Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑÏΣΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
πρεσβ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Νέου Φαλήρου Πειραιώς
Εν Πειραιεί 10-7-2012
Συμπληρώνονται φέτος 18 χρόνια από την κοίμηση του συγχρόνου οσίου Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου (12-7-1994). Πολλοί ισχυρίζονται, λανθασμένως βέβαια, ότι ο γέροντας ασχολήθηκε μόνο με τα μοναχικά του καθήκοντα, την άσκηση, την προσευχή, την κάθαρση από τα πάθη, την υπακοή, την ταπείνωση, την παρθενία, βοήθησε τους ανθρώπους με το προορατικό και διορατικό χάρισμά του, έκανε θαύματα, όμως δεν είχε εκφραστεί καθόλου περί πίστεως, τουλάχιστον δημόσια, επειδή στην εποχή του, όπως και σήμερα στη δική μας, η Εκκλησία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο από τις αιρέσεις του Παπισμού και του Οικουμενισμού, με την συνέναινεση και σύμπραξη του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα και ως εκ τούτου ήταν οικουμενιστής και συμφωνούσε με τις πράξεις του Αθηναγόρα.
Για τον λόγο αυτό, θα παρουσιάσουμε δύο επιστολές πόνου του Γέροντος Παϊσίου κατά των οικουμενιστών και των φιλενωτικών. Το θέμα και το μήνυμά τους είναι ιδιαίτερα επίκαιρα, καθώς ο οικουμενισμός Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων, Επισκόπων και θεολόγων έχει υπερβεί τα «εσκαμμένα» όρια και είναι όσο ποτέ άλλοτε ακραίος και επικίνδυνος.
Την πρώτη επιστολή ο Γέροντας Παΐσιος την έγραψε μαζί με άλλους δύο ιερομονάχους στην Ι.Μ.Σταυρονικήτα στις 21-11-1968. Ανάμεσα στα άλλα λέγονται και τα εξής:
«‘Το νόμισμα της αγάπης’ που κυκλοφορεί μετά από το ‘κλείσιμο των δογμάτων’, η ‘επανίδρυσις της Μιάς... Εκκλησίας’ και τόσα άλλα είναι ακατανόητα και κυριολεκτικώς βλάσφημα διά την Ορθόδοξο Εκκλησία...
Η άρνησις προς τον Πατριάρχη (Αθηναγόρα) δεν είναι άρνησι προς την αγάπη ούτε προς την ενότητα. Είναι «όχι» προς το ψευδές και «ναι» προς την Αλήθεια, που κρύβει μέσα της η Εκκλησία.
Όταν οι πιστοί διακρίνουν διαφορές, που υπάρχουν μεταξύ Ορθοδόξων και Ετεροδόξων, δεν σημαίνει ότι επιθυμούν το σχίσμα και τη διαιώνισί του, αλλά ζητούν την αληθινή ενότητα, τη μόνη σωτήριο για όλους. Είναι άρα αυτό ένας σταυρός, που υποφέρουν από αγάπη για τους αδελφούς...
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, που φάνηκαν «σκληροί» στη διατήρηση του Δόγματος, είναι εκείνοι που αγάπησαν περισσότερο από κάθε άλλον τον άνθρωπο. Γιατί γνώρισαν τα απύθμενα βάθη του και δεν θέλησαν ποτέ να τον κοροϊδέψουν με τις συνθηματολογίες εφήμερης και ανύπαρκτης αγάπης, αλλά τον σεβάστηκαν προσφέροντάς του το Ευαγγέλιο της Αληθείας, που χαρίζει τη μακαρία εν Αγίω Πνεύματι ζωή.
Δεν είναι λοιπόν η πιστότης στο Δόγμα στενοκεφαλιά ούτε ο αγώνας για την Ορθοδοξία μισαλλοδοξία, αλλά ο μοναδικός τρόπος αληθινής αγάπης»[1].
Αυτά συνυπογράφει ο Γέροντας Παΐσιος μαζί με άλλους δύο ιερομονάχους στην πρώτη επιστολή.
Την δεύτερή του επιστολή ο Γέροντας Παΐσιος την έγραψε κι αυτή στην Ι.Μ.Σταυρονικήτα στις 23-1-1969. Γράφει ο ίδιος: «Επειδή βλέπω τον μεγάλο σάλο εις την Εκκλησίαν μας, εξ αιτίας των διαφόρων φιλενωτικών κινήσεων και των επαφών του Πατριάρχου (Αθηναγόρα) μετά του Πάπα, επόνεσα κι εγώ σαν τέκνον Της και εθεώρησα καλόν, εκτός από τις προσευχές μου, να στείλω κι ένα μικρό κομματάκι κλωστή (που έχω σαν φτωχός Μοναχός), διά να χρησιμοποιηθεί κι αυτό, έστω για μια βελονιά, διά το πολυκομματιασμένο φόρεμα της Μητέρας μας... Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην δυστυχώς του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μιάν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική «Εκκλησία», διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή. Αυτή η αγάπη, που ακούσθηκε από την Πόλι, βρήκε απήχησι σε πολλά παιδιά του, που την ζουν εις τας πόλεις. Αλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν και όχι την ένωσιν...
Με μια τέτοια περίπου κοσμική αγάπη και ο Πατριάρχης μας φθάνει στη Ρώμη. Ενώ θα έπρεπε να δείξη αγάπη πρώτα σε μας τα παιδιά του και στη Μητέρα μας Εκκλησία, αυτός, δυστυχώς, έστειλε την αγάπη του πολύ μακριά. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπαύσει μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμο και έχουν την κοσμικήν αυτήν αγάπην, να κατασκανδαλίση, όμως, όλους εμάς, τα τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο Θεού.
Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει.
Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς αδελφούς μας: Επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το πνευματικόν και ανάγκην έχουμε πνευματικής αγάπης, ας το αφήσουμε σε αυτούς που αγαπήσανε πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι, σαν τους Πατέρας της Εκκλησίας, και όχι νομολόγοι, που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτόν τους εις την διακονίαν της Εκκλησίας (αντί μεγάλης λαμπάδας), τους οποίους άναψε το πυρ της αγάπης του Θεού και όχι ο αναπτήρας του νεωκόρου. Ας γνωρίζομεν ότι δεν υπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, αλλά και πνευματικοί. Επομένως η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί να αντιμετωπισθή με συνεταιρισμόν αμαρτωλών (διότι διπλήν οργήν θα λάβωμεν), αλλά με μετάνοιαν και τήρησιν των εντολών του Κυρίου.
Επίσης ας γνωρίσωμεν καλά ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν έχει καμμίαν έλλειψιν. Η μόνη έλλειψις, που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ιεραρχών και Ποιμένων με πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί˙ όμως δεν είναι ανησυχητικόν. Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χριστού και Αυτός την κυβερνάει... Ο Κύριος, όταν θα πρέπη, θα παρουσιάση τους Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγορίους Παλαμάδες, διά να συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, διά να ομολογήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν, να στερεώσουν την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας».
Πιο κάτω ο Γέροντας Παΐσιος μιλά για τον ολέθριο κίνδυνο αποσχίσεως από την Εκκλησία και ιδρύσεως ιδίας Εκκλησίας, εξαιτίας των φιλενωτικών ανοιγμάτων, όπως έκαναν το 1924 οι σχισματικοί Γ.Ο.Χ., Ζηλωτές του παλαιού ημερολογίου. Λέει, λοιπόν:
«Εις τους καιρούς μας βλέπομεν ότι πολλά πιστά τέκνα της Εκκλησίας μας, Μοναχοί και λαϊκοί, έχουν δυστυχώς αποσχισθή από αυτήν εξ αιτίας των φιλενωτικών. Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζόμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φοράν που θα πταίη ο Πατριάρχης˙ αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα Εκκλησία έχει καθήκον ο καθένας ν’ αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψη το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήση ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, είναι παράλογον.
Εάν διά την α’ ή β’ λοξοδρόμησι των κατά καιρούς Πατριαρχών χωριζώμεθα και κάνωμε δικές μας Εκκλησίες – Θεός φυλάξοι! - , θα ξεπεράσωμε και τους Προτεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και δύσκολα επιστρέφει. Δυστυχώς, έχουμε πολλές «Εκκλησίες» στην εποχή μας.
Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες ή και από ένα άτομο ακόμη...».
Και καταλήγει ο γέροντας αυτή την δεύτερή του επιστολή ως εξής: «Ας ευχηθούμε να δώση ο Θεός τον φωτισμόν Του σε όλους μας και εις τον Πατριάρχην μας κ. Αθηναγόραν, διά να γίνει πρώτον η ένωσις αυτών των «εκκλησιών», να πραγματοποιηθή η γαλήνη ανάμεσα στο σκανδαλισμένο Ορθόδοξο πλήρωμα, η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ των Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών, και κατόπιν ας γίνη σκέψις διά την ένωσιν μετά των άλλων «Ομολογιών», εάν και εφ’ όσον ειλικρινώς επιθυμούν ν’ ασπασθούν το Ορθόδοξον Δόγμα»[2].
