Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαΐου 04, 2015

Ομιλία εις την Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Ευαγγέλιο: Ιωάν. δ” 5-42)
 Ανθρωπε! Αν εξακολουθείς να πιστεύεις πως η σω­ματική τροφή και το ποτό είναι ικανά να θρέψουν και να ξεδιψάσουν την ψυχή σου, θα βρεθείς στο επίπεδο όπου βρίσκονται τα οικόσιτα ζώα και τα άγρια κτήνη. Αν κατόρθωσες να ξεπεράσεις το επίπεδο αυτό κι ελπί­ζεις πως η ψυχή σου μπορεί να τραφεί και ν” αναζωο­γονηθεί από την ανθρώπινη σοφία και το εγκόσμιο κάλ­λος, τότε θα βρεθείς στο επίπεδο εκείνων που έχουν απο­κτήσει ημι-εμπειρία, ημι-ανάπτυξη. Η πρώτη σκέψη είναι ανόητη, η δεύτερη (η ελπίδα) είναι στείρα. Στο δεύτερο αυτό επίπεδο ακούς τα βογγητά και τις κραυ­γές του διψασμένου κόσμου και νομίζεις πως είναι τρα­γούδια κι ευωχίες, μια προσπάθεια να ξεδιψάσει κανείς με τη δίψα των άλλων. Αν ξεπέρασες το επίπεδο αυτό κι ένιωσες μια ανέκφραστη δίψα, που καμιά πηγή στον κόσμο δε θα μπορούσε να τη σβήσει – που δε θα μπο­ρούσε ούτε κι ολόκληρος ωκεανός να τη σβήσει – τότε έχεις αποκτήσει πραγματική εμπειρία, είσαι άνθρωποςαληθινός. Μόνο όταν βρεθείς στο επίπεδο αυτό της ακό­ρεστης πνευματικής δίψας, της δίψας εκείνης που ένιω­σε κι ο Δαβίδ, θα κατανοήσεις με πληρότητα το σημε­ρινό ευαγγέλιο. *** «Έρχεται ουν εις πόλιν της Σαμαρείας την λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ο έδωκεν Ια­κώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού» (Ιωάν. δ’, 5). Η πε­ριοχή ολόκληρη από την Ιουδαία μέχρι τη Γαλιλαία ονομάζεται Σαμάρεια. Το όνομά της το έλαβε από το βουνό Σαμάρεια. Ο δρόμος από την Ιερουσαλήμ προς τη Γαλιλαία εξακολουθεί να περνάει από τη Συχάρ (τη σημερινή Ασκάρ). Εκεί είναι ένα κομμάτι γης που το είχε αγοράσει ο Ιακώβ από τους γιους του Εμώρ κι έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο, που το ονόμασε «Θεός του Ισραήλ» (Γεν. λγ’, 19-20). Αργότερα ο Ιακώβ δώρησε τη γη αυτή στο γιο του Ιωσήφ. «Ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ, ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή· ώρα ην ωσεί έκτη» (Ιωάν. δ’, 6). Η πηγή αυτή είχε το όνομα του Ιακώβ είτε επειδή ο προπάτοράς μας Ια­κώβ είχε κατοικήσει κοντά στο πηγάδι αυτό μαζί με τα κοπάδια του είτε επειδή το πηγάδι αυτό το έφτιαξε ο ίδιος. Κουρασμένος από τον απόκρημνο και ανηφορικό δρόμο από την Ιερουσαλήμ ως εκεί, ο Κύριος κάθησε δίπλα στο πηγάδι για να ξεκουραστεί. Η έκτη ώρα, όπως τη μετρούσαν στην Ανατολή, ήταν η μεσημβρία. Ο Κύριος έφτασε εκεί την ώρα που ο ήλιος μεσουρανούσε κι η ζέστη ήταν μεγάλη. Ήταν κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας που έκανε για τη σωτηρία μας, όπως κεκοπιακώς ήταν κι αργότερα, όταν ανέβαινε στο σταυρό αιμό­φυρτος και πονεμένος. Γιατί δεν ταξίδεψε νύχτα, που είχε και δροσιά; Οι νύχτες για τον Κύριο ήταν αφιερω­μένες στην προσευχή. Κι αν υποθέσουμε στη συγκεκρι­μένη περίπτωση πως θα ταξίδευε νύχτα, το ευαγγέλιο θα ήταν φτωχότερο κατά ένα μοναδικό γεγονός κι από μια πολύ διδακτική και σωστική αποκάλυψη. Ταξίδευε μέρα, με τα πόδια, στους ανηφορικούς κι απότομους δρόμους και με μεγάλη ζέστη, κουρασμένος και διψασμένος, γιατί βιαζόταν να εκμεταλλευτεί κάθε στιγμή του επίγειου βίου Του, μέρα και νύχτα, για τη σωτηρία μας. «Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς· δός μοι πιείν» (Ιωάν. δ’, 7). Ο ευαγγελιστής τονίζει πως η γυναίκα ήταν Σαμαρείτιδα, επειδή οι Ιουδαίοι χαρακτήριζαν τους Σαμαρείτες ως ειδωλολάτρες. Δός μοι πιείν, της είπε ο Κύριος. Ήταν κουρασμένος και διψασμένος, σημάδι πως το σώμα Του ήταν αληθινά ανθρώπινο σώμα κι όχι ομοίωμα, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι αιρετικοί. Όπως το σώμα Του δάκρυζε για τους ανθρώπους, όπως υπόφερε από τους πό­νους Του στο σταυρό, έτσι είχε και την αίσθηση της πεί­νας και της δίψας. Αν το ήθελε, θα μπορούσε βέβαια να ξεπεράσει την ανάγκη αυτή, ν” απαλλαγεί απ” αυτήν. Θα μπορούσε με τη θεϊκή Του δύναμη να την αναστεί­λει για κάποιο διάστημα ή και να την καταργήσει εντελώς. Πώς όμως έτσι θά ‘δειχνε ότι ήταν αληθινός άνθρωπος; Πώς θα μπορούσε «κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι» (Εβρ. Β’, 17), πώς θα τους ονόμαζε αδελφούς Του; Πώς θα μπορούσε να μας διδάξει την υπομονή και την καρτερία στις θλίψεις, αν ο ίδιος δεν είχε υποφέρει και δεν είχε υπομείνει τις θλίψεις και τους πειρασμούς; Και τελευταίο, θα μπορούσε η τελική νίκη Του νά ‘χει τη λαμπρότητα που μας δυναμώνει και μας φωτίζει στις δυσκολίες της ζωής μας, αν ο ίδιος δεν τα είχε υπομείνει πρώτος όλα και μάλιστα στον ύψιστο βαθμό; Θα ρωτήσει κανείς: «Πώς γίνεται Εκείνος πο υ μπορούσε να πολλαπλασιάσει τους άρτους και να περ­πατάει στο νερό, όπως σε στέρεο έδαφος, να μην μπο­ρεί μετά από ένα τόσο κοπιαστικό και μακρύ ταξίδι, μ” ένα Του λόγο (ή και με μια Του σκέψη) ν” ανοίξει ξαφ­νικά μια πηγή με νερό στο βράχο ή στην άμμο και να σβή­σει τη δίψα του;» Σίγουρα αυτό ανήκει στη δύναμή Του. Το έκανε ο Μωυσής αυτό στην έρημο. Το έκαναν και πολλοί άγι­οι στό όνομά Του, από τότε που υπάρχει η Εκκλησία μας. Πώς λοιπόν δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος; Μπο­ρούσε, μα δεν ήθελε. Ποτέ Του δεν έκανε ούτε ένα μο­ναδικό θαύμα μόνο για το δικό Του καλό, για να ταΐσει, να ποτίσει ή να ντύσει τον εαυτό Του. Όλα τα θαύμα­τα τα έκανε για τους άλλους. Δέν υπάρχει σκιά ιδιοτέ­λειας στη ζωή Του. Ακόμα κι όταν μικρό παιδί έφυγε για ν” αποφύγει το ξίφος του Ηρώδη, δεν το έκανε για τον εαυτό Του, αλλά για χάρη των ανθρώπων. Η ώρα Του δεν είχε φτάσει ακόμα. Όταν όμως ολοκλήρωσε το έργο Του ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν προσπάθη­σε ν” αποφύγει το θάνατο, δεν έφυγε. Αντίθετα, πήγε να τον συναντήσει. Όλα τα λόγια του Χριστού, κάθε συ­μπεριφορά Του και κάθε έργο που έκανε σ” όλη τη διάρ­κεια της επίγειας ζωής Του, τα πάντα καθοδηγούνταν από την απεριόριστη αγάπη Του για τους ανθρώπους, καθώς κι από την απεριόριστη σοφία Του. Δός μοι πιείν. Ο Δημιουργός το ζητάει αυτό από το πλάσμα Του. Τα λόγια αυτά αντηχούν εδώ και δυό χι­λιάδες χρόνια. Τα λόγια αυτά δεν τα είπε μόνο στη Σαμαρείτιδα. Απευθύνονται σ” όλες τις γενιές των ανθρώ­πων, ως τη συντέλεια του κόσμου. Δός μοι πιείν, λέει σήμερα ο Χριστός στον καθένα μας. Ο Δημιουργός του νερού, Εκείνος που παρέχει τις θάλασσες και τους ωκεανούς, τα ποτάμια και τις πη­γές, δεν το λέει αυτό επειδή διψάει για νερό. Διψάει για την αγαθή μας θέληση, για την αγάπη μας. Όταν του δίνουμε κάτι, δεν είναι από το δικό μας, αλλ” από το δι­κό Του. Κάθε ποτήρι νερό που έχουμε στη γη δικό Του είναι, Εκείνος το δημιούργησε. Για κάθε ποτήρι ψυχρού ύδατος που δίνουμε στους αδελφούς Του τους ελα­χίστους, έχει πληρώσει με το τίμιο αίμα Του. Με την ανεξάντλητη κι αμίμητη ταπείνωσή Του όμως δε ζητά­ει από τη Σαμαρείτιδα ως Δημιουργός από το πλάσμα Του, αλλ” ώς άνθρωπος από άνθρωπο. Μας δείχνει έτσι την ταπείνωσή Του και φανερώνει την περιορισμένη και ενδεή ανθρώπινη φύση Του. Ο άνθρωπος έχει το δικαί­ωμα να ζητήσει κάτι από κάποιον άλλον, όπως έχει και το καθήκον να εξυπηρετήσει και να ελεήσει τον άλλον. «Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πό­λιν ίνα τροφάς αγοράσωσι» (Ιωάν. δ’, 8). Ο Κύριος δεν ήταν μόνο κουρασμένος και διψασμένος, αλλά πει­νούσε κιόλας, όπως κι οι μαθητές Του. Είναι κι αυτή μια ακόμα απόδειξη πως ήταν αληθινός άνθρωπος και πως δεν έκανε θαύματα στις περιπτώσεις που η θαυματουργία δε λειτουργούσε για το γενικότερο καλό, για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ευαγγελιστής αναφέρει την απουσία των μαθητών, ώστε να εξηγήσει για ποιο λόγο ο Κύριος ζήτησε νερό από τη γυναίκα. Αν οι μα­θητές ήταν εκεί θα είχαν βγάλει εκείνοι νερό, οπότε η γυναίκα δε χρειαζόταν ν” αναφερθεί. Σε κάθε περίπτω­ση η θεία πρόνοια ήθελε να δημιουργήσει την ευκαιρία για τη δική μας διδαχή, ώστε όταν κι εμείς συναντάμε τον εχθρό μας στην ανάγκη του, να τον βοηθάμε. Κι όταν το έθνος μας βρίσκεται σε έχθρα με τους γειτονι­κούς λαούς, εμείς σαν άνθρωποι να μην τολμάμε να επε­κτείνουμε την έχθρα σε κάθε άνθρωπο του έθνους αυτού. Όταν μας δοθεί η ευκαιρία, είναι καθήκον μας να βοηθάμε κάθε άνθρωπο που έχει ανάγκη, χωρίς να προ­σέχουμε αν ανήκει στο δικό μας έθνος ή όχι. «Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις· πώς συ Ιου­δαίος ων παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (Ιωάν. δ’, 9). Η γυναίκα είχε την άποψη που είχαν όλοι στην εποχή της, πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να μι­σεί μόνο ένα εχθρικό έθνος, αλλά και κάθε άνθρωπο που ανήκει στο έθνος αυτό. Στην παραβολή του Καλού Σα­μαρείτη ο Κύριος επισήμανε την έχθρα και το μίσος που ένιωθαν οι Ιουδαίοι για τους Σαμαρείτες. Και το γε­γονός αυτό εξηγεί γιατί κι οι Σαμαρείτες ένιωθαν το ίδιο μίσος για τους Ιουδαίους. Για να σπάσει το φράγ­μα του μίσους ανάμεσα στα έθνη, πρέπει πρώτα να σπά­σει κανείς το φράγμα που δημιουργεί το μίσος ανάμε­σα στους ανθρώπους. Αυτός είναι ο μοναδικός λογικός τρόπος για να θεραπεύσει κανείς το ανθρώπινο γένος από τη μεγάλη αρρώστια του αμοιβαίου μίσους. «Απεκρίθη Iησούς και είπεν αυτή· ει ήδεις την δω­ρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, δός μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων» (Ιω­άν. δ’, 10). Η δωρεά του Θεού πρέπει να κατανοηθεί τό­σο με την υλική όσο και με την πνευματική έννοια. Από την υλική άποψη η δωρεά του Θεού πρέπει να κατανοή­σουμε πως αναφέρεται σ” όλα όσα ο Θεός με την αγα­θότητά Του δημιούργησε και έδωσε για χρήση και βοή­θεια στον άνθρωπο. Αν εσύ, γυναίκα, γνώριζες πως το νερό αυτό δεν ανήκει ούτε στους Σαμαρείτες ούτε στους Ιουδαίους, αλλ” είναι του Θεού· αν γνώριζες πως όταν ο Θεός δημιούργησε το νερό αυτό δεν έβαλε πινακίδες που να λένε πως «αυτό είναι για τους Σαμαρείτες» ή «για τους Ιουδαίους», αλλά «για τους ανθρώπους», τό­τε θα έβγαζες το νερό αυτό με δέος, αφού είναι δώρο Θεού, και θα το έδινες στο διψασμένο άνθρωπο να πιει με ακόμα μεγαλύτερο δέος, αφού το προσφέρεις στο πλάσμα του Θεού. Ο κόσμος ολόκληρος είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος είναι δώρο Θε­ού στον κόσμο. Από πνευματική άποψη τώρα, η δωρεά του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος. Παραδίνοντας ολόκληρο τον ορα­τό κόσμο στον άνθρωπο από την αγάπη Του, ο Θεός του δίνει τον ίδιο Του τον εαυτό. Αν εσύ, γυναίκα, γνώ­ριζες τι πολύτιμο δώρο έστειλε ο Θεός στους Ιουδαίους και στους Σαμαρείτες, καθώς και σ” όλους τους άλλους λαούς χωρίς εξαίρεση, η ψυχή σου θα έτρεμε. Θα έκλαι­γες από χαρά, θα έμενες άφωνη από θαυμασμό, δε θα τολμούσες να σκέφτεσαι καν για αμοιβαία έχθρα και για μίσος ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Σαμα­ρείτες. Να