πόρνη (αίρεση) εν σώμα εστίν».
Για όσους νομίζουν ότι αρκεί η θεωρητική άρνησης της αιρέσεως, ενώ στην πράξη κοινωνούν με αυτή μέσω της αναφοράς του ονόματος του πατριάρχη από τους επισκόπους και μέσω της μνημόνευσης των επισκόπων από τους ιερείς, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης λέει: «έστω και αν αυτοί δεν καταποντίστηκαν με τους λογισμούς, (παραμένουν δηλαδή από «μέσα τους ορθόδοξοι»!!!), όμως με την κοινωνία της αιρέσεως χάνονται (τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλυνται)».
Υποστηρίζουν πολλοί, ότι οι πιστοί πρέπει να περιμένουν πρώτα την Συνοδική καταδίκη του επισκόπου εκείνου, η του πατριάρχη που κηρύττει αίρεση και κατόπιν να αποσχισθούν απ’ αυτόν. Διότι, αν αποσχισθούν προ συνοδικής διαγνώμης δημιουργούν τάχα σχίσμα στην Εκκλησία. Οι Πατέρες όμως της Εκκλησίας στην εποχή τους σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεν ήθελαν καμία εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς. Η απόσχισης απαγορεύεται, όταν ο επίσκοπος σφάλλει ως άτομο στη ιδιωτική ζωή. Όταν όμως σφάλλει στην πίστη, η αποτοίχισης συνιστάται εκ μέρους των πατέρων της Εκκλησίας, των Ι. Κανόνων και της Αγίας Γραφής.
Θα αναφέρω μερικά παραδείγματα από τους Αγίους μας όπου πρέπει να είναι για μας σ’ αυτές τις προδοτικές ημέρες, οδοδείκτες και παραδείγματα προς μίμηση.
Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος, ο οποίος προέτρεπε τους πιστούς της Κωνσταντινουπόλεως, κληρικούς και λαϊκούς, να απέχουν της κοινωνίας, του αιρετικά κηρύσσοντος Νεστορίου, αν και δεν είχε συνέλθει ακόμη σύνοδος προς καταδίκην του. Και σημειώσατε, ότι όταν ο θείος Κύριλλος προέτρεπε με τα λόγια αυτά τους πιστούς της Κων/λεως, αυτοί είχαν προηγουμένως διακόψει κοινωνία με τον κακόδοξο ποιμενάρχη τους τον Νεστόριο. Επίσης ο Άγιος Υπάτιος, που μόλις πληροφορήθηκε την κακοδοξία του Νεστορίου, διέκοψε το μνημόσυνο του, πριν καν συνέλθει Σύνοδος προς καταδίκη του αιρετικού Νεστορίου.
Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής διέκοψε πάσαν Εκκλησιαστική κοινωνία προ συνοδικής διαγνώμης, μεθ’ όλων των θρόνων Ανατολής και Δύσεως, ένεκα της
αιρέσεως του Μονοθελητισμού, ώστε να θεωρείται υπό των αντιπάλων του ως ευρισκόμενος τάχα εκτός Εκκλησίας. Του έλεγαν: Ποιάς Εκκλησίας είσαι; Του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιοχείας, της Αλεξανδρείας; Ποίας; Όλες αυτές έχουν ενωθεί. Εάν λοιπόν είσαι μέλος της Εκκλησίας ενώσου και εσύ. Και τότε ο Άγιος απάντησε: «Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν την ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως, χάριν αυτής είμαι έτοιμος και να αποθάνω». Επίσης ο Άγιος Μάξιμος που πολεμούσε εναντίον ενός ολοκλήρου σμήνους συμφιλιωτών της αυτοκρατορικής υπηρεσίας, είπε: «Δεν σκέφτομαι την ενότητα ή την διαίρεση Ρωμαίων και Ελλήνων, αλλά οφείλω να μην υποχωρήσω από την Ορθή Πίστη».
Και τέλος, οι προ της εβδόμης Οικ. Συνόδου αθλήσαντες εικονόφιλοι, κληρικοί και λαϊκοί, διετέλεσαν εν ακοινωνησία προ τους εικονομάχους επί ολόκληρες δεκαετίες για την καλή ομολογία της πίστεως.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης έγραφε: «μολυσμόν έχει η κοινωνία εκ μόνου του μνημονεύειν τον εικονομάχον επίσκοπον, έστω και αν ο μνημονεύων είναι ορθόδοξος».
Αλλά και πριν να δημιουργηθούν οι Κανόνες , τις αιρέσεις η Εκκλησία τις αντιμετώπιζε βάση της Αγίας Γραφής, η οποία λέει: Αιρετικόν άνθρωπο μετά μίαν και Δευτέρα νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ. 3, 10). Και πάλι: «Αλλ’ αν ημείς ή άγγελος εξ’ ουρανού ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ο ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω». (Γαλ. 1, 8). Επίσης γράφει: «Κρατείν τας παραδόσεις ας εδιδάχθημεν, είτε δια λόγου, είτε δι’ επιστολής των αποστόλων και μένειν εν οις εμάθομεν και επιστώθημεν. Και μη πλανάσθαι υπό των αντικειμένων, αλλά γρηγορείν, στήκειν εν τη πίστει, εδραίους γίγνεσθαι, αμετακινήτους». Στην προς Ρωμαίους επιστολή του ο Απόστολος Παύλος επιμένει λέγοντας: «Παρακαλώ δε υμάς αδερφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ήν υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ’ αυτών». (Ρωμ. 16, 17)
Και ο Άγιος Ιγνάτιος λέγει: «Φεύγετε τας αιρέσεις, διότι είναι του διαβόλου εφευρέσεις». Και ο Άγιος Επιφάνιος: «Αποστρέφεσθε πάσας τας αιρέσεις σαν θηρία έχοντα θανατηφόρον δηλητήριον».
Δηλαδή αιρετικοί είναι όχι μόνο οι αρνούμενοι τα θεία δόγματα, αλλά και οι αρνούμενοι τους νόμους του Ευαγγελίου, οι αρνούμενοι τα γραφικά εδάφια που ανέφερα.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Υπάρχει και καλό σχίσμα, υπάρχει και κακή ομόνοια, αλλά και καλή διαφωνία». Λοιπόν όσοι συμφωνούν απολύτως με την Αγ. Γραφή, με τους Ι. Κανόνες και γενικά με την παράδοση της