Τελικά, όμως, ο Γέροντας Παΐσιος απαίτησε και επέβαλε τη διακοπή του πατριαρχικού «μνημοσύνου» και στην Ι.Μ.Σταυρονικήτα. Αυτή τη θέση και στάση τήρησε ο Γέρων, μολονότι στην ανωτέρω επιστολή του δεν συνιστούσε στις αρχές του 1969, την διακοπή του «μνημοσύνου», αλλά τον ορθόδοξο αγώνα εντός της Εκκλησίας, για να μην επεκτείνονται τα ήδη ζηλωτικά σχίσματα.
Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε ότι ουδέποτε ο Γέρων Παΐσιος υποστήριξε τις αιρετικές και βλάσφημες «γνώμες» ότι δήθεν τα ιερά Μυστήρια είναι «άκυρα» χωρίς το επισκοπικό «μνημόσυνο», μάλιστα όταν ο Επίσκοπος κηρύττει αίρεση «γυμνή τη κεφαλή». Αντίθετα, γνώριζε και το γράμμα και το πνεύμα των Ιερών Κανόνων, όπως του λα΄ Αποστολικού και μάλιστα του ιε΄ της ΑΒ΄ Συνόδου επί Αγίου και Μεγάλου Φωτίου. Όπως ακόμη γνώριζε και τις θέσεις, στάσεις και πράξεις των μεγάλων αγίων Πατέρων έναντι των αιρετικών. Πολύ ορθά έπραξαν τόσο ο Γέρων Παΐσιος όσο και άλλοι Αγιορείτες Πατέρες και διέκοψαν τη μνημόνευση του μασώνου και μεγάλου οικουμενιστού πατριάρχου Αθηναγόρα την τριετία 1970-1973. Είχαν άλλωστε οδοδείκτες τις αντιπαπικές συνόδους, την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Μ. Φωτίου και την Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, και τόσους αγίους Πατέρες. Εκτός από τους Αγιορείτες, το μνημόσυνο διέκοψαν τότε και τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος˙ ο Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και ο Παραμυθίας Παύλος. Το σημαντικό είναι ότι κανείς, απ’ όσους διέκοψαν και έπαυσαν τη μνημόνευση του πατριάρχη Αθηναγόρα, δεν αποκόπηκε είτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο είτε από την Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε επέβαλαν την διακοπή μνημοσύνου του πατριάρχου στους άλλους επισκόπους, καταδικάζοντάς τους ως αιρετικούς, ούτε διακόπηκε η εκκλησιαστική κοινωνία. Ήταν δηλ. υπέρ της δυνητικής και όχι υποχρεωτικής εφαρμογής του ιε΄ κανόνος της ΑΒ’.
Επίσης, μέγας ήταν ο πόνος του Γέροντος Παϊσίου, ο οποίος, όταν έλαβε γνώση της Ρωσικής προσκλήσεως για συμμετοχή στις εορτές του αγίου Σεργίου της Ιεράς Κοινότητος, αντιτάχθηκε σφόδρα. Μάλιστα έστειλε σε πνευματικά του τέκνα της Ιεράς Κοινότητος Ιερομόναχο και θεολόγο της Ι.Μ.Σταυρονικήτα με το μήνυμα να ματαιωθεί πάση θυσία η μετάβαση Ιεροκοινοτικών Αντιπροσώπων στη Μόσχα. Και αυτό να μη γίνει σιωπηρώς, αλλά με επίσημο γράμμα ομολογιακό και αποδοκιμαστικό της αντορθόδοξης ρωσικής ενέργειας της μεταδόσεως θείας Κοινωνίας στους αιρετικούς Παπικούς. Δόθηκε σκληρή μάχη για να κερδηθεί η πλειοψηφία της Ιεράς Κοινότητος, την οποία είχε παρασύρει και παραπείσει ομάδα Αντιπροσώπων νεωτεριζόντων. Όμως, η πρωτοβουλία, το όνομα και η ανυποχώρητη επίμονή του Γέροντος Παϊσίου, μαζί με τη δύναμη της προσευχής του, έφεραν το καλό αποτέλεσμα της συντάξεως και αποστολής του «αποκαλυπτικού γράμματος της Ιεράς Κοινότητος κατά της μεταδόσεως της θείας Κοινωνίας εις τους αιρετικούς Παπικούς από την Ρωσικήν Εκκλησίαν»[3] στις 27-2-1977.
