Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2014

Να μοιραστώ μια ιστορία για την ομοφυλοφιλία;



Ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Εν τω θέλειν και τω μη θέλειν κείται το παν».  Μου το είχαν πεί, μέσα σε μια από τις πολλές συζητήσεις που είχα κάνει, στην προσπάθειά μου να καταλάβω, ν’ αποκοπώ από την αμαρτία και ν’ αγωνιστώ σωστά. Την απέφευγα πάντα αυτή τη σκέψη, σαν να μην τη καταλάβαινα, σαν να μην με βοηθούσε. Μέχρι τη στιγμή που με φώτισε ο Θεός και συνειδητοποίησα την ωμή αλήθεια. Δεν ήθελα ουσιαστικά!
Όπως λέει ο Άγιος Αυγουστίνος στο βιβλίο του «Εξομολογήσεις» για τις δυο βουλήσεις : «Το πρώτο μου άρεσε σαν σκέψη και μ’ έπειθε, το δεύτερο μ’ ευχαριστούσε και με νικούσε». Γνώριζα την αλήθεια, την πίστευα, θα ήθελα να την ζω σωστά, αλλά απ΄ την άλλη αυτό που ήθελα ήταν προφανώς η κατάσταση που ζούσα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να παραδεχτώ, το πόσο βαθιά ήμουν μέσα σ’ όλο αυτό και στην προσευχή μου ζήτησα απ’ τον Θεό να με βοηθήσει, λέγοντάς Του : «Δεν θέλω να θέλω, σε παρακαλώ». Είχε γίνει τόσο παγιωμένη αυτή η κατάσταση, που ήταν και η θέληση μου, ένα απ’ τα μεγάλα «στελέχη» της διαστροφής μου. Και ακόμα και σ’ αυτό το τόσο άδικο αίτημα μου, ο Θεός δεν με αποστράφηκε. Αλλοίωσα, «χάλασα» το δώρο που μου πρόσφερε και κατόπιν, Του το έδειξα και Του ζήτησα να το «ξαναφτιάξει», γιατί δεν το σεβάστηκα όπως έπρεπε. Την ίδια μου την ζωή!
Δυστυχώς όπως και κάθε πάθος είναι υπερβολικά πολύπλοκο. Μπορεί να φαίνεται μια «τάση», ή μια αδυναμία, ή μια μεγάλη αμαρτία, αλλά όσο ο Θεός σε θεραπεύει σου δείχνει, σου φανερώνει πόσα πράγματα κρύβονται πίσω απ’ αυτό το πάθος και με πόσους διαφορετικούς τρόπους εγκλωβίζεσαι, έτσι ώστε όταν προσπαθείς να ξεφύγεις έχεις μπροστά σου μια «Λερναία Ύδρα» λογισμών, αντιδράσεων εσωτερικών και εξωτερικών, πειρασμών και το χειρότερο κατ’ εμέ, δικαιολογιών που προέρχονται είτε από τον ίδιο σου τον εαυτό, είτε από τρίτους. Αυτές τις δικαιολογίες θα ήθελα να μοιραστώ γιατί είναι ένα στάδιο που με τη χάρη του Θεού πρέπει να ξεπεράσουμε, για να αφήσουμε χώρο να μας γιατρέψει ο Κύριος.
Σκεφτόμουν και αντιδρούσε όλο μου το «είναι»:
  • Μα είναι «αγάπη», δεν κάνω κάτι κακό.
Αγάπη; Έτσι είναι η αγάπη; Όχι, έτσι είναι μια αρρωστημένη, φορτισμένη, λανθασμένη, γεμάτη τοξίνες μορφή συναισθηματισμού. Είναι ένας διεστραμμένος ερωτισμός, σαρκικός, εμμονικός και εγωιστικός. Πόσο σκληρά λόγια για κάτι που έζησα τόσα χρόνια. Κι όμως, όσο και να νόμιζα ότι αγαπάω και ότι το νιώθω, δεν έπεισα τελικά ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν είδα κάτι σ’ αυτές τις σχέσεις να κρατάει χρόνια, αλλά είδα – βίωσα μια πολύ εύκολη εναλλαγή συντρόφων, αλλά ακόμα και να υπήρχαν σχέσεις μακροχρόνιες, κάθε φορά που τελείωναν, δεν υπήρχε πουθενά ούτε ίχνος αυτής της αγάπης, που με τόσο στόμφο πρέσβευα. Αντίθετα. Η ζήλεια σ’ όλο της το μεγαλείο. Το πάθος στο έπακρό του. Και δυστυχώς όλοι θεωρούμε τη λέξη «πάθος» πλέον, σε ότι αφορά την ερωτική μας ζωή, σαν κάτι υπέροχο, σαν κάτι που μας εξιτάρει. Δεν είναι έτσι. Το πάθος έχει σαν συνέπεια ό,τι χειρότερο, όπως ακριβώς μεταφράζεται και στην πνευματική ζωή.
Γιατί όμως, είναι τόσο δυνατό όλο αυτό που θεωρείται «αγάπη»; Τί μας δένει τόσο; Πρώτα απ’ όλα ο εχθρός κάθε  ανθρώπου, που μάχεται μέρα νύχτα να χάσουμε τη σωτηρία μας. Ο διάβολος έχει πείρα χρόνων και γνωρίζει πολύ καλά να βάζει στους ανθρώπους, πειρασμικούς λογισμούς σύμφωνα με όσα «παρατηρεί» στην ζωή του καθενός. Αν βρει έδαφος (και έδαφος σημαίνει μη πνευματική ζωή) πειραματίζεται και βάζει ζιζάνια απ΄ τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του ανθρώπου. Εμπνέει την συμπάθεια σε πρόσωπα του ίδιου φύλου και όταν έρθει η ώρα, μέσα από κάποια εμπειρία, μέσα από μια αμαρτωλή βραδιά σε δένει σε όλο αυτό. Σε δένει γιατί είχε κάνει την προεργασία από πριν και την κατάλληλη στιγμή, χτυπάει. Έτσι όπως κάνει και σε όλες τις αμαρτωλές τάσεις σε όλους τους ανθρώπους. Τίποτα δεν γίνεται έτσι ξαφνικά. Όλα είναι μεθοδευμένα με τον πιο «πονηρό» τρόπο. Και αφού πέσεις στην παγίδα τότε έχει δικαίωμα πάνω σου και σε οδηγεί όλο και πιο βαθιά. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι παράνομες σχέσεις χαρακτηρίζονται από μια τόσο, μα τόσο δυνατή «αγάπη». Ποτέ τίποτα δεν έγινε χωρίς να μας έχει περάσει ποτέ απ’ το μυαλό, και σίγουρα δεν ήταν δικές μας αυτές οι σκέψεις, αλλά έγιναν όταν τις καλλιεργήσαμε και δυστυχώς τις οικειοποιηθήκαμε εξ ολοκλήρου όταν τις ζήσαμε.
Αλλά ακόμα και σε κάποιον που μπορεί να μην δέχεται την ύπαρξη ή έστω την ανάμειξη του πονηρού, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που μεταμορφώνουν μια συμπάθεια σε μια παρά φύσιν αμαρτία, και κατ’ επέκταση σε «αγάπη».  Ένα απ’ αυτά είναι  η «συνωμοσία». Κάνουμε κάτι που είναι κρυφό και όλο αυτό μας φέρνει πιο κοντά, αλλά συνωμοτικά, όχι από αγάπη. Δενόμαστε γιατί μοιραζόμαστε ένα μυστικό που το ξέρουμε εμείς και η παρέα μας που ζει ίδια ζωή. Όπως κάποιος συναρπάζεται με μια περιπέτεια, έτσι συναρπάζεται με κάτι περίεργο, διαφορετικό και ιδιαίτερο, χωρίς δυστυχώς όμως να γνωρίζει τις συνέπειες.  Σ’ όλη αυτή τη πορεία, περνάς με τον άλλον άνθρωπο στιγμές, έρχεται η συνήθεια, γεμίζει λανθασμένα το συναισθηματικό κενό (που υπάρχει στον άνθρωπο, αλλά για να γεμίσει με το άλλο φύλο), έρχεται η σαρκική συνήθεια, και πολύ συχνά και η εξάρτηση, δηλαδή  η αρρωστημένη αυτή «αγάπη» .
Καλά συναισθήματα σίγουρα υπάρχουν, γιατί ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος μόνο για το καλό, αλλά  αν είναι απ’ τη βάση τους λάθος, είναι κι αυτά λάθος και τελικά το καλό που έχουμε, το διαστρεβλώνουμε και πέφτουμε μόνοι μας στην παγίδα του ίδιου μας του εαυτού. Πόσες φορές έχω σκεφτεί πόσους ανθρώπους έχασα απ΄ τη ζωή μου, γιατί ξεκίνησε λάθος όλη η κατάσταση και μετά τα πάντα είναι μονόδρομος. Δεν μπορεί να καταλήξει σε κάτι καλό κάτι που είναι τόσο μακριά απ’ τη Αλήθεια και απ’ το Φως, γιατί πολύ απλά δεν είναι αγάπη.
Μα όλα αυτά τα αρνητικά δεν μπορούν να συμβούν και στα φυσιολογικά ζευγάρια; Μπορούν να συμβούν, όταν κι εκεί υπάρχει αμαρτωλή διάθεση , αλλά το θεμέλιο  δεν παύει να είναι το σωστό, απ’ τη φύση, δηλ. απ’ τον Δημιουργό τον ίδιο και εκεί είναι πολύ πιο εύκολο να διορθωθεί η κατάσταση με τη χάρη του Θεού, όπως και γίνεται. Αντίθετα ποτέ δεν είδα ή δεν άκουσα τόσα χρόνια που, ο Θεός να με συγχωρήσει, ζούσα σ’ αυτή τη παράνοια, να διορθώνεται κάτι. Μα πώς να διορθωθεί η αμαρτία; Πώς γίνεται να μπει η πραγματική Αγάπη σε κάτι σκοτεινό και παρά φύσιν;  Και μην ξεχνάμε ότι εκατομμύρια φυσιολογικά ζευγάρια ζουν άρτια ζωή και με πραγματική αγάπη, πράγμα που δεν υφίσταται στην αντίθετη περίπτωση.
Και μιας και ανέφερα την φύση:
  • Μα είναι η φύση μου έτσι. Από μικρός/η καταλάβαινα ότι είχα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Πρώτα απ’ όλα δεν αναφέρομαι σε κάτι  ορμονικό όπως λένε, γιατί αυτό είναι θέμα ιατρικό το οποίο ακόμα κι αυτό με την Χάρη του Θεού, του Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων, θεραπεύεται και σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι κάτι το ορμονικό έχει αντίκτυπο καθαρά και μόνο στην σεξουαλική ζωή, ώστε να δικαιολογεί τα πάντα. Αλλά δεν μιλάμε για  αυτό, γιατί το ποσοστό του είναι απειροελάχιστο κι όμως χρησιμοποιείται σαν επιχείρημα για ένα, δυστυχώς, πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό που ζει με αυτόν τον τρόπο και θεωρεί ότι έτσι γεννήθηκε.
Τα χαρακτηριστικά μας, τα όποια έχουν δοθεί στον καθένα, είναι δοσμένα απ’ τον Θεό και είναι στοιχεία που εν δυνάμει, αν τα αξιοποιήσουμε σωστά, θα μας οδηγήσουν σε κάτι πολύ καλό, όπως και αν τα διαστρεβλώσουμε μπορεί να μας καταστρέψουν. Γιατί η δυναμικότητα στις γυναίκες και η ευαισθησία στους άντρες να θεωρείται στοιχείο ομοφυλοφιλίας, ακόμα κι αν ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας; Γιατί οι παρέες των αγοριών με κορίτσια και το αντίθετο να σημαίνει κάτι τέτοιο, ενώ βλέπουμε ότι και άτομα που είχαν ακριβώς αυτά τα «χαρακτηριστικά» ζουν μια φυσιολογικότατη ζωή, ή και το αντίθετο, άτομα που δεν «έδειχναν» κάτι από μικροί πλέον ζουν μια παρά φύσιν ζωή;
Επειδή προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τ’ αδικαιολόγητα και επειδή όλοι μας έχουμε συνείδηση δοσμένη απ’ τον Θεό και δεν αντέχουμε τον εαυτό μας εάν δεν βρούμε, αρχικά, «προφάσεις εν αμαρτίαις». Στην πορεία, βέβαια,  «η συνείδησή μας ,πιάνει πουρί» όπως έλεγε και ο Πάτερ Παϊσιος και δεν συναισθανόμαστε τα λάθη μας. Τα χαρακτηριστικά με τα οποία γεννιόμαστε σίγουρα μας δόθηκαν για καλό, για βοήθεια σύμφωνα με τον χαρακτήρα μας στην πνευματική ζωή, για την οποία είμαστε φτιαγμένοι και είναι ο λόγος που ήρθαμε σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Θεός δεν κάνει λάθος ΠΟΤΕ. Για αυτό και βάζω το χέρι μου στη φωτιά, πως οτιδήποτε μας δόθηκε είναι για να το αξιοποιήσουμε στον αγώνα μας σ’ αυτήν τη ζωή. Εάν εμείς πήραμε το «μαχαίρι» και αντί να καθαρίσουμε το δρόμο απ΄ τα χόρτα για να προχωρήσουμε, το στρέψαμε εναντίον μας και πληγώνουμε και χαράσσουμε τους εαυτούς μας, σίγουρα δεν φταίει ο Θεός και το πως γεννηθήκαμε.
  • Έχω ροπή – έλξη προς το ίδιο φύλλο.
Έλξη; Δηλαδή ερωτική έλξη. Για να πει κάποιος κάτι τέτοιο σίγουρα έχει  προηγουμένως μια εμπειρία τέτοιου είδους και κατόπιν έρχεται αυτή η «συνειδητοποίηση», το συμπέρασμα. Αυτό όμως είναι που συμβαίνει σε κάθε αμαρτία. Εάν δεν πιω ποτέ μου αλκοόλ, δεν ξέρω τι είναι και δεν το σκέφτομαι. Εάν δοκιμάσω και μ’ αρέσει και δεν έχω φραγμούς, ότι είναι κάτι που μπορεί να με καταστρέψει, μπορεί να καταλήξω στον αλκοολισμό ή έστω να γίνω ένας κοινωνικός πότης. Έτσι και σ’ αυτό το πάθος. Αν το δοκιμάσω και δεν θεωρώ ότι είναι κάτι κακό, θα αφεθώ, θα μ’ αρέσει και θα το συνεχίσω. Θα μπω δηλαδή σε μια κατάσταση που επειδή την έχω ζήσει πρακτικά είναι πολύ εύκολο να την ζω ξανά και ξανά. Γιατί τότε ο παραμικρός λογισμός συμπάθειας σε άτομα του ίδιου φύλου, μεταφράζεται σαν έλξη ερωτική, έχοντας παρόμοιες εμπειρίες. Μα έτσι κι αλλιώς ποτέ κανένας απλός λογισμός δεν σημαίνει κάτι. Αν όμως τον καλλιεργήσω, σύμφωνα με τις εμπειρίες μου, καταλήγει εύκολα στο συμπέρασμα που «θέλω» και τότε ναι, σε κάθε περίπτωση θα έχω αυτή τη ροπή. Ροπή όμως που δημιούργησα και καλλιέργησα εγώ, όχι ροπή που προΰπήρχε.
Στο να δημιουργήσω αυτή τη κατάσταση και να φτάσω στο σημείο να πω ότι νιώθω έλξη, πέρα απ΄ τη δική μου πρακτική συγκατάθεση, παίζουν ρόλο και πολλοί εξωτερικοί παράγοντες, που μπορεί να είναι είτε αιτία, είτε αφορμή. Όπως η οικογένεια. Έχω παρατηρήσει το οικογενειακό περιβάλλον και πολλές φορές, για να μην πω τις περισσότερες, χαρακτηρίζεται απ’ την απουσία του ενός απ’ τους δυο γονείς. Απουσία είτε κυριολεκτική είτε μεταφορική, και η έλλειψη αυτή συνοδεύεται από υποτίμηση και κατάκριση του γονέα που μένει πίσω. Αυτό λειτουργεί περίεργα σ’ ένα παιδί και αν ποτέ, μεγαλώνοντας,  φτάσει μπροστά σ’ ένα τέτοιο πάθος σαν αυτό που αναφέρουμε, θα παίξει ρόλο στην ψυχολογία του. Δεν είναι απόλυτο, αλλά επηρεάζει. Να σας πω ένα παράδειγμα που μπορεί να μην σημαίνει και τίποτα, αλλά μπορεί να σημαίνει και πολλά. Μια γνωστή μου, πάνω σε μια κρίση ειλικρίνειας, μου είχε πει : «Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να ακολουθήσω άλλο δρόμο, θυμάμαι από μικρή τη μαμά μου να κατηγορεί τον πατέρα μου και όλους τους άντρες, ακόμα και τώρα. Δεν μπορώ να ερωτευτώ κανέναν άντρα». Και κάθομαι και σκέφτομαι τελικά πόσο ρόλο παίζει η σωστή οικογενειακή ζωή κατά Θεόν, η ειρήνη στο σπίτι, η αγάπη, τα σωστά πρότυπα. Όχι μόνο στο να πάρει το παιδί λάθος δρόμο… αλλά και σ’ αυτό. Αν έχει βάσεις, βάσεις Θεού και να πέσει στην μεγαλύτερη παγίδα, αργά ή γρήγορα θα συνέλθει. Δεν μπορεί εκεί που υπάρχει έστω και μια ηλιαχτίδα από το Φως, να παραμείνει το σκοτάδι.
Άλλος ένας εξωτερικός παράγοντας είναι οι παρέες και φυσικά το ότι πλέον δεν θεωρείται κάτι κακό. Από πάντα υπήρχε αυτή η αμαρτία, αλλά όσο γίνεται πιο διαδεδομένη και θεωρείται ως κάτι το φυσιολογικό, τότε ακόμα περισσότεροι το ενστερνίζονται και παίρνουν «δύναμη» ο ένας απ΄ τον άλλον.  Η αλληλοϋποστήριξη που υπάρχει σ΄ αυτές τις παρέες είναι κάτι το αξιοσημείωτο. Ο ένας προσπαθεί να πείσει τον άλλον ότι «έτσι είναι» και μάλιστα θεωρούν ότι και ο περισσότερος κόσμος απ’ τους υπόλοιπους έχει κάτι τέτοιο μέσα του που δεν το έχει καταλάβει ακόμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, κάθε φορά που έλεγα ότι δεν το θεωρώ φυσιολογικό, παρ’ όλο που το ζω, τι πόλεμο είχα. «Αρνείσαι τη φύση σου, τον εαυτό σου, φοβάσαι να το αποδεχτείς» μου έλεγαν.
Τελικά ναι, και αυτό είναι που μ’ έσωσε. Το ότι αρνιούμουν τον εαυτό μου, αλλά τον αμαρτωλό μου εαυτό. Την αμαρτωλή μου φύση. Μα, η αμαρτία η επαναλαμβανόμενη, γίνεται συνήθεια, δηλ. «δευτέρα φύσις» όπως λένε οι Πατέρες, άρα έγινε μέσα μου κατάσταση, τρόπος ζωής, τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς. Πόσο εύκολο είναι όλο αυτό να το θεωρήσω «φύση μου» ή ροπή, αν δεν συνειδητοποιήσω ότι εγώ τα οδήγησα εκεί τα πράγματα ,επειδή απλά δοκίμασα και τελικά ήθελα. Καταναγκαστικά ό Θεός δεν οδηγεί τον άνθρωπο ούτε καν στο καλό, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι μέσα μας που να μας οδηγεί στο κακό; Και αν κάποιος βιαστεί να πει γιατί να είναι «κακό», γιατί άσχετα απ΄ το πόσο μεγάλη αμαρτία είναι, φαίνεται απ’ τις συνέπειες και την «ευτυχία» στην ζωή που έκανα δυστυχώς και εγώ για πολλά χρόνια.
Τί μου έμεινε σαν ανάμνηση; Άνθρωποι μόνοι, συνεχείς παρεξηγήσεις, υπερβολικές καταστάσεις, συνεχόμενες διασκεδάσεις (γιατί δεν αντέχουμε να μείνουμε μόνοι μας με τον εαυτό μας), πολύ αλκοόλ, άπειρες συζητήσεις με μοναδικό ενδιαφέρον γύρω απ΄ την ερωτική μας ζωή, υποτίμηση όλων των υπολοίπων, λες και εμείς ήμασταν οι έξυπνοι και όλοι οι άλλοι οι χαζοί, απομόνωση από όλους τους φυσιολογικούς ανθρώπους και κοινωνικοποίηση μόνο στους «κύκλους» μας, αποκοπή απ΄ την οικογένεια και το εργασιακό περιβάλλον γιατί δεν θα μας καταλάβαιναν… και πόσα άλλα. Και ως «καλή» ανάμνηση;   Στιγμές που κάλυπτα το συναισθηματικό μου κενό με λάθος τρόπο και μια τόσο επιφανειακή αποδοχή που προφανώς είχα ανάγκη σε μια κατάσταση που βόλευε και που στη πορεία φάνηκε ότι τίποτα απ΄ αυτά δεν ήταν έτσι όπως φαινόταν!
Κάποιες  ασχολίες επίσης οδήγησαν πολύ κόσμο στο να «γνωρίσει» αυτόν τον τρόπο ζωής. Δεν γνωρίζω παλιότερα, αλλά για περίπου 10 – 15 χρόνια πριν, μπορώ να πω ότι οι χώροι της μουσικής, του θεάτρου, της τηλεόρασης και του αθλητισμού ήταν από τους πιο «ύποπτους». Και ξέρετε, δεν είναι τυχαίο νομίζω. Γιατί απ’ τους χώρους αυτούς ο σημερινός κόσμος, έχει όλα του τα πρότυπα. Πόσο πιο ωραία προώθηση; Και ξέρουμε όλοι μας πάρα πολύ καλά ότι τίποτα δεν προωθείται τυχαία! Έχω ακούσει να λένε «πρόβατα» και «άβουλα όντα» τους ανθρώπους της Εκκλησίας, γιατί τους καθοδηγούν. Άραγε η Εκκλησία, η οποία κατηγορείται και δέχεται τόσο πόλεμο, είναι αυτή που καθοδηγεί άβουλα όντα ή η μαζική προώθηση συγκεκριμένων καταστάσεων  οδηγεί σε μια αποδοχή τάσεων που είναι τόσο επικίνδυνη τελικά; Εκτός αν θεωρήσουμε ότι από όλα αυτά που μας «περνούν» και τα δεχόμαστε,  κάποια που μας συμφέρουν  είναι σωστά και κάποια που δεν μας συμφέρουν  όχι. Πράγμα που κάθε νοήμων άνθρωπος δεν πιστεύω ότι θα συμφωνούσε.
Όλα αυτά δεν είναι παρά απαντήσεις στον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν προσπαθώ ν’ αντικρούσω κανέναν. Και ο μόνος λόγος που αποφάσισα να «σκεφτώ δυνατά» είναι, ότι ίσως υπάρχει έστω και ένας, που μπορεί να έχει παρόμοιες ανησυχίες και ερωτηματικά. Ο «διάλογος» ήταν καθαρά προσωπικός. Γιατί πολλές φορές χρησιμοποίησα αυτούς και άλλους λόγους για να κάνω το αρρωστημένο θέλημα μου. Πολλές φορές ανέβαλλα να το σταματήσω λόγω αδυναμίας.
Πολλές φορές προσπάθησα να ξεφύγω, αλλά μια  στιγμιαία συγκατάβαση  μου στοίχιζε κάθε φορά χαμένο χρόνο απ’ τη ζωή μου. Αυτό που κατάλαβα είναι πως αν αντιδράς μέσα σου, αν αντιδράς στον ίδιο σου τον εαυτό, που έμαθε το κακό και πιστέψεις πραγματικά ότι ο Χριστός μπορεί ν’ αλλάξει ακόμα κι αυτή την ίδια σου την θέληση, η οποία κατάντησε έρμαιο των παθών σου, τότε γίνεται. Τότε είναι εκεί και βοηθάει κάθε φορά με τον δικό Του τρόπο και όσο χώρο δίνουμε, τόσο βοηθάει…

