Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2014

Η εικόνα του απίστου (Αγίου Νεκταρίου)

Ο άπιστος είναι ο πιο δυστυχισμένος των ανθρώπων, γιατί στερήθηκε το μοναδικό αγαθό πάνω στη γη, την πίστη, που είναι ο μόνος αληθινός οδηγός προς την αλήθεια και την ευτυχία.
Ο άπιστος είναι τόσο δυστυχής, αφού έχει στερηθεί πια την ελπίδα, το μοναδικό στήριγμα στον μακρύ δρόμο της ζωής.
Ο άπιστος είναι πάρα πολύ δυστυχής γιατί του λείπει η αληθινή αγάπη των ανθρώπων που περιβάλλει με φροντίδα τη θλιμμένη καρδιά. Ο άπιστος είναι δυστυχέστατος καθότι στερήθηκε το θείο κάλλος, τη θεία εικόνα τού Δημιουργού, την οποία ο ίδιος ο θείος καλλιτέχνης χάραξε και την οποία η πίστη αποκάλυψε.

Ο οφθαλμός του άπιστου τίποτε άλλο δεν βρίσκει μέσα στη δημιουργία, παρά μόνο τη δράση της φύσης. Η λαμπρή εικόνα του θείου Δημιουργού, το θαυμάσιο κάλλος της γι` αυτόν μένουν καλυμμένα και ανεξερεύνητα. Το βλέμμα του πλανιέται άσκοπα μέσα στο άπειρο της δημιουργίας, πουθενά όμως δεν βρίσκει την ομορφιά της σοφίας του Θεού' πουθενά δεν θαυμάζει τη θεία παντοδυναμία, πουθενά δεν ανακαλύπτει την αγαθότητα τού Θεού, τη θεία πρόνοια, τη δικαιοσύνη και την αγάπη τού Δημιουργού προς τη δημιουργία. Ο νους του δεν μπορεί να οδηγηθεί πέραν τού ορατού κόσμου, ούτε να υπερβεί τα όρια των αισθήσεων. Η καρδιά του παραμένει αναίσθητη μπροστά στην απεικόνιση της θείας σοφίας και δύναμης. Σ' αυτή δεν γεννιέται κανένα συναίσθημα λατρείας. Τα χείλη του μένουν σφραγισμένα, το στόμα του ακίνητο, η γλώσσα του ασάλευτη. Δεν
βγαίνει φωνή μέσα από το στέρνο του, που να υμνεί, να δοξολογεί, να ευλογεί και να ευχαριστεί τον Θεό.

Η χαρά που είναι απλωμένη στο σύμπαν εγκατέλειψε την καρδιά του απίστου, διότι απ' αυτήν έχει απομακρυνθεί ο Θεός. Αυτό το κενό, το κάλυψε η λύπη, η βαριεστιμάρα και η ανυπομονησία. Παραμένει κακόκεφος, η δε έλλειψη φροντίδας για τα πνευματικά έχει καταλάβει το πνεύμα του. Πλανιέται μέσα στη δίχως φως και απατηλή νύχτα της ζωής αυτής, όπου καμιά ακτίνα φωτός δεν φωτίζει τους σκοτεινούς δρόμους του. Κανείς δεν καθοδηγεί, κανείς δεν κατευθύνει τα βήματά του. Στο στάδιο της ζωής είναι μόνος. Διέρχεται τον βίο του δίχως την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής. Περνά μέσα από πολλές παγίδες και κανείς δεν μπορεί να τον απελευθερώσει απ'αυτές. Πέφτει μέσα σ' αυτές και συνθλίβεται από το βάρος τους. Στις θλίψεις του κανείς δεν μπορεί να τον ανακουφίσει.

Η ειρήνη της ψυχής, η γαλήνη της καρδιάς, φυγαδεύτηκαν από την απιστία, και το πένθος κατέκλυσε τα βάθη της καρδιάς του. Η χαρά που βρίσκει ο πιστός στην εργασία των θεϊκών εντολών και η ευτυχία που προέρχεται από τον ηθικό βίο, είναι για τον άπιστο άγνωστα συναισθήματα. Η αγαλλίαση που προέρχεται από τη θρησκεία ποτέ δεν επισκέφτηκε την καρδιά του άπιστου. Η πεποίθηση που πηγάζει από την πίστη στη θεία πρόνοια και η οποία καταπαύει τις φροντίδες της ζωής, είναι γι' αυτόν μια δύναμη ακατανόητη.

Η ευχαρίστηση που προέρχεται από την αγάπη και την ευεργεσία αποτελούν για τον άπιστο παντελώς άγνωστα μυστήρια. Ο άπιστος θέτοντας ως αρχή την ύλη, περιόρισε την αληθινή ευδαιμονία του ανθρώπου στον πολύ στενό κύκλο των πρόσκαιρων απολαύσεων, φροντίζοντας πάντοτε για την ικανοποίησή τους και ασχολούμενος διαρκώς με αυτές. Τα θέλγητρα της αρετής είναι σ' αυτόν τελείως ξένα. Δεν έχει γευθεί τη γλυκύτητα αυτής της χάρης. Ο άπιστος αγνόησε ποιά είναι η πηγή της αληθινής ευτυχίας και έτρεξε, δίχως να το καταλάβει, στις πηγές της πίκρας. Η απόλαυση τού έφερε τον κορεσμό και ο κορεσμός την αηδία. Η αηδία έφερε την ανία, η ανία τη θλίψη, η θλίψη τον πόνο και ο πόνος την απόγνωση. Όλα όσα μέχρι τώρα τον έθελγαν, έχασαν τη χάρη τους. Διότι όλες οι απολαύσεις του κόσμου, ως πεπερασμένες, είναι και ανίκανες να κάνουν τον άπιστο ευτυχισμένο.

Εφόσον η καρδιά τού ανθρώπου έχει πλαστεί για να κατοικηθεί από τον Θεό, το απόλυτο αγαθό, σκιρτάει και χαίρεται μόνο με αυτό το αγαθό γιατί σ` αυτό βρίσκεται ο Θεός. Από την καρδιά όμως του άπιστου ο Θεός έχει απομακρυνθεί. Η καρδιά έχει άπειρους πόθους, αφού πλάστηκε για να περιλάβει μέσα της το άπειρο. Ωστόσο, η καρδιά τού άπιστου δεν είναι πια γεμάτη από το άπειρο και πάντα στενάζει, αναζητά και ποθεί, αλλά ουδέποτε ικανοποιείται. Κι αυτό διότι οι απολαύσεις του κόσμου είναι ανίσχυρες να καλύψουν το κενό της καρδιάς του. Οι ηδονές και οι διασκεδάσεις του κόσμου, όταν σβήνουν, αφήνουν στην καρδιά ένα κατακάθι πίκρας. Οι δε μάταιες δόξες έχουν συντρόφισσες τις θλίψεις.

Ο άπιστος αγνόησε ότι η ευτυχία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην απόλαυση των επίγειων αγαθών, αλλά στην αγάπη του Θεού, του απόλυτου και αιώνιου αγαθού. Εδώ βρίσκεται και η κακοδαιμονία αυτών που αγνοούν τον Θεό. Αυτός που αρνείται τον Θεό είναι σαν να αρνείται την ευτυχία του και την ατέλειωτη μακαριότητα. Αγωνίζεται δυστυχισμένος στον πολύμοχθο αγώνα της ζωής. Έτσι, απελπισμένος και με τη δειλία φωλιασμένη στην ψυχή του, βαδίζει προς τον ήδη ανοιγμένο τάφο του. Το θαυμάσιο έργο που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του, αυτό που διαδραματίζεται πάνω στην παγκόσμια σκηνή και το οποίο διευθύνει η θεία σοφία, η θεία χάρη και δύναμη κι ενώ αυτά τα ίδια είναι οι πρωταγωνιστές, με συμπαραστάτες την αρμονία και τη θεία καλοσύνη, περνάει από μπροστά του τελείως απαρατήρητο. Κυλά μπρος στα πόδια του το γλυκό νερό τού ποταμού τής χαράς και της ευτυχίας, αλλά αυτός σαν καταδικασμένος Τάνταλος, αδυνατεί να δροσίσει την ξεραμένη από την απιστία γλώσσα του, σβήνοντας τη δίψα που τον καίει, διότι το νερό που τρέχει από τη δροσογόνο πηγή της πίστης, γλιστρά και φεύγει μπροστά από τα χείλη του.

Δυστυχισμένε δούλε σκληρού τυράννου! Πώς σου έκλεψαν την ευτυχία; Πώς σου άρπαξαν τον θησαυρό; Έχασες την πίστη σου, αρνήθηκες τον Θεό σου, αρνήθηκες την αποκάλυψή Του και πέταξες την πλουσιοπάροχη δωρεά της θείας χάρης. Πόσο άθλια είναι η ζωή του ανθρώπου αυτού! Αυτή είναι μια σειρά από βάσανα, γιατί το τερπνό έχασε στα μάτια του τον τερπνό χαρακτήρα του. Η φύση γύρω του τού φαίνεται στείρα και άγονη δεν γεννά μέσα του καμιά ευχαρίστηση και κανένα χαρμόσυνο συναίσθημα. Κανένα από τα δημιουργήματα του Θεού δεν του χαμογελά. Ένα πένθιμο πέπλο έχει σκεπάσει τη χάρη της φύσης, η οποία πλέον δεν τον έλκει με κανένα της θέλγητρο. Η ζωή του έχει γίνει βάρος δυσβάστακτο και η διάρκειά της στον χρόνο που κυλάει, μοιάζει με αφόρητη ταλαιπωρία.

Να λοιπόν που η απελπισία εμφανίζεται ήδη μπροστά του σαν δήμιος κι ένα σκληρό βασανιστήριο τυραννάει τον ταλαίπωρο άνθρωπο. Το θάρρος του τον έχει κιόλας εγκαταλείψει, η αντίστασή του εξασθένησε και οι ηθικές του δυνάμεις έχουν πλέον διαφθαρεί από την απιστία. Φέρεται σαν άνθρωπος που κινείται από κάτι άλλο, δηλαδή από την απιστία, έχει δε παραδοθεί στα φοβερά δεσμά της απόγνωσης, η οποία είναι πάντα δίχως έλεος και συμπάθεια. Αποκόπτει έτσι με βία και σκληρότητα το νήμα της άθλιας ζωής του και εκσφενδονίζεται στον βυθό της απώλειας, στα μαύρα Τάρταρα, όπου τότε μόνο θα βγει, όταν τον καλέσει η φωνή τού θείου Δημιουργού του, τον οποίο απαρνήθηκε, για να δώσει λόγο για την απιστία του. Τότε θα κατακριθεί και θα σταλεί στο πυρ το αιώνιο.

Το είδαμε  ΕΔΩ

Ο Άγιος Ιέρων και οι συν αυτώ εν Μελιτηνή 33 Άγιοι μάρτυρες

Ο Άγιος Ιέρων και οι συν αυτώ εν Μελιτηνή 33 Άγιοι μάρτυρες
(7 Νοεμβρίου)
Ο Ιέρων γεννήθηκε στα Τύανα της Καππαδοκίας από μια καλή και θεοσεβή μητέρα, που ήταν τυφλή. Ο ίδιος ήταν χριστιανός με ζήλο και διακονούσε τη μητέρα του με στορ­γική υιική αγάπη. Ο Ιέρων δεν επιθυμούσε να καταταχθεί στον στρατό για δύο βασικούς λόγους. Πρώτα-πρώτα δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την ανήμπορη μητέρα του και ύστερα απεχθανόταν και την ιδέα ακόμη να αναγκαστεί ως στρατιώτης να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Έτσι, όταν ήρθαν απεσταλμένοι στρατιώτες να τον βρουν για να τον στρατολογήσουν, παρότι άοπλος, τους έδιωξε αφόβως. Τέλος, ο Ιέρων συνελήφθη και οδηγήθηκε για να δικαστεί ενώπιον του έπαρχου, μαζί με άλλους χριστιανούς στη, Μελιτηνή. Καθ’ οδόν, ένα βράδυ, εμφανίστηκε στον Ιέρωνα ένας λευκοφόρος άνδρας με απαστράπτοντα ενδύματα και του είπε: «Χαίροις Ιέρων! Ιδού αναγγέλλω σοι σωτηρίας ευαγγέλια· ότι δεν αγω­νίζεσαι διά βασιλέα επίγειον, αλλά διά τον ουράνιον βασιλέα υπερμαχείς και αυτός θέλει σε δοξάσει και θα λάβεις δόξαν και τιμήν!». Στο άκουσμα αυτών των λόγων, η καρδιά του Ιέρωνος γέμισε με ανεκλάλητη χαρά και αγαλλίαση.
agioi_33_martures_en_melitini
Όταν έφθασαν στη Μελιτηνή, οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στη φυλακή μαζί με τον Ιέρωνα. Αυτός ανδρειοφρόνως τους ενίσχυε στην πίστη, ώστε να μην ολιγοψυχήσει κανείς στο επικείμενο μαρτύριο, αλλά όλοι μαζί ολοπρόθυμα να προ­σφέρουν τα σώματά τους στον μαρτυρικό θάνατο υπέρ του Χριστού. Όλοι ομολόγησαν την Πίστη τους στον Κύριο Ιησού Χριστό, πλην ενός, του Ουίκτωρος, που ήταν συγγενής του Ιέρωνος, και ο οποίος εξέπεσε από την Πίστη.
Οι βασανιστές απέκοψαν το ένα χέρι του Ιέρωνος, τον μαστίγωσαν και τον βασάνισαν ποικιλοτρόπως μέχρι που, τελικώς, τον αποκεφάλισαν μαζί με τους άλλους συναθλήσαντες. Οι τριάντα τρείς μάρτυρες, καθ’ οδόν προς τον τόπο του μαρτυρίου τους, έψαλλαν χαίροντες τον «άμωμο»: Μακά­ριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν Νόμω Κυρίου (Ψαλ. 118, 1). Ιδού τα ονόματα των ένδοξων αυτών μαρτύρων που έχουν γραφεί στη Βίβλο της Ζωής: Ησύχιος, Νίκανδρος, Αθανάσιος, Μάμας, Βαράχιος, Καλλίνικος, Θεαγένης, Νίκων, Λογγίνος, Θεόδωρος, Ουαλέριος, Ξάνθιος, Θεόδουλος, Καλλί­μαχος, Ευγένιος, Θεοδόχος, Ουστρίχιος, Επιφάνιος, Μαξιμιανός, Δουκίτιος, Κλαυδιανός, Θεόφιλος, Γιγάντιος, Δωρόθεος, Θεόδοτος, Καστρίχιος, Ανίκητος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Ιλάριος, Διόδοτος και (άλλος) Ιέρων.
Κάποιος Χρύσανθος αγόρασε την αποτμηθείσα κεφαλή του Ιέρωνος και την ενταφίασε, ενώ αργότερα έκτισε εκεί εκκλησία προς τιμήν του. Την δεξιά χείρα του αγίου έδωσαν, κατά την επιθυμία του, στην τυφλή μητέρα του. Ο άγιος Ιέρων και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες τελειώθηκαν το έτος 298 και εισήλθαν στη δόξα του Χριστού.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος -Νοέμβριος, εκδ. Άθως, σ. 59-61)