Εκκλησίας του Χριστού, αντιλαμβάνονται ότι η συνέχισης εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους οικουμενιστές πατριάρχες και επισκόπους καθιστά τον οποιονδήποτε, μετά της μερίδος του αιρετικού. Ενώπιον αυτής της διδασκαλίας έπρεπε ο κάθε αντιφρονών να ταπεινώσει τον εαυτό του και να μη σοφίζεται περιττά και άδικα ακολουθών δική του πολιτική, δια της οποίας βλάπτει και τον εαυτό του και όσους καλή τη πίστει συμφωνούν μαζί του. Ο Θεός και η Εκκλησία του, επιθυμούν την απομάκρυνση των πιστών εκ των αιρετιζόντων οικουμενιστών και την μέχρι θανάτου ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως.
Η είσοδος της Ελλαδικής Εκκλησίας στο παπικό εορτολόγιο ήταν το πρώτο μεγάλο χτύπημα στων Σιωνιστών Εβραίων (που κρύβονται πίσω από τον πάπα) και αυτό έγινε γιατί ένωση των «Εκκλησιών» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς κοινό ημερολόγιο και χωρίς αποδοχή του όρους «Εκκλησία» για αυτούς τους αιρετικούς, από εμάς. Πράγμα που και αυτό έγινε προσφάτως στην Κρήτη, Συνοδικός υπογεγραμμένα από Ορθοδόξους επισκόπους!! Έτσι λοιπόν και εμάς διχάσανε και τις βάσεις βάλανε για να οικοδομηθεί στη πορεία δια μέσου του Οικουμενισμού, η καθυπόταξη της Ορθοδοξίας στον πάπα, με την ένωση των αδελφών «Εκκλησιών».
Ο Πατριάρχης με τα τόσα ανορθόδοξα που έχει πει και πράξει, παραβαίνοντας Ι. Κανόνες, έθεσε τον εαυτό του υπέρ άνω όλων των Αγίων Ομολογητών και Συνόδων και μετά την Σύνοδο της Κρήτης έπρεπε να είχε πάψει να μνημονεύεται από όλους τους Επισκόπους και όλους τους ηγουμένους του Αγίου Όρους. Το γεγονός ότι δεν έγινε δείχνει τα εξής: Την άμβλυνση του ομολογιακού φρονήματος των ορθοφρονούντων, έλειψη γνώσεως Γραφής και Εκκλησιαστικής ιστορίας, σκοπιμότητες, συμφέροντα, σύνδρομο φοβίας, φιλαυτία και προ πάντων την απουσία του Αγίου Πνεύματος που δεν μπορεί να φωτίσει στη πληρότητα του, χαρίζοντας την διάκριση, σε όσους δεν έχουν δώσει όλο τους το είναι στο Θεό.
Η ομολογία της πίστεως (και η διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρζη είναι ομολογία πίστεως), χρειάζεται, απλότητα πίστεως, αυταπάρνηση (έως μαρτυρίου), λεπτότητα συνειδήσεως και μεγάλη αγάπη για τον νόμο του Θεού και την Εκκλησία του. Δύσκολα να τα βρεις όλα αυτά σήμερα ακόμα και σε ορθοφρονούντες, απόδειξη, η δειλία και ο φόβος που τους διακατέχει.
Ρώτησε άραγε κανείς απ’ αυτούς τους Επισκόπους το ποίμνιο του ή κανείς απ’ τους ηγουμένους του Αγίου Όρους τους μοναχούς του αν συμφωνούν να παραμείνουν κάτω απ’ την πατρότητα αυτού του λυκοποιμένα Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Η πολύτιμη πίστη μας που αυτός αλλοτριώνει και ξεπουλάει
δεν είναι δική του, ανήκει σε όλους μας. Κάποιοι προκάτοχοί του θυσίασαν τη ζωή τους για να την παραλάβουμε σήμερα εμείς ανόθευτη.
Δυστυχώς στην σημερινή Εκκλησία των δεσποτάδων δεν υπάρχει ελευθερία και δημοκρατία αλλά κάτω από το εύλογο πρόσχημα της υπακοής αποφασίζουν, διατάζουν και ξεπουλούν την πίστη και την ψυχή τους, για την δόξα, το χρήμα και τον θρόνο.
Διερωτάστε πλέον αν πρέπει να μνημονεύονται προδότες; Φοβάστε το σχίσμα και δεν τρέμετε την Ουνία; Σκέφτεστε το αβέβαιο του σχίσματος, βάζοντας το μυαλό σας να παραγκωνίζει την ομολογία και το θέλημα του Θεού; Τότε δεν σκέφτεστε Ορθόδοξα αλλά ορθολογιστικά.
Η αίρεση του οικουμενισμού έχει διαποτίσει απ’ άκρου σε άκρο τον Ελληνικό χώρο, έγινε πια τρόπος του σκέπτεσθαι και βίωμα των Ρωμιών. Και όμως εν γνώσει της καταστάσεως νανουρίζουν οι δάσκαλοι αυτοί τα πνευματικά τους παιδιά με το: «Αν ο πατριάρχης προχωρήσει ακόμη, αν προβεί εις ‘ενώσεις’, τότε θα δεις…». Αλλά «ενώσεις» τέτοιες δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν και οι αφελείς μαθητές τους δεν πρόκειται ποτέ να δουν.
Άλλο επίσης σύνθημα που επαναλαμβάνουν επίσκοποι, ηγούμενοι και κληρικοί προς τους πιστούς τους, προκειμένου να μην φύγουν από κοντά τους, είναι το γνωστό: «Άνευ επισκόπου Εκκλησία ου καλείται». Βεβαίως δεν καλείται, όταν ο επίσκοπος ορθοδοξεί, όταν όμως κακοδοξεί τότε ο Μ. Αθανάσιος προτρέπει τους πιστούς να φεύγουν μακράν του! «Εάν ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος οι όντες οφθαλμοί της Εκκλησίας, κακώς αναστρέφονται και σκανδαλίζωσι τον λαόν, χρη αυτούς εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γαρ άνευ αυτών συναθροίσεσθαι εις ευκτήριον οίκον ή μετ’ αυτών εμβληθήναι, ως μετά Άννα και Καϊαφα, εις την γέεννα του πυρός»! (ΒΕΠΕΣ:33, 199).
Όταν η μακροθυμία προς τον αμαρτάνοντα εξακολουθεί χωρίς τέλος και χωρίς έλεγχο, τότε δεν συμπεριφερόμαστε με αγάπη, με τελική συνέπεια ίσως και τον κολασμό του, για θανάσιμες αμαρτίες όπως η αίρεση. Είναι αποκαρδιωτική η αδράνεια και συνοδοιπορία τόσων και τόσων «καθυσυχαστών», οι οποίοι ενώ στηλιτεύουν τους προδότες δεν αποχωρίζονται απ’ αυτούς.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έγραψε, ότι όταν οι Ιεράρχαι δεν ορθοδοξούν, τότε το λόγο να τον έχουν οι Μοναχοί.
Μοναχός Μονής Βορ. Δυτικής Ελλάδος.
πηγή 