ξέρεις πως αν επρόκειτο να σου αποκαλυφτούν όλα τα μυστήρια Εκείνου που τώρα μιλάει μαζί σου, Αυτού που κρίνοντας από την εξωτερική Του εμφάνιση τον λογαριάζεις για κάποιον συνηθισμένο άνθρωπο, που από τα ρούχα που φοράει κι από τον τρόπο που μιλάει τον θεωρείς Ιουδαίο, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων. Με το ύδωρ ζων εννοεί ο Κύριος την φω­τιστική και ζείδωρη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που υποσχέθηκε στους πιστούς. «Ο πιστεύων εις εμέ… πο­ταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβά­νειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιωάν. ζ’, 38-39). Η γυ­ναίκα όμως δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όλ’ αυτά και γι’ αυτό συνέχισε να ρωτάει: «Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ· πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων; μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού;» (Ιωάν. δ’, 13, 14). Δούλους δεν έχεις, δοχείο δεν έχεις, το πηγάδι είναι βαθύ. Πώς λοι­πόν θ” αντλήσεις το δροσερό και ζωογόνο νερό; Η γυ­ναίκα έβλεπε τον Κύριο κάτω από το κάλυμμα της ανθρώπινης σάρκας, τον λογάριαζε κάποιον συνηθισμέ­νο θνητό, έναν αβοήθητο άνθρωπο. Ύδωρ ζων, και τό­τε και τώρα, ονομάζεται το νερό που βγαίνει από πηγή, σε αντίθεση με το νερό που αντλούμε από πηγάδια και στέρνες. Υπάρχει όμως και πηγαδίσιο νερό που ονομάζεται δροσερό, ζων ύδωρ, όταν το πηγάδι αυτό τροφοδοτείται από πηγή. Η πηγή βρίσκεται στον πυθμένα του πηγαδιού, απ” όπου ρέει το νερό και το γεμίζει. Σε κάποια στιγμή όμως της έρχεται μια δεύτερη σκέψη και βιάζε­ται να την εξωτερικεύσει: μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ; Σα νά “θελε να πει: Μήπως μπορείς εσύ να δημιουργήσεις μια άλλη πηγή νερού, δίπλα στην πρώτη; Ο πατέρας μας Ιακώβ δε δημιούργησε την πηγή, αλλ” απλά την έχτισε και την περιόρισε. Αν εσύ μπορείς να δημιουργήσεις μια άλλη πηγή, να φτιάξεις τρεχούμενο νερό, αυτό θα ήταν ύδωρ ζων, και τότε βέβαια θα ήσουν μείζων του πατέρα μας Ιακώβ. Είσαι ανώτερος από εκείνον; Το πηγάδι αυτό του Ιακώβ έχει τόσο άφθονο νερό, ώστε απ” αυτό ήπιε ο ίδιος, ήπιαν τα παιδιά του, τα ζωντανά του κι όλοι εμείς που ζούμε εδώ κοντά, καθώς κι οι ταξιδιώτες που περνούν απ” εδώ, κι οι επισκέπτες. Κι αυτό γίνεται αιώνες τώρα και το νε­ρό στο πηγάδι δε στερεύει. Μήπως εσύ μπορείς να κά­νεις κάτι καλλίτερο κι ανώτερο απ” αυτό; Τα λόγια αυτά της Σαμαρείτιδας από τη μια φανε­ρώνουν την υπερηφάνεια της για τον πατέρα τους Ια­κώβ. Από την άλλη διατυπώνουν κάτι περισσότερο από αμφιβολία, κάτι σαν ειρωνεία στον Κύριο Ιησού. Δεν ήταν τόσο αγενής και δημόσια η ειρωνεία όσο εκείνη που έγινε κατά την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, όταν οι άνθρωποι που άκουσαν τον Κύριο να τους λέει πως κοιμάται το κορίτσι τον περιγελούσαν (κατεγέλων αυτού), ήταν όμως μια έμμεση και κρυφή ειρωνεία. Ο Κύριος όμως που σκοπό Του είχε να τραβήξει τους ανθρώπους από τη λάσπη της αμαρτίας, ήταν προετοι­μασμένος να δεχτεί εμπαιγμούς και ειρωνείες τόσο από ανθρώπους όσο κι από δαίμονες. Γι” αυτό και δε μέμ­φεται τη γυναίκα γι” αυτήν την αιχμηρή ειρωνεία, αλλά προχωρεί με στόχο τη σωτηρία της ψυχής της: «Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή· πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήση πάλιν· ος δ” άν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδα­τος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ’ 13, 14). Ο Κύριος δεν απαντά στη γυναίκα με τον τρόπο που θά “θελε εκείνη. Δε θα της πει πόσο ανώτερος είναι από τον Ιακώβ. Εκείνος βλέπει την αιτία της παρανόησης ανά­μεσα στον ίδιο και στη γυναίκα, η γυναίκα όμως δεν τη βλέπει. Η παρανόηση προέρχεται από το γεγονός ότι Αυτός της μιλάει για το πνευματικό νερό, το ζωογόνο. Η γυναίκα όμως είναι μαθημένη να σκέφτεται με τη γήινη αντίληψη, εκείνη που νιώθουν κι οι αισθήσεις. Εκείνη κατανοεί το νερό που μπορεί να δει, που δημι­ούργησε ο Θεός για να ξεδιψάει πρόσκαιρα τη φυσική δί­ψα. Το ζων ύδωρ για το οποίο μιλάει ο Κύριος είναι η ζωοποιός θεία χάρη που αναζωογονεί και ξεδιψάει την ψυχή, που την οδηγεί στην αιώνια ζωή, ενώ ακόμα βρί­σκεται στην παρούσα. Όταν η ζωοποιός αυτή χάρη εισέρχεται στον άνθρωπο, ανοίγει μέσα του μια ανεξάντλη­τη πηγή ζωής, χαράς και δύναμης. «Λέγει προς αυτόν η γυνή· Κύριε, δός μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψήσω μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν» (Ιωάν. δ’, 15). Η γυναίκα βρίσκεται ακόμα εγκλωβι­σμένη στη δική της αντίληψη, σκέφτεται ακόμα το επί­γειο νερό. Στην καλλίτερη περίπτωση θά “παιρνε τον Κύριο για κάποιον μάγο, ικανό να κάνει ένα θαύμα με απάτη. Για να εξουδετερώσει λοιπόν την ανθρώπινη αυτή αντίληψη της γυναίκας ο Κύριος, γυρίζει ξαφνικά τη συζήτηση σε άλλο θέμα. «Λέγει αυτή ο Ιησούς· ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. απεκρίθη η γυνή και είπεν· ουκ έχω άνδρα. Λέγει αυτή ο Ιησούς· καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω· πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθώς είρηκας» (Ιω­άν. δ’ 16-18). Της το είπε αυτό για να την μάθει να σκέφτεται πνευματικά, όχι σαρκικά. Ο Κύριος δεν το λογαριάζει συνετό να κάνει κάποιο θαύμα μπρο­στά της, μα να δείξει πως ο ίδιος είναι προφήτης. Ξέ­ρει πως αυτό θα έχει το ίδιο δυνατό αποτέλεσμα με τη θαυματουργία. Ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου. Ο Κύριος γνωρίζει πως δεν έχει άντρα, μα θέλει ν” ακούσει τη δική της απάντηση. Την ταρακουνά, φα­νερώνοντας την παντογνωσία Του. Πέντε γαρ άνδρας έσχες. Αυτή ήταν μια δυνατή έκπληξη για τη γυναίκα. Τώρα όμως ακούει κι ένα ένοχο μυστικό της, που πολύ θά “θελε να κρύψει, όπως: και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ. Αυτό λειτούργησε σαν κεραυνός που άστραψε στον γαλανό ουρανό. Αλλά μην κατακρίνεις τη Σαμαρείτιδα, ανθρώπινη ψυχή. Μη την καταδικάζεις. Ρώτησε καλύτερα τον εαυ­τό σου: «Ποιός είναι ο σύζυγός μου;». Δεν είχες ήδη πέ­ντε άντρες ίσαμε τώρα; Κι ο σύντροφος που έχεις τώρα δεν είναι κάποιος άλλος κι όχι ο νόμιμος σύζυγός σου; Η ψυχή είναι εκκλησία. Κεφαλή της εκκλησίας είναι ο Χριστός. Με λίγα λόγια, σύζυγος (νυμφίος) της χρι­στιανικής ψυχής είναι ο ίδιος ο Κύριος. Αν όμως παραμένεις δεμένη σ” αυτόν τον κόσμο, αν είσαι «συζευγμέ­νη» μ” αυτόν κι αν οι πέντε αισθήσεις σου είναι ταιρια­σμένες μαζί του, τότε θα βρίσκεσαι στην ίδια αμαρτω­λή και δύστυχη κατάσταση όπου βρέθηκε κι η Σαμαρείτιδα. Αν είσαι δυσαρεστημένη κι απογοητευμένη από τις αισθήσεις σου, τότε τις έχεις πραγματικά απορ­ρίψει, έχεις πάρει διαζύγιο απ” αυτές. Τότε θα είναι σαν πέντε νεκροί σύζυγοι, οπότε εσύ αποφασίζεις να ζήσεις με τον έκτο σύντροφο, που βέβαια δεν είναι νόμιμος σύ­ζυγός σου, αλλά διάδοχος των άλλων πέντε, που όλοι μαζί ολοκληρώνουν την αισθητική σου αντίληψη. Αυτό είναι το ψέμμα κι η λάσπη που έχουν μαζέψει οι αισθή­σεις μέσα σου κι έχουν σχηματίσει ένα σωρό από σκου­πίδια. Η συνομιλία του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα είναι συζήτηση του Θεού με την άπιστη ψυχή. Η συνομιλία αυτή περιέχει ένα μήνυμα για σένα. Είναι συνομιλία ανάμεσα στον Ουράνιο Νυμφίο και τη νύμφη Του, την ψυχή του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος επικέντρωσε τη συζήτησή Του στον άντρα της Σαμαρείτιδας. Θα μπορούσε να εκτυλιχτεί διαφορετικά η συ­ζήτηση μαζί της, να της φανέρωνε με άλλον τρόπο πως ήταν προφήτης. Θά μπορούσε να της αποκαλύψει κάποιο άλλο μυστικό δικό της ή των γονιών της ή των γειτό­νων της στο Συχάρ. Κι η γνώση αυτή να είχε καταπλή­ξει εξίσου τη γυναίκα. Σκόπιμα όμως έφερε τη συζήτη­ση στο σύζυγο της γυναίκας, επειδή αυτό έχει να προ­σφέρει κάτι και σε σένα. Σε σένα καθώς και σ” όλες τις ψυχές που δημιούργησε από την αρχή και θα συνεχίσει να δημιουργεί ως τη συντέλεια του κόσμου. Η ερώτη­ση για το σύζυγό σου, ψυχή, είναι η σπουδαιότερη κι η πιο αποφασιστική. Όποιος κι αν είναι ο σύντροφός σου, είσαι σύζυγος του προσώπου αυτού. Αν σύντροφός σου είναι ο κόσμος, θα καταστραφείς μαζί του. Αν σύντρο­φός σου είναι η αμαρτία, θα πεθάνεις μαζί της. Αν σύ­ντροφός σου είναι ο διάβολος, θα είσαι μαζί του αιώνια. Σε οποιαδήποτε από τις παραπάνω περιπτώσεις, θα πί­νεις νερό που θα σου προκαλεί όλο και περισσότερη δίψα. Μόνο αν ομολογήσεις τον Κύριο Ιησού Χριστό ως νόμιμο Σύζυγό σου και τον συζευχθείς με πίστη κι αγά­πη, θα πίνεις το ζων ύδωρ, το δροσερό και ζωογόνο νε­ρό που θα σε ξεδιψάσει για πάντα και θα σε οδηγήσει στη βασιλεία των ουρανών και την αιώνια ζωή. «Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ. οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν· και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν. λέγει αυτή ο Ιησούς· γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί. υμείς προσκυ­νείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν· ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν (Ιωάν. δ’, 19-22). Ο Κύριος στοχεύει σκόπιμα ν” αγγίξει μια πνευματική χορδή της Σαμαρείτιδας. Και το κατορθώνει αυτό ανα­φέροντας το παρελθόν της. Η γυναίκα, που ως τότε ένιωθε μόνο τις αισθήσεις και την κοσμική αντίληψη να κυριαρχούν μέσα της, άρχισε ξαφνικά να αισθάνεται πως ξυπνάει η πνευματική αντίληψη, που ως τότε ήταν ναρ­κωμένη. Και το πρώτο που κάνει, είναι ν” αναγνωρίσει και να ομολογήσει το Χριστό ως προφήτη. Αυτό ήταν αρκετό σαν αρχή. Κι αμέσως μετά άρχισε ν” αναπτύσ­σεται ραγδαία το ενδιαφέρον της για τα πνευματικά πράγματα. Έτσι θέτει στον Κύριο ένα ερώτημα που ήταν πολύ επίκαιρο στις μέρες της. Ποιό ήταν αυτό; Οι ατέλειωτες φιλονικίες που είχαν αυτήν την εποχή Ιου­δαίοι και Σαμαρείτες για τον τόπο όπου έπρεπε να λα­τρεύεται ο Θεός. Ποιός ήταν πιο θεάρεστος τόπος; Η Ιε­ρουσαλήμ ή το βουνό της Σαμάρειας; Ποιός λατρεύει καλύτερα και προσεύχεται σωστότερα στο Θεό, αυτός που κάνει μετάνοιες και προσεύχεται εδώ ή ο άλλος που κάνει μετάνοιες και προσεύχεται εκεί; Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν. Η γυναίκα δε λέει «εμείς», αλλά «οι πατέρες ημών». Ήθελε μ” αυτόν τον τρόπο να δώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο όρος αυτό και να δικαιώσει έτσι περισσότερο τους Σαμαρείτες της εποχής της. Ήταν σα νά “θελε να πει: Δε διαλέξα­με εμείς το ορός τούτο για τόπο λατρείας του Θεού, αλλά οι πατέρες μας· κι εκείνοι ήταν ανώτεροι από μας και πιο κοντά στο Θεό. Πάλι ο Κύριος δεν απαντά στη γυναίκα μ” ένα «ναι» ή ένα «όχι». Προχωρεί προσπαθώντας ν” αφυπνίσει και να στηρίξει την ψυχή της. Γύναι, πίστευσόν μοι… Πίστε­ψε Εμένα, γυναίκα, όχι εκείνους που σου λένε πως πρέ­πει να λατρεύεις το Θεό στο όρος αυτό ή στην Ιερουσα­λήμ. Θα έρθει καιρός που προσκυνήσετε τω