Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 06, 2012

Η Μεταμόρφωση του Χριστού (6 Αυγούστου)


Ο Χριστός φανερώνει μια σταγόνα της πραγματικής μορφής Του, λίγο πριν σταυρωθεί


Εικ. από Ουράνια Ιθάκη
Η εορτή της Μεταμορφώσεως δεν είναι μια απλή ή συνηθισμένη εορτή, ανάμεσα στις τόσες άλλες που έχει η Εκκλησία μας. Σ’ αυτήν δεν γιορτάζουμε απλώς την ανάμνηση ενός θαύματος του Χριστού ή αν θέλετε ενός εντυπωσιακού περιστατικού της ζωής του, το οποίο λόγω της ιδιαιτερότητας του παραμένει ζωντανό στη μνήμη της εκκλησίας ως αξιομνημόνευτο.
   Στη Μεταμόρφωση του Χριστού, γιορτάζουμε ένα γεγονός της ζωής του, το οποίο έχει την ίδια σημασία για την σωτηρία μας με την ενσάρκωση του και την ανάσταση του. Δηλαδή όσο μεγάλη και βασική δια την σωτηρία μας είναι η γιορτή των Χριστουγέννων και της Αναστάσεως, τόσο μεγάλη και βασική είναι η εορτή της Μεταμορφώσεως. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας την τοποθέτησε εορτολογικά στο κέντρο του διαστήματος από το Πάσχα μέχρι τα Χριστούγεννα. Έτσι οι τρεις αυτές γιορτές -οι οποίες απέχουν μεταξύ τους περίπου το ίδιο διάστημα 4 μήνες- να δεσπόζουν του ετησίου εορτολογίου καί να αποτελούν τους βασικούς πνευματικούς σταθμούς της ανθρώπινης ψυχής.
   Και επειδή είναι μεγάλη εορτή, προτάσσεται νηστεία πριν απ’ αυτήν, όπως ακριβώς τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Διότι, αυτό που λέμε νηστεία του 15Αυγούστου, δεν είναι μόνο νηστεία για την κοίμηση της Θεοτόκου αλλά και νηστεία για τη γιορτή της Μεταμορφώσεως. Είναι δύο νηστείες χωριστές· οι οποίες όμως, επειδή είναι συνεχόμενες, επεκράτησαν στη συνείδηση του λαού σαν νηστεία του 15Αυγούστου.
   Επίσης η εορτή έχει προεόρτιους και μεθεόρτιους ύμνους, όπως γίνεται στις μεγάλες εορτές. Η Εκκλησία υμνεί και γιορτάζει το γεγονός στις καθημερινές της ακολουθίες και προ και μετά της 6ης Αυγούστου.
   Μεγάλη, λοιπόν, η εορτή της Μεταμορφώσεως και όπως είπαμε βασικής σημασίας για τον άνθρωπο. Και το πόσο σημαντική είναι για τον άνθρωπο, για την ευτυχία του, για τον προορισμό του, για το αιώνιο μέλλον του, το βλέπουμε εάν εξετάσουμε το ιστορικό υπόβαθρο της εορτής.

O Kύριος γυμνώνοντας το Φως Του

   Εάν μελετήσουμε τους τρεις ευαγγελιστές, τον Ματθαίο στο 17ο κεφάλαιο, και τον Λουκά και το Μάρκο στο 9ο κεφάλαιο των ευαγγελίων τους, βλέπουμε ότι λίγο πριν εισέλθει ο Χριστός στην Ιερουσαλήμ, για τελευταία φορά, για να οδηγηθεί στο σταυρό, παρέλαβε τους τρεις πιο στενούς και αγαπημένους μαθητές του, τον Πέτρο τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ κατά την παράδοση, διότι η αγία Γραφή δεν αναφέρει πουθενά το όνομα του, για να προσευχηθούν όπως διασώζει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Και εκεί κάποια στιγμή, ο Χριστός παρουσιάσθηκε, για λίγο, όχι όπως φαινόταν μέχρι τότε αλλά με τη θεία του δόξα. Τη θεία του δόξα που είχε ως Θεός αλλά και ως άνθρωπος και που μέχρι τότε την κρατούσε κρυμμένη. 
Το πρόσωπο του έλαμψε σαν ήλιος και τα ρούχα του σαν φως. Το φως αυτό, όπως λένε οι πατέρες της Εκκλησίας, δεν προερχόταν από έξω αλλά από μέσα του, από την φύση του, ήταν δικό του φως. Δεν είχε καμμία σχέση με το φως του ηλίου και ήταν αφάνταστα πιο λαμπρό, πιο φωτεινό, πιο θερμό. Ήταν το άκτιστο φως που εξέπεμπε η θεότητα του Χριστού και όχι το κτιστό φως του ηλίου. Η αγία Γραφή λέγει ότι ο Χριστός έλαμψε σαν ήλιος το πρόσωπό του και σαν φως τα ρούχα του, απλώς για να πάρουμε μια ιδέα εμείς που δεν είδαμε το γεγονός, ώστε να σχηματίσουμε κάποια εικόνα της λαμπρότητας που είδαν οι μαθητές.
   Δίπλα του παρουσιάσθηκαν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι μεγαλύτεροι των προφητών, οι οποίοι και συζητούσαν μαζύ του. Για τι συζητούσαν μας το λέγει ο Λουκάς. Συζητούσαν για την «έξοδον αυτού ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ». Δηλαδή για το θάνατο του που θα συνέβαινε σε λίγο στα Ιεροσόλυμα. Ο Ηλίας βέβαια δεν είπε τίποτα για τον Χριστό· αλλά η ζωή του η ίδια είναι μια προφητεία. Όπως και ο Ιωνάς δεν είπε τίποτα για τον Χριστό, αλλά υπήρξε τύπος Χριστού, έτσι και ο Ηλίας με την ανάληψη του εις τους ουρανούς, χωρίς να γνωρίσει θάνατο, προτυπώνει την ανάσταση και την ανάληψη του Χριστού εις τους ουρανούς. Είναι ο προάγγελος της αναστάσεως και της αναλήψεως του Χριστού.
   Η παρουσία λοιπόν των δυο ανδρών θυμίζει ότι όλα όσα θα συμβούν έχουν ήδη προφητευθεί. Επίσης ότι ο Χριστός δεν είναι ούτε ο Μωυσής ούτε ο Ηλίας -όπως λέγανε κάποιοι- και ότι είναι ανώτερος τους· Θεός και Κύριος τους. Σ’ αυτόν έχουν την αναφορά τους και σ’ αυτόν υποτάσσονται και καλά θα κάνουν, όσοι λέγουν ότι τους τιμούν και τους σέβονται, να μιμηθούν το παράδειγμα τους. Επίσης η παρουσία των δυο ανδρών αποκαλύπτει ότι ο Χριστός είναι Κύριος νεκρών και ζώντων και ότι οι νεκροί δεν χάνονται αλλά υπάρχουν.
   Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, φωνή ακούσθηκε από τον ουρανό να λέγει· «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ευδόκησα αυτού ακούετε». Και νεφέλη φωτεινή τους επεσκίασε. Δεύτερη φορά είναι που ακούγεται αυτή η φωνή. Η πρώτη ήταν στη βάπτιση του Χριστού. Και τις δυο φορές έχουμε φανέρωση της Αγίας Τριάδος και φανέρωση της θεότητας του Χριστού. Που είναι οι χιλιαστές; Που είναι όσοι λένε ότι ο Χριστός είναι ένας καλός άνθρωπος, ένας φιλόσοφος, ένας ηθικολόγος, ένας επαναστάτης; Ναι είναι άνθρωπος αλλά είναι και Θεός. Υιός Θεού έχων την ίδια εξουσία και δύναμη με τον Θεό πατέρα.

Η σημασία του γεγονότος

   Αυτό είναι το γεγονός της Μεταμορφώσεως δια του οποίου ο Χριστός έδειξε την αληθινή του ταυτότητα. Έκανε μια παρουσία του δοκιμαστική, θα λέγαμε, αποδεικτική του πως θα έλθει στην δευτέρα παρουσία. Έδειξε την δόξα του την εκτυφλωτική, την ανείπωτη γλυκύτητα και απόλαυση που νοιώθουν όσοι αξιώνονται να την δουν. Έδειξε ότι είναι Θεός και Κύριος νεκρών και ζώντων. Ότι είναι ο προφητευθείς και προαγγελθείς Μεσσίας. Και ήθελε μ’ αυτήν την συγκλονιστική θεοφάνεια, κάτω από την εκτυφλωτική ακτινοβολία του ακτίστου φωτός, να δείξει στους μαθητές του πως ότι θα επακολουθήσει, τα πάθη του και η σταύρωση του, δεν τα υπομένει από αδυναμία. Επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αλλά από αγάπη για τον άνθρωπο. Δεν χρειάζεται λοιπόν να φοβηθούν, να κλονισθούν, να τα χάσουν. Ο θάνατος του δεν σημαίνει τέλος του έργου του αλλά απαρχή λαμπρής περιόδου.
   Έδειξε λοιπόν την θεότητα του και την δόξα του ως Θεός. Παρουσίασε την αληθινή του ταυτότητα. Αλλά συγχρόνως έδειξε και την δόξα της ανθρώπινης του φύσεως. Το ανθρώπινο πρόσωπο και το ανθρώπινο σώμα -που αργότερα σταυρώθηκε και θάφτηκε- αυτό έλαμπε, αυτό ακτινοβολούσε. Συνεπώς στη Μεταμόρφωση, φάνηκε εκτός από την θεότητα του και η δόξα της ανθρωπίνης του φύσεως. Η ανθρώπινη του φύση ήταν μεν δοξασμένη από τα σπλάχνα της Θεοτόκου, αλλά μέχρι τότε δεν φαινόταν. Εκρατούντο τα μάτια τους και δεν την έβλεπαν. Τώρα όμως, για πρώτη φορά άνοιξαν, για να δουν αυτό που είχε ο Χριστός από τη στιγμή που ενανθρώπησε. Δηλαδή στην πραγματικότητα δεν μεταμορφώθηκε ο Χριστός, αλλά μεταμορφώθηκαν τα μάτια των μαθητών του πνευματικά, ώστε να μπορούν να δουν το άκτιστο φως.
   Και με την πράξη του αυτή ήταν σαν να έλεγε ο Χριστός· «Προσέξτε· έτσι όπως λάμπω τώρα, έτσι θα λάμψετε και εσείς οι άνθρωποι. Όλοι οι πιστοί και αφοσιωμένοι χριστιανοί». Αυτό που είχε πει κάποτε σ’ ένα κήρυγμα του ότι «οι δίκαιοι εκλάμψουσι ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ. 13,43), έρχεται τώρα να το πιστοποιήσει και να το αποδείξει εμπειρικά.

π. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

***
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ 
 

Μία από τις μεγάλες Δεσποτικές λεγόμενες εορτές είναι η Μεταμόρφωση του Κυρίου: εκεί που στο όρος Θαβώρ ο Κύριος, έχοντας πάρει μαζί Του τους «προκρίτους των μαθητών», τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών», δηλαδή το πρόσωπό Του έλαμψε σαν τον ήλιο, τα ενδύματά Του έγιναν λευκά σαν το φως, δίπλα Του φάνηκαν οι προφήτες Μωϋσής και Ηλίας, ενώ ακούστηκε άνωθεν, από τον ουρανό, η φωνή του Θεού Πατέρα, η οποία έλεγε «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε». Όλη αυτή η θεοφάνεια, η οποία βεβαίως θυμίζει και το «σκηνικό» της Βάπτισης του Κυρίου, πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα νέφος το οποίο περιέλαμψε τους μαθητές, οι οποίοι μη αντέχοντας το θέαμα έπεσαν πρηνείς, ενώ κάποια στιγμή ο Πέτρος, «μη ειδώς ο ελάλει», βλέποντας και τους Μωϋσή και Ηλία να συνομιλούν με τον Κύριο, είπε σ’ Αυτόν: «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι». Μετά από λίγο, το συγκλονιστικό αυτό θέαμα και άκουσμα τελείωσε, κι ο Κύριος παίρνοντας τους έκθαμβους μαθητές τούς είπε να μην ειπούν τίποτε, έως ότου αναστηθεί εκ των νεκρών, προλέγοντας ταυτοχρόνως και τα γεγονότα του Πάθους Του.
Θα έλεγε κανείς ότι σ’  αυτό το γεγονός έχουμε συμπυκνωμένη τη θεολογία της Εκκλησίας μας, περί της φύσεως του Ιησού Χριστού, περί του σκοπού της ενανθρωπήσεώς Του, περί της ανακαινίσεως του σύμπαντος κόσμου, περί της σχέσεώς Του με την Παλαιά Διαθήκη, θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι Πατέρες μας ιδίως του 14ου αι., και μάλιστα ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς,  όταν δόθηκε η αφορμή από αιρετικούς, οι οποίοι αναφάνηκαν και αλλοίωσαν τη θεολογία της Εκκλησίας, και τα οποία η Εκκλησία μας πάντοτε τα ζει και τα προβάλλει στην πνευματική της ζωή. Ορισμένα από αυτά θα σχολιάσουμε στη συνέχεια:

1.  Καταρχάς θα πρέπει να διευκρινίσουμε αυτό που τονίζει η Πατερική μας παράδοση: Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των ίδιων των μαθητών: ο Χριστός, ων πάντοτε Θεός και άνθρωπος, έχοντας ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ: παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν το είχε, αλλά αυτό που ήταν, το δίνει «κατά μέρος», να το δουν και να το νιώσουν και οι τρεις μαθητές Του. Κι αυτό που τους αποκαλύπτει είναι η θεϊκή Του δόξα. Μέχρι τότε οι μαθητές ζούσαν τον Κύριο ως άνθρωπο, ενώ ελάχιστα διαισθάνονταν τη θεϊκή Του προέλευση. Στο όρος Θαβώρ ικανώνονται  από το Πνεύμα του Θεού, το Οποίο ως νέφος τους περιέλαμψε και τους άνοιξε τους πνευματικούς οφθαλμούς – έχουμε και πνευματικές αισθήσεις που λειτουργούν ή όχι ανάλογα με τη σχέση που έχουμε με τον Θεό – να δουν με «μετασκευασμένους» οφθαλμούς τη θεϊκή λάμψη, το «άκτιστον φως» του Χριστού. Η Μεταμόρφωση λοιπόν είναι Μεταμόρφωση των μαθητών, που με άλλα μάτια είδαν τα συγκλονιστικά του όρους Θαβώρ, δηλαδή τον Χριστό, αλλά και στη θεϊκή Του διάσταση. Την πραγματικότητα αυτή η Εκκλησία μας διαρκώς τη διαλαλεί, καθημερινά, όταν μεταξύ των άλλων μας επισημαίνει: «Εν τω φωτί Σου, Κύριε, οψόμεθα φως». Μόνον όταν ο άνθρωπος λάβει το φως του Θεού, μπορεί τότε να δει το φως του Θεού. Ο άνθρωπος «βλέπει» ανάλογα με ό,τι έχει μέσα του.