Aιτία της καταστροφής μας θα είναι η υπερηφάνεια και αμετανοησία μας


Aνοίξατε τους οφθαλμούς σας και θα ιδήτε καθαρά την ευσπλαγχνία του Παναγάθου Θεού και την αμετανοησία της ανθρωπότητος , και θα κατανοήσετε το πνεύμα και το σκοπό των προφητειών, που μας διδάσκουν να μένουμε μακράν της αμαρτίας.
Βλέπετε την ζωήν των Χριστιανών, οι οποίοι θα έπρεπε να σκέπτωνται μόνον τον Θεάνθρωπον Χριστόν, όπου έγινε άνθρωπος κατά πάντα, δια να Τον μιμούνται οι άνθρωποι από την Βηθλεέμ μέχρι τον Γολγοθάν (την Γέννησην έως τον Σταυρόν).
Ακούετε όπου λέγει δι' αυτάς τας ημέρας΄ ''συνοχή εθνών'' (Αποκ.21,25-26)
Επειδή όλα τα έθνη, που είχον πιστέψει εις το Όνομα του Κυρίου και ήσαν Χριστιανικά, έχουν αθετήσει το Άγιον Ευαγγέλιον και έπεσαν δια της υπερηφανείας εις την αμαρτίαν, θα τα καταλάβη ''συνοχή'', δηλαδή μεγάλη στενοχωρία και φόβος.



Και αιτία όλης αυτής της καταστροφής των ανθρώπων είναι η υπερηφάνεια, η οποία δεν τους αφήνει να εννοήσουν την αμαρτία των και να μετανοήσουν, αλλά τους ρίπτει εις την ασέβειαν μέχρι και απιστίας εις την ύπαρξιν του Θεού.
Τους δε δούλους Του ο Πανάγαθος Θεός τους προφυλάσσει δια των Αγίων Προφητών, οι οποίοι προφητεύουν πολέμους και λοιπά, δια να ζώμεν προσεκτικώς και εναρέτως , και δια να μη έλθουν και εις ημάς τα κακά που προφητεύονται και ήδη πολλά γίνονται.




Τους δε δούλους Του ο Πανάγαθος Θεός τους προφυλάσσει δια των Αγίων Προφητών, οι οποίοι προφητεύουν πολέμους και λοιπά, δια να ζώμεν προσεκτικώς και εναρέτως , και δια να μη έλθουν και εις ημάς τα κακά που προφητεύονται και ήδη πολλά γίνονται.


Ιερομονάχου Χρυσάνθου Αγιαννανίτου.

Ἄξιον Ἐστί Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης




«Παρθενική πανήγυρις σήμερον ἀδελφοί, …συνεκάλεσε γάρ ἡμᾶς ἡ ἁγία Θεοτόκος,…τό ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων, …ἡ παστάς, ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τήν σάρκα…».

Ὅλος αὐτός ὁ Παράδεισος τῆς θείας Λειτουργίας καί τοῦ ναοῦ τούτου, ὅλη ἡ καινή κτίσις ὀφείλεται στήν Κυρία Θεοτόκο. Καί ὅποιος δέν ὁμολογεῖ τήν Παναγία, Παρθένο Θεότοκο, «χωρίς ἐστι τῆς Θεότητος». Αὐτό τό ὄνομα τῆς Θεοτόκου ὅλον συνιστᾶ τό μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας.

Καί πρό ἡμερῶν κάποιος νέος μοναχός ρώτησε ἕνα γέροντα ὀγδόντα ἐτῶν, πού ζῆ χρόνια στό Ὄρος: «Γέροντα, τί κατάλαβες τόσα χρόνια πού ζῆς ἐδῶ; Τί πρέπει νά προσέξη ὁ μοναχός, γιά νά σωθῇ;» Ἡ ἀπάντησις τοῦ ἀγράματου και σοφοῦ γέροντα ἦταν σύντομη καί σαφής: «Νά πιστεύης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος καί ἡ Παναγία Μητέρα Του Θεοτόκος καί Παρθένος».

Μά γιατί νά δίδεται τόση σημασία στήν ὀρθή πίστι στόν Θεάνθρωπο Κύριο καί στήν ἀειπάρθενο Θεοτόκο; Γιατί τόσο νά ἐπιμένη σ᾽ αὐτό τό σημεῖο ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπό τούς μεγάλους Πατέρας μέχρι τόν τελευταῖο μοναχό;

Σ᾽ αὐτό τό σημεῖο μᾶς βοηθᾶ πολύ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ ὅσα γράφει στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του: «Πρό τοῦ ἐλθεῖν τήν πίστιν ὑπό νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι». Πρίν ἔλθη ἡ πίστις, ἡ καινή κτίσις μέσα στήν ὁποία ζοῦμε τώρα, ἤμασταν κλεισμένοι καί ἐφρουρούμεθα ἀπό τό νόμο ἀναμένοντας «τήν μέλλουσαν πίστιν». Ἀλλά ὁ νόμος δέν μπορεῖ νά μᾶς σώση. Δέν μπορεῖ νά μᾶς δώση αὐτό πού ζητᾶμε. Ὁ νόμος εἶναι μιά κατάρα.

Εἶναι μιά φυλακή. Τό πολύ-πολύ νά ἀποδειχθῆ, νά γίνη μιά φρουρά, μιά προφύλαξι. Δέν μπορεῖ ὅμως νά μᾶς δώση αὐτό πού βαθειά λαχταρᾶ ἡ φύσι μας. 

Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατ᾽ εἰκόνα ἰδική Του καί ὁμοίωσι. Ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ἐκ τῶν ἀρχεγόνων στοιχείων» ἔπλασε τό σῶμα μας. Καί ἐνεφύσησε σ᾽ αὐτό πνεῦμα ζωῆς. Μᾶς ἔδωσε «μοῖραν Θεοῦ», κατά τόν Μέγα Βασίλειο. Ἔτσι θά μπορούσαμε ἐμεῖς, ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά φτάναμε στό καθ᾽ ὁμοίωσιν, στή θέωσι. Ἐμεῖς ὅμως δέν τό κάναμε. Παρακούσαμε τοῦ Κτίσαντος ἡμᾶς. Ἀμαυρώσαμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἰλύν τῶν παθῶν. Καί δέν μπορούσαμε πιά νά ἐλευθερωθοῦμε. Δέν μπορούσαμε νά ἐπανέλθωμε στόν παράδεισο, νά βροῦμε τό δρόμο πρός τή θέωσι.

