«Προστασία φοβερά καί ἀκαταίσχυντε».
Στήν
Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου Ἅγίου Ὄρους ὑπάρχει μία θαυματουργή εἰκόνα τῆς
Παναγίας, πού ἔχει ἓνα ἠχηρό, ἓνα παράξενο ὄνομα. Λέγεται «Φοβερά Προστασία».
Παλαιότερα, γύρω στά 1330, ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη πού βρισκόταν ἡ
εἰκόνα, τήν ἔφεραν σ᾿ἕνα μετόχι τῆς Μονῆς, ἔξω ἀπό τίς Σέρρες. Τό 1848
μεγάλη πυρκαϊά κατέστρεψε ὁλόκληρο τό μετόχι. Δέν ἔμεινε τίποτε ὄρθιο.
Μέ θαυμαστό τρόπο διασώθηκε ἀπό τίς φλόγες μόνο ἡ εἰκόνα αὐτή καί τότε
τήν μετέφεραν στό Ἅγιο Ὂρος. Τήν πῆγαν ἐκεῖ γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια,
ἀλλά καί γιά νά τῆς ἀπονέμωνται οἱ τιμές πού τῆς ἀξίζουν.
Τήν δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, οἱ μοναχοί κάνουν λιτανεία τῆς ἄλλης θαυματουργῆς εἰκόνας «Ἄξιον Ἐστίν»
ἀπό τίς Καρυές καί πηγαίνουν μέχρι τήν Μονή Κουτλουμουσίου, πού εἶναι
κοντά, πρός ἁγιασμόν τῆς Μονῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς. Τήν τρίτη τῆς
Διακαινησίμου πάλι οἱ Πατέρες τοῦ Κουτλουμουσίου κάνουν λιτανεία μέ τήν «Φοβερά Προστασία» καί πηγαίνουν μέχρι τῖς Καρυές, ὅπου συναντῶνται οἱ δύο Κυρίες, οἱ Παναγίες «Ἄξιον Ἐστίν» καί ἡ «Φοβερά Προστασία». Ἔτσι ἡ δεύτερη εἰκόνα ἀνταποδίδει τήν ἐπίσκεψη στήν πρώτη εἰκόνα.
Ὅποιος παρατηρεῖ τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς «Φοβερᾶς Προστασίας»
πλημμυρίζει ἡ καρδιά του ἀπό λύπη καί πόνο, γιατί καί τό βλέμμα τῆς
Παναγίας εἶναι θλιμμένο, καθώς ἀντικρύζει τά σύμβολα, τά ὄργανα τοῦ
πάθους, δηλαδή στόν σταυρό, τήν λόγχη καί τόν σπόγγο, πού τά κρατάει
ἄγγελος πετώντας ἀπό τόν οὐρανό. Ἡ Παναγία μέ εὐγένεια καί στοργή
σφίγγει τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά της, γιά νά τόν προστατεύσει, ἐπειδή ἡ
σκέψη της πηγαίνει στήν προφητεία τοῦ πρεσβύτη Συμεών, πού τῆς εἶπε κατά
τήν ὑπαπαντή, καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία. Ἀλλά
καί στό βλέμμα τοῦ Κυρίου διακρίνεται κάποιος φόβος, πού δέν εἶναι
φόβος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά φόβος τῶν ἀνθρώπων, φόβος ὅλου τοῦ κόσμου γιά
ὅσα πρόκειται νά συμβοῦν. Μέ τήν αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ φόβου ὁ Χριστός
ὀπισθοχωρεῖ, μαζεύεται καί ἀναζητᾶ προστασία στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας,
τῆς Μητέρας τοῦ πόνου.
Κατά
τό ἔτος 1980 τήν Κυριακή πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα, ὅλοι οἱ Πατέρες ἦσαν
μέσα στό Καθολικό, στήν κεντρική Ἐκκλησία. Κάποια στιγμή μία νεφέλη,
ἓνα σύννεφο σκέπασε τήν αὐλή τῆς Μονῆς. Ἡ νεφέλη αὐτή ἦταν ἄοσμη. Σέ
ὃλους φάνηκε παράξενο τό γεγονός. Σέ λίγο ὅμως ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ
ἀνατολική πτέρυγα τῆς Μονῆς φλέγεται, πῆρε φωτιά καί οἱ φλόγες ἔγλυφαν
τόν κεντρικό Ναό. Ὁ κίνδυνος νά καεῖ ὅλο τό μοναστήρι εἶναι μεγάλος.