Για να φανεί πόσο ευαίσθητος και προσεκτικός ήταν ο Γέροντας Παΐσιος σε θέματα επικοινωνίας και συμπροσευχής με αιρετικούς, μεταφέρουμε εδώ το εξής χαρακτηριστικό περιστατικό :
«Κάποτε, διηγήθηκε ο Γέροντας, μου ήρθαν δύο παπικοί, λατίνοι... Μου λέει λοιπόν ο ένας – Έλα να πούμε το ‘Πάτερ ημών...’ – Για να το πούμε μαζί, του είπα, πρέπει να συμφωνούμε στο Δόγμα. Όμως μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστί. Ύστερα μου λέει : - Μόνο οι Ορθόδοξοι είναι κοντά στο Θεό και μόνο αυτοί θα σωθούνε; Ο Θεός είναι με όλο τον κόσμο. – Ναι, του είπα. Εσύ μπορείς να μου πης και πόσος κόσμος είναι κοντά στο Θεό; Έχουμε λοιπόν διαφορές. Είμαστε φυσικά παιδιά του ενός Πατέρα, αλλά μερικά μένουν στο σπίτι και μερικά γυρίζουν έξω. – Να δείξουμε αγάπη, μου λένε μετά. – Και η αμαρτία έγινε μόδα, τους λέω. – Και αυτό μέσα στην αγάπη είναι, μου λένε.
–Όλοι μιλάνε για αγάπη, ειρήνη και ομόνοια, τους είπα στο τέλος, αλλά όλοι αυτοί είναι διχασμένοι και με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Γι’ αυτό και ετοιμάζουν όλο και μεγαλύτερες βόμβες.
Πολλοί που μιλούν για αγάπη και ενότητα, οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με το Θεό, γιατί δεν τον έχουν αγαπήσει ούτε έχουν αληθινή αγάπη. Αγάπη αληθινή έχει εκείνος που έχει ορθή πίστη, ζη κοντά στο Θεό, και τότε ο Θεός ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του και οι άλλοι βλέπουν στο πρόσωπό του τον Θεό.
Εύχομαι ο Θεός να φωτίση όλους τους ανθρώπους, με τους οποίους είμαστε κατά σάρκα αδέλφια – από τον Αδάμ και την Εύα - να έρθουν ‘εις επίγνωσιν αληθείας[4]’, για να γίνουν και πνευματικά μας αδέλφια. Αμήν»![5]
Χαρακτηριστικό είναι και το εξής περιστατικό: Ο τότε Πάπας, έχοντας ακούσει για την φήμη του Γέροντος Παϊσίου, έστειλε μερικούς καρδιναλίους στη καλύβη του γέροντος, για να του ανακοινώσουν ότι ο Πάπας τον προσκαλεί στη Ρώμη για να συζητήσουν περί δογματικών και εκκλησιατικών θεμάτων. Η απάντηση του γέροντα ήταν αποστομωτική: «Ο πάπας δεν είναι έτοιμος ακόμη για μια τέτοια συζήτηση. Πρέπει να αποβάλλει τον εγωϊσμό του».
Για τη θέση και τη στάση του Γέροντος Παϊσίου έναντι του Οικουμενισμού αντλούμε πληροφορίες και από δύο άλλα βιβλία. Το πρώτο είναι το βιβλίο «Επιστολές», που έγραψε ο ίδιος, και το δεύτερο το βιβλίο «Λόγοι Α΄. Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο».
Στο βιβλίο του «Επιστολές» υπάρχουν σαφείς αναφορές για τις «αρρωστημένες πλάνες» των ετεροδόξων ή αιρετικών. Γράφει μεταξύ άλλων: «Στην εποχή μας, όμως, πολλοί από εμάς, επηρεαζόμενοι δυστυχώς από την κοσμική αγάπη, που δεν έχει πνευματικό αντίκρυσμα, πάμε δήθεν να κάνουμε καλό, να δώσουμε αίμα, ενώ το αίμα μας είναι γεμάτο από πνευματικά μικρόβια και βλάπτουμε περισσότερο. Εάν όμως ζούσαμε Πατερικά, θα είχαμε όλοι πνευματική υγίεια, την οποία θα ζήλευαν και όλοι οι ετερόδοξοι και θα άφηναν τις αρρωστημένες τους πλάνες και θα σώζονταν δίχως κήρυγμα. Διότι τώρα δεν συγκινούνται από την Αγία μας Πατερική παράδοση, γιατί θέλουν να ιδούν και την Πατερική μας συνέχεια, την πραγματική μας συγγένεια με τους Αγίους μας».