Καί γεννᾶται τό ἐρώτημα: Ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά μᾶς σώση; Αὐτός εἶναι Θεός. Σ᾽ αὐτόν ὅλα εἶναι δυνατά. Δέν θά μποροῦσε νά μᾶς ἐπαναφέρη πάλι στόν παράδεισο πού ἐχάσαμε; 

Ἡ ἀπάντησι δέν εἶναι τόσο εὔκολη καί ἁπλή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι μεγάλο, ὅπως ἐλέχθη. Εἶναι προικισμένος μέ τήν ἐλευθερία. Εἶναι κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ. Καί πρέπει νά συνεργήση γιά τή σωτηρία του. Ἀλλοιῶς ἡ διά τῆς βίας καί παρά τή θέλησί του σωτηρία εἶναι κόλασι γιά τόν ἄνθρωπο, ἐξαφάνισι καί ἐξουδετέρωσι τῆς δυνατότητας πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός νά μπορέση νά γίνη Θεός κατά χάριν. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός περίμενε αἰῶνες καί γενεές. Γιά νά βρεθῆ τό κατάλληλο πρόσωπο, ἐκεῖνο πού οἰκείᾳ βουλῇ, μέ τή θέλησί του, ἐλεύθερα θά ἔλεγε ναί στό Θεό. Θά ὑπάκουε στό θεῖο θέλημα γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Καί ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλε ὁ Θεός τόν Υἱόν Αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράση, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν. Τό πλήρωμα τοῦ χρόνου εἶναι ἡ Παρθένος. Σκοπός τῆς δημιουργίας ἦταν νά γεννηθῆ ἡ Παρθένος. Ὅταν αὐτή παρουσιάστηκε, ὅταν αὐτή γεννήθηκε, βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θά διόρθωνε τό πταῖσμα τῶν πρωτοπλάστων. Θά γεννοῦσε τόν Σωτῆρα. Θά ἀνεδεικνύετο Θεοτόκος. «Θεοτόκε Παρθένε, ἡ τεκοῦσα τόν σωτῆρα, ἀνέτρεψας τήν πρώην κατάραν τῆς Εὔας…»

Αὐτή εἶναι ἡ καλή ἐν γυναξί. Ἡ τῷ Θεῷ προορισθεῖσα γενέσθαι μήτηρ αὐτοῦ. Ἡ προεκλεχθεῖσα ἀπό πασῶν τῶν γενεῶν. Αὐτή πού ἦταν ἄμωμος καί ἀμόλυντος. Πού ἀπό τή βρεφική ἡλικία εἰσῆλθε εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων. «Τῶν Ἁγίων εἰς Ἅγια ἡ Ἁγία καί ἄμωμος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἰσοικίζεται…».

Ἐκεῖ μένει. Τρέφεται κατά τό σῶμα μέ τροφή ἀγγέλων. Τρέφεται κατά τόν νοῦν μέ οὐράνια νοήματα. Δέν ζῆ γιά τόν ἑαυτό της. Ζῆ γιά τό Θεό. Καί φθάνει στήν ὡριμότητα ἐκείνη νά δεχθῆ τόν ἀρχαγγελικό ἀσπασμό. Νά πῆ ναί στό Θεό. Νά πῆ τό «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: Ἄς γίνη σέ μένα, στήν ψυχή καί στό σῶμα μου, κατά τό ρῆμα σου, κατά τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καί ἀρχίζει νά σαρκοποιῆ τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ. Καί ἀναδεικνύεται Θεοτόκος.

Δέν διῆλθε δι᾽ αὐτῆς ὡς διά σωλῆνος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἄλλος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἄλλος ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ εἷς Θεός μέ δύο φύσεις, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Καί ὅποιος αὐτό δέν πιστεύει, ἐκπίπτει τῆς υἱοθεσίας πού ἔχει ἐπαγγελθῇ, πού εἶναι ὑποσχεμένη στούς πιστούς.

Αὐτή σαρκοποιεῖ διά τῶν ἰδίων ἀχράντων αἱμάτων της, τῇ ἐπισκιάσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός. Αὐτή ἀναδεικνύεται ἡ κλίμαξ δι᾽ ἧς κατέβη ὁ Θεός καί ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν. Αὐτή εἶναι τό μεθόριον τῆς κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως καί οὐδείς ἄν ἔλθοι πρός Θεόν, εἰ μή δι᾽ αὐτῆς τε καί τοῦ ἐξ αὐτῆς Μεσίτου.

Εἶναι ἡ οὐρανώσασα τό γεῶδες ἡμῶν φύραμα. Διά τῆς προσφορᾶς τοῦ καθαροῦ καί ἀμόλυντου ἑαυτοῦ της ἀρτοποιήθηκε ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Μπῆκε στό ἀνθρώπινο φύραμα ἡ ζύμη τῆς Βασιλείας. Ἔκαμε τή γῆ οὐρανό, τήν κτίσι δυνάμει παράδεισο.

Αὐτή εἶναι τό πέρας τῶν προφητικῶν προρρήσεων. Αὐτήν προκατήγγειλαν ἄνωθεν οἱ Προφῆται στάμνον, ράβδον, τράπεζαν, χρυσοῦν θυμιατήριον, ὅπως ἀκούσαμε νά ψάλουν οἱ ψάλται κατά τήν ὥρα πού ἐνεδύετο τήν ἀρχιερατική στολή ὁ Ἀρχιερεύς. Καί αὐτή ἡ ἔνδυσις τοῦ Ἀρχιερέως τήν ἀνάληψι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπό τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἰκονίζει. Καί ὅπως δέν ἦταν δυνατή ἡ πλάσις τοῦ ἀνθρώπου πρίν ὑπάρξη ὁ πηλός, ἔτσι καί μετά τήν πτώσι δέν ἦταν δυνατή ἡ ἀνάπλασι, χωρίς νά γίνη ἡ φύσι μας ἔνδυμα τοῦ κτίσαντος. Σ᾽ αὐτήν λοιπόν τήν Παναγία Παρθένο καταλήγουν καί πέρας λαμβάνουν ὅλες οἱ προφητεῖες καί προτυπώσεις. Ἡ βάτος, ἡ κλίμαξ τοῦ Ἰακώβ, ἡ θάλασσα ἡ ἐρυθρά, τό ἀλατόμητον Ὄρος αὐτήν προεμήνυαν.

Ἀλλά καί ὅλη ἡ δημιουργία- χρόνος καί ἱστορία-σ᾽ αὐτή βρίσκει τήν καταξίωσι καί χαρά της. «Ἐπί σοί χαίρει, κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις…». Εἶναι ἐκείνη ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται.

Καί οἱ θεῖοι μελωδοί, γιά νά ἐκφράσουν τό ἄρρητο κάλλος τῆς Παρθένου, ἐπιστρατεύουν ὅλη τή δημιουργία, φέρουν ὅλες τίς λαμπρές εἰκόνες τῆς φύσεως. Καί τήν ὀνομάζουν ἄρουραν εὔκαρπον, θάλασσαν καί πέλαγος χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ὄρθρον φαεινόν, φωτεινήν νεφέλην, ἄμπελον εὐκληματοῦσαν, ἐλαίαν κατάκαρπον, περιστεράν ἀμόλυντον. Καί καταλήγουν καί καταλαβαίνουν οἱ ψαλμωδοί τήν ἀδυναμία τους, καί ὁμολογοῦν: «Ὑπερίπταται, Θεοτόκε ἁγνή, τό θαῦμα σου τήν δύναμιν τῶν λόγων». 

Ξεπερνᾶ τό θαῦμα καί τό ἄρρητον κάλλος τῆς Παρθένου τό θαῦμα καί τό κάλλος τῆς δημιουργίας. Καί ἕνας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ ὁποίου χαρακτηρίζει τά δημιουργήματά Του «καλά λίαν», μέ τό πρόσωπο τῆς Παρθένου: Τό «καλά λίαν» ἀναφέρεται στό κάλλος καί τήν καλωσύνη τῆς Παρθένου. Εἶναι καλά, γιατί ὁδηγοῦν στήν Παρθένο, καταλήγουν σ᾽ αὐτήν πού εἶναι ἡ «καλλονή τοῦ Ἰακώβ». Ὁ Θεός μέσω ὅλης τῆς δημιουργίας διέκρινε τό σκοπό, τό τέλος, τόν ἀνθό της, πού εἶναι ἡ Παρθένος. Γι᾽ αὐτό εἶδε καί ὀνόμασε καλά λίαν τά πάντα.

Σ᾽ αὐτήν καί δι᾽ αὐτῆς χρόνος καί φύσις καινοτομοῦνται. Τότε λοιπόν πού παρουσιάζεται ἡ Παρθένος, ξαναμπαίνομε στόν παράδεισο τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ θείου κάλλους. Ξαναπαίρνουμε τήν υἱοθεσία. Μποροῦμε νά γίνωμε παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καταγλαΐζεται ὄντως ὁ κόσμος. Εἶναι ἡ «μόνη κοσμήσασα τήν ἀνθρωπότητα τῷ τόκῳ αὐτῆς». Ὅλο τό κάλλος τῆς Παρθένου εἶναι ἔσωθεν. Εἶναι ὁ καρπός τῆς κοιλίας της, εἶναι ὁ Υἱός της, τό φῶς τοῦ κόσμου. Τώρα ὁ κόσμος φωτίστηκε, ἔγινε καινός. Ἔγινε τό σπίτι μας. Μποροῦμε νά ζήσωμε, νά τραφοῦμε, νά σωθοῦμε ἀπό τόν Υἱόν τῆς Παρθένου καί Θεόν ἡμῶν.

Τώρα δέν εἴμαστε δοῦλοι τοῦ νόμου, ἀλλά φίλοι τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγώ δέν σᾶς λέω δούλους, ἀλλά φίλους, γιατί ὅσα ἤκουσα παρά τοῦ Πατρός μου σᾶς τά ἐγνώρισα». Μποροῦμε νά ἀπολαύσωμε τήν υἱοθεσία, νά ξαναγίνωμε παιδιά τοῦ Θεοῦ καί κατά θέσι παιδιά τῆς Ἀειπαρθένου, τήν ὁποία μᾶς ἐμπιστεύθηκε διά τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ὡς Μητέρα. Τώρα ὅλα κινοῦνται, ἱερουργοῦνται πνευματικῶς μέ ἄλλους νόμους. Τώρα προχωροῦμε πρός τό Πάσχα, τό Χριστό. Τήν ὁδό, τήν διάβασι, τό ξεπέρασμα, τήν ἐπέκτασι. Καί ὁ μακαρισμός τῆς γυναικός ἐκ τοῦ ὄχλου, πού εἶπε γιά τόν Ἰησοῦ: «μακαρία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας», συνεπληρώθη ἀπό τόν Κύριον καί τόν Υἱόν της μέ τό: «Μενοῦνγε, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν». 

Καί τοῦτο πολλές φορές ἑρμηνεύεται ἀπό τούς ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σάν ὑποτίμησι τῆς Παρθένου, ἐνῶ εἶναι ἐπαύξησι τοῦ μακαρισμοῦ της καί ἐπέκτασι καί ἅπλωμα τῆς εὐλογίας τῆς Θεοτόκου σ᾽ ὅλους: Δέν εἶναι μόνον αὐτή μακαρία. Δι᾽ αὐτῆς, τῆς ἀειμακαρίστου καί παναμώμου, μποροῦν ὅλοι νά γίνουν μακάριοι. Αὐτή εἶναι πού ἄκουσε τό Λόγο τοῦ Θεοῦ διά τοῦ ἀγγέλου, τόν δέχτηκε ὑπάκουα καί ἁγνά. Καί δέν τόν φύλαξε μόνο, ἀλλά συνεκράθη μέ αὐτόν καί σαρκοποίησε καί γέννησε τό Θεάθρωπο Κύριο. Καί ἁγιάστηκε ἡ ἴδια ἐξ αὐτοῦ. Καί ἔγινε Παναγία. Γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ παρθενικήν μήτραν ἡγίασεν τῷ τόκῳ αὐτοῦ. Καί τώρα κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀκούση τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Νά τόν φυλάξη μέσα του. Καί, κατά τό ὑπόδειγμα τῆς Παρθένου, νά συλλάβη τή χαρά τήν ἄφατη καί νά γίνη κατά χάριν μήτηρ Θεοῦ. Καί μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος: «Μακάριος ὁ τό φῶς τοῦ κόσμου ἐν ἑαυτῷ μορφωθέν θεασάμενος, ὅτι αὐτός ὡς ἔμβρυον ἔχων τόν Χριστόν, μήτηρ αὐτοῦ λογισθήσεται, καθώς ἐκεῖνος ὁ ἀψευδής ἐπηγγείλατο· «Μήτηρ μου» λέγων «καί ἀδελφοί καί φίλοι οὗτοί εἰσι». Ποῖοι; «Οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί ποιοῦντες αὐτόν». Αὐτή εἶναι ἡ Θεοτόκος δι᾽ ἧς ἔλαμψεν ἡμῖν ὁ Ἐμμανουήλ πού ἀνέτρεψεν τήν πρώην κατάραν τῆς Εὔας. Αὐτή εἶναι πού ἔγινε μήτηρ τῆς εὐδοκίας τοῦ Πατρός. Καί ἦλθε ἡ καινή κτίσις. Καί φωτίζει τά πάντα ὁ Χριστός, τό φῶς τοῦ κόσμου. Καί σκέπει τά πάντα ἡ Θεομητορική στοργή τῆς Παναγίας. Καί ὑπάρχουν οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ, τά ὑπάκουα παιδιά τῆς Παναγίας. Πού μιμοῦνται τή ζωή της κατά δύναμιν, πού δέχονται τήν εὐλογία τοῦ Υἱοῦ της. Καί ἕλκονται καί νικῶνται ἀπό τή στοργή της. «Χαῖρε, στοργή, πάντα πόθον νικῶσα». Καί δέχονται ἐπισκέψεις ἀρχαγγελικές.

Ἕνα τέτοιο ὑπάκουο παιδί τῆς Παναγίας, ἐκλεκτός ἐν μοναχοῖς, εἶναι καί ὁ ἀνώνυμος ὑποτακτικός πού δέχτηκε ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ τόν οὐράνιο ὕμνο στό λάκκο τῆς Καψάλας. Σταματᾶνε οἱ σκέψεις, οἱ ἰδέες, καί ἐκβλύζουν τά πάντα σ᾽ ἕνα ὕμνο δοξολογίας, αἶνο καί μακαρισμό τῆς Παρθένου Θεοτόκου: «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς…». Εἶναι ὁ ὕμνος πού ἐψάλη ἀπό τόν Ἀρχάγγελο. Εἶναι τό μεγαλυνάριο πού συγκεντρώνει ὅλους τούς ὕμνους καί προχωρεῖ ἀπό τό λάκκο τοῦ Ἄδειν στή θάλασσα τῶν χαρισμάτων τῆς Παναγίας. ἔκαμε δῶρο τήν πέτρα πού χαράκτηκαν τά λόγια τοῦ ὕμνου, τόν ἀγγελοδίδακτο ἦχο, καί τήν ἅγια εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μπροστά στήν ὁποία ἔψαλε ὁ ἄγγελος.

Καί αὐτός ἔφυγε. Ἔμεινε ἄγνωστος καί ἀνώνυμος. Τοῦ φτάνει νά ζῆ μέ τούς ἀγγέλους ἐσαεί καί νά ψάλλη μέ τίς οὐράνιες χοροστασίες τόν ὕμνο τῆς Παρθένου, τό «Ἄξιον ἐστί». Καί νά μετέχη τῆς χάριτος τοῦ ἀνωνύμου ὀνόματος, πού εἶναι ὁ Κύριος. Καί ὁ ἀνώνυμος μοναχός χαίρεται μόνον ὅταν ἐμεῖς χαιρώμαστε τή χαρά τῶν ἀγγέλων καί ὑμνοῦμε τή Θεομήτορα καί δεχόμαστε τή θεία της εὐμένεια. Καί αὐτό εἶναι τό ὄνομα του, ὁ πλοῦτος του, ἡ ζωή του, ἡ τρυφή του, ἡ δόξα καί ἡ ἀνάπαυσί του· νά μήν ἔχη ἀνάπαυσι (Ἀποκ. δ’, 8) καί νά ψάλλη διά παντός μετά τῶν μακαρίων πνευμάτων τό «Ἄξιον ἐστί» τῆς Παρθένου. Καί τό «ἄξιον τό ἀρνίον» τῆς Ἀποκαλύψεως (ε’, 12).

