Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Απριλίου 13, 2014

ΚΑΘΩΣ ΕΤΟΙΜΑΖΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΕΟΡΤΑΣΩΜΕ ΤΟ ΠΑΣΧΑ Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ




Ἤδη εὑρισκόμεθα πρό τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί τῆς κοσμοσωτηρίου ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Εἶναι σήμερα Κυριακή τῶν Βαΐων, κατά τήν ὁποία ἑορτάζομε τήν βαϊφόρο εἴσοδο τοῦ Κυρίου μας εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν. Ὁ πνευματικός ἀγώνας ὅλων ὅσοι ἀγωνίσθηκαν κατά τό διάστημα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, φθάνει στό κορύφωμά του. Οἱ καρδιές βιάζονται νά βρεθοῦν μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο Κύριο, γιά νά Τόν προσκυνήσουν καί ἐπείγονται νά Τόν ὑμνήσουν καί νά Τόν δοξάσουν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν.
Ἐπικοινωνῶ σήμερα μαζί σας, προκειμένου νά σᾶς εὐχηθῶ ἀπό καρδίας, νά τελειώσετε ἐν χαρᾷ τόν ἱερό ἀγῶνα σας καί νά ἀπολαύσετε τῆς Ἀναστασίμου εὐφροσύνης καί ἀγαλλιάσεως.
Πρός τούτοις ἐπιθυμῶ νά ἀναφερθῶ καί σέ κάποια θέματα, τά ὁποῖα πρέπει νά γνωρίζωμε καί νά ἐφαρμόζωμε, ὡς πιστά τέκνα τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ μεγαλυτέρα καί λαμπροτέρα ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας μας. Πανηγυρίζουν τά ἐπίγεια καί τά ἐπουράνια καί τά πάντα πλημμυρίζουν ἀπό τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ καρδιές ὅλων τῶν ἐπί γῆς παροικούντων σκιρτοῦν ἀπό χαρά καί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού εὑρίσκονται στόν Οὐρανό, ἀγάλλονται μετά τῶν Ἁγγέλων καί τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων. Κατ’ αὐτή τήν ἡμέρα πρέπει πάντες νά μετέχωμε τῆς ἱερᾶς καί Εὐχαριστιακῆς Τραπέζης, συγχορεύοντες μετά τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων κόσμων. 
Δυστυχῶς ὅμως συμβαίνουν κάποιες καταστάσεις, οἱ ὁποῖες πρέπει νά διορθωθοῦν.
· Πρῶτον. Ἐνῷ ὑπάρχει ἀθρόα προσέλευση τοῦ Λαοῦ στήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως, καί τοῦτο προκαλεῖ μεγίστη χαρά, ὅμως μετά τήν λαμπρά αὐτή τελετή καί προτοῦ ἀρχίσῃ ἡ Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία κάποιοι (καί ἀλλοίμονο, ὄχι λίγοι) ἐγκαταλείπουν τόν Ἀναστάντα Κύριο καί σπεύδουν στίς κοσμικές τράπεζες καί διασκεδάσεις. Τό ὀδυνηρότερο ὅμως εἶναι, ὅτι ἐγκαταλείπουν τόν Κύριο τήν ὥρα πού ὁ λειτουργός Ἱερεύς ψάλλει: «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ, καί φυγέτωσαν ἀπό προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν». Τοῦτο εἶναι σχέδιο καί παγίδα τοῦ παμπονηροτάτου καί μισοκάλου διαβόλου, ὁ ὁποῖος χαίρεται, ὅταν φεύγουν οἱ πιστοί ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Καί σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου. Ὅσοι φεύγουν εἶναι ἐχθροί τοῦ Κυρίου μας; Μισοῦν τόν Ἰησοῦν Χριστό; Μή γένοιτο! Ὅμως παρασύρονται ἀπό μιά κακίστη καί ἁμαρτωλή συνήθεια, ἡ ὁποία ὡς λέπρα παρεισέφρησε καί ἐμόλυνε τά τελευταῖα χρόνια τήν ἐκκλησιαστική-πνευματική μας ζωή. Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία τό νά φεύγωμε ἀπό τήν Ἐκκλησία μετά τό πρῶτο «Χριστός Ἀνέστη». 
Ἀγαπητοί μου, ὅσοι ἀναγινώσκετε αὐτό τό κείμενό μας, ἄς γίνετε κήρυκες καί στούς ἄλλους ἀδελφούς μας, ὥστε νά κατανοήσουν, ὅτι πρέπει νά παραμένουν ἐν χαρᾷ καί προσευχῇ στήν Πασχαλινή Θεία Λειτουργία, καί μετά νά πηγαίνουν μέ τήν χάρη τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας στό σπίτι τους, προκειμένου νά γευθοῦν καί τῆς ὑλικῆς τραπέζης.
Ἐνθυμεῖσθε, ἀδελφοί μου, τί εἶπε ὁ Κύριος μέ παράπονο στούς Μαθητάς του, ὅταν τούς βρῆκε νά κοιμοῦνται κατά τήν ὀδυνηρή ὥρα τῆς προσευχῆς στόν κῆπο τῶν Ἐλαιῶν: «Οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ’ ἐμοῦ;» (Ματθ. κστ’. 40). Δέν μπορέσατε γιά λίγο, νά ξαγρυπνήσετε μαζί μου;
Στό ἐρώτημα τοῦ Κυρίου μας πρός ἐκείνους πού φεύγουν ἀπό τήν Ἀναστάσιμη Λειτουργία, «Παιδιά μου, γιατί μέ ἐγκαταλείπετε; Δέν ἀντέχετε γιά λίγο, νά ἀγρυπνήσετε μαζί μου; Μήπως δέν ἀνέβηκα στόν Σταυρό γιά σᾶς; Μήπως δέν κατέβηκα στόν ᾅδη γιά σᾶς; Μήπως δέν ἀναστήθηκα γιά σᾶς;», τί θά ἀπαντήσουν ἄραγε;
Ἀδελφοί μου, ἄς πολεμήσωμε αὐτό τό κακό. Ἄς θεραπεύσωμε αὐτή τήν πληγή. Τό εὔχομαι ὁλοψύχως.
· Δεύτερον. Πολλοί ἀδελφοί μας πού προέπεμψαν στήν αἰωνιότητα ἀγαπημένα τους πρόσωπα,ἀρνοῦνται νά ἐκκλησιασθοῦν κατά τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, λέγοντας ὅτι οἱ «πενθοῦντες» δέν πρέπει νά μετέχουν σέ αὐτή τήν χαρμόσυνη ἑορτή. Τοῦτο εἶναι μεγάλη πλάνη, καί μόνο ὡς ἐφεύρεση τοῦ διαβόλου μποροῦμε νά τό θεωρήσωμε. Ἄν σέ κάθε ἑορτή πρέπει νά ἐκκλησιαζώμεθα, πόσο μᾶλλον κατά τήν ἁγία καί μεγάλη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, κατά τήν ὁποία οἱ μεταστάντες ἀδελφοί μας, τά προσφιλῆ μας πρόσωπα πού εὑρίσκονται στόν Οὐρανό, συγχορεύουν καί συμπανηγυρίζουν μετά τῶν υἱῶν τῆς Ἀναστάσεως, τῶν Ἁγίων δηλαδή. Μήπως δέν ψάλλομε «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»;
Τό Πάσχα εἶναι ἡ δική τους ἡμέρα καί μεῖς θά λείπωμε ἀπό τήν Ἐκκλησία;
Τό Πάσχα εἶναι ἡ δική τους ξεχωριστή ἑορτή καί μεῖς θά εἴμαστε κλεισμένοι στό σπίτι μας καί θά κλαίωμε, «καθώς οἱ λοιποί, οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»; (Α’ Θεσ. δ’, 13).
Ὁ πατέρας μας, ἡ μητέρα μας, τό παιδί μας, ὁ ἀδελφός, ἡ ἀδελφή καί ὅποιος ἄλλος ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά εἶναι παρόντες στό Ἀναστάσιμο πανηγύρι, καί σύ τό παιδί τους, ἡ μάνα, ὁ πατέρας καί ὅποιος ἄλλος οἰκεῖος, θά ἀπουσιάζῃς καί θά εἶσαι μέσα στό σκότος τοῦ πένθους, τό ὁποῖο δέν ἔχει πιά χῶρο στίς καρδιές τῶν παιδιῶν τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ;
Ἐλᾶτε ὅλοι στήν Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου. Ἐκεῖ, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας, ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς, τῆς μακαρίας καί ἀθανάτου Τραπέζης, θά συναντήσωμε τά πολυαγαπημένα μας πρόσωπα πού εὑρίσκονται στήν ἀγκαλιά τοῦ Οὐρανίου Πατρός καί θά ψάλωμε τήν ἐπινίκιο ᾠδή στόν νικητή τοῦ θανάτου, τόν Ἀναστάντα Κύριό μας.
· Τρίτον. Θά ἀναφερθῶ σέ ἕνα ἄλλο πολύ σημαντικό ζήτημα. Κατά τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος,καί κυρίως κατά τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, σέ πολλά μέρη, σέ πόλεις καί κυρίως στά χωριά, ὑπάρχει δυστυχῶς ἡ κακή συνήθεια τῶν βεγγαλικῶν καί τῶν κροτίδων. Εἶναι μιά ξένη πρός τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας συνήθεια, πού πολλάκις καταντᾶ ἐπικίνδυνη, ἀφοῦ δυστυχῶς κάθε χρόνο σέ κάποια μέρη θρηνοῦμε θύματα. Πολλοί συνάνθρωποί μας καί ἰδίως (τί κρίμα!) μικρά παιδιά, τραυματίζονται ἐπικίνδυνα ἤ ἀκρωτηριάζονται.
Πρόκειται γιά μιά συνήθεια, πού σύν τοῖς ἄλλοις συνιστᾶ καί ἀσέβεια, ἀφοῦ ταράσσει τό κλῖμα τῆς εὐλαβείας καί τῆς προσευχῆς καί ἀποσπᾶ τήν προσοχή τῶν πιστῶν ἀπό τά τελούμενα.
Στήν προσπάθειά μας καί τόν ἀγῶνα μας νά ἐξυγιάνωμε τήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τέτοιες παρεκκλίσεις, καλοῦμε ἅπαντας νά ἑορτάσουν τό Πάσχα μέ σύνεση, ἡσυχία, προσευχή καί κατάνυξη, ὥστε νά ἀπολαύσωμε τῆς οὐρανίου χαρᾶς καί Ἀναστασίμου εὐφροσύνης.
Προστατέψτε τά παιδιά σας, τά παιδιά μας, ἀπό τόν παραπάνω κίνδυνο. Μή τά ἐνθαρρύνετε σέ ἀνοίκειους καί ἐπικίνδυνους «ἑορτασμούς». 
Πιστεύω, ὅτι ἡ φωνή τοῦ Ἐπισκόπου σας, πού βγαίνει ἀπό τήν ἀγαπῶσα ὅλους καρδία του, θά ἀκουσθῇ καί θά ἔχωμε ὅλοι μας τήν χαρά νά συνεορτάσωμε τό Πάσχα μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων.
Παιδιά μου εὐλογημένα, μέ αὐτές τίς σκέψεις σᾶς εὔχομαι ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μου,
Καλή Μεγάλη Ἑβδομάδα, καλό πνευματικό ἀγῶνα 
καί καλή Ἀνάσταση.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (ΕΣΠΕΡΑΣ): Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΝΥΜΦΙΟΥ


      ῾᾽Ιδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός...᾽ 

Στηριγμένο τό μεσονυκτικό τροπάριο ῾᾽Ιδού ὁ νυμφίος ἔρχεται...᾽ στήν παραβολή τοῦ Κυρίου τῶν δέκα παρθένων, δίνει τό στίγμα τῆς ἀπαρχῆς τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδας: ὁ Κύριος, ὁ νυμφίος κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός.

      1. Αὐτό σημαίνει καταρχάς ὅτι τό κύριο γνώρισμα τῆς σχέσης τοῦ Χριστοῦ μέ ἐμᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη.
Κι ὄχι ἁπλῶς μιά ἀγάπη κινούμενη μέσα σέ συμβατικά τυπικά πλαίσια, ἀλλά μιά ἀγάπη χωρίς ὅρια, τήν ὁποία ἀκροθιγῶς μποροῦμε νά ψηλαφήσουμε στή σχέση τοῦ ἐρωτευμένου ἀπέναντι στήν ἐρωμένη του. ῾Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν...᾽. Καί δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς ἀπεκάλυψε - ῾᾽Εκεῖνος ἐξηγήσατο᾽ - ὅτι ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽. Ὁ Θεός μας λοιπόν πού ἐνανθρώπησε ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ᾽Εκεῖνος πού γίνεται ὁ νυμφίος μας, γιατί μέσα στήν ἄπειρη ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς, τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, μᾶς προσλαμβάνει στόν ἑαυτό Του καί μᾶς κάνει ἕνα μ᾽ ᾽Εκεῖνον: ἀνθρωποπαθῶς μιλώντας, ἡ σκέψη Του, ἡ καρδιά Του, ἡ ἐπιθυμία Του εἶναι σέ μᾶς, ὅπως τοῦ ἐρωτευμένου εἶναι στήν ἐρωμένη του.

     2. Κι ἔπειτα, μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος, ἔρχεται ῾ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός᾽. ῎Ερχεται δηλ.
(α) μέ τρόπο πού δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά προσδιορίσουμε καί νά ὁριοθετήσουμε. Ὁ ἐρχομός Του πάντοτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπόλυτα ἐλεύθερης ἀγάπης Του, καρπός τῆς δικῆς Του πρωτοβουλίας, πού σημαίνει ὅτι ἐμφανίζεται ἐκεῖ πού κανείς δέν Τόν περιμένει καί μέ τρόπο πού ἴσως ποτέ δέν μπορεῖ νά ὑποψιαστεῖ: μέσα ἀπό ἕνα ἀτύχημα κάποια φορά, ἀπό τήν ἀνάγνωση κάποιου βιβλίου κάποια ἄλλη, ἀπό μιά θλίψη καί δοκιμασία ἄλλοτε, κυρίως ὅμως ἀπό τή συνάντησή μας μέ τούς πιό παραπεταμένους ἐλαχίστους συνανθρώπους μας. ῾᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε᾽.
(β) ῎Ερχεται συνεπῶς κι ἐκεῖ πού ῾ἀντικειμενικά᾽ δέν θά ἔπρεπε νά εἶναι, μέσα δηλ. καί στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Τήν ὥρα πού ἐπιτελεῖ κανείς τήν ἁμαρτία, ἐκείνη τήν ὥρα μπορεῖ νά κληθεῖ ἀπό τόν ἐρχόμενο Κύριο. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, πού κλήθηκε τήν ὥρα πού δίωκε τούς χριστιανούς, σάν τόν ἀπόστολο Ματθαῖο, πού κλήθηκε τήν ὥρα τοῦ ῾τελωνείου᾽. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ κάθε ὥρα γιά τόν καθένα μας, μπορεῖ νά εἶναι ἡ ὥρα τῆς χάρης μας, τῆς κλήσης μας ἀπό τόν νυμφίο Χριστό. 
᾽Αλλά καί (γ) ἔρχεται καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο χωρίς τίς περισσότερες φορές νά παίρνει κανείς ἀπό τούς ἄλλους συνανθρώπους εἴδηση γιά τήν κλήση αὐτή. Σάν τήν περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, πού μόνον αὐτή ἐμποδιζόταν νά μπεῖ στό Ναό, χωρίς κανείς δίπλα της νά νιώθει τό τί γινόταν στήν ψυχή της. Ὁ Κύριος πάντοτε εἶναι ὁ ἐρχόμενος καί κρούων τή θύρα τῆς ψυχῆς μας. ῾᾽Ιδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω᾽. Ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο γίνεται στά μυστικά βάθη τῆς καρδιᾶς, τά ὁποῖα γνωρίζει μόνον ᾽Εκεῖνος. Στήν καρδιά ῾παίζεται᾽ τό ὅλο παιχνίδι τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

     3. Κι αὐτός ὁ ποικίλος ἐρχομός σέ μᾶς τοῦ γεμάτου ἀγάπη νυμφίου Χριστοῦ συναντᾶ συνήθως δύο καταστάσεις: τήν κατάσταση τῆς ἐγρήγορσης καί τήν κατάσταση τῆς ραθυμίας. ᾽Εγρήγορση σημαίνει ν᾽ ἀνταποκριθῶ στήν ἀγάπη Του καί νά ζήσω μαζί Του τή χαρά τῆς παρουσίας Του, ψυχικά καί σωματικά, καί ἐδῶ καί αἰώνια. ῾Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽. Ραθυμία σημαίνει νά εἶμαι τόσο προσκολλημένος στά πάθη μου - στή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία μου - ὥστε νά μήν καταλάβω κἄν τόν ἐρχομό καί τήν κλήση Του, κι ἀκόμη: νά Τόν καταλάβω μέν, ἀλλά ν᾽ ἀναβάλω τήν ἀνταπόκρισή μου. Ἡ ἐκτίμηση γιά τίς δύο καταστάσεις, ὅπως μᾶς τή δίνει ὁ ὑμνογράφος, εἶναι σαφής: μακαριότητα ἡ πρώτη, ἀναξιότητα ἡ δεύτερη. Μέ τά ἀντίστοιχα βεβαίως ἀποτελέσματα.
Ἡ ἐπιλογή πιά εἶναι στήν ἀπόλυτη εὐθύνη μας: ῾Βλέπε οὖν ψυχή μου...᾽!

Εἰσαγωγὴ στὰ πάθη

Α

Ἡ ἑβδομάδα τῶν παθῶν κεντρίζει τή μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Ξαναφέρνει στή θύμησή τους τή μορφή τοῦ Χριστοῦ καί κάθε ἄνθρωπος ἀνασυνθέτει αὐτή τή μορφή, κατά τήν πίστη του, ἤ τά κριτήρια τῆς ἀπιστίας του.

