Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2014

Αγιου Νικολάου Καβάσιλα - Εις την Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου


….6. Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχη γιά πόλη της τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχη γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπό αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἲδιο μὲ ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στὸν Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τά ὅπλα καὶ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιά τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἂνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸν Θεό, τὴν ἂφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία Του.

Ἒτσι Αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα της ἐπάνω στὸν Ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τά κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης «νὰ γνωρίσουμε ἀληθινά τό Δημιουργό». Οὔτε ὁ Νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώση τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν Προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατή δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ «δόξαν Θεοῦ» οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Γιατί μὸνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νά ἔχη ἐπάνω του τίποτε τό νὸθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν Ἴδιο τόν Θεό.

Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νά ὑπάρξουν Ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ καθετί ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. Γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν «καθαρὸς ἀπὸ ρύπου», ὅπως λέγει ὁ Προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτούς τούς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μὸνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.

7. Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους Της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά Της; Ποιός τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποὺ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν oἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τὸσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.

Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τή νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχη λάβει φύση καθαρή ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἂνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν oἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατί δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νά μὴν τὸν ὠθῆ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν κακία.

Εἶχε πράγματι γιά διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιά γενάρχη του ἕναν ἂνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἂμεσο, τὸν ἲδιο τόν Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σάν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νά βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα του ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.

Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ Χάρη καὶ τή συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὸν Χριστό, τὸ καινὸ Θύμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῆ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν.

Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρή καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νά εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιά νά ἀγωνισθῆ γιά τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρό τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ Χάρη -καὶ ἐννοῶ τούς πιὸ ἐνάρετους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι’ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νά λάβη ἰδέα τοῦ πὸσο καθαρή ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἡ Παρθένος, πὸσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῆ βοήθεια ἀπὸ κανέναν;

Kι αὐτὸ μολονότι δὲν ἦρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ Ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηκε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νά νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νά βοηθήσουν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατί εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθη στὴ γῆ ὁ δημιουργός τῆς εἰρήνης, αὐτὴ ἡ Ἴδια διέλυσε μέσα της τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ Χάρη καὶ ἔλαβε τή δύναμη ν’ ἀγωνισθῆ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτό τό θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο ὑπέροχη πρέπει νά εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν’ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος-;

Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῶ ὁ φραγμός τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, Αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θεό καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποὺ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατί οὔτε βέβαια Τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἒτσι, ὥστε νὰ ζῆ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῶ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα.

Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν Ἑαυτό Της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς.

8. Γιατί τό νὰ νομίση κανείς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως. Γιατί ἀκριβῶς σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ «εἶναι» ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ «εὖ εἶναι» δὲν μπορεῖ παρὰ νά ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους.

Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατόν τό «εὖ» νὰ καταστρέφη τὸ «εἶναι» οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνη τά καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς της εἶναι νά τὰ αὐξάνη. Γιατί θά ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἲδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε.

Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιά καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τά βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τούς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῆ λογικά.

Θὰ ἦταν δὲ κατ’ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῶ ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναδείξη ὅλους τους ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τά ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.

Πῶς θὰ ἦταν ἒτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύη ἀκόμη τό ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «πάντας θέλει σωθῆναι» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιά τοὺς ἀνθρώπους τό ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καί τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο «κενώθηκε» καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό; Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατί εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἂνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή.

Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι μὲ τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατί μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῆ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ τὸ θὰνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τά ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνη ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανείς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τή μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους.

9. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἡ Ἴδια ἔπλεξε στὸν Ἑαυτό Της αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῶ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, Αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τούς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Της, ὥστε ὂχι μὸνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηκαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη Της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιά τὴν προσωπική Της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σάν μιὰ νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατί δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τό ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε.

Οὔτε τὸ ἔκαμε νά ντρέπεται σά νά νικήθηκε, ἀλλά τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνη ἡ Ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια των ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἒτσι καθαρὰ τὴν αἰτία της ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ Ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανὴ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τό κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξὲνο στοιχεῖο μὸνο στὸν Ἑαυτό Της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

10. Καὶ ἂν ἤθελε κανείς νά ἐξετάση, θά μποροῦσε νά βρῆ γιά ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τόν Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νά σκηνώση μέσα Της μὸλις χρειάσθηκε. Γιατί δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα Της κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «oἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα».

Κι οὔτε βέβαια πρέπει νά νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τό τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δύναμή Του. Γιατί τό μὲσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νά καταλύση αὐτό τό φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατί μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νά νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ Χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».

Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πὼς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ «δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία», κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων των ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῆ μὲ λύπη, ἐνῶ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρη.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τό κοινὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεός τό «χαῖρε», ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοι τῆς παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.

Ἀλλά αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νά ὑποστῆ ὥστε νά κυοφορήση καὶ νά γεννήση τόν Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν.

Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νά σταλῆ σάν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ Ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποὺ ἔπρεπε νά ἀποβάλη; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τό κακό.

Αὐτή δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νά δώση ὁ Σωτήρας γιὰ τὴ μητέρα Του μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τό λὸγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτά τά εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήση ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατί κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τούς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται «μητέρα καὶ ἀδελφοί» Του εἶναι ἡ φροντίδα γιά τὴν τήρηση τοῦ θείου νόμου.

Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τὶμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μὸνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.

Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾽ Ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾽ Ἑκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζη στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τό νὰ εἶναι κανείς πραγματικά κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδή ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα.

Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νά γεννήση τό Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γὲννησε οὔτε νὰ γίνη κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλά ἔφθασε στὴ σχέση Της πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τὴ ζωή Της.

11. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια των Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατί μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιά νά καθαρίση.

Καί δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια των Ἁγίων μὲ αὐτὸν τὸν τὸσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τά χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνη σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτό τό πρᾶγμα, τό νὰ φρίττη δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμη ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχη παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῆ τά Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγη καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾶ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της.

Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τροφή Της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι Της.

Ἀποδεικνύεται λοιπόν τό πὸσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετές τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τά κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ Της ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία Της καὶ τὸ γένος Της καὶ ἡ ζωή Της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή Της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος της δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τό φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψη καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς Της νὰ κάμη, ξεπερνώντας ὅλα τα ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτίνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ.

Καί ἦταν φυσικό. Γιατί τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νά συγκαλύψη τό μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης Ἐκείνης, ἡ Ὁποία κατὰ τὸν Προφήτη «ἐκάλυψε καὶ αὐτούς τούς οὐρανούς»; Γιατί ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλύ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;

12. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τά πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς Της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τό χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικά στὸν Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σάν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νά εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατί ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ.

Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ Τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τά ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώση- τὴν κοσμοῦσε μὲ καθετί ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἒτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ Ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς «ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο».

Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν «ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος». Γιατί ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτὸ Του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνη σκηνὴ ἄξια σ’ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.

13. Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἂβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τό χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια των Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο κι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα Της τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μιὰ φορὰ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πὼς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ Της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο.

Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώση αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνη ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τό μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καί γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μέ φύλλα.

Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ’ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τό νὸμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τό χῶρο, ἂν ὂχι oἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τά πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ’ Ἐκείνη; Γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο, ἐνῶ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι’ αὐτήν.

Καί μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τό νὸμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε Ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν Ἑαυτό του μὸνο γι’ Αὐτήν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος.

Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τὸσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, τίποτε τό κοινὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νά σκεφθοῦμε γιά τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μὲτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τό ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;

14. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτά τά ἴδια τά σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τά ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τῆ γῆ δέν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νά πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητη τὴ βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια των Ἁγίων.

Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τή λογική τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη. Γιατί ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχη λάβη τό δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον. Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νά φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιά νά προξενήση στὸν Τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατί βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῆ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἂνθρωπο, ἀφoῦ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τή δεύτερη φύση Του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη της ὁρατή. Γιατί δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακό τό καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γίνη κακός, ἀλλ’ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση.

Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ Ἐκεῖνος πού, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατί διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θά ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ Δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα Του.

Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νά μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νά νομοθετῆ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νά ὑπάρξη κανένας ποὺ θά ἀκολουθήση ὅλους τούς νόμους, καὶ νὰ διατάσση πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νά πειθαρχήση καὶ νά ὁμιλῆ χωρὶς νά βρίσκη κανέναν ποὺ νά θέλη νά τὸν ἀκούση κι ἔτσι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ ὅλα τά σημεῖα εὐτυχής, ἐδῶ νά μὴν εἶναι;

15. Ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῆ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδή ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστής τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση; Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, Ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, προτιμώντας την ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώση κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ oἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νά τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώση ἡ Παρθένος.

Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυό τά ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο μὲ ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ Ἴδια στὸν Ἑαυτό της, τὸ δεὺτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.

Γιατί διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τή δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς Της ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή Της, στὴ σταθερή θέλησή Της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη Της. Ἐνῶ στὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νά νικήση, ἦρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης.

Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακὸ τὴ θέλησή Του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νά δεχθῆ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή Του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανό τό σῶμα Του πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἒτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τό γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων πού μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνη δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τό δῶρο του νὰ ἔχη ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.

16. Ἒτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρὸοδό της ἡ Μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῆ σὲ μιὰ μακάρια Μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῆ δηλαδὴ καθετί ποὺ ἀφορᾶ τὸν Υἱό Της, νὰ νικηθῆ ἡ Ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετή τοῦ παιδιοῦ Της καὶ νὰ κατορθώση δι᾽ Αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῆ περισσότερο χάρις σ’ Αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν Ἑαυτό της.

Φανέρωσε ἒτσι σ’ αὐτὸν τὸν κὸσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἂνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νά μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θά ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιά τὴν εὐγένειά του. Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νά συναντηθῆ μὲ τή θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τὸσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχη καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ’ Αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῶ τὸν ἂνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος.

Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, πού ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεός τό νοητὸ κὸσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἂνθρωπο, ἒτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος.

Καί μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατί δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιά πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.

17. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἂνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο˙ οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τή φύση, ἀλλὰ τή συνετήρησε• οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθός τοῦ πλὰστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωσε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι Ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θά πρόσθετε βέβαια Ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νά προσθέση τό δεὺτερο. Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τά ἄλλα ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώση τή χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νά λάβη μέρος στὶς πράξεις του.

Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος• ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῆ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὅργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἱκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν Ἑαυτό του.

Καί ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τὸν φανερώση. Μὸλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ Αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τά σώματα μόνον διὰ μέσου τοῦ ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τό δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καὶ Ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ’ ἐξοχήν συγγενικό πρός τὸ πρῶτο φῶς.

18. Γι’ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ Πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν Ἀληθινὸ ἂνθρωπο, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι.

Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πὼς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ Αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπη, ἔλαβε τό φῶς.

Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ της καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τό κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος.

Σήμερα «ὅλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους», τὸσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιά ὁλόκληρο τὸν κὸσμο ὠφελιμώτερη.

Σὴμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νά ἰδῆ τά μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νά περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό. Καί εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ «διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε». Γιατί, ὅπως μέσα σ’ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλη, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιά νά βλέπη τὸν ἥλιο, ἒτσι ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τό ἀληθινὸ Φῶς καί διά μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους. Μιά ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνωδία προσφέρεται σ᾽ Αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες oἱ γλῶσσες ψάλλουν τά δικά Της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνωδοί τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι oἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων.

Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νά εἴμαστε πρόθυμοι νά προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε.

Ἀλλὰ σ’ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θά μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἐξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸν Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾽ αὐτοὺς ἐδῶ τούς λόγους πού σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακὸ μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἂναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Επισκόπου Θεοφάνους Κεραμέως - Ομιλία εις την Κυριακήν προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού


Ελάτε σήμερα, ω θεοφιλεστάτη συνάθροισις, ας εορτάσομε τα προεόρτια της ανυψώσεως του ζωηφόρου Σταυρού. Αντηχεί στην ακοή μου η θεσπεσία φωνή του Ευαγγελίου, η οποία προσφωνεί το σταυρικό μυστήριο θέτοντας ως υπόδειγμα το χάλκινο όφι που είχαν κρεμάσει στο ξύλο οι Ισραηλίτες. Και μου γίνονται τα αναγνώσματα προμηνύματα και προκηρύγματα της προσκυνήσεως του Σταυρού. Ας στρέψομε λοιπόν προσεκτικά το βλέμμα μας στα ολόφωτα λόγια του Ευαγγελίου χρησιμοποιώντας αυτά ως προπομπή του βασιλικού σκήπτρου.

Είπεν ο Κύριος: «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ». Καλό είναι να τα είπη αυτά. Πράγματι, η ευαγγελική αυτή περικοπή αποβλέποντας στον σκοπό της ημέρας, απεσιώπησε αυτό που είχε προηγηθεί. Τότε λοιπόν που ήλθε προς τον Κύριον ο νυκτερινός εκείνος μαθητής – καταλαβαίνεις βεβαίως οτι εννοώ τον Φαρισαίο Νικόδημο - και τον εδίδασκε ο Σωτήρ για την «άνωθεν γέννησιν», εκείνος, επειδή ο νους του κατείχετο ακόμη από την ιουδαϊκή παχύτητα, εσύρθη αυτόματα στον χώρο της μήτρας φανταζόμενος γέννησιν σαρκικήν. Όταν λοιπόν ο Κύριος τον είδε να μη τον ακολουθεί στο ύψος του δόγματος αυτού, του λέγει· «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς»· ωσάν να λέγει: Συ μεν, Νικόδημε, είσαι ανεπίδεκτος ουρανίου μυσταγωγίας και προσπαθείς να βρεις κάποια εξήγηση ανθρώπινη· αλλά «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν», ώστε να τα μυηθεί αυτά εκεί, «ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς», εκτός από αυτόν ο οποίος κατέβηκε από τον ουρανό και δογματίζει τα εκεί τρανώς, «ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ».

Θα μπορούσε όμως να πει κάποιος· εφ όσον, όταν τα έλεγε αυτά, δεν είχε ακόμη αναχωρήσει προς τους ουρανούς με το πρόσλημμα, όπως τότε μετά την αναβίωσή του από τον κόσμο των νεκρών, που εμπόδιζε την θεοφόρο Μαγδαληνή να τον αγγίσει και αποστέλλοντάς την προς τους Αποστόλους, της έλεγε «Ούττω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου», πώς λοιπόν λέγει εδώ ότι κανείς δεν έχει ανέβει στον ουρανό, εκτός από εκείνο τον ίδιο ο οποίος κατήλθεν από τον ουρανό στη γη; Εδώ φανερώνει το δόγμα της άρρητης ένωσης του Θεού Λόγου με εμάς, ότι οι δύο φύσεις ενώθηκαν ασυγχύτως σε μία υπόσταση. Όταν λοιπόν ακούς «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς», εννόησε την Θεότητα του Λόγου· γι’ αυτό και πρόσθεσε «ο ων εν τω ουρανώ». Είναι πράγματι αφέλεια εδώ να εννοήσομε την σάρκα, ότι ήταν και στον ουρανό και συζητούσε με τον Νικόδημο, τη στιγμή που είχε τρεις διαστάσεις και περιοριζόταν σε έναν τόπο. Ενώ το αναμφισβήτητα θεοσεβές είναι να πιστεύομε ότι εδώ πρόκειται για την υπεράρχιο Θεότητα, η οποία ευρίσκεται ολικώς μέσα στο παν και επάνω από το παν. Όμως το «ούττω αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου» που ελέχθη στην μυροφόρο, δήλωνε τη σωματική ανάβαση. Στη συνέχεια λοιπόν προλέγει περί του Πάθους και του Σταυρού. Λέγει δηλαδή· «Ώσπερ Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου». Είναι, νομίζω, σαφής για τους περισσότερους η ιστορία για την οποία κάνει λόγο εδώ, αλλά για να γίνει πιο εύληπτος για μας η θεωρία, θα προσπαθήσω με συντομία να την ερμηνεύσω το κατά δύναμη και με λίγα λόγια.

Τότε που ο Ισραηλιτικός λαός καθοδηγείτο από τον Μωυσή διά μέσου της ερήμου, επειδή η δουλοπρεπής ηδονή τους διέγειρε την επιθυμία της γαστριμαργίας και ονειροπωλούσαν τον Αιγυπτιακό χορτασμό όπως οι άτακτοι νέοι, παιδαγωγούνται με σφοδρότερες μάστιγες· τους επετέθηκαν όφεις έρποντας μέσα στο στρατόπεδο, οι οποίοι έχυναν θανατηφόρο δηλητήριο σε όσους πλήγωναν με τα δόντια τους. Καθώς δε ο Μωυσής τους έβλεπε να υποκύπτουν ο ένας μετά τον άλλο από τα πλήγματα των θηρίων, κατόπιν θείας συμβουλής κατασκεύασε ένα χάλκινο ομοίωμα φιδιού και έτσι εξουδετέρωσε την δύναμη των αληθινών φιδιών. Και αφού κρέμασε σε ένα ύψωμα το χάλκινο φίδι, ώστε να το βλέπουν όλοι, σταμάτησε τον αφανισμό του λαού απο τα θηρία αυτά. Πράγματι, όποιος έβλεπε στην εικόνα του φιδιού, διότι με κάποια μυστική αντίδραση η θέα του φιδιού εξουδετέρωνε το δηλητήριο.

Το ότι το χάλκινο φίδι ήταν τύπος του ίδιου του Χριστού, το κηρύσσει σαφώς το Ευαγγέλιο και ας μη ταράσσει τους φιλόχριστους η συσχέτιση του μυστηρίου με το αποκρουστικό αυτό ζώο. Εάν ο πατέρας της αμαρτίας ονομάσθηκε από την Αγία Γραφή φίδι, και εκείνο που γεννήθηκε από το φίδι, η αμαρτία δηλαδή, οπωσδήποτε είναι φίδι, συνώνυμο με αυτό που την γέννησε. Και μάλιστα ο Απόστολος μαρτυρεί ότι ο Κύριος έγινε για χάρη μας αμαρτία, αφού ανέλαβε την αμαρτωλή φύση μας· «τον γαρ αμαρτίαν» λέγει «μη ποιήσαντα, υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν». Προσαρμόζεται άρα κατά αναλογία στον Κύριο το αίνιγμα. Πράγματι, επειδή τα πονηρά φίδια διασκορπίστηκαν έρποντας σε όλο το ανθρώπινο γένος και θανάτωσαν με τις γρατσουνιές της αμαρτίας τη φύση μας, γι’ αυτό το λόγο ο Θεός υποδύεται το ομοίωμα της αμαρτίας, «εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας», όπως λέγει ο Παύλος, «γενόμενος», και έτσι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από την αμαρτία δια μέσου εκείνου, ο οποίος έλαβε τη μορφή της αμαρτίας και ήλθε κοντά σ’ εμάς οι οποίοι είχαμε παραδοθεί στο φίδι· δι’ αυτού ο μεν θάνατος που προκαλείται από τα πλήγματα εμποδίζεται, τα δε φίδια αφανίζονται με το Πάθος του Σταυρού. Και έχει μεν καταργηθεί ο θάνατος που προέρχεται απο τα φίδια, η ασέβεια δηλαδή, δεν έχουν όμως παύσει τα πλήγματα. Διότι η επιθυμία που ενυπάρχει στη σάρκα κατά του πνεύματος δεν έχει εξαφανισθεί τελείως· και στους ενάρετους μάλιστα ενεργούνται πολλές φορές τα πλήγματα της επιθυμίας. Εκείνος όμως που βλέπει προς αυτόν ο οποίος υψώθηκε στο ξύλο, απωθεί το πάθος και εξουδετερώνει το δηλητήριο με το φόβο του Θεού σαν με κάποιο φάρμακο. Το να βλέπει κάποιος προς τον Σταυρό είναι αυτό, να γίνει σε όλο του το βίο ως νεκρός για τον κόσμο και σταυρωμένος, να μένει ακίνητος προς κάθε αμαρτία και να καθηλώνει το σαρκικό του φρόνημα με το φόβο του Θεού, κατά τον Ψαλμωδό. Ήλος που θα καθηλώσει τη σάρκα πρέπει να είναι η εγκράτεια.

