Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 14, 2014

ΗΚΟΥΣΑΝ ΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ Ερμηνεία της Β΄Στάσεως των Χαιρετισμών


'Ηκουσαν οι ποιμένες των Αγγέλων υμνούντων, την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν. Και δραμόντες ως προς ποιμένα, θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα, ην υμνούντες είπον.

'Οταν οι ποιμένες άκουσαν τούς αγγέλους να υμνούν την παρουσία του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπου ως ανθρώπου έτρεξαν στο σπήλαιο να τον δουν. Περίμεναν να δουν ποιμένα και απεναντίας τον είδαν σαν άμωμο αρνί που είχε βοσκήσει και θραφεί μέσα στην κοιλιά της Μαρίας. Και τότε έκθαμποι της είπαν

Χαίρε, Αμνού και Ποιμένος μήτηρ. Χαίρε, αυλή λογικών προβάτων.

Η Παναγία είναι μητέρα του ποιμένος όλων των ανθρώπων και του αμνού του θεού. Είναι ακόμα η μάνδρα των λογικών προβάτων, εκείνη δηλαδή που κλείνει στην αγκαλιά της όλους τους πιστούς.

Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον. Χαίρε, παραδείσου θυρών ανοικτήριον.

Ασπίδα μας εναντίον των αοράτων εχθρών και εναντίων των δαιμόνων είσαι Παναγία μας. Και κλειδί που μας άνοιξες πάλι τις πόρτες του παραδείσου.

Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γη. Χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς.

Χάρη σε σένα ευφραίνονται μαζί ουρανός και γη, κι όλα τα κτίσματα ενωμένα δοξάζουν τον Κύριο.

Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα. Χαίρε, των Αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος.

Οι απόστολοι σε είχαν για ασίγητο στόμα τους, και από σένα έπαιρναν το υπερφυσικό τους θάρρος και δύναμη οι μάρτυρες

Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα. Χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα.

Χαίρε στήριγμα ασάλευτο της πίστεως. Χαίρε λαμπρό αποτέλεσμα της Θείας χάριτος.

Χαίρε, δι' ης εγυμνώθη ο άδης. Χαίρε, δι' ης ενεδύθημεν δόξαν.

Εξ'αιτίας σου γυμνώθηκε από την δύναμή του ο θάνατος κι εμείς φορέσαμε τη δόξα.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. 


Θεοδρόμον αστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη. Και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, δι' αυτού ηρεύνων κραταιόν άνακτα. Και φθάσαντες τον άφθαστον, εχάρησαν αυτώ βοώντες. Αλληλούια.

Οι μάγοι είδαν τον αστέρα, που είχε ανάψει ο Θεός στον ουρανό και τον ακολούθησαν. Το άστρο αυτό ήταν σαν λυχνάρι, που κρατώντας το στα χέρια, έψαχναν στο φως του για τον βασιλέα του παντός. Έφθασαν έτσι μπροστά στον άφθαστο εις δόξαν και χάρηκαν και του φώναξαν Αλληλουία.

'Ιδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους. Και δεσπότην νοούντες αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι, και βοήσαι τη ευλογημένη.

Οι μάγοι, που είχαν έλθει από τη μακρινή Χαλδαία, είδαν στα χέρια της Παρθένου αυτόν που τα χέρια Του έπλασαν τους ανθρώπους. Τον είδαν Κύριο του παντός, παρ' όλο ότι είχε πάρει μορφή δούλου, μορφή ανθρώπινη, κι έσπευσαν να του προσφέρουν τα δώρα τους σαν σε Βασιλέα και να φωνάξουν στην ευλογημένη μητέρα Του τα εξής.

Χαίρε, αστέρος αδύτου μήτηρ. Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας.

Χαίρε, συ που γέννησες τον αστέρα που δεν δύει ποτέ. Χαίρε, αυγή μιας καινούργιας ημέρας με φως μυστικό, θείο, πνευματικό.

Χαίρε, της απάτης την κάμινον σβέσασα. Χαίρε, της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα.

Έσβησες Κόρη του Θεού την κολασμένη φωτιά της αμαρτωλής γνώσεως, και φωτίζεις τους μύστες της Αγίας Τριάδος.

Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβάλουσα της αρχής. Χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.

Γκρέμισες ακόμα από τον θρόνο του τον τύραννο διάβολο, και μας φανέρωσες τον φιλάνθρωπο Κύριο.

Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας. Χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων.

Μας λυτρώνεις από τη θρησκεία των ειδώλων, μας σώζεις από τη λάσπη των κακών έργων. 

Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα. Χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα.

Έβαλες τέλος στην προσκύνηση του πυρός, που λάτρευαν οι αρχαίοι λαοί και μας απάλλαξες από την φλόγα των παθών.

Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης. Χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.

Είσαι οδηγός σωφροσύνης για τους πιστούς. Είσαι η ευφροσύνη όλων των γεννεών.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε. 


Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οι Μάγοι, υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα, εκτελέσαντές σου τον χρησμόν, και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν, αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη, μη ειδότα ψάλλειν Αλληλούια.

Έγιναν οι μάγοι κήρυκες θεοφόροι και γύρισαν στη Βαβυλώνα, αφού συμμορφώθηκαν με το πρόσταγμα του Αγγέλου να μην περάσουν από τα Ιεροσόλυμα όπου τους περίμενε ο Ηρώδης για να μάθει από το στόμα τους που είχε γεννηθεί, ο Χριστός. Γύρισαν στην πατρίδα τους και κήρυξαν σε όλους τον Χριστό, αφήνοντας στα παραμιλητά του τον Ηρώδη, που δεν ήξερε να ψάλλει Αλληλουία.

Λάμψας εν τη Αιγύπτω, φωτισμόν αληθείας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος. Τα γαρ είδωλα ταύτης Σωτήρ, μη ενέγκαντά σου την ισχύν πέπτωκεν, οι τούτων δε ρυσθέντες, εβόων προς την Θεοτόκον.

Όταν ο Ιωσήφ και η Παναγία πήραν τον Χριστό κι έφυγαν στην Αίγυπτο για να γλυτώσουν το Θείο Βρέφος από τη μανία του Ηρώδη, έλαμψε σ' εκείνη τη χώρα το φως της αληθείας. Και τα είδωλά της, μην αντέχοντας την παρουσία του Σωτήρος, γκρεμνίσθηκαν μόνα τους. Κι όσοι σώθηκαν απ' αυτά, φώναξαν στην Θεοτόκο:

Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων. Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων.

Χαίρε συ που είσαι η ανόρθωση και η σωτηρία των ανθρώπων. Χαίρε συ που είσαι το γκρέμισμα των δαιμόνων.

Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα. Χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα.

Πάτησες και συνέτριψες την πλάνη και την απάτη. Απέδειξες τη δολερότητα των ειδώλων.

Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν. Χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν.

Όπως η ερυθρά θάλασσα, κατά την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, σκέπασε με τα κύματά της τον Φαραώ, που τους κατεδίωκε, έτσι και συ κατεπόντισες σαν άλλη θάλασσα τον νοητό Φαραώ, δηλαδή τον διάβολο και τα στρατεύματά του. Κι όπως ο βράχος στην έρημο, που τον χτύπησε ο Μωυσής με το ραβδί του, ανάβρυσε νερό, έτσι κι εσύ σαν άλλους Ισραηλίτες ξεδιψάς όσους διψούν την αληθινή ζωή, μέσα στην πνευματική έρημο του κόσμου.

Χαίρε, πύρινε στύλε οδηγών τους εν σκότει. Χαίρε, σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.

Όπως η πύρινη στήλη οδηγούσε τη νύχτα τους Εβραίους στην έρημο, έτσι κι εσύ μας οδηγείς μέσα στα πνευματικά σκοτάδια. Κι όπως η φωτεινή νεφέλη τους σκέπαζε την ημέρα, έτσι κι εσύ σκεπάζεις τον κόσμο, πλατύτερη από νεφέλη.

Χαίρε, τροφή του μάννα διάδοχε. Χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε.

Είσαι η τροφή που διαδέχθηκε το μάννα και η διάκονος των αγίων απολαύσεων.

Χαίρε, η γη της επαγγελίας. Χαίρε, εξ ης ρέει μέλι και γάλα.

Όπως η γη της επαγγελίας ήταν το ωραίο τέρμα της πορείας του Ισραήλ έτσι είσαι και συ για μας η γη που μας υποσχέθηκε ο θεός από την οποία ρέει η χαρά και η ειρήνη.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεώνος, του παρόντος αιώνος, μεθίστασθαι του απατεώνος, επεδόθης ως βρέφος αυτώ, αλλ' εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος. Διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν κράζων Αλληλούια.

Όταν επρόκειτο ο βαθύγερος Συμεών να φύγει από αυτόν τον απατηλό κόσμο αξιώθηκε να δεχθεί στις αγκάλες του τον Θεό ως βρέφος.Και γεμάτος έκπληξη για την ανείπωτη σοφία του θεού αναφώνησε Αλληλούια 
πηγή


 


Β΄ Στάση Χαιρετισμών. Η αυγή και μυστική ημέρα +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

«Χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας» (Ἀκάθ. ὕμν. Ι 1β΄)
   Αὐγή! Ποιός, ἀγαπητοί μου, δὲν σηκώθηκε κάποιο ἀνοιξιάτικο πρωινὸ γιὰ ν᾽ ἀπολαύ­σῃ τὸ μαγικὸ θέαμα τῆς αὐγῆς; Τὰ ἄστρα ἐξαφα­νίζονται, ἡ νύχτα ὑποχωρεῖ. Ὁ ἥλιος ὁ βασιλιᾶς τῆς ἡμέρας ἑτοιμάζεται νὰ παρουσιασθῇ, ὁ ὁρίζοντας ῥοδίζει. Τὰ πουλιὰ ξυπνοῦν, τραγούδια ἀκούγονται στὰ δάση, τ᾽ ἀηδόνια ψάλλουν σὰν οἱ καλύτεροι ψάλτες τὸ πρωινό τους τραγούδι. «Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύ­ρι­ον»! (Ψαλμ. 150,6). Τὰ ἄνθη εὐωδιάζουν, ἡ ἀτμόσφαι­­ρα ἀρωματίζεται. Ἡ φύσι πανηγυρίζει· ὑποδέχεται τὴν αὐγή, τὴν «ῥοδοδάκτυλον ἠώ».