Ἡ μόρφωση, ἤ ἡ ἀμάθεια τῶν ἀνθρώπων, δέν ἔχουν στήν προκειμένη περίπτωση καμμιά σημασία. Ὑπάρχουν σοφοί πού εἶναι πιστοί καί σοφοί πού εἶναι ἄπιστοι. Κι ὑπάρχουν «πτωχοί τῷ πνεύματι» πού λάμπουν σάν τόν ἥλιο κι ἀγράμματοι πού εἶναι ἀδιάφοροι, ἤ προληπτικοί. Ὁ καθιερωμένος τρόπος, πού οἱ διανοούμενοι καιροί μᾶς προσφέρουν γιά τή γνωριμία τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ βιογραφίες του. Βίοι τοῦ Χριστοῦ γραμμένοι ἀπό πιστούς καί βίοι τοῦ Ἰησοῦ σχεδιασμένοι ἀπό ἄπιστους. Ἡ βιογραφία εἶναι τό ἀγαπημένο λογοτεχνικό εἶδος τοῦ καιροῦ μας, γιατί μᾶς βγάζει ἀπ’ τόν κόπο τῆς ἀπευθείας γνωριμίας, τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ μέσα στό αὐθεντικώτερο τεκμήριο πού σώζεται, τήν Καινή Διαθήκη. Ὁ Χριστός ὅμως δέν βιογραφεῖται, γιατί εἶναι μορφή πού ξεπερνᾶ τά πλαίσια τῆς ἱστορίας καί σάν τέτοια δέν μπορεῖ νά βρῆ βιογράφο μέ ὑπεριστορικό ἀνάστημα. Τό μόνο πού εἶναι κατορθωτό, στήν περίσταση, εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἐξηγηθῆ καί νά κατανοηθῆ τό Εὐαγγέλιο, πού εἶν’ ὁ μόνος δρόμος γιά νά προσεγγίση ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό, ὁ μόνος ἔναστρος οὐρανός, πού ὅσες φορές κι ἄν τόν μελετήσουμε μᾶς φανερώνει καινούργια ἀστέρια.

Τ’ ἀνθρώπινα βιβλία κι οἱ ἱστορίες δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν βιβλική πληρότητα, γιατί ἔχουν ὅλο τόν ἐφήμερο χαραχτήρα πού παρουσιάζει κάθε ἐκδήλωση τ’ ἀνθρώπου. Κι ὅταν ἱστορικές μορφές, ὅπως ὁ Σωκράτης, μᾶς παρουσιάζεται τόσο διαφορετικά στόν Πλάτωνα καί τόν Ξενοφώντα, κι ὅταν τόση ἀπόσταση χωρίζει τόν Χριστόφορο Κολόμπο τοῦ Βάσερμαν ἀπ’ τόν Κολόμπο τοῦ Σαρκώ, κι ὁ πιό κοινός ἄνθρωπος μπορεῖ νά καταλάβη τί σημαίνει ἀπόπειρα βιογραφίας τῆς μοναδικῆς ὑπεριστορικῆς μορφῆς, δηλαδή τοῦ Θεοῦ.

Τά Εὐαγγέλια καί τούς Ἀποστόλους τά διαβάσαμε καί τ’ ἀκοῦμε. Ἀλλά δέν φτάνει. Ἄν δέν φουντώση μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ πραγματική λαχτάρα γιά τήν ἀλήθεια, τό Εὐαγγέλιο δέν ἀποκαλύπτει τούς μυστικούς θησαυρούς του κι ὁ Χριστός ὀρθώνεται στά μάτια μας μονάχα σάν ἱστορική μορφή. Εἶναι ἀδύνατο νά φτάσωμε στή γνώση, λέει ὁ Ματθαῖος, ἄν δέ νοιώσουμε κατάπληξη. Κι ὁ Κλήμης τῆς Ἀλεξάντρειας, λογαριάζει τό θαυμασμό ἀρχή κάθε γνώσης. Ἡ διαφορά τῶν Εὐαγγελίων πρός τ’ ἄλλα βιβλία εἶναι πώς τά Εὐαγγέλια δέν ἱστορᾶνε μία ζωή, πού ἀρχίζει ἀπό ἕνα λίκνο καί τελειώνει σ' ἕνα τάφο, ἀλλά φανερώνουν τή μοναδική κι ἀπροσμέτρητη προσφορά τοῦ θείου πρός τόν ἄνθρωπο. Μ' ἄλλα λόγια, τά Εὐαγγέλια ἀφοροῦν περισσότερο τή δική μας ζωή, παρά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Γιατί γιά μᾶς εἶπεν ὅσα εἶπε, γιά μᾶς ἔπραξε ὅσα ἔπραξε, γιά τή λύτρωση τή δική μας μετρήθηκε μ’ ὅλη τήν κλίμακα τῶν πειρασμῶν καί γιά τή σωτηρία μας μαρτύρησε κι ἔχυσε τό αἷμα του στό Σταυρό. Ἄν πίσω ἀπ’ τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στά Εὐαγγέλια, δέν ἀνακαλύψουμε τό πρῶτο καί τό τελευταῖο λυτρωτικό μήνυμα χαρᾶς, ἄν στό λόγο του δέ συλλάβουμε τό κενό τῆς δικῆς μας ζωῆς καί τό δρόμο πρός τό «χαροποιόν πένθος», τότε δέν ὑπάρχει κανένας τρόπος νά γνωρίσουμε τό Χριστό, ὅσα βιβλία κι ἄν διαβάσουμε, ὅσες σοφίες κι ἄν μᾶς παρασταθοῦν γιά νά βοηθήσουν στήν κατανόησή του. Ἡ θεϊκή του ἀχτινοβολία θά μᾶς ξεφεύγη.

 
* * *

Πόσο πιστή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη εἰκόνα μέσα στά Εὐαγγέλια καί πόση ἀπροσμέτρητη ἀπόσταση χωρίζει τό γήινο αὐτό τοπίο ἀπ’ τό Χριστό, φαίνεται θαυμαστά στήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα. Στόν πίνακα αὐτόν τρία εἶναι τά χαραχτηριστικά γνωρίσματα. Πρῶτα, ὁ τρόπος πού προκρίνει ὁ Ἰησοῦς νά μπῆ στά Ἱεροσόλυμα, δεύτερο τό στοιχεῖο πλῆθος, καί τρίτο ὅσα εἶπε κι ἔπραξε κείνη τή μέρα. Ἡ μόνη διαφορά ἀπ' τίς προηγούμενες φορές πού μπῆκε στήν Ἁγία Πόλη, εἶναι πώς τούτη μόνος του ζήτησε νά μπῆ «ἐπί πῶλον ὄνου».

Τό γνώριζε πώς ἔμπαινε θριαμβευτής. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λάζαρου εἶχε γίνει τό θέμα τῆς ἡμέρας. Λογαριάστηκε τό ἐπιστέγασμα τῶν θαυμάτων του καί τό πλῆθος τρέχει πάντα πίσω ἀπ' τό νικητή. Ὡστόσο ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἡ νίκη πού ἐννοοῦσε τό πλῆθος καί γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα τοῦ θριάμβου του δέν εἶχε κανένα ἀπ’ τά γνωστά χαραχτηριστικά τῶν Καισαρικῶν θριάμβων, πού δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἡ ἀποθέωση τῆς βίας κι ἡ κυνική προβολή τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας. Γι’ αὐτή τήν τελευταία του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ ζήτησε νά καθήση πάνω στό πιό ταπεινό πλάσμα τῆς δημιουργίας καί τό πιό περιφρονημένο. Σ' ἕνα γαϊδούρι. Τό ἴδιο ταπεινό ὑποζύγιο στάθηκε μάρτυρας στή γέννησή του καί τό ἴδιο, πού τόν φυγάδεψε μειράκιο, γιά νά σωθῆ ἀπ’ τό φονικό μαχαίρι τοῦ Ἡρώδη, στήν Αἴγυπτο, τόν ὁδηγᾶ τώρα στήν ἁμαρτωλή πόλη τοῦ μαρτυρίου του. Καί δέν πρόκειται γιά τυχαία σύμπτωση. Ὁ Ἰησοῦς τό ζήτησε. Κι ἔστειλε μάλιστα δύο μαθητές του νά φέρουν τόν πῶλο καί τούς ὥρισε προκαταβολικά ποιά δικαιολογία νά προβάλουν στόν κτήτορα τοῦ ζώου. Δέν ἦταν διόλου δύσκολο στόν Ἰησοῦ νά ἐπιδίωξη διαφορετικήν εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ, κι ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα βοηθοῦσε σέ τέτοιαν ἐγκόσμιαν ἐπίδειξη. Ὁ θρίαμβος του ὅμως δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου καί γιά τοῦτο θέλησε ἡ εἴσοδός του νάχη ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ταπεινοφροσύνης καί κανένα ἀπό κεῖνα πού συνθέτουν τήν αἴγλη τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς.

Κι ἀπ' τήν ὥρα πού πατᾶ τούς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ, φουντώνει στήν ψυχή του ἡ μεγάλη δοκιμασία, ποὖχε ἀρχίσει κιόλας στήν Καπερναούμ. Κι ἡ δοκιμασία αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς λαϊκῆς παραφορᾶς, αὐτοῦ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, πού δέν ἦταν κεῖνο πού Αὐτός ζητοῦσε.

Οἱ ὕμνοι καί τά «ὡσαννά» ἦταν μία φευγαλέα ἀναλαμπή μέσα στήν ψυχή τῆς μάζας. Κι ὁ λόγος ἦταν ἕνας καί πολύ ἁπλός. Πὼς ἦταν μάζα.

Τό σωτήριο μήνυμά του δέν ἀπευθυνόταν στά πλήθη, ἀλλά στά ἄτομα. Τό αἴτημα τῆς ἀγάπης δέν μπορεῖ νἄναι ὁμαδικό, ἀλλ’ ἀτομικό. Τόν καθένα ξεχωριστά καλοῦσε ν’ ἀγαπήση τόν πλησίον του σάν τόν ἑαυτό του. Κι ἡ λευτεριά πού εὐαγγελιζόταν δέν ἦταν ἡ λευτεριά τῶν ὁμάδων, ἐθνικῶν, φυλετικῶν ἤ θρησκευτικῶν, ἀλλ’ ἡ λευτεριά τοῦ ἀτόμου. Τόν ἄνθρωπο ἤθελε νά λευτερώση κι ἀπ’ τά δεσμά τῆς ὁμαδικῆς σκλαβιᾶς κι ἀπ’ τά χειρότερα δεσμά πού ἁλυσοδένουν τό νοῦ καί τήν ψυχή του, τά πάθη του. Σέ πόλεμο κατά τοῦ ἑαυτοῦ του κάλεσε τόν ἄνθρωπο καί τό πεδίο αὐτοῦ του πολέμου εἶν’ ὄξω ἀπ’ τά πλαίσια τῆς μάζας. Ὁ ἀγωνιστής γιά ν’ ἀναπτύξη τή στρατηγική σ’ αὐτόν τόν πόλεμο, χρειάζεται πρίν ἀπ' ὅλα ν’ ἀπαγκιστρωθῆ ἀπ' τή μάζα καί νά πάψη νἄναι πλῆθος. Μονάχα αὐτά, τά πνευματικά λευτερωμένα ἄτομα, ἀδερφωμένα μέ τῆς ἀγάπης τό μυστικό δεσμό, θεμελιώνουν τήν καθαγιασμένη κοινότητα, πού λέγεται Ἐκκλησία. Τ’ ἄλλα, εἶναι τό πλῆθος πού τήν Κυριακή τῶν Βαΐων φώναζε «ὡσαννά» καί μετά τρεῖς μέρες ὠρυόταν «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν». Μπροστά στήν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ πλήθους, ἡ ψυχή του γινότανε περίλυπη κι ἀκόμη βαθύτερος ἦταν ὁ πόνος του ὅταν ἔβλεπε τή χαρούμενη ἱκανοποίηση τῶν μαθητῶν του μπροστά στόν ἐνθουσιασμό, πού σέ λίγο θά μετάλλαζε σ' ἀνάθεμα καί κραυγή ὀργῆς καί θανάτου. Τῶν μαθητῶν πού ἦταν οἱ διαλεχτοί του, πού εἶχαν ἀκούσει τό λόγο του κι ἦταν μάρτυρες στά θαύματά του, τῶν μαθητῶν πού θά κοιμόνταν τήν ὥρα τῆς ἀγωνίας του, πού θά τόν πρόδιναν, πού θά τόν ἀρνιόνταν καί κυριεμένοι ἀπό δειλία, θά τρέπονταν σέ φυγή, τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ μεγάλος πόνος τοῦ Ἰησοῦ, τό φοβερό μαρτύριο τῆς ψυχῆς του, ἀρχίζει ἀκριβῶς ὅταν γίνεται αἰσθητὴ ἡ μόνωση, ἐπειδή κανείς δέν τόν καταλαβαίνει. Γιατί δέν εἶναι μονάχα τό πλῆθος πού ἀλαλάζει, οὔτε οἱ Φαρισαῖοι κι οἱ Ἑλληνίζοντες Σαδουκαῖοι, πού εἶναι μακρυά του καί ξεσηκώνουνται καταπάνω του, ἀλλά οἱ δώδεκα ἀφοσιωμένοι μαθητές του, πού δέν τόν καταλαβαίνουν. Ἀπ’ τήν Καπερναούμ ὡς τή Σταύρωση ζοῦμε ἀλλεπάλληλα τά στάδια σ’ αὐτό τό δράμα τῆς ἀσυνεννοησίας. Ὅταν, λίγο πρίν, εἶχεν ἀναστήσει τό Λάζαρο, γιά τήν ἴδια ἀφορμή εἶχε δακρύσει. Δέν τόν τρόμαζε ὁ θάνατος, πού τόν νίκησε, ἀλλά τ’ ἁμαρτωλά ἀνθρώπινα κριτήρια καί κείνων πού ἦταν οἱ ἀγαπημένοι του, κι ἡ ἀδύναμη πίστη τους. Τόν γνώριζαν καλά οἱ ἀδερφές τοῦ Λάζαρου κι ὅμως τό μόνο πού μπόρεσαν νά σκεφτοῦν καί νά τοῦ ποῦν κι οἱ δύο σέ διαφορετικές στιγμές εἶναι «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἄν ἐτεθνήκει». Πιστεύανε στή θεραπευτική δύναμη τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά δέν τολμοῦσαν νά σκεφτοῦν πώς μποροῦσε νά τόν ἀναστήση. Τό θέαμα τοῦ θανάτου εἶχε παραλύσει τήν πίστη, ὄχι μόνο τῆς πραχτικῆς Μάρθας, ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς Μαρίας, πού «ἐξελέξατο τήν ἀγαθήν μερίδα». Ὁ Χριστός δέν δάκρυσε γιά τό Λάζαρο—τὸ θάνατό του τόν εἶχεν ἀναγγείλη στούς μαθητές του, πολύ πρίν φτάσει μπροστά στόν τάφο τοῦ Λάζαρου—αλλα γιά τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά σήκωση τ’ ἀβάσταχτο βάρος τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς.

Πλημμυρισμένος ἀπό τέτοια θλίψη φτάνει στό Ναό καί κεῖ ξεσπᾶ ἡ ὀργή του πάνω στούς κάπηλους πού εἶχαν μεταλλάξει τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ σέ «σπήλαιο ληστῶν» τούς μαστιγώνει καί καθαρίζει τό Ναό ἀπ' τά μολυσματικά παράσιτα.


 
Β

Ἀπ' τή μέρα πού ἀκολουθᾶ τήν εἴσοδό του στήν Ἱερουσαλήμ, οἱ ἄρχοντες κι οἱ ἰσχυροί τοῦ καιροῦ τόν κεραυνώνουν μέ παραπειστικά ρωτήματα, μόνο καί μόνο, γιά νά βροῦν τή ζητούμενη ἐνοχή στίς ἀπαντήσεις του, ὥστε νά οἰκοδομήσουν τό σῶμα τοῦ ἐγκλήματος καί νά τόν θανατώσουν. Τά ρωτήματα πού τοῦ θέσανε διαδοχικά, εἶναι τ' ἀκόλουθα:

1ον) Μέ ποιό δικαίωμα κάνεις ὅσα κάνεις καί ποιός σούδωκε αὐτή τήν ἐξουσία;

2ον) Πρέπει νά πληρώνουμε τό φόρο στόν Καίσαρα ἤ ὄχι;

3ον) Ἄν ἑφτά ἀδέρφια παντρευτοῦν τήν ἴδια γυναίκα, ὁ καθένας μετά τό θάνατο τοῦ προηγούμενου, καί τέλος μετά τόν θάνατο καί τοῦ ἕβδομου ἄντρα, πεθάνη κι ἡ γυναίκα ἄτεκνη, τίνος ἀπ’ τούς ἑφτά θἄναι γυναίκα στή μέλλουσα ζωή;

4ον) Ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολή τοῦ Θεοῦ;

Ὁ Ἰησοῦς γνώριζε καλά καί τούς ἰσχυρούς πού τόν ρωτοῦσαν καί τούς Σαδουκαίους καί τούς Φαρισαίους, κι ἔβλεπε πόσο ὅλ’ αὐτά ἐκφράζανε περισσότερο τό χάσμα πού χώριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, παρά μία κοινή συνωμοσία ἀνθρώπων ἐνάντια σ’ ἕναν ἄνθρωπο. Ὁ ἀνθρωπος—μάζα, μιλοῦσε πάλι θέλοντας νά χρησιμοποίηση γήινα κριτήρια, γιά νά μέτρηση καί νά καθορίση τά Οὐράνια. Ἄν εἶχαν λευτερωθῆ ἀπ’ τά πάθη τους, ἄν στή θέση τοῦ ἐπίγειου εὐδαιμονισμοῦ ἄφηναν νά βλάστηση ἡ ἀγάπη, ἄν λευτέρωναν τό πνεῦμα ἀπ’ τά βαρειά δεσμά τῆς ὕλης, δέν θά ρωτοῦσαν τόν Ἰησοῦ ἀπό ποιόν ἀντλεῖ τήν ἐξουσία του. Θά τό γνώριζαν καί θάχανε ζήσει τή μεγάλη καί συγκλονιστική ὥρα τοῦ θαυμασμοῦ. Μή θέλοντας ὅμως οἱ ἴδιοι νά δοῦν, εἶχαν καταντήσει ἀθεράπευτα τυφλοί. Ὁ ἀνθρωπος—μάζα δέν νοιάζεται γιά τήν ἀλήθεια. Μόνο τό λευτερωμένο πνεῦμα νοιάζεται γι’ αὐτήν, καί γι’ αὐτό στέκεται πάνω ἀπ' τή μάζα. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ Ἰησοῦς δέν ἀπαντᾶ στό πρῶτο ρώτημα, ἀλλά ὑπόσχεται v’ ἀπάντηση, ἄν πρῶτοι αὐτοί ποὺ τόν ρώτησαν ἀποκριθοῦν στό δικό του ρώτημα, ἄν τό βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη γίνεται κατά θεία προσταγή, ἤ εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση; Κι οἱ ἀνθρωποι—μάζα ἀπαντοῦν πώς δέν γνωρίζουν, ἐπειδή, ἄν ὁμολογοῦσαν πώς εἶναι ἐκτέλεση θείας προσταγῆς, θάπρεπε ν’ ἀπολογηθοῦν γιά τήν ἀπιστία τους, κι ἄν λέγανε πώς εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, κινδυνεύανε νά ἐρεθίσουν τά πλήθη, πού πιστεύανε πώς ὁ Ἰωάννης εἶναι προφήτης.