Τρέχουν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς νά σβύσουν τήν φωτιά μέ τά πενιχρά μέσα πού
διαθέτουν. Καταλαβαίνουν ὅμως ὃτι αὐτό εἶναι ἀδύνατον. Τότε πηγαίνουν
καί παίρνουν τήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας καί βγαίνουν ἔξω στήν
αὐλή. Περνοῦν ἀνάμεσα ἀπό τίς φλόγες. Μοιάζουν μέ τούς τρεῖς παῖδες
στήν κάμινο τῆς Βαβυλῶνος. Οἱ φλόγες σέβονται τήν Παναγία καί ὑποχωροῦν,
ἀπομακρύνονται ὥσπου χάθηκαν, ἔσβυσαν ἐντελῶς. Ἔπρεπε νά καεῖ ὅλο τό
μοναστήρι. Δέν ἦταν δυνατόν νά γλυτώσει τίποτε ἀπό τήν μανία τῆς φωτιᾶς.
Κάηκε μόνο ἡ ἀνατολική πτέρυγα. Θά τό πῶ πάλι καί θά τό τονίσω, οἱ
φλόγες σεβάσθηκαν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας κι᾿ ἐμεῖς δέν σεβόμαστε καί
δέν ὑπολογίζουμε τίποτε. Δέν ξέρω, ἄν μποροῦμε νά λεγώμαστε ἄνθρωποι σέ
τέτοια ἐλεεινή κατάσταση πού βρισκόμαστε.
Τό
ἒτος 1994 γινόταν ἀγρυπνία λόγῳ τῆς ἑορτῆς τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Μετά τά μεσάνυχτα κάποιοι ἀθεόφοβοι, ὄργανα τοῦ διαβόλου, ἔβαλαν φωτιά
σέ τέσσερα σημεῖα στό δάσος, ὄχι πολύ μακρυά ἀπό τήν Μονή
Κουτλουμουσίου. Ζητήθηκε καί ἀπό τούς Πατέρες τῆς Μονῆς, ὅσοι μποροῦν,
νά τρέξουν γιά νά βοηθήσουν στό σβύσιμο τῆς φωτιᾶς.
Ὁ
καιρός ἦταν ζεστός. Ὁ οὐρανός πεντακάθαρος, ἀλλά ἀπότομα μαύρισε.
Γέμισε σύννεφα καί ἄρχισε νά βρέχει καταρρακτωδῶς μόνο στόν τόπο τῆς
φωτιᾶς καί τήν ἔσβυσε. Σ᾿ ὅλο τό Ἅγιο Ὂρος ὁ οὐρανός ἦταν καθαρός καί
δέν ἔπεσε οὔτε μία σταλαγματιά. Ἡ Φοβερά Προστασία πάλι ἔκανε τό θαῦμα της.
Ἀγαπητοί μου,
Δέν
θά σταματήσουμε ποτέ νά λέμε πώς ἡ χάρη τῆς Παναγίας εἶναι μεγάλη καί
ἀκούει τίς δεήσεις ὅλων ἐκείνων, πού τήν ἐπικαλοῦνται μέ πίστη καί
εὐλάβεια. Βλέπουμε ὅτι ἡ Παναγία, ἡ Φοβερή Προστασία, ὄχι
μόνο αὐτή διαφυλάχθηκε σώα καί ἀβλαβής ἀπό τήν φωτιά, ἀλλά θά λέγαμε
ἔχει τήν εἰδικότητα νά σώζει καί τούς ἄλλους ἀπό τήν φωτιά.
Ὅλοι
ἐμεῖς οἱ ἐμπαθεῖς καί ἁμαρτωλοί τί κάνουμε καθημερινῶς; Ἀντί νά
ἐργαζώμαστε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἀντί νά καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές,
καλλιεργοῦμε τά πάθη μας. Φουντώνουν, ἀνάβουν τά πάθη μας καί μᾶς
κατακαῖνε. Μέ τίς συνεχεῖς ἁμαρτίες μας ρίχνουμε ξύλα καί δυναμώνουμε
τήν φωτιά, ἀναζωπυρώνουμε τήν φλόγα τῆς κολάσεως, πού θά μᾶς κατακαύσει.
Ἄς
σταματήσουμε κάποτε. Ἄς βάλουμε φρένο στήν ἁμαρτία. Δέν θά περάσουμε
ἔτσι τήν ζωή μας ὅλη. Κάποτε πρέπει νά διορθωθοῦμε. Ἄς καταφύγουμε εἰς
τάς πολλάς πρεσβείας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἄς ἐπικαλεσθοῦμε τήν φοβερά
προστασία της. Ἐδῶ, ἐν μέν τῷ παρόντι βίῳ νά εἶναι θερμή προστάτις καί βοηθός. Κατά τήν ἔξοδό μας ἀπό τόν μάταιο αὐτό κόσμο τάς σκοτεινάς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων πόρρω αὐτῆς ἀπελαύνουσα. Νά διώξει μακρυά μας τούς πονηρούς δαίμονες καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά τελώνεια. Ἐν δέ τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως
νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τό αἰώνιον πῦρ τῆς κολάσεως καί νά μᾶς καταστήσει
κληρονόμους τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, μετόχους τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἀμήν.-