2. Όπως είπαμε, αυτά που είδαν οι μαθητές για τον Χριστό ήταν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «Επί του όρους μετεμορφώθης, και ως εχώρουν οι μαθητές Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Επομένως ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια του Θεού,  αλλιώς στη χάρη ή τη δόξα ή το φως Του, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως από τον Θεό ως παροχή της χάρης Του είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε» και θα τον «σκότωνε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί ο Κύριος θέλησε να τους δώσει αυτήν τη χάρη, να δουν τη θεϊκή Του δόξα; Διότι μετά από λίγο ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο, ότι ήταν η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού, για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Όπως το επισημαίνει το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».  Ο Χριστός «έδει παθείν», διότι η αμαρτία του ανθρωπίνου γένους ήταν τέτοια, που μόνον ο λόγος, το κήρυγμα δεν ήταν ικανό να σώσει τους ανθρώπους. Έπρεπε να πάθει ο Ίδιος ο Θεός εν σαρκί, γεγονός που φανερώνει την τραγικότητα στην οποία είχε περιέλθει η ανθρωπότητα, αλλά και το άπειρο μέγεθος της αγάπης του Θεού απέναντι σ’ αυτήν.

4. Στη μέσα στο φως της λάμψης του Θεού θέα του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική του ανθρώπου, μετά τον ερχομό Εκείνου.  Όπως φανερώθηκε ο Χριστός, σαν ήλιος πρωϊνός, έτσι θα φανερωθούμε κι εμείς κατά τη Δευτέρα Του Παρουσία, όταν ακολουθούμε τον Χριστό. Μη ξεχνάμε ότι ο Χριστός ενσωμάτωσε τον άνθρωπο στον ίδιο Του τον εαυτό, κάτι που ενεργοποιείται έκτοτε δια του αγίου βαπτίσματος και βιώνεται αυξητικά μέσα στην Εκκλησία διά των μυστηρίων και της εφαρμογής των εντολών Του, κι αυτή η ενσωμάτωση τον έκανε μέλος Του, δηλαδή δική Του προέκταση, επομένως ό,τι Εκείνος ζει, αυτό αποτελεί και θα αποτελέσει ζωή και των πιστών ανθρώπων. Όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι Πατέρες των Συνόδων του 14ου αι. τόνιζαν την πραγματικότητα μετοχής στο άκτιστο φως του Θεού, κατά αναλογία με ό,τι συνέβη στο όρος Θαβώρ με τους τρεις μαθητές, ήδη από τη ζωή αυτή, ας φανταστούμε την ασύλληπτη μέθεξη του πιστού σ’ αυτό το φως μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον ως ψυχή, αλλά και με το σώμα του θα μετέχει σ’  Εκείνον. Τότε θα λάμψουν οι άγιοι ως ήλιος, όπως έλαμψε κι ο Χριστός. Με τη Μεταμόρφωση λοιπόν αποκαλύπτεται και το μεγαλείο της προοπτικής του ανθρώπου, αυτό που οι άγιοί μας το ονομάζουν «θέωση».

5. Σ’  αυτήν την ένθεη κατάσταση μετοχής στο φως του Χριστού βλέπουμε ότι ανακαινίζεται μαζί με τον άνθρωπο και η ίδια η φύση. Πώς το βλέπουμε αυτό; Μέσα από τα ενδύματα του Χριστού. Και αυτά έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε κατά κάποιο τρόπο και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής και της φύσεως, όπως είπαμε, στη δόξα του Θεού. Και τούτο γιατί η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά στη χριστιανική πίστη αναβαθμίζεται και αυτή, βρίσκοντας την πραγματική της θέση: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. Η φύση ανήκει στον Θεό και την έδωσε στον άνθρωπο για να είναι ο χώρος κατοικίας του, που σημαίνει ότι η φύση προσέβλεπε στον άνθρωπο ως τον βασιλιά της. Ξέπεσε στην αμαρτία ο άνθρωπος λοιπόν, ξέπεσε και η φύση. Και με την αποκατάσταση του ανθρώπου εν Χριστώ, αποκαθίσταται και αυτή. «Η προσμονή της φύσεως, μας λέει ο απόστολος Παύλος, είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη». Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση  σ’  όλους εκείνους που ήθελαν και θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ως ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της φύσεως.

6. Φάνηκαν όμως ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο όρος Θαβώρ, πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, που έζησαν αιώνες πολλούς προ Χριστού. Τι σημαίνει τούτο; Πρώτον, ότι ο Κύριος είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου. Το γεγονός ότι οι μαθητές βλέπουν αυτούς τους αγίους, κεκοιμημένους από τόσο παλιά, είναι μία ισχυρότατη απόδειξη ότι αυτοί ζουν εν Θεώ. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως η δυναμική της αναστάσεως του Κυρίου έφερε, θα αναστηθεί για να ενωθεί με την ψυχή και πάλι. Ο θάνατος λοιπόν με τον Χριστό έγινε μία απλή δίοδος, που μας οδηγεί μέσα στην αγκαλιά του Χριστού, πολύ πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Μία προεικόνιση αυτού του γεγονότος είναι και η παρουσία των προφητών αυτών στο Θαβώρ. Κι από την άλλη: ο Κύριος φανερώνεται ότι αποτελεί το κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης. Η Παλαιά Διαθήκη, που συγκεφαλαιώνεται στον Νόμο και τους Προφήτες – τον Μωϋσή και τον Ηλία – συνιστά την πρώτη αποκάλυψη του Χριστού, με αποκορύφωση τον ερχομό Του στην Καινή. Παλαιά και Καινή αποτελούν ένα ενιαίο γεγονός, που δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει, χωρίς να διαστρεβλώσει και τα δύο. Η Μεταμόρφωση λοιπόν δίνει απάντηση και στο θέμα αυτό. Η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Ο Κύριος συνιστά το νόημα και εκείνης.

Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου είπαμε από την αρχή ότι συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς εκείνος να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως», νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, μπορούν να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά. Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «κα μες στράψωμεν, τας θείαις λλοιώσεσιν, ατν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). ρος ψηλότατον τν καρδίαν, κεκαθαρμένην κ παθν, χοντες ψόμεθα, Χριστο τν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τν νον μν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. Γένοιτο.

Mεταμόρφωση του Χριστού vs πυρηνική «μεταμόρφωση» Χιροσίμα



σήμερα [6 Αυγούστου] γιορτάζεται με το νέο ημερολόγιο η Μεταμόρφωση του Χριστού. 

κατά διαβολική σύμπτωση αυτή τη μέρα επέλεξαν οι «πολιτισμένοι» γιάνκηδες να ρίξουν την πρώτη ατομική βόμβα. 

η σύγκριση γίνεται σχεδόν αυτόματα. 

από την μιά, η ομορφιά, το Φως του Θεού, ο δοξασμός της ανθρώπινης φύσης αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος, η παραδείσια χαρά που ωθεί τον απ. Πέτρο να φωνάξει στον Χριστό «τι ωραία που είμαστε εδώ!!! να μη φύγουμε ποτέ». 

μαζί κι η ευλογία από τον ιερέα των καρπών της αμπέλου και των χειρών του ανθρώπου 

κι απ' την άλλη το σιωπηλό μανιτάρι της φωτιάς, τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, οι ψημένοι ζωντανοί άνθρωποι, οι καρκινοπαθείς από τη ραδιενέργεια, το κλάμα, η οδύνη, ο αφόρητος πόνος .... 
undefined

 πηγή

ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Τῌ ΣΤ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Ἀνάμνησις τῆς Ἁγίας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος

 ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τῇ ΣΤ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Ἀνάμνησις τῆς θείας Μεταμορφώσεως τοῦ 

Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Θαβὼρ ὑπὲρ πᾶν γῆς ἐδοξάσθη μέρος,
Ἰδὸν Θεοῦ λάμψασαν ἐν δόξῃ φύσιν
Μορφὴν ἀνδρουμένην κατὰ ἕκτην Χριστὸς ἀμεῖψε.

Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Κυριακή, Αυγούστου 05, 2012

H ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.


πηγή

Το όρος Θαβώρ.
῾Η Μεταμόρφωσις
ΙΖ´\ΚΑΙ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν· 2 καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. 3 καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ ᾿Ηλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες. 4 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ ᾿Ιησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν ᾿Ηλίᾳ. 5 ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· 6 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα. 7 καὶ προσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε. 8 ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν ᾿Ιησοῦν μόνον. 9 καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. 10 Καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τί οὖν οἱ γραμματεῖς λέγουσιν ὅτι ᾿Ηλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον; 11 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ᾿Ηλίας μὲν ἔρχεται πρῶτον καὶ ἀποκαταστήσει πάντα· 12 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι ᾿Ηλίας ἤδη ἦλθε, καὶ οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἐποίησαν ἐν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν· οὕτω καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ᾿ αὐτῶν. 13 τότε συνῆκαν οἱ μαθηταὶ ὅτι περὶ ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖς.

Περι ανθρώπου ήγουν, περι της ορθοδόξου κοσμολογίας και ανθρωπολογίας εκθεσις συνοπτική






1. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν κόσµο (ὀρθόδοξη κοσµολογία) καί τόν ἄν­ θρωπο (ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία) στηρίζεται στίς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά τή δηµιουργία τοῦ κόσµου καί τοῦ ἀνθρώπου, πού βρίσκονται στό 1ο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τή Γένεση (κεφ. 1­3). Δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦµε ὅτι ἡ ὀρθόδο­ ξη κοσµολογία καί ἀνθρωπολογία ἀποτελοῦν µία ἑρµηνευτική ἀνάπτυξη τῶν δύο αὐτῶν ἁγιογραφικῶν διηγήσεων. Συνεπῶς, εἶναι ἀδύν ατο νά κατανοήσουµε τήν κοσµολογία καί τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας,  χωρίς τή γνώση αὐτῶν τῶν δύο ἁγιογραφικῶν διηγήσεων.

2. Μελετώντας τήν ἁγιογραφική διήγηση τῆς δηµιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, θά δοῦµε τίς ἑξῆς βασικές θεολογικές ἀπόψεις γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ὕπαρξή του:

A) Ο  ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ  ΤΟ  ΑΝΩΤΕΡΟ ΚΑΙ  ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.  Σύµφωνα µέ τή διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ ἄνθρωπος δηµιουργήθηκε ἀπό τό Θεό µέ ἕναν ἰδιαίτερο καί ξεχωριστό τρόπο. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς δηµιουρ­ γίας τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται µέσα στή σχετική διήγηση ἀπό δύο σηµεῖα.  1ον  ὁ ἄνθρωπος δηµιουργεῖται χρονικά τελευταῖος καί 2ον ἐνῶ γιά ὅλα τά ἄλλα δηµιουργήατα ὁ Θεός «λέει» νά γίνουν καί «γίνονται» (π.χ. «…καί εἶπεν ὁ Θεός, γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς…» Γέν. 1,3 κ.ο.κ.) εἰδικά γιά τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός ἐµφανίζεται στό Γέν. 1,26, νά προαναγγέλλει τή δηµιουργία του µέ ἕνα µοναδικό τρόπο, λέγον τας: «…καί εἶπεν ὁ Θεός, ποιήσωµεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡµετέραν καί καθ’ ὁµοίωσιν…» (παράφραση: «…Καί εἶπε ὁ Θεός, ἀφοῦ φτιάξαµε ὅλα τά ἄλλα δηµιουρ­γήµατα, ἐλᾶτε τώρα νά φτιάξουµε Ὅλοι µαζί τό τελευταῖο καί τελειότερο δηµιούρ­ γηµά Μας, τόν ἄνθρωπο, σύµφωνα µέ τήν εἰκόνα τή δική Μας καί ἔτσι πού νά µπο­ ρεῖ νά γίνει ὅµοιος µέ Ἐµᾶς...»). Αὐτός ὁ ἰδιαίτερος τρόπος τῆς δηµιουργίας τοῦ ἀν­ θρώπου σέ σχέση µέ τά ὑπόλοιπα δηµιουργήµατα µᾶς δείχνει ὅτι: α) ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἀνώτερο καί τελειότερο δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ καί β) ὅλα τά ἄλλα δηµι­ ουργήµατα, ἔµψυχα καί ἄψυχα, ἔγιναν γιά νά διακονήσουν, τό καθένα µέ τό δικό του τρόπο, τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

B) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ «ΔΙΦΥΗΣ». Στό Γέν. 2,7 περιγράφεται µέ ἔντονα ἀν­ θρωποµορφικές εἰκόνες ἡ δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου: «…καί ἐπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ  ἄνθρωπος εἰς ψυχήν  ζῶσαν…» (παράφραση: «…καί δηµιούργησε πρῶτα ὁ Θεός τό ὑλικό σῶµα τοῦ ἀνθρώπου, χρησιµοποιώντας ὡς βασική ὕλη τό χῶµα τῆς γῆς, µετά φύσηξε πάνω στό πρόσωπό του τήν πνοή τῆς ζωῆς καί τότε ὁ ἄνθρωπος πῆρε ζωή καί ἄρχισε νά ὑπάρχει…»). Τό βαθύτερο νόηµα τῆς διήγησης εἶναι ὅτι ὁ  ἄνθρωπος δηµιουργήθηκε ἀπό  τό Θεό «διφυής». Συνδυάζει, δηλαδή, στήν ὕπαρξή του δύο διαφορετικές «φύσεις». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ἀπό τή µία µεριά, «ὑλικός», γιατί ἔχει ὑλικό σῶµα (ἐξ’ οὗ καί τό ὄνοµα «Ἀδάµ», πού σηµαίνει «χοϊκός», φτιαγµένος ἀπό χῶµα, χωµατένιος), ἀλλά, ταυτόχρονα, εἶναι καί «πνευµατικός», γιατί ἔχει «νοερά φύση» ἤ «ψυχή», κατά τήν ἀντίστοιχη ὁρολογία τῆς ἀρ­ χαιοελληνικῆς φιλοσοφίας. Μέ τό ὑλικό του σῶµα ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει µέ τά ζῶα καί µέ τά φυτά, ἐνῶ µέ τήν «νοερά φύση» του συγγενεύει µέ τούς ἀγγέλους καί τό Θεό. Κατά τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δύο αὐτές «φύσεις»:  1ον  ἀποτε­ λοῦν, ὡς ἕνα ἑνιαῖο καί ἀδιαίρετο ὑπαρκτικό ὅλον, τά βασικά συστατικά στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, δέν εἶναι µόνο τό σῶµα ἤ µόνο ἡ ψυχή, ἀλλά ἡ ψυχή καί τό σῶµα ἑνωµένα ἀδιαίρετα µεταξύ τους. Καί 2ον δέν ἔχουν µεταξύ τους καµία ἱεράρχηση ἤ ἀντίθεση. Δέν µποροῦµε, δηλαδή, νά ποῦµε οὔτε ὅ­ τι ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶµα ἤ ὅτι τό σῶµα εἶναι κατώτερο ἀπό τήν ψυχή, οὔτε, πάλι, ὅτι τό σῶµα καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δύο ἀντίθετα ἤ ἀντιµαχόµε­ να στοιχεῖα, ὅπως ὑποστήριζε ἡ ἀρχαιοελληνική φιλοσοφία, ἀποδεχόµενη τίς βασι­ κές ἀρχές τοῦ  φιλοσοφικοῦ δυαλισµοῦ, πού κυριαρχοῦσε στούς φιλοσοφικοθρη­ σκευτικούς κύκλους τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων καί, κατά κανόνα, ἀντιµετώπιζε τήν ψυχή ὡς τό «καλό» καί τό σῶµα ὡς τό «κακό» στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.


Γ) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ «ΚΑΤ΄ ΕΙΚΟΝΑ» ΚΑΙ «ΚΑΘ΄ ΟΜΟΙΩ- ΣΙΝ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ.  Αὐτό εἶναι, ἀναµφισβήτητα, τό κρισιµότερο σηµεῖο τῆς ἁγιογρα­ φικῆς διήγησης γιά τή δηµιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Τό καίριο, λοιπόν, ἐρώτηµα εἶναι: Τί σηµαίνουν οἱ ὅροι «κατ’ εἰκόνα» καί «κάθ΄ ὁµοίωσιν»; Κατά πρῶτο λόγο, πρέπει νά διευκρινίσουµε ὅτι στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων δέν ὑπάρχει µόνο µί­ α ἑρµηνεία. Οἱ Πατέρες, στήν προσπάθειά τους νά ἑρµηνεύσουν τούς δύο αὐτούς ὅ­ ρους, χρησιµοποιοῦν διάφορες προσεγγίσεις, ἀνάλογα µέ τίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν καί τό εὐρύτερο κλίµα τῆς ἐποχῆς τους. Συµβαίνει, µάλιστα, συχνά ὁ ἴδιος Πατέρας νά χρησιµοποιεῖ στά διάφορα ἔργα του περισσότερες ἀπό µία ἑρµηνεῖες τῶν δύο αὐτῶν ὅρων. Ὅλες αὐτές οἱ ἑρµηνεῖες εἶναι σωστές (= ὀρθοδοξοῦν) καί, στήν πραγµατικότητα, ἀλληλοσυµπληρώνονται. Δέν µποροῦµε, δηλαδή, νά ποῦµε ὅτι µόνο µία ἀπό αὐτές εἶναι σωστή, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες εἶναι λανθασµένες, ἀλλά ὅλες µαζί µας βοηθοῦν νά κατανοήσουµε, ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν καί ἀναγκαῖο γιά τή σωτηρία µας, τό ἀληθινό νόηµα τῶν δύο κρίσιµων αὐτῶν ὅρων. Οἱ σπουδαιότε­ ρες ἀπό τίς ἑρµηνευτικές προσεγγίσεις τῶν Πατέρων εἶναι, βασικά, τρεῖς (3) καί ἔχουν, ἐν συντοµία, ὡς ἑξῆς:

1η ἑρμηνεία: Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ὅρος «κατ’ εἰκόνα» δηλώνει ὅλα τά χαρίσµατα πού ὁ Θεός ἔδωσε µόνο στόν ἄνθρωπο καί σέ κανένα ἄλλο δηµιούργηµα. Ἀνάµεσα, ὅµως, σέ αὐτά τά χαρίσµατα δεσπόζουν τό «λογικό», ἡ ἱκανότητα, δηλαδή, τοῦ ἀν­ θρώπου νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό, τό σωστό ἀπό τό λάθος, καί τό «αὐτεξού­ σιον», ἡ δυνατότητα, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιλέγει ἐλεύθερα ἀνάµεσα στό κα­ λό καί τό κακό, τό σωστό καί τό λάθος, συνείδηση τῶν ὁποίων ἀποκτᾶ διά τῆς χρή­ σεως τοῦ «λογικοῦ». Ὁ ἄκτιστος Θεός κατέχει ὅλα αὐτά τά χαρίσµατα σέ τέλειο καί ἀπόλυτο βαθµό. Εἶναι, δηλαδή, «λογικός» καί «αὐτεξούσιος» µέ τήν ὀντολογική, καί ὄχι µέ τήν ἠθική, ἔννοια τοῦ ὅρου, ἐνῶ ὁ κτιστός ἄνθρωπος «ἀντιγράφοντας», λαµ­ βάνοντας, δηλαδή, ὡς δῶρα ἀπό τό Θεό, αὐτά τά θεϊκά χαρίσµατα, «εἰκονίζει» ὡς ἕ­ να βαθµό –µέ ἀτελῆ, βέβαια, καί σχετικό τρόπο– τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ’ ὁµοίωσιν» στό ποσοστό, πού ἀσκεῖ τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» του ὡς «ἀγάπη». Στό ποσοστό, δηλαδή, πού χρησιµοποιεῖ τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» του γιά νά ἐπιλέγει καί νά διαπράττει τό καλό, τό σωστό. Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί ἐλεήµων. Ὡς ἐκ τούτου, ἀσκεῖ πάντα τό «λογικό» καί τήν «ἐλευθερία» Του ὡς «ἀγάπη» καί εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀδύνατον τό νά ἀσκήσει τό «λογικό» Του καί τήν «ἐλευθερία» Του µέ ἄλλο τρόπο.

Γιατί, ὅµως, ὁ Θεός «ἐκ φύσεως» ἀσκεῖ πάντα τήν «ἐλευθερία» Του ὡς «ἀγάπη»; Μήπως, τελικά, δέν εἶναι «ἐλεύθερος», ἀφοῦ δέν µπορεῖ νά ἐπιλέξει τό κακό, καί πῶς µπορεῖ νά συµβιβαστεῖ ἡ «ἐλευθερία» Του µέ τόν ἀποκλεισµό τῆς ἐπιλογῆς τοῦ κακοῦ; Γιά νά κατανοήσουµε βαθύτερα τήν ἔννοια τῆς «ἐλευθερίας» στή χριστιανι­ κή διδασκαλία, πρέπει στό σηµεῖο αὐτό νά θέσουµε ἕνα ἀκόµη παράλληλο ἐρώτηµα: Εἶναι ἴδια ἡ «ἐλευθερία» τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου; Μποροῦµε, νά ἀναπτύξουµε συνοπτικά τή σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑξῆς: α) ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα «ἐλεύθερος» καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ ὕπαρξή Του δέν ὑπόκειται σέ καµία ἀναγ­ καιότητα. Ἡ «ἐλευθερία» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τήν ὑπαρξιακή διάσταση τῆς ἄχρονης πρόταξης τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ­Πατρός ἔναντι της Θείας Οὐσίας. Πιό ἁπλά, ὁ Θεός­Πατήρ «πρῶτα» ὁρίζει τά τῆς Οὐσίας Του, ἀποφασίζει, δηλαδή, ἐ­ λεύθερα, ὅτι θέλει νά ὑπάρξει ὡς µία Οὐσία, πού θά ἔχει τίς φυσικές ἰδιότητες τῆς ἀγάπης, τῆς αἰώνιας ζωῆς, τῆς ταπείνωσης, τῆς µακαριότητας κ.τ.λ. καί ὅτι φορεῖς αὐτῶν τῶν φυσικῶν ἰδιοτήτων θά εἶναι οἱ Φυσικές Ἐνέργειες τῆς Οὐσίας Του καί «ὕστερα» ὑπάρχει. «Ταυτόχρονα» ὁ Θεός­Πατήρ «πρῶτα» ὁρίζει τά τῆς Ὕπαρξής Του, δηλαδή, ἀποφασίζει ἐλεύθερα ὅτι θέλει, νά ὑπάρξει ὡς Ἁγία Τριάδα, καί «ὕστερα» γεννᾶ τόν Υἱό, καί ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦµα, µεταδίδοντάς Τους τό πλήρωµα τῆς Θείας Οὐσίας καί τῶν Ἐνεργειῶν της. Τό ἰδιάζον στήν περίπτωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ «κινήσεις» γίνονται «ἀχρόνως» καί, συνεπῶς, τό
«πρῶτα», τό «ὕστερα» καί τό «ταυτόχρονα», πού ἐµεῖς ὡς κτιστοί ἄνθρωποι ἀναγκαζόµαστε, νά χρησιµοποιήσουµε, προκειµένου νά ἐκφράσουµε µέ κτιστές ἀνθρώ­ πινες λέξεις τό µυστήριο τῆς ἄναρχης ὕπαρξης, τῆς Ἁγίας Τριάδας, δέν ἔχουν ἀπό λυτη, ἀλλά σχετική («σηµαντική») σηµασία. Συµπέρασµα: Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Ἁ­ γίας Τριάδας εἶναι ἡ ἔκφραση καί ἡ ἀπόδειξη τῆς ἐλευθερίας Της. Αὐτή τή μορφή «ἐλευθερίας», πού ἀποτελεῖ τήν ὑπαρξιακή διάσταση τῆς ἄχρονης πρόταξης τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ­Πατρός ἔναντί της Θείας Οὐσίας καί ἐκφράζεται ὡς ὁ ἀπόλυτα ἐλεύθερος αὐτοπροσδιορισμός τοῦ Ὄντος, χαρακτηρίζουμε ὡς «ὀντο λογική ἐλευθερία» ἤ «διά αὐτοπροσδιορισμοῦ ἐλευθερία». β) Ὅσον ἀφορᾶ, ὅµως, τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, τά πράγµατα ἀντιστρέφονται, ἀφοῦ σέ αὐτήν ἔχουµε πρόταξη τῆς οὐσίας ἔναντί του προσώπου, µέ ἀποτέλεσµα τήν ὀντολογική ἀ­ νελευθερία της. Πιό ἁπλά, ὁ ἄνθρωπος δέν ὁρίζει µόνος του οὔτε τά τῆς οὐσίας του, οὔτε τά τῆς ὕπαρξής του. Κανείς, δηλαδή, ἄνθρωπος δέν ἀποφασίζει γιά τό ἄν θά ὑ­ πάρξει ἤ ὄχι, κανείς ἄνθρωπος δέν ὁρίζει τό χῶρο καί τό χρόνο τῆς γέννησής του, τό φύλο καί τή σωµατική του διάπλαση, τούς γονεῖς καί τά ψυχοσωµατικά του χαρα­ κτηριστικά κ.ο.κ.
 Συµπέρασµα: ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη δέν µπορεῖ νά ὑπάρξει «ἐλεύθερα» (µέ τήν ὀντολογική ἔννοια τό ὄρου «ἐλευθερία»), ὁ Θεός τῆς παραχώρησε τό δικαίωµα τῆς «δι´ ἀσκήσεως ἐλευθερίας», δηλαδή τῆς ἐλευθερίας πού ἐκφρά­ ζεται ὄχι ὡς αὐτοπροσδιορισµός τοῦ ὄντος, ἀλλά ὡς ἐπιλογή ἀνάµεσα στό καλό καί τό κακό, τό σωστό καί τό λάθος, τή ζωή καί τό θάνατο. Αὐτή τή μορφή «ἐλε υθερί ας», πού ἀποτελεῖ ὑπαρξιακή διάσταση τῆς πρόταξης τῆς οὐσίας ἔναντι του
προσώπου καί ἐκφράζεται ὡς ἐπιλογή ἀνάμεσα στό καλό καί τό  κακό, χαρα­ κτηρίζουμε ὡς «ἠθική ἐλευθερία» ἤ «δι´  ἀσκήσεως  ἐλευθερία». Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Θεός εἶναι «ἐλεύθερος» µέ τήν ὀντολογική καί ὄχι µέ τήν ἠθική ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐλευθερία», δέν τίθεται θέµα ἐπιλογῆς ἐκ µέρους Του ἀνάµεσα στό καλό καί στό κακό, ἀλλά, ἐλεύθερος ὤν, ἐπιλέγει πάντα τό καλό, γιατί ὁ Ἴδιος προκαθόρισε ὅτι θέλει νά ὑπάρχει ὡς «ἀγάπη».

