Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 02, 2015

Η μόνη ακατανίκητη αμαρτία

ανάγκη_αγωνιστικότηταςπ. Φιλοθέου Φάρου
Η μόνη ακατανίκητη αμαρτία είναι η αμαρτία που αρνούμεθα να παραδεχθούμε και η μόνη αμαρτία που δεν συγχωρεί ο Θεός είναι η αμαρτία που την περιβάλλουμε με ένδυμα αρετής. Οι δικαιολογίες και η αυτοάμυνα μεγιστοποιούν την αμαρτία.
Ακόμη και ένα ακούσιο λάθος γίνεται αμαρτία όταν προσπαθούμε να το δικαιολογήσουμε. Αλλά ένα λάθος που αναγνωρίζει κανείς ελεύθερα, μπορεί να γίνει πηγή δυνάμεως.
Ο οποιοσδήποτε θα συγχωρούσε ένα έντιμο λάθος που ομολογείται έντιμα, ενώ κανείς δεν θα συγχωρήσει ένα λάθος όταν το δικαιολογούμε, ή αρνούμεθα να το παραδεχθούμε.
Πηγή: isagiastriados.com

το είδαμε εδώ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Ι Ε Ρ Α Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Σ Θ Η Β Ω Ν κ α ι Λ Ε Β Α Δ Ε Ι Α Σ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ Οι άγιοι πατέρες που με σύνεση και διάκριση ρύθμισαν τα πάντα μέσα στην Εκκλησία, καθόρισαν αυτή την Κυριακή του Πεντηκοσταρίου να διαβάζεται η Ευαγγελική περικοπή, που αναφέρεται στη θαυματουργική θεραπεία του παραλύτου της Βηθεσδά. Είναι πιθανόν με την επιλογή αυτή να ήθελαν να καταδείξουν ότι ο Αναστημένος Χριστός, που νίκησε τον «ἔσχατο ἐχθρό» μας, τον θάνατο, νίκησε και κατήργησε και τα παρεπόμενα του θανάτου: τον πόνο, τη φθορά, την ασθένεια. Κάποιοι ερμηνευτές θεώρησαν τον παράλυτο ως τύπο και σύμβολο του πεπτωκότος ανθρώπου, τον οποίο ο Αναστάς Κύριος ήγειρε με τη χάρη του από την παραλυσία μιας αποξενωμένης από το Θεό ζωής. Μπροστά στο μέγιστο εκθαμβωτικό θαύμα της Αναστάσεως, όλα τα άλλα θαύματα του Χριστού αξιολογούνται απλά σαν περιστατικά που απορρέουν από την ακατάβλητη ισχύ του πρωταρχικού αυτού θαύματος. Με την Ανάσταση, που τη λυτρωτική της δύναμη θα δώσει στους πιστούς ανθρώπους το βάπτισμα, καθιστώντας περιττό το σημείο της σαρκικής περιτομής των Ιουδαίων και που η ανάμνησή της θα γίνεται την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, την Κυριακή υποκαθιστώντας το σημείο του νομικού Σαββάτου, με την Ανάσταση, λοιπόν, ο κόσμος προεισάγεται «ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις». Η έναρξη αυτών των εσχάτων καιρών επισφραγίζεται με την έλευση του Παρακλήτου, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, κατά την Πεντηκοστή, και έτσι αρχίζει το μέγα θαύμα της παρουσίας και σωστικής πορείας του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας στον ιστορικό χρόνο. Όσοι είναι δεκτικοί και ειλικρινείς αξιώνονται να αποδεχθούν το «σημεῖον τοῦ Ἰωνᾶ», που αποτελεί προτύπωση της Αναστάσεως του Χριστού. Στις ευαγγελικές αφηγήσεις αναφέρονται πολλές εκπληκτικές θαυματουργίες, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δημόσιας δράσης του Ιησού. Ο Ιησούς όπου και αν βρεθεί θεραπεύει «πᾶσαν νόσον και πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ», έτσι που η φήμη του ως θαυματουργού θεραπευτή διαδίδεται και έξω από τα όρια της Παλαιστίνης, ώστε να του προσφέρουν «πάντας τούς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις» τους οποίους και θεράπευε. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης υπαινίσσεται πάμπολλα θαύματα του Χριστού, που αν καταγράφονταν όλα, δεν θα χωρούσε ο κόσμος τους τόμους της Βίβλου. Σαράντα, τελικά, είναι τα θαύματα που αναφέρονται στα τέσσερα Ευαγγέλια και ασφαλώς θα επιλέχτηκαν ως τα πλέον αντιπροσωπευτικά. Τα πιο λίγα σε σύγκριση με τους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, μόλις εννέα, αναφέρει ο Ιωάννης. Μεταξύ αυτών είναι και το θαύμα για το οποίο ακούσαμε στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Τι είναι, όμως, το θαύμα και γιατί ο Χριστός έκανε θαύμα; Το θαύμα ή σημείο είναι ένα έκτακτο γεγονός πάνω από την τάξη των συνηθισμένων φυσικών νόμων, το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί και να εξηγηθεί με την ανθρώπινη λογική. Το θαύμα επισφραγίζει και επιβεβαιώνει τη θρησκευτική διδασκαλία ή την γνησιότητα των θεϊκών απεσταλμένων. Ο Χριστός δεν κάνει θαύματα για να καταπλήξει τους ανθρώπους με την παντοδυναμία του και να τους καταστήσει έμφοβους και περιδεείς οπαδούς του. Θέλει ελεύθερους και υπεύθυνους πιστούς και γι΄ αυτό απαιτεί η πίστη να προηγείται του θαύματος. Χωρίς αυτή συνήθως το αρνείται. Με τα θαύματα του Χριστού επιβεβαιώνεται η μεσσιανική του ταυτότητα. Οι προφήτες της Π. Διαθήκης είχαν ταυτίσει την έλευση του Μεσσία και την έναρξη της μεσσιανικής βασιλείας με πολλά σημεία, κυρίως θαυματουργικές θεραπείες ασθενών, δαιμονισμένων ακόμη και με αναστάσεις νεκρών. Ενεργώντας τα θαύματα ο Ιησούς εκπληρώνει τις προφητείες και φανερώνει ότι αυτός είναι ο μέγας προσδοκώμενος. Πιστοποιεί ακόμη ότι είναι ο δημιουργικός Θεός Λόγος «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο». Ο παντοδύναμος δημιουργός αποκαλύπτεται και ως αναδημιουργός, αφού αυτός που έθεσε τους φυσικούς νόμους μπορεί και να τους αναστείλει κατά βούλησιν. Έτσι το θαύμα τίθεται στην υπηρεσία της στήριξης της πίστης. Όλα τα θαύματα του Ιησού, σε αντίθεση με τα εντυπωσιακά απατηλά θαύματα των μάγων και των ειδωλολατρών θεουργών, γίνονται με κίνητρο τη φιλανθρωπία και την αγάπη για να θεραπεύσουν κάποια ανθρώπινη ανάγκη και ασθένεια, όταν όλα τα άλλα μέσα έχουν εξαντληθεί ή αποτύχει. Αυτό, άλλωστε, είδαμε και στο σημερινό Ευαγγέλιο. Όταν ο επί τριανταοχτώ χρόνια βασανισμένος παράλυτος εκφράζει προς τον Χριστό το παράπονο «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» που συνοψίζει όλη την τραγικότητα του ανθρωπίνου όντος, ο Κύριος με τη στάση του και την ενέργειά του αποδεικνύει ότι γι΄ αυτό Εκείνος ο άπειρος και τέλειος Θεός, έγινε και τέλειος άνθρωπος, για να είναι τα πάντα για τον καθένα...
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας

Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ Κήρυγμα στην Κυριακή του Παραλύτου


Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
Κήρυγμα στην Κυριακή του Παραλύτου


