Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαΐου 06, 2015

Το κακό και ο πόνος

Φωτο:plus.google.com
Φωτο:plus.google.com
(Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ)

Στο μεγαλύτερο μυθιστόρημα του Dostoevsky, Οι Αδελφοί Καραμάζοφ, ο Ιβάν προκαλεί τον αδελφό του: «Ας υποθέσουμε ότι δη­μιουργείς το οικοδόμημα της ανθρώπινης μοίρας με τον αντικειμενι­κό σκοπό να κάνεις τους ανθρώπους επί τέλους ευτυχισμένους και να τους δώσεις ειρήνη και ανάπαυση· όμως, για να το κάνεις αυτό είναι ανάγκη να βασανίσεις ένα μόνο μικρούλικο μωρό… και να ιδρύσεις το οικοδόμημά σου πάνω στα δάκρυά του· — θα συμφωνού­σες ν’ αναλάβεις το οικοδόμημα υπ’ αυτό τον όρο;» — «Όχι, δε θα συμφωνούσα», απαντάει ο Alyosha. Και αν εμείς δεν θα συμφωνούσα­με να το κάνουμε, γιατί, λοιπόν, προφανώς το κάνει ο Θεός;
Ο Somerset Maugham μας λέει, ότι, αφότου είχε δει ένα μικρό παιδί ν’ αργοπεθαίνει από μηνιγγίτιδα, δεν μπορούσε πια να πιστέψει σ’ ένα Θεό αγάπης. Άλλοι έπρεπε να δουν ένα σύζυγο, ή μια σύζυ­γο, ένα παιδί ή ένα γονιό να καταρρέουν σε μιαν ολοκληρωτική κα­τάθλιψη: σ’ ολόκληρο το βασίλειο του πόνου ίσως δεν υπάρχει τίπο­τε τόσο τρομερό να δει κανείς, όσο μία ανθρώπινη ύπαρξη με χρόνια μελαγχολία. Ποιά είναι η απάντησή μας; Πώς θα μπορέσουμε να συμβιβάσουμε την πίστη σ’ ένα Θεό αγάπης, που δημιούργησε όλα τα πράγματα και είδε ότι ήταν «καλά λίαν», με την ύπαρξη του πό­νου, της αμαρτίας και του κακού;
Αμέσως πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι δεν είναι δυνατή μια εύ­κολη απάντηση ή ένας φανερός συμβιβασμός. Ο πόνος και το κακό μας αντιμετωπίζουν ασύμμετρα. Η δυστυχία η δική μας και των άλ­λων, είναι μία εμπειρία που πρέπει να ζήσουμε και όχι ένα θεωρητι­κό πρόβλημα που μπορούμε να λύσουμε.
Αν υπάρχει μια εξήγηση είναι σ’ ένα επίπεδο βαθύτερο απ’ τα λόγια. Η δυστυχία δεν μπορεί να «δικαιωθεί»· μπορεί όμως να χρη­σιμοποιηθεί, να γίνει αποδεκτή — και μέσω αυτής της αποδοχής να μεταμορφωθεί. «Το παράδοξο της δυστυχίας και του κακού», λέει ο Nicolas Berdyaev, «λύνεται με την εμπειρία της ευσπλαχνίας και της αγάπης».
Αλλά, ενώ δικαιολογημένα υποπτευόμαστε κάθε εύκολη λύση του «προβλήματος του κακού», μπορούμε να βρούμε στη διήγηση για την πτώση του ανθρώπου που δίνεται στο γ’ κεφάλαιο του βι­βλίου «Γένεση» — άσχετα αν αυτό ερμηνευτεί κυριολεκτικά ή συμβο­λικά — δύο ζωτικά σημεία, που πρέπει να διαβαστούν με προσοχή.
Πρώτον, η αφήγηση στη Γένεση αρχίζει κάνοντας λόγο για τον «όφιν» (Γεν. 3,1), δηλ. το διάβολο — τον πρώτον από τους αγγέλους εκείνους που έφυγαν απ’ το Θεό προς την κόλαση του δικού τους θελήματος. Έγινε διπλή πτώση: πρώτα των αγγέλων και ύστερα του ανθρώπου. Για την Ορθοδοξία η πτώση των αγγέλων δεν είναι γρα­φικό παραμύθι αλλά πνευματική αλήθεια. Πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου, είχε ήδη συμβεί ένας χωρισμός στους δρόμους του νοητικού βασιλείου: μερικοί από τους αγγέλους παρέμειναν σταθεροί υπακούοντας στο Θεό, ενώ άλλοι τον αρνήθηκαν. Σχετικά μ’ αυτό τον «πόλεμον εν τω ουρανώ» (Αποκ. 12,7) έχουμε μόνον απόκρυφες αναφορές μέσα στη Γραφή· δεν μας λέγεται με λεπτομέρειες τι συνέ­βη· και ακόμη λιγότερα ξέρουμε για το τι σχέδια έχει ο Θεός για μια δυνατή συμφιλίωση μέσα στο νοητικό βασίλειο, ή πως (αν όχι καθό­λου) ο διάβολος θα μπορούσε τελικά να σωθεί. Ίσως, όπως υπαινίσσεται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ιώβ, ο Διάβολος δεν εί­ναι τόσο μαύρος όπως συνήθως τον ζωγραφίζουν. Για μας σ’ αυτό εδώ το στάδιο της γήινης ύπαρξής μας, ο Διάβολος είναι ο εχθρός· ο Διάβολος όμως έχει επίσης μιαν άμεση σχέση με το Θεό, για την οποία δεν ξέρουμε τίποτε και για την οποία δεν είναι σοφό από μέ­ρους μας να φανταζόμαστε.