2η ἑρμηνεία:  Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ὅρος «κατ’ εἰκόνα» δηλώνει τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά «µετέχει» στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, νά ἑνώνεται, δηλαδή, µέ τό Θε­ ό, νά ἔρχεται σέ πραγµατική κοινωνία µαζί Του καί, δυνάµει αὐτῆς τῆς µετοχῆς, νά προσοικειώνεται τίς φυσικές ἰδιότητες τῆς Θείας φύσης, νά γίνεται, δηλαδή, ἀθάνα­ τος καί εὐτυχισµένος, «ὅµοιος» µέ τό Θεό. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χρησιµοποιεῖ αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση στά ἔργα του «Κατά εἰδώλων» καί «Περί τῆς ἐνανθρω­ πήσεως τοῦ Λόγου». Εἰδικότερα, γιά νά περιγράψει µέ τρόπο προσιτό στή στοιχειώ­ δη ἀντίληψη τή σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, χρησιµοποιεῖ τό παράδειγµα τοῦ «καθρέφτη» (ἔσοπτρον). Ὅπως, δηλαδή, ὁ καθρέφτης ἔχει τήν ἱκανότητα νά µε­ τέχει στό ἡλιακό φῶς καί νά τό ἀντανακλᾶ, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, πρίν ἀπό τό προ­ πατορικό ἁµάρτηµα, εἶχε τή δυνατότητα νά µετέχει στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας καί νά τό ἀντανακλᾶ. Καί ὅπως ὁ καθρέφτης πού ἀντανακλᾶ τό ἡλιακό φῶς γίνε­ ται «ὅµοιος» µέ τόν ἥλιο (ἄν, δηλαδή, τόν δεῖ κανείς τήν ὥρα τῆς ἀντανάκλασης, εἶναι σάν νά βλέπει τόν ἴδιο τόν ἥλιο), ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἀντανακλώντας τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, γινόταν «ὅµοιος» µέ τό Θεό («θεός κατά χάριν» ἤ «θεός κατά µέθεξιν») καί µέ αὐτό τόν τρόπο ἔφτανε στό «καθ’ ὁµοίωσιν», γινόταν, δηλαδή, «ὅµοιος» µέ τό Θεό. Καί ὅπως, τέλος, ὁ καθρέφτης πού ἀντανακλᾶ τό ἡλιακό φῶς δέν γίνεται στήν πραγµατικότητα ἥλιος (δέν ἔχουµε, δηλαδή, «τροπή» τοῦ καθρέφτη σέ ἥλιο), ἀλλά, ἁπλῶς µοιάζει µέ τόν ἥλιο, ἐπειδή προσοικειώνεται τίς φυσικές του ἰδι­ ότητες, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, µετέχοντας στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, δέν γίνε­ ται στήν πραγµατικότητα «Θεός», (δέν ἔχουµε, δηλαδή, «τροπή» τῆς ἀνθρώπινης φύσης), ἀλλά παραµένει ἄνθρωπος, ἄν καί «εἰκονίζει» τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἄν καί γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό. Παρόµοια µέ τήν εἰκόνα τοῦ καθρέφτη εἶναι καί ἡ εἰκό­ να τῶν «νοερῶν ὀφθαλµῶν», πού χρησιµοποιεῖται ἀπό ἄλλους Πατέρες. Σύµφωνα µέ αὐτήν ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο εἰδῶν «ὀφθαλµούς». Ἔχει τά µάτια τοῦ σώµατος, µέ τά ὁποῖα βλέπει τό φῶς τοῦ ἥλιου καί τό φυσικό κόσµο, ἀλλά ἔχει καί τά «πνευµατικά µάτια» τῆς ψυχῆς, µέ τά ὁποῖα βλέπει τό Θεό. Ἔτσι, πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ «διφυής» ἄνθρωπος εἶχε δύο εἴδη «ὅρασης». Ἔβλεπε τό φυσικό κόσµο µέ τά ὑλικά µάτια τοῦ σώµατος, ἐνῶ ταυτόχρονα ἔβλεπε µέ τούς «νοερούς ὀφθαλµούς» του τό Θεό, δηλαδή, τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας. Ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά «θεωρεῖ», πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα, µέ τούς «νοερούς ὀφθαλµούς» του τόν Θεό τόν καθιστοῦσε ἀθάνατο καί εὐτυχισµένο, τοῦ χάριζε τό «καθ’ ὁµοίωσιν», τόν ἔκανε, δηλαδή, «ὅµοιο» µέ τό Θεό, πού εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀθάνατος καί εὐτυχισµένος. Τήν προσοικείωση, τέλος, τῶν φυσικῶν ἰδιοτήτων τῆς Θείας Φύ­ σης ἀπό τόν ἄνθρωπο µᾶς διδάσκει στήν πατερική γραµµατεία καί ἡ εἰκόνα τοῦ πυ­ ρωµένου σίδερου. Ὅπως, δηλαδή, τό σίδερο τή στιγµή πού ἑνώνεται µέ τή φωτιά προσοικειώνεται τίς φυσικές της ἰδιότητες, γίνεται φωτεινό καί θερµό, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού ἑνώνεται µέ τό Θεό γίνεται «ὅµοιος» µέ Αὐτόν, ὑπάρχει «καθ’ ὁµοί­ ωσιν» τοῦ Θεοῦ.

3η ἑρμηνεία.  Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ὅρος «κατ’ εἰκόνα» ἀναφέρεται στή δοµή ὕ­ παρξης τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία «εἰκονίζει» τόν τρόπο ὕπαρξης τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἀναλυτικότερα, σύµφωνα µέ τή χριστιανική θεολογία (ὀντολογία), ὁ ἕνας Θεός ὑπάρχει ὡς ἐρωτική κοινωνία «ὁµοούσιων» Προσώπων, δηλαδή, ὡς Ἁγία Τριά δα. Ὅταν λέµε ὅτι τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι «ὁµοούσια», ἐννοοῦµε ὅτι ἔχουν ἀπόλυτη ἑνότητα Οὐσίας καί Ἐνεργειῶν καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ Θεία Οὐσία και οι Ἐνέργειές Της «ἀνήκουν» ταυτόχρονα ὁλόκληρες καί στά Τρία Πρόσωπα, ἐνῶ τό καθένα ἀπό Αὐτά εἶναι ἀπό µόνο Του ὁλόκληρος ὁ Θεός. Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τήν ἑνότητα Οὐσίας καί Ἐνεργειῶν τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἔχουν καί ἑνότητα θελήματος.  Ἡ ἑνότητα τοῦ θελήματός Τους ἀποτελεῖ τήν ὑπαρξιακή διάσταση και την ἀπόδειξη τῆς τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης πού τά ἐνώνει. Πιό ἁπλά, τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας συνδέονται µεταξύ τους µέ σχέσεις τόσο τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὥστε εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀδύνατον νά διαφωνήσουν µεταξύ τους, γι’αὐτό και στίς σχέσεις Τους µέ τόν κόσµο ἐµφανίζονται σάν νά ἔχουν ἕνα θέληµα. Ἡ ἑνότητα τοῦ θελή ματος τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριά δας μέσα στήν Ἁγία Γραφή φαίνεται ἀπό τό  ὅτι  ὁμιλοῦν καί τά Τρία μαζί «ὡς ἐξ ἑνός στόματος», μέ μία, δηλαδή, φωνή, σάν νά εἶναι ἕνα Πρόσωπο. Ποιό, γιά παράδειγµα, ἀπό τά Τρία Πρόσωπα λέει τή φράση: «…ποιήσωµεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡµετέραν καί καθ’ ὁµοίωσιν…»; Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι τό Ἕνα ἀπό αὐτά ὁµιλεῖ, ἐνῶ τά ἄλλα Δύο ἀκοῦνε. Στήν πραγµατικότητα, ὅµως, ὁµιλοῦν καί τά Τρία Πρόσωπα µαζί, σάν νά ἔχουν µία γνώµη καί µία φωνή.

Σύµφωνα, λοιπόν, µέ τήν 3η ἑρµηνεία τοῦ «κατ΄ εἰκόνα» ἡ δοµή ὕπαρξης τῆς ἀν­ θρώπινης φύσης «εἰκονίζει» τή δοµή τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, γιατί καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ὑπάρχει ὡς κοινωνία «ὁµοούσιων» προσώπων: Τρισυπόστατη καί Ὁµοούσια εἶναι ἡ Θεία Φύση, ἐνῶ µυριυπόστατη καί ὁµοούσια εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, καί αὐτά πού ἔζησαν καί αὐτά πού ζοῦν καί αὐτά πού θά ζήσουν στό µέλλον, µετέχουµε στήν ἴδια ἀνθρώπινη φύση, ἔχουµε, δηλαδή, σῶµα ὑλικό καί λογική ψυχή. Μέ βάση τήν ἑρµηνεία αὐτή, µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι τά ἀν­ θρώπινα πρόσωπα, οἱ ἄνθρωποι, θά ἔφταναν στό «καθ΄ ὁµοίωσιν», ἄν µποροῦσαν νά ἑνωθοῦν µεταξύ τους µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὅπως ἀκριβῶς συµβαίνει καί µέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὥστε νά ἀποκτήσουν ἑνότητα τοῦ θελήµατός τους. Πιό ἁπλά, τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι νά συν­ δεθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὥστε νά εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀδύνατον νά διαφωνήσουν µεταξύ τους, νά ἔχουν, δηλαδή, ἕνα θέληµα, ὅπως ἀκριβῶς τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Αὐτό, ἄλλωστε, εἶναι καί τό βα­ θύτερο  νόηµα τῆς  ἐντολῆς τοῦ  Θεοῦ:  «…ἀγαπήσεις τόν  πλησίον σου  ὡς  σεαυ­ τόν…». Ὅταν, δηλαδή, ὁ Θεός µᾶς ζητᾶ νά ἀγαπήσουµε τό συνάνθρωπό µας σάν τόν ἑαυτό µας, µᾶς ζητᾶ, στήν πραγµατικότητα, νά ἑνωθοῦµε µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὅπως ἀκριβῶς τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Δ) Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ» (ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ) ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Στό Γέν. 2,15 λέγεται: «…καί ἔλαβεν Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔ­ πλασεν, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσω ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν αὐτόν…». Οἱ Πατέρες ἑρµηνεύουν τό συγκεκριµένο χωρίο δίνοντας ἔµφαση στήν παραχώρηση τῆς «κυριότητας» τοῦ φυσικοῦ κόσµου στόν ἄνθρωπο. Ἡ προσέγγιση αὐτή ἐξαρτᾶ­ ται ἀπό τήν 1η ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα» (βλπ. ἀνωτέρω) καί, σύµφωνα µέ αὐτήν, ἕνα ἀπό τά χαρίσµατα πού ἔδωσε ὁ Θεός µόνο στόν ἄνθρωπο ­ἐκτός ἀπό τό «λογι­ κό» καί τήν «ἐλευθερία»­ εἶναι καί τό «ἄρχειν», ἡ ἐξουσία, δηλαδή, νά διαχειρίζεται τό φυσικό κόσµο. Εἰδικότερα, ὁ Θεός, ὡς δηµιουργός τοῦ φυσικοῦ κόσµου, εἶναι καί ὁ πραγµατικός «Κύριος» (ἰδιοκτήτης) τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Ὁ Θεός, ὅµως, παραχώ­ ρησε στόν ἄνθρωπο τό δικαίωµα νά ἐξουσιάζει καί νά διαχειρίζεται τό φυσικό κό­ σµο σάν νά εἶναι δικός του. Συνεπῶς, ὁ ἄνθρωπος, λαµβάνοντας ἀπό τό Θεό τήν ἐ­ ξουσία τοῦ «ἄρχειν» (τοῦ «ἐξουσιάζειν», τοῦ «κυριεύειν») ἐπί τῶν δηµιουργηµάτων Του, κατέστη «οἰκονόµος» (διαχειριστής) τῆς δηµιουργίας τοῦ Θεοῦ, «εἰκονίζοντας» ἔτσι, τρόπον τινά, τόν πραγµατικό «Κύριο» του κόσµου, πού εἶναι ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρω­ πος ἀναδεικνύεται σέ «καλό οἰκονόµο», φτάνει στό «καθ’ ὁµοίωσιν», ὅταν φροντί­ ζει γιά τή διατήρηση τῆς ἁρµονικῆς λειτουργίας τοῦ κόσµου καί τῆς ζωῆς πού φιλο­ ξενεῖται σέ αὐτόν, ἐνῶ, ταυτόχρονα, εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τόν τρό­ πο ἄσκησης τῆς «οἰκονοµίας» του. Ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τοῦ φυσικοῦ κό­ σµου περιγράφεται στή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης µέ τήν ὀνοµατοδοσία τῶν ζώων ἀπό τόν Ἀδάµ (Γέν. 2,19­20). Ἡ «οἰκονοµία» τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τοῦ φυσικοῦ κό­ σµου ἀποτελεῖ τήν «ἐργασία» του. Συνεπῶς, ἡ ἐργασία δέν εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς «πτώσης», ἀλλά ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ µονή διαφορά εἶναι ὅτι µετά τήν «πτώση» µπαίνει µέσα στήν ἐργασία, ὡς συνέπεια τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου», τοῦ χωρισµοῦ, δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, ὁ κόπος καί ὁ µόχθος (Γέν. 3,17­20). (Θά ἐ­ πανέλθουµε, ὅµως, στό θέµα λίγο ἀργότερα, ὅταν θά ἀναπτύξουµε τά ζητήµατα πού ἀναφέρονται στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου µέ τήν κτίση).