Ποιός από μας, αδελφοί, έχει την δύναμη και το κουράγιο να περιμένει τριάντα-οχτώ χρόνια για οτιδήποτε πράγμα; Τρέχοντας κάθε μέρα, είμαστε στενοχωρημένοι αν πρέπει να περιμένουμε λίγες ώρες ή λίγα λεπτά. Δεν σταματάμε. Σιγά-σιγά ξεχάσαμε τι μπορεί να μας διδάξει η υπομονή.  Εκείνος ο άνθρωπος στα Ιεροσόλυμα έστω και αν ήταν άρρωστος, είχε την ικανότητα, την δύναμη να περιμένει. Περίμενε με υπομονή και με ταπείνωση – επειδή η πηγή της υπομονής είναι η ταπείνωση –, και δεν απελπίσθηκε επί 38 χρόνια. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πέρασαν, όντας μεταξύ τυφλών, δαιμονισμένων, ετοιμοθάνατων, και σίγουρα πολλές φορές έλεγε στον εαυτό του: δεν μπορώ, δεν αντέχω πιά. Νομίζω όμως, ότι σ’αυτές στις στιγμές της απελπισίας πρόσθεσε και κάτι άλλο: δεν μπορώ, δεν αντέχω πιά, Κύριε, ελέησον. Καθώς πέρασε ο καιρός, και δεν βρήκε ευσπλαγχνία από τους ανθρώπους, σίγουρα άρχισε να καλεί τον Θεό. Και όσο πιο πολλές φορές μνημόνευε το όνομά Του, τόσο πιο πολύ υσήχαζε. Μην νομίζουμε, ότι από την αρχή είχε την γαλήνη της υπομονής. Βεβαίως πικραινόταν πολλές φορές βλέποντας τους άλλους να κατεβαίνουν στην κολυμβήθρα και να φεύγουν θεραπευμένοι. Δυστυχώς, θέλει καιρό και κόπο να μάθουμε την τέχνη της υπομονής. Ο παράλυτος είχε όμως μία μεγάλη βοήθεια στις δύσκολες στιγμές – το «Κύριε, ελέησον». Σίγουρα παρακαλούσε και τους άλλους ανθρώπους στην στοά, ασθενούς, πτωχούς, δούλους και κυρίους, για να τον βοηθήσουν, ο καθένας όμως είχε την δική του δουλειά, το δικό του πρόβλημα. Επιτέλους, μετά από χρόνια, δεν έμεινε τίποτα άλλο παρά αυτό το Κύριε, ελέησον. Ποιός από μας, αδελφοί, θα μπορούσε να κάνει το ίδιο; Εμείς, οι χριστιανοί οι οποίοι είμαστε καλεσμένοι να ακολουθήσουμε τον Χριστό – μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του παραλύτου; Αφού πολλές φορές ντρεπόμαστε να ζητήσουμε βοήθεια ακόμη και από τους άλλους ανθρώπους, από αδελφούς μας είτε στην οικογένειά μας, είτε στην εκκλησία, όταν χρειαζόμαστε – και πιο πολλές φορές ξεχνάμε να ζητάμε βοήθεια από τον Θεό τον Υψίστο. Τι καύχημα δεν μας αφήνει να ζητάμε συγχώρηση και να πούμε στους άλλους και στον Κύριο μας: Ήμαρτον, συγχώρησέ με, ελεησόν με;
Πριν τρεις εβδομάδες, την λαμπρή νύχτα του Πάσχα ανάψαμε λαμπάδες – λαμπάδες της ελπίδας και της Αναστάσεως. Για πόσον καιρό όμως έμειναν αναμμένα; Για μία εβδομάδα; Για λίγες μέρες; Για λίγες ώρες; Εκείνος ο παράλυτος είχε την λαμπάδα της ελπίδας αναμμένη συνεχώς, αφού αυτός ο ίδιος έγινε λαμπάδα, φωτισμένη από το «Κύριε, ελέησον». Και ό,τι και να συνέβαινε, ό,τι αέρας φυσούσε, δεν μπορούσε να σβήσει την λαμπάδα της ελπίδας στην καρδιά του. Και αυτό το φώς είδε ο Χριστός: «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;»
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» απαντάει εκείνος· δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει και να με πάρει στην κολυμβήθρα την ώρα που κατεβαίνει ο άγγελος. Και πραγματικά: δεν ήρθε άνθρωπος να τον βοηθήσει, ήρθε όμως ο Θεάνθρωπος. Το φώς, το οποίο φώτιζε μέσα στην καρδιά του έμενε κρυμμένο για τους ανθρώπους, το κατάλαβε όμως  ο Θεός. Και δεν θεράπευσε μόνο εκείνον, αλλά θεραπεύει όλους μας, οι οποίοι ακούμε το Ευαγγέλιο, το θεραπευτικό και λυτροτικό μήνυμά του.
Ο παράλυτος ήταν πολίτης Ιεροσολύμων, εμείς είμαστε πολίτες της Νέας Ιερουσαλήμ. Τότε, στα Ιεροσόλυμα ύπηρξε μόνο μία κολυμβήθρα και το θαύμα κρατούσε μόνο για μία στιγμή. Μόνο ο πρώτος θεραπευόταν. Τώρα όμως η κολυμβήθρα μας είναι η Εκκλησία, και κατεβαίνουμε στα νερά του βαπτιστηρίου της Εκκλησίας, το οποίο θεραπεύει όλους μας. Δεν είναι ο άγγελος που έρχεται να κάνει θαύμα, αλλά το Πνεύμα το Άγιο το ίδιο κατεβαίνει και μας παραδίδει την θεϊκή ζωή. Το έλεος του Θεού δεν χωράει πιά σε μία κολυμβήθρα, και δεν ισχυεί για μία μόνο στιγμή. Είναι θάλασσα αιώνιος. Τι να φοβόμαστε; Τι να απελπιζόμαστε; Ας είμαστε προσεχτικοί, να μην σβήσει τις λαμπάδες της αναστάσεως κανένας αέρας ή λογισμός, και να φυλάμε το φώς της στις καρδιές μας σαν θησαυρό, όπως ο Παράλυτος. Ας φωτίζει η Νέα Ιερουσαλήμ, στην οποία «ἡ δόξα Κυρίου ἀνέτειλε».

Π. Γρηγόριος Νατσινάκ

Κυριακή του Παραλύτου Το νοσοκομείο του Θεού Δεν είμαστε μόνοι

Το νοσοκομείο του Θεού

Δεν είμαστε μόνοι

Δίπλα στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ βρισκόταν η Βηθεσδά, η κολυμβήθρα του ελέους. Είχε γύρω της πέντε στοές πλημμυρισμένες από λογής – λογής αρρώστους, ένα νοσοκομείο του Θεού ήταν. Διότι όλοι αυτοί, τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει κάθε τόσο ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής. Και τότε! Ω τότε! Όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε. Τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει. Μα σήμερα κάτι άλλαξε στη ζωή του. Δεν είναι μόνος. Τον πλησίασε ο Χριστός, ο Θεός που έγινε άνθρωπος για να θεραπεύσει τον πληγωμένο άνθρωπο. Ο Κύριος λοιπόν μόλις αντίκρισε τον παράλυτο, του είπε: «Θέλεις να γίνεις καλά»; Κι εκείνος με πόνο του απάντησε: «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει πρώτος».
Πόσο δραματική ήταν αλήθεια η ζωή αυτού του ανθρώπου! Πώς ζούσε τόσα χρόνια; Πού έβρισκε φαγητό; Ποιος τον διακονούσε στις καθημερινές του ανάγκες; Μπορούμε να τον φαντασθούμε στα τριανταοκτώ αυτά χρόνια της δοκιμασίας του; Μπορούμε να κατανοήσουμε το δράμα του εκεί στην κολυμβήθρα; Μόνος, έρημος κι αβοήθητος ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Κι από τον τρόπο που αποκρίνεται στον Κύριο φαίνεται ότι ο παράλυτος αυτός υποφέρει, μα δεν γογγύζει. Βλέπει την περιφρόνηση και δεν βλασφημεί ούτε τον Θεό ούτε την ώρα που γεννήθηκε. Δεν κατηγορεί κανένα. Δεν μιλάει με οργή. Αντίθετα περιμένει. Περιμένει την κάθοδο του αγγέλου, την επίσκεψη της θείας χάριτος.
Πόσοι άνθρωποι αλήθεια και σήμερα, σε διαφορετικές βέβαια συνθήκες υποφέρουν όπως ο παράλυτος του Ευαγγελίου. Μόνοι κι εγκαταλελειμμένοι, σ’ ένα απόμακρο χωριό, σ’ ένα Γηροκομείο ξεχασμένων ψυχών, σ’ ένα παρατημένο διαμέρισμα, σ’ ένα σπίτι χωρίς αγάπη. Όλοι αυτοί ακούγοντας σήμερα το ιερό αυτό Ευαγγέλιο, θα πρέπει να διδαχθούν από δυο μεγάλες αλήθειες. Πρώτον ότι μέσα στη μοναξιά μας, αντί να κλαίμε για την κατάστασή μας, έχουμε χρέος να καλλιεργούμαστε στην αρετή, να συνειδητοποιούμε τη μηδαμινότητά μας, να εξαγιαζόμαστε. Και δεύτερον να κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι αοράτως ο Χριστός. Μπορεί βέβαια να μην επεμβαίνει ακόμη στο δράμα μας. Αλλά ξέρει τον πόνο μας και τη μοναξιά μας. Ας Τον παρακαλούμε λοιπόν να σταθεί σύντροφος στο πρόβλημά μας και στη δυστυχία μας και να μας στείλει ανθρώπους του να μας συμπαρασταθούν και να γλυκάνουν τη μοναξιά μας και τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι ο Θεάνθρωπος έτοιμος να μας βοηθήσει.