Καί ὁ ὕμνος αὐτός ἔγινε ὕμνος παναγιορείτικος. Ὕμνος πανορθόδοξος. Ὕμνος πού μπῆκε στήν καρδιά τῆς θείας λειτουργίας. Καί ἡ εἰκόνα τοῦ «Ἄξιον ἐστίν τοποθετήθηκε στήν κεντρικώτερη καί ψηλότερη θέσι τοῦ συνθρόνου στό ναό τοῦ Πρωτάτου. Καί στήν θεία ἀναφορά, ἀφοῦ θά ὑμνήση ὁ Ἱερεύς τό Θεό μέ τούς λόγους: «Ἄξιον καί δίκαιον σέ ὑμνεῖν, σέ αἰνεῖν, σοί εὐχαριστεῖν…», καί μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων ὁ λαός ἐκφώνως καί ἐμμελῶς ψάλει τό «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον…». Ἀφοῦ δοξολογηθῆ καί ὑμνηθῆ, ἀναπεμφθῆ εὐχαριστία στόν ἀόρατο καί ἀκατάληπτον Θεό, δοξολογοῦμε καί τήν ἀειπάρθενο κόρη, τή Θεοτόκο Μαρία, τῶν ἀσωμάτων τό ἆσμα καί τῶν πιστῶν τό ἐγκαλώπισμα. Αὐτή εἶναι ἡ προσφορά τῆς ἀνθρωπότητος στό Θεό, ἡ καθαρότητι ἀγγέλους ὑπεράρασα. «Ἡμεῖς προσφέρομεν Μητέρα Παρθένον».

Καί τώρα πού γιορτάζουμε τά χίλια χρόνια τοῦ ἀγγελοδίδακτου ὕμνου, δέν κάνουμε ἁπλή ἱστορική ἀναδρομή. Ζοῦμε ἐδῶ ἐκεῖνο τό θαῦμα τώρα. Ἔχομε τήν ἴδια ἅγια εἰκόνα μπροστά μας. Ἔχομε τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ πού ψάλλει μετά τῶν μακαρίων πνευμάτων. Ἔχομε τόν ἀνώνυμο μοναχό καί τόν ἄγνωστο ἁγιογράφο. Ἔχομε συγκεντρωμένους ὅλους τούς ἐπωνύμους καί ἀνωνύμους, οἱ ὁποῖοι στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ταπεινώθηκαν, ἔκλαψαν, πόνεσαν, ἀγάπησαν καί ἄκουσαν ὕμνους ἀνάκουστους, εἶδαν ὁράματα μυστικά, τράφηκαν μέ οὐράνιο μάννα, ἐνετρύφησαν στή χαρά τοῦ παραδείσου, νίκησαν τή φθορά καί μπῆκαν θεία χάριτι στήν ἐλευθερία τῆς μελλούσης Βασιλείας.

Ἐδῶ, διά τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Θεανθρώπου, στή θεία Λειτουργία εἶναι παρόντα πάντα. Αὐτή εἶναι πού κατήργησε τούς φραγμούς, εἶναι ἡ ἐν χρόνῳ τόν ἄχρονον ἀφράστως κυήσασα, ἡ τῷ θείῳ τόκῳ της τυπώσασα τόν ἔξω τόπου τῇ θεότητι ὑπάρχοντα. Καί τούς κοσμικῶς καί χρονικῶς διεσπαρμένους ὁμοχώρους καί συγχρόνους ποιεῖ. Διά τοῦ θείου τόκου της ἀνήχθημεν ἐν ὑπερώῳ λειτουργικῷ τόπῳ ὅπου τά φοβερά τελεσιουργεῖται.

Γιά ὅλα αὐτά ἄξιον ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν τήν Θεοτόκον.

Καί μεῖς ἀξιωνόμαστε νά μένομε στό περβόλι της. Καί εἶναι κατά χάριν μεθ᾽ ἡμῶν. Ἐνῶ μετέστη πρός τήν ζωήν, τόν κόσμον οὐ κατέλιπε. Καί γέμισε τούς λάκκους καί τά ὑψώματα τοῦ Ὄρους μέ παιδιά δικά της, ταπεινά καί ἅγια, πού ψάλλουν μέ ἀγγέλους. Καί τούς κάνει συντροφιά ἡ Θεομήτωρ. Καί γράφονται στίς καρδιές καί τίς πέτρες θεῖοι ὕμνοι. Καί μένουν στήν ἀτμόσφαιρα καί στά κελλιά καί τά χώματα καί τή μνήμη ἀρώματα οὐράνιας εὐωδίας. Καί φωτίζουν τόν ὁρίζοντα τή νύχτα καί τή μέρα θεῖες ὀπτασίες. Καί καθημερινῶς ὑμνοῦμε «τήν καθαράν οἱ ἀκάθαρτοι».

Εἶναι τά κελλιά, τά μοναστήρια, τά ἡσυχαστήρια, τά μονοπάτια, τά κοιμητήρια γεμάτα θεομητορική παρουσία καί κατάνυξι, πού νίκησε τό θάνατο, καταργεῖ τίς ἀποστάσεις καί γεμίζει τά πάντα παρηγοριά. Γι᾽ αὐτό δοξολογοῦμε, εὐγνωμονοῦμε καί νοιώθουμε ὅτι εἶναι φοβερός ὁ τόπος οὗτος. Δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, ἀλλ᾽ οἶκος Θεοῦ. Καί αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ.

Εἶναι ἀναρίθμητα τά θαύματα τῆς Παναγίας, τῆς Παρθένου, τῆς φοβερᾶς προστασίας τοῦ Ὄρους, τῆς Πορταϊτίσσης, τῆς Γλυκοφιλούσης, τῆς Ὁδηγητρίας, τῆς Γοργοϋπηκόου, τῆς Ἐσφαγμένης, τῆς Κουκουζέλισσας. Τῆς χάριτος τῆς φανερᾶς καί ἀγνώστου τῆς Παναγίας.

Παρ᾽ ὅλες τίς ἀδυναμίες μας, παρ᾽ ὅλες τίς ἐπιθέσεις διά τῶν αἰώνων, τῶν πειρατῶν, τῶν κουρσάρων, τῶν κατακτητῶν, τῶν δαιμόνων, τῶν ποικίλων πειρασμῶν, τό Ὄρος μένει ἅγιο καί ἱερό, μοναχικόν καταγώγιον, ἰδιαίτατον ἐνδιαίτημα τῆς Παρθένου. Καί εἶναι σ᾽ αὐτό κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσί της ἡ Θεοτόκος ἄμαχος σύμμαχος, τῶν πρακτέων ὑφηγητής, τῶν μή πρακτέων ἑρμηνευτής, τροφεύς, κηδεμών καί ἰατρός.

Καί ἐφ᾽ὅσον τόσες φορές κάθε μέρα, τώρα καί χίλια χρόνια, ἔμεινε ἡ Κυρία Θεοτόκος πιστή στήν ὑπόσχεσί της, εἴμαστε βέβαιοι ὅτι αὐτή ἡ ὄντως φιλόστοργος μητέρα θά μᾶς συμπαρασταθῆ καί τήν ὥρα τή φοβερά τῆς δίκης καί θά γίνη πρέσβυς πρός τόν Υἱόν της, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε, ὅταν ἐκεῖνος ἔλθη κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς.

Ἔτσι, ἐκτός ἀπό τά μέγιστα γεγονότα τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, τά ὁποῖα δι᾽ αὐτῆς διεπράχθη, εἶναι ἄξιον καί δίκαιον νά ποῦμε καί νά ψάλωμε καί γιά τά χίλια χρόνια τῆς παρουσίας τῆς Κυρίας Θεοτόκου στό Περβόλι της ἀκόμη μιά φόρα μ᾽ ὅλη μας τήν καρδιά τό: 

«Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς 
μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον…»

Τό Δεύτερο Πάσχα τῶν Ὀρθοδόξων Μητροπολίτης Ἀχελώου Εὐθύμιος





«Ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»

Προοίμιον: Μέ ἰδιαίτερη χαρά γιορτάζει σήμερα o ὀρθόδοξος ἑλληνικός λαός τήν ἑορτή τῆς Παναγίας. Αὐτό, ἄλλωστε, φανερώνει καί τό γεγονός ὅτι ἀπό τούς 8000 περίπου ἐνοριακούς ναούς ποὺ ὑπάρχουν στή Χώρα μας, οἱ 2000 εἶναι ἀφιερωμένοι στήν Παναγία. Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα, γιατί ἑορτάζαμε μέ τόση χαρά, ἐνῶ τό γεγονός στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ σημερινή ἡμέρα δέν εἶναι χαρμόσυνο, ἀλλά λυπηρό, ὅπως εἶναι ὁ θάνατος τῆς Παναγίας;

α. Ὁ θάνατος-κοίμηση: Τό γεγονός στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ σημερινή μέρα, εἶναι ὄντως ὁ θάνατος τῆς Παναγίας. Διότι ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καί γιά τήν Παναγία. Τόσο ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅσο καί ἡ εἰκονογραφία της παρουσιάζουν μέ ζωηρά χρώματα τό γεγονός αὐτό. Οἱ Ἀπόστολοι, ἐνῶ ἦσαν διασκορπισμένοι στά πέρατα τῆς γῆς, μέ εἰδικό θαῦμα, συγκεντρώνονται στό σπίτι τῆς Παναγίας στή Γεθσημανῆ καί κηδεύουν τό πανάχραντο καί πανάγιο σῶμα της.

Ἄλλ' ἐνῶ πρόκειται περί τοῦ θανάτου τῆς Παναγίας, ἡ σημερινή ἑορτή δέν λέγεται «ὁ θάνατος» τῆς Θεοτόκου ἀλλά ἡ «κοίμηση τῆς Θεοτόκου»! Γιατί; Διότι ὁ θάνατος, μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἶδε καί ἡ Θεοτόκος, δέν ἦταν πλέον παρά ἕνας ὕπνος, μία προσωρινή κοίμηση. Ἀπό τήν ἐποχή, μάλιστα, ἐκείνη, οἱ χριστιανοί ποὺ πεθαίνουν δέν λέγονται «νεκροί», ἀλλά «κεκοιμημένοι» καί οἱ χῶροι ὅπου τούς ἐνταφιάζουν δέν λέγονται πιά νεκροταφεῖα, ἀλλά «κοιμητήρια»!

β. Μετάσταση-ἀνάσταση: 
Ἀφοῦ οἱ Ἀπόστολοι κήδευσαν καί ἐνταφίασαν τό ἱερό σκήνωμα τῆς Θεοτόκου, ὑστέρα ἀπό τρεῖς μέρες, κατά τήν παράδοση, χρειάσθηκε νά ἀνοίξουν τόν τάφο. Καί ὦ τοῦ θαύματος! Τό σῶμα τῆς Παναγίας ἔλειπε. Τό πράγμα ἦταν συνταρακτικό καί ἄρχισε νά ἀπασχολεῖ τήν Ἐκκλησία: «τί ἔγινε τό σῶμα τῆς Παναγίας;» Τήν ἀπάντηση καί πίστη τῆς Ἐκκλησίας τήν διατύπωσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: Τό σῶμα τῆς Παναγίας, μέ ἐνέργεια τῆς θείας Χάρης «μετέστη» στόν οὐρανό. Μέ ἄλλα λόγια, τό σῶμα τῆς Παναγίας, μέ θεϊκή ἐνέργεια, ἄλλαξε κατάσταση ὑπάρξεως καί πέρασε ἀπό τήν κατάσταση τοῦ θανάτου στήν κατάσταση τῆς ζωῆς. Ἡ «μετάσταση», ἑπομένως, τῆς Παναγίας εἶναι μιὰ πρώτη ἀνάσταση ποὺ ἐνήργησε ὁ Χριστός, τιμώντας ἰδιαίτερα τήν Θεοτόκο καί μητέρα του. Γι’ αὐτό, λοιπόν, χαίρεται ἡ Ἐκκλησία. Διότι στή «μετάσταση» τῆς Παναγίας προγεύεται τήν κοινή ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων. Μέ τόν τρόπον αὐτό, ἡ «μετάσταση» τῆς Θεοτόκου γίνεται τό δεύτερο Πάσχα τῶν Ὀρθοδόξων.

Ἐπίλογος: Ὑπάρχει, ὅμως, καί κάτι ἄλλο, πολύ σημαντικό γιά μᾶς: ἐνῶ ἡ Παναγία «μετέστη» ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, ἐν τούτοις «τόν κόσμον οὐ κατέλιπε». Ὅπως ὁ Χριστός ὑποσχέθηκε πὼς θά εἶναι κοντά μας «πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη' 20), ἔτσι καί ἡ Παναγία εἶναι κοντά μας, ὅπως ἀποδεικνύουν τά ἄπειρα θαύματά της.


(1975)

Ἡ Κοίμηση τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ Anthony Bloom





Στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Ἡ γιορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεομήτορος – πού συνδυάζει δύο γεγονότα: Τήν κοίμησή Της καί τήν ἀνάστασή Της καί τήν μετάστασή Της τήν τρίτη ἡμέρα- ἦταν πράγματι γιά αἰῶνες, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ὕπαρξης τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ Γιορτή, ἡ δόξα, ἡ χαρά της.

Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ δέν ἔγινε τό μέσον πού ἀποδέχτηκε παθητικά νά σαρκωθεῖ μέσα της ὁ Θεός – χωρίς τήν συγκατάβασή της ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Κύριου θά ἦταν ἀδύνατο νά πραγματοποιηθεῖ. Εἶναι ἡ ἀπάντηση ὁλάκερης τῆς κτίσης στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί στήν προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ Του ὄχι μόνο στήν ἀνθρωπότητα, ἀλλά σ’ ὅλον τόν Κόσμο πού Ἐκεῖνος δημιούργησε. Καί χαιρόμαστε γι’ αὐτό, ἐπειδή ὁ λόγος Της εἶναι καί δικός μας. Ὁ λόγος της ἦταν τέλειος, ὅπως ἦταν ἡ ἐμπιστοσύνη της, ἡ πίστη Της, ἡ προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ Της. Τά δικά μας λόγια εἶναι ἀτελῆ καί ὅμως οἱ φωνές μας ἀντηχοῦν μέσα ἀπό τήν δική Της φωνή, ἀδύναμες, κάποιες φορές διστακτικές, ἀλλά μέ πίστη καί ἀγάπη.

Ἐκείνη εἶναι ἡ δόξα ὅλης τῆς δημιουργίας· ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ: ἴσως κάποιος νά σκεφτεῖ ὅτι ὁ θάνατος δέν θά μποροῦσε νά τήν ἀγγίξει· ἀλλά ἐάν ὁ θάνατος καί ἕνας θάνατος τόσο σκληρός θά μποροῦσε νά ἀγγίξει τόν Υἱό Της, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τῆς Μαρίας, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου – φυσικά θά ἔπρεπε Ἐκείνη νά καταβάλει τόν φόρο ὅλης τῆς γῆς γιά νά ξεπληρώσει τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία καί νά πεθάνει. Ἀλλά σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ θάνατος δέν θά μποροῦσε νά τήν κρατήσει φυλακισμένη. Πρόσφερε τόν ἑαυτό της στόν Θεό ἀνεπιφύλακτα καί τέλεια καί δέν ἀνῆκε πλέον στήν γῆ. Καί τήν τρίτη μέρα, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἦρθαν καί ἄνοιξαν πάλι τόν τάφο γιά νά τήν προσκυνήσει ἕνας ἀπό αὐτούς πού ἦταν ἀπὼν στήν ταφή Της, ὁ τάφος βρέθηκε ἀδειανός: Ἀνῆλθε στούς οὐρανούς, ἐπειδή τά δεσμά τοῦ θανάτου δέν μποροῦσαν νά Τήν κρατήσουν καί ἡ φθορά δέν μποροῦσε νά ἀγγίξει ἕνα σῶμα πού ὑπῆρξε τό σῶμα τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τί χαρά νοιώθουμε ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι τώρα, δίπλα- δίπλα μέ τόν ἀνεστημένο καί ἀναληφθέντα Χριστό, ἕνας ἄνθρωπος ἀπό ἐμᾶς, ἀπό τήν ἀνθρωπότητα, μιὰ γυναίκα μέ σάρκα καί ὀστᾶ βρίσκεται στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καί σ’ Ἐκείνην βλέπουμε τήν δόξα πού, πιστεύουμε, θά εἶναι καί δική μας δόξα, ἄν εἴμαστε πιστοί στόν Θεό ὅπως ἦταν Ἐκείνη.