Παρ’ όλ’ αυτά θάπρεπε να σημειωθούν τρία σημεία που μας αφορούν, στις προσπάθειές μας να καταπιαστούμε με το πρόβλημα του πόνου. Πρώτον, έκτος απ’ το κακό, για το οποίο εμείς οι άνθρω­ποι είμαστε προσωπικά υπεύθυνοι, υπάρχουν στο σύμπαν δυνάμεις με τεράστια ισχύ, που η θέλησή τους είναι στραμμένη στο κακό. Αυτές οι δυνάμεις, αν και μη ανθρώπινες, είναι μολαταύτα προσωπικές. Η ύπαρξη τέτοιων δαιμονικών δυνάμεων δεν είναι μια υπόθεση ή έ­νας μύθος αλλά — για πολλούς από μάς, αλλοίμονο! — ένα ζήτημα άμεσης εμπειρίας. Δεύτερο, η ύπαρξη των εκπτώτων πνευματικών δυνάμεων μάς βοηθάει να καταλάβουμε γιατί, σε κάποιο χρονικό ση­μείο προφανώς πριν απ’ τη δημιουργία του ανθρώπου, θάπρεπε να επικρατούσε στο φυσικό κόσμο αταξία, φθορά και σκληρότητα. Τρί­το, η ανταρσία των αγγέλων αποδεικνύει πολύ καθαρά ότι το κακό προέρχεται όχι από κάτω αλλ’ από πάνω, όχι από την ύλη, αλλ’ από το πνεύμα. Το κακό, όπως έχει ήδη τονιστεί, είναι «τίποτε»· δεν είναι μια υφιστάμενη ύπαρξη ή ουσία, αλλά μια λανθασμένη στάση απέναντι σ’ αυτό που είναι απ’ τη φύση του καλό. Η πηγή του κακού βρίσκεται επομένως στην ελεύθερη θέληση των πνευματι­κών υπάρξεων, που είναι προικισμένες με ηθική εκλογή και που χρησιμοποιούν αυτή τη δύναμη της εκλογής λανθασμένα.
Αυτά σχετικά με το πρώτο σημάδι, τον υπαινιγμό για τον «όφιν». Αλλά (κι’ αυτό ίσως χρησιμέψει σαν δεύτερο σημάδι) η διήγη­ση στη Γένεση διασαφηνίζει ότι, αν και ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή μέσα σ’ ένα κόσμο ήδη φθαρμένο από την πτώση των αγγέλων, ό­μως ταυτόχρονα τίποτα δεν ανάγκασε τον άνθρωπο ν’ αμαρτήσει. Η Εύα ελκύστηκε από τον «όφιν», αλλά ήταν ελεύθερη ν’ αποκρούσει τις προτάσεις του. Το δικό της και του Αδάμ το «προπατορικό αμάρτημα» ήταν μια συνειδητή πράξη ανυπακοής, μία εσκεμμένη απόκρουση της αγάπης του Θεού, μια ελεύθερα διαλεγμένη στροφή από το Θεό στον εαυτό μας (Γεν. 3: 2,3,11).
Στην κατοχή και άσκηση της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου δεν θα βρούμε καθόλου μια πλήρη εξήγηση αλλά τουλάχιστον την αρχή για μιαν απάντηση στο πρόβλημά μας. Γιατί ο Θεός άφησε τους αγγέλους και τον άνθρωπο ν’ αμαρτήσουν; Γιατί ο Θεός επι­τρέπει το κακό και τη δυστυχία; Απαντάμε: Γιατί είναι ένας Θεός αγάπης. Η αγάπη προϋποθέτει μετοχή, και η αγάπη επίσης προϋπο­θέτει ελευθερία. Σαν μια Τριάς αγάπης ο Θεός επιθύμησε να μοιρα­στεί τη ζωή του με δημιουργημένα πρόσωπα, φτιαγμένα κατά την ει­κόνα του, που θα μπορούσαν να του ανταποκριθούν ελεύθερα και εκούσια σε μια σχέση αγάπης. Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, δεν μπο­ρεί να υπάρξει αγάπη. Ο καταναγκασμός αποκλείει την αγάπη· όπως συνήθιζε να λέει ο Paul Evdokimov, ο Θεός μπορεί να κάνει το κάθε τι εκτός από το να μας εξαναγκάσει να τον αγαπάμε. Ο Θεός, επομένως — επιθυμώντας να μοιραστεί την αγάπη του — δεν εδημιούργησε ρομπότ που θα τον υπάκουαν μηχανικά, αλλ’ αγγέλους και ανθρώπινες υπάρξεις προικισμένες μ’ ελεύθερη εκλογή. Και μ’ αυτό, για να θέσουμε το ζήτημα με ανθρωπομορφικό τρόπο, ο Θεός ριψο­κινδύνεψε: γιατί μαζί μ’ αυτό το δώρο της ελευθερίας δόθηκε επίσης και η δυνατότητα της αμαρτίας. Αλλ’ αυτός που δεν ριψοκινδυνεύει, δεν αγαπάει. Δίχως ελευθερία δεν θα υπήρχε αμαρτία. Αλλά δίχως ελευθερία ο άνθρωπος δεν θα ήταν κατ’ εικόνα Θεού· δίχως ελευθε­ρία ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με το Θεό με μια σχέση αγάπης.

(Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ, Ο Ορθόδοξος δρόμος, εκδ. Επτάλοφος, σ. 66-69).
το είδαμε εδώ

Γενικές προϋποθέσεις γιά τή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου Antony Bloom




( † Μητροπ. Αντωνίου Μπλουμ)
Θα ήθελα να πω λίγα λόγια σχετικά με τον τρόπο ανάγνωσης του Ευαγγελίου. Είναι πολύ σημαντικό να τον γνωρίζουμε προκειμένου να καταπιαστούμε με αυτό. Θα ξεκινήσω δείχνοντας πως μπορεί κάποιος να το διαβάσει όταν είναι μόνος του, στο «ταμιείον» του… Είναι αυτονόητο ότι οφείλω να λάβω υπ’ όψιν το γεγονός ότι πολλοί δεν έχουν το Ευαγγέλιο στα χέρια τους, έτσι ώστε, πριν προχωρήσω στο πρώτο σχόλιο, ν’ αναγνώσω το χωρίο στο οποίο αναφέρομαι.

Η πρώτη προϋπόθεση ώστε ν’ αποκομίσουμε πραγματικά οφέλη από μία τακτική μελέτη του Ευαγγελίου είναι φυσικά να υιοθετήσουμε μία στάση τιμιότητας απέναντί του· δηλαδή να το προσεγγίσουμε με ειλικρίνεια και ευθύτητα, όπως ακριβώς επιχειρούμε να μελετήσουμε την οποιαδήποτε επιστήμη· ν’ απαλλαχτούμε από κάθε μεροληπτική κρίση και μόνο αφού έχει «μιλήσει» μέσα μας το αντικείμενο της μελέτης μας, να προ­σπαθήσουμε να κατανοήσουμε το βαθύτερο νόη­μα του λόγου του. Είναι λοιπόν απαραίτητο ν’ ασχοληθούμε με την ανάγνωση του Ευαγγελίου εντελώς αμερόληπτα, κινούμενοι από μία και μόνη επιθυμία:την ανακάλυψη της αλήθειας, την κατα­νόηση των νοημάτων του λόγου και τη διαμόρφω­ση μιας ακέραιης συνείδησης σαν κι αυτή που οφείλουμε να έχουμε όταν καταπιανόμαστε με την οποιαδήποτε επιστημονική δραστηριότητα.