Ευγνωμοσύνη

Ο Κύριος εκεί στη δεξαμενή της Βηθεσδά, αφού άκουσε τα πονεμένα λόγια του παραλύτου, του είπε: «Σήκω επάνω. Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Πώς έγιναν όλα τόσο ξαφνικά! Πώς αυτός που δεν μπορούσε να περπατήσει τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια σηκώθηκε υγιέστατος; Πώς σήκωσε το κρεβάτι του και περπάτησε και διάβαινε ολόρθος τους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
Κάποιοι που τον είδαν, αυτόν τον πασίγνωστο παράλυτο, να περπατά, αντί να χαρούν για το πρωτοφανές θαύμα που έβλεπαν, παραλογίσθηκαν. Κι άρχισαν να τον κατηγορούν, διότι δεν ήταν επιτρεπτό σύμφωνα με το νόμο ημέρα Σάββατο να σηκώνει το κρεβάτι του. Αυτός όμως με θάρρος τους απαντά: «Εκείνος που με θεράπευσε, εκείνος μού ‘πε να σηκώσω και το κρεβάτι μου». «Και ποιος είναι αυτός;», τον ρωτούν. Ο πρώην παράλυτος όμως δεν ήξερε ποιο ήταν το όνομα του Κυρίου, ο Οποίος μετά το θαύμα είχε απομακρυνθεί διακριτικά. Κάποια ημέρα όμως ο Κύριος Ιησούς τον συναντά στο ιερό και του λέει: «Κοίταξε, έγινες καλά. Πρόσεξε όμως να μην αμαρτάνεις στο εξής, για να μην πάθεις χειρότερο κακό». Κι εκείνος γεμάτος ευγνωμοσύνη και χαρά, ψάχνει και βρίσκει ξανά τους Ιουδαίους που τον είχαν ρωτήσει, για να τους αποκαλύψει με ενθουσιασμό τον ευεργέτη του:  Ο Ιησούς είναι αυτός που με έκανε υγιή, τους είπε χαρούμενος.
Αυτή η πηγαία ομολογία του ανθρώπου εκείνου που εκδήλωνε τη βαθιά του ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη του πρέπει να μας διδάξει πολύ. Διότι κι εμείς δεχόμαστε καθημερινά τις μεγάλες και θαυμαστές ευεργεσίες του Θεού που μυστικά ή φανερά ενεργεί στη ζωή μας από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι σήμερα. Μπροστά στις αναρίθμητες ευεργεσίες λοιπόν που δεχόμαστε τόσα χρόνια, να μάθουμε να λέμε καθημερινά μέσα από την καρδιά μας το «δόξα σοι ο Θεός». Χωρίς να γκρινιάζουμε γι’ αυτά που μας λείπουν και χωρίς να ερμηνεύουμε τα γεγονότα της ζωής μας ως αποτέλεσμα συγκυριών ή ως συνέπειες των προσωπικών μας προσπαθειών. Αλλά να έχουμε μέσα μας κυρίαρχο το αίσθημα της ευγνωμοσύνης προς τον Κύριο για όλες τις δωρεές που δεχόμαστε. Να Τον ευχαριστούμε με όλη μας τη δύναμη για όλα όσα γνωρίζουμε και όσα δεν γνωρίζουμε, για τις αφανείς και φανερές ευεργεσίες που έχει κάνει σε μας. Και να ομολογούμε στους γύρω μας ότι ο Κύριος Ιησούς είναι ο ευεργέτης της ζωής μας, ο «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων» μας, ο Πατέρας μας και ο κυβερνήτης της ζωής μας.

Δ΄ Κυριακή μετά το Πάσχα Του Παραλύτου Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Μητροπολίτης Αντινόης κ. Παντελεήμων: Δ΄ Κυριακή μετά το Πάσχα Του Παραλύτου
Δ΄ Κυριακή μετά το Πάσχα
Του Παραλύτου
Υπό
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης
κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Χριστός Ανέστη!  Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!

Δραματική ήταν η ζωή του σημερινού παραλύτου της προβατικής κολυμβήθρας, που κατά την εβραϊκή διάλεκτο ονομάζετο Βηθεσδά. Για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια ευρίσκετο σε κατάσταση παραλυσίας και εγκατάλειψης.  Μόνος, ανάμεσα σε τόσο πλήθος ασθενών και συμπατριωτών, περίμενε υπομονετικά την εξ ουρανού κίνηση των υδάτων της κολυμβήθρας, που θεράπευε θαυματουργικά μια φορά τον χρόνο τον πρώτο ασθενή που θα έπεφτε μέσα.  Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον πραγματοποιεί ο Κύριος την συνάντησή Του με τον παράλυτο.  Συναντάται ο Θεός με το πλάσμα Του• ο Θεάνθρωπος με τον άνθρωπο.

Με φιλάνθρωπο πνεύμα ο Κύριος πλησιάζει τον παράλυτο και τον ερωτά:  “Θέλεις υγιής γενέσθαι”; Ο Κύριος με πολλή διακριτικότητα και λεπτότητα ερωτά, προκειμένου να θεραπεύσει•  με αγάπη αναζητά, για να σώσει.

Ο παράλυτος περίμενε υπομονετικά τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια και οι ελπίδες του δεν κάμφθηκαν, δεν ολιγοπίστησε, δεν υποχώρησε.  Περίμενε, παρ’ όλο που όλοι οι δικοί του τον εγκατέλειψαν.  Όλοι γύρισαν στα σπίτια τους, στις δουλειές τους, στις οικογένειές τους, γιατί έβλεπαν, ότι τίποτε δεν γινόταν.  Μάταια προσπαθούσαν να ρίξουν τον συγγενή τους μέσα στην κολυμβήθρα.  Άλλοι πιo γρήγοροι προλάμβαναν, και εκείνος έμενε αθεράπευτος.  Η πίστη και οι ελπίδες τους απόκαμαν και εγκαταλείπουν τον άνθρωπό τους.  Ο ίδιος ο παραλυτικός εκφράζει αυτό το παράπονο στον Κύριο λέγοντας, “Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω”.

Κύριε, άνθρωπο δεν έχω!  Δεν έχω κανένα συγγενή!  Δεν έχω κανένα φίλο!  Δεν έχω κάποιο συνάνθρωπο, που να θέλει να μένει μαζί μου!  Παρέμεινα μόνος, μέσα στη μοναξιά της αρρώστιας και του πόνου μου, και κανείς δεν βρίσκεται να μου δώσει ένα χέρι βοηθείας!  

Κάθε μέρα οι πέντε στοές της προβατικής κολυμβήθρας Βηθεσδά γέμιζαν από πολυάριθμο κόσμο και ασθενείς, και παρ’ όλο αυτά κανείς δεν βρισκόταν να συμμερισθεί τον πόνο του παραλυτικού.  Όπως και σήμερα, εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από φοβερές ασθένειες, είτε σωματικές, είτε νοητικές, είτε πνευματικές, και όλοι με μια φωνή φωνάζουν: “Κύριε, άνθρωπον ουκ έχωμεν!”   Ασθένειες, που θερίζουν κυριολεκτικά τον άνθρωπο και τον παραδίδουν στην αθυμία και την θλίψη, την απομόνωση και την μοναξιά, και οι άνθρωποι με παράπονο υψώνουν την φωνή τους λέγοντας: “Κύριε, άνθρωπον ουκ έχωμεν”!

Η θλίψη και ο πόνος είναι συνυφασμένα με τον άνθρωπο.  Ο πλούτος και τα υλικά αγαθά δεν εμποδίζουν την είσοδο της θλίψης  και του πόνου στη ζωή μας.  Τις εισάγουν οι αδιαθεσίες και οι ασθένειες των συγγενών και προσφιλών μας προσώπων.  Τις εισάγουν οι αχαριστίες των φίλων και οι θάνατοι των συγγενών μας.  Τις εισάγουν οι διαβολές και τα συκοφαντικά λόγια.  Τις εισάγουν οι καχυποψίες και οι παρεξηγήσεις.  Τις εισάγουν οι υπηρεσίες που δεν εκτιμήθηκαν, οι ικανότητες που καταφρονήθηκαν, τα αισθήματα που αποκρούστηκαν και οι πόθοι που δεν ικανοποιήθηκαν.  

Η θλίψη και ο πόνος στέκονται έξω από την ανθρώπινη ζωή και κρούουν την θύρα όλων των ανθρώπων.  Δεν γνωρίζουν πρόσωπα ή κοινωνικές καταστάσεις και θέσεις.  Δεν κάμνουν διακρίσεις μεταξύ πτωχών και πλουσίων, μορφωμένων και αγραμμάτων.

Ο παράλυτος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής είχε θέσει σαν πρόγραμμα της ζωής του την παραλυμένη ζωή της αμαρτίας.  Ο Κύριος, δεν αρκείται στο να του δώσει την υγεία του.  Οι αμαρτίες του παραλύτου τον είχαν καταστρέψει.  Θα άξιζε να γίνει καλά, αλλά με μία προϋπόθεση, να μην αμαρτάνει πλέον.  

Η αμαρτία και η άσωτη ζωή είναι πρόξενοι μυρίων κακών στον άνθρωπο.  Οι υλικές, ηθικές και οικογενειακές μας δυστυχίες προήλθαν εξ αιτίας της δικής μας θέλησης.  Τις προκαλέσαμε με τις δικές μας ανόητες και αμαρτωλές πράξεις.  Γι’ αυτό ο Κύριος συνιστά στον παραλυτικό, “ίδε υγιής γέγονας• μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται”, δηλαδή, τώρα έγινες καλά• πρόσεξε στο εξής να μη ακολουθείς μια αμαρτωλή ζωή, για να μη σου συμβούν χειρότερα.

