Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2014

Γι' αυτούς που πιστεύουν - ακόμη - στους ηγέτες μας... (από τον ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΦΡΑΙΜ)


alt
Έτσι για να μην τρέφουμε αυταπάτες...
Η περίπτωση Καρατζαφέρη απέδειξε σε μερικούς αφελείς - "σοκαρίστηκα!" μου είπε πριν λίγο ένας ηλικιωμένος... - περί τίνος ανθρώπων πρόκειται!
Ακολουθούν και των αλλονών...
Μην ξεχνάμε, ο Σαμαράς απέλυσε (!!!) την καθηγήτρια που έπιασε τον γιο του να αντιγράφει... (ΕΔΩ)
Από έναν τέτοιου είδους άνθρωπο τι μπορεί να περιμένει ο ελληνικός λαός;
Όλοι μια παρεούλα είναι που βλέπουν την Ελλάδα σαν μαγαζάκι τους...

Διαβάστε τι έχει πει ο γέροντας Εφραίμ της Αριζόνα - και - για τους ηγέτες μας:
«Αυτή η γη ποτίστηκε με αίμα. Είναι μεγάλο κρίμα να την κυβερνάνε ξένοι και ανάξιοι...»
Πηγή

ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΕΘΝΟΣ ΓΑΝΤΖΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΑΦΟ του π.Δημητρίου Θεοφίλου,



Η εθνική κατάπτωση και η παρακμή που απολαμβάνουμε… τις τελευταίες δεκαετίες, καθιστά απαραίτητη την ανάγκη, να γραπωνόμαστε από διάφορες χίμαιρες. Ένας λαός που σφαδάζει ανάμεσα στους κάδους των απορριμμάτων και τα παγκάκια, με υπο-μηδενική εθνική  αξιοπρέπεια και ατομική αυτοεκτίμηση, έχει ανάγκη από φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις.
 Ένα κράτος που ξεπουλάει τα καλύτερά του νιάτα στις ξένες «αγορές», όπου έχουν στραφεί με το μάτι γεμάτο απελπισία και τη ψυχή βαριά, σε τόπους άφιλους και ψυχρούς για να εξασφαλίσουν ένα στοιχειώδη μισθό για επιβίωση, ένα μισθό που η μεταπολιτευτική δημοκρατία των εργολάβων, των δικολάβων,  των παλιάτσων διεφθαρμένων πολιτικών, και των «κίτρινων» δημοσιολόγων – δημοσιογράφων, τους στέρησε…
 Ένας λαός, όπως τον κατάντησε η ασυδοσία, η φαυλοκρατία και η κλεπτοκρατία που επικρατεί εδώ και 40 χρόνια.
 Δίχως αξίες, δίχως όραμα και όνειρα, δίχως ελπίδα, δίχως ρίζες και ταυτότητα, ένα έθνος το οποίο στηρίζεται, επάνω σε πήλινα κοντά πόδια, στοιχειωμένων φαντασιώσεων και παρανοϊκών παρορμήσεων.
 Όταν λοιπόν ένας λαός στερείται οράματος και νοήματος ζωής, για το παρόν και το μέλλον του, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, η «πόρτα» της ύπαρξής του χάσκει, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εικονικές αναγκαιότητες, να γαντζωθεί ανεπίγνωστα από κάπου, από κάτι, από κάποιον.
 Εν προκειμένω τούτες τις άστοργες μέρες, το εθνικό γάντζωμα επιχειρείται από ένα τάφο, εκείνο στην Αμφίπολη, που ανεξάρτητα του τι υπάρχει μέσα του, πρόκειται για μια «αφήγηση», ψεμάτων κατά συρροή,  ανεντιμότητας και αμοραλισμού. Μια αυταπάτη καλά στημένη για παραπλάνηση, ένα «τυράκι» στη φάκα, της εθνικής μας αμνησίας.
 Δεκάδες χρόνια τώρα επιδιώκουν, να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε, που βρισκόμαστε και που πάμε. Αρκεί κάποιος να ξεφυλλίσει τα τραγικά βιβλία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για να καταλάβει, τι έχει συμβεί και γιατί... με τη γλώσσα, με τη πίστη, με την οικογένεια, με την πατρίδα, με τις αξίες με την εθνική μας αυτοσυνειδησία ευρύτερα.
 Δάσκαλοι βουβοί με άδεια βλέμματα, μόνο πρόθυμοι για οικονομικές διεκδικήσεις, δέχονται αδιαμαρτύρητα, να διδάσκουν τους μαθητές τους σκουπίδια, ψέματα και αθλιότητες.
 Εκκλησία που προ πολλού έχει χάσει την  «προφητική» της διάσταση και την εσχατολογική της προοπτική, ασχολούμενη σχεδόν αποκλειστικά με την διανομή καρεκλών (θρόνων…) εξουσίας, ή διαχειριζόμενη με απόλυτα λογιστική αντίληψη χρήματα. Βρισκόμενη μέσα σε ένα σκουριασμένο και αγκυλωμένο, γραφειοκρατικό συστημικό πλαίσιο τύπου πρώην Σοβιετικής Ένωσης, απίστευτα συγκεντρωτικό, σε αρκετές περιπτώσεις διεφθαρμένο και παντελώς ανίκανο συνάμα, να οσμισθεί τον οντολογικό και υπαρξιακό αναγκεμό της κοινωνίας (όχι μόνο το βιολογικό), και να θέσει προτεραιότητες. Ζούμε περισσότερο ή λιγότερο κοντά, σε μια εκκλησία παραδομένη εκούσια, σε μια ιδιότυπη και ιδιότροπη αιχμαλωσία.
 Πολιτικοί θίασοι (μπουλούκια) έρχονται και παρέρχονται, αποτελούμενοι από παλιάτσους, κλόουν, ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες, που ρισκάρουν όμως, όχι την δική τους ζωή, αλλά τη δική μου, τη δική σου, των παιδιών και των εγγονών μας, εμάς των μη προνομιούχων και μη εχόντων και κατεχόντων. Εκείνοι αμετανόητα, συνεχίζουν να απολαμβάνουν την αστική τους ραστώνη, μέχρι πότε όμως δεν ξέρει κανείς… Έτσι της απολάμβανε και ο Λουδοβίκος έως την εξέγερση της Βαστίλης, με τη γνωστή ιστορική εξέλιξη, του 1789.
 Από τη στιγμή λοιπόν που οι ελπίδες και οι προσδοκίες ενός λαού, εμπεριέχονται σε ένα τάφο, αυτός ο γαντζωμένος τραγικός λαός, είναι κλινικά νεκρός (συνδεδεμένος με τα μηχανήματα για να έχει ψεύτικη ανάσα) και αυτό το έθνος είναι καταδικασμένο σε αφανισμό και λησμονιά. Αφού μετ’ επιτάσεως, επιμένουμε να αντλήσουμε δόξα και κύρος, για άλλη μια φορά, από το παρελθόν και από ανδραγαθήματα ενδόξων προγόνων, τα οποία πιστεύουμε πως εξ’ επαγωγής, όπως θα έλεγαν οι φυσικοί, μπορούν με ένα αδάπανο και αυτοματοποιημένο τρόπο, να μας αποδώσουν ποικίλα οφέλη για το παρόν και το μέλλον μας.
 Δεν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη, από το να είσαι ανάξιος απόγονος ενδόξου προγόνου.
 Αν δεν ενηλικιωθούμε ψυχολογικά και δεν ωριμάσουμε εθνικά, δεν πρόκειται να αποφύγουμε το κοινό τέλος που αναμένει όλους τους σαλτιμπάγκους και αεριτζήδες της ιστορίας, και δεν είναι άλλο από την εξαφάνιση και τη λησμονιά, ως άλλη Ατλαντίδα.
πηγή
Η εθνική κατάπτωση και η παρακμή που απολαμβάνουμε… τις τελευταίες δεκαετίες, καθιστά απαραίτητη την ανάγκη, να γραπωνόμαστε από διάφορες χίμαιρες. Ένας λαός που σφαδάζει ανάμεσα στους κάδους των απορριμμάτων και τα παγκάκια, με υπο-μηδενική εθνική  αξιοπρέπεια και ατομική αυτοεκτίμηση, έχει ανάγκη από φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις.
 Ένα κράτος που ξεπουλάει τα καλύτερά του νιάτα στις ξένες «αγορές», όπου έχουν στραφεί με το μάτι γεμάτο απελπισία και τη ψυχή βαριά, σε τόπους άφιλους και ψυχρούς για να εξασφαλίσουν ένα στοιχειώδη μισθό για επιβίωση, ένα μισθό που η μεταπολιτευτική δημοκρατία των εργολάβων, των δικολάβων,  των παλιάτσων διεφθαρμένων πολιτικών, και των «κίτρινων» δημοσιολόγων – δημοσιογράφων, τους στέρησε…
 Ένας λαός, όπως τον κατάντησε η ασυδοσία, η φαυλοκρατία και η κλεπτοκρατία που επικρατεί εδώ και 40 χρόνια.
 Δίχως αξίες, δίχως όραμα και όνειρα, δίχως ελπίδα, δίχως ρίζες και ταυτότητα, ένα έθνος το οποίο στηρίζεται, επάνω σε πήλινα κοντά πόδια, στοιχειωμένων φαντασιώσεων και παρανοϊκών παρορμήσεων.
 Όταν λοιπόν ένας λαός στερείται οράματος και νοήματος ζωής, για το παρόν και το μέλλον του, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, η «πόρτα» της ύπαρξής του χάσκει, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εικονικές αναγκαιότητες, να γαντζωθεί ανεπίγνωστα από κάπου, από κάτι, από κάποιον.
 Εν προκειμένω τούτες τις άστοργες μέρες, το εθνικό γάντζωμα επιχειρείται από ένα τάφο, εκείνο στην Αμφίπολη, που ανεξάρτητα του τι υπάρχει μέσα του, πρόκειται για μια «αφήγηση», ψεμάτων κατά συρροή,  ανεντιμότητας και αμοραλισμού. Μια αυταπάτη καλά στημένη για παραπλάνηση, ένα «τυράκι» στη φάκα, της εθνικής μας αμνησίας.
 Δεκάδες χρόνια τώρα επιδιώκουν, να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε, που βρισκόμαστε και που πάμε. Αρκεί κάποιος να ξεφυλλίσει τα τραγικά βιβλία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για να καταλάβει, τι έχει συμβεί και γιατί... με τη γλώσσα, με τη πίστη, με την οικογένεια, με την πατρίδα, με τις αξίες με την εθνική μας αυτοσυνειδησία ευρύτερα.
 Δάσκαλοι βουβοί με άδεια βλέμματα, μόνο πρόθυμοι για οικονομικές διεκδικήσεις, δέχονται αδιαμαρτύρητα, να διδάσκουν τους μαθητές τους σκουπίδια, ψέματα και αθλιότητες.
 Εκκλησία που προ πολλού έχει χάσει την  «προφητική» της διάσταση και την εσχατολογική της προοπτική, ασχολούμενη σχεδόν αποκλειστικά με την διανομή καρεκλών (θρόνων…) εξουσίας, ή διαχειριζόμενη με απόλυτα λογιστική αντίληψη χρήματα. Βρισκόμενη μέσα σε ένα σκουριασμένο και αγκυλωμένο, γραφειοκρατικό συστημικό πλαίσιο τύπου πρώην Σοβιετικής Ένωσης, απίστευτα συγκεντρωτικό, σε αρκετές περιπτώσεις διεφθαρμένο και παντελώς ανίκανο συνάμα, να οσμισθεί τον οντολογικό και υπαρξιακό αναγκεμό της κοινωνίας (όχι μόνο το βιολογικό), και να θέσει προτεραιότητες. Ζούμε περισσότερο ή λιγότερο κοντά, σε μια εκκλησία παραδομένη εκούσια, σε μια ιδιότυπη και ιδιότροπη αιχμαλωσία.
 Πολιτικοί θίασοι (μπουλούκια) έρχονται και παρέρχονται, αποτελούμενοι από παλιάτσους, κλόουν, ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες, που ρισκάρουν όμως, όχι την δική τους ζωή, αλλά τη δική μου, τη δική σου, των παιδιών και των εγγονών μας, εμάς των μη προνομιούχων και μη εχόντων και κατεχόντων. Εκείνοι αμετανόητα, συνεχίζουν να απολαμβάνουν την αστική τους ραστώνη, μέχρι πότε όμως δεν ξέρει κανείς… Έτσι της απολάμβανε και ο Λουδοβίκος έως την εξέγερση της Βαστίλης, με τη γνωστή ιστορική εξέλιξη, του 1789.
 Από τη στιγμή λοιπόν που οι ελπίδες και οι προσδοκίες ενός λαού, εμπεριέχονται σε ένα τάφο, αυτός ο γαντζωμένος τραγικός λαός, είναι κλινικά νεκρός (συνδεδεμένος με τα μηχανήματα για να έχει ψεύτικη ανάσα) και αυτό το έθνος είναι καταδικασμένο σε αφανισμό και λησμονιά. Αφού μετ’ επιτάσεως, επιμένουμε να αντλήσουμε δόξα και κύρος, για άλλη μια φορά, από το παρελθόν και από ανδραγαθήματα ενδόξων προγόνων, τα οποία πιστεύουμε πως εξ’ επαγωγής, όπως θα έλεγαν οι φυσικοί, μπορούν με ένα αδάπανο και αυτοματοποιημένο τρόπο, να μας αποδώσουν ποικίλα οφέλη για το παρόν και το μέλλον μας.
 Δεν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη, από το να είσαι ανάξιος απόγονος ενδόξου προγόνου.