Ε)ΗΓΥΝΑΙΚΑΕΙΝΑΙ ΙΣΟΤΙΜΗΜΕΤΟΝ ΑΝΔΡΑ.  Στούς στίχους Γέν. 2,18­24 πε ριέχεται ἡ διήγηση τῆς δηµιουργίας τῆς γυναίκας. Σύµφωνα µέ αὐτή, ὁ Θεός διαπι­ στώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καλό νά εἶναι «µόνος» του καί ἀποφασίζει νά τοῦ δηµιουργήσει ἕνα «βοηθό» πού νά τοῦ µοιάζει (στίχ. 2,18). Στή συνέχεια, ὁ Θεός ρί­ χνει τόν Ἀδάµ σέ βαθύ ὕπνο, ἀφαιρεῖ ἕνα ἀπό τά πλευρά του, πλάθει πάνω σέ αὐτό τή γυναίκα καί τήν ὁδηγεῖ σέ αὐτόν (στίχ. 3,21­22). Ὁ Ἀδάµ χαίρεται πολύ, βλέποντας τή γυναίκα (Γέν. 3,23­24). Μέσα ἀπό τά ἔντονα ἀνθρωποµορφικά στοιχεῖα τῆς δι­ ήγησης τονίζεται ἡ ἰσότητα τῶν δύο φύλων, ἀφοῦ ἡ γυναίκα φαίνεται νά πλάθεται ἀπό τό ἴδιο ὑλικό µέ τόν ἄνδρα, ἐνῶ µέ ρητό τρόπο τονίζεται στή διήγηση ὅτι ἡ γυ­ ναίκα πλάστηκε «ὅµοια» µέ τόν ἄνδρα («…ποιήσωµεν αὐτῶ βοηθόν κατ’ αὐτόν…» Γέν. 3,18. Παράφραση: «…Ἐλᾶτε νά τοῦ φτιάξουµε Ὅλοι µαζί ἕνα βοηθό ὅµοιο µέ αὐτόν…»). Ἀπό τή συνάφεια τοῦ ὅλου κειµένου συνάγεται µέ ἀσφάλεια ὅτι ὁ ἄν­ δρας καί ἡ γυναίκα εἶναι ἰσότιµοι, ἀφοῦ ἔλαβαν ἀπό τό Θεό τά ἴδια χαρίσµατα καί τίς ἴδιες δυνατότητες. Θά ἦταν, µᾶλλον, ἑρµηνευτικά σωστό νά προεκτείνουµε τήν ἔννοια τῆς ἰσότητας σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ἐπειδή ἀπό αὐτό συγκεκριµένο ζευγάρι τῶν πρωτοπλάστων θά γεννηθοῦν ὅλες οἱ φυλές τῶν ἀνθρώπων καί ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς, µποροῦµε, κατά λογική συνέπεια, νά ὑποθέσουµε ὅτι ἡ διήγηση
µᾶς διδάσκει καί τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως, δηλαδή, δέν µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι κατώτερη ἤ λιγότερο ἄνθρωπος ἀπό τόν ἄνδρα, ἔτσι δέν µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ µαῦρος ἄνθρωπος εἶναι κατώτερος ἤ λιγότερο ἄνθρω­ πος ἀπό τό λευκό ἤ ὅτι ὁ Τοῦρκος καί ὁ Ἄραβας εἶναι κατώτεροι ἤ λιγότερο ἄνθρω­ ποι σέ σχέση µέ τόν Ἕλληνα ἤ τόν Ἑβραῖο.
Κατά τήν ἑρµηνεία, τέλος, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τῆς «βοήθειας» πού καλεῖται νά προσφέρει ἡ γυναίκα στόν ἄνδρα δέν ἀναφέρεται στήν ἐπιβίωση (µία τέτοια βοήθεια, ἄλλωστε, θά µποροῦσαν νά τήν προσφέρουν καί τά ζῶα) ἤ στή διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους, ἀλλά στήν ἐπίτευξη τοῦ ἑνός καί µοναδικοῦ σκο­ ποῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, πού εἶναι ἡ ἕνωσή της µέ τό Θεό, ἡ µετοχή της, δηλα­ δή, στίς Ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἡ θέωση. Πιό ἁπλά, ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα θά ἀλληλοβοηθοῦνται, ὥστε καί οἱ δύο µαζί νά φτάσουν ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» στό
«καθ’ ὁµοίωσιν».

3. Κατά τή χριστιανική διδασκαλία ἡ σχέση ἀνθρώπου καί κτίσεως στηρίζε­ ται στή θεμελιώδη ἀντίληψη ὅτι  ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ «οἰκονόμος» τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁµιλοῦν γιά αὐτό τό σηµεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλί­ ας, τονίζουν:  1ον  τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στό Θεό γιά τόν τρόπο ἄσκη­ σης τῆς «οἰκονοµίας» του.Ὑποστηρίζουν, δηλαδή, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, θά δώ­ σει λόγο στό Θεό γιά τόν τρόπο µέ τόν ὁποῖο µεταχειρίζεται τό φυσικό κόσµο. Καί
2ον  τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν παρουσία τοῦ «κακοῦ» µέσα στό φυσικό κόσµο, ἀφοῦ αὐτός συµπαρέσυρε στήν «πτώση» ὅλα τά ἄλογα δηµιουργήµατα. Θεωροῦν, δηλαδή, τόν ἄνθρωπο ὑπεύθυνο γιά τόν πόνο καί τή δυστυχία πού ὑφίσταν­ται τά ἄλογα δηµιουργήµατα, ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς του ἀποστασίας ἀπό τό Θεό. Ἐφόσον, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἁρµονική λειτουργία τοῦ κόσµου καί τήν παρουσία τοῦ «κακοῦ» στήν ἄλογη κτίση, αὐτός πρέπει νά ἀναλάβει καί τό βάρος τῆς ἐπίλυσης αὐτοῦ τοῦ προβλήµατος καί, ἐπειδή, ὁ ἄνθρωπος δέν µποροῦσε νά λύσει τό πρόβληµα µέ τίς δικές του δυνάµεις, ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος γιά νά δώ­ σει λύση σέ αὐτό. Οἱ Πατέρες, πάντως, ἄν καί ἀναφέρονται στή σχέση τοῦ ἀνθρώ­ που µέ τό φυσικό κόσµο, δέν ἀναπτύσσουν ἐκτενῶς αὐτό τό ζήτηµα, γιατί, προφα­ νῶς, στήν ἐποχή τους ὑπῆρχαν ἄλλα ζητήµατα, πού τά θεωροῦσαν σηµαντικότερα.

Παρόλα αὐτά, τίς τελευταῖες δεκαετίες – ἐξ αἰτίας, κυρίως, τῆς ὄξυνσης τῶν περιβαλλοντικῶν προβληµάτων καί τῆς ἀνάπτυξης τῶν διάφορων ἀνά τόν κόσµο οἰκο­ λογικῶν κινηµάτων – διαµορφώθηκε µέσα στούς σύγχρονους θεολογικούς κύκλους ἡ ἀντίληψη ὅτι πρέπει νά διατυπωθεῖ µία ἐκτενέστερη ἐκδοχή τῆς χριστιανικῆς δι­ δασκαλίας γιά τό ζήτηµα τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µέ τό φυσικό κόσµο, ἡ ὁποία θά προσφερθεῖ στό σύγχρονο ἄνθρωπο ὡς ἡ θεολογική ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας πάνω στά σύγχρονα οἰκολογικά προβλήµατα. Ἔτσι, πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι, ἐ­ πώνυµοι καί ἀνώνυµοι, ἀσχολήθηκαν ἐκτενῶς τά τελευταῖα χρόνια µέ τό θέµα αὐ­ τό. Γράφτηκε ἕνα τεράστιο πλῆθος ἀπό θεολογικά κείµενα καί, γενικά, τό ὅλο ζήτηµα ἦλθε ἀπό τό περιθώριο στό ἐπίκεντρο του ἐνδιαφέροντος. Πρίν, µάλιστα, ἀπό λί­ γα χρόνια, τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο ὅρισε τήν 1η Σεπτεµβρίου ὡς ἐκκλησιαστι­ κή ἑορτή ἀφιερωµένη στήν προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἐνέκρινε εἰ­ δική ἀκολουθία γιά τή νέα αὐτή ἑορτή.

Ὁρισµένες ἀπό τίς θέσεις πού διατυπώθηκαν στά νεότερα ἔργα τῶν σύγχρονων θεολόγων εἶναι, πραγµατικά, ἀξιόλογες καί, σέ γενικές γραµµές, συµβατές µέ τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τῶν Πατέρων, ἐνῶ, κατά ἀντίστροφη ἔννοια, κάποιες ἄλλες εἶναι λανθασµένες, ὑπερβολικές ἤ καί θεολογικά ἀστήρικτες. Ἐπιλέγουµε µόνο µία ἀπό τίς πρῶτες (ἀναφέρεται στό βιβλίο τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ: «Τό ἀλφαβητάρι τῆς πίστης»), ὄχι, φυσικά, γιά νά ἐξαντλήσουµε τό θέµα, ἀλλά γιά νά δώσουµε ἕνα χα­ ρακτηριστικό παράδειγµα. Σύµφωνα µέ αὐτήν, ὁ ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται σέ καλό «οἰκονόµο» τοῦ φυσικοῦ κόσµου, ὅταν τόν µεταχειρίζεται ὡς «πράγµα», δηλαδή, ὡς πεπραγµένο ἑνός προσωπικοῦ δηµιουργοῦ, µέ τόν Ὁποῖο συνδέεται µέ σχέσεις ἀ­ γάπης καί ὄχι ὡς «χρῆµα», δηλαδή, ὡς χρηστικό ἀντικείµενο, ἡ ἀξία τοῦ ὁποίου ἐ­ ξαντλεῖται στήν ἐγωιστική καί ἀτοµοκεντρική του ἐκµετάλλευση. Στό ἐν λόγῳ ἔργο αὐτή ἡ θεολογική θέση ἀναπτύσσεται παραστατικά µέ τό ἑξῆς πραγµατικά ἐπιτυ­ χηµένο παράδειγµα: Ἄν κάποιος ἄνθρωπος γράφει χρησιµοποιώντας ἕνα στυλό πού τό ἀγόρασε ἀπό ἕνα βιβλιοπωλεῖο, µόνο καί µόνο γιά νά ἐξυπηρετήσει τήν ἐργασία τῆς συγγραφῆς, τότε µέ µεγάλη εὐκολία πετᾶ τό στυλό του, ὅταν αὐτό γιά ὁ­ ποιοδήποτε λόγο χαλάει καί, στή συνέχεια, τό ἀντικαθιστᾶ µέ ἕνα ἄλλο, χωρίς νά ἔχει αὐτή ἡ ἀντικατάσταση κάποια ὑπαρξιακή διάσταση. Σέ αὐτή τήν περίπτωση ὁ ἄνθρωπος χρησιµοποιεῖ τό στυλό του, ὡς «χρῆµα», δηλαδή ὡς ἕνα χρηστικό ἀντι­ κείµενο, ἡ «ἀξία» τοῦ ὁποίου ἐξαντλεῖται στήν παροχή µίας πρακτικῆς καί ἀντικειµενικά µετρήσιµης «ὠφέλειας». Ἄν, ὅµως, τό στυλό πού χρησιµοποιεῖ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος εἶναι «δῶρο» ἤ «ἐνθύµιο» ἑνός ἀγαπηµένου προσώπου, τότε ἡ ἀπώλειά του δέν ἀξιολογεῖται µέ βάση τή χρηστική του ἀξία, ἀλλά µέ βάση τό µέγεθος τῆς ἀγά­ πης πού µᾶς συνδέει µέ τό πρόσωπο πού κάποτε µᾶς τό πρόσφερε. Κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις, ἡ ἀπώλεια τοῦ στυλό ξεπερνᾶ τά στενά ὅρια τῆς ἀπώλειας ἑνός  χρηστικοῦ ἀντικειµένου καί ἀποκτᾶ ὑπαρξιακές διαστάσεις, ἀφοῦ συνεπάγεται ἀ­ ναπόφευκτα ὀδύνη, ἀνάλογη µέ τό µέγεθος τῆς ἀγάπης µας πρός τό πρόσωπο τοῦ δωρητῆ του (σέ αὐτή τήν περίπτωση ὁ ἴδιος ἄνθρωπος χρησιµοποιεῖ τό στυλό του ὡς «πράγµα», δηλαδή, ὄχι ὡς ἕνα ἁπλό χρηστικό ἀντικείµενο, ἀλλά ὡς τήν «ὑλική» προέκταση ἑνός ἀγαπηµένου προσώπου). Μέ βάση, λοιπόν, αὐτή τή νεότερη διάκρι­ ση καταλήγουµε στό συµπέρασµα ὅτι: ἡ πραγµατική αἰτία τῶν οἰκολογικῶν καί πε­ ριβαλλοντικῶν προβληµάτων βρίσκεται στό τρόπο µέ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βιώνει τή σχέση του µέ τό φυσικό κόσµο. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος  ἀγνοεῖ ὅτι 1ον  δέν  εἶναι «κύριος», ἀλλά  «οἰκονόµος» τοῦ κόσµου, καί 2ον  ὅτι ἡ «ἐξουσία» του ἐπί  τοῦ κόσµου ἀποτελεῖ δωρεά τοῦ Θεοῦ καί, ταυτόχρονα, τήν ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του  πρός αὐτόν, ἀντιµετωπίζει τόν κόσµο ὡς «χρῆµα» καί ὄχι  ὡς «πράγµα», µέ τραγικό ἀποτέλεσµα τήν καταστροφή του. Ἄν, ὅµως, ὁ ἄνθρωπος ἀναγνώριζε τήν «κυριότητα» τοῦ Θεοῦ ἐπί  τοῦ κόσµου καί συνδεόταν µέ Αὐτόν µέ σχέσεις ἀγάπης, τότε, αὐτόµατα, θά ἄλλαζε καί ὁ τρόπος χρήσης τοῦ κόσµου ἀπό τόν ἄνθρωπο καί αὐτή ἡ ἀλλαγή θά εἶχε ὡς συνέπεια τήν εἰρηνική ἐπίλυση τῶν σύγχρονων περιβαλλοντικῶν καί οἰκολογικῶν προβληµάτων.
Στό ἴδιο ἔργο ἡ θεολογική αὐτή προσέγγιση συνδυάζεται µέ µία νεότερη, ἀλλά ἀπόλυτα συµβατή µέ τήν πατερική διδασκαλία, θεώρηση τοῦ ὅρου: «ἄσκηση». Σύµφωνα µέ αὐτή, ἡ βαθύτερη ἔννοια τῆς χριστιανικῆς «ἄσκησης» (ἀσκητικότητα, ἀσκητικό ἦθος) ἀναφέρεται στόν ὀρθό τρόπο χρήσης τοῦ φυσικοῦ κόσµου ἀπό τόν ἄνθρωπο. Εἰδικότερα, ἡ χριστιανική διδασκαλία θέτει ὡς ἀσφαλές «ὅριο» τῆς καλῆς «οἰκονοµίας» τοῦ φυσικοῦ κόσµου ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἀνάγκη του γιά ἐπιβίωση. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, µπορεῖ νά χρησιµοποιεῖ τό φυσικό κόσµο, µόνο µέχρι ἐκεῖνο τό «ὅριο» πού εἶναι πραγµατικά ἀναγκαῖο γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς ἐπιβίωσης τοῦ βιολογικοῦ ὑποστρώµατος τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὅταν, ὅµως, ὁ ἄνθρωπος, συνει­ δητά ἤ ἀσυνείδητα, ὑπερβαίνει αὐτό τό «ὅριο» (ὅταν, δηλαδή, τρώει, πίνει, ξοδεύει, σπαταλᾶ τόν ἐνεργειακό πλοῦτο τῆς γῆς, καί, γενικά, «καταναλώνει» περισσότερα ἀπό ὅσα πραγµατικά χρειάζεται γιά νά ἐπιβιώσει), καθίσταται «κακός οἰκονόµος» τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Ἡ ἐπιστροφή µας σέ αὐτό τό «ἀσκητικό» ἦθος καί ὁ σεβασµός τοῦ βασικοῦ «ὁρίου», πού αὐτό θέτει ὡς πρός τή χρήση τοῦ κόσµου, ἀποτελεῖ, δυ­ στυχῶς, γιά τήν ἐποχή µας, ὄχι ἁπλῶς µία «ἠθική πρόταση», γιά τήν ὀρθότητα τῆς ὁποίας µποροῦν οἱ τυχόν ἐνδιαφερόµενοι νά συµφωνοῦν ἤ νά διαφωνοῦν, ἀλλά, κυριολεκτικά, θέµα ζωῆς καί θανάτου.