Ἄς χαροῦμε λοιπόν, ὄχι μόνο σέ τούτη τήν ἐκκλησία, ἐπειδή εἶναι ἀφιερωμένη, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα, στήν Κοίμηση καί Ἀνάληψη τῆς Παναγίας, ἀλλά μέ ὁλόκληρη τήν Ρωσική Ἐκκλησία, μαζί μέ ὅλους ἐκείνους πού ἀνήκουν σ’ αὐτήν καί εἶναι διασκορπισμένοι στά πέρατα τοῦ κόσμου, πού ἑνωμένοι μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία, μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ λατρεύουμε τόν Θεό μέ ὅλο μας τό εἶναι καί βλέπουμε σ’ Ἐκείνην τήν εἰκόνα ὁλάκερης τῆς Δημιουργίας πού λατρεύει τόν ζωντανό Θεό. Ἀμήν.

Αὐγή ἡμέρας μυστικῆς π. Alexander Schmemann




Τόν Αὔγουστο ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Παναγίας, τό θάνατό της, γνωστό ὡς Κοίμηση, μιά λέξη ὅπου τό ὄνειρο, ἡ μακαριότητα, ἡ εἰρήνη,ἡ ἠρεμία καί ἡ χαρά ἑνώνονται.

Τίποτε δέν γνωρίζουμε γιά τίς συνθῆκες ποὺ περιβάλλουν τό θάνατο τῆς Παναγίας, τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Διάφορες ἱστορίες, διανθισμένες μέ παιδική τρυφεράδα, ἔχουν φθάσει ὥς ἐμᾶς ἀπό τόν πρώιμο Χριστιανισμό, ἀλλά, ἀκριβῶς λόγω τῆς ποικιλίας τους, δέν νιώθουμε ὑποχρέωση νά ὑπερασπιστοῦμε τήν «ἱστορικότητα» καμιᾶς ἀπ’ αὐτές.

Στήν Κοίμηση, ἡ ἀγάπη καί ἡ μνημόνευση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐπικεντρώνονται στό ἱστορικό και πραγματικὸ πλαίσιο, οὔτε στήν ἡμερομηνία καί στόν τόπο ὅπου αὐτή ἡ μοναδική γυναίκα, αὐτή ἡ Μητέρα ὅλων τῶν μητέρων, ὁλοκλήρωσε τήν ἐπίγεια ζωή της. Ὁποτεδήποτε καί ὁπουδήποτε κι ἄν αὐτό συνέβη,ἡ Ἐκκλησία, ἀντ’ αὐτοῦ, παρατηρεῖ τὴν οὐσία καί τό νόημα τοῦ θανάτου της, μνημονεύοντας τό θάνατο αὐτῆς ποὺ ὁ Υἱός της, σύμφωνα μέ τήν πίστη μας, κατέβαλε τό θάνατο, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, καί μᾶς ὑποσχέθηκε τήν τελική ἀνάσταση καί τὴ νίκη τῆς ἀθάνατης ζωῆς.

Ὁ θάνατός της ἀναλύεται καλύτερα μέσα ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ποὺ εἶναι τοποθετημένη στό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὡς κέντρο ὅλου τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἡ Θεοτόκος νεκρή βρίσκεται στό νεκροκρέβατό της. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι συναγμένοι γύρω της, καί ἀπό πάνω της στέκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, κρατώντας στά χέρια τή Μητέρα Του, ἡ ὁποία εἶναι ζωντανή καί αἰώνια ἑνωμένη μαζί Του. Ἐδῶ βλέπουμε τό θάνατο κι ὅ,τι ἔχει ἤδη περάσει σ’ αὐτό τό συγκεκριμένο θάνατο: ὄχι ρήξη ἀλλά ἕνωση. Ὄχι λύπη ἀλλά χαρά. Καὶ σ’ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, ὄχι θάνατος ἀλλά ζωή. «Ἐν τῇ γεννήσει σου σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, βλέποντας αὐτή τήν εἰκόνα. «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε…».

Τά λόγια μιᾶς βαθύτατης καί πολύ ὄμορφης προσευχῆς ποὺ ἀπευθύνεται στήν Παναγία ἔρχονται τώρα στό νοῦ μας, «Χαῖρε αὐγή μυστικῆς ἡμέρας!» (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Τό φῶς ποὺ ξεχύνεται ἀπό τήν Κοίμηση προέρχεται ἀκριβῶς ἀπ’ αὐτή τήν ἄδυτη, μυστική Ἡμέρα. Παρατηρώντας αὐτόν τό θάνατο, καί στεκόμενοι δίπλα σ’ αὐτό τό νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ θάνατος δέν ἰσχύει πλέον, ὅτι ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου ἑνός ἀνθρώπου ἔχει γίνει τώρα μιὰ πράξη ζωῆς, μιὰ εἴσοδος σέ μιὰ εὐρύτερη ζωή, ὅπου βασιλεύει ἡ ζωή. Αὐτή ποὺ δόθηκε ἐντελῶς στὸ Χριστό, ποὺ Τόν ἀγάπησε ἕως τέλους· συναντιέται μ’ Αὐτόν σ’ ἐκεῖνες τίς φωτεινές πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐκεῖ ὁ θάνατος μεταστρέφεται ἀμέσως σέ χαρμόσυνη συνάντηση – ἡ ζωή θριαμβεύει, ἡ χαρά καί ἡ ἀγάπη κυριαρχοῦν πάνω στά πάντα.

Γιὰ αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία στοχάστηκε κι ἐμπνεύστηκε ἀπό τό θάνατο Αὐτῆς ποὺ ὑπῆρξε μητέρα τοῦ Χριστοῦ· ποὺ ἔδωσε ζωή στό Σωτήρα καί Κύριό μας· ποὺ Τοῦ δόθηκε ὁλοκληρωτικά μέχρι τέλους καί στάθηκε δίπλα Του στό Σταυρό. Καί παρατηρώντας ἡ Ἐκκλησία τό θάνατό της, ἀνακάλυψε καί βίωσε τό θάνατο, ὄχι ὡς φόβο, τρόμο, τέλος, ἀλλ’ ὡς ἀστραποβόλα καί αὐθεντική Ἀναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοῖς ἄσμασιν, ἀνυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διὰ γάρ τῆς ἀθανάτου Κοιμήσεώς σου ἡγιασας τά σύμπαντα…». Ἐδῶ, σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους ὕμνους τῆς ἑορτῆς, βρίσκουμε ἀμέσως νά ἐκφράζεται ἡ βαθιά οὐσία τῆς χαρᾶς της: «Νέκρωσις ἄφθορος», ἀθάνατη κοίμηση. Ποιό εἶναι ὅμως τό νόημα αὐτῆς τῆς ἀντιφατικῆς καί φανερά παράλογης συνυπάρξεως αὐτῶν τῶν λέξεων;

Στήν Κοίμηση μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅλο τό χαρμόσυνο μυστήριο αὐτοῦ τοῦ θανάτου καί γίνεται χαρά μας, ἐπειδή ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἕνας ἀπό μᾶς. Ἄν ὁ θάνατος εἶναι ὁ τρόμος καί ἡ θλίψη τοῦ χωρισμοῦ, ἡ κάθοδος στήν τρομερή μοναξιά καί τό σκοτάδι, τότε τίποτ’ ἀπ’ ὅλα αὐτά δὲν εἶναι παρόν στό θάνατο τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀφοῦ ὁ θάνατός της, ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ ζωή της, εἶναι μιὰ συνάντηση, ἀγάπη, συνεχής κίνηση πρός τό αἰώνιο, ἄδυτο φῶς τῆς αἰωνιότητος καί μιά εἴσοδος σ’ αὐτό. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον», λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἀπόστολος τῆς ἀγάπης (Α΄ Ἰωάν. 4,18). Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει φόβος στήν ἄφθορη κοίμηση τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἐδῶ ὁ θάνατος ἔχει καταληφθεῖ ἐκ τῶν ἔνδον, ἔχει ἐλευθερωθει ἀπ’ ὅ,τι τόν γεμίζει μὲ τρόμο καί ἀπελπισία. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα. Ὁ θάνατος γίνεται «αὐγή μυστικῆς ἡμέρας». Ἔτσι στὴ γιορτή δέν ὑπάρχει οὔτε λύπη, οὔτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, οὔτε στεναχώρια, ἀλλὰ μόνο φῶς καί ζωή. Προσεγγίζοντας τὴν πόρτα τοῦ ἀναπόφευκτου θανάτου μας, εἶναι σάν νά τή βρίσκουμε ὀρθάνοικτη, μέ τό φῶς νά ξεχύνεται ἀπὸ τή νίκη ποὺ πλησιάζει ἀπό τήν ἐρχόμενη ἐπικράτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Στή λάμψη αὐτοῦ τοῦ ἀσύγκριτου φωτός τῆς ἑορτῆς, στίς αὐγουστιάτικες αὐτές μέρες, ὅταν ὁ φυσικός κόσμος φθάνει στό ἀποκορύφωμα τῆς ὀμορφιᾶς του καί γίνεται ὕμνος δοξολογίας καί ἐλπίδας καί σύμβολο ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀκούγονται τά λόγια τῆς Κοιμήσεως, «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον…». Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον θάνατος. Ὁ θάνατος ἀκτινοβολεῖ αἰωνιότητακαι ἀθανασία. Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον ρήξη ἀλλά ἕνωση. Δέν εἶναι λύπη, ἀλλά χαρά. Δέν εἶναι ἥττα, ἀλλά νίκη.

Αὐτά εἶναι ὅσα ἑορτάζουμε τήν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας Παρθένου, καθώς τά προεικονίζουμε, τά προγευόμαστε καί τά ἀπολαμβάνουμε ἀπό τώρα, στήν αὐγή τῆς μυστικῆς καί αἰώνιας Ἡμέρας.

Ἐγκώμιον εἰς τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου Ἅγιος Θεοδώρος ὁ Στουδίτης





Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, πού νά ἀντηχῆ δυνατώτερα ἀπό ἀνθρώπινη φωνή καί νά συγκλονίζη τά πέρατα, ἀπαιτεῖ ἕνας λόγος πρός τιμήν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἡμέρας, ἀγαπητοί μου· γι᾿ αὐτό καί κινδυνεύει ν᾿ ἀποτύχη τώρα, καθώς ἀκούγεται προερχόμενος ἀπό τό ἀσθενές φωνητικό μου ὄργανο. Ἡ Κυρία ὅμως καί Βασίλισσα τοῦ παντός, ἔτσι καθώς εἶναι ἀφιλόδοξη, θά δεχτῆ νομίζω κι αὐτόν ἐδῶ τόν σύντομο καί πενιχρό λόγο πού τῆς προσφέρουμε οἱ δοῦλοι της, ὅμοια μέ ἐκείνους τούς διεξοδικούς καί ἀστραφτερούς τῶν σπουδαίων ὁμιλητῶν, μέ τό νά παρακινεῖται σέ συμπάθεια ἀπό τίς προσευχές αὐτοῦ πού μέ προστάζει νά ὁμιλήσω· ἐπειδή ἀκριβῶς καί ἕνα μόνο πράγμα προσέχει ἡ φιλάγαθη: τήν πρόθεσι.

Ἐμπρός λοιπόν, συνάξου ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ἱεράρχες καί ἱερεῖς, μοναχοί καί κοσμικοί, βασιλεῖς καί ἄρχοντες, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀγόρια καί κορίτσια, φυλές καί γλῶσσες, μέ ὅλο μαζί τό ἔθνος καί τό πλῆθος, καί ἀφοῦ ἀλλάξης τά φορέματα τῶν ἀρετῶν σου, «ντυμένη» κι ἐσύ «στά κρόσσια τά χρυσά καί στολισμένη» (Ψαλμ. μδ´ 14), πρόβαλε μέ πρόσωπο φαιδρό καί ὅλο χαρά γιόρτασε τῆς Κυριοτόκου Μαρίας τήν ἑορτή, τήν ἐπικήδεια συγχρόνως καί διαβατήρια· διότι φεύγει ἀπό ἐδῶ κάτω καί πηγαίνει κοντά στά ὄρη τά αἰώνια, τό ὄρος ὄντως τό Σιών, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατοικῆ, ὅπως ψάλλει ἡ λύρα τοῦ ψαλμωδοῦ. Σήμερα λοιπόν ὁ ἐπίγειος οὐρανός περιβαλλόμενος τήν στολή τῆς ἀφθαρσίας ἀποκτᾶ νέα διαμονή, τήν καλύτερη καί αἰώνια. Σήμερα ἡ νοητή καί θεοφώτιστη σελήνη μέ τό νά συμβάλλη στόν δίσκο τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ἐκλείπει μέν ἀπό τήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως ὅμως ἀνατέλλει καί λάμπει μέ τήν τιμή τῆς ἀθανασίας. Σήμερα ἡ ὁλόχρυση καί θεοκατασκεύαστη κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος ἀναχωρεῖ ἀπό τά ἐπίγεια σκηνώματα καί μετακομίζεται στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, γιά νά ἀναπαυθῆ αἰώνια. Καί ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ μᾶς τά τραγουδάει αὐτά μέ τήν κιθάρα του καί ἀναφωνεῖ: «Θά προσαχθοῦν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στόν βασιλέα, ἀκολουθώντας πίσω ἀπό αὐτήν θά προσαχθοῦν σέ Σένα» (πρβλ. Ψαλμ. μδ´ 15).

Τώρα λοιπόν, ἐνῶ ἔκλεισε τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς ἡ Θεοτόκος, ὑψώνει γιά χάρι μας τούς νοητούς, σάν λαμπρούς καί μεγάλους φωστῆρες πού ποτέ ὡς τώρα δέν βασίλεψαν, γιά νά ἀγρυπνοῦν καί νά ἐξιλεώνουν τόν Θεό ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Τώρα, ἐνῶ στά θεοκίνητα χείλη της ἐσίγησε ὁ ἔναρθρος λόγος, ἀείλαλο ἀνοίγει τό πρεσβευτικό της στόμα ὑπέρ ὅλου τοῦ γένους. Τώρα, ἐνῶ συνέστειλε τίς σωματικές καί θεοφόρες της παλάμες, τίς ὑψώνει ἄφθαρτες πρός τόν Δεσπότη ὑπέρ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Τώρα, ἐνῶ μᾶς ἀπέκρυψε τά ἡλιοειδῆ καί φυσικά χαρακτηριστικά της, ἀκτινοβολεῖ διά μέσου τῆς σκιαγραφίας τῆς εἰκόνας της καί τήν παρέχει στόν λαό πρός ἀσπασμό εὐεργετικό καί σχετική προσκύνησι, εἴτε τό θέλουν οἱ αἱρετικοί εἴτε ὄχι. Ἐνῶ λοιπόν πέταξε ἐπάνω ἡ πάναγνος περιστερά, δέν παύει νά φυλάττη τά κάτω. Ἐνῶ ἐξῆλθε τοῦ σώματος, μέ τό πνεῦμα της εἶναι μαζί μας. Ἐνῶ ὁδηγήθηκε στούς οὐρανούς, ἐξοστρακίζει ἀπό ἀνάμεσά μας τούς δαίμονες μεσιτεύοντας πρός τόν Κύριο.

Κάποτε, μέσῳ τῆς προμήτορος Εὔας ὁ θάνατος εἰσῆλθε καί κυρίευσε τόν κόσμο· τώρα ὅμως συναντώντας τήν μακαρία θυγατέρα ἐκείνης ἀποκρούστηκε καί κατανικήθηκε ἀπό τό ἴδιο ἐκεῖνο μέρος ἀπ᾿ ὅπου τοῦ εἶχε δοθῆ ἡ ἐξουσία. Ἄς χαρῆ λοιπόν τό γυναικεῖο φῦλο, πού ἀντί ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. Ἄς χαρῆ καί ἡ Εὔα, διότι δέν εἶναι πιά κατηραμένη, ἀλλά ἔχει νά ἐπιδείξη ἀπόγονό της εὐλογημένο τήν Μαρία. Ἄς σκιρτήση ἡ κτίσις ὁλόκληρη, καθώς ἀντλεῖ μυστικά τά νάματα τῆς ἀφθαρσίας ἀπό τήν παρθενική πηγή καί ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπό τήν θανατηφόρα δίψα.