Τέλειος γονιός; ...Προτιμῶ ἀληθινός!



Ὑπάρχει τέλειος γονιός; Παιδαγωγοὶ καὶ συγγραφεῖς φαίνεται πὼς τὸ πιστεύουν. Κι ὅμως! Τὰ προβλήματα τῶν νεότερων γενεῶν αὐξάνονται. Ἀγωνία, μοναξιά, ἀπογοήτευση, κατάθλιψη εἶναι κάποια ἀπ᾽ αὐτά. Μήπως κατὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς τελειοποίησης τοῦ ρόλου τοῦ γονιοῦ χάθηκε ἡ ἀληθινὴ σχέση γονέων-παιδιῶν; Μήπως οἱ γονεῖς, ἱκανοποιοῦμε μέσῳ τῶν παιδιῶν μας ἀνάγκες δικές μας καὶ κωφεύουμε στὶς ἀληθινὲς ἀνάγκες τους; Μήπως βρήκαμε ὑπέροχες θεωρίες ἀλλὰ στὴν πράξη χάσαμε τὰ παιδιά μας; Μήπως κι ἐκεῖνα ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν τὴ βρῆκαν σ᾽ ἐμᾶς; Τὸν ἀληθινὸ γονιὸ ἀναζητᾶ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Τὸν γονιὸ τῆς θυσίας, τοῦ παραδείγματος καὶ τῆς ἐνθάρρυνσης. Τὸν γονιὸ ποὺ δὲν ξέχασε πὼς ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ κοινοῦ Γονιοῦ ὅλων μας. Σὲ μία κοινωνία ὀρφάνιας, ὁ συγγραφέας ἀναζητᾶ ἀληθινὸ γονιό, ποὺ ἑτοιμάζει μία νέα γενιὰ κι ἔναν καλύτερο κόσμο... 


Περιεχόμενα τοῦ βιβλίου 



Προλεγόμενα. 

Μέρος Α’. Οἰκογένεια: ἐμπόδια καὶ προοπτικὲς 

● Ὁ εὐλογημένος ἔρωτας. 

● Οἰκογένεια, ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. 

● Τὸ πανηγύρι τῆς ἀγάπης. 

● Ἡ ἁγιασμένη ἀγάπη. 

● Γιατί χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι; 

● Γράμμα στὴν νέα γενιά. 

● Παιδιὰ δικά μας ἢ δικά Του; 

● Τὰ παιδιά μας, κριτὲς κι ἐλπίδα μας. 

● Παιδιά μου, ἀλλάξτε τὸν κόσμο! 

● Τὰ ὄνειρα τῶν σημερινῶν νέων. 

● Δίψα γιὰ νόημα ζωῆς. 

● Μιὰ μάννα συμβουλεύει τὴ θυγατέρα της. 

● Χριστιανὴ μάννα, ἁγία μάννα! 

● Ἡ χρεωκοπία τῆς ἠθικῆς καὶ ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης. 

● «Ἀφῆστε τὰ παιδιά σας, μὴν τὰ κυνηγᾶτε...». 

● Ἐπιστρέφοντας στὸ μέλλον μας. 

● Ποιοί διαφθείρουν τὰ παιδιά μας; 

● Καιροὶ παιδαγωγίας. 

● «Πές μου ἕνα παραμύθι». 

● Ὁ δάσκαλος τῆς θυσίας. 

● Τρεῖς δάσκαλοι τῆς αἰωνιότητας. 

Μέρος Β’. Κοινωνία: ἀδιέξοδα καὶ ἐλπίδες 

● Τὸ θαῦμα τῆς ἁπλότητας. 

● Ὑπογεννητικότητα. 

● Οὐράνιοι πολῖτες. 

● Κρίση καὶ ἀδιέξοδα. 

● Πρότυπα ἐλπίδας. 

● Ἑλληνικός, οἰκουμενικὸς πολιτισμός. 

● Φόβος καὶ ἐνοχή. 

Μέρος Γ’. Ἐκκλησία: ἡ οἰκογένεια τῶν Ἁγίων 

● Ἡ ἐπανάσταση τῆς ἐλπίδας. 

● Ἡ νοσταλγία τῆς πίστης. 

● Ἥρωες ἀρετῆς. 

● Κρίση καὶ Ἐκκλησία. 

● Ἡ λογικὴ τῆς πίστης. 


● Μπορεῖ ἕνας σημερινὸς Χριστιανὸς ν’ ἁγιάσει; 

Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα



…Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων», εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…

Ἡ λέξη «ἅγιος» ἢ «ἁγιότητα» παραπέμπει σὲ κάτι ἐντελῶς ἄσχετο καὶ ξένο πρὸς τὴν ἐποχή μας, πρὸς τὸν πολιτισμὸ καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῆς ἐποχῆς μας φιλοδοξεῖ νὰ κάνει τὰ παιδιὰ του «ἅγιους»; Ποιὸ ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας καὶ τὰ ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργοῦν τὴν ἁγιότητα ἢ τὴν προβάλουν ὡς ὅραμα καὶ πρότυπο; Ὁ «ἐπιτυχημένος» ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, τὸ ἰδανικό τῆς σύγχρονης παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, δὲν εἶναι κἄν ὁ «καλὸς κ’ ἀγαθὸς» τῶν κλασσικῶν χρόνων. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐξασφαλίζει χρήματα, ἀνέσεις καὶ κοινωνικὴ προβολὴ - αὐτὸ θέλουν οἱ γονεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά τους, σ’ αὐτὸ κυρίως ἀποβλέπουν τὰ ἐκπαιδευτικά μας συστήματα, αὐτὸ καλλιεργοῦν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας, αὐτὸ ὀνειρεύεται ἡ πλειονότητα τῶν νέων μας.

Πράγματι, σὲ μία κοινωνία, ἡ ὁποία βιώνει ὡς τὸ σοβαρότερο πρόβλημά της τὴν ἀνεργία, καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ ἄγχος πῶς νὰ αὐξήσει τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα, τὸ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἅγιους καὶ ἁγιότητα ἀποτελεῖ πρόκληση, ἂν ὄχι πρόσκληση σὲ γέλωτα καὶ χλευασμό. Οὕτως, ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμονημένο ὅραμα».

Λησμονημένο γιατί κάποτε ὑπῆρχε, γιατί αὐτὸ ἐνέπνεε τὸν πολιτισμό μας, διότι οἱ ἄνθρωποί μας ἄλλοτε ζοῦσαν μὲ τοὺς ἁγίους καὶ ἀντλοῦσαν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ μέτρο τοῦ πολιτισμοῦ τους, αὐτοὶ ἦταν οἱ ἥρωες, οἱ μεγάλοι πρωταθλητές, οἱ «διάσημοι ποδοσφαιριστὲς» καὶ «στὰρ» τῶν χρόνων τους. Τώρα ἔχουν μείνει μόνο τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων μας, καὶ αὐτὰ «κουτσουρεμένα» καὶ ἀλλοιωμένα ἐπὶ τὸ ξενικώτερον, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν πλέον νὰ γιορτάζουν, ὄχι τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων τους, μὰ τὰ δικά τους προσωπικὰ γενέθλια. Σὲ μία τέτοια ἐποχὴ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν ἁγιότητα; Ὁ λόγος του θὰ πέσει στὸ κενό.

Μά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, πῶς νὰ μὴ μιλήσει κανεὶς γιὰ κάτι τόσο κεντρικὸ καὶ θεμελιῶδες γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ; Γιατί ἡ πίστη μας χωρὶς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται. Διότι, ἂν λησμονήσουμε τὴν ἁγιότητα, δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο, ἡ «ἐκκοσμίκευσή της» εἶναι πλέον ἀναπόφευκτη.

Ἀλλὰ ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μόνο «λησμονημένη» στὶς μέρες μας, εἶναι ὅταν καὶ ὅπως γίνεται λόγος γι’ αὐτήν, καὶ παρεξηγημένη. Τί σημαίνει ἁγιότητα, ὅταν τὴ δεῖ κανεὶς ὡς εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς βίωμα καὶ πρόγευση τῶν ἐσχάτων;




Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα

Ἂν ρωτήσει κανεὶς τυχαία τοὺς ἀνθρώπους στὸν δρόμο τί ἀποτελεῖ κατὰ τὴ γνώμη τους «ἁγιότητα», ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ λάβει κατὰ κανόνα εἶναι περίπου ἡ ἑξῆς: ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάνει ἁμαρτίες, ποὺ τηρεῖ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἠθικὸς ἀπὸ κάθε ἄποψη, μὲ μία φράση: «δὲν ἁμαρτάνει». Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις στὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητας προστίθεται ἕνα στοιχεῖο καὶ μὲ χροιὰ μυστικισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐσωτερικὰ βιώματα, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ «θεῖον», περιέρχεται σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, μὲ λίγα λόγια ζεῖ ὑπερφυσικὲς καταστάσεις καὶ ἐνεργεῖ ὑπερφυσικὲς πράξεις.

Ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας φαίνεται νὰ συνδέεται στὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων μὲ κριτήρια ἠθικολογικὰ καὶ ψυχολογικά. Ὅσο πιὸ ἐνάρετος εἶναι κανείς, τόσο πιὸ ἅγιος εἶναι. Καὶ ὅσο πιὸ χαρισματικὸς εἶναι κάποιος καὶ ἐπιδεικνύει ἱκανότητες ποὺ δὲν τὶς ἔχουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι (ὅπως νὰ διαβάζει τὴ σκέψη μας, νὰ προβλέπει τὸ μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισσότερό μᾶς κάνει νὰ τὸν θεωροῦμε «ἅγιο». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ ἀντίστροφα: ὅταν διαπιστώσουμε κάποιο ἐλάττωμα στὸν χαρακτήρα ἢ τὴ συμπεριφορὰ κάποιου (ὅτι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τὸν διαγράφουμε ἀπὸ τοὺς «ἁγίους». Ἢ ἂν δὲν ἐκδηλώσει ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, μᾶς ξενίζει καὶ ἡ σκέψη ἀκόμη ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι ἅγιος.

Ἡ κοινὴ καὶ διαδεδομένη αὐτὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἁγιότητα δημιουργεῖ ὁρισμένα βασικὰ ἐρωτηματικά, ὅταν τὴ θέσουμε στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεώς μας. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ ἀπὸ αὐτά:

1. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνίσταται κυρίως στὴν τήρηση τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, τότε γιατί ὁ Φαρισαῖος κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἐνῶ δικαιώθηκε ὁ Τελώνης στὴ γνωστὴ σὲ ὅλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὸν Φαρισαῖο «ὑποκριτή», ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔλεγε ψέματα, ὅταν ἰσχυριζόταν ὅτι τηροῦσε πιστὰ τὸν Νόμο, ὅτι ἔδινε τὸ 1/10 τῆς περιουσίας του στοὺς πτωχοὺς καὶ ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅσα τοῦ ζητοῦσε ὁ Θεὸς ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος δὲν παρέλειπε νὰ ἐφαρμόσει. Ὅπως ἐπίσης δὲν ἔλεγε ψέματα ὅταν χαρακτήριζε τὸν τελώνη ἁμαρτωλὸ - ὅπως καὶ ὁ τελώνης τὸν ἑαυτὸ του - γιατί πράγματι ὁ τελώνης ἦταν ἄδικος καὶ παραβάτης τῶν ἠθικῶν κανόνων.

2. Παρόμοιο ἐρώτημα προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «ἅγιος» ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς ἐπιστολές του. Ἀπευθυνόμενος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Γαλατίας κ.λπ., ὁ Παῦλος τοὺς καλεῖ «ἁγίους». Στὴ συνέχεια ὅμως τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν κατονομάζει μύρια ὅσα ἠθικὰ ἐλαττώματα τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἐπικρίνει δριμύτατα. Στὴν πρὸς Γαλάτας μάλιστα ἐπιστολὴ φαίνεται ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάσταση τῶν ἐκεῖ «ἁγίων» ἦταν τόσο ἀπογοητευτική, ὥστε νὰ ἀναγκάζεται ὁ Παῦλος νὰ τοὺς γράψει: «εἰ γὰρ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθεῖτε»! Πῶς συμβαίνει νὰ καλοῦνται οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ «ἅγιοι», ὅταν εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ καθημερινή τους ζωὴ δὲν ἦταν σύμφωνη μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἴδιας τῆς πίστεώς τους; Θὰ διανοεῖτο ἄραγε κανεὶς στὶς μέρες μας νὰ καλοῦσε «ἅγιον» ἕναν ἀπὸ τοὺς χριστιανούς;

3. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα, τότε θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀναζητήσει καὶ νὰ τὴ βρεῖ κανεὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἐνεργοῦν ὑπερφυσικὲς πράξεις. Οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι μάντεις καὶ φακίρηδες, οὔτε κρίνεται ἡ ἁγιότητά τους ἀπὸ τέτοια «χαρίσματα». Ὑπάρχουν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἀναφέρονται θαύματα, ἐνῶ ὑπῆρξαν θαυματοποιοί, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ἀναγνωρίστηκαν ὡς ἅγιοι. Εἶναι, σχετικά, πολὺ ἐνδιαφέροντα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α’ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως πολλοὶ σήμερα, ἐντυπωσιάζονταν ἀπὸ ὑπερφυσικὲς ἐνέργειες: «καὶ ἐὰν ἔχω πίστιν ὥστε ὅρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμί». Τὸ νὰ διατάξεις ἕνα βουνὸ νὰ μετακινηθεῖ, εἶχε πεῖ ὁ Κύριος ὅτι εἶναι δυνατόν, ἂν ἔχεις πίστη «ὡς κόκκον σινάπεως». Δὲν εἶναι ὅμως ἀπὸ μόνο του δεῖγμα ἁγιότητας, δὲν εἶναι τίποτα «οὐδέν», ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς ἀγάπης, κάτι δηλαδὴ ποὺ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος χωρὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες μπορεῖ νὰ ἔχει. Θαυματουργία καὶ ἁγιότητα δὲν ταυτίζονται, οὔτε συνυπάρχουν κατ’ ἀνάγκη.

4. Παρόμοια ἐρωτηματικὰ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ σύνδεση τῆς ἁγιότητας μὲ ἀσυνήθεις καὶ «μυστικὲς» ψυχολογικὲς ἐμπειρίες. Πολλοὶ ἀνατρέχουν σήμερα στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες γιὰ νὰ συναντήσουν ἐξαϋλωμένους «γκουρού», ἀνθρώπους ἐξαίρετης αὐτοπειθαρχίας, ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τοὺς θεωρεῖ αὐτοὺς ἁγίους, ὅσο βαθιὲς καὶ ὑπερφυσικὲς καὶ ἂν εἶναι οἱ ἐμπειρίες τους, καὶ ὅσο σπουδαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρετή τους.

Ἔτσι τελικὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα: ὑπάρχουν ἅγιοι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν ἡ λέξη «ἅγιος» σημαίνει αὐτὸ ποὺ γενικὰ ὁ κόσμος νομίζει καὶ ποὺ περιγράφουμε πιὸ πάνω (δηλαδὴ ἠθικὸς βίος, ὑπερφυσικὰ χαρίσματα καὶ ὑπερφυσικὲς ἐμπειρίες), τότε πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι καὶ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας (Ἴσως μάλιστα συχνότερα ἐκτὸς παρὰ ἐντός). Ἂν πάλι θελήσουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι δυνατὴ μόνο στὴν Ἐκκλησία, τότε πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὸ νόημα τῆς ἁγιότητας πέρα ἀπὸ τὰ κριτήρια ποὺ ἀναφέρουμε πιὸ πάνω, πέρα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις καὶ ἐμπειρίες.



Ἂς δοῦμε, λοιπόν, πῶς ἀντιλαμβάνεται ἢ Ἐκκλησία μας τὴν ἁγιότητα.


Ὁ ὅρος «ἅγιος» ἔχει μία ἐνδιαφέρουσα ἱστορία. Ἡ ρίζα τῆς λέξεως στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι τὸ αγ-, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγονται μία σειρὰ ἀπὸ ὅρους, ὅπως τὸ ἁγνός, τὸ ἄγος κ.λπ. Τὴ βαθύτερη σημασία τῆς ρίζας αὐτῆς τὴν κρατάει τὸ ρῆμα ἄζεσθαι, ποὺ σημαίνει τὸ δέος σὲ μία ἀπόκρυφη καὶ φοβερὴ δύναμη (Αἰσχύλου, Εὐμ. 384 κ. ἑ.), τὸ σέβας πρὸς τὸν φορέα τῆς Δύναμης (Ὁμήρου, Ὀδύσ. 9,200 κ. ε.) κ.λπ. Ἔτσι στὸν ἀρχαῖο ἑλληνισμὸ ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ τὴ δύναμη, μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Otto ἀποκαλεῖ mysterium fascinosum et tremendum - αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ ταυτόχρονα ἕλξη καὶ φόβο.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ σημιτικὴ λέξη, ποὺ μεταφράζεται ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα μὲ τὸ «ἅγιος» εἶναι τὸ godes, ποὺ συγγενεύει μὲ τὴν ἀσσυριακὴ kuddushu, καὶ ποὺ δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ριζικά, καθαιρῶ (ἐξ οὗ καὶ ἡ σύνδεση μὲ τὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα). Τὰ ἅγια πράγματα εἶναι αὐτὰ ποὺ τὰ ξεχωρίζει κανεὶς ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα - κυρίως στὴ λατρεία - καὶ τὰ ἀφιερώνει στὸν Θεό.

Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφὴ προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ σημασία ποὺ συναντοῦμε στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες (τὸ δέος, τὸν φόβο, τὸν σεβασμὸ πρὸς μία ἀνώτερη δύναμη) καὶ συνδέει τὴν ἔννοια τοῦ «ἁγίου» μὲ τὴν ἀπόλυτη ἑτερότητα, τὸ ἀπολύτως Ἄλλο, πράγμα ποὺ τελικὰ ὁδηγεῖ τὴν Ἁγία Γραφὴ στὴν ταύτιση τοῦ «ἁγίου» μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο. Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός, καὶ ἀπ’ Αὐτὸν καὶ μόνο καὶ τὴ σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε ἁγιότητα. Γιὰ νὰ δηλωθεῖ μάλιστα μὲ ἔμφαση ἡ πίστη αὐτὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἠσαΐας, ὁ προφήτης τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ) καλεῖ τὸν Θεὸ τρεῖς φορὲς ἅγιο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, ποὺ σημαίνει στὴ μορφὴ τοῦ ἑβραϊσμοῦ, τῆς τριπλῆς ἐπαναλήψεως, ἀπείρως ἅγιος (πρβ. τὸ 777 καὶ τὸ ἀντίθετό του 666, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσος λόγος καὶ τόσος τρόμος γίνεται σήμερα).

Συνεπῶς γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἁγιότητα ταυτίζεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι μὲ τὸν ἄνθρωπο ἢ τὰ ἱερὰ πράγματα, ὅπως στὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμό, γίνεται πρόσωπο, καὶ μάλιστα στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὴν ὁποία οἱ Πατέρες ταυτίζονται καὶ τὸ τρεῖς φορὲς ἅγιος τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα. Ἡ ἁγιότητα, συνεπῶς, γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, ἀλλὰ θεοκεντρική, καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἠθικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο σπουδαῖα καὶ ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς προσωπικῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό. (Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἡ Θεοτόκος ὀνομάζεται «Παναγία» ἢ καὶ «Ὑπεραγία» - ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές Της, ἀλλὰ γιατί αὐτή, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο, ἑνώθηκε προσωπικὰ μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ δίνοντας σάρκα καὶ αἷμα στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ).

Ἡ ἁγιότητα λοιπὸν δὲν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀτομικὸ κτῆμα κανενός, ὅσο «ἅγιος» κι ἂν εἶναι κανεὶς στὴ ζωή του, ἀλλὰ θέμα σχέσεως προσωπικῆς μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Του ἁγιάζει ὅποιον Ἐκεῖνος θέλει, χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ κάτι ἄλλο, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἁγιασμένου. Ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, οἱ ἄνθρωποι δὲν συνεισφέρουμε τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ, ὁ δὲ κόπος καὶ ἡ ἄσκησή μας δὲν παράγει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἁγιότητά μας, ἀφοῦ μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν σκύβαλο χωρὶς καμιὰ ἀξία.

Αὐτὴ ἡ ταύτιση τῆς ἁγιότητας μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴ χριστιανικὴ πίστη ὁδηγεῖ στὴ σύνδεσή της μὲ τὴν ἴδια τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἁγιότητα σημαίνει πλέον τὸ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὡς πρῶτο αἴτημα τῆς Κυριακάτικης προσευχῆς δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου». Ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἐσχατολογική, δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴν τελικὴ κατάσταση τοῦ κόσμου, εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε στὸ «Πάτερ ἡμῶν» εἶναι νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ ἔλθει ἡ στιγμὴ ποὺ ὅλος ὁ κόσμος θὰ πεῖ μαζὶ μὲ τὰ Χερουβεὶμ αὐτὸ ποὺ εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ Ἠσαΐας στὸ ὅραμά του: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου! ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

Οἱ ἅγιοι δὲν ἐπιζητοῦν τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δοξάζει τοὺς ἁγίους, ὄχι μὲ τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια Του τὴ δόξα. Οἱ ἅγιοι ἁγιάζονται καὶ δοξάζονται ὄχι μὲ μία ἁγιότητα καὶ μία δόξα ποὺ πηγάζει ἀπὸ μέσα τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ δόξα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ (πρβ. βυζαντινὴ ἁγιογραφία - χρήση φωτὸς ἀπ’ ἔξω πρὸς τὰ ἔσω κ.λπ.). Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴ θέωση τῶν ἁγίων.

Ὅπως ἀποσαφηνίστηκε κατὰ τὶς ἡσυχαστικὲς ἔριδες τοῦ 14ου αἰώνα, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴ δυτικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιὰ «κτιστὴ» χάρη, δηλαδὴ χάρη καὶ δόξα ποὺ ἀνήκει στὴν ἴδια τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δημιουργία, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως τὴν ἀνέπτυξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ οἱ ἄλλοι ἡσυχαστὲς τῶν χρόνων ἐκείνων, ἀντιλαμβάνεται τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ ἅγιοι καὶ τὴ δόξα ποὺ τοὺς περιβάλλει ὡς «ἄκτιστες» ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς τὸ φῶς καὶ τὴ δόξα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ πραγματικὸς ἅγιος, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐπιζητεῖ μὲ κανένα τρόπο τὴ δική του δόξα, ἀλλὰ μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐπιζητεῖ κανεὶς τὴ δική του δόξα, χάνει τὴν ἁγιότητά του, γιατί σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἁγιότητα σημαίνει μετοχὴ καὶ κοινωνία στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ - αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε θέωση. Κάθε ἁγιότητα ποὺ στηρίζεται στὶς ἀρετές μας, στὴν ἠθική μας, στὰ προσόντα μας, στὴν ἄσκησή μας κ.λπ. εἶναι δαιμονική, καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς γίνεται φανερὸ γιατί ἡ κατ’ ἐξοχὴν πηγὴ τῆς ἁγιότητας βρίσκεται στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἂς ἀναλύσουμε κάπως τὴ θέση αὐτή.

Εἴπαμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι οἱ ἅγιοι δὲν διαθέτουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλὰ μετέχουν στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουμε ἁγίους, παρὰ μόνον μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἡγιασμένων.

Ὅταν τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. γίνονταν συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ κύριο ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς καὶ ὄχι κτίσμα, ἦταν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἁγιάζεται, ἀλλὰ μόνον ἁγιάζει. Ἂν ἁγιαζόταν, θὰ ἦταν κτίσμα, διότι τὰ κτίσματα, καὶ συνεπῶς καὶ οἱ ἄνθρωποι, δὲν ἁγιάζουν, ἀλλὰ ἁγιάζονται. Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του, ποὺ διασώζεται στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἀκοῦμε στὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ «δώδεκα Εὐαγγέλια» τῆς Μ. Πέμπτης, λέγει τὴ βαρυσήμαντη φράση πρὸς τὸν Πατέρα: «ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, κατ’ ἐπέκταση) ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Τὰ λόγια αὐτὰ λέγονται λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἔχουν δὲ εὐχαριστιακὸ νόημα: ὁ Χριστὸς μὲ τὴ θυσία Του ἁγιάζει ὁ ἴδιος (ὡς Θεὸς) τὸν ἑαυτό Του (ὡς ἄνθρωπος) γιὰ ν’ ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς κοινωνώντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ Θεία Εὐχαριστία ἁγιαζόμεθα, δηλαδὴ γινόμαστε ἅγιοι κοινωνώντας μὲ τὸν ἕναν καὶ μόνον ἅγιο, τὸν Χριστό.

Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκαλυπτικὸ σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τοῦ τί εἶναι ἁγιότητα, ἀπὸ τὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως, ὅταν ὑψώνει τὸ Τίμιο Σῶμα λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Θ. Κοινωνία: «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Αἷμα Του εἶναι ἅγια καὶ προσφέρονται στοὺς «ἁγίους», τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς κοινωνίαν. Ἡ ἀπάντηση τοῦ λαοῦ στὴν ἐκφώνηση αὐτὴ εἶναι συγκλονιστική, καὶ συνοψίζει ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω: «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ἕνας εἶναι μόνον ἅγιος, ὁ Χριστὸς - ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ - καὶ ἡ ἁγιότητά Του, στὴν ὁποία καλούμεθα νὰ συμμετάσχουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, δὲν ἀποβλέπει σὲ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός). Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν ἁγιότητα στὸ ἀποκορύφωμά της. Μὲ τὴν ὁμολογία «εἷς ἅγιος», κάθε ἀρετή μας καὶ κάθε ἀξία μας ἐκμηδενίζονται μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ μόνου ἁγίου. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ προσερχώμεθα στὴ Θ. Κοινωνία χωρὶς προπαρασκευὴ καὶ ἀγώνα γιὰ τὴν ἄξια προσέλευσή μας. Σημαίνει ὅμως ὅτι ὅσο καὶ ἂν προετοιμαστοῦμε, δὲν γινόμαστε ἅγιοι προτοῦ κοινωνήσουμε. Ἡ ἁγιότητα δὲν προηγεῖται τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, ἀλλ’ ἕπεται. Ἂν εἴμαστε ἅγιοι πρὶν κοινωνήσουμε, τότε πρὸς τί ἡ Θ. Κοινωνία; Μόνον ἡ μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἁγιάζει, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ Θ. Κοινωνία. Ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ πηγάζει μία σειρὰ ἀπὸ ἀλήθειες ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα μας.

Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι κατανοοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γιατί, ὅπως ἀναφέραμε στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μας, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται «ἅγιοι», παρὰ τὸ ὅτι δὲν χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἠθικὴ τελειότητα. Ἐφ’ ὅσον ἁγιότητα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σημαίνει μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὑπὲρ ἡμῶν ἁγιάζει ἑαυτὸν μὲ τὴ θυσία Του, ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μετέχουν στὸν ἁγιασμὸ αὐτὸ μποροῦν νὰ καλοῦνται «ἅγιοι».

Μὲ τὴν ἴδια «λογική», στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς Εὐχαριστίας ἔλαβαν τὸ ὄνομα «τὰ ἅγια» (πρβ. τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις»), παρὰ τὸ ὅτι ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν εἶναι ἅγια. Καὶ μὲ τὴν ἴδια αἰτιολογία ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς ἐπίσης ἀπένειμε τὸν τίτλο «ἅγιος» στοὺς ἐπισκόπους. Πολλοὶ σκανδαλίζονται σήμερα ὅταν λέμε «ὁ ἅγιος δεῖνα» (ἕνας δημοσιογράφος ποὺ εἶχε ὡς κύριο ἔργο του νὰ προβάλλει σκάνδαλα ἐπισκόπων, εἶχε καθιερώσει τὴ γραφὴ ὁ ἅγιος - ἐντὸς εἰσαγωγικῶν – δεῖνα. Πλήρης ἄγνοια τῆς σημασίας τοῦ ὅρου ἅγιος). Ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί εἰκονίζει στὴ Θ. Εὐχαριστία τὸν μόνον ἅγιο, ὡς εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς καθήμενος εἰς τόπον καὶ τύπον Θεοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο. Ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἐκείνη ποὺ δικαιολογεῖ τὸν τίτλο «ἅγιος». Ὁ Ὀρθόδοξος λαός, πρὶν ὑποστεῖ τὴ διάβρωση τοῦ εὐσεβισμοῦ, δὲν εἶχε καμία δυσκολία νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ γλώσσα τοῦ εἰκονισμοῦ, καὶ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο ἐκείνου, ποὺ τὸν εἰκονίζει μέσα στὴ Θ. Λειτουργία, δηλαδὴ στὸν ἐπίσκοπο.