πατρί ούτε στο όρος αυτό ούτε στην Ιερουσαλήμ. Ο Κύριος σκό­πιμα χρησιμοποιεί τον όρο «πατήρ» αντί γιά «θεούς» (οι Σαμαρείτες προσκυνούσαν και «Θεό» και «θεούς»). Μ” αυτόν τον τρόπο η γυναίκα θα κατανοήσει πως με την καινούργια αντίληψη για το Θεό θα μάθει και τη νέα λατρεία. Η λατρεία του Πατέρα δε θα εξαρτάται από συγκεκριμένο τόπο. Κι έτσι η αποκλειστικότητα που διεκδικούσαν οι Σαμαρείτες κι οι Ιουδαίοι καταργείται. Μ” αυτόν τον τρόπο ο Κύριος προφητεύει κάτι που θά γίνει σύντομα και που έχει σχέση με την έλευσή Του στον κόσμο. Μ” όλο που ο Κύριος δίνει και στις δυο αυτές μορφές αποκλειστικότητας το ίδιο βάρος και προφητεύει το τέ­λος και των δύο, στα θέματα της γνώσης του Θεού δί­νει κάποια υπεροχή στους Ιουδαίους. υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν. Ο Κύριος γνωρίζει πως η γυναίκα τον βλέπει σαν Ιουδαίο, γι” αυτό και μιλάει σαν Ιουδαίος. Εσείς οι Σαμαρείτες, είπε, δε γνωρίζετε ποιον προσκυνάτε, γιατί προσκυνάτε πολλούς θεούς και είδωλα. Ομολογείτε τη θεότητα του Θεού του Αβραάμ και του Ιακώβ, ταυτόχρονα όμως προσφέρετε θυσία στα πολυάριθμα είδωλα των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων. Οι Ιουδαίοι γνωρίζουν τουλάχιστον πως υπάρχει ένας Θεός, μ” όλο που τον προ­σκυνούν και κείνοι, όπως και σεις, με πετρωμένες καρ­διές, με σκοτισμένο νου και νεκρές συνήθειες. Παρά ταύτα, η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. Δηλαδή, λέ­ει ο Κύριος, ο Μεσσίας θα γεννηθεί από Ιουδαίους. Από Εκείνον θα έρθει η σωτηρία του κόσμου. Αυτό υποσχέ­θηκε ο Θεός στους προπάτορές μας και το ίδιο προφή­τεψαν οι προφήτες. Έτσι φρόντισε η πρόνοια του Θεού κι έτσι έγιναν τα πράγματα. «Αλλ” έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία· και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ’, 23-24). Η λατρεία των Σαμαρειτών δεν είναι αλη­θινή, γιατί δεν ξέρουν ποιο θεό προσκυνούν. Η λατρεία στην Ιερουσαλήμ δεν είναι παρά σκιά της αληθινής λα­τρείας του Θεού, «σκιά των μελλούμενων αγαθών» (Εβρ. ι’, 1). Τόσο το ψεύτικο, το μη αληθινό, όπως και η σκιά, σύντομα θα εξαφανιστούν και στη θέση τους θα βασιλέψει η αληθινή λατρεία του Θεού. Ο Ήλιος της καινούργιας μέρας ανέτειλε. Η αυγή της καινούργιας μέρας χαράζει καθαρά και διαλύει το σκοτάδι και τις σκιές. Περνάει πολύς καιρός κι εξα­κολουθεί να είναι χαραυγή. Όταν το φως της και­νούργιας μέρας λάμψει παντού, τότε οι άνθρωποι θα γνωρίσουν το Θεό ως Πατέρα και θα τον προσκυνή­σουν σαν γιοι Του, όχι σαν δούλοι Του. Δε θα τον λατρεύουν με λέξεις και θυσίες νεκρές, αλλ” εν πνεύ­ματι και αληθεία, με ψυχή και σώμα, με πίστη και έργα, με σοφία κι αγάπη. Ο άνθρωπος στην πληρό­τητά του θα λατρεύσει το Θεό στη δική Του πληρό­τητα. Ο άνθρωπος που συνίσταται από ψυχή και σώμα, θα τα καθαγιάσει και τα δύο στο Θεό, και θα τον προσκυνήσει με τα δύο. Οι προσκυνητές θα υποκλιθούν όχι σε κάποιο πλάσμα, μα στον ίδιο το Δη­μιουργό, όχι σε κακούς δαίμονες που εμφανίζονται σαν θεοί, αλλά στον Ένα Πολυεύσπλαχνο Πατέρα του φωτός και της αλήθειας. Τέτοιοι είναι οι προσκυνη τές που αναζητούν τον Ουράνιο Πατέρα. Πνεύμα ο Θεός. Ο Θεός είναι Πνεύμα, δεν είναι ούτε σάρκα ούτε άγαλμα ούτε νεκρός λόγος ή ένας τόπος. Γι” αυτό και όσοι τον προσκυνούν, πρέπει να το κάνουν εν πνεύματι και αληθεία. Ο άνθρωπος επικοινωνεί με το θνητό κόσμο γύρω του, γι” αυτό και με τους θνητούς συμπεριφέρεται κι αυτός ως θνητός. Όταν όμως επικοινωνεί με τον αθάνατο Θεό, πρέπει να τον προσεγγίσει με ό,τι είναι αθάνατο. Όπως λέει ο από­στολος, «ου γαρ ζητώ τα υμών, αλλά υμάς» (Β” Κορ. ιβ’, 14). Ο παλιός κόσμος υπηρετούσε το Θεό με νομικές φόρ­μες. Πρόσφερε θυσία στο Θεό τράγους και κριάρια, σε­βόταν το Σάββατο κι εκτελούσε τους απαραίτητους κα­θαρισμούς, είχε λησμονήσει όμως το έλεος και την αγά­πη. Διάβαζε τα λόγια, «θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. ν’, 17), μα δεν τα καταλάβαινε και γι” αυτό δεν τα τηρούσε. Από τώρα και στο εξής όμως θα λατρεύει το Θεό εν πνεύματι και αληθεία. Γι’ αυτό το λόγο ήρθε ο Κύριος στη γη, για να δώσει το παράδειγμα τέτοιας λατρείας και προσκύνη­σης. Η δυσωδία των τράγων και των κριαριών που προ­σφέρονταν θυσία από ανθρώπους με πέτρινες καρδιές και σκοτισμένες ψυχές, ήταν προσβλητική για το Θεό. Παλιότερα ίσως να μην ήταν δυσωδία αλλά  ευωδία. Τότε όμως οι θυσίες προσφέρονταν από τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και το Μωυσή. Η ευωδία αυτή δεν προερχόταν από το αίμα και τις σάρκες των ζώων, αλλ” από τις ευλαβικές ψυχές και τις φιλόθεες καρδιές των πιστών δούλων Του. Αργότερα που οι ψυχές εκείνων που έκαναν θυσίες ζώων μαράθηκαν κι οι καρδιές τους πέτρωσαν, καμιά θυ­σία δεν μπορούσε να προσφέρει ευωδία στο Θεό. Ο Θε­ός δε ζητά τη μυρουδιά που βγαίνει από τις σάρκες και το αίμα, αλλ” εκείνο που βγαίνει από τις καρδιές και τις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι όλες οι μυρουδιές που έβγαι­ναν από τα θυσιαστήρια, για τον Κύριο ήταν δυσωδία. Κι αυτό ίσχυε για όλα τα θυσιαστήρια, είτε της Ιερου­σαλήμ είτε της Σαμάρειας. Πάνω σ” όλη την κόπρο του κόσμου, απ” όπου αναδυόταν η μυρουδιά κι ο θάνατος, ήρθε ο Κύριος να σπείρει τα άνθη του πνεύματος και της αλήθειας, που θα κατέστρεφαν το θάνατο και θ” αφάνιζαν τη δυσωδία. Έτσι ο νέος κόσμος παρουσιάζεται στο Θεό ως νύμφη, αγνή και καταστόλιστη. «Λέγει αυτώ η γυνή· οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λε­γόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα. λέγει αυτή ο Ιησούς· εγώ ειμι ο λαλών σοι. Και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει· ουδείς μεν τοι είπε, τί ζητείς ή τί λαλείς μετ” αυτής; αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυ­νή και απήλθεν εις την πόλιν» (Ιωάν. δ’, 25-28). Τί πα­ράξενο σκηνικό! Τί περίεργη αλληλουχία σκηνών και γεγονότων! Ο Κύριος στέκεται στο κέντρο μόνος Του, ακίνητος, όπως η αιωνιότητα. Η γυναίκα προκλήθηκε από τα πνευματικά λόγια του Κυρίου Ιησού και ξαφνικά θυμήθηκε τον αναμενόμενο Μεσσία, που τον περί­μεναν κι οι Σαμαρείτες όπως ακριβώς οι Ιουδαίοι. Όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα, είπε η γυ­ναίκα. Για εκείνην, όπως και για όλους τους άλλους, η ιδέα του Μεσσία ήταν κάτι μακρινό, κάτι που βρισκό­ταν πιο μακριά κι από τη γραμμή του ορίζοντα. Κι ένιω­σε μεγάλη έκπληξη όταν ο Κύριος της αποκάλυψε πως Εκείνος ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Εγώ ειμί ο λαλών σοι. Η γυναίκα έμεινε άφωνη από θαυμασμό, δεν του απάντησε. Κι εκείνη την ώρα έφτασαν οι από­στολοι από την πόλη και θαύμασαν που είδαν τον Κύ­ριο να μιλάει με μια γυναίκα και μάλιστα άπιστη, Σαμαρείτιδα. Κι έμειναν άφωνοι κι εκείνοι. Η γυναίκα δεν ήξερε τι άλλο να ρωτήσει ή να πει. Πα­ράτησε τη στάμνα της εκεί κι έτρεξε στην πόλη. Ήθε­λε το συντομότερο ν” αναγγείλει αυτό που ανακάλυψε. Αυτή ήταν μια πολύ εκφραστική σκηνή, πιο εύγλωττη απ” όλα τα λόγια του κόσμου. Η γυναίκα έτρεξε, έφτα­σε στην πόλη και μίλησε σε όλους για τον παράξενο άνθρωπο που γνώρισε στο πηγάδι. «Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός;». Δεν τολμάει να πει πως «Αυτός είναι ο Χρι­στός», μ” όλο που είχε αποκτήσει εμπειρία της σπάνιας πνευματικής σοφίας Του. Έτσι, σα να διστάζει γι” αυτό που θέλει να πει, ρωτάει: Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός; Είναι σα να ήθελε να πει: Είμαι μια ξένη γυναίκα και δεν μπορώ να είμαι σίγουρη γι” αυτό· εσείς είστε άντρες κι οπωσδήποτε πιο προσεχτικοί και πιο λογικοί από μέ­να. Γι” αυτό «έρχου και ίδε». Έτσι η γυναίκα, τόσο με την επιτηδειότητά της όσο και με τη μετριοφροσύνη της, κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή όλων των κατοί­κων της Συχάρ, που «εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν». Μόλις έφυγε η γυναίκα ξεκίνησε μια συζήτηση ανά­μεσα στο Διδάσκαλο και τους μαθητές Του. «Ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες· ραββί, φάγε». Είχαν αγο­ράσει τρόφιμα στην πόλη και του έφεραν να φάει. Κι ο δάσκαλός τους σίγουρα πεινούσε. Αντί να φάει όμως, συ­νέχισε τη θεϊκή αποστολή Του, για την όποια ήρθε στον κόσμο. Δεν έδωσε προσοχή στη σωματική πείνα. Ήταν πολύ σπουδαία στιγμή και δεν ήθελε να περάσει ανεκμετάλλευτη. Δε θ” αντάλλαζε με τίποτα την ανάγκη της ψυχής για λίγο φαγητό. Έτσι απάντησε στους μαθητές Του: «Εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε. έλεγον ουν οι μαθηταί προς αλλήλους· μή τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν;» (Ιωάν. δ’, 32-33). Ο Κύριος τους μιλούσε για πνευματική τροφή κι οι μαθητές Του για σωματι­κή. Η ίδια περίπου σκηνή είχε γίνει και νωρίτερα, όταν ο Κύριος μιλούσε στη γυναίκα για πνευματικό νερό και κείνη έλεγε για το νερό του πηγαδιού. Τώρα Εκείνος μιλούσε για πνευματική τροφή κι οι μαθητές Του σκέ­φτονταν τη σωματική. «Λέγει αυτοίς ο Ιησούς· εμόν βρώμά εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον» (Ιωάν. δ’, 34). Το θέλημα του Πατέρα είναι και του Υιού θέλημα, αφού ο Πατέρας κι ο Υιός μοιράζονται την ίδια ύπαρξη. Πώς λοιπόν τώρα ο Κύριος τους έλεγε για το θέλημα του Πατέρα κι όχι για το δικό Του; Γιατί μιλούσε για το έργο του Πατέρα κι όχι για το δι­κό Του; Δεν είναι το ίδιο πράγμα το θέλημα του Πατέ­ρα και το δικό Του; Δεν έχουν το ίδιο θέλημα; Δεν έχουν το ίδιο έργο; Ναι, το ίδιο έχουν. Κατονομάζει όμως το θέλημα από το οποίο καθοδηγείται: του Πατέρα Του· το έργο που έχει να εκτελέσει: του Πατέρα Του. Κι αυτά για χάρη μας. Για να διδάξει σ” έμας τους ανυπάκουους και υπερήφανους την υπακοή και την ταπείνωση. Προσέξτε όμως πόσο ευχάριστο είναι στον Κύριο το θέλημα του Πατέρα Του! Δεν το βλέπει σαν καθήκον, αλλά σαν τροφή! Εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με, του Πατέρα μου. Τι θεϊκό παρά­δειγμα, τι ευγενικός έλεγχος σε όλους εμάς, που όλη μέρα μιλάμε για το καθήκον μας, λες και πρόκειται για βάρος. Αν πράγματι κοιτάξουμε τον Κύριο και την τή­ρηση του θελήματός Του από τη μια μεριά και το βαρύ καθήκον Του προς τους ανθρώπους από την άλλη, πρέ­πει να παραδεχτούμε λογικά πως κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να κάνει το θέλημα του Θεού, αν δεν το δέ­χεται τόσο ευχάριστα, όπως την καθημερινή τροφή Του. Αυτό είναι που λέει ο Κύριος: πως κάνει το θέλημα του Πατέρα Του, όχι το δικό Του, όπως λέει και σ” ένα άλλο σημείο: «καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιωάν. στ’, 38). Αυτό δε σημαίνει πως ο Υιός είναι κα­τώτερος από τον Πατέρα. Δείχνει απλά τη μεγάλη αγά­πη που τρέφει ο Υιός προς τον Πατέρα Του. Ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει επίσης πως ο Πατέ­ρας ακούει πάντα τον Υιό. «Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις» (Ιωάν. ια’, 42). Η τέλεια υπακοή του Πα­τέρα ανταποκρίνεται έτσι στην τέλεια υπακοή του Υιού, και η τέλεια υπακοή του Αγίου Πνεύματος ανταποκρί­νεται στην τέλεια υπακοή του Πατέρα και του Υιού. Κι η τέλεια υπακοή κυριαρχεί σε ενότητα με την τέλεια αγάπη. Γι” αυτό και η αληθινή τροφή του Υιού είναι να κάνει το θέλημα του Πατέρα. Αληθινή τροφή του Πα­τέρα είναι να κάνει το θέλημα του Υιού. Κι αληθινή τρο­φή του Αγίου Πνεύματος είναι να κάνει το θέλημα του Πατέρα και του Υιού. «Ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι και ο θε­ρισμός έρχεται; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλ­μούς υμών και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη» (Ιωάν. δ’, 35). Λίγο νωρίτερα ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές Του για πνευματική τροφή, τώ­ρα τους λέει για πνευματικό θερισμό. Ο πνευματικός θερισμός είναι κοντά, φαίνεται, όπως φαίνεται και ο επί­γειος θερισμός. Όταν τα στάχυα γίνονται κίτρινα ή λευκά, όλοι ξέρουν πως ο θερισμός πλησιάζει. Όταν πλή­θη ανθρώπων έρχονται κοντά στο Χριστό, είναι φανε­ρό πως ο πνευματικός καρπός έχει ωριμάσει. Όταν οι Σαμαρείτες άκουσαν για το Χριστό από τη Σαμαρείτιδα, δεν είπαν πως η γυναίκα αυτή τρελλάθηκε, αλλά παράτησαν τη δουλειά τους κι έτρεξαν όλοι μαζί να τον δουν. Επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε, δείτε τα πλήθη των ανθρώπων που τρέχουν κοντά μας! Αυτός είναι ο αγρός του Θεού. Αυτή είναι η ώριμη σοδειά που περιμένει τους θεριστές. Έτσι είναι. «Ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Λουκ. ι’, 2). Εσείς είστε οι θεριστές του αγρού του Θεού. Για­τί μου προσφέρετε υλική, πρόσκαιρη τροφή, όταν υπάρ­χει μπροστά μας τόσο πλούσιος κι υπέροχος θερισμός; Όταν ο νοικοκύρης βλέπει μπροστά του τέτοιο θερισμό, δεν ξεχνάει να φάει από τη χαρά του; Κι όταν βρε­θεί μπροστά σε τέτοια θαυμάσια θέα, δεν τρέχει αμέ­σως να θερίσει τη σοδειά του και να την μαζέψει στις αποθήκες όσο γίνεται πιο γρήγορα, προτού την καταστρέψει η καταιγίδα; Γι” αυτό μη φροντίζετε υπερβολικά για την τροφή σας ή για τον εαυτό σας ή για Μένα. Τρέξτε γρήγορα στο θερισμό για να μη χάσετε το μισθό σας. «Και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. εν γαρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. εγώ απέ­στειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε· άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτού εισεληλύθατε» (Ιωάν. δ’, 36-38). Στον απέραντο αγρό του Θεού, πολλές φορές δεν προλαβαίνουν οι ίδιοι εργάτες και να σπείρουν και να θερίσουν, επειδή οι μέρες του ανθρώπου είναι μετρημέ­νες. Μερικοί άνθρωποι σπέρνουν και πεθαίνουν προτού προλάβουν να δουν τον καρπό του κόπου τους. Μετά γεννιούνται άλλοι, όταν ο καρπός που έσπειραν μεγά­λωσε, ωρίμασε κι έγινε κίτρινος για θερισμό. Κι έτσι αυτοί γίνονται θεριστές και μαζεύουν τον ώριμο καρπό που δεν έσπειραν. Ο αγρός του Θεού στη γη έχει σπαρεί από την αρχή με ζωή. Σποριάδες ήταν οι προπάτορές μας, οι άνθρω­ποι του Θεού, προφήτες και δίκαιοι, κυρίως οι προφήτες. Εκείνοι έσπειραν, μα δεν είδαν τον καρπό ν” αυξάνει και να ωριμάζει. Έζησαν όλοι με πίστη και πέθαναν με πίστη, χωρίς να δουν τους καρπούς της επαγγελίας. Τους είδαν μόνο από μακριά, με την πνευματική τους όραση (βλ. Εβρ. ια’,13). Ο Κύριος Ιησούς είπε κάποτε στους μαθητές Του: «Πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέ­πετε, και ουκ είδον» (Ματθ. ιγ’, 17). Οι σποριάδες δε βλέπουν εκείνα που βλέπουν οι θεριστές: τον καρπό και το θερισμό. Κι οι δυό τους όμως θα λάβουν μισθό για τον κόπο τους, γιατί κι οι δυό τους είναι εργάτες στον αγρό του Θεού, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. Ο Κύριος επαινεί τους κόπους και τους αγώνες των προφητών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, ταυ­τόχρονα όμως ενθαρρύνει τους αποστόλους στον αγώνα του θερισμού τους. Είναι σα νά “θελε να πει: Αυτοί έκα­ναν μεγαλύτερους αγώνες από σας, γιατί είναι πιο δύ­σκολο και πιο κουραστικό να σπέρνεις, χωρίς να βλέπεις τον καρπό στον αγρό σου, παρά να θερίζεις τον ώριμο καρπό. Εσείς μπήκατε στο δικό τους κόπο. Εκείνοι αγω­νίστηκαν και πέθαναν σαν μισθωτοί και δούλοι, χωρίς να δουν στο μεταξύ τον Κύριο του αγρού. Εσείς έχετε τον Κύριο ανάμεσά σας, εργάζεστε σαν γιοί, όχι σαν μισθω­τοί ή δούλοι. Στην ουσία ο ίδιος ο Κύριος εργάζεται, εσείς είστε οι συν-εργάτες Του. Γι” αυτό ευφρανθείτε και σπεύσετε με χαρά να θερίσετε τον ώριμο καρπό. «Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα» (Ιωάν. δ’, 39). Δέστε πόσο ώριμος είναι ο καρπός! Δέστε πόσο πλούσιος είναι ο θερισμός! Η διψασμένη γη ρούφηξε γρήγορα το νερό. Πολλοί Σαμαρείτες πίστεψαν στο Χριστό ακόμα και προτού τον δουν, μόνο με τα λόγια που άκουσαν από τη γυναίκα. Η Σαμαρείτιδα δεν ήταν απόστολος, ούτε κι έκανε κάποιο θαύμα. Αντίθετα μά­λιστα, ήταν μια γυναίκα αμαρτωλή. Κι έτσι όμως τα λόγια της είχαν πλούσιο θερισμό ανάμεσα σ” αυτούς τους ειδωλολάτρες. Τί ντροπή, τί αμηχανία για τους Ιουδαί­ους, τον Εκλεκτό Λαό! Εκείνοι άκουσαν από το στό­μα Του όλα τα δυνατά λόγια, μα παράμειναν κουφοί και τυφλοί, αμετανόητοι και σκληρόκαρδοι! Η Σαμαρείτιδα δεν κράτησε για τον εαυτό της τα καλά λόγια που άκουσε από τον Κύριο. Έτρεξε αμέσως να τα μεταδώ­σει και στους άλλους, γι” αυτό και της αξίζει κάθε έπαι­νος. Είναι σαν τη γυναίκα που βρήκε τη χαμένη δραχμή κι αμέσως φώναξε τις γειτόνισσές της λέγοντας: «Συγχάρητέ μοι, ότι εύρον την δραχμήν ην απώλεσα» (Λουκ. ιε’, 9). «Ως ουν ήλθον προς αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων αυτόν μείναι παρ” αυτοίς· και έμεινεν εκεί δύο ημέρας. και πολλώ πλείους επίστευσαν δια τον λόγον αυτού» (Ιωάν. δ’, 40-41). Οι Ναζαρηνοί ζητούσαν να τον γκρεμίσουν από το χείλος του όρους (βλ. Λουκ. δ’, 29), δια τον λόγον αυτού. Οι Γαδαρηνοί του ζήτησαν να τους αφήσει και να φύγει μακριά (Λουκ. η’, 37). Αυτοί εδώ οι Σαμαρείτες όμως του ζήτησαν να μείνει μαζί τους, ηρώτων αυτόν μείναι παρ αυτοίς. Ο Κύριος ανταποκρί­θηκε στο αίτημά τους κι έμεινε μαζί τους δυο μέρες. Κι ο θερισμός ήταν πραγματικά μεγάλος, πλούσιος, τόσο για εκείνους που τον πίστεψαν από τα λόγια που άκου­σαν από τη γυναίκα, όσο και για εκείνους που πίστεψαν άμεσα στα δικά Του λόγια. Στη συνέχεια έλεγαν στη γυναίκα: «ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν· αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός» (Ιωάν. δ’, 42). Δε μας είναι γνωστά όσα είπε ο Κύριος τις δυο αυτές μέρες στους πνευματικά πεινασμένους και διψασμένους ανθρώπους. Δε γράφτηκε τίποτα γι” αυτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως πως τα λόγια Του είναι ύδωρ ζων, που όταν το πίνει ο άνθρωπος δεν ξαναδιψάει ποτέ πια. Αυτό φαίνεται πρώτο από το μεγάλο πλήθος εκείνων που πίστεψαν στον Κύριο και δεύτερο από την ορθή ομολογία της πίστης τους: ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός. Ανάμεσα στους πολλούς θεούς που πίστευαν οι Σα­μαρείτες, μέσα τους διατηρούσαν και κάποια πίστη στο Θεό του Ισραήλ. Και κρατούσαν την πίστη αυτή όχι επειδή γνώριζαν το Θεό αυτό, αλλ” από σεβασμό στον Ισραήλ (Ιακώβ), που κάποτε είχε ζήσει ανάμεσά τους. Γι” αυτό κι η Σαμαρείτιδα μίλησε για τον «πατέρα μας Ιακώβ» (Ιωάν, δ’, 13). Οι Σαμαρείτες σίγουρα θα είχαν ακούσει την προφητεία για το άστρο που θ” ανατείλει από τον Ιακώβ («ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ», Αριθ­μοί, κδ’, 17). Όταν ο βασιλιάς των Μωαβιτών Μπαλάκ ξεκίνησε πόλεμο εναντίον των Ισραηλιτών, κάλε­σε τον προφήτη Βαλαάμ ν” ανακοινώσει νίκη εναντίον του Ισραήλ, για να ενθαρρύνει το στρατό του. Ο Μπαλάκ υποσχέθηκε στο Βαλαάμ να του δώσει μεγάλα δώρα για τις υπηρεσίες του κι ο Βαλαάμ πήγε στο στρατόπε­δο του βασιλιά. Όταν όμως προσπάθησε να κάνει τα μαγικά του και να προφητεύσει αυτά που ήθελε ο Μπαλάκ, ξαφνικά τον επισκέφτηκε το Πνεύμα του Θεού κι άρχισε να προφητεύει όχι αυτά που ήθελε ο Μπαλάκ, αλλ” εκείνα που ήθελε ο Θεός. «Ως καλοί οι οίκοί σου Ιακώβ, αι σκηναί σου Ισραήλ». Όταν ο Μπαλάκ άκου­σε τα λόγια αυτά επιτίμησε τον Βαλαάμ, εκείνος όμως δεν πτοήθηκε και συνέχισε: «Φησί Βαλαάμ, υιός Βεώρ, φησίν ο άνθρωπος ο αληθινώς ορών, φησίν ακούων λό­για ισχυρού, όστις όρασιν Θεού είδεν εν ύπνω, αποκεκαλυμμένοι οι οφθαλμοί αυτού… ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ, αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ» (Αριθ. κδ’). Και να που εμφανίστηκε Εκείνος που προείδε ο Βαλαάμ από παλιά. Το άστρο έλαμψε από τη φυλή του Ιακώβ κι ήταν λαμπρότερο από τον ήλιο, πιο όμορφο από το καλλίτερο όνειρο. Κι οι Σαμαρείτες το είδαν και χάρηκαν. Το είδαν και πίστεψαν. Ήπιαν μέχρι κορεσμού το ύδωρ το ζων κι έζησαν στον αιώνα. Ο Σωτήρας μας Χριστός δεν έδωσε το ζων ύδωρ μό­νο στους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους. Το έδωσε κι εξακολουθεί να το δίνει μέχρι σήμερα σε κάθε άνθρωπο που έχει επίγνωση της πνευματικής του δίψας στην έρη­μο αυτής της ζωής. Κάποτε ο Κύριος στάθηκε στην Ιε­ρουσαλήμ «και έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω πρός με και πινέτω» (Ιωάν. ζ’, 37). Πρόσεξε πως το αναφέρει ο ευαγγελιστής: έκραξε. Ο Καλός Ποιμήν δεν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει το ποίμνιό Του, το καλεί στο νερό. Από την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος ο Χριστός στέκεται στη μέση της ερήμου αυτού του κόσμου και κράζει σ” όλους τους ταξιδιώτες που είναι εξα­ντλημένοι από τη δίψα. Ευλογημένοι είναι όσοι ακούνε τη φωνή Του και τον πλησιάζουν με πίστη. Ο Χριστός δε θα τους ρωτήσει ούτε ποια γλώσσα μιλάνε ούτε σε ποιο έθνος ανήκουν. Ούτε την ηλικία τους θέλει να μά­θει ούτε αν είναι πλούσιοι ή φτωχοί. Θα δώσει σε όλους ύδωρ ζων για να τους ενισχύσει και να τους αναζωογο­νήσει, να τους ανανεώσει και να τους αναγεννήσει, να τους υιοθετήσει, να τους βγάλει από το πύρινο καμίνι αυτού του κόσμου και να τους οδηγήσει στη γη της επαγ­γελίας. Πόσο υπέροχο είσαι, ύδωρ ζων! Γλυκύτατε Σωτήρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ανανεωτική πηγή, πόσο πλούσιος και ζωοποιός είσαι! Πνεύμα Αγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στον Κύριο Ιησού όλους εκείνους που οι ψυχές τους διψούν για την αιώνια ζωή και κραυγάζουν: «Η ψυχή μου διψά για το Θεό, για το Ζώντα Θεό!» Δόξα και ύμνος σε Σένα, Κύριε Ιησού, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαί­ρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν! (
Απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΜΙΛΙΕΣ Γ’: ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΜΕΡΑ – Από την Κυριακή του Πάσχα ως την Πεντηκοστή» Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Μετάφραση – Επιμέλεια ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ – 2011)

ΛΟΓΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΡΥΠΝΙΑΝ
ΕΠΙ Τῌ ΕΟΡΤῌ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ



Τῆς ἑορτῆς μεσούσης, τῆς σῆς Χριστέ Ἀναστάσεως, καί θείας παρουσίας τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος, συνελθόντες τῶν θαυμάτων σου, ἀνυμνοῦμεν τά μυστήρια· ἐν ἧ κατάπεμψον ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.


Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί. 
Ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων καθιερώθηκε ἡ ἡμέρα Τετάρτη τῆς Δʹ ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα νά ἑορτάζεται ἡ μεσότης πού συνδέει τίς 2 μεγάλες ἑορτές τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς ὡς ἑορτή Δεσποτική, ἡ ἁγία Μεσοπεντηκοστή.
Μᾶς θυμίζει τήν ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ἡ ὁποία στό μέσον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ προσκύνησις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐνισχύει τόν πνευματικό ἀγῶνα τῶν πιστῶν. Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, ὄχι μόνον ὡς ἀποτρεπτικός κάθε πονηρᾶς ἐπιβουλῆς ἀλλά καί ὡς πρότυπον θυσίας, μαρτυρικῆς πορείας διδάσκει τό μαρτυρικό φρόνημα πού ὀφείλει νά ἔχει κάθε γνήσιος χριστιανός.
Στή σημερινή Δεσποτική Ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς «μνείαν ποιούμεθα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ περί τῆς προελεύσεως τῆς διδασκαλίας του καί περί τῆς θείας καταγωγῆς του». Κατά τόν Συναξαριστήν «τῇ διδασκαλίᾳ ταύτῃ ὁ Χριστός Μεσσίαν ἑαυτόν ἀπέδειξεν».
Εἶχε ἐρωτήσει ὁ Κύριος τούς μαθητάς του ὁλίγον πρό τοῦ Πάθους: «Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι;». Τότε ὁ Πέτρος φωτισθείς ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπάντησε: «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἀποδεικνύει τήν πραγματικότητα αὐτῆς τῆς ἀναγνωρίσεως. Ὁ Διδάσκαλος ὄντως  «πατήσας τόν θάνατον» ἀποδεικνύεται Υἱός τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀφετηριακή ἑορτή λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πάσχα δέν ἑορτάζεται ἁπλῶς ἡ Ἀνάστασις τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ καί ἡ χαρά δέν ἐκδιώκει τήν θλίψιν τῶν μαθητῶν μόνον, ἀλλά διατρανεῖ τήν νίκην τοῦ Θεοῦ πάνω στό θάνατο. Ἐλευθερώνεται τό πλάσμα ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ ἄδου.
Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Καί μεῖς ὡς Μεσσία τόν πιστεύομεν καί ἀποτελεῖ γιά τήν ζωή μας πρότυπον καί ὁδός. Ἀποδεχόμεθα τό κήρυγμα τῆς μετανοίας μέ τό ὁποῖο ἐγκαινίασε τόν δημόσιον βίον Του καί τοῦτο σημαίνει, ὅτι στρατευόμεθα στήν νέαν οἰκογένεια τήν ὁποία δημιούργησε. Κινούμεθα μεταξύ τοῦ νέου χρόνου ἀπό τήν Ἀνάστασή Του ὡς τή Δευτέρα καί Ἔνδοξο Παρουσία Του. Ἐμεῖς δέν πρέπει νά μπαίνουμε στόν πειρασμό τῶν Ἰουδαίων πού τόν ἤθελαν ἐπίγειο Βασιλέα γιά νά ἀπαντήση στά προβλήματα τῆς ζωῆς καί μόνον ἀλλά εἶναι ὁ Πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προηγεῖται ὅλων μας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἐλκύει πρός Αὐτήν ὅλους πού Τόν πιστεύουν ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτή. Μᾶς δίδει ἡ προσέγγιση αὐτή τή δυνατότητα νά ἐπανασυνδεθοῦμε τόν Θεόν Πατέρα ὡς κληρονόμοι Χριστοῦ. Ἡ ἐπερχομένη Βασιλεία Του νοηματίζει τή ζωή μας, ἐλέγχει τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς καί μέ τή συμπαράστασή Του μᾶς τό εἶπε, ὅτι θά εἶναι κοντά μας πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας, νικοῦμε τόν κόσμο καί βιώνουμε τήν ξενητειά τοῦ κόσμου τούτου. Κέντρο μας ἡ Ἀνάστασίς Του.
Ἀλλά γιά νά κατανοήσουμε τό Μυστήριον τῆς Ἀναστάσεωςκαί νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀλλαγή καί τά εὐεργετικά ἀποτελέσματά της πρέπει νά λάβουμε τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο θά μᾶς ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν. Καί μία ἀπό τίς βασικές δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς Ἀληθείας, δηλαδή τῆς οὐσιαστικῆς γνωριμίας μας μέ τόν Χριστό.  
Πόσο ἐντύπωση μᾶς προκαλεῖ ἡ ἄγνοια τῶν μαθητῶν περί τοῦ τί ἀκριβῶς πρόκειται μέ τό διδάσκαλό τους. Εἴδαμε νά ζητοῦν πράγματα τοῦ καιροῦ τούτου κί ὅμως Τόν συνανεστράφησαν τόσα χρόνια. Εἶδαν τά ἐξαιρετικά καί θαυμάσια τά ὁποῖα ἔκανε ἀλλά οἱ ὀφθαλμοί τους ἤταν ἀκόμη βεβαρημένοι. Ὁ Κύριος ἐπορεύετο πρός τό Πάθος καί ἡ Μήτηρ τῶν μαθητῶν του ζητοῦσε θέσεις, ὅπως θά συνέβαινε μέ τήν ἀπονομή ἀπό ἕνα ἐπίγειο Βασιλέα. Δέν εἶχε ἀποσταλεῖ ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας γιά νά τούς φωτίσει καί νά τούς διανοίξει τά μάτια τῆς ἀναγεννημένης ψυχῆς τους καί νά δοῦν τή δόξα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ, πού δέν εἶχε σχέση μέ τά πράγματα τοῦ κόσμου.
Ὅταν ὅμως ἦλθε τό πλήρωμα τῶν ἡμερῶν, στό ὑπερῶον σάν πύρινες γλῶσσες ἐμφανίζεται τό Πανάγιον Πνεῦμα καί φωτίζονται πλέον οἱ μαθηταί καί λαμβάνουν Πνεῦμα Ἅγιον, τότε ἀποκτοῦν τήν δυνατότητα νά γνωρίσουν τόν Κύριόν τους. Τόν βλέπουν ὄχι σάν ἕνα ἀπλό δάσκαλο, ἀλλά ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί τούς δίδεται ἡ δυνατότητα τῆς μεθέξεως καί κοινωνίας μετά τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τήν Πεντηκοστή θά ἦσαν θεαταί ἁπλοί, συζητοῦντες, ὅπως ἔκαναν πηγαίνοντας στούς Ἐμμαούς, ἀλλά Αὐτός πού ἔζησαν 3 χρόνια καί εἶδαν καί ἄκουσαν καί ψηλάφησαν θά παρέμενε κάτι διαφορετικό ἀπό τούς κοινούς ἀνθρώπους ἀλλά δέν θά μπορούσαν νά ἔχουν πλήρη σχέση. Φωτισθέντεςἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη, γεμάτοι ἀπό τή γεύση τῆς ἀληθείας διασκορπίσθησαν εἰς τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης καί ἔγιναν Ἀπόστολοι.
Ἡ μεσότης τῶν 2 ἑορτῶν πού τούς συνδέει μᾶς δίνει τό Μήνυμα, ὅτι ὀφείλουμε μέ βάση τήν Ἀνάτστασιν τοῦ Κυρίου νά ζοῦμε μέ τήν ἑτοιμασία καί τήν προσδοκία τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τότε θά συνειδητοποιήσουμε τό ἐντελῶς καινούριο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Τό πλήρωμα τῆς ζωῆς μας δωρίζεται ἀπό τόν Παράκλητον. Ἡ χαρά ἡ πεπληρωμένη, ἡ χαρά, ὄχι τοῦ κόσμου τούτου ἀλλά ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ ἔρχεται γιά νά γίνεται ἀντίβαρο σ᾿ ὅτι μᾶς πικραίνει, μᾶς λυπεῖ καί μᾶς περιορίζει στή ζωή μας.
Κί ὅμως πόσο εἴμεθα διατεθειμένοι νά δεχθοῦμε αὐτές τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, πόσο λαχταροῦμε νά ἔλθει τό Ἅγιον Πνεῦμα στή ζωή μας, ἴσως ψελλίζουμε κάποιες προσευχές, δέν γνωρίζω ἄν τίς νοιώθουμε.
Συναγμένοι στό χῶρο τῆς προσευχῆς μας σέ κάθε εὐχαριστηριακή μας σύναξη δέν κάνουμε τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά παρακαλοῦμε τόν ἐρχομό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά διανοίξει τούς ὀφθαλμούς μας καί νά λάμψῃ στίς καρδιές μας τό Φῶς τῆς θεογνωσίας. Κάθε συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἔτσι προσεύχεται· δέν ἐπιτρέπει στό νοῦ του νά κυριαρχοῦν τά ποικίλα αἰτήματα τῶν ὁποίων ἡ ἐκπλήρωση «προστεθήσεται ἡμῖν» ἀλλά ἔντονα παρακαλεῖ, παρακαλεῖ ἐκ βαθέων «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν».
Τότε ἡ Πεντηκοστή γίνεται ἡ ἐλπίδα μας. Ἅς προσευχηθοῦμε ἀπό σήμερα τό ὑπόλοιπον τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου πού καλούμεθα νά διανύσουμε νά εἶναι χρόνος καρδιακῆς προσευχῆς διά νά καρποφορήσει τήν προσωπική μας Πεντηκοστή.

Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής



ths_mesopenthkosthΣε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή, αυτή. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή της. Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αύτη και οι περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν, ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Και όμως κάποτε αυτή η εορτή  ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού.
Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντος ς’ του Σοφού (11 Μαΐου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτορας το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μω­κίου. όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλιάς και πατριάρχης εισέρχονταν επισήμως στον ναό.
Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλιάς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγοι την βασιλείαν υμών» και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.
Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασή της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.
Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή  ένας σταθμός, μία τομή.
Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» τη δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορταστεί μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσ­σίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας -μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός». «Διά ταύτην την αιτίαν την παρούσα εορτή εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες τον Μεσσίαν  ανυμνούμεν Χριστόν». σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο. Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που επελέγη για την ημέρα αυτή. Μεσούσης της εορτής του ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρή αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς ή δεν είναι; Είναι η διδασκαλία Του εκ Θεού ή δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι ο διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού που κατασκεύασε τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στο ναό, στο μέσον των διδασκάλων του ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία.
Λίγες σειρές πιό κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «της εορτής μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, πού έγινε μεταξύ του Χριστού και των Ιουδαίων «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία φράση του Κυρίου- «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω· ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Και σχολιάζει ο ευαγγελιστής· «Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν», Δεν έχει σημασία, ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξάλλου τόσο πολύ με το θέμα τής εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθεί πιό παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, «του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές· «Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσι ύδατος ζώντος». «Και γενήσεται αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», είπε στη Σαμαρείτιδα. Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτευμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους.
Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψη ιστορικού υπόβαθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακένωτου ύδατος. Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατάντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής ή του αγίου Πνεύματος ή της αγίας Τριάδος ή των Εισοδίων ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
(Ιωάννου Φουντούλη, «Λογική λατρεία»)

Περί ἡδονῆς- Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης






Ἤ φεύγων φεῦγε, ἤ ἐμπαίζων ἔμπαιζε
τόν μάταιον καί ἀπατεῶνα κόσμον.

Δὲν ὑπάρχουν ἰσχυρότεροι μαγνῆτες καὶ θελκτικότεροι ἐξουσιαστὲς καὶ ποθεινότερες ἁλυσίδες γιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῶν πέντε αἰσθήσεων. Πόσο ἀρεστὲς καὶ πόσο βλαβερὲς εἶναι! Καὶ ὁ καλύτερος ρήτορας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρουσιάσει ποτὲ τὴν κακία τους καὶ τὴν βλάβη ποὺ προξενοῦν στὴν ψυχή. Ἂν ὁ διάβολος μᾶς ἔδινε τὸ φαρμάκι του μὲ κάποιο πικρὸ βότανο, δὲν θὰ τὸ πίναμε. Ἐπειδὴ ὅμως μᾶς τὸ δίνει μὲ τὸ μέλι τῶν ἡδονῶν, τὸ παίρνουμε εὐχάριστα.

Ἀπὸ τὶς ἡδονές, οἱ σαρκικὲς – δηλαδὴ ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ πάθη – τυφλώνουν τὴν καρδιὰ καὶ κολλᾶνε τὴν καρδιά μας στὰ παρόντα πράγματα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἐμπόδια της σωτηρίας μας. Καὶ ἀληθεύει ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ἕνας ἅγιος, ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βρέφη, λίγοι μόνο φτάνουν στὸν παράδεισο, ἐξαιτίας τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων.

Ἄλλες μορφὲς ἡδονῶν εἶναι ὁ πολὺς ὕπνος, τὰ καλὰ φαγητά, τὰ ὡραῖα φορέματα, τὰ μαλακὰ στρώματα καὶ γενικὰ ὅλες οἱ ἱκανοποιήσεις τῶν αἰσθήσεων.

Οἱ ἄνθρωποι τῶν ἡδονῶν, ἀφοῦ χορτάσουν τὸν ὕπνο καὶ τὴν ἀνάπαυση, τρέχουν στὰ συμπόσια καὶ στὰ ξεφαντώματα, στὰ τραγούδια τὰ ἄσεμνα, στὶς κακὲς συναναστροφές, στὶς κωμῳδίες καὶ στὰ πανηγύρια. Γενικά, δὲν ἀφήνουν ποτὲ νὰ τοὺς ξεφύγει καμία εὐκαιρία ἀπολαύσεως. Κι ἐνῷ ἡ ζωή τους εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀσωτίες καὶ ματαιότητες, αὐτὴ τὴν θεωροῦν καλὴ καὶ ἀθῴα.

Ἂν μάλιστα κατακρίνει τὴν πολιτεία τους, τὸν κατηγοροῦν σὰν ἄξεστο καὶ χωριάτη, καὶ λένε πὼς θέλει νὰ μεταβάλλει τὶς πόλεις σὲ ἐρήμους καὶ τοὺς κοσμικοὺς σὲ καλόγερους. Αὐτὰ ὅμως τὰ λένε γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν. «Μετὰ γὰρ κιθάρας καὶ ψαλτηρίου καὶ τυμπάνων καὶ αὐλῶν τὸν οἶνον πίνουσι, τὰ δὲ ἔργα Κυρίου οὐκ ἐμβλέπουσι», κατὰ τὸν προφήτη (Ἡσ.5:12). Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουν καλά, εἶναι νὰ ξοδεύουν τὸν καιρό τους σὲ ξεφαντώματα. Ἀπὸ τὸ κρεβάτι πηγαίνουν στὸ τραπέζι, ἀπὸ τὸ τραπέζι στὶς παρέες, ἀπὸ τὶς παρέες στὰ σεργιάνια, καὶ γίνεται ἡ ζωή τους σὰν μία ἁλυσίδα, ὅπου ἡ μία ἀπόλαυση εἶναι δεμένη μὲ τὴν ἄλλη, ὅπως οἱ κρίκοι μεταξύ τους.

Τὸ πανάγιο Πνεῦμα δὲν μᾶς λέει ὅτι ὅποιος κυνηγάει τὶς κοσμικὲς ἡδονὲς γκρεμίζεται ἀμέσως στὸν Ἅδη. Ἀλλὰ τί λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ Δαβίδ; Ὅτι κατεβαίνει στὸν ᾅδη, πλησιάζει δηλαδὴ σιγὰ-σιγά: «πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς ᾅδου» (Ψαλμ.113:25). Γιατὶ ἡ μαλθακὴ καὶ ἡδονικὴ ζωὴ ποὺ ζεῖ, τὸν προετοιμάζει ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ γιὰ τὴν ἀπώλεια.

Οἱ τρυφὲς καὶ οἱ ἡδονὲς φθείρουν καὶ ἀδυνατίζουν καὶ τοὺς πιὸ δυνατούς. Γι᾿ αὐτὸ μερικοὶ καταντοῦν σὲ τέτοια ἀδυναμία, ποὺ καὶ ὁ ἴσκιος ἀκόμα τῶν πειρασμῶν εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ τοὺς ρίξει. Κι ἀφοῦ, ἐξομολογηθοῦν, μὲ τὸν πρῶτο πειρασμὸ ξεχνοῦν τὴν καλή τους ἀπόφαση νὰ μὴν ξαναμαρτήσουν, καὶ πέφτουν ἀμέσως πάλι στὴν ἁμαρτία.

Λοιπόν, μὲ τὸ νὰ λὲς ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτίες ὁ πολὺς ὕπνος καὶ τὰ φαγοπότια καὶ οἱ διασκεδάσεις καὶ τὰ ξεφαντώματα, προσπαθεῖς ἁπλὰ νὰ δικαιολογηθεῖς. Γιατὶ μπορεῖ αὐτὰ καθεαυτὰ νὰ μὴν εἶναι ἁμαρτίες, ἀλλὰ προετοιμάζουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ σ᾿ ἐμποδίζουν νὰ γευθεῖς τὰ πνευματικὰ ἀγαθά τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ πάθεις κάτι ἀνάλογο, μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθε ὁ Σολομῶν: Νομίζοντας πὼς μποροῦσε ν᾿ ἀπολαμβάνει χωρὶς κίνδυνο τὶς ἡδονές, κατάντησε στὴν εἰδωλολατρία. Καὶ μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθαν οἱ Σοδομῖτες: Γιὰ νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν μὲ τρυφὲς καὶ ξεφαντώματα, ἔφτασαν νὰ πέσουν σὲ παρὰ φύση πάθη καὶ ἀσέλγειες. Πολὺ σωστὰ εἶπε ὁ Τερτυλλιανός, ὅτι οἱ χριστιανοὶ πρέπει ν᾿ ἀποφεύγουν τὶς τρυφές, γιατὶ αὐτὲς ἀδυνατίζουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἀρετή τους.

Ἡ χαυνότητα καὶ ἡ ἀδυναμία, ποὺ προξενοῦνται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὶς ἡδονές, δὲν ταιριάζουν στὸν προορισμό μας, ποὺ εἶναι νὰ μοιάσουμε στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος, ὁ Θεός μᾶς «προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ» (Ρωμ. 8:29). Καὶ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ φτάσει στὴν δόξα, πέρασε στὴν ἐπίγεια ζωὴ Του μέσα στὴν φτώχεια, τὴ θλίψη καὶ τὴν καταφρόνηση. Οἱ τρυφηλοὶ ἄνθρωποι ὅμως φοβοῦνται τὴ σκληραγωγία καὶ τὴν μετάνοια. Μήπως βρῆκαν ἄλλο Εὐαγγέλιο ἢ μήπως κατέβηκε γι᾿ αὐτοὺς κανένας ἄλλος Χριστός, ποὺ νὰ τοὺς ὑπόσχεται ἀνέσεις, ὡραῖα ἐνδύματα, ἀπολαύσεις, διασκεδάσεις καὶ δόξες; Ξεχνοῦν ὅτι «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14:22), καὶ ὅτι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν» (Ματθ. 7:14)

Ἄκου καὶ τοῦτο τὸ ὠφέλιμο: Κάποτε ἕνας εὐγενὴς καὶ πλούσιος ἄρχοντας, παραδομένος στὶς ἡδονές, ἄκουσε πολλὰ γιὰ τὴν ἀρετὴ ἑνὸς πνευματικοῦ ἀνθρώπου, καὶ πῆγε νὰ τὸν συμβουλευθεῖ. Ὁ πνευματικὸς ἐκεῖνος ἄνδρας τοῦ εἶπε τοῦτα μόνο: «Ὁ Χριστὸς ἦταν φτωχός, ἐνῷ ἐσὺ πλούσιος. Ὁ Χριστὸς ἦταν νηστικός, ἐνῷ ἐσὺ χορτασμένος. Ὁ Χριστὸς ἦταν σχεδὸν γυμνός, ἐνῷ ἐσὺ καλὰ ντυμένος. Ὁ Χριστὸς ὑπέμεινε θλίψεις καὶ πάθη, ἐνῷ ἐσὺ ἀπολαμβάνεις τρυφές, ἀναπαύσεις καὶ μαλακὰ στρώματα». Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας, ἦρθε σὲ κατάνυξη, μετανόησε, ζήτησε μὲ δάκρυα συγνώμη ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ ἔκανε, καὶ ἀποφάσισε νὰ ζήσει πιὰ μὲ μετάνοια.