Τό δεύτερο ρώτημα εἶναι ὁ γνησιώτερος καρπός τῆς σύγχυσης τοῦ ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ, τοῦ ἀνθρώπινου καί τοῦ θείου, τῆς ἐγκόσμιας σκοπιμότητας καί τῆς ἱερῆς μανίας, τῆς γήινης βασιλείας καί τῆς οὐράνιας. Ἡ σύγχυση τῆς ὀφειλῆς πρός τόν Καίσαρα κάθε ἐποχῆς καί τῆς ὀφειλῆς πρός τό Θεό, εἶναι τό σατανικώτερο ὅπλο, πού ἐπιτρέπει στόν ἄρχοντα τοῦ σκοταδιοῦ νά ταράζη ἀδιάκοπα τήν ἀδύνατη ἀνθρώπινη κοινότητα. Τό, κεῖνο πού ἀνήκει στόν Καίσαρα, δῶστε στόν Καίσαρα, καί κεῖνο πού ἀνήκει στό Θεό, δῶστε το στό Θεό, σημαίνει ξοφλῆστε τούς λογαριασμούς σας μέ τό ἐγκόσμιο στοιχεῖο καί καταπιαστῆτε μέ τή μεγάλη ὀφειλή πρός τόν πλάστη σας.

Ἡ ἴδια σύγχυση πεπερασμένου καί ἄπειρου, ἡ ἴδια μαζική προσήλωση στή γήϊνη νομοτέλεια φανερώνεται στό τρίτο ρώτημα. Οἱ Σαδουκαῖοι πού τό ὑποβάλανε δέν πιστεύανε στή μεταθάνατο ζωή. Ἦταν οἱ «προοδευτικοί» Ἑλληνίζοντες, καί τό ρώτημά τους ἦταν ἕνας καθαρός ἐμπαιγμός. Ὁ Χριστός ὅμως, παρά τό ἠλίθιο ρώτημα, δέν χάνει τήν εὐκαιρία ν’ ἀποδείξη πώς ἡ γήϊνη προβληματική δέν ὑπάρχει στή σφαίρα τῆς αἰωνιότητας, πώς ὅσοι περάσουνε τήν ἀθανασία δέν χρειάζουνται γάμους γιά νά διαιωνίσουνε τό εἶδος, ἀφοῦ τέτοιαν ἀνάγκη ἔχουν μονάχα οἱ θνητοί, ἀλλ' ὄχι οἱ ἀθάνατοι καί πώς ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ αὐτόματα φανερώνει τήν ἀλήθεια τῆς μέλλουσας ζωῆς, ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ Θεός δέν μπορεῖ νἄναι Θεός νεκρῶν, ἀλλ’ ὁ Θεός τῶν αἰωνίως ζώντων.

Τό τέταρτο ρώτημα, μολονότι εἶναι κι αὐτό καρπός τοῦ ἴδιου δέντρου, δίνει τήν εὐκαιρία στόν Ἰησοῦ ν' ἀποκάλυψη τό θεμελιακό νόημα τοῦ Λόγου του καί τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς Χριστιανικῆς Οἰκοδομῆς. Κι αὐτά συνοψίζουνται σέ δύο ἐντολές, πού ὁ ἴδιος χαραχτηρίζει ἰσότιμες: Ν’ ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου μ' ὅλη σου τήν καρδιά, μ’ ὅλη σου τήν ψυχή, καί μ’ ὅλη σου τή διάνοια, καί ν’ ἀγαπήσης τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου.

Μόνο τό λεύτερο ἄτομο μπορεῖ νά προχώρηση σέ τέτοια ὁλοκληρωτική ἀγάπη. Τρίπτυχη εἶναι ἡ ἀγάπη αὐτή, γιατί τριαδική εἶν’ ἡ ἀλήθεια. Δέν περιορίζεται ὁ Θεϊκός ἐντολέας νά κερδίση τόν αἰσθηματικόν ἄνθρωπο, δέν φτάνει ἡ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς, οὔτε ὁλοκληρώνεται ἡ προσφορά μέ τήν ἀγάπη τῆς ψυχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀναγκαία κι ἡ προσχώρηση τοῦ «λογικοῦ ὄντος» σ’ αὐτό τό κλίμα τῆς ἀγάπης, γιά νἄναι ἡ προσφορά ὁλοκληρωμένη καί νά γίνη δυνατή ἡ πιθανότητα τῆς οὐράνιας βασιλείας. Ἡ κλιμάκωση τῆς ἀγάπης, ὅπως γίνεται σ’ αὐτή τή θεμελιακή ἐντολή, φανερώνει τή βασική διαφορά πού ὑπάρχει ἀνάμεσα ἐγκόσμιας καί πνευματικῆς διαδικασίας. Στόν Σαίξπηρ, ὅταν ὁ Ἀμλέτος βλέπει τόν ἠθοποιό νά συγκινιέται καί νά κλαίη γιά τά παθήματα τῆς Ἑκάβης, λέει:

«Δέν εἶναι τερατῶδες αὐτός ὁ θεατρίνος, ἔτσι γιά ἕνα ψέμμα νά μπόρεση νά ὑποτάξη τήν ψυχή του στοῦ νοῦ τή σύλληψη, ὥστε τό πρόσωπό του νά χλωμιάζη, μέ δάκρυα στά μάτια». κ.λ.π.

Ξεκάθαρα ἡ γήϊνη δοκιμασία τῆς γνώσης κάνει τήν ἐκ διαμέτρου ἀντίστροφη πορεία ἀπό κείνην πού χρειάζεται γιά νά πλησίαση ὁ ἄνθρωπος τή γνώση πού ἀποκαλύπτει ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος. Τή σχετική ἀλήθεια, τή μερική, τήν ἀλήθεια τοῦ κόσμου τῶν αἰστήσεων, τή συλλαβαίνει πρῶτα ὁ νοῦς, καί στή νοητική αὐτή σύλληψη ὑποτάσσεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τ’ ἀνθρώπου, ὥστε νά μπορῆ νά κάνη τό πρόσωπό του νά χλωμιάζη, νά γεμίζη δάκρυα τά μάτια του καί νά οἰκοδομᾶ ὅλη τήν ἐγκόσμια ψευταίσθηση, πού λέγεται πολιτισμός. Στήν ἀπόλυτη ἀλήθεια ἡ κλιμάκωση εἶναι διαφορετική. Ἀρχίζει ἀπ' τήν καρδιά, ἁπλώνεται στήν ψυχή, κι ὁλοκληρώνεται στή διάνοια. Μπροστά στή μεγάλη ἀποκάλυψη σταματοῦν πρῶτα οἱ χτύποι τῆς καρδιᾶς, ἔπειτα φουντώνει στήν ψυχή ὁ συγκλονιστικές κεῖνος θαυμασμός, πού ὁ Κλήμης τῆς Ἀλεξάντρειας λογαριάζει προθάλαμο τῆς πίστης, κι ἀκολουθᾶ ἡ νόηση, πού λογικοποιεῖ καί σταθεροποιεῖ, ὅσα δέχτηκαν οἱ μυστικοί δέχτες τῆς καρδιᾶς καί τῆς ψυχῆς. Ἡ προβληματική αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὑπάρχει ἀκριβῶς σ' αὐτή τήν τριαδική κλιμάκωση, ὅπως ἡ προβληματική στή δεύτερη ἐντολή ὑπάρχει στόν ἑνικό ἀριθμό πού μεταχειρίζεται ὁ Χριστός γιά νά ὁρίση τόν «πλησίον» καί στίς λέξεις «ὡς ἑαυτόν».

Ὁ Ἰησοῦς δέν ὁρίζει ν' ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος τούς πλησίον του, ἀλλά τόν πλησίον του. Ἀπ’ τήν ἐντολή ἀποκλείουνται οἱ ἀφηρημένες κεῖνες γενικεύσεις, πού δέν ὁδηγοῦνε παρά στήν σύγχηση καί στήν ἁμαρτία. Δέν ὁρίζει νά ἀγαποῦμε τήν ἀνθρωπότητα, γιατί αὐτό δέν σημαίνει ἀπολύτως τίποτα. Οὔτε κι ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους, ἀλλά στόν ἄνθρωπο, σάν ἄτομο λευτερωμένο, πού καλεῖται ν’ ἀγαπήση τό διπλανό του, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός ὁ διπλανός. Καί συνεχίζοντας μέ τήν ἴδια σαφήνεια τήν ἐντολή, δέν ὁρίζει στόν ἄνθρωπο ν’ ἀγαπᾶ μονάχα, ἀλλά τοῦ καθορίζει καί πῶς ν’ ἀγαπᾶ. Σάν τόν ἑαυτό του. Ἀλλά τό πρόβλημα στό σημεῖο τοῦτο εἶναι ἐξαιρετικά πολύπλοκο. Γιατί πῶς ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του; Νά ἡ μεγάλη καί ἡ τραγική ἀπορία. Ὑπάρχουν δύο ἑαυτοί μας, ὁ ἐσωτερικός κι ὁ ἐξωτερικός. Πολύ συχνά ὁ ἐξωτερικός ἔχει τόση κυριαρχική ἐπιβολή, ὥστε ὁ ἐσωτερικός σχεδόν ἐξαφανίζεται. Τό πρόβλημα ἔτσι τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον συνοψίζεται πάλι στήν ἀποκάθαρση τοῦ ἀνθρώπου, στήν λύτρωση τοῦ ἀπ’ τά δεσμά τῶν παθῶν, στό πρόβλημα τοῦ λευτερωμένου ἀτόμου, πού μόνο στά σπλάχνα τοῦ μπορεῖ νά ριζώση ἡ πίστη καί ν’ ἀνθίση τό πλατύφυλλο δέντρο τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Μ’ ἄλλα λόγια, ἄν δέν ὕπαρξη «κεκαθαρμένος» ἑαυτός, θέμα ἀγάπης πρός τόν πλησίον δέν ὑπάρχει. Γι’ αὐτό σοφώτατα ἡ πρώτη ἐντολή ὁρίζει ν’ ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου μ’ ὅλη σου τήν καρδιά, μ' ὅλη σου τήν ψυχή καί μ’ ὅλη σου τή διάνοια, γιατί ὁ ἄνθρωπος πού δέν κατάφερε, μέ τέτοιον ἀπόλυτο τρόπο, ν' ἀγαπήση τόν Πλάστη του, εἶν’ ἀδύνατο ν’ ἀνακάλυψη τόν ἐσωτερικό ἑαυτό του, νά τόν ἀγαπήση καί νά τόν ὑψώση ὥστε ν’ ἀγαπήση καί τόν πλησίον του, εἴτε δίκαιος εἶναι, εἴτε ἁμαρτωλός, εἴτε ἄντρας εἶναι, εἴτε γυναίκα, εἴτε Ἰουδαῖος εἶναι, εἴτε Ἕλληνας, εἴτε δοῦλος εἶναι, εἴτε λεύτερος.

Δύσκολος ὁ δρόμος καί στενή ἡ πύλη. Ἀλλά πῶς νά γίνη διαφορετικά, ἀφοῦ εἶν’ ὁ μόνος κι ὁ ἀποκλειστικός δρόμος ποῦ ὁδηγᾶ πρός τή λύτρωση;

Ἡ λυτρωτική προσφορά τοῦ Ναζωραίου δέν ἀπευθύνεται σέ ὁλότητες, ἀλλά στόν ἀπομαζοποιημένον ἄνθρωπο. Ἡ ὁδός πού χαράζει, εἶναι δρόμος ἀτομικῆς σωτηρίας κι ὅταν ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος ἀπευθύνεται στά πλήθη, ἤ στά Ἔθνη, δέν ἀπευθύνεται στήν ὁμαδική τους ὑπόσταση, ἀλλά στά ἄτομα πού τ’ ἀπαρτίζουνε καί καλεῖ τό καθένα ξεχωριστά, σάν μονάδα— προσωπικότητα, ν' ἀνοίξη τήν καρδιά, τήν ψυχή καί τό πνεῦμα στήν ἀλήθεια πού ἀποκαλύφτηκε.


 
Γ

Ἡ Εὐαγγελική διαλεχτική-ἀνατρέπει ὅλα τά δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας καί τήν καθιερωμένη ἱστορική ἱεράρχηση. Ὅταν οἱ μαθητές φιλονικούσανε γιά τό ποιός θἄναι ὁ πρῶτος μεταξύ τους, ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε πώς πρῶτος θάναι κεῖνος πού θά μπόρεση νά φερθῆ σάν ἔσχατος καί νά ὑπηρετῆ σάν νἄταν ὁ νεώτερος. Δηλαδή πρῶτος θάναι ὁ ταπεινές κι ὁ ἔσχατος, ἐνῶ στά πλαίσια τῆς ἱστορίας, πρῶτος εἶναι κεῖνος πού ξέρει καί μπορεῖ νά ἐκμεταλλεύεται τήν ὑλική δύναμη καί νά χορταίνη μέ κολακεῖες.

Γι’ αὐτό ὅταν θέλη νά φάη μαζί τους, στέλνει τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη νά ἑτοιμάσουν τό Πασχαλινό δεῖπνο καί τούς ὁρίζει νά πορευτοῦν στήν πόλη ὅπου θά συναντήσουν ἕναν ὑπηρέτη πού θά κρατᾶ ὑδρία μέ νερό. Αὐτόν θ’ ἀκολουθήσουν κι αὐτός θά τούς ὁδηγήση στό σπίτι τοῦ κυρίου του, πού θά τούς δώση καί τήν κατάλληλη αἴθουσα κι ὅλα τά χρειαζούμενα. Ἕναν ταπεινό δοῦλο τούς στέλνει ν’ ἀκολουθήσουν καί δέν τούς στέλνει ἀπ’ εὐθείας στόν κάτοχο τοῦ σπιτιοῦ. Δέν εἶναι κι ἐδῶ τυχαία αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλ’ ἀπόλυτα ἐναρμονισμένη μέ τή βασική Εὐαγγελική ἀρχή τῆς ταπεινοφροσύνης. Τό ζητούμενο δέν βρίσκεται παρά ἄν ἀκολουθήσουμε τόν ταπεινό δοῦλο, πού σηκώνει στούς ὤμους του τήν ὑδρία μέ τό καθαρτήριο νερό, κι ὄχι τόν κύριο τοῦ δούλου, κι ὅταν ἀκόμα εἶναι πρόθυμος κι ἕτοιμος νά μᾶς δεχτῆ.

Ἴσως σκεφτῆ ὁ ἱστορικός πώς τρία χρόνια μαθητεία, θἄπρεπε νάχη βάλει τουλάχιστο τούς δώδεκα μαθητές, στό δρόμο τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης ! Ἦταν οἱ προνομιοῦχοι πού ὁ Χριστός διάλεξε καί τράβηξε ἀπό τό ἄμορφο καί ἀσυναίστητο πλῆθος. Εἶχαν ζήσει μαζί Του, εἶχαν ἀκούσει, ὅσο κανένας ἄλλος, τό λόγο Του, εἶχαν δεῖ ὅλα τά θαύματά Του. Κι ὅμως. Μέσα σ’ αὐτούς τούς δώδεκα, διατηροῦσαν τή θέση τους κι ἡ δειλία κι ὁ εὐδαιμονισμές κι ὁ θυμός κι ἡ φιλαρχία καί τό φοβερώτερο ἀπ’ ὅλα ἡ προδοσία. Ἄν ἡ εἰκόνα τῆς μάζας, πού ἄφηνε κραυγές ἐνθουσιασμοῦ καί φώναζε «Ὡσαννά», ὅταν πραγματοποίησε τήν τελευταία Του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ, κι ἔστρωνε τούς δρόμους, πού πέρασε, μέ τά ροῦχα της, ἀνεμίζοντας βάγια, ἀποτελοῦσε ἕνα τεκμήριο τῆς σύγκρουσης τῆς Ἱστορίας πρός τήν Ὑπεριστορία, ἡ εἰκόνα τῆς μικρῆς κοινότητας τῶν μαθητῶν του, ἀποτελοῦσε μία δραματική ἀκόμα φάση αὐτῆς τῆς σύγκρουσης.

Οἱ δώδεκα, πού θά κατηχοῦσαν ὅλα τά ἔθνη, ἔπρεπε νά καταλάβουν, πώς οἱ δρόμοι πού ὁδηγᾶνε στήν ἀπόλυτη ἀλήθεια, δέν ἔχουν καμμιά συγγένεια μέ τούς δρόμους πού εἶχε χαράξει γιά τόν ἴδιο σκοπό ἡ ἐγκόσμια σοφία. Δέν τούς κάλουσε ν’ ἀντιγράψουν τή μεθοδολογία τῶν Ἑλλήνων Φιλοσόφων, νά ἱδρύσουν νέα Ἀκαδημία ἤ νέα Στοά, νά συμπληρώσουνε τήν Ἀθήνα ἤ τήν Ἀλεξάντρεια, ἀλλά νά τίς ἀνατρέψουνε καί νά παραμερίσουνε τή φιλοσοφία, γιά ν’ ἀποκαταστήσουνε τήν ἀλήθεια ποῦχε σπαρῆ στή γῆ τοῦ Ἰσραήλ, ἀπό τούς Πατριάρχες, τούς Κριτές, τούς μεγάλους Βασιλιάδες, καί τούς Προφῆτες, γιά νά βρῆ τήν ἔκφρασή της στόν Ἐνσαρκωμένο Λόγο. Ἡ φιλοσοφία μέ τά χείλη τοῦ Σωκράτη διακήρυξε πώς «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα». Κι ὁ Ἰησοῦς κήρυξε μέ παρρησία ὀλότελ’ ἄγνωστη στή φιλοσοφία, «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή», καί τό «ὁ Οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν». Ἡ ὁδός ἀκριβῶς πού χάραζε, τούς ἔβγαζε ἀπό magna ignorantia τῆς φιλοσοφίας καί, τό σπουδαιότερο, παρουσιαζόταν ριζικά διαφορετική ἀπ’ τή φιλοσοφία» Δέν προβαδίζει πιά «τοῦ νοῦ ἡ σύλληψη», τοῦ Ἀμλέτου, ἀλλά τό σταμάτημα τῶν χτύπων τῆς καρδίας, μπροστά στήν ἐκτυφλωτική ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Ἡ ὁλοκληρωτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, πού κήρυξε, εἶναι τοπίο ὅπου μονάχα ἕνας δρόμος ὁδηγᾶ. Ὁ δρόμος τοῦ Πάθους.

Κεῖνος πού δέν εἶν’ ἕτοιμος νά ταπεινωθῆ, δέν μπορεῖς ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού δέν ἀντέχει στόν περίγελο τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού τρέμει γιά τό σαρκίο του δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού πουλᾶ ὅλα γιά νά μή χάση ἕνα μαλακό κρεββάτι, ἕνα ζεστό σπίτι, ἤ ἕνα καλό φαγητό, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού θέλει νἄναι πρῶτος καί πουλᾶ τά πρωτοτόκια γι’ αὐτό τό πινάκιο φακῆς, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού ἀποζητᾶ τόν κόλακα ἔπαινο τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού δέν καταφέρνει νά ξεριζώση ἀπό μέσα του τή Λερναία Ὕδρα τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς περηφάνειας, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κι ὅποιος δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση δέν μπορεῖ νά γνωρίση, γιατί μονάχα ὅποιος ἀγαπᾶ γνωρίζει, καί μονάχα αὐτός μπορεῖ νά πέραση μέσα στόν κύκλο τῆς ὑπερλογικῆς γνώσης, δηλαδή τῆς ἀλήθειας. Οἱ ἄλλοι δρόμοι, εἴτε φιλοσοφία λέγουνται, εἴτε ποίηση, εἴτε τέχνη, εἴτε ἐπιστήμη, μονάχα ὡς τήν ὑποψία τῆς γνώσης μποροῦν νά φτάσουν, ἀλλ’ ὄχι στή γνώση καί τήν ἀλήθεια.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού μπορεῖ ν’ ἀγαπήση, εἶναι κεῖνος πού μπορεῖ νά σηκώση στούς ὤμους του τὸ βάρος τοῦ Πάθους.

Στήν ἀρχαία φιλοσοφία οἱ ἥρωες δέν μποροῦν νά σηκώσουν τό βάρος τοῦ πάθους. Τό προσπερνοῦν, τό παρακάμπτουν καί τό πράμμα διαφέρει. Ἡ εἰκόνα τοῦ Πάθους εἶναι ὁλότελα σβυσμένη ἀπ’ τό θάνατο τοῦ Σωκράτη. Προχωρεῖ πρός τό θάνατο μέ ἀποκρουστική ἀδιαφορία, κι ὁλόκληρη ἡ φιλοσοφική καί ζωϊκή ἐμπειρία του κατάφεραν νά τόν ὁδηγήσουν στήν ἀπάθεια. Στήν ἀρχαία τραγωδία ὑπάρχει ἕνα πλῆθος πού παθητικά ὑποφέρει κι ἕνας ἄλλος κόσμος, ἰδανικός, πού τά πιό ψηλά του αἰστήματα εἶναι νοθεμμένα ἀπ' τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπινου μεγαλείου, ὅπως μετροῦν αὐτό τό μεγαλεῖο τά μέτρα τοῦ περήφανου ἀνθρώπου.

Θρύψαλα λευτεριᾶς ὑπάρχουν στόν ἀρχαῖο κόσμο, κι ὄχι ἡ λευτεριά ποὔναι γέννημα ἀπόλυτης «κι-ὁλοκληρωμένης ἀγάπης. Στόν Χριστιανικὸ κόσμο δέν ὑπάρχουν οἱ διαχωρισμοί πού ὑπάρχουν στόν ἑλληνικό κόσμο. Γιατί γιά τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶ δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀνώτεροι κι ἄνθρωποι κατώτεροι, ἄνθρωποι λεύτεροι κι ἄνθρωποι δοῦλοι, ἀλλά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν τά ἴδια χρέη πρός τόν Πλάστη τους καί τήν ἴδια νόμιμη μοίρα στήν ἀγάπη του, στή συγνώμη καί τό ἔλεός του.

Ὁ Ἀριστοτέλης τόσο ἦταν σίγουρος γιά τή φυσική ἀναγκαιότητα τῆς δουλείας, ὥστε δικαιολογώντας τή διατήρησή της ἔγραφε πώς: «Εἰ αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον οὐδέν ἄν ἔδει. Οὔτε τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ὑπηρετῶν οὔτε τοῖς δεσπόταις δούλων».

Ἐπειδή ὅμως οἱ μηχανές εἶν’ ἀδύνατο νά κινηθοῦν μόνες τους, ἔβγαζε τό συμπέρασμα πώς ὁ θεσμός τῆς δουλείας εἶναι νόμος φυσικός κι ἀκατάλυτος. Ποῦ ὠδήγησε ἡ ἀρχαία φιλοσοφία καί τέχνη τό ξέρουμε ὅλοι. Γιατί δέν εἶναι ἄγνωστα τά αἴτια πού ὠδήγησαν τήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία στήν κατάρρευση. Οὔτε χρειαζόταν ἡ δραματική φυγή τοῦ Εὐριπίδη κι οἱ «Βάκχες» του, γιά νά μᾶς τό φανερώσουν. Κι ἡ φιλανθρωπία ἀκόμα ἄν κι ὀργανωμένη, δέν ἦταν καρπός ἀγάπης, ἀλλά κοινωνική δικαιοσύνη στήν ὑπηρεσία τῆς πολιτικῆς σκοπιμότητας. Ὑπῆρχε μέριμνα γιά τά ὀρφανά καί τίς χῆρες τῶν πολέμων, προσπάθειες γιά τήν ἀσφάλεια τῶν γηρατιῶν ἀλλά ὅλα αὐτά ἦταν πολιτική δημαγωγία. Μᾶς τό φανερώνει ὁ ἴδιος ὁ Σοφοκλῆς στόν «Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ», ὅταν αὐτή ἡ Ἀθήνα, ἡ φημισμένη γιά τή φιλοξενία της καί τό φιλάνθρωπο τῶν πολιτῶν της, ἀρνιέται ἄσυλο στόν συντριμμένον Οἰδίποδα. Ψεύτικη τή φήμη της διακηρύσσει ὁ Οἰδίποδας, ὅπως ψεύτικη εἶναι κάθε φιλάνθρωπη ἐκδήλωση, πού δέν εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης, σ’ ὅποιον τόπο καί σ’ ὅποιαν ἐποχή κι ἄν φανερώνεται.

Τό Ἑλληνικό μεγαλεῖο καί τό Χριστιανικό, δέν εἶναι μονάχα δύο κόσμοι διαφορετικοί, ἀλλά κι ἀντίθετοι. Τό ἀρχαῖο τραγικό κλίμα εἶναι ἕνας κλειστός χῶρος, πού δέν ἔχει διέξοδο, γιατί στό ἀρχαῖο τραγικό δίλημμα δέν ὑπάρχει λύση. Ἡ λύση τῶν ἀπό μηχανῆς θεῶν στό θέατρο τοῦ Εὐριπίδη δέν ὀφείλεται σέ τεχνική ἀπορία τοῦ ποιητῆ, ἀλλά σέ ἀδυναμία νά ὁδηγήση τόν ἥρωά του στήν ποθητή ἐσωτερική λύτρωση. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, στόν ἀρχαῖο κόσμο ὑπάρχει τραγωδία καί στόν Χριστιανικόν ὑπάρχει πάθος, πού δέν εἶναι διόλου τό ἴδιο πράμμα. Τό ἀρχαῖο τραγικό κλίμα εἶναι τόπος χωρίς διέξοδο, καί τό Χριστιανικό πάθος εἶναι πένθιμη ὁδοιπορία πρός τό φῶς. Τό πρῶτο εἶναι πόνος θανάτου καί τό δεύτερο πόνος τοκετοῦ, πού ὁδηγᾶ πρός τήν ἀλήθεια καί τή ζωή. Ὁ Χριστιανισμός ἀπ’ τήν ἄποψη αὐτή, ὄχι μονάχα δέν εἶναι τραγικός, ἀλλ' εἶν’ ἀπόλυτα ἀντιτραγικός.

Ἄν ὁ Χριστός ἦταν τραγικός ἥρωας, κατά τήν ἑλληνικήν ἀντίληψη, θἄχε κιόλας ταφῆ κάτω ἀπ' τίς ἀδυναμίες καί τήν ἄρνηση τῶν μαθητῶν του. Ἀλλά μονάχα πάσχει. Γνωρίζει πώς κάτω ἀπ’ τή λάσπη τῶν ἀδυναμιῶν κρύβουνται θησαυροί, πού θά φανερωθοῦν σ' ὅλη τήν κατοπινή σταδιοδρομία τους καί στόν μαρτυρικό τους θάνατο. Ξέρει πώς στό πάθος ὡριμάζει πνευματικά ὁ ἄνθρωπος καί νοιώθει πώς στό πάθος αὐτό εἶναι ὁλότελα μόνος. Ὄχι μονάχα δέν βλέπει γύρω του κανέναν καρπό τῆς διδαχῆς Του, ἀλλά κι αὐτούς τούς δώδεκα νά βρίσκουνται πνευματικά τόσο μακρυά του, σάν νά τούς χωρίζει ἄβυσσος.

Αὐτή ἡ μόνωση, μετά τόση ἄσκηση, τόσο πλούσιο κήρυγμα καί τόσα θαύματα, ἔκανε τό πάθος Του ἀληθινά ἀβάσταχτο.


 
Δ
Ποιό εἶναι ὅμως τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ πάθους, ποὺ ὠνομάσαμε μόνωση στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ; Ἡ ἀσυνεννοησία. Ἀλλά σέ τί ἀκριβῶς δέν μπόρεσε νά συνεννοηθῆ ὁ Χριστός μέ τούς μαθητές του; Στό ἕνα καί βασικό: Πώς ἡ βασιλεία Του δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου. Τή λέξη «βασιλεία» καί «δόξα» τίς ἐξήγησαν πάντα μέ κριτήρια ὁλότελα γήϊνα, μέχρις ὅτου μετά τήν Ἀνάστασή Του, μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λευτερώθηκαν ἀπ’ τά γήϊνα κριτήρια. Αὐτή ἦταν ἡ βασική ἀφορμή, πού δέν τούς ἄφησε νά νοιώσουν τό σωστό νόημα τῶν θαυμάτων του. Κι οἱ ὄχλοι κι οἱ μαθητές, ὡς ἕνα βαθμό πιστέψανε πώς ὁ Κύριος, πού γιάτρεψε τυφλούς καί παραλυτικούς καί δαιμονισμένους, ὁ γυιός τοῦ Θεοῦ, πού κατάφερε νά χόρταση χιλιάδες ἀνθρώπους μέ πέντε ἄρτους καί ν’ ἀνασταίνη νεκρούς, θά ἐξαφάνιζε τούς ἐχθρούς του μ’ ἕνα ἁπλό κίνημα τοῦ χεριοῦ Του καί δέν θ’ ἄφηνε τήν ἐγκόσμια ἁμαρτία νά ξευτελίση, νά ταπείνωση, νά βασανίση, καί νά θανάτωση τόν Γιό τοῦ Ἀνθρώπου. Περίμεναν μία τελική νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν Του, μία νίκη πού νά ξεπεράση τίς νίκες τοῦ Σολομώντα, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, τοῦ Μεγαλέξαντρου καί τοῦ Καίασαρα. Μία νίκη, πού νά θαμπώση τά μάτια τῶν ἀνθρώπων, κι ἕναν θρίαμβο, πού νά ξεπερνᾶ τούς μεγαλύτερους τῶν Καισάρων. Δέν τούς περνοῦσε κἄν ἡ ὑποψία, παρ’ ὅλα ὅσα εἶχαν δεῖ κι εἶχαν ἀκούσει πώς σ' ἄλλο δρόμο ὁδηγούσανε κι ὁ λόγος Του καί τά θαύματά Του. Καί, τό σπουδαιότερο, δέν εἶχαν καταλάβει τήν παρουσία τοῦ διαβόλου σέ τέτοιου εἴδους κριτήρια. Βλέπανε τό θαῦμα σάν δικαιολογία τῆς πίστης, σάν τό κίνητρο πού ὁδηγᾶ στήν πίστη, καί ὄχι σάν τόν καρπό στό πλατύφυλλο δέντρο τῆς πίστης! Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν δῆ κανείς ὁλότελα δαιμονιακή αὐτή τήν ἑρμηνεία τοῦ θαύματος. Μήπως ὁ σατανᾶς δέν εἶχ' ἐπιχειρήση νά καθιέρωση αὐτήν τήν ἑρμηνεία ὅταν, μετά τήν ἄσκηση τοῦ Χριστοῦ στήν ἔρημο, τρεῖς φορές ἔθεσε μπροστά του τόν ἀμείλιχτο πειρασμό; Καί δέν ἦταν πιά, οἱ πειρασμοί αὐτοί, πειρασμοί πού ἀφοροῦσαν τή σάρκα, ἀλλά πειρασμοί πού χτυποῦσαν ὁλόϊσια τό πνεῦμα. Καθαρά ὁ ἑωσφόρος ἀμφισβητεῖ τή θεϊκή του φύση λέγοντάς του νά μετάλλαξη τίς πέτρες σέ ἄρτους τήν ὥρα πού πεινᾶ κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίνεται μέ μίαν ἀπόκριση πού ξεπερνᾶ τό θαῦμα πού ζητοῦσε τό πνεῦμα τοῦ κάκου. «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπί παντί ρήματι Θεοῦ».

Ὁ σατανᾶς ὅμως δέν ἀποκαρδιώνεται, ἀλλ’ ἐπιμένει.

Τόν ἀνεβάζει στό βουνό καί κεῖ καλεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση Του νά νικήση τή θεϊκή. Καλεῖ τή σάρκα νά νικήση τό πνεῦμα, χαρίζοντάς της ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου κι ὅλα τά γήϊνα ἀγαθά. Τό πνεῦμα ὅμως μένει ἀδάμαστο κι ἀδούλωτο σέ τέτοιο θαυμαστό βαθμό, ὥστε ἀπ' αὐτό τό καταπληχτικό θαῦμα τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς ἐπηρεασμένος ὁ Παῦλος νά διακήρυξη στήν πρός Γαλάτες ἐπιστολή του πώς «ὁ σπείρων εἰς τήν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκός θερίσει φθοράν, ὁ δέ σπείρων εἰς τό πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωήν αἰώνιον ».

Ὁ σατανᾶς ὅμως ἐπίμονα προβάλλει καί τόν τρίτο πειρασμό. Ὁδηγᾶ τόν Ἰησοῦ στό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ καί τόν καλεῖ, ἄν εἶναι ἀληθινές γυιός τοῦ Θεοῦ, νά πέση ἀπό κεῖ γιά νά τρέξουν οἱ ἄγγελοι τοῦ πατέρα Του νά τόν σώσουν, ὥστε νά μήν χτυπήση οὔτε τό πόδι του. «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σου», στάθηκε ἡ ἀποστομωτική ἀπόκριση τοῦ Ἰησοῦ, πού ἡ ἐγκόσμια σοφία δέν μπόρεσε νά συλλάβη τό βαθύ της νόημα. Ἀναρωτήθηκαν ὅλοι γιατί δέν προχώρησε σ’ αὐτό τό θαῦμα, πού θά φανέρωνε σ’ ὅλη της τήν παντοδυναμία τή θεϊκή του φύση καί θ’ ἀποστόμωνε κάθε ἀμφιβολία. Αὐτό τό ρώτημα εἶναι τό μεγαλύτερο ἔρεισμα τῆς ἀντιχριστιανικῆς φιλοσοφίας καί κρύβεται πίσω ἀπό κάθε ἀντιχριστιανική κριτική. Τά ἐγκόσμια κριτήρια συμφωνοῦν πώς ὁ Χριστός ἔπρεπε νά δεχτῆ τήν πρόκληση καί νά σταθῆ καταφατικός κι ἀποφασιστικά ἀποκαλυπτικός. Ἔπρεπε νά μετάλλαξη τίς πέτρες σέ ἄρτους, ἔπρεπε νά πέση ἀπ’ τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ χωρίς νά πάθη τίποτα, γιά νά σκορπιστῆ κάθε ἀμφιβολία καί νά διαλυθῆ τό πυκνό νέφος τῆς ἀπιστίας. Ἡ διαλεκτική αὐτή, πού εὐσταθεῖ μπροστά στά κριτήρια τοῦ λογικοῦ, σωριάζεται σάν χάρτινος πύργος μπροστά στή χριστιανική νόηση τῆς ζωῆς.

Γιά νά κατανοηθῆ αὐτή ἡ νόηση ἄς παραδεχτοῦμε, ἔστω κι ὑποθετικά, πώς ὁ Ἰησοῦς δεχόταν τήν πρόκληση κι ἔπεφτε ἀπ' τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ κι ἄς ὑποθέσουμε πώς ὁ οὐράνιος πατέρας Τοῦ ἔστελνε τούς ἀγγέλους Του νά Τόν κρατήσουν, ὥστε νά μήν πάθη οὔτε τό μικρό δάχτυλο τοῦ ποδιοῦ Του κι’ ἄς ἐξετάσουμε ποιά θἄταν ἡ λογική συνέπεια τέτοιου θαύματος. Μία καί μόνη. Ὁ φόβος! Ὁ πανικός θἄταν ἀπό κείνη τή στιγμή ὁ ἠθικός κανόνας τῆς ζωῆς, κι οἱ ἄνθρωποι τρέμοντα σαρκία μπροστά στόν Θεό, πού εἶχαν τόσο ἀσύστολα προκαλέσει. Ὁ τρόμος λοιπόν θἄταν ἡ συνέπεια τέτοιου θαύματος, κι ἡ μεταβολή τῶν ἀνθρώπων σέ δούλους τῆς βίας. Θέμα λευτεριᾶς δέν μποροῦσε πιά νά ὑπάρξη, οὔτε καί θέμα ἀγάπης. Καί ρωτῶ τόν ἁπλοϊκό ἤ σκεπτόμενο, ἄν θά μποροῦσε νά ζήση κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη μ' ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, πού ἔχει τή μαγική δύναμη νά τοῦ ἐπιβάλλεται μέ τή βία τῆς μαγείας κι ὄχι μέ τήν δύναμη τῆς ἀγάπης καί τῆς λευτεριᾶς. Εἶμαι σίγουρος πώς τέτοια ζωή θά τή λογαρίαζε περισσότερο θάνατο παρά ζωή. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού θά γνωρίση τέτοια ἐμπειρία, πού θ' ἀντικρύση τόν ὁριστικό θάνατο τῆς προσωπικότητας παύει πιά νά ζῆ κι ἀναδεύει σ' ἕνα σκοτεινό τάφο. Τό θαῦμα ὡς μέσο βίαιου πειθαναγκασμοῦ καί καταναγκαστικῆς μετατροπῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ σέ ἐνάρετο, εἶναι ὁ ἀντίποδας τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος. Δέν μποροῦσε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς νά δεχτῆ πρόκληση πού θά εἶχε ὡς συνέπεια τή δουλεία καί τό μίσος, πού τήν συνακολουθεῖ. Εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἕνα τέτοιο θαῦμα θἄταν ἀρκετό γιά νά καταρρεύση ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ θείου πρός τόν ἄνθρωπο καί νά θρυμματιστῆ τό δῶρο πού ἔστελνε ὁ Πλάστης πρός τό πλάσμα, μέσω τοῦ ἐνανθρωπισμένου Λόγου, ἡ Ἐλευθερία. Ὁ Χριστός ἦρθε λυτρωτής καί τά θαύματα πού ἔκανε δέν ἦταν ἐγκόσμια διανοητικά ἐπιχειρήματα γιά νά τρομοκρατήσουν τούς ἄπιστους, ἀλλά δῶρα πού στεφανώσανε τούς πιστούς. Ἄν ὁ Ἰησοῦς δεχόταν τή σατανική πρόκληση δέ θά θεμελίωνε Ἐκκλησία λεύτερων πνευματικά ἀνθρώπων, ἀλλά στρατόπεδο συγκέντρωσης δούλων. Στήν πρώτη ριζώνει τό δέντρο τῆς ἀγάπης, πού καρπός του εἶναι ἡ ἐλευθερία καί δεύτερο ριζώνει τό δέντρο τοῦ τρόμου, πού καρπός τοῦ εἶναι τό μίσος.

