Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2011

 

Λαρίσης Ιγνάτιος: "Δεν μας τα λέει καλά η κυρία Αρβελέρ"

Από το Βόλο μας έστειλε το άστοχο και ανούσιο μήνυμά της η μεγάλη κυρία των Ελληνικών Γραμμάτων.
Λυπούμαστε ειλικρινά, διότι κι αυτή η μεγάλη Καθηγήτρια, η Επιστήμων του παγκοσμίου βεληνεκούς, έπεσε στο ίδιο ολίσθημα.
Ειλικρινά δεν το περιμέναμε απ’ αυτήν να μασήση την ίδια μονότονη κι ανούσια καραμέλα. Τ
ην καραμέλα της θρυλουμένης «Εκκλησιαστικής περιουσίας».
Ποιάς Εκκλησιαστικής περιουσίας, κυρία μου; Επιτρέπεται να πιάνεσαι αδιάβαστη εσύ σήμερα και να εγκαλής την Εκκλησία στους τόσο δύσκολους καιρούς της;
Αυτή είναι η βοήθειά σου στο Γένος και την Εκκλησία του; Ένα καλό λόγο ώφειλες και δεν τον είπες.
Οι μεγάλοι δάσκαλοι και διανοούμενοι που έφευγαν για την Εσπερία, τα δύσκολα χρόνια του Γένους, δεν εγκαλούσαν την Εκκλησία, αλλά βοηθούσαν το Γένος με κάθε τρόπο, από τα ξένα.
Η Εκκλησία είναι η ελπίδα του λαού, μην την διασύρεις.
Μην κόβης με το μαχαίρι του κύρους των γνώσεών σου την ελπίδα του λαού. Η Εκκλησία με το εναπομείναν 4% της άλλοτε μεγάλης περιουσίας της παλεύει.
Δεν παλεύει με χρήματα, κυρία Αρβελέρ. Παλεύει με πνεύμα, με αγώνες πνευματικούς.
Δεν είναι άδικο να παλεύη και εναντίον σου; Γιατί στέκεσαι απέναντί της; Δεν είσαι μέλος της; Δεν την πονάς; Έλα να μας πης που σφαλλόμαστε για να το διορθώσουμε. Βρήκες όμως την εποχή αυτή για να χτυπήσης κι εσύ την Εκκλησία;
Ω τον αδύνατο πως τον χτυπούν! Σε πληροφορούμε όμως, εμείς που δεν σε κατακρίνουμε, που δεν παύουμε να σ’ έχουμε καύχημα για τις επιδόσεις σου στο χώρο της Επιστήμης, ότι δεν αισθανόμαστε αδύνατοι.
Έχουμε τον Θεό τον Άγιο, την Παναγία, τους Αγίους και τους Αγγέλους, έχουμε το λαό του Θεού τον άγιο.
Θα δέσουμε τα τραύματά μας, κι αυτό το τραύμα που μας προκάλεσες Εσύ και θα προχωρήσουμε. Κι αν έχουμε θησαυρούς και περιουσίες, έλα να μας τα πάρης. Έλα να τα βρης, να τα δείξης εις επίρρωσιν των λόγων σου για να δικαιωθής.
Εάν όμως δεν βρης, έλα με θάρρος να βγης και να ομολογήσης την αλήθεια.
Έχουμε όντως περιουσία αξιοποιήσιμη που να μπορή να θεραπεύση ανάγκες του λαού και δεν το κάνουμε; Τότε καλά μας τα είπες.
Ο λαός όμως, κυρία μου, ξέρει. Κι αν σε χειροκρότησαν μερικοί την ώρα που τα έλεγες αυτά, βγες να ρωτήσης και τους άλλους. Τους άλλους που εμπιστεύονται την Εκκλησία.
Αυτούς που δίνουν τον οβολό τους για να συντηρηθούν οι Ναοί και να ζήσουν οι ιερατικές οικογένειες, αυτοί που προσφέρουν μέσω της Εκκλησίας την βοήθειά τους στους πτωχούς. Αυτούς που προσφέρουν εθελοντική εργασία δίπλα μας, στα Ιδρύματα και στα Συσσίτιά μας.
Εμείς θα θέλαμε από σας μόνο ένα καλό λόγο, απ’ το ύψος αυτού του άμβωνα που σε ανέβασε η Χάρις του Θεού. Δεν μας τον είπες. Δεν πειράζει.
Να ξέρης όμως ότι από τα χέρια του Θεού πήρες την εξουσία σύμφωνα με το θείο λόγο «μάθετε οι γεγαυρωμένοι επί όχλοις εθνών ότι εδόθη παρά Κυρίου η κράτησις υμίν και η δυναστεία παρά Υψίστου».
Τι ανταποδίδεις στον Ύψιστο; Βάλλεις κατά της Εκκλησίας Του;

Μια χρυσή αλυσίδα· οι Άγιοι. – Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Καθηγ. του Παν/μίου της Οξφόρδης (Γουέαρ)


Στο Θεό και στην Εκκλησία του δεν υπάρχει καμμιά διάκριση ζωντανών και κεκοιμημένων αλλά όλοι είναι ένα μέσα στην αγάπη του Πατέρα. Είτε είμαστε ζωντανοί είτε είμαστε νεκροί σαν μέλη της Εκκλησίας εξακολουθούμε να ανήκουμε στην ίδια οικογένεια κι εξακολουθούμε να έχουμε ακόμη καθήκον να σηκώνουμε ο ένας το βάρος του άλλου. Έτσι ακριβώς όπως οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται εδώ στη γη ο ένας για τον άλλον και ζητούν ο ένας του άλλου τις προσευχές, έτσι προσεύχονται επίσης και για τους κεκοιμημένους και ζητούν από τους ευσεβείς νεκρούς να προσευχηθούν γι’ αυτούς. Ο θάνατος δεν μπορεί να χωρίσει το δεσμό της αμοιβαίας αγάπης, ο οποίος ενώνει μαζί τα μέλη της Εκκλησίας.
Οι προσευχές για τούς κεκοιμημέ­νους. «Μετά των Αγίων ανάπαυσον Χριστέ τας ψυχάς των δούλων σου ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος». Έτσι προσεύχεται η Εκκλησία για τους πιστούς κεκοιμημένους και πά­λι: «Ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός ο τον θάνατον καταπατήσας και τον διάβολον καταργήσας. Αυτός Κύριε ανά­παυσον τας ψυχάς των κεκοιμημένων δούλων Σου εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως ένθα απέδρα πάσα οδύ­νη, θλίψις ή στεναγμός. Παν αμάρτημα το παρ’ αυτών πραχθέν εν λόγω ή έργω ή διανοία συγχώρησον».
Οι Ορθόδοξοι είναι πεπεισμένοι ότι οι κεκοιμημένοι βοηθούνται από τέτοιες προσευχές. Αλλά με ποιόν ακριβώς τρόπο βοηθούν οι προσευχές μας τους νεκρούς; Ποιά είναι ακριβώς η κατάσταση των ψυχών την περίοδο μεταξύ του θανάτου και της Ανάστασης του Σώματος την εσχάτην Ημέρα; Εδώ η Ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι εντελώς σαφής και διαφέρει κάπως σε διάφορες εποχές. Το ΙΖ΄ αιώνα ένας αριθμός Ορθόδοξων συγγραφέων (και ιδιαίτερα ο Πέτρος Μογίλα και ο Δοσίθεος στην Ομολογία του) υποστήριξαν το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα του Καθαρτήριου ή κάτι παραπλήσιο σ’ αυτό. (Σύμφωνα με τη συνήθη Ρωμαϊκή διδασκαλία, οι ψυχές στο καθαρτήριο υφίστανται εξιλαστήρια δεινά κι έτσι ανταποδίδουν «ικανοποίηση» ή «εξιλασμό» για τις αμαρτίες τους). Σήμερα όλοι οι Ορθόδοξοι θεολόγοι απορρίπτουν τη θεωρία του Καθαρτηρίου τουλάχιστον σ’ αυτή τη μορφή. Η πλειοψηφία θα ήταν διατεθειμένη να πει ότι οι ευσεβείς κεκοιμημένοι δεν υποφέρουν καθόλου. Μια άλλη σχολή υποστηρίζει ότι ίσως υποφέρουν αλλά τα πάθη τους είναι καθαρτικού αλλά όχι εξιλαστικού χαρακτήρα: γιατί όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει μέσα στη χάρη του Θεού, τότε ο Θεός ελεύθερα του συγχωρεί όλες του τις αμαρτίες και δεν απαιτεί οποιεσδήποτε εξιλαστήριες τιμωρίες: Ο Χριστός, ο Αμνός του Θεού που αίρει την αμαρτία του κόσμου, είναι ο μόνος εξιλασμός και ικανοποίησή μας. Όμως μια τρίτη ομάδα θα προτιμούσε να αφήσει το όλο ζήτημα ολότελα ανοικτό: ας αποφύγουμε λεπτομερή διατύπωση των όρων της ζωής υστέρα από το θάνατο, λέγουν, κι ας τηρήσουμε αντίθετα μια ευλαβή και αγνωστικιστική σιωπή. Όταν ο Άγιος Αντώνιος της Αιγύπτου κάποτε ανησυχούσε σχετικά με τη Θεία Πρόνοια, άκουσε φωνή σ’ αυτόν να λέει : «Αντώνιε φρόντιζε για τα δικά σου γιατί αυτά είναι κρίματα του Θεού και δεν είναι για σένα να τα γνωρίζεις».
Οι Άγιοι. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει για τους Αγίους ότι σχηματίζουν μια χρυσή αλυσίδα: «Η Αγία Τριάδα, διαπερνώντας όλους τους ανθρώπους από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο από την κε­φαλή στο πόδι τους δένει όλους μαζί… Οι Άγιοι σε κάθε γωνιά ενωμένοι μ’ εκείνους που έφυγαν πριν και γεμάτοι όπως αυτούς με φως γίνονται μια χρυσή αλυσίδα στην οποία κάθε Άγιος είναι ένας ξεχωριστός κρίκος ενωμένος με τον επόμενο με την πίστη με τα έργα και την αγάπη. Έτσι στον ένα Θεό σχηματίζουν μια μοναδική αλυσίδα η οποία δεν μπορεί εύκολα να σπάσει». Τέτοια είναι η ιδέα των Ορθοδόξων για την κοινωνία των Αγίων. Αυτή η αλυσίδα είναι μια αλυσίδα αμοιβαίας αγάπης και προσευχής· και σ’ αυτήν την προσευχή της αγάπης έχουν τη θέση τους και τα μέλη της Εκκλησίας στη γη «κληθέντες να γίνουν άγιοι».
Κατ’ ιδίαν ένας Ορθόδοξος Χριστιανός είναι ελεύθερος να ζητήσει τις προσευχές οποιουδήποτε μέλους της Εκκλησίας είτε ανακηρυγμένου Αγίου είτε όχι. Θα ήταν απόλυτα κανονικό για ένα Ορθόδοξο παιδί, αν είναι ορφανό, να τελειώσει τη βραδινή του προσευχή ζητώντας τις μεσιτείες όχι μόνο της Μητέρας του Θεού και των Αγίων αλλά και της μητέρας και του πατέρα του. Στη δημόσιά της λατρεία πάντως η Εκκλησία συνήθως προσεύχεται μόνο σ’ εκείνους τους οποίους επίσημα ανακήρυξε σαν Αγίους· άλλα σε εξαιρετικές περιπτώσεις μια δημόσια λατρεία μπορεί να καθιερωθεί χωρίς καμμιά επίσημη πράξη αγιοποιήσεως. Η Ελληνική Εκκλησία όταν βρισκόταν υπόδουλη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε σύντομα να μνημονεύει στη λατρεία της τους Νεομάρτυρες αλλά για να διαφύγει την προσοχή των Τούρκων δεν υπήρχε συνήθως οποιαδήποτε επίσημη πράξη αγιοποιήσεώς τους: Η τιμή προς τους Νεομάρτυρες, τις περισσότερες περιπτώσεις ήταν κάτι που ξεπήγασε αυθόρμητα με πρωτοβουλία του λαού. Το ίδιο πράγμα έχει συμβεί στα πρόσφατα χρόνια με τους Νεομάρτυρες της Ρωσίας: Σε μερικούς τόπους και μέσα κι έξω από τη Σοβιετική Ένωση έχουν αρχίσει να τιμούνται σαν Άγιοι στη λατρεία της Εκκλησίας αλλά η σύγχρονη κατάσταση στη Ρωσική Εκκλησία καθιστά αδύνατη την επίσημη αναγνώριση της αγιότητάς τους.
Η ευλάβεια προς τους Αγίους είναι στενά δεμένη με την προσκύνηση των εικόνων. Τοποθετούνται από τους Ορθόδοξους όχι μόνο στις εκκλησίες τους αλλά σε κάθε δωμάτιο των σπιτιών τους κι ακόμη σ’ αυτοκίνητα και σε λεωφορεία. Αυτές οι πανταχού παρούσες εικόνες ενεργούν σαν ένα σημείο επαφής μεταξύ των ζωντανών μελών της Εκκλησίας και αυτών που έχουν φύγει προηγουμένως. Οι εικόνες βοηθούν τους Ορθοδόξους να βλέπουν τους Άγιους όχι σαν απομακρυσμένες και μυθικές μορφές από το παρελθόν αλλά σαν σύγχρονους και προσωπικούς τους φίλους,
Στο Βάπτισμα σ’ ένα Ορθόδοξο δίνεται τ’ όνομα ενός Αγίου σαν συμβόλου της εισόδου του στην ενότητα της Εκκλησίας που δεν είναι μόνον η επίγεια αλλά επίσης και η επουράνια εκκλησία». Κάθε Ορθόδοξος έχει ιδιαίτερη ευλάβεια προς τον Άγιο του οποίου φέρει το όνομα· συνήθως έχει μια εικόνα του προστάτη του Αγίου στο δωμάτιό του και προσεύχεται καθημερινά σ’ αυτόν, Τηρεί τη γιορτή του προστάτη Αγίου του σαν την ονομαστική του γιορτή που για τους περισσότερους Ορθόδοξους (όπως και για τους περισσότερους Ρωμαιοκαθολικούς στην ηπειρωτική Ευρώπη) αυτή η ημερομηνία είναι πολύ πιο σπουδαία από τη συγκεκριμένη των γενεθλίων του.
Ένας Ορθόδοξος Χριστιανός προσεύχεται όχι μόνο στους Αγίους αλλά και στους αγγέλους και ειδικά στο φύλακα άγγελό του. Οι άγγελοι «μας περιβάλλουν προστατευτικά με τις μεσιτείες τους και μας διασφαλίζουν κάτω από τα προστατευτικά φτερά της άϋλης δόξας τους».