Δυστυχώς όμως, ενώ γνωρίζομε όλοι, ότι η σύσταση αυτή είναι τόσο λογική, τόσο ανθρώπινη, την αθετούμε. Αφήνομε τον εγωϊσμό μας να κυριαρχήσει επάνω στο λογικό.  Κινδυνεύομε από τις άτακτες διασκεδάσεις, από το παράλογο μεθύσι, από το παρανοϊκό κάπνισμα, από τις ανώφελες αγρυπνίες της χαρτοπαιξίας, από τις άνομες σαρκικές απολαύσεις, από τις ολέθριες συναναστροφές, από τις απάνθρωπες εκτρώσεις, από τα θανατηφόρα ναρκωτικά.  

Πόσες φορές, ενώ υποσχεθήκαμε, ότι δεν θα ξαναμαρτήσουμε, ξαναβρεθήκαμε μέσα στα θανατηφόρα πλοκάμια της αμαρτίας;  Πόσες φορές, ενώ θελήσαμε να αντισταθούμε στις αμαρτωλές μας ορέξεις, παραδοθήκαμε από της πρώτης κιόλας στιγμής στα πάθη της σάρκας;  Πόσες φορές αισθανθήκαμε ισχυροί, αλλά αποδειχθήκαμε αδύνατοι;
  
Όπου η ψυχή δεν φρόντισε να  επισκιάζεται από τη Χάρη του Χριστού, νικάτε από την αμαρτία, η οποία σέρνει και εξευτελίζει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό πολύ χαρακτηριστικά αναφωνεί ο Προφητάναξ Δαβίδ, “Εάν μη Κύριος οικοδομήσει πόλιν, μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες.  Εάν μη Κύριος φυλάξει πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησαν οι φυλάσοντες φυλακάς νυκτός”.  

Λειτουργεί μιά θέληση χωρίς ηθική δύναμη.  Έτσι ο άνθρωπος, που είναι αιχμάλωτος στην αμαρτία, παρομοιάζεται με ακυβέρνητο πλοίο, που δεν έχει ούτε πηδάλιο, ούτε πυξίδα και ούτε άγκυρα.  Μιά τέτοια κατάσταση καθιστά τον άνθρωπο παράλυτο πνευματικά και σωματικά.  Στο τέλος, τον οδηγεί σ’ αυτό τον θάνατο.  Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, ο Μέγας των Εθνών Απόστολος Παύλος διακηρύσσει λέγοντας, “Τα γαρ οψώνεια της αμαρτίας θάνατος” (Ρωμ 6:23). “Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος’ τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;” και απαντά: “διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών” (Ρωμ. 7:24-25), διότι “το δε χάρισμα του Θεού ζωή αιώνιος” (Ρωμ. 6:23).

Και πράγματι, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, η αμαρτία νικάτε μόνο με την Χάρη του Θεού.  Ο ίδιος ο Κύριος μας το διαβεβαίωσε λέγοντας, “ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν” (Ιωάν. 15:5).

Ο άγιος Απόστολος Παύλος διακήρυξε λέγοντας:  “Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ υμών έπαθε” (Ρωμ. 5:8), γιά να μας χαρίσει το χάρισμα της υιοθεσίας (Γαλ. 4:5) και να καταξιωθούμε να γίνουμε “κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Ιησού Χριστού” (Ρωμ 8:17).  

Ας αγωνισθούμε, λοιπόν, να αποτινάξουμε από πάνω μας την παραλυσία της αμαρτωλής ζωής, της θρησκευτικής αδιαφορίας και της πνευματικής νέκρωσης.  Με τη Χάρη του Αναστάντος Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, να αξιωθούμε της θεραπείας της ψυχής και του σώματος μας, της προσωπικότητάς μας, και γενικά της όλης ύπαρξής μας, διότι αυτό αποτελεί την δοξολογία του Αγίου Θεού.

Χριστός Ανέστη!  Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!
Δείτε την ιστοσελίδα του Σεβασμιωτάτου πατώντας εδώ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ιω. 5, 1-15) †ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ ;ΕΛΠΙΣΟΝ ΕΠΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ιω. 5, 1-15)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ομιλίας στο Γαλατά, στις 18/5/1997)
ΕΛΠΙΣΟΝ ΕΠΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ

1. Γαλήνια αναμονή

Ακούσαμε στο Ευαγγέλιο, ότι στην Ιερουσαλήμ υπήρχε μια κολυμβήθρα, που ήταν επάνω σε μια πηγή. Πότε-πότε κατέβαινε, σ’ αυτή ένας Άγγελος και ανατάραζε το νερό. Και τότε όποιος πρόφταινε και έμπαινε μέσα πρώτος, γινόταν υγιής οποιαδήποτε ασθένεια και αν είχε.
Πολλοί ασθενείς, από χίλιες δυό αρρώστειες, μαζευόντουσταν γύρω από την κολυμβήθρα και περίμεναν την ώρα και την στιγμή, που ο Άγγελος θα ανατάραζε το νερό. Όποιος πρόφταινε έμπαινε μέσα πρώτος.
Εκεί ήταν και ένας άνθρωπος που περίμενε, άρρωστος, τριάντα οχτώ χρόνια. Τριάντα οχτώ χρόνια, καθόταν έξω από την κολυμβήθρα και περίμενε να ταραχτεί το νερό, για να μπει μέσα να γίνει καλά. Αλλά ήταν παράλυτος· δηλαδή, χέρια και πόδια παράλυτα. Και να το έβλεπε να ταράζεται, όσο να κάνει να κινηθεί, -πώς να κινηθεί ο παράλυτος; και πού να κινηθεί;- πρόφταιναν άλλοι και έμπαιναν μέσα και γίνονταν καλά.
Και να ο παράλυτος στέκει δίπλα από την κολυμβήθρα, τριάντα οχτώ χρόνια. Και περιμένει. Περιμένει με την ελπίδα, ότι θα προφτάσει, κάποια φορά, να μπει πρώτος, ενώ θα ταράσσεται το νερό. Βέβαια θα πει κανείς, πώς να προφτάσει; Είναι δυνατόν ποτέ; Οι άνθρωποι αυτό έβλεπαν και το καταλάβαιναν. Αλλά ο ίδιος αντί να κάνει τέτοιες πικρές σκέψεις, και να λέει: «μάταιος ο κόπος για μένα», έκανε σκέψεις καλλίτερες και βαθύτερες: «Το νερό», σκεπτόταν, «έτσι και αλλιώς, δεν θεραπεύει μόνο του. Αν δεν κατεβεί ο Άγγελος του Κυρίου να το αναταράξει, αν δεν έρθει η χάρη και η δωρεά του Θεού, τίποτε δεν γίνεται για κανέναν». Και για να επισφραγίσει ο Θεός, ότι μόνο με την χάρη του γίνονταν οι θεραπείες, δεν θεραπεύονταν κάθε φορά πολλοί, σαν να είχε τάχα το νερό ιαματικές ιδιότητες, αλλά μόνο εκείνος που έμπαινε πρώτος.
Φανταστείτε λοιπόν με τι βιασύνη και ορμή έτρεχαν οι άνθρωποι, και πόσοι ορμούσαν ταυτόχρονα στο νερό. Και όμως μόνο ένας, ο πρώτος, λάβαινε την ίαση. Και ο παράλυτος, αντί να απογοητευτεί για τον εαυτό του, αντί να απογοητευτεί από τον Θεό, που έβαλλε κριτήριο το: «όποιος μπει πρώτος», δηλαδή, όποιος είναι καταφερτζής, όποιος είναι πιο γερός, ή στο κάτω-κάτω, όποιος έχει άνθρωπο, περίμενε υπομονετικά. Γιατί εκείνος ο ταλαίπωρος, όπως το ομολόγησε, ήταν έρημος στον κόσμο.
Πώς σκεπτόταν ο παράλυτος; Έλεγε:
«Ο Θεός είναι ο Πατέρας μας. Ο Θεός είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος. Ο Θεός είναι Πατέρας των ορφανών. Ο Θεός είναι Πατέρας των φτωχών. Ο Θεός είναι Πατέρας των αδικημένων».
Είναι γεμάτη η Αγία Γραφή από τις διαβεβαιώσεις αυτές.
Και ο παράλυτος όλα αυτά τα έβαζε κάθε ημέρα στην καρδιά του, και βλέποντας την χάρη του Θεού να εξαπλώνεται, αντί να σκληραίνει, με το παράπονο «γιατί όχι σε μένα;» θαύμαζε την αγάπη του Θεού και την ευσπλαχνία Του, και έλεγε:
«Λίγο ακόμη και θαρθεί η σειρά μου. Υπομονή! Ο Θεός είναι ο Πατέρας των φτωχών. Ο Θεός είναι ο Πατέρας των πονεμένων και των θλιβομένων. Είναι Πατέρας του κάθε αδικημένου. Τι και αν αδικήθηκα εγώ, από οποιαδήποτε αιτία, και βρίσκομαι σ’ αυτή την κατάσταση; Ο Πατέρας μας θα απλώσει το χέρι Του και σε μένα!»
Και περνάνε έτσι τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια.
Εμείς στη θέση του τι θα κάναμε;
Θα περιμέναμε υπομονετικά; Ή θα φεύγαμε και θα μουρμουρίζαμε: «τουλάχιστον να περνάει η ζωή μας με λιγότερο παράπονο, με λιγότερη αγωνία. Έτσι και αλλιώς παληοζωή είναι, τουλάχιστον ας τελειώσει ήρεμα. Γιατί ελπίδα δεν υπάρχει».
Ο άνθρωπος αυτός δεν είπε ποτέ: «ελπίδα δεν υπάρχει». Αφού Θεός υπάρχει, και ο Θεός είναι η ελπίδα μας, περίμενε. Περίμενε από το χέρι του Θεού, γιατί ο Θεός, είναι πολύ πιο εύσπλαχνος από τους ανθρώπους. Που κανένας από αυτούς δεν φιλοτιμιόταν, βλέποντας την κατάσταση και την αθλιότητά του, να τον σπρώξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όταν εταράζετο το ύδωρ. Όλοι κοίταζαν τον εαυτό τους.
Εκείνος περίμενε από τον Θεό.