Θά µπορούσαµε, τέλος, νά προσθέσουµε στά ἀνωτέρω τήν ἑξῆς σηµαντική παρα­ τήρηση: στό Γέν. 1,31 ἀναγράφεται: «… καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα ὅσα ἐποίησεν, καί ἰδού καλά λίαν, καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωί, ἡµέρα ἕκτη…». (Παράφραση:«…καί ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε ὁ Θεός τό ἔργο τῆς δηµιουργίας Του, εἶδε γιά δεύτερη φο­ ρά τά δηµιουργήµατά Του, καί, ἀφοῦ τά ἔλεγξε γιά δεύτερη φορά, δέν βρῆκε σέ αὐ τά κανένα λάθος ἤ κάτι πού ἐπιδεχόταν βελτίωση, ἀλλά διαπίστωσε ὅτι ὅλα ἔγιναν τέλεια…»). Μέ αὐτή τή φράση ἡ Ἁγία Γραφή ἐπιβεβαιώνει τήν τελειότητα τῆς δηµιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ φράση, ὅµως, αὐτή ἀποκτᾶ ἐξαιρετική σηµασία στίς µέρες µας. Παρουσιάζοντας, δηλαδή, ἡ Ἁγία Γραφή τό Θεό νά ἐλέγχει γιά δεύτερη φορά τό δηµιουργικό Του ἔργο πρίν ἀπό τή ὁριστική του ὁλοκλήρωση, ὅπως, ἀκριβῶς, ὁ µαθητής ρίχνει µία τελευταία µατιά στό γραπτό του πρίν τό παραδώσει στόν καθηγητή, θέλει νά µᾶς διδάξει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καί νά ψάξει µέσα σέ αὐτό, δέν µπο­ ρεῖ νά βρεῖ κανένα «λάθος» ἤ «ἀτέλεια», γιατί µία τέτοια «ἀνακάλυψη» προϋποθέ­ τει τό ἐνδεχόµενο, νά ἀποδειχθεῖ σοφότερος ἀπό τό Θεό (πράγµα ἄτοπο). Συνεπῶς, γιά τή χριστιανική κοσµολογία οἱ  γενετικές παρεµβάσεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης (γενετική) στά δηµιουργήµατα τοῦ Θεοῦ (µεταλλαγµένα ζῶα καί τρό­ φιµα) εἶναι ἠθικά ἀπαράδεκτες καί καταδικάζονται ὡς τό  ὕψιστο σηµεῖο «ὕ­ βρεως» στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀφοῦ πίσω ἀπό αὐτές κρύβεται ἡ ἀµφισβήτη­ ση τῆς τελειότητας τοῦ δηµιουργικοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ καί ἡ πίστη ὅτι  ὁ κτιστός ἄνθρωπος µπορεῖ νά βρεῖ  καί νά διορθώσει τίς, τυχόν, «ἀτέλειες» τῆς δηµιουρ­ γίας ἤ νά βελτιώσει τίς,  τυχόν,  «ἀδυναµίες» της, ἐπεµβαίνοντας,  κυρίως,  στό γονιδίωµα τῶν ζώων καί τῶν φυτῶν.

4. Οἱ  συνέπειες τῆς «πτ ώσης» στίς σχέσεις Θεοῦ­ἀνθρώπου καί ἄνδρα­γυναίκας περιγράφονται περιληπτικά στή διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Γέν. 3,16­19). Οἱ Πατέρες ἀναπτύσσουν ἐκτενῶς τή σχετική διδασκαλία τῆς Γραφῆς ὡς ἑξῆς:

Α) ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΥ­ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Ἡ βασική συνέπεια τῆς «πτώσης» τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας του µέ τό Θεό, τήν ὁποία οἱ Πατέρες ὀνοµάζουν «πνευµατικό θάνατο». Ἀναλυτικότερα, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι «ἐκ φύσεως» ἀθάνα­ τος καί εὐτυχισµένος. Δηµιουργήθηκε, ὅµως, ἀπό τό Θεό ἀθάνατος καί εὐτυχισµέ­ νος, γιατί τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ ἐξασφάλιζε τή δυνατότητα µετοχῆς στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ (2η ἑρµηνεία), χάρη στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσοικειωνόταν τήν ἀθανα­ σία καί τήν εὐτυχία τοῦ Θεοῦ καί µέ αὐτό τόν τρόπο γινόταν «ὅµοιος» µέ Αὐτόν, ἔ­ φτανε, δηλαδή, στό «καθ’ ὁµοίωσιν». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος λάµβανε ὡς «δωρεά» ἀπό τό Θεό τήν ἀθανασία καί τήν εὐτυχία. Μέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Θεό διακόπηκε καί ἔτσι µπῆκε µέσα στή ζωή µας, ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς διακοπῆς, ὁ «πνευµατικός θάνατος». Γιά νά ἐπανέλθουµε στίς ἤδη γνω­ στές παραστατικές εἰκόνες, θά µπορούσαµε νά ποῦµε: α) ὅτι µέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ «καθρέφτης» (ἔσοπτρον) τοῦ «κατ’ εἰκόνα» µουντζουρώθηκε καί ἐξ αἰτί­ας αὐτοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἠµαυθρώθη», δηλαδή, «σκοτεινίασε» καί ἀδυνατεῖ, πλέον, νά ἀντανακλᾶ τό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, καί β) ὅτι µέ τό προπατορικό ἁµάρτηµα οἱ «νοεροί ὀφθαλµοί» τῆς ἀνθρώπινης φύσης τυφλώθηκαν καί γιά τό λόγο αὐτό ὁ ἄνθρωπος µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα βλέπει µόνο µέ τά µάτια τοῦ σώµατος τό φυσικό κόσµο, ἐνῶ ἀδυνατεῖ νά δεῖ µέ τά πνευµατικά µάτια τῆς ψυ­ χῆς τοῦ τό Θεό. Ἡ ἀδυναµία τοῦ ἀνθ ρώπου νά µετέχει στό «Θεῖον Εἶναι», στήν ὕπαρξη, δηλαδή, τοῦ Θεοῦ, ὀνοµάζεται, ὅπως ἤδη εἴπαµε, «πνευµατικός θάνα­τος» καί, στήν πραγµατικότητα, ἡ ἀδυναµία αὐτή ἀποτελεῖ τή µοναδική συνέ­ πεια τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος, ἀφοῦ ὅλες οἱ  ἄλλες συνέπειες, κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, πηγάζουν ἀπό αὐτή τή συνέπεια καί ἀποτελοῦν, τρόπον τινά, ἁπλές ἀντανακλάσεις αὐτῆς τῆς µίας καί µοναδικῆς συνέπειας.
Ἐπειδή, λοιπόν, µπῆκε στή ζωή µας ὁ «πνευµατικός θάνατος», ἀκολούθησαν, ὡς ὑπαρξιακές ἐκδηλώσεις τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου», καί ὅλες οἱ ἄλλες µορφές τοῦ
«κακοῦ». Μέ τό θεολογικό ὅρο «κακό» ἐννοοῦµε ὁτιδήποτε µᾶς προξενεῖ πόνο στήν ψυχή καί τό σῶµα καί κάνει τή ζωή µᾶς δυστυχισµένη. Ὅλοι ἔχουµε ἐµπειρία τῆς παρουσίας τοῦ «κακοῦ» στή ζωή µας. Θά συναντήσουµε τό «κακό»: α) µέσα στόν ἑ­ αυτό µας (π.χ. ἀσθένεια ψυχική καί σωµατική, γηρατειά, σωµατικός θάνατος, πάθη  καί ἀδυναµίες κτλ.), β) µέσα στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες (π.χ. πόλεµος, κοινωνική ἀδικία, ἐκµετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἄνθρωπο κτλ). Ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ» µέσα στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες ὀνοµάζεται, συνήθως, «κοινωνικό κακό» καί γ) µέσα στό φυσικό περιβάλλον (π.χ. σεισµοί, πυρκαγιές, πληµµύρες καί, γενικά, οἱ λεγόµενες φυσικές καταστροφές). Ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ» στό φυσικό περιβάλ­ λον ὀνοµάζεται, συνήθως, «φυσικό κακό». Ὅσον ἀφορᾶ τήν προέλευσή του, τό «κα­ κό» δέν εἶναι δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει, δηλαδή, πραγµατική ὕπαρξη, εἶναι «µή ὄν», καί ὁ Θεός δέν εὐθύνεται γιά αὐτό. Τό «κακό» ὑπάρχει µόνο ὡς ἡ διακοπή τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Θεό, δηλαδή, ὡς ἡ ἀπουσία τοῦ «καλοῦ». Τό «κακό» εἶναι, γιά τήν ἀκρίβεια, αὐτό πού ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι βιώνουµε ὡς ἀπουσία τοῦ «κα­ λοῦ», ὡς διακοπή τῆς κοινωνίας µας µέ τό Θεό. Ἡ διακοπή τῆς σχέσης προέρχεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, πού ὡς «αὐτεξούσιος» θέλησε νά γίνει «θεός» χωρίς τό Θεό. Συ­ νεπῶς, τό «κακό» ὑπάρχει στή ζωή µας ὄχι ὡς δηµιούργηµα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὡς ἡ συνέπεια τῆς διακοπῆς τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου µέ  τό  Θεό,  ὡς ὁ «πικρός καρπός» τῆς κακῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας µας.

Θά µπορούσαµε, συνεπῶς, νά ἀπαριθµήσουµε περιληπτικά τίς εὐρύτερες συνέπειες τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου» (εἴσοδος τοῦ «κακοῦ» στή ζωή µας) ὡς ἑξῆς:

α) Μπῆκε στή ζωή µας ἡ «ἄγνοια» τοῦ Θεοῦ καί ἐξ αἰτίας τῆς γεννήθηκε ἡ εἰδωλολατρία καί οἱ διάφορες θρησκεῖες. Ἐπειδή µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνθρωπος δέν µπορεῖ νά «ἀντανακλάσει» τό Ἄκτιστος Φῶς τῆς θεότητας ἤ νά «δεῖ» µέ τούς «νοερούς ὀφθαλµούς» του τό Θεό, ἄρχισε νά «συνθέτει» τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ µέ τή δύναµη τῆς φαντασίας του ἤ µέ τή διανοητική δύναµη τοῦ µυαλοῦ του. Αὐτή ἡ προσπάθεια ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο στή δηµιουργία τῶν πρωτόγονων εἰδωλο­
λατρικῶν θρησκειῶν καί, ἀργότερα, ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τοῦ κόσµου.

β) Μπῆκε στή ζωή µας τό  λεγόµενο «κοινωνικό κακό», ἡ σύγκρουση, δηλα­ δή,  τοῦ ἀνθρώπου µέ τό  συνάνθρωπό του. Μετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων δέν κυριαρχεῖ πλέον ἡ ἀγάπη, ἀλλά ὁ ἐγωισµός καί τό ἀτο­µικιστικό συµφέρον, πού ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ συγκρούσεις καί ἐπιφέρουν ὅλες τίς µορφές τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ» (πόλεµος, ἀδικία, ἐκµετάλλευση). Σηµειωτέον, τέλος, ὅτι ὅλες οἱ µορφές τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ» ὀφείλονται στόν «κατακερ­µατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης (βλ. κατωτέρω)

γ)  Μπῆκε στή ζωή µας τό  λεγόµενο «φυσικό κακό», ἡ σύγκρουση, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου µέ  τίς δυνάµεις τῆς φύσης. Μετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα τά ζῶα καί οἱ δυνάµεις τῆς φύσης γίνονται ἐπιθετικές πρός τόν ἄνθρωπο. Δέν τόν ἀ­ ναγνωρίζουν, πλέον, ὡς «κύριό» τους, δέν ὑποτάσσονται σέ αὐτόν, ὅπως συνέβαινε πρίν ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα, καί ἀπειλοῦν τή ζωή καί τήν ὕπαρξή του.