(Πηγή: Περιοδικό «Ορθόδοξη μαρτυρία»)

Μια χρυσή αλυσίδα· οι Άγιοι. – Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Καθηγ. του Παν/μίου της Οξφόρδης (Γουέαρ)


Στο Θεό και στην Εκκλησία του δεν υπάρχει καμμιά διάκριση ζωντανών και κεκοιμημένων αλλά όλοι είναι ένα μέσα στην αγάπη του Πατέρα. Είτε είμαστε ζωντανοί είτε είμαστε νεκροί σαν μέλη της Εκκλησίας εξακολουθούμε να ανήκουμε στην ίδια οικογένεια κι εξακολουθούμε να έχουμε ακόμη καθήκον να σηκώνουμε ο ένας το βάρος του άλλου. Έτσι ακριβώς όπως οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται εδώ στη γη ο ένας για τον άλλον και ζητούν ο ένας του άλλου τις προσευχές, έτσι προσεύχονται επίσης και για τους κεκοιμημένους και ζητούν από τους ευσεβείς νεκρούς να προσευχηθούν γι’ αυτούς. Ο θάνατος δεν μπορεί να χωρίσει το δεσμό της αμοιβαίας αγάπης, ο οποίος ενώνει μαζί τα μέλη της Εκκλησίας.
Οι προσευχές για τούς κεκοιμημέ­νους. «Μετά των Αγίων ανάπαυσον Χριστέ τας ψυχάς των δούλων σου ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος». Έτσι προσεύχεται η Εκκλησία για τους πιστούς κεκοιμημένους και πά­λι: «Ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός ο τον θάνατον καταπατήσας και τον διάβολον καταργήσας. Αυτός Κύριε ανά­παυσον τας ψυχάς των κεκοιμημένων δούλων Σου εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως ένθα απέδρα πάσα οδύ­νη, θλίψις ή στεναγμός. Παν αμάρτημα το παρ’ αυτών πραχθέν εν λόγω ή έργω ή διανοία συγχώρησον».
Οι Ορθόδοξοι είναι πεπεισμένοι ότι οι κεκοιμημένοι βοηθούνται από τέτοιες προσευχές. Αλλά με ποιόν ακριβώς τρόπο βοηθούν οι προσευχές μας τους νεκρούς; Ποιά είναι ακριβώς η κατάσταση των ψυχών την περίοδο μεταξύ του θανάτου και της Ανάστασης του Σώματος την εσχάτην Ημέρα; Εδώ η Ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι εντελώς σαφής και διαφέρει κάπως σε διάφορες εποχές. Το ΙΖ΄ αιώνα ένας αριθμός Ορθόδοξων συγγραφέων (και ιδιαίτερα ο Πέτρος Μογίλα και ο Δοσίθεος στην Ομολογία του) υποστήριξαν το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα του Καθαρτήριου ή κάτι παραπλήσιο σ’ αυτό. (Σύμφωνα με τη συνήθη Ρωμαϊκή διδασκαλία, οι ψυχές στο καθαρτήριο υφίστανται εξιλαστήρια δεινά κι έτσι ανταποδίδουν «ικανοποίηση» ή «εξιλασμό» για τις αμαρτίες τους). Σήμερα όλοι οι Ορθόδοξοι θεολόγοι απορρίπτουν τη θεωρία του Καθαρτηρίου τουλάχιστον σ’ αυτή τη μορφή. Η πλειοψηφία θα ήταν διατεθειμένη να πει ότι οι ευσεβείς κεκοιμημένοι δεν υποφέρουν καθόλου. Μια άλλη σχολή υποστηρίζει ότι ίσως υποφέρουν αλλά τα πάθη τους είναι καθαρτικού αλλά όχι εξιλαστικού χαρακτήρα: γιατί όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει μέσα στη χάρη του Θεού, τότε ο Θεός ελεύθερα του συγχωρεί όλες του τις αμαρτίες και δεν απαιτεί οποιεσδήποτε εξιλαστήριες τιμωρίες: Ο Χριστός, ο Αμνός του Θεού που αίρει την αμαρτία του κόσμου, είναι ο μόνος εξιλασμός και ικανοποίησή μας. Όμως μια τρίτη ομάδα θα προτιμούσε να αφήσει το όλο ζήτημα ολότελα ανοικτό: ας αποφύγουμε λεπτομερή διατύπωση των όρων της ζωής υστέρα από το θάνατο, λέγουν, κι ας τηρήσουμε αντίθετα μια ευλαβή και αγνωστικιστική σιωπή. Όταν ο Άγιος Αντώνιος της Αιγύπτου κάποτε ανησυχούσε σχετικά με τη Θεία Πρόνοια, άκουσε φωνή σ’ αυτόν να λέει : «Αντώνιε φρόντιζε για τα δικά σου γιατί αυτά είναι κρίματα του Θεού και δεν είναι για σένα να τα γνωρίζεις».
Οι Άγιοι. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει για τους Αγίους ότι σχηματίζουν μια χρυσή αλυσίδα: «Η Αγία Τριάδα, διαπερνώντας όλους τους ανθρώπους από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο από την κε­φαλή στο πόδι τους δένει όλους μαζί… Οι Άγιοι σε κάθε γωνιά ενωμένοι μ’ εκείνους που έφυγαν πριν και γεμάτοι όπως αυτούς με φως γίνονται μια χρυσή αλυσίδα στην οποία κάθε Άγιος είναι ένας ξεχωριστός κρίκος ενωμένος με τον επόμενο με την πίστη με τα έργα και την αγάπη. Έτσι στον ένα Θεό σχηματίζουν μια μοναδική αλυσίδα η οποία δεν μπορεί εύκολα να σπάσει». Τέτοια είναι η ιδέα των Ορθοδόξων για την κοινωνία των Αγίων. Αυτή η αλυσίδα είναι μια αλυσίδα αμοιβαίας αγάπης και προσευχής· και σ’ αυτήν την προσευχή της αγάπης έχουν τη θέση τους και τα μέλη της Εκκλησίας στη γη «κληθέντες να γίνουν άγιοι».
Κατ’ ιδίαν ένας Ορθόδοξος Χριστιανός είναι ελεύθερος να ζητήσει τις προσευχές οποιουδήποτε μέλους της Εκκλησίας είτε ανακηρυγμένου Αγίου είτε όχι. Θα ήταν απόλυτα κανονικό για ένα Ορθόδοξο παιδί, αν είναι ορφανό, να τελειώσει τη βραδινή του προσευχή ζητώντας τις μεσιτείες όχι μόνο της Μητέρας του Θεού και των Αγίων αλλά και της μητέρας και του πατέρα του. Στη δημόσιά της λατρεία πάντως η Εκκλησία συνήθως προσεύχεται μόνο σ’ εκείνους τους οποίους επίσημα ανακήρυξε σαν Αγίους· άλλα σε εξαιρετικές περιπτώσεις μια δημόσια λατρεία μπορεί να καθιερωθεί χωρίς καμμιά επίσημη πράξη αγιοποιήσεως. Η Ελληνική Εκκλησία όταν βρισκόταν υπόδουλη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε σύντομα να μνημονεύει στη λατρεία της τους Νεομάρτυρες αλλά για να διαφύγει την προσοχή των Τούρκων δεν υπήρχε συνήθως οποιαδήποτε επίσημη πράξη αγιοποιήσεώς τους: Η τιμή προς τους Νεομάρτυρες, τις περισσότερες περιπτώσεις ήταν κάτι που ξεπήγασε αυθόρμητα με πρωτοβουλία του λαού. Το ίδιο πράγμα έχει συμβεί στα πρόσφατα χρόνια με τους Νεομάρτυρες της Ρωσίας: Σε μερικούς τόπους και μέσα κι έξω από τη Σοβιετική Ένωση έχουν αρχίσει να τιμούνται σαν Άγιοι στη λατρεία της Εκκλησίας αλλά η σύγχρονη κατάσταση στη Ρωσική Εκκλησία καθιστά αδύνατη την επίσημη αναγνώριση της αγιότητάς τους.
Η ευλάβεια προς τους Αγίους είναι στενά δεμένη με την προσκύνηση των εικόνων. Τοποθετούνται από τους Ορθόδοξους όχι μόνο στις εκκλησίες τους αλλά σε κάθε δωμάτιο των σπιτιών τους κι ακόμη σ’ αυτοκίνητα και σε λεωφορεία. Αυτές οι πανταχού παρούσες εικόνες ενεργούν σαν ένα σημείο επαφής μεταξύ των ζωντανών μελών της Εκκλησίας και αυτών που έχουν φύγει προηγουμένως. Οι εικόνες βοηθούν τους Ορθοδόξους να βλέπουν τους Άγιους όχι σαν απομακρυσμένες και μυθικές μορφές από το παρελθόν αλλά σαν σύγχρονους και προσωπικούς τους φίλους,
Στο Βάπτισμα σ’ ένα Ορθόδοξο δίνεται τ’ όνομα ενός Αγίου σαν συμβόλου της εισόδου του στην ενότητα της Εκκλησίας που δεν είναι μόνον η επίγεια αλλά επίσης και η επουράνια εκκλησία». Κάθε Ορθόδοξος έχει ιδιαίτερη ευλάβεια προς τον Άγιο του οποίου φέρει το όνομα· συνήθως έχει μια εικόνα του προστάτη του Αγίου στο δωμάτιό του και προσεύχεται καθημερινά σ’ αυτόν, Τηρεί τη γιορτή του προστάτη Αγίου του σαν την ονομαστική του γιορτή που για τους περισσότερους Ορθόδοξους (όπως και για τους περισσότερους Ρωμαιοκαθολικούς στην ηπειρωτική Ευρώπη) αυτή η ημερομηνία είναι πολύ πιο σπουδαία από τη συγκεκριμένη των γενεθλίων του.
Ένας Ορθόδοξος Χριστιανός προσεύχεται όχι μόνο στους Αγίους αλλά και στους αγγέλους και ειδικά στο φύλακα άγγελό του. Οι άγγελοι «μας περιβάλλουν προστατευτικά με τις μεσιτείες τους και μας διασφαλίζουν κάτω από τα προστατευτικά φτερά της άϋλης δόξας τους».