 Αν δεν ενηλικιωθούμε ψυχολογικά και δεν ωριμάσουμε εθνικά, δεν πρόκειται να αποφύγουμε το κοινό τέλος που αναμένει όλους τους σαλτιμπάγκους και αεριτζήδες της ιστορίας, και δεν είναι άλλο από την εξαφάνιση και τη λησμονιά, ως άλλη Ατλαντίδα. 
- See more at: http://www.amen.gr/article19778#sthash.oqQbnAqM.dpuf
Η εθνική κατάπτωση και η παρακμή που απολαμβάνουμε… τις τελευταίες δεκαετίες, καθιστά απαραίτητη την ανάγκη, να γραπωνόμαστε από διάφορες χίμαιρες. Ένας λαός που σφαδάζει ανάμεσα στους κάδους των απορριμμάτων και τα παγκάκια, με υπο-μηδενική εθνική  αξιοπρέπεια και ατομική αυτοεκτίμηση, έχει ανάγκη από φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις.
 Ένα κράτος που ξεπουλάει τα καλύτερά του νιάτα στις ξένες «αγορές», όπου έχουν στραφεί με το μάτι γεμάτο απελπισία και τη ψυχή βαριά, σε τόπους άφιλους και ψυχρούς για να εξασφαλίσουν ένα στοιχειώδη μισθό για επιβίωση, ένα μισθό που η μεταπολιτευτική δημοκρατία των εργολάβων, των δικολάβων,  των παλιάτσων διεφθαρμένων πολιτικών, και των «κίτρινων» δημοσιολόγων – δημοσιογράφων, τους στέρησε…
 Ένας λαός, όπως τον κατάντησε η ασυδοσία, η φαυλοκρατία και η κλεπτοκρατία που επικρατεί εδώ και 40 χρόνια.
 Δίχως αξίες, δίχως όραμα και όνειρα, δίχως ελπίδα, δίχως ρίζες και ταυτότητα, ένα έθνος το οποίο στηρίζεται, επάνω σε πήλινα κοντά πόδια, στοιχειωμένων φαντασιώσεων και παρανοϊκών παρορμήσεων.
 Όταν λοιπόν ένας λαός στερείται οράματος και νοήματος ζωής, για το παρόν και το μέλλον του, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, η «πόρτα» της ύπαρξής του χάσκει, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εικονικές αναγκαιότητες, να γαντζωθεί ανεπίγνωστα από κάπου, από κάτι, από κάποιον.
 Εν προκειμένω τούτες τις άστοργες μέρες, το εθνικό γάντζωμα επιχειρείται από ένα τάφο, εκείνο στην Αμφίπολη, που ανεξάρτητα του τι υπάρχει μέσα του, πρόκειται για μια «αφήγηση», ψεμάτων κατά συρροή,  ανεντιμότητας και αμοραλισμού. Μια αυταπάτη καλά στημένη για παραπλάνηση, ένα «τυράκι» στη φάκα, της εθνικής μας αμνησίας.
 Δεκάδες χρόνια τώρα επιδιώκουν, να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε, που βρισκόμαστε και που πάμε. Αρκεί κάποιος να ξεφυλλίσει τα τραγικά βιβλία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για να καταλάβει, τι έχει συμβεί και γιατί... με τη γλώσσα, με τη πίστη, με την οικογένεια, με την πατρίδα, με τις αξίες με την εθνική μας αυτοσυνειδησία ευρύτερα.
 Δάσκαλοι βουβοί με άδεια βλέμματα, μόνο πρόθυμοι για οικονομικές διεκδικήσεις, δέχονται αδιαμαρτύρητα, να διδάσκουν τους μαθητές τους σκουπίδια, ψέματα και αθλιότητες.
 Εκκλησία που προ πολλού έχει χάσει την  «προφητική» της διάσταση και την εσχατολογική της προοπτική, ασχολούμενη σχεδόν αποκλειστικά με την διανομή καρεκλών (θρόνων…) εξουσίας, ή διαχειριζόμενη με απόλυτα λογιστική αντίληψη χρήματα. Βρισκόμενη μέσα σε ένα σκουριασμένο και αγκυλωμένο, γραφειοκρατικό συστημικό πλαίσιο τύπου πρώην Σοβιετικής Ένωσης, απίστευτα συγκεντρωτικό, σε αρκετές περιπτώσεις διεφθαρμένο και παντελώς ανίκανο συνάμα, να οσμισθεί τον οντολογικό και υπαρξιακό αναγκεμό της κοινωνίας (όχι μόνο το βιολογικό), και να θέσει προτεραιότητες. Ζούμε περισσότερο ή λιγότερο κοντά, σε μια εκκλησία παραδομένη εκούσια, σε μια ιδιότυπη και ιδιότροπη αιχμαλωσία.
 Πολιτικοί θίασοι (μπουλούκια) έρχονται και παρέρχονται, αποτελούμενοι από παλιάτσους, κλόουν, ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες, που ρισκάρουν όμως, όχι την δική τους ζωή, αλλά τη δική μου, τη δική σου, των παιδιών και των εγγονών μας, εμάς των μη προνομιούχων και μη εχόντων και κατεχόντων. Εκείνοι αμετανόητα, συνεχίζουν να απολαμβάνουν την αστική τους ραστώνη, μέχρι πότε όμως δεν ξέρει κανείς… Έτσι της απολάμβανε και ο Λουδοβίκος έως την εξέγερση της Βαστίλης, με τη γνωστή ιστορική εξέλιξη, του 1789.
 Από τη στιγμή λοιπόν που οι ελπίδες και οι προσδοκίες ενός λαού, εμπεριέχονται σε ένα τάφο, αυτός ο γαντζωμένος τραγικός λαός, είναι κλινικά νεκρός (συνδεδεμένος με τα μηχανήματα για να έχει ψεύτικη ανάσα) και αυτό το έθνος είναι καταδικασμένο σε αφανισμό και λησμονιά. Αφού μετ’ επιτάσεως, επιμένουμε να αντλήσουμε δόξα και κύρος, για άλλη μια φορά, από το παρελθόν και από ανδραγαθήματα ενδόξων προγόνων, τα οποία πιστεύουμε πως εξ’ επαγωγής, όπως θα έλεγαν οι φυσικοί, μπορούν με ένα αδάπανο και αυτοματοποιημένο τρόπο, να μας αποδώσουν ποικίλα οφέλη για το παρόν και το μέλλον μας.
 Δεν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη, από το να είσαι ανάξιος απόγονος ενδόξου προγόνου.

 Αν δεν ενηλικιωθούμε ψυχολογικά και δεν ωριμάσουμε εθνικά, δεν πρόκειται να αποφύγουμε το κοινό τέλος που αναμένει όλους τους σαλτιμπάγκους και αεριτζήδες της ιστορίας, και δεν είναι άλλο από την εξαφάνιση και τη λησμονιά, ως άλλη Ατλαντίδα. 
- See more at: http://www.amen.gr/article19778#sthash.oqQbnAqM.dpuf

Εἴσοδος στὴν ζωή - Ἀρχιμανδρίτης Βαρνάβας Λαμπρόπουλος






Ἕνα σύνθημα πού προπαγανδίζεται ἀπό ὅλα τά ΜΜΕ καί κυριαρχεῖ στήν σύγχρονη νοοτροπία κυρίως τῶν νέων εἶναι τό γνωστό: «Ἡ ζωή εἶναι πολύ μικρή γιά νά εἶναι θλιβερή. Γι’ αὐτό γλέντησέ την!»

Ἡ νεολαία μας ὅμως, πού γαλουχήθηκε μέ αὐτή τήν γλεντζέδικη «φιλοσοφία», διαπιστώνει ὅτι τελικά μέ τέτοια γλέντια δέν ξεδιψάει ὁ ἄνθρωπος. Γιατί δέν εἶναι «νερό καθαρό». Πρόκειται γιά βρωμόνερα. Γιά ... νερά βόθρου! Κι ὅσο πίνεις ἀπό αὐτά, τόσο πιό πολύ σέρνεσαι σέ ἕνα ἄρρωστο καταναλωτισμό, πού ἀφήνει τήν καρδιά ἄδεια ἀπό πραγματικό νόημα ζωῆς. Κάπου τό γράψανε πολύ γλαφυρά κάποιοι «ἀναρχικοί»:

«Καταναλῶστε εἰκόνες. Καταναλῶστε ἐμπορεύματα. Καταναλῶστε μοναξιά. Φᾶτε κοπριά. Κερνάει ἡ κοινωνία. Καλῶς ἤλθατε στόν ἀστραφτερό κόσμο τοῦ ΤΙΠΟΤΑ!» Καί κάπου ἀλλοῦ ἔγραψαν μέ λιγότερα λόγια: «Ἄδειες ζωές, τίγκα στίς πιστωτικές»!
 

* * *






 
Στίς 21 Νοεμβρίου γιορτάζουμε τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.

Ἡ Παναγία ἦταν ἕνας ἀπόλυτα φυσιολογικός ἄνθρωπος, πού ‐ ὅπως ὅλοι – διψοῦσε γιά τήν χαρά τῆς ζωῆς. Γαλουχήθηκε ὅμως ἀπό τούς γονεῖς της μέ ἕνα σύνθημα ... λίγο διαφορετικό ἀπό τό παραπάνω.

Πρῶτα μέ τό παράδειγμά τους καί ἔπειτα μέ τά λόγια τους, τῆς ἔμαθαν ὅτι μόνο κοντά στόν Θεό μπορεῖ νά χαρεῖ τήν ζωή! Γι’ αὐτό τήν ἔτρεφαν καί τήν ζωογονοῦσαν μέ τό ὀξυγόνο τῆς προσευχῆς καί τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, ὅταν τριῶν ἐτῶν τήν ἔφεραν στόν Ναό γιά νά τήν ἀφιερώσουν στόν Θεό, ἡ μικρή Μαρία σκίρτησε ἀπό χαρά. Καί «σώματι καί πνεύματι ΕΧΑΙΡΕ ἐν τῷ Ναῷ Κυρίου σχολάζουσα»! Δέν ἔμενε στόν Ναό, ἐπειδή ... τῆς ἄρεσε τό ψυχοπλάκωμα! Δέν ἐγκαταστάθηκε στόν Ναό, γιά νά ... χαντακώσει τήν ζωή Της. Ἔμενε, γιατί πραγματικά ἐκεῖ μέσα ... γλένταγε κυριολεκτικά τήν ζωή Της! «Ἐν τῷ Ναῷ μετεῖχε τῆς ἀκηράτου τρυφῆς»!

Ρούφαγε ἀχόρταγα τό «καθαρό νερό» τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀκούγοντας τίς Ἅγιες Γραφές. Καί γεμάτη ἀπό τήν «δρόσο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» δοξολογοῦσε τόν Θεό ἀκατάπαυστα.

Καί τόσο πολύ ξεδίψασε πίνοντας τό «Ὕδωρ τῆς Ζωῆς», ὥστε ἀξιώθηκε νά γίνει ἡ Ζωοδόχος Πηγή, «ἐξ ἧς τό ΑΘΟΛΩΤΟΝ ἡμῖν προῆλθεν ΥΔΩΡ»! Ἀξιώθηκε σωματικά νά γεννήσει τήν Χαρά τοῦ κόσμου, τόν Χριστό! Μιά Χαρά, πού τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν θολώσει. Τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν βρωμίσει. Μᾶς ἔφερε τήν Χαρά ἐκείνη, πού ὅποιος Τήν ἀποκτήσει, κανείς καί τίποτε δέν μπορεῖ νά τοῦ Τήν κλέψει! Ἐκτός κι ἄν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ... τήν πουλήσει, γιά νά ξαναβουτήξει στά λασπόνερα τῆς χωρίς Θεό ψευτοχαρᾶς.

Ἔτσι ἡ Παναγία ἔγινε ἡ Αἰτία τῆς Χαρᾶς τοῦ κόσμου! Ἔγινε ἡ Πάντων Χαρά! Μιά Χαρά, πού δέν τήν ἔχασε οὔτε ὅταν εἶδε τό Παιδί Της νά σταυρώνεται γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου· οὔτε τήν χάνει, ὅταν βλέπει σήμερα τούς ἀνθρώπους νά συνεχίζουν νά ἁνασταυρώνουν τόν Υἱό Της μέ τίς ἁμαρτίες τους.
 

* * *
 
Τά Εἰσόδια τῆς Παναγίας μᾶς θυμίζουν ὅτι:

Ὅσο πιό συνειδητά ΜΠΑΙΝΕΙ κάποιος καί ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ στήν Ἐκκλησία, τόσο πιό πολύ γεύεται τήν Χαρά τῆς Ἀληθινῆς Ζωῆς. Τόσο πιό πολύ ΓΕΜΙΖΕΙ ἡ ἄδεια καρδιά του ἀπό ἀληθινό νόημα Ζωῆς.