Συναξαριστής της 7ης Νοεμβρίου



Οἱ Ἅγιοι 33 Μάρτυρες «οἱ ἐν Μελιτινῇ», Ἱέρων, Νίκανδρος, Ἡσύχιος, Βάραχος (ἢ Βαράχιος), Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξαντικός (ἢ Ξανθίας), Ἀθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Εὐγένιος, Θεόφιλος, Οὐαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ἰλάριος, Γιγάντιος, Λογγῖνος, Θεμέλιος, Εὐτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος (ἢ Οὐστρίχιος), Ουΐκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Ἐπιφάνιος, Ἀνίκητος καὶ ἄλλος Ἰέρων


Ὁ πρῶτος ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Ἱέρων, ἦταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του πέθανε γρήγορα καὶ τὴν ἀνατροφή του, καθὼς καὶ τῶν δυὸ ἀδελφῶν του, Ματρωνιανοῦ καὶ Ἀντωνίου, ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου ἡ μητέρα τους Στρατονίκη.

Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ Ἱέρων πῆρε ἀρκετὴ μόρφωση, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ γεωργικὸ ἐπάγγελμα. Οἱ εἰδωλολάτρες τέτοιες ἐνασχολήσεις τὶς θεωροῦσαν ὑποτιμητικές. Ἀλλὰ οἱ χριστιανοὶ ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαξίωσε τὸν ἱδρῶτα τοῦ ταπεινοῦ ἐργάτη. Καὶ ὅτι κάθε τίμια ἐργασία εἶναι ἀρετὴ καὶ μόνο ἡ ἀργία, ποὺ φέρνει τὴν ἁμαρτία, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο στίγμα. Ἄλλωστε, ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς περιγράφοντας τὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν, ὅλων τῶν χριστιανῶν, λέει: «κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίοις χερσί». Κοπιάζουμε, δηλαδή, ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια.

Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας συνέλαβε τὸν Ἱέρωνα. Τὸν συνέλαβε μὲ τὴν κατηγορία ὅτι τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἄλλες γιορτὲς περιφερόταν καὶ κήρυττε τὸ Χριστὸ στοὺς ἐργάτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποσπάσει πολλοὺς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Μαζί του συνελήφθησαν οἱ δυὸ ἀδελφοί του καὶ τριάντα ἀκόμα συνεργάτες του στὴ διακονία τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀφοῦ φυλακίστηκαν καὶ φρικτὰ βασανίστηκαν, τελικὰ ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τοὺς ἀποκεφάλισε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Μελιτινή.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι συντεταγμένοι, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόροι ἀθλοφόροι τοῦ Σωτῆρος πανθαύμαστοι· ὁμοφροσύνῃ γὰρ γνώμης ἑνούμενοι, μαρτυρικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσασθε. Ἀλλ' αἰτήσασθε τριάδα τὴν Ὑπερούσιον δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, στεφάνους ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἔκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον, ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Χορὸς Μαρτύρων τηλαυγὴς καὶ φωσφόρος, ἐξανατείλας νοητῶς κατεφαίδρυνε, τὴν Ἐκκλησίαν σήμερον θαυμάτων βολαῖς· ὅθεν ἑορτάζοντες, τὴν σεπτὴν αὐτῶν μνήμην, αἰτοῦμέν σε Σωτὴρ ἡμῶν· Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς ἐλεήμων Θεὸς καὶ φιλάνθρωπος.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἱέρων ὁ ἔνδοξος, καὶ σὺν αὐτῷ ὁ χορός, Μαρτύρων ὁ ἔνθεος, τῆς ἀθεΐας πυράν, τοῖς αἵμασι σβέσαντες, τὰς διαιωνιζούσας, ἀπολαύσεις κληροῦνται, καὶ τοὺς τῶν ἀσθενούντων, ἰατρεύουσι πόνους· Αὐτῶν Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 
Οἱ Ἅγιοι Ματρωνιανός καὶ Ἀντώνιος

Ἦταν ἀδέλφια τοῦ ἁγίου μάρτυρα Ἰέρωνα - τοῦ πρώτου ἀπὸ τοὺς 33 μάρτυρες ἐν Μελιτινῇ - καὶ μαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ διὰ ἀποκεφαλισμοῦ στὴν πόλη Μελιτινή.

 
Οἱ Ἅγιοι Μελάσιππος, Κασσίνα καὶ Ἀντώνιος καὶ 40 παιδομάρτυρες

Ἦταν μία οἰκογένεια, ποὺ οἱ Μελάσιππος καὶ Κασσίνα ἦταν σύζυγοι καὶ ὁ Ἀντώνιος γιός τους. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα καὶ μαρτύρησαν σ᾿ αὐτή, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361). Καὶ τὸν μὲν Ἀντώνιο ἔριξαν στὴ φυλακή, τοὺς δὲ Μελάσιππο καὶ Κασσίνα, ἀφοῦ τοὺς κρέμασαν, ἔγδαραν τὸ δέρμα τους καὶ τὶς πληγές τους ἔκαψαν μὲ φωτιά.

Στὴ συνέχεια τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὸν Ἀντώνιο, ἐπειδὴ αὐτὸς ἔφτυσε κατὰ πρόσωπο τὸν ἀποστάτη τοῦ Χριστιανισμοῦ, αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ καὶ μακάρισε τοὺς γονεῖς του, ποὺ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Θεό, πάνω στὸ βασανιστικὸ ξύλο.

Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέστη ὁ Ἀντώνιος, στάλθηκε στὸν δούκα Ἀγριππίνο. Αὐτὸς τὸν ἔβαλε μέσα σ᾿ ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ νερὸ καὶ κατόπιν τὸν ἔριξε στὰ ἄγρια θηρία. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀντώνιος, μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, βγῆκε ζωντανὸς καὶ εἵλκυσε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ 40 νεαρὰ παιδιά, ποὺ ἀμέσως ἀποκεφάλισαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλιᾶ.

Ἔπειτα ἅπλωσαν τὸν Ἅγιο ἐπάνω σὲ πυρακτωμένο μεταλλικὸ κρεβάτι καὶ τὸν ἔδειραν ἀλύπητα μὲ χοντρὰ ῥαβδιά. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ βγῆκε μὲ τὴν θεία χάρη ἀβλαβής, στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 
Οἱ Ἅγιοι Αὖκτος, Ταυρίων καὶ Θεσσαλονίκη

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὴν Ἀμφίπολη τῆς Μακεδονίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν Καβάλα.

Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν κόρη ἑνὸς ἱερέα τῶν εἰδώλων, ποὺ ὀνομαζόταν Κλέων καὶ ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος. Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη του ἔγινε χριστιανή, θερμὰ τὴν παρακάλεσε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, πρᾶγμα ποὺ δὲν κατόρθωσε. Τότε τὴν γύμνωσαν καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μαστίγια ἀπὸ ὠμὰ δέρματα, τέσσερις ἄνδρες. Ἔπειτα ἔσπασαν τὰ πλευρά της καὶ ἀφοῦ πῆραν τὴν περιουσία της τὴν ἐξόρισαν, ὅπου ὁμολογῶντας τὸν Χριστὸ ἀπεβίωσε.

Οἱ δὲ Αὖκτος καὶ Ταυρίων, ἀφοῦ κατηγόρησαν τὸν ὠμὸ βασανιστὴ καὶ φονιὰ τῆς Θεσσαλονίκης, καταγγέλθηκαν στὸν ὑπατικὸ Θορύβιο. Αὐτὸς διέταξε τὸν λιθοβολισμό τους καὶ κατόπιν μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἅγιοι μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βγῆκαν ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς, διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισμός τους καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἔνδοξα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀθηνόδωρος

Δὲν γνωρίζουμε κανένα βιογραφικό του στοιχεῖο. (Ἄλλες ἁγιολογικὲς πηγὲς ἀναφέρουν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ ὄχι ὁ πιὸ κάτω Γρηγόριος).

 
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος

 
Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουμε γι᾿ αὐτὸν εἶναι ὅτι ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ. (Ἄλλοι ὅμως ἀμφιβάλλουν).

 
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ (298) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.

Ὁδηγήθηκε στὸ βῆμα τοῦ τυράννου, ἐπειδὴ κλώτσησε τὸν βωμὸ τῶν εἰδώλων καὶ σκόρπισε τὰ εἰδωλόθυτα ποὺ ἦταν πάνω σ᾿ αὐτόν. Ἀμέσως τότε διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισμός του καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ὁ Θαυματουργός, ὁ Γαλλησιώτης

Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ἦταν ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Γεννήθηκε τὸν 11ο αἰῶνα σ᾿ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴ Μαγνησία (πρὸς τὸν Νέανδρο Ποταμό), ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τὸν Νικήτα καὶ τὴν Εἰρήνη.

Ὅταν ἀκόμα ἦταν ἕξι χρονῶν, ἐπιδόθηκε στὸν πνευματικὸ στίβο μέσα στὸ μοναστήρι τῶν Ὀρόβων. Ἐκεῖ ἔμεινε ἐπὶ πέντε χρόνια διδασκόμενος.

Ὅμως, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούμενος, θέλησε νὰ προσκυνήσει τοὺς ἁγίους τόπους. Ἔτσι ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν Μονὴ καὶ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Μετὰ τὴν προσκύνηση τῶν ἐκεῖ ἱερῶν, ἐπισκέφθηκε τὴν μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα, ὅπου κοινοβίασε ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς καὶ κατόπιν ἱερέας.

Κατὰ τὴν ἐπανάσταση τῶν Ἀράβων, ποὺ βεβήλωναν τὰ ἱερά, ἀναγκάστηκε καὶ ἔφυγε στὴν Ἔφεσο, σ᾿ ἕνα ἔρημο ὄρος ἀντίκρυ τῆς πόλης, ποὺ ὀνομαζόταν Γαλλήσιο. Ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ μόνος ζοῦσε σ᾿ ἕνα κελί, ἀλλ᾿ ἀργότερα μαζεύτηκαν γύρω του καὶ ἄλλοι μοναχοί.

Ὁ δὲ Μονομάχος Κωνσταντῖνος (1042-1054), ἐξόριστος τότε στὴ Μυτιλήνη, ἄκουσε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου καὶ ἔκτισε ὡραιότατο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὸ Γαλλήσιο ὄρος, καὶ τὸν προίκισε μὲ πολλὰ ἱερὰ κειμήλια.

Ὁ δὲ Ὅσιος Λάζαρος, ἀνήγειρε κοντὰ στὸ ναὸ στύλο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὴν κορυφή του καὶ ἀσκήτευε χειμῶνα - καλοκαῖρι, ἐκτεθειμένος σὲ καύσωνες καὶ παγωνιές. Ὁ Θεὸς ἐπίσης, ἔδωσε στὸν ὅσιο Λάζαρο καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ. Ἔτσι αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὴ ζωή του, πέθανε μὲ ἁγιότητα σὲ βαθιὰ γεράματα (1054).

 
Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος
 

 
Ὁ Ἅγιος Willibrord (Ἅγιος Ὁλλανδίας)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Ὁ Οἰκουμενισμός

 


Πρόλογος



Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της καθολικὴ καὶ ἀσφαλῶς οἰκουμενικὴ (παγκόσμια). Ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιὰ της σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, κάθε φυλῆς καὶ ἐποχῆς, καὶ τοὺς καλεῖ νὰ ἔρθουν κοντά της. Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλή της, ἀπευθύνει διαχρονικὰ στὸν κόσμο τὸ «δεῦτε πρὸς με πάντες», ἐνῶ παράλληλα στέλνει τοὺς μαθητές Του νὰ διδάξουν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας «εἰς πάντα τὰ ἔθνη».

Αὐτὴ τὴ συστατικὴ καὶ φυσικὴ ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν οἰκουμενικότητα – παγκοσμιότητα, τὴ διεκδικοῦν σήμερα δύο κινήματα, ποὺ ἐκφράζουν τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ Παγκοσμιοποίηση.

Ἡ Παγκοσμιοποίηση προωθεῖται ἀπὸ ἰσχυρὲς πολιτικοοικονομικὲς δυνάμεις καὶ προβάλλει τὸ μοντέλο μιᾶς ἑνοποιημένης ἀνθρωπότητος, ἐνῶ ὁ Οἰκουμενισμὸς δραστηριοποιεῖται στὸν θρησκευτικὸ χῶρο, ἐπιδιώκοντας τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ὁράματος ἑνὸς ἑνωμένου Χριστιανισμοῦ καὶ στοχεύοντας τελικὰ σὲ μιά οἰκουμενικὴ θρησκεία, μιά Πανθρησκεία.