(Πηγή: Περιοδικό «Ορθόδοξη μαρτυρία»)

Το μεγαλύτερο σκάνδαλο!

 



Σημείο αντιλεγόμενο. Το μεγαλύτερο σκάνδαλο. Αιτία πολλών συζητήσεων...

Ή μήπως βιώμα; Ή μήπως το μεγαλύτερο όπλο; Ή μήπως η αιτία που κρατιόμαστε ακόμα ζωντανοί;

Μιλάω για τη Θεία Κοινωνία. Για το μεγαλύτερο όπλο που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Το πιο ισχυρό δυναμωτικό του Χριστιανού. "Μετά φόβου, πίστεως και αγάπης προσέλθετε". Κοινωνάς φίλε/η;
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο όπλο. Με τη Θεία Κοινωνία ο Χριστιανός γίνεται λιοντάρι, ο διάβολος τρέμει και φεύγει μακρυά, τα πάθη απομειώνονται, η θέληση για αγώνα αυξάνει. Με το μέγιστο αυτό Θείο δώρο ο άνθρωπος φρεσκάρεται, γίνεται καινούριος, αποκτά αξιοθαύμαστη υπομονή, πίστη, ελπίδα, μαλακώνει η σκληρή καρδιά! Με τη Θεία Κοινωνία γεμίζουμε φως, λαμβάνουμε τον ίδιο το Θεό μέσα μας!!
Μη μένεις μακρυά απ'τη Θεία Κοινωνία φίλε/η! Πήγαινε ετοιμάσου, εξομολογήσου, μετανόησε, προσευχήσου και με θείο φόβο, πίστη και ελπίδα πήγαινε να κοινωνήσεις.
πηγή


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/12/blog-post_10.html#ixzz1g7lmQK8m

Μη πιάνεις κουβέντα μαζί τους

 



Ένας μοναχός ρώτησε το Γέροντά του:
-Τι να κάνω; ο λογισμός μου είναι πάντοτε στην πορνεία και δε μ'αφήνει να αναπαυτώ και θλίβεται η ψυχή μου...
Και ο Γέροντας απάντησε:
-Όταν οι δαίμονες σπείρουν τους λογισμούς, μη συνομιλήσεις μ'αυτούς. Γιατί έργο των εχθρών είναι να βάζουν πάντα στο νου μας τέτοιες σκέψεις. Όμως, δε μπορούν να μας αναγκάσουν. Δικό σου έργο είναι να δεχτείς ή να μη δεχτείς τους πονηρούς λογισμούς.
Όταν, λοιπόν, έρχονται οι λογισμοί, μην αρχίσεις να μιλάς σ'αυτούς, αλλά γονάτισε και πες: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με. Και σύντομα θα δεις τους λογισμούς να λιώνουν όπως το κερί μπροστά στη φωτιά.


Απ'το γεροντικό...

πηγή


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/12/blog-post_9750.html#ixzz1g7mfn15d

Άρνησης σε πρόσκληση Μητροπολίτου Αυγουστίνου Καντιώτου (+)

Κυριακή ΙΑ' Λουκά (Λουκ. 14,16-24" Ματθ. 22,14)


Άρνησης σε πρόσκληση



Θα μιλήσουμε με άπλα λόγια, αγαπητοί μου.

Το ακούσατε το ιερό ευαγγέλιο. Είναι ή ωραία παραβολή του μεγάλου δείπνου.

Άλλα προτού να μπούμε στην παραβολή, θα σας πω μια ιστορία. Όταν ήμουν ιεροκή­ρυκας σε κάποιο άλλο μέρος, μια μέρα βρήκα στο δρόμο έναν υπάλληλο. Ήταν πολύ στενο­χωρημένος, μέχρι σημείου να θέλει ν' αυτοκτονήσει. —Τι σου συνέβη, λέω, πέθανε ή γυναίκα σου, το παιδί σου; σε τιμώρησαν, σε απέλυσαν από την υπηρεσία;...

—Όχι τίποτα άπ' αυτά.

—Τότε;

—Δέχτηκα μια προσβολή και δεν την υποφέρω.

—Ποια προσβολή;

—Να, χθες έ­γινε τραπέζι ήταν όλοι οί σπουδαίοι, κ' εμένα δέ με κάλεσαν. Δεν το ανέχομαι.

—Τόσο εύ­θικτος είσαι, λέω, και τόσο κατάκαρδα το πήρες;

—Βεβαίως. 'Ακούς εκεί, να καλέσουν τη σάρα και τη μάρα κ' εμένα να μη με καλέσουν;

Το θεωρώ ανυπόφορο...

Τότε κ' εγώ έκανα στροφή και του λέω

—Μη στενοχωριέσαι· έχω στην τσέπη μία άλλη πρόσκληση για σένα.

—Τι;

—Σε καλεί κάποιος τιμητικώς σε μεγάλο τραπέζι... Αυτός, όπως του μιλούσα σοβαρά, το πίστεψε και λέει·

—Ποιος, ό νομάρχης;

—Μπα, κάποιος ανώτερος.

—Ό υπουργός;

—Παραπάνω.

— Ποιος, ό βασιλιάς;

—Παραπάνω.

—Ποιος;

—Κάποιος, πού όλοι αυτοί πού θεωρείς μεγάλους Είναι μπροστά του πελώρια μηδενικά.

Σε καλεί εκείνος πού κυβερνά τα άστρα τ' ουρανού, πού έφτιαξε κ' εσένα κ' εμένα. Σε καλεί ό βασιλεύς των βασιλευόντων και κύριος των κυριευόντων.

—Ποιος; λέει (κατάλαβε πού το πή­γαινα).

—Σε καλεί ό Χριστός!

—Ό Χριστός;

— Ναι, ό Χριστός.

Κι αν θεωρείς προσβολή το ότι δέ σε κάλεσαν οί εντός εισαγωγικών «μεγάλοι», μη στενοχωριέσαι. Σε καλεί ό Χριστός. —Πού; πότε; —Κάθε Κυριακή πού χτυπώ ή καμπάνα· κάθε χτύπημα Είναι μία πρόσκληση...

Ό Χριστός καλεί εσένα, τον άλλο, όλους. Όχι βέβαια και το μασόνο, το χιλιαστή, το μουσουλμάνο, το βουδιστή, το βραχμάνο, όποιον ανήκει σε άλλη θρησκεία.

Καλεί όσους πιστεύουν σ' αυτόν και φέρουν το όνομα του ορθοδόξου Χριστιανού· άντρες - γυναίκες, μικρούς - μεγάλους.

Είναι υποχρεωτικό. Οι ιεροί κανό­νες λένε καθαρά, ότι όποιος χωρίς λόγο λείψει τρεις Κυριακές από την Εκκλησία, αυτός διαγράφεται από τα μητρώα της, αποκόπτεται, με άλλα λόγια Είναι αφορισμένος.

Ό Χριστός καλεί. Και οί άνθρωποι Τι κάνουν;

Ελάχιστοι έρχονται. Κ' Είναι όλοι σχεδόν βαπτι­σμένοι, όλοι δηλώνουν «Χριστιανός ορθόδοξος». Κουράστηκαν τα χέρια των αστυνομικών να το γράφουν στις ταυτότητες. Εν τούτοις από τους εκατό Χριστιανούς ένας μόνο εκκλησιάζεται. Αν εκκλησιάζονταν όλοι, θα 'πρεπε να γκρεμίσουμε τους ναούς και να τους χτίσουμε μεγαλύτερους. Ή πλειονότητα λείπει χωρίς λόγο σοβαρό (ορισμένοι μόνο δικαιολογούνται· ένας γέρος σακάτης, μια γυναίκα άρ­ρωστη, κάποιοι με ειδικά επαγγέλματα). Ένας στους εκατό εκκλησιάζεται. Οι άλλοι; Εμένα ρωτάτε; Ποιους όμως να κλάψω; εκείνους πού απουσιάζουν, ή αυτούς πού Είναι παρόν­τες μεν τω σώματι άλλ' απόντες τω πνεύματι; αν τους ρωτήσεις Τι είπε ό απόστολος, δεν ξέ­ρουν. Πού είν' εκείνη ή εποχή, πού έμπαιναν στην εκκλησία απλοϊκοί άνθρωποι και ένιωθαν τη λειτουργία! Εγώ γνώρισα αγράμματο τσοπάνο πού ήξερε άπ' έξω τη θεία λειτουργία, το «Πιστεύω» κ.τ.λ.. Σήμερα γραμματισμένοι, μ' ένα μάτσο διπλώματα, δεν ξέρουν να σου πουν ένα ρητό της αγίας Γραφής· κι όταν έρ­θουν στην εκκλησία, άλλος κοιτάζει τον πολυέλεο, άλλος χαζεύει, άλλος βλέπει το ρολόι, άλλος ξύνεται δεν υπάρχει ενδιαφέρον.

Εν πάση περιπτώσει, κάτι Είναι και το ότι έρ­χονται. Άλλα έρχεται μόνο το ένα εκατοστό. Οί άλλοι; Ή διαγωγή τους Είναι αγενής, όπως των καλεσμένων της σημερινής παραβολής Κάποιος, λέει, έκανε δείπνο. Τα ετοίμασε όλα και κάλεσε πολλούς στο τραπέζι. Ό ένας είπε· —Αγόρασα χωράφι και πάω να το δω' δέ' θα έρθω... Ό άλλος ήταν ζωέμπορος. —Αγόρασα, λέει, πέντε ζευγάρια βόδια· πρέπει να πάω να τα δοκιμάσω... Ό άλλος ήταν νιόπαν­τρος και λέει αδιάντροπα· —Εγώ θα πάω να γλεντήσω με τη γυναίκα μου· άφησε με ήσυχο... Όλοι τους τραβήχτηκαν, τον άφησαν, και οι θέσεις έμειναν κενές. Τότε ό οικοδεσπότης κάλεσε άλλους και συμπλήρωσε τα κενά.

Κάτι τέτοια προφασίζεται κι ό καθένας άπ' αυτούς πού απουσιάζουν από την εκκλησία. Ό ένας, γιατί αποβραδίς ξημερώθηκε παίζον­τας χαρτιά· ό άλλος γιατί, αν Είναι καλοκαίρι, παίρνει το αυτοκίνητο και πάει για κολύμπι... Είπα και άλλοτε το παράδειγμα του Μπράουν, εκείνου πού ανακάλυψε τους πυραύλους. Εί­χε πάει να παραθέριση στη Μύκονο με τη γυ­ναίκα του. Την Κυριακή, όταν χτύπησε ή καμ­πάνα, ενώ οι άλλοι πήγαν στην παραλία, αυ­τός πήγε στην εκκλησία. Τον ρώτησαν —Πως εσύ στην εκκλησία; —Από παιδί πιστεύω στο Θεό και τώρα ακόμη πιο πολύ, γιατί είδα το Θεό μέσα στα έργα του!...

Κι αν εμείς, αγαπητοί μου, αδειάσουμε την εκκλησία, δέ' μας έχει ανάγκη ό Θεός. Δέ' χρειάζεται ανθρώπους πού έρχονται να εκκλησιαστούν με το ζόρι. Παρατηρώ ότι μερικές φορές, ενώ βγαίνουν τα άγια, κάποιοι εκείνη την ώρα έρχονται. Εάν εφαρμοστή το κανονικό δίκαιο, πρέπει να μην επιτρέπεται ή είσ­οδος. Λέω να το κάνω κάποτε αλλά ξέρω, θα σηκωθούν όλοι να φωνάζουν. Κανονικώς, με το «Ευλογημένη ή βασιλεία...» πρέπει ή εκκλησία κλεινή, όσο λίγοι κι αν έχουν έρθει. Πέντε; πέντε! Όχι να 'ρχεται ό καθένας όποτε θέλει. Στον κινηματογράφο ή στη δεξίωση δεν πηγαίνουν όποτε να 'ναι, άλλα στην ώρα τους.