Στό σημεῖο αὐτό προβάλλει ἕνα ρώτημα, πού δέν ἀναφέρεται πιά στή Χριστολογία, ἀλλά στήν δαιμονολογία. Δέν γνώριζεν ὁ σατανᾶς τήν ἀήττητη θεϊκή φύση τοῦ Χριστοῦ; Κι ἄν τήν γνώριζε, γιατί ματαιοπονοῦσε, περιμένοντας νά πέση ἀπό τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ; Καί δῶ εἶναι τό παράδοξο.

Καί τό πρῶτο γνώριζε καί τό δεύτερο περίμενε. Τό γιατί δέν εἶναι καί τόσο ἄγνωστο. Ἡ σατανική ὀντολογία, ἔχει κι αὐτή τό μυστικό της δράμα. Γνωρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ Θείου καί τήν αἰώνια κι ἀκατάλυτη δύναμή του, ἀλλά δέν γνωρίζει τό περιεχόμενο τοῦ Θείου. Ὁ σατανᾶς γνωρίζει, τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶν’ ὁλότελα ἀνίκανος νά συλλάβη τούς ἀπέραντους ὠκεανούς τῆς ἀγάπης Του. Ἄν εἶχε συλλάβει τό περιεχόμενο τῆς θείας ὀντότητας δέν θἄχε ξεπέσει. Τό δράμα του μοιάζει μέ τό δράμα τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν κατά σάρκα. Ἀπό τά δικά του κρίνει τ’ ἀλλότρια. Τό φαινόμενο αὐτό μᾶς τό προσφέρει καθημερινά ἡ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι, πού εἶναι δουλωμένοι στό χρῆμα, πιστεύουνε πώς μ’ αὐτό μποροῦν ν' ἀγοράσουν τά πάντα. Ἀπ’ τά ὑλικά ἀγαθά, ὡς τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων. Τό δράμα τους ὅμως εἶναι πώς κάποια μέρα φεύγουν ἀπ’ τόν κόσμο, χωρίς νάχουν καταλάβει πώς μ’ ὅλους τους θησαυρούς τους δέν ἀγοράσανε τίποτα, ἀφοῦ δέν καταφέρανε νά κερδίσουνε τήν ἀγάπη ἔστω καί μίας ψυχῆς.

Ἔτσι κι ὁ σατανᾶς. Ἀγνοώντας ὁλότελα τό μαγευτικό τοπίο τῆς ἀγάπης, πιστεύει, πώς κάθε φύση εἶναι καταδικασμένη, ἀπό τήν ἴδια της τή σάρκα νά ὑποκύψη στούς πειρασμούς του. Ὁ Γκαῖτε εἶδε ὁλοκάθαρα τό Μεφιστοφελικό αὐτό δράμα. Τή μοίρα τοῦ Ἑωσφόρου νά γίνεται, μ’ ὅλους τους πειρασμούς κι ἄθελά του, ὄργανο τῆς θείας οἰκονομίας.

«Κομμάτι εἶμαι αὐτῆς τῆς δύναμης

Ποὺ θέλοντας νά πράττη τό κακό

ὑπηρετεῖ αἰώνια τό καλό».

Τό «ἀνάγκη γάρ ἐλθεῖν τό σκάνδαλον», εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς σατανικῆς ἀναγκαιότητας, μέσα τήν οἰκονομία τοῦ κόσμου, χωρίς ἡ ἀναγκαιότητα αὐτή νἄναι συντριπτική γιά τή Θεία οἰκονομία.

Αὐτή τή βασική οὐσία τῆς διδασκαλίας του καί τῶν θαυμάτων του εἶχαν παρανοήσει ὅλοι κι αὐτό στάθηκε τό πνευματικό μαρτύριο τοῦ Ἰησοῦ, κατά πολύ μεγαλύτερο ἀπ' τό σωματικό. Τό μέγα πάθος. Αὐτό τό ἴδιο κριτήριο πνευματικῆς λευτεριᾶς, ὑπάρχει σ’ ὅλη του τή στάση ἀντίκρυ στούς μαθητές του. Τρία χρόνια τοὺς δίδαξε, τρία χρόνια πρόσφερε τή ζωή του φωτεινό παράδειγμα, τόσα θαύματα ἔκανε κι ὅμως τίποτα δέν ἔπραξε καί δέν εἶπε, πού νά φανερώνει διάθεση νά ἐκβιάση τήν πνευματική τους ὡρίμνση. Ὅσο κι ἄν αὐτός ἔπασχε, ἔπρεπε νά ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ Πατέρα πού τόν εἶχε στείλει. Ἔπρεπε νά ταπεινωθῆ αὐτός, ὁ ἀναμάρτητος, νά σταυρωθῆ σάν κακοῦργος, ν’ ἀτιμαστῆ, νά ταφῆ καί ν’ ἀναστηθῆ, γιά νά καταλάβουνε οἱ μαθητές τή σημασία ὅλων αὐτῶν, πού εἶδαν κι ἄκουσαν. Ἔπρεπε νά προσευχηθῆ γι' αὐτούς περισσότερο, νά μεσολάβηση γιά νά πετύχη κείνη τή χάρη, πού χωρίς αὐτήν δέν θά μποροῦσαν νά ὑψωθοῦν στίς ἀπροσπέλαστες σφαῖρες τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς, ὥστε οἱ δειλοί τῶν ὡρῶν τῆς δίκης τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φυγάδες, αὐτοί πού τόν ἀρνήθηκαν ἀπό φόβο, νά νικήσουν ὅλους τους πειρασμούς τοῦ νοῦ καί τῆς σάρκας κι ὑμνολογώντας τόν νά μαρτυρήσουνε γιά τή δόξα του.


 
Ε
Ὅσα εἶπε κι ἐπραξεν ὁ Χριστός ἀπό τή μέρα πού μπῆκε στήν Ἱερουσαλήμ, ὡς τήν ὥρα πού πιάστηκε, εἶναι καταπληχτικά καί βαθύτατα. Οἱ μαθητές του ἦταν ἀδύνατο νά σηκώσουν τό βάρος πού ἔκλειναν οἱ τελευταῖες του ὑποθῆκες. Ἀδιάκοπα ἀποροῦν μέ τούς λόγους του καί τόν ἀναγκάζουνε νά τούς κατηγορήση πώς δέν τόν καταλαβαίνουν. Ἡ νοοτροπία τους δέν βρίσκεται ἀκόμα πολύ μακρυά ἀπ’ τή νοοτροπία τοῦ πλήθους, πού εἶχε πιστέψει στό Χριστό. Ὅπως αὐτό, ἔτσι καί κεῖνοι δέν μποροῦσαν νά πιστέψουνε πώς οἱ ἰσχυροί τοῦ Ἰσραήλ μποροῦν νά θανατώσουν τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Κι ὅμως ὁ Χριστός, πραγματιστικώτερος ἀπ' ὅλον τόν ἐπιστημονισμό τῶν αἰώνων, τούς ἔχει κιόλας διδάξει, πώς ἄν ὁ σπόρος πού πέση στή γῆ δέν θαφτῆ καί δέν πεθάνη, θ’ ἀπομείνη μία ἔρημη καί ξεκομμένη μονάδα. Ἄν ὅμως θαφτῆ καί πεθάνη, τότε μονάχα θά φέρη τόν πλούσιο καρπό. Αὐτό τό νόμο, αὐτή τή διαδικασία τοῦ Πάθους εἶναι ὑποχρεωμένος ν’ ἀκολουθήση ὁ θεῖος φορέας τῆς ἀλήθειας. Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά φιλοσοφικά συστήματα, θεωρίες κι ἰδέες. Αὐτά ἦταν ἡ σπορά τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, πού ἀναζητοῦσε τήν ἀλήθεια, ἀλλά δέν ἦταν ἡ ἀλήθεια. Δέν μιλεῖ ποτέ μέ τόν ἀφηρημένο τρόπο τῶν φιλοσόφων, ἀλλά μέ τόν συγκεκριμένο τῆς ζωῆς. Δέν λέει ν’ ἀγαπήσουμε τήν ἀνθρωπότητα ἀλλά τόν πλησίον μας. Δέν μᾶς καλεῖ νά γίνουμε κοινωνοί στήν ἀφηρημένη ἰδέα τῆς ἐλεημοσύνης, ἀλλά νά δώσουμε σ’ αὐτόν τόν ἴδιο ψωμί ὅταν πεινᾶ, νερό ὅταν διψᾶ, ροῦχα ὅταν εἶναι γυμνός. Στήν ἐχτέλεση τοῦ χριστιανικοῦ χρέους δίνει ἕναν τόνο ἄμεσης σχέσης κι ἐπαφῆς μέ τόν ἴδιον. Κι ὅ,τι δίνουμε στόν πλησίον, σ' αὐτόν τό δίνουμε καί ὅ,τι δέν δίνουμε, ἀπ’ αὐτόν τό στεροῦμε. Τήν Πλατωνική ἰδέα ἀντικαθιστᾶ ἀπόλυτα, ὄχι ἄλλη ἰδέα, ἀλλά ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος. Γίνεται ὁ ἴδιος προσωπικά, κανόνας ζωῆς, γίνεται κι ἡ ὁδός κι ἡ ζωή κι ἡ ἀλήθεια «εἰ ἐγνώκειτε μέ καί τόν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν». Καί πιό κάτω ἐπιπλήττοντας τό Φίλιππο γιά τήν ἀδυναμία του νά καταλάβη, τοῦ λέει: «Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα».

Ἕνα ἄλλο σημαντικό γεγονός φανερώνεται στίς τελευταῖες συγκεντρώσεις τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του κι αὐτό σημειώνεται μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Ἰούδα ἀπό τό μυστικό δεῖπνο. Τούς ἀποκαλεῖ γιά πρώτη φορά Φίλους. Ἡ περικοπή εἶναι καταπληχτική:

«Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος• ὑμᾶς δέ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἅ ἤκουσα παρά τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν».

Δέν ἔχει γιά τόν Χριστό σημασία ὅτι δέν εἶχαν ἀκόμη τή χάρη νά καταλάβουν. Ὅταν θά κατανοοῦσαν, δηλαδή μετά τό θάνατο καί τήν Ἀνάστασή του, ἡ σπορά αὐτή θά φούντωνε σέ καταπληχτική βλάστηση.

Τό πνεῦμα τῆς ἀπιστίας πού ζητοῦσε τό θαῦμα ὡς ὄργανο πειθαναγκασμοῦ καί τρομοκρατίας, τό ἴδιο ἀπορεῖ πάλι γιά τήν ἀργή νόηση τῶν μαθητῶν. Κι ἀναρωτιέται γιατί τόσα γεγονότα, ἀφοῦ αὐτοί ἦταν οἱ διαλεγμένοι τοῦ Ἰησοῦ καί μποροῦσε τό πνεῦμα νά ἐπιφοιτήση συντομώτερα. Ἦταν ἀληθινά οἱ διαλεγμένοι, ὅπως διαλεχτός ἦταν κι ὁ Ἰούδας καί διαλεχτός ἦταν κι ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ. Κι ὅμως πρίν ἀπ’ τήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχει ἡ Παληά καί τά ἐκτρωτικά μέσα τῆς ἐγκόσμιας ἐπινοητικότητας εἴν’ ἄγνωστα στή θεία οἰκονομία. Ὑπάρχει μία θαυμαστή περικοπὴ τοῦ Χρυσοστόμου πού ξηγᾶ τήν ἀνάγκη νά προϋπάρξη ὁ παληός νόμος πρίν ἀπ’ τό νέον.

«Εἰ δέ τίς τοῦ παλαιοῦ νόμου κατηγορεῖ, σφόδρα μοι δοκεῖ ἄπειρος σοφίας πρεπούσης νομοθέτην εἶναι καί καιρῶν δύναμιν ἀγνοεῖν καί συγκαταβάσεως κέρδος. Ἄν γάρ ἐννοήσης τίνες ἦσαν οἱ ταῦτα ἀκούοντες καί πῶς διακείμενοι καί πότε τήν νομοθεσίαν ἐδέξαντο ταύτην, σφόδρα ἀποδέξη τοῦ νομοθέτου τήν σοφίαν καί ὄψει ὅτι εἷς καί ὁ αὐτός ὁ ἐκεῖνα καί αὐτά νομοθετήσας ἐστι. Εἰ δέ παρά τήν ἀρχήν τά ὑψηλά καί ὑπέρογκα εἰσήγαγε παραγγέλματα, οὔτ' ἄν ταῦτ' ἐδέξαντο, οὔτ’ ἐκεῖνα. Νῦν δέ ἐν καιρῶ τῷ προσήκοντι ἑκατέρα διαθεῖς τήν οἰκουμένην δι' ἀμφοτέρων καί κατώρθωσεν ἅπασαν».

Γνωρίζει ὅτι ἡ ὡρίμανση πρέπει νἄρθη ὄχι γιά νά καταπλήξη τήν ἀπιστία, ἀλλά γιά v’ ἀποδώση ὁ σπόρος πού σπάρθηκε καρπούς στόν ἀγρό τοῦ Κυρίου καί νά ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ πέμψαντος ΙΙατρός.

Ὁ νέος κανόνας ζωῆς, σ’ ἀντίθεση μέ τόν ἑλληνικό, εἶναι Λόγος ἐνανθρωπισμένος, εἶναι ὁ κανόνας πού κάνει τόν Παῦλο νά γράψη πρός τούς Γαλάτες! «Χριστῷ συνεσταύρομαι ζῶ δ' οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός, ὁ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ». Αὐτή εἶναι ἡ νέα σχέση πού καθιερώνεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, σχέση ριζικά διαφορετική ἀπό κείνη πού προϋπῆρχε. Ἡ ὑποθήκη ὅμως, πού ξεπερνᾶ τά πλαίσια τοῦ γνωστοῦ ἀνθρώπινου τοπίου, εἶναι κεῖνο, πού τίς τελευταῖες αὐτές μέρες τῆς γήινης ζωῆς του, προσφέρει ὡς τήν ἀνώτατη ἔκφραση τῆς ἀγάπης. Τήν ταπείνωση. Ἀλλά τί εἶναι ἡ ταπείνωση; Εἶναι πάθος. Νά σταθῆ ὁ ἄνθρωπος μέ ταπεινοφροσύνη μπροστά στόν πνευματικά ἀνώτερό του, ἤ στόν ὑλικά δυνατώτερο, δέν εἶναι ταπείνωση. Εἶναι σωφροσύνη. Ταπείνωση εἶναι νά πλύνη τά πόδια τῶν ἀνθρώπων, πού ὄχι μονάχα ἦταν κατώτεροί του, ἀλλά οὔτε κἄν τόν καταλάβαιναν. Κατάπληκτοι μένουνε οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μπροστά στήν ὑπέρτατη αὐτή ἔκφραση τῆς ἀγάπης, πού μονάχα ὁ Θεός μποροῦσε νά συλλάβη καί νά πραγματοποιήση. Ὡς τή στιγμή τοῦ νιπτήρα, ἡ ἀγάπη δέν εἶχε βρῆ ἀκόμα τήν πνευματική της ἔκφραση. Ἀπό κείνη ὅμως τή στιγμή, μέ τό δρόμο τῆς ταπείνωσης φωτίζεται ἀπό οὐράνιο μυστηριακό φῶς, ἄγνωστο στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἕνα χάσμα ὡστόσο χωρίζει τό Δάσκαλο ἀπ’ τούς μαθητές, πού μόνο ὁ Σταυρός θά γεφύρωση. Τά κριτήρια τοῦ κόσμου. Οἱ νόμοι τῆς ἱστορίας κυριαρχοῦνε ἀσυναίσθητα καί κυβερνοῦνε ἀκόμη κι αὐτή τή μικρή καί διαλεγμένη κοινότητα. Ἡ ἰδέα ἑνός Μεσσία, πού θανατώνεται ἀπό ταπεινούς ἐχθρούς, εἶναι σχῆμα γι’ αὐτούς ἀπαράδεχτο. Στά βάθη τῆς ψυχῆς τους περιμένουν νά συμβῆ κάτι τό ἀπροσδιόριστο. Τό δράμα τους ἦταν ὅτι ἄν οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἐγκόσμιες θά εἶχαν φανερώσει πολύ νωρίτερα τ’ ἀποθέματα τοῦ φυσικοῦ τους θάρρους. Ἀλλά ἡ γενναιότητα πού τούς ζητοῦσε ἦταν κατά πρῶτο λόγο γενναιότητα πνευματική. Ὁ Πέτρος εἶχε πρόχειρο τό μαχαίρι γιά νά κόψη τ’ αὐτί τοῦ ἐχθρικοῦ δούλου, τή στιγμή πού πιάνουν τόν Χριστό, ἀλλά δέν εἶχε τό πνευματικό μαχαίρι πού χρειαζόταν γιά ν’ ἀνοίξη πόλεμο μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ποῦνε κι ὁ δυσκολώτερος πόλεμος. Τό πνευματικό του μαχαίρι εἶχε στομώσει τήν ὥρα τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ κι ὅταν ὁ ἱδρώς του ἔσταζε «ὡσεί θρόμβοι αἵματος, καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» αὐτός κοιμόταν, ἐνῶ τόν εἶχε παρακαλέσει ν’ ἀγρυπνᾶ καί τρεῖς φορές ἀρνιόταν τό Χριστό γιά νά μήν κακοπάθη σωματικά.

Αὐτή τήν πνευματική γενναιότητα, πού ἀτσαλώνει πρῶτα τήν ψυχή κι ὕστερα τό σῶμα, τήν ἀγνοοῦσαν ἀκόμη καί δέν τή γνώρισαν παρά ὅταν εἶχε ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ Πατρός. Δέν ἦταν διόλου δύσκολο στόν Ἰησοῦ νά ξεσηκώση τίς μάζες σ' ἐπανάσταση, νά στρέψη τούς Φαρισαίους νά χτυπήσουν τούς Σαδουκαίους, ν’ ἀγωνιστῆ μέ τά μέσα πού ἔχουν καθιερώσει οἱ ἄνθρωποι γιά νά ἐπιβάλουν ἰδέες ἤ πολιτικά καί κοινωνικά καθεστῶτα. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἦρθε νά ἐπιβάλη τήν ἀλήθεια, ἀλλά νά τήν ἀποκαλύψη καί νά τήν κηρύξη. Νά φανέρωση μιὰ γιά πάντα πώς ὁ Ἐνανθρωπισμένος Λόγος εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ζωή καί ἡ ἀλήθεια καί πώς χωρίς τό πάθος καί τή σταύρωση, ὁ σπόρος δέν ἀποδίνει καρπό. Γι’ αὐτό ὀνομάζει τό σταυρό δόξα καί βλέπει στέφανο στό μαρτύριο.

Τίποτα ἀπ' τά λόγια του καί τά ἔργα του δέν ἔχει τόν ἐλαχιστώτερο σπόρο τῆς βίας. Ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἱστορία τῆς βίας, εἶναι ὁλότελα ξένη πρός τό δικό Του αἴτημα. Αὐτό εἶναι κεῖνο πού σκαντάλισε τόν Ἰούδα, πού ἦταν φυλακισμένος στά πλαίσια τῆς ἱστορίας, ἐνῶ ὁ Χριστός εἶχεν ἔρθη γιά νά λυτρώση τόν ἄνθρωπο ἀπ' τά δεσμά τῆς ἱστορίας καί στή θέση τῆς ἱστορίας τοῦ ἐπαναστατημένου ἀνθρώπου, ν’ ἀποκαταστήση τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου πού ξανάφτιαξε τό δεσμό μέ τόν πλάστη του.


 
ΣΤ

Τό πρόβλημα Ἰούδας ἔχει ἀπασχολήσει καί τούς θεολόγους καί τούς φιλόσοφους καί τούς ἱστορικούς καί τούς ποιητές. Νομίζω πώς δέν ὑπάρχει ἀπομονωμένο πρόβλημα Ἰούδα καί πώς ἡ ἀνασύνθεση τῆς μορφῆς του ἀπό ἀμφίβολα ἱστορικά κριτήρια, συσκοτίζει τό θέμα ἀντί νά τό ξεκαθαρίση. Τό ἴδιο μπορεῖ νά πῆ κανείς καί γιά κείνους πού θέλουν νά ἡρωοποιήσουνε τόν Ἰούδα, μέ τόν ἰσχυρισμό πώς ἦταν ἀπαραίτητος στό θεῖο δράμα καί στήν οἰκονομία του καί κατά συνέπεια ἀνεύθυνος.

Δέν εἶναι λιγώτερο αὐθαίρετες οἱ θεωρίες γιά τόν τάχα ὑπερπατριωτισμό τοῦ Ἰούδα κι ἡ προσπάθεια νά δικαιολογηθῆ ἡ προδοσία μέ τήν ἐκδοχή ὅτι ὁ Ἰούδας πίστεψε πώς ὁ Ἰησοῦς θἄταν ὁ ἐλευθερωτής τοῦ σκλαβωμένου Ἰσραήλ κι ὅταν τόν εἶδε νά διστάζη σ' αὐτό τό δρόμο, τόν πρόδωσε γιά νά λυγίση τούς δισταγμούς του.

Οὔτε ἀπαραίτητος ἤτανε στό θεῖο δράμα καί τήν οἰκονομία του, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶχε ἀρκετούς ἐχθρούς γιά νά τόν δείξουνε στή φρουρά καί νά τόν παραδώσουνε. Οὔτ’ ὁ Ἰησοῦς ζοῦσε στήν παρανομία ἀφοῦ κήρυττε μέσα στίς συναγωγές καί μπῆκε τόσο πανηγυρικά στά Ἱεροσόλυμα, ὥστε ν' ἀποτελῆ κατόρθωμα ἀστυνομικό ἡ ἀνακάλυψή του. Οὔτε ἰδεολογικά ἦταν τά κίνητρα τοῦ Ἰούδα, οὔτε ἦταν μοιραῖο πρόσωπο προκαθωρισμένο ἀπό τήν Πρόνοια, γιά τήν οἰκονομία τοῦ πάθους, οὔτε ἦταν τόσο φιλάργυρος, ὥστε νά γίνη προδότης, οὔτε τόσο ἠλίθιος, ὥστε νά μή καταλάβη τρία ὁλόκληρα χρόνια, πώς ἄν αὐτός ἐνδιαφερόταν γιά τήν λύτρωση τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Χριστός ἔπασχε γιά λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅλου του κόσμου. Ἀλλά τό πιό σημαντικό ἀπ’ ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι ὁ Ἰούδας γνώριζε πώς ὁ Χριστός δέν μποροῦσε νά παρασυρθῆ ἀπό κανέναν ἐκβιασμό καί ν’ ἀλλάξη, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, τή γραμμή του. Αὐτό τό τελευταῖο, τό γνώριζεν ὁ Ἰούδας περισσότερο ἀπ’ τό νόημα τῶν λόγων καί τῶν ἔργων τοῦ δάσκαλου, ἀπ' τά θαύματα καί τίς προφητεῖες του, πού δέν κατόρθωσε ποτέ νά συλλάβη τό νόημά τους, ὅπως δέν εἶχαν κατορθώσει κι οἱ ἄλλοι μαθητές. Εἶχε συλλάβει μέ τό κοινό ἀνθρώπινο αἰσθητήριο, τή συντριπτική ἀνωτερότητα καί τό δυσβάσταχτο μεγαλεῖο του Δάσκαλου. Στή μικρή κοινότητα ἦρθε κι αὐτός, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἦρθε μ’ ὅλα του τά ἐλαττώματα καί τίς ἀδυναμίες, ἀλλά μ’ ἀγαθή διάθεση. Ἡ διαφορά του μέ τούς ἄλλους μαθητές, δέν ἦταν, πώς αὐτός ἦταν γραμματισμένος κι ἐκεῖνοι ἀγράμματοι, οὔτε πώς αὐτός εἶχε ἐλαττώματα καί κεῖνοι δέν εἶχαν, ἀλλά κάπου ἄλλου. Διαφέρανε στήν ἀνθρωπιά. Μπορεῖ νἄταν εὐέξαπτος καί βίαιος ὁ Πέτρος, πάνω ὅμως ἀπ’ ὅλα αὐτά ἦταν μεγαλόκαρδος κι ἄδολος. Ὁ Ἰωάννης μπορεῖ νάχε φανατικές ἀδιαλλαξίες, ἀλλ’ ἦταν ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἀφοσίωσης καί τῆς θυσίας. Κι ὁ Θωμᾶς παρ’ ὅλη τήν παθολογική δυσπιστία του, ἦταν ἡ εὐθύτητα ἐνσαρκωμένη. Μπορεῖ νἄταν χωράφια μέ τριβόλους κι ἀγκάθια, στό βάθος τούς ὅμως κρύβανε ἀγαθή γῆ, πρόσφορη νά καρπίση πλούσια, μετά τό βοτάνισμα.

Ἀντίκρυ σ' αὐτούς ὁ Ἰούδας ἦταν ἄνθρωπος μικρός καί ψυχή στενή κι ἄγονη. Στά σπλάχνα τῶν ἄλλων μποροῦσε νά ριζώση ἡ ἀγάπη, ἐνῶ στά δικά του δέν μποροῦσε. Τόν Ἰησοῦ δέν τόν καταλάβαιναν οἱ ἄλλοι μαθητές, ὅπως δέν τόν καταλάβαινε κι ὁ Ἰούδας. Οἱ ἄλλοι ὅμως τόν ἀγαποῦσαν, ἐνῶ ὁ Ἰούδας δέν μποροῦσε νά τόν ἀγαπήση. Τό δράμα τοῦ Ἰούδα στάθηκε ἡ ἀδυναμία του ν’ ἀγαπήση. Εἶν' εὔκολο νά καταλάβη καθένας, ποῦ μπορεῖ νά φτάση ἕνας ἄνθρωπος, πού δέν ἀγαπᾶ τό δάσκαλό του, πού δέν τόν καταλαβαίνει καί παρά ταῦτα νοιώθει συντριπτικό τό μεγαλεῖο του. Στό μίσος πού καρπός του εἶναι τό ἔγκλημα κι ἄνθος του ἡ προδοσία. Τρία χρόνια ἔζησε τό μαρτύριο τοῦ μικροῦ ἀνθρώπου, πού ἀνάγκασε τόν ἑαυτό του νά ζῆ κοντά σ' ἕναν τιτάνα, κι ὑποχρέωσε τό φθόνο νά συζῆ μέ τήν ἁγιότητα καί τήν πονηρή συνείδηση, νά μοιράζεται τό χρόνο καί τό ψωμί μέ τήν ἁγνότητα. Ὅλα τ’ ἄλλα, ὅσα κι ἄν πέρασαν ἀπό τό μυαλό του, εἶναι δευτερογενεῖς καταστάσεις. Καί τό δράμα γίνεται ἀκόμη πιό φοβερό, ὅταν ἀναλογιστοῦμε πώς ὁ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε τόν Ἰούδα, ὅσο ἀγαποῦσε καί τούς ἄλλους μαθητές του. Γιατί δέν ὑπάρχει τυραννικώτερο μαρτύριο γιά τόν ἄνθρωπο πού δέν ἀγαπᾶ, νά δέχεται τήν ἀγάπη τοῦ προσώπου πού μισεῖ. Πρίν ἀπ' τήν προδοσία, ἕνας λόγος τοῦ Ἰούδα, στό σπίτι τοῦ Λάζαρου, ἐνισχύει ἀπόλυτα τήν ἑρμηνεία αὐτή τοῦ Ἰούδα. Ὅταν ἡ ἀδερφή τοῦ Λάζαρου, ἡ Μαρία, γονατίζη κι ἀλείφη τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο, ὁ μόνος πού ἀποδοκιμάζει αὐτήν τήν ἐκδήλωση ἱερῆς λατρείας, εἶν’ ὁ Ἰούδας. Ἄν πουλούσανε αὐτό τό μύρο, λέει, θά μαζεύανε τρακόσα δηνάρια, πού θά μποροῦσαν νά μοιράσουν στούς φτωχούς. Δέν νομίζω πώς ἡ κατηγορία τοῦ αὐστηροῦ Ἰωάννη, πώς αὐτό τό ζήτησε ὁ Ἰούδας γιά νά κλέψη τά τρακόσα δηνάρια ἐνδιαφέρει τούτη τή στιγμή. Νομίζω πώς περισσότερο ἀπ’ τή φιλαργυρία, τόν Ἰούδα τόν ἔσπρωξε σ’ αὐτή τήν παρατήρηση ὁ φαρμακερός του πόθος νά μειώση τόν Ἰησοῦ, νά τόν παραστήση σ' ἀντίφαση μέ τή διδαχή τῆς ἁπλότητας, νά τόν κατεβάση στό ἐπίπεδό του ναρκισσευάμενου ματαιόδοξου, νά χαμηλώση αὐτό τό πνευματικό καί ἠθικό μεγαλεῖο, πού τοῦ εἶχε γίνει ἐφιάλτης. Ἡ ἀποστομωτική ἀπάντηση πού τούδωκεν ἡ καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ, χειροτερεύει τήν κατάσταση, γιατί συσσωρεύει βαθύτερα τό μίσος, πού διοχετεύεται πιά πρός τό δρόμο τῆς προδοσίας.

Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης δέν ἐπιτρέπει στόν Ἰούδα νά ξεπεράση τ' ἀνθρώπινα κριτήρια. Δέν βλέπει στό Χριστό παρά μία μεγαλειώδη ἀνθρώπινη φύση, πού δέν μποροῦσε νά ξεφύγη τό νόμο τῆς φθορᾶς. Τό ρυθμό αὐτοῦ του νόμου θέλει νά ἐπιταχύνη μέ τήν προδοσία, γράφοντας μία σελίδα ἱστορίας.

Ἀλλά γιατί πῆγε κοντά στό Χριστό, ἀφοῦ δέν ἀγαποῦσε καί γιατί δέν ἔφυγε νωρίτερα, χωρίς νά προδώση; Τήν ἀπάντηση δέν χρειάζεται νά μᾶς τήν δώση, οὔτ’ ἡ φιλοσοφία, οὔτ' ἡ ποίηση. Μᾶς τήν δίνει καθημερινά ἡ ζωή. Κι ἀκόμα πιό πραγματικόν μᾶς ξαναζωντανεύει τόν Ἰούδα, ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας. Μήπως ἀπ’ ἀγάπη ζυγώνει ὁ καθένας μας τήν θρησκεία, τήν ἐπιστήμη, τήν τέχνη, ἤ τήν διακυβέρνηση τοῦ λαοῦ; Μήπως ἡ ἀγάπη εἶναι τό θεμέλιο τῶν θεσμῶν μας; Καί μήπως ἡ προδοσία δέν ἔχει γίνει κανόνας τῆς πολιτικῆς, τῆς κοινωνικῆς καί τῆς πνευματικῆς ἀκόμη ζωῆς; Γιατί ἀποροῦμε μέ τίς ἐσωτερικές ἀντιφάσεις τοῦ Ἰούδα καί τίς βρίσκουμε ἀσυνήθιστες καί τερατώδεις καί δέν παραξενευόμαστε διόλου, οὔτε βρίσκουμε τερατώδεις τίς δικές μας ἀντινομίες; Ἐμεῖς δέν εἴμαστε κεῖνοι πού ἕξη μέρες κουρελιάζουμε τό νόμο καί τήν ἕβδομη, τήν Κυριακή, τόν προσκυνοῦμε; Ἐμεῖς δέν ἔχουμε διακηρύξει, πὼς δέν χρειάζεται νἄναι κανείς πιστός γιά νἄναι θεολόγος; Δέν εἴμαστε ἀκόμα ἐμεῖς κεῖνοι πού ἔχουμε ὑποβιβάσει τή μελέτη τῆς Θείας Διαθήκης σέ παιχνίδι μίας λαίμαργης καί περίεργης διάνοιας; Ἤ μήπως ξεχνᾶμε πὼς παίζουμε τήν κωμωδία τῶν αὐστηρῶν συζύγων, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἴμαστε ἡ ἐνσάρκωση τῆς μοιχείας; Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, ποὺ παρασταίνουνε τό πρωί τούς Ἡρακλεῖς τῆς ἠθικῆς, δέν εἶναι οἱ κυνικώτεροι πορνοβοσκοί; Καί στούς ἴδιους ἀνθρώπους δέν συναντᾶμε ταυτόχρονα, τόν πατριώτη καί τόν κάπηλο, τόν κήρυκα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τόν ματαιόδοξο εὐδαιμονιστή καί τόν διανοούμενο, ποὺ δέν ἔχει οὔτε τήν πιό παραμικρή δυνατότητα νά σκεφτῆ; Μέ τοῦ νοῦ τή σύλληψη, ὅπως λέει κι ὁ Ἄμλετ, πλησίασε ὁ Ἰούδας τό Χριστό κι ὁ ἁμαρτωλός του νοῦς τόν κράτησε κοντά του κι ὁ ἴδιος νοῦς τόν ἔσπρωξε στήν προδοσία. Ἔτσι ὁ Ἰούδας γίνεται ὁ φυσικός πρόγονος τοῦ ἐπαναστατημένου διανοούμενου ὅλων τῶν καιρῶν κι ὅλου τοῦ κόσμου. Γίνεται τό σύμβολο ὅλων κείνων πού σπρώχνουν τό νοῦ νά προβαδίση κι ἀφίνουν ἄτονη καί βραδυποροῦσα τήν καρδιά. Θάνατος τῆς ἀγάπης, πού σημαίνει θάνατος τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή εἶναι στήν οὐσία της ἡ πραγματικότητα τοῦ Ἰούδα. Εἶναι ἡ αἰώνια νύχτα. Ἐνῶ στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ἀναστηνόταν τό αἰώνιο ἀνέσπερο φῶς.

Τί εορτάζουμε κάθε ημέρα της Μ. Εβδομάδας

Τί εορτάζουμε κάθε ημέρα της Μ. Εβδομάδας
Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι η εβδομάδα πριν το Πάσχα, από την Κυριακή των Βαϊων το βράδυ μέχρι το Μ. Σάββατο και ονομάζεται «Μεγάλη», όχι γιατί έχει περισσότερες μέρες ή ώρες από τις άλλες εβδομάδες, αλλά γιατί τα γεγονότα όπου τελούνται και βιώνονται στους Ιερούς Ναούς είναι κοσμοσωτήρια για τον άνθρωπο!
Πώς βιώνεται ο λειτουργικός χρόνος τη Μεγάλη εβδομάδα;
Η Εκκλησία από την μεγάλη της φιλανθρωπία, για να μπορέσουν όσο είναι δυνατόν περισσότεροι πιστοί να συμμετέχουν στις Ακολουθίες, επέτρεψε από την αρχή της Μ. Εβδομάδας, να ψάλλεται ο Όρθρος της επόμενης ημέρας. (π.χ. την Κυριακή των Βαϊων το βράδυ ψάλλεται ο Όρθρος της Μεγάλης Δευτέρας).
Τι τελείται τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας;
Οι τέσσερις πρώτες ημέρες μας προετοιμάζουν πνευματικά για το θείο δράμα και οι Ακολουθίες ονομάζονται «Ακολουθίες του Νυμφίου».
url.jpg
 
Μεγάλη Δευτέρα (Κυριακή Βαϊων βράδυ):

Την Μεγάλη Δευτέρα κυριαρχούν δύο γεγονότα:
α) Η ζωή του Ιωσήφ του 11ου γιού του Πατριάρχη Ιακώβ, του ονομαζόμενου Παγκάλου, δηλαδή του ωραίου στο σώμα και τη ψυχή. Ο Ιωσήφ προεικονίζει με την περιπέτειά του (που πουλήθηκε σκλάβος στην Αίγυπτο) τον ίδιο τον Χριστό και το πάθος Του.
β) Το περιστατικό της άκαρπης συκιάς που ξέρανε ο Χριστός (Ματθ. 21, 18-22): Συμβολίζει την Συναγωγή των Εβραίων και γενικά την ζωή του Ισραηλιτικού λαού που ήταν άκαρποι από καλά έργα.

Μεγάλη Τρίτη (Μεγάλη Δευτέρα βράδυ):
Την Μεγάλη Τρίτη θυμόμαστε και ζούμε δύο παραβολές:
α) Των δέκα παρθένων (Ματθ. 25,1-13) που μας διδάσκει να είμαστε έτοιμοι και γεμάτοι από πίστη και φιλανθρωπία.
β) Των Ταλάντων (Ματθ. 25,14-30), που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και πρέπει να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα.

Μεγάλη Τετάρτη (Μεγάλη Τρίτη βράδυ):
Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη στην αμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. 7,47), που μετανιωμένη άλειψε τα πόδια του Κυρίου με μύρο και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της, γιατί έδειξε μεγάλη αγάπη και πίστη στον Κύριο. Ψάλλεται το περίφημο τροπάριο (δοξαστικό) της Υμνογράφου Μοναχής Κασσιανής.

megali tetarti.jpg
Μεγάλη Πέμπτη (Μεγάλη Τετάρτη βράδυ):

Την Μεγάλη Πέμπτη γιορτάζουμε 4 γεγονότα :
α) Τον Ιερό Νιπτήρα, το πλύσιμο δηλαδή των ποδιών των μαθητών από τον Κύριο,
δείχνοντας για το ποια πρέπει να είναι η διακονία των πιστών στην Εκκλησία.
β) Τον Μυστικό Δείπνο, δηλαδή την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
γ) Την Προσευχή του Κυρίου, στο Όρος των Ελαιών και
δ) την Προδοσία του Ιούδα, δηλαδή την αρχή του Πάθους του Κυρίου.

estavromenos.jpg
Μεγάλη Παρασκευή (Μεγάλη Πέμπτη βράδυ):

Την Μεγάλη Παρασκευή έχουμε την Κορύφωση του θείου δράματος, τελείται η «Ακολουθία των Παθών» και θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας. Δηλαδή:
α) Τα πτυσίματα
β) τα μαστιγώματα
γ) τις κοροϊδίες
δ) τους εξευτελισμούς
ε) τα κτυπήματα
στ) το αγκάθινο στεφάνι και κυρίως την
ζ) Σταύρωση και
η) τον θάνατο του Χριστού μας.

Μεγάλο Σάββατο (Μεγάλη Παρασκευή πρωϊ και βράδυ):

Το Μεγάλο Σάββατο το πρωϊ γιορτάζουμε:

α) την Ταφή Του Κυρίου και
β) την Κάθοδο Του στον Άδη, όπου κήρυξε σε όλους τους νεκρούς. Έτσι Μεγάλη Παρασκευή το πρωϊ (ημερολογιακά), τελούνται οι εξής ακολουθίες: Ακολουθία των Μεγάλες Ωρών και στις 12.00 το μεσημέρι της Αποκαθηλώσεως, δηλαδή την Ταφή Του Κυρίου από τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας και το Νικόδημο τον Φαρισαίο, μέλος του Μ. Συμβουλίου και κρυφό μαθητή του Κυρίου.

Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ (ημερολογιακά) ψάλλονται τα Εγκώμια και έχουμε την περιφορά του Επιταφίου!

Κυριακή του Πάσχα (Μ. Σάββατο πρωϊ και νύχτα από τις 12.00π.μ):

Το Μεγάλο Σάββατο (ημερολογιακά) το πρωϊ, έχουμε την λεγόμενη «1η Ανάσταση», δηλαδή το προανάκρουσμα της Αναστάσεως που μεταδίδουν οι ύμνοι και της προσμονής της λυτρώσεως όλης της κτίσεως από την φθορά και τον θάνατο!

Το Μεγάλο Σάββατο στις 12.00 (δηλαδή ουσιαστικά την Κυριακή), έχουμε την ζωηφόρο Ανάσταση του Κυρίου μας, την ήττα του θανάτου και της φθοράς και την αφή του Αγίου Φωτός στον κόσμο από το Πανάγιο Τάφο.

Κυριακή του Πάσχα στις 11.00 π.μ. ή το απόγευμα, τελείται ο «Εσπερινός της Αγάπης», όπου σε πολλές γλώσσες διαβάζεται το Ιερό Ευαγγέλιο και διατρανώνεται παγκοσμίως η νίκη του θανάτου και η εποχή της Καινούριας Διαθήκης, της χαράς και της Αναστάσιμης ελπίδας.
Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα των Παθών και της Αναστάσεως για όλους εμάς τους Πίστους;
Οι πιστοί βιώνουμε τα πάθη και την ανάσταση του Χριστού συμμετέχοντας ενεργά σε αυτά με «συμπόρευση», «συσταύρωση» και «συνανάσταση»! Ο Χριστός με την θέληση του (εκουσίως), έπαθε και ανέστη για να σωθούμε όλοι εμείς! Αυτό σημαίνει ότι δεν λυπούμαστε «μοιρολατρικά» για το Πάθος του, αλλά για τις δικές μας αμαρτίες και αφού μετανοιώνουμε ειλικρινώς μπορούμε την αντικειμενική σωτηρία που χάραξε ο Χριστός να την κάνουμε και υποκειμενική – προσωπική σωτηρία!

anastash-d-_-tiff.jpg

† Κυριακή 13 Απριλίου 2014 (Των Βαΐων)

Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην

Κεφ. ιβ' : 1-18

Π
ρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· Διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων, καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; Εἶπε δὲ τοῦτο, οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ' ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε, καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ' ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς, ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι' αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ' αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεται, καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ' ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ' αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ' αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.



Απόστολος,

Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου
Κεφ. δ' : 4-9

δελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. Ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ' ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ' ὑμῶν.



Εἰς τόν Ὄρθρον

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
Κεφ. κα' : 1-11, 15-17

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτε ἤγγισαν ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθον εἰς Βηθσφαγῆ, εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε δύο Μαθητὰς, λέγων αὐτοῖς· Πορεύεθητε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην, καὶ πῶλον μετ' αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι. Καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει· εὐθέως δὲ ἀποστελεῖ αὐτούς. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ Προφήτου, λέγοντος· Εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών· Ἰδοὺ ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου. Πορευθέντες δὲ οἱ Μαθηταὶ, καὶ ποιήσαντες καθὼς προσέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, ἤγαγον τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον, καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω αὐτῶν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐπεκάθισεν ἐπάνω αὐτῶν. Ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἀπὸ τῶν δένδρων, καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ. Οἱ δὲ ὄχλοι, οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· Ὡσαννὰ τῷ Υἱῷ Δαυῒδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· Τίς ἐστιν οὗτος; Οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Ἰδόντες δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Γραμματεῖς τὰ θαυμάσια ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας, Ὡσαννὰ τῷ Υἱῷ Δαυῒδ, ἠγανάκτησαν, καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· Ναί· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; Καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ.

Συναξαριστής της 13ης Απριλίου

Ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος Πάπας Ῥώμης

 


Γεννήθηκε στὴν κεντρικὴ Ἰταλία, στὸ Τόδι τῆς Ὀμβρικῆς. Ἔγινε Πάπας Ῥώμης τὴν ἐποχὴ ποὺ τὴν Ἐκκλησία ταλαιπωροῦσε ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν.

Δυστυχῶς, τότε καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε πέσει στὰ δίχτυα αὐτῆς τῆς αἵρεσης, διότι ὁ Πατριάρχης Παῦλος ὁ Β´ ἦταν ὑπέρμαχος τοῦ Μονοθελητισμοῦ, μαζὶ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Κώνστα τὸν Β´.

Ὁ Πάπας Μαρτῖνος, ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, προσπάθησε μὲ ἐπιστολή του, ἀλλὰ καὶ μὲ εἰδικοὺς ἀπεσταλμένους κληρικούς, νὰ ἐπαναφέρει τὸν Πατριάρχη Παῦλο στὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Μάταια, ὅμως.

Ὁ Πατριάρχης, ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ἐπέμενε στὸ Μονοθελητισμὸ καὶ ἐξόρισε τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Μαρτίνου σὲ διάφορα νησιά. Μάλιστα, ὁ Κώνστας ὁ Β´ ἔστειλε καὶ συνέλαβαν μὲ δόλο καὶ τὸν ἴδιο τὸ Μαρτῖνο καὶ ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν αἰχμάλωτο στὴν Κωνσταντινούπολη, κατόπιν τὸν ἐξόρισαν στὴ Χερσώνα.

Ἐκεῖ, πέθανε στὶς 16 Σεπτεμβρίου τοῦ 655, ἀφοῦ κυβέρνησε τὴν ἐκκλησία του ἕξι χρόνια. Τὸ σπουδαιότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ἀγωνιζόμενο στὶς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας, «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Δηλαδή, νὰ διδάσκει ὀρθά, χωρὶς πλάνη, τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας. (Ἡ μνήμη του, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς 16 καὶ 20 Σεπτεμβρίου).

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις δόγμασι, τῆς εὐσέβειας, ὑπεστήριξας, τὴν Ἐκκλησίαν, ὦ Μαρτῖνε Ἱεράρχα θεόσοφε· τὸν γὰρ Χριστὸν διπλοῦν ὄντα ταῖς φύσεσιν, ὁμολογήσας τὴν πλάνην κατῄσχυνας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὐπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τῶν ἀρρήτων καὶ διδάσκαλος Θεολογίας ἀληθοῦς ἐκφάντωρ πέφηνας Καὶ ἀνέβλυσας Μαρτῖνε δογμάτων ῥεῖθρα· Τὸν Χριστὸν γὰρ ἐν δυσὶ τελείαις φύσεσι Καὶ θελήσεσι πανσόφως ἐδογμάτισας Τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ πανόλβιε.

Μεγαλυνάριον
Λόγῳ καὶ σοφίᾳ πνευματικῇ, Μαρτῖνε ἐμπρέπων, καθαιρεῖς Μονοφυσιτῶν, τὴν αἵρεσιν Πάτερ, καὶ διωγμοὺς ὑπέστης, ὡς φύλαξ ἀληθείας, ἀκαταμάχητος.

 
Μνήμη Δύο Ἁγίων Δυτικῶν Ἐπισκόπων

Οἱ δυὸ ὁμολογητὲς αὐτοὶ δυτικοὶ ἐπίσκοποι, ἐξορίστηκαν στὴ Χερσώνα μαζὶ μὲ τὸν Ἅγ. Μαρτῖνο, ὅπου μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες πέθαναν.

 
Οἱ Ἅγιοι Κυντιλιανός, Μάξιμος καὶ Δάδας

Ἔζησαν στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ὀζοβία. Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, φυλακίστηκαν. Κατόπιν τοὺς κτύπησαν σκληρὰ καὶ τοὺς ἔριξαν πάλι στὴ φυλακή.

Ἐκεῖ οἱ εἰδωλολάτρες κατέβαλαν πολλὲς καὶ ποικίλες προσπάθειες, γιὰ νὰ τοὺς παρασύρουν στὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ ὅμως ἔμειναν πιστοὶ μέχρι τέλους καὶ ἀξιώθηκαν τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου, ἀφοῦ ἀποκεφαλίστηκαν γιὰ τὴν πίστη τους.

 
Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ὁ Πέρσης

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Περσία καὶ πῆγε στὸν ἐπίσκοπο Συμεὼν γιὰ νὰ διδαχθεῖ τελειότερα τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Ὅταν ἐπέστρεφε στὸ σπίτι του, στὸ δρόμο, δίδασκε στοὺς προσερχόμενους σ᾿ αὐτὸν τὰ περὶ τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι κατόρθωσε νὰ φέρει στὴ Χριστιανικὴ πίστη πολλοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς βαπτίσει.

Οἱ πυρολάτρες ὅμως Πέρσες τὸν κατάγγειλαν στὸν βασιλιά, ὁ ὁποῖος τὸν συνέλαβε καὶ ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν μεταπείσει ὁ ἴδιος, τὸν παρέδωσε στοὺς ἀρχιμάγους γιὰ νὰ τὸν πείσουν αὐτοὶ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἀφοῦ καὶ αὐτοί, κατόπιν πολλῶν βασανιστηρίων, δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ κατορθώσουν, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι πῆρε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

 
Ὁ Ἅγιος Ζωΐλος ὁ Ῥωμαῖος

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν κρέμασαν ἐπάνω σὲ ξύλο.

 
Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ βασίλισσα καὶ Γερόντιος ὁ ὑπηρέτης της

Ἡ μνήμη τους δὲν φαίνεται πουθενὰ στοὺς Συναξαριστές. Τοὺς συναντᾶμε στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα 70, ὅπου ὑπάρχουν καὶ οἱ ἑξῆς πληροφορίες: ἡ Θεοδοσία ἦταν κόρη τοῦ βασιλιᾶ Ἀδριανοῦ (117-138) καὶ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἔλθει σὲ γάμο κοινωνία, ὅπως ἤθελαν οἱ γονεῖς της, ἐγκατέλειψε τὸ παλάτι μαζὶ μὲ τὸν ὑπηρέτη τῆς Γερόντιο καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλη μεταμφιεσμένη σὲ ζητιάνα.

Πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ περιηγήθηκε ὅλα τὰ ἐκεῖ μοναστήρια, ὅπου γνώρισε ὅλες τὶς ἀρετὲς τῶν Ὅσιων.

Κατόπιν κλείστηκε σ᾿ ἕνα κελλὶ καὶ ἔκανε αὐστηρὴ ἄσκηση μὲ ἀγρυπνίες, νηστεῖες καὶ προσευχή. Τὸν δὲ ὑπηρέτη της τὸν ἔβαλε σὲ μοναστήρι, ὅπου ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀφοῦ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἡ δὲ Ἁγία, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, ἀπέκτησε προορατικὸ χάρισμα καὶ προεῖδε τὸ τέλος της. Ἔτσι, φώναξε τὸν ἐκεῖ ἐπίσκοπο, κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Θεό.

Τὸ Συναξάρι ὅμως αὐτό, μᾶλλον εἶναι φανταστικὸ καὶ συγχέεται μὲ αὐτὸ τῶν Ἁγίων Γερόντιου καὶ Βασιλείδη τῆς 1ης Ἀπριλίου.

 
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Πελοποννήσιος

Βλέπε βιογραφία του τὴν 14η Ἀπριλίου.

 
Ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς καὶ κατάθεσης στὸν ἱερὸ ναὸ ἁγίου Ἰωάννου Λευκωσίας (1967) τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ νεομάρτυρα ἁγίου Γεωργίου τοῦ Κυπρίου, ἀπὸ τὴν Ἄκκρα (Πτολεμαΐδας)

Να μην εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του σε τίποτε, αλλά για όλα να συμβουλεύεται τους διακριτικούς πατέρες

Posted 
ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ
Να μην εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του σε τίποτε,
αλλά για όλα να συμβουλεύεται τους διακριτικούς πατέρες
και να εξομολογείται καθαρά τα μυστικά της καρδιάς του
Από το ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Επισκεφθήκαμε κάποτε έναν από τους πατέρες και τον ρωτήσαμε: «Αν κάποιος, πού πειράζεται από έναν λογισμό και βλέπει ότι νικιέται, διαβάζει συχνά-πυκνά όσα είπαν οι πατέρες για το λογισμό αυτό και προσπαθεί να τα εφαρμόσει, χωρίς όμως να το κατορθώνει απόλυτα, τι
 
 
 
είναι προτιμότερο, να φανερώσει σε κάποιον από τους πατέρες το λογισμό του ή να προσπαθήσει μόνος του να εφαρμόσει όσα διάβασε και να περιοριστεί στην πληροφορία της δικής του συνειδήσεως»;
            «Έχει υποχρέωση», απάντησε ο γέροντας, «να φανερώσει το λογισμό του σε άνθρωπο πού θα μπορέσει να τον ωφελήσει, και να μη βασιστεί μόνο στον εαυτό του. Γιατί δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει τον εαυτό του, όταν μάλιστα ταλαιπωρείται από τα πάθη. Να τι συνέβη σε μένα όταν ήμουνα νέος:
            Είχα ένα ψυχικό πάθος πού με νικούσε. Ακούγοντας λοιπόν ότι ο αββάς Ζήνων είχε θεραπεύσει πολλούς, πού ήταν σε παρόμοια κατάσταση, αποφάσισα να πάω και να του μιλήσω. Ο σατανάς όμως με εμπόδιζε, βάζοντάς μου τη σκέψη: «Αφού ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, εφάρμοσε όσα διαβάζεις, γιατί να πας και να ενοχλήσεις το γέροντα;» Κάθε φορά που αποφάσιζα, ωστόσο, να επισκεφθώ το γέροντα και να του μιλήσω, ο πόλεμος του πάθους υποχωρούσε, με τέχνασμα του πονηρού, για να μην πάω. Και όταν έπαιρνα την απόφαση να μην πάω, κυριευόμουνα πάλι από το πάθος. Σ΄ αυτή την παγίδα μ΄ έριχνε πολύ καιρό ο εχθρός, πού δεν ήθελε να φανερώσω το πάθος στο γέροντα. Αλλά και πολλές φορές, που πήγα αποφασισμένος να του πω το λογισμό μου, ο εχθρός δεν με άφηνε, γεννώντας μέσα στη καρδιά μου ντροπή και λέγοντάς μου μυστικά:
            «Αφού ξέρεις πως πρέπει να θεραπευθείς, τι χρειάζεται να μιλήσεις σε κάποιον σχετικά; Άλλωστε εσύ δεν αδιαφορείς για τον εαυτό σου. Ξέρεις τι είπαν οι Πατέρες». Αυτά μου έβαζε στο νου ο αντίπαλος, για να μη φανερώσω το πάθος στο γιατρό και θεραπευθώ.
            Ο γέροντας, από την άλλη μεριά, ενώ καταλάβαινε ότι είχα λογισμούς, δεν μου έκανε παρατήρηση, περιμένοντας να τους φανερώσω ο ίδιος. Με δίδασκε μόνο για τον σωστό τρόπο ζωής, και με άφηνε να φύγω.
Κάποτε όμως, γεμάτος θλίψη, είπα μέσα μου: «Ως πότε, ταλαίπωρη ψυχή μου, δεν θα θέλεις να γιατρευθείς; Άλλοι έρχονται στο γέροντα από μακριά και θεραπεύονται, κι εσύ δεν ντρέπεσαι, να έχεις κοντά σου το γιατρό και να μη γίνεσαι καλά;» Ζεστάθηκε έτσι η καρδιά μου και είπα μέσα μου: «Ας πάω στο γέροντα, κι αν δεν βρω κανέναν (άλλον) εκεί, θα καταλάβω πως είναι θέλημα Θεού να του αποκαλύψω το λογισμό μου». Πράγματι, πήγα και δεν βρήκα κανέναν.
            Ο γέροντας, όπως συνήθιζε, με νουθέτησε γύρω από τη σωτηρία της ψυχής και για το πώς θα καθαρθεί κανείς απ΄ τους ρυπαρούς λογισμούς. Εγώ από ντροπή δεν του φανέρωσα πάλι τίποτα, κι ετοιμαζόμουνα να φύγω. Σηκώθηκε, έκανε ευχή και με ξεπροβόδιζε, βαδίζοντας μπροστά μου, ως την εξώπορτα. Τον ακολουθούσα από κοντά, ενώ με βασάνιζαν οι λογισμοί: Να μιλήσω ή να μη μιλήσω στο γέροντα;
            Εκείνος στράφηκε, είδε πόσο βασανιζόμουν από τους λογισμούς, με χτύπησε στο στήθος και μου είπε:
            - «Τι έχεις; Άνθρωπος είμαι κι εγώ!».
            Μόλις είπε αυτά τα λόγια, νόμισα πώς η καρδιά μου ανοίχτηκε.
            Πέφτω με το πρόσωπο στα πόδια του, παρακαλώντας τον με δάκρυα:
            - «Ελέησέ με!».
            - «Τι έχεις;», μου λέει ο γέροντας.      
            - «Δεν ξέρεις τι έχω;», αποκρίθηκα.
            - «Εσύ πρέπει να το πεις!», είπε εκείνος.
            Τότε λοιπόν, με πολλή ντροπή, του εξομολογήθηκα το πάθος μου. Και μου λέει:
            - «Γιατί ντρεπόσουνα να μου το πεις τόσον καιρό; Δεν είμαι κι εγώ άνθρωπος; Θέλεις λοιπόν να σου φανερώσω αυτό που ξέρω; Δεν έχεις ήδη τρία χρόνια, που έρχεσαι εδώ μ΄ αυτούς τους λογισμούς, και δεν τους αναφέρεις»;
            Το ομολόγησα, κι έπεσα πάλι μπροστά του, παρακαλώντας τον:
            - «Ελέησέ με, για τον Κύριο!»
            - «Πήγαινε», μου είπε, «μην παραμελείς την προσευχή σου και μην κατακρίνεις κανέναν».
            Πήγα πράγματι στο κελί μου και αφοσιώθηκα με επιμέλεια στην προσευχή μου. Με τη χάρη του Χριστού και τις ευχές του γέροντα, ποτέ πιά δεν ενοχλήθηκα από το πάθος εκείνο.