Τέτοια εἶναι ἡ ἑορτή πού ἔχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα εἶναι τά γεγονότα πού ὑμνολογοῦμε. Αὐτά μᾶς χαρίζει ἡ χριστοανθής ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ἡ ἱερόβλαστη ράβδος τοῦ Ἀαρών, ὁ νοητός παράδεισος τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἔμψυχος λειμώνας τῶν παρθενικῶν ἀρωμάτων, ἡ ἀνθισμένη θεογεώργητη ἄμπελος τοῦ ὡρίμου καί ζωογόνου βότρυος, ὁ ὑψηλός καί ἐπηρμένος χερουβικός θρόνος τοῦ Παμβασιλέως, ὁ οἶκος ὁ γεμάτος ἀπό τήν δόξα Κυρίου, τό ἅγιο καταπέτασμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ φωτεινότατος τόπος τῆς ἀνατολῆς, αὐτά μᾶς χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε σήμερα ἐν εἰρήνῃ καί δικαιοσύνῃ. Λέω κοιμήθηκε, ὄχι ὅμως καί πέθανε. Πέρασε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τήν ὑπεράσπισι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Μέ ποιά λόγια λοιπόν νά παραστήσουμε τό μυστήριό σου; Ἀδυνατοῦμε νά τό σκεφθοῦμε· εἴμαστε ἀσθενεῖς γιά νά τό ἐκφράσουμε· ἰλλιγγιοῦμε νά τό περιγράψουμε. Διότι εἶναι παράξενο καί ὑψηλό καί ἀνώτερο γιά κάθε διάνοια. Δέν σχετίζεται καί δέν ταιριάζει μέ κάτι ἄλλο, ὅπως συμβαίνει μέ τά ὑπόλοιπα πράγματα, ἔτσι ὥστε νά εἴμαστε σέ θέσι νά δώσουμε πρόχειρα τίς ἀποδείξεις ἀπό τά γύρω μας πράγματα. Ἀντίθετα, ἀπό τά ὑπερβατικά καί ἀνώτερά μας κατανοοῦμε μέ εὐλάβεια ὅσα ἀναφέρονται σέ σένα, καί σέ σένα μόνη παραδίδουμε τά ὑπέρ ἄνθρωπον. Διότι ἄλλαξες τήν φύσι κατά τήν ἄρρητη γέννησι. Ποῦ ἀλλοῦ ἄκουσε κανείς παρθένο νά συλλαμβάνη ἀσπόρως! Ὤ θαῦμα! Τήν μητέρα καί λεχώνα τήν βλέπουμε ἄφθορη παρθένο, ἐπειδή Θεός ἦταν αὐτό πού γέννησε. Τό ἴδιο λοιπόν καί στή ζωηφόρο κοίμησί σου: μέ τό εἶσαι διαφορετική ἀπό τούς ὑπολοίπους, μόνη ἐσύ κατέχεις δικαιολογημένα τήν ἀφθαρσία καί τῶν δύο (ψυχῆς δηλ. καί σώματος).

Ἄς μᾶς ἀφηγηθῆ ὅμως ἡ Σιών τά παράδοξα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Εἶχε λοιπόν συμπληρωθῆ τό ὅριο τῆς ζωῆς. Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Προγνώρισε σάν μητέρα Θεοῦ ἡ Παναγία τόν καιρό τῆς μεταστάσεως. (Καί πόσα περισσότερα ἀπό τόν καθένα πού σάν ἁπλός δοῦλος προφητεύει δέν θά ἔδινε κανείς, ἀδελφοί μου φιλόχριστοι, πρός τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἀνώτερη ἀπό ὅλους τούς προφῆτες;) Ὅταν λοιπόν τά αἰσθάνθηκε αὐτά καί τά κατάλαβε, τί μᾶς λέει ἡ παράδοσις πῶς προσευχόταν καί παρακαλοῦσε;

«Ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς ἐξόδου μου· ἔφθασε ὁ χρόνος τῆς ἐκδημίας μου πρός ἐσένα. Ἄς παρευρεθοῦν ἐδῶ αὐτοί πού θά ὑπηρετήσουν στόν ἐνταφιασμό μου, Δέσποτα· εἴθε νά σταθοῦν στό προσκέφαλό μου οἱ λειτουργοί πού θά τελέσουν τήν κηδεία μου. Καί στά μέν χέρια σου νά ἀφήσω τό πνεῦμα μου, στά δέ χέρια τῶν μαθητῶν σου, γιά νά τό ἐνταφιάσουν, τό ἄψαυστο καί θεοδόχο σῶμα μου, ἀπό ὅπου ἀνέτειλες ἐσύ ἡ ἀθανασία. Ἄς παρασταθοῦν κοντά μου νά μοῦ δώσουν χαρά αὐτοί πού βρίσκονται διεσπαρμένοι στά πέρατα τῆς γῆς, οἱ κήρυκες καί ὑπηρέτες τοῦ εὐαγγελίου σου. Κι ἄν ἐσύ εὐδόκησες νά μετατεθῆ ζωντανός ἀκόμη ὁ δίκαιος Ἐνώχ στόν οὐρανό, γιατί ἔτσι ἔπρεπε, καί ὁ Θεσβίτης Ἠλίας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς νά ἀνυψωθῆ μέ πύρινο ἅρμα πρός ἄγνωστες χῶρες, γιά νά ἀναμένουν καί οἱ δύο τόν χρόνο τῆς φρικτῆς καί παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, καί ἄν πάλι γιά μιά ἀνάγκη τοῦ Δανιήλ ἐθαυματούργησες, ὥστε μέσα σέ μιά στιγμή ὁ προφήτης Ἀββακούμ νά μεταφερθῆ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Βαβυλώνα καί πάλι νά ἐπιστρέψη, τότε τί σοῦ εἶναι ἀδύνατο καί μόνο ἄν τό θελήσης;»

Αὐτά μόλις εἶπε ἡ πανύμνητος, νά πού κατέφθασε καί ἡ δωδεκάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπό διαφορετική κατεύθυνσι ὁ καθένας, σάν σύννεφα σπρωγμένα ἀπό τίς πτέρυγες τοῦ Πνεύματος, πού ἦλθαν καί στάθηκαν κοντά στή νεφέλη τοῦ φωτός. Τί λέγει λοιπόν ἐκείνη πού ἔχει τά θεϊκά, τά πολλά, τά μεγάλα ὀνόματα, φέρνοντας, καθώς ἦταν ξαπλωμένη, ἕνα γύρο τό βλέμμα της καί ἀντικρύζοντας αὐτούς πού ζητοῦσε;

«Ἄς ἀγαλλιάση ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο καί αὐτό θά γίνη γιά μένα εὐφροσύνη καί αἴνεσις καί μεγαλεῖο ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Διότι μοῦ συγκέντρωσε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ συνάθροισε τούς ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τούς θαυμαστούς ὑπηρέτες τῆς κηδείας μου. (Ὤ μεγαλοφυές θαῦμα! Ὤ ἔργο μητρικῆς ἀφοσιώσεως πρός τόν υἱό! Ὤ δῶρο υἱϊκῆς σχέσεως πρός τήν μητέρα!). Σάν ἄλλος οὐρανός μοῦ φάνηκε τό δωμάτιο, μέ τό περικλείη μέσα του τούς φωστῆρες τοῦ κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε ἡ ὀροφή, πού ἔφερε κοντά μου τούς θείους μύστες καί ἱερουργούς. Δέν θά μελετήσει πιά ἡ συμμορία τῶν Ἰουδαίων νά πραγματοποιήση τόν ἐναντίον μου παραλογισμό. Δέν θά ὁπλίση πιά ἐναντίον μου τό θρασύ του χέρι, γιά νά μέ φονεύση τό συνέδριο τῶν ἱερέων. (Διότι κάποτε τό εἶχαν σχεδιάσει καί , μαζί μέ τόν Υἱό, θά φόνευαν οἱ αἱμοχαρεῖς καί τήν Μητέρα, ἀλλά ἀπέτυχαν στό σκοπό τους, γιατί τούς ἐμπόδισε ἄνωθεν ἡ θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σέ τόπους κατοικίας ἀπαραβίαστους, ὅπου δέν μπορεῖ ὁ ἐχθρός νά εἰσαγάγη τίς παγίδες τῆς κακίας· ὅπου θά μπορῶ νά ἀντικρύσω τήν τερπνότητα τοῦ Κυρίου καί νά ἐπισκεφθῶ τόν Ναόν, ἐγώ ὁ παμφώτεινος ναός Του». Καί τί εἶπαν τότε πρός αὐτήν οἱ μακάριοι ἀπόστολοι μέ λόγια εἴτε δικά τους εἴτε διαλεγμένα ἀπό τά στόματα τῶν προφητῶν;

«Χαῖρε κλίμαξ πού στηρίζεσαι στή γῆ καί φτάνεις στόν οὐρανό, μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ κάθοδος πρός ἡμᾶς καί ἡ ἄνοδος πρός τούς οὐρανούς τοῦ Κυρίου, κατά τόν μεγάλο πατριάρχη Ἰακώβ» (βλ. Γεν. κη´ 12).

Χαῖρε βάτε μέ τήν τόσο παράδοξη μορφή, ἀπό τήν ὁποία ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σέ μορφή πύρινης φλόγας καί τήν ὁποία ἐνῶ ἡ φωτιά ἔκαιγε, δέν τήν κατέκαιε, κατά τόν μεγάλο θεόπτη Μωϋσῆ (βλ. Ἔξ. γ´ 2-3).

Χαῖρε ὁ θεοδέγμων πόκος, ἀπό τόν ὁποῖο στράγγισε ἡ οὐράνια δρόσος, μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατά τόν θαυμασιώτατο Γεδεών (βλ. Κριταί ς´ 38).

Χαῖρε πόλις τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου (βλ. Ψαλμ. μζ´ 3), τήν ὁποία θαυμάζουν καί μεγαλύνουν οἱ βασιλεῖς (βλ. Ψαλμ. μζ´ 5-6) μαζί μέ τόν ᾀσματογράφο Δαυίδ.

Χαῖρε ἡ νοητή Βηθλεέμ, ὁ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ἀπ᾿ ὅπου ἐξῆλθε ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, γιά νά καταστῆ ἄρχοντας στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ὁποίου «αἱ ἔξοδοι ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχ. ε´ 1), ὅπως λέει ὁ Μιχαίας ὁ θειότατος.

Χαῖρε τό κατάσκιο παρθενικό ὅρος, ἀπό τό ὁποῖο ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, κατά τόν θεόφωνο Ἀββακούμ (βλ. Ἀββακ. γ´ 3).

Χαῖρε λυχνία ὁλόχρυση καί φωτοφόρε, ἀπό τήν ὁποία ἔλαμψε στούς «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» (Ψαλμ. ρς´ 10) τό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Θεότητος, κατά τήν ρῆσι τοῦ θεσπέσιου Ζαχαρία (βλ. Ζαχ. δ´ 2).

Χαῖρε τό παγκόσμιο ἱλαστήριο τῶν ἀνθρώπων , διά τοῦ ὁποίου σέ ἀνατολή καί δύσι δοξάζεται στά ἔθνη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί παντοῦ προσφέρεται θυμίαμα στό ὄνομά Του κατά τόν ἁγιώτατο Μαλαχία (βλ. Μαλαχ. α´ 11).

Χαῖρε νεφέλη ἀνάλαφρη, πάνω στήν ὁποία κάθησε ὁ Κύριος κατά τόν ἱεροφωνότατο Ἠσαία (βλ. Ἠσ. ιθ´ 1).

Χαῖρε ἡ ἱερά βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου καί ὁ νεοχάρακτος νόμος τῆς Χάριτος, χάριν τῆς ὁποίας μᾶς ἔγιναν γνωστά ὅσα ἀρέσουν στόν Θεό, κατά τόν πολυθρήνητο Ἱερεμία (πρβλ.. Ἱερ. κε´ 13).

Χαῖρε ἡ κλεισμένη πύλη, διά τῆς ὁποίας ὁ Κύριος καί Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε κατά τόν μεγάλο θεόπτη Ἰεζεκιήλ (βλ. Ἰεζ. μδ´ 2 κ. ἑξ).

Χαῖρε τό ἀλατόμητο ἀπό χέρι ἀνθρώπου καί ὑψηλότατο ὄρος, ἀπό τό ὁποῖο ἀπεκόπη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, κατά τόν θεολογικώτατο Δανιήλ (βλ. Δαν. β´ 34, 45).

Καί ποιός νοῦς νά χωρέση ἤ ποιός λόγος νά ἀφηγηθῆ ὅσα ἐκεῖ ἔψαλλαν, ὅσα εἶπαν, ὅσα ἐμακάρισαν οἱ θεολόγοι; Ὅταν λοιπόν ἱερούργησαν ἱερῶς ὅσα ταίριαζε καί ἐπετέλεσαν τά ἅγια ἁγίως, νά πού ἔφθασε καί ὁ Κύριος μέ τήν δόξα τῆς δυνάμεώς του καί ὅλη τήν στρατιά τοῦ οὐρανοῦ. Καί ἀοράτως μέν λειτουργοῦσαν οἱ ἀσώματοι, σωματικῶς δέ γίνονταν ὑμνῳδοί τῆς θείας μεγαλειότητος οἱ ἀπόστολοι. Σύμμεικτη ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ πανήγυρις καί ὁ χορός οὐράνιος μαζί καί ἐπίγειος—κι ἄς μή ξενίση ὁ λόγος μου καθώς σκιαγραφεῖ τά θεοπρεπῆ γεγονότα—ἀποτελούμενος ἀπό Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, τίς Χερουβικές καί Σεραφικές, ἀποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, ἄλλους νά προτρέχουν, ἄλλους νά προϋπαντοῦν, ἄλλους νά ἡγοῦνται, ἄλλους νά προηγοῦνται, ἄλλους νά ἀκολουθοῦν καί ἄλλους νά παρακολουθοῦν, καί ὅλους νά φωνάζουν χαρμόσυνα μέ ἕνα στόμα: «Ἄσατε τῷ Κυρίῳ» (Ἱερ. κ´ 13) «αἰνέσατε τόν Κύριον» (ἔνθ᾿ ἀνωτ.) «εὐλογημένος Κύριος ἐπί δίκαιον ὄρος τό ἅγιον αὐτοῦ» (Ἱερ. λη´ 23) καί «ἀνυψωθήτω ὁ οὐρανός εἰς τό μετέωρον» (πρβλ. Ἱερ. λη´ 35). Ποιός λοιπόν ἄκουσε ποτέ εἰς τόν αἰῶνα τέτοιο ἐξόδιο, φιλόχριστοι ἀδελφοί; Ποιός γνώρισε τήν προπομπή μιᾶς τέτοιας κηδείας; Ποιός κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβασι, σάν κι αὐτή πού ἀξιώθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Καί δέν εἶναι παράξενο. Γιατί ἀκριβῶς καί κανένας δέν φάνηκε ποτέ ὑπέρτερος ἀπό αὐτήν, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.