Στο ναό; Αυτή Είναι ή τιμή πού αποδίδουμε στο μεγαλοδύναμο Θεό;

Γίναμε ασεβέ­στατοι. Δεν έχει ανάγκη από 'μάς ό Θεός· εμείς Τον έχουμε ανάγκη. Ό ήλιος δεν έχει ανάγκη τα δέντρα, τα δέντρα έχουν ανάγκη τον ήλιο· κ' εμείς έχουμε ανάγκη τη θρησκεία. Μεγάλοι και μικροί, κι ό ασπρομάλλης γέρος και το μικρό παιδί, κι αυτός πού Είναι στην κορυφή του αξιώματος κι ό στρατιώτης, όλοι ανεξαιρέτως έχουμε ανάγκη το Θεό. Και ενώ εμείς δεν έχουμε τίποτα να προσθέσουμε στη μεγαλοσύνη Του, εμείς χρειαζόμαστε Ε­κείνον και την Εκκλησία του. Ανοίξτε την ι­στορία να δείτε. Πεντακόσια χρόνια, πού περάσαμε σκλαβωμένοι, ποιος κράτησε αυτή την έρημη και μαρτυρική φυλή, ποιος παρη­γόρησε αυτό το λαό; Ή θρησκεία και μόνο ή θρησκεία. Φέσια θα φορούσαμε ακόμα, αν δεν ήταν ή αγία μας Εκκλησία. Δεν τα λέμε ε­μείς, τα λένε οί ξένοι. Κα! το 1943, πού ήμουν κ' εγώ στη Φλώρινα, και ακουγόταν να χτυπά ή μπότα του Γερμανού κ' ήταν σκλαβιά και ερημιά, ποιος παρηγόρησε το λαό και ποιος τον κράτησε όρθιο; Ή θρησκεία των πατέρων μας. Και πάντοτε ή θρησκεία.

Τη χρειαζόμαστε τη θρησκεία. Κι αν έρθει μέρα πού θα σβήσουμε τη θρησκεία των πα­τέρων μας, θα 'ναι κατηραμένη. "Αν ή θρησκεία φυγή από την Ελλάδα, δέ' θα χαθεί· θα πάει στην Ουγκάντα, θα πάει στα άκρα της γης. Εμείς θα ζημιωθούμε. Όπως χρειάζεσαι το νερό, το οξυγόνο, το ψωμί, το φάρμακο, έτσι και παραπάνω άπ' αυτά χρειάζεσαι τη θρησκεία. Θα το νιώσεις όταν πλησίαση ή τελευταία ώρα· τότε θα πεις «Ματαιότης ματαιοτή­των, τα πάντα ματαιότης» (Έκκλ. 1,2). Τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη θρησκεία· ούτε ή φιλοσοφία, ούτε ή επιστήμη, ούτε ή τέχνη, ούτε τίποτ' άλλο. Ή θρησκεία δεν έχει υποκατάστατα. Ξέρετε πώς μοιάζει; Σαν κά­ποιος να διψά, και να Βέλη να σβήσει τη δίψα του με αλμυρό νερό από τη θάλασσα· ή δίψα δέ' σβήνει, θα διψά περισσότερο. Αλμυρά θάλασσα Είναι ή παρών κόσμος. Πιες από το χρήμα, πιες από τις διασκεδάσεις, πιες από γυναίκες, πιες από γλέντια, πιες από επιστήμη...· περισσότερο θα διψάσεις. Μόνο ή αγία μας θρησκεία έχει τη δύναμη να ξεδιψά τον άνθρωπο, να του δίνη τη χαρά.

Αγαπητοί μου! Ό Χριστός μας προσκαλεί. Όχι από δική του ανάγκη, αλλά για να ικανο­ποίηση δική μας ανάγκη. Μην αρνηθούμε και εμείς την πρόσκληση. Ας ανταποκριθούμε με προθυμία κι ας τρέξουμε στο δείπνο της θεί­ας λειτουργίας. Κ' εκεί να σταθούμε με προσοχή. «Όσοι πιστοί!». Δέ' μας έχει ανάγκη ό Θεός. Προτιμότερο να προσεύχονται δέκα ευσεβείς παρά όλος ό κόσμος των ασεβών. Αν πάτε σε συνάξεις αιρετικών, θα τους δείτε όλους εκεί οικογενειακώς. Κ' εσείς, ορθόδοξοι γονείς, οδηγήστε και τα παιδιά σας στο ναό. Γιατί παιδί πού δεν πιστεύει στο Θεό, μεθαύριο θα γίνη τεντιμπόης, θα σου σπάσει το κεφάλι και θα τινάξει στον αέρα το σπίτι σου.

Έχουμε ανάγκη από τη θρησκεία. «Όσοι πιστοί» στη θρησκεία των πατέρων μας!



Επίσκοπος Αυγουστίνος

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης την 16-12-1973

Καταγραφή και σύντμησης 12-12-2004

Είσαι και συ καλεσμένος

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Λουκ. ιδ΄ 16-24
16 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. 21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
Ὁ Κύριος εἶναι προσκαλεσμένος στό τραπέζι ἑνός ἄρχοντα Φαρισαίου. Ὅλη ἡ συμπεριφορά τῶν Φαρισαίων καί ἡ πολυτέλεια τοῦ τραπεζιοῦ Τοῦ δίνουν πολλές ἀφορμές νά διδάξει στούς συγκεντρωμένους ἐκεῖ μεγάλες καί οὐράνιες ἀλήθειες. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, συγκινημένος ἀπ’ ὅσα βλέπει καί ἀκούει, λέει στόν Κύριο:
–Τρισευτυχισμένος εἶναι ἐκεῖνος πού θά καθίσει σέ γεῦμα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τό Μεσσία, τούς πατριάρχες, τούς προφῆτες καί τούς ἄλλους δίκαιους καί θ’ ἀπολαμβάνει τήν οὐράνια χαρά καί τή δόξα.
Ὁ Κύριος συμφωνεῖ μαζί του. Ἀλλά καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ξέρει ποιές εἶναι οἱ ἀπαραίτητες ἀρετές τίς ὁποῖες πρέπει νά ἔχει κανείς, γιά νά πάρει μέρος στήν αἰώνια εὐφροσύνη καί χαρά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό εἶπε τήν παραβολή τοῦ «Μεγάλου Δείπνου»:
Κάποιος ἄνθρωπος ἑτοίμασε μέγα βραδινό συμπόσιο μέ πρωτοφανή μεγαλοπρέπεια. Ἄφθονα ἀγαθά καί πλοῦτο πολύ διέθεσε, γιά νά ἱκανοποιηθοῦν οἱ πολλοί προσκαλεσμένοι του. Ὁ οἰκοδεσπότης εἶχε ὁ ἴδιος ἐπιστατήσει σέ ὅλα. Ὅμως κάποιο σημεῖο δυσάρεστο παρουσιάστηκε. Οἱ προσκαλεσμένοι δέν παρουσιάζονται.
–Τρέξε, λέει ὁ κύριος στό δοῦλο του, νά τούς πεῖς: «Ἐλᾶτε, μήν ἀργεῖτε, γιατί ὅλα εἶναι πιά ἕτοιμα».
Ὁ δοῦλος τούς βρίσκει, ἀλλά τόν δέχονται ψυχρά καί ἀδιάφορα. Καί σάν νά ἦταν ἀπό πρίν συνεννοημένοι ὅλοι μεταξύ τους, ἄρχισαν νά δικαιολογοῦνται:
–Ξέρεις, ἀγόρασα ἕνα χωράφι καί θά πάω νά τό δῶ. Σέ παρακαλῶ, δικαιολόγησέ με, εἶπε ὁ πρῶτος.
–Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια, εἶπε ὁ ἄλλος καί θά πάω νά τά δοκιμάσω…
–Ἔκανα οἰκογένεια καί ἔχω φροντίδες. Γι’ αὐτό δέν μπορῶ νά ἔρθω, εἶπε ὁ τρίτος.
Χωρίς κάν αὐτός ὁ τελευταῖος νά ζητήσει συγγνώμη γιά τήν περιφρόνηση. Περίλυπος ὁ δοῦλος γύρισε καί διηγήθηκε τήν ἀχαρακτήριστη συμπεριφορά τῶν καλεσμένων. Ὁ οἰκοδεσπότης ὀργίστηκε καί πρόσταξε τό δοῦλο του:
–Ἔβγα γρήγορα στίς πλατεῖες καί τά στενά τῆς πόλεως καί μάζεψε τούς φτωχούς καί περιφρονημένους, τούς σακάτηδες, τούς κουτσούς καί τούς τυφλούς.
Καί ἡ ἐντολή αὐτή δέν ἄργησε νά ἐκτελεστεῖ. Σέ λίγο ὁ πιστός καί πρόθυμος δοῦλος ἔδινε ἀναφορά:
–Κύριε, ὅπως διέταξες, ἔτσι κι ἔγινε. Ἀλλά ὑπάρχει ἀκόμη τόπος ἀδειανός.
Συγκινητική πολύ, ἀλλά καί συγκλονιστική εἶναι ἡ νέα διαταγή τοῦ ἀγαθοῦ καί εὔσπλαχνου οἰκοδεσπότη:
–Μήν ἀργοπορεῖς. Τρέξε τώρα ἔξω ἀπό τήν πόλη, στούς δρόμους καί στούς φράχτες, ὅπου μαζεύονται αὐτοί πού περιπλανιοῦνται, οἱ ἄστεγοι, καί παρακίνησέ τους νά μήν ντραποῦν καί νά ’ρθουν, γιά νά γεμίσει τό σπίτι μου καί νά χαροῦν τά ἀγαθά μου. Γιατί, σᾶς βεβαιώνω, πρόσθεσε – καί ἡ ὄψη του πῆρε μία αὐστηρότητα ἀσυνήθιστη – κανένας ἀπό κείνους πού μέ περιφρόνησαν, δέ θ’ ἀπολαύσει τ’ ἀγαθά τοῦ δείπνου μου, πού γιά χάρη τους ἔχω ἑτοιμάσει.
Πρωτοφανές, πρωτάκουστο καί ἀφάνταστο σέ μεγαλοπρέπεια καί δόξα, πανηγύρι χαρᾶς καί εὐφροσύνης ἔχει ἑτοιμάσει γιά μᾶς ὁ Οἰκοδεσπότης τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ, ὁ μεγάλος καί ἄπειρος Θεός.
Καί ποιά τιμή! Ὅλους μᾶς ἔχει καλεσμένους ὁ Θεός νά ζήσουμε αἰώνια στή βασιλεία Του καί νά ἀπολαμβάνουμε ἀνέκφραστη εὐτυχία καί δόξα! Ὅμως χρειάζεται ἡ πρόσκληση νά γίνει δεκτή καί ἀπό μᾶς. Νά γίνουμε ἄξιοι τῆς μεγάλης αὐτῆς τιμῆς. Πράγμα πού θά ἦταν ἀκατόρθωτο, ἐάν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δέ μᾶς ἑτοίμαζε καί ἐδῶ στή γῆ τό «Δεῖπνον τό Μέγα», τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού τρέφει καί δυναμώνει τήν ψυχή μας, τήν καθαρίζει καί τήν ἁγνίζει μέ τό ἄχραντο Σῶμα καί τό τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μέ τή συμμετοχή μας στό θεῖο αὐτό μυστήριο γινόμαστε ἕνα μέ τόν Κύριο, τήν Πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἁγιότητας. Μετέχουμε ἔτσι ἀπό τώρα – κατά κάποιο τρόπο – στήν οὐράνια χαρά καί τήν εὐτυχία. Ποιός μιά τέτοια θεία τιμή θά τήν περιφρονήσει;
Ἰδιαίτερα κατά τίς γιορτές τῶν Χριστουγέννων, πού πλησιάζουν, θ’ ἀντηχήσει στ’ αὐτιά τῆς ψυχῆς μας ἡ πρόσκληση: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Ὤ, καί νά μή βρισκόταν κανείς πού θά προφασιστεῖ: «Μαθήματα καί ἔννοιες ἐπαγγελματικές…, παρέες καί διασκεδάσεις ὄχι ἁγνές…, δυσκολίες καί στενοχώριες οἰκογενειακές… δέ μέ ἄφησαν νά προετοιμαστῶ».
Κύριε, Βασιλιά οὐρανοῦ καί γῆς, πόσο ἀγαθός εἶσαι! Ἑτοίμασες γιά μένα, πού δέ εἶμαι τίποτα μπροστά Σου, θεῖο τραπέζι, «Δεῖπνον Μέγα», καί μέ καλεῖς νά γευθῶ «τόν ἄρτον τόν ζῶντα, τόν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντα», «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», «τόν ἀμνόν τοῦ Θεοῦ τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».
Ἀξίωνέ με, Κύριε, ν’ ἀκούω πάντοτε πρόθυμα τήν πρόσκλησή Σου, γιά νά ἔχω μερίδιο καί στό «Δεῖπνον» τῆς αἰώνιας ζωῆς, τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

 τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Τό μεγάλο δεῖπνο τοῦ Θεοῦ γιά τό ὁποῖο μᾶς μίλησε σήμερα τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί εἶναι μιά αἰωνία πνευματική εὐτυχία. Δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τίς παροδικές τέρψεις τῆς ἐπιγείου ζωῆς, οὔτε μέ τίς οἰνοποσίες πού προκαλοῦν ἐμετούς, οὔτε μέ τά σαρκικά ὀργια πού τσακίζουν τά νεῦρα καί μολύνουν τήν ψυχή. Εἶναι τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας πού παραθέτει ὁ Θεός σ΄ ἐκείνους πού ἀποδέχτηκαν τήν πρό­σκλη­­σή του καί στό ὁποῖο ἐπιφυλάσσει τήν εὐφροσύνη τῆς συνδια­γω­γῆς μέ τήν Παναγία Τριάδα.
Οἱ σημερινοί καλεσμένοι ὅμως τούς ὁποίους διάλεξε ὁ Ἰησοῦς μεταξύ ὅ­λων τῶν ἀνθρώπων δέν ἀπάντησαν. Μέ ὑπεροψία ἀρνήθηκαν, γύρισαν τό κεφά­λι, προτίμησαν τίς πρόσκαιρες ἡδονές τῆς ζωῆς ἀπό τήν χαρά τῆς αἰωνιότητος. Τό­τε ὁ μεγάλος οἰκο­δε­σπό­της ἐκάλεσε πόρνες στή θέση τῶν σοφῶν, ζητιάνους στήν θέση τῶν πλουσίων, ἁμαρτωλούς στή θέση τῶν φαρισαίων καί ἐγέμισε τίς θέ­σεις τοῦ δείπνου.
Ἡ παραβολή τοῦ μεγάλου δείπνου δέν ἀφοροῦσε μόνο τούς ἀκροα­τάς τοῦ Ἰησοῦ πού μέ ψυχρότητα καί ὑπεροψία ἄκουγαν τήν πρόσκλησή του γιά σωτηρία. Ἀφορᾶ καί τούς σύγχρονους χριστιανούς, οἱ ὁποίοι κα­θη­μερινά δέχονται τήν πρόσκληση τῆς Ἐκ­κλη­σίας γιά σωτηρία καί συγκε­κριμένα γιά τή συμμετοχή τους στό μυστικό τραπέζι τῆς Θείας Εὐχα­ρι­στίας. Οἱ μέρες πού πλησιάζουν μᾶς καλοῦν νά παρακαθήσουμε στό δεῖπνο πού παραθέτει ὁ Κύριος, ἄν θέλουμε νά ζήσουμε τό πραγματικό νόημα τῶν Χριστουγέννων. Χριστούγεννα χωρίς Χριστό δέν νοοῦνται. Χριστούγεννα χωρίς Θεία Κοι­νω­νία δέν διαφέρουν ἀπό τίς ἄλλες μέρες τοῦ χρόνου. Δέν θά ζήσουμε τό νόη­μα τῶν Χριστουγέννων μέ τό στόλισμα τοῦ δένδρου, ἄν προηγουμένως δέν κοσμί­σουμε τήν ψυχή μας κι ἄν δέν τήν ἑτοιμάσουμε νά παρακαθήσει στό μεγάλο δεῖπνο τῆς Θείας Λειτουργίας. Καί ὄχι μόνο τίς ἡμέρες αὐτές, ἀλλά τακτικά κάθε Κυριακή καί σέ κάθε ἑορτή μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία στό Μυ­στή­ριο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐμεῖς τί ἀπάντηση δίνουμε στήν πρόσκλη­ση τοῦ Θεοῦ;
Οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους ἀρνήθηκαν τήν πρόσκληση τοῦ οἰκοδε­σπό­του οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς παραβολῆς ἦσαν γελοῖοι. Καί οἱ τρεῖς πού περι­φρό­νη­σαν τή θεϊκή πρό­σκλη­ση ἦταν ἄνθρωποι μέ στενή καρδιά καί μικρό μυαλό. Ἔ­μειναν ἀλυσοδεμένοι στίς ψευ­το­χαρές τῆς ζωῆς καί ἀρνήθηκαν τήν αἰώνια χαρά, τήν ὁποία ἀπήλαυσαν «οἱ πτωχοί καί ἀνάπηροι καί χωλοί καί τυφλοί» πού στήν φωνή τοῦ Θεοῦ ὑπήκουσαν μέ ταπεινοφροσύνη.
Τό περίεργο εἶναι ὅτι καί στήν περίπτωση αὐτή ἀποκλείσθηκαν ἐκεῖ­νοι πού εἶχαν τίς προϋποθέσεις καί εἰσῆλθαν οἱ ἔσχατοι τῆς κοινωνίας. Τούς ἐμπό­δι­σε ἡ μωρία τῆς ὑπεροψίας.
Οἱ τρεῖς ἀρνητές ἔχουν καί στίς μέρες μας πολλούς μιμητές. Στήν πρόσκληση τῆς Κυριακάτικης καμπάνας μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀρνοῦνται ὅσοι δέν θέ­λουν νά παρα­κα­θή­σουν στό μυστικό τραπέζι πού παραθέτει ὁ Θεός στούς πι­στούς του. Χαρα­κτη­ριστικό γνώ­ρισμα ὅλων εἶναι ἡ ἀδιαφορία γιά ὅσα τελε­σιουρ­γοῦνται ἐκεῖ καί ἡ περι­φρόνηση τῆς προσκλήσεως τοῦ Θεοῦ.
Ἡ φράση «ἀγρόν ἠγόρασα» ἐπεκράτησε καί στήν καθημερινή φρασεο­λο­γία νά ση­μαίνει τήν ἀδιαφορία. Σέ δικούς τους κόσμους ζοῦν οἱ περισ­σότεροι ἀδελφοί μας χρι­στια­νοί. Κάθε Κυριακή δονεῖται ἡ ἀτμό­σφαι­ρα ἀπό τίς κωδω­νο­κρου­σίες τῶν Ἐκκλη­σιῶν, ἀντιλαλοῦν τά μεγάφωνα ἀπ΄ ἄκρου σ΄ ἄκρο τήν Θεία Λει­τουργία κι ἐκεῖνοι μακάρια ναρκωμένοι στό κρεβάτι ἀναπαύουν τήν κατα­πο­νε­μένη ἀπό τό γλέντι καί τήν οἰνοποσία σάρ­κα τους. Ἄλλοι τρέχουν μέ ἄγχος νά συνε­χίσουν τήν ἐργασία τους, ἄλ­λοι μέ τήν οἰκογένειά τους φεύγουν στήν ἐξοχή κι ἄν κανείς τούς ὑπεν­θυ­μί­σει τό χρέος τοῦ ἐκκλησιασμοῦ θά πάρει τήν ἴδια ἀπά­ντηση πού ἔδωσαν οἱ προσκεκλημένοι τῆς παραβολῆς: «ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρα­τημένον», «πα­ρά­τα με, ἄσε με ἥσυχο, μή μέ ζαλί­ζεις μ΄ αὐτά». Περι­φρο­νοῦν τήν Ἐκ­κλη­σία καί εἰρωνικά λένε, ὅτι εἶναι γιά τούς γέρους καί τούς ἀνά­πη­ρους και τούς καθυστερημένους. Δέν μποροῦν ποτέ νά πιστέψουν, ὅτι ἀνάπηροι στό πνεῦμα καί καθηστερημένοι εἶναι οἱ ἴδιο, πού δέν μποροῦν νά ἐννοή­σουν τό συμφέρον τους.
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μιά πράξη τοῦ λαοῦ καί τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνα ἔρ­γο, στό ὁποῖο συμμετέχει καί ὁ Θεός καί ὁ λαός. Μέσα στή Θεία Λειτουργία συ­νεχίζεται τό ἔρ­γο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ξα­να­γεννιέται, ξανα­σταυ­ρώ­νεται καί πάλι ἀνίσταται ὁ Ἰη­σοῦς Χριστός. Ὅπως στό Μυστικό Δεῖπνο ἔτσι κι ἐδῶ με­ταβάλλεται τό ψωμί σέ Σῶμα Χριστοῦ καί τό κρασί σέ αἷμα Χριστοῦ. Κατέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τήν Πεντηκοστή καί ἑνώνεται ἡ γῆ μέ τόν οὐρανό. Δίπλα μας στέ­κουν Ἄγγελοι καί μαζί μέ μᾶς διακονοῦν στό μυστήριο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λει­τουρ­γίας ἡ Ἐκκλησία γίνεται οὐρα­νός καί ἐμεῖς μέ τήν μετάληψη τῶν Ἀχρά­ντων Μυστηρίων γινόμαστε σύσ­σω­μοι καί σύναιμοι Χριστοῦ.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί.
Ἄν κανείς μᾶς ὑποδείξει ἕνα τρόπο νά μείνουμε ἀθάνατοι, πάντα χα­ρού­­με­νοι καί γαληνεμένοι δέν θά εἶναι ἀνοησία μας νά τόν ἀποποιη­θοῦ­με; Ἄν μᾶς προ­σφέρουν ἕνα φάρμακο πού μᾶς κάνει θεούς, δέν θά εἶναι μωρία νά τό πε­ρι­φρο­νήσουμε; Ὁ οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντος μᾶς προσφέρει καί τόν τρόπο καί τό φάρμακο. Εἶναι τό μέγα Δεῖπνον, ἡ Θεία Λειτουργία, στό ἱερό τραπέζι τῆς ὁποίας παρατίθεται τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ «τό ὑπέρ ἡμῶν κλώμε­νον καί διαδιδόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρ­τιῶν».

Κάλεσμα σε δείπνο του π. Νικολάου Φαναριώτη

Εκ του κατά Λουκάν Αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα, πρόσχωμεν.

16. Ο δε είπεν αυτώ. Άνθρωπος τις εποίησεν δείπνο μέγα και εκάλεσε πολλούς.
17.Και απέστειλε τον δούλον αυτού τη ώρα του δείπνου ειπείν τοις κεκλημένοις. έρχεσθαι, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα.
18.Και ήρξαντο από μιας παρετείσθαι πάντες, ο πρώτος είπεν αυτώ. αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκη εξελθείν και ιδείν αυτόν. Ερωτώ σε, έχε με παρητημένο.
19. Και έτερος είπε. ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά. Ερωτώ σε είπε, έχε με παρετημένον.
20. Και έτερος είπε. Γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν.
21. και παραγενόμενος ο δούλος εκείνος απήγγειλε τω κυρίω αυτού ταύτα. Τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπε τω δούλω αυτού. Έξελθε ταχέως εις τας πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε.
22. και είπεν ο δούλος. κύριε, γέγονε ως επέταξας, και έτι τόπος εστί.
23. και είπε ο Κύριος προς τον δούλο. Έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου.
24. λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεται μου του δείπνου.