2. Πρόσθεσέ μας πίστη Κύριε

Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι τρελοί, κυριολεκτικά τρελοί, που καμαρώνουν για το ότι δεν έχουν καθόλου πίστη. Μεγαλύτερη αθλιότητα σε άνθρωπο δεν υπάρχει.
Στις 28 του Ιουνίου γιορτάζουν οι Άγιοι Ανάργυροι, Κύρος και Ιωάννης. Ήταν από την Αλεξάνδρεια. Εκεί, στον ναό των Αγίων Αναργύρων, είχε πάει ένας ασθενής και προσευχόταν ημέρες πολλές. Μια ημέρα, ενώ προσευχόταν, βλέπει όραμα: Τους Αγίους Αναργύρους να στέκουν μπροστά στον θρόνο του Χριστού, και να Τον παρακαλούν: «Χριστέ μου, λυπήσου το πλάσμα Σου που Σε παρακαλεί. Δος του την ίαση» Αλλά ο Χριστός, έκανε τον κουφό. Δεν έδινε σημασία, «ούτε ναι ούτε όχι».
Τότε κατεβαίνουν οι Άγιοι Ανάργυροι και λένε στον προσευχόμενο, τον επικαλούμενο αυτούς και τον Χριστό. «Μην απογοητεύεσαι, μην επηρεάζεσαι. Ο Χριστός είναι οικτίρμων και ελεήμων, θα μας ακούσει. Συνέχισε την προσευχή σου. Μην φεύγεις από την εκκλησία».
Μένει ο άνθρωπος στην εκκλησία και προσεύχεται συνεχώς. Και ξαναβλέπει το ίδιο όραμα. Οι Άγιοι Ανάργυροι, γονατιστοί, μπροστά στον θρόνο του Χριστού τον παρακαλούν. Και πάλι ο Χριστός κοιτάζει αλλού. Τότε κόβει τον άνθρωπο κρύος ιδρώτας: «Ο Χριστός ακούει την δέηση για μένα, αλλά δεν θέλει να την «ακούσει. Τι χάνω τον καιρό μου εδώ;»
Αλλά κάνοντας τον λογισμό αυτό βλέπει τους Αγίους Αναργύρους, πάλι δίπλα του και του λένε: «Μην απογοητεύεσαι, μην επηρεάζεσαι, ο Χριστός είναι οικτίρμων και ελεήμων, οπωσδήποτε θα μας ακούσει, γιατί μας αγαπάει και σε αγαπάει».
Προσεύχονται πάλι οι Άγιοι Ανάργυροι, γονατιστοί μπροστά στον θρόνο του Χριστού. Και γυρίζει ο Χριστός και τους λέει: «Επί τέλους πηγαίνετε και κάνετε καλά τον άνθρωπο αυτό. Μη χάνετε λεπτό. Πηγαίνετε τώρα».
Αυτή η ιστορία μάς δείχνει την απέραντη ευσπλαχνία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και το Ευαγγέλιο, που ακούσαμε, έρχεται να την φανερώσει ακόμη περισσότερο.

3. Ποιοί θα μας πουν για την αμαρτία…

Ήρθε ο Χριστός, στην κολυμβήθρα, που ήταν στην Προβατική πύλη της Ιερουσαλήμ και πήγε κατ’ ευθείαν στον παράλυτο. Πήγε επίτηδες εκεί, για να τον βρει.
Του λέει:
-Θέλεις να γίνεις καλά;
Απάντησε εκείνος:
-Πώς να γίνω καλά; Δεν έχω κανένα να με βάλλει στο νερό, είμαι παράλυτος. Όσο να σειστώ εγώ, όταν ταράσσεται το ύδωρ, άλλος έχει μπει, άλλος έχει θεραπευτεί.
Του λέει ο Χριστός:
-Κοίταξε ποιός είμαι. Λες: «άνθρωπο δεν έχω». Και επειδή υπάρχουν άνθρωποι, που δεν έχουν άνθρωπο, γι’ αυτό Εγώ κατέβηκα στην γη και έγινα άνθρωπος. Μην τα επαναλάβεις ποτέ τα λόγια αυτά.
«Ίδε δια σε άνθρωπος γέγονα, δια σε σάρκα περιβέβλημαι, και λέγεις άνθρωπον ουκ έχω; Άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει» Πάρε το κρεβάτι σου και φύγε. Και ο άνθρωπος έγινε καλά αμέσως.
Σήκωσε το κρεβάτι του στον ώμο, ο παράλυτος, που δεν μπορούσε να κινηθεί, και έφυγε.
Έφυγε, υπακούοντας στην εντολή του Χριστού, χωρίς να προσέξει, χωρίς να προλάβει να ρωτήσει, ποιός ήταν εκείνος που τον έκανε καλά. Και ο Χριστός εξαφανίστηκε ανάμεσα στο πλήθος. Ο παράλυτος, έτρεξε στο ναό, να ευχαριστήσει τον Θεό.
Τον βλέπουν οι Εβραίοι να βαστάζει το κρεβάτι του, ημέρα αργίας, ήταν Σάββατο, και του λένε:
-Πώς και κουβαλάς το κρεβάτι σου; Είναι αμαρτία.
Λέει εκείνος:
-Εκείνος που με έκαμε καλά, μου είπε να το κρατήσω και να το μεταφέρω. Και τον άκουσα. Γιατί αν δεν ήταν του Θεού, αν δεν ήταν Θεός, πώς θα έκανε τέτοιο πράγμα;
Τον βρίσκει αργότερα ο Χριστός και του λέει:
-Βλέπεις; Έγινες καλά. Μην αμαρτάνεις από εδώ και πέρα, γιατί αιτία όλων των κακών είναι η αμαρτία. Φρόντισε να είσαι, όσο το δυνατόν, ευάρεστος στον Θεό. Η αμαρτία φέρνει το κακό στον άνθρωπο. Η αμαρτία χωρίζει από τον Θεό. Η αμαρτία χωρίζει από την πίστη. Η αμαρτία καταστρέφει την ελπίδα.
-Ποιός είσαι Κύριε; Ρώτησε ο παράλυτος.
-Εγώ είμαι, που σε θεράπευσα.
Και πήγε ο άνθρωπος γεμάτος χαρά, να πει στους Εβραίους, ότι ο Ιησούς τον έκανε καλά, νομίζοντας ότι θα πίστευαν και εκείνοι στον Χριστό. Για να τους βοηθήσει το έκανε και να τους φωτίσει.

4. Όποιος ελπίζει στο Θεό δεν διαψεύδεται

Και εμείς πρέπει να φροντίσουμε να μεγαλώσουμε και να βαθύνουμε την πίστη μας στον Χριστό, με τα καλά μας έργα, με την υπομονή μας, με την ελπίδα μας, με την νηστεία μας, με την προσευχή μας, με το να τρέχουμε, όσο το δυνατόν μπορούμε περισσότερο, εκεί που είναι ο Θεός, στην εκκλησία Του, και μάλιστα την ώρα της Λειτουργίας.
Και να φροντίσουμε να παίρνουμε μέσα μας τον Χριστό, το Ζωοποιό Σώμα Του και το τίμιο Αίμα Του, που μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία και μας δίνει την αιώνια ζωή.
Ας μάθουμε να πιστεύουμε στον Χριστό, να ελπίζουμε στον Χριστό, και να καρτερούμε τον Χριστό. Είναι ο Πατέρας μας. Κανένας δεν μας αγαπάει τόσο. Και δεν θα μας αφήσει ποτέ. Αμήν.-

Κυριακή του Παραλύτου Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ»

Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ»
tou paralytoyΠρόσωπο θλίψεως κι αφόρητου 
πόνου αγαπητοί μου αδελφοί, μπορεί να χα­ρακτηρισθεί ο παράλυτος της Βηθεσδά. Τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια έλιωνε πάνω στο κρεβάτι της εγκατά­λειψης. Εξουθενωμένος από το βάρος της δοκιμασίας, δεν είχε χάσει την ελπίδα του. Περίμενε την επέμβαση τού Θεού. Και να, ήλθε ό Ιησούς! Τον πλησίασε με αγάπη και με τον δεσποτικό Του λόγο νεύρωσε τα παράλυ­τα μέλη του.«Καί ευθέως εγένετο υγιής ό άνθρωπος». Με την εντολή τού Θεού ή πολυχρόνια νόσος υποχώρη­σε και τα νεκρά νευρικά κύτταρα πήραν ζωή. Ό πόνος με την επέμβαση τού Θεού έδωσε τη θέση του στην χαρά. Πολλοί άνθρωποι αγανακτισμένοι από το βάρος δοκι­μασιών και θλίψεων, διερωτώνται γιατί να υπάρχει στον κόσμο τόσος πόνος.
Διαφωτιστική άπάντηση δίνουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι δοκιμασμένοι στο κα­μίνι τού πόνου, συγχρόνως σκεπασμένοι από τη χάρη τού Θεού, μπορούνε να διακρίνουν αντικειμενικά την προέλευση και τη σημασία τού πόνου στη ζωή τού πι­στού. Λένε λοιπόν οι θεοφώτιστοι άγιοι της Εκκλησίας μας, ότι από τη στιγμή πού για πρώτη φορά ό άνθρω­πος γεύθηκε την αμαρτία και την ηδονή πού τη συνο­δεύει, γεύθηκε ταυτόχρονα την πίκρα τού πόνου και της οδύνης. Επέτρεψε ό Θεός τον πόνο για να θεραπευθεί με την οδύνη ή πληγή που άνοιξε στον άνθρωπο η αμαρτία. Δεν ήταν τιμωρία ό πόνος, αλλά φάρμακο θερα­πείας. Αυτό πού σε μας φαίνεται τιμωρία, στην πραγμα­τικότητα είναι θεραπεία, θεϊκή ευεργεσία.
Οι θλίψεις είναι φάρμακα πού γιατρεύουν την αρρώστια της αμαρτίας και ξαναδίνουν στον άνθρωπο την υγεία των αρετών. Οι άγιοι βλέπουν τις θλίψεις σαν «αίτιες αρετής» και τις θεωρούν πολύτιμα δώρα τού Θεού. Γράφει ό Αβάς Ίσα: «τίμιαι εναντίον Κυρίου αί θλί­ψεις... υπέρ πασαν ευχήν καί θυσίαν». Και ό άγιος Νείλος συμβουλεύει: «Υπόμενε τις θλίψεις γιατί μέσα σ' αυτές φυτρώνουν οι αρετές». Μέσα από τούς τριβόλους των δοκιμασιών φυτρώ­νουν τ' άνθη της μετανοίας. Πόσοι άνθρωποι δεν άλλα­ξαν πορεία υστέρα' από μία μεγάλη δοκιμασία; Ο Ιερός Χρυσόστομος, πού τόσο δοκιμάσθηκε στή ζωή του, λέει ότι με τις θλίψεις απαλλασσόμαστε από τις αμαρτίες και προχωρούμε πρός τή Βασιλεία τού Θεού έξαγνισμένοι.
Ή υγεία, ή δόξα, ή ευτυχία μας καθιστά αγέρωχους, σκληρούς, εγωιστές, αδιάφορους, άπονους. Η αρρώστια όμως, η συμφορά, ο πόνος, η θλίψη, η φτώχια, ο παραγ­κωνισμός και γενικά κάθε δοκιμασία ταπεινώνει την«ἐπηρμένη ὀφρύ», μας κάνει καταδεχτικούς, μαλακούς, ευλαβείς, πονόψυχους, ελεήμονες, μ’ ένα λόγο ανθρώ­πους. Τότε σκεφτόμαστε το Θεό. Σηκώνουμε τα μάτια μας σε εκείνον και με δάκρυα τον παρακαλούμε: «Κύριε μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι∙ ταχύ ἐπάκουσόν μου∙ πρόσχες τψυχ μου καί λύτρωσε αὐτήν» (Ψαλμ. ρα'). Ποιος άλλαξε τη στάση μας; Ποιος μας μίλησε για τη λαθεμένη πορεία μας, ώστε να αλλάξουμε συμπεριφορά; Ποιος άλλος;
Ο μεγάλος παιδαγωγός, ο πόνος. Εκείνος μαλάκωσε την καρδιά μας. Εκείνος με τους όμβρους της μετάνοιας πότισε την ξερή και άγονη ψυχή μας. Είχε δί­κιο ο Άγιος Ιάκωβος να γράφει στους θλιμμένους: «Πᾶ­σαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς πε­ριπέσητε ποικίλοις...»(Ἰακ. α’ 2). Μερικοί θεωρούν τη θλίψη σαν έκφραση της οργής του Θεού. Ίσως να έχουν δίκιο. Ο πειρασμός άλλοτε είναι έκφραση ιδιαίτερης εύνοιας, και άλλοτε δίκαιης οργής τού Θεού. Αλλά τί είναι η οργή τού Θεού; Ο άγιος Μάξιμος λέει ότι η οργή τού Θεού εκδηλώνεται με δύο τρόπους. Πρώτον, με την εγκατάλειψη του υπερήφανου στα χέρια των εχθρών του, με σκοπό να συναισθανθεί την αδυναμία του και να αναγνωρίσει τη δύναμη της Θείας Χάριτος.
Δεύτερο, με τη διακοπή των θείων χαρισμάτων η οποία γίνεται σε κάθε άνθρωπο που καυχάται για τα κατορθώ­ματά του και για τις δωρεές που του δόθηκαν από το Θεό. Όταν έρχονται λοιπόν θλίψεις, ας αναρωτηθούμε: μήπως είναι παιδαγωγίες τού Θεού που σκοπό έχουν να μας οδηγήσουν σε συστολή και ταπείνωση; Στην αρχή κάθε θλίψη μας κάνει να υποφέρουμε και να βασανιζόμαστε. Όμως εάν δεχτούμε την αρρώστια με ταπείνωση και την υπομείνουμε με καρτερία, βλέπουμε στο τέλος, ότι έχει κατάληξη ειρηνική. Ό Απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή με τ' ακόλουθα λόγια: «Πᾶσα παι­δεία, πρός μέν τό παρόν οὐ δοκεῖ χαράς εἶναι, ἀλλά λύπης, ὕστερον δέ καρπόν εἰρηνικόν τοῖς δι’ αὐτῆς γεγυμνασμέ­νοις ἀποδίδωσι δικαιοσύνης» (Έβρ. ιβ' 11).
Οι θλίψεις λέει ο άγιος Μάρκος ό ασκητής, πού έρχονται στους ανθρώπους «τῶν ἰδίων κακῶν εἰσίν ἔγγονα».Εάν όμως με προσ­ευχή υπομείνουμε «εύρίσκομεν πάλιν άγαθών πραγμάτωνέπιφοράν». Ευλογημένοι χριστιανοί. 'Όσο κι' αν οι θλίψεις μάς μαλακώνουν την ψυχή για να δεχτεί της αρετής τη σφραγίδα, όσο κι αν προξενούν στε­φάνους, εντούτοις είναι πικρά φάρμακα τα οποία με πολ­λή δυσκολία δεχόμαστε. Επειδή μάλιστα υπάρχει κίνδυνος λόγω της αδυναμίας και της απιστίας μας να ζημιωθούμε από τον πειρασμό της θλίψεως, ας παρακαλούμε τον Κύ­ριο να μάς λυτρώνει και να μάς σκεπάζει από κάθε θλίψη, οργή, κίνδυνο και ανάγκη. «Πάτερ ἡμῶν... μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». ΑΜΗΝ.

π. Χρίστος Πιτυρίνης

Κυριακή Παραλύτου 03.05.2015 (Πράξεων θ΄ 32-42)