δ) Μπῆκε στή ζωή µας ὁ κόπος καί ὁ µόχθος τῆς ἐργασίας. Πρίν ἀπό τό πρoπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνθρωπος «ἐργαζόταν», ἀλλά χωρίς κόπο καί µόχθο. Αὐτά µπῆκαν στή ζωή µας ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος.

ε) Μπῆκε στή ζωή µας ὁ σωµατικός θάνατος, τά γηρατειά, οἱ ψυχικές καί σωµατικές ἀσθένειες, ὁ  ψυχικός καί σωµατικός πόνος.  Ἡ παρουσία τοῦ «κακοῦ» µέσα µας εἶναι αὐτή πού, κυρίως καί κατ΄ ἐξοχήν, µετά ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα καθιστά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου γεµάτη ἀπό πόνο καί δυστυχία.

Β) ΣΧΕΣΗ ΑΝΔΡΑ­ΓΥΝΑΙΚΑΣ. Ἡ σχέση ἄνδρα­γυναίκας µετά ἀπό τό προπατο­ ρικό ἁµάρτηµα περιγράφεται στό Γέν. 3,16 («…Καί τῇ γυναικί εἶπεν…καί πρός τόν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου καί αὐτός σου κυριεύσει…». Παράφραση: «…Καί στή γυναίκα εἶπε ὁ Θεός…καί ἐσύ θά ζεῖς ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς ὑποταγµένη στόν ἄν­ δρα σου καί αὐτός θά σέ ἐξουσιάζει….»). Μέ τή φράση αὐτή περιγράφεται συνοπτι­ κά µέσα στή διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἡ εἴσοδος τοῦ λεγόµενου «κοινωνικοῦ κα­ κοῦ» στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ σχέση ἄνδρα­γυναίκας ἀποτελεῖ
µία περιληπτική ἀναφορά στήν εἴσοδό του «κοινωνικοῦ κακοῦ» στή ζωή µας, πρέπει νά ἐντάξουµε τή µελέτη τοῦ ὅλου ζητήµατος µέσα στά εὐρύτερο πλαίσιο τῆς ἑρµηνείας τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ».

Ἡ σχετική διδασκαλία τῶν Πατέρων στηρίζεται στήν 3η ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκό­ να» καί, σέ γενικές γραµµές, ἔχει ὡς ἑξῆς: Εἴδαµε ἤδη ὅτι, µέ βάση αὐτή τήν ἑρµη­ νεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», ἡ ἀνθρώπινη φύση «εἰκονίζει» τή Θεία Φύση, γιατί «ἀντι­ γράφει» τή δοµή τῆς ὕπαρξής Της: Τρισυπόστατη καί Ὁµοούσια ἡ Θεία Φύση ­ µυρι­ υπόστατη καί ὁµοούσια ἡ ἀνθρώπινη φύση. Μέ βάση, λοιπόν, αὐτή τήν ἑρµηνευτι­ κή προσέγγιση, ὁ ἄνθρωπος θά ἔφτανε στό «καθ΄ ὁµοίωσιν», ὅταν ὅλα τά ἀνθρώπι­ να πρόσωπα θά ἑνώνονταν µεταξύ τους µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, ὅπως ἀκριβῶς συµβαίνει καί µέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὥστε νά ἀποκτή­ σουν ἑνότητα τοῦ θελήµατός τους. Πιό ἁπλά, τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τό νά συνδεθοῦν ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυ­ της ἀγάπης, ὥστε νά εἶναι ἀδύνατον νά διαφωνήσουν µεταξύ τους, νά ἔχουν, δηλα­ δή, ἕνα θέληµα, ὅπως συµβαίνει µέ τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Μέ τό  προπατορικό ἁµάρτηµα, ὅµως, ἡ ἀνθρώπινη φύση «κατακερµατίστηκε» («κοµµατιάστηκε»). Αὐτό σηµαίνει, ὅτι µετά τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνθρω­ πος ὑπάρχει, πλέον, ὡς «ἄτοµο» καί ὄχι ὡς «πρόσωπο». Βιώνει, δηλαδή, ἀτοµικά τήν εὐτυχία ἤ τή δυστυχία του, ἐνῶ ἡ εὐτυχία ἤ ἡ δυστυχία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τόν ἀφήνει ὑπαρξιακά ἀδιάφορο. Θά µπορούσαµε, ἴσως, νά κατανοήσουµε καλύτε­ ρα τή σχετική διδασκαλία τῶν Πατέρων µέσα ἀπό ἕνα παραστατικό παράδειγµα: Κάποιος ἄνθρωπος πληροφορεῖται ὅτι ἔγινε ἕνα θανατηφόρο τροχαῖο ἀτύχηµα. Δύ­ ο ἄνθρωποι πέθαναν, ἐνῶ ἐπέστρεφαν στό σπίτι τους µετά ἀπό τήν ἐργασία τους. Ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν ὁ πατέρας του καί ὁ ἄλλος ἕνας ἄγνωστος συνάδελφός του. Ὁ ἄνθρωπος πού πληροφορεῖται τό γεγονός ἀντιδρᾶ τελείως διαφορετικά στήν εἴδηση τοῦ θανάτου τῶν δύο αὐτῶν ἀνθρώπων. Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του τόν γεµίζει µέ ἀνείπωτη ὀδύνη καί θλίψη, ἐνῶ ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ ἄγνω­ στου συναδέλφου τοῦ πατέρα του ἐξαντλεῖ στήν καλύτερη περίπτωση τή λύπη του στά ὅρια µιᾶς τυπικῆς συµπάθειας. Στήν πρώτη περίπτωση ὁ ἄνθρωπος αὐτός λει­ τουργεῖ ὡς «πρόσωπο». Συµµετέχει, δηλαδή, ὑπαρξιακά στό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του καί βιώνει τήν ὀδύνη του σάν προσωπική του ὀδύνη. Στήν δεύτερη, ὄµως, περίπτωση λειτουργεῖ ὡς «ἄτοµο». Δέν συµµετέχει, δηλαδή, ὑπαρξιακά στό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ συναδέλφου τοῦ πατέρα του καί δέν βιώνει τήν ὀδύνη του σάν προσωπική του ὀδύνη. Σύµφωνα, λοιπόν, µ έ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος αὐτός θά ἔπρεπε νά βιώσει τό θάνατο καί τῶν δύο ἐκείνων ἀνθρώ­πων ὡς «πρόσωπο». Νά νοιώθει, δηλαδή, γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, γιά ὅλο τόν Ἀδάµ, τήν ὀδύνη καί τή θλίψη, πού ἐνοίωσε γιά τό θάνατο τοῦ πατέρα του.

Τό  γεγονός ὅτι δέν  συµβαίνει ἔτσι, ὀφείλεται στόν «κατακερµατισµό»  τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στήν ἀδυναµίας µας, δηλαδή, νά ὑπάρξουµε ὡς «πρόσωπα» µετά ἀπό τήν «πτώση»µας.

Ἄν θέλαµε νά ἐµβαθύνουµε, θά µπορούσαµε νά προσθέσουµε καί τά ἑξῆς σηµαντικά: Μετά τήν «πτώση», ἀκόµη καί στίς περιπτώσεις πού ὁ ἄνθρωπος φαίνεται νά ὑπάρχει ὡς «πρόσωπο» (ὅπως συνέβη στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, πού πληρο­ φορήθηκε τό θάνατο τοῦ πατέρα του), αὐτό πού πραγµατικά ἀγαπᾶµε δέν εἶναι τό ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλά ἡ σχέση πού τό συνδέει µαζί µας καί, σέ τελική ἀ­ νάλυση, µέσα ἀπό αὐτή τή σχέση ἀγαπᾶµε καί πάλι µόνο τόν ἑαυτό µας. Συνεπῶς, ἀκόµη καί σέ αὐτή τήν περίπτωση δέν βιώνουµε τήν ἀληθινή «προσωπική» ὕπαρξη, ἀλλά µόνο µία στρεβλή ἐκδοχή της, µία ἐγωιστική ἀγάπη, µία ἀγάπη ἐγκλωβισµέ­ νη µέσα στά στενά ὅρια τῆς «ἀτοµικῆς» ὕπαρξης. Γιά παράδειγµα, ἡ µητέρα δέν ἀ­ γαπάει τό πρόσωπο τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλά τή σχέση πού τή συνδέει µαζί του. Δέν ἀ­ γαπάει, δηλαδή, τό παιδί της γιατί εἶναι αὐτό πού εἶναι, ἀλλά γιατί εἶναι τό «δικό» της παιδί. Κατά ἀντίστροφη ἔννοια, τά ἄλλα παιδιά δέν µπορεῖ νά τά ἀγαπήσει µέ τόν ἴδιο τρόπο, ὄχι γιατί ὡς πρόσωπα δέν ἀξίζουν αὐτή τήν ἀγάπη, ἀλλά µόνο καί
µόνο γιατί δέν εἶναι «δικά» της παιδιά.

Κατά τούς Πατέρες, τό ἀσφαλές γνώρισµα τῆς τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγάπης, πού ὁ ἄνθρωπος δέν µπορεῖ νά τήν ἀποκτήσει µέ τίς δικές του δυνάµεις, ἀλλά δίνεται ἀπό τό  Θεό  ὡς «δωρεά» στούς «ἀξίους» διά τῆς «θεώσεως», δηλαδή, ὡς ἡ προσοικείωση τῆς φυσικῆς ἰδιότητας τῆς ἀγάπης εἶναι: 1ον ὅτι ἀγκαλιάζει ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα, ὅλο τόν Ἀδάµ, καί ὄχι µόνο αὐτά πού συνδέονται
µαζί µας µέ ὁποιαδήποτε προσωπική σχέση, καί 2ον  ὅτι  ἐπεκτείνεται ὁπωσδήποτε καί στούς «ἐχθρούς» (ἀγκαλιάζει,  δηλαδή, καί τά ἀνθρώπινα πρόσωπα πού µᾶς µισοῦν, µᾶς βλάπτουν, µᾶς θλίβουν, µᾶς ἀδικοῦν κτλ). Οἱ ἅγιοι σπλα­ χνίζονται ἀκόµη καί τούς δαίµονες καί προσεύχονται γιά τή σωτηρία τους, πα­ ρότι ξέρουν ὅτι,  τελικά, κανείς ἀπό αὐτούς δέν θά µετανοήσει καί δέν  θά σωθεῖ. Μέ βάση, λοιπόν, τά ἀνωτέρω µποροῦµε νά καταλήξουµε στό ἑξῆς συµπέρασµα:
Ἐνῶ πρίν τό προπατορικό ἁµάρτηµα ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα ὑπῆρχαν ὡς «πρόσωπα», συνδέονταν, δηλαδή, µέ σχέσεις ἀληθινῆς ἀγάπης, πού, ναί µέν δέν ἦταν ἐξ ἀρχῆς τέλειες καί ἀπόλυτες, ἀλλά θά γίνονταν –ἄν ἔκαναν σωστή χρήση τῆς ἐλευ­θερίας τους–  µέ κάποιο τρόπο τέλειες καί ἀπόλυτες, µετά ἀπό τό προπατορικό ἁµάρτηµα καί τόν «κατακερµατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ µία ἀπό τίς ἀντανακλάσεις τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου», ὑπάρχουν ὡς «ἄτοµα», µέ ἀ­ ποτέλεσµα νά κυριαρχοῦν στίς σχέσεις τούς ὁ ἐγωισµός καί τό ἀτοµικιστικό συµφέ­ ρον, πού, µέ τή σειρά τους, εὐθύνονται γιά ὅλες τίς «συγκρούσεις» µεταξύ τῶν ἀν­ θρώπων καί, κατά λογική συνέπεια, γιά ὅλες τίς µορφές τοῦ «κοινωνικοῦ κακοῦ».


5. Τό ζήτηµα τῆς ἑρµηνείας τῶν βιβλικῶν δεδοµένων πού σχετίζονται µέ τή δηµιουργία καί τήν «πτώση» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει, σέ πολύ µεγάλο βαθµό, ἤδη, παρουσιαστεῖ µέ περιληπτικό τρόπο στίς προηγούµενες ἑνότητες τῆς ἐργασίας µας. Αὐτή, ἐξάλλου, ἡ ἑρµηνεία εἶναι καί ὁ ἑνοποιός σύνδεσµος ὄλων τῶν ἐπιµέρους ἐρωτηµάτων της. Θά ὁλοκληρώσουµε , λοιπόν, τό  ἔργο µας κάνοντας µία τρόπον τινά ἀνακεφαλαίωση τῶν ὅσων εἴδαµε µέχρι τώρα.