Ότι το φίδι είναι σύμβολο του μυστηρίου του σταυρού φαίνεται και από μια άλλη ιστορία. Όταν ο Μωυσής απεστέλλετο από τον Θεό να εξαγάγει τον Ισραήλ ο οποίος υπηρετούσε τους Αιγυπτίους, λέγει προς τον Θεό· «Εάν ου πιστεύσωσί μοι, μηδέ εισακούσωσι της φωνής μου, τί ερώ προς αυτούς;». Και ο Θεός του είπε· «Τί τούτό εστι το εν τη χειρί σου;» αυτός απήντησε· «Ράβδος». Και είπε· «Ρίψον αυτήν επί την γην. Και έρριψεν αυτήν, και εγένετο όφις. Και είπε Κύριος προς Μωυσήν·. Έκτεινον την χειρά σου και επιλάβου της κέρκου (την ουρά). Και εγένετο ράβδος εν τη χειρί αυτού». Πρόσεξε ακριβώς εδώ, ότι ο αληθώς κατά φύση Υιός του Θεού είναι σαν κάποια ράβδος του Πατρός· διότι η ράβδος είναι σημείο βασιλείας και δύναμης. Και μάλιστα ο Δαυίδ λέγει «Ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου». Όταν όμως αυτή την έριξε με την ενανθρώπηση και την περιέβαλε με σώμα γήινο, τότε έλαβε την μορφή των πονηριών μας. Σύμβολο δε της πονηρίας είναι το φίδι. Και όπως η ράβδος του Μωυσή, όταν εθηριώθη κατέφαγε τις ράβδους με τις οποίες οι Αιγύπτιοι μάγοι έκαναν τις γοητείες τους, και έπειτα πάλι, όταν την ξαναπήρε στα χέρια του, έγινε αυτό που ήταν πριν, έτσι και η ράβδος του Θεού και Πατρός, που είναι ο Υιός, με την οποία εξουσιάζει τα πάντα, έγινε καθ’ ομοίωση δική μας με σκοπό να εξαφανίσει τα νοητά φίδια, ώστε να μην είναι πλέον τα δαιμόνια θεοί των εθνών. Όταν λοιπόν έφερε σε πέρας την οικονομία, επανήλθε στον ουρανόν σαν στο χέρι του Πατρός και έγινε πάλι ράβδος ευθύτητος και Βασιλείας· έχει καθίσει δε εκ δεξιών του γεννήτορος και μάλιστα με τη σάρκα. Αλλά και με άλλον τρόπο το φίδι εικόνιζε τον Σωτήρα· όπως ακριβώς εκείνος εφαίνετο πως είναι φίδι, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν, έτσι και ο Κύριος «αμαρτίαν ουκ εποίησεν»· και δεν ηταν δίκαιο να λάβει ο κατά φύση αγαθός πείρα του κακού. Όμως στους φαύλους φαινόταν αμαρτωλός· πράγματι στον τυφλό που θεραπεύθηκε έλεγαν· «Δος δόξαν τω Θεώ· ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός έστιν». Αλλά και φάγον και οινοπότην τον ονόμασαν με τα απύλωτα στόματά τους: Και με άλλον τρόπο όμως ο Σωτήρας παρομοιάζεται με το φίδι· διότι το φίδι έχει όχι μόνο θανατηφόρο δηλητήριο, αλλά και ειδικό φάρμακο το οποίο εξουδετερώνει το θανατηφόρο δηλητήριο. Γι’ αυτό οι γιατροί από τις σάρκες των φιδιών κατασκευάζουν αντίδοτο γι’ αυτούς που πλήγηκαν από φίδια. Έτσι και ο Λόγος του Θεού κατεσκεύασε από τη θνητή φύση του Αδάμ το σώμα του, το οποίο κατήργησε το θάνατο. Ο Θεολόγος Γρηγόριος μάλιστα λέγει ότι το φίδι πρέπει να ληφθεί όχι ως τύπος του Κυρίου, αλλ’ ως αντίτυπος· λέγει δηλαδή «το χάλκινο φίδι κρέμεται κατά των φιδιών που δαγκώνουν, όχι ως τύπος του υπέρ ημών παθόντος, αλλ’ ως αντίτυπος· επειδή εκείνο μεν το χάλκινο φίδι εξουδετερώνοντας το δηλητήριο των ομοειδών του φιδιών έσωζε τους πληγέντες ανθρώπους· ο δε Σωτήρ ημών, όταν υψώθηκε στο Σταυρό, κατεξέσχισε την δύναμη των αλλότριων δαιμόνων, τους δε οικείους και ομοειδείς του ανθρώπους τους έσωσε». Εύλογα λοιπόν ο άγιος πατήρ λέγει ότι εκλαμβάνεται ως αντίτυπος. Σύμφωνα δε με το σοφότατο Μάξιμο, το κρεμάμενο φίδι ήταν σύμβολο του θανάτου, του οποίου το φίδι είχε γίνει πρόξενος. Και το τρόπαιο πάνω στο οποίο ανυψώθηκε, εικόνιζε τον Σταυρό· η δε προς αυτόν θέα των πληγωμένων απο τα φίδια, είναι η ομολογία των πιστευόντων. Όποιος λοιπόν ομολογεί θεοπρεπώς το θάνατο του Χριστού, έχει ζωήν αιώνιον. «Ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου». Το «υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου» έχει διπλή έννοια· αφ’ ενός μεν την καθήλωσή του σε ξύλο υψηλό, την οποία καταδέχθηκε για χάρη μας· διότι έπρεπε, αφού αγιάστηκε η γη απο τα άχραντα πόδια του με το βάδισμα και η θάλασσα με την πορεία του πάνω στα κύματα, να αγιαστεί και ο αέρας με την ανύψωσή του στο Σταυρό· αφ’ ετέρου δε δηλώνει τη δόξα με την οποία δοξάστηκε ανθρώπινα διά του Σταυρού. Διότι ενώ φάνηκε ότι κατακρίθηκε, με αυτόν κατακρίνει τον κοσμοκράτορα διάβολο, αφού αποδείχθηκε ανώτερος από τα πάθη στα οποία είχε υποδουλωθεί ο άνθρωπος, τη λύπη δηλαδή και την ηδονή. Από αυτά την μεν ηδονή νίκησε πάνω στο όρος, επειδή ούτε μετέβαλε τους λίθους σε άρτους, ούτε στις άλλες συμβουλές του πειραστού πείστηκε· από δε τη λύπη φάνηκε ανώτερος ιδίως κατά τον καιρό του Πάθους, τότε που ο αντίπαλος τους εξήγειρε όλους εναντίον του. Προδότης ο μαθητής, φυγάδες οι μαθητές, αρνητής ο Πέτρος, μάχαιρα και δάδες και ξίφη, σιαγόνες ραπιζόμενες, ράχις έκδοτος στις πληγές, μάρτυρες ψευδείς, κριτήριο ασεβές, απόφαση απάνθρωπη, στρατιώτες που διασκέδαζαν μετά τη θλιβερή απόφαση με εμπαιγμούς και ειρωνείες και ύβρεις και κτυπήματα με τον κάλαμο, καρφιά και χολή, και όξος και τελευταίον ο Σταυρός. Ποία ήταν λοιπόν η άμυνα κατά των δραστών; «Πάτερ, συγχώρησον αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν». Έτσι, αφού νίκησε και τη λύπη με την μακροθυμία, καταστρατηγεί τον αντίπαλον, δεικνύοντας σε μας τον τρόπο της κατ’ αυτού νίκης. Διότι με την αποχή των ηδονών και με την πραότητα προς αυτούς που μας στενοχωρούν και την μακροθυμία, γινόμαστε μιμητές του Δεσπότη και κερδίζουμε για την κατά του πονηρού νίκη έπαθλο τη Βασιλεία των Ουρανών· αυτήν είθε να επιτύχομε όλοι με τη χάρη της υπερφώτου Τριάδος, «η πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν.

† Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014 (Πρό τῆς Ὑψώσεως)


Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην

Κεφ. γ΄ : 13-17

Ε
ἶπεν ὁ Κύριος· Oὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν,
 εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
 ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ.
 Kαὶ καθὼς Μωῡσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ
 οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν Yἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν
 μὴ ἀπόλυται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Oὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον,
 ὥστε τὸν Yἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Oὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Yἱὸν αὐτοῦ
 εἰς τὸν κόσμον,ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ.



Απόστολος,

Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου
Κεφ. στ΄ : 11-18 

δελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. 
Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς
 περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται.
 Οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, 
ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ
 καυχήσωνται. Ἐμοί δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ 
τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται
 κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει 
οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ 
στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ.
 Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα 
τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω.
 ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος
 ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.



Εἰς τόν Ὄρθρον
Τὸ B΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον 
Κεφ. ιστ΄ : 1-8 

Δ
ιαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη, ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν᾿Ιησοῦν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς Σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι, θεωροῦσιν, ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχύ, ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις· καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 06, 2014

Οι Άγιοι Μικρασιάτες Νεομάρτυρες

Οι Άγιοι Μικρασιάτες Νεομάρτυρες
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
   ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Την Κυριακή Προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η Εκκλησία όρισε να επιτελούμε τη μνήμη των εκατοντάδων χιλιάδων ένδόξων Νεομαρτύρων, που μαρτύρησαν στη Μικρά Ασία κατὰ τὰ ἔτη 1918 – 1922. Με ύπατο Ιερομάρτυρα τον Άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης και των συν αυτώ Ιεραρχών: Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, και Ευθυμίου Ζήλων

    Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ: Κορυφαίος μαρτυρας της Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξε ο αγιος Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης. Στην απροστάτευτη Σμύρνη, που όλοι οι στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες την εγκαταλείπουν προστρέχει να βρει καταφύγιο ο άμαχος πληθυσμός της Μ. Ασίας. Ο μόνος που δεν την εγκαταλείπει είναι ο Χρυσόστομος. Όταν ο αρχιεπίσκοπος των Καθολικών την υστάτη ώρα, στις 25 Αυγούστου [πατρώο ή παλαιό ημερολόγιο], του εξασφαλίζει θέση σε ατμόπλοιο και του ζητά να εγκαταλείψει την καταδικασμένη πόλη για να γλυτώσει από την οργή των Τούρκων, εκείνο ατάραχος απαντά: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου αλλά και χρέος του καλού ποιμένος είναι να παραμείνει με το ποίμνιόν του». Στις 27 Αυγούστου γίνεται η πρώτη εμφάνιση Τούρκων  ατάκτων Τσετών υπό τον Κιορ Μπεχλιβάν στη Σμύρνη. Τρομοκρατία απλώνεται στην πόλη. Τα πλήθη συρρέουν στη Μητρόπολη. Ο Χρυσόστομος, βοηθούμενος από τον αδελφό του Ευγένιο, κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει. Την επομένη τελεί λειτουργία στην Αγία Φωτεινή. Είναι κάτωχρος από τη νηστεία και την αγρύπνια. Όταν όμως βγαίνει στην Ωραία Πύλη γονατίζει και προσεύχεται σαν ταπεινός λευίτης και εγείρεται ως άγιος. Είναι το τελευταίο κήρυγμά του «Η Θεία Πρόνοια”, λέγει, “δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονή μας την ώραν αυτήν. Αλλ’ ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους χριστιανούς. Εις τας τρικυμίας αναφαίνεται ο καλός ναυτικός και εις τας δοκιμασίας ο καλός Χριστιανός. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς χριστιανούς». Είχε τελειώσει η λειτουργία, όταν ένας υπαστυνόμος τον πληροφόρησε ότι ο φρούραρχος τον ζητά στο φρουραρχείο. Γαλήνιος ο Χρυσόστομος αποχαιρετά το πλήθος, και ανεχώρησε με τον «καβάση» (κλητήρα) του, Θωμά Βούλτσιο. Από την κατάθεση του τελευταίου έχουμε τις πιο έγκυρες πληροφορίες. Ο φρούραρχος δέχτηκε τον Χρυσόστομο, του προσέφερε βυσσινάδα και του υπαγόρευσε μια διαταγή. Μ’ ένα αυτοκίνητο που τους παρεχώρησαν Αμερικανοί αξιωματικοί επέστρεψαν στη Μητρόπολη. Ο Μητροπολίτης κοινοποίησε στο λαό τη διαταγή του φρουράρχου: να παραδοθούν τα όπλα και όλοι να μείνουν στα σπίτια τους. Στις 8.00 μ.μ. ήλθε ο ίδιος αστυνόμος με δύο οπλισμένους στρατιώτες. Τότε, όπως γράφει ο επί 20 χρόνια κοντά στο Δεσπότη,  Θωμάς Βούλτσιος: «Ήλθαν να πάρουν το δεσπότη πως τον ζητά ο νομάρχης, δεν είπαν το όνομα, να πάη στο διοικητήριο με τρείς δημογέροντες. Επήραμε τον Τσουρουκτζόγλου και τον Κλιμάνογλου και εμπήκαν οι τρείς και οι αστυνομικοί στο αυτοκίνητο, για μένα δεν είχε θέση και μού ‘πε ο δεσπότης να περιμένω στη μητρόπολη. Στας δέκα το βράδυ ένας από τους στρατιώτες, έφερε μία κάρτα του δεσπότη για τον αδελφό του Ευγένιο. Του έγραφε: «Αγαπητέ αδελφέ, Μας εκράτησαν απόψε εμέ ως πρόεδρον της Μικρασιατικής αμύνης, τους άλλους ως μέλη. Μην ανησυχήτε». Ο Ευγένιος άρχισε να κλαίει. Το άλλο πρωί, Κυριακή, στας 8 με στέλλει να μάθω για το δεσπότη. Ευρήκα το Ζαδέ της τραπέζης. Πριν μισή ώρα συνάντησε τον υπαστυνόμο που είχε πάει τό δεσπότη. Αυτός του είπε πως το δεσπότη τον χάλασαν, καθώς και τους δύο δημογέροντες. Έτσι έγιναν. Ως την Τετάρτη που έφυγα δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα άλλο». Οι Τούρκοι τελικά «χάλασαν» και τον πιστό Ευγένιο. Τον κράτησαν 6 μήνες φυλακή και μετά τον απηγχόνισαν. Αξίζει να σημειώσουμε πως πριν αναχωρήσει για το Φρουραρχείο, ο Εθνομάρτυρας Χρυσόστομος είχε ανοίξει το Ευαγγέλιο καὶ διάβαζε, απὸ το κατὰ Ιωάννην Ευαγγέλιο το κεφάλαιο της προσαγωγής του Ιησού στον Πιλᾶτο: «.Τότε ουν έλαβεν ο Πιλάτος τὸν Ιησούν και εμαστίγωσε, και οι στρατιώται πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών, επέθηκαν τη κεφαλή αυτού και έδιδον εις αυτὸν ραπίσματα». Το Ευαγγέλιο, ανοιχτὸ στὴ σελίδα αυτή, βρέθηκε στὸ Μητροπολιτικὸ γραφείο του Χρυσοστόμου. Το διέσωσε ο πιστός του κλητήρας παραδίδοντάς το στον ανεψιὸ του εθνομάρτυρα, Χρυσόστομο Καβουνίδη. Σε άλλη σελίδα του Ευαγγελίου βρεθηκε σημείωση του Χρυσοστόμου: “Συγχωρώ όλους και ζητώ την συγχώρησιν όλων”. Μία ακόμη μαρτυρία, αυτή του ανταποκριτή Κώστα Μισαηλίδη αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες της Σμύρνης. Οι πληροφορίες που δίνει για το μαρτύριο του Χρυσοστόμου είναι συγκλονιστικές. Γράφει:«Λίγο πριν το μεσημέρι της Κυριακής, έβγαλαν το Μητροπολίτη από το φρουραρχείο. “Να οι δικαστές σου και οι τζελάτηδές σου (δήμιοι)”, του είπεν ο φρούραρχος συνταγματάρχης Σαλήχ Ζακήμ. Και τον παρέδωσε στον μαινόμενο όχλο που αποβραδύς ξημερώθηκε εκεί να τον προσμένει. Και ξεκινά το μαρτύριο. Το λαϊκό δικαστήριο των εγκληματιών έβγαλε την απόφαση που ήταν: «Να σταυρωθεί… Να σταυρωθεί όπως ο Χριστός τους». Ο Νουρεντίν διέταξε τον έφεδρο Λοχαγό του τουρκικού στρατού Ρουστέν Μπέη Βάσιτς να εκτελέσει την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου. Ο Βάσιτς κατεβαίνοντας τα σκαλιά του Διοικητηρίου μαζί με τους τρεις μελλοθανάτους, τον Χρυσόστομο και τους δημογέροντες, δεν προλαβαίνει να βγει στο προαύλιο γιατί ξεπροβάλλει φρενιασμένος ο ηγέτης του όχλου πια και όχι του στρατού, Νουρεντίν [στρατ. διοικ. Σμύρνης], στο κεφαλόσκαλο και τραβώντας το περίστροφό του πυροβολεί τον Χρυσόστομο. Ήταν τέτοια η λύσσα του που το χέρι του έτρεμε από την οργή και αντί να πλήξει τον Χρυσόστομο τραυμάτισε θανάσιμα τον δημογέροντα Κλιμάνογλου. Με τον πυροβολισμό και την έξοδο του Χρυσοστόμου στο προαύλιο το πλήθος ορμά και ξεκινά το μαρτύριο του αγίου Ιεράρχη. Λίγο πριν το τέλος, ένας από τους Τούρκους, αναγνωρίζοντας σε μια κίνηση του Μητροπολίτου το σημείο του σταυρού, διότι, ναι, πράγματι, ευλογούσε τους διώκτες του, πιστός στις ευαγγελικές επιταγές, εξαγριώθηκε και του έκοψε και τα δύο του χέρια. Ο δρόμος απ’ την Πλατεία του Διοικητηρίου ως την πλατεία του Ικί Τσεσμέ, Τουρκομαχαλά της Σμύρνης, ήταν ο Γολγοθάς του μαρτυρικού Ιεράρχη. Του έβγαλαν με ξιφολόγχη τα μάτια, του έκοψαν αυτιά και γλώσσα. Τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά. Γύρω απ’ το σώμα του έστησεν η απάνθρωπη, η αφάνταστα βάρβαρη τουρκική μανία φρικτό χορό. Δεν άφησαν τίποτε εξευτελιστικό που να μην το κάμουν στο αφανισμένο και μισοσκοτωμένο κορμί του. Και σύρθηκε έτσι, ως το Ικί-Τσεσμέ, ο Μητροπολίτης Σμύρνης, κατακομματιασμένος. Από το κορμί του, εκεί, το μεθυσμένο από κτηνωδία πλήθος πήρε ένα κομμάτι της σάρκας του Χρυσοστόμου για φυλακτό ματωμένο. Το κεφάλι του με βγαλμένα τα μάτια, κομμένα τ’ αυτιά και τη γλώσσα, με τα γένεια ξερριζωμένα και μαύρο από το ξύλο, αιματοστάλαχτο το έμπηξαν στην πατερίτσα του και η πομπή μαινόμενη από βλαστήμιες και σαρκασμό, το περιέφερε στους Τουρκομαχαλάδες”.
   ΟΙ ΔΥΟ ΣΥΝΑΘΛΗΣΑΝΤΕΣ ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ: Μαζί με τον άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης μαρτύρησαν και δύο εξέχοντα πρόσωπα της Σμύρνης: ο δημογέροντας της πόλης Γεώργιος Κλημάνογλου και ο νομικός και εκδότης της γαλλόφωνης εφημερίδας «La Reforme» Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου. Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου (π.η.) μαζί με τον Δεσπότη Σμύρνης εκλήθησαν στο φρουραρχείο και οι Δημογέροντες του Ελληνισμού της πόλης. Τελικά, δυὸ μόνον βρέθηκαν: οι Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου κα Γεώργιος Κλημάνογλου. Κι όταν ο Άγιος Μητροπολίτης Σμύρνης καταποντίστηκε μες στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του λυσσαλέου τουρκικού όχλου, τὴν ίδια ώρα μαρτυρούσαν κι οι δυὸ αυτοί Δημογέροντες. Ο Γεώργιος Κλημάνογλου απαγχονίσθηκε, τραυματισμένος όπως ήταν, από τον μαινόμενο όχλο. Ο Νικόλαος Τσουρούκτσογλου μαρτύρησε δεμένος από τα πόδια σε ένα αυτοκίνητο, καθώς τον περιέφεραν στο κέντρο της Σμύρνης, ενώ το κεφάλι του συρόταν στα λιθόστρωτα καλντερίμια! [Αλλά θα συνεχίσουμε συν Θεώ την επόμενη Κυριακή.]
  ΑΛΛΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ: Οι άλλοι άγιοι επίσκοποι που μαρτύρησαν κατά τους διωγμούς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ήταν οι εξής: Προκόπιος Μητροπολιτης Ικονίου, Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιών, Αμβρόσιος Μοσχονησίων, Ευθύμιος Μητροπολίτης Ζήλων. Άλλοι ιερομάρτυρες υπήρξαν οι: Ιερεύς Μελέτιος του ναού της Ευαγγελιστρίας, που σταυρώθηκε στον κορμό ενός πεύκου. Ο Ιεροδιάκονος Γρηγόριος της Αγίας Άννης στο Κορδελιό, που κάηκε ζωντανός. Ο Ιερομάρτυς πατήρ Γεώργιος Καρασταμάτης από την Αγία Παρασκευή Κρήνης (Τσεσμέ), υπέργηρος κληρικός, εφημέριος του Ναού Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που βρήκε μαρτυρικό θάνατο από μαινόμενους Τσέτες που εισέβαλαν στο ναό την ώρα της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας(!!). Ο ιερομάρτυρας βρέθηκε πεσμένος στην Ωραία Πύλη με ανοιγμένο το κρανίο. Τι είδους όμως μαρτύρια επεφύλαξαν οι ωμοί κι απάνθρωποι αυτοί απόγονοι του Ταμερλάνου; Τον Γρηγόριο, Μητροπολίτης Κυδωνιών, τον έθαψαν ζωντανό(!) και μαζί του ένα πλήθος κληρικών και λαϊκών της περιοχής του. Τον Μοσχονησίων Αμβρόσιο, του πετάλωσαν τα πόδια(!) και τον κατατεμάχισαν. Μαζί του κατεσφάγησαν 11 ιερείς και 2 μοναχοί. Τον Ευθύμιο, επίσκοπο Ζήλων, από τα Παράκοιλα Καλλονής, τον φυλάκισαν, όπου και παρέδωσε το πνευμα του μετά από βασανιστήρια. Μεταξύ του νέφους των Μαρτύρων της τουρκικής θηριωδίας υπήρξαν και οι Ιερομάρτυρες Αρκάδιος και Γαβριήλ οι Ιβηρίτες († 11/09/1922): Ο Αρκάδιος γεννήθηκε το 1893 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Προσήλθε στη μονή Ιβήρων το 1912 κι εκάρη μοναχός σε αυτή το 1914. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε και διάκονος. Το 1916 μαθήτευσε στην Αθωνιάδα Σχολή. Κατά το μοναχολόγιο της μονής «εφονεύθη μαρτυρικώς εν Κυδωνίαις υπό των Τούρκων κατά την υποχώρησιν των Ελλήνων εκ Μικράς Ασίας το 1922». Ο Γαβριήλ γεννήθηκε στο Κιλκίς το 1886. Εκάρη μοναχός το 1907 και κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Είχε το ίδιο τέλος με τον αδελφό του Αρκάδιο, την ίδια ημερομηνία. Στο Βουτζά, έχουν καταγραφεί και τα φρικτά μαρτύρια τριών επιφανών κληρικών της Ι.Μ. Σμύρνης: Του Αρχιερατικού Επιτρόπου Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Αρχατζικάκη τον οποίο οι Τούρκοι “προσέδεσαν επὶ στασιδίου του ιερού ναού του αγίου Ιωάννου καὶ καρφώσαντες διὰ λεπτών ήλων [καρφιών] επὶ του μετώπου του ημισέληνον(!) εκ λευκοσιδήρου, αφήκαν καὶ απέθανεν εκ των φρικτών αλγηδόνων”. Του Προϊσταμένου της κάτω συνοικίας Σμύρνης, Αρχιμανδρίτου Αθανασίου Νικολόπουλου “όν επετάλωσαν εις τους πόδας και το στήθος”. Του Προϊσταμένου τῆ Αγίας Τριάδος, Οικονόμου Μιχαήλ Κυριακοπούλου «ον απογυμνώσας (Τούρκος αξιωματικός) τελείως προσέδεσεν απὸ του λαιμού διὰ σχοινίου εις την ουρὰν του ίππου του και καλπάζων έσυρεν προς το Κορδελιό. Αμερικανὸς ναύτης εκ των φρουρούντων την αποθήκην των πετρελαίων της Standard Oil Cy, τοσούτον εξωργίσθη ώστε επυροβόλησε και εφόνευσε τον αξιωματικόν, και απαλλάξας τον ατυχή ιερέα επεβίβασεν επὶ αμερικανικού πλοίου και έστειλεν αυτὸν εις Αθήνας» Στις 15 Σεπτεμβρίου 1922 σφαγιάσθηκε στην ομαδική σφαγή των εκ Μοσχονησίων Χριστιανών ο Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Ευστρατίου, καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ιεράς Εκκλησιαστικῆς Σχολής της Χάλκης. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1922 σφαγιάσθηκαν όλοι οι Ιερείς της Ιερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνιῶν.
     ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ: Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή μαρτύρησαν συνολικά 347 κληρικοί (από το σύνολο των 459 ιερέων και διακόνων των εκκλησιαστικών επαρχιών Εφέσου, Σμύρνης, Φιλαδελφείας, Ηλιουπόλεως, Περγάμου Αδραμυττίου, Μοσχονησίων, Κυδωνιών, κ.α.). 50.000 υπήρξαν οι θανατωθέντες Σμυρναίοι, 4.000  οι Φωκαείς. Ένα εκ των θυμάτων των αιμοσταγών τούρκων στην τελευταία των περιπτώσεων υπήρξε η Ειρήνη, μια έγγυος 9 μηνών όταν τη συνέλαβαν οι Τούρκοι. Άγρια όρμησαν επάνω της και με τη ξιφολόγχη της άνοιξαν την κοιλιά για να δουν τι παιδί θα γεννούσε(!). Φονεύτηκαν ακόμη αγρίως  3.361 Περγαμηνιώτες και 6.000 Μοσχονησιώτες. Κι ανάμεσα σ’ όλους αυτούς και μικρά παιδιά όπως οι πρόσκοποι του Αϊδινίου! Αλλά ας δώσουμε το λόγο σε αυτόπτες, όχι Έλληνες, αυτόπτες μάρτυρες της μεγάλης σφαγής της Σμύνης:
   ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: Ο μάρτυρας του οποίου η αφήγηση δημοσιεύτηκε στη Review de Paris, διηγείται: «Τη Δευτέρα 11 του μηνός, η κατάσταση της πόλης ήταν δραματική. Ο στόλος έπρεπε να φύγει από τη Σμύρνη από τη μια στιγμή στη άλλη. Επειδή φοβόμασταν αποκλεισμό του κόλπου, επιβιβαστήκαμε αποφασισμένοι να φύγουμε, μόλις θα αναχωρούσε ο αγγλικός στόλος. Οι δύο νύχτες που περάσαμε στο πλοίο ήταν τρομακτικές. Ο κόλπος έμοιαζε με λίμνη και ο παραμικρός θόρυβος από την παραλία έφθανε μέχρι εμάς πολύ καθαρά. Απ’ όλες τις πλευρές έβλεπε κανείς μεγάλες πυρκαγιές. Ο Κουκλουτζάς, ένα ελληνικό χωριό, καιγόταν ολόκληρο μέσα σε λάμψεις, καθώς κι ένα μέρος του Μπουρνόβα. Οι Τούρκοι είχαν λεηλατήσει και κάψει όλα τα χωριά γύρω από τη Σμύρνη. Από την παραλία μάς έφταναν φωνές από ανθρώπους που τους στραγγάλιζαν, και τα πτώματα των πνιγμένων επέπλεαν γύρω από το πλοίο μας. Κατά τη διάρκεια αυτών των φρικαλεοτήτων ακούγαμε τη μουσική που έπαιζαν στα πολεμικά πλοία, για να διασκεδάσουν. Περνάγαμε τις μέρες μας στο Κορδελιό που ζούσε μέσα στη φρίκη. Οι Τούρκοι δε σέβονταν πια τα ευρωπαϊκά σπίτια και τα λεηλατούσαν, όπως έκαναν και με τα σπίτια των Ελλήνων και των Αρμενίων. Ένας Γάλλος στο Κορδελιό ξαναφόρεσε την παλιά του στολή του επιλοχία και μπόρεσε έτσι να κάνει καλό. Όταν τον έβλεπαν οι Τούρκοι, υποχωρούσαν λέγοντας: “Είναι Γάλλος”. Εκείνος μόνος του μπόρεσε να σώσει από τη λεηλασία ένα μεγάλο αριθμό σπιτιών και να γλιτώσει τη ζωή πολλών δυστυχισμένων ανθρώπων».   Ο ανταποκριτής της Daily Telegraph, δηλώνει πως το πλιάτσικο είχε αδειάσει στην κυριολεξία το Αρμένικο εμπορικό κέντρο. Τούρκοι στρατιώτες με στολή έπαιρναν μέρος στη λεηλασία. Τους συναντούσε κανείς με όλων των ειδών τα εμπορεύματα. Μισοσκεπασμένες άμαξες και γάιδαροι μετέφεραν τα λάφυρα. Δεν υπήρχαν πια παρά λίγα ορατά πτώματα. Ο ανταποκριτής που την προηγουμένη είχε μετρήσει δεκαπέντε, τη Δευτέρα δεν είδε παρά μόνο πέντε. Ο Αμερικανός αξιωματικός που ήταν επικεφαλής μιας περιπολίας, υπολόγιζε το σύνολο αυτών που είχε δει, σε καμιά εκατοστή. Ο ίδιος ανταποκριτής τηλεγραφούσε την επομένη πως η σφαγή είχε πάρει διαστάσεις πολύ σοβαρές. Τούρκοι στρατιώτες είχαν επιτεθεί στο Αρμένικο κολλέγιο όπου βρίσκονταν χίλιοι πρόσφυγες. Κάπου σαράντα πτώματα κείτονταν στους δρόμους. Ο Μουσταφά Κεμάλ τον οποίο ο ανταποκριτής είχε ρωτήσει λίγες ώρες πριν την πυρκαγιά, του δήλωνε, σε αγαστή σύμπτωση απόψεων με την “Ελληνίδα” βουλευτή Ρεπούση,: «Όπως βλέπετε, δε γίνονται σφαγές ή κάτι παραπλήσιο στη Σμύρνη. Οι λεηλασίες και οι θάνατοι που έγιναν ήταν αναπόφευκτοι». Για έναν Τούρκο στρατηγό σαράντα πτώματα στους δρόμους δεν ήταν προφανώς κάτι το υπολογίσιμο. Μια σφαγή άξια του ονόματος της και της “ενδόξου” τουρκικής ιστορίας δεν αριθμεί παρά χιλιάδες νεκρούς. Κατά τη διάρκεια της ημέρας της 12ης του μηνός, ένας Άγγλος μάρτυρας, ο κ.Wallace, επιστρέφοντας στο κτήμα που είχε στο Μπαϊρακλί (κοντά στο Κορδελιό), διαπίστωσε ότι το υπηρετικό του προσωπικό είχε πέσει βορά της φρίκης. Τα πτώματα τριών γυναικών επέπλεαν στον κολπίσκο μπροστά στο σπίτι. Ήταν των τριών υπηρετριών από το διπλανό ορφανοτροφείο θηλέων. Μια ομάδα Τούρκων είχε παρουσιαστεί στο ορφανοτροφείο, απαιτώντας την άμεση παράδοση τριών γυναικών. Αφού τις βίασαν, τις στραγγάλισαν και τις πέταξαν στη θάλασσα. Στη διάρκεια της ίδιας μέρας, της 12ης του μηνός, η έρευνα για Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικούς, που οι τουρκικές αρχές ισχυρίζονταν πως κρύβονταν στα σπίτια των Ορθοδόξων, έδωσε αφορμή στις πιο απεχθείς ακρότητες. Στη συνοικία του Πάνω Καρατάς, μια νιόπαντρη βιάστηκε διαδοχικά από εννέα κτήνη του είδους αυτού. Σ’ ένα διπλανό σπίτι, της κυρίας Marian Boudou, επτά στρατιώτες χύμηξαν πάνω στην κόρη της Paratsem και στις νεαρές κοπέλες που βρίσκονταν μαζί της. Η κακόμοιρη μητέρα που έχασε αμέσως τα λογικά της μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, άρχισε να χορεύει «για το γάμο της κόρης της»! Το απόγευμα της ίδιας μέρας εκδόθηκε προκήρυξη του Νουρεντίν πασά που απαγόρευε στους Μουσουλμάνους επί ποινή θανάτου να δώσουν άσυλο σε Έλληνες και Αρμένιους στρατιώτες!
Απολυτίκιον Αγίων Μικρασιατών Ιερομαρτύρων [Ήχος δ΄]: “Η πενταυγής Αρχιερέων χορεία, τη των αγώνων νοητή δαδουχία, την Μικρασίαν άπασαν αυγάζει νοητώς, ο σοφός Χρυσόστομος, Γρηγορίω τω θείω, Αμβρόσιος, Προκόπιος και Ευθύμιος άμα, ούς ευφημούμεν είπωμεν πιστοί, χαίροις Μαρτύρων, πεντάριθμε σύλλογε.”
Απολυτίκιον Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης [Ήχος γ΄]: “Μέγαν μάρτυρα η Εκκλησία, μέγαν ήρωα το έθνος σύμπαν, τον της Σμύρνης υμνούμεν Χρυσόστομον. Και γαρ γενναίως αθλήσας υπέμεινεν υπέρ πατρίδος και πίστεως θανατόν, Ιεράρχου τε υπόδειγμα εαυτόν ανέδειξε τον στέφανον λαβών τον αμαράντινον.”

   ΛΕΖΑΝΤΑ: Άγιοι Μικρασιάτες Μάρτυρες: ιεράρχες ιερείς μοναχοί και λαϊκοί , άνδρες γυναίκες και παιδιά (μια μικρασιατική οικογένεια). Ο Σταυρός στην κέντρο για την «Σταυρωμένη Μικρά Ασία». Το Καμπαναριό στο κέντρο του Σταυρού είναι αυτό της Αγια-Φωτεινής Σμύρνης. Εκ δεξιών προς αριστερά οι μάρτυρες ιεράρχες:  Ζήλων Ευθύμιος, Κυδωνιών Γρηγόριος, Σμύρνης Χρυσόστομος, Ικονίου Προκόπιος, Μοσχονησίων Αμβρόσιος. Στην συνέχεια αριστερά του Σταυρού είναι ο Μοναχός (εκπρόσωπος των Μοναχών σφαγιασθέντων), δεξιά του Σταυρού ο Κληρικός (εκπρόσωπος των Κληρικών σφαγιασθέντων), και κάτω δεξιά ο Μικρασιάτης κάτοικος, αντιπροσωπεύοντας τον ανδρικό πληθυσμό που βασανίσθηκε και σφαγιάσθηκε και αριστερά η Γυναίκα-Μάνα και το Τέκνο, αντιπροσωπεύοντας το σύνολο του γυναικείου και παιδικού πληθυσμού που εβασανίσθη, εβιάσθη και μαρτύρησε στα τουρκικά βασανιστήρια.

Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης - Η νήψη κατά τη διάρκεια της νύχτας


Εάν υποθέσωμε ότι γνωρίσαμε όλα τα προηγούμενα, αλλά δεν τα εφαρμόσαμε στη ζωή μας, τώρα τι μπορούμε να κάνουμε; Την απάντηση μας την δίνει ο άγιος Ησύχιος με το μικρό αλλά περιεκτικώτατο σε νόημα κεφάλαιο που ακολουθεί, χρησιμοποιώντας έναν ψαλμικό στίχο του Δαβίδ.

Άγιος Ησύχιος:
Ει επίστασαι και εδόθη σοι εις τας πρωίας παρεστάναι και εποπτεύεσθαι, αλλά και εποπτεύειν, οίδας ό λέγων. ει δε ου, νήφε και λάβης.

Μετάφραση:
Αν γνωρίζεις και σου δόθηκε η χάρη το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι, αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου, εννοείς τι λέω για τη νήψη. Αν όχι, έχε νήψη και θα λάβεις την χάρη.

Ερμηνεία
Εάν δεν έχεις αποκτήσει αυτή την υπέροχη και μοναδική κατάσταση, για την οποία αξίζει κανείς να πεθαίνει και να ζει, τότε εφάρμοσε αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: Να σηκώνεσαι την νύχτα και να παρίστασαι ενώπιον του Θεού, για να σε βλέπει ο Θεός και να τον βλέπεις και συ. Η καλύτερη αναγνώρισις των ιχνών του Θεού, η ανακάλυψίς του, γίνεται την νύχτα. Εάν νήφεις έτσι, οπωσδήποτε θα λάβεις, και η εμπειρία σου αυτή θα σε συνοδεύει σε όλη την ζωή σου.

Μεγαλεία και θαύματα απορρέουν από την νήψη και την ευχή. Ο άνθρωπος γίνεται ξένος κόσμος, παράδεισος αληθινός. Χρειάζεται όμως μία προϋπόθεσις: η νυχτερινή ζωή. Χωρίς αυτή, είναι αδύνατον να έχεις κάποια γεύση, κάποια γλυκύτητα στην πνευματική σου ζωή, κάποια εμπειρία ή γνώση. Δεν θα παίρνεις τίποτε από τον Θεό, οπότε θα ζεις με εντελώς εξωτερικά πράγματα, με κάποιες δραστηριότητες, με κάποιες γνώμες.


Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Εάν, λέγει ο άγιος, γνωρίζεις να παρίστασαι εις τας πρωίας ενώπιον του Θεού, και να σου δόθηκε το να σε δει - και εποπτεύεσθαι - ο Θεός, αλλά και να εποπτεύεις, να τον βλέπεις, τότε οίδας ο λέγω, καταλαβαίνεις αυτά που σου λέγω, τα χαίρεσαι, τα ζεις.

Όταν ο Φίλιππος γνώρισε τον Χριστόν, είπε στον Ναθαναήλ: "Έρχου και ίδε". Αλλά ο Ναθαναήλ του απήντησε: Πώς είναι δυνατόν να προέλθει από τη Ναζαρέτ προφήτης; Εν συνεχεία - λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης-, ο Ιησούς "είδε" τον Ναθαναήλ να έρχεται προς Αυτόν και είπε: "Ίδε αληθής Ισραηλίτης". Τότε ο Ναθαναήλ πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, και ανεφώνησε: "Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού". Λόγω της απλότητος της καρδιάς του, αμέσως ανεγνώρισε το δεύτερο πρόσωπο της θεότητος, τον Υιόν του Θεού.

Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με το κείμενό μας, όπως και η συνάντηση εκείνου του μαθητού, ο οποίος είπε στον Χριστόν, Διδάσκαλε, θέλω να σε ακολουθήσω. Ο Χριστός του απήντησε τότε, "αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη". Που να με βρεις, του λέγει, αφού δεν έχω κατάλλυμα; Μην ψάχνεις να με βρεις κάπου, όπου νομίζεις εσύ, αλλά κάπως. Βρες τον τρόπο που θα σε οδηγήσει σε μένα. Εδώ βρίσκεται το βαθύ πρόβλημα του ανθρώπου. Γι' αυτό λέγει ο άγιος, αν γνωρίζεις και αν σου δόθηκε το να παρίστασαι εις τον Θεόν.

Το νόημα του χωρίου είναι ότι η παρουσία του Θεού δεν είναι ορατή στην ζωή μας. Διότι μπορείς να βλέπεις τα ίχνη του λέοντος, της τίγρεως, του πανθηρος, αλλά δεν μπορείς να δεις τα ίχνη του Θεού. Μπορείς να παρακολουθήσεις ακόμη και τα ίχνη του πτηνού, τον Θεόν όμως πρέπει να τον βλέπεις πέρα από κάθε νοσσιά, πέρα από κάθε τόπο· χρειάζεται με κάτι άλλο να τον ζητήσεις, για να τον βρεις.

Ας θυμηθούμε και τους δύο μαθητές του Ιωάννου, που ακολούθησαν τον Ιησού. Όταν Εκείνος τους ρώτησε "τι ζητείτε", διότι έπρεπε να αποκτήσουν την γνώση, το ει επίστασαι, για το πρόσωπο του Χριστού, αυτοί απήντησαν: "Ραββί, που μένεις;". Και τότε πήγαν μαζί με τον Ιησού στο σπίτι του και ενεθυμούντο αργότερα ακόμη και την ώρα κατά την οποία έζησαν τα ωραιότερα βιώματα της ζωής τους. δεν ήταν όμως το σπίτι που τους χάρισε τα βιώματα, αλλά ο Χριστός τον οποίον εγνώρισαν.

Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Η φράσις αυτή δημιουργεί φοβερή ένταση μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Είναι μία παρότρυνσις, ένα ευγενές παρακέλευσμα του αγίου προς τον άνθρωπο , σαν να του λέγει: Σου συνέβη καμιά φορά να σε δει ο Θεός; τον αντελήφθης; πέρασε μέσα από την καρδιά σου ο Χριστός και ρίγησες ολόκληρος; όχι από ενθουσιαστικό κίνημα, όχι από μία συγκίνηση, αλλά ένοιωσες πραγματικά την εποπτεία του Θεού, το βλέμμα του να καρφώνεται επάνω σου; Μια φορά εάν σου συνέβη αυτό, αρκεί. Παράλληλα όμως η φράσις αυτή είναι και μία επίπληξις: Μα, δεν γνωρίζεις τον Θεόν; δεν τον γεύθηκες; δεν τον έζησες; ζεις χωρίς αυτόν, σαν νεκρός; δεν δοκίμασες ακόμη να τον βρεις; Δεν προσπάθησες το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου; Εάν ναι, τότε καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω.

Το ανωτέρω χωρίο είναι παρμένο από τον πέμπτο ψαλμό, "το πρωί εισακούση της φωνής μου, το πρωί παραστήσομαί σοι και επόψει με", που τον διαβάζουμε στην Πρώτη ώρα. Η εμπειρία που είχε ο ψαλμωδός εκατοντάδες χρόνια πριν από εμάς, ισχύει μέχρι σήμερα. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, όλων των αγίων και ποτέ δεν ανακαλείται. Κανένας δεν μπορεί να βρει τον Θεό, αν την νύχτα δεν συναυλίζεται μαζί του, παραμένοντας άγρυπνος μέχρι το πρωί.

Αλλά ποιο είναι "το πρωί"; Είναι η τελευταία νυκτερινή βάρδια, μετά από την οποία αρχίζουν οι φυλακές της ημέρας. Είναι η ώρα της νυκτός, κατά την οποία εγειρόμεθα για την πρωινή ακολουθία. Είναι η ώρα της λατρείας. Αρχίζει, σύμφωνα με την ελληνική ώρα, στις 3, 4 ή 5 την νύκτα - αναλόγως αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι - και τελειώνει με το χάραμα του ήλιου. Με το βυζαντινό ωράριο αρχίζει πάντα στις 9 (03:00 π.μ.). Γι' αυτό από τις δώδεκα ευχές που διαβάζει ο ιερεύς κατά την διάρκεια του Εξάψαλμου, οι ένδεκα μιλούν για την νύκτα και για το πνευματικό φως, η δε τελευταία για την ανατολή του αισθητού και πνευματικού φωτός.

Μετά το θαύμα των πέντε άρτων, ο Χριστός επέβαλε στους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να περάσουν στο απέναντι μέρος, ενώ εκείνος "ανέβη εις το όρος κατ' ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί". Η νυκτερινή ζωή του Χριστού άρχιζε από την οψία, που είναι το πρώτο τρίωρο της νυκτός. Όλες λοιπόν εκείνες τις ώρες της οψίας ο Κύριος προσευχόταν, ενώ οι μαθητές χαροπάλευαν, θαλασσοπνίγονταν. Πότε όμως πήγε να τους συναντήσει και να τους χαρίσει την φοβερή εκείνη εμπειρία, να φωνάξουν στην αρχή "φάντασμα", διότι δεν είχαν γνωρίσει ακόμη τον Χριστό με τα μάτια του Πνεύματος, και εν συνεχεία να καταλάβουν ότι είναι ο Υιός του Θεού; "Τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτους... λέγων: εγώ είμι"(Ματθ. 14, 22-27). Την τετάρτη φυλακή της νυκτός τους αποκαλύπτει τον εαυτό του, δηλαδή την πρωία, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 12 περίπου, κατά την βυζαντινή ώρα (03:00-06:00 π.μ. δική μας).

Επίσης ο ευαγγελιστής Μάρκος στο πρώτο κεφάλαιό του λέγει για τον Κύριον: "Πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον κακεί προσηύχετο"(Μαρκ. 1, 35). Το "πρωί" ήταν οι βασικώτερες ώρες της κοινωνίας του Χριστού με τον Πατέρα του. ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ "ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΒΟΩΝΤΩΝ ΕΝ ΝΥΚΤΙ", για να τους ακούει ο Θεός , και όχι γι' αυτούς που προσεύχονται την ημέρα. Γιατί; Διότι είναι άτονη η ημέρα, αν η νύκτα δεν είναι έντονη. Κατά την διάρκεια δε της πρωίας λαμβάνομε τους καρπούς από τον Θεόν, αγρυπνούντες και αγραυλούντες μέσα στην Εκκλησία. Όταν λοιπόν χάνουμε αυτές τις ώρες, χάνουμε τη ζωή μας. Τα όσα φρικτά και ανόητα ζούμε κάθε ημέρα, αυτό δείχνουν. Περνούν οι μέρες και οι νύκτες μας, και δεν κάνομε τίποτα. Ολόκληρη η ύπαρξίς μας αναλίσκεται, φθείρεται και εξαφανίζεται.

Και πότε γίνεται η σπορά; Το βράδυ, το οψέ. Όταν κανείς χάνει το οψέ, χάνει και την πρωία. Και προσέξτε πως ο πονηρός πετυχαίνει και χάνομε το οψέ. Τελειώνει το Απόδειπνο, που σημαίνει ότι ετοιμαζόμαστε για το οψε, και εμείς κουβεντιάζομε. Μας αρέσει ο περίπατος, μας αρέσουν τα αστεία, μας αρέσουν άλλες δραστηριότητες. Όποιος όμως αφιερώνει την ώρα αυτή σε κοσμικά πράγματα, σε ματαιότητες καθημερινές και φθηνές, πώς μπορεί πηγαίνοντας στο κελί του να αδολεσχήσει με τον Θεόν; Γι' αυτό, εάν ο μοναχός δεν πάει αμέσως μετά το Απόδειπνο στο κελί του, η φυσικότερη συνέπεια είναι να μην ζήσει το οψέ, την ώρα της σποράς.

Οι ώρες 12 με 3, με το Βυζαντινό ωράριο είναι χρήσιμες για μας. Κατόπιν μπορούμε να ξεκουρασθούμε. Μπορούμε επίσης να ξεκουρασθούμε και αποβραδίς, κατά την διάρκεια του οψέ, αλλά στις τρεις ή τέσσερις η ώρα, ή το πολύ πέντε το χειμώνα, να είμαστε ξύπνιοι. Άλλως δεν μπορούμε να ζήσωμε την πρωινή ακολουθία. Εγώ τουλάχιστον αυτό ξέρω από την εμπειρία μου. Ποτέ δεν χορταίνω και ποτέ δεν καταλαβαίνω ακολουθία - την ζω μόνο επιφανειακά, επιδερμικά -, εάν το οψέ μου είναι χαμένο.

Ας ξέρομε λοιπόν ότι η ώρα της λατρείας είναι η ώρα της συγκομιδής μας και ότι έχει μεγάλη σημασία ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΤΑΞΟΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΜΑΣ.

Το να παρίσταμαι ενώπιον του Κυρίου άγρυπνος και προσκαρτερών, είναι η δική μου ενέργεια. Το "εποπτεύεσθαι" είναι η ενέργεια του Θεού.

Το "εποπτεύεσθαι" επομένως είναι, πρώτον, η εμπειρία του ανθρώπου ο οποίος ασχολείται με τα θεία και απευθύνεται στον Θεό με την πίστη, την βεβαιότητα και την επίγνωση ότι ο Θεός είναι μαζί του, και αισθάνεται την παρουσία Του. Διότι είναι ποτέ δυνατόν οι οφθαλμοί του Θεού να μη βλέπουν εμένα την ώρα που στέκομαι ενώπιόν του; Εάν όμως θέλω να τον δω εγώ, τότε χάνω αυτό που έχει ανάγκη η ψυχή μου. Δεύτερον, είναι έκφρασις ταπεινοφροσύνης το να λέγω, εγώ παρίσταμαι ενώπιόν σου, Θεέ μου, και σε δες με. Παρίσταμαι δηλαδή ενώπιόν του σαν σκουλήκι, νοιώθωντας εντελώς ανάξιος να τον δω. Ως ανάξιος, μου αρκεί να παρίσταμαι ενώπιόν του και να τον προσκυνώ αοράτως. Σημασία έχει για μένα το ότι με βλέπει Εκείνος. Αυτό με χαροποιεί, αυτό με γεμίζει και με μεθυει. Δεν με ενδιαφέρει το όραμα το δικό μου, το να τον βλεπω εγώ.

Αλλά τι είναι το όραμα του Θεού, το να με κοιτάζει ο Θεός, το εποπτεύεσθαι υπό του Θεού; Είναι η ακτινοβολία των οφθαλμών του, το φως του προσώπου του, ο φωτιμσός που διαλύει το σκότος. Άρα, εφ' όσον ξέρω ότι εποπτεύομαι από τον Θεόν και ότι η εποπτεία του είναι ληψις φωτός, το εποπτεύεσθαι είναι λήψις φωτός, λήψις θεότητος.

Όταν αντιληφθώ πόσο σημαντικό πράγμα είναι αυτό, τότε νοιώθω την ανάγκη να αναζητήσω την νοητή όραση και αίσθηση του Θεού, ώστε παριστάμενος ενώπιόν του να γίνω σιγά σιγά δεκτικό χωρίο της ακτινοβολίας του. Διότι, όταν με βλέπει ο Θεός, είναι αδύνατον η έκχυσις του φωτός του να μη μου γίνει αισθητή. χωρίς να τον βλέπω μπορώ να πω ότι τον βλέπω. Αλλά και αν ακόμη δεν έχω λάβει αυτήν την αίσθηση, και αν ακόμη δεν έχω εθισθεί στην πνευματική ενόραση, και αν ακόμη δεν έχει λεπτυνθεί το εν εμόί όργανο του πνεύματός μου, το μεθύσι που μου δημιουργεί ο Θεός είναι τέτοιο, ώστε λέγω: Ναι, τον βλέπω τον Θεόν.