Πιο κάτω λέει: «... Αυτό που επιβάλλεται σε κάθε Ορθόδοξο είναι να βάζη την καλή ανησυχία και στους ετεροδόξους, να καταλάβουν δηλαδή ότι βρίσκονται σε πλάνη, για να μην αναπαύουν ψεύτικα τον λογισμό τους και στερηθούν και σ’ αυτήν την ζωή τις πλούσιες ευλογίες της Ορθοδοξίας και στην άλλη ζωή στερηθούν τις περισσότερες και αιώνιες ευλογίες του Θεού...»[6].
Στο βιβλίο «Λόγοι Α΄. Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο» γράφονται τα εξής, τα οποία αποτελούν απάντηση στον διαθρησκειακό οικουμενισμό: «...Σήμερα δυστυχώς μπήκε η ευρωπαϊκή ευγένεια και πάνε να δείξουν τον καλό. Θέλουν να δείξουν ανωτερότητα και τελικά πάνε να προσκυνήσουν τον διάβολο με τα δύο κέρατα. ‘Μία θρησκεία, σου λένε, να υπάρχη’ και τα ισοπεδώνουν όλα. Ήρθαν και σ’ εμένα μερικοί και μου είπαν : Όσοι πιστεύουμε στον Χριστό να κάνουμε μία θρησκεία’. ‘Τώρα είναι σα να μου λέτε, τους είπα, χρυσό και μπακίρι (χαλκό) να τα κάνουμε ένα... Έγινε τόσος αγώνας για να λαμπικάρη το δόγμα’. Οι Άγιοι Πατέρες κάτι ήξεραν και απαγόρευσαν τις σχέσεις με αιρετικό. Σήμερα λένε: Όχι μόνο με αιρετικό, αλλά και με Βουδδιστή και με πυρολάτρη και με δαιμονολάτρη να συμπροσευχηθούμε. Πρέπει να βρίσκωνται στις συμπροσευχές τους και στα συνέδρια και οι Ορθόδοξοι. Είναι μια παρουσία’. Τί παρουσία; Τα λύνουν όλα με την λογική και δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα. Το ευρωπαϊκό πνεύμα νομίζει ότι και τα πνευματικά θέματα μπορούν να μπουν στην Κοινή Αγορά...»[7].
Εν κατακλείδι, από τα προαναφερθέντα, καθίσταται σαφές ότι ανέκαθεν ο Γέρων Παΐσιος ήταν κατά του Οικουμενισμού, όπως και κατά παντός μοντερνισμού ή «νεωτερισμού, ως υπαγορεύματος του διαβόλου». Ποτέ δεν έλεγε και δεν έγραψε ότι «είμαστε το ίδιο» με τους ετεροδόξους και όλα όσα ανιστόρητα και αντορθόδοξα και όντως «αρρωστημένα και πλανεμένα» έχουν πει και λένε και γράφουν οι παλαιότεροι και μάλιστα οι σημερινοί Οικουμενιστές και φιλενωτικοί.
Ας ευχηθούμε ο όσιος Γέρων Παΐσιος να στηρίζει με τις προσευχές του και την παρρησία του στον Κύριό μας την αγία μας Ορθοδοξία. Την ευχή του να έχουμε.
[1] Ορθόδοξος Τύπος, (1-3-1969) 4.
[2] Όσιος γέρων Παΐσιος Αγιορείτης μοναχός, «Άγνωστη επιστολή πόνου κατά οικουμενιστών και φιλενωτικών», Ορθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5.
[3] Ορθόδοξος Τύπος (30-3-2007) 1,5.
[4] Α΄ Τιμ. 2,4.
[5] Λόγοι Ε΄. Πάθη και αρετές, Σουρωτή Θεσ/κης 2006, σ. 285.
[6] Επιστολές, εκδ. 8η, 2004, σσ. 123, 149-150.
[7] Λόγοι Α΄. Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, Σουρωτή Θεσ/κης 2006, σ. 347.