Ἡ ἑρµηνεία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας στηρίζεται, κατά βάση, στό Γέν. 1,26 καί στίς τρεῖς βασικές ἑρµηνεῖες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἔννοια τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καί τοῦ «κάθ΄ ὁµοίωσιν» (βλπ. ἀνωτέρω, σελ. 2­5). Σύµφωνα µέ αὐτές:

α) Ὁ ἄνθρωπος «εἰκονίζει» τό Θεό, γιατί ἔλαβε ἀπό Αὐτόν κατά τή δηµιουργία του µοναδικά χαρίσµατα πού «ἀντιγράφουν» τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Εἴδαµε, ὅτι ἀνάµεσα σέ ὅλα αὐτά τά χαρίσµατα δεσπόζουν, ὡς πρός τήν ἀξία, τό λογικό καί ἡ ἐλευθε­ ρία (ἠθική ἐλευθερία), ἐνῶ στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου µέ τό φυσικό κόσµο γίνεται εἰ­ δική ἀναφορά καί σέ ἕνα τρίτο χάρισµα, τό «ἄρχειν» (ἤ κυριεύειν, ἤ ἐξουσιάζειν), δυνάµει τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος κατέστη «οἰκονόµος» τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ. Μέ βά­ ση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτά­ νει στό «καθ΄ ὁµοίωσιν» ὅταν χρησιµοποιεῖ ὅλα αὐτά τά χαρίσµατα ὡς «ἀγάπη», ἐ­ πιλέγοντας, δηλαδή, µέ τό «λογικό» καί πράττοντας µέ τήν «ἐλευθερία» τό «καλό», τό «ἀγαθό». Μέ τή σωστή χρήση τῶν δώρων τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ὁ ἄνθρωπος γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό, ὁ Ὁποῖος, κατά τή µαρτυρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, «…ἀγάπη ἐστι…» (Α΄ Ἰωάν. 4,16). Δέν πρέπει, ὅµως, νά ξεχνᾶµε ὅτι ἡ «ἀγάπη» τοῦ Θεοῦ δέν ἐκ­ φράζεται µέ «ἠθική ἐλευθερία», ὅπως στήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση, ὅπου ἔχουµε πρόταξη τῆς οὐσίας ἔναντι του προσώπου καί, κατ΄ ἐπέκταση, ἀνελεύθερη ὕπαρξη, ἀλλά µέ «ὀντολογική ἐλευθερία», ἡ ὁποία στηρίζεται στήν πρόταξη τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ­Πατρός ἔναντι της Θείας Φύσης, ἐκφράζεται µέ τόν αὐτοπροσδιορισµό τοῦ Ὄντος καί, κατ΄ ἐπέκταση, συνεπάγεται τήν ἀληθινή ἐλευθερία τῆς ὕπαρξης. Οἱ Πατέρες, µάλιστα, ὅταν χρησιµοποιοῦν αὐτό τό ἑρµηνευτικό σχῆµα, τονίζουν ὅτι κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο φτάνει στήν πραγµατοποίηση τοῦ «καθ’ ὁµοίωσιν» σέ διαφορετικό ποσοστό ἀπό τά ἄλλα, ἀνάλογα µέ τό κατά πόσο τό συγκεκριµένο ἀν­ θρώπινο πρόσωπο χρησιµοποίησε τά χαρίσµατα τοῦ «κατ΄ εἰκόνα» ὡς «ἀγάπη» ἤ ὄ­ χι. Μέ βάση αὐτή τήν παρατήρηση µποροῦµε νά κατανοήσουµε ὀρθότερα τά τελευ­ ταῖα λόγια του Χριστοῦ στή γνωστή σέ ὅλους µας παραβολή τοῦ σπορέως: «…ἄλλα δέ ἔπεσεν ἐπί τήν γῆν τήν καλήν καί ἐδίδου καρπόν, ὅ µέν ἑκατόν, ὅ δέ ἑξήκοντα, ὅ δέ τριάκοντα…» (Μτθ. 13,8).

β) Ὁ ἄνθρωπος «εἰκονίζει» τό Θεό, γιατί ἔλαβε κατά τή δηµιουργία του τή δυνατό­ τητα νά «µετέχει» σε Αὐτόν, δηλαδή, νά «ἑνώνεται» µαζί Του, νά «κοινωνεῖ» µέ Αὐτόν καί νά προσοικειώνεται τίς φυσικές Του ἰδιότητες. Οἱ Πατέρες χρησιµοποιοῦν ἔντονα παραστατικές εἰκόνες γιά νά µᾶς περιγράψουν τήν προσοικείωση τῶν φυσι­ κῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅπως, π.χ. τήν εἰκόνα τοῦ «καθρέφτη» πού ἀντανακλᾶ τό φῶς τοῦ ἥλιου, τήν εἰκόνα τῶν «νοερῶν ὀφθαλµῶν» πού µετέ­ χουν στό Ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητας, τήν εἰκόνα τοῦ πυρωµένου σίδερου πού προι­ κειώνεται τῆς φυσικές ἰδιότητες τῆς φωτιᾶς. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ΄ ὁµοίωσιν» ὅταν «µε­ τέχει» στήν ἄκτιστη καί αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἑνώνεται, δηλαδή, πραγµατικά µέ τό Θεό, φτάνει στή «θέωση», ἔχει «κοινωνία» µέ τό Θεό, καί, ἐξ΄ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἕνωσης, προσοικειώνεται τίς φυσικές Του ἰδιότητες («µεταµορφώνεται») καί γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό («θεός κατά χάριν», «θεός κατά µέθεξιν», «θεός χρηµατίζει τῇ πρός τόν Θεόν ἐγγύτητι», «φῶς χρηµατίζει δεύτερον»). Καί σέ αὐτή τήν περίπτωση, πάντως, τό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο φτάνει στό «κάθ΄ ὁµοίωσιν» σέ διαφορετικό ποσοστό ἀπό τά ἄλλα. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση µποροῦµε νά κατανοήσουµε ὀρθότερα τά λόγια του εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη: «…Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσµέν καί οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόµεθα. Οἴδαµεν δέ, ὅτι ἐάν φανερωθῆ, ὅ­µοιοι Αὐτῶ ἐσόµεθα, ὅτι ὀψόµεθα Αὐτόν καθώς ἐστι…» (Α΄ Ἰωάν. 3,2).

γ) Ὁ ἄνθρωπος «εἰκονίζει» τό Θεό, γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀντιγράφει τή δοµή τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει, δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ Ἁγία Τριάδα, ὡς κοι­ νωνία «ὁµοούσιων» προσώπων. Ἡ ἑρµηνεία αὐτή χρησιµοποιήθηκε στίς µέρες µας, κυρίως, ἀπό τόν γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ καί ἀναπτύχθηκε ἐκτενέστατα στά ἔργα του και κυρίως στά: «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης» καί «Ὀψόµεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι». Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνεία τοῦ «κατ’ εἰκόνα», µποροῦµε νά ποῦµε ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό «καθ΄ ὁµοίωσιν», ὅταν συνδέεται µέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς συνανθρώπους του (µέ ὅλο τόν Ἀδάµ) µέ σχέσεις τέλειας καί ἀπόλυτης ἀγά­ πης, ὑπερβαίνοντας, ἔτσι, τόν «κατακερµατισµό» τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τό «ἀ­ τοµικόν εἶναι», πού αὐτός, ὡς συνέπεια τοῦ «πνευµατικοῦ θανάτου» καί τῆς ἀποκο­ πῆς µας ἀπό τό Θεό, µᾶς ἐπέβαλλε, καί γίνεται «ὅµοιος» µέ τό Θεό, στήν αἰώνια ὕ­ παρξη τοῦ Ὁποίου ἡ τέλεια καί ἀπόλυτη ἀγάπη εἶναι αὐτή πού συνδέει τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Μέ βάση αὐτή τήν ἑρµηνευτική προσέγγιση, ὅπως ἤ­ δη ἀναφέραµε, µποροῦµε νά κατανοήσουµε ὀρθότερα τόσο τό νόηµα τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη: «… Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης της διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν…» (πρβλ. Λουκ. 10,27), ὅσο καί τό σχόλιο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀνεκτίµητη ἀξία τῆς συγκεκριµένης ἐντολῆς στήν Και­ νή Διαθήκη: «…ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόµος καί οἱ προφῆται κρέµανται…». (βλπ. Μτθ. 22,34­40). Ὁ γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, τέλος, τονίζει ἰδιαί­τερα ὅτι «τό ὑποστατικόν εἶναι», ἡ ἱκανότητα, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπάρχει ὡς «πρόσωπο», τοῦ δόθηκε ἀπό τό Θεό, µέσα στό εὐρύτερο πλαίσιο τοῦ «κατ’ εἰκόνα», «δυνάµει», ὡς ἀνενεργής, δηλαδή, δυνατότητα, ἐνῶ ὁ πραγµατικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι, µέσα ἀπό τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου µέ τό Χριστό­Θεό («θέωση»), αὐτή ἡ δυνατότητα νά «ἐνεργοποιηθεῖ», νά γίνει, δηλαδή, πραγµατικότητα, ὥ­ στε νά ὑπάρξει «ἐνεργείᾳ», πράγµα πού γίνεται στή ζωή τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι προ­ σεύχονται µέ ἀπερίγραπτη ὀδύνη γιά τή σωτηρία ὅλου τό ἀνθρώπινου γένους.

ΤΕΛΟΣ  ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ

Μπερκουτάκης Μιχαήλ Θεολόγος – ἐκπαιδευτικός Πύργος Ἠλείας, 26/12/2011

Υ.Γ. Τό  ἀνωτέρω κείµενο ἀποτελεῖ µία µικρή συµβολή στόν ἀγώνα γιά τή βαθύτερη κατανόηση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καί ἀποσκοπεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς πνευµατικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ λαοῦ µας. Οἱ θεολογικές του θέσεις ἀπηχοῦν µόνο τίς προσωπικές ἀπόψεις τοῦ συντάκτη του καί δέν ἔχουν λάβει καµία ἐπίσηµη ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση. Παρακαλοῦνται οἱ φίλοι ἀναγνῶστες νά δεχθοῦν µέσα ἀπό αὐτό, ὡς «φιλάδελφον προσφοράν», ὅ,τι ἀποτελεῖ γνήσια ἔκφραση τῆς Θεολογίας τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, καί τῶν Ἁγίων, καί νά δικαιολογήσουν τά τυχόν λάθη καί τίς ἐλλείψεις του.


Επιτρεπεται η ηλεκτρονικη και εντυπη αναπαραγωγη του κειμενου, με την  προϋποθεση οτι: α) θα διατιθεται στους ενδιαφερομενους δωρεαν και β) θα αναγραφεται ως πηγη προελευσης του η ιστοσελιδα
«ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ» (http://www.egolpion.com/)

μεταφορά από...

ΚΗΡΥΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΑΠΟ ΑΝΘΙΜΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Γιατί ευλογούνται τα σταφύλια την Εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος;(6 Αυγούστου)


πηγή

Γ.Σκαλτσή.Καθηγητου Α.Π.Θ-Απόσπασμα
….Η ΕΥΛΟΓΙΑ τῶν σταφυλιῶν κατὰ τὴ Μεταμόρφωση κατανοεῖται μέσα ἀπὸ τὶς θεολογικές, ἀνθρωπολογικὲς καὶκοσμολογικὲς διαστάσεις τῆς ἑορτῆς αὐτῆς.
῾Ο Κύριος «ἡμέρας ἓξ» ἢ «ὡσεὶ ἡμέρας ὀκτώ», μετὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Πάθους Του,«εἰς ὄρος ὑψηλόν… μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν (Πέτρου, ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου), καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἢλιος,τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς».
Αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου,ἀλλὰ καὶ ὁ κυρίαρχος τῶν ἐσχάτων. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἄμπελος «ἐν οὐρανοῖς μὲν ἔχουσα τὴν ρίζαν, ἐπὶ γῆς δὲ τὰ κλήματα·ἄμπελος κλαδευομένη τὸ σῶμα, ἀλλ᾿ οὐ τὴν ρίζαν· ἄμπελος μετὰ τρίτην ἡμέραν τοῦ κλαδευθῆναι βλαστάνουσα τὸν βότρυντῆς ἀναστάσεως».
Εἶναι φυσικό, λοιπόν, μὲ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου νὰ φωτίζεται καὶ νὰδοξάζεται ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
῾Η κτίση φαιδρύνεται καὶ ἀποκτᾶ τὴ λαμπρότητα ποὺ εἶχε κατὰ τὸ χρόνοτῆς δημιουργίας.Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο καὶ ἡ κτίση, ἀνταποκρινόμενη δοξολογικὰ σ᾿ αὐτὴ τὴ δωρεὰ καὶ τὴν ἐλπίδα, ἀναφέρεται πρὸςτὸ Δημιουργό της καὶ τὸν εὐχαριστεῖ, ἀλλὰ καὶ ἡ ᾿Εκκλησία στὴν πιὸ κατάλληλη ἑορτή, τῆς Δημιουργίας καὶ τῶν ᾿Εσχάτωντῆς ἀνανέωσης καὶ τῆς ἐλπίδας, συνηθίζει νὰ εὐλογεῖ τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀπαρχές του, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι ἡ ἀνανέωση ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Θεό, περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴ φύση καὶ καταλήγει στὴσωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
῾Η εὐλογία τῶν σταφυλιῶν, τῶν ἀντιπροσωπευτικῶν αὐτῶν ἀπαρχῶν τοῦ κόσμου, εἶναι μία λειτουργικὴ πράξη ποὺ τονίζει–ἰδιαίτερα τὴ δοξολογικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ προσφορὰ τῆς ὕλης καὶ τῶν καρπῶν τῆς γῆς στὸ Δημιουργὸ Θεὸ καὶ κτίστη τῶν ἁπάντων. Πολὺ περισσότερο μάλιστα, ὅταν ὁ καρπὸς αὐτὸς τῆς ἀμπέλου μᾶς δίδει τὸ κρασί, ποὺ ὁ Χριστὸς εὐλόγησε στὴν Κανᾶ, γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου,ἀλλὰ καὶ μᾶς τὸ παρέδωσε στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ὡς τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο, ποὺ μαζὶ μὲ τὸ ψωμί, τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ἀφθαρτοποιοῦνται χαρισματικά, μεταποιούμενα σὲ Κυριακὸ «σῶμα καὶ αἷμα», θεία Εὐχαριστία.
᾿Εκτὸς τούτων, ἡ εὐλογία τῶν σταφυλιῶν τονίζει καὶ τὴν ἀνάγκη συνεχοῦς πνευματικῆς καρποφορίας καὶ μεταμορφωτικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, καθόσον «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέ-ψαντες, καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται»
Περιοδ. «᾿Εφημέριος», Σεπτέμβριος 2000, σελ. 11-14.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...