Ερμηνεία:
Η παραβολή του μεγάλου δείπνου
Εκείνος του είπε: «Κάποιος άνθρωπος έκανε μεγάλο δείπνο, και κάλεσε πολλούς και απέστειλε το δούλο του την ώρα του δείπνου να πει στους καλεσμένους: “Ελάτε, γιατί ήδη είναι όλα έτοιμα”. Και άρχισαν με μια γνώμη όλοι να παραιτούνται από την πρόσκληση με δικαιολογίες. Ο πρώτος τού είπε: “Αγόρασα έναν αγρό και έχω ανάγκη να εξέλθω να τον δω• σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω”. Και άλλος είπε: “Αγόρασα πέντε ζεύγη βοδιών και πηγαίνω να τα δοκιμάσω• σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω”. Και άλλος είπε: “Γυναίκα νυμφεύτηκα και γι’ αυτό δε δύναμαι να έρθω”. Και παρουσιάστηκε ο δούλος και ανάγγειλε αυτά στον κύριό του. Τότε οργίστηκε ο οικοδεσπότης και είπε στο δούλο του: “Έξελθε γρήγορα στις πλατείες και στα δρομάκια της πόλης και εισάγαγε εδώ τους φτωχούς και τους ανάπηρους και τους τυφλούς και τους χωλούς”. Και είπε ο δούλος: “Κύριε, έχει γίνει αυτό που διέταξες, και ακόμα υπάρχει τόπος αδειανός”. Και ο Κύριος είπε προς το δούλο: “Έξελθε στις οδούς και στους φράχτες και ανάγκασέ τους να εισέλθουν, για να γεμίσει ο οίκος μου. Γιατί σας λέω ότι κανείς από εκείνους τους άντρες που ήταν καλεσμένοι δε θα γευτεί το δείπνο μου”».

«Ερωτώ σε, έχε με παρετειμένον.» Ποτέ αγαπητοί μου χριστιανοί ο Χριστός δεν τα είχε καλά με το κατεστημένο της εποχής του. Από τότε που γεννήθηκε εκεί στο σπήλαιο στο στάβλο, δεν υπήρχε τόπος γι’ Αυτόν μέσα στο κατεστημένο. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που ο Λουκάς, ο ζωγράφος της πένας λέγει: «ου ότι ουκ ειν αυτώ τόπος εν τω καταλύματι.» Όχι δεν βρέθηκε τόπος στο κατάλυμα για να τον βάλουν, γιατί δεν έψαξαν καν, αλλά δεν υπήρχε, ουκ ειν τόπος αυτώ εν τω καταλύματι. Από τότε λοιπόν που γεννήθηκε και δεν βρήκε θέση στο κατεστημένο της εποχής Του, μέχρι τότε που Τον σταύρωσαν, πάλι γιατί δεν υπήκουσε στο κατεστημένο τελικά, δεν υποτάχθηκε, διαρκώς τα είχε εναντίον. Πήγαινε πάντα κόντρα με αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι και σήμερα, στην περίπτωση που αναφέρει το Ευαγγέλιον που είπε την παραβολή αυτήν του Μεγάλου Δείπνου, μια τέτοια περίπτωσης υπήρχε. Αν διαβάσει κανείς τα προηγούμενα του Λουκά, του ιδίου κεφαλαίου του Ιδ, θα δει ότι ο Χριστός ήταν καλεσμένος σ’ ένα δείπνο κάποιου άρχοντα και Φαρισαίου, και εκεί Του την είχαν όπως θα λέγαμε στημένη την παγίδα. Είναι καθαρά τα λόγια του Ευαγγελιστού. «και εγένετο εν τω ελθείν αυτώ εις τον οίκον τινός...» λέει το ίδιο κεφάλαιο, πριν από αυτά που αναφέραμε σήμερα. Να το πούμε για να καταλάβουμε το πνεύμα μέσα στο οποίο ο Κύριος είπε αυτή την παραβολή. «...εις τον οίκον τινός των αρχόντων των Φαρισαίων..» τον καλέσανε σε επίσημο δείπνο, άρχοντες, «...Σαββάτων φαγείν άρτον» ήταν Σάββατο, την ημέρα που Τον κάλεσαν, επίτηδες, και αυτό φαίνεται απ’ τα επόμενα. «...και αυτοί ήσαν παρατηρούμενοι αυτόν.» και τον πρόσεχαν όλοι τι θα κάνει, επειδή ήταν Σάββατο. Και στον ίδιο στίχο λέει. «και ιδού, άνθρωπος τις ην υδρωπικός έμπροσθεν αυτού.» Το να είναι τώρα επίσημο δείπνο, του άρχοντα των Φαρισαίων και μέσα στους επισήμους, τους προσκεκλημένους, να βρεθεί ένας άνθρωπος υδρωπικός σε άθλια κατάσταση όπως είναι οι υδρωπικοί, και μάλιστα μπροστά-μπροστά, δεν ήταν τυχαίο το πράγμα. Τον είχανε βάλει επίτηδες εκεί, διότι ήξεραν ότι ο Χριστός κάνει θαύματα το Σάββατο, για να Του βάλουν την παγίδα και να Τον βλάψουν όσο μπορούσαν και να Τον κατηγορήσουν. Αντιληφθείς αυτό ο Κύριος μας, απήντησε κατά πάλι του κατεστημένου, ξεφτιλίζοντας και διαλύοντας εκείνο το Σάββατο, θεραπεύοντας δηλαδή τον τυφλό, και καταλύοντας το Σάββατο το οποίο ήτανε το κυριότερο μέσο επιβολής του κατεστημένου της εποχής πάνω στους Εβραίους. Δεν τολμούσανε, ποινή θανάτου να παραβούν το Σάββατο, και συγχρόνως είπε μεταξύ άλλων την παραβολή που ακούσαμε, με την οποία αποκαλύπτει τις βασικές δομές του κατεστημένου κάθε εποχής. Εκεί μίλησε διαχρονικά, γιατί σαν Θεός δεν δεσμεύεται στον χρόνο, ούτε ότι λέει ισχύει για «την εποχή Του». Ότι είπε ο Χριστός ισχύει διά μέσου των αιώνων. Μέσα λοιπόν στην παραβολή αυτή του Μεγάλου Δείπνου, διακρίνουμε, αν έχει κανείς παρατηρητικότητα και καλό μάτι και προσέξει, τις τρεις βασικές δομές με τις οποίες το κατεστημένο κάθε εποχής καταπιέζει τους ανθρώπους.


• Η πρώτη δομή είναι η οικονομική δομή
• Η δεύτερη είναι η αισθησιακή δομή
• Και η Τρίτη είναι η κοινωνικοποίηση όπως την λέμε.



Ας τις δούμε με δύο λόγια και τις τρεις δομές πως φαίνονται.
Ποια ήταν η πρώτη κλίσης, και τι ήταν η απάντηση; «αγρόν ηγόρασα» Έχω δουλειά τώρα. Εγώ πήρα χωράφια, πρέπει να δουλεύω. Το πρωί θα τα δουλεύω και το βράδυ θα σκέφτομαι τι να τα κάνω. Εδώ έχουμε business, εδώ έχουμε λεφτά. Θα αφήσουμε τώρα αυτά τα πράγματα και θα έρθουμε τώρα στο δείπνο; «Έχε με πατετημένο» Άσε με, δεν αδειάζω. Με το «αγρόν ηγόρασα» συμβολίζει ο Κύριος σε κάθε εποχή, και στης δικής μας, τους ανθρώπους με τα μεγάλα κέρδη, με τις μεγάλες απασχολήσεις, με τις επιχειρήσεις, με τις buisines, με τους πολλούς μισθούς, δουλεύει ο άνδρας, δουλεύει η γυναίκα, σε ένα-δύο θέσεις κλπ. Με τα πολλά χρήματα, τα οποία όμως για να αποκτηθούν θέλουν σκοτούρες. Και δεν αδειάζει ο άνθρωπος για να σκεφτεί τίποτε άλλο με τις πολλές και μεγάλες ανάγκες. Διότι όσο πιο πολλά βγάζουν οι άνθρωποι, το έχει καταφέρει το κατεστημένο κάθε εποχής έτσι ώστε να μην τους φθάνουν, να μην μας φθάνουν και να ζητάμε κι’ άλλα, γιατί υπάρχουν ανάγκες που πολλαπλασιάζονται. Ανάγκες έχει ο πατέρας, θέλει να αλλάξει το Ι.Χ.Ε γιατί βγήκαν τα νέα μοντέλα τα αμόλυβδα, θέλει να πάρει βίντεο, θέλει να πάρει ηλεκτρονικά, ξέρω εγώ υπολογιστές, ανάγκες. Ανάγκες η μητέρα, θέλει θα καλλυντικά της, θέλει τα κοσμήματα, τις γούνες, τις...ξέρω εγώ, τα δικά της εν πάση περίπτωση, όσα θέλουν οι γυναίκες, τ’ αμάξι ή η μόδα, αλλά και τα παιδιά. Τόσο πολύ έχουν εξαχθεί οι ανάγκες των παιδιών, που έγινε έκκληση στην τηλεόραση να σταματήσει να διαφημίζει τα παιχνίδια τα παιδικά, τα οποία είναι πανάκριβα και έχουν μουρλάνει και τρελάνει τους γονείς τους. Πού να βρεθούν αυτά τα λεφτά; Και δεν είναι μόνο τα παιχνίδια. Νάταν μόνο τα παιχνίδια; Εδώ είναι τα μαθήματα, πρέπει να μάθουν Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, δεν ξέρω ποιες γλώσσες, τα κορίτσια πρέπει να πάνε ρυθμική, μπαλέτο, είναι απαραίτητα αυτά τα πράγματα, ανάγκες, χρήματα. Και πρέπει να αγωνιστούμε, μέρα-νύχτα, Κυριακή-καθημερινή, για να τα ικανοποιήσουμε αυτά τα πράγματα. Γιατί δεν ήρθες την Κυριακή στην Εκκλησία; Ε τι να κάνω, όλη την βδομάδα σκοτώνουμε, πήγα εκεί στο...που έχω κάποια δουλίτσα να την φτιάξω, να φυτέψω κάτι δέντρα. Γιατί δεν ήρθες εσύ την Κυριακή στην Εκκλησία; Ε όλη την βδομάδα σκοτώνουμε, έχει γίνει το σπίτι άνω-κάτω. Έκατσα και εγώ στο σπίτι μου να ξεκουραστώ λίγο να τα συγυρίσω να τα τακτοποιήσω. Γιατί δεν ήρθες την Κυριακή στην Εκκλησία; Εγώ πήγα στο μαγαζί, το Σάββατο ήταν άνω-κάτω τα πράγματα με τις υποτιμήσεις, μ’ αυτά έχει γίνει άνω-κάτω το μαγαζί το πρωί έπρεπε να πάω εκεί να τα τακτοποιήσω, να φτιάξω τα βιβλία μου, αλίμονο πως θα τα βγάλω πέρα;

Καταλαβαίνετε τώρα τι γίνεται και πως το κατεστημένο με την οικονομική του δομή συλλαμβάνει τους ανθρώπους. Και άμα αυτά ισχύουνε και μέρα νύκτα σκεφτόμαστε και δουλεύουμε, που καιρός για νηστεία, πού καιρός για προσευχή, πού καιρός για λόγο Θεού, πού καιρός για Μεγάλο Δείπνο, για Θεία Λειτουργία, για κοινωνία με τον Θεό. Δεν είναι αυτά τα πράγματα για μένα, έχε μη παραιτημένο. Αργότερα όταν γεράσω και πάρω σύνταξη κλπ. Αυτή είναι η πρώτη δομή.