Είπε ο αββάς Αντώνιος:
  Ξέρω μοναχούς, πού έπεσαν μετά από πολλούς ασκητικούς κόπους κι έφτασαν ως την παράκρουση, επειδή στήριξαν τις ελπίδες τους μόνο στον αγώνα τους και δεν έδωσαν σημασία στην εντολή Εκείνου, που είπε: «Επερώτησον τον πατέρα σου, και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου, και ερουσί σοι» (Δευτ. 32:7).
Είπε ο αββάς Μωυσής:
Ο μοναχός που έχει πνευματικό πατέρα, δεν έχει όμως υπακοή και ταπείνωση, και αυτόβουλα νηστεύει ή κάνει οτιδήποτε άλλο που θεωρεί καλό, δεν θ΄ αποκτήσει ποτέ καμιάν αρετή ούτε ξέρει τι είναι μοναχός.
 Ένας γέροντας είπε:
Αν σ΄ ενοχλούν ακάθαρτοι λογισμοί, μην τους κρύψεις, αλλά πές τους αμέσως στον πνευματικό σου πατέρα και έλεγξέ τους. Γιατί όσο κρύβει ο άνθρωπος τους λογισμούς του, τόσο πληθαίνουν και δυναμώνουν. Όπως δηλαδή το φίδι, μόλις βγει από τη φωλιά του, αμέσως φεύγει, έτσι και ο πονηρός λογισμός, μόλις φανερωθεί, αμέσως χάνεται. Και όπως το σκουλήκι τρώει το ξύλο, έτσι και ο πονηρός λογισμός αφανίζει την καρδιά. Όποιος φανερώνει τους λογισμούς του, γρήγορα θεραπεύεται. Όποιος όμως τους κρύβει, πάσχει από υπερηφάνεια.
Του αββά Ισαάκ
Αδελφέ, αν σφάλεις σ΄ ένα πράγμα, μην πεις ψέματα από ντροπή, αλλά βάλε μετάνοια λέγοντας (στον πλησίον), «Συγχώρεσέ με», και το σφάλμα σου εξαφανίζεται. Μην έχεις άλλα στο στόμα σου και άλλα στην καρδιά σου, γιατί ο Θεός δεν εμπαίζεται, όλα τα βλέπει, και τα κρυφά και τα φανερά. Κάθε λογισμό λοιπόν και κάθε θλίψη και κάθε θέλημά σου και κάθε υποψία σου μην τα κρύψεις, αλλά φανέρωσέ τα ελεύθερα στο γέροντά σου. Και ό,τι ακούς απ΄ αυτόν, φρόντιζε να το εφαρμόζεις με πίστη. Έτσι ο πόλεμος γίνεται ελαφρότερος. Γιατί χαρά αλλού δεν βρίσκουνε τα πονηρά πνεύματα, παρά στον άνθρωπο πού κρατάει κρυφούς τους λογισμούς του, είτε είναι καλοί είτε κακοί.
Παράδωσε την καρδιά σου στην υπακοή των πατέρων σου, και η χάρη του Θεού θα κατοικήσει μέσα σου. Μη θεωρείς τον εαυτό σου συνετό, για να μην πέσεις στα χέρια των εχθρών σου. Το να σωπαίνεις και να μην εξαγορεύεις τους λογισμούς σου, δείχνει ότι ζητάς την τιμή του κόσμου και την άθλια δόξα του. Εκείνος όμως πού έχει το θάρρος να εξαγορεύει τους λογισμούς του στους πατέρες του, τους διώχνει μακριά του. Πάντα να παίρνει τη συμβουλή των πατέρων σου, και θα είσαι σ΄ όλη σου τη ζωή αναπαυμένος.
Του αββά Κασσιανού
Δείγμα αληθινής ταπεινώσεως είναι το να φανερώνουμε στους πατέρες όχι μόνο όσα κάνουμε, αλλά και όσα σκεφτόμαστε. Γιατί αυτός ο τρόπος προετοιμάζει το μοναχό για να βαδίσει το σωστό δρόμο χωρίς βλάβη και εμπόδιο. Είναι αδύνατον σ΄ εκείνον πού ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με την κρίση και τη γνώμη των προχωρημένων πατέρων, να πέσει σε απάτη των δαιμόνων. Και αυτή καθεαυτή, άλλωστε, η φανέρωση και η αποκάλυψη στους πατέρες των πονηρών σκέψεων, τις μαραίνει και τις εξασθενίζει. Όπως το φίδι, όταν το βγάλεις από μια σκοτεινή τρύπα στο φως, τρέχει για να σωθεί και να εξαφανιστεί, έτσι και οι πονηροί λογισμοί, όταν φανερωθούν με την ειλικρινή ομολογία και εξαγόρευση, φεύγουν από τον άνθρωπο.
Δεν υπάρχει λοιπόν άλλη οδός σωτηρίας από την εξαγόρευση των λογισμών στους πατέρες και τη μη καταφρόνηση της παραδόσεως των προγόνων. Γιατί και αυτοί δεν κινήθηκαν από τη δική τους θέληση, αλλ΄ από το Θεό και τις θεόπνευστες Γραφές για να παραδώσουν στους μεταγενέστερους (αυτή τη συνήθεια), το να συμβουλεύονται (δηλαδή) τους προοδευμένους (στην αρετή). Αυτό μπορούμε να το μάθουμε και από πολλά άλλα μέρη της θεόπνευστης Γραφής, προπαντός όμως από την ιστορία του αγίου Σαμουήλ του προφήτη. Αυτός, αν και (αφιερώθηκε) από νήπιο στο Θεό από τη μητέρα του και αξιώθηκε να συνομιλεί με το Θεό, δεν πίστεψε στο λογισμό του. Μολονότι μία και δύο φορές τον κάλεσε ο Θεός, τρέχει προς τον γέροντα Ηλεί, παίρνει οδηγίες απ΄ αυτόν και τον συμβουλεύεται πώς ν΄ αποκρίνεται στο Θεό (Α΄Βασ. 3:9). Και εκείνον, πού τον διάλεξε ο Θεός σαν άξιό Του, θέλει με τους κανόνες και τη διδαχή του γέροντα να καθοδηγείται, κι έτσι να οδηγηθεί στην ταπείνωση. Μά και τον Παύλο, πού τον κάλεσε ο ίδιος ο Χριστός και συνομίλησε μαζί του, ενώ μπορούσε αμέσως να του ανοίξει τα μάτια και να του δείξει την οδό της τελειότητος, τον στέλνει στον Ανανία και τον βεβαιώνει ότι θα μάθει απ΄ αυτόν την οδό της αλήθειας, λέγοντας: «Είσελθε είς την πόλιν, και λαληθήσεταί σοι τι σε δεί ποιείν» (Πράξ. 9:6). Με τούτα μας διδάσκει ν΄ ακολουθούμε τις οδηγίες των προοδευμένων. Αφού και ο ίδιος ο απόστολος το διδάχθηκε αυτό, το εκπλήρωνε έπειτα με τα έργα του, εφόσον γράφει για τον εαυτό του: «Ανήλθον είς Ιεροσόλυμα ιδείν Πέτρον και Ιάκωβον, και ανεθέμην αυτοίς το ευαγγέλιον ό κηρύσσω, μήπως είς κενόν τρέχω ή έδραμον» (πρβλ. Γαλ. 1:18-19, 2:2). Αλίμονο! Το «σκεύος της εκλογής», αυτός που ανυψώθηκε ως τον τρίτο ουρανό και άκουσε από τον ίδιο το Θεό «άρρητα ρήματα», αυτός, πού πάντα τον συνόδευε η χάρη του Αγίου Πνεύματος, βεβαιώνοντας το λόγο της διδαχής του με τα θαύματα που ακολουθούσαν, αυτός ομολογεί πώς είχε ανάγκη από τις συμβουλές των αποστόλων πού προηγήθηκαν. Ποιος λοιπόν είναι τόσο αλαζόνας και υπερήφανος, ώστε να μη φρίττει ακούγοντας αυτά, και να μη φοβάται ν΄ ακολουθεί τη γνώμη του όπως φοβάται τη φωτιά της γέεννας και την αιώνια κόλαση; Γιατί σε κανέναν ο Κύριος δεν αποκαλύπτει το δρόμο της τελειότητος, παρά μόνο αν οδηγηθεί σ΄αυτόν από πνευματικούς πατέρες. Όπως μας παραγγέλλει και με το στόμα του προφήτη:
«Επερώτησον τον πατέρα σου, και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου, και ερουσί σοι» (Δευτ. 32:7).
Από τον άγιο Βαρσανούφιο
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ιωάννη τον προφήτη: Για όλους τους λογισμούς, πού ξεφυτρώνουν στην καρδιά μου, πρέπει να ρωτάω τους γέροντες;
Δεν είναι ανάγκη, απάντησε ο γέροντας, να ρωτάει κανείς για όλους τους λογισμούς που περνούν από την καρδιά, γιατί φεύγουν και χάνονται. Να ρωτάει μόνο γι΄ αυτούς τους λογισμούς που επιμένουν και πολεμούν. Συμβαίνει, θα λέγαμε, με τους λογισμούς ό,τι και με έναν άνθρωπο, πού βρίζεται από πολλούς, αλλ΄ αγνοεί και προσπερνάει τις ύβρεις. Τότε δεν κάνει καμιάν ενέργεια. Αν όμως κάποιος (από τους υβριστές του) στραφεί εναντίον του και τον πολεμήσει, τότε τον καταγγέλλει στις αρχές. Έρχεται δηλαδή στον άρχοντα και υποβάλλει μήνυση εναντίον εκείνου πού τον πολέμησε. Έτσι γίνεται και με τους λογισμούς: Πρέπει να κάνουμε στους γέροντες εξαγόρευση εκείνων μονάχα πού μας πολεμούν ή μένουν μέσα μας πολύν καιρό.
 
πηγή   το είδαμε εδώ

Για το άγχος

Του Οσίου Θεοφάνους του Εγκ15λείστου

Θα αναφερθώ και πάλι στο παράπονό σου για την ταραχή και τη σύγχυση , την αταξία και την ακαταστασία του λογισμού, κατάσταση που προκαλείται από τις καθημερινές βιοτικές μέριμνες και ασχολίες.

Τι θα ένιωθες , αν δεν είχες τίποτα να κάνεις; Ανία. Και σε τι θα καταντούσες; Σε εφάμαρτη ραθυμία. Χρειάζεσαι, λοιπόν, την εργασία.
Χρειάζεσαι την ενασχόληση με το νοικοκυριό. Είναι, άλλωστε, καθήκον σου, καθήκον που πρέπει να εκπληρώνεις, με ευσυνειδησία. Όλοι οι άνθρωποι, ως μέλη του κοινωνικού συνόλου, οφείλουμε να εργαζόμαστε με τέτοιο τρόπο, πάντως, που να μην χάνουμε τη μνήμη του Θεού. Μα πώς θα το κατορθώσουμε;

Υπάρχει μια λαϊκή αντίληψη αρκετά διαδεδομένη, σύμφωνα με την οποία τα επαγγελματικά και τα οικιακά έργα, καθώς και όλες γενικά οι επίγειες ασχολίες, βρίσκονται έξω από το πεδίο των θείων πραγμάτων και των θεάρεστων δραστηριοτήτων . Έτσι, όταν σ’ έναν άνθρωπο γεννιέται η επιθυμία της θεάρεστης ζωής, συχνά ακολουθείται από τη σκέψη της αποταγής του κόσμου και της καταφυγής στην έρημο. Αυτό, όμως, δεν είναι σωστό. Τα καθημερινά βιοτικά έργα, από την καλή επιτέλεση των οποίων εξαρτάται η ομαλή λειτουργία της οικογένειας και της κοινωνίας, ορίστηκαν από τον Θεό ως μέρος της επίγειας ζωής μας, γι’ αυτό και η ενασχόληση μ’ αυτά δεν συνιστά λιποταξία στο στρατόπεδο της ασέβειας, αλλά συνέχεια και συμπλήρωση της ενασχολήσεως με τα καθαυτό θεία έργα.

Οι άνθρωποι, λοιπόν, που ζουν στον κόσμο , έχοντας μια τέτοια αντίληψη, θεωρούν ότι, συμμετέχοντας στην κοινωνική ζωή και εκτελώντας τις καθημερινές εργασίες τους, ούτε μπορούν ούτε και οφείλουν να διατηρούν τη μνήμη του Θεού. Διαπιστώνοντας ότι έχεις επηρεαστεί απ’ αυτή την αντίληψη, σε προτρέπω να την αποβάλεις. Απόκτησε την πεποίθηση ότι όλα όσα κάνεις, είτε μέσα στο σπίτι είτε έξω από το σπίτι, ως άνθρωπος, ως θυγατέρα, ως αδελφή, ως Μοσχοβίτισσα τώρα, είναι και καθορισμένα από τον Θεό και ευάρεστα σ’ Αυτόν. Στο Ευαγγέλιο υπάρχουν ειδικές εντολές για τα βιοτικά έργα. Είναι δυνατόν τηρώντας αυτές τις εντολές , να δυσαρεστείς τον Θεό; Όχι, βέβαια. Τον Θεό Τον δυσαρεστείς μόνο αν δεν εκτελείς τα έργα σου σύμφωνα με το θέλημά Του. Τότε εργάζεσαι μάταια και βρίσκεσαι μακριά από τον Κύριο.

Αναθεώρησε, λοιπόν, τη στάση σου. Πίστεψε πως με τις βιοτικές ασχολίες σου εκπληρώνεις θείες εντολές και αντιμετώπισέ τες με το ανάλογο πνεύμα. Έτσι, καθώς όλα θα τα κάνεις με φόβο Θεού, ο νους σου όχι μόνο δεν θ’ απομακρύνεται από τον Κύριο, αλλά, απεναντίας, θα έρχεται όλο και πιο κοντά Του.

Υπηρέτες του Θεού είμαστε όλοι. Εκείνος καθορίζει τις ασχολίες του καθενός μας, παρακολουθώντας συνάμα αν και πώς τις εκτελούμε. Παρακολουθεί, λοιπόν, κι εσένα. Να το θυμάσαι αυτό και να κάνεις το καθετί, ό,τι κι αν είναι, όπως θα το έκανες αν σου το είχε αναθέσει απευθείας ο ίδιος ο Θεός.

Με το ίδιο πνεύμα να δέχεσαι στο σπίτι σου κάθε επισκέπτη: Να σκέφτεσαι ότι ο Θεός τον στέλνει και κοιτάζει να δει αν θα του δείξεις αληθινή αγάπη. Όταν, πάλι, επισκέπτεσαι εσύ κάποιον , να σκέφτεσαι ότι ο Θεός σου έχει αναθέσει μιαν αποστολή, και κοιτάζει να δει αν θα την εκτελέσεις σύμφωνα με το θέλημα Του.

Προδιαθέτοντας έτσι τον εαυτό σου, θα είσαι πάντα κοντά στον Θεό. Καμιά δουλειά δεν θ’ αφαιρεί από το νου σου τη μνήμη Του. Φτάνει μόνο, το ξαναλέω, όλα να τα κάνεις με φόβο Θεού. Αυτό το ιερό αίσθημα είναι που διατηρεί αμετάπτωτη την προσήλωσή μας στον Κύριο.

Περιττό είναι, βέβαια, να πω ότι, αφού έχεις αποφασίσει να ζήσεις θεάρεστα , καμία θέση δεν έχουν στη ζωή σου ασχολίες που δεν ευαρεστούν τον Θεό, ασχολίες μάταιες, ασχολίες εφάμαρτες, ασχολίες που βλάπτουν την ψυχή.

Πέρα από τη λαϊκή αντίληψη, για την οποία σου γράφω εδώ, υπάρχει και κάτι άλλο που σχετίζεται με τις καθημερινές ασχολίες μας, κάτι που θα το χαρακτήριζα ως ασθένεια. Αυτή η ασθένεια είναι το ά γ χ ο ς. Έχουμε χρέος να εκτελούμε με προθυμία , προσοχή και επιμέλεια κάθε έργο που μας αναθέτει η πρόνοια του Θεού. Αυτό το χρέος δηλώνεται με έμφαση από τη φοβερή αγιογραφική προειδοποίηση: «Καταραμένος να ’ναι όποιος εκτελεί τα έργα του Κυρίου με αμέλεια» ( Ιερ. 31: 10 ) . Αλλά το άγχος και η ανησυχία, ή μάλλον οι πολλές ανησυχίες που αναστατώνουν την καρδιά και της αφαιρούν την ειρήνη, είναι μια αρρώστια του πεσμένου ανθρώπου, που, μετά την ανταρσία του ενάντια στον Θεό, παραδέρνει από ‘δω κι από ‘κει, ανίσχυρος και φοβισμένος.

Το άγχος επιφέρει διατάραξη των λογισμών και δεν μας επιτρέπει να επιτελέσουμε σωστά τα έργα μας. Γι’ αυτό σου συνιστώ να μην του δώσεις τόπο στην καρδιά σου. Όποτε διαπιστώνεις ότι σε απειλεί, να το διώχνεις με την εγκάρδια επανάληψη της ευχής του Ιησού. Να εκτελείς με προθυμία και επιμέλεια κάθε έργο σου, ακόμα και το πιο ασήμαντο, αλλά την επιτυχία να την περιμένεις από τον Κύριο. Και όταν οι προσπάθειές σου δεν τελεσφορούν, να δέχεσαι την αποτυχία ως παραχώρηση του Κυρίου για το συμφέρον της ψυχής σου. Έτσι δεν θα σε κυριεύει ποτέ το άγχος.

Ο Θεός βοηθός!

«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ - γράμματα σε μια ψυχή» ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ 2000

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...