Στὸ τεῦχος τοῦτο ἐπιχειροῦμε νὰ σκιαγραφήσουμε τὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ – στὸ ὁποῖο συμμετέχει καὶ ἡ Ὀρθοδοξία -, ἐπειδὴ αὐτὸ παραμένει ἄγνωστο στὸ εὐρύτερο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐπειδὴ οἱ ἐξελίξεις στοὺς κόλπους του προκαλοῦν ἀνησυχία καὶ προβληματισμό.

Ἴσως ν’ ἀκούγεται περίεργα, ἀλλὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀπειλεῖ τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί διολισθαίνει ὅλο καὶ περισσότερο σὲ συμβιβαστικὲς – συγκρητιστικὲς τακτικές, ποὺ ἀναιροῦν θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Καί, ἂς μὴν τὸ λησμονοῦμε, ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι ἡ πρώτη καὶ κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὴ θεόπνευστη ἁγιοπατερικὴ ἀπόφανση: «Ὅστις βούλεται σωθῆναι, πρὸ πάντων χρῆ αὐτῶ τὴν καθολικὴν κρατῆσαι πίστιν, ἥν εἰ μὴ τὶς σώαν καὶ ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τὸν αἰώνα ἀπολεῖται» (Σύμβολον τῆς Πίστεως ἁγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας).

Ἔτσι, λοιπόν, ἂν τὸ σωτήριο μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας μας χαθεῖ ἀνάμεσα στὰ πλάνα μηνύματα τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων, γιὰ χάρη ἑνὸς οὐτοπικοῦ οἰκουμενιστικοῦ ὁράματος, τότε θὰ χαθεῖ καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο.


Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς


Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μία κίνηση, ποὺ διακηρύσσει ὅτι ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου (Ὀρθοδόξων, Παπικῶν, Προτεσταντῶν, κ.α.). Ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητος συγκινεῖ κάθε εὐαίσθητη χριστιανικὴ ψυχὴ καὶ ἀνταποκρίνεται στοὺς μύχιους πόθους της. Τὴν ἰδέα αὐτὴ οἰκειοποιεῖται καὶ ὁ Οἰκουμενισμός. Ἀλλὰ τὸ ἑνωτικό του ὅραμα, ὅραμα κατεξοχὴν πνευματικό, τὸ στηρίζει κυρίως πάνω στὶς ἀνθρώπινες προσπάθειες καὶ ὄχι στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ, ὅταν συναντήσει τὴν ἀνθρώπινη μετάνοια καὶ ταπείνωση, νὰ κάνει αὐτὸ τὸ ὅραμα πραγματικότητα.

Ἡ ποθητὴ ἑνότητα, ἂν καὶ ὅταν συμβεῖ, δὲν θὰ εἶναι παρὰ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο.


Πότε ἐμφανίσθηκε



Οἱ ρίζες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει ν’ ἀναζητηθοῦν στὸν προτεσταντικὸ χῶρο, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες χριστιανικὲς Ὁμολογίες, βλέποντας τὸν κόσμο νὰ φεύγει ἀπὸ κοντὰ τους λόγῳ τῆς αὐξανόμενης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καὶ τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάστηκαν σὲ μία συσπείρωση καὶ συνεργασία.

Αὐτὴ ἡ ἑνωτικὴ δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὸν 20ο αἰ.. καὶ κυρίως τὸ 1948, μὲ τὴν ἵδρυση στὸ Ἄμστερνταμ τῆς Ὀλλανδίας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), πού ἑδρεύει στὴ Γενεύη.

Θὰ πρέπει, βέβαια, νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ πάρει ‘’οἰκουμενικὸ’’ χαρακτήρα, ἀλλὰ θὰ παρέμενε ἁπλὰ μία ἐνδοπροτεσταντικὴ ὑπόθεση, ἂν δὲν συμμετεῖχαν καὶ κάποιες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν. Ἀργότερα ὅμως, χωρὶς νὰ ἐνταχθοῦν στὸ Π.Σ.Ε., μπῆκαν κι αὐτοὶ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Μὲ σχετικὸ διάταγμα τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου (1964), ἐγκαινίασαν ἕναν δικό τους Οἰκουμενισμὸ ποὺ στοχεύει στὴν ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κάτω ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐξουσία.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο.

Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση


Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι σημαντικὴ ὤθηση στὴ δημιουργία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἔδωσε καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως• ἰδιαίτερα μάλιστα μὲ τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920, πού, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀποτέλεσε τὴ βάση καὶ τὸν ‘’Καταστατικὸ Χάρτη’’ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση.

Τὸ Διάγγελμα αὐτὸ ἦταν κάτι τὸ πρωτόγνωρο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ γιὰ πρώτη φορὰ ἐπίσημο ὀρθόδοξο κείμενο χαρακτήριζε ὅλες τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες τῆς Δύσεως ‘’Ἐκκλησίες’’, ὡς «συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι ἀνέτρεπε τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε σὲ παλαιότερες ἐποχές, φτάνει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι λίγα χρόνια νωρίτερα (1895) τὸ ἴδιο Πατριαρχεῖο, σὲ ἐγκύκλιό του τοποθετοῦσε τὸν Παπισμὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ εἰσήγαγε «αἱρετικᾶς διδασκαλίας καὶ καινοτομίας». Γι’ αὐτὸ καὶ καλοῦσε τοὺς Δυτικοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς μίας Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920 ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴ διακρατικὴ «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», πρότεινε τὴ σύμπηξη μιᾶς «συνάφειας καὶ κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν», μὲ κυριότερους στόχους α) τὴν ἐπανεξέταση τῶν δογματικῶν διαφορῶν μὲ συμβιβαστικὴ διάθεση, β) τὴν παραδοχὴ ἑνιαίου ἡμερολογίου (ἡ μερικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ ὁποίου ἐπέφερε, δυστυχῶς, ἐνδοορθόδοξο ἐορτολογικὸ διχασμό), καὶ γ) τὴ συγκρότηση παγχριστιανικῶν συνεδρίων.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅλες σχεδὸν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζήτησαν σταδιακὰ νὰ γίνουν, καὶ ἔγιναν, δεκτὲς ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Μερικές, ὡστόσο, ἀναγκάστηκαν ἀργότερα ν’ ἀναδιπλωθοῦν καὶ ν’ ἀποχωρήσουν, καθὼς ἀφενὸς παρακολουθοῦσαν μὲ ἀπογοήτευση τὸν ἐκφυλισμό του καὶ ἀφετέρου πιέζονταν ἀπὸ τὶς ἔντονες ἀντιοικουμενιστικὲς ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου τους. Εὔλογο πρόβαλλε τὸ ἐρώτημα: Πῶς, ἄραγε, μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ εἶναι ἐνταγμένη ὡς «μέλος» σὲ «κάτι», τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια εἶναι τὸ «ὅλον», τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ πού καλεῖ ὅλους νὰ γίνουν μέλη Του;

Ἡ παρουσία, ἄλλωστε, τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὶς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., λόγω τοῦ τρόπου συγκροτήσεως καὶ λειτουργίας του, ἦταν πάντα ἰσχνή, ἀτελέσφορη καὶ διακοσμητική. Οἱ ἀποφάσεις του διαμορφώνονταν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ποσοτικὴ ὑπεροχὴ τῶν προτεσταντικῶν ψήφων. Βέβαια, μέχρι τὸ 1961, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς Γενικὲς Συνελεύσεις κατέθεταν ἰδιαίτερες δηλώσεις – μερικὲς ἀποτελοῦν μνημειώδη ὁμολογιακὰ κείμενα – ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ οἰκουμενιστικὸ ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ἀνταπόκριση τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε θετική, μὲ κύριο ἐκφραστὴ της τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ὁ Πατριάρχης συναντήθηκε μὲ τὸν πάπα Παῦλο ΣΤ’ στὰ Ἱεροσόλυμα (1964), προχώρησε μαζί του στὴν ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 καὶ ὑποστήριξε τὸ «διάλογο τῆς ἀγάπης», προωθώντας ἔτσι τοὺς στόχους τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο.

Τὰ θεωρητικὰ ἀνοίγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ


Ὁ Οἰκουμενισμός, γιὰ νὰ ὑλοποιήσει τοὺς στόχους του, ἀναγκάζεται νὰ παραθεωρήσει ἤ καὶ ν’ ἀναθεωρήσει ὁρισμένες βασικὲς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας.

Προβάλλει τὴν ἀντίληψη τῆς «Διευρυμένης Ἐκκλησίας», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ περιλαμβάνει τοὺς Χριστιανοὺς κάθε Ὁμολογίας, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ δέχτηκαν τὸ βάπτισμα. Ἔτσι ὅλες οἱ χριστιανικὲς Ὁμολογίες εἶναι μεταξύ τους «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες».

Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ἡ ἰδέα τῆς «Παγκόσμιας ὁρατῆς Ἐκκλησίας»: Ἡ Ἐκκλησία ποὺ ὑφίσταται τάχα «ἀόρατα» καὶ ἀπαρτίζεται ἀπ’ ὅλους τούς Χριστιανούς, θὰ φανερωθεῖ καὶ στὴν ὁρατή της διάσταση μὲ τὶς κοινὲς ἑνωτικὲς προσπάθειες.

Τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς ἐπηρέασε καὶ ἡ προτεσταντικὴ θεωρία τῶν κλάδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα «δένδρο» μὲ «κλαδιὰ» ὅλες τὶς χριστιανικὲς Ὁμολογίες, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες κατέχει ἕνα μόνο μέρος τῆς ἀλήθειας.

Ἂς προστεθεῖ ἐπίσης καὶ ἡ θεωρία τῶν «δύο πνευμόνων», ποὺ ἀναπτύχθηκε μεταξὺ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν καὶ Παπικῶν. Σύμφωνα μ’ αὐτὴν Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμὸς εἶναι οἱ δύο πνεύμονες, μὲ τοὺς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ ν’ ἀρχίσει τάχα ν’ ἀναπνέει ὀρθὰ καὶ πάλι, θὰ πρέπει οἱ δύο πνεύμονες νὰ συγχρονίσουν τὴν ἀναπνοή τους.

Τέλος, στὶς μεθόδους, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, περιλαμβάνεται καὶ ὁ δογματικὸς μινιμαλισμός. Πρόκειται γιὰ προσπάθεια νὰ συρρικνωθοῦν τὰ δόγματα στὰ πιὸ ἀναγκαῖα, σ’ ἕνα «μίνιμουμ» (=ἐλάχιστο), προκειμένου νὰ ὑπερπηδηθοῦν οἱ δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν Ὁμολογιῶν. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι ἡ παραθεώρηση τοῦ δόγματος, ὁ ὑποβιβασμὸς καὶ ἡ ἐλαχιστοποίηση τῆς σημασίας του. «Ἂς ἑνωθοῦν», λένε, «οἱ Χριστιανοί, καὶ τὰ δόγματα τὰ συζητοῦν ἀργότερα οἱ θεολόγοι!» Μὲ τὴ μέθοδο βέβαιά τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ εἶναι ἴσως εὔκολο νὰ ἑνωθοῦν οἱ Χριστιανοί. Οἱ τέτοιοι «Χριστιανοὶ» ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι, δηλαδὴ ἀληθινὰ Χριστιανοί;




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο.

Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία


Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, Ἐκκλησία καὶ Ὀρθοδοξία ταυτίζονται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁπωσδήποτε Ὀρθόδοξη καὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας, ἄρα καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία. Γι’ αὐτὸ ποτὲ δὲν νοεῖται διαίρεση στὴν Ἐκκλησία. Μόνο χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἔχουμε. Σὲ συγκεκριμένες δηλαδὴ ἱστορικὲς στιγμὲς οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ σχισματικοὶ ἀποκόπηκαν ἀπ’ αὐτήν, κι ἔτσι ἔπαψαν νὰ εἶναι μέλη της.

Ἡ Ἐκκλησία κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, ὄχι μιᾶς ἀφηρημένης ἀλήθειας, ἀλλὰ ἑνὸς τρόπου ζωῆς ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὸν κάνει «κατὰ χάριν Θεό». Ἀντίθετα, ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ ὁλικὴ ἤ μερικὴ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας, ἕνα κομμάτιασμά της, ποὺ ἔτσι παίρνει τὸ χαρακτήρα καὶ τὴν παθολογία μιᾶς ἰδεολογίας. Χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὴν Ἐκκλησία Του καὶ τὸν θανατώνει πνευματικά.

Τὰ δόγματα ἐπίσης, τὰ ὁποῖα περικλείουν τὶς ὑπερβατικὲς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, δὲν εἶναι ἀφηρημένες ἔννοιες καὶ διανοητικὲς συλλήψεις, οὔτε, πολὺ περισσότερο, μεσαιωνικὸς σκοταδισμὸς ἤ θεολογικὸς σχολαστικισμός. Ἐκφράζουν τὴν ἐμπειρία καὶ τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, ὅταν ὑπάρχει διαφορὰ στὰ δόγματα, ὑπάρχει ὁπωσδήποτε καὶ διαφορὰ στὸν τρόπο ζωῆς. Κι ὅποιος ὑποτιμᾶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει τὴν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ δεχθεῖ ὅλα ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Ὄχι ἕνα «μίνιμουμ», ἀλλὰ τὸ σύνολο. Γιατί στὴν ὁλότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως διασώζονται ἡ καθολικότητα καὶ ἡ ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ μέχρις αἵματος ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ ἡ μέριμνά τους γιὰ τὴν διατύπωση, μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῶν «ὅρων» τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ «ὅροι» αὐτοὶ δὲν σημαίνουν τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ ὅρια, τὰ σύνορα τῆς ἀλήθειας, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ πιστοὶ νὰ διακρίνουν τὴν Ἐκκλησία, ὡς Ὀρθοδοξία, ἀπὸ τὴν αἵρεση.

Οἱ ἑτερόδοξοι, μὲ τὸ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, χωρίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι αἱρετικοί. Ἑπομένως στεροῦνται τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὰ «Μυστήριά» τους εἶναι ἄκυρα. Τὸ βάπτισμα λοιπόν, ποὺ τελοῦν, δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς εἰσαγάγει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

«Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν αἱρετικῶν βαπτισθέντας ἤ χειροτονηθέντας οὔτε πιστοὺς οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν», μᾶς λέει ὁ ΞΗ’ κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συμπληρώνει: «Ὅλων τῶν αἱρετικῶν τὸ βάπτισμα εἶναι ἀσεβὲς καὶ βλάσφημον καὶ οὐδεμία κοινωνίαν ἔχει πρὸς τὸ τῶν Ὀρθοδόξων».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο.

Τί μᾶς λένε οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές;


Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διακήρυσσε ὅτι «τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπενεργεῖ σὲ κάθε χριστιανικὸ βάπτισμα» καὶ ὅτι ὁ ἀναβαπτισμὸς τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐμπνέεται ἀπὸ «στενοκεφαλιά, φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία… Εἶναι μία ἀδικία κατὰ τοῦ χριστιανικοῦ Βαπτίσματος καὶ πραγματικὰ μία βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[i]!

Ἄλλος ἱεράρχης δήλωσε ἀπευθυνόμενος σὲ ἑτεροδόξους: «Εἴμεθα ὅλοι μέλη Χριστοῦ, ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα, μία καὶ μοναδικὴ «καινὴ κτίσις»• ἒφ’ ὅσον τὸ κοινό μας βάπτισμα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο»[ii].

Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία ἐκφράστηκε ἀπὸ ἐπίσημα ὀρθόδοξα χείλη καὶ ὡς ἑξῆς: «Ὀφείλομεν νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ ἀναζητήσωμεν καὶ νὰ ἀναγνωρίσωμεν τὴν παρουσίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκτὸς τῶν ἰδικῶν μας κανονικῶν ὁρίων, πρὸς τὰ ὁποῖα ταυτίζομεν τὴν μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν»[iii].

Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ τολμηρότεροι, ποὺ ὁραματίζονται τὴν «ἐπανίδρυση» τῆς Ἐκκλησίας διὰ μέσου τῆς ἑνώσεως ὅλων τῶν Χριστιανῶν: Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διατείνεται ὅτι «ἔχουμε ἀνάγκη ἑνὸς νέου Χριστιανισμοῦ, ποὺ θὰ βασίζεται ἐξ ὁλοκλήρου σὲ νέες ἀντιλήψεις καὶ ὅρους. Δὲν μποροῦμε νὰ διδάξουμε τὸ εἶδος τῆς θρησκείας ποὺ παραλάβαμε στὶς ἐρχόμενες γενιὲς»[iv].



[i] Περιοδ. «Illuminator», καλοκαίρι 1995, Pittsburgh, USA.

[ii] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 370, σ. 9, Γενεύη 1987.

[iii] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 260, σ. 13-14, Γενεύη 1981.

[iv] Ἐφημ. Ἀθηνῶν «Ἑστία», 5-10-1967.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο.

Οἱ διάλογοι


Ὁ Οἰκουμενισμός, γιὰ νὰ προωθήσει τὰ σχέδιά του, χρησιμοποιεῖ πολλὰ μέσα. Τὸ βασικότερο εἶναι οἱ διάλογοι.

Κανεὶς δὲν ἀγνοεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ διάλογο. Ὁ Θεὸς πάντοτε διαλέγεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀρνήθηκαν ποτὲ τὴ διαλεκτικὴ ἐπικοινωνία τους μὲ τὸν κόσμο.

Οἱ Ἅγιοι, ἔχοντας αὐτοσυνειδησία τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸ Θεό, προσπαθοῦσαν μὲ τὸ διάλογο νὰ μεταδώσουν τὴν ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας ποὺ βίωναν. Γι’ αὐτοὺς ἡ ἀλήθεια δὲν ἦταν ἀντικείμενο ἔρευνας. Δὲν τὴν ἀναζητοῦσαν, δὲν τὴν διαπραγματεύονταν• ἁπλὰ τὴν πρόσφεραν. Ἂν ὁ διάλογος δὲν ὁδηγοῦσε τοὺς ἑτεροδόξους στὴν ἀπόρριψη τῆς πλάνης τους καὶ στὴν ἀποδοχὴ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δὲν τὸν συνέχιζαν.

Δύο χρόνια διαλεγόταν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς μὲ τοὺς Παπικοὺς στὴ Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας (1438-1439). Βλέποντας ὅμως τὴν ὑπεροψία, τὴν ἀδιαλλαξία καὶ τὴν ἐμμονή τους στὴν πλάνη, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους, προτρέποντας μάλιστα τοὺς ὀρθόδοξους πιστούς: «Ν’ ἀποφεύγετε τοὺς «Παπικούς, ὅπως ἀποφεύγει κανεὶς τὸ φίδι».

Θεολογικὸ διάλογο εἶχε ἀρχίσει καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἱερεμίας Β’ ὁ Τρανὸς μὲ τοὺς προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης (1579). Ὅταν διαπίστωσε ὅμως ὅτι ὁ διάλογος δὲν ἀπέφερε κανέναν καρπό, τὸν διέκοψε. «Σᾶς παρακαλοῦμε», τοὺς ἔγραφε, «μὴ μᾶς κουράζετε ἄλλο… Ἂς πορευθεῖτε τὸν δικό σας δρόμο. Ἂν θέλετε, μπορεῖτε νὰ μᾶς γράφετε, ἀλλὰ ὄχι πλέον γιὰ δόγματα πίστεως».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο.

Οἱ διάλογοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ


Οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοὶ διάλογοι διαφέρουν ριζικὰ ἀπὸ τοὺς διαλόγους τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μὲ βάση τὶς ἀρχὲς τῆς διευρυμένης Ἐκκλησίας καὶ τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνορθόδοξοι καὶ ἄκαρποι. Ἀπόδειξη, ὅτι στὰ ἑκατὸ σχεδὸν χρόνια της διεξαγωγῆς τους δὲν ἔχουν προσφέρει τίποτε τὸ ἀξιόλογο στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀντίθετα μάλιστα, κατάφεραν νὰ διχάσουν τοὺς Ὀρθοδόξους!

Τὰ κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν σημερινῶν διαλόγων εἶναι τὰ ἑξῆς:

Α’. Ἔ λ λ ε ι ψ η  ὀ ρ θ ό δ ο ξ η ς  ὁ μ ο λ ο γ ί α ς.

Στοὺς διαλόγους ὁρισμένοι Ὀρθόδοξοι δὲν ἐκφράζουν τὴν ἀκράδαντη πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴ μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ. Δὲν προβάλλουν, ἐπίσης, τὴν ἁγιασμένη παράδοση καὶ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαφέρουν ἀπὸ τὶς παραδόσεις καὶ τὶς ἐμπειρίες τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Μόνο μία τέτοια ὁμολογιακὴ στάση θὰ μποροῦσε νὰ καταξιώσει καὶ νὰ κάνει γόνιμη τὴν ὀρθόδοξη παρουσία στοὺς διαλόγους.

B’. Ἔ λ λ ε ι ψ η  ε ἰ λ ι κ ρ ί ν ε ι α ς.

Τὸ ἔλλειμα τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀποδεδειγμένη ἀνειλικρίνεια τῶν ἑτεροδόξων, δυσχεραίνει περισσότερο τὸν διαχριστιανικὸ διάλογο καὶ τὸν καθιστᾶ ἀναποτελεσματικό. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς εἴτε παρατηροῦνται ἀμοιβαῖες ἐπιφανειακὲς ὑποχωρήσεις εἴτε χρησιμοποιεῖται διφορούμενη γλώσσα καὶ ὁρολογία, προκειμένου νὰ συγκαλύπτονται οἱ διαφορές.

Ἂν πρῶτα-πρῶτα οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἦταν εἰλικρινεῖς, θὰ ἔπρεπε νὰ δηλώσουν μὲ σαφήνεια στοὺς οἰκουμενιστικοὺς κύκλους αὐτὸ ποὺ τονίζουν στοὺς δικούς τους πιστούς• τὴν ἀδιάλλακτη δηλαδὴ προσήλωσή τους στὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο. Ἔτσι, βέβαια, θὰ φαινόταν ξεκάθαρα καὶ τὸ πῶς ὁραματίζονται τὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν: ὄχι ὡς ἑνότητα πίστεως ἀλλὰ ὡς ὑποταγὴ ὅλων κάτω ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐξουσία. Ἐπιπλέον θὰ ἐπιβεβαιωνόταν ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ παπικὸς θεσμὸς ἀφενὸς ἀποτελεῖ τὴν τραγικότερη ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφετέρου χρησιμοποιεῖ τοὺς διαλόγους γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση καὶ μόνο τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς.

Κύρια ἔκφραση τῆς ἀνειλικρίνειας τῶν Παπικῶν ἀποτελεῖ ἡ διατήρηση καὶ ἡ ἐνίσχυση τῆς Οὐνίας[1]. Πρόκειται γιὰ ἕναν ὕπουλο θεσμό, τὸν ὁποῖο ὁ Παπισμὸς χρησιμοποίησε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ ὡς ἑνωτικὸ μοντέλο, παρ’ ὅλες τὶς ἔντονες διαμαρτυρίες τῶν Ὀρθοδόξων καὶ παρὰ τὸ ὅτι αὐτὸς σήμερα ἀποτελεῖ τὸ βασικότερο ἐμπόδιο στοὺς διμερεῖς διαλόγους.

Ἂν πάλι οἱ ποικιλώνυμοι Διαμαρτυρόμενοι ἦταν εἰλικρινεῖς, θὰ ἔπρεπε νὰ δηλώσουν μὲ εὐθύτητα ὅτι δὲν εἶναι καθόλου διατεθειμένοι νὰ ὑποχωρήσουν ἀπὸ τὶς βασικὲς προτεσταντικές τους ἀρχὲς καὶ ὅτι ἄλλες, τελικά, εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ ἔρχονται σὲ διάλογο. Αὐτό, ἄλλωστε, φανερώνει καὶ ὁ κατήφορος ποὺ ἔχουν πάρει οἱ «Ἐκκλησίες» τους (ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμοι ὁμοφυλοφίλων κ.ἄ.).

Γ’. ᾽Υπ ε ρ τ ο ν ι σ μ ό ς  τ ῆ ς  ἀ γ ά π η ς.

Ἐπειδὴ ἡ ἀνειλικρίνεια καὶ οἱ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες δηλητηρίασαν τοὺς διαλόγους, ποὺ κατάντησαν σὲ ἀτέρμονες καὶ ἄκαρπες θεολογικὲς συζητήσεις, ἐπιχειρήθηκε μία στροφή. Οἱ διάλογοι τώρα ὀνομάστηκαν «διάλογοι ἀγάπης» τόσο γιὰ λόγους ἐντυπώσεων ὅσο καὶ γιὰ νὰ παρακαμφθεῖ ὁ σκόπελος τῶν δογματικῶν διενέξεων. «Ἡ ἀγάπη προέχει», τονίζουν. «Ἡ ἀγάπη ἐπιβάλλει νὰ ἑνωθοῦμε, ἔστω κι ἂν ὑπάρχουν δογματικὲς διαφορές».

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πρακτικὴ στοὺς σημερινοὺς διαλόγους εἶναι νὰ μὴ συζητοῦνται αὐτὰ ποὺ χωρίζουν, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ ἑνώνουν, ὥστε νὰ δημιουργεῖται μία ψευδαίσθηση ἑνότητος καὶ κοινῆς πίστεως. Στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὅμως οἱ Πατέρες συζητοῦσαν πάντοτε αὐτὰ ποὺ χώριζαν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα σὲ ὁποιονδήποτε διάλογο μεταξὺ πλευρῶν ποὺ ἔχουν διαφορές: Συζητοῦνται αὐτὰ ποὺ χωρίζουν – γι’ αὐτὸ ἐξάλλου γίνεται ὁ διάλογος – καὶ ὄχι αὐτὰ ποὺ ἑνώνουν.

Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἔννοιες ἀδιάσπαστες. Διάλογος ἀγάπης χωρὶς τὴν ἀλήθεια εἶναι ψεύτικος καὶ ἀφύσικος διάλογος. Ἐνῶ διάλογος ἀγάπης «ἐν ἀληθεία» σημαίνει: Διαλέγομαι μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ τοὺς ἐπισημάνω ποὺ βρίσκονται τὰ λάθη τους καὶ πῶς θὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἀλήθεια. Ἐὰν πραγματικά τούς ἀγαπῶ, πρέπει νὰ τοὺς πῶ τὴν ἀλήθεια, ὅσο κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο ἤ ὀδυνηρό.

Δ’. Ἄ μ β λ υ ν σ η  ὀ ρ θ ο δ ό ξ ω ν  κ ρ ι τ η ρ ί ω ν.

Στὴν παθολογία τῶν διαλόγων ἀνήκει καὶ ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν κριτηρίων, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν καλλιέργεια μίας «οἰκουμενικῆς ἁβροφροσύνης», προσωπικῶν σχέσεων καὶ φιλίας ἀνάμεσα στοὺς ἑτερόδοξους θεολόγους. Ἡ πίστη θεωρεῖται ὄχι ἡ ἀλήθεια, ποὺ σώζει, ἀλλὰ ἕνα σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν, ποὺ ἐπιδέχονται συμβιβασμούς.

