Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2011

Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Χριστιανός Ορθόδοξος Ανάδοχος (Α΄)

Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Χριστιανός Ορθόδοξος Ανάδοχος (Α΄)

undefinedΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΑΔΟΧΟΣ Α'
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Ιεροκήρυξ Ι.Μ.Δρ.Πωγ.& Κονίτσης
Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε και ζοῦμε, ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, το Σῶμα δηλ. τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία τῶν Μυστηρίων.
Τό πρῶτο ἀπό τά μυστήρια, τό εἰσαγωγικό μυστήριο, πού μᾶς εἰσάγει καί μᾶς κάνει ὀργανικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.
Στήν Π.Δ. ἔχουμε τύπους τοῦ πραγματικοῦ Βαπτίσματος, μέ τελευταῖο τό βάπτισμα μετανοίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος κλείνει τήν Π.Δ. καί ἀνοίγει τήν Κ. Διαθήκη. «Ἰωάννης ἐβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας τῷ λαῷ λέγων εἰς τόν ἐρχόμενον μετ’ αὐτόν ἵνα πιστεύσωσιν, τοῦτ’ ἔστιν εἰς τόν Ἰησοῦν» (Πράξ. 19,4). Ὁ Ἰωάννης βάπτισε βάπτισμα μετανοίας καί ἔλεγε στό λαό νά πιστεύουν σ’ Ἐκεῖνον πού ἔρχεται μετά ἀπό αὐτόν, δηλ. στόν Ἰησοῦ Χριστό...

Ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τό παράδειγμά Του ἁγίασε τό Βάπτισμα, ὅταν βαπτίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή στόν Ἰορδάνη ποταμό.
Τέλος, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, μετά τήν ἀνάστασή Του, δίνει στους Ἀποστόλους τήν τελευταία Του ἐντολή: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 20, 18-19). Πηγαίνετε καί κάνετε ὅλο τον κόσμο μαθητές μου, βαπτίζοντες αὐτούς στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτή τη θεία ἐντολή τοῦ βαπτίσματος, ἡ Ἐκκλησία μας τήν τηρεῖ ἐξ ἀρχῆς καί φυσικά θα συνεχίσει νά τήν ζεῖ καί νά τήν ἐφαρμόζει μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.
Τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἀναγκαῖο καί ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό καί δέν ἀμφισβητεῖται ἀπό κανέναν πιστό Χριστιανό, πού γνωρίζει ἔστω καί στοιχειωδῶς κάποια πράγματα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.
***
Ἐκεῖνο ὅμως γιά τό ὁποῖο χρειάζεται νά μιλήσουμε καί τό ὁποῖο ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό ἴδιο τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, εἶναι τό θέμα «ἀνάδοχος».
Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος; πότε ἐμφανίζεται στη ζωή τῆς Ἐκκλησίας; καί ποιές εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις του;
Εἶναι ἀνάγκη νά ἐξετάσουμε τίς πτυχές τοῦ θέματος αὐτοῦ, διότι, δυστυχῶς, ἀρκετοί εἶναι οἱ Χριστιανοί πού ἀναλαμβάνουν τήν εὐθύνη τοῦ νά γίνουν ἀνάδοχοι (νονοί), χωρίς νά γνωρίζουν τίς σοβαρές ὑποχρεώσεις καί εὐθύνες πού συνεπάγεται ἡ πράξη τους αὐτή, νομίζοντας ὅτι τό νά βαπτίσει κανείς ἕνα παιδί ἤ ἕναν μεγάλο ἄνθρωπο, αὐτό δέν εἶναι παρά μιά κοινωνική ἐκδήλωση, πού σκοπό ἔχει νά συνδέσει περισσότερο φιλικά τίς οἰκογένειες καί τούς ἀνθρώπους. Πιστεύουν δηλ. ὅτι τό μυστήριo τοῦ βαπτίσματος καί τό νά γίνει κανείς νονός, εἶναι ἁπλά μιά κοινωνική ἐκδήλωση.
Ἄς δοῦμε λοιπόν: α) Τί εἶναι ὁ ἀνάδοχος (ὁ νονός ἤ ἡ νονά) καί πότε ἐμφανίστηκε.
Ἀνάδοχος εἶναι τό πρόσωπο, ἄνδρας ἤ γυναίκα, πού στέκεται ἐγγυητής στήν Ἐκκλησία γιά τήν πίστη τοῦ βαπτιζομένου καί ἀναλαμβάνει τή φροντίδα μετά τό βάπτισμα νά τον στερεώνει στήν Χριστιανική πίστη.
Ὁ θεσμός αὐτός τοῦ ἀναδόχου ἐμφανίζεται στή μορφή πού γνωρίζουμε γιά πρώτη φορά τόν β΄ αἰ. Βλέπουμε τά στοιχεῖα του νά ὑπάρχουν ἐξ ἀρχῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ὅταν ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος Κορνήλιος ἔδειξε τήν ἐπιθυμία νά βαπτιστεῖ, ὁ ἀπ. Πέτρος, θεώρησε πολύ βασικό νά ρωτήσει τούς ἀπεσταλμένους τοῦ ἑκατόνταρχου γιά τό ποιόν τοῦ άνθρώπου. Φυσικά ὅλοι μαζί βεβαίωσαν ὅτι ἦταν δίκαιος, ἀξιόπιστος, «φοβούμενος τον Θεόν καί μαρτυρούμενος ἀπό ὅλον τό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων» (Πράξ. 10,22).
Ὁ θεσμός λοιπόν τοῦ ἀναδόχου ξεκινᾶ ἀπό μία βασική ἐκκλησιαστική προϋπόθεση. Ὅτι ὁ ὑποψήφιος πρέπει νά εἶναι ἐχέγγυος, γνωστός, νά ἔχει δώσει καλή μαρτυρία πρός τά ἔξω, νά ἔχει δηλ. δώσει δείγματα ἀκεραιότητας καί εἰλικρινῶν διαθέσεων γιά τήν Χριστιανική πίστη καί ζωή, πού θά λάβει μέ τό βάπτισμα. Ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα δείχνει μεγάλο ἐνδιαφέρον καί θετικό προβληματισμό γιά τούς Ἐθνικούς, με καλές διαθέσεις, πού ζητοῦσαν νά ἐνταχθοῦν στήν νέα πίστη. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά στίς συζητήσεις τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων τό 49 μ.Χ. ἀλλά καί στίς ἐπιστολές τοῦ ἀπ. Παύλου.
Ἀπό τήν περιγραφή πού ἐκθέτει ὁ Λουκᾶς στό 10 κεφ. τῶν Πράξεων, βλέπουμε τήν ἀναγκαία συλλογή πειστικῶν ἀποδείξεων πρίν ἀπό τήν Κατήχηση καί τήν Βάπτιση. Ἐμφανίζεται καί ἑδραιώνεται ὁ ἀνάδοχος, πού θά καθιερωθεῖ κατά τόν β΄αἰ. Ὅπως δηλ. τό καθ’ αὐτό τελετουργικό τῆς Ἐκκλησίας μας, ξεκίνησε μέ οὐσιώδη σπερματική μορφή στίς πρῶτες Χριστιανικές κοινότητες καί κατόπιν ἁπλώθηκε σάν «δένδρον εὐσκιόφυλλον», τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν ἀνάδοχο στό θέμα τοῦ βαπτίσματος.
Ὁ πρῶτος πού κάνει εἰδική ἀναφορά γιά ἀνάδοχο εἶναι ὁ Τερτυλλιανός στό ἔργο του (De baptismo). Ἀκόμα ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης παρουσιάζει μέ ἀνεπτυγμένη μορφή τόν σημαντικώτατο ρόλο τοῦ ἀναδόχου, ὅπως αὐτός ὑπάρχει στήν ἀποστολική παράδοση πού κατέχει.
Αὐτός ὅμως πού μέ ἀπαράμιλλο ὕφος περιγράφει τή φυσιογνωμία τοῦ ἀναδόχου καί ἄρα τήν ἀναγκαιότητά του γιά τό βάπτισμα, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Ἱερό Χρυσόστομο.
Ὅπως γνωρίζουμε, στήν ἀρχή βαπτίζονταν καί σέ μεγάλη ἡλικία, διότι ὥριμοι ἄνθρωποι γνώριζαν τό Χριστό καί πίστευαν, ἀλλά καί διότι εἶχε ἐπικρατήσει μιά τάση νά ἀναβάλλουν τό βάπτισμα, ὅσοι πίστευαν στό Χριστό, γιά τό τέλος τῆς ζωῆς τους.
Τό ἐλατήριο ἦταν ὅτι, ἐπειδή τό βάπτισμα, δέν ἀπαλλάσσει μόνο ἀπό τήν ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλά καί ἀπό τίς προσωπικές ἁμαρτίες, ἀνέβαλλαν τό βάπτισμα, ὥστε καθαροί νά μεταβοῦν στήν ἄλλη ζωή. Καί αὐτός ἀκόμη ὁ Μ. Κων/νος, πού τόση πίστη εἶχε δείξει στή ζωή του, τό βάπτισμά του τό ἀνέβαλε στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Μαρτυρεῖται δε, ὅτι ἀπό τή στιγμή τῆς βαπτίσεώς του μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του δέν ἀποχωρίστηκε τόν λευκό χιτῶνα τοῦ Βαπτίσματος. Τήν τάση ὅμως αὐτή, τό νά βαπτίζονται δηλ. μεγάλοι, ἀκριβῶς διότι δέν εἶναι σωστή, δέν τήν υἱοθέτησε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί πάλι νωρίς ἐξέλειπε. Φυσικά ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχε καί ὁ νηπιοβαπτισμός. Ἐφ’ ὅσον δέ ἐπικρατοῦσε στήν ἀρχαία Ἐκκλησία καί τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων (μέχρι τόν δ΄αἰ.), οἱ ἀνάδοχοι πού ἐξελέγονταν, ἦταν τοῦ ἴδιου φύλου μέ αὐτόν πού θά βαπτίζονταν.
Ἤδη εἴπαμε ὅτι ἔργο τῶν ἀναδόχων ἦταν κυρίως ἡ ἐγγύησις ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία, γιά τό ἠθικό ποιόν τοῦ ὑποψηφίου πρός βάπτιση, ἡ παρακολούθησις στήν πνευματική γνώση καί πρόοδο καί ἡ συμπαράστασις κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Γιά τούς σοβαρώτατους αὐτούς λόγους, ὁ ἀνάδοχος ὄφειλε νά εἶναι ὄχι μόνο βαπτισμένος Χριστιανός ὁ ἴδιος, ἀλλά καί ζωντανό καί συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νά ζῇ δηλ. συνειδητά τή μυστηριακή καί ἀγωνιστική ζωή τοῦ Εὐαγγελίου καί ὄχι νά εἶναι μόνο κατ’ ὄνομα Χριστιανός, ὅπως δυστυχῶς συμβαίνει σέ ἀρκετές τῶν περιπτώσεων.
Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλ. Ἱστορία βλέπουμε ὅτι, κυρίως στή Δύση, μέχρι τόν ε΄αἰ. ἀνάδοχοι μποροῦσαν νά γίνουν καί οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς τοῦ τέκνου πού λάμβανε τό βάπτισμα. Ὅμως αὐτό ἀπαγορεύθηκε ἀπό τίς ἀρχές τοῦ θ΄αἰ. (Σύνοδος τοῦ Mainz 813). Ἀκόμα, λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ ἀνάδοχος θεωρήθηκε ὡς πνευματικός πατέρας (ἤ μητέρα) τοῦ βαπτιζόμενου, ἀπό πολύ νωρίς, ἐξ’ αἰτίας τῆς πνευματικῆς αὐτῆς συγγένειας, ἀπαγορεύτηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ τέλεσις γάμου μεταξύ ἀναδόχου καί ἀναδεκτῆς καί μεταξύ ἀναδεξαμένης καί ἀναδεκτοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δηλ., πού καθοδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, θεώρησε τήν κατά πνεῦμα συγγένεια διά τοῦ βαπτίσματος, μεγαλύτερη καί σοβαρώτερη καί ἀπό αὐτήν τήν κατά σάρκα συγγένεια τῶν συνδεδεμένων προσώπων. Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή μάλιστα ἐπεκτάθηκε καί σέ ἄλλα μέλη τῆς οίκογένειας τοῦ ἀναδεκτοῦ ἤ τῆς ἀναδεκτῆς.
Στό Βυζάντιο, ἡ πνευματική αὐτή συγγένεια πού προέρχεται μέσῳ τοῦ βαπτίσματος, μεταξύ ἀναδόχου καί ἀναδεκτοῦ ἤ ἀναδεκτῆς μέ ὅλες τίς ἀπαγορεύσεις καί τίς εὐθῦνες πού συνεπάγεται, ἔχει ἐπικυρωθεῖ καί ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό τό 530. Ἐπίσης πολύ χαρακτηριστικός εἶναι ὁ νγ΄ κανόνας τῆς ἐν Τρούλῳ Συνόδου, ὁ ὁποῖος κάνει εἰδική ἀναφορά ἀκριβῶς στήν πνευματική συγγένεια πού προέρχεται διά τοῦ βαπτίσματος.
Καί μόνο λοιπόν ἀπ’ αὐτό, ἀπό τήν πνευματική δηλ. συγγένεια πού δημιουργεῖται διά τοῦ βαπτίσματος, διαφαίνεται καθαρά πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶναι τό νά ἀναλαμβάνει κανείς τόν ρόλο τοῦ ἀναδόχου.
Γιά τίς βαρύτατες εὐθῦνες τοῦ ἀναδόχου ὁ Ἅγ. Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τονίζει: Ἐκ τῶν πρώτων πρέπει νά ἀποδειχθεῖ, ὅτι ἀπέχει ἀπό κάθε «ἀθεότητα καί ἀγνωσία τοῦ ὄντως καλοῦ», «ὥστε ν’ ἀξιωθῆ διά τῆς ἱερᾶς αὐτοῦ μεσιτείας» καί «τῶν θείων τυχεῖν καί Θεοῦ». Νά ἀποδειχθεῖ δηλ. ὅτι εἶναι ἀδιάβλητος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ἡ βιοτή καί πολιτεία του εἶναι ἔνθεος.
Σήμερα πού λόγῳ τῆς μετακίνησης τῶν πληθυσμῶν καί γενικῶς τῆς παγκοσμιοποίησης τά δεδομένα ἔχουν ἀλλάξει καί ὥριμοι πλέον ἄνθρωποι ἐντάσσονται καθημερινῶς στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει καί πάλι ὅσοι ἀναλαμβάνουν τό ρόλο καί τό διακόνημα τοῦ ἀναδόχου, νά μελετήσουν σοβαρά τίς προϋποθέσεις καί, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, τίς εὐθῦνες τοῦ ρόλου αὐτοῦ, καί κατόπιν, συνειδητά πλέον, νά ἀποδέχονται τήν εὐθύνη τοῦ ἀναδόχου.
(Συνεχίζεται)