Αν διαβάζουμε το Ευαγγέλιο κατ’ αυτό τον τρόπο, με ειλικρίνεια και εντιμότητα, μ’ ανοιχτό μυαλό, χωρίς καμία προκατάληψη, θα φτάσουμε αναπόφευκτα και σε χωρία που θα ξυπνήσουν διάφορες αντιδράσεις στη ψυχή μας. Κάποια σημεία του κειμένου παραμένουν ακατανόητα, σαν να είναι ξένα για μας, μπορούμε να τα κατα­γράψουμε και να τα προσπεράσουμε, συνεχίζο­ντας την ανάγνωση και περιμένοντας τη στιγμή που θα έχουμε ωριμάσει αρκετά, ώστε να διεισδύσουμε καλύτερα στο νόημά τους. Άλλα χωρία είναι δυνατόν να μας δυσαρεστήσουν («Δεν συμ­φωνώ με τούτο το χωρίο, δεν μπορώ να το απο­δεχτώ …»). Μπορεί επίσης να ανακαλύψουμε ότι το Ευαγγέλιο κι ο ίδιος μας ο εαυτός δεν συμφω­νούν πραγματικά. Θα υπάρξουν όμως και ορι­σμένες περικοπές που θ’ αντηχήσουν χωρίς δυσκολία σ’ όλη μας την καρδιά, σ’ όλη μας τη ψυχή, θα υπάρξουν χωρία που θα συγκλονίσουν τον εσωτερικό μας κόσμο, θα μας φανούν τόσο όμορφα, τόσο γεμάτα με νόημα, που θα θέλαμε να φωνάξουμε: Ως «θαυμαστός… ο Κύριος»! Αυτά τα χωρία σημαίνουν ότι ενωνόμαστε με τον Θεό, ότι η προσεκτική μελέτη μάς οδηγεί στα βάθη του Θεού, στη γνώση της ιδίας της ύπαρξής Του, στη διάκριση της φύσης των σκέψεών Του, των συναι­σθημάτων Του, των δεσμών Του μαζί μας.

Τότε λοιπόν ανακαλύπτουμε μέσα μας ένα βάθος για την ύπαρξη του οποίου ήμασταν εντελώς ανυποψίαστοι. Σ’ αυτό το βάθος ο Θεός και εμείς γινόμαστε ένα, κατανοούμε, αγαπάμε, βρισκόμαστε σε αρμονία ο ένας με τον άλλο. Κι όταν συμβαίνει αυτό, ανοιγόμαστε προς τους εαυτούς μας μ’ έναν εντελώς πρωτόγνωρο τρόπο, και αρχίζουμε να γνωρίζουμε και να κατανοούμε τον Θεό. Αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση για την ανάγνωση του Ευαγγελίου: να είμαστε έτοιμοι να λειτουργήσουμε χωρίς φόβο, με απόλυτη τιμιότητα και ανοιχτό μυαλό για ό,τι θα συμβεί, για ό,τι θα συνειδητοποιήσουμε, γι’ αυτό που θα πλημμυρίσει τη ψυχή μας με χαρά και ενθουσιασμό, και που θα μας εμπνεύσει τη θεωρία του κάλλους, κι ακόμη περισσότερο, την έμπρακτη εφαρμογή όσων ανακαλύψαμε εν τω Θεώ και εν ημίν μέσα από το Ευαγγέλιο.

Για ν’ αποκομίσουμε κάποιο όφελος από τη μελέτη του Ευαγγελίου, πρέπει να δείξουμε συνέπεια και επιμονή. Όποιος, αφού διάβασε μια περικοπή, αποφανθεί «αυτό το κείμενο δεν μου λέει τίποτε, κατά βάθος δεν μ’ ακούμπησε, δεν άξιζε τον κόπο η μελέτη», εκείνος δεν θα φτάσει ποτέ στο σημείο, ώστε οι λόγοι που ανάβλυσαν από την καρδιά του Θεού να εναρμονιστούν με τη δική του καρδιά.