Αὐγή, χάραμα, χαρὰ Θεοῦ! Λαμπρὸ θέαμα γιὰ ποιητὰς καὶ ζωγράφους.
Ὡραία λοιπὸν εἶνε ἡ αὐγή; Ἀλλ᾿ ἀκόμη ὡ­ραιότερη, ἀπείρως ὡ­ραιότερη εἶνε μία ἄλλη «αὐγή»· εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος! Ἔτσι τὴν ὀνομάζει ὁ Ἀκάθιστος
ὕμνος (Ι 1β΄, ὁ ὁποῖος ἂς σημειωθῇ ὅτι ὠνομάστηκε Ἀκάθιστος, δι­ότι οἱ ὀρθόδοξοι τὸν εἶπαν κάποτε καὶ πρέπει πάντοτε νὰ παρακολουθοῦν τὴν κατανυκτικὴ αὐτὴ ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας ὄρθιοι).
«Αὐγὴ» ἡ Θεοτόκος! Γιατί αὐγή; Γιὰ νὰ μάθετε τὸ γιατί, ρωτῆστε τὴν Ἱστορία. Τί ἦταν ὁ κόσμος, πῶς ζοῦσε ἡ ἀνθρωπότης πρὸ Χριστοῦ; Σκοτάδι ἐκάλυπτε τὴ γῆ, σκοτάδι βαθύ, ἐκτεταμένο. Σκοτάδι τριπλό· θρησκευτικό, ἠ­θικό, κοινωνικό. Ἄγνοια τοῦ ἀληθινοῦ Θε­οῦ, λατρεία τῶν παθῶν, θεοποίησις τῆς κτίσεως, κοινωνικὴ διαφθορὰ ἀπερίγραπτη. Νύχτα βαθειά, ἀσέληνη! Ὁ κόσμος ἀγωνιοῦσε. Προσδοκοῦσε νὰ δῇ φῶς, φῶς δυνατό, ἄστρο φωτεινό, ἕναν ἥλιο ποὺ θὰ διέλυε τὰ σκοτάδια τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ τὸ φῶς αὐτό, κατὰ τὶς προφητεῖες ὅλων τῶν ἐθνῶν, τὸ περίμεναν νὰ προέλθῃ ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ πέμπτος αὐτὸς εὐαγγελιστὴς τῆς πίστεώς μας, 800 χρόνια πρὸ τῆς ἐμφανί­σεως τοῦ φωτὸς εἶπε τὴν περίφημη προφητεία του· «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις (καλέσουσι) τὸ ὄ­νομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευ­όμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἠσ. 7,14· 8,8 = Ματθ. 1,23).
Ὅλοι περίμεναν τὴν Παρθένο, τὴν κόρη τὴν ἁ­γνή, ἐκείνην ποὺ θὰ ἄξιζε νὰ κυοφορήσῃ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱός της, σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη προφητεία ποὺ δόθηκε στὸ ἀνθρώπινον γένος, θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ δρά­κοντος (βλ. Γέν. 3,15). Τί ὑψίστη τιμὴ γιὰ τὴν Παρθένο! Μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεως τῆς Παρ­θένου, χιλιάδες – ἑκατομμύρια κόρες εἶχον ἐμ­φανισθῆ στὸν πλανήτη. Ἀπὸ αὐτὲς ἄλλες μὲν φημίζονταν γιὰ τὰ κάλλη τους, ἄλλες γιὰ τὴ σο­φία τους, ἄλλες γιὰ τὴν εὐγενῆ καταγωγή τους· ἀλλὰ καμμία ἀπὸ αὐτὲς δὲν εἶχε τὰ ὑ­πέροχα ἐκεῖνα ψυχικὰ προσόντα ποὺ ἐπὶ αἰ­ῶνες ἀναζητοῦσε ἡ ἁγία Τριὰς γιὰ νὰ τὴν ἀ­να­­δείξῃ μητέρα, μοναδικὴ μητέρα τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία θὰ γεννοῦσε τὸ νέο Ἀδάμ, τὸν «Υἱ­ὸν (τοῦ) ἀνθρώ­που» (Δαν. 7,13· 10,16. Ματθ. 8,20· 9,6· 11,19. Λουκ. 9,58 κ.ἀ.) ἀλλὰ καὶ «Υἱὸν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16,16· 27,54. Λουκ. 1,35. Ἰω. 1,50 κ.ἀ.), τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦν. Τί μυστήριο! Ζαλίζεται ὁ νοῦς.
Ἐπὶ τέλους ἡ ἀναμενομένη Παρθένος γεννήθηκε. Τὸ ὄνομά της γλυκύτατο· Μαρία. Κόρη γεμάτη χάριτες, ποὺ ἡ κοιλία της θ᾽ ἀναδει­κνυόταν «πλατυτέρα οὐρανῶν» (θ. Λειτ. Μ. Βασ.).
Αὐτὴ θὰ ἐβάσταζε «τὸν βαστάζοντα πάντα» (Ἀκάθ. ὕμν. Α 4β΄). Μόλις γεννιέται ἡ μοναδικὴ αὐτὴ Κόρη, οἱ ἄγγελοι, ποὺ παρακολουθοῦσαν μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ στοργὴ τὴν ἐξέλιξι τῶν γεγονότων στὴ γῆ, ἀντιλαμβάνονται, ὅτι ἔφθασε ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀν­θρωπίνου γένους. Χαίρονται, πανηγυρίζουν τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων. Καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους χαίρονται καὶ οἱ ἄνθρωποι. Διότι ἡ μυροθήκη, ποὺ θὰ δεχόταν τὸ ἀνεκ­τίμητο Μύρο, τὸ ἀκένωτο Μύρο, βρέθηκε. Ὁ κῆπος, μέσα στὸν ὁποῖο θὰ φυτευόταν τὸ Δένδρο τῆς ζωῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἑτοιμάστηκε. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο στὴ Βηθλεὲμ οἱ ποιμένες καὶ μετὰ τοὺς ποιμένες οἱ μάγοι, οἱ υἱοὶ τῶν Χαλδαίων, εἶδαν «ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ· Χαῖρε, ἀστέρος ἀ­δύτου μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας». Ἡ Παρθένος, αὐτὴ εἶνε ἡ αὐγὴ τοῦ Χριστι­ανισμοῦ, τὸ γλυκοχάραμα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ποιά εἶνε ἡ «ἡμέρα»; Ἡ «ἡμέρα», γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ χαιρετισμὸς αὐτός, δὲν εἶ­νε μία ἀπὸ αὐτὲς ποὺ δημιουργεῖ τακτικὰ ἡ στροφὴ τῆς Γῆς γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο. Εἶνε μία ἄλλη ἡμέρα, ἁγία, πνευματική, πάμφωτη, τὴν ὁποία δημιουργεῖ ὄχι πλέον ἡ στροφὴ τοῦ πλα­νήτου ἀλλὰ ἡ στροφὴ τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Χριστό, τὸν πνευματικὸ ἥλιο τῆς ἀνθρωπότη­τος. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἄρχισε ἀπὸ τὴ στι­γμὴ ποὺ τὰ σμήνη τῶν ἀγγέλων ἔψαλαν τὸ «Δόξα ἐν ὑ­­ψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14) καὶ θὰ τελειώσῃ τὴ στι­γμὴ ποὺ ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀρχαγγέλου θὰ σαλπίσῃ γιὰ ν᾿ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Ὅλο αὐ­τὸ τὸ μακρὸ διάστημα αἰώνων καὶ χιλιετι­ῶν, ποὺ μεσολαβεῖ μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς δευ­τέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὀνομάζεται ἐ­δῶ στὸν χαιρετισμὸ «ἡμέρα»· ἡμέρα ἀφέσεως τῶν ἁ­μαρτι­ῶν, ἡμέρα εἰρηνοποιήσεως τῶν ἀν­θρώπων μὲ τὸ Θεό, ἡμέρα χάριτος, ἡμέρα σωτηρίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Μακάριοι ὅσοι ζήσουν κατὰ τὸ διάστημα αὐ­τὸ καὶ ἐκμεταλλευ­θοῦν τὶς εὐκαιρίες τῆς «ἡ­μέ­ρας» αὐτῆς. Αὐτοὶ θὰ εἶνε οἱ σεσωσμένοι. Μπροστά τους θὰ προπορεύεται φῶς, προβο­λέας ποὺ φωτίζει παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον. Ἡ πορεία τους ἐ­πάνω ἐδῶ στὴ γῆ τοῦ σκότους θὰ εἶνε φωτει­νή. Αὐτοὶ θὰ εἶνε ἐλεύθεροι ψυχικά, θὰ μπο­ροῦν νὰ κινοῦνται ἐλεύθερα, θὰ ἐργάζων­ται τὸ καλὸ πρὸς ὅλους, θὰ ἐκτελοῦν τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Θὰ ὀνομάζωνται «υἱοὶ ἡμέρας» (Α΄ Θεσ. 5,5).
Ἀλλὰ ἡ ἡμέρα αὐτή, κατὰ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀ­καθίστου, εἶνε «ἡμέρα μυστική». Γιατί ἆραγε; Διότι λίγοι εἶνε εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσουν τὸ ἀν­έκφραστο ἀγαθὸ ποὺ λέγεται χριστιανικὴ ζωή. Οἱ ἄλλοι οἱ πολλοί, ποὺ δὲν γεύθηκαν τὴ γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δὲν καταλαβαίνουν τίποτε ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Γιὰ νὰ κατανοήσουν, πρέπει προηγουμένως ν᾿ ἀ­γαπήσουν τὸν Χριστό. Τότε θὰ ἀνατείλῃ καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ «μυστικὴ ἡμέρα».
Ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Ὅπως ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὸ εὐλογημένο ἀνδρόγυνο καὶ ἀπὸ δύο καρδιὲς δημιουργεῖ μία καρδιὰ εἶνε κάτι τὸ μυστηριῶδες, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τὸ κατα­νοήσῃ ἕνας τρίτος παρὰ μόνο οἱ δύο εὐ­τυχισμένοι σύζυγοι, ἔτσι καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώ­νει τὸ Χριστὸ καὶ τὸν γνήσιο δοῦλο του δημιουργεῖ μία ἕνωσι ἀδιάρρηκτη, ποὺ οὔτε φωτιὰ οὔ­τε σίδερο οὔτε τίποτε ἄλλο μπορεῖ νὰ τὴ σπά­σῃ. Αὐτὴ ἡ θεία ἀγάπη εἶνε κάτι, εἶνε μεγάλο μυστικό, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ αἰσθανθῇ ὁ ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος ἀπέναντι στὸν Κύριο. Αὐ­τὸς δὲν ἔκανε ἀκόμη τὴν σωτήριο στροφή του πρὸς τὸν Χριστό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἥλιος δὲν ἀ­νέ­τειλε στὴν ψυχή του· δὲν γνωρίζει τὸ γλυκοχάραμα τῆς Χάριτος, δὲν εἶδε «αὐγὴ» πνευ­ματική, δὲν γνώρισε τὴν «μυστικὴν ἡμέραν».
Ὤ! ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζῇ μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ εἶνε δυστυχισμένος, ὁ μόνος δυστυχισμέ­νος. Κυριαρχεῖται ἀπὸ πνεῦμα πονηρό, ἀπὸ τὸν Ἑωσφόρο, τὸν «Θεὸν τοῦ αἰῶνος τούτου» (Β΄ Κορ. 4,4). Ἔχει βγάλει τὰ μάτια του· τὸν τύφλωσε ὁ σατα­νᾶς. Δὲν βλέπει πλέον τίποτε, ζῇ στὸ σκοτά­δι. Κι ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ περπατάει στὸ σκοτά­δι σκοντάφτει διαρκῶς, πέφτει σὲ παγί­δες καὶ βάραθρα, τσακίζεται, δὲ μπορεῖ νὰ δι­ακρί­νῃ τοὺς βράχους ἀπὸ τὰ δάση, τὰ δέν­τρα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δὲ βλέπει τὸ δρόμο, ἔτσι κι αὐ­τὸς ποὺ ζῇ μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ ἔ­χει νύχτα. Καὶ μόνο νύχτα; Ὁ σατανᾶς τοῦ ἔχει βάλει καπίστι καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὰ φρικτότερα ἐγκλήματα. Θὰ τὰ δῇ ἡ «ἡμέρα», θὰ τὰ δοῦν οἱ «υἱοὶ (τοῦ) φωτός» (Λουκ. 16,8. Ἰω. 12,36. Α΄ Θεσ. 5,5), οἱ χριστιανοί, καὶ θὰ κλάψουν. Γιατὶ ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος, «ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐ­τύφλωσε τὰ νο­ήμα­τα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 4,4). Αὐτοὶ εἶνε οἱ υἱοὶ τῆς «νυκτός» (Α΄ Θεσ. 5,5).

* * *

Ἀλλ᾿ ὅσοι πιστοί, ὅσοι μένετε ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο, μὴ ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ τὸ σωτή­ριο φῶς. Εἶστε οἱ υἱοὶ τῆς ἡμέρας. Μὴ φοβη­θῆτε τὰ παιδιὰ τῆς νύχτας. Ἐσεῖς ἔχετε τὴ χαρά. Ἐσεῖς ζῆτε τὴν «αὐγήν», τὴν «μυστικὴν ἡμέραν», ποὺ εἶνε ἄγνωστη στοὺς πολλούς. Ἐσεῖς ἔχετε καθημερινὴ ἑορτὴ καὶ πανήγυρι, τὴν ἱκανοποίησι τῆς ἀγαθῆς συνειδήσεως. Καὶ τὸ σπουδαιότερο· μετὰ τὴ λῆξι τῆς «μυ­στικῆς ἡμέρας» περιμένετε τὴν ἄλλη ἐκείνη «ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ» (Ἰωὴλ 3,4 = Πράξ. 2,20), κατὰ τὴν ὁποία «οἱ δίκαιοι ἐκ­λάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. 13,43). Γι᾿ αὐτὸ οἱ Χρι­στιανοὶ αὐτοὶ γεμᾶτοι χαρὰ μποροῦν ν᾽ ἀπευθύνωνται πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο λέγοντας τὸν χαιρετισμὸ «Χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας».
Ἄρθρο, δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου (φ. 68/28-3-1947).

Το πάθος της Κατακρίσεως



Πηγή:justforfun.ucoz.ru/
«Δώρησαί  μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνει τον αδελφόν μου».

Στην υπέροχη αυτή προσευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου» υπάρχει και το εξής αίτημα: «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου»· δηλαδή, δώρησαί μου την χάρη σου, να βλέπω και να κατακρίνω τα δικά μου σφάλματα και να μην κατακρίνω τον αδελφό μου. Από τη μια μεριά ο Άγιος  παρακαλεί τον Θεό να του δώσει αυτομεμψία και από την άλλη Τον ικετεύει προκειμένου να αποφύγει την κατάκριση.


Τί είναι όμως κατάκριση; Η κατάκριση ή η κα­ταλαλιά είναι καρπός μίσους. Είναι αρρώστια λεπτή, είναι κατάσταση που εξαφανίζει την αγάπη, είναι ακαθαρσία της καρδιάς, είναι εξαφάνιση της αγνότητος. Έτσι ορίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος την κατάκριση. Πράγματι η κατάκριση είναι φοβερό πράγμα. Ας πούμε μερικές σκέψεις γι’ αυτήν.
Ο Κύριος είπε: «εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση». Από τα λόγια μας θα δικαιωθούμε και από τα λόγια μας θα κατακριθούμε. Είναι αλήθεια ότι η κατάκριση του πλησίον μας είναι πολύ ευχάριστο πράγμα για μας. Όταν οι άνθρωποι αποκτήσουν την εύνοια κάποιου ισχυρού ή έχουν μέσα στην ψυχή τους μίσος, τότε ευχαρίστως κατακρί­νουν ή καταδικάζουν τους άλλους.
Ένας αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας, ο Ερμάς, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «Ποιμήν», λέγει ότι δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανέναν ούτε και να έχουμε τη διάθεση να ακούμε αυτούς που κατακρίνουν τους άλλους. Εάν ευχάριστα ακούμε αυτούς που διαβάλλουν, κατηγορούν, συκοφαν­τούν τους άλλους, είμαστε ένοχοι της αμαρτίας του καταλαλούντος.
Η κατάκριση είναι δαιμονική κατάσταση. Ο πρώτος που έπεσε στο αμάρτημα αυτό είναι ο διάβολος. Ο διάβολος κατέκρινε και διέβαλε το Θεό στους πρωτοπλάστους και εν συνεχεία έγινε δάσκαλος της κατακρίσεως και στους ανθρώπους.
Συνήθως η κατάκριση γίνεται απόντος του προ­σώπου που κατακρίνεται. «Και γαρ εκάθησαν άρχοντες και κατ’ εμού κατελάλουν», λέγει ο Δαυίδ. Εκάθησαν άρχοντες και τον κατέκριναν. Πράγματι στην Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε ότι ο Σαούλ, ο Αβενήρ και ο Αχιτόφελ λοιδορούσαν τον Δαυίδ. Αλλά ο στίχος αυτός βρίσκει εφαρμογή και στον Χριστό. Οι γραμματείς, ο Άννας και ο Καϊά­φας μυστικά συνεδρίαζαν, Τον κατηγορούσαν και απεφάσισαν να Τον σκοτώσουν. Ο Ιησούς ήταν στον κήπο και μιλούσε για τον Θεό και εκείνοι μυ­στικά τον κατέκριναν. Γι’ αυτό και ο υμνογράφος χρησιμοποιεί τα λόγια: «δος αυτοίς Κύριε κατά τα έργα αυτών ότι κενά κατά σου εμελέτη­σαν».
Αυτή η αμαρτία φανερώνει έλλειψη αγάπης. Εάν αγαπούσαμε τον πλησίον μας, θα τον σκεπά­ζαμε· «η αγάπη πάντα στέγει», λέγει ο απόστολος Παύλος. Επίσης η κατάκριση είναι μία κατάσταση που μας κάνει να βλέπουμε τα αμαρτήματα των άλλων, ενώ προσποιούμαστε πως αγνοούμε τα αμαρτήματα τα δικά μας. Πάντοτε δικαιώνουμε τον εαυτό μας, ενώ συνήθως πάντοτε βλέπουμε ελαττώματα στους άλλους. Καλύτερα να τρώγει κανείς κρέας και να πίνει αίμα παρά να κατεσθίει «εν καταλαλιά σάρκας αδελφών», δηλαδή να τρώγει τις σάρκες του αδελφού του και να δαγκώνει την ψυχή του με την καταλαλιά, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο όλοι οι άνθρωποι, χωρίς να έχουν καμία εξουσία ή αρμοδιότητα, να κρίνουν τους αμαρτάνοντες με τα λόγια και την συνείδησή τους. Η καταδίκη των ανθρώπων ανήκει στην αρμοδιότητα του Θεού. Εμείς όταν καταδικάζουμε έναν άνθρωπο είναι σαν να σφετεριζόμαστε δικαιώματα του Θεού. «Συ τίς ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην;» λέγει ο απόστολος Παύλος. Του Θεού είναι αρμοδιότητα να σώσει ή να καταδικάσει κάποιον για την ζωή του. Εμείς οι άνθρωποι οφείλουμε να εφαρμό­ζουμε το: «οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».
Η κατάκριση γίνεται κώλυμα στην πνευματική μας ζωή. Πολλές φορές, όταν την ημέρα κατακρί­νουμε κάποιον και μάλιστα άδικα, το βράδυ δυ­σκολευόμαστε στην προσευχή. Όλες εκείνες οι λοι­δορίες, οι κατακρίσεις, οι εικόνες, οι διαλογισμοί, η οργή κ.τ.λ. παρουσιάζονται κατά την ώρα της προσευχής και μολύνουν την ψυχή μας. Ο διάβο­λος, επειδή ξέρει ότι από την προσευχή ωφελούμαστε πολύ, εκείνη την ώρα βάζει τα πιο ισχυρά εμπόδια. Και η κατάκριση είναι από τα πιο με­γάλα του όπλα. Μολύνει αφάνταστα την ψυχή μας.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι εξ αιτίας της κατακρίσεως επιτρέπει ο Θεός πολλούς πειρα­σμούς στη ζωή μας. Δηλαδή ενδέχεται, για παρά­δειγμα, οι σαρκικοί πειρασμοί που προσβάλλουν κάποιον άνθρωπο να είναι αποτέλεσμα κατακρί­σεως. Επειδή υπερηφανευτήκαμε απέναντι στους αδελφούς μας, επιτρέπει ο Θεός να πέσουμε σε σαρκικό πειρασμό, ώστε να ταπεινωθούμε, να δούμε τη μηδαμηνότητά μας και έτσι να παύσουμε να ασχολούμαστε με τους άλλους.
Τί πρέπει να κάνουμε όμως όταν οι άλλοι μάς κατακρίνουν;
Εδώ θα ήθελα να παραθέσω μια γνώμη του Χρυσοστόμου. Λέγει ο Άγιος ότι, όταν ζούμε μέσα στην αμαρτία, έστω κι αν κανένας δεν μας κατα­κρίνει ή μας κατηγορεί, είμαστε οι αθλιότεροι απ’ όλους τους ανθρώπους. Ενώ αντίθετα όταν επι­μελούμαστε την αρετή «καν η οικουμένη λέγη κακώς», έστω και αν ολόκληρη η οικουμένη μας κατηγορεί, τότε είμαστε «ζηλωτότεροι πάντων», πιο ζηλευτοί απ’ όλους.
Δεν πρέπει συνεπώς να προσέχουμε τις κατη­γορίες των καταλάλων, αλλά την αρετή της δικής μας ζωής.
(Μητροπ. Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας Ιωήλ, Θυσία Εσπερινή, σ.161-166)
πηγή /αντιγραφή