Κόνιτσα.
Email p.ioil@freemail.gr

Ο άγιος απόστολος και ευαγγελιστής Ματθαίος (16 Νοεμβρίου)
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«Ο άγιος Ματθαίος, καθισμένος στο τελώνιο, ως φοροεισπράκτορας που ήταν, άκουσε τον Κύριο να του λέει: Ακολούθει μοι. Την ίδια ώρα σηκώθηκε και Τον ακολούθησε. Του έκανε μεγάλη φιλοξενία στο σπίτι του, όπως λέει το ευαγγέλιο, και συναριθμήθηκε στους αποστόλους. Αυτός, αφού δέχτηκε τη δύναμη του αγίου Πνεύματος και έμαθε τα θεία, συνέγραψε το κατ’ αυτόν ευαγγέλιο και το έστειλε στους Ιουδαίους. Δίδαξε τους Πάρθους και τους Μήδους, ίδρυσε Εκκλησία, κι αφού έκανε πολλά θαύματα, ύστερα τελειώθηκε διά πυρός από τους απίστους».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας και του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Ματθαίου, σε δύο κυρίως σημεία επικεντρώνει την προσοχή μας μέσα από τους ύμνους του γι’ αυτόν: πρώτον, στο γεγονός της κλήσεώς του από τον Κύριο, ώστε από τελώνης να γίνει απόστολος, δεύτερον, στη συγγραφή του ευαγγελίου του. Προκειμένου να κατανοήσει κανείς τη σημασία της μεταστροφής αυτής, θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο όρος «τελώνης» την εποχή εκείνη ήταν ταυτόσημος με τον όρο «αμαρτωλός». Κι αυτό διότι οι τελώνες ήταν εκείνοι, που νοικιάζοντας τους φόρους που είχαν επιβάλει στους Ιουδαίους οι κυρίαρχοι Ρωμαίοι, τους απαιτούσαν έπειτα πολλαπλασίως. Θεωρούνταν λοιπόν ως εκείνοι που «ρουφούσαν» κυριολεκτικά το αίμα του λαού, λόγω της μεγάλης αδικίας τους. Επ’ αυτού μάλιστα έχει καταγραφεί και το εξής περιστατικό, που φανερώνει πολύ άμεσα την αμαρτωλότητα των τελωνών: κάποιος τελώνης που πήγε να εισπράξει τους φόρους από έναν πτωχό Ιουδαίο, διεπίστωσε ότι αυτός είχε πεθάνει προ ολίγων ημερών. Τι έκανε λοιπόν; Προκειμένου να εκβιάσει την πληρωμή από τους συγγενείς του αποθανόντος, ξέθαψε το πτώμα και άρχισε να το μαστιγώνει. Ώστε τελώνης και αμαρτωλός ήταν όροι ταυτόσημοι.
Ο υμνογράφος λοιπόν επικεντρώνει στην μεταστροφή του Ματθαίου – «ευαγγελιστής από τελώνου, ως ηκολούθησέ σοι, μετεσκεύασται ο θεηγόρος, τη παναλκεί , παντουργέ, δυνάμει σου, ο Ματθαίος ο πανάριστος» - εξηγώντας μας όμως ότι αυτό έγινε αφενός διότι ο ίδιος ο Χριστός έδωσε αυτήν την δύναμη, αφετέρου διότι ο Κύριος ως καρδιογνώστης είδε την ένθεη γνώμη του, παρ’ όλη την αμαρτωλή δραστηριότητά του, και έτσι τον λύτρωσε από τον κόσμο της αδικίας: ό,τι συνέβη, όπως και άλλοτε είχαμε σημειώσει, και με τον απόστολο Παύλο, για παράδειγμα. Κι αυτό σημαίνει: ο Κύριος προγνωρίζοντας την καλή προαίρεση του ανθρώπου, καλεί τον άνθρωπο να Τον ακολουθήσει, οπότε στη συνέχεια τον ενισχύει ποικιλοτρόπως. «Ο εμβατεύων καρδίας των ανθρώπων, ότε σου την ένθεον γνώμην, Απόστολε, θεία προγνώσει εώρακε, και εκ του κόσμου της αδικίας σε ελυτρώσατο». Απόδειξη της πράγματι καλής διάθεσης του τελώνη Ματθαίου ήταν η άμεση αντίδρασή του: τα άφησε όλα, κάθε γήινη φροντίδα, και ακολούθησε με προθυμία τον Χριστό, για τον Οποίο έδωσε στο τέλος και την ίδια τη ζωή του. «Καλούντι Χριστώ, προς μαθητείαν ουράνιον, προθύμως ηκολούθησας, θεόληπτε, πάσαν σχολήν φροντίδος γηίνης, υφ’ εν παρωσάμενος». Επιφανειακά, φαινόταν ένας αμαρτωλός που αδικούσε τον κόσμο. Εσωτερικά, ήταν έτοιμος να δεχτεί την κλήση του Θεού. Πόσο λανθασμένα κρίνουμε εμείς οι άνθρωποι και πόσο δίκαιη είναι η κρίση του Θεού. Γι’ αυτό και ο Κύριος μάς καλεί «μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε».
Ο άγιος Ματθαίος όμως, είπαμε, έγινε και ευαγγελιστής: «ευαγγελιστής από τελώνου γενόμενος». Είναι το δεύτερο σημείο που προβάλλει ο υμνογράφος, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ωραιότατες εικόνες. Μας υπενθυμίζει εν πρώτοις ότι ήταν ο πρώτος που έγραψε ευαγγέλιο: στα εβραϊκά πρώτα και έπειτα με δική του μεταγραφή στα ελληνικά. «Ο πρώτος του Χριστού ευαγγέλιον γράψας». Με αποτέλεσμα, να φωτίσει όλη την υφήλιο – «πάσαν δαδουχών την υφήλιον κτίσιν» - και να καταφωτίσει τους λαούς με τις λάμψεις του ευαγγελίου του: «και κατεφώτισας λαούς ευαγγελίου ταις επιλάμψεσι». Ο φωτισμός αυτός του κόσμου μέσω του ευαγγελίου του Ματθαίου είναι, κατά τον υμνογράφο και κατά την πίστη γενικώς της Εκκλησίας, ο φωτισμός της χάρης του αγίου Πνεύματος. Ο Ματθαίος έσκυψε μέσα στα βάθη του Πνεύματος και κατενόησε τον ακένωτο πλούτο Του. Άντλησε λοιπόν τη χάρη αυτή και τη μοίρασε σε όλους του ανθρώπους. «Εις τα βάθη του Πνεύματος διακύψας, απόστολε, πλούτον τον ακένωτον κατενόησας∙ και εξ αυτού αρυσάμενος την χάριν την άφθονον, ημίν ευαγγελικώς πάσι ταύτην διένειμας».
Δεν υπάρχει περίπτωση να μελετήσει κανείς το ευαγγέλιο του αγίου Ματθαίου και να μην αιχμαλωτιστεί από τα θεόπλοκα δίχτυα του. Αρκεί να το μελετήσει με καλή διάθεση και με πίστη. Θα διαπιστώσει ότι το Πνεύμα του Θεού που τον φώτισε, θα φωτίσει και εκείνον. Συνεπώς θα οδηγηθεί στην επίγνωση του ίδιου του Θεού, του μεγαλύτερου θησαυρού στον κόσμο τούτο. Όπως το λέει και ο υμνογράφος: «Ματθαίου ζωγρείται θεοπλόκοις του Μαθητού δικτύοις, τα συστήματα των πιστευόντων, διά παντός προς την σην επίγνωσιν, ευεργέτα, ποδηγούμενα». (Οι πιστοί αιχμαλωτίζονται από τα θεόπλοκα δίχτυα του μαθητή Ματθαίου, και καθοδηγούνται πάντοτε προς τη δική Σου επίγνωση, ευεργέτα Κύριε). Κι ακόμη: είναι το ευαγγέλιο του Ματθαίου που τονίζει κατεξοχήν και την ημέρα της Κρίσεως, της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Μιας καταγραφής που όταν λαμβάνεται υπόψη σοβαρά, κάνει τον άνθρωπο να ξυπνάει από τη ραθυμία και να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού. Διότι με όριο την Κρίση του Θεού επιλέγει να σκέπτεται και να πράττει εκείνα που θα αντέξουν την ώρα αυτή: ό,τι αποτελεί πλουτισμό της ψυχής. «Και των ραθύμων ήγειρας ψυχάς…πρώτος γεγονώς ευαγγελιστής εν τω κόσμω, καθυπογράψας την ώραν της κρίσεως».

Ακολουθείν

Κωνσταντίνος Χολέβας, Στην αναμπουμπούλα ο γκρίζος λύκος χαίρεται

 

πηγή: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 15/11/2011
ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΠΟΥΜΠΟΥΛΑ Ο ΓΚΡΙΖΟΣ ΛΥΚΟΣ ΧΑΙΡΕΤΑΙ
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων
Όπως έχω ξαναγράψει δεν με ενθουσιάζουν οι πολυκομματικές κυβερνήσεις συνεργασίας. Φαίνεται, όμως, ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι αυτή τη στιγμή μία λύση ανάγκης για να βγούμε από τα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα. Εύχομαι στη μεταβατική κυβέρνηση τρία πράγματα. Πρώτον να λάβει την 6η δόση του δανείου χωρίς να δεχθεί περαιτέρω μείωση της εθνικής μας κυριαρχίας. Δεύτερον να παραδώσει συντόμως την εξουσία ώστε να οδηγηθούμε σε εκλογές και να μιλήσει ο λαός. Τρίτον να μην αντιμετωπίσει κατά τον βραχύ βίο της σοβαρή τουρκική πρόκληση. Και το λέγω αυτό, διότι σε περιόδους αναστατώσεως της ελληνικής πολιτικής ζωής ο γκρίζος λύκος χαίρεται και προκαλεί. Θυμίζω την πρόκληση στα Ίμια το 1996, η οποία προέκυψε κατά την παράδοση της σκυτάλης από τον Α. Παπανδρέου στον Κ. Σημίτη...