Ὅσο πιό συνειδητά μετέχει κάποιος στήν Λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τόσο γεμίζουν τά ... ἄδεια ταμεῖα τῆς ψυχῆς του ἀπό «τούς θησαυρούς τῆς ἀπορρήτου τοῦ Θεοῦ Οἰκονομίας» (ὅπως λέει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς). «Θησαυρούς», πού δέν κινδυνεύουν ἀπό καμμιά ... κατανάλωση. Καί πού δέν ἔχουν καμμιά σχέση οὔτε μέ «ἄδειες ζωές» οὔτε μέ «τίγκα πιστωτικές»!
 πηγή

Ἡ αἵρεση τῆς ἐκκοσμίκευσης - π.Χρυσόστομος Μαϊδώνης






Ἡ ἐκκοσμίκευση εἶναι ἡ ρίζα κάθε αἱρέσεως καὶ ψευδοδιδασκαλίας. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἶναι ἐκκοσμίκευση. Ἔτσι καὶ κάθε ἐκκοσμίκευση εἶναι πτώση. Ὁ κόσμος ἀπορροφᾶ τὴν Ἐκκλησία, δὲν μεταμορφώνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Ἡ ἐκκοσμίκευση δρᾶ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, θέλει νὰ ἔχει λόγο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τῆς «θολώνει» τὴν αὐτοσυνειδησία, τὴν ἀποπροσανατολίζει καὶ μετατοπίζει τὸ κέντρο ἀπὸ τὸ Χριστὸ στὸν ἄνθρωπο. Τὸ πνεῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως δρᾶ καὶ μέσα ἀπὸ διάφορα φαινόμενα, ὅπως τοῦ εὐσεβισμοῦ, τοῦ πουριτανισμοῦ καὶ τοῦ φονταμενταλισμοῦ. Ἔτσι ἡ θρησκεία τῆς πλειοψηφίας τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων φαίνεται νὰ εἶναι ἡ θρησκεία τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἡ θρησκεία τῆς καλυμμένης φιλαυτίας καὶ ὄχι τῆς ἀποκαλυμένης ἀληθείας. Ἡ θρησκεία τοῦ βολέματος.


Τί εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση;

α. Στὴν ἐκκοσμίκευση βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία, ὅταν παύει ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς γῆς καὶ γίνεται γήινη. Καταπατεῖται ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ἀπορροφᾶται ἀπὸ τὸν κόσμο. Γίνεται τὸ παιδὶ γιὰ ὅλα τὰ θελήματα τῆς δέσποινας, τῆς φιλαυτίας, τῆς ἐκκοσμίκευσης.

Ἐγκλωβίζεται στὴ λογικὴ ὄχι τί θέλει ὁ Θεός, ἀλλὰ τί θέλει ὁ κόσμος. Καθαρὰ ἐγκλωβισμὸς στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο. Ἔτσι ἡ ἐκκοσμίκευση εἶναι μία κατάσταση ἀνυπαρξίας καὶ θανάτου. Ἡ ἐκκοσμίκευση θέλει τὴν Ἐκκλησία νὰ ἀσπάζεται καὶ νὰ ἀκολουθεῖ, ὅ,τι εὔκολο, μέτριο, ἁπλὸ καὶ πρόχειρο ἀγαποῦν, θέλουν οἱ ἄνθρωπο καὶ ὄχι τί θέλει ὁ Θεός. Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἄγευστοι τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος μετατρέπουμε τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ταμεῖο κοινωνικῆς πρόνοιας, πολιτικὸ δραστήριο γραφεῖο, ποὺ δίνει συνεχῶς συνεντεύξεις κάνωντας δηλώσεις ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ, χαμογελώντας πρὸς πάντας, ὥστε ὅλοι νὰ μᾶς συγχαίρουν καὶ νὰ μᾶς ἐπευφημοῦν. Πνεῦμα τελείως ἀντιευαγγελικό.

β. Ἡ ἐκκοσμίκευση ἐμφανίζεται σὰν ἀπ' εὐθείας ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, κι αὐτὸ εἶναι ποὺ τὴν κάνει δυσδιάκριτη. Δὲν βάλλει κατὰ μέτωπον. Δὲν ἀρνεῖται τὰ δόγματα, ἀρνεῖται ὅμως τὸν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς. Ἰδεολογικοποιεῖ τὰ δόγματα καὶ δὲν τὰ θεωρεῖ προτάσεις ζωῆς. Ἀποκόβει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Καὶ ζεῖ ὅπως θέλει καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν. Αὐτὸ συνεπάγεται ἀλλαγὴ θρησκείας, χωρὶς ἐξωτερικὴ ἀλλαγὴ τοῦ δόγματος.

γ. H ἐκκοσμίκευση εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ πνεύματος τῆς ἀληθινῆς μετανοίας, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος παραμένει στὸ ἐνταῦθα καὶ δὲν προχωρεῖ στὸ ἐκεῖ, στὴν ἀλλαγὴ ζωῆς. Χάνεται τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα τοῦ ἀσκητικοῦ μόχθου, τοῦ πένθους, τῶν δακρύων καὶ τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν κάθαρση.

δ. Στὴν ἐκκοσμίκευση ὁ ἄνθρωπος δὲν φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο ὁράσεως τοῦ Θεοῦ. Δὲν ζητάει κάτι ὑψηλότερο καὶ βαθύτερο, εὐχαριστεῖται στὸ κατώτερο, στὸ λιγότερο.

ε. Ἡ αἵρεση τῆς ἐκκοσμικεύσεως ἀξιολογεῖ τὴν λατρεία καὶ τελικὰ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία, ὡς ἕνα φορέα μεταξὺ τῶν ἄλλων, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση εἰδικῶν ἀναγκῶν. Ἀξιολογεῖ μὲ τὸ μέτρο τῆς κοινωνικῆς χρησιμότητας σὲ σύγκριση μὲ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς παιδείας, τῶν σωφρονιστικῶν συστημάτων ἢ τῆς ἀστυνομίας.

Παραποιεῖ τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ νοθεύει τὰ ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια. Ἡ ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ δὲν εἶναι τότε «μωρία καὶ σκάνδαλο», ἀλλὰ «in». Καταντᾶ μιὰ ἐξωτερικὴ φαρισαϊκὴ συμμόρφωση σὲ ἠθικὰ πρότυπα, ἔνταξη στὸ «κλὰμπ» τῶν καλῶν παιδιῶν, τῶν τακτοποιημένων, παράγοντας ὁμαλότητος, δηλ. ὑποκρισίας. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ἡμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» τοὺς φαίνεται ἀκατανόητος. Οἱ ἐκκοσμικευμένοι χριστιανοὶ εἶναι οἱ χριστιανοὶ τοῦ Ντοστογιέφσκι, οἱ ὁποῖοι ἂν ξαναρχόταν ὁ Χριστὸς θὰ τὸν σταύρωναν πάλι. Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μολονότι εἶναι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστὸς εἶπε γι' αὐτοὺς «οὐκ οἶδα ἡμᾶς». Εἶναι αὐτοὶ ποὺ πολεμοῦσαν καὶ τὸν ἀπ. Παῦλο καὶ ἤθελαν νὰ ἐπιβάλουν τὴν περιτομὴ σ' ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καὶ συνεχίζουν νὰ δροῦν καὶ νὰ καταβασανίζουν τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν καταντήσει οἱ δικηγόροι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅποιος δὲν συμφωνεῖ μαζί τους εἶναι προδότης.


Ἡ ἐκκοσμίκευση ἐχθρός τῆς εὐσέβειας

Ἔτσι εἶναι. Ἡ κοσμικότητα δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν εὐσέβεια, μὲ τὴν πίστη, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Εἶναι μᾶλλον ἀσέβεια, ὑποκρισία καὶ ἐμπαιγμός. Εἶναι ἄρνηση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὰ τερτίπια ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μὴ τὸν ἐγγίσει ἡ χάρι τοῦ Θεοῦ.

α. Ἀπόρριψη τῆς Θεοφάνειας, τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ. Βόλεμα στὴ φυσικὴ πίστη καὶ ὄχι στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ὁ κόσμος δὲν ἐμπιστεύεται τὴ σωτηρία του στὸ Χριστό, ἀλλὰ στὸν ἑαυτό του, μέσα ἀπὸ τὴν γνώση καὶ τὰ ἐπιτεύγματά του. Ἀνθρωπισμὸς= ἀθεΐα.

β. Ὑποτίμηση τοῦ μοναχισμοῦ, ἄρνηση τῆς θεώσεως, τοῦ πολέμου κατὰ τῶν παθῶν.

γ. «Ἄρνηση τοῦ μαρτυρίου, ἄρνηση τοῦ προσωπικοῦ μαρτυρίου στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν.

δ.
«Ἄρνηση τῆς ἀγάπης στὸν ἁμαρτωλό. Ἀπολυτοποίηση τῆς ἠθικῆς.

ε.
«Ἄρνηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος καὶ ἡ δημιουργία παπικοῦ πνεύματος μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἐκκοσμίκευση εἶναι καὶ ἡ κατάργηση τοῦ σεβασμοῦ στὴν Ἱεραρχία. Ἡ ἀκατάσχετη κριτικὴ στὸν κλῆρο καὶ τοὺς Ἱεράρχες. Ἡ δημιουργία ὑπερσυνόδων γιὰ νὰ ἐλέγχουμε τὴ Σύνοδο. Ἡ νοοτροπία ὅτι ἐμεῖς θὰ σώσουμε τὴν Ἐκκλησία. Ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία. «Ὄχι, ἀνάγκη ἔχουμε ἐμεῖς (π. χ. Ἱεροσόλυμα).

Οἱ σύγχρονοι ἐκκοσμικευμένοι χριστιανοὶ δὲν συμφωνοῦμε μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου στὴν Ἀποκάλυψη «ἔρχου Κύριε», ἐμεῖς λέμε σήμερα «Κύριε μὴν ἔλθης», εἴμαστε καλά.
πηγή

Στα ΑΔΥΤΑ της ΜΑΣΟΝΙΑΣ- Μοναδικές Πληροφορίες για την Μύηση, τα Σύμβολα και τους Χαιρετισμούς