Ἔτσι ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων». Σ’ αὐτὴν ἀποβλέπει ἡ ἄσκηση τῶν ὁσίων, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ποτὲ σκοπός, ἀλλὰ μέσο πρὸς τὸν σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τὸ σημεῖο αὐτὸ λησμονεῖται καὶ παραβλέπεται ἀπὸ πολλοὺς σύγχρονους θεολόγους, ἀκόμα καὶ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, τείνουν νὰ ταυτίσουν τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἄσκηση.

Ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας ὅμως εἶναι εὔγλωττη. Ἐπὶ σαράντα χρόνια ἀσκήθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅταν κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν ἅγιο, τότε ἐτελεύτησε τὸν βίο ἔχοντας ἁγιασθεῖ. Ὁ σκοπὸς τῆς ἀσκήσεώς της ἦταν ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Θὰ ἦταν ἁγία ἡ ὁσία Μαρία, ἂν εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη ἀλλὰ δὲν εἶχε κοινωνήσει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον ἀρνητική.

Ἀλλὰ ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς καταστάσεως ἐκείνης, στὴν ὁποία θὰ ἁγιάζεται καὶ θὰ δοξάζεται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση αἰώνια καὶ ἀδιάκοπα ὁ «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ».

πηγή

Τί επιθυμεί να θέλουμε ο Θεός;




Αββάς Δωρόθεος

Τόσο αγαθούς μας θέλει ο Θεός, ώστε ακόμα και σ’ αυτές τις συμφορές που Εκείνος επιτρέπει δεν θέλει να συγκατατεθούμε με το θέλημά μας. Αλλά τι επιθυμεί να θέλουμε; Το θέλημά Του το αγαθό, αυτό που γίνεται, όπως είπαμε, «κατ’ ευδοκίαν». Το αγαθό δε θέλημα είναι καθετί που γίνεται σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε, όπως το να αγαπάει ο ένας τον άλλο, να συμπάσχει, να ελεεί, και τα παρόμοια. Να, αυτό είναι το θέλημα του Θεού το αγαθό.

Πῶς θὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν Θεό;

Πως θα επικοινωνήσουμε με τον Θεό; 
Η προσευχή
Ομιλεί ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Γέροντας Ελισαίος.Η ομιλία έγινε στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη στις 8-4-2008.
Ο π. Γεώργιος Σχοινάς καλωσορίζει τον Γέροντα Ελισαίο στην σύναξη των νέων του Αγίου Δημητρίου.

- Τι σημαίνει η καθημερινή ζωή για τους ανθρώπους που ζουν μέσα στον κόσμο;
Τι σημαίνει να συνδυάζεις την πνευματική ζωή με την επαγγελματική;
- Τι σημαίνει θυσία μέσα στην ζωή μας και στην καθημερινή ζωή; 
- Γιατί πραγματικά κάνουμε όλα αυτά που κάνουμε στην ζωή μας;
- Γιατί πηγαίνουμε στην Εκκησία,γιατί διαβάζουμε,γιατί σπουδάζουμε,τι ρόλο παίζουν όλα αυτά;
- Αυτό που πραγματικά λείπει είναι η κοινωνία μας με τον Θεό.
- Πως θα επικοινωνήσουμε με τον Θεό; 
- Πως καταλαβαίνουμε ότι εισακούεται η προσευχή μας; 


Προσευχή, δέηση, προσευχές, αγάπη, επικοινωνία, πίστη, αμαρτία, κοσμικό φρόνημα, μετάνοια, αφιέρωση, μοναχός, κοσμικός, ελευθερία, αγνότητα, παρθενία, Εκκλησία, μέριμνα, εντεύξεις, ικεσία, ευχαριστία, Πικιώνης, Άγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης, γαλήνη, λογισμοί, λογισμός, δωρεά, Ελισαίος, Γέροντας Ελισαίος, Θεός, Χριστός, αμαρτωλότητα, ασκητικότητα, πνευματικότητα, πνευματική ζωή, φόβος, ανασφάλεια,Παρέα της Τρίτης, νους, νοερά προσευχή, καρδιά
πηγή

Κυριακή, Οκτωβρίου 09, 2016

Ο Καημός της ρωμιοσύνης*





Του Γιώργου Καραμπελιάαπό την Ρήξη φ. 127

Καθώς το εκκρεμές της ιστορίας μετακινείται από τη Δύση στην Ανατολή, μετέωροι στη ρωγμή των δύο κόσμων, φτάσαμε σε μια κρίση που δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι μια κρίση καθολική: δημογραφική, γεωπολιτική, πολιτική, μεταναστευτική, πνευματική: κλωτσοσκούφι της Μέρκελ, έντρομοι μπροστά στον Ερντογάν, λοιδορούμενοι από τους Σκοπιανούς και τους Τσάμηδες.
Η Δύση, στην οποία καταφύγαμε, μας αποδέχεται μόνον ως παρίες, ενώ η ισλαμική Ανατολή μας απειλεί με υποταγή και εξαφάνιση. Έτσι, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τον εαυτό μας, χωρίς, πλέον, περιθώρια για ψεύδη και μεσοβέζικες λύσεις. Είτε θα αποδεχτούμε το ιστορικό τέλος μας, τη μεταβολή της Ελλάδας σε μία πολυφυλετική και πολυεθνική ζώνη-ταμπόν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ένας Λίβανος των Βαλκανίων, ελεγχόμενοι ταυτόχρονα από τη φραγκική Δύση και την τουρκική Ανατολή (εξάλλου ο άξονας Βερολίνου-Τουρκίας λειτουργεί εδώ και πάνω από εκατό χρόνια), είτε, για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως συλλογικό υποκείμενο, θα πρέπει να πραγματοποιήσουμε σήμερα την ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα, να υπερβούμε τον καημό της ρωμιοσύνης.
Πιεσμένοι από Ανατολή και Δύση, δεν έχουμε πλέον άλλα περιθώρια ιστορικής υποχώρησης. Το πρόβλημα της συνέχειας του έθνους μας παίζεται στα ίδια τα νησιά μας, στις ίδιες τις πόλεις, στην ίδια μας την πρωτεύουσα. Η φυγή, όταν είσαι εξασθενημένος, μεταβάλλεται σε υποταγή και εν τέλει σε ιστορικό θάνατο. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια να συνεχίσουμε στον δρόμο της φυγής-υποταγής και ταυτόχρονα να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε.
Βρισκόμαστε μπροστά στη «μητέρα των μαχών». Είτε εδώ, σήμερα και στις επόμενες δεκαετίες, θα κερδίσουμε το δικαίωμα στην επιβίωση και παράδοξα θα ολοκληρώσουμε το ανολοκλήρωτο, είτε θα μεταβληθούμε σε μια ιστορική ανάμνηση ως ανεξάρτητο έθνος.
Σε μια τέτοια στιγμή, όταν όλα τα ψέματα τελειώνουν, είναι δυνατό να επιχειρήσουμε μία ολοκληρωτική επ-ανάσταση, διότι πλέον δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, είμαστε στριμωγμένοι στον τοίχο δίνοντας μια μάχη ύπαρξης. Απορρίπτοντας τη φυγή προς τα έξω και στα κάθε ειδών ναρκωτικά, στα οποία με τόση ευκολία κατέφυγαν τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες, να αντικρίσουμε θαρραλέα το πεπρωμένο μας.
Στα επόμενα πενήντα ή εκατό χρόνια, είτε θα πάψουμε να υπάρχουμε είτε, θα ξεπεράσουμε τον καημό μας, επιτέλους ελεύθεροι και αυτεξούσιοι.
*Απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Η υπέρβαση, Πέραν της αριστεράς και της δεξιάς, που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 2016 από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.