Κατάλαβε καλά, πὼς ὅποιος ἔχει ἀνάπαυση σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, δὲν θὰ γευθεῖ τὴν αἰώνια ἀνάπαυση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ὁ ἔχων ἀνάπαυσιν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, τὴν αἰώνιον ἀνάπαυσιν μὴ ἐλπιζέτω λαβεῖν· ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν οὐκ ἔστι τῶν ἀναπαυομένων ἐνθάδε, ἀλλ᾿ ἐκείνων ἐστι τῶν ἐν θλίψει πολλῇ καὶ στεναχωρίᾳ διαγόντων τὸν βίο τοῦτον»(λόγ. περὶ παρθενίας). Πρόσεξε λοιπὸν μὴν ἀκούσεις τότε τὸ φοβερὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου» (Λουκ. 16:25).

Τέλος πάντων, μάθε πὼς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δὲν κερδίζεται μὲ τὴν ἀργία καὶ τὴν ἄνεση, ἀλλὰ μὲ τὸν κόπο καὶ τὴν βία, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιαστὲς ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11:12).

Καλούμαστε νὰ κρατήσουμε τὴν πατρίδα μέσα στὰ περιθώρια ποὺ οἱ ἥρωές μας τὴν παρέδωσαν καὶ ὅπως αὐτοὶ βάδισαν. Οἱ ἥρωές μας ἦταν παιδιά ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ λίκνο τῆς Ἐκκλησίας


Τὸ ἔθνος τῶν Ρωμηῶν 
Τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου 
Εἶναι γεγονὸς ὅτι καυχόμαστε γιὰ τὴν ἑλληνική μας καταγωγὴ καὶ τὴν σχέση μας μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι ἀδίκως βέβαια, παρόλο ποὺ καμιὰ φορᾶ εἴμαστε λίγο ὑπερβολικοί, ὅμως ἡ ἱστορία δικαιώνει τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. 
Πάρα πολλοὶ λαοὶ ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, πάρα πολλοὶ λαοὶ δέχθηκαν τὶς ἐπισκέψεις τῶν Ἀποστόλων, πρὸς στιγμὴν ἔγιναν χριστιανοί, ἀλλὰ...στὸ πέρασμαεμ τῶν αἰώνων εἴτε χάθηκαν γιατί ὑποδουλώθηκαν ἀπὸ ἄλλους λαούς, εἴτε ἄλλαξαν θρησκεία ἐξολοκλήρου, εἴτε προσχώρησαν σὲ αἱρέσεις καὶ ἄλλες κακοδοξίες οἱ ὁποῖες νόθευσαν τὴν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἑλληνικὴ φυλή, τὸ ἑλληνικὸ γένος, οἱ Ἕλληνες, παρὰ τὶς πολλὲς δυσκολίες...

ποὺ εἶχαν, κράτησαν τὸ Εὐαγγέλιο, κράτησαν τὴν πίστη στὴν Ἐκκλησία, στὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ ὄχι μόνο δὲν τὴν ἔχασαν ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἔδωσαν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς (π.χ. Ρώσους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Σέρβους, Γεωργιανούς), σὲ ὅλη τὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη. Οἱ βυζαντινοὶ Ρωμιοὶ πρόγονοὶ μας ἐπέμεναν, παρόλο ποὺ ἡ Δύση ἀντιδροῦσε σὲ αὐτό, ὅτι οἱ νέοι ὀρθόδοξοι λαοὶ ἔπρεπε νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ γλώσσα τους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος ποὺ μετέφεραν στοὺς Σλάβους τὸ Εὐαγγέλιο ἔφτιαξαν ἀλφάβητο, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν δική τους γραπτὴ γλώσσα, νὰ μορφώνονται, νὰ ἐκπολιτίζονται καὶ νὰ ἔχουν τὴ δική τους συνείδηση καὶ νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ στὴ δική τους γλώσσα. Οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὡς μέσο κατάκτησης τῶν ἄλλων λαῶν. Ἀντίθετα, ἦταν μία προσφορὰ σ’ αὐτοὺς τοῦ φωτὸς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπ’ ἐλευθερία, ποτὲ μὲ τὴ βία. Δὲν ἔχουμε φαινόμενα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴ βία.


Τὸ ἐρώτημα εἶναι, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, πῶς μποροῦμε νὰ ταυτίσουμε τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα μας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας;

Ὡς Ἕλληνες καὶ ὡς ὀρθόδοξοι, καυχόμαστε ὅτι μέχρι σήμερα βαστάζουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας ἀπαρασάλευτη καὶ ἀπαραχάρακτη καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ βαστάζουμε τὸ σταυρό, τὸν εὐλογημένο σταυρὸ τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς μέσα στὸν κόσμο, ποὺ κουβάλησε ὅλη αὐτὴ τὴν ἔνδοξή μας ἱστορία. Τὸ ἑλληνικὸ γένος, ἔχοντας πανάρχαιες ρίζες μέσα στὴν ἱστορία, ἔφτασε σὲ τόσο μεγάλα μέτρα γνώσεως τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ ἐλευθερίας, ἔφθασε σὲ τόσο ὑψηλὰ ἐπίπεδα φιλοσοφικῶν πτήσεων καὶ ἀποκαλύψεων ὥστε νὰ θεωρεῖται πρόδρομος τοῦ χριστιανισμοῦ.


Νομίζω ὅτι τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ἕλληνας, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Ρωμιός, δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια ἀλλὰ εἶναι σταυρὸς καὶ μόνο σὰν σταυρὸ καὶ σὰν διακόνημα μποροῦμε νὰ τὸ κρατήσουμε σήμερα. Εἴμαστε Ἕλληνες, ἔχουμε μία ἱστορία, ὅπως ὁ κάθε λαὸς καὶ ἀναγνωρίζουμε σὲ κάθε ἄνθρωπο αὐτὸ τὸ δικαίωμα νὰ καυχᾶται γιὰ τὴν ἱστορία του, γιὰ τοὺς προγόνους του. Καυχόμαστε σὰν Ἕλληνες ὄχι γιατί λατρεύαμε τοὺς ψεύτικους θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, ἀλλὰ καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ φιλοσοφικὲς ἀναζητήσεις, καυχόμαστε γιατί εἴμαστε ἕνας λαὸς ποὺ γέννησε τὴ δημοκρατία, τὴ φιλοσοφία.
Οἱ ἐθνικὲς γιορτὲς εἶναι βέβαια γιορτὲς μυήσεως στὸ νόημα, ἀλλὰ εἶναι καὶ κρίση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας. Καὶ πρέπει νὰ ὑφιστάμεθα αὐτὴ τὴν κρίση γιατί διαφορετικὰ θὰ μᾶς κρίνει ἡ ἱστορία ὡς ἀνθρώπους ποὺ δὲν διδαχτήκαμε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία καὶ τὴ πορεία μας.
Ἡ ἱστορία ὀφείλει νὰ μᾶς διδάξει καὶ ἐμεῖς ἂν εἴμαστε ἄξιοι τῶν προγόνων μας, πραγματικὰ παιδιά τους, τότε πρέπει νὰ μάθουμε νὰ διδασκόμαστε, γιατί ἔχουμε τὴ βαρύτατη αὐτὴ κληρονομιὰ νὰ εἴμαστε Ἕλληνες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχουμε μία ἱστορία ἔνδοξη σὲ πολέμους καὶ σὲ ἀγῶνες. Οἱ Ἕλληνες κρατοῦσαν τὴ σημαία τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται ὅπως ἔλεγαν «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἀγωνίζονται γιὰ συγκεκριμένα ἰδανικά, ἤσαν ἰδεολόγοι, δὲν ἤσαν πολεμιστὲς μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς λέξεως, ἀλλὰ γίνονταν πολεμιστὲς ὅταν ἡ ἀνάγκη τοὺς καλοῦσε καὶ ἦταν πράγματι αὐτὴ ἡ ἀνάγκη ἀδήριτη, γιὰ νὰ φυλάξουν τὴν πίστη τους καὶ τὴν πατρίδα τους.

Σήμερα, ἀδελφοί μου, καλούμαστε νὰ κρατήσουμε αὐτὴ τὴν πατρίδα μέσα στὰ περιθώρια ποὺ οἱ ἥρωές μας τὴν παρέδωσαν καὶ ὅπως αὐτοὶ βάδισαν τὸ δρόμο τους μὲ σύνεση πολλή, μὲ σοφία πολλή, μὲ ὑπομονὴ πολλή.
Οἱ ἥρωές μας ἦταν παιδιά, ἦταν ἄνθρωποι τοῦ τόπου ποὺ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸ καλύτερο λίκνο, τὸ λίκνο τῆς Ἐκκλησίας καὶ πραγματικὰ στέκει κανεὶς μπροστά τους μὲ μεγάλο θαυμασμὸ καὶ μὲ μεγάλη συγκίνηση, γιατί διαβάζει κανεὶς γιὰ τὴ ζωή τους, διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους, διαβάζει αὐτὰ τὰ ὁποία ἔγραψαν καὶ ὄχι ἁπλῶς συγκινεῖται συναισθηματικὰ ἀλλὰ τὰ κείμενα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, αὐτὲς οἱ ἐπιστολὲς τῶν ἡρώων τοῦ ΄55-΄59 μᾶς θυμίζουν συναξάρια, μᾶς θυμίζουν λόγια νεομαρτύρων, μᾶς θυμίζουν τὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, τὶς ἐπιστολὲς καὶ τὰ γραπτὰ τῶν νεομαρτύρων τῆς τουρκικῆς κατοχῆς στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Δὲν διαφέρει καθόλου τὸ ἦθος τους ἀπὸ τὸ ἦθος τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πατρίδας. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολὲς ἐκεῖνες καὶ βλέπει ποὺ ἔστεκαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ βλέπει τί ἤθελαν σὲ αὐτὸ τὸν τόπο. Δὲν βλέπεις ἴχνος μισαλλοδοξίας, δὲν βλέπεις ἴχνος τρομοκρατίας, κι ἂς τοὺς κατηγοροῦσαν τότε ὅτι ἦταν τρομοκράτες. Διαβάζει κανεὶς τὶς ἐπιστολές τους καὶ βλέπει ἕνα ἱλαρὸ φῶς, τὸ φῶς τῆς πίστεως τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας τους, τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας ἀλλὰ δὲν τοὺς ὁδηγοῦσε ποτὲ στὸ μίσος ἀκόμα καὶ αὐτῶν ποὺ τοὺς εἶχαν κατακτήσει. Καὶ ἂν χρειάστηκε νὰ κάνουν πόλεμο καὶ νὰ κάνουν ἐπανάσταση, αὐτὸ ἦταν γιατί μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς ὥρας ἐκείνης ἦταν μία ἀνάγκη καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν διαφορετικά.

Μέσα στὶς ἐπιστολὲς τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων βλέπει κανεὶς τὸ Θεό, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ βασιλεύει, πού τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ νικήσουν τὸ θάνατο, νὰ ὑπερβοῦν τὸ θάνατο, πού αἰσθάνονταν τὴ ψυχή τους νὰ φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, τί ἄλλο εἶναι παρὰ τὰ ἴδια βιώματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως; Δὲν εἶναι αὐτὰ οἱ ἐπισκέψεις τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ οἱ ὁποῖες παρηγοροῦσαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων πού βρισκόντουσαν μόνο λίγο πρὸ τοῦ θανάτου; Ταυτόχρονα, βλέπει κανεὶς τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Τὴν Ἑλλάδα ὄχι ὡς γεωγραφικὸ χῶρο μόνο, ἀλλὰ τὴν Ἑλλάδα ὡς τὴν κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ, τὴ μητέρα τῆς φιλοσοφίας, τὴ μητέρα τῆς Ρωμιοσύνης.
Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ μαθαίνουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, νὰ διδασκόμαστε. Ὀφείλουμε νὰ ὁδηγηθοῦμε μπροστὰ στὰ διάφορα γεγονότα τῆς ἱστορίας μας καὶ νὰ κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας, σιωπώντας καὶ περιορίζοντας τὰ λόγιά μας καὶ τὴν ἐξωστρέφειά μας καὶ νὰ ἀφήσουμε νὰ μᾶς δείξουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ μάρτυρες τῆς πατρίδας τὸ δικό τους φρόνημα καὶ νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν ἱστορία μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν πατρίδα μας, νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὴν παράδοσή μας, νὰ μᾶς δείξουν ἀπὸ ποιὸ δέντρο καταγόμαστε κι ἀκόμα, νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δοῦμε ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα.

Πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ ἀνακαλύψουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ποῦμε τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος, ἐὰν θέλει νὰ ζήσει πρέπει νὰ γίνει ἑλληνικὸς τόπος κατὰ κυριολεξία. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τύχει παιδείας, παιδείας φιλοσοφικῆς, παιδείας πνευματικῆς, παιδείας ρωμαίικης, μὲ ρωμιοσύνη ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ ἀπολαύσει ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία τῆς παραδόσεώς μας. Οὔτε ἀρχαιολάτρες εἴμαστε ἀλλὰ οὔτε καὶ βυζαντινόπληκτοι εἴμαστε. Ξέρουμε ὅτι ὁ τόπος ζύμωσε τὴν ἀρχαία φιλοσοφία καὶ παράδοση μὲ τὴν ὀρθοδοξία. Καὶ ὀρθόδοξος σημαίνει ἐλεύθερος. Ὀρθόδοξος καὶ Ρωμιὸς σημαίνει ἄνθρωπος χωρὶς παρωπίδες, σημαίνει ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τὸν ἄλλο καὶ δὲν φοβᾶται τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, γιατί ἔχει ἀρχοντιά, γιατί δὲν εἶναι κομπλεξικός, γιατί δὲν αἰσθάνεται μειονεκτικὰ μπροστὰ σὲ κανένα, γιατί εἶναι περήφανος γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ περηφάνια δὲν εἶναι ἀλαζονεία ἀλλὰ εἶναι τὸ «γνώθι σ’ αὐτὸν» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων• εἶναι αὐτὴ ἡ γνώση τῆς βαρύτατης κληρονομιᾶς τὴν ὁποία κουβαλοῦμε πάνω μας. Αὐτὴ ἡ ρωμαίικη ὑπερηφάνεια μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει καὶ ὄχι νὰ ὑπηρετεῖται, μπορεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἀγκαλιάσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ νὰ γίνει διάκονος τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἐμεῖς σὰν Ρωμιοὶ πάντοτε εἴχαμε τὴ μεγάλη ὑπομονὴ ἡ ὁποία ἦταν γέννημα τῆς πίστεως, Καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος βλέπει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα, πέραν τῶν φαινομενικῶν πραγμάτων. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἐμᾶς ἂν μᾶς μισοῦν ἢ ὄχι οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Θεὸς τί θὰ πεῖ στὸ τέλος. Δὲν θὰ γίνει τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο ἀπὸ ὅσα ὁ Θεὸς θὰ ἐπιτρέψει. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ἔχουμε τελεία ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἐὰν ἐλπίζεις στὸ Θεὸ καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας σου, τότε λοιπὸν γιατί φοβᾶσαι;

Ἂς ἀνοίξουμε τὸ δρόμο στὴν ἀληθινὴ παιδεία• νὰ φτιάξουμε πρῶτα ἀνθρώπους ἐλεύθερους καὶ ἂν φτιάξεις ἀνθρώπους ἐλεύθερους, τότε θὰ ἀποκτήσεις καὶ πατρίδα ἐλεύθερη. Ἂν ἔχεις ἀνθρώπους δούλους, τότε καὶ ἡ ἐλεύθερη πατρίδα θὰ γίνει δούλη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐλευθερώνεται πρῶτα καὶ ὕστερα ἐλευθερώνει καὶ γεωγραφικὰ τὸν τόπο του. Ἂν ἐνδιατρίψουμε στὴν ἱστορία μας, ἂν γνωρίσουμε τὴν παράδοσή μας, ἂν ἀσκήσουμε καλόβουλη καὶ θετικὴ κριτικὴ στὶς παρελθοῦσες πράξεις καὶ ἐνέργειές μας, ἂν εἴμαστε ἔντιμοι, ἀνυστερόβουλοι καὶ εἰλικρινεῖς, τότε θὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι ὁ τόπος γεννᾶ ἥρωες, ὁ τόπος γεννᾶ μάρτυρες, ὁ τόπος γεννᾶ ἡγέτες, ὅπως τοὺς ἡγέτες οἱ ὁποῖοι σήκωσαν τὸν τόπο αὐτὸ καὶ ἔδωσαν τὴν ἀνάσταση στὴ πατρίδα μας καὶ στὴ φυλή μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀγάπης γιὰ τὴ πατρίδα μας.