47

Στον ναό υπάρχει το άγαλμα του Βαφομέτ, παρά του οποίου γονυπετούν οι Γνωστικοί και οι Ναϊτες Ιππότες. Η εξήγηση της ύπαρξης του αγάλματος στον Ναό, που δίδουν, είναι ότι μεταξύ των δύο κεράτων της τραγόμορφου κεφαλής, βλέπουν να αναπαριστάται ο νους που ισοσταθμίζει τα πάντα.
Όταν ο Μεγάλος Δάσκαλος προβιβάζει τον υποψήφιο καθιστό Ιππότη στους βαθμούς 27ου, 28ου και 29ου, αποσύρεται. Τότε ένας αξιωματικός του Αρείου Πάγου ( ο Μέγας Εισηγητής) εισέρχεται εις τον Μέλανα θάλαμο και ενδύει τον υποψήφιο με σταχτοχρούν χιτώνα, τον οπλίζει με ξίφος και του καλύπτει το κεφάλι με σκοτεινό πέπλο.
Έπειτα εισάγουν τον υποψήφιο σε ένα υπόγειο τάφο ταχέως, του αφαιρούν το πυκνό πέπλο και φεύγουν. Ο υποψήφιος μένει μόνος του εντός του υπογείου τάφου, έχοντας ένα αμυδρό φως λυχνίας. Εντός του φέρετρου υπάρχει κεκαλυμμένος αδελφός ο οποίος αναφωνεί: « Τι θέλεις, τι είσαι, γιατί ταράττεις τον αιώνιον ύπνο μου;»
Η φωνή συνεχίζει: «Εσκέφθης καλά που βρίσκεσαι εδώ; Οι δοκιμασίες που σε περιμένουν είναι φοβέρες, σε προειδοποιώ δια μέσου της ερώτησης που ακολουθεί και πρόσεξε την απάντηση που πρέπει να δώσεις».
Ερωτ.: Είσαι έτοιμος να διέλθεις;
Απαν.: Θέλω να διέλθω.
ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ 28ος βαθμός.
ΤΑΞΗ: Στον βαθμό αυτό δεν υπάρχει ιδιαίτερος τρόπος να τίθεσαι εν τάξει.
ΣΗΜΕΙΟ: Θέτει την δεξιά εν σχήματι γνώμονος επί της καρδιάς.
ΨΗΛΑΦΗΣΗ: Λαμβάνουν αμοιβαίας τα χείρας και τα θλίβουν ελαφρώς.
ΣΥΝΘΗΜΑ ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΩΣ: Στίβιον, Ήλιος, Μήνη, Τετραγράμματον.
ΙΕΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ: ΑΔΟΝΑΗ, ΑΒΡΑΓ, ΓΑΔΟΛ.
ΗΛΙΚΙΑ: Στον βαθμό αυτό δεν υπάρχουν.
ΚΡΟΥΣΙΣ: Επτά χτύποι ισόχρονοι 0000000.
ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Δεν υπάρχει συγκεκριμένος.
ΔΙΑΣΗΜΑ: Εμπροσθέλα (ποδιά) μέλαινα, χιτών εκ γάζης, σκούφος κυανούς και ταινία αντί ιματίου.
Οι τακτικές ερωτήσεις που γίνονται για την είσοδο στον ναό είναι:
Ερώτηση: Πόθεν έρχεσθε;
Απάντηση: Από το κέντρο του σκότους.
Ερωτ.: Πως κατορθώσατε να εξέλθετε;
Απαντ.: Δια της σκέψεως και της μελέτης της φύσεως.
Ερωτ.: Τι σημαίνει το σύνθημα τις διαβιβάσεως;
Απαντ.: Πρώτη η ύλη αρχή των πάντων δημιουργημάτων.
Ερώτ.: Ποία είναι τα ονόματα των επτά;
Απαντ.: Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ουριήλ, Ζραχιήλ, Χαμαλιήλ, Ραφαήλ και Τσαφιήλ.
Ερωτ.: Πείτε μου ποία είναι η κατάσταση του χρόνου όταν αρχίζουν οι συνεδριάσεις;
Απάντ.: Νύξ καλύπτει την γη, αλλά στην Στοά ο ήλιος λάμπει.
Ερώτ.: Ποία είναι η κατάσταση του χρόνου όταν λήγουν οι συνεδριάσεις;
Απαντ.: Οι άνθρωποι ακολουθούν πάντοτε την πλάνη, ολίγοι καταπολεμούν αυτήν, και ολίγοι φτάνουν εις τον ιερό τόπον.
48
Απόσπασμα τελετής…
Ένα πλήθος από βάρβαρα κορακίστικα απαγγέλει ο Πρόεδρος του Αρείου πάγου (Ανώτεροι βαθμοί) και πάντες οι Κάδος (Ανώτεροι βαθμοί) και πάλλουν τα ξίφη κατά τον ουρανό κραυγάζοντας ΝΕΚΑΜ ΑΔΟΝΑΗ.
Κατά εκείνη την στιγμή το Πνεύμα δέον να φανή και ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου απαγγέλει την Εωσφορική προσευχή.
Έλθε ώ έλθε Εωσφόρε έλθε!…
Συ το οποίον οι ιερείς σε συκοφάντησαν. Συ τον οποίον οι βασιλείς καταδίκασαν! Έλθε!
Έλθε να σε σφίγξομεν εις τας αγκάλας μας.
Μόνο τα σκοτεινά έργα σου μπορούν να δώσουν εξηγήσεις στο σύμπαν.
Άνευ των έργων σου, ώ Σάταν το σύμπαν θα ήταν παράλογο.
Συ μόνο ζωοποιείς, Συ μόνο εξευγενίζεις τον χυδαίο πλούτο.
Συ δε Πρώτε Θεέ, άρπαξ, άδικε, σε απαρνούμεθα. Είθε να εκθρονιστείς και να συντριβείς.
Γονυπετούν ενωπιόν του Βαφομέλ και κραυγάζουν Νεκαμ (Αδοναη. Νεκρέ Πρώτε Θεέ).
Έκαστος τώρα θα μάθει ότι η φιλοσοφία του Τεκτονισμού είναι η καββάλα, οι μαγγανείες και η μαγεία.
Γίνεται κατανοητό ότι όταν ομιλούν περί φιλοσοφίας εννοούν τις σκοτεινές μαγείες. Ο μέγας αρχιτέκτων του παντός (Παν), τον όποιον πιστεύουν, είναι ο Σατανάς. Όλες οι εταιρίες αυτές (μασονία, καββαλισμός, Σιωνισμός, Ναϊτισμός κτλ) είναι ένα και το αυτό. Έχουν απορρίψει,σύμφωνα με το perierga.blogspot.gr, την αληθινή τους φύση και έχουν παρεισφρήσει συνειδητά στον σκοταδισμό και στις μαύρες τελετές. Οι πολιτικοί, οι τραπεζίτες, οι ανώτεροι ιεράρχες και πολλοί άλλοι άνθρωποι της ανωτέρας κοινωνίας έχουν πουλήσει την ψυχή τους εις τον σκοταδισμό.
Πηγή

Το βολικό ή το άγνωστο;



- Να κοινωνήσω;
- Αυτά τα λέγαμε όταν ήσουν παιδί, όταν ήσουν νέος. Τώρα, θα το νιώθεις μέσα σου, και θα αποφασίζεις μόνος σου τη σχέση σου με το Χριστό. Δεν μπορεί μέχρι να γεράσεις να ρωτάς εμένα για το πότε θα κοινωνήσεις.
- Δηλαδή, χωρίς εξομολόγηση;

- Μα σε ξέρω, και σου διαβάζω την ευχή τόσες φορές, δεν είναι ότι κοινωνάς ανεξομολόγητος. Με τη λογική αυτή, θα πρέπει να με βλέπεις λίγη ώρα πριν από κάθε θεία Μετάληψη. Διότι, πάντα κάνεις κάποια αμαρτία, κάποιο λάθος. Τι θα γίνει, το φαντάζεσαι; Αν οι εκατοντάδες άνθρωποι που ξέρουμε, μας ρωτούσαν πριν από κάθε θεία Λειτουργία, δεν θα κάναμε άλλη δουλειά.
- Περίεργα μου ακούγονται αυτά.
- Μα είναι. Η κλήση του Χριστού στην ελευθερία Του, μας τρομάζει. Γι’ αυτό και θες να μπεις πάλι στο αγαπημένο σου ζεστό καλούπι, για να χουχουλιάσεις και να ηρεμίσεις. Το έχεις ανάγκη ακόμα, φαίνεται. Δεν σε κατηγορώ. Μα δεν μπορώ να το υπηρετώ κι εγώ μια ζωή για χάρη σου. Λυπάμαι. Αν το κουκούλι – καλούπι της πεταλούδας, δεν την κάνει ν’ ανοίξει μια μέρα τα φτερά της και να πετάξει, τότε θα ψοφήσει μέσα στην γνωστή ασφάλειά της. Μα δεν είναι πλασμένη γι’ αυτό. Πρέπει μια μέρα να γνωρίσει και τον "άγνωστό" της Ουρανό!!

To είδαμε Εδώ

Οι πενθούντες πρέπει να παραμένουν στο σπίτι τους και να μην εξέρχονται παρά μόνον για το κοιμητήριο;

Έχει επικρατήσει σε μερικά μέρη εξ αιτίας κάποιων αντιλήψεων η άποψη ότι όσοι πενθούν δεν πρέπει να εξέρχονται από το σπίτι τους, για να πάνε πουθενά αλλού εκτός από το κοιμητήριο. 
Η άποψη αυτή είναι πέρα για πέρα αντίθετη με το πνεύμα της Εκκλησίας μας
Πουθενά στη διδασκαλία της Εκκλησίας μας δεν αναφέρεται κάτι
τέτοιο. 
Το πένθος δεν ξεπερνιέται με την απομόνωση. 
Η ίδια ως κατάσταση είναι δαιμονική. 
Ο άνθρωπος καθήμενος μόνος του χωρίς τη βοήθεια των συνανθρώπων του και χωρίς εκκλησιασμό αισθάνεται τον απότομο εγκλεισμό του ως τιμωρία. 
Αυτή φυσικά η κατάσταση προκαλείται από το διάβολο ο όποιος επιδιώκει να απομονώσει τον άνθρωπο και να τον απομακρύνει από την θεία παρηγοριά πού προσφέρει ο Θεός διά της Εκκλησίας και διά της επαφής μετά των συνανθρώπων των οποίων η συναναστροφή μπορεί να φανεί φάρμακο στον πόνο του πένθους. 
Η έξοδος των πενθούντων καθίσταται αναγκαία και για έναν άλλο λόγο. 
Το πένθος δεν είναι μια κατάσταση που έχει σαν αποτέλεσμα το χάος, αλλά τη χαρά πού διαποτίζεται και επαυξάνει από την πίστη του ορθοδόξου χριστιανού στην Ανάσταση του Χριστού μας. 
Όποιος από τους πιστούς βιώνει βαθειά το γεγονός της Αναστάσεως δεν διαιωνίζει το πένθος του για πολύ χρόνο. Ως άνθρωπος ο κάθε πιστός μπορεί να λυπάται για τον απορφανισμό των αγαπημένων του προσώπων. Η ελπίδα και η προσδοκία της Αναστάσεως όμως του δίδει άλλες διαστάσεις για την αντιμετώπιση του πένθους που σίγουρα δεν έχει σχέση με εγκλεισμούς. 
Και στο ερώτημα αυτό εμφανίζονται δεισιδαίμονες απόψεις οι οποίες ορίζουν ότι οι πενθούντες φέρουν επάνω τους το θάνατο και ότι όποιος τους πλησιάσει μπορεί κι εκείνος να φιλοξενήσει το θάνατο στο σπιτικό του. Έτσι θέλουν τους πενθούντας να παραμένουν στο σπίτι τους χωρίς να έχουν το δικαίωμα να επισκέπτονται κανένα άλλο σπίτι, ούτε ακόμη και φίλων τους. 
Το είδαμε εδώ

Περὶ τῆς ταφῆς καὶ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν -Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Νικόλαος



Τὸ σήμερα, τὸ χθὲς καὶ τὸ γιὰ πάντα τῆς ταφῆς καὶ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν



Ὅταν τόν περασμένο Ἰανουάριο δημοσιεύθηκαν στήν "Καθημερινή" κάποιες σκέψεις μου, πού προσπαθοῦσαν νά προσδιορίσουν τό ἦθος καί τό φρόνημα τῆς πίστεως καί παραδόσεώς μας σχετικά μέ τήν καύση τῶν νεκρῶν, ὑπῆρξε μιά ἐπιστολή ἐντόνου ἀντιθέσεως πρός τά γραφόμένα μου, γραμμένη ὅμως μέ εὐγένεια, εἰλικρίνεια καί σοβαρότητα τέτοια πού δέν θά μποροῦσα εὔκολα νά ἀντιπαρέλθω.

Ὁ ἐπιστολογράφος κατά τήν γνώμη μου ἦταν δικαιολογημένος ἀλλά δέν εἶχε δίκιο. Μιλοῦσε σωστά γιά τήν πραγματικότητα, ἀλλά δέν ἀκουμποῦσε τήν ἀλήθεια. Ὁ λόγος τοῦ θεολογικοῦ βιώματος τῆς διαχρονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ βαθύτερη ἐλπίδα τῶν πραγμάτων τοῦ φάνηκε προκλητικά καί ὑπερβολικά "ἐξωραϊσμένος". Ἔπαυσε ἡ κοινωνία μας νά ἔχει ἀντίστοιχα βιώματα.

Σκέφθηκα , λοιπόν, πώς χρέος μου θά ἦταν νά ἀναφερθῶ λίγο στή σημερινή καί τήν παραδοσιακή πραγματικότητα τοῦ τρόπου τῆς ταφης τῶν νεκρῶν, ἀφηνοντας μέσα ἀπό αὐτήν νά διαφανεῖ ἡ πνευματική ἀλήθεια γιά τήν πρόταση καύσης τῶν νεκρῶν, ὅπως τήν ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ πρόταση αὐτή προφασίζεται τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς καί τά γεγονότα, διαψεύδεται ὅμως ἀπό τήν βαθύτερη ἀλήθεια τῶν πραγμάτων.


1. Ἡ πραγματική εἰκόνα σήμερα

Σέ μιά πόλη μεγάλη σάν τήν Ἀθήνα ἔχει πλέον δημιουργηθεῖ μιά νέα εἰκόνα τῆς κηδείας. Ὁ νεκρός δέν διανυκτερεύει στό σπίτι του, ἀλλά σέ ψυγεῖο. Οὔτε θάβεται τήν ἑπομένη, ἀλλά συνήθως καθυστερεῖ. Οἱ γείτονες,ἀποξενωμένοι ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί ἐρμητικά κλεισμένοι στόν ἑαυτό τους ὁ καθένας ἀρνοῦνται τό θέαμα καί τήν κατάσταση πού αὐτό δημιουργεῖ. Ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ δέν γίνεται πλέον ἀπό τό σπίτι του -τόν τόπο τῆς ἐκφράσεώς του -, ἀλλά ἀπό τό δημόσιο κοιμητήριο -τόν τόπο τῆς δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεώς του. Ἔτσι δέν τόν ξαγρυπνοῦμε. Ὁ χῶρος ἀποχαιρετισμοῦ του εἶναι τό ἀπρόσωπο περιβάλλον τοῦ κοιμητηρίου, καί μάλιστα μαζί μέ ἄλλους. Τό γεγονός χάνει τή μοναδικότητά του.

Οἱ μεταφορεῖς τῆς σωροῦ, οἱ νεκροθάπτες, οἱ ψάλτες εἶναι ἄγνωστοι, πού πληρώνονται καί πού συνεχῶς αὐτή τήν δουλειά κάνουν. Πρόσωπα ἐθισμένα καί ὡς ἄγνωστα ἐντελῶς ἀμέτοχα στήν ἱερότητα ἤ τουλάχιστον στό συναισθηματικό δράμα τῆς ἀκολουθίας καί στό πραγματικό τῆς οἰκογενείας. Οἱ φίλοι καί οἱ γνωστοί δέν συμμετέχουν ἐνεργά στήν πρακτική διαδικασία τῆς κηδείας, ἁπλά παρακολουθοῦν παθητικά.

Ὁ ἱερέας, τό ἴδιο κουρασμένος, ψυχρός καί συχνά ἀδιάφορος. Ὅπως ὁ γιατρός ἔχει συνηθίσει τούς ἀσθενεῖς, αὐτός ἔχει συνηθίσει νά βλεπει τούς νεκρούς. Ἀδυνατεῖ νά συμμετάσχει. Τά λερωμένα του ἄμφια, ἡ σκληρή καί ξερή ἀπό τόν κόπο καί τή συνήθεια φωνή του, ἡ μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στόν κακόγουστο διάκοσμο-ἀπογοητευτικό ἀποτέλεσμα τυποποιημένης ἐπαγγελματικῆς διαδικασίας καί ὄχι εὐλαβοῦς εὐαισθησίας προσφιλῶν προσώπων, -τά χιλιοπατημένα χαλιά, τούς ἀνούσιους λόγους, καί τίς παγερές ὄψεις τῶν δημοτικῶν ὑπαλλήλων τοῦ κοιμητηρίου ἤ τίς ἐπαγγελματικές τῶν ἐργολάβων, δεμένων μέ τούς δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμούς μιᾶς παράταιρης χορωδίας ἤ τήν μοιρολογική φωνή ἑνός ψάλτη τῆς παλαιοληθικῆς ἐποχῆς, συνθέτουν μιά εἰκονα πού θυμίζει πιό πολύ τό θάνατο ἀπ' ὅσο ὁ ἴδιος ὁ νεκρός.

Ἡ κηδεία κατήντησε νά εἶναι περισσότερο μιά τελετή συμπαραστάσεως στούς συγγενεῖς, παρά μιά ἐκκλησιαστική ἔκφραση συντόνου καί ἐντόνου προσευχῆς γιά τόν ἀποθανόντα. Μιά πράξη ἀνθρώπινης παρηγοριᾶς παρά μιά κίνηση ἐκζητήσεως τῆς θεϊκῆς παρακλήσεως. Κάτι πού γίνεται γι' αὐτούς πού μένουν πίσω, παρά κάτι πού ἐπιτελεῖται γι' αὐτόν πού ἀναχωρεῖ.

Ὅλο αὐτό τό σενάριο δημιουργεῖ σέ ὁρισμένους τέτοια τραυματική ἐμπειρία συναισθηματικῆς καί ἰδεολογικῆς ἀποστροφῆς πού, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνεται, θέλουν ὁριστικά νά τήν ξεχάσουν. Καί ἐπειδή αὐτό δέν γίνεται, θέλουν νά ὑποβαθμίσουν τό γεγονός. Αὐτό εὔκολα στίς μέρες μας ὁδηγεῖ στήν πρόταση γιά καύση τῶν νεκρῶν. Αὐτό θά ὁριστικοποιήσει τήν ἀσέβεια.


2. Τό παραδοσιακό παρελθόν

Δίχως νά πέσουμε στήν παγίδα μιᾶς ἐξωραϊσμένης παρελθοντολογίας, νομίζω δέν θά ἀδικούσαμε τήν ἀλήθεια, ἄν λέγαμε ὅτι τό παρελθόν εἶχε πολύ περισσότερη ἀνθρωπιά, σεβασμό καί ὑπογραμμισμένα τά πρόσωπα. Οἱ κοινωνίες ἦσαν μικρότερες, οἱ δεσμοί καί οἱ σχέσεις πολύ πιό ἔντονες καί αὐθεντικές. Γι ' αὐτό καί ἡ συμμετοχή τοῦ καθενός σέ τόσο ἰδιαίτερες στιγμές πολύ πιό προσωπική. Στά χωριά τό γεγονός τοῦ θανάτου ἦταν γεγονός πού φαινόταν. Ἐπικέντρωνε τό ἐνδιαφέρον ὅλων. Μονοπωλοῦσε τίς συζητήσεις. Ἔδινε ταυτότητα στήν κοινωνική ζωή τοῦ συνόλου. Γι' αὐτό καί τό ἐπισφράγισμα τοῦ θανάτου, ἡ κηδεία καί ἡ ταφή εἶχαν σεβασμό, χρόνο, διάρκεια καί προσωπική συμμετοχή.

Ἀπ' ὅπου περνοῦσε ἡ κηδεία, σταματοῦσε κάθε κοσμική ἤ ἐμπορική συναλλαγή. Οἱ καταστηματάρχες κατέβαζαν τά στόρια - στή Θράκη καί τή Μικρά Ἀσία, ἀκόμη καί οἱ τοῦρκοι καί οἱ μωαμεθανοί, -ὅλοι σταυροκοπιόνταν, σταματοῦσε καί τό ἀντίθετο ρεῦμα τῆς κυκλοφορίας γιά νά ἀποδώσει κι αὐτό τό σεβασμό του.

Ἡ ἴδια εἰκόνα διατηρεῖται σήμερα καί στά μονασήρια. Ὅλα ἐπιτελοῦνται μέ μοναδική προσοχή στίς λεπτομέρειες -αὐτές ὑπογραμμίζουν τήν πίστη μας στό μυστήριο καί τό σεβασμό μας σ' αὐτά πού διακηρύττουμε. Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά πεῖ ναί στήν καύση τῶν μοναχῶν δέν μπορεῖ νά συγκατατεθεῖ ποτέ καί μέ τήν καύση τοῦ οἱουδήποτε πιστοῦ της.

Σήμερα στήν ἐκταφή, ὁ ἁρμόδιος ὑπάλληλος τοῦ Δήμου ἔχει τά γάντια του γιά νά μή μολυνθεῖ, ἁπλώνει μιά τυποποιημένη σακκούλα "σκουπιδιῶν" ἤ "ἀπορριμάτων"- ἔτσι γράφει ἡ κορδέλλα -ἀπό τόν Βασιλόπουλο ἤ τόν Μαρινόπουλο καί ἀρχίζει βιαστικά νά σκάβει καί νά ψάχνει γιά τά ὀστᾶ. Δίπλα του, ἕνα καταλερωμένο καροτσάκι γεμάτο χώματα, ἄχρηστα ἀντικείμενα καί ἐργαλεῖα, τό ἴδιο μέ τό ὁποῖο γίνεται ἡ μεταφορά τῶν σκουπιδιῶν τοῦ κήπου, σοῦ ὑπενθυμίζει ἀπάνθρωπα τό ἐνδεχόμενο νά δεῖς τόν ἀγαπημένο σου ἄλειωτο σκουπίδι νά πετιέται σέ μιά γωνιά γιά ἕνα ἀκόμη χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος πού τά κάνει αὐτά ἐδῶ πληρώνεται. Σοῦ εἶναι πολύ δύσκολο νά τοῦ πεῖς νά προσέξει μήπως κάτι παραμείνει θαμμένο. Μπορεῖ καί νά θυμώσει.

Τό παρελθόν καί ἐδῶ εἶναι διαφορετικό· γυναῖκες μέ καθαρές λεκάνες, ἄνδρες μέ κασμάδες καί φτυάρια -πού ἄφησαν γιά τή μέρα τή δουλειά τους, -ὁ παπάς καί οἱ συγγενεῖς πηγαίνουν γιά τήν ἐκταφή. Ἁπλώνουν πρῶτα ἕνα πεντακάθαρο σεντόνι ἤ μιά ἀχρησιμοποίητη πετσέτα, ὅλα ἄσπρα καί μέσα σέ ὑποβλητική ἡσυχία, μέ συγκίνηση καί ἀγωνία, στόν ἀπόμερο χῶρο τοῦ κοιμητηρίου, δίχως θορύβους ἐπιτελεῖται ἡ ἱεροτελεστία τῆς ἐκταφῆς. Ἀντί γιά ἀδικαιολόγητους φόβους, ὁ πόθος τῆς καινούργιας συναντήσεως. Ἀντί γιά ψυχρή ἐπαγγελματική βιασύνη , ἡ τρυφερότητα τῶν αἰσθημάτων καί ἡ ὑπομονή τοῦ σεβασμοῦ. Ὁ χρόνος τραβάει, διαρκεῖ. Ὅλα πλένονται ὄχι σέ φορμόλη ἤ ἄλλα χημικά, ἀλλά σέ ἁγνό κρασάκι ἀπό τό ἀμπέλι καί μέ πεντακάθαρο νερό. Ἔτσι ξανασυναντᾶ κανείς τό τελευταῖο ὑπόλειμμα τοῦ θησαυροῦ τοῦ προσώπου. Αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά σκεφθεῖ κανείς νά τό κάψει. Δέν μπορεῖ.

Σίγουρα ἡ εἰκόνα αὐτή μέ κανένα τρόπο δέν θά μποροῦσε νά ἐπανέλθει στή σημερινή πραγματικότητα. Ἡ γνώση ὅμως καί ἡ διαρκής ἀνάμνησή της εἶναι βασική προϋπόθεση στή διαμόρφωση μιᾶς σύγχρονης πνευματικῆς πρακτικῆς, συμβατῆς μέ τά δεδομένα τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος καί τῆς αἰώνιας καί διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας. Ἡ κηδεία ἀπό ὑπόθεση δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεως πρέπει νά ξαναγίνει ἱερή πράξη καθαρά ἐκκλησιαστικῆς φύσεως.


3. Οἱ προφάσεις γιά τήν καύση τῶν νεκρῶν

Οἱ λόγοι πού συνήθως παρουσιάζονται γιά νά ὑποστηρίξουν τήν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ ἑξῆς:

α. Ἔλλειψη χώρου
Τό πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι ἡ ἔλλειψη χώρου. Αὐτό ἰσχύσει κυρίως για τήν Ἀθήνα. Μιά τεράστια πόλη μέ δυσανάλογο πρός τήν ἔκτασή της πληθυσμό εἶναι πολύ φυσικό νά διαθέτει περιορισμένης ἐκτάσεως κοιμητήρια γιά νά φιλοξενήσουν ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἀριθμό νεκρῶν. Εἶναι ὅμως αὐτὸ τό ἐπιχείρημα πειστικό; εἶναι ἡ δυσκολία ἀνυπέρβλητη; Κατά καιρούς ἔχουν προταθεῖ λύσεις, λιγότερο ἤ περισσότερο πρακτικές, σχετικά μέ τούς οἰκογενειακούς τάφους ἤ τήν ἀποσυμφόρηση τῶν κοιμητηρίων μέ μετάθεση τῆς ταφῆς στήν ἐπαρχία, ὅπου αὐτό εἶναι δυνατόν κ.ο.κ.

Στήν οὐσία, τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν ἔχουμε χῶρο στά κοιμητήρια μας ἤ χώρους γιά κοιμητήρια ἀποτελεῖ πρόφαση, πού ἰσοδυναμεῖ μέ προσβολή. Ἄν δέν ἔχουμε, νά δημιουργήσουμε χῶρο. Ὅπως εἶναι ἀνάγκη στήν πολύκοσμη Ἀθήνα να δημιουργηθοῦν χῶροι γιά parking , ἀναψυχή, πολυκαταστήματα κ.λπ., ἔτσι μπορεῖ νά ληφθῆ καί ἡ δέουσα πρόνοια γιά τούς νεκρούς. Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός δημιουργοῦν καί χῶρο καί προϋποθέσεις. Ἄν καταλάβουμε ὅτι ἡ ἀνάγκη νά σεβασθοῦμε τούς νεκρούς μας εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὁποιαδήποτε πρακτική ἀνάγκη, τότε θά βρεθοῦν καί οἱ κατάλληλοι χῶροι.

Ἡ κοινωνία μας συχνά ἐκφράζει καί τή στενότητα πού νοιώθει ὄχι γιά τούς νεκρούς, ἀλλά καί γιά τούς ἐπερχομένους ζωντανούς. Οὔτε γι' αὐτούς δέν ἔχει χῶρο ὁ κόσμος μας. Γι' αὐτό καί νομιμοποιεῖ τίς ἀμβλώσεις. Ἔτσι, νόμιμα πλέον καταστρέφουμε τό σπαρμένο στά σπλάγχνα τῆς μητέρας ἔμβρυο. Κατά ἀνάλογο τρόπο, καῖμε τό σῶμα στά σπλάγχνα τῆς γῆς γιά νά μήν ζήσει αιώνια. Ὄχι γιατί δέν θέλουμε αὐτό νά ζήσει, ἀλλά γιατί δέν θέλουμε ἐμεῖς να ζήσουμε αἰώνια. Ἡ ὕπαρξη, ἡ ζωή του μᾶς θυμίζει τήν αἰωνιότητα. Ἐμεῖς μ'αὐτήν ἔχουμε πρόβλημα, ὄχι μέ τόν νεκρό, μέ τόν Θεό.

Στίς μωαμεθανικές χῶρες, πού ἀπαγορεύεται ἡ ἐκταφή ἤ ἡ κατακόρυφη σέ ἐπίπεδα ταφή, πού οἱ πληθυσμοί εἶναι πυκνοί καί αὐξανόμενοι, οἱ θάνατοι πιό σύντομοι, πῶς χωροῦν τά κοιμητήρια;

Ἐάν τελικά ἰσχύσει τό κριτήριο τῆς ἔλλειψης τοῦ χώρου, τότε σύντομα θά περάσουμε καί σ' ἕνα πρόβλημα, τήν ἔλλειψη τοῦ χρόνου. Δέν θά ὑπάρχει χρόνος γιά τήν κηδεία. Αὐτό θά εἶναι τό ἑπόμενο βῆμα καί θά εἶναι πιό λογικό. Δέν θά προλαβαίνουμε. Ἀφοῦ καταργήσουμε τήν ταφή, θά ἀντικαταστήσουμε τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας μέ μιά εὐχή "ἀναπαύσεως" γιά νά συντομεύσουμε τήν διαδικασία. Ἡ Ἐκκλησία πάντα θά προτιμᾶ τήν διανυκτέρευση στό σπίτι, στήν κηδεία στήν ἐνορία καί τήν ταφή στό κοιμητήριο. Ἄν δέν μποροῦμε νά τηρήσουμε αὐτό τόν τύπο τῆς ταφῆς, ἄς μή θυσιάσουμε τήν οὐσία τῆς τιμῆς.

β. Λόγοι ὑγείας, ἀποφυγή μικροβίων

Ἕνας δεύτερος λόγος πού ἀκούγεται συχνά ὅτι ἐπιβάλλει τήν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ λόγοι ὑγιεινῆς. Ἀλλά τί εἰρωνεία! Σέ μιά ἐποχή ὅπου, ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα καί ἀπό χιλιάδες αἰτίες, ἔχει καταμολυνθεῖ τό οἰκοσύστημα καί ὅπου ἀπειλεῖται μέ ἀπονέκρωση τό σύνολο τῆς γήινης βιόσφαιρας, σέ μιά ἐποχή πού πετοῦμε πιό πολλά ἀπ' ὅσα χρησιμοποιοῦμε, πού εἰσπνέουμε περισσότερο διοξείδιο τοῦ ἄνθρακος ἀπ' ὅσο ἐκπνέουμε, πού ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀθήνας θυμίζει ἀτμόσφαιρα ἀνθρακωρυχείου καί οἱ γειτονιές της χωματερές, εἶναι πράγματι ὑποκριτικό, ἐνῶ καταστρέψαμε περιβαλλοντικά ὅ,τι φαίνεται καί ζεῖ, τώρα νά νοιώθουμε πώς κινδυνεύουμε ἀπό τά μικρόβια τῶν νεκρῶν, πού οὔτε φαίνονται, οὔτε ἀπειλοῦν, οὔτε φυσικά ὑπάρχουν στά κοιμητήρια· ὑπάρχουν μόνο στά μυαλά τῶν συγχρόνων μηδενιστῶν. Τή μόλυνση τήν δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί, ὄχι οἱ νεκροί.


γ. Ἀνθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση εὐθανασίας;

Ἕνας ἰσχυρός λόγος, πού κάποιοι προτάσσουν γιά τήν καύση, εἶναι τά λεγόμενα ἀνθρώπινα καί ἀτομικά δικαιώματα. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἀτομικό δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώπου· ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνική ὑποχρέωση σεβασμοῦ καί ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τό θέλημα τοῦ ἑνός -κι ἄς ἀποκαλεῖται αὐτό δικαίωμα -νά προσκρούει στήν ἀνάγκη γιά σεβασμό τοῦ συνόλου- ἄν βέβαια ὑπάρχει κάτι τέτοιο. Δέν μπορεῖ νά εἶναι δικαίωμα κάποιου νά τόν κάψουμε ἐμεῖς!
Αὐτό τό σημεῖο ἰδιαίτερα ἐνόχλησε τόν ἐπιστολογράφο τῆς "Καθημερινῆς". Ἄν κάποιος θέλει νά καεῖ μετά θάνατον πῶς ἐμεῖς θά τόν ἀφήσουμε; καί δέν διερωτᾶται, γιατί αὐτός ὁ κάποιος, ὄχι ἁπλῶς ὁ κάποιος, ὄχι ἁπλῶς νά δέχεται-αὐτό τό καταλαβαίνουμε, -ἀλλά νά ἐπιθυμεῖ ἔντονα νά καεῖ; τί βαθύτερο καί συνάμα ἀνώτερο κρύβει μιά τέτοια ἐπιθυμία, ὥστε νά κληρονομεῖ σέ μᾶς τό σύνολο τήν ὑποχρέωση τῆς καύσης;

Τό κοινωνικό ἀγαθό ὡς ἀξία εἶναι ἀνώτερο κάθε ἀτομικῆς ἐπιλογῆς. Ἄν ἡ ταφή ἀποτελεῖ ἀξία, τότε ἡ καύση δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀτομικό δικαίωμα. Ἄν πάλι ἡ ἐπιθυμία ἑνός νά καεῖ εἶναι ὑπερτέρα τῆς ἀνάγκης τῆς κοινωνίας γιά σεβασμό τοῦ νεκροῦ σώματος, τότε τό ἴδιο ἐπιχείρημα δέν θά μποροῦσε νά φέρει στό προσκήνιο ἀπό νέα ὀπτική τό θέμα τῆς εὐθανασίας; Ἄν ἡ κοινωνία ἔχει ὑποχρέωση νά κάψει ὅποιον τό ἐπιθυμεῖ, τότε θά εἶναι καί ὑποχρεωμένη νά διευκολύνει καί τόν θάνατο αὐτοῦ πού τῆς τό ζητεῖ. Ἡ ὑποχώρηση στήν καύση τῶν νεκρῶν μέ τό αἰτιολογικό τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος θά καταστήσει τήν εὐθανασία ἐπιβεβλημένη κοινωνική ὑποχρέωση.


δ. Τό ἀποτρόπαιον τοῦ θανάτου

Ἡ ταφή ἀποτελεῖ ἀναντίρρητα μιά συναισθηματική πολύ δύσκολη εἰκόνα. Βλέπεις τὸ οἰκεῖο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, γιά τελευταία φορά νά κατεβαίνει ἀνεπίστρεπτα στά σπλάγχνα τῆς γῆς. Δέν θά ξαναντικρύσεις τήν οἰκεία ὄψη. Σέ λίγα λεπτά θά ἀκολουθήσει ἡ διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεώς του. Ὁ πειρασμός νά ἀποφύγει κανείς τήν ἐμπειρία δέν εἶναι ἀμελητέος. Ἡ στρουθοκαμηλική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας προκρίνει τό νά ἀγνοοῦμε ἤ νά μήν ἀντικρύζουμε τήν πραγματικότητα, παρά νά τήν προβάλουμε πάνω στήν ἀλήθεια. Προτιμάει κανείς νά βλέπει ἕνα κουτάκι παρά νά ἀντικρύζει ἕνα πτῶμα. Τό πρῶτο εἶναι ἁπλό ἀντικείμενο. Τό σῶμα εἶναι νεκρό ὑποκείμενο. Βλέποντας τό πρῶτο ξεχνᾶς τό πρόσωπο. Ἀντικρύζοντας τό δεύτερο θυμᾶσαι τό θάνατό του, αἰσθάνεσαι τό θάνανατό του καί αὐτό πονᾶ.


4. Βαθύτερα αἴτια τοῦ αἰτήματος τῆς καύσης

Πέραν ὅμως τῶν διαφόρων προφάσεων ὑπάρχουν βαθύτερα αἴτια πού τό θέμα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν κατά καιρούς ἐμφανίζεται στό προσκήνιο. Αὐτά εἶναι ὁ μηδενιστικός τρόπος ζωῆς, ἡ ἐπιθυμία ἀποθρησκευτικοποιήσεως τῆς κοινωνίας καί ἡ κυριαρχία τῆς χρηστικῆς ἀντίληψης εἰς βάρος τοῦ σεβασμοῦ καί τῶν ἀξιῶν.

Ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν σέ μιά προσπάθεια πρόκλησης τῆς Ἐκκλησίας καί σταδιακῆς νέκρωσης τοῦ αἰσθητηρίου τῆς ψυχῆς ποὺ ὅλο καί ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ζωῆς μας. Κάθε τί πού τήν ὑπενθυμίζει καί διακριτικά τήν ὑπογραμμίζει βαθμιαῖα γίνεται ἀνεπιθύμητο στήν ἀποδοχή καί ἐνοχλητικό στήν πρακτική του.

Ἡ ταφή ἔχει μιά τελετουργία ἐμφανῶς πιό ἔντονη ἀπό τήν καύση. Ἡ προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς καύσης δημιουργεῖ μιά ἀπότομη ἀλλοίωση στά κοινωνικά μας ἤθη καί εἰσάγει εἰκόνες, στόν τρόπο μας. Αὐτό τό νεο σκηνικό καίρια προσβάλλει τό μονοπώλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μεταφυσικῆς εἰκόνας τῆς κηδείας πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ταφή. Ἡ ταφή εἶναι περισσότερο μυστήριο, ἐνῶ ἡ καύση τελετή ἤ διαδικασία.

Ἡ πρακτική καί χρηστική ἀντίληψη ἔχουν ἐπικρατήσει καί μᾶς ἔχουν πείσει, γιατί μέσα στήν καρδιά μας ἔχει ἔντονα ἀδυνατίσει ἡ πνευματική καί βιωματική διάσταση τοῦ γεγονότος. Ὅλα γίνονται βιαστικά καί τυπικά. Ὅ,τι ὅμως δέν ἔχει ὑπομονή δέν ἔχει οὔτε βάθος, οὔτε διάρκεια· οὔτε ρίζες, οὔτε αἰωνιότητα. Ἔτσι ψέλνουμε "αἰωνία ἡ μνήμη" ἀλλά ταυτόχρονα ἡ δική μας μνήμη εἶναι σφιχτά κλεισμένη· προσπαθοῦμε νά ξεχάσουμε.

Τέλος, δέν εἶναι λίγοι αὐτοί πού ἐπικαλοῦνται καί οἰκονομικούς λόγους γιά τήν καύση, ἄσχετα ἄν τό ἐπιχείρημα αὐτό δέν φαίνεται ἀντικειμενικά νά εὐσταθεῖ. Ἡ ἀναγωγή ὅμως καί μόνον τοῦ θέματος τοῦ θανάτου καί τοῦ λειψάνου τοῦ σώματος σε οἰκονομική λογική τί ἄλλο δείχνει παρά ὅτι οἱ ἀξίες καί οἱ ἰδέες τελοῦν ἐν διωγμῷ στίς κοινωνίες μας;


5. Τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ Ἐκκλησία βαθειά μέσα στίς ρίζες τῆς παραδόσεώς της κρύβει τό θησαυρό τῶν ἐμπειριῶν της, τόν ὁποῖο ἔχει μεγάλο χρέος νά παρουσιάσει καί μέ τό λόγο καί μέ τήν πράξη της. Κατόπιν τούτων ὀφείλει:

α. Νά περιγράψει τή ζωντάνια τῆς ψυχῆς
Ἡ ψυχή δέν εἶναι οὔτε φαντασία οὔτε ἀφηρημένη ἔννοια. Εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει τέτοια δύναμη καί τόση ζωή πού δέν μπορεῖ νά ἐξαντλήση τά ἀποθέματα της σ' αὐτή τή ζωή· γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ παρά νά ζεῖ αἰώνια.

β. Ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπό τήν ταφή μπορεῖ νά ἐκφράσει:
• Τήν ἀλήθεια της,τήν πίστη της στή αἰωνιότητα καί ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί στήν δυνατότητα γιά θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό σῶμα εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ καί εἰκόνισμα τῆς μελλούσης καταστάσεως. Τούς ναούς καί τά εἰκονίσματα ποτέ δέν τά καῖμε.
• Τό φιλάνθρωπο, τήν ἀνθρωπιά της.
• Τήν αἰώνια πνευματικότητα καί ἐλπίδα της.
• Τήν ἐσωτερική μυστική χαρά της.
• Τήν αἰσθητική της.

Λένε πολλοί ὅτι ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι δογματικό θέμα. Κάθε τί ὅμως πού ἔχει νά κάνει μέ τόν ἄνθρωπο, τήν ψυχή του καί τή ἰσόρροπη σχέση τους, ἀναφέρεται στό δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως, τήν αἰώνια ζωή καί τή θεανθρώπινη δυνατότητά του. Μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει δογματική διατύπωση, σίγουρα ὅμως ὑπάρχει δογματική ἀλήθεια. Δόγμα δέν εἶναι μιά διατύπωση πού δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά παραβοῦμε, ἀλλά μιά ἀλήθεια πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ἐξαγιασθοῦμε.

Τό λείψανο ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε γιά χρόνια ἀνυποχώρητη τόν ἀγώνα της γιά τή διαφύλαξη τῶν εἰκόνων της, ἔτσι καί τώρα καλεῖται νά ὑποστηρίξει τίς ἀνθρώπινες εἰκόνες, τά ὑπολείμματα, τίς ὑπομνήσεις τῆς ψυχῆς σ' ἀυτόν τόν κόσμο. Κάθε προσπάθεια καύσης τοῦ σώματος εἶναι εἰκονοκλαστική στή φύση της καί προσβάλλει τό χριστολογικό δόγμα.

Ἡ καθημερινή συνήθεια, ἡ ἱστορική παράδοση καί ἡ διαχρονική πρακτική τῆς Ἐκκλησίας συντήρησαν ἕνα φρόνημα τό ὁποῖο καλλιέργησαν καί ἐνίσχυσαν καί ἐγέννησαν, μιά ἐμπειρία δογματικῆς ἀλήθεια πού ἴσως μέ τή σημερινή της κοινωνική πίεση περιμένει πλέον καί τή θεολογική της διατύπωση. Δογματικό δέν εἶναι μόνον ὅ,τι ἔχει πεῖ κάποια Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τό φωτισμένο λόγο της, ἀλλά καί ὅ,τι ἔχει ἀδιάψευστα ἐπαναλάβει ἡ οἰκουμενική Ἐκκλησία μέ τό ἐξαγιασμένο καί καθολικό μήνυμά της καί τήν καθημερινή πράξη της.


γ. Νά ὑπογραμμίσει τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου

Ὁ ἄνθρωπος ξεκινάνει μέ ἄκρα ταπείνωση -τήν κυτταρική μορφή του- καί καταλήγει πάλι ταπεινά -μέ τή λειψανική μορφή του. Ἡ τέλεια ἐξουθένωσή του συγχρονίζεται μέ τήν τέλεια ταπείνωσή του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση βρίσκεται στή μεγαλύτερη της ἔνταση καί δυναμική, ὅταν ἐγκαθίσται ἡ ψυχή στό σῶμα -ἔμβρυο - ἤ ὅταν ἀποχωρίζεται ἀπό αὐτό -λείψανο. Οἱ δύο αὐτές καταστάσεις εἶναι οἱ μοναδικές πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει. Τότε πού αὐτός δέν ἔχει φωνή τοῦ ἀναγνωρίζουμε ἐμεῖς τήν ταυτότητα. Καταστρέφοντας καί τά ἔμβρυα καί τά ὀστᾶ εἶναι σάν νά καταστρέφουμε τήν ἀνθρώπινη ταπείνωση.

Τό γεγονός τοῦ θανάτου στήν Ἐκκλησία δέν ἀντιμετωπίζεται ὡς μεμονωμένο γεγονός -κάποιος πέθανε - ἀλλά ὡς ἐκκλησιαστικό καί κοινωνικό γεγονός -κάποιος μᾶς ἔφυγε καί ἡ ἀναχώρησή του ἔχει ἄμεση σχεση μέ τή ζωή μας.


δ. Νά ἀποτυπώσει τό θεολογικό βίωμά της στήν πράξη της.

Ἡ λογική της πρέπει νά εἶναι ἡ λογική τοῦ σεβασμοῦ, ἡ δέ πρακτική της ἀπόλυτα ξεκομμένη ἀπό κάθε χρηματική ἤ οἰκονομική ἀντίληψη καί ἐντελῶς ξένη ἀπό πάσης φύσεως συναλλαγές, συμφωνίες καί διαπραγματεύσεις.

"Κηδεία"σημαίνει τήν τελευταία καί ἱερότερη φροντίδα μας στόν νεκρό. Ἐτυμολογικά προέρχεται ἡ λέξη ἀπό τό ρῆμα "κήδομαι" φροντίζω. Ὅταν κάποιον θέλεις νά τόν φροντίσεις, τότε οὔτε τήν ἱερότητά του περιορίζεις οὔτε καί τή φυσική ὑπόστασή του λιγοστεύεις. Ἀρνεῖσαι τή βία ἐπάνω του, ὄχι γιά νά μήν πονέσει τό σῶμα του, ἀλλά γιά νά μήν πονέσει ἡ ψυχή σου
.
Μέ τήν ταφή ὅμως, ὅταν αὐτή γίνεται ὅπως πρέπει, μποροῦν οἱ συγγενεῖς νά πάρουν τεράστια ἐλπίδα· αἰσθάνονται ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ὑπάρχει, κάπου εἶναι καί κάτι περιμένει· σίγουρα δέν τέλειωσε. Ὅσο τό σῶμα διατηρεῖται καί δέν τελειώνει, τόσο καί ἡ αἴσθηση τῆς ψυχῆς συνεχίζει νά ὑπάρχει μέσα μας καί νά μᾶς ὑποβοηθεῖ στήν ἀνάμνησή της. Ἡ ταφή μπορεῖ νά εἶναι ἀρχή ζωῆς, σπορά.

Κάθε μνημόσυνο, κάθε ἀνάμνηση, κάθε προσευχή, κάθε τρισάγιο, κάθε ψυχοσάββατο εἶναι ἕνα πότισμα σ' αὐτούς τούς σπόρους πού ὑπάρχουν μέσα στή γῆ, στούς κήπους, στά περιβόλια τῶν κοιμητηρίων. Ἡ Ἐκκλησία μας φυτεύει κάθε σῶμα μέ ἱερά αἰσθήματα, ὄχι μόνο ἀνθρώπινα, ἀλλά κατ' ἐξοχήν πνευματικά καί ἐκεῖ ἐναποθέτει ὅλη της τήν πίστη καί ὅλη μας τήν ἐλπίδα στήν αἰωνιότητα καί στήν ἀνάσταση κατεβάζοντας τόν κάθε σπόρο, τό κάθε σῶμα, μέσα στά σπλάγχνα τῆς γῆς. Ἄν τά καίγαμε τά σποράκια, ὅσο νερό καί νά ρίχναμε ἀπό πάνω ποτέ δέν θά βλάσταινε.

Γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι πτώματα τά νεκρά σώματα. Οὔτε εἶναι κόκκαλα τά ἀπομεινάρια τῶν λειωμένων πτωμάτων. Γιά τήν κοινωνία μπορεῖ νά εἶναι κάτι τέτοιο ἤ νά εἶναι ὀστᾶ. Γιά μᾶς ὑπάρχει ἡ ἱερή λέξη λείψανα· αὐτή περιγράφει τήν οὐσία τους, διότι αὐτή ὑπογραμμίζει τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς της.

Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀρνεῖται τήν καύση, γιατί ἀρνεῖται τό ἀνθρώπινο τέλος καί τή βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Ἐπιλέγει τήν ταφή, γιατί ἔχει πίστη καί ἐλπίδα στό αἰώνιο μέλλον τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναθέτει στή φύση τήν εὐθύνη τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ παρόντος τοῦ ἀνθρώπου.


6. Συμπεράσματα

Ὁ σύγχρονος κόσμος θέλει νά κάψει τούς νεκρούς. Τοῦ λείπει τό αἰώνιο, τό θεϊκό, ἡ τιμή τοῦ ὑλικοῦ, τό ἐπέκεινα, τό μετά ταῦτα. Ἀρνεῖται τουλάχιστον σκεφθεῖ τή ζωή πού ὑπάρχει χωρίς ὅμως νά φαίνεται. Οὔτε στά σπλάγχνα ὡς ἔμβρυο τήν δέχεται, οὔτε στόν τάφο ὡς λείψανο, οὔτε στήν σκέψη ὡς αἰώνιο προόσωπο, οὔτε στόν πόθο ὡς ὑπέρτατη ἀξία, οὔτε στήν ψυχή ὡς χάρη θεώσεως. Τά δεσμά τοῦ ἐδῶ καί τώρα σπάζουν μόνο κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς αἰώνιας ἀλήθειας.

Καῖμε ὅ,τι ἔχει ἀξία, ὀμορφιά καί ζωή. Ὅ,τι ἔχει χρόνο μέσα του καί διάρκεια. Καῖμε τά δάση, καῖμε τίς περιουσίες μας, καῖμε τίς αἰώνιες ἀξίες μέ τούς νόμους, καῖμε τίς παραδόσεις μας (ἀποποινικοποίηση τῆς μοιχείας, νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων κ.λπ.). Τώρα θέλουμε νά καῖμε καί τά σώματά μας. Ὅταν κάψουμε τήν ὑπόμνηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς καί τοῦ θανάτου μας, θά ἔχουμε προσδώσει στό τοπίο τῆς ζωῆς μας τήν εἰκόνα πού ἀντικρύζουμε μπροστά σέ ἕνα καμμένο δάσος. Ἡ Ἐκκλησία δυσκολεύεται νά ἐνταχθεῖ σέ μιά τέτοια λογική.

Πνεύμονες τῆς ζωῆς εἶναι τά δάση. Πνεύμονες τῆς ψυχῆς εἶναι τά λείψανα. Στά μοναστήρια μποροῦμε νά συναντήσουμε τήν πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τά κεντρικά τους σημεῖα, ἐκεῖ πού διαφυλάσσεται ὁ πνευματικός θησαυρός τους εἶναι τό ἱερό θυσιαστήριο, οἱ λειψανοθῆκες καί τό ὀστεοφυλάκιο. Στό πρῶτο ἐπιτελεῖται τό μυστήριο-προσφέρεται ὁ Θεός, - ἀπό τό δεύτερο προχέεται ἡ χάρις τῶν ἁγίων- προβάλλει ἡ Ἐκκλησία- καί τό τρίτο ἀποτελεῖ τό Πανεπιστήμιο τῆς ἐν Χριστῷ φιλοσοφίας, τό ἐργαστήριο τῆς μνήμης τοῦ θανάτου -ἀναδύει τό πρόσωπο. Καί τά τρία ἔχουν λείψανα. Καί τά τρία δέν θά ὑπῆρχαν, ἄν ἡ Ἐκκλησία υἱοθετοῦσε τήν καύση τῶν νεκρῶν της. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀπορρίψει τήν παράδοσή της, δέν μπορεῖ νά προσδώσει τήν ἐμπειρία καί τήν πίστη της· ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά κάψει τά σπλάγχνα καί νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό της.
πηγή

Ο Προφήτης Οβδιού

Για τον προφήτη Οβδιού και το βίο του δυστυχώς δεν γνωρίζουμε τίποτα. Από το φερώνυμο βιβλίο παρέχονται πληροφορίες μόνο για το όνομά του. Άγνωστος παραμένει και ο τρόπος κλήσεώς του στο προφητικό αξίωμα. Το όνομά του απαντά και ως Αβδιού, Οβδίας, Αβαδίας κλπ. και στη Βουλγάτα Abdias, όνομα συνηθισμένο για την Παλαιά Διαθήκη.
Ραββινικές παραδόσεις, που δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα, ταυτίζουν τον προφήτη Οβδιού με τον προσήλυτο Εδωμίτη Οβδιού που μνημονεύεται στο Γ’ Βασ. 18,3-4 ως επιστάτης του οίκου του βασιλιά Αχαάβ, ως δούλος του Γιαχβέ και ως προστάτης ομάδας προφητών που φόνευε η βασίλισσα Ιεζάβελ.
avdiu2
Ο προφήτης Οβδιού καταφέρεται εναντίον των Εδωμιτών (Οβ. 1,6-16), οι οποίοι συνεργάστηκαν με τους Βαβυλώνιους καταστρέφοντας την Ιερουσαλήμ το 587 π.Χ. Οι Εδωμίτες κατά τον Θεοδώρητο Κύρου ονομάστηκαν έτσι επειδή, είχαν ως γενάρχη τους τον Ησαύ, που ονομάστηκε Εδώμ σύμφωνα με το Γεν. 25,30-33, και λόγω της μνησικακίας που αφενός κληρονόμησαν από τον προπάτορά τους που διαπληκτιζόταν στη μήτρα της μητέρας του με τον αδελφό του Ιακώβ για τα πρωτοτόκια, αφετέρου λόγω του μίσους που έτρεφαν εναντίον των απογόνων του Ιακώβ.
Το βιβλίο του Οβδιού, το μικρότερο βιβλίο σε ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη, αποτελείται από ένα και μόνο κεφάλαιο και μπορεί να διαιρεθεί σε δυο τμήματα: α) προφητείες και απειλητικοί λόγοι κατά της Εδώμ και β) η κρίση των εθνών και η αποκατάσταση της Σιών. Το βιβλίο στον Ιουδαϊκό κανόνα βρίσκεται στην τέταρτη θέση μεταξύ των μεταγενεστέρων προφητών, ενώ στον Αλεξανδρινό στην πέμπτη θέση μεταξύ των ελασσόνων (μικρών) προφητών.
Λόγω του περιεχομένου και του απειλητικού ύφους εναντίον των Εδωμιτών, η προφητεία του Οβδιού μπορεί να ενταχθεί στο φιλολογικό είδος της “προφητείας κατά των εθνών“, είδος μη καινοφανές για την Παλαιά Διαθήκη. Η προφητεία του Οβδιού χαρακτηρίζεται από μια λογοτεχνική επιδεξιότητα, περιέχει ποιητικά τεχνάσματα, με εικόνες και προφητικές ειρωνείες με έντονο περιεχόμενο τόσο εναντίον της Εδώμ όσο και εναντίον όλων των αλαζονικών εθνών.
Ως συγγραφέας του βιβλίου του Οβδιού θεωρείται ο ίδιος ο προφήτης, ο οποίος σύμφωνα με τις ενδείξεις του κειμένου φαίνεται να είναι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των γεγονότων που συνέβησαν και περιγράφει και ενδεχομένως το κείμενο του βιβλίου να συντάχθηκε αμέσως μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ δηλ. το 587 π.Χ.
Η διδασκαλία και το μήνυμα του προφήτου συνδέονται άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα του βιβλίου του. Εστιάζεται στην έννοια της δικαιοσύνης του Θεού, ο Οποίος εικονίζεται ως θεμελιωτής και επιτηρητής της ηθικής τάξης στον κόσμο όπου θα αποδώσει δικαιοσύνη τιμωρώντας τους Εδωμίτες που επιτέθηκαν εναντίον του λαού Του και θα αποκαταστήσει τον ισραηλιτικό λαό κατά την «Ημέρα του Κυρίου».
Η μνήμη του τιμάται την 19η Νοεμβρίου.

Συναξαριστής της 19ης Νοεμβρίου

Ὁ Προφήτης Ὀβδιοῦ ἢ Ἀβδιοῦ



Τὸ ὄνομά του σημαίνει «δοῦλος Κυρίου». Ἔζησε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 6ου αἰῶνα π.Χ., (κατ᾿ ἄλλη ἐκδοχὴ τὸ 800 π.Χ.), καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες.

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συχὲμ (ἐκ τοῦ ἀγροῦ Βηθοχαρὰμ ἢ Βαθαχαράμ), καὶ μὲ τὴν σύντομη προφητεία του αὐστηρὰ παρατηρεῖ μὲ ἰσχυρὲς ποιητικὲς ἐκφράσεις τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν πτώση τοῦ Ἰσραήλ.

Νὰ τί λέει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια: «Ὑπερηφάνια τῆς καρδίας σου ἐπῆρε σε κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ- τὶς κατάξει με ἐπὶ τὴν γῆν; ἐὰν μετεωρισθῆς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιᾶν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος». Δηλαδή: ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς σου σὲ ἔκανε νὰ φρονεῖς πολὺ ὑψηλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ὅτι τάχα κατοικεῖς σὲ φαράγγια καὶ σπηλιὲς τῶν ὀρέων καὶ γενικὰ ἀπόρθητες περιοχές. Ἔχεις κτίσει τὴν κατοικία σου σὲ πολὺ ὕψος, πιστεύεις ὅτι εἶσαι ἰσχυρὸς καὶ ἀνίκητος καὶ λὲς ἀπὸ μέσα σου: Ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μὲ κατεβάσει στὴ γῆ; Καὶ ἂν ἀκόμα πετάξεις σὲ μεγάλα ὕψη σὰν τὸν ἀετό, καὶ ἂν στήσεις τὴν φωλιά σου ψηλὰ ἀνάμεσα στ᾿ ἀστέρια, ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ καταῤῥίψω καὶ θὰ σὲ κατεβάσω, λέγει ὁ Κύριος.

Ἂς προσέξουμε, λοιπόν, τὰ λόγια του προφήτη καὶ ἂς καλλιεργοῦμε τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση.

Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ Ὁβδιοῦ ἦταν μαθητὴς τοῦ προφήτου Ἡλίου, ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀχοζία, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τὸν Ὀβδιοῦ στὸν Ἠλία γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ βουνὸ πρὸς τὸν βασιλιά.

Μετὰ τὴν μετάβαση τοῦ Ἠλία στὸν Ὀχοζία, ὁ Ὀβδιοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ πεντηκοντάρχου, ἀκολούθησε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε. Ὅταν πέθανε ἐτάφη στὸν τάφο τῶν πατέρων του.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἀβδιοὺ τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὥσπερ θεράπων φερωνύμως τοῦ Λόγου, τοῦ ὑπὲρ ἔννοιαν φωτὸς ἠξιώθης, καὶ προφητείας ἔλλαμψιν ἐδέξω σοφὲ δόξαν γὰρ τὴν ἄυλον, καθαρῶς ἐποπτεύων, ὄργανον θεόπνευστον, Ὀβδιοὺ ἀνεδείχθης, προμελωδοῦν ἐν κόσμῳ μυστικῶς, τῶν ἐσομένων, Προφῆτα τὴν ἔκβασιν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου, Σωτὴρ.
Ὁ μέγας Ἀβδιοὺ, ἐπιλάμψεσι θείαις, τὸν νοῦν φωτοειδῆ, κεκτημένος θεσπίζει, τὰ μέλλοντα Πνεύματι, τῷ Ἁγίῳ φθεγγόμενος, τοῦτον σήμερον, εὐσεβοφρόνως τιμῶντες, ἐκτελέσωμεν, τὴν ἱερὰν αὐτοῦ μνήμην, καρδίας φωτίζουσαν.

Ὁ Ἅγιος Βαρλαάμ



Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος θεώρησαν χρέος τους νὰ ἀσχοληθοῦν στὸ δίκαιο ἐγκώμιο τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἀθλητῆ τῆς πίστης.

Παρὰ τὰ βαθιὰ γεράματά του, ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Ἀντιοχείας, τὸν ἀντιμετώπισε μὲ θαυμαστὴ εὐψυχία. Ἔτσι τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα βοδιοῦ καὶ τοῦ ξερίζωσαν τὰ νύχια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑποχωροῦσε ἄναψαν κάρβουνα καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ βάλουν τὰ χέρια του ἐπάνω σ᾿ αὐτά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς πρόλαβε. Βάδισε μόνος του καὶ ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι στὴ φωτιά. Καὶ ἐνῷ καίγονταν οἱ σάρκες καὶ τὰ κόκκαλά του, ὁ γέροντας Βαρλαάμ, ὑμνοῦσε καὶ εὐλογοῦσε τὸν Κύριο. Μετὰ ἀπὸ λίγο παρέδιδε καὶ τὴν τελευταία του πνοή, ἀλλὰ κράτησε καὶ ἀμετακίνητη τὴν πίστη του (304 μ.Χ.).

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Νεανικὴν ἐνδεδυμένος ἀνδρείαν μαρτυρικήν, ἐν πολιᾷ καρτερίαν, σὺ ἐνεδείξω ἔνδοξε, δοξάσας τὸν Χριστόν. Τούτῳ δὲ προσήγαγες δεξιὰν κεκαυμένην, ὡς θυσίαν ἄμωμον τὴν ἁγίαν ψυχήν σου. μεγαλομάρτυς, πρέσβευε ἀεί, πᾶσιν δοθῆναι, Βαρλαάμ, συγχώρησιν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἄζης ὁ Θαυματουργός

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (289 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ἰσαύρων. Ἦταν στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελμα, ἀλλὰ ἄφησε τὴν στρατιωτικὴ ζωὴ καὶ ζοῦσε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔκανε πολλὰ θαύματα.

Τὸν κατάγγειλαν ὅμως κάποιοι κυνηγοί, ποὺ τὸν εἶχαν δεῖ, καὶ στάλθηκε στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα γιὰ νὰ τὸν συλλάβει. Ὅταν τὸν συνέλαβαν βαθιὰ μέσα στὴν ἔρημο, οἱ στρατιῶτες δίψασαν καὶ δὲν ἔβρισκαν πουθενὰ νερό.

Τότε ὁ Ἄζης, διὰ τῆς προσευχῆς, ἔκανε νὰ πεταχθεῖ μπροστά τους νερὸ καὶ ἔτσι ξεδίψασαν. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔκανε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.

Ὅταν τελικὰ ὁ Ἄζης ὁδηγήθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀκυλίνο, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Τότε τὸν ἔδεσαν σ᾿ ἕνα τροχὸ καὶ ἀπὸ κάτω ἄναψαν φωτιά. Ἀλλὰ ἐνῷ ἡ φλόγα ὑψώθηκε, μὲ μιᾶς ἀμέσως ἔσβησε.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προσείλκυσε στὸν χριστιανισμὸ τὴν σύζυγο καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ ἔπαρχου. Ὁ Ἀκυλίνος γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ ὁριστικὰ τὸν Ἄζη, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.

Οἱ Ἅγιοι 150 Μάρτυρες Στρατιῶται

Αὐτοὶ πίστεψαν διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἁγίες μάνα καὶ θυγατέρα

Ἦταν σύζυγος καὶ κόρη τοῦ ἔπαρχου Ἀκυλίνου, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἅγιοι 12 Μάρτυρες Στρατιῶται

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, ἴσως τὴν ἐποχὴ τῶν πιὸ πάνω 150 Ἁγίων μαρτύρων στρατιωτῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης καὶ διέπρεψε γιὰ τὴν σεμνότητα τῆς ζωῆς του.'Συνελήφθη ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Μαξιμίνο (311-313), ἐπὶ δούκα Οὐρβανοῦ, γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἦταν χριστιανός.

Τότε τὸν διαπόμπευσαν μέσα στὸ στάδιο καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἄφησαν γιὰ τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὰ τὸν κατασπάραξαν, ἀλλὰ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸν ἔπνιξαν στὴ θάλασσα.

Ὁ Ἅγιος Ἡλιόδωρος ἀπὸ τὴν Μαγιδὼ τῆς Παμφιλίας

Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (272) στὴ Μαγιδὼ τῆς Παμφυλίας, καὶ ὅταν ἡγεμόνευε στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Ἀέτιος.

Ὁ Ἠλιόδωρος λοιπόν, συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, στὴν ἀρχὴ ξέσχισαν τὶς πλευρές του μὲ σιδερένια νύχια καὶ ἔπειτα ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες ἀπὸ ῥητίνη λαμπάδες.

Παρὰ λίγο ὁ Ἅγιος νὰ λιποψυχήσει. Ἀλλὰ διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Κύριο, ἡ ψύχή του στερεώθηκε. Ἀκολούθησε σειρὰ σκληρῶν καὶ φρικτῶν βασανιστηρίων, ἀλλ᾿ ἡ σταθερότητα τῆς πίστης τοῦ Ἠλιόδωρου δὲν κάμφθηκε.
Τελικὰ ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἐκεῖ ὑπέστη τὸν δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.

Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος, Θαλλελαῖος, Χριστοφόρος, Εὐφημία καὶ τὰ παιδιά τους καὶ Παγχάριος

Δὲν βρίσκουμε κανένα στοιχεῖο γιὰ τὴ ζωή τους καὶ τὸ μαρτύριό τους.

Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ ἡγούμενος τοῦ Σπηλαίου (Ρῶσος) (+ 1065)

Ὁ Ὅσιος Σίμων

Ἡ τοῦ ὁσίου Σίμωνος μνήμη δὲν ἀπαντᾷ οὔτε εἰς τὰ ἔντυπα Μηναῖα οὔτε εἰς τὸν Συναξαριστὴν Νικόδημου·  ἀπαντᾷ εἰς τὸν Παρισινὸν Κώδ. 1621 (αἰών. ιγ´), ἔνθα περὶ αὐτοῦ ἀναγινώσκομεν ταῦτα:
Οὗτος ἦν ἐκ Καλαβρίας μοναχὸς μονῆς μεγάλης καὶ θαυμαστῆς· ὅτε ποτὲ ἐστάλησαν εἰς διακονίαν μοναχοί τινες ἐκ τῆς μονῆς παρὰ τὴν θάλασσαν συνελήφθησαν ὑπὸ πειρατῶν Τούρκων καὶ ὡδηγήθησαν εἰς τὴν Ἀφρικήν·

πρὸς ἐξαγορὰν τῶν αἰχμαλώτων ἀδελφῶν ἐλθὼν οὗτος καὶ εὑρὼν αὐτοὺς διηρώτα ἐν συγκινήσει τὰ κατ᾿ αὐτούς, ὅτε πλησιάσας Ἀγαρηνὸς ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ νὰ ῥαπίση τὸν ὅσιον, ἀλλ᾿ ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ·

τὸ αὐτὸ ἐπανελήφθη καὶ εἰς τὸν δεύτερον ἐλθόντα, ὅτε οἱ ἄλλοι οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπήγαγαν αὐτὸν εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου καὶ διηγήθησαν τὰ διατρέξαντα· ἐκ τούτων ὁ ἄρχων κατεπλάγη καὶ παρεκάλεσε τὸν ὅσιον δι᾿ εὐχῆς ν᾿ ἀποκαταστήσῃ τὰς ἐξηραμένας τῶν στρατιωτῶν χεῖρας·

καὶ τούτου γενομένου, διέταξε νὰ μεταφέρωσιν ἐν τιμῇ τοὺς αἰχμαλώτους μοναχοὺς εἰς τὸν τόπον αὐτῶν.

Κατὰ δὲ τὸ ταξίδιον, ἀπολιπόντος τοῦ ὕδατος διὰ προσευχῆς τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ μετέβαλεν εἰς γλυκύτητα ὅπερ ἐκίνησεν εἰς θαυμασμὸν τοὺς ἀπίστους· ἐγένετο αὐτουργὸς καὶ ἄλλων θαυμάτων καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ

(Ἁγιολόγιο Σ. Εὐστρατιάδη, σελ. 425).

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ὁ Ἴβηρ, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ


Ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα. Ἔπαιξε σπουδαῖο ῥόλο στὴ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου του (Γεωργία).

Ταξίδευσε στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴ Κωνσταντινούπολη καὶ στὴ Βιθυνία, ὅπου γνωρίστηκε μὲ ἄλλους πνευματικοὺς πατέρες.

Κατόπιν ταξίδευσε στὴ Ῥώμη διὰ Θεσσαλονίκης, ὅπου ἔκανε θαύματα. Ἐπανερχόμενος ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔκτισε καὶ ἱερὸ ναὸ τὸ 870. Τὸ ἔργο του, ποὺ ἦταν κυρίως διδακτικό, ὑπῆρξε ἐξαιρετικὸ γιὰ τοὺς Θεσσαλονικεῖς. Πέθανε τὸ 875.

Ἄγιος Φιλάρετος Πατριάρχης Μόσχας






Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...