Κυριακή Παραλύτου  03.05.2015
(Πράξεων θ΄ 32-42)
Θά ἤθελα στό κήρυγμά μου αὐτό νά σᾶς μεταφέρω νοερῶς στό ὑπερῶο ἐκεῖνο τῆς Ἰόππης καί νά σταθοῦμε μέ προσοχή γιά νά ἀκούσουμε τόν θρῆνον πού οἱ φτωχοί καί κατατρεγμένοι κάνουν πάνω ἀπό τό λείψανο τῆς Ταβιθᾶ, μιᾶς ἀληθινῆς μαθήτριας τοῦ Χριστοῦ, πού ἦταν “πλήρης ἀγαθῶς ἔργων καί ἐλεημοσυνῶν” (Πράξεων θ΄ 36). Ἡ σκηνή θά μᾶς συγκλονίσει καί θά μᾶς διδάξει.
Συχνά ἡ ὥρα τῆς κηδείας ἑνός ἀνθρώπου εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς ζωῆς του. Ὑπάρχουν περιπτώσεις πού ὁ θάνατος κάποιου ἀνακουφίζει ἐκείνους πού ζοῦν, γιατί ἀναλογίζονται πώς ἔφυγε πιά ἀπό τόν κόσμον αὐτόν ἕνα ἀρνητικό στοιχεῖο πού σ’ ὅλη του τήν ζωή δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά στεναχωρεῖ καί νά ἀδικεῖ ἄλλους. Καί ὑπάρχουν ἄλλες πάλι περιπτώσεις πού ὁ θάνατος κάποιου θεωρεῖται συμφορά καί τότε ἀκοῦμε νά λέγεται πώς ὁ κόσμος ἔγινε φτωχότερος μέ τήν ἀπώλεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ. Ὅσο καί ἄν θέλουμε νά προσδώσουμε στήν στάση μας ἀπέναντι στά φαινόμενα αὐτά ἕνα κάποιο σχῆμα συμβατικότητας, ἐν τούτοις ἄν ἐρευνήσουμε καλύτερα θά δοῦμε πώς ὁ τρόπος γενικά τῆς ζωῆς μας  εἶναι ἐκεῖνος πού κανονίζει τήν στάση τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας.
Στήν Ἰόππη ζοῦσε στά χρόνια ἐκείνα μία γυναίκα, Ταβιθᾶ ἦταν τό ὄνομά της, ἦταν πιστή στό Χριστό καί ἄνθρωπος τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης. Ἡ ἀσχολία της ἦταν νά φροντίζει τά φτωχά καί τίς χῆρες καί τά ὀρφανά. Γι’ αὐτό σάν πέθανε, μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τό λείψανό της καί τήν μοιρολογοῦσαν ὅλοι αὐτοί οἱ εὐεργετηθέντες, δείχνοντας μάλιστα ὁ καθένας τά ροῦχα πού ἡ Ταβιθᾶ εἶχε ράψει μέ τά χέρια της γι’ αὐτούς. Ἡ σκηνή εἶναι ἀλήθεια συγκλονιστική. Τίποτε ἐπίπλαστο ἤ ἐπιτηδευμένο δέν ὑπάρχει στήν στάση τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων. Ἀντίθετα ἕνας αὐθορμητισμός ξεπετάει στά χέρια τους τά ροῦχα καί στά μάτια τους τούς λογισμούς.
Εἶναι πράγματι, μεγάλο πρᾶγμα νά σπαράζουν οἱ ἄνθρωποι γιατί ἔφυγες ἀπό κοντά τους, πόση ἀλήθεια, διαφορά στό σκηνικό, μέ ὅσα βλέπουμε σέ κηδεῖες πλουσίων ἀνθρώπων, πού οὔτε ἕνα δάκρυ δέν χύνεται γι’ αὐτούς. Τό λείψανό τους τοποθετεῖται ἀποβραδύς στήν αἴθουσα τοῦ νεκροταφείου, καί οἱ οἰκεῖοι συγγενεῖς καί φίλοι μαζεύονται τήν ὥρα τῆς κηδείας γιά νά ἐκπληρώσουν ἕνα κοινωνικό χρέος. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἀκούονται καί ἐπικήδειοι λόγοι. Εἶναι ὅμως οἱ περισσότεροι ξερά λόγια, τυπικά, ἔτσι γιά νά καλυφθεῖ μία σκοπιμότητα.
Πολύ διαφορετική ὅμως εἶναι ἡ περίπτωση ἐκείνων πού, φεύγοντας ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, μποροῦν νά ἀφήσουν πίσω τους ἕνα μεγάλο ἱερό ἤ κοινωνικό ἤ ἐπιστημονικό ἔργο, πού χαρίζει στόν διπλανό θνητό τήν εὐτυχία. Πόσο διαφορετικός ἦταν ὁ κόσμος μας μία μέρα ! Σάν γεννηθήκαμε, τότε ὅλοι οἱ γύρω μας γελοῦσαν καί μόνο ἐμεῖς κλαίγαμε. Ἴσως γιά νά δείξουμε ἔτσι τήν δυσαρέσκειά μας γιά τό ὅτι μπαίνουμε στό καμίνι τῆς ζωῆς πού εἶναι ταυτόχρονα καί ἕνα ἰσόβιο δοκιμαστήριο γιά τόν καθένα μας, μιά περίεργη λυδία λίθος πού κρίνει τήν γνησιότητά μας καί τήν ἀξιότητά μας. Ἀπό τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας ἐξαρτᾶται ὅταν θά πεθάνουμε ἐμεῖς μόνο νά γελᾶμε καί ὅλοι οἱ ἄλλοι νά κλαῖνε. Ἐμεῖς μέν ἀπό ἱκανοποίηση γιατί δέν ξεχάσαμε σ’ ὅλη μας τήν ζωή τό χρέος μας καί φανήκαμε ἀληθινά κοινωνικοί ἄνθρωποι μέ πλατιά καρδιά, γεμάτη ἐνδιαφέρον γιά ὅλους, πιστοί στήν κλήση μας γιά ἐσωτερική ἀναμόρφωση, ἐκεῖνοι δέ ἀπό ἀληθινή λύπη γιά τόν χωρισμό μας καί γιά τήν ἀναχώρησή μας.
Ἀλήθεια. Στά χέρια του ὁ καθένας μας κρατάει τά κλειδιά τῆς προσωπικῆς του εὐτυχίας. Μόνο πού οἱ περισσότεροι τήν ἀναζητοῦν στίς ἀτομικιστικές τους ἐπιδιώξεις, πράγμα πού τούς ὁδηγεῖ σέ ἄστοχες τοποθετήσεις τοῦ δυναμισμοῦ καί τῆς δημιουργικότητάς τους. Ἔτσι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τους γίνεται ἀληθινό κριτήριο, πού τούς καταδικάζει ἀνέκλητα γιά τόν τρόπο πού διάλεξαν γιά νά περάσουν τήν ζωή τους ἐνώ δίπλα τους, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι μπόρεσαν νά βροῦν τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς. Ἄν θά μπορούσαμε, χωρίς καμία διάθεση μαύρου χιούμορ, νά σκεφθοῦμε τί θά λέγανε οἱ ἄνθρωποι κατά τήν ὥρα τῆς κηδείας μας, τότε θά μᾶς ἦταν δυνατό νά διορθώσουμε, ὅσο γίνεται, τήν πορεία τῆς ζωῆς μας, ὄχι ἀπό διάθεση ὑστεροφημίας, ἀλλά ἀπό ἐπιθυμία εὐθυγραμμίσεως μας πρός τά καθήκοντά μας ἀπέναντι σέ Θεό καί ἀνθρώπους. Ἄτεγκτη συνήθως κρίση τῶν ἄλλων γιά μᾶς σέ πολλά ἔχει νά μᾶς ὠφελήσει, γιατί μᾶς τοποθετεῖ κατάματα μπροστά σέ μία πραγματικότητα πού μέ ἐπιμέλεια πολλοί τήν ἀποφεύγουμε.
Ἡ σκηνή τῆς Ἰόππης πρέπει νά μᾶς διδάξει, ὅσο εἶναι καιρός. Τό προνόμιο τῆς Ταβιθᾶ μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ἐξασφαλίσουμε. Ὁ καθένας μέ τόν τρόπο του καί κυρίως μέ τήν πλατιά ἀγάπη του, πού ἐμπνέεται ἀπό τόν Ἰησοῦ τό παράδειγμα.   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ 