Η Δεύτερη βασική δομή που καταπιέζει, το κατεστημένο κάθε εποχής με όλες τις μορφές και με όλα τα κόμματα και όπως κι’ αν εμφανίζεται, δεν έχει σημασία. Είναι η αισθησιακή δομή. Τα πέντε ζεύγη των βοών. Πέντε ζευγάρια βόδια, είναι πέντε ζευγάρια αισθήσεων, τα οποία τα δοκιμάζουμε συνεχώς. Είδατε τι λέει; «θέλω να πάω να δοκιμάσω» η δοκιμή των αισθήσεων συνεχίζεται. Ο άνθρωπος πήρε τις αισθήσεις από τον Θεό, δια να τον βοηθούν σ’ αυτή τη ζωή να την περάσει όμορφα, και να πάει στην αιωνιότητα οπότε δεν χρειάζονται οι αισθήσεις διότι τα πάντα είναι ελεύθερα και δεν χρειάζεται να έχουμε μάτια αυτιά κλπ, όλα αντιλαμβάνονται. Σ’ αυτή τη ζωή δόθηκαν οι αισθήσεις για να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωπο να ζήσει με τις αισθήσεις. Και ο άνθρωπος τι κάνει; Ζει για τις αισθήσεις. Σκοπός του και όχι μέσον, είναι η ικανοποίηση των αισθήσεων του. τι θα φάμε, τι θα πιούμε, τι θα δούμε, τι θα ακούσουμε, πώς θα γαργαλιστούμε, πώς θα ηδονιστούμε, πώς όλα αυτά θα συμβούν, τι θα φάει, κάθε μέρα κρέας, μας κρέμασαν από το τσικέλλι σαν να είμαστε χασαπόσκυλα, δεν μπορούμε μια ημέρα να κάνουμε χωρίς κρέας, να νηστέψουμε, έχουμε ήχο, έχουμε φως, νύκτα μέρα, στα διάφορα εκείνα κέντρα που διαρκώς βάζουν και περισσότερα και περισσότερα χρώματα και συνεχώς ισχυρότερους θορύβους, ήχους εκκωφαντικότερους, διαρκώς τι θα φάμε τι θα ακούσουμε. Και το αποκορύφωμα όλων ή τη δίκη ή τη βούλα. Το πρώτο και το δεύτερο. Αυτά είναι πια που δεν αφήνουν τις αισθήσεις για μέρα και νύχτα μέχρι τις δύο την νύχτα, διαρκώς βομβαρδίζουν τις αισθήσεις. τι θα γίνει; Αυθεντικό αυτό που θα σας πω. Κάποιος τεχνίτης τηλεοράσεων, μου το είπε ο ίδιος, είχε γυρίσει από μια περιοδεία στην Αιτωλοακαρνανία, αργά τ’ απόγευμα κουρασμένος ταλαιπωρημένος ο άνθρωπος, και μόλις πήγε στο μαγαζί, κτύπησε το τηλέφωνο. «Έλα επειγόντως να μας φτιάξεις την τηλεόραση» Λέει αδύνατον! Τώρα ήρθα, πρέπει να φύγω να πάω να ξεκουραστώ, θα πέσω κάτω. «Είναι ανάγκη να έρθεις να την φτιάξεις» Τον πίεσε τόσο πολύ τον άνθρωπο, ήταν και καλός πελάτης με χρήματα, που όπως και αν ήτανε πήγε εκεί. Και τι είδε ο άνθρωπος; Δύο τηλεοράσεις να δουλεύουνε στο foul. Η μία στο πρώτο και η άλλη στο δεύτερο πρόγραμμα. Και αυτή που ήθελε να επισκευάσει, ήταν η Τρίτη, η εφεδρική, που από φόβο μήπως χαλάσει καμιά από τις δύο εκείνο το βράδυ, δεν περίμεναν την άλλη μέρα, να την έχουν και αυτή έτοιμη για να αναπληρώσει τις άλλες δύο. Άμα είναι έτσι και άμα διαρκώς δουλεύουμε τις αισθήσεις, τότε πού καιρός για νηστεία, πού καιρός για προσευχή, πού καιρός για εκκλησιασμό, για Μεγάλο Δείπνο, ερωτώ σε, έχε με παραιτημένο.

Και πάμε τώρα στην τρίτη, την βασικότερη δομή καταπιέσεως, αλλοτριώσεως του ανθρώπου. Η λεγόμενη κοινωνικοποίηση. Αν ξεφύγει κανείς από το πρώτο δόκανο, των χρημάτων και έχει λίγο μυαλό και τα καταφέρει, τον πιάνει το δεύτερο δόκανο. Το δόκανο της αισθησιακής ζωής. Και αν ξεφύγει απ’ το δεύτερο, που είναι σπάνιο όλοι μας πιανόμαστε και απ’ τα τρία δόκανα, δεν υπάρχει άνθρωπος που να πιάνεται μόνο απ’ το ένα, αλλά λέω αν υπάρχει άνθρωπος που ξεφεύγει απ’ το πρώτο, την οικονομική καταπίεση, ξεφεύγει απ’ το δεύτερο την αισθησιακή καταπίεση, τον πιάνει το τρίτο. Η κοινωνικοποίηση η οποία θεωρείται ωραίο, σύγχρονο πράμα και πολιτισμένο. Ποιος θα περίμενε ποτέ ότι ο γάμος θα έβγαζε τους ανθρώπους από την εκκλησία. «γυναίκα άγημα» λέει «και διά τούτο ού δύναμαι ελθείν» Μα ο γάμος γίνεται μες την εκκλησία. Θα πάρεις την γυναίκα σου, τα παιδιά σου, θα μπεις μες την εκκλησία. Δεν είναι αυτό. Ο Χριστός σαν Θεός ξεσκέπασε αυτά που βλέπουν τα μάτια στην εποχή μας. Ποιος περίμενε ότι ο γάμος θα γίνει έξω απ’ την εκκλησία. Κι’ όμως σήμερα θριαμβεύει, αρχίζει δηλαδή, ο λεγόμενος πολιτικός γάμος. Το είδανε κι’ αυτό τα μάτια μας και τι θα δούνε ακόμα. Ο πολιτικός γάμος έγινε για να βάνει τους ανθρώπους απ’ την εκκλησία. Αυτό είπε ο Χριστός. «γυναίκα έγημα» έκανα γάμο λέει. Ακούστε πρόσκληση γάμου. Όπως τη είδα και εγώ, απευθύνθηκε σε μένα εμμέσως. «Σας καλούμε στον γάμο μας την Τετάρτη 15 του μήνα, κάλεσμα από πάνω βέβαια, στο Δημαρχείο της Αθήνας, 6ος όροφος, γραφείο 36. Ακούστε λοιπόν πως η κοινωνικοποίηση, γιατί το αποκορύφωμα είναι αυτό, ο πολιτικός γάμος και άλλα που θα έρθουνε, βγάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά μας, τους νέους από την εκκλησία. Τους πάει στο Δημαρχείο, γραφείο 36. Πολύ σοφά το ευχολόγιο της εκκλησίας μας, όταν κάνει την ακολουθία εκείνη, δεν την ονομάζει ακολουθία του γάμου, για προσέξτε το, αν ανοίξετε ένα ευχολόγιο θα δείτε. «ακολουθία του στεφανώματος» Έτσι λέγεται. Δεν έχει καμιά σχέση με τον πολιτικό γάμο. Στο στεφάνωμα ακούμε, «Κύριε ο Θεός ημών δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς» Ποια δόξα και Ποια τιμή θα βάλει ο υπάλληλος του Δημαρχείου που κοιτάει πότε θα έρθει η ώρα του και να κλείσει το γραφείο του και να πάει στην δουλειά του ο άνθρωπος που τον φορτώθηκαν αντί να πάνε στην εκκλησία, και θα τα ψέλνει από μέσα του. τι θέλετε εσείς εδώ πέρα που ήρθατε; «δόξη και τιμή» Οι γάμοι οι πολιτικοί γίνονται, βγάζουν τους ανθρώπους από την εκκλησία αλλά ποτέ δεν φαντάζομαι επί τιμή γελοιοποιήσεως θα τολμήσει ποτέ κανένας Δήμαρχος να στεφανώσει πολιτικό γάμο, διότι θα έιναι το άκρο άωτον της γελοιοποιήσεως. Δεν θα γίνει ποτέ. Ώστε «δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς» τρεις καμπάνες κτυπάει η εκκλησία μας. Κυριακή και μεγάλη γιορτή. Κτυπάει η πρώτη καμπάνα, κτυπάει η δεύτερη καμπάνα, κτυπάει η τρίτη καμπάνα. Πολλοί από μας ακούμε την πρώτη καμπάνα, χασμουριόμαστε, και γυρίζουμε από την άλλη πλευρά, έχω καιρό. Έπειτα έρχεται η δεύτερη καμπάνα, τότε ανοίγουμε λίγο τα μάτια, και λέμε. Έχε το νου σου γυναίκα, φέρει πειν, όταν κτυπήσει η Τρίτη καμπάνα με ξυπνάς, μήπως αποκοιμηθώ. Κτυπάει η τρίτη καμπάνα, σηκωνόμαστε, ξυριζόμαστε, ετοιμαζόμαστε, πλενόμαστε στα γρήγορα, πάμε στο περίπτερο παίρνουμε την εφημερίδα, και ερχόμαστε στην εκκλησία πριν απ’ το δι’ ευχών, δεν ξέρω πόσο θα προλάβουμε. Δεν έχω σκοπό να ποντάρω σ’ αυτό. Απλώς έτσι το ανέφερα. Ο στόχος μου δεν είναι να σας κάνω να σηκωθείτε νωρίτερα να έρθετε στην εκκλησία. Αυτό δεν λέει τίποτα. Αυτό είναι η συνέπεια, αυτό είναι τ’ αποτελέσματα. Το θέμα δεν είναι να μας ξυπνήσουν οι καμπάνες σωματικά. Ο θέμα είναι οι καμπάνες οι τρεις, που είναι οι τρεις αυτές κλήσεις. Η πρώτη καμπάνα είναι το αγρών ηγόρασα, η δεύτερη καμπάνα είναι τα ζεύγη των βοών, και η Τρίτη καμπάνα είναι το «γυναίκα έγημα»Έχουν σκοπό να μας ξυπνήσουν όχι τόσο σωματικά, αλλά πνευματικά. Απ’ την πνευματική αλλοτρίωση που μας έχει καταβάλει και καταστρέψει ο πολιτισμό. Κτυπάνε οι καμπάνες δυο χιλιάδες χρόνια, και ξυπνούν όσους θέλουν να ξυπνήσουν. Γιατί εάν ο άνθρωπος ξυπνήσει πνευματικά, και φύγει από αυτήν την βλάβη, την αλλοτρίωση, την πλύση του εγκεφάλου που του γίνεται, δεν είναι ανάγκη να τον ξυπνήσεις σωματικά, θα ξυπνήσει μόνος του και δεν θα τον παίρνει ο ύπνος, οπότε θα έρθει με την πρώτη καμπάνα θα’ ναι πάνω στην εκκλησία.

Να ξυπνήσουμε λοιπόν πνευματικά, να ξεφύγουμε απ’ αυτές τις καταπιέσεις, την αλλοτρίωση, να βρούμε τον εαυτόν μας αγαπητοί. Τον εαυτόν μας που έχει φτιαχτεί για Θέωση. Δεν έχει φτιαχτεί ούτε για να ικανοποιήσει τις αισθήσεις, και να ζει για τις αισθήσεις, ούτε για να οικονομάει και να μην τελειώνουν ποτέ οι ανάγκες, ούτε για όλα αυτά. Αυτά είναι μέσα προσωρινά, αλλά φτιάχτηκε για Θέωση, για να γίνει Θεός. Ας ξυπνήσουμε λοιπόν πνευματικά και τότε θα ξυπνήσουμε και σωματικά. Και θα ακούμε τις καμπάνες, και θα ξυπνάμε αμέσως και θα ερχόμαστε στην εκκλησία.