Ερημίτης εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως


ΜΑΡΘΑ μοναχή
Ο πατέρας του πέθανε νέος, τον άφηκε 14 ετών. Τον πήρε η μητέρα του μαζί με μια αδελφή και ήλθανε στας Αθήνας, αι οποίαι Αθήναι, μας έλεγε, άρχιζαν από την Ακρόπολη και έφθαναν ως την Παναγία τη Βλασσαρού.
Τον πάντρεψε η μητέρα του ετών 17. Μετά πέντε έτη εχειροτονήθη ιερεύς εις την εκκλησίαν του Προφήτου Ελισαίου το 1884. Δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν ένας πατριώτης του τον παρεκάλεσε να τον λυπηθή γιατί κινδύνευε η περιουσία του από χρέος. Αμέσως προσεφέρθη 

ο πονόψυχος να βάλη την περιουσίαν του ενέχυρον, για να σωθή ο πλησίον του, ώσπου τού την επήρανε και ησύχασε. Απαλλαγείς λοιπόν από τις κοσμικές και κτηματικές φροντίδες, επεδόθη ες ολοκλήρου, ψυχή τε και σώματι εις την ζωήν των μεγάλων ασκητών της ερήμου, εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως των Αθηνών.

Κατ' αρχήν έγινε εφημέριος εις τον Άγιον Παντελεήμονα, εις τον Νέον Κόσμον. Η ενορία του απηρτίζετο από... 13 οικογένειας. Εις το διάστημα της εφημερίας του, τον επεσκέφθη ένας ιερεύς άνευ ενορίας, τον παρεκάλεσε να συλλειτουργήσουν, και αυτός ως καλός και αγαθός τον εδέχθη ολοψύχως. Αυτός όμως ο ιερεύς τα συνεφώνησε με τούς τότε επιτρόπους της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονος, τον έδιωξαν και τον έστειλαν εις την εκκλησίαν τού Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης (τον «Κυνηγόν», ως τον έλεγαν τότε). Η ενορία της εκκλησίας αυτής απηρτίζετο από... οχτώ οικογενείας! Και η πληρωμή τού ιερέως ήτανε ένα κομμάτι κρέας από το μανάρι των Απόκρεω ή των Χριστουγέννων. Αυτό δεν τον πείραζε, είχε κεφάλαιον την νηστείαν. Αρκεί να είχε εκκλησία να λειτουργή.

Αυτός ο διωγμός από την εκκλησία τού Αγίου Παντελεήμονος τού έφερε μεγάλο ψυχικό πόνο. Μια βραδιά, φεύγοντας από τον Άγιο Ιωάννη για να πάη στο σπίτι του, έκλαιγε στο δρόμο. Έρημος ο τόπος τότε.
Βλέπει άξαφνα στο δρόμο ένα νεαρό παλληκάρι και τού λέγει: Τι κλαις, πάτερ μου;
- Κλαίω, παιδί μου, γιατί με διώξανε από τον Άγιο Παντελεήμονα.
- Μη λυπείσαι, πάτερ μου, και εγώ είμαι πάντοτε μαζί σου.
Τού λέγει: Ποιος είσαι συ, παιδί μου;
- Εγώ, τού λέγει, είμαι ο Παντελεήμων, πού μένω στον Νέο Κόσμο- και τον έχασε αμέσως από εμπρός του. Αυτήν την οπτασίαν την διηγείτο ο ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρη της συνοδείας του.

ΜΑΡΘΑ μοναχή
Πηγή περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16 (από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )

Β Χαιρετισμοί Χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης. -π. Γεώργιος Ρ.Ζουμής

Χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα  νεφέλης. 
             Μαζί μέ τόν ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀγαπητοί μου, ψάλαμε πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο τήν Β΄ στάση τῶν Χαιρετισμῶν. Εἶναι κάτι πού πολύ εὐχαριστεῖ τήν Παναγία, ἀλλά καί ὅλοι μας αἰσθανόμαστε κατάνυξη καί ἀγαλλίαση σ᾿ αὐτές τίς Ἀκολουθίες, γι᾿ αὐτό καί στούς χαιρετισμούς οἱ Ναοί εἶναι πάντοτε γεμᾶτοι. Ἄν ὅλοι χαιρώμαστε, ἕνας εἶναι πού στενοχωρεῖται, πού λυπᾶται καί καίγεται. Τόν πιάνει τρέλα, ὑποφέρει, δέν ἀντέχει νά ἀκούει τά λόγια αὐτά. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἔξω ἀπ᾿ ἐδῶ, ὁ διάβολος. Τήν μισεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο στόν κόσμο,  γιατί ἡ Παναγία τοῦ χάλασε τά σχέδια. Ἔφερε τόν Χριστό στόν κόσμο, πού συνέτριψε τήν δύναμή του. Ἔγινε ἡ γέφυρα τῆς σωτηρίας μας. Ἀλλά μαζί μέ αὐτόν καί οἱ αἱρετικοί χιλιαστές, Προτεστάντες κ.ἄ. δέν θέλουν νά ἀκούσουν  γιά τήν Παναγία, εἶναι τό κόκκινο πανί γι᾿ αὐτούς. Νά βλέπατε τί μοῦτρα κάνουν καί ὁ διάβολος καί οἱ αἱρετικοί, πῶς τσουρουφλίζονται, ὅταν ἐμεῖς μαζευώμαστε καί ὑμνοῦμε τήν Παναγία. Καί μόνο αὐτό φτάνει γιά νά ἀποδείξει περίτρανα ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι κάτι δαιμονικό καί ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι δαιμονισμένοι.
Κάποτε ζοῦσε ἕνας ἁγιογράφος πολύ εὐλαβής. Ζωγράφιζε τούς ἁγίους μέ νηστεία καί προσευχή. Μά ὅταν καθόταν νά ἁγιογραφήσει τήν Παναγία, ἔβαζε ὅλο τό μεράκι του, ὅλη τήν δεξιοτεχνία του. Ὧρες στεκόταν καί μέ δακρυσμένα μάτια καμάρωνε τήν Παναγία καί τήν εὐχαριστοῦσε, πού τοῦ ἔδινε τήν δύναμη νά τήν ἁγιογραφεῖ. Αὐτό ὅμως ἐξαγρίωνε τόν διάβολο. Θά τόν τακτοποιήσω, μονολογοῦσε. Θά τόν κάνω νά μή μπορεῖ νά ἁγιογραφεῖ.
Πράγματι παρέλυσε τό χέρι του καί δέν μποροῦσε πλέον νά πιάσει τό πινέλο. Ἀλλά ἀπατήθηκε ὁ διάβολος. Αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν Παναγία βρίσκει τρόπους νά τήν εὐχαριστεῖ. Δέν μποροῦσε νά ζωγραφίσει μέ τά χέρια, ζωγράφιζε μέ τό πινέλο στό στόμα.
Ξεκίνησε λοιπόν νά ἁγιογραφήσει τήν Πλατυτέρα ψηλά στόν θόλο τοῦ Ἱεροῦ. Ἔσκασε ὁ διάβολος, ἀγρίεψε. Θά σοῦ δείξω ἐγώ ἄν μπορέσεις καί τήν τελειώσεις. Ὅπως κάποτε πέταξε ἀπό τήν σκαλωσιά τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη καί τόν τραυμάτισε θανάσιμα, ἔτσι καί τώρα, τήν ὥρα πού ὁ ἁγιογράφος μέ τό πινέλο στό στόμα ζωγράφιζε, ἦρθε ὁ διάβολος καί ξεκάρφωσε τήν σκαλωσιά, γιά νά τόν ρίξει κάτω. Βοήθα με, Κυρά Παναγιά, φώναξε ὁ ἁγιογράφος τρομαγμένος. Ἄν πέσω κάτω θά σκοτωθῶ. Τήν ἴδια στιγμή πρόφτασε ἡ Παναγία. Ἔβγαλε τό χέρι της ἀπό τήν ἁγιογραφία καί τόν ἅρπαξε. Ἀπό τίς φωνές ἔτρεξαν κάποιοι περαστικοί καί τόν κατέβασαν μέ ἀνεμόσκαλα!! Ἡ Παναγία πρόφτασε, ἔκανε τό θαῦμα της.
Αὐτό τό θαῦμα θά μποροῦσε νά γίνει στόν καθένα μας, ὅταν ἀντιμετωπίζουμε κινδύνους, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά πιστεύουμε καί νά καταφεύγουμε στήν κραταιά σκέπη τῆς Θεοτόκου. Οἱ εἰκόνες θαυματουργοῦν, ὅταν αὐτοί πού τίς ζωγραφίζουν εἶναι εὐλαβεῖς καί καθαροί. Οἱ εἰκόνες θαυματουργοῦν, ὅταν ἐμεῖς πιστεύουμε καί ἀγωνιζώμαστε. Ἡ Παναγία μᾶς σκεπάζει  καί μᾶς προστατεύει μέ τήν χάρη της.
Ἄν διαβάσουμε τήν Ἁγία Γραφή, στό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, θά δοῦμε καταπληκτιμά πράγματα. Ὁ Θεός ὡδηγοῦσε τούς Ἰσραηλίτες μέσα στήν ἔρημο, τούς ἔδειχνε τόν δρόμο, πού ἔπρεπε νά ἀκολουθήσουν. Τήν ἡμέρα προπορευόταν μία νεφέλη, κάτι σάν σύννεφο, πού τούς ὁδηγοῦσε ἀλλά καί ἔρριχνε σκιά πάνω τους, γιά νά τούς δροσίζει, νά τούς προφυλασσει ἀπό τόν καύσωνα τῆς ἐρήμου.Τό βράδυ γινόταν πύρινος στῦλος, πού τούς ἐφώτιζε καί τούς ζέσταινε. Τό βράδυ στήν ἔρημο πέφτει χαμηλά ἡ θερμοκρασία.
 Ὅταν οἱ Αἰγύπτιοι μέ τά ἅρματα ἔτρεξαν ξωπίσω τους , γιά νά τούς φέρουν πάλι πίσω στήν σκλαβειά, ἡ νεφέλη πῆγε καί στάθηκε πίσω ἀπό τούς Ἰσραηλίτες. Κάλυψε τά νῶτα τους, γιατί πίσω τους ἦταν ὁ ἐχθρός. Ἔγινε  ὁ Θεός ὀπισθοφυλακή. Εἶναι πολύ συγκινητικό αὐτό. Ὁ Θεός φροντίζει καί προστατεύει τούς δικούς του ἀνθρώπους.
Αὐτή ἡ νεφέλη εἰκονίζει τήν Παναγία, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, γι᾿ αὐτό καί ψάλλουμε στούς χαιρετισμούς, χαῖρε πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τούς ἐν σκότει, χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Κάτι ἀνάλογο ἔγινε μέ τήν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν τήν ἔχτισε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, τήν ἀφιέρωσε στήν Παναγία. Ἔτσι στό τροπάριο, τῇ Ὑπερμάχῳ,ψάλλουμε ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε.
Τό 1453 ὁ Μωάμεθ μέ τίς ὀρδές του πολιόρκησε τήν Βασιλεύουσα.Ἔκανε πολλές ἀπόπειρες νά τήν καταλάβει, μά πάντοτε ἀποτύγχανε. Ἕνα σύννεφο ἦρθε καί κάθησε πάνω ἀπό τήν Πόλη, τήν σκέπαζε ὁλόκληρη. Ἦταν πάλι ἡ σκέπη τῆς Παναγίας. Ὁ Μωάμεθ κουράσθηκε, πίστεψε ὅτι δέν μπορεῖ νά τήν κυριεύσει καί σκέφθηκε νά λύσει τήν πολιορκία καί νά φύγει. Ὅμως τήν τελευταία νύχτα κάποιος τοῦ εἶπε:  Μή φεύγεις. Ἡ νεφέλη πού σκέπαζε τήν πόλη, σηκώθηκε καί ἔφυγε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός τους τούς ἐγκατέλιψε. Αὔριο ἡ πόλη θά εἶναι στά χέρια σου, ὅπως καί ἔγινε.
Ἀγαπητοί μου,
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ σκέπη ὅλου τοῦ κόσμου. Καί τῶν εὐσεβῶν καί τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Μή λησμονοῦμε νά  ἐπικαλούμεθα τήν βοήθεια καί ἀντίληψή της. Θά εἴμαστε πάντοτε κερδισμένοι. Ἕνα τελευταῖο παράδειγμα.
Σ᾿ ἕνα μοναστήρι ζοῦσε ἕνας μοναχός, πού ἦταν ἀμελής καί ράθυμος. Δέν πήγαινε στίς ἀκολουθίες, στίς ἀγρυπνίες, οὔτε τόν κανόνα του ἔκανε, οὔτε ὑπακοή. Ὅμως παρ᾿ ὅλα αὐτά ἀγαποῦσε τήν Παναγία καί κάθε φορά πού περνοῦσε μπροστά ἀπό τήν εἰκόνα της, τήν κοίταζε στά μάτια καί τῆς ἔλεγε μέ σεβασμό, χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.
Στό τέλος τῆς ζωῆς του εἶδε ἕνα ὅραμα, γιά νά διορθωθεῖ. Παρουσιάσθηκε ἕνας ἄγγελος πού τοῦ εἶπε, ἔλα νά δεῖς τίς ἁμαρτίες σου στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ. Ὁ ζυγός ἔγερνε πρός τό μέρος τῶν ἁμαρτιῶν του. Τότε ἡ Παναγία  πού ἦταν εὐχαριστημένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ μοναχοῦ, πῆγε καί γονάτισε μπροστά στό Χριστό. Ἡ μητέρα σου ζητάει μία χάρη, εἶπε. Ἀπό τό αἷμα πού σοῦ ἔδωσα θέλω νά μοῦ δώσεις μία σταγόνα. Τό αἷμα πού ἔχυσες ἐπάνω στό σταυρό δέν ἦταν λύτρο ἀντί πολλῶν;  Μία σταγόνα σοῦ ζητῶ.
Ὁ Χριστός δέν μπόρεσε νά τῆς τό ἀρνηθεῖ. Πάνω στή ζυγαριά οἱ δαίμονες εἶχαν τό βιβλίο μέ τίς ἁμαρτίες τοῦ μοναχοῦ, πού βάραινε πολύ. Ἡ Παναγία ἔρριξε τήν σταγόνα τοῦ Τιμίου Αἵματος πάνω στό βιβλίο καί ἀμέσως ἔγινε τό θαῦμα. Οἱ ἁμαρτίες ἔσβησαν καί ὁ μοναχός φώναξε μέ ὅλη τήν δύναμή του χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.
Ἀγαπητοί μου,
Μή ἀμελοῦμε καί μή ξεχνοῦμε  πολύ συχνά, πάντοτε, κάθε ὥρα καί στιγμή νά ἐπικαλούμεθα τήν Παναγία. Νά διαβάζουμε, ἄν εἶναι δυνατόν, κάθε μέρα τούς χαιρετισμούς της. Ποτέ μή παύσουμε νά τήν ὑμνοῦμε καί νά τήν ἀγαποῦμε. Θά μᾶς σκεπάσει μέ τήν χάρη της, θά μᾶς λυτρώσει μέ τήν δύναμή της. Θά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά βάσανα τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλά καί τῆς ἄλλης. Πάντοτε νά τήν ἐπικαλούμεθα μέ πίστη καί λαχτάρα. Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον ἡμᾶς ὑπό τήν σκέπην σου. Ἀμήν.-

«Δεν άντεχα άλλο-Με τα € 600 που έχω, να πληρώσεις το ΤΕΒΕ» -Συγκλονίζει 54χρονη που πήδηξε από τα τείχη Ηρακλείου




Ανατριχίλα προκαλεί το σημείωμα που άφησε πίσω της μία 54χρονη γυναίκα, λίγο πριν πηδήξει από τα τείχη του Ηρακλείου.
Απευθυνόμενη στο σύζυγό της αλλά και την κόρη της ζητάει συγγνώμη για την απόφασή της να βάλει τέλος στη ζωή της, ενώ εξηγεί πως δεν άντεξε άλλο την ταλαιπωρία για ένα «πιάτο φαΐ με αίμα».

Ηταν λίγο πριν τις 07:00 όταν η απελπισμένη γυναίκα, η οποία διατηρεί καφενείο στην Κρήτη, επιχείρησε να κόψει το νήμα της ζωής της πηδώντας από τα τείχη του Ηρακλείου.
Σύμφωνα με το neakriti.gr, η 54χρονη πριν προχωρήσει στο απονενοημένο διάβημα άφησε πίσω της ένα σημείωμα, στο οποίο ανέφερε:
«Με τα 600 ευρώ που έχω πάνω μου να πληρώσεις το ΤΕΒΕ. Το ενοίκιο το πλήρωσα χθες. Κόρη μου, συγνώμη, δεν άντεχα άλλο την ταλαιπωρία για ένα πιάτο φαΐ με αίμα. Να σπουδάσεις την κόρη μας και να μην την αφήσεις ποτέ μόνη. Το σπίτι στο χωριό να μείνει στην κόρη μας».
Η 54χρονη γυναίκα μετά την πτώση στο κενό μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Ηρακλείου, όπου υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση, ενώ φαίνεται πως έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο.
πηγή   το είδαμε εδώ

Η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου

ακάθιστος ύμνοςΠρολεγόμενα
Ακάθιστος Ύμνος ονομάζεται, γενικά, κάθε ορθόδοξος χριστιανικός ύμνος, ο οποίος ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια στάση. Στην Εκκλησία μας, όμως, έχει επικρατήσει να αποκαλείται ως Ακάθιστος Ύμνος ο Κανόνας που ψάλλεται προς τιμή της Θεοτόκου και είναι γνωστός και ως “οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου”. Ψάλλεται τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος) και ως προς τη δομή του αποτελείται από Προοίμιο, το “Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ” (παλαιότερα ήταν το “Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει”), από 24 Οίκους σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα) και από δύο Εφύμνια, το “Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε” και το “Ἀλληλούϊα”.
Η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου ξεκινά με το Μικρό Απόδειπνο, έπεται ο Κανόνας με τις εννέα ωδές του και κατόπιν ακολουθούν οι 24 Οίκοι, γνωστοί ως “Χαιρετισμοί”. Η ακολουθία ολοκληρώνεται με τα υπόλοιπα του Μικρού Αποδείπνου.
Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας. Η θεματολογία των Χαιρετισμών αφορά κατά κύριο ρόλο την ενανθρώπιση του Κυρίου μας, Ιησού Χριστού, και τον πρωταγωνιστικό, καθοριστικό ρόλο της Θεοτόκου σε αυτό το μοναδικό γεγονός της σωτηρίας όλου του κόσμου. Το πρόσωπο της Παναγίας εξαίρεται και εγκωμιάζεται από τους πιστούς μέσα από τον θριαμβευτικό τόνο των ύμνων που αποτελούν έκφραση χαράς και ευγνωμοσύνης.
Ονομασία
Ονομάζεται «Ακάθιστος Ύμνος» λόγω της μη καθιστής, αλλά όρθιας στάσης, που τηρούμε οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Σύμφωνα με την παρατήρηση του συναξαριστή, ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε, κατά την σωτηρία της Πόλεως, και έκτοτε μέχρι σήμερα, όταν ψάλλονταν οι οίκοι του ύμνου στέκονταν όλοι οι πιστοί όρθιοι («ορθοί πάντες») σε ένδειξη ευχαριστίας προς τη Θεοτόκο, ενώ, όταν ψάλλονταν οι οίκοι των άλλων κοντακίων οι πιστοί συνήθιζαν να είναι καθιστοί («εξ’ έθους» κάθονταν).
Ο Ακάθιστος Ύμνος ονομάζεται και “Χαιρετισμοί της Θεοτόκου” λόγω της επανάληψης της λέξης “Χαίρε” που απευθύνεται προς τη Θεοτόκο.
Ιστορικό
Το έτος 626 μ. Χ., και, ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος ήταν επικεφαλής της εκστρατείας του βυζαντινού στρατού κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους Αβάρους. Γνωρίζοντας την απουσία του στρατού, οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θαυματουργή επέμβαση της Θεοτόκου, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ αντεπίθεση των αμυνομένων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Την 8η Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη έως τότε απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε βοήθεια της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Δημιουργός
Στο ερώτημα “ποιος είναι ο δημιουργός του Ακαθίστου Ύμνου” οι έρευνες και οι συζητήσεις δεν έχουν καταλήξει σε βέβαιη απάντηση. Σὐμφωνα με την παράδοση, πολλοί είναι αυτοί που φέρονται ως δημιουργοί του Ακαθίστου, όπως: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο Ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομήδειας (Σικελιώτης), ποιητές που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.
Όποιος και να είναι, πάντως, ο δημιουργός αυτού του αριστουργήματος, νοιώθουμε την ανάγκη να τον ευχαριστήσουμε, γιατί μετέδωσε τόσο ηχηρά και μοναδικά τα θαυμάσια ενεργήματα της Θεοτόκου προς τον λαό της, αλλά και απέδωσε με μοναδικό τρόπο, μέσα από τα βαθιά νοήματα που κρύβουν οι λέξεις, την υπερφυσική σύλληψη και γέννηση του Θεανθρώπου Ιησού από την παρθένο μητέρα Του. Μέσα από τους εγκωμιαστικούς στίχους του Ακαθίστου, αντιλαμβάνεται κανείς το βαθύ, ουσιαστικό και μοναδικό ρόλο που έπαιξε η Θεοτόκος στην έλευση του Μεσσία Χριστού στη γη, καθώς και την προστατευτική δύναμη και βοήθεια που παρείχε και συνεχίζει να παρέχει σε όσους πιστούς την επικαλούνται.
Βέβαια, για να συλλάβει κανείς το βαθύ νόημα των κατανυκτικών ύμνων των Χαιρετισμών, απαιτείται προσωπική μελέτη και πνευματικό υπόβαθρο και, για να βιώσει αυτά που λέγονται, απαιτείται περισσότερος κόπος, βαθιά κατάνυξη, κατέβασμα του νου στην καρδιά και κατόπιν ανόρθωση της καρδιάς στα ουράνια. Αλλά δεν πρέπει να απογοητεύεται κανείς, γιατί η Παναγία μητέρα μας, ανταμείβει με πνευματική χάρη όσους προστρέχουν καρδιακά κοντά της. Στέλνει την πλούσια χάρη και ευλογία της που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη, αφού στέκεται στα δεξιά του Υιού της, μεσιτεύει σε Αυτόν και Τον παρακαλεί θερμά για εμάς, τα παιδιά της.
Στην καλύτερη κατανόηση των ψαλμών, των ύμνων και των ασμάτων που απευθύνουμε προς τη Θεοτόκο συντελεί και η μετάφραση στη νεοελληνική γλώσσα, τη σημερινή κυρίως εποχή, που ως πιστοί έχουμε αποξενωθεί από τα λειτουργικά κείμενα.
Από τη νέα κυκλοφορία, σύγχρονη  έκδοση του Ακαθίστου Ύμνου
της Ιεράς Μονής Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ Σαρώφ Τρικόρφου Φωκίδος.

Ο ΘΕΟΣΔΟΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣΥΣΤΑΤΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

NHSTEIA
Θεολογική διδασκαλία του Αγίου Βασιλείου περί Νηστείας στην περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, όπου βιώνεται «το στάδιον και η κλίμαξ των αρετών» στον αγώνα κατά των ποικίλων παθών

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός- Νομικός

Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί την κατ’ εξοχήν «πενθηφόρο» περίοδο του λειτουργικού έτους της Ορθοδόξου εκκλησίας κατά την οποία αθλείται ψυχοσωματικώς το Χριστεπώνυμο πλήρωμα στο στάδιο των αρετών, ανερχόμενο την «πνευματική κλίμακα των αρετών» εν νηστεία, προσευχή και μετανοία. Η έναθλος αυτή περίοδος παρομοιάζεται από τους πατέρες της εκκλησίας ως «πνευματική κολυμβήθρα» ψυχοσωματικής καθάρσεως και εν Χριστώ νήψεως του κάθε καλής προαιρέσεως ανθρώπου, ο οποίος βιώνει την εγκράτεια σταυρώνοντας και θάπτοντας τα πάθη του γενόμενος «ιερόν δοχείον της ακτίστου χάριτος» του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό ο Αστέριος Αμασείας ορίζει ότι: «Νηστεία εστί ειρήνη κοινή ψυχής και σώματος, ατάραχος ζωή, ευσταθής πολιτεία, βίος θεόν ευφραίνων και λυπών τον εχθρόν», ενώ ο ασκητικός Ισαάκ ο Σύρος θεοπνεύστως αναφέρει ότι η νηστεία: «εγκράτεια γαρ αυτεξουσίου και ελευθέρου φρονήματος εστίν αγών. Η νηστεία υπερασπισμός εστί πάσης αρετής και αρχή του αγώνος και στέφανος των εγκρατών και το κάλλος της παρθενίας και του αγιασμού και η λαμπρότης της σωφροσύνης και η αρχή της οδού του Χριστιανισμού και η μήτηρ της προσευχής και η πηγή της σωφροσύνης και της φρονήσεως και η διδάσκαλος της ησυχίας και η προηγουμένη πάντων των καλών έργων».
Ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος εξεφώνησε πλείστες όσες ηθικού και πρακτικού περιεχομένου ομιλίες, επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την θεολογική προσέγγιση της εκκλησιαστικής πράξεως της νηστείας ως θεοσδότου και θεοσυστάτου πνευματικού θεσμού. Έτσι εξεφώνησε δύο ομιλίες: «Περί Νηστείας», οι οποίες όμως δεν συνιστούν μία ενότητα, ούτε η δεύτερη είναι επιτομή της πρώτης, αλλά δυο αυτοτελείς ομιλίες. Εξεφωνήθησαν κατά την πρώτη Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά σε διαφορετικό έτος, το οποίο καθ’ όσον αφορά την πρώτη παραμένει απροσδιόριστο, ενώ όσον αφορά την δεύτερη, πιθανόν να είναι το έτος 370 μ.Χ. Οι ειδικοί πατρολόγοι ερευνητές υποθέτουν ότι η πρώτη προηγήθηκε κατά την εκφώνηση από την δεύτερη. Αμφότερες οι θεολογικώς περισπούδαστες αυτές ομιλίες προϋποθέτουν πενθήμερη νηστεία. Ασφαλώς πρόκειται περί των πέντε νηστίμων ημερών της πρώτης εβδομάδος των νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής κατά τις οποίες οι πιστοί ενήστευαν, ενώ τις άλλες δύο ημέρες της εβδομάδες, δηλαδή το Σάββατο και την Κυριακή, κατέλυαν έλαιον. Οι δυο αυτές πολύτιμες ομιλίες είναι ιδιαίτερα αξιόλογες και αξιοπρόσεκτες επειδή ακριβώς αποτελούν ιστορικές μαρτυρίες και σπάνιες πηγές σχετικά με την αρχαία εκκλησιαστική πράξη της νηστείας κατά την αθλοφόρο περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
«Από νηστεία που γίνεται δημόσια κανένα κέρδος δεν προέρχεται» Στην πρώτη και εκτενέστερη εκ των δύο ομιλιών, ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «…από ευεργεσία που διατυμπανίζεται κανένα όφελος και από νηστεία που γίνεται δημόσια κανένα κέρδος δεν προέρχεται. Διότι αυτά που γίνονται επιδεικτικώς δεν προεκτείνουν τον καρπό στη μέλλουσα ζωή, αλλά τον καταστρέφουν στον έπαινο των ανθρώπων. Τρέξε λοιπόν με χαρά στην δωρεά της νηστείας. Η νηστεία είναι παλαιό δώρο, που δεν παλαιώνει και δεν γηράσκει, αλλά πάντοτε ανανεώνεται και ανθίζει για να αποφέρει ωρίμους καρπούς…
Η νηστεία είναι παλαιοτέρα και από τον νόμο (εννοεί τις Δέκα Εντολές) διότι το εφεύρημα δεν είναι νεώτερο. Το κειμήλιο είναι πατρικό. Κάθε τι που είναι αρχαίο, είναι σεβαστό. Να σέβεσαι την παλαιότητα της νηστείας. Είναι συνομήλικος με την ανθρωπότητα. Η νηστεία ενομοθετήθη στον παράδεισο. Είναι η πρώτη εντολή που έλαβε ο Αδάμ: «Από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθαι»… είναι νομοθέτημα νηστείας και εγκρατείας. Η αμαρτία μας εταλαιπώρησε. Ας θεραπευθούμε με την μετάνοια. Η μετάνοια όμως χωρίς την νηστεία είναι αργή…Επροστάχθης να δοκιμάζεσαι, όχι βέβαια να ζεις τρυφηλώς.
Εξομολογήσου στο Θεό με νηστεία. Αλλά και ο τρόπος ζωής στον παράδεισο είναι εικών της νηστείας. Όχι μόνο διότι ο άνθρωπος με το να είναι ομοτράπεζος με τους αγγέλους μπορούσε να επιτύχει την «ομοίωσιν» προς αυτούς μέσω της ολιγαρκείας αλλά διότι και όσα ύστερα εφεύρε η διάνοια των ανθρώπων, δεν είχαν επινοηθεί ουδόλως από τους τρεφομένους στον παράδεισο. Δεν υπήρχαν καθόλου οινοποσίες, καθόλου θυσίες ζώων, ούτε όσα θολώνουν τον ανθρώπινο νουν.
Επειδή δεν ενηστεύσαμεν, εξεπέσαμε από τον παράδεισο. Ας νηστεύσουμε λοιπόν για να επανέλθουμε σ’ αυτόν… Να μη μιμηθείς την παρακοή της Εύας, μη παραδεχθείς το φίδι πάλιν ως σύμβολο, που προτείνει την βρώση φροντίζοντας για το σώμα. Να μη προφασίζεσαι σωματική αρρώστια και αδυναμία, διότι τις δικαιολογίες δεν τις λέγεις σ΄εμένα, αλλά σ’ αυτόν που γνωρίζει. Δεν δύνασαι να νηστεύσεις; Πες μου. Δύνασαι όμως να παραχορτάσεις καθ’ όλη την ζωή και να συντρίβεις το σώμα σου κάτω από το βάρος των εσθιομένων. Και όμως γνωρίζω πολύ καλά ότι οι ιατροί επιβάλλουν στους ασθενείς όχι ποικιλία βρωμάτων, αλλά ασιτία και δίαιτα. Πώς λοιπόν εσύ που μπορείς αυτά, προφασίζεσαι ότι δεν μπορείς εκείνα; Τι είναι ευκολότερο για την κοιλία, να περάσει την νύκτα με τη λιτότητα της διαίτης, ή με την αφθονία των φαγητών να κείται βαρέως; Ή μάλλον ούτε καν να κείται αλλά να περιστρέφεται παραφορτωμένη και στενοχωρεμένη. Και τα σώματα των ανθρώπων λοιπόν όταν παραφορτώνονται με τον συνεχή κόρο, εύκολα υποκύπτουν στις ασθένειες… Δηλαδή κατά την γνώμη σου, εάν ισχυρίζεσαι ότι για τους ασθενείς είναι καταλληλότερα η τροφή από τη λιτή δίαιτα, τότε και η ησυχία είναι πιο επίπονος από το τρέξιμο και η ηρεμία από την πάλη. Αλλά ο λόγος μας ας βαδίζει διά μέσου της ιστορίας, ενώ εξετάζει την αρχαιότητα της νηστείας, και πώς όλοι οι Άγιοι, ωσάν να διεδέχθησαν κάποια πατρική κληρονομία, έτσι την διεφύλαξαν, παραδίδονται ο πατέρας στο παιδί, οπότε και σ’ εμάς διεσώθη διαδοχικώς το κτήμα…
«Η νηστεία κάνει σοφούς νομοθέτες, είναι φυλακτήριο της ψυχής, στο σώμα ασφαλής σύνοικος, όπλο στους ανδρείους, γυμναστήριο στους αθλητές» Η νηστεία γεννά προφήτες, δυναμώνει δυνατούς. Η νηστεία κάνει σοφούς νομοθέτες, είναι φυλακτήριο της ψυχής, στο σώμα ασφαλής σύνοικος, όπλο στους ανδρείους, γυμναστήριο στους αθλητές. Αυτή αποκρούει τους πειρασμούς, αυτή προετοιμάζει προς την ευσέβεια. Είναι σύνοικος της νηφαλιότητος και δημιουργός της σωφροσύνης. Στους πολέμους κάνει ανδραγαθήματα και κατά τον καιρό της ειρήνης διδάσκει την ησυχία… κάνει τέλειο τον ιερέα. Διότι δεν είναι δυνατόν να αποτολμήσει την Ιερουργία, όχι μόνον τώρα στην μυστική και αληθινή λατρεία, αλλά και στην τυπική που γινόταν κατά νόμο…«Η νηστεία είναι η προκοπή των οίκων, μητέρα της υγείας, παιδαγωγός της νεότητος…».
Η νηστεία «έσβεσε δύναμιν πυρός, έφραξε στόματα λεόντων». Η νηστεία αναπέμπει την προσευχή στον ουρανό ωσάν να είναι πτερό στην πορεία της προς τα άνω. Η νηστεία είναι η προκοπή των οίκων, μητέρα της υγείας, παιδαγωγός της νεότητος, στολίδι των γερόντων, καλή συνοδοιπόρος στους πεζοπόρους, ασφαλής ομόσκηνος στους συνοίκους. Ο άνδρας δεν υποψιάζεται επιβουλή του γάμου, όταν βλέπει την γυναίκα να συζεί με την νηστεία. Η γυναίκα δεν λυώνει από την ζηλοτυπία, όταν βλέπει τον άνδρα να νηστεύει.
«Ας γίνει η νηστεία ανάπαυση από τους συνεχείς κόπους για τους υπηρέτες που υπηρετούν καθ’ όλο το έτος, ανάπαυσε τον μάγειρά σου και δώσε άδεια στον τραπεζοκόμο».