Προ ολίγων ημερών είχαμε ένα περιστατικό, το οποίο δεν αποτελεί μεν σοβαρό μεθοριακό επεισόδιο, αλλά καταδεικνύει τις διαθέσεις της τουρκικής κυβερνήσεως. Συγκεκριμένα ο ιστορικός Ναός της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια της Μικράς Ασίας μετατράπηκε από Μουσείο σε ισλαμικό τέμενος με απόφαση της Γενικής Διευθύνσεως Βακουφίων της Άγκυρας. Η επαναλειτουργία του τζαμιού μετά από 90 χρόνια διακοπής της λειτουργίας του πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 6.1.2011, εορτή των θυσιών για τους Μουσουλμάνους. (Αναφέρω και μία λεπτομέρεια με ιστορικό συμβολισμό: Δύο ημέρες πριν, στις 4 Νοεμβρίου, η Ορθόδοξη Εκκλησία εόρταζε τη μνήμη του Αγίου Ιωάννου Βατάτζη, Βυζαντινού Αυτοκράτορος με έδρα τη Νίκαια από το 1222 έως το 1254). Ο Μουφτής της Νίκαιας προεξήρχε της πρωινής προσευχής και ο Γενικός Διευθυντής Βακουφίων εξέφρασε τη χαρά του για την επαναλειτουργία του Ναού ως χώρου προσευχής των μουσουλμάνων. Υπενθύμισε μάλιστα ότι πριν από 680 χρόνια η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τέμενος από τον Ορχάν Γκαζί των Οθωμανών και ότι από τη δεκαετία του 1920 παραμένει κλειστή. Προσέθεσε ότι δεν θα επιτραπεί να γίνουν Χριστιανικές Λειτουργίες και ότι πλέον έχει αφαιρεθεί η πινακίδα «Μουσείο Αγίας Σοφίας».
Για το ίδιο θέμα ο Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβερνήσεως Μπουλέντ Αρίντς εξέφρασε την ευαρέσκειά του και παραπονέθηκε υποκριτικότατα ότι πολλά τζαμιά στα Βαλκάνια δεν είναι πλέον τζαμιά. Λησμονεί ότι το ελληνικό κράτος, παρά τις αρνητικές μνήμες ξενικής κατοχής που μάς φέρνουν τα τζαμιά, συντηρεί με χρήματα του ελληνικού λαού πολλά μουσουλμανικά τεμένη, όπως π.χ. το τέμενος Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο. Λησμονεί επίσης ή θέλει να λησμονεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία , παρά τις πικρές μνήμες της εισβολής, συντηρεί πολλά τεμένη στις ελεύθερες περιοχές, όπως π.χ. το Χαλά Τεκέ Τζαμί κοντά στη Λάρνακα. Δικαίως ο δημοσιογράφος Νικόλαος Μαγγίνας διερωτάται μήπως αυτό που συνέβη στην Αγία Σοφία της Νίκαιας μπορεί να συμβεί και με το σύμβολο της Χριστιανοσύνης, την Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως (www.amen.gr, 10.11.2011).
Με την απομάκρυνση του Γ. Παπανδρέου από την κυβέρνηση είναι ευκαιρία να απαγκιστρωθούμε ως έθνος και ως πολιτικό σύστημα από ξεπερασμένες, αφελείς και επικίνδυνες αντιλήψεις περί ελληνοτουρκικής προσεγγίσεως, πολυπολιτισμικών προτύπων κ.λπ. Από τη γραπτή μορφωτική συμφωνία Γ. Παπανδρέου-Ισμαήλ Τζεμ του 2001 μέχρι σήμερα η Ελλάς έχει προβεί σε μονομερείς περικοπές σελίδων και κεφαλαίων από τα σχολικά βιβλία Ιστορίας, Γεωγραφίας και Λογοτεχνίας με την ελπίδα να μη διαταραχθεί η –κατ’ εμέ ανύπαρκτη- ελληνοτουρκική φιλία. Αντιθέτως οι εκάστοτε κυβερνώντες στην Άγκυρα, ασχέτως κομμάτων ή ιδεολογιών, συνεχίζουν να διδάσκουν στα σχολεία τον ακραίο εθνικισμό . Μάλιστα άφησαν επίτηδες έξω από την προαναφερθείσα μορφωτική συμφωνία το μάθημα «Στοιχεία Εθνικής Ασφαλείας», το οποίο διδάσκεται στη Β και Γ Λυκείου από ένστολο Τούρκο Αξιωματικό και δια του οποίου αμφισβητείται η Ιστορία μας και η εδαφική μας ακεραιότητα. Είναι επίσης αναγκαίο το συντομότερο δυνατόν να ξεκινήσουν οι απαραίτητες διπλωματικές ενέργειες για την ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ με βάση το Καστελλόριζο. Ο απελθών Πρωθυπουργός χρεώνεται με μεγάλη ολιγωρία και ηττοπάθεια στο συγκεκριμένο ζήτημα και θα ήταν ευχής έργον η αποχώρησή του να σηματοδοτήσει την υιοθέτηση μιας αξιοπρεπέστερης και πιο δυναμικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Ως Χριστιανός Ορθόδοξος και ως δημοκρατικός πολίτης πιστεύω στην ειρήνη και στην ανάγκη συμφιλιώσεως μεταξύ των λαών. Δεν πιστεύω, όμως, ότι οι καλές σχέσεις γειτονίας παγιώνονται με συνεχείς μονομερείς υποχωρήσεις, όπως πράττει πολλές φορές η ελληνική διπλωματία. Όσο δε για την πολυσυζητημένη «ελληνοτουρκική φιλία» είναι προφανές ότι από την εμφάνιση του όρου στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια. Ο Ελευθέριος. Βενιζέλος προσπάθησε να προσεγγίσει τον Κεμάλ για να θέσει ένα τέλος στις πολεμικές συγκρούσεις. Όμως λίγα χρόνια μετά, κατά την περίοδο του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της τριπλής κατοχής στην πατρίδα μας, η τουρκική κυβέρνηση ξεσπούσε στην πολυπληθή ελληνική Ομογένεια της Κωνσταντινουπόλεως και εξόντωσε πολλά μέλη της με τον ύπουλο φόρο «Βαρλίκ Βεργκισί». Προ ημερών μιλούσα με Έλληνα αξιωματικό, ο οποίος υπηρέτησε στο ΝΑΤΟϊκό στρατηγείο της Σμύρνης και έκανε το λάθος να πάρει μαζί τα παιδιά του. Άντεξαν μόνο για λίγους μήνες στο ειδικό αγγλόφωνο σχολείο που λειτουργεί εκεί για τα παιδιά των ξένων αξιωματικών. Αναγκάσθηκε να τα ξαναφέρει στην Ελλάδα λόγω των ύβρεων και των προπηλακισμών από τα τουρκόπουλα. Η ελληνοτουρκική φιλία έχει ακόμη μακρύ δρόμο να διανύσει μέχρι να καταστεί -αν ποτέ καταστεί- πραγματικότητα!

Κύριε, Συ δίδεις την ορθήν κατεύθυνσιν του βίου και εξασφάλισιν ζωής αιωνίου. - Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος (Βαλληνδράς)


Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (Βαλληνδρά)
Αιωνία η μνήμη
(Τρία έτη από την κοίμησή του)
(2 Φεβρουαρίου 1915 - 16 Νοεμβρίου 2008)

Ήδη επί των ήμερων της επιγείου ζωής του Κυρίου ετέθη αυτό το δίλημμα εις τους ανθρώπους, και παρουσιάζετο η Προσωπικότης Του και το κήρυγμα Του ως «σημείον αντιλεγόμενον» υπό διπλήν έννοιαν. Πρώτον μεν πολλοί διηρωτώντο: «Τις άρα ούτος εστίν»; (Μάρκ. δ' 41). Μήπως άλλωστε και ο Κύριος δεν ηρώτησε τους μαθητάς Του, δια να ακουσθή ή απήχησις της κοινής γνώμης, «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;» (Ματθ. ιστ' 13). Και η απάντησις, εκ μέρους των μαθητών, ήτο: «οι μεν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν ή ένα των προφητών». Άλλα και, πάλιν ερωτά ο Κύριος: «Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;» Και, εξ ονόματος των, ό Πέτρος εκφράζει το αληθές φρόνημα περί του Χρίστου, και πανηγυρικώς ομολογεί: «συ ει ό Χριστός ό υιός του Θεού του ζώντος» (αύτ. 14-16). Έκτοτε, δια μέσου των αιώνων και των γενεών, όλοι οι σοβαρώς σκεπτόμενοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το ερώτημα τούτο: «τις άρα ούτος εστίν»; Ποίος είναι λοιπόν Εκείνος, ό Όποιος παρουσιάζεται ως θεία μορφή, ως προσωπικότης αγιωτάτη και ως διδάσκαλος υψηλοτάτων αληθειών;
Άλλοι μεν ευλαβώς υποκλίνονται ενώπιον της αγίας Του προσωπικότητας και ευλαβώς υπακούουν εις το θείον Του θέλημα. Και σοφοί του κόσμου και απλοϊκοί του λάου. Υπό την σημαίαν του Κυρίου και επί των γραμμών του Ευαγγελίου Του, συναντώνται όσοι ομολογούν πίστιν και αφοσίωσιν εις Αυτόν λατρεύοντες την θεότητα Του. Άλλοι όμως έχουν τας επιφυλάξεις των. Τον θεωρούν απλώς ως μίαν υπέροχον φυσιογνωμίαν, αλλά προβάλλουν τας αμφιβολίας των εν σχέσει προς την Θεότητα Του.
Δεν είναι όμως ο Κύριος μόνον επί του πεδίου της πίστεως «σημείον αντιλεγόμενον», αλλά και επί του ηθικολογικού πεδίου. Δια τούτο κυρίως «σχίσμα εγένετο εν τω όχλω δι' αυτόν». (Ίω. ζ' 43) Διότι ό Κύριος δεν προβάλλει μόνον ως διδάσκαλος, αλλά και με την απαίτησιν της συμμορφώσεως της ζωής μας σύμφωνα με την διδασκαλίαν Του. Διχάζονται λοιπόν οι άνθρωποι. Και άλλοι μεν, κατανοόντες ότι ή διδασκαλία αυτή είναι ή υψίστη ηθική διδασκαλία, την αποδέχονται και συμμορφώνονται προς αυτήν άλλοι όμως επαναλαμβάνουν «σκληρός εστίν ούτος ό λόγος, τις δύναται αυτού ακούειν;» (Ίω. στ' 60). Σκληραί δηλ. αι απαιτήσεις της διδασκαλίας αυτής, ποίος μπορεί να την ακούη και να την αποδέχεται; Στρέφουν λοιπόν τα νώτα και εγκαταλείπουν την γραμμήν του Κυρίου, καθ' ον χρόνον άλλοι, συνετώτεροι και με ειλικρινεστέραν διάθεσιν, επαναλαμβάνουν δια μέσου των αιώνων: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις», (αύτ. 68) Που άλλου να καταφύγωμεν έκτος από Σένα; Συ δίδεις την ορθήν κατεύθυνσιν του βίου και εξασφάλισιν ζωής αιωνίου.
Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος (Βαλληνδράς)

πηγη αναστασιος 

Τρίτη, Νοεμβρίου 15, 2011

Ο πόλεμος κατά της Εκκλησίας


7626_102087349807087_100000174666109_59371_4874452_n.jpg

Η Εκκλησία αναμφίβολα βασανίζεται, οι αρχηγοί της παύονται. Λύκοι αρπακτικοί επιτέθηκαν στην ποίμνη και σκόρπισαν το ποίμνιο. Οι δυνάμεις αυτού του κόσμου ξεσηκώθηκαν κατά του θυσιαστηρίου και επέβαλαν το σφετερισμό και το σχίσμα.

Τι σημαίνει αυτό; Δεν συνέβη ποτέ τίποτε παρόμοιο στον κόσμο; Σαν να μη μεγάλωσε η Εκκλησία του Χριστού ανάμεσα σε αταξίες! Κι ο ίδιος ο Χριστός σαν να μην περικυκλώθηκε από σκάνδαλα από το λίκνο μέχρι το θάνατό του! Αν είναι έτσι, γιατί να παραπονιόμαστε; Τι είναι τα δικά μας παθήματα, όταν ο Υιός του Θεού και οι απόστολοί του μας μετέφεραν την αλήθεια μέσα σε διωγμούς και βάσανα;

Ας εξετάσουμε τη σκέψη σου, όταν αφήνεται να ταράσσεται από τις αταξίες που μας ενοχλούν. Όταν τα αγαπητά σου πρόσωπα υποφέρουν, υποφέρεις κι εσύ, και κλαις για τόσες δυστυχίες, στις οποίες δεν διακρίνεις ούτε το σκοπό ούτε το πιθανό τέλος. Σκοτεινές και ζοφερές ιδέες σε πολιορκούν, σύννεφο λύπης σε καλύπτει. Πέφτεις στην αποθάρρυνση, διότι δεν καταλαβαίνεις τίποτε απ' όλα όσα συμβαίνουν.

Α, δεν θέλω να σου καλύψω το κακό που σε τρο­μάζει. Δεν θέλω ούτε να το αρνηθώ, ούτε να το ελαχιστοποιήσω. Θέλω αντίθετα να το αντικρίζεις όπως είναι, δηλαδή πιο τρομερό, πιο βαθύ απ' ό,τι σου φαίνεται. Ναι, περιπλανιόμαστε στους κόλπους μιας ατέλειωτης φουρτουνιασμένης θάλασσας.

Το πλοίο, μας μεταφέρει, κλυδωνίζεται χωρίς κατεύθυνση, παραδομένο στη θέληση των μανιασμένων ωκεάνιων κυμάτων. Οι μισοί του ναύτες βρίσκονται στη θάλασσα και τα πτώματά τους επιπλέουν μπροστά στα μάτια μας στην επιφάνεια του νερού. Σχίστηκαν τα πανιά, έσπασαν τα κατάρτια. Τα κουπιά εγκαταλείφθηκαν, το πηδάλιο έσπασε και οι πλοηγοί, καθισμένοι στη θέση τους, δεν μπορούν παρά με τα χέρια τους να συσφίγγουν τα γόνατά τους, ανήμποροι να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο και μη έχοντας πια δύναμη παρά μόνο για να θρηνούν.

8417_100646066625005_100000388354965_14253_6496352_n.jpg

Σκοτεινή νύχτα τους καλύπτει και κινδυνεύουν να σκοντάψουν σε ύφαλο. Τα αυτιά τους δεν συλλαμβάνουν πλέον παρά τον εκκωφαντικό θόρυβο των κυμάτων. Η ίδια η θάλασσα ανασηκώνει από τον πυθμένα της απαίσια τέρατα και τα ρίχνει πάνω στο πλοίο.

Η φρίκη των επιβατών είναι μεγάλη ...; Μάταια προσπαθώ με τη συσσώρευση των εικόνων αυτών να εκφράσω το πλήθος των κακών που μας καταθλίβουν. Πραγματικά, ποια ανθρώπινη γλώσσα θα μπορούσε να τα περιγράψει; Κι ωστόσο εγώ, που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θα έπρεπε να ήμουν ταραγμένος, δεν χάνω την ελπίδα. Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά προς τον ύψιστο κυβερνήτη του σύμπαντος, που δεν του είναι αναγκαία η ευφυΐα, για να καθησυχάσει την τρικυμία ...

Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποθαρρυνόμαστε, αλλά αντίθετα να έχουμε πάντα στο νου μας αυτή την αλήθεια: Δεν υπάρχει παρά μία δυστυχία, που πρέπει να φοβόμαστε στον κόσμο, την αμαρτία και τις αδυναμίες της ψυχής, που οδηγούν στην αμαρτία. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά μύθος.

Επιβουλές και εχθρότητες, απάτες και συκοφαντίες, αδικίες και καταδόσεις, δημεύσεις, εξορίες, ξίφη ακονισμένα, θάλασσες ταραγμένες, πόλεμος όλης της οικουμένης, όλα αυτά δεν είναι τίποτε και δεν μπορούν να ταράξουν ψυχή που αγρυπνά.

Ο απ. Παύλος μάς το διδάσκει μ' αυτά τα λόγια: «τα βλεπόμενα πρόσκαιρα» (Β' Κο 4,18). Γιατί, λοιπόν, να φοβόμαστε σαν να είναι αληθινές συμφορές γεγονότα που ο χρόνος παρασύρει όπως ένα ποτάμι τα νερά του; «Αλλά», θα μου πει κανείς, «είναι σκληρό και βαρύ φορτίο η εχθρότητα». Αναμφίβολα. Ωστόσο, ας τη δούμε από μια άλλη πλευρά και θα μάθουμε να την καταφρονούμε.

Οι προσβολές, οι περιφρονήσεις, οι σαρκασμοί, που προέρχονται από τους εχθρούς μας, τι είναι; Το μαλλί από ένα φθαρμένο επανωφόρι, που το τρώνε τα σκουλήκια και το λειώνει ο χρόνος. «Εντούτοις», προσθέτει κάποιος, «μέσα σ' αυτές τις δοκιμασίες που επιβάλλονται στον κόσμο, πολλοί χάνονται και πολλοί σκανδαλίζονται». Ασφαλώς, κι αυτό συμβαίνει αρκετές φορές. Στη συνέχεια όμως, μετά τις καταστροφές, τους θανάτους, τα σκάνδαλα, ξαναπροβάλλει η τάξη, βασιλεύει η ηρεμία και η αλήθεια ξαναβρίσκει το δρόμο της. Α! Θέλετε να είστε πιο συνετοί από τον Θεό! Βολιδοσκοπείτε τις αποφάσεις της θείας πρόνοιας! Υποκλιθείτε καλύτερα στους νόμους πού θέτει. Μη κρίνετε, μη γογγύζετε. Να επαναλαμβάνετε μόνο με τον ίδιο απόστολο: «Βαθιά σχέδια του Θεού, ποιος θα μπορούσε να διεισδύσει σε σας;» (Ρω 11,33).

JERUSALEM%20-%20EPIFANY%202006%20020%20%28Small%29.jpg

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος άνθρωπος δεν είδε ποτέ τον ήλιο ν' ανατέλλει και να δύει. Δεν θα σκανδαλιζόταν, αν έβλεπε το άστρο της μέρας να εξαφανίζεται από το στερέωμα και τη νύχτα να καταλαμβάνει τη γη; Θα πίστευε ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε. Κι εκείνος που δεν είδε παρά την άνοιξη, δεν θα σκανδαλιζόταν βλέποντας να φτάνει ο χειμώνας, ο θάνατος αυτός της φύσης; Θα νόμιζε ίσως ότι ο Θεός απαρνήθηκε το έργο του κι εγκαταλείπει τον κόσμο που δημιούργησε.

Κι αυτός που βλέπει να σπέρνουν το σπόρο πάνω στη γη και τον ίδιο το σπόρο να σαπίζει κάτω από τη γη και την πάχνη, δεν σκανδαλίζεται και δεν αναρωτιέται γιατί να χάνεται αυτός ο σπόρος; Αλλ' αργότερα θα τον δει να ξαναζωντανεύει σε χρυσοκίτρινα στάχυα.

Ο άλλος θα δει τον ήλιο ν' ανατέλλει ξανά στον ορίζοντα και την άνοιξη να διαδέχεται πάλι το χειμώνα. Αυτοί οι άνθρωποι θα μετανοήσουν τότε για την τύφλωσή τους και θα υποκλιθούν με σεβασμό μπρος στην τάξη, που όρισε η θεία πρόνοια. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τα ηθικά πράγματα και τα γεγονότα της ζωής. Αρκεί να τα παρατηρήσουμε, για ν' αναγνωρίσουμε σε λίγο με πόνο ότι η αμφιβολία που μας κατέλαβε δεν ήταν παρά βλασφημία ...;

 

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
xfd.gr Το αλίευσα ΕΔΩ 

Ἐλᾶτε νὰ κουβεντιάσουμε παιδιά μου

Γκόρκι Μαξὶμ




Στὰ θρησκευτικά, εἴχαμε δάσκαλο ἕναν ὡραῖο νεαρὸ παπά, μὲ πλούσια μαλλιά. Ὁ παπὰς δὲ μ' ἀγαποῦσε, γιατί δὲν εἶχα τὴν «Ἱερὰ Ἱστορία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης», καὶ γιατί κορόιδευα τὸν τρόπο ποὺ μιλοῦσε.

Μόλις ἔμπαινε στὴν τάξη, πρώτη του δουλειὰ ἤτανε νὰ μὲ ρωτήσει:
- Πεσκόφ, ἔφερες τὴν Βίβλο ἢ ὄχι: Ναὶ τὴν Βίβλο.
Ἐγὼ ἀπαντοῦσα:
- Ὄχι. Δὲν ἔφερα. Ναὶ
- Τί ναί;
- Ὄχι;
- Ἄντε, πήγαινε στὸ σπίτι. Ναὶ στὸ σπίτι. Γιατί δὲν σκοπεύω νὰ κάνω μάθημα. Ναί. Δὲν σκοπεύω!

Αὐτὸ δὲ μὲ πολυστενοχωροῦσε, ἔφευγα κι ὥσπου νὰ τελειώσουν τὰ μαθήματα, τριγυρνοῦσα στοὺς γεμάτους λάσπη δρόμους τῆς κωμόπολης, χαζεύοντας τὴν πολυτάραχη ζωή της.
Ὁ παπὰς εἶχε ἕνα ὡραῖο πρόσωπο, σὰν τοῦ Χριστοῦ, τρυφερὰ γυναικεῖα μάτια, καὶ μικρὰ χέρια, ποὺ κι αὐτὰ ἦταν τρυφερά, γιὰ κάθε πράγμα ποὺ τοὺς ἔπεφτε. Κάθε πράγμα. -Βιβλίο, χάρακα, κοντυλοφόρο- τὸ 'πιανε μὲ καταπληκτικὴ χάρη, λὲς καὶ τὸ πράγμα αὐτὸ ἦταν ζωντανά, εὔθραυστο. Ὁ παπὰς τὸ ἀγαποῦσε καὶ φοβότανε, θαρρεῖς, μήπως τὸ χαλάσει μὲ μιὰ ἀπρόσεχτη κίνησή του. Μὲ τὰ παιδιὰ δὲν ἦταν τόσο τρυφερός, μὰ τὸν ἀγαποῦσαν.
Παρ' ὅλο ποὺ ἡ ἀπόδοσή μου στὰ μαθήματα ἦταν ὑποφερτή, μοῦ εἶπαν πολὺ γρήγορα πὼς θὰ μὲ ἀποβάλουνε ἀπὸ τὸ σχολεῖο γιὰ ἀνάξια διαγωγή. Στεναχωρέθηκα. Αὐτὸ σήμαινε γιὰ μένα μεγάλες φασαρίες γιατί ἡ μητέρα, ποὺ γινόταν κάθε μέρα καὶ πιὰ νευρική, μ' ἔδερνε συχνά.

Μὰ ἦρθε ἡ βοήθεια. Ξαφνικά, ἦρθε στὸ σχολεῖο ὁ ἐπίσκοπος Χρύσανθος, ἕνας ἄνθρωπος, ἀπ' ὅ,τι θυμᾶμαι, καμπούρης ποὺ θύμιζε μάγο. Πολὺ κοντός, μ' ἕνα φαρδὺ μαῦρο ράσο κι ἕνα κωμικὸ κουβαδάκι στὸ κεφάλι μόλις ἔκατσε στὸ τραπέζι, ἀνασκουμπώθηκε κι εἶπε:
- Ἐλᾶτε, λοιπόν, νὰ κουβεντιάσουμε, παιδιά μου.

Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς τάξης ἄλλαξε ἀμέσως, ἔγινε ζεστή, χαρούμενη, εὐχάριστη. Ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους, φώναζε καὶ μένα στὸ τραπέζι του καὶ μὲ ρώτησε σοβαρὰ
- Πόσω χρονῶν εἶσαι. Μόνοοο; Πολὺ ψηλὸς εἶσαι, ἀδελφέ μου, δὲν εἶν' ἔτσι; Καθόσουν συχνὰ κάτω ἀπὸ τὶς βροχές, ἔ;

Ἔβαλε στὸ τραπέζι τὸ κοκκαλιάρικο χέρι του, μὲ τὰ μεγάλα μυτερὰ νύχια, ἔπιασε στὰ δάχτυλά του τὴ φτωχὴ γενειάδα του, κάρφωσε στὸ πρόσωπό μου τὸ καλοσυνάτο βλέμμα του καὶ πρότεινε
- Πές μου κάτι ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἱστορία, τί σ' ἄρεσε σ' αὐτήν;

Ὅταν τοῦ εἶπα πὼς δὲν ἔχω βιβλίο καὶ δὲ μαθαίνω τὴν Ἱερὰ Ἱστορία ἔσαξε τὸ καλυμμαύχι του καὶ ρώτησε
- Πῶς γίνεται αὐτό. Πρέπει νὰ τὴ μάθεις! Μήπως ξέρεις τίποτε ἄλλο, ἄκουσες τίποτα; Ξέρεις τὸ Ψαλτήρι; Πολὺ καλά! Καὶ προσευχές; Βλέπεις, λοιπόν; Ξέρεις κι ἀπὸ πάνω καὶ τοὺς βίους τῶν Ἅγιων; Καὶ μάλιστα σὲ στίχους; Μὰ ἐσύ μοῦ εἶσαι πολύξερος, βλέπω!

Μόνο τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐμφανίστηκε ὁ παπάς μας, κόκκινος, λαχανιασμένος. Ὁ ἐπίσκοπος τὸν εὐλόγησε, μὰ ὅταν ὁ παπὰς ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ μένα, ὁ ἐπίσκοπος σήκωσε τὸ χέρι κι εἶπε:
- Μία στιγμή, παρακαλῶ... Ἄντε, πές μας γιὰ τὸν Ἀλεξέι, τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.
- Ὑπέρκαλοι στίχοι, ἀδελφέ μου, ἔ; εἶπε, ὅταν κόμπιασα λιγάκι, ξεχνώντας κάποιο στίχο. Τίποτε ἄλλο;... Γιὰ τὸν βασιλιὰ Δαβίδ: Εἶμαι ὅλος αὐτιά!

Εἶδα, πὼς πραγματικὰ ἀκούει καὶ τοῦ ἀρέσουν οἱ στίχοι. Μὲ ρώτησε πολλὴν ὥρα, ἔπειτα, ξαφνικά, σταμάτησε καὶ ζήτησε βιαστικὰ νὰ μάθει.
- Διάβασες ψαλτήρι: Ποιός σοῦ τὰ ἔμαθε. Ὁ καλός σου ὁ παππούς; Τί, κακὸς εἶναι; Εἶναι δυνατόν; Καὶ σὺ κάνεις πολλὲς τρέλες;

Ζάρωσα, μὰ εἶπα-ναὶ- Ὁ δάσκαλος μὲ τὸν παπὰ ἐπιβεβαίωσαν, μὲ πολλὰ λόγια, τὴν ὁμολογία μου. Ὁ ἐπίσκοπος τοὺς ἄκουσε μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, ἔπειτα εἶπε, ἀναστενάζοντας:
- Νὰ τί λένε γιὰ σένα. τ' ἄκουσες; Ἄντε, ἔλα πιὸ κοντά!

Ἔβαλε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι μου, ποὺ ἀνάδινε μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ κυπαρρυσόξυλο, καὶ ρώτησε
- Γιὰ ποιὸ λόγο κάνεις ἀταξίες;
- Εἶναι ποὺ βαριέμαι τὸ μάθημα, εἶναι ἀνιαρό.
- Ἀνιαρό; Αὐτό, ἀδελφέ μου, σὰν νὰ μὴν εἶναι σωστό! Ἂν βαριόσουνα τὰ μαθήματα θὰ ἤσουνα κακὸς μαθητής. Καὶ οἱ δάσκαλοί σου λένε πὼς εἶσαι καλὸς στὰ μαθήματα. Ἑπομένως κάτι ἄλλο συμβαίνει.

Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι κι ἔγραψε πάνω του: Πεσκὸφ Ἀλεξέι.
- Ἐντάξει. Πάρτο αὐτό, καλὸ θὰ εἶναι νὰ συγκρατηθεῖς, ἀδελφέ, νὰ μὴν εἶσαι τόσο ἄτακτος! Λιγάκι, ἐπιτρέπεται, μὰ τὸ πολὺ κάνει ζημιὰ στοὺς ἄλλους. Λέγω καλά, παιδιά;

Πολλὲς φωνὲς μαζὶ ἀπάντησαν χαρούμενα:
- Καλά.
- Καὶ σεῖς λιγάκι ἀταχτεῖτε, δὲν εἶναι ἔτσι;

Τὰ παιδιὰ ἄρχισαν, γελώντας, νὰ λένε:
- Ὄχι. Καὶ μεῖς πολύ!

Ὁ ἐπίσκοπος ἀκούμπησε στὴν πλάτη τῆς καρέκλας, μ' ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του καὶ εἶπε μὲ κατάπληξη, μ' ἕναν τέτοιο τόνο, ποὺ ὅλοι, ἀκόμα κι ὁ δάσκαλος κι ὁ παπὰς γέλασαν:
- Περίεργο πράγμα, ἀδελφοί μου, κι ἐγὼ στὰ χρόνια σας, ἤμουνα μεγάλος καπετὰν φασαρίας! Γιατί, τί φταίει, ἀδελφοί μου;


Τὰ παιδιὰ γελοῦσαν, ἐκεῖνος τοὺς ρωτοῦσε, μπερδεύοντάς τους ὅλους, μὲ τέχνη, προκαλώντας διαφωνίες καὶ ἀντιρρήσεις μεταξύ τους, καὶ δυναμώνοντας διαρκῶς τὴν εὐθυμία τελικά, σηκώθηκε καὶ εἶπε:
- Καλὰ τὰ περνᾶμε μαζί, ἔκτακτα, μὰ καιρὸς νὰ φύγω!

Σήκωσε τὸ χέρι, πέταξε, μὲ μιὰ κίνηση, τὸ μανίκι του πάνω στὸν ὦμο, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, μὲ πλατιὲς κινήσεις, πάνω σ' ὅλους καὶ εὐλόγησε:
- Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σᾶς εὐλογῶ γιὰ καλὲς ἐπιδόσεις στὰ μαθήματά σας. Ἀντίο σας!

Ὅλοι μαζὶ φώναξαν:
- Ὥρα σας καλὴ παππούλη! Νὰ μᾶς ξαναρθεῖτε!

Κουνώντας τὸ καλυμμαύκι του εἶπε ἐκεῖνος:
- Θὰ ἔρθω, θὰ ἔρθω! Θὰ σᾶς φέρω βιβλία!

Καὶ εἶπε στὸν δάσκαλο, βγαίνοντας ἀπὸ τὴν τάξη.
- Σχολάσετε τὰ παιδιά!

Μὲ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μ' ἔβαλε στὸν διάδρομο καὶ κεῖ μοῦ λέει - Ἔτσι λοιπόν, συγκρατήσου, ἐντάξει; Καταλαβαίνω γιατί κάνεις ἀταξίες. Ἄντε, ἀντίο, ἀδελφέ.

Ἤμουν πολὺ συγκινημένος. Κάποιο ἰδιαίτερο αἴσθημα φούντωνε μέσα μου. Ἀκόμη κι ὅταν ὁ δάσκαλος ἀπόλυσε τὰ παιδιὰ μὲ κράτησε κι ἄρχισε νὰ μοῦ λέει, πὼς τώρα πρέπει νὰ εἶμαι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς· τὸν ἄκουσα μὲ προσοχὴ καὶ προθυμία...

Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης, «Καλύτερα να βλασφημεί κανείς, παρά να είναι αιρετικός»



Μεταφέρουμε απόσπασμα από το βίο του Γέροντος Παϊσίου που συνέγραψε ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης και στο οποίο φαίνεται η μέριμνα του αγίου Γέροντος για την μεταστροφή μουσουλμάνων και ευαγγελικών στην Ορθοδοξία.

«Το μεγάλο όμως ενδιαφέρον του Γέροντα Παϊσίου είχε στραφεί στους ευαγγελικούς και μωαμεθανούς της Κόνιτσας. «Καλύτερα να βλασφημεί κανείς, παρά να είναι αιρετικός, γιατί ο βλάσφημος έχει το ελαφρυντικό του θυμού», έλεγε ο Γέροντας. Την εποχή εκείνη στην Κόνιτσα υπήρχε μια φωλιά ευαγγελικών, καταγομένων από τα Φάρασα της Καππαδοκίας. Στην εκκλησία τους μαζεύονταν περί τα πενήντα άτομα, τα οποία ανεπαίσθητα προσηλυτίζονταν. Ο Γέροντας ανησυχούσε πολύ, γι’ αυτό πλησίασε αυτά τα άτομα, τα διαφώτισε σχετικά και σε μικρό χρονικό διάστημα η εκκλησία των ευαγγελικών έμεινε άδεια. Είχε γράψει μάλιστα κι ένα κείμενο με το οποίο απεδείκνυε τις πλάνες τους και το είχε αναρτημένο στην είσοδο του ναού του μαναστηριού (Στομίου Κονίτσης)...

Τους μωαμεθανούς, οι οποίοι δεν ήταν σκληροί και αδιάλλακτοι, τους μάζευε κάθε Παρασκευή σε διάφορα σπίτια και συζητούσε μαζί τους. Ήταν σίγουρος ότι σύντομα θα τους έκανε χριστιανούς. Η απροσδόκητη όμως αναχώρησή του από το Στόμιο και την Κόνιτσα γενικότερα, είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπεί εκείνη η προσπάθεια».

Η Νηστεία των Χριστουγέννων και το Σαρανταλείτουργο.Θαυμαστές και ωφέλιμες ιστορίες



Στὶς 15 Νοεμβρίου ἀρχίζει ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων.
Πρόκειται γιὰ μιὰ περίοδο ἔντονης πνευματικῆς ἐργασίας καὶ ψυχοσωματικῆς προετοιμασίας γιὰ τὸν ἑορτασμό τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου.Ἀπὸ τὶς 15 Νοεμβρίου ἕως τὶς 17 Δεκεμβρίου (κατ’ ἄλλη παράδοση ἕως τὶς 12 Δεκεμβρίου) νηστεύουμε τὸ κρέας, τὰ γαλακτομικά καὶ τὰ αὐγά καὶ τρῶμε ψάρι (ἐκτὸς βεβαίως Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, ποὺ νηστεύουμε αὐστηρά). Μετὰ τὶς 17 (ἢ 12) Δεκεμβρίου νηστεύουμε καὶ τὸ ψάρι.Ἡ νηστεία ὅμως κατὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου μας ἔχει νόημα, ὅταν συνδυάζεται μὲ προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἔναρξη τῆς νηστείας μᾶς προσκαλεῖ σὲ ἐντονότερη λειτουργικὴ ζωή καὶ ἀγαθοεργία.
Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση προβλέπει γιὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τὴν καθημερινὴ -ἂν οἱ συνθῆκες τὸ ἐπιτρέπουν- τέλεση τῆς θείας λειτουργίας, τὴν τέλεση δηλαδὴ σαρανταλείτουργου.Ἡ τέλεση τοῦ σαρανταλείτουργου ἀποτελεῖ πολὺ μεγάλη εὐλογία. Εἶναι μιὰ θαυμάσια εὐκαιρία γιὰ βίωση τὴς μυστηριακῆς καὶ λατρευτικῆς ζωῆς, γιὰ ἐπαφὴ μὲ τὸν πλοῦτο τῆς ὑμνολογίας καὶ τῆς ἀκροάσεως τῶν θείων Γραφῶν, γιὰ συχνότερη θεία κοινωνία, γιὰ συχνότερη συγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος μᾶς λέει: «Σπουδάζετε πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται οἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ», δηλαδὴ «Προσπαθεῖστε μὲ σπουδὴ νὰ ἔρχεσθε ὅλοι μαζί στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία), γιὰ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν δοξολογεῖτε. Διότι ὅταν συχνά ἔρχεσθε στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία), συντρίβονται οι δυνάμεις του σατανᾶ καί λύεται κάθε ὀλέθρια ἐνέργεια του».Ἡ δύναμη τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν εἶναι μαγική. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας ἐν Χριστῷ. Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς μαθαίνει νὰ συγχωροῦμε, νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε προσφέρουμε τὰ Δῶρα μας στὸ Θεό, τὸν Ἄρτο καὶ τὸν Οἶνο, προσευχόμενοι γιὰ ζῶντες καὶ κεκοιμημένους ἀδελφούς μας.
Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων προσώπων (ἀνάγνωση τῶν «Διπτύχων») εἶναι ἔργο πολὺ σημαντικὸ καὶ ἱερό, ποὺ θεσμοθετήθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ ἐπιτελεῖται ἀδιάλειπτα μέσα στοὺς αἰῶνες. Το Ιερό Σαρανταλείτουργο^^^
Το Ιερό Σαρανταλείτουργο, κατά την διάρκεια της νηστείας των Χριστουγέννων, υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων αδελφών μας.Στο υπέροχο βιβλίο «Ιωάννης της Κροστάνδης», (έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου), διαβάζουμε: «Στην Θεία Λειτουργία τελείται το μυστήριο τής αγάπης. Και ή αγάπη στην ουσία της είναι μεταδοτική. Ή αγάπη, ιδιαίτερα ή θεία, σπεύδει να σκορπίσει το φώς της, την χαρά της όλους… Και συμπληρώνει: ώ αγάπη τελειότατη! ώ αγάπη, πού τα πάντα αγκαλιάζεις! Ώ αγάπη ισχυρότατη! Τί να προσφέρουμε σαν ευγνωμοσύνη στον Θεό για την αγάπη Του προς εμάς; Ή αγάπη αυτή βρίσκεται στην θυσία τού Χριστού, πού προσφέρεται για την άπελευθέρωσι όλων από κάθε κακία…».Και ό μακαριστός π. Παΐσιος, σχετικά με την ανάγκη προσευχής για τούς κεκοιμημένους, έλεγε: «…να αφήνετε μέρος τής προσευχής σας για τούς κεκοιμημένους. Οι πεθαμένοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (για τούς εαυτούς τους). Οι ζωντανοί μπορούν… Να πηγαίνετε στην εκκλησία λειτουργία, δηλαδή πρόσφορο, και να δίνετε το όνομα τού κεκοιμημένου, να μνημονευθή από τον ιερέα στην προσκομιδή. Επίσης, να κάνετε μνημόσυνα και τρισάγια. Σκέτο το τρισάγιο, χωρίς Θεία Λειτουργία, είναι ελάχιστο.Το μέγιστο, πού μπορούμε να κάνουμε για κάποιον, είναι το Σαράντα Λείτουργο. Καλό θα είναι να συνοδευθή και με ελεημοσύνη. Αν έχεις ένα νεκρό, ό όποιος έχει παρρησία στον Θεό, και τού ανάψεις ένα κερί, αυτός έχει υποχρέωση να προσευχηθεί για σένα στον Θεό.Αν πάλι, έχεις ένα νεκρό, ό όποιος νομίζεις ότι δεν έχει παρρησία στον Θεό, τότε, όταν τού ανάβεις ένα αγνό κερί, είναι σαν να δίνης ένα αναψυκτικό σε κάποιον πού καίγεται (από δίψα ). Οι άγιοι δέχονται ευχαρίστως την προσφορά του κεριού και είναι υποχρεωμένοι να προσευχηθούν γι’ αυτόν πού το ανάβει. Ο Θεός ευχαρίστως το δέχεται…». (Μαρτυρίες προσκυνητών, Ζουρνατζόγλου Νικ.)
Για την ωφέλεια από τα Ιερά Σαρανταλείτουργα και τα μνημόσυνα, αξιομνημόνευτο είναι και το περιστατικό πού ακολουθεί από το βιβλίο «Θαύματα και αποκαλύψεις από την Θεία Λειτουργία», (έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου).«Κάποιος άρχοντας από την Νικομήδεια αρρώστησε βαριά και, βλέποντας πώς πλησιάζει στον θάνατο, κάλεσε την γυναίκα του για να τής εκφράσει τις τελευταίες του επιθυμίες: Την περιουσία μου να την μοιράσεις στους φτωχούς και τα ορφανά. Τούς δούλους να τούς ελευθερώσεις. Αλλά στους ιερείς δεν θέλω να δώσεις χρήματα για λειτουργίες. Σ’ αυτή του την μεγάλη θλίψη ό ετοιμοθάνατος επικαλέστηκε με πίστη την ευχή τού άββά Ησαΐα, ενός άγιου μοναχού πού ασκήτευε κοντά στην Νικομήδεια, και αμέσως -ώ τού θαύματος!- έγινε καλά. Σηκώθηκε λοιπόν και πασίχαρος έτρεξε στον όσιο. Εκείνος τον καλοδέχτηκε, δοξάζοντας τον Θεό για το μεγάλο θαύμα.-Θυμάσαι, παιδί μου, τον ρώτησε, ποιά ώρα συνήλθες από την αρρώστια;-Την ώρα πού επικαλέστηκα την ευχή σου, απάντησε εκείνος. Ό όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τί είχε λεχθείστην διάρκεια τής αρρώστιας του και ξαναρώτησε:-Άφησες, παιδί μου, χρήματα στους ιερείς, να λειτουργούν για την σωτηρία τής ψυχής σου;-Όχι, γέροντα. Τί θα είχα να ωφεληθώ άν άφηνα κάτι; Δεν θα πήγαινε χαμένο; -Μην το λες αυτό. Ό άδελφόθεος Ιάκωβος γράφει: «Ασθενεί τις έν ύμίν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν έπ’ αυτόν άλείψαντες αυτόν έλαίω έν το ονόματι του Κυρίου και ή ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα, και έγερεί αυτόν ό Κύριος· καν αμαρτίας ή πεποιηκώς, άφεθήσεται αύτώ». Να λοιπόν πού οι ευχές των ιερέων είναι αποτελεσματικές, για όποιον τις ζητάει με πίστη. Δώσε τώρα κι εσύ ένα ποσό, για λειτουργίες, και θα λάβεις από τον Θεό την πρέπουσα πληροφορία.Έτσι κι έκανε. Έδωσε χρήματα σ’ έναν ιερέα για να του κάνει σαρανταλείτουργο, και γύρισε στον σπίτι του. Όταν συμπληρώθηκαν οι λειτουργίες, μετά από σαράντα μέρες, κι ενώ σηκωνόταν από τον ύπνο, βλέπει ξαφνικά ν’ ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού του και να μπαίνουν σαράντα άνδρες έφιπποι, λαμπροί και αγγελόμορφοι, είκοσι από δεξιά και είκοσι από αριστερά. -Κύριοι μου, φώναξε έκπληκτος ό άρχοντας, πώς μπήκατε σε σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού;-Εμείς οι σαράντα, πού βλέπεις, του απάντησαν εκείνοι, αντιπροσωπεύουμε τις λειτουργίες πού έγιναν για σένα στον φιλάνθρωπο Θεό. Μάς έστειλε Εκείνος, για να σε συνοδεύσουμε μέχρι την εκκλησίας. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρίς δισταγμό. Να, με τα πρεσβυτικά χέρια συμπληρώθηκαν οι σαράντα λειτουργίες, πού έγιναν για να ενωθεί ό Χριστός μαζί σου και να κατοικήσει στην καρδιά σου.Ύστερα από’ αυτά, ό άρχοντας μοίρασε την περιουσία του σε ευλαβείς ιερείς, για να γίνουν λειτουργίες «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού», διακηρύσσοντας πώς οι θείες λειτουργίες και οι αγαθοεργίες μπορούν να ανεβάσουν την ψυχή του ανθρώπου από τα καταχθόνια στα επουράνια.Εἶναι ἡ μέγιστη καὶ πιὸ ἰσχυρὴ προσευχή καθὼς ἀποτελεῖ συμμετοχὴ στὴν προσευχὴ καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων διδάσκει σχετικά: «Μέγιστη ὠφέλεια πιστεύουμε ὅτι θὰ λάβουν αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους δεόμαστε κατὰ τὴν ἁγία καὶ φοβερὴ θυσία τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ Χριστὸν ἐσφαγιασμένον ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων προσφέρομεν ἐξιλεούμενοι ὑπὲρ αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν τὸν φιλάνθρωπον Θεόν». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν νομοθέτησαν τυχαία οἱ Ἀπόστολοι νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὰ φρικτὰ μυστήρια (Θεία Λειτουργία) τοὺς κεκοιμημενούς. Γνωρίζουν ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὠφέλεια γι’ αὐτούς».Ἡ ἐμπειρία μαρτυρεῖ γιὰ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ποὺ δὲν εἶναι «ἀτομικὴ προσευχὴ» ἀλλὰ ἡ προσευχὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.
——————————————————————
Σαρανταλείτουργο « υπέρ αναπαύσεως»
Ο ΓΕΡΟ-ΔΑΝΙΗΛ ο αγιορείτης (1929), ο σοφός ησυχαστής των Κατουνακίων, έχει καταχωρισμένο ατά χειρόγραφά του και το ακόλουθο περιστατικό, που συνέβη το 1869 στην πατρίδα του, τη Σμύρνη.
Κάποιος ενάρετος χριστιανός κάλεσε στα τελευταία της ζωής του τον πνευματικό του παπα-Δημήτρη και του είπε: Εγώ σήμερα πεθαίνω. Πες μου, σε παρακαλώ, τι πρέπει να κάνω την κρίσιμη τούτη ώρα; Ο ιερέας, γνωρίζοντας την αρετή του και τη μυστηριακή προετοιμασία του, του πρότεινε το έξης:
- Δώσε εντολή να σου κάνουν μετά το θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ’ ένα εξωκλήσι.
Έτσι κι έγινε. Ο κυρ-Δημήτρης – αυτό ήταν το όνομά του – άφησε εντολή στο γιο του να κάνει μετά την κοίμησή του σαρανταλείτουργο. Κι εκείνος, υπακούοντας στην τελευταία επιθυμία του καλού του πατέρα, ανέθεσε χωρίς καθυστέρηση την εκτέλεση της στον παπα-Δημήτρη. Ο σεμνός λευίτης δέχτηκε να κάνει το σαρανταλείτουργο, που ο ίδιος είχε προτείνει στο μακαρίτη, και αποσύρθηκε για όλο αυτό το διάστημα στο εξωκλήσι των αγίων Αποστόλων.
Οι τριάντα εννέα λειτουργίες έγιναν απρόσκοπτα. Η τελευταία έπρεπε να γίνει ημέρα Κυριακή το βράδυ όμως του Σαββάτου πιάνει τον παπά ένας δυνατός πονόδοντος και τον αναγκάζει να επιστρέψει ατό σπίτι του. Η πρεσβυτέρα του πρότεινε να βγάλει το δόντι, μα εκείνος αρνήθηκε, γιατί έπρεπε την επόμενη να τελέσει την τελευταία λειτουργία. τα μεσάνυχτα ο πόνος κορυφώθηκε, και τελικά ο παπάς αναγκάστηκε να βγάλει το δόντι. Επειδή όμως παρουσιάστηκε αιμορραγία, ανέβαλε την τελευταία λειτουργία για τη Δευτέρα.
Στο μεταξύ, το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γεώργιος, ο γιος του μακαριστού Δημητρίου, ετοίμασε μερικά χρήματα για τον κόπο του ιερέα, με σκοπό να του τα δώσει την επόμενη μέρα. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε για να προσευχηθεί. ‘Ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να φέρνει ατό νου του τις αρετές, τα χαρίσματα και τα σοφά λόγια του πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό του η ακόλουθη σκέψη: «Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων, η τα καθιέρωσε η εκκλησία για παρηγοριά
των ζώντων;»
Τότε ακριβώς τον πήρε ένας ελαφρός ύπνος, και είδε πώς βρέθηκε σε μια πεδιάδα με ομορφιά απερίγραπτη. Ένιωθε ανάξιο τον εαυτό του να βρίσκεται σε τέτοιον ιερό και παραδεισένιο χώρο. Μπροστά του απλωνόταν ένα απέραντο και κατάφυτο περιβόλι, που μοσχοβολούσε με μίαν ανέκφραστη ευωδία. «Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος!», μονολόγησε. «Ω, τι μακαριότητα περιμένει όσους ζουν ενάρετα στη γη!» Εξετάζοντας έκπληκτος τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα λαμπρό ανάκτορο με έξοχη αρχιτεκτονική χάρη, ενώ οι τοίχοι του έλαμπαν απ’ τα διαμάντια και το χρυσάφι. Η ομορφιά του ήταν ανέκφραστη. Πλησιάζει πιο κοντά, και τότε – τι χαρά! – βλέπει στην πόρτα του παλατιού τον πατέρα του ολοφώτεινο και λαμπροφορεμένο.
- Πώς βρέθηκες εδώ, παιδί μου; τον ρωτάει με πραότητα και στοργή.
- Ούτε κι εγώ ξέρω, πατέρα. Καταλαβαίνω πώς δεν είμαι άξιος γι’ αυτόν τον τόπο. Αλλά πες μου, πως τα περνάς εδώ; πως ήρθες; Τίνος είναι αυτό το παλάτι;
- Η φιλανθρωπία του ΣΩΤΗΡΟΣ Χριστού με τις πρεσβείες της Παναγίας, που της είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, με αξίωσε να καταταχθώ σ’ αυτό το μέρος. Ήταν μάλιστα να μπω σήμερα μέσα στο παλάτι ο οικοδόμος όμως, που το χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία- έβγαλε απόψε το δόντι του – κι έτσι δεν τέλειωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Για το λόγο αυτό θα μπω αύριο.
Ύστερα απ’ αυτά ο Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος και έκπληκτος, αλλά και με απορίες. Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα αναπέμποντας αίνους και δοξολογίες ατό Θεό. το πρωί, μετά τη θεία λειτουργία, πήρε πρόσφορα, νάμα και αγνό κερί και ξεκίνησε για το εξωκλήσι των αγίων Απόστολων. Ο παπα-Δημήτρης τον υποδέχθηκε με χαρά: -
- Τώρα μόλις τελείωσα κι εγώ τη θεία λειτουργία. Έτσι ολοκληρώθηκε το σαρανταλείτουργο.
Αυτό το είπε για να μην τον λυπήσει. ο επισκέπτης. Τότε του διηγήθηκε το νυχτερινό του δράμα. Όταν έφτασε στο σημείο που ο πατέρας του δεν μπήκε στο παλάτι, γιατί ο οικοδόμος έβγαλε το δόντι του, ο παπα-Δημήτρης ένιωσε φρίκη, αλλά και θαυμασμό. – - Εγώ είμαι, αγαπητέ μου, ο οικοδόμος που εργάστηκε στην οικοδομή του παλατιού, είπε με χαρά. Σήμερα δεν λειτούργησα, γιατί έβγαλα το δόντι μου. θα λειτουργήσω όμως τη Δευτέρα, κι έτσι θα ολοκληρώσω το πνευματικό παλάτι του πατέρα σου.

Το σαρανταλείτουργο και η θαυμαστή σωτηρία

Διήγηση π.Στεφάνου Αναγνωστόπουλου.
Κάποτε, ένας χριστιανός, ενώ έσκαβε με πολλούς μαζί σ’ ένα νταμάρι, έπεσε βράχος και τους καταπλάκωσε η στοά. Η γυναίκα αυτού του χριστιανού, η κυρία Αργυρώ, έδωσε ό,τι είχε από το υστέρημά της σε έναν ιερέα να κάμη 40 Λειτουργίες για την ψυχή του άνδρα της σ’ ένα εξωκκλήσι κοντά στο μέρος όπου έγινε δυστύχημα, διότι επίστεψε ότι είναι νεκρός. Καθημερινά μάλιστα πήγαινε ένα πρόσφορο, ένα μπουκάλι με κρασί και μία λαμπάδα, σαν πτωχή που ήταν.
Όταν έφθασε ο ιερέας στις 20 Λειτουργίες, ο διάβολος φθόνησε την ευλάβεια της κυρά Αργυρώς και αφού μετασχηματίστηκε σε έναν γνωστό της χωρικό, την συνάντησε το πρωί στον δρόμο και της είπε: – Ξέρεις; Ο παπάς δεν πήγε στην Εκκλησία γιατί είχε δουλειά βιαστική και γι’ αυτό μην κοπιάζεις. Αύριο πηγαίνεις την προσφορά σου. Αυτό της το έκαμε ο διάβολος τρεις φορές στο διάστημα των 40 Λειτουργιών.
Εν τω μεταξύ, έγινε μεγάλη προσπάθεια ν’ ανοίξουν στοά στο ορυχείο, για να μπορέσουν να βγάλουν τα πτώματα, τα οποία ήσαν πάρα πολλά. Ήσαν όλοι τους νεκροί. Είχαν ήδη περάσει 40 ημέρες. Σκάβοντας ακόμη πιο βαθειά, έφθασαν σ’ ένα μέρος, όπου άκουσαν μία φωνή! Ανθρωπινή φωνή που τους έλεγε: – Προσέξτε, ζω! Σκάψτε με προσοχή, γιατί επάνω μου είναι δύο πέτρες, μην πέσουν και με θανατώσουν.
Αυτοί θαύμασαν και πράγματι, σκάβοντας με πολλή προσοχή από τα πλάγια, βρήκαν τον άνθρωπο ζωντανό και το ανήγγειλαν χαρούμενοι στην γυναίκα του. Απορούσαν όλοι πώς αυτός ο άνθρωπος έζησε επί 40 ημέρες χωρίς τροφή και χωρίς νερό. Κι αυτός τους είπε: – Κάθε μέρα μου έδινε κάποιος – αοράτως, δεν ξέρω πώς – ένα ψωμί και ένα μικρό δοχείο με κρασί, ενώ μία λαμπάδα αναμμένη ήταν μπροστά μου, και έτσι έτρωγα.
Εκτός από τρεις φορές, όπου δεν έφαγα τίποτε ούτε φως είδα και πικράθηκα πολύ, οδυρόμενος για τις αμαρτίες μου, γιατί νόμισα ότι έπαψε πλέον να με βοηθά αυτό το αόρατο χέρι του Θεού. Και ήμουν έτοιμος πλέον να πεθάνω από πείνα και δίψα.
Κατόπιν, είδα και πάλι την αναμμένη λαμπάδα, και δίπλα το ψωμί και το κρασί, όπως και πριν, και εδόξασα τον Θεό που δεν με εγκατέλειψε μέχρι τέλους και έτσι επέζησα και σώθηκα θαυματουργικά.
Όλοι βέβαια δοξολόγησαν τον Θεό, διότι ήσαν χριστιανοί και έμειναν με την απορία του μεγάλου αυτού θαυμαστού γεγονότος. Αυτή, χριστιανοί μου, είναι η πίστις μας! Αυτή είναι η ορθοδοξία μας: Η Θεία Λειτουργία!
(Από το υπό έκδοση βιβλίο μας-Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΖΩΗ)

Ο ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ

Περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου,
Μωυσῆς Μοναχὸς Ἁγιορείτης,
στὸ 14ο βιβλίο τῆς σειρᾶς «ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ»ὑπὸ τὸν τίτλο «Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΟΡΘΩΤΗ ΣΗΜΕΡΑ;»
(ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2010)

.

Ὅταν λειτουργοῦσε γινόταν ἄλλος ἄνθρωπος. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἄκουγαν διαφόρους ἤχους στό ἱερό βῆμα ἀπό οὐράνιους ἐπισκέπτες του. Γονάτιζαν κι ἔψαλλαν τό «Κύριε ἐλέησον».

. Μία φορά εἶπε ὁ ὅσιος στόν ψάλτη του: Εἶχα τόσους ἁγίους σήμερα, πού δέν εἶχα μέρος νά τούς βάλω. Τόν ἅγιο Παντελεήμονα τόν βάλαμε σέ μία γωνία, γιατί δέν ὑπῆρχε χῶρος…

. Κάποτε οἱ δαίμονες ἐνοχλοῦσαν τόν ὅσιο καί δέν τόν ἄφηναν νά προσκομίσει. Μετά τή Λειτουργία εἶπε: Ἄρχισα αὐτό τό σαρανταλείτουργο μέ πίεση. Οἱ δαίμονες φώναζαν τά ὀνόματα, γιά νά μή τά μνημονεύσω, νά μή συγχωρεθοῦν.
Μετά ἕνα ἄλλο σαρανταλείτουργο τόν ρώτησαν:
—Γέροντα κουράστηκες γιά νά τό τελειώσεις;
—Ὄχι παιδί μου, μοῦ ἦταν τόσο εὐχάριστο, σάν νά ἔκανα ἕναν ἑσπερινό, γιατί ἦταν πολύ καλοί ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας σου ἔχει ἕνα πλούσιο τραπέζι σάν τοῦ Ἀβραάμ.
Τότε σκέφθηκε: Ἐμεῖς ἤμασταν τόσο φτωχοί, πού σχεδόν ἤμασταν πεινασμένοι, ποῦ τό βρῆκε ὁ πατέρας μας αὐτό τό πλούσιο τραπέζι;
—Μή τό βλέπεις ἔτσι, τόν διόρθωσε ὁ ὅσιος, μπορεῖ νά μή εἶχε νά δώσει, μά ἡ ψυχή του ἤθελε πολύ νά δίνει, καί ὁ Θεός τό μέτρησε σάν νά ἔδινε. Ἡ μάνα σου εἶναι σάν ὑπηρέτρια στόν πατέρα σου, γιατί ἦταν ἀρκετά κουραστική καί τόν στενοχωροῦσε, ὅλο γκρίνιαζε. Ἀλλά ὁ πατέρας σου πάντα μέ τό χαμόγελο τῆς φερόταν καί μέ πολύ καλωσύνη. Στούς συγγενεῖς σας εἴχατε καί μία τυφλή, πού ξεχάσατε νά τή γράψετε. Ἦταν ἁγνή καί πολύ ἀγαθή.
—Μά ἐσύ ποῦ τήν ἤξερες, ρώτησε ἀπορημένος ὁ ἄνθρωπος.
—Ὅταν μνημονεύω, ἔρχεται κι ἐκείνη στά κόλλυβα, ἀλλά ἔρχεται σάν μουσαφίρισσα, δέν ἑνώνεται μέ τούς ἄλλους. Τώρα ὁ καθένας πῆγε στή θέση του καί γιά σᾶς ἄνοιξε δρόμος…
Σαρανταλείτουργο «υπέρ υγείας».
ΚΑΠΟΙΟΣ άρχοντας από τη Νικομήδεια αρρώστησε βαριά και, βλέποντας πώς πλησιάζει ατό θάνατο, κάλεσε τη γυναίκα του για να της εκφράσει τις τελευταίες του επιθυμίες:
Την περιουσία μου να τη μοιράσεις στους φτωχούς και τα ορφανά. Τούς δούλους να τούς ελευθερώσεις.
Αλλά στους ιερείς δεν θέλω να δώσεις χρήματα για λειτουργίες.
Σ’ αύτή του τη μεγάλη θλίψη ο ετοιμοθάνατος επικαλέστηκε με πίστη την ευχή του άββά Ησαΐα, ενός άγιου μοναχού πού ασκήτευε κοντά ατή Νικομήδεια, και αμέσως – ω του θαύματος! – έγινε καλά.
Σηκώθηκε λοιπόν και πασίχαρος έτρεξε στον όσιο.
Εκείνος τον καλοδέχτηκε, δοξάζοντας το Θεό για το μεγάλο θαύμα.
Θυμάσαι, παιδί μου, τον ρώτησε, ποία ώρα συνήλθες από την αρρώστια;
την ώρα πού επικαλέστηκα την ευχή σου, απάντησε Εκείνος.
Ο όσιος, με τον φωτισμένο του νου, γνώριζε τι είχε λεχθεί ατή διάρκεια της αρρώστιας του και ξαναρώτησε:
Άφησες, παιδί μου, χρήματα στους ιερείς, να λειτουργούν για τη σωτηρία της ψυχής σου; Όχι, γέροντα.
Τι θα είχα να ωφεληθώ αν τους άφηνα κάτι; δεν θα πήγαινε χαμένο; Μην το λες αυτό. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος γράφει: «Ασθενεί τις εν ύμίν;»
Προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ’ αυτόν αλείψαντες αυτόν ελαίω εν το ονόματι του Κυρίου.
Και ή ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα και εγείρει αυτόν ο Κύριος καν αμαρτίας ή πεποιηκώς αφεθήσεται αυτώ».
Νά λοιπόν πού οι ευχές των ιερέων είναι αποτελεσματικές, για όποιον τις ζητάει με πίστη.
Δώσε τώρα κι εσύ ένα ποσό για λειτουργίες, και θα λάβεις από το Θεό την πρέπουσα πληροφορία. ‘Έτσι κι έκανε.
‘Έδωσε χρήματα σ’ έναν ιερέα για να του κάνει σαρανταλείτουργο, και γύρισε στο σπίτι του.
Όταν συμπληρώθηκαν οι λειτουργίες, μετά από σαράντα μέρες, κι ενώ σηκωνόταν από τον ύπνο, βλέπει ξαφνικά ν’ ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού του και να μπαίνουν σαράντα άνδρες έφιπποι, λαμπροί και αγγελόμορφοι, είκοσι από δεξιά και είκοσι από αριστερά.
Κύριοί μου, φώναξε έκπληκτος ο άρχοντας πώς μπήκατε σε σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού;
Εμείς οι σαράντα, πού βλέπεις, του απάντησαν εκείνοι, αντιπροσωπεύουμε τις λειτουργίες πού έγιναν για σένα στον φιλάνθρωπο Θεό. Μας έστειλε εκείνος, για να σε συνοδεύσουμε μέχρι την εκκλησία. Πήγαινε μέσα χαρούμενος, χωρίς δισταγμό. Νά, με τα πρεσβυτικά χέρια συμπληρώθηκαν οι σαράντα λειτουργίες, πού έγιναν για να ενωθεί ο Χριστός μαζί σου και να κατοικήσει στην καρδιά σου.
‘Ύστερα απ’ αυτά, ο άρχοντας μοίρασε την περιουσία του σε ευλαβείς ιερείς, για να γίνουν λειτουργίες «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού», διακηρύσσοντας πώς οι θείες λειτουργίες και οι αγαθοεργίες μπορούν ν’ ανεβάσουν την ψυχή τού άνθρώπου από τα καταχθόνια στα επουράνια.

Ἐσχατολογικὴ Ἐκκλησία

Ἀλεβιζόπουλος Ἀντώνιος (Πρεσβύτερος (+))



Οἱ πεντηκοστιανοὶ ἰσχυρίζονται πὼς ἀπoστoλὴ τους εἶναι νὰ συγκροτήσουν τὴν ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων καιρῶν, τὴν ἐκκλησία ποὺ θὰ παραλάβει ὁ Κύριος καὶ ἐπικαλoῦvται τὴν δῆθεν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς πεντηκοστιανὲς ὁμάδες τοῦ αἰώνα μας.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ ἡ ἐκκλησία ὑφίσταται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καί, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ πρωτοεμφανίστηκε στὸν αἰώνα μας, παρατηροῦμε πὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα καὶ ὄχι στὴ διαίρεση (Ἰω. ιστ' 13. Ἐφεσ. δ' 3-5. 13).

Οἱ διάφορες πεντηκοστιανὲς ὁμάδες δὲν ἔχουν «μία πίστη», ἀλλὰ παρουσιάζουν μεγάλες διαφορὲς στὴ δογματικὴ διδασκαλία, ἀκόμη καὶ στὸ βασικὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Γενικὰ παρατηροῦμε πὼς ἡ κίνηση τῶν πεντηκοστιανῶν δὲν συνέβαλε στὴν ἑνότητα, ἀλλὰ στὴ μεγαλύτερη διαίρεση τῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων.

Οἱ πεντηκοστιανοὶ διακρίνουν τὸ «μικρὸ ποίμνιο», τὸ ὁποῖο ταυτίζεται δῆθεν μὲ τὴν ἐκκλησία τῶν «ἐκλεκτῶν», ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῶν «μαζῶν», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν «κόσμο», εἶναι λένε, ἡ «κατ' ὄνομα ἐκκλησία», ποὺ δὲν ἐναρμονίζεται μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ἁγία Γραφή.

Τὸ «μικρὸ ποίμνιο» τοῦ Λουκ. ιβ' 32 ἀναφέρεται στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ὄχι στὴ σημερινὴ ἐποχή. Τότε ἡ ἐκκλησία εἶχε τὴ συναίσθηση πὼς βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ τὴ μεγάλη πλειoψηφία τῆς κοινωνίας, ποὺ δὲν εἶχε δεχθεῖ τὴ Χριστιανικὴ πίστη.

Ὅμως σὲ κάποια στιγμή, σὲ πoλλὲς περιοχὲς τῆς γῆς, ἔπαυσε νὰ ἀπoτελεῖ μειονότητα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς «ἀποστάτησε».

Ἂν δεχθοῦμε αὐτὴ τὴν ἄποψη τῶν πεντηκοστιανῶν, πρέπει νὰ συμπεράνουμε πὼς καὶ ἡ κίνησή τους, λόγoυ χάρη στὶς περιοχὲς τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔγινε πλειoψηφία, ἔπεσε σὲ ἀποστασία.

Ἀποδεικνύεται δηλαδὴ πὼς ἡ παλιὰ διάκριση ἔχασε τὴ σημασία της καὶ πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καθηλώσoυμε τὴν ἐκκλησία στὴν ἱστορικὴ ἐποχὴ τοῦ ξεκινήματός της