Μὲ τὴ σημερινὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Χριστὸς μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἡ ἀρρώστια ἀποτελεῖ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ φέρνει τὴν ἀρρώστια καὶ ἡ ἀρρώστια τελικὰ τὸ θάνατο. Τὸ ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ διαπιστώνουμε καθημερινὰ στὴ ζωή μας.
Ὁ παραλυτικὸς λοιπὸν ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἡ ἁμαρτία τοῦ εἶχε ἀφήσει κληρονομιὰ τὴν ἀρρώστια του. Τὸ διαβεβαιώνει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν τοῦ λέγει μετὰ τὴ γιατρειά του: «κοίταξε, ἔγινες καλά, μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ τίποτε χειρότερο...».Ἐτούτη δὲ τὴ στενὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, μερικοὶ δὲν τὴ δέχονται, ἐνῶ ἄλλοι τὴν χλευάζουν, ὅτι τάχατες αὐτοὶ τὰ γνωρίζουν ὅλα.Μά, ἂν καλοεξετάσουμε, θὰ διαπιστώσουμε πὼς καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Καὶ σὰν ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή, τότε καὶ τὸ σῶμα ὑποφέρει. Μιὰ τέτοια ὅμως κατάσταση δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε. Ἀπεναντίας, ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουμε τὴν ὑγεία τοῦ σώματός μας.
Γι᾿ αὐτό, κάθε τι ἐνάντιο καὶ ἐπιζήμιο γιὰ τὴν ὑγεία μας, πρέπει νὰ τὸ ἀπορρίπτουμε. Παρεκτροπὲς ἐπικίνδυνες, καταχρήσεις ἄστοχες, ταλαιπωρίες ἄσκοπες, ἐκθέτουν τὸ σῶμα μας στὸν κίνδυνο τῆς ἀρρώστιας. Καὶ τελικὰ ἀρκετὲς φορές, παραδομένο στὴ φθορά, καταλήγει στὸ θάνατο. Μὰ ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε μὲ τὸ σῶμα μας, αὐτὸ τὸ γήϊνο στοιχεῖο, καὶ μᾶς εἶπε νὰ τὸ φροντίζουμε καὶ νὰ τὸ σεβόμαστε. Ἐτούτη δὲ ἡ φροντίδα δὲν σταματάει στὴν ἐξωτερικὴ ἔνδυση καὶ τὸν στολισμό, ἀλλὰ προεκτείνεται καὶ στὴν καθαρότητα καὶ τὴν εὐρωστία. «Χωρὶς γερὸ σῶμα, χωρὶς ὑγεία, εἴμαστε ἄχρηστοι γιὰ ἐργασία καὶ μισοὶ ἄνθρωποι στὴ ζωή».
Τώρα, ἂν ἔρθει ἡ ἀρρώστια καὶ εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, ἂς εἶναι καλοδεχούμενη, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ. Ἐὰν ὅμως ἡ ἀρρώστια εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας ἀσωτείας ἢ καταστροφῆς καὶ μόλυνσης τῆς ζωῆς, «τότε τί λόγο θὰ δώσουμε στὸ Θεὸ καὶ τί δικαιολογία θὰ βροῦμε στὸν ἑαυτό μας;».
Τελικὰ δέ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἄνθρωποι, ἄρα θνητοὶ καὶ φθαρτοί, ἡ ἀρρώστια εἶναι ἡ κληρονομιά μας καὶ θά ᾿ρθει ἀργὰ ἢ γρήγορα. Ἔ! Τότε ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε μὲ ὑπομονή, καρτερία καὶ προπάντων ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεό.Σὰν θά ᾿ρθει λοιπὸν ἡ ἀρρώστια, νὰ μὴ τὰ χάσουμε· νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε. Θὰ καλέσουμε βεβαίως τὸ γιατρό· θὰ πᾶμε ἴσως ἂν χρειασθεῖ καὶ στὸ νοσοκομεῖο, μὰ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ μεγάλο γιατρό, τὸν Χριστό, καὶ νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ νὰ σταθεῖ κοντά μας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴ γιατρειά Του.Νὰ μοιάσουμε δηλαδὴ τοῦ παραλυτικοῦ μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν τριανταοχτὼ χρόνων, τὴν μνημειώδη καρτερία του καὶ τὴ μεγάλη ἐλπίδα, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος κέρδισε. Αὐτὸ ποὺ ἐνδόμυχα ἤλπιζε καὶ πίστευε, τὸ πῆρε καὶ πῆγε πιὰ εὐτυχισμένος στὸ σπίτι του, κουβαλῶντας καὶ τὸ κρεββάτι του.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐὰν δὲν καταλάβουμε πὼς ἡ ἀρρώστια εἶναι κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ ἰσορροπήσουμε μὲ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὰ βροῦμε μαζί του.Ἐὰν δὲν πολεμήσουμε τὸ κακὸ ποὺ κρύβουμε μέσα μας, δὲν θὰ βροῦμε ἠρεμία στὴ ζωή μας. Καὶ ἔτσι τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ περάσει μέσα μας, γιὰ νὰ σβήσει τὴ σκοτεινιά μας.Καὶ ἐὰν περιμένουμε νὰ τακτοποιήσουμε τὰ πράγματα μὲ τὸν ἑαυτό μας αὔριο καὶ ὄχι τώρα, σήμερα, ἔχουμε χάσει καὶ ἔχουμε ἀποτύχει. Γιατὶ ἐτοῦτο τὸ αὔριο καὶ ἀβέβαιο εἶναι, καὶ δὲν μᾶς ἀνήκει, ἀφοῦ ἄλλος τὸ χορηγεῖ. Ἔτσι λοιπόν, γιὰ νὰ ἔχουμε ὑγεία σωματικὴ καὶ ψυχική, ὀφείλουμε νὰ ξεφορτωθοῦμε τὸ βαρὺ φορτίο τῆς ἁμαρτίας. Εἰδεμή, κοροϊδεύουμε τὸν ἑαυτό μας.
Ὅμως ἕνα πρᾶγμα νὰ ἔχουμε ὑπόψη καὶ νὰ μὴ τὸ ξεχνοῦμε ποτέ· ὅτι μπορεῖ τὸν ἑαυτό μας νὰ τὸν ξεγελᾶμε· μπορεῖ καὶ τοὺς ἄλλους· μὰ τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ Τὸν ξεγελάσουμε.
Ι.Μ Μ κ.Λ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (3-5-2015) ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ


ΕκτύπωσηE-mail
kyriaki_paralytou_4
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(3-5-2015)
ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή, χριστιανοί μου, καί πίσω ἀπό τή θεραπεία τοῦ γιά 38 ἔτη παραλυτικοῦ  κρύβεται  ἡ εἰκόνα τῆς κοινωνίας τότε καί σήμερα. Τῆς κοινωνίας πού ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό Θεό μέ συνέπεια ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό συνάνθρωπό του.
Τά τραγικά λόγια τοῦ παραλυτικοῦ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» δείχνουν τή φθορά μιᾶς ξεπεσμένης κοινωνίας, ἐνῶ ἡ παραδείσια εἰκόνα βρίσκεται στά λόγια τοῦ Δημιουργοῦ «οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον». Ἔτσι οἱ πρωτόπλαστοι πρό τῆς ἁμαρτίας ζοῦσαν ἁρμονικά, συντροφικά, συνεργατικά.
Ὅταν ὅμως ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ ἐπῆλθε ἡ ἁμαρτία ἐπῆλθε καί ἡ ρήξη στίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί ἄρχισε ὁ καθένας νά ὑπερασπίζεται τόν ἑαυτό του καί νά λειτουργεῖ μέ κέντρο τόν ἑαυτό του. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας ἀπό τό Θεό ἀπομακρύνει καί τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους μέ ἀποτέλεσμα ὁ κάθε ἄνθρωπος νά βιώνει μία ἀπέραντη μοναξιά πού στήν περίπτωση τῆς ἀσθένειας γίνεται τραγική.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει : «Θέλουμε οἱ ἄνθρωποι νά γίνουμε δυνατοί γιά νά μήν ἔχουμε ἀνάγκη κανένα. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὅταν νομίζει ὅτι εἶναι αὐτάρκης ὁδηγεῖται στήν ἔπαρση, στήν ἀπομόνωση καί στή μοναξιά».
Καί κάτι ἄλλο μᾶς δίνει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Στά 38 χρόνια ἀσφαλῶς ὁ παραλυτικός θά εἶχε προσπαθήσει πολλές φορές νά μπεῖ πρῶτος στήν κολυμβήθρα μετά τήν ταραχή τοῦ ὕδατος ἀπό τόν ἄγγελο. Ὅμως κάθε φορά κάποιος λιγότερο ἄρρωστος ἀπ᾽ αὐτόν προλάβαινε. Καί βέβαια ὁ καθένας θά προσπαθοῦσε νά παραγκωνίσει τόν ἄλλο γιά νά βρεῖ πιό γρήγορα τήν ἴασή του. Καί αὐτό εἶναι δεῖγμα μιᾶς ἁμαρτωλῆς, ξεπεσμένης κοινωνίας, ὅπου ὁ καθένας προσπαθεῖ νά παραγκωνίσει κάποιον ἄλλο γιά νά πάρει μιά καλύτερη θέση (βρώμικο παιχνίδι).
Κάποτε περίπου στή δεκαετία τοῦ 1920 ἕνας νέος εἶχε πεῖ «Δέ θέλω νά ζήσω σ᾽ ἕνα κόσμο πού ὅλοι παίζουν ἕνα βρώμικο παιχνίδι». Σήμερα πολλοί εἶναι αὐτοί πού προσπαθοῦν νά μποῦν σ᾽ αὐτό τό παιχνίδι γιά νά ἐπιτύχουν.
Ἀπ᾽ αὐτά τά ἀδιέξοδα, χριστιανοί μου, ἦρθε νά μᾶς βγάλει ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό γεννήθηκε, γι᾽ αὐτό κήρυξε καί θαυματούργησε, γι᾽ αὐτό σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, γιά νά γίνει ὁ δικός μας ἄνθρωπος. Καί μᾶς ἔδειξε ἕναν ἄλλο τρόπο σωτηρίας πού δέν χρειάζεται νά παραγκωνίσουμε κανέναν, ἀλλά μαζί μέ τό συνάνθρωπό μας ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας ὁδηγούμαστε στήν ἴασή μας.
«Ἕνα πρόσωπο ὑπάρχει», λέει ἕνας σύγχρονος θεολόγος, «ὅταν ξεπερνᾶ τόν ἐγωϊσμό του. Αὐτό σημαίνει πώς τά μάτια του κοιτάζουν μέ στοργή καί ἀγάπη τά μάτια τοῦ ἄλλου» καί ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας λέει «ἄν θέλεις νά ζεῖς νά κάνεις πράξη τό λόγο τοῦ Κυρίου, δηλ. νά ὑπομένεις τήν καταφρόνια ν᾽ ἀγαπᾶς αὐτούς πού σέ κακομεταχειρίζονται νά μήν κρίνεις κανένα μέσα στήν καρδιά σου». ΑΜΗΝ.-
Πρωτ.π. Παν. Μεγαλοκονόμος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...