Περιοδικὸ «ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 13/2008

Ἀπὸ τὸν τόμο: «Ἑλληνορθόξη Πορεία», Ἀνθολόγιο κειμένων, Ἀθήνα 2008.

ΝΕΟΙ ΒΑΡΛΑΑΜΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΚΟΡΑΗΔΕΣ;


sddefault
  
Γιάννη Κων. Νεονάκη MD, MSc, PhD



Κατ’ αρχάς θα ήθελα να σημειώσω ότι εκτιμώ και σέβομαι ιδιαίτερα τον γνωστό σύγχρονο λόγιο και στοχαστή, θέσεις του οποίου θα σχολιάσει το παρόν άρθρο. Η ευρυμάθεια, η ευγλωττία, η διεισδυτικότητα και η οξυδέρκεια είναι λίγα μόνο από τα πολλά του χαρίσματα.
Ο στοχαστής λοιπόν αυτός θεωρεί ότι ως λαός έχομε μια σοβαρή εγγενή αδυναμία να κινηθούμε προς την πρόοδο και αυτή η αδυναμία εντοπίζεται στις ισχυρές εσωτερικές μας συγκρούσεις, απότοκο πεπαλαιωμένων αντιλήψεων, οι οποίες μάς εγκλωβίζουν σε ένα φαντασιακό πόρρω απέχον της τρέχουσας πραγματικότητας και του σύγχρονου κόσμου. Με άλλα λόγια στην ψυχοσύνθεσή μας υπάρχουν «μεσαιωνικές» θεολογικές αγκυλώσεις και βαρίδια που εμποδίζουν την όποια εξέλιξή μας. Αντίθετα, η Δύση μετά το σχίσμα του 11ου αιώνα, την εξατομίκευση, τη σχολαστική θεολόγηση και την πλήρη επικράτηση της λογικής στην ανάλυση των πάντων, εν πολλοίς κατάφερε να προοδεύσει, αφήνοντας εμάς καθηλωμένους στο 13ο και 14ο  αιώνα. Τότε δηλαδή που είχαμε την ολομέτωπη σύγκρουση των δύο αντιλήψεων, της Δύσης από τη μια μεριά και της καθ’ ημάς Ανατολής από την άλλη, με τις λεγόμενες «ησυχαστικές έριδες» και τις απαντήσεις που δόθηκαν στις συνόδους του 1341, 1347 με αποκορύφωμα φυσικά τη σύνοδο του 1351. Οι τρεις αυτές σύνοδοι συγκροτούν μιαν ενότητα, η οποία για τους Ορθοδόξους επέχει θέση Οικουμενικής Συνόδου, της Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου.  
Σε πρόσφατη ομιλία του λοιπόν που οργανώθηκε από το πολιτικό κόμμα «Ποτάμι» ο στοχαστής αναφέρει επί λέξει (προφορικός λόγος): «Εκεί είναι το μεγάλο κώλυμα στο οποίο παίζει ρόλο μια παλιά κουλτούρα μεσαιωνική, η οποία δεν έκανε τον 10ο, τον 11ο αιώνα τα βήματα που έπρεπε να γίνουν, ενώ άρχιζε στη Δύση αυτή η κίνηση της ωριμάνσεως των συνειδήσεων, εδώ δεν έγινε ποτέ. Εδώ δογματικά απεκλείσθη η χρήση της λογικής το 1351 μετά τις ησυχαστικές έριδες. Έχει σημασία αυτό να το καταλάβουμε. Δογματικά. Δογματικά, ως δόγμα απεκλείσθη. Ως δόγμα θρησκευτικό, δηλαδή ως κομμάτι της ψυχής των ανθρώπων. Είναι πολύ σοβαρό αυτό το πράγμα να το σκεφτεί κανείς, υπάρχει μια ιστορία, ένα βάθος σε αυτά τα πράγματα. Και βεβαίως δε μιλήσαμε σήμερα τι θα έκανε ένα νεωτερικό Κόμμα με την Εκκλησία. Θα το πούμε άλλη φορά αυτό.»
Προφανώς και τα πράγματα δεν είναι έτσι. Καθώς προσεγγίζει τα θέματα με φιλοσοφικό στοχασμό, και έχοντας τρόπο ανάλυσης που δομείται με δυτικά κριτήρια οδηγείται σε απλουστεύσεις και αφορισμούς που συσκοτίζουν μάλλον αντί να αναδεικνύουν τα ζητήματα. Και είναι γεγονός ότι έχομε υποφέρει πολύ και για πολλούς αιώνες ως γένος από τη συνεχή πίεση μιας ευρείας χορείας, πολυμαθών κατά τα άλλα, προσώπων, με σκοπό την άρον άρον «μετακένωση» και σε μάς των λαμπρών αντιλήψεων των «πεφωτισμένων εθνών της Εσπερίας». Προεξάρχουσες φυσικά μορφές αυτής της χορείας ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός και ο Αδαμάντιος Κοραής.
Στην περιορισμένη έκταση του παρόντος άρθρου ασφαλώς δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά. Γνωρίζοντας όμως το θεμελιώδη ρόλο που παίζει η θεολογία στη διαμόρφωση του καθημερινού βίου, οφείλομε απλώς να υπενθυμίσομε κάποιες από τις θέσεις της Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίες ουσιαστικά επικύρωσαν τις διδασκαλίες του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Σε αντίθεση με τη Φράγκικη θεολογία, στην Ορθοδοξία υπάρχει σαφής διάκριση Ακτίστου Ουσίας και Ακτίστων Ενεργειών του Θεού. Και μπορεί μεν η Ουσία να είναι αμέθεκτη, όμως μέσω των  Ακτίστων Ενεργειών του Θεού κοινωνούμε με το Θεό και θεούμεθα.  Με άλλα λόγια ο Θεός των Ορθοδόξων είναι κοντά μας, είναι δίπλα μας, είναι απολύτως μεθεκτός και καθώς οι Ενέργειες είναι Άκτιστες δυνάμεθα και εμείς οι κτιστοί της σωτηρίας και της μετοχής στη θεότητα.
Η μετοχή στις Άκτιστες Ενέργειες του Θεού, η θέα δηλαδή του Ακτίστου Φωτός μπορεί να γίνει από αυτήν εδώ τη ζωή. Όπως βεβαιώνουν όλοι οι Άγιοι, η Βασιλεία του Θεού  μπορεί να βιωθεί από τώρα. Ο Θεός από αγάπη επιτρέπει τη βίωση αυτή κατά τα μέτρα της αντοχής του κάθε ανθρώπου. Το Θαβώρειο Φώς δεν το είδαν όλοι οι μαθητές, παρά μονάχα τρεις, αυτοί που τη δεδομένη στιγμή ήταν πιο έτοιμοι να αντέξουν την αποκάλυψη. Και το κριτήριο της αντοχής είναι η καθαρότητα του νου. «Οι καθαροί τη καρδία τον Θεόν όψονται». Η δε καθαρότητα επιτυγχάνεται εν τη ησυχία και εν τη Λειτουργική Ζωή με συνεχή προσευχή και νήψη.
Τέλος, οφείλομε να υπενθυμίσουμε επ’ ολίγον τη λεπτότατη διάκριση που γίνεται στην Ορθόδοξη Πατερική μας θεολογία ανάμεσα στο λόγο και στο νου. Υπάρχουν δύο απολύτως διακριτές ενέργειες της ψυχής: η λογική ενέργεια (λόγος), η οποία τρόπον τινά σχετίζεται με τον εγκέφαλο και η νοερά ενέργεια (νους),  η οποία τρόπον τινά σχετίζεται με την καρδιά. Λόγω της έλλειψης εμπειρίας, οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν πλήρως, ή  δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξη του νου. Όμως ο νους, η νοερά ενέργεια της ψυχής είναι, όπως μας παραδίδουν οι Πατέρες μας,  μια λεπτότατη προσοχή της ύπαρξης, όπου δρώντας οι Άκτιστες Ενέργειες αποκαλύπτεται ο Θεός, αλλοιώνοντας μετά τον όλο άνθρωπο. Ο Θεός εν τη προσωπική του σχέση με τον άνθρωπο αποκαλύπτεται, όπως Αυτός από αγάπη για τον κάθε άνθρωπο κρίνει ότι πρέπει να γίνει. Και η αποκάλυψη αυτή γίνεται στο νου. Κατόπιν ο άνθρωπος προσπαθεί από αγάπη προς τους άλλους με το λόγο και τα κτιστά μέσα να «περιγράψει» το βίωμα. Η ουσία όμως είναι η μέθεξη με το άκτιστο και όχι η περιγραφή με το κτιστό, η οποία είναι πάντα ελλειμματική. Για παράδειγμα, ακόμα και το «πνευματικότερο», όπως χαρακτηρίζεται, Ευαγγέλιο, αυτό του Ιωάννη είναι αδύνατον να περιγράψει την εμπειρία και τη μέθεξη του Ακτίστου Φωτός που είχε ο Ιωάννης. Η λογική προσπαθεί να δώσει μορφή, ή να περιγράψει τις εμπειρίες και φυσικά να προσεγγίσει και να αναλύσει τον κτιστό κόσμο. Όμως είναι απολύτως σαφές από τους Πατέρες ότι είναι αδύνατον να προσεγγίσει κανείς το  Θεό με τη σχολαστική λογική ανάλυση, τη φιλοσοφία ή το στοχασμό.
Βέβαια, για τον Βαρλαάμ και τους ομοϊδεάτες του, όλα αυτά αποτελούν αποκυήματα ζωηράς φαντασίας και οπισθοδρόμηση. Ευτυχώς που ο Θεός μάς προστατεύει από την πλάνη χαρίζοντας μας συνεχώς και μέχρι τις μέρες μας νέους Αγίους, οι οποίοι επιβεβαιώνουν πλήρως την Πατερική θεολογία. Να θυμηθούμε μεταξύ άλλων, τον Άγιο Πορφύριο,  τον Άγιο Παΐσιο,  και εξόχως τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη.

Η θεολογική αντίληψη της Κόλασης


Red decline in desert
1.4  Η Κόλαση
Η διδασκαλία της Αγίας Γραφής περί Άδη αποτελεί βασικό δόγμα της χριστιανικής θρησκείας, το οποίο περιλαμβάνεται στην εσχατολογία της. Η λέξη «Άδης» -που απαντά δέκα (10) φορές στην Καινή Διαθήκη- αντιστοιχεί στην εβραϊκή Σεώλ, την αραμαϊκή Γέεννα -ως κατεξοχήν τόπος τιμωρίας των φαύλων- και τις λατινικές Orcus και Inferum. Η λέξη σημαίνει τον αόρατο και σκοτεινό βασίλειο των νεκρών, και την κατάσταση αυτών, όλων ανεξαιρέτως των κεκοιμημένων, ευσεβών και ασεβών, δικαίων και αδίκων, οι οποίοι βρίσκονται μακριά και χωρισμένοι μεταξύ τους μέχρι της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου και της τελικής κρίσεως Αυτού[98].
Η πίστη στην ύπαρξη του Άδη στηρίζεται στη σαφή διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών Του και αποτελεί την χριστιανική απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του ανθρώπου για την μεταθανάτιο τύχη του. Συστηματική έκθεση ή ορισμό του Άδη δεν έχουμε στην Καινή Διαθήκη, αλλά από τις περιγραφές μπορούμε να σχηματίσουμε μία εικόνα γι΄αυτόν. Καταρχάς ο όρος χρησιμοποιούμενος συμβολικά σημαίνει έννοια αντίθετη από αυτήν του ουρανού σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ματθαίο[99] (1ος αιώνας μ. Χ.) και «προσδιορίζεται» ως οχυρωμένο φρούριο, το οποίο έχει κλειδιά και πύλες[100].
 Στην  Αποκάλυψη του Ιωάννη[101] ο Κύριος δηλώνει ότι ο ίδιος κατέχει τα κλειδιά του Άδη, υπονοώντας ότι είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου· συνέχεια αυτής της θέσης είναι το μέρος εκείνο της πρώτης επιστολής του Αποστόλου των εθνών, του Παύλου, προς τους Κορινθίους[102], όπου δηλώνεται ότι η δύναμη του Άδη και του θανάτου συντρίβεται από τον Χριστό και εκμηδενίζεται η φθοροποιός του δράση. Στη παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου του Ευαγγελιστή Λουκά (1ος αιώνας μ. Χ.) (Λουκ. 16. 19-31) ο Άδης παρουσιάζεται ως τόπος ταλαιπωριών και βασάνων για τους αμαρτωλούς, ο οποίος μάλιστα διαχωρίζεται από αυτόν των δικαίων με ένα μεγάλο χάσμα και δεν επιτρέπεται ρητά η μεταξύ τους επικοινωνία[103]. Βέβαια όλες αυτές οι πληροφορίες που δίνονται για τον Άδη είναι ανθρωπομορφικές, για να γίνει το μήνυμα της Αγίας Γραφής αμεσότερα αντιληπτό.
Η Κόλαση, όμως, και ο Παράδεισος, όπως σημειώνει σύγχρονος θεολόγος, πρέπει να συνδέονται με οντολογικές κατηγορίες, για να αποκτούν το πλήρες νόημά τους[104]. Παράδεισος και Κόλαση αποτελούν καταστάσεις και σχέσεις προς το ζωοδότη Θεό. Σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή, οι φίλοι του Θεού Τον βλέπουν και διακατέχονται από ἀνεννόητη ἡδονή, ενώ οι κολασμένοι αδυνατούν να τον ζουν και ζουν μια ἀνεκλάλητη ὀδύνη[105].  Όλα βρίσκονται στην αγκαλιά του Θεού και δεν υπάρχει Παράδεισος ή Κόλαση ως συγκεκριμένος «στεγανός» τόπος ευδαιμονίας ή τιμωρίας, αλλά στο διαφορετικό τρόπο με τον οποίο η ίδια η παρουσία του Τριαδικού Θεού προσλαμβάνεται από κάθε υπόσταση[106].
[Συνεχίζεται]
[98]Β. Ιωαννίδης, «Άδης» στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμος 1ος  (Αθήνα: Εκδόσεις Αθαν. Μαρτίνος, 1962)σσ.408-416, εδώ σ.413.
[99]Ματθ. 11. 23: «κα σ Καπερναομ,  ως το ορανο ψωθεσα, ως δου καταβιβασθσ· τι ε ν Σοδμοις γενθησαν α δυνμεις α γενμεναι ν σομειναν ν μχρι τς σμερον».
[100]Ματθ. 16. 18: «κγ δ σοι λγω τι σ ε Πτρος, κα π τατ τ πτρ οκοδομσω μου τνκκλησαν, κα πλαι δου ο κατισχσουσιν ατς».
[101]Απ. 1. 18: «κα  ζν, κα γενμην νεκρς, κα δο ζν εμι ες τος αἰῶνας τν αἰώνων, καχω τς κλες το θαντου κα το δου».
[102]Α΄ Κορ. 15. 55-57: «πο σου, θνατε, τ κντρον; πο σου, δη, τ νκος; 56 τ δ κντρον τοθαντου  μαρτα,  δ δναμις τς μαρτας  νμος. τ δ Θε χρις τ διδντι μν τ νκος διτο Κυρου μν ᾿Ιησο Χριστοῦ».
[103]Λουκ. 16. 17: «κα π πσι τοτοις μεταξ μν κα μν χσμα μγα στρικται, πως οθλοντες διαβναι νθεν πρς μς μ δνωνται, μηδ ο κεθεν πρς μς διαπερσιν».
[104]Ι. Ζηζιούλας, «Εσχατολογία και Ύπαρξη Μια οντολογική προσέγγιση στο πρόβλημα των εσχάτων», όπ. παρ., σ.44.
[105]Μάξιμος Ομολογητής, «Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά», P.G. 90, 1312C: «Οὐκ ἔχει ἡ φύσις τῶν ὑπέρ φύσιν τούς λόγους, ὥσπερ οὐδέ τῶν παρά φύσιν τούς νόμους. Ὑπέρ φύσιν δέ λέγω, τήν θείαν καί ἀνεννόητον ἡδονήν, ἥν ποιεῖν πέφυκεν ὁ Θεός φύσει, κατά χάριν τοῖς ἀξίοις ἑνούμενος· παρά φύσιν δέ, τήν κατά στέρησιν ταύτης συνισταμένην ἀνεκλάλητον ὀδύνην, ἥν ποιεῖν εἴωθεν ὁ Θεός φύσει, παρά τήν χάριν τοῖς ἀναξίοις ἑνούμενος. Κατά γάρ τήν ὑποκειμένην ἑκάστῳ ποιότητα τῆς διαθέσεως, ὁ Θεός τοῖς πᾶσιν ἑνούμενος, ὡς οἶδεν αὐτός, τήν αἴσθησιν ἑκάστῳ παρέχεται, καθώς ἐστιν ἕκαστος ὑφ᾿ ἑαυτοῦ διαπεπλασμένος, πρός ὑποδοχήν τοῦ πάντως πᾶσιν ἑνωθησομένου κατά τό πέρας τῶν αἰώνων».  
[106]Δ. Σκλήρης, «¨Δώστε τρόπο στην οργή¨: Οι αρετές του θυμού κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή» στο Περιοδικό Σύναξη 129 (2014)σσ.52-68, εδώ σ.53.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΠΕΛΑΓΙΑ



“Η αγία Πελαγία ήταν από την Ταρσό, κατά τούς χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού. Άκουσε για την πίστη του Χριστού και ζήτησε να μάθει τι είναι αυτή. Τότε είδε σε όνειρο τον Επίσκοπο της περιοχής της να την βαπτίζει. Έφυγε λοιπόν από τη μητέρα της, τάχα ότι πηγαίνει στην παραμάνα της, ενώ πήγε προς τον Επίσκοπο. Αυτός φωτίστηκε από τον Θεό, την δέχτηκε και την βάπτισε. Έμαθε τι συνέβη ο υιός του βασιλιά που την ήθελε γυναίκα του, κι έγινε τόσο έξαλλος από τον έρωτα που τον διακατείχε, ώστε αυτοκτόνησε. Ο Διοκλητιανός τότε έστειλε και του έφεραν την παρθένο κόρη, κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταπείσει από την πίστη του Χριστού, πύρωσε έναν χάλκινο ταύρο και έβαλε μέσα την αγία. Εκεί η αγία δέχτηκε το τέλος της και το στεφάνι της ομολογίας της”.

Δεν είναι τυχαία η αγία μάρτυς Πελαγία. Ήταν πλούσια και όμορφη κόρη που θα γινόταν βασίλισσα, καθώς την ήθελε γυναίκα του ο γιος του βασιλιά Διοκλητιανού. Κι όμως! Χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση από την οικογένειά της με τη χριστιανική πίστη, όχι μόνο γίνεται χριστιανή, αλλά δίνει και τη ζωή της για τον Χριστό. Πώς; Καλώντας την ο Κύριος μέσω ενός ονείρου, το οποίο τελικά γίνεται ο δρόμος της για την ένταξή της στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, διά του αγίου βαπτίσματος. Πρόκειται για τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις ονείρων που η προέλευση δεν είναι φυσική ή δαιμονική, αλλά εκ Θεού. Και πώς είμαστε βέβαιοι για τη θεϊκότητα του ονείρου; Ήταν ο Επίσκοπος που με φωτισμό Θεού αναγνώρισε την κλήση με αυτόν τον τρόπο του Κυρίου. Διαφορετικά, γνωρίζουμε από τους αγίους μας ότι τα όνειρα στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν μέσα παραπλάνησής μας, γι᾽ αυτό και πρέπει να μη δίνουμε σημασία και βάση σ᾽ αυτά. Κατά τη ρήση του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος μάλιστα ῾όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άπειρος και άσοφος᾽.

Την αιτία της κλήσης του Κυρίου στην παρθένο κόρη περιγράφει επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας μας: η αγία, έστω και σε άγνοια ευρισκόμενη, εκ βρέφους διψούσε για την αλήθεια. Κι από τότε, κατά πρόγνωση μάλιστα Θεού, είχε αναθέσει τον εαυτό της στον Δημιουργό. ῾Ανέθεσες, σεμνή, από βρέφος κατά πρόγνωση Θεού τον εαυτό σου στον Κτίστη σου᾽(῾Εκ βρέφους προγνωστικώς τω Κτίστη σου ανατεθείσα, σεμνή᾽) (ωδή α´). Κι όποιος διψάει για την αλήθεια, όποιος αναζητεί την αλήθεια, ανήκει, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου, σε Εκείνον. ῾Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής᾽ (Ιωάν. 18, 37). Η αγία Πελαγία λοιπόν και πριν από το βάπτισμά της ήταν χριστιανή. Κι ο πόθος της για τον Κύριο φούντωσε, αφότου ένιωσε την κλήση Του και έγινε μέλος Του διά του βαπτίσματος. ῾Βρήκες, μάρτυς, αυτόν που σε οδήγησε στην πίστη, και με ευφροσύνη και χαρά έτρεξες γρήγορα στον ποθούμενο Κύριο, οπότε αξιώθηκες θαυμαστών θεωριών. Σαν κοπέλα δε έτρεξες πίσω από τον Νυμφίο σου᾽(῾Ευρούσα, μάρτυς, τον μυσταγωγούντα, μετ᾽ευφροσύνης και χαράς τω ποθουμένω θάττον προσέδραμες, και ξένων κατηξίωσαι θεωριών, αξιάγαστε. Ως νεάνις οπίσω δε του νυμφίου σου έδραμες᾽) (στιχηρό εσπερινού). Το πλείστο των τροπαρίων της ακολουθίας της αγίας αναφέρονται σ᾽ αυτήν την  θερμή αγάπη της προς τον Κύριο, που της έδωσε βεβαίως και τη δύναμη να περιφρονήσει όλα τα ωραία του βίου τούτου και να θυσιάσει και την ίδια της τη ζωή. Για παράδειγμα: ῾Πυρώθηκες από τον πόθο του Χριστού και έτσι εισήλθες με ανδρείο φρόνημα στο σφοδρά καμμένο χαλκούργημα᾽(῾Τω πόθω του Χριστού την ψυχήν πυρουμένη, υπήλθες ανδρικώς τω σφοδρώς εκκαέντι χαλκουργήματι᾽) (κάθισμα όρθρου). ῾Ο πόθος για τις ουράνιες ομορφιές αμαύρωσε τους επίγειους πόθους, αθληφόρε. Κι απέκτησες φτερά για τον Χριστό, φωνάζοντας και λέγοντας: Δόξα στη δύναμή Σου, Κύριε᾽ (῾Ο πόθος των ουρανίων ωραιοτήτων, τους επί γης ημαύρωσε πόθους, αθληφόρε. Επτερώθης Χριστώ, βοώσα και λέγουσα: Δόξα τη δυνάμει σου, Κύριε᾽) (ωδή δ´).

Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει και κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό: η αγία με το μαρτύριό της, που αποδείκνυε περίτρανα την αγάπη της για τον Χριστό, έγινε και αληθινή θεολόγος. Κατά τους αγίους μας, ως γνωστόν, θεολόγος δεν είναι εκείνος που έχει πάρει ένα πτυχίο μίας θεολογικής Σχολής ούτε καν εκείνος που η γλώσσα του κινείται με ευκολία στις θεολογικές διδασκαλίες. Θεολόγος αληθινός είναι εκείνος που η ζωή του φανερώνει την παρουσία του Θεού, που η ζωή του είναι μία διαρκής προσευχή. ῾Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει, και ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύχη᾽. Η αλήθεια της πίστης κατεξοχήν φανερώνεται την ώρα του μαρτυρίου. Εκεί δεν μπορεί κανείς να κοροϊδέψει: είναι η ώρα της κρίσης της ίδιας της ζωής. Η αγία Πελαγία λοιπόν ως μάρτυς Κυρίου θεολογούσε τη δύναμη Εκείνου την ώρα του μαρτυρίου της. Κι αυτή η χαρισματική ώρα της ήταν εκείνη που καλούσε τον κόσμο στο να πιστέψει στον Κύριο. ῾Σαν αληθινότατη μάρτυς του Χριστού, πανεύφημε, θεολόγησες την δύναμή Του, διδάσκοντας όλους με φρόνηση Θεού, και έλκυσες τους λαούς προς την αληθινή πίστη᾽(῾Ως μάρτυς, ως λίαν αψευδής Χριστού, πανεύφημε, την τούτου δύναμιν εθεολόγησας, άπαντας θεοφρόνως εκδιδάσκουσα, και προς ευσέβειαν λαούς είλκυσας᾽) 

Στήν ἄτεκνη γυναίκα γιά τά παιδιά


belimirobits
Πικρά παραπονιέσαι πως δεν έχεις παιδιά.
 Παραπονιέσαι για τον άνδρα σου, που τον θεωρείς υπαίτιο. 
Και ακόμα τολμάς να παραπονεθείς και για τον Δημιουργό σου.
 Μην αμαρτάνεις φορτώνοντας την ψυχή σου, αλλά υποτάξου στο θέλημα του Θεού. 
Διότι ο Θεός είναι η αιτία των παιδιών, ενώ οι γαμήλιοι σύντροφοι είναι μόνο τα κανάλια μέσω των οποίων εμφανίζονται τα παιδιά στον κόσμο, κατά την πρόνοια του Θεού και κατά το στοργικό θέλημά Του.
Στη Βίβλο της ζωής είναι γραμμένη η εξής περίπτωση:
 η Ραχήλ, η γυναίκα του Ιακώβ, δεν είχε παιδιά. Και στην πίκρα της η Ραχήλ μάλωσε τον άνδρα της τον Ιακώβ και του είπε:
«Δός μοι τέκνα, ει δε μη, τελευτήσω εγώ» (Γέν. 30, 1).
 Παραξενεύθηκε ο Ιακώβ με την αφροσύνη της γυναίκας του:
 «Θυματωθείς δε Ιακώβ τη Ραχήλ είπεν αυτή: μη αντί Θεού εγώ ειμί, ός εστέρησέ σε καρπόν κοιλίας;» (Γεν. 30, 2).
Συμβαίνει, να μην δίνει ο Δημιουργός καμιά φορά παιδιά ούτε στους δικαιότατους συζύγους, όπως ήταν η περίπτωση με τον Αβραάμ και τη Σάρα, ή με τον δίκαιο Ιωακείμ και την Άννα. Αλλά συμβαίνει, Αυτός να μην δίνει παιδιά λόγω αμαρτίας της μιας ή της άλλης γαμήλιας πλευράς.
Για παράδειγμα η περίπτωση με τη Μελχόλ, τη γυναίκα του Δαβίδ. 
Η νεαρή γυναίκα του Δαβίδ Μελχόλ, κόρη του βασιλιά Σαούλ, κοιτούσε μια φορά από το παράθυρο και είδε τον άνδρα της πάνω στον θρησκευτικό ενθουσιασμό του να πηδά και να χορεύει γύρω από την κιβωτό της διαθήκης, «και εξουδένωσεν αυτόν εν τη καρδία αυτής» (Β’ Βασ. 6, 16). Τούτο τον χλευασμό στην καρδιά της κανένας στον κόσμο δεν γνώριζε εκτός από τον Θεό που βλέπει τα πάντα. Γι’ αυτό ο Ύψιστος τιμώρησε την Μελχόλ την γυναίκα του Δαβίδ «και τη Μελχόλ θυγατρί Σαούλ ούκ εγένετο παιδίον, έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν» (Β’ Βασ. 6, 23).
Εξερεύνησε λοιπόν κι εσύ την καρδιά σου και την καρδιά του άνδρα σου, και κοιτάξτε και οι δύο, εάν σε κάτι αμαρτήσατε μπροστά στον Κύριο. Εάν δεν βρείτε κανένα φταίξιμο σ’ εσάς, τότε αναμφίβολα είναι το θέλημα του Θεού, να μην έχετε παιδιά δικά σας, ώστε να αγκαλιάσετε ξένα ορφανά σαν να ήταν δικά σας παιδιά, πράγμα που είναι μεγάλο έργο μπροστά στον Κύριο.
Ακόμα ζει ανάμεσά μας μία σημαντική κυρία, η οποία δεν έχει δικά της παιδιά, αλλά η οποία από την αρχή του πολέμου μάζευε εκατοντάδες ορφανά χωρίς πατέρα και μητέρα και τα φρόντιζε και τα σπούδαζε σαν να ήταν δικά της παιδιά. 
Κάποια φορά μου ομολόγησε:
«Στη ζωή μου ποτέ δεν αγαπούσα τίποτα τόσο πολύ όσο τα παιδιά. Όταν ήμουν μικρό κορίτσι επιθυμούσα να παντρευτώ γρήγορα, μόνο και μόνο για να αποκτήσω παιδιά, και μάλιστα όσα περισσότερα μπορούσα. 
Όμως αυτό δεν μου δόθηκε. 
Δύο φορές παντρεύτηκα, όμως δικά μου παιδιά δεν απέκτησα. 
Αλλά ο Θεός εκατό φορές παραπάνω εκπλήρωσε την επιθυμία μου για παιδιά. Μου δώρισε έως τώρα περίπου χίλια παιδιά. Και τώρα στα γεράματά μου αμέριστα χαίρομαι, επειδή ο Δημιουργός δεν μου έδωσε παιδιά εκ της κοιλίας μου. Αφού, εάν είχα δύο, τρία ακόμα και δέκα δικά μου παιδιά, θα ασχολιόμουν μ’ αυτά μια ζωή ολόκληρη, οπότε θα έχανα την ικανοποίηση και την ευτυχία, να ονομάσω χίλια παιδιά άλλων δικά μου.
 Δόξα στον αγαπημένο Θεό γι’ αυτό!».
Να προσεύχεσαι κι εσύ στον Θεό καθαρά και από καρδιάς, όπως προσεύχονταν ο Ιωακείμ και η Άννα. Είναι ανείπωτα ελεήμων και μπορεί να σου δώσει παιδιά.
 Αλλά και εάν δεν σου δώσει, μην θυμώνεις.
 Δώρισε τότε την αγάπη σου στα παιδιά των νεκρών μητέρων, και θα ονομαστείς μητέρα και όχι άτεκνη στο Βασίλειο της αιώνιας δικαιοσύνης και ομορφιάς.
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνον η πίστη…». Ιεραποστολικές επιστολές Β’, Εκδόσεις «Εν πλω»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...