Φρίττει τό πνεῦμα μου, ὦ Παρθένε, καθώς βάζω στό μυαλό μου τό μεγαλεῖο τῆς μεταστάσεώς σου. Μένει ἔκπληκτος ὁ νοῦς μου, καθώς ἀναλογίζομαι τό θαῦμα τῆς κοιμήσεώς σου. Δένεται ἡ γλῶσσα μου, καθώς πάει νά διηγηθῆ τό μυστήριο τῆς παλινζωΐας σου. Διότι ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε ἐπάξια «νά κάνη γνωστούς ὅλους τούς ὕμνους σου» (Ψαλμ. ρε´9 2) ἤ «νά ἐξιστορήση ὅλα τά θαυμάσιά σου (Ψαλμ. οδ´ 1)»; Ποιός νοῦς ὑψηγόρος θά ρητορεύση, ποιά γλῶσσα μεγαλόστομη θά ὁμιλήση, θά ἐξαγγείλη καί θά παραστήση τά κατά σέ, θά ἀποδώση τά λόγια σου ἤ θά σταθῆ ἀντάξια τῶν δικῶν σου θαυμασίων, τελετῶν, πανηγύρεων, ἑορτῶν, διηγήσεων, ἐγκωμίων; Γι᾿ αὐτό καί ἐπί τοῦ παρόντος μυστηρίου ἡ γλῶσσα μας ἀποδεικνύεται ἀδύνατη, ἄτονη, ἀποτυχημένη, ἀποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι ὑπερέχεις, ὑπερβάλλεις, ὑπερτερεῖς ἀσυγκρίτως, σέ ὕψος καί μέγεθος ἀπό τόν ἀνώτατο οὐρανό· σέ λαμπρότητα ἁγνείας, ἀπό τό ἡλιακό φῶς· σέ ἀπόκτησι παρρησίας, ἀπό τό ἀγγελικό ἀξίωμα κάθε ἄυλης καί λογικῆς ὑπάρξεως τῶν νοητῶν καί νοερῶν δυνάμεων.

Ἀλλά τί ἐπίσημη καί λαμπρή― μέ ἀγαλλίασι τό λέω―ἡ πανήγυρις σου! Πόσο σημειοφόρος καί θαυματουργική ἡ μετάστασίς σου! Πόσο ζωοπάροχος καί ἀφθαρτοδώρητος ὁ ἐνταφιασμός σου, μητέρα τοῦ φωτός! Τώρα ὅμως πού πέρασες τά σύννεφα καί ἀνέβηκες στόν οὐρανό καί μπῆκες στά ἅγια τῶν ἁγίων «ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καί ἐξομολογήσεως» (Ψαλμ. μα´ 5), ἀξίωσε, Θεοτόκε, νά εὐλογήσης πλούσια τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Μέ τίς πρεσβεῖες σου κάνε εὔκρατους τούς καιρούς· χάριζε τήν βροχή στήν ὥρα της· κατεύθυνε σωστά τούς ἀνέμους· κάνε τήν γῆ νά καρποφορῆ· δώρισε τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία· κράτυνε τήν Ὀρθοδοξία· φύλαγε τήν βασιλεία· ἀπόκρουε τίς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων· σκέπαζε ὁλόκληρο τό γένος τῶν Χριστιανῶν· τέλος δέ συγχώρησε καί τήν δική μου τόλμη. Διότι δικός σου εἶναι αὐτός ὁ λόγος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καί σύ προφήτευσες μελῳδικά ἐκεῖνο πού θά γινόταν: «Διότι νά πού ἀπό τώρα, εἶπες, θά μέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές» (Λουκ. α´ 48). Ἐπειδή λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδειχθῆ ψευδής ὁ θεῖος σου λόγος, δέξου κι ἀπό μένα τόν ἀνάξιο δοῦλο σου, αὐτή τήν κατά δύναμιν προσφώνησι καί «δός μου πάλι τήν ἀγαλλίασι πού μοῦ χαρίζει ἡ σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. ν´ 14). Μέ τήν δύναμι τῶν πρεσβειῶν σου στήριξέ με μαζί μέ τόν συγγενῆ μου καί πνευματικό πατέρα μου καί μέ τό ποίμνιο πού μοῦ ἔχουν ἐμπιστευθῆ· ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ τιμή καί τό κράτος μαζί μέ τόν παντοκράτορα Πατέρα καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου - Anthony Bloom


Σήμερα γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Στεκόμαστε ὅλοι τώρα μπροστὰ στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ θυσιαστήριο ὅπου εἶναι ἐνθρονισμένος ὁ Θεός μας. Ὅπως τὸ λένε ὅμως οἱ Γραφὲς ὁ Θεὸς ἀναπαύεται καὶ στοὺς ἅγιους Του, ὄχι μόνο σὲ ἅγιες περιοχὲς ἀλλὰ καὶ στὶς καρδιὲς καὶ τὸ μυαλὸ ὅλων τῶν ἁγίων οἱ ὁποῖοι ἔχουν πετύχει τὴν κάθαρση μὲ τὸν ἀγώνα τους καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

Σήμερα γιορτάζουμε τὴν Κοίμηση τῆς μεγαλύτερης ἀπ' ὅλους τοὺς ἁγίους, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνῶ κοιμήθηκε μὲ τὸν ὕπνο τῆς γῆς παρέμεινε ζωντανὴ μὲ τὴ ζωὴ τὴν ὁποία εἶχε στὰ βάθη τοῦ εἶναι της· ἔμεινε ζωντανὴ στὴν ψυχή της ἡ ὁποία ἀνέβηκε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, ζωντανὴ καὶ στὸ ἀναστημένο σῶμα της, ἔτσι ὅπως στέκεται καὶ τώρα μπροστά Του προσευχόμενη γιά μᾶς. Ἡ Παναγία εἶναι ἀληθινὰ ὁ θρόνος τῆς Χάρης· ὁ ζωντανὸς Θεὸς τὴν ἔκανε κατοικητήριό Του κι ἔζησε μέσα στὴ μήτρα της σὰν πάνω στὸ θρόνο τῆς δόξας Του. Μὲ πόση εὐγνωμοσύνη καὶ θαυμασμὸ δὲν τὴ σκεφτόμαστε σὰν τὴν πηγὴ τῆς Ζωῆς, σὰν τὴ ζωοδόχο πηγὴ ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὴν τιμᾶ σὲ μιὰ συγκεκριμένη εἰκόνα. Ἡ ζωοδόχος πηγὴ τελειώνει σήμερα τὴν ἐπίγεια ζωὴ της περιβαλλόμενη ἀπὸ τὴ στοργικὴ καὶ θλιμμένη ἀγάπη ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.

Τί ἀφήνει ὅμως πίσω της σ' ἐμᾶς; Μόνο μιὰν ἐντολὴ κι ἕνα λαμπρὸ ὑπόδειγμα. Ἡ ἐντολὴ περικλείεται στὰ λόγια τὰ ὁποῖα εἶχε πεῖ στοὺς ὑπηρέτες τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ στὴν Γαλιλαία: «ὅ,τι ἂν λέγη ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω. 2.5). Ἐκεῖνοι ὑπάκουσαν καὶ τὰ νερὰ τοῦ καθαρισμοῦ ἔγιναν ὁ καλὸς οἶνος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τὴν ἀφήνει στὸν καθένα μας- ἂς κατανοήσει ὁ καθένας μας τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἂς τὸν ἀκούσει προσεκτικά, κι ἂς μὴν ἀκούσει ἁπλῶς ἀλλὰ ἂς τὸν ἐφαρμόσει κιόλας· τότε αὐτὸ ποὺ εἶναι γήινο θὰ ἔχει γίνει οὐράνιο, αἰώνιο, μεταμορφωμένο καὶ δοξασμένο.

Ἡ Παναγία μᾶς ἔχει ἀφήσει κι ἕνα παράδειγμα. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι συντηροῦσε τὸν κάθε λόγο γιὰ τὸ Χριστὸ -καὶ ὁπωσδήποτε καὶ τὴν κάθε λέξη τὴν ὁποία πρόφερε ὁ Χριστὸς - στὴν καρδιά της σὰν θησαυρό, σὰν τὸ πιὸ πολύτιμο ἀπόκτημά της. (Λκ.2.19 καὶ 51). Ἂς μάθουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀκοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτό, νὰ ἀκοῦμε μὲ ἀγάπη καὶ εὐλάβεια, νὰ δίνουμε προσοχὴ στὴν κάθε μιὰ λέξη τοῦ Σωτήρα. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει πολλὰ πράγματα ὅμως ἡ καρδιὰ τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς ἀνταποκρίνεται κάποτε στὸ ἕνα καὶ κάποτε στὸ ἄλλο- ὁ λόγος ὁ ὁποῖος βρίσκει ἀπήχηση στὴ δική σας καρδιὰ ἤ τὴ δική μου εἶναι λόγος τὸν ὁποῖο ὁ Σωτήρας Χριστὸς ἀπευθύνει προσωπικὰ σ' ἐσᾶς ἤ σ' ἐμένα. Τέτοια λόγια ὀφείλουμε νὰ τὰ συντηροῦμε σὰν ὁδὸ ζωῆς, σὰν σημεῖα ἐπαφῆς ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καὶ τὸ Θεό, σὰν σύμβολα τῆς συγγένειας καὶ τῆς στενῆς μας σχέσης.

Ἂν μπορούσαμε ν' ἀκοῦμε καὶ νὰ ζοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἂν μπορούσαμε νὰ συντηροῦμε τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ στὶς καρδιές μας ὅπως καὶ ἡ ὀργωμένη γῆ συγκρατεῖ τὸ σπόρο, τότε θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπληρωθεῖ καὶ γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ ὁποῖο προφήτευσε ἡ Ἐλισάβετ γιὰ τὴν Παναγία ὅταν ἐκείνη εἶχε πάει νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ: «Μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λκ. 1.45). 

Εἴθε αὐτὸ νὰ συμβεῖ καὶ σ' ἐμᾶς! Ἂς εἶναι ἡ Παναγία τὸ παράδειγμά μας. Ἂς δεχτοῦμε τὴ μοναδικὴ ἐντολὴ της, διότι μόνο τότε ἡ δοξολογία τὴν ὁποία τῆς προσφέρουμε στὸν ἅγιο αὐτὸ ναὸ ὁ ὁποῖος τῆς ἔχει δοθεῖ γιὰ κατοικητήριο θὰ εἶναι αὐθεντική. Θὰ μποροῦμε τότε σ' ἐκείνην, μέσω τῆς ἴδιας, νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ «πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»

Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις



«Ἐσένα πού εἶσαι ζωντανή κιβωτός τοῦ Θεοῦ, ἄς μή σέ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλά χείλια πιστά ἄς ψάλλουνε δίχως νά σωπάσουνε τή φωνή τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδός θέλει νά πεῖ τή φωνή τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, πού εἶπε «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί») κι ἄς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

(«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων· χείλη δέ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνήν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή»)

Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιό πολλοί σήμερα, τώρα πού ἔπρεπε νά προσπέσουμε μέ δάκρυα καυτερά στήν Παναγία καί νά ποῦμε μαζί μέ τό Θεόδωρο Δούκα τό Λάσκαρη, πού σύνθεσε μέ συντριμμένη καρδιά τόν παρακλητικό κανόνα: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρῖον, Παρθένε». «Σάν τά μελίσσια πού τριγυρίζουνε γύρω στήν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μέ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καί πέσανε ἀπάνω στήν καρδιά μου καί τήν κατατρυπᾶνε μέ τίς φαρμακερές σαΐτες τους. Ἄμποτε, Παναγία μου, νά σέ βρῶ βοηθό, νά μέ γλυτώσεις ἀπό τά βάσανα».

Μά ποιός ἀπό μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπό τήν Παναγία, ἀπό τό Χριστό κι’ ἀπό τούς ἁγίους; Γυρεύουμε βοήθεια ἀπό τό κάθε τί, παρεκτός ἀπό τό Θεό. Ἀλλά τί βοήθεια μποροῦνε νά δώσουνε στόν ἄνθρωπο τά εἴδωλα τά λεγόμενα «ἐπιστήμη» καί «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ ἀναχωρητής λέγει: «Σ’ ὅλους τοὺς δρόμους πού πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σέ τοῦτον τόν κόσμο δέ βρίσκουν σέ κανένα τήν εἰρήνη, ὥς πού νά σιμώσουμε στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοίμονο, οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι εἶναι «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δέν ἔχει τήν πίστη μέσα στήν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια. Γι’ αὐτό κι’ ὁ ὑμνογράφος πού εἴπαμε, λέγει στήν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμή προστασία, καί τήν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καί ἀθλίῳ». «Ὅλα, λέγει τά δοκίμασα, μά κανένα πράγμα δέ μπόρεσε νὰ μέ ξαλαφρώσει. Γιά τοῦτο φωνάζω ἐσένα μέ θρῆνο πικρό, καί λέγω: Πρόφτασε καί δῶσε τή βοήθειά σου σέ μένα τόν ταπεινό κι’ ἄθλιο δοῦλο σου».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρά τῶν πικραμένων, τό ραβδί τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καρφώθηκε ἀπάνω στό ξύλο· κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σέ τοῦτον τόν κόσμο. Γι’ αὐτό καταφεύγουμε σέ κείνη πού τήν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα»,«Ὀξεία ἀντίληψη»,«Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καί χίλια ἄλλα ὀνόματα, πού δέν βγήκανε ἔτσι ἁπλά ἀπό τά στόματα, ἀλλά ἀπό τίς καρδιές πού πιστεύανε καί πού πονούσανε. 

Μονάχα στήν Ἑλλάδα προσκυνεῖται ἡ Παναγία μέ τόν πρεπούμενο τρόπο δηλ. μέ δάκρυα μέ πόνο καί μέ ταπεινή ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπό κάθε λογῆς βάσανο. Κι’ ἀπό τούτη τήν αἰτία τό ἔθνος μας στά σκληρά τά χρόνια βρίσκει παρηγοριά καί στήριγμα στά ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καί παραπάνω ἀπό ὅλα στό Σταυρωμένο τό Χριστό καί στή χαροκαμένη μητέρα του, πού πέρασε τήν καρδιά της σπαθί δίκοπο. 

Σέ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τήν Παναγία μέ τραγούδια κοσμικά, σάν νἆναι καμιά φιληνάδα τους, μά ἐμεῖς τήν ὑμνολογοῦμε μέ κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μά μέ συστολή, μέ ἀγάπη μά καί μέ σέβας, σάν μητέρα μας μά καί σάν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας νά τή δεῖ τί ἔχει μέσα καί νά μᾶς συμπονέσει. 

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρά τῆς Ὀρθοδοξίας, «τό χαροποιόν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμός ὁ γλυκερός τοῦ ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καί ἡ δωδεκάτειχος πόλις». Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικό περιβόλι πού μοσκοβολᾶ ἀπό λογῆς-λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καί τά πιό μυρουδικά, τά πιό ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στήν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καί μαζί της χαίρεται μέ μία χαρά πνευματική:«Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος, ἡγιασμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, ἐξ ᾖς Θεός ἐσαρκώθη καί παιδίον γέγονεν ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων Θεός ἡμῶν». 

Ἀπορεῖς τί νά πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτή τήν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πώς ὁ ἀγέρας, τά βουνά, οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τά χωριά οἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματική ἀπ’ αὐτό «τό χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτή «τήν μανναδόχον στάμνον» πού ἔχει μέσα «μύρον τό ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μέ τ’ ὄνομά της, τά βουνά μας, οἱ κάμποι, τά νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπό τά ξωκλήσια της, τά καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στή μάσκα καί στήν πρύμνη τό γλυκύτατο τ’ ὄνομά της. Ἀληθινά στήν Ἑλλάδα μας «ἐπί Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «γιά Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση». Στή κοίμησή σου, θαρρεῖς πώς ἡ χαρά γίνηκε πιό μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σέ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντί νά ἀποσκιάσει καί πλημμύρησε τίς καρδιές μας.

Τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στά κουρασμένα πρόσωπά μας, τά δέντρα σάν νά γενήκανε πιό χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κύμα σάν νά ἀρμενίζει πιό δροσερό μέσα στό πέλαγο καί ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπό χαρά μεγάλη, τό κάθε τί πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται.. Ὤ! Τί θάνατος λοιπόν εἶναι αὐτός, πού γέμισε τήν οἰκουμένη καί τίς καρδιές μας μέ τή χαρά τῆς ἀθανασίας! Καί καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδός: «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τάς ψυχᾶς ἡμῶν». Ἀληθινά λέγει καί σ’ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς…».