Ο Ν.Καζαντζάκης για τον Χριστό

undefined

Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου

α. Τί είναι ο Χριστός;
1. Ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Οι δύο φύσεις (η θεϊκή και η ανθρώπινη) είναι ενωμένες.
Έτσι παρ’ ότι είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος ο Χριστός είναι ένας. Ο ίδιος και Θεός και άνθρωπος. Θαυματουργεί με την θεία παντοδυναμία Του, σαν Θεός. Τρώγει, περιπατεί, πίνει, κοιμάται, κουράζεται, μιλάει, κλαίει, σαν άνθρωπος.
Μα και η ανθρώπινη φύση Του, επειδή είναι ενωμένη σε ένα με την θεϊκή Του φύση, είναι εντελώς ξένη σε κάθε λογισμό αμαρτητικό. Γιατί είναι
• τέλεια φωτισμένη από το φως της παντογνωσίας που έχει σαν Θεός
• τέλεια δυναμωμένη από την θεία παντοδυναμία, και
• τέλεια αγιασμένη από την αγιαστική χάρη της Θεότητος.
Εμείς αμαρτάνομε, γιατί μη έχοντας επαρκή γνώση, φώτιση, δύναμη και αγιασμό της θέλησής μας, προτιμάμε:
• το σώμα από την ψυχή∙
• τα υλικά από τα πνευματικά∙
• τα επίγεια από τα επουράνια.
Στον Ιησού αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνη. Γιατί σαν Υιός του Θεού είχε επάρκεια γνώσης, δύναμης, αγιασμού και φωτισμού.
Αν λοιπόν σε μας, όταν έχωμε ελάχιστα μόρια, λεπτότατα ρινίσματα, γνώσης, δύναμης, φωτισμού, αγιασμού, κατασιγάζουν τα πάθη ψυχής και σώματος (γιατί η αμαρτία δεν είναι φύση, αλλά επίκτητη ψυχοσωματική διαστροφή), χρειάζεται να συζητούμε ότι ο Χριστός ήταν αναμάρτητος στην τήρηση του νόμου Του;
2. Στους νεώτερους χρόνους πολλοί (επιστήμονες, λογοτέχνες, κριτικοί κ.ά.) κάνουν μια διάκριση.
Λένε:
Εμείς βλέπομε τον Χριστό σαν άνθρωπο. Δεν θίγομε ούτε την Θεία Του Φύση, ούτε το δόγμα της Εκκλησίας.
Και θέλοντας τάχα να Τον ιδούν σαν άνθρωπο, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης Του. που είναι ομοιοπαθής με εμάς. Του αποδίδουν ο καθένας τα δικά του πάθη.
• Σ’ αυτό το μοτίβο εκινήθη ο γνωστός μας πάστορας Βεντουρίνι (βλ. σελ. 108)
• Σ’ αυτό κινείται και ο «δικός μας» Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του «Ο Τελευταίο Πειρασμός», στο οποίο παρουσιάζει τον Ιησού να βασανίζεται από φιλήδονους λογισμούς και άλλες μικρότητες.
Μα αυτό αποτελεί ένα φοβερό και ανεπίτρεπτο λάθος. Γιατί οι δύο φύσεις έχουν ενωθή στον Χριστό
«ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως και ασυγχύτως». Και, κατά συνέπεια, η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν μπορεί να απομονωθή από την θεία. Με κανένα τρόπο. Έτσι έχοντας τέλεια ένωση με την θεία Φύση ήταν αδύνατο να πέση σε σκοτισμό λογισμών και σε «αδυναμία»∙ ήταν αδύνατο να παρασυρθή σε αμαρτητικό λογισμό. Έτσι, δεν επιτρέπεται να Του αποδίδωμε την δική μας (ο καθένας μας!) σεξουαλικότητα.
Γι’ αυτό και η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος στον ΙΒ’ όρο της λέγει:
«Όποιος λέγει ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, πριν από την ανάστασή Του ενοχλείτο από πάθη ψυχικά και από σαρκικές επιθυμίες, πρέπει να αναθεματισθή∙ (δηλαδή η Εκκλησιαστική Ιεραρχία οφείλει να διακηρύξη, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και να τον καταρασθή). Η ίδια Εκκλησιαστική ποινή πρέπει να επιβληθή και σε εκείνους που υπερασπίζονται εκείνους που λένε τέτοια πράγματα. Γιατί έχουν ξεφύγει από την Ορθόδοξη πίστη». Με άλλα λόγια, όσο και αν ένας συγγραφέας μας λέγει, ότι μιλάει μόνο για την ανθρώπινη φύση του Χριστού και ότι τάχα ΔΕΝ θίγει το δόγμα. ΔΕΝ ΑΜΝΗΣΤΕΥΕΤΑΙ. Γιατί το δόγμα θίγεται, και μάλιστα πολύ βάναυσα.
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
Πιστεύομε και διακηρύττουμε:
• Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ΕΝΑΣ
• τέλειος σαν Θεός∙
και τέλειος σαν άνθρωπος.
• Αληθινά Θεός∙
και αληθινά άνθρωπος∙
με ψυχή λογική και σώμα.
• Ομοούσιος με τον Πατέρα
κατά την Θεότητα∙
και ομούσιος με εμάς
κατά την ανθρώπινη φύση Του∙
σε όλα όμοιος με εμάς
εκτός από την αμαρτία.
• Ο Χριστός είναι ΕΝΑΣ
μα σ’ Αυτόν ενεργούν ΔΥΟ ΦΥΣΕΙΣ
(η Θεία και η ανθρώπινη),
• που σ’ Αυτόν ενώθηκαν
ασυγχύτως, ατρέπως,
αδιαιρέτως, αχωρίστως∙
(χωρίς πια να συγχέωνται∙
χωρίς πια να μεταβάλλωνται∙
χωρίς πια να διαιρούνται∙
χωρίς να χωρίζωνται)∙
• και συναποτελούν
ένα πρόσωπο∙
μία υπόσταση∙
τον Ένα Μονογενή Υιό∙
τον Ένα Θεό Λόγο∙
τον Ένα Κύριο Ιησού Χριστό.
(Όρος Δ’ Οικουμ. Συνόδου-Χαλκηδών 451 μ.Χ.)
β. Τί λέγει ο Καζαντζάκης για τον Χριστό.
1. Ο Νικόλαος Καζαντζάκης είναι λογοτέχνης. Οι λογοτέχνες δουλεύουν με το συναίσθημα και την φαντασία. Και επειδή και το συναίσθημα και η φαντασία είναι για τον καθένα καθαρά προσωπικά, καθαρά δικά του, είναι αυτονόητο, πως οι λογοτέχνες – σε όσα γράφουν – εκφράζουν ο καθένας τις δικές του ιδέες, τα δικά του βιώματα, και τα δικά τους συναισθήματα, που ο καθένας τα δουλεύει ανάλογα με την φαντασία του. Συγγραφέας- λογοτέχνης με δυνατή φαντασία βρίσκει δυνατές εκφράσεις για την έκφραση των συναισθημάτων, βιωμάτων και ιδεών και σε όλα, όσα λέει τον εαυτό του εκφράζει! Είτε στην αγνότητά του, είτε στην βρώμα του!
2. Ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα του « Ο τελευταίο Πειρασμός» παίρνει για ήρωά του τον Κύριον Ιησούν Χριστόν. Αυτό αποτελεί μια επιλογή της φαντασίας του. Και, σαν ήρωά του πια, αποδίδει στον Χριστό όλα τα δικά του συναισθήματα∙ όλους τους δικούς του πόθους∙ όλες τις δικές του αδυναμίες∙ όλες τις δικές του ιδέες και απόψεις.
Ο Χριστός του Καζαντζάκη είναι ένας τέλειος καθρέφτης του ψυχικού κόσμου του συγγραφέα του! Σε όλον του τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο!
Παρουσιάζει τον Ιησούν Χριστόν:
• Σαν καταδότη των αγωνιστών συμπατριωτών του στους καταχτητές ρωμαίους∙
• Σαν αμοραλιστή, που φτιάχνει εκτελεστικά όργανα προς χρήση των Ρωμαίων τυράννων! (για να σταυρώσουν τους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης εναντίον του!).
• Σαν άνθρωπο με ανώμαλο ψυχικό βίο! Μερικές τουλάχιστον φορές το βλέμμα του και το χαμόγελό του παίρνουν έκφραση τόσο καθαρά δαιμονική, που τρομάζει η Παναγία Μητέρα Του.
• Σαν υποδουλωμένο στις επιθυμίες της σάρκας, σαν άνθρωπο χυδαίο, φιλήδονο, με λάγνο φρόνημα και με πράξεις πορνικές.
• Σαν βλάσφημο∙ σαν επαναστάτη κατά του Θεού.
• Σαν άνθρωπο που σε ό,τι καλό έκαμε, εχειραγωγείτο από τον Ιούδα, που ήταν τάχα ο πιο δυνατός και αφωσιωμένος μαθητής του
• Σαν απλό άνθρωπο, που επεθύμησε να γίνη Θεός και Σωτήρας του κόσμου, χωρίς βέβαια να είναι…
3. Γενικά, ο Ν. Καζαντζάκης παρουσιάζει τον Ιησού , όχι σαν ΣΩΤΗΡΑ του κόσμου, αλλά σαν ένα απλό και ταλαίπωρο άνθρωπο (= όπως όλοι!), που ενώ έχει ανάγκη όχι μόνο να ΣΩΘΗ, αλλά και να βρη τον εαυτό του, (γιατί – σύμφωνα με τον Καζαντζάκη πάντοτε – όπως και εμείς έτσι και ο Ιησούς δεν ήξερε ούτε τι είναι, ούτε τι γυρεύει στον κόσμο!…), πλάθει όνειρα, ότι θα γίνη σωτήρας του κόσμου!…
γ. Τι συναισθήματα «κουβαλούσε» ο Νικ. Καζαντζάκης.
1. Όπως είπαμε, οι λογοτέχνες συγγραφείς στα βιβλία τους εκφράζουν τον εαυτό τους. Και γι’ αυτό στα βιβλία τους μπορούμε να βρούμε όχι μόνο τις ιδέες τους, αλλά και τον ψυχικό τους κόσμο. Μια τέτοια μελέτη στα βιβλία του Ν. Καζ. Θα βγάλη στην επιφάνεια πολλά.
Μα δεν χρειάζεται να καταφύγη κανείς σε μία τέτοια μελέτη. Τον Καζαντζάκη τον έχουν περιγράψει
α. η σύζυγος του Γαλάτεια στο βιβλίο της: Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι. Αθήναι 1980. Από τον τίτλο του βιβλίου καταλαβαίνομε, ότι την ζωή και σκέψη του Καζαντζάκη διείπε η αρρωστημένη φιλοσοφία του Φρ. Νίτσε. Ο Νίτσε, όντας τρελλός έγραψε στοχασμούς που γοητεύουν μόνον ανθρώπους με την ίδια ψυχολογικά κατάσταση υγείας.
β. Η Έλλη Αλεξίου, αδελφή της Γαλάτειας, στο βιβλίο της: Για να γίνη Μεγάλος, Αθήναι 1981. Σ’ αυτό η Έλλη μας λέγει, ότι όλος ο στόχος του Ν. Καζαντζάκη σε όλα, όσα έλεγε, έκανε και έγραφε, ήταν να γίνη μεγάλος. Πόσο μεγάλος; Να γίνη Θεός!…
γ. Ο ίδιος ο Νικ. Καζαντζάκης στις επιστολές του, που τις εξέδωκε ο φίλος του Παντ. Πρεβελάκης με τίτλο: 400 γράμματα του Νικ. Καζαντζάκη, Αθήνα.
Οι τρεις αυτοί μάρτυρες είναι οι πιο αυθεντικοί.
• Ποιός μπορεί να ειπή, πως ήξερε καλά τον Νικ. Καζαντζάκη πιο καλά από την σύζυγό του;
• Ποιός μπορεί να ισχυρισθή πως τον εκφράζει πιο αυθεντικά, από ό,τι εκφράζει ο ίδιος τον εαυτό του στα Γράμματά του;
2. Τί ήταν λοιπόν με βάση τα πιο πάνω βιβλία ο Ν. Καζαντζάκης;
α. Σαν ον ψυχοσωματικό.
Πρόσωπο «παθολογικά άτολμο, σεξουαλικά ανίκανο, αηδιαστικά λάγνο, κυριευμένο από τις ιδέες του Νίτσε (φιλόσοφος που αυτοκτόνησε), μηδενιστής, δειλό και διπρόσωπο∙ που πήγαινε με τους έχοντες την εξουσία∙ και όχι με εκείνους που είχαν το δίκιο» (Έλλης Αλεξίου, Για να γίνη Μεγάλος, σελ. 78-192, 229).
β. Κοσμοθεωριακά, ιδεολογικά.
Κομμουνιστής δεν ήμουν ποτέ. Δεν με έπιασε αυτή η πνευματική ψώρα (ε.ά. σελ. 286). Τί ήταν τότε; Πότε έκανε τον αθεϊστή λενινιστή. Πότε τον βουδδιστή. Πότε τον σκεπτικιστή. Πότε τον αγνωστικιστή. Πότε… Πότε… Τί ήταν; Ένας χάος!…
γ. Σαν Έλληνας.
• Γράφει σε επιστολή του στον φίλο του Π. Πρεβελάκη:
Τι ντροπή να ανήκεις σε μία ράτσα ξεπεσμένη, ξεπλυμένη, φελάχα! Πρέπει όλα αυτά να τα νικήσουμε∙ να ξεφύγουμε∙ να πολεμήσουμε μέσα μας ό,τι μας σμίγει με το ρωμέϊκο αίμα (Γράμμα 41 σελ. 46).
• Προτιμώ την Γερμανία από την Γαλλία. Το Παρίσι μυρίζει πολύ Ελλάδα. Και η Ελλάδα και οι Έλληνες μου είναι ΜΙΣΗΤΟΙ! (Γράμμα 76, σελ. 121)
• Με κυριεύει οργή και αηδία για τους Ρωμιού. Ποτέ δεν τους μίσησα και δεν τους συχάθηκα τόσο (Γράμμα 204, σελ. 429).
δ. Τί λαχταρούσε στην ζωή του.
• Ήταν «λυσσασμένος» για δόξα (γράφει ο φίλος του Πρεβελάκης) την ζωή του την προσδιώρισαν δύο κυρίως πράγματα: ο μεγαλομανής εγωϊσμός του και η μηδενική συζυγική ζωή του. Έτσι: φθάνει στο σημείο να θέλη να δημιουργήση θρησκεία και Εκκλησίες στο όνομά του και να προσκυνάται για προφήτης του Θεού!
• Είναι ανίκανος για σεξουαλική πράξη∙ μα γεμάτος λαγνεία∙ και χυδαία φιλήδονος!…
3. Μετά από αυτά συμπεραίνομε: Στο βιβλίο του «Ο Τελευταίο Πειρασμός» ο Νικ. Καζαντζάκης εκφράζει:
• τις ηθικές και εθνικο-κοινωνικές του ιδέες∙
• τις απόψεις του για τον Χριστό: ότι «βρήκε έδαφος» κατάλληλο! και κατάφερε και έγινε Θεός!…
• τον πόθο του να αναρριχηθή στον θρόνο του Χριστού∙ να φτιάξη δική του θρησκεία∙ να γίνη Θεός!…
4. Γιατί όμως όλα αυτά;
Λέγει ο ίδιος: «Ένας δαίμονας είναι μέσα μου. Και πολλές φορές ψυχανεμίζομαι, πως δεν είμαι εγώ» (Για να γίνης Μεγάλος, σελ. 186,396).
Κάθε σχόλιο περιττεύει.
δ. Τελική κρίση.
1. Ο ιταλός σκηνοθέτης Μαρτίνο Σκορτσέζε παρουσίασε το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη « Ο Τελευταίος Πειρασμός» σε ταινία (με κάποια δική του διασκευή).
Εναντίον της προβολής της ταινίας αυτής αντέδρασαν δυναμικά σε όλο τον κόσμο οι θρησκευτικοί κύκλοι.
2. Με αφορμή ανάλογες εκδηλώσεις και διαμαρτυρίες στην Αθήνα ο ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», προέβη στην εξής δήλωση:
«Το επίπεδο ενός τμήματος του λαού μας βρίσκεται πολύ χαμηλά. Γιατί, αν το επίπεδο του δεν ήταν τόσο χαμηλό, θα εγνώριζε, πως ένας συγγραφέας, ή ένας σκηνοθέτης, που ξεπερνάει ορισμένα όρια, μειώνεται ο ίδιος από την υπερβολή του. Γιατί ο συγγραφέας (Ν. Καζαντζάκης) δεν γράφει ιστορία. Βάζει κάτι από τον εαυτό του στο έργο του.
Νομίζω ότι το πρόσωπο του Χριστού μένει τελικά άθικτο∙ γιατί είναι αφ’ εαυτού τοποθετημένο επάνω από τις αδυναμίες των συγγραφέων μας» (εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 15-10-1988, σελ. 24).
Με άλλα λόγια ο Νικηφόρος Βρεττάκος μας λέγει:
• Ο Ν. Καζαντζάκης έχει βάλει στο έργο του «κάτι» από τον εαυτό του.
• Έτσι εμείωσε τον εαυτό του και το έργο του.
• Γιατί ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια.
• Το βιβλίο του δεν είναι καρπός μελέτης, δεν έχει καμμιά επιστημονική αξία∙ είναι φαντασία…
• Με το έργο του Καζαντζάκη ασχολούνται είτε θετικά, είτε αρνητικά μόνο πρόσωπα με χαμηλό επίπεδο.
• Το πρόσωπο του Χριστού είναι αφ’ εαυτού Του επάνω από τις αδυναμίες των συγγραφέων μας, τύπου Ν. Καζαντζάκη.
3. Είπε ο Χριστός για τον Εαυτό Του:
«Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες (= εκείνοι που καμαρώνουν πως είναι πνευματική ηγεσία), ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας∙ ο πεσών επί τον λίθον τούτον, συνθλασθήσεται∙ εφ’ ον δ’ αν πέση, λικμήση αυτόν» (Ματθ. 21,44).
Έχουμε κι εμείς σήμερα ανάγκη από μια έξοδο. Μια έξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της ίδιας της ολιγωρίας μας, του ίδιου του ψεύδους μας, του ίδιου του εαυτού μας.
Οφείλουμε να αντιτάξουμε άμυνα στην εθνική μας φθορά. Έχουμε ανάγκη σαν Έθνος από ένα άλλο τείχος, μια άλλη τάφρο.
Οι ψυχές των παιδιών μας, μέσα στην γενική κρίση που τα περιβάλλει, έχουν μείνει ανοχύρωτες.
Γιατί πρέπει να το παραδεχτούμε, πως οι ηθικές μας αντιστάσεις μειώνονται μέρα με την μέρα.
(Νικ. Βρεττάκου, Λόγος για το Μεσολόγγι (Γιορτές της Εξόδου 17 Απρίλη 1989, σελ. 16-17).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...