Ἰσχυρίζονται οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές: «Διάλογο κάνουμε, δὲν ἀλλάζουμε τὴν πίστη μας!». Καὶ ἀσφαλῶς ὁ διάλογος ὡς «ἀγαπητικὴ ἔξοδος» πρὸς τὸν ἄλλον, εἶναι θεάρεστος. Ὁ οἰκουμενιστικὸς ὅμως διάλογος, ὅπως διεξάγεται σήμερα, δὲν εἶναι συνάντηση στὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ εἶναι «ἀμοιβαία ἀναγνώριση». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες ὡς Ἐκκλησίες, ὅτι ἀποδεχόμαστε πὼς οἱ δογματικὲς διαφορὲς τοὺς ἀποτελοῦν «νόμιμες ἐκφράσεις» τῆς ἴδιας πίστεως. Ἔτσι ὅμως πέφτουμε στὴν παγίδα τοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ: Τοποθετοῦμε στὸ ἴδιο ἐπίπεδο τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, ἐξισώνουμε τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι.

E’. Σ υ μ π ρ ο σ ε υ χ έ ς

Οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, μὲ τὴν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν τους κριτηρίων, εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ συμμετέχουν χωρὶς ἀναστολὲς σὲ κοινὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις καὶ συμπροσευχές, ποὺ πραγματοποιοῦνται συχνὰ στὰ πλαίσια τῶν διαχριστιανικῶν συναντήσεων. Γνωρίζουν ὅτι μὲ τὸν οἰκουμενιστικὸ αὐτὸ συμπνευματισμὸ δημιουργεῖται τὸ κατάλληλο ψυχολογικὸ κλίμα, ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν προώθηση τῆς ἑνωτικῆς προσπάθειας.

Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαγορεύουν αὐστηρὰ τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Γιατί οἱ ἑτερόδοξοι δὲν ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μ’ ἐμᾶς. Πιστεύουν σ’ ἕναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τούς ἀποκαλεῖ ἀπίστους: «Ὁ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πιστεύων ἄπιστος ἐστιν».

Ἡ συμπροσευχὴ λοιπὸν ἀπαγορεύεται, ἐπειδὴ δηλώνει συμμετοχὴ στὴν πίστη τοῦ συμπροσευχομένου καὶ δίνει σ’ αὐτὸν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι δὲν βρίσκεται στὴν πλάνη, ὅποτε δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἀλήθεια.

ΣΤ΄ . Δ ι α κ ο ι ν ω ν ί α  (I n t e r c o m m u n i o).

Ἂν οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, πολὺ περισσότερο ἀποκλείουν τὴ συμμετοχή μας στὰ «Μυστήρια» τους. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν φανήκαμε συνεπεῖς.

Η Β’ Βατικανὴ Σύνοδος, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενιστικοῦ «ἀνοίγματος» ποὺ ἔκανε, πρότεινε τὴ Διακοινωνία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους: Παπικοὶ θὰ μποροῦν νὰ κοινωνοῦν σὲ ὀρθοδόξους ναοὺς καὶ Ὀρθόδοξοι σὲ παπικούς. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τόσο οἱ Παπικοὶ ὅσο καὶ οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστὲς πιστεύουν ὅτι σταδιακὰ θὰ ἐπέλθει de facto ἡ ἕνωση Παπισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας, παρ’ ὅλες τὶς δογματικές τους διαφορές.

Ἂν γιὰ τοὺς Παπικοὺς μία τέτοια θέση δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήρια (κτιστὴ χάρη κ.λπ.), γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι παράλογη καὶ ἀπαράδεκτη. Ἡ Ἐκκλησία μας ποτὲ δὲν θεώρησε τὴ θεία Εὐχαριστία ὡς μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος, ἀλλὰ πάντοτε ὡς σφραγίδα καὶ ἐπιστέγασμά της.

Ἄλλωστε, τὸ κοινὸ Ποτήριο προϋποθέτει κοινὴ πίστη. Ἂν δηλαδὴ ἕνας Ὀρθόδοξος κοινωνεῖ σὲ παπικὸ ναό, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται καὶ τὴν παπικὴ πίστη.



[1] Ἡ Οὐνία εἶναι ἕνα θρησκευτικοπολιτικὸ σχῆμα ποὺ ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Παπισμό, γιὰ τὸν ἐκδυτικισμὸ τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἐκμεταλλεύτηκε δύσκολες ἱστορικὲς συγκυρίες τῶν Χριστιανῶν αὐτῶν καὶ τοὺς ἀνάγκασε νὰ ὑποταχθοῦν στὴν παπικὴ ἐξουσία. Τοὺς ἐνθάρρυνε, ὡστόσο, νὰ μὴν ἀλλάξουν τὰ ἐκκλησιαστικά τους ἔθιμα (περιβολὴ κληρικῶν, λειτουργικὸ τυπικὸ κ.ἄ.), ὥστε νὰ δημιουργοῦν σύγχυση καὶ νὰ προωθοῦν τὴν παπικὴ προπαγάνδα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο.


Συνεργασία σὲ πρακτικὰ θέματα


Ἄλλο μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ διαχριστιανικὴ συνεργασία σὲ πρακτικοὺς τομεῖς. Οἱ οἰκουμενιστὲς διατείνονται ὅτι τὰ ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά, περιβαλλοντικὰ κ.ἄ.) ὀφείλουν νὰ μᾶς ἑνώνουν.

Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καὶ δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ’ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀντιμετώπισή τους παρουσιάζει τὰ ἑξῆς μειονεκτήματα:

α) Ἡ φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν συμφύρεται μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς φωνές, χάνει τὴ διαύγειά της καὶ ἀδυνατεῖ νὰ κοινοποιήσει στὸν σημερινὸ ἄνθρωπο τὸν δικό της μοναδικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ εἶναι θεανθρωποκεντρικός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀνθρωποκεντρικὸ τρόπο ζωῆς τῶν ἑτεροδόξων.

β) Ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στὸ κοινωνικό της ἔργο κοσμικὲς πρακτικὲς τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν, σὲ βάρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνύματος. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχει ἀνάγκη ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι βελτίωση τῆς ζωῆς του μέσῳ ἑνὸς ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἂν αὐτὸς μπορέσει νὰ ἐξαλείψει ὅλες τὶς κοινωνικὲς πληγές, ἀλλὰ ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ θέωσή του μέσα στὸ ἀληθινὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

γ)
Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, βλέποντας τοὺς ἑτεροδόξους νὰ συνεργάζονται μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικούς του ποιμένες, ἀποκομίζει τὴν ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἀνήκουν κι αὐτοὶ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρὰ τὶς δογματικὲς διαφορές.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο.

Ἀνταλλαγὴ ἐπισκέψεων


Τὰ τελευταία χρόνια ἡ οἰκουμενιστικὴ πολιτικὴ ἀσκεῖται καὶ μὲ τὶς ἀνταλλαγὲς ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξὺ τῶν Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες πραγματοποιοῦνται ἀπὸ ὑψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς. Αὐτὲς περιλαμβάνουν ἐγκωμιαστικὲς προσφωνήσεις, ἀσπασμούς, ἀνταλλαγὲς δώρων, κοινὰ γεύματα, συμπροσευχές, κοινὲς ἀνακοινώσεις καὶ ἄλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης.

Εἰδικότερα, ἀπὸ τὸ 1969 ἔχει καθιερωθεῖ ἡ ἐτήσια ἀμοιβαία συμμετοχή, Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, στὶς θρονικὲς ἑορτὲς Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως.

Οἱ συναντήσεις αὐτές, δυστυχῶς, δὲν εἶναι ἁπλὲς ἐθιμοτυπικὲς ἐπισκέψεις. Οἱ ἴδιοι, ἄλλωστε, οἱ οἰκουμενιστὲς ὁμολογοῦν ὅτι μὲ τοὺς κοινοὺς ἑορτασμοὺς βιώνεται ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, μὲ τὴν ἀμοιβαία ἀναγνώρισή τους.

Ὁ πιστὸς λαός μας ὅμως, ὅταν παρακολουθεῖ τὶς ἐπισκέψεις ἀπὸ τὰ ὀπτικοακουστικὰ μέσα ἐπικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη ἔκπληξη• σκανδαλίζεται, πικραίνεται, ἀπορεῖ, ἀλλὰ καὶ προβληματίζεται, καθὼς μάλιστα ἄλλοτε ἀκούει τοὺς ποιμένες του νὰ μιλοῦν μὲ ὀρθοδοξότατη καὶ ἁγιοπατερικὴ γλώσσα, καὶ ἄλλοτε τοὺς βλέπει ἀνάμεσα στοὺς ἑτεροδόξους νὰ συμπεριφέρονται διπλωματικά. Ἕνας τέτοιος ὅμως συμβιβασμὸς στὸ χῶρο τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν ἱερώτερη σκοπιμότητα, δὲν θὰ πληρωθεῖ, ἄραγε, μὲ ἀκριβὸ καὶ ὀδυνηρὸ τίμημα;



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο.

Ἡ διαθρησκευτικὴ ἐξέλιξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ


Ἡ βαθύτατη κρίση προσανατολισμοῦ, ποὺ ἐμφανίστηκε πολὺ νωρὶς στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὴν ἀνάγκασε πρῶτα νὰ στραφεῖ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικοπολιτικῶν προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων, ἐγκαταλείποντας τὴ θεολογία ὡς δρόμο ἑνώσεως, καὶ ὕστερα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα ἄνοιγμα πρὸς τὶς μὴ χριστιανικὲς θρησκεῖες. Παραδέχεται ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν διαφορετικοὺς δρόμους σωτηρίας, παράλληλους μὲ τὸ Χριστιανισμό, καὶ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καὶ σ’ αὐτές. Σύνθημά της ἔχει τὸ ἀξίωμα τῆς «Νέας Ἐποχῆς»: «Πίστευε ὅ,τι θέλεις, μόνο μὴ διεκδικεῖς τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ δρόμου τῆς σωτηρίας».

Συγκαλεῖ λοιπὸν διαθρησκειακὲς συναντήσεις, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἁπλὰ ἐπιστημονικὰ συνέδρια, ὅπως διατείνονται οἱ διοργανωτές τους, ἀλλὰ συνάξεις ὁμολογίας τῆς ἑνότητος μὲ βάση τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό. Γι’ αὐτὸ συχνὰ περιλαμβάνουν καὶ κοινὲς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, στὶς ὁποῖες συμπροσεύχονται ὀρθόδοξοι, ἑτερόδοξοι καὶ ἀλλόθρησκοι. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ὅμως τῶν Ὀρθοδόξων, ὁ ἀληθινὸς καὶ αὐτοαποκαλυπτόμενος Θεός, δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὅποιο «Θεὸ» τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων, μὲ κάποιον φανταστικὸ δηλαδὴ «Θεό», ποὺ δημιούργησε καὶ συντηρεῖ ἡ θρησκευτικὴ ἀνάγκη τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.

Δυστυχῶς, τὸ διαθρησκειακὸ αὐτὸ ἄνοιγμα συμμερίζονται καὶ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστὲς ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐκφράζουν ἀπόψεις σὰν τὶς ἑπόμενες:

« Ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ἂν καὶ ἔχει χριστιανικὴ προέλευση, πρέπει νὰ γίνει κίνηση ὅλων τῶν θρησκειῶν… Ὅλες οἱ θρησκεῖες ὑπηρετοῦν τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἕνας Θεός…»[1].

«Κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»[2].

«Τὸ Ἰσλάμ, στὸ Κοράνιο, μιλάει γιὰ Χριστό, γιὰ Παναγία, κι ἐμεῖς πρέπει νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν Μωάμεθ μὲ θάρρος καὶ τόλμη. Νὰ δοῦμε τὴν ἱστορία του καὶ τὴν προσφορά του, τὸ κήρυγμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ καὶ τὴ ζωὴ τῶν μαθητῶν του, ποὺ εἶναι μαθητὲς τοῦ ἑνὸς Θεοῦ…»[3].

«Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταὶ καὶ Κομφουκιανοί… θὰ πρέπει νὰ συντελέσωμε ὅλοι μας στὴν προώθηση τῶν πνευματικῶν ἀρχῶν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Τοῦτο ὅμως θὰ μπορέση νὰ γίνη μόνον ἐὰν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ»[4].

Βασικὴ ἐπιδίωξη τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων εἶναι ἡ δημιουργία σημείων ἐπαφῆς μεταξὺ τῶν θρησκειῶν, ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ κοινὴ ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν καὶ διεθνῶν προβλημάτων. Τὴν ἐπιδίωξη αὐτὴ ἐκμεταλλεύονται κατὰ καιροὺς καὶ ἰσχυροὶ κοσμικοὶ ἄρχοντες, ἐπιστρατεύοντας τὶς θρησκεῖες στὴν προώθηση ἀνόμων συμφερόντων τους. Αὐτὸ φάνηκε καθαρὰ μετὰ τὴν 11η Σεπτεμβρίου 2001, ὅταν πραγματοποιήθηκαν «κατ’ ἐπιταγὴν» πλειάδα διαθρησκειακῶν συναντήσεων.

Ἔτσι ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας, ἀντὶ νὰ εἶναι «κρίση» καὶ «ἔλεγχος» τῆς ἀνομίας, μεταβάλλεται σὲ ὑποστηρικτὴ καὶ συντηρητή της. Ἐγκλωβίζεται στὴν ἐγκόσμια προοπτικὴ τῶν διαφόρων θρησκειῶν καὶ ὑποβιβάζεται στὸ ἐπίπεδο μιᾶς κοσμικῆς θρησκείας μὲ ὠφελιμιστικὸ καὶ χρησιμοθηρικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ἀναγκάζεται νὰ ἀθετήσει τὸ ἱεραποστολικό της χρέος, ἐφόσον γίνεται ἀποδεκτό, ἀπὸ ἐπίσημους μάλιστα ἐκπροσώπους της, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν «ἠθελημένας ἀπὸ Θεοῦ ὁδοὺς σωτηρίας»[5]!

Κάποιοι ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, ἐξάλλου, φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἐλευθερία, τὴν ἀγάπη καὶ ἄλλα κατεξοχὴν πνευματικὰ ἀγαθὰ μὲ μία ψυχρὴ κοσμικὴ γλώσσα. Ἀποσιωποῦν ὅτι τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ ἀποτελοῦν καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεία δῶρα ποὺ χορηγοῦνται μὲ τὴν πνευματικὴ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ἄθληση κι ὄχι μέσα ἀπὸ διαθρησκειακὲς συναντήσεις.