Ἀλλά τό ξαναλέγω. Τί νά πεῖ κανένας πρῶτα καί τί ὕστερα, ἀπό τά τόσα πνευματικά ὑμνολογήματα πού προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιές στήν Παναγία, στό «Ρόδον τό ἀμάραντον», πού μοσκοβόλησε καί ἁγίασε τήν καταβασανισμένη τήν Ἑλλάδα! Τήν ὑμνολογήσανε μέ τά λόγια, μέ τήν ψαλμωδία, μέ τή ζωγραφική, μέ τό σκαλισμένο ξύλο, μέ τ’ ἀσήμι, μέ τό μάλαμα, μέ τό κηρομάστιχο, μέ κάθε τίμιο κι’ ἁγιασμένο πράγμα πού μπορεῖ νά χρησιμέψει στόν ἄνθρωπο γιά νὰ μπορέσει νά δείξει τήν ἀγάπη του, τό σέβας του, τή χαρά του, τήν πίκρα του, κι’ ὅ,τι ἄλλο ἁγνό αἴσθημα ἔχει μέσα στά φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τό νά πιάσει κανένας νά τά ἱστορήσει καταλεπτῶς, θά ἤτανε σάν νὰ ’θελε νά μετρήσει τήν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιά τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστά λουλούδια ἀπό τῆς ὑμνωδίας τό ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς»

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἄς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπό τίς Καταβασίες τοῦ Ἀκάθιστου ὕμνου «Ἀνοίξω τό στόμα μου», πού εἶναι τό βυζαντινότατο, ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλά ἐκείνη τήν ἐξαίσια γ’ ὠδή πού λέγει: «Τούς σούς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καί ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καί ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».

Οὐράνια ἀπηχήματα!: «Τούς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, πού συγκροτήσανε ἕναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσύ πού εἶσαι ζωντανή ὡς ἄφθονη πηγή. Καί μέ τή θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νά φορέσουν τῆς δόξας τά στέφανα»· ἡ θ’. ὠδή πού λέγει: «Ἅπας γηγενής σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος πανηγυριζέτω δέ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τά ἱερά θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καί βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.» 

Ἐκεῖνα τά πανηγυρικά αὐτόμελα πού ψέλνουνε στόν ἑσπερινό τῆς Κοιμήσεως, μέ μέλος θριαμβευτικό καί μέ πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιός χριστιανός Πίνδαρος τά σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καί κλῖμαξ πρός oυραvόv ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανή, τῆς Θεοτόκου τό ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τόν Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σοῦ τό μέγα ἔλεος.» 

Ποταμός μέγας καί βουερός ἀναβρύζει καί μᾶς δροσίζει, καί πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές καί διψασμένες! Κοίταξε πάθος καί μεράκι πού ξεχειλίζει ἀπό καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντί νά κλάψει γιά τήν Παναγία πού εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στήν κλίνη της, τυλιγμένη μέ τό μαφόρι της μέ κλεισμένα τά μάτια της πού δίνανε παρηγοριά στήν ἀνθρωπότητα, μέ σταυρωμένα τά ἄχραντα χέρια της, πού βαστάξανε τό Χριστό καί τόν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σάν τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀντίς λέγω νά κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς κείτεται στό μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μέ δάκρυα στά μάτια, πλήν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανή, πού ἔχεις θησαυρισμένο τό ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου.» Κ’ ὕστερα στρέφει στούς χριστιανούς πού εἶναι μέσα στήν ἐκκλησία καί τούς λέγει μέ τόν ἴδιο πνευματικό οἶστρο. «Ἄς κράξουμε ὅλοι μαζί στήν Παναγία, ἔχοντας γιά πρωτοψάλτη τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, πού τή χαιρέτισε μέ τά ἴδια λόγια κατά τή χαρούμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι’ ἄς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, πού δωρίζει στόν κόσμο μέ ἐσένα, τό μέγα ἔλεος». 

Θάνατος δέν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα πού εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς. Κι’ οὔτε μοιρολόγια καί ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη πού ἔχει ἀπιθωμένο πάνω της τόν ἄρτο τῆς ζωῆς καί τό κρασί τῆς ἀθανασίας, καί πίνουνε οἱ χριστιανοί καί μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καί δέν βρίσκονται πιά μπροστά σ’ ἕνα λείψανο πού τό κηδεύουνε, ἀλλά βρίσκονται στή Ναζαρέτ, στό σπίτι τό χαρούμενο καί τό μοσκοβολημένο ἀπό τήν παρθενική εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε πού ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατά κείνη τήν ἡμέρα πού ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καί κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σά νὰ ’ναι ἀθάνατοι, μαζί μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος!» Ἡ Κοίμηση γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σέ χαρά!

Ναί, Δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά, παρά μονάχα στό Χριστό κι’ αὐτή ἡ χαρά εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πού ἔχει τή ρίζα του στόν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρές εἶναι χαρές ψεύτικες, χωρίς ρίζα.

Τά μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπό τά δάκρυα τώρα πού γράφω αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ μας. Αὐτά τά λίγα λόγια τά φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στήν καρδιά της καί μ’ αὐτά κλαίει καί μ’ αὐτά χαίρεται. Αὐτά τά λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καί μεταλλαχτήκανε σέ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καί βγήκανε ἀπό τίς καιόμενες καρδιές τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καί εὐωδιάσανε τόν κόσμο. Ἀπό τόν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπό τόν ἄλλον εἰκονίσματα, σέ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σέ ἄλλον ψαλμός, σέ ἄλλον ἐκκλησιά μέ κουμπέδες καί μέ ἁγιατράπεζα, σέ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καί βουβή κατάνυξη. Αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ σταθήκανε πηγή καί ἔμπνευση καί γιά τό θρηνητικό ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νά πῶ γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σέ ὅσα ἔγραψε γιά τό «Χαροποιόν πένθος»: «Ὅποιος κλαίει, λέγει αὐτός ὁ ἅγιος, καί πικραίνεται γιά τό Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νά δεῖ στή ψυχή του τήν οὐράνια καί θεία παρηγοριά. Κι’ αὐτή ἡ οὐράνια παρηγοριά εἶναι κάποια ἀνακούφιση καί θεϊκή ἀλάφρωση, πού παρηγορά τήν πονεμένη καί πικραμένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπό τό Θεό μέ τίς ἁμαρτίες της. Καί τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τά πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, πού εἶναι καταφαρμακωμένη, σέ κάποια παρηγοριά θαυμαστή. 

Ὅποιος πορεύεται μ’ αὐτή τή λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τό ἅγιο καί θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μία ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς, πού γυρεύει μέ μεγάλη θέρμη τό Θεό ὅπου τόν ἐπιθυμᾶ πάντα της. 

Κράτα λοιπόν καλά τή χαριτωμένη καί τήν ἥμερη καί τήν ἅγια λύπη, πού κάνει τή ψυχή σου νά θλίβεται ἀντάμα καί νά χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλά τήν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ζεσταίνουμε καί θαυμάζω, πῶς ἐτοῦτο πού λέγεται κλάψιμο καί λύπη, καί πού φαίνεται πολύ πικρό κι’ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καί σμιγμένη τή χαρά, καί τήν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τό κερί μέ τό μέλι στήν μελόπιτα. Καί σέρνει ἐκείνους πού τήν ἀξιωθήκανε μέ πόθο μεγάλο καί μέ πολλήν ἀγάπη, καί φοβοῦνται νά μήν τήν χάσουνε, καί τήν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ’ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ’ ἀκριβά πετράδια καί τ’ ἀσημοχρύσαφα. Εἶναι μία ἤμερη χαρά κ’ ἕνα θεϊκό χάρισμα. μέ τό ὁποῖο στολίζει ὁ Θεός τούς φίλους του, καί κάνει νά ἔχουνε μίαν ἀληθινή χαρά καί ὄρεξη γιά τό Θεό, ποὺ ’ναι συντροφιασμένη μέ κάποια θεραπευτική λύπη ὅπου δέν ἔχει μέσα της καμιά σαρκική ἀγάπη, παρά μονάχα μιὰ παρηγοριά ἀγγελική καί οὐράνια. Μέ τήν ὁποία παρηγορά ὁ Θεός κρυφά ἐκείνους πού συντρίβουνε μέ πόνο καί μέ ταπείνωση τήν καρδιά τους.» 

Ἄμποτε νά τήν ἀξιωθοῦμε κ’ ἐμεῖς, μέ τή χάρη τῆς Παναγίας πού γιορτάζουμε. Ἀμήν.

Ἐγκώμιον στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός




Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο τό μέγα, πού συντελεῖται γύρω ἀπό τό πρόσωπό σου, ἱερή Μητέρα καί Παρθένε; «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θά σέ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σύ εἶσαι ἄξια γιά μακαρισμό!

Καί νά πού ὅλες οἱ γενιές Σέ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, καί σέ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδή οἱ ψυχές τῶν δικαίων, καί θά σέ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σύ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στόν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τόν Βασιλέα καί Δημιουργό νά κάθεται ἐπάνω του. Σύ ἔγινες Ἐδέμ νοητή, πιό ἱερή καί πιό θεϊκή ἀπό τήν παλιά. Γιατί σ' ἐκείνη τήν Ἐδέμ ἔμεινε ὁ Ἀδάμ ὁ γήϊνος, ἐνῶ σ' Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σύ γέννησες τόν Χριστό, τή σωτηρία τοῦ κόσμου, πού καταπόντισε τήν ἁμαρτία καί κατασίγασε τά κύματά της.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος. Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες. Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτός τοῦ Νόμου κι Ἐσένα εἶχαν φανερά προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσή καί ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα καί ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού 'χε βλαστήσει. Ἀπό Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς θεότητος, τό μέτρο καί ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τό γλυκύτατο καί οὐράνιο μάννα, τό ὄνομα τό ἀπερίγραπτο καί πάνω ἀπ' ὅλα τά ὀνόματα, τό φῶς τό αἰώνιο καί ἀπρόσιτο, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ καρπός πού δέν γεωργήθηκε, ἀλλά βλάστησε ἀπό Σένα μέ σῶμα ἀνθρώπινο.

Ἐσένα δέν προμηνοῦσε τό καμίνι πού ἔβγαζε φωτιά καί ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλά καί ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε; Παρά λίγο ὅμως θά ξεχνοῦσα τή σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δέν εἶναι φανερό σέ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακώβ εἶχε δεῖ τίς ἄκρες τῆς σκάλας νά ἑνώνουν τόν οὐρανό μέ τή γῆ καί νά ἀνεβοκατεβαίνουν σ' αὐτήν ἄγγελοι, ἔτσι κι Ἐσύ ἕνωσες αὐτά πού ἦσαν πρίν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στή μέση Θεοῦ καί ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιά νά κατεβεῖ σ' ἐμᾶς ὁ Θεός, πού πῆρε τό ἀδύναμο προζύμι μας καί τό ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του κι ἔκανε τόν ἀνθρώπινο νοῦ νά βλέπει τόν Θεό.

Ποῦ θά ἀποδώσουμε ἀκόμη τά κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ' Ἐσένα, ἄν θέλουμε νά δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιό εἶναι τό Δαυϊτικό μαλλί τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σάν βροχή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μέ τόν Πατέρα; Δέν εἶσαι Σύ ὁλοφάνερα; Ποιά εἶναι ἐπίσης ἡ παρθένος πού ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θά συλλάβει καί θά γεννήσει Υἱόν, δηλ. τόν Θεό πού εἶναι μαζί μας; Καί ποιό εἶναι τό βουνό τοῦ Δανιήλ, ἀπό τό ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, χωρίς νά ὑποκύψει σέ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο; Ἄς ἔρθει ὁ Ἱεζεκιήλ ὁ θεϊκότατος κι ἄς δείξει τήν κλειστή πύλη πού πέρασε ἀπό μέσα της μόνο ὁ Κύριος καί παραμένει κλειστή.

Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καί ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθώς ἀναχωροῦσες πρός τόν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων καί Πατριαρχῶν καί τό ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, σάν μέσα σέ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱερούς σ' Ἐσένα, τήν πηγή τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπό τά θεία συναισθήματα.

Ὦ, πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρός τήν ζωή διά μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νά ὀνομάσουμε τό μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μ' Ἐσένα; Θάνατο; Μά, ἄν καί ἡ πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπό τό ἀμίαντο σῶμα Σου καί αὐτό τό σῶμα Σου παραδίδεται στήν ταφή, ὅμως δέν παραμένει στό θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπό τή φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καί πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιά λίγο ἀπό τό σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σάν νά χάνεται καί τό σκοτάδι νά παίρνει τή θέση τῆς λάμψης του, μά αὐτός δέν χάνει τό φῶς του, ἀλλά ἔχει μέσα του τήν πηγή τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἄν καί καλύπτεσαι σωματικά ἀπό τόν θάνατο γιά κάποιο χρονικό διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ἀτελείωτα τά νάματα τοῦ θείου φωτός καί τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμούς χάριτος καί πηγές ἰαμάτων.

Ἐσύ ἄνθισες σάν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στό στόμα τῶν πιστῶν! Γι' αὐτό καί δέν θά ὀνομάσω θάνατο τήν ἱερή μετάστασή Σου, ἀλλά κοίμηση ἤ ἀποδημία ἤ ἐνδημία, γιά νά ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπό τήν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νά κατοικήσεις στά καλύτερα, στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.

Ἄγγελοι μαζί μέ Ἀρχαγγέλους Σέ μεταφέρουν ἀπό τή γῆ στούς οὐρανούς. Καθώς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καί ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανός τήν ψυχή Σου. Σέ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ ὕμνους ἱερούς καί τελετή χαρμόσυνη: «τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεί ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σάν τό φεγγάρι, κι ὅλα τά Χερουβείμ ἐκπλήσσονται καί τά Σεραφείμ Σέ δοξάζουν, Ἐσένα πού δέν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τόν οὐρανό, σάν τόν προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τόν τρίτο οὐρανό, σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά ἔφτασες μέχρις αὐτόν τόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καί στέκεις κοντά Του μέ πολλή κι ἀνείπωτη παρρησία.

Ἔγινες λοιπόν εὐλογία γιά ὅλον τόν κόσμο, ἁγιασμός γιά τό σύμπαν, ἄνεση γιά τούς κουρασμένους, παρηγοριά γιά τούς πενθοῦντες, θεραπεία γιά τούς ἀρρώστους, λιμάνι γιά τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιά τούς ἁμαρτωλούς, παρηγοριά γιά τούς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιά ὅλους πού σέ ἐπικαλοῦνται, ἀρχή καί μέση καί τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού ξεπερνοῦν τόν νοῦν μας.

Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανός Αὐτήν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ' αὐτόν; Καί πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτήν πού δέχθηκε μέσα Της τόν Θεό; Ὦ, μνῆμα ἱερό καί θαυμαστό καί σεβάσμιο καί προσκυνητό, πού καί τώρα τό περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μέ πολύν σεβασμό καί φόβο, καί ἄνθρωποι πού ἔρχονται σ' αὐτό μέ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μέ μάτια καί χείλια καί μέ πόθο ψυχῆς, ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.

Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ταξιδέψουμε νοερά μακριά ἀπ' τή ζωή αὐτή μαζί μέ τήν Παρθένο πού φεύγει ἀπ' τή γῆ αὐτή. Ἐλᾶτε ὅλοι μέ πόθο καρδιακό, ἄς κατεβοῦμε στόν τάφο μαζί μέ τήν Παρθένο πού κατέρχεται σ' αὐτόν. Ἄς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στό ἱερότατο κρεβάτι της. Ἄς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά ᾅσματα:«Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ. Χαῖρε ἀμνάς πού γέννησες τόν Ἀμνό τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε Σύ πού εἶσαι πάνω ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις. Χαῖρε ἡ δούλη καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...