Υπολόγισε σήμερα τα πράγματα του σπιτιού, υπολόγισέ τα και μετά. Δεν θα λείπει τίποτε με την νηστεία από τα υπάρχοντα στα σπίτια… Το τραπέζι αρκείται στα πρόχειρα… Ας γίνει η νηστεία ανάπαυση από τους συνεχείς κόπους για τους υπηρέτες που υπηρετούν καθ’ όλο το έτος. Ανάπαυσε τον μάγειρά σου και δώσε άδεια στον τραπεζοκόμο. Σταμάτησε το χέρι του κερασιού. Ας σταματήσει κάποτε και ο κατασκευαστής των ποικίλων γλυκισμάτων. Ας ησυχάσει κάποτε και το σπίτι από τους μυρίους θορύβους και από τον καπνό και την τσίκνα και από αυτούς που ανεβοκατεβαίνουν και που υπηρετούν την κοιλία ωσάν να είναι κάποια αμείλικτη κυρία. Εξάπαντος κάποτε και οι φοροεισπράκτορες επιτρέπουν για λίγο στους υποχειρίους τους να ζήσουν ελεύθερα. Ας δώσει κάποια ανάπαυλα και η κοιλιά στο στόμα, ας κάνει για εμάς πενθήμερη ανακωχή, αυτή που πάντοτε απαιτεί και ουδέποτε σταματά, αυτή που σήμερα λαμβάνει και αύριο λησμονεί. Όταν χορτάσει, φιλοσοφεί περί εγκρατείας, και όταν κενωθεί, λησμονεί τα δόγματα. Η νηστεία δεν γνωρίζει την φύση του δανείου. Δεν γνωρίζει από τόκους το τραπέζι του νηστεύοντος. Οι πατρικοί τόκοι, ωσάν φίδια περιπλεκόμενα, δεν συμπνίγουν το ορφανό παιδί του νηστευτού. Και διαφορετικά η νηστεία γίνεται αφορμή για ευφροσύνη. Διότι όπως η δίψα καθιστά γλυκύ το ποτό, και η πείνα, που προηγήθηκε, παρασκευάζει γλυκεία την τράπεζα, έτσι και η νηστεία φαιδρύνει την απόλαυση των φαγητών. Διότι με το να παρεμβληθεί στο μέσο και να διακόψει την συνέχεια της τρυφής θα σε κάνει να αισθανθείς ωσάν απόδημη επιθυμητή, την θεία μετάληψη. Ώστε εάν θέλεις να ετοιμάσεις επιθυμητή για τον εαυτό σου την τράπεζα, δέξου την μεταβολή που επιβάλλει η νηστεία. Εσύ όμως περικυκλωμένος σφόδρα από την τρυφή, έχεις ξεχάσει τον εαυτό σου με το να αμαυρώνεις την τρυφή και να εξαφανίζεις την ηδονή με την φιληδονία. Διότι δεν υπάρχει τίποτε τόσο επιθυμητό, ώστε να μη καταφρονείται με την συνεχή απόλαυση. Αυτών δε των οποίων η απόκτηση είναι σπάνια, αυτών η απόλαυση γίνεται περισπούδαστη… Λοιπόν και η Τράπεζα γίνεται πιο ευχάριστη μετά την νηστεία. Ομοίως στους πλουσίους και στους παρέχοντες πλούσια γεύματα και στους λιτούς και προχείρους κατά την δίαιτα… Να φοβάσαι το παράδειγμα του πλουσίου. Η συνεχής τρυφή στον βίο παρέδωσε εκείνον στο πυρ. Διότι, αν και δεν κατηγορήθηκε για αδικία αλλά για τρυφηλή ζωή, φλέγεται στο πυρ της καμίνου. Για να σβήσουμε λοιπόν το πυρ εκείνο χρειάζεται νερό. Και η νηστεία δεν είναι μόνο ωφέλιμη για τα μέλλοντα πράγματα, αλλά και στην ίδια την σάρκα περισσότερο επωφελής…
«Εάν θέλεις να ισχυροποιήσεις τον νου, να δαμάσεις την σάρκα με νηστεία»
Το χρώμα του νηστεύοντος είναι σεμνό. Δεν κοκκινίζει αδιάντροπα, αλλά είναι στολισμένος με την σώφρονα χλωμάδα. Οφθαλμός πράος, βάδισμα σεμνοπρεπές, πρόσωπο περίσκεπτο, που δεν ασχηματίζει με το ακόλαστο γέλιο. Λόγια μετρημένα, καρδιά καθαρά. Να ενθυμείσαι τους Αγίους όλων των αιώνων, «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος». Αυτοί περιπλανούνταν φέροντες δέρματα προβάτων και δέρματα αιγών εστερούντο, υπέφεραν θλίψεις και κακουχίες. Αυτούς να μιμείσαι στην διαγωγή, εάν βέβαια επιζητείς να είσαι με την μερίδα τους… Και συ με το να παραπαχαίνεις και να είσαι πολύσαρκος, δεν γίνεσαι μαλθακός; Και με το να εξαντλείς τον νου δια της πνευματικής ατροφίας κανένα λόγο δεν κάνεις για τα σωτήρια και ζωοποιά διδάγματα; Ή μήπως αγνοείς ότι, όπως στην πολεμική παράταξη, η συμμαχία του ενός επιφέρει την ήττα του άλλου, έτσι και αυτός που συμμαχεί με την σάρκα ανταγωνίζεται το πνεύμα, και αυτός που πηγαίνει με την παράταξη του πνεύματος υποδουλώνει την σάρκα; Επομένως, εάν θέλεις να ισχυροποιήσεις τον νου, να δαμάσεις την σάρκα με νηστεία.
Δεν θα περιφρονήσεις τα βρώματα που χάνονται; Δεν θα επιθυμήσεις την τράπεζα της Βασιλείας, την οποία εξάπαντος θα εξωραΐσει η νηστεία εδώ; Δεν γνωρίζεις ότι με την αμετρία του κόσμου κατασκευάζεις για τον εαυτό σου παχύ τον βασανιστή σκώληκα; Διότι ποιός από αυτούς που ζουν με πλούσια τροφή και διαρκή τροφή εδέχθη κάποια κοινωνία πνευματικού χαρίσματος;
Όχι κρέας ούτε οίνος, ούτε όσα είναι για την φροντίδα των δούλων της κοιλίας. Η νηστεία είναι όπλο για την εκστρατεία εναντίον των δαιμόνων, διότι «τούτο γαρ το γένος ουκ εξέρχεται, ει μη εν προσευχή και νηστεία». Και αυτά μεν είναι τα αγαθά που προέρχονται από την νηστεία. Ο κόρος όμως είναι η αρχή των ύβρεων. Διότι συγχρόνως με την τρυφή και την μέθη και τα διάφορα και ποικίλα καρυκεύματα εισορμά και κάθε είδος κτηνώδους ακολασίας. Οι άνθρωποι γίνονται «Ίπποι θηλυμανείς» εξ αιτίας του οίστρου της τρυφής που γεννάται στην ψυχή. Οι διαστροφές της φύσεως προέρχονται από τους μέθυσους, που επιζητούν την μεν γυναίκα στον άνδρα, τον δε άνδρα στην γυναίκα. Η νηστεία όμως γνωρίζει το μέτρο και στα έργα του γάμου και με το να τιμωρεί την αμετρία των επιτρεπόμενων από τον νόμο, επιφέρει σύμφωνη ανάπαυλα για να αφιερωθούν στην προσευχή.
«Μη περιορίζεις το καλό της νηστείας σε μόνη την αποχή από τα φαγητά» Μη λοιπόν περιορίζεις το καλό της νηστείας σε μόνη την αποχή από τα φαγητά. Διότι αληθινή νηστεία είναι η αποξένωση από τα κακά. Να λύσεις τα δεσμά της αδικίας. Συγχώρεσε τον πλησίον για την λύπη που σου προκάλεσε, συγχώρεσέ τον για τα χρέη. Να μη νηστεύετε χάριν διαμάχης και έριδος. Δεν τρώγεις κρέατα, αλλά τρώγεις τον αδελφό σου. Δεν πίνεις οίνο, αλλά δεν είσαι εγκρατής στις ύβρεις. Περιμένεις το βράδυ για να λάβεις τροφή, αλλά ξοδεύεις την ημέρα στα δικαστήρια. Αλλοίμονο σ’ αυτούς που δεν μεθούν με κρασί. Ο θυμός είναι η μέθη της ψυχής διότι την κάμνει παράφρονα όπως ο οίνος. Η λύπη είναι και αυτή μέθη, διότι καταπνίγει την διάνοια.
«Ο φόβος είναι άλλη “μέθη”, όταν συμβαίνει εκεί που δεν πρέπει…» Ο φόβος είναι άλλη μέθη, όταν συμβαίνει εκεί που δεν πρέπει… Και γενικώς, καθένα από τα πάθη που παραλογίζει τον νουν δικαίως θα ονομαζόταν μέθη. Σκέψου, σε παρακαλώ, τον οργιζόμενο πώς μεθά με το πάθος. Ο ίδιος δεν είναι κύριος του εαυτού του. Δεν γνωρίζει τον εαυτό του. Δεν γνωρίζει αυτούς που είναι παρόντες, ωσάν να μάχεται μέσα στην νύκτα αγγίζει το κάθε τι, σκοντάπτει σε όλα, δεν γνωρίζει τι λέγει, είναι δυσκολοσυγκράτητος. Υβρίζει, κτυπά, απειλεί, ορκίζεται, κραυγάζει, ξεσχίζεται. Να αποφεύγεις την μέθη αυτή, μήτε να καταδεχθείς την μέθη από οίνο. Να μη περιφρονήσεις την υδροποσία αντί της οινοποσίας. Μη σε οδηγήσει η μέθη στη νηστεία. Δεν υπάρχει είσοδος στη νηστεία διά της μέθης. Ούτε βέβαια εισέρχεται κανείς στην δικαιοσύνη διά της αδικίας, ούτε στην εγκράτεια διά της ακολασίας, ούτε για να μιλήσουμε γενικώς, στην αρετή διά της κακίας. Άλλη είναι η θύρα της νηστείας.
Η μέθη εισάγει στην ακολασία και η εγκράτεια στην νηστεία. Ο αθλητής προγυμνάζεται και αυτός που νηστεύει προεγκρατεύεται. Μη ωσάν να εκδικείσαι τις ημέρες, μη ωσάν να εξαπατάς με σοφίσματα τον νομοθέτη, μη θέτεις το όργιο της μέθης προ των πέντε ημερών. Διότι ανώφελα κοπιάζεις με το να καταπιέζεις μεν το σώμα, αλλά να μη παρηγορείσαι για την στέρηση. Η αποθήκη είναι αναξιόπιστη. Ρίπτεις σε τρυπημένο πιθάρι. Διότι ο μεν οίνος διαρρέει με το να τρέχει γρήγορα τον ίσιο δρόμο, η αμαρτία όμως παραμένει. Ο δούλος δραπετεύει όταν ο κύριος τον κτυπά, συ όμως παραμένεις στον οίνο, που καθημερινώς κτυπά την κεφαλή; Η ανάγκη του σώματος είναι μέτρο άριστο για την χρήση του οίνου. Εάν δε ξεφύγεις από τα όρια, αύριο θα είσαι με βαρύ κεφάλι, θα χάσκεις, θα ζαλίζεσαι, θα μυρίζεις κρασίλα. Όλα θα σου φαίνονται ότι γυρίζουν, όλα ότι κλονίζονται. Η μέθη επιφέρει βέβαια ύπνον, αδελφόν του θανάτου, και εγρήγορσιν που ομοιάζει με όνειρα.
Άραγε γνωρίζεις ποιος είναι αυτός τον οποίο πρόκειται να υποδεχθείς…; Γιατί λοιπόν προπορεύεσαι στην μέθη και κλείνεις την είσοδο στον Δέσποτα; Γιατί προτρέπεις τον εχθρό να προκαταλάβει τα οχυρώματά σου; Η μέθη δεν υποδέχεται τον Κύριο. Η μέθη απομακρύνει το Άγιο Πνεύμα, διότι ο μεν καπνός αποδιώκει τα μελίσσια, το όργιο δε τη μέθης αποδιώκει τα πνευματικά χαρίσματα.
«Η νηστεία είναι η ευπρέπεια της πόλεως, η σταθερότης της αγοράς, η ειρήνη των οικιών, η σωτηρία των υπαρχόντων»
Η νηστεία είναι η ευπρέπεια της πόλεως, η σταθερότης της αγοράς, η ειρήνη των οικιών, η σωτηρία των υπαρχόντων. Θέλεις να δεις τη μεγαλοπρέπειά της; Σύγκρινε, παρακαλώ, την σημερινή εσπέρα με το αύριο και θα δεις να μεταβάλει την πόλη από την ταραχή και την ζάλη σε βαθεία γαλήνη. Εύχομαι δε και η σημερινή να ομοιάζει με την αυριανή κατά την σεμνότητα και η αυριανή να μη υπολείπεται σε φαιδρότητα από την σήμερον. Και ο Κύριος που μας οδήγησε σ’ αυτή την περίοδο του χρόνου, μακάρι να μας παράσχει, ωσάν σε αγωνιστές, αφού επιδείξαμε την στερεότητα και τη δύναμη της καρτερίας στους προκαταρκτικούς αγώνες, να φθάσουμε και στην κύρια ημέρα των στεφάνων, τώρα μεν της αναμνήσεως του πάθους του Σωτήρος, στον δε μέλλοντα αιώνα της ανταποδόσεως αυτών που έχουν βιωθεί από εμάς εν όψει της δικαιοκρισίας αυτού του Χριστού, διότι σ’ Αυτόν ανήκει η αιώνιος δόξα. Αμήν».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...