http://ardin-rixi.gr/archives/201027 
το είδαμε εδώ

Οι μεγάλες ενωτικές σημαίες Βορείου Ηπείρου και Κύπρου στον αγώνα Ελλάδα - Κύπρος (φωτογραφίες - βίντεο)


 
Οκτώβριος 9, 2016.

Από τη μία η απαγόρευση της εισόδου σημαιών της Βορείου Ηπείρου στον αγώνα ελπίδων Ελλάδα - Αλβανία στο Περιστέρι στις 2 Σεπτεμβρίου, από την άλλη η αμετακίνητη θέση των αλβανών να διδάσκουν στη γεωγραφία για "αλβανικές περιοχές στην Ελλάδα" με την 




παράλληλη ανακίνηση ανύπαρκτων ζητημάτων σε διεθνές επίπεδο, πείσμωσαν ακόμα περισσότερο τα μέλη του Εθνικού Συλλόγου "Βόρειος Ήπειρος 1914". 
-
-

Έτσι την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016 παραβρέθηκαν στο Γήπεδο Γεώργιος Καραϊσκάκης για τον αγώνα Ελλάδα - Κύπρος στο πλαίσιο των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2018 που θα διεξαχθεί στη Ρωσία, ώστε να υποστηρίξουν την εθνική μας αλλά και για να κάνουν αισθητή, για μία ακόμα φορά, την παρουσία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.


Όπως έγινε και στον φιλικό αγώνα με το Μαυροβούνιο στις 24 Μαρτίου, μέλη του ΕΣΒΗ 1914, με την βοήθεια των φίλων της Εθνικής Ελλάδος, Ελλαδιτών και Κυπρίων, ξεδίπλωσαν κατά την διάρκεια της ανάκρουσης του Εθνικού Ύμνου, την μεγάλη σημαία της Βορείου Ηπείρου! 


Ο αγώνας αυτός είχε τεράστια συμβολική σημασία αφού το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της μητέρας Ελλάδας αντιμετώπιζε αυτό της Κύπρου, ενός επίσης αδικημένου και ημισκλαβωμένου τμήματος του Ελληνισμού.


Χαρακτηριστικό είναι ότι Ελλαδίτες και Κύπριοι, ποδοσφαιριστές και φίλαθλοι, έψαλλαν με μία φωνή τον κοινό εθνικό μας ύμνο, τον "Ύμνο εις την Ελευθερία", δημιουργώντας μία ζεστή ατμόσφαιρα συγκίνησης σε αγωνιστικό χώρο και κερκίδες, παρά την καταρρακτώδη βροχή. 


Στην κερκίδα των "φιλοξενουμένων" επίσης υψώθηκε η ενωτική σημαία της Κύπρου, με το σχήμα της μαρτυρικής νήσου μέσα στην γαλανόλευκη, καθώς και το πανό που έγραφε "ΕΣΤΙΝ ΟΥΝ ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ Η ΚΥΠΡΟΣ".


Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του αγώνα ακούστηκε πολλές φορές το σύνθημα "ΕΛΛΑΣ - ΚΥΠΡΟΣ - ΕΝΩΣΙΣ"!



Δείτε τις φωτογραφίες









 Δείτε τα βίντεο



Εγώ τελούσα το Μυστήριο, αυτοί έβλεπαν το Μυστήριο.


Μητροπολίτης Μόρφου π.Νεόφυτος.
Λειτουργώ στον Άγιο Μάμα. Πραγματική ιστορία.
Τελειώνει σχεδόν η Θεία Λειτουργία και φτάνουμε εκεί που λέει ο Διάκος: «πρόσχωμεν».
Εγώ μέσα, πίσω από το Ιερό Βήμα παίρνω τον Άγιο Άρτο ο οποίος είναι Σώμα Χριστού πια, Τον προσκυνώ και λέω: «τα άγια τοις αγίοις».
Απαντά ο ψάλτης έξω: «εις Άγιος, εις Κύριος».
Εκείνη την ώρα εγώ συνεχίζω τη διαδικασία. Νομίζω ότι -αν είμαι κανένας από αυτούς τους ιεροεξεταστές της απόλυτης εκκλησιαστικής εξουσίας- ότι εδώ τελώ ένα Μυστήριο κεκρυμμένο που δεν το βλέπετε, το κρατώ στα χέρια μου.
Κι όμως.
Δύο άνθρωποι, όχι ένας. Από δύο διαφορετικές περιοχές, πρόσφυγες της Μόρφου. Μου είπαν οι άνθρωποι, ο ένας στο τέλος της Λειτουργίας και ο άλλος τηλεφωνικά, ο ένας άντρας, η άλλη γυναίκα.
– Πανιερώτατε, μα τι μεγάλα μυστήρια γίνονται μέσα στη Λειτουργία! Και τι Φως βγαίνει! Και πως έρχεται πάνω σε μας τους αμαρτωλούς!
 Πως το καταλάβατε εσείς; τους λέω.
– Είπες εσύ, «τα άγια τοις αγίοις» και είδαμε να βγαίνει Φως μέσα από το Ιερό, να αγκαλιάζει όλον τον Εσταυρωμένο του Αγίου Μάμα -κι έχει έναν πολύ ωραίο Εσταυρωμένο εκεί. Και αυτό το Φως που ανέβηκε από την Αγία Τράπεζα που ήσουν εκεί σκυμμένος, έπεσε πάνω μας και μας έκαμε εντύπωση. Σε πολλούς από εμάς έπεσε αλλά όχι σε όλους. Και στους Τούρκους –που είχαμε μέσα Τούρκους στρατιώτες, δημοσιογράφους, έχουμε κι αυτά στις κατεχόμενες Λειτουργίες- δεν έπεφτε Φως.
Και λέω κι εγώ, Κοίτα να δεις! Εγώ τελούσα το Μυστήριο, αυτοί έβλεπαν το ΜυστήριοΚαι ήταν και οι δύο άνθρωποι ελαχίστης παιδείας αλλά ξέρουν να προσεύχονται, ξέρουν να μετανοούν και ο Θεός τους δίνει μία δυνατότητα να συμμετέχουν ουσιαστικά μέσα στα Μυστήρια.
 Απομαγνητοφώνηση Φαίη/Αβέρωφ.
πηγή
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...