Πρέπει, βέβαια, νὰ τονιστεῖ, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι θρησκεία, οὔτε ἔστω ἡ καλύτερη. Εἶναι Ἐκκλησία: Ἡ αὐτοαποκάλυψη καὶ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ἔχει συνείδηση τῆς Οἰκουμενικότητος καὶ τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ ποὺ κατέχει, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φοβᾶται τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς μὴ Χριστιανούς. Γνωρίζει ὅμως τὰ ὅρια αὐτῶν τῶν σχέσεων, ὅπως τὰ ἔχει διαμορφώσει ἡ ἁγιοπατερικὴ Παράδοση καὶ ἡ μυστηριακή της ἐμπειρία. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κάτω ἀπὸ συνθῆκες σκληρῆς αἰχμαλωσίας, διαλέχθηκε μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους. Δὲν δίστασε, ὡστόσο, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἐλέγξει τὴν πλάνη τους. Πῶς ἀντιμετώπιζαν, ἄλλωστε, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες τοὺς Μωαμεθανούς; Δὲν ὁμολογοῦσαν τὴν ἀλήθεια; Θὰ μπορούσαμε νὰ τοὺς φανταστοῦμε νὰ προσεύχονται μαζί τους; Ἀλλὰ τότε δὲν θὰ εἴχαμε Μάρτυρες!

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν ἀρνεῖται νὰ θυσιάσει στὸ βωμὸ ἄλλων σκοπιμοτήτων τὴ μοναδικότητά της καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ οἰκουμενιστικὸ σύνθημα ὅτι «σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες, πίσω ἀπὸ διαφορετικὰ ὀνόματα, λατρεύεται ὁ ἴδιος Θεός». Πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ ἀποστολικό: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία• οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12).


[1] Ἐφημ. Ἀθηνῶν «Ὀρθόδοξος Τύπος», Αὔγουστ.-Σεπτ. 1968.

[2] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 494, σ. 23, Γενεύη 1993.

[3] Περιοδ. «Πάνταινος», ἀριθ. 1, σ. 59, Ἀλεξάνδρεια 1991.

[4] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 511, σ. 28, Γενεύη 1994.

[5] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 523, σ. 12, Γενεύη 1995.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο.

Τελικὰ τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός;


Μετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες ἐξελίξεις του καὶ τὴ σταδιακὴ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τοὺς ἀρχικούς του στόχους, δικαιολογημένα οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἀναρωτιοῦνται: Δὲν φαίνεται ἄραγε ξεκάθαρα, ὅτι σκοπὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὄχι ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ ἡ ἐπικράτηση τῆς Πανθρησκείας, ἡ ἰσοπέδωση τῶν πάντων καὶ ἡ μετατροπὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σὲ μία «Λέσχη θρησκευομένων ἀνθρώπων», σ’ ἕναν ἐγκόσμιο ὀργανισμό, σὰν τὸν Ο.Η.Ε., ἀπονευρωμένο καὶ ἀ-πνευματικό;

Πῶς ὅμως ἀποτιμᾶ τὸν Οἰκουμενισμὸ ἡ παραδοσιακή μας Ὀρθοδοξία;

«Ὁ Οἰκουμενισμός, πραγματικὰ ἔτσι ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νὰ σηματοδοτεῖται ὁ ὅρος αὐτός, βεβαίως εἶναι αἵρεση, γιατί σημαίνει ἀπάρνηση βασικῶν γνωρισμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως εἶναι φερ’ εἰπεῖν ἡ ἀποδοχὴ τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδὴ ἡ κάθε Ἐκκλησία ἔχει ἕνα τμῆμα ἀληθείας καὶ πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε ὅλες οἱ ἐκκλησίες, νὰ βάλουμε στὸ τραπέζι τὰ τμήματα τῆς ἀληθείας γιὰ νὰ ἀπαρτισθεῖ τὸ ὅλον. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τέρμα, σ’ αὐτὸ δὲν γίνεται συζήτηση• καὶ ἑπομένως, ὁποιοσδήποτε πρεσβεύει τὰ ἀντίθετα μπορεῖ νὰ λέγεται οἰκουμενιστὴς καὶ ἑπομένως νὰ εἶναι αἱρετικὸς» (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Συνέντευξη στὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας, 24-5-1998).

«Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸ ὄνομα γιὰ τοὺς ψευδοχριστιανούς, γιὰ τὶς ψευδοεκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης… Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλες οἱ ψευδοεκκλησίες, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεση παραπλεύρως στὴν ἄλλη αἵρεση. Τὸ κοινὸ εὐαγγελικὸ ὄνομά τους εἶναι παναίρεση. Γιατί; Γιατί τὸ διάστημα τῆς ἱστορίας οἱ διάφορες αἱρέσεις ἀρνοῦνταν ἤ παραμόρφωναν μερικὰ ἰδιώματα τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου Ἰησοῦ• οἱ εὐρωπαϊκὲς ὅμως αὐτὲς αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρο τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὴ θέση του τοποθετοῦν τὸν Εὐρωπαῖο ἄνθρωπο» (Ἀρχιμ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς).

«Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση καὶ παναίρεση, ὅπως συνήθως χαρακτηρίζεται. Εἶναι κάτι πολὺ χειρότερο τῆς παναιρέσεως. Οἱ αἱρέσεις ἦταν φανεροὶ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦσε αὐτὴ νὰ παλέψει ἐναντίον τους καὶ νὰ τὶς κατατροπώσει. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ὅμως ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ δόγματα καὶ γιὰ τὶς δογματικὲς διαφορὲς τῶν Ἐκκλησιῶν. Εἶναι ὑπέρβαση, ἀμνήστευση, παραθεώρηση, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε νομιμοποίηση καὶ δικαίωση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι ὕπουλος ἐχθρός, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀκριβῶς προέρχεται ὁ θανάσιμος κίνδυνος» (Καθηγητὴς Ἀνδρέας Θεοδώρου).



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο.

Ἀντιδράσεις στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση


Σήμερα στὸν ὀρθόδοξο χῶρο αὐξάνονται ὁλοένα οἱ ἀντιδράσεις κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν ἐκφραστῶν του. Πολλὰ βιβλία, ἄρθρα καὶ κριτικὲς βλέπουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος, ὅπου διατυπώνεται μὲ πόνο καὶ ἀγωνία ἡ ἄποψη ὅτι ὁδεύουμε βάσει «σχεδίου» καὶ «γραμμῆς» πρὸς μία βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν πολυπρόσωπη καὶ πολυώνυμη αἵρεση.

Δὲν εἶναι λίγοι οἱ διαπρεπεῖς ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ποὺ προτείνουν τὴν ἄμεση ἀποχώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὰ συνέδριά της, γιατί θεωροῦν τὴ συμμετοχὴ της σ’ αὐτά, ὄχι ἁπλῶς ἄκαρπη, ἀλλὰ πολλαπλῶς ἐπιζήμια.

Κάποιες Ἐκκλησίες ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἄλλες προβληματίζονται ἔντονα γιὰ τὴ δική τους συμμετοχή. Αὐτὸς ὁ προβληματισμὸς ἐκφράστηκε καὶ στὴ Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεσσαλονίκης, τὸ 1998, ὅπου μεταξὺ ἄλλων διαπιστώθηκε ὅτι «ἔπειτα ἀπὸ αἰώνα ὁλόκληρο ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ μισὸ αἰώνα παρουσίας στὸ Π.Σ.Ε….., τὸ χάσμα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερο».




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο.

Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση


Γνωρίζουμε ὅτι κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας παραμένει ὁ πιστὸς καὶ εὐσεβὴς λαός. Κανείς, οὔτε Πατριάρχες οὔτε Σύνοδοι, δὲν μποροῦν νὰ τὸν παρακάμψουν καὶ νὰ φιμώσουν τὴ συνείδησή του. Γι’ αὐτὸ καὶ «δὲν πρέπει νὰ γίνεται κανένας διάλογος ἤ νὰ λαμβάνεται καμιὰ ἀπόφαση, ἂν δὲν συμφωνεῖ ἡ ἀγρυπνοῦσα αὐτὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας (χαρισματοῦχοι κληρικοί, λαϊκοί, μοναχοὶ)» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἰερόθεος).

Οἱ οἰκουμενιστικοὶ διάλογοι, ὅπως διεξάγονται, εὐνοοῦνται κυρίως ἀπὸ κύκλους τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καὶ ἀπὸ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἤ μὴ θεσμικὰ ὄργανα, ποὺ ἀποβλέπουν σὲ συγκεκριμένα ὀφέλη πολιτικά, οἰκονομικά, διεθνῶν σχέσεων καὶ προβολῆς. Δὲν ἀποτελοῦν αἴτημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἐπιβάλλονται «ἔξωθεν» καὶ «ἄνωθεν». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναδεικνύει ἕνα νοσηρὸ φαινόμενο: τὴν αὐτονόμηση τῶν διοικητικῶν θεσμῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σήμερα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση δηλαδὴ εἶναι χωρισμένη ἀπὸ τὴ θεολογικὴ σκέψη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις, τὶς ἀνησυχίες καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.

Ἔτσι συμβαίνει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ συμμετέχει ἐνεργὰ οὔτε νὰ ἐνημερώνεται ὑπεύθυνα καὶ ἀντικειμενικὰ γιὰ τοὺς διαλόγους. Ἄλλωστε, οἱ ἀποφάσεις δὲν φέρουν πάντα τὴ σφραγίδα τῆς αὐθεντικῆς συνοδικότητος, ἀλλὰ λαμβάνονται συνήθως ἀπὸ εἰδικοὺς «ἐπαγγελματίες» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁμολογεῖ χαρακτηριστικὰ ὀρθόδοξος ἱεράρχης: «Ὁ ὀρθόδοξος λαὸς δὲν γνωρίζει τίποτε γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση… ἀλλ’ ἴσως εἶναι τυχερὴ καὶ ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση ποὺ ὁ ὀρθόδοξος πληθυσμὸς δὲν γνωρίζει τί γίνεται στὴ Γενεύη»[i]!


[i] Περιοδ. «Ἐκκλησία», ἀριθ. 13, σ. 500α, Ἀθῆναι 1994.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο.

Τὸ χρέος μας


Ζοῦμε ἀναμφίβολα σὲ περίοδο κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν. Τὰ γεγονότα, κατευθυνόμενα πλέον, τρέχουν μὲ ξέφρενους ρυθμούς. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐξελίσσεται μέσα στὴν ἰσοπεδωτικὴ προοπτική τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, ποὺ ἐπιβάλλουν ἰσχυρὰ πολιτικοοικονομικὰ κέντρα. Κανεὶς πιὰ δὲν πιστεύει σοβαρὰ πὼς ὁ Οἰκουμενισμὸς μπορεῖ νὰ προσφέρει ὁρατὴ λύση στὸ αἴτημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος.

Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν πρέπει οὔτε νὰ αἰθεροβατοῦμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ἐφησυχάζουμε. Ἂν σεβόμαστε πραγματικὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἂν πονᾶμε τὸν βασανισμένο ἀπὸ τὶς ἀδιέξοδες θρησκευτικές του παραδόσεις κόσμο τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ τὸν παγιδευμένο στὶς δαιμονικὲς πλάνες κόσμο τῆς Ἀνατολῆς, ἔχουμε χρέος νὰ μείνουμε προσηλωμένοι στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία. Νὰ κρατήσουμε ἀνόθευτη τὴν πατροπαράδοτη πίστη μας, βιώνοντας τὴν αὐθεντικὰ μέσα ἀπὸ τὸν καθημερινό μας ἀγώνα γιὰ τὸν προσωπικὸ ἁγιασμὸ καὶ τὴ θέωση. Ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ ὁ ἀκριβὴς βίος θὰ μᾶς κάνουν ἱκανοὺς γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ – γιατί ὄχι; - καὶ γιὰ τὸ μαρτύριο, ἂν καὶ ὅταν οἱ καιροὶ τὸ ἀπαιτήσουν…

Ἡ ἐμμονὴ στὴν Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ στὴ γνησιότητα τῆς ζωῆς, καὶ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει καὶ σώζει, δὲν εἶναι ἐγωισμός, φανατισμὸς ἤ μισαλλοδοξία. Ἐκφράζει τὴν οἰκουμενικὴ διάσταση, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλανθρωπία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καὶ ἀποτελεῖ τὴν ὕστατη δυνατότητα ποὺ αὐτὴ προσκομίζει, γιὰ μία ριζοσπαστικὴ πνευματικὴ ἀλλαγὴ στὸ χῶρο τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ γιὰ μία ἔξοδο τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν ψεύτικων θεῶν.

Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2004
πηγή

Προσευχόμαστε επειδή ελπίζουμε ή ελπίζουμε επειδή προσευχόμαστε;

 Πολλά ερωτήματα πλανώνται διάσπαρτα στης ζωής το μονοπάτι. Όσο πιο πολύ προχωράμε και αφήνουμε πίσω μας ώρες και μέρες σε τούτη δω την εξορία τόσες περισσότερες ερωτήσεις πιάνουμε να κάνουμε στον εαυτό μας…



Οι πιο συνηθισμένες είναι:



«Καλά εγώ γιατί ζω;», «Υπάρχει ζωή μετά…», «Αλήθεια μπας και αληθεύει πως εδώ όλα είναι εφήμερα ή είναι ότι ζήσουμε..;», «Λες να υπάρχει κόλαση…;»….
Δυστυχώς για αρκετές τέτοιου είδους ερωτήσεις ακόμη και Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν έχουν απάντηση ή έχουν μια αλλά δεν ξέρουν, δεν νοιώθουν ότι είναι ακριβώς έτσι…
Φυσικά και ξέρουμε πως σε τούτη εδώ την ζωή θα πρέπει ο καθένας από εμάς να κάνει τον δικό του αγώνα για να απολαύσει τους καρπούς της άλλης της αιώνιας…
Φυσικά και ξέρουμε πως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός προστατεύει όλους όσους θερμά θα τον παρακαλέσουν και θα προστρέξουν στην φιλεύσπλαχνη αγκαλιά Του…
Φυσικά και ξέρουμε πως πρότυπο μας θα πρέπει να είναι οι Άγιοι που με τον αγώνα τους κατάφεραν να κερδίσουν μια θέση στην αιώνια Βασιλεία δίπλα στον Έναν και αληθινό Θεό.
Ας προσευχηθούμε όλοι μας ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να μας φωτίζει, να μας δίνει δύναμη και γαλήνη στην ψυχή ώστε να προσπαθούμε όλοι μας όπου και αν βρισκόμαστε να δοξάζουμε το όνομά Του…

Λ. Άγγελος

πηγή

το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑ ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΜΕΛΙΤΗΝΗ, ΙΕΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ (7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)




«Οι άγιοι αυτοί άθλησαν επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων. Ο Ιέρων ήταν ανδρείος κατά το σώμα και ευσεβής κατά την ψυχή, γεωργός στο επάγγελμα. Αυτόν τον συνάντησαν σε έναν τόπο οι υπηρέτες των ειδώλων. Και θέλοντας να τον ληστεύσουν, δεν μπόρεσαν. Διότι αυτός αφού έβγαλε από το στέλεχος του γεωργικού του εργαλείου το σίδερο, χρησιμοποίησε εναντίον τους σαν όπλο το ξύλο, με αποτέλεσμα να τους τρέψει όλους σε φυγή, γεμάτους αίματα και ιδρώτες. Ο ίδιος όμως μετά, πήγε από μόνος του στον άρχοντα κι αφού ρωτήθηκε από αυτόν για το γεγονός και αν είναι χριστιανός,  ομολόγησε τον Χριστό, οπότε του έκοψαν το δεξί του χέρι από τον αγκώνα. Οι δε υπόλοιποι άγιοι ρίχτηκαν στη γη και κτυπήθηκαν με μαστίγια. Και την επόμενη, αφού συνεχίστηκε το ράβδισμά τους για πολλές ώρ
ες, τους οδήγησαν έξω από την πόλη της Μελιτινής και τους έκοψαν τα κεφάλια».
Έχει τονιστεί κατά κόρον ότι τα μαρτύρια που υπέστησαν οι άγιοι μάρτυρες της Εκκλησίας μας από τους εχθρούς της πίστεως, αποκαλύπτουν δύο πράγματα: πρώτον, τη δαιμονική ενέργεια των διωκτών τους: ο διάβολος και οι υπηρέτες του είναι εκείνοι που χαίρονται με τον πόνο των ανθρώπων, δεύτερον, τη μεγάλη αγάπη των αγίων προς τον Χριστό, τέτοια που τους έκανε να οδηγούνται στον θάνατο με χαρά, διότι με τον τρόπο αυτό θα κέρδιζαν τη Βασιλεία του Θεού.  Κι έχει επίσης τονιστεί ότι τα πάθη των μαρτύρων προς χάρη του Χριστού αποτελούν στην ουσία συμμετοχή τους στο Πρώτο και Μεγάλο Πάθος του ίδιου του Κυρίου, κατά κυριολεξία συμμετοχή στη Σταυρική Του θυσία, άρα  συμμετοχή και στην Ανάσταση Εκείνου. Ακριβώς λοιπόν η σημερινή ακολουθία των αγίων τριάντα τριών μαρτύρων, ποίημα Ιωάννου του μοναχού, δεν παύει να τονίζει αυτόν τον σταυρικό χαρακτήρα του μαρτυρίου τους, το οποίο τους οδήγησε προς την καλύτερη ζωή της Βασιλείας του Θεού. «Εμιμήσαντο Κύριε, οι αθληταί, το πάθος σου το θείον» (Μιμήθηκαν, Κύριε, οι αθλητές το θείο Σου πάθος). «Ράβδον δυνάμεως, τοις αθλοφόροις τον Σταυρόν δέδωκας, και των εχθρών κατακυριεύειν εποίησας αυτούς» (´Εδωσες στους αθλοφόρους ως ραβδί δύναμης τον Σταυρό Σου και τους έκανες να κατανικούν τους εχθρούς).
Η κατανόηση του μαρτυρίου των αγίων ως γεγονότος συμμετοχής στον Σταυρό του Κυρίου, συνιστά, κατά τον υμνογράφο, και τη μεγαλύτερη δύναμη των αγίων. Ενώ φαίνονται ηττημένοι, αυτοί μεγαλουργούν. Κι η εικόνα που επιστρατεύει ο ποιητής Ιωάννης για να δείξει την αλήθεια αυτή, είναι πράγματι μοναδική: ο Σταυρός παρομοιάζεται με τόξο που κρατείται από τον Χριστό,  το οποίο τεντώνεται προκειμένου με την ρίψη των ακονημένων βελών, δηλαδή των μαρτύρων, να τρώσει την καρδιά του διαβόλου και των υπηρετών του. «Τέτρωται καταπληγείσα των δυσμενών η καρδία∙ Χριστός γαρ εντείνας τον Σταυρόν ως τόξον, απέστειλε τους Μάρτυρας βέλη ηκονημένα». Με άλλα λόγια, και το Πάθος του Κυρίου, αλλά και τα πάθη των πιστών Αυτού, συνιστούν τη μεγαλύτερη δύναμή Του για την εξόντωση του κακού στον κόσμο.
Πρόκειται για την «άλλη» λογική του Χριστού και της Εκκλησίας, την οποία  δεν κατανοούν βεβαίως οι άγευστοι της πίστεως. Οι εκτός της Εκκλησίας ή οι κατ’  όνομα Χριστιανοί θεωρούν ότι η εξουσία βρίσκεται στην κατοχή των ανθρωπίνων μέσων και δυνατοτήτων. Και δεν διστάζουν, προκειμένου να κυριαρχήσουν, να χρησιμοποιούν τα μέσα αυτά για να υποτάξουν τους θεωρουμένους αδύναμους. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι μπαίνουν στην ίδια θέση των εχθρών του Χριστού που πίστεψαν ότι Τον «νίκησαν» γιατί Τον κάρφωσαν πάνω στον Σταυρό. Όμως η πραγματικότητα είναι άλλη. Αυτός που ανεβαίνει στον Σταυρό, έχοντας πίστη βεβαίως σ’  Εκείνον, είναι τελικώς ο δυνατός: γίνεται το βέλος του ίδιου του Θεού που «τιτρώσκει», που πληγώνει την καρδιά των δυναστών. Μήπως έτσι πρέπει να δούμε και εμείς τη σημερινή κατάσταση, στην οποία έχουμε περιέλθει; Μήπως ευρισκόμενοι στον σταυρό κι εμείς, μπορούμε να αναδειχθούμε νικητές, σαν βέλη του τόξου του Σταυρού; Μήπως οι ισχυροί που μας συνθλίβουν, διότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το δικό τους συμφέρον, τελικώς είναι σαν τους «δυνατούς» που «νίκησαν» τον Χριστό; Αλλά οι «δυνατοί» αυτοί έπεσαν με μεγάλο πάταγο! Το μόνο ζητούμενο είναι η δική μας πίστη. Να μην καταβληθούμε, αλλά να έχουμε αδιάκοπα  στραμμένο το βλέμμα μας «προς τον δυνάμενον σώζειν», τον παντοδύναμο Θεό μας. Η Ανάσταση και η δική μας τότε θα είναι θέμα ολίγου χρόνου.
π.Γεώργιος Δορμπαράκης

έροντας Παΐσιος: “Κάθε μέρα η καρδιά μου γίνεται κιμάς”!

Ατέλειωτα είναι τα βάσανα του κόσμου. Μια γενική αποσύνθεση, οικογένειες, μικροί-μεγάλοι.
Κάθε μέρα η καρδιά μου γίνεται κιμάς. Τα περισσότερα σπίτια είναι γεμάτα από στενοχώριες, από αγωνία, από άγχος. Μόνο στα σπίτια που ζουν κατά Θεόν είναι καλά οι άνθρωποι.
Στα άλλα, διαζύγια, άλλοι χρεωκοπημένοι, άλλοι άρρωστοι, άλλοι τρακαρισμένοι, άλλοι… με ψυχοφάρμακα, με ναρκωτικά!… Λίγο-πολύ όλοι, οι καημένοι, έχουν έναν πόνο. Ιδίως τώρα, δουλειές δεν έχουν, χρέη από ‘δω, βάσανα από ‘κει, τους τραβούν οι Τράπεζες, τους βγάζουν από τα σπίτια, ένα σωρό!
gerondas-paisioskim2
Και δεν είναι μια και δυο μέρες! Και αν ένα-δυο παιδιά σε μια τέτοια οικογένεια είναι γερά, αρρωσταίνουν από αυτήν την κατάσταση. Πολλές οικογένειες από αυτές μια μέρα να είχαν το αμέριμνο, την ξενοιασιά των μοναχών, θα είχαν το καλύτερο Πάσχα.
Τι δυστυχία άρχει στον κόσμο! Όταν κανείς πονάη και ενδιαφέρεται για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του, τότε όλο τον κόσμο τον βλέπει σαν σε ακτινογραφία με τις ακτίνες τις πνευματικές…
Πολλές φορές, εκεί που λέω την ευχή, βλέπω μικρούτσικα παιδάκια, τα καημένα, να περνούν μπροστά μου θλιμμένα και να παρακαλούν τον Θεό. Τα βάζουν οι μανάδες τους να κάνουν προσευχή, γιατί έχουν προβλήματα, δυσκολίες στην οικογένεια και ζητούν βοήθεια από τον Θεό. Γυρίζουν το κουμπί στην ίδια συχνότητα, και έτσι επικοινωνούμε!
Πηγή

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Ἀπέναντι εἰς τήν δυστυχίαν τῶν ἀδελφῶν


Ἀπέναντι εἰς τήν δυστυχίαν τῶν ἀδελφῶν
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ πολύ συχνά ἀντιμετωπίζουν δυσάρεστες καταστάσεις, ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές, οἱ ὁποῖες τούς πικραίνουν καί τούς ὁδηγοῦν στήν κατάθλιψη, κάτι πού εἶναι πολύ ἀνησυχητικό. Πολλές φορές καταφεύγουν καί σέ εἰδικούς ἐπιστήμονες, ἀλλά καί σέ ἀνθρώπους ἀμφιβόλου καταρτίσεως καί ἱκανότητος. Τά ἀποτελέσματα εἶναι συνήθως πενιχρά καί διαρκοῦν λίγο. Τά πράγματα θά ἦταν καλύτερα, ἐάν ὑπῆρχε ἀναφορά στό Θεό.
Ἡ δυστυχία στίς μέρες μας εἶναι εὐρέως διαδεδομένη καί δέν ὀφείλεται μόνο στήν ἔλλειψη ὑλικῶν ἀγαθῶν. Δυστυχεῖς δέν εἶναι μόνο οἱ φτωχοί. Εἶναι καί οἱ πλούσιοι. Θά ἔλεγα ὅτι οἱ δεύτεροι σέ μεγαλύτερο βαθμό. Οἱ χριστιανοί πρέπει νά δείχνουν ἐνδιαφέρον καί ἔμπρακτη ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς τους μέ διάκριση, ἀποφεύγοντας ἐπιπόλαιες κρίσεις καί ἐξηγήσεις γιά τή δυστυχία τους. Τό παράδειγμα μᾶς τό ἔχουν δώσει οἱ μεγάλοι Γέροντες, οἱ ὁποῖοι κυριολεκτικά θυσιάστηκαν προσφέροντας στούς δυστυχεῖς ἀδελφούς ὅ,τι εἶχαν καί δέν εἶχαν. Καί ἦταν πολλοί αὐτοί. Κατά ἑκατοντάδες κατέφευγαν καθημερινά στά ταπεινά κελιά τους, γιά νά πάρουν τήν εὐχή τους καί νά τούς ἐμπιστευθοῦν τά προβλήματα πού τούς ἀπασχολοῦσαν.
Ἐκεῖνοι, πραγματικοί πατέρες, τούς βοηθοῦσαν μέ πολλούς τρόπους καί τούς προέτρεπαν νά συνδεθοῦν σταθερά μέ τό Χριστό καί νά τηροῦν τίς ἐντολές του.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης τόνιζε συχνά στούς ἐπισκέπτες: «Ἀγαπήσατε τόν Χριστό καί ὅλα ἐκεῖνα πού σᾶς καταπιέζουν καί σᾶς φθείρουν, καί οἱ ἁμαρτωλές μνῆμες καί τά ἀπωθημένα, θά φύγουν. Ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ θά σᾶς γιατρέψει. Εἶναι ὅπως τό φῶς, πού ἔρχεται καί φεύγουν τά σκοτάδια». Ἐκεῖνοι πού στηρίζονται στό Χριστό, πού ἔχουν πίστη καί ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοιά του νιώθουν τίς ποικίλες καταπιέσεις, τούς πειρασμούς καί τίς πικρές ἐμπειρίες τῆς προηγούμενης ἁμαρτωλῆς τους ζωῆς, ἀλλά καί τά ἀπωθημένα τους, πού ἐπηρεάζουν σέ μεγάλο βαθμό τή συμπεριφορά τους, ἐντελῶς διαφορετικά, χωρίς ὑπερβολές, ἀνυπομονησία καί ἀδικαιολόγητους φόβους.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν γίνεται ἀποδεκτή καί συνοδεύεται μέ ἄσκηση καί συνέπεια, εἶναι φῶς πού διαλύει τά σκοτάδια καί διευκολύνει στήν ὀρθή ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων καί τήν ἀγόγγυστη ἀποδοχή τῶν ὅσων ἐπιτρέπει ὁ οὐράνιος Πατέρας πάντα μέ τήν προοπτική τῆς αἰώνιας ζωῆς, τήν ὁποία δυστυχῶς λίγοι σκέφτονται.
Οἱ κληρικοί συνήθως ἀναφέρονται γενικά καί ἀόριστα στήν ἀγάπη πού πρέπει νά ἔχουν οἱ χριστιανοί πρός τό Χριστό, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρονται στά ἀποτελέσματα, γιατί δέν ἔχουν ἀνάλογη ἐμπειρία. Ἐνῶ οἱ Γέροντες μιλοῦσαν μέ βάση τίς δικές τους ἐμπειρίες, ἀλλά καί τῶν Ἁγίων, στά κείμενα τῶν ὁποίων πάντα ἐντρυφοῦσαν.
Ορθόδοξος Τύπος,7/11/2014

το είδαμε   εδώ

Η ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ Η ΛΕΥΚΗ ΜΑΓΕΙΑ.