Συμπεραίνω. Λιγότερες ανάγκες όσο μπορούμε να περιορίσουμε στο απολύτως απαραίτητο τις ανάγκες μας. Όχι πολλά χρήματα και πολλές ανάγκες, και φαύλος κύκλος που καταστρέφει. Όσο μπορούμε λιγότερες ανάγκες. Λιγότερη αισθησιακή ζωή, και πολλή πνευματική ζωή. Και κυρίως καθόλου κοινωνικοποιήσει. Για να μπορούμε να έχουμε την κοινωνίαν στο Μεγάλο Δείπνο με νηστεία με προσευχές με ακολουθίες της εκκλησίας μας, να λάβουμε μέρος στο Μεγάλο Δείπνο που γίνεται, όχι κοινωνικοποιήσει αλλά κοινωνία Χριστού με ανθρώπου πιστούς, και μεταξύ τους. και μέσα σ’ αυτή την κοινωνία να ζήσουμε και εδώ ευλογημένα και ξεκούραστα και ανθρωπινά και με τον εαυτόν μας και όχι αλλοτριωμένοι, και στην αιωνιότητα να ζήσουμε μαζί με τον Χριστό εν κοινωνία και όχι σε κοινωνικοποίηση, πράγμα που εύχομαι για όλους. Αμήν.

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πατρός Νικολάου Φαναριώτη
Κυριακή 15-12-1985

Περί του Μεγάλου Δείπνου του αρχιμ. Κοσμά Λαμπρινού

 του αρχιμ. Κοσμά Λαμπρινού«Ανθρωπός τις εποίησεν Δείπνον Μέγα»
Εις την Κυ. ΙΑ΄Λουκά
(Παραβολή Μ. Δείπνου)
Συνήθεια μεγάλη είναι στον άνθρωπο να στέλνει προσκλήσεις για τους γάμους, τα βαπτίσια και άλλες μεγάλες στιγμές της ζωής του. Συνηθίζεται, ακόμη, να καλούν οι άνθρωποι συγγενείς και φίλους τους και στα γενέθλια τους. Μας αρέσει να έρχονται οι άνθρωποι και να συγχαίρουν στις δικές μας χαρές. Κι όταν αρνηθεί κάποιος την πρόσκλησή μας δυσανασχετούμε. Αλλά κι 'μεις, όταν κληθούμε σε κάποιο γεύμα ή γιορτή ενός μεγάλου κοσμικού άρχοντα, όχι απλά δεχόμαστε, αλλά και σπεύδουμε να πάμε φορώντας και τα ανάλογα στη περίσταση ενδύματα.
Θέλοντας ο Κύριός μας σήμερα, να μας μιλήσει για το Μεγάλο Τραπέζι της Βασιλείας των ουρανών μας μιλά με παραβολή για ένα Δείπνο. Τι δείπνο, όμως; Όχι ανθρώπινο, αλλά Δείπνο Μέγα και Θεϊκό.
Ποιο είναι αυτό το Δείπνο; Λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και συγκεκριμμένα ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «Δείπνον ούν εικότως, η εν Χριστώ κλήσις ωνόμασται». Ως μέλη της αγίας Εκκλησίας πιστεύουμε στο Χριστό και μπορούμε να μετέχουμε στο Μέγα Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας. Κι αυτό το Δείπνο είναι ο Μυστικός Δείπνος του υπερώου των Ιεροσολύμων. Είναι το ίδιο Δείπνο που παρέθεσε ο Κύριος λίγο πριν τη σταύρωσή Του. Είναι το Ευχαριστιακό Δείπνο, όπως λέει κάπου αλλού ο απ. Παύλος. Κι αυτό το Δείπνο, της Θείας Ευχαριστίας, είναι πρόγευση του άλλου Δείπνου της Ουρανίου Βασιλείας. Είναι πρόγευση ενός Δείπνου πολύ καλυτέρου γιατί αν εδώ η ζωή μας έχει κάποια όρια, στον ουρανό όμως οι ψυχές μας θα διετώνται, θα βρίσκονται αιωνίως, θα είναι χαρούμενες μετέχοντας στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού. Σας παραδίδω, είπε ο Κύριος στους μαθητάς Του, τούτο το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, για να το λάβετε «καινόν εν τη βασιλεία των ουρανών». Άρα, λοιπόν, αυτό το Μέγα Δείπνο είναι η Βασιλεία του Θεού.
Γιατί όμως ονομάζεται Μέγα αυτό το Δείπνο; Γιατί Μέγας είναι κι Αυτός που μας καλεί σ’ αυτό το Δείπνο. «Εστιάτωρ» αυτού του μεγάλου δείπνου είναι ο ίδιος ο Θεός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Αυτός που μας καλεί είναι ο Χριστός. Γι’ αυτό και το Δείπνο αυτό είναι Μέγα. «Τι νομίζετε, λέει ο ιερός Χρυσόστομος στους ακροατές του, ότι το Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας είναι μικρότερο από το Δείπνο που έστρωσε ο Κύριος στους μαθητάς του; Λάθος! Γιατί μπορεί τώρα να μην βλέπουν τα μάτια μας το Χριστό αλλά ο Χριστός και τώρα πάρεστι, και τώρα είναι παρών ο Κύριος και μας ευλογεί».
Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που ονομάζεται το δείπνο αυτό μεγάλο. Είναι μεγάλο, ακόμα, επειδή αυτό που παρατίθεται δεν είναι κοινό ψωμί και κρασί αλλά το ίδιο το Σώμα και Αίμα του Χριστού. Δεν μεταλαμβάνουμε, λέει ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και μάρτυς, «κοινό άρτο και οίνο αλλά Αυτόν τον Ιησού Χριστό». Μεταλαμβάνουμε, αδελφοί μου, «τον Αρτο της Ζωής, τον εκ του ουρανού καταβάντα»
Ποιο μέγα και τρισμέγιστο από τον ίδιο το Χριστό δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχει.
Ονομάζεται ακόμα μέγα διότι δεν είναι λίγοι οι κεκλημένοι αυτού του Δείπνου. Ο Χριστός δεν θέλει να σώσει μόνο ένα λαό. Ήρθε για να λυτρώσει όλο το ανθρώπινο γένος.
Γιατί, όμως, δεν υπάρχει πλήρη ανταπόκριση στη πρόσκληση του Κυρίου; Γιατί κλείνουμε τα αυτιά μας στο Χριστό και αρνούμαστε τον εκκλησιασμό; Έτσι μοιάζουμε με τους τρεις κεκλημένους της παραβολής του Κυρίου που δικαιολογήθηκαν και αρνήθηκαν για διαφόρους λόγους να πάνε στο δείπνο στο οποίο καλούνταν από τον Κύριο της παραβολής.
Ο μεν πρώτος πρόβαλλε ως δικαιολογία τις αγροτικές του ασχολίες. « Αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκη εξελθείν και ιδείν αυτόν. Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον», είπε. Βεβαίως, όσοι είναι αγρότες, γνωρίζουν από σπορά, σκάλισμα, πότισμα και συγκομιδή καρπών. Ο Χριστός δεν απαγορεύει την εργασία. Απεναντίας, την ευλογεί. Αλλά την Κυριακή, την θέλει για τον Εαυτό Του. Να έρχεστε την Κυριακή, όταν κτυπά η καμπάνα, στην εκκλησία και κατόπιν να πηγαίνετε, αν υπάρχει ανάγκη στο χωράφι σας.
Κι αυτά μεν όσοι ασχολούνται με αγροτικές ασχολίες. Όσοι δε ασχολούνται με επιχειρηματικές και εμπορικές δραστηριότητες ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία της παραβολής. Είναι οι άνθρωποι που δικαιολογούνται λέγοντας: «Ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Και είναι πολλοί αυτοί. Αλλοίμονο, αδελφοί μου! Πολλές φορές το χρήμα διαφθείρει τον άνθρωπο. Τον απομακρύνει από τον Χριστό και την Εκκλησία. Κι έτσι, αναπόφευκτα, τον απομακρύνει και από το Μεγάλο Δείπνο, τη Θεία Ευχαριστία. Λέει, ένας, για παράδειγμα: Τι να σηκωθώ πρωί την Κυριακή; Μια Κυριακή που μένει να ξεκουραστώ. Άλλωστε, πώς να σηκωθεί; Αφού το βράδυ του Σαββάτου διαλέγει για ξενύχτι; Το Σαββατόβραδο είναι αφιερωμένο στα ξενύχτια και στις αμαρτωλές διασκεδάσεις.
Κοντά όμως σ’ αυτούς τους δύο είναι κι ένας άλλος που λέει: «Γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν». Προβάλλει ως δικαιολογία τη φροντίδα της οικογενείας. Πρέπει να φροντίσω τα παιδιά μου, λένε μερικοί. Να φροντίσω το σπίτι και το κήπο μου. Κι άλλος λέει ότι έχει ανάγκη να μεταβεί τη Κυριακή στο εξοχικό του.
Όμως είναι προφανές ότι όλα αυτά είναι προφάσεις. Όλα χωρούν μέσα στο εικοσιτετράωρο της Κυριακής και μόνο ο Χριστός δεν έχει θέση. Ξέρει ο διάβολος ότι όσοι έρχονται στην εκκλησία έχουν λιγότερες πιθανότητες να νικηθούν απ’ αυτόν και προσπαθεί να μας απομακρύνει από την Εκκλησία και τη Θεία Ευχαριστία. Ο Κύριος, ποτέ να μην το ξεχνούμε, κατά την ώρα της Θείας Λατρείας είναι παρών και μας ευλογεί. Βρίσκεται εδώ και ευλογεί εμάς και τα σπίτια μας.
Και επειδή ο Κύριος που γεννάται σε λίγες μέρες, καθότι σε λίγες μέρες εορτάζουμε τα Χριστούγεννα, την εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, θέλει να γεννηθεί και μέσα στις καρδιές μας, είμαι αναγκασμένος να κάνω ένα ερώτημα: Σε ποιες ψυχές θα γεννηθεί;
Ασφαλώς σ’ αυτές που έχουν αγάπη, αληθινή και ανιδιοτελή αγάπη. Αγάπη προς όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πτωχοί, δυστυχείς και ρακένδυτοι. Γι’ αυτό και η αγία μας Εκκλησία, κάθε χρόνο τέτοιο καιρό διεξάγει έρανο αγάπης. Και ο έρανος αυτός είναι ημέρα αγάπης. Σε κάθε ενορία της πατρίδος μας γίνεται ο έρανος αυτός. Όταν γίνεται τούτος ο έρανος περνά ο ίδιος ο Χριστός και ζητά βοήθεια για τους πτωχούς και ενδεείς ανθρώπους. Μην κλείσετε την πόρτα του σπιτιού σας και της ψυχής σας αλλά ανοίξτε τα και δώστε άλλοτε μεν από το περίσσευμα και άλλοτε από το υστέρημά σας. Αλλά θα μου πείτε: υπάρχουν σήμερα πτωχοί; Αν έχουμε μάτια θα τους δούμε. Μπορεί εδώ στην ενορία μας να μην υπάρχουν-που υπάρχουν- σίγουρα όμως υπάρχουν κάπου αλλού. Αν θέλουμε-και πρέπει να θέλουμε-να γεννηθεί μέσα μας ο Χριστός να δείξουμε την αγάπη που μας ζητά ο Χριστός.
Αδελφοί μου! Δεν πρέπει να μοιάσουμε στους ανθρώπους της παραβολής που αρνήθηκαν την πρόσκληση του κυρίου τους. Αυτοί έλεγαν «έχε με παρητημένον», εμείς να πούμε στον Κύριο ένα ολόθυμο ναι. Ο Κύριος, λέει στην Αποκάλυψη ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος,«έρχομαι ταχύ», έρχομαι γρήγορα. Κι εμείς να λέμε στον Κύριο ότι ερχόμαστε με κάθε προθυμία στην Εκκλησία για να μετάσχουμε στο Μέγα Δείπνο, που Αυτός, ο Χριστός, στρώνει για μας. Ερχόμαστε για να πάρουμε την ευλογία που μόνο Αυτός μπορεί να μας προσφέρει. Και να ερχόμαστε κάθε Κυριακή γιατί έτσι μόνο, μετέχοντας δηλαδή στο Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα γίνουμε συνδαιτημόνες του Ουρανίου Μεγάλου Δείπνου. Γιατί πράγματι! Όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Καβάσιλας, όχι μόνο εδώ, αλλά πολύ περισσότερο στον ουρανό θα ευχαριστιόμαστε στο Δείπνο της Βασιλείας των Ουρανών. Αμήν!
γάλου Δείπνου
Εκτυπώστε το άρθρο Στείλτε το άρθρο με email

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...