Μη με ρωτάς λοιπόν λέγει ο άγιος αν μπορείς να πετύχεις και συ αυτά τα κατορθώματα. ΚΑΝΕ ΜΟΝΟΝ ΤΟΥΤΟ: ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΤΗΝ ΝΥΚΤΑ, ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΟΠΤΕΥΕΣΑΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΕΞΕΤΑΣΕΙ. ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΕΠΙΤΥΧΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΠΤΕΥΕΙΝ. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΟΥ ΕΝ ΤΩ ΦΩΤΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΠΡΟΣΕΞΕ ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟΣ, ΑΝΕΤΟΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ, ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ. Πες αποβραδίς το καλησπέρα στον Θεό, ούτως ώστε να σου πει Εκείνος το καλημέρα με την ανατολή του φωτός, και ΝΑ ΤΟΝ ΔΕΙΣ. Ως ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΣΟΥ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΩΝ, ΤΗΣ ΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΜΑΤΩΝ.

Εάν ζεις όπως σου είπα, λέγει ο άγιος Ησύχιος, καταλαβαίνεις τι σου λέγω. Εάν και εμείς νήφωμε με κόπο και ιδρώτα την νύκτα, τότε πραγματικά θα λάβωμε. Αλλά, εάν τυχόν δεν λάβωμε, αυτό σημαίνει ότι δεν μας κόστισε η νύκτα, ότι δεν θελήσαμε να παλέψωμε. δεν βρήκαμε το εύκολο κουμπάκι, με το οποίο ανάβει το φω, έρχεται ο Χριστός, οπότε τον βλέπει αμέσως. Βρες το και αμέσως θα λάβεις.

Σκορποχώρι να είναι η ζωή μας, όμως με την νήψη αποκαθίστανται τα πάντα. Κάνε λοιπόν εσύ την λειτουργία της αγρυπνίας σου και θα λάβεις οπωσδήποτε από τον Θεό την γνώση και την δόση. Θα γνωρίσεις και θα λάβεις. ΟΥΔΕΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ. ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ. 
--------------------------------------------------------
πηγή: Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, "Λόγος Περί Νήψεως", εκδ. Ίνδικτος

πηγή

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΓΕΝΕΣΙΟΥ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΘΑΡΩΝ ΙΘΑΚΗΣ


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΓΕΝΕΣΙΟΥ

ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΘΑΡΩΝ ΙΘΑΚΗΣ


ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ 

 Η  Ιερά   Μητρόπολις Λευκάδος και Ιθάκης καθώς και η Ιερά Μονή Γενεσίου Υπεραγίας Θεοτόκου Καθαρών Ιθάκης  μετ΄αφάτου χαράς σας προσκαλούν, στις λατρευτικές εκδηλώσεις ,που θα λάβουν χώρα ,την Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014  και την Δευτέρα 8  Σεπτεμβρίου 2014, με την ευκαιρία της πανηγύρεως της Ιεράς Μονής Γενεσίου Υπεραγίας Θεοτόκου Καθαρών Ιθάκης  Προστάτιδος της νήσου μας   και Προστάτιδος των απανταχού της γης διαβιούντων Ιθακησίων ,σύμφωνα με το ακόλουθο πρόγραμμα.
                                                              Μετὰ πολλής της τιμής

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Λευκάδος καὶ Ἰθάκης Θεόφιλος

Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α


                        Κυριακή  7 Σεπτεμβρίου 2014

19.30    Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός Προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κ.κ. Θεοφίλου.

22.30      Ιερά Παράκληση προς την Παναγία μας.

                       Δευτέρα  8 Σεπτεμβρίου 2014

07.00 'Ορθρος

08.30 Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.
Κήρυγμα.

10.00 Λιτάνευση Ιεράς Εικόνος
18.30 Παράκληση στην Παναγία  μας.
                                        


  Διά το Ηγουμενοσυμβούλιο

Αρχιμανδρίτης Σεβαστιανός

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή προ της Υψώσεως


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


«Οὓτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον…».
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, Κυριακή προ της Υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ο Κύριος κάνει μια μεγάλη ιερή αποκάλυψη. Ποια είναι αυτή; Αποκαλύπτει το μέγεθος της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. «Οὓτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὣστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἒδωκεν…». Η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο δεν είναι μια απλή συμπάθεια, μια φιλάνθρωπη συγκατάβαση του άπειρου Θεού προς τον μικρό και αμαρτωλό άνθρωπο, αλλά ένα πατρικό ενδιαφέρον, μια τρυφερή στοργή, που το μέγεθός της ξεπερνά κάθε όριο και περιγραφή.
Ο Θεός έδειξε την αγάπη του με τον πιο τρανό τρόπο. Δεν δίστασε να στείλει στον κόσμο τον μονογενή του Υιό, τον Κύριό μας, και να τον παραδώσει σε ατιμωτικό θάνατο για χάρη των ανθρώπων.
Ποιος πατέρας θυσιάζει το παιδί του για να σωθεί κάποιος άλλος; Κανένας. Κι όμως, αυτό που δεν κάνουν οι άνθρωποι για τους συνανθρώπους τους, το κάνει ο Θεός για τους ανθρώπους. Θυσιάζει πάνω στο ξύλο του Σταυρού τον αγαπημένο του Υιό, για να φανερώσει στο πλάσμα του, τον άνθρωπο, πόσο βαθειά, πόσο ειλικρινά το αγαπά. Θυσία για την σωτηρία των ανθρώπων, την σωτηρία από την αμαρτία και τα πάθη. Και ο Αβραάμ θέλησε να θυσιάσει τον υιό του για την αγάπη του Θεού. Γνωρίζουμε όμως πόση διαφορετική έκβαση είχε η υπόθεση αυτή. Έφθασε την ώρα της θυσίας, είδε ο εύσπλαχνος Θεός την αγάπη του και τον απέτρεψε. Τόση είναι η συγκατάβαση του Θεού. Λυπήθηκε τον γιο ενός ανθρώπου και δεν τον άφησε να θυσιασθεί και δεν λυπήθηκε τον ίδιο τον Υιό του, αλλά άφησε να πεθάνει. «Τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ’ ὑπέρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν», έστω κι αν είμαστε παραβάτες του θείου Νόμου και εχθροί του Θεού.
Μπροστά στην τόση αγάπη, στην τόση στοργή του Θεού που εκδηλώθηκε με την θυσία του Υιού του, μερικοί στέκουν διστακτικοί. Πιστεύουν ή νομίζουν ότι πιστεύουν σε όλα, όχι όμως στην σταυρική θυσία του Κυρίου. Είναι μωρία, είναι σκάνδαλο για τους ανθρώπους αυτούς ο Σταυρός. «Ἡμεῖς κηρύττομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, ἓλλησι δέ μωρίαν», λέει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Έτσι πολλοί και σήμερα αρνούνται τη σταυρική θυσία. Είναι οι αρνητές του Εσταυρωμένου με τον λόγο και την ζωή τους.
Υπάρχουν όμως και άλλοι που μπροστά στο μοναδικό, στο ανεπανάληπτο αυτό γεγονός, νιώθουν θαυμασμό, δέος, συγκίνηση για την τόση αγάπη του Θεού. Μια συγκίνηση όχι παροδική, αλλά βαθύτερα, αναγεννητική.
Γι’ αυτούς η πίστη στην σταυρική θυσία του Κυρίου είναι η μεγάλη και ισχυρή εκείνη δύναμη που τους βοηθάει να αποφύγουν την απώλεια και τον θάνατο της ψυχής. Ο Σταυρός δεν είναι ένα απλό σύμβολο. Είναι όπλο δυνατό κατά των δαιμόνων. Όπλα κατά των πειρασμών. Είναι φυλακτήριο και πηγή πνευματικής δύναμης. Ενισχύει, τονώνει τον άνθρωπο, που όχι απλώς τον φέρει σαν κόσμημα στο στήθος του, αλλά τον έχει στην καρδιά του. και επικαλείται την θεία Χάρη στις δύσκολες ώρες του πνευματικού αγώνα.
Η πίστη στη σταυρική θυσία του Κυρίου δίνει ακόμη τη δύναμη στον άνθρωπο να φεύγει μακριά από τους τόπους, όπου ακόμη σταυρώνουν τον Κύριο. Και υπάρχουν πολλοί τόποι και πολλές καρδιές που ξανασταυρώνεται ο Χριστός. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του και θα συναντήσει πολλούς και σε αρκετούς τόπους να σταυρώνουν τον Χριστό.
Από τέτοια ολισθήματα φεύγει ο πιστός, από την θεληματική σύσφιξη με την αμαρτία ελευθερώνεται ο πιστός του Εσταυρωμένου. Πορεύεται τη ζωή, που καταλήγει στην αιωνιότητα. Καθένας που πιστεύει στον Χριστό δεν χάνεται, «ἀλλ’ ἒχει ζωήν αἰώνιον».
Κάποιος διάσημος συγγραφέας, πεθαίνοντας, είπε: Αισθάνομαι πολύ εξουθενωμένος, ταλαιπωρημένος, η καρδιά μου όμως είναι ειρηνική, γαλήνια, γιατί στηρίζεται πάνω σε τέσσερεις λέξεις.
Και όταν τον ρώτησαν ποιες είναι αυτές οι τέσσερεις λέξεις, απάντησε: «Ο Ιησούς πέθανε για μένα».
Ακόμη όποιος πιστεύει ακράδαντα στην σταυρική θυσία του Κυρίου, πιστεύει στην θεία του παρουσία. Έστω κι αν δεν τον βλέπει πάνω στο Σταυρό, αισθάνεται την παρουσία του. μια παρουσία που κάνει ελαφρότερο κάθε πόνο. Και κάθε άνθρωπος έχει πολλούς και διάφορους πόνους.
Οι γονείς που έχασαν το παιδί τους. Ο σύζυγος που έχει άρρωστη τη σύζυγο. Το ορφανό, ο ανάπηρος, έχουν την δυνατότητα να πουν: ο σταυρός που σηκώνουμε, είναι ο σταυρός του Σωτήρα μας. Ο Κύριος τον σηκώνει αυτή τη στιγμή μαζί μας.
Και ενώ η θύελλα μαίνεται, η καρδιά νοιώθει ειρήνη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως συχνά την ώρα που η θύελλα δέρνει τους πρόποδες του βουνού, η κορυφή του μπορεί να λούζεται με άφθονο φως. Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...