Του μακαριστού Αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Βασιλόπουλου
Μα υπάρχει μαγεία; Και βεβαιότατα υπάρχει. Υποφέρουν μάλιστα πολλοί από τη μαγεία και τα μάγια.
Σε τι διαφέρουν η μαύρη από τη λευκή;
Η Μαύρη μαγεία χρησιμοποιεί ανθρώπινο αίμα και προπαντός παιδικό. Θα διαβάσατε στις εφημερίδες για το εμπόριο βρεφών. Μεταπολεμικώς, έχουν φύγει από την Ελλάδα εκατοντάδες, χιλιάδες βρέφη. Πολλά από αυτά αδήλωτα τα διατηρούν σαν τα ινδικά χοιρίδια και τα σφάζουν για να κάνουν με το αίμα τους τις σατανικές «ιερουργίες» τους. Πρό ετών κατετάραξε την ανθρωπότητα η υπόθεσις Μοντέζι και κατόπιν της Σάρον Τέιντ την οποία έσφαξαν στη βίλλα Πολάνσκι σε τελετή μαύρης μαγείας.
Στη λευκή μαγεία τα μάγια γίνονται «διά μελάνης, δι’ ονύχων ανθρώπων, ζώων, πτηνών, ερπετών (ζώντων ή τεθνεώτων), διά χώματος τεθνεώτων, διά πασσάλου, ή καρφιού ή βελόνης κ.λπ.» όπως λέγει ο πρώην μεγάλος μάγος, ο Άγιος Κυπριανός.
Ποιοι τα κάνουν τα μάγια; Κάτι γεροκολασμένα γραΐδια και διάφοροι άλλοι, που έχουν παραδώσει την ψυχή τους στο διάβολο. Αυτοί τα κάνουν με τη βοήθεια του Σατανά. Κάνουν δε χρυσές δουλειές. Εισπράττουν δεκάδες χιλιάδες δρχ. την ημέρα. Το ακούς; Την ημέρα! Είναι δε πάρα πολλοί. Φθάνουν, καθώς έγραψαν οι εφημερίδες, τις 12 χιλιάδες στην Αθήνα και τον Πειραιά. Αυξήθηκαν μεταπολεμηκώς κατά 2.000% περίπου.
Και από ποιους τα εισπράττουν; Από κάτι μαυρόψυχους και φθονερούς, που από εκδίκησι, ή φθόνο τρέχουν στα μάγια για να κάνουν κακό σε άλλους. Και τι κάνουν; Τους δένουν το στεφάνι, τους εμποδίζουν, χαλούν συνοικέσια, φέρουν αρρώστιες, χωρίς οι γιατροί να τους βρίσκουν τίποτε, φέρνουν γκρίνιες στην οικογένεια και σε άλλους. Κάμνουν χωρίς καμμιά αιτία να μη μπορεί να δει ο άντρας τη γυναίκα και τα’ ανάπαλιν. Αναπτύσσουν σατανικό έρωτα. Φέρουν ζημιές στις δουλειές και τις επιχειρήσεις και τόσα άλλα κακά.
Κάνουν χρυσές δουλειές, διότι υπάρχουν και άλλοι ανόητοι, που καταφεύγουν σ’ αυτούς για να λύσουν δήθεν τα μάγια. Και που να ξέρουν οι δυστυχείς, ότι εκεί δένονται από τον Σατανά χειρότερα.
Ο Σατανάς δεν κάνει ποτέ καλό. Δεν γίνεται ποτέ άγιος και πονόψυχος. Είναι κακούργος και όλο το κακό κάνει.
Μα θα πεις πιάνουν τα μάγια; Βεβαιότατα πιάνουν, εκείνους όμως, που δεν πάνε με τον Θεό, τους αλειτούργητους, τους μη εκκλησιαζόμενους, τους ακοινώνητους, τους ανεξομολόγητους, τους βλάσφημους, τους άδικους, τους ανήθικους και ακόλαστους αμαρτωλούς, και τους αδιάφορους θρησκευτικώς. Αυτούς τους πιάνουν και τους παραπιάνουν. Τον άνθρωπον όμως του Θεού ποτέ δεν τον πιάνουν.
Ας μαζευτούν, έλεγε ένας Ιεροκήρυξ, όλοι οι μάγοι και οι μάγισσες να μου κάμουν μάγια. Δεν με πιάνουν, γιατί προσπαθώ και πηγαίνω με το δρόμο του Θεού.
Αυτό φαίνεται καθαρά από το εξής θαύμα του Αγίου Ευθυμίου. Ένας, ονόματι Ρωμανός, ζούσε θρησκευτικώς αδιάφορος και κοσμική ζωή. Κάποιος γείτονάς του όμως έβαλε στο μάτι την περιουσία του Ρωμανού. Μεταχειρίσθηκε παν μέσον για να του την πάρει. Τέλος πλήρωσε αδρά ένα μάγο, για να τον εξοντώσει με τις μαγείες του.
Ο Ρωμανός δεν ήξευρε τίποτε! Τον έπιασαν όμως τα μάγια. Κατελήφθη στην εξοχή που έμενε, από ένα είδος νάρκης. Τον μετέφεραν στο σπίτι του.
Το κακό προχωρούσε. Εμάζεψε στην κοιλιά του υγρό. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν και οι δικοί του περίμεναν το θάνατο. Έκαμε νόημα να φύγουν όλοι από το δωμάτιο. Κατόπιν παρεκάλεσε τον Άγιο Ευθύμιο να τον βοηθήσει.
Σε λίγο έπεσε σε έκσταση και βλέπει καλόγηρον ασπρομάλλην, που ήλθε και του είπε: Τι θέλεις να σου κάμω; Είμαι ο Ευθύμιος, που με φώναξες. Να εδώ πονώ του λέγει ο Ρωμανός και του έδειξε την κοιλιά του. Τότε ο Άγιος τέντωσε την παλάμη του και με αυτή, σαν με μαχαίρι άνοιξε την διογκωμένη κοιλιά. Από την τομή έτρεξε υγρό. Έπειτα ο Άγιος ένωσε με τα δάκτυλά του την τομή, έκλεισε την πληγή και θεραπεύτηκε τελείως.
Κατόπιν του εξήγησε ο Άγιος, πως τον φθονούσε ο γείτονάς του, πως πληρώθηκε ο μάγος και ότι κάλεσε τον δαίμονα για την καταστροφή του. Του προσέθεσε δε ο Άγιος και τα εξής: Παρ’ όλα αυτά δεν θα σε έβλαπταν καθόλου τα τεχνάσματα του Σατανά, εάν εσύ ο ίδιος δεν του έδινες λαβή. Διότι έχεις τόσο καιρό να πας στην Εκκλησία και να κοινωνήσεις. Αλλά ζούσες με αμέλεια και αδιαφορία, για την ψυχή σου. τώρα, που σε λυπήθηκε ο Θεός πρόσεχε, να μην αμελείς καθόλου για την ψυχικής σου σωτηρία. Ο Ρωμανός αμέσως σηκώθηκε υγιέστατος. Από τότε έβαλε σειρά και γιόρταζε την ημέρα που έγινε το θαύμα.
Από το βιβλίο «Κατά Αντιχρίστων» Αρχιμ. Χαραλ. Βασιλόπουλου, εκδ. Ορθοδόξου Τύπου (σελ. 19-24)            

Πατήρ Παΐσιος: «Ὁ Κύριος, θὰ παρουσιάση τοὺς Μάρκους τοὺς Εὐγενικοὺς καὶ τοὺς Γρηγορίους Παλαμάδες, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ στερεώσουν τὴν παράδοση...»

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο», Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄ (σελ. 347-349). Ἐκδόσεις Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης.
Πολλοὶ ἅγιοι Μάρτυρες, ὅταν δὲν ἤξεραν τὸ δόγμα, ἔλεγαν: «Πιστεύω ὅ,τι θέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες». Ἂν κάποιος ἔλεγε αὐτό, μαρτυροῦσε. Δὲν ἤξερε δηλαδὴ νὰ φέρη ἀποδείξεις στοὺς διῶκτες γιὰ τὴν πίστη του καὶ νὰ τοὺς πείση, ἀλλὰ εἶχε ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Σκεφτόταν: «Πῶς νὰ μὴν ἔχω ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες; Αὐτοὶ ἦταν καὶ πιὸ ἔμπειροι καὶ ἐνάρετοι καὶ ἅγιοι. Πῶς ἐγὼ νὰ δεχθῶ μία ἀνοησία; Πῶς νὰ ἀνεχθῶ νὰ βρίζη ἕνας τούς Ἁγίους Πατέρες;» Νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν παράδοση. Σήμερα, δυστυχῶς, μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκὴ εὐγένεια καὶ πᾶνε νὰ δείξουν τὸν καλό. Θέλουν νὰ δείξουν ἀνωτερότητα καὶ τελικὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα. «Μία θρησκεία, σοὺ λένε, νὰ ὑπάρχη» καὶ τὰ ἰσοπεδώνουν ὅλα.
Ἦρθαν καὶ σ΄ἐμένα μερικοὶ καὶ μοῦ εἶπαν: «Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστό, νὰ κάνουμε μία θρησκεία». «Τώρα εἶναι σὰν νὰ μοῦ λέτε, τοὺς εἶπα, χρυσὸ καὶ μπακίρι, χρυσὸ τόσα καράτια καὶ τόσα ποὺ τὰ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Εἶναι σωστὸ νὰ τὰ ἀνακατέψουμε πάλι; Ρωτῆστε ἕναν χρυσοχόο: «Κάνει νὰ ἀνακατέψουμε τὴν σαβούρα μὲ τὸν χρυσό;» Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιὰ νὰ λαμπικάρη τὸ δόγμα». 
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάτι ἤξεραν καὶ ἀπαγόρευσαν τὶς...

σχέσεις μὲ αἱρετικό. Σήμερα λένε: «Ὄχι μόνο μὲ αἱρετικὸ ἀλλὰ καὶ μὲ Βουδιστὴ καὶ μὲ πυρολάτρη καὶ μὲ δαιμονολάτρη νὰ συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νὰ βρίσκωνται στὶς συμπροσευχές τους καὶ στὰ συνέδρια καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μία παρουσία». Τί παρουσία; Τὰ λύνουν ὅλα μὲ τὴν λογικὴ καὶ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα. Τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ πνευματικὰ θέματα μποροῦν νὰ μποῦν στὴν Κοινὴ Ἀγορά.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἔχουν ἐλαφρότητα καὶ θέλουν νὰ κάνουν προβολή, «Ἱεραποστολή», συγκαλοῦν συνέδρια μὲ ἑτεροδόξους, γιὰ νὰ γίνεται ντόρος καὶ νομίζουν ὅτι θὰ προβάλουν ἔτσι τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ τὸ νὰ γίνουν δηλαδὴ ταραμοσαλάτα μὲ τοὺς κακοδόξους. Ἀρχίζουν μετὰ οἱ ὑπὲρ-ζηλωτὲς καὶ πιάνουν τὸ ἄλλο ἄκρο· λένε βλασφημίες γιὰ τὰ Μυστήρια τῶν Νεοημερολογιτῶν κ.λ.π. καὶ κατασκανδαλίζουν ψυχὲς ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ ὀρθόδοξη εὐσαισθησία. Οἱ ἑτερόδοξοι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔρχονται στὰ συνέδρια, κάνουν τὸν δάσκαλο, παίρνουν ὅ,τι καλὸ ὑλικὸ πνευματικὸ βρίσκουν στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ περνᾶνε ἀπὸ τὸ δικό τους ἐργαστήρι, βάζουν δικό τους χρῶμα καὶ φίρμα καὶ τὸ παρουσιάζουν σὰν πρωτότυπο. Καὶ ὁ παράξενος σημερινὸς κόσμος ἀπὸ κάτι τέτοια παράξενα συγκινεῖται, καὶ καταστρέφεται μετὰ πνευματικά. Ὁ Κύριος ὅμως, ὅταν θὰ πρέπη, θὰ παρουσιάση τοὺς Μάρκους τοὺς Εὐγενικοὺς καὶ τοὺς Γρηγορίους Παλαμάδες, ποὺ θὰ συγκεντρώσουν ὅλα τὰ κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ στερεώσουν τὴν παράδοση καὶ νὰ δώσουν χαρὰ μεγάλη στὴν Μητέρα μας Ἐκκλησία.
 Ἐὰν ζούσαμε πατερικά, θὰ εἴχαμε ὅλοι πνευματικὴ ὑγεία, τὴν ὁποία θὰ ζήλευαν καὶ ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι, καὶ θὰ ἄφηναν τὶς ἀρρωστημένες τους πλάνες καὶ θὰ σώζονταν δίχως κήρυγμα. Τώρα δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴν ἁγία μας πατερικὴ παράδοση, γιατί θέλουν νὰ δοῦν καὶ τὴν πατερική μας συνέχεια, τὴν πραγματική μας συγγένεια μὲ τοὺς Ἁγίους μας. Αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο εἶναι νὰ βάζη τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ΄αὐτὴν τὴν ζωὴ τὶς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ.
Πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...