Όπως είπα στην αρχή, πρέπει να είμαστε προ­ετοιμασμένοι ότι θα πέσουμε και σε χωρία που θα μας φαίνονται ολότελα απόμακρα· άλλα θα μας χτυπήσουν και θα πονέσουμε, ενώ μόνο ένας μικρός αριθμός θα αγγίξει το βάθος του είναι μας. Αν όμως επιμείνουμε στη μελέτη μας, αν στοχα­στούμε έντονα τους λόγους των οποίων γίναμε αποδέκτες, θα καλλιεργήσουμε σιγά-σιγά τη ψυχή μας, θα την προετοιμάσουμε για μία νέα κατανόηση. Μια παραβολή του Ευαγγελίου μάς λέει ότι, όταν ο σποριάς ρίξει το σπόρο του στη γη, ένα μέρος πέφτει στο δρόμο, ένα άλλο μέσα στ’ αγκάθια, ένα ακόμη σε πετρώδες έδαφος και τέλος ένα πέφτει στη γη την αγαθή που έχει τη δυνατότητα να δώσει καρπό. Κάθε μέρα, ο καθέ­νας μας συμβαίνει να μοιάζει με το ένα ή το άλλο, μ’ ένα πετρώδες μονοπάτι, ή με γη αγαθή έτοιμη να δεχτεί τον σπόρο διά του Ευαγγελίου. Και μπορεί σήμερα η μελέτη μας ν’ αποβεί άκαρπη. Αν όμως επιμείνουμε σ’ αυτή, μολονότι είναι αφηρημένη και απρόσεκτη και εμείς δεν επιτρέπουμε να μας διαπεράσει, τότε θα την επαναλάβουμε αύριο, και ξανά την επόμενη μέρα: θα φτάσει η στιγμή που ξαφνικά θα φανεί ότι στην πραγματι­κότητα ο σπόρος έχει πέσει σε τέτοιο βάθος που μας εμποδίζει να παρατηρήσουμε το φύτρωμά του. Και μόνο ύστερα από κάποιο χρονικό διά­στημα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που μας φαινόταν μακρινό κι ακατανόητο, έχει απότομα αρχίσει ν’ αυξάνει, το λιβάδι πρασινίζει, η σοδιά μεγαλώνει. Κι αυτό είναι το πρώτο σημείο.

Στη συνέχεια, καλούμαστε να διαποτιστούμε από το νόημα του Ευαγγελίου, δηλαδή να βεβαι­ωθούμε ότι διαβάζοντάς το, κατανοούμε ορθά το γραφόμενο. Αν μια περικοπή μάς φαίνεται ακατανόητη, γιατί υπάρχουν λέξεις ξένες ή παρωχημένες για μας, οφείλουμε να καταβάλουμε προ­σπάθεια για να συλλάβουμε το νόημά της, να καταφύγουμε σ’ ένα λεξικό ή να ζητήσουμε τη βοήθεια κάποιου. Η ουσία είναι να ορίσουμε ορθά τη σημασία τους, γιατί στον βαθμό που θα τις κατανοήσουμε σε βάθος, θ’ αγγίξουν το εσωτερικό της ύπαρξής μας, αλλιώς θα παραμείνουν στην επιφάνεια.

Τακτική ανάγνωση του Ευαγγελίου επιβάλλεται για όλους. Το καλύτερο είναι να το διαβά­ζουμε το πρωί, όταν οι σκέψεις δεν έχουν ακόμη σκορπίσει. Για να γίνει όμως αυτό, δεν αρκεί να πάρουμε το βιβλίο, να καθίσουμε, και να περιμένουμε να ξεκινήσουμε. Πρέπει να σταθούμε ενώ­πιον του Θεού και να πούμε: «Κύριε, τώρα πρό­κειται να διαβάσω το Ευαγγέλιο, όπου εξιστορείται η ζωή του Κυρίου μας και Σωτήρα Ιησού Χριστού. Καθένας από τους λόγους Του είναι λόγος αιώνιος, λόγος που απευθύνεται σε μένα προσωπικά. Ευλόγησέ με, βοήθησέ με να ελευθερώσω τον νου μου, ν’ ανοίξω την καρδιά μου. Βοήθησέ με να μη φοβάμαι, καθώς οπωσδήποτε θα συναντήσω περικοπές που θα με “υποχρεώσουν” ν’ αλλάξω τη ζωή μου, ν’ αλλάξω τη συμπε­ριφορά μου προς τους ανθρώπους ή και προς τον ίδιο μου τον εαυτό, και τούτες οι αλλαγές με τρομάζουν. Βοήθησέ με να γίνω γενναίος, τολμηρός και συνάμα συνετός…».

Τέλος είναι αυτονόητο ότι το Ευαγγέλιο πρέ­πει να διαβάζεται χωρίς βιασύνη. Ένα καλό βιβλίο διαβάζεται με αργό ρυθμό. Όταν έρχεται ένας φίλος, τον ακούμε με προσοχή, χωρίς να ευχόμαστε να τελειώνει σύντομα όσα έχει να μας πει, ώστε να σηκωθεί να φύγει. Με τον ίδιο τρό­πο οφείλουμε να φερόμαστε προς τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, που τούτη τη στιγμή στέκεται μπροστά μας, μάς απευθύνει προσωπικά το λόγο, μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις και τα συναισθήματά Του. Μας προσκαλεί σε μία νέα ζωή, τη ζωή που αυτός γεύεται. Είναι η αιώνια ζωή, ήδη δεδομένη σήμερα στον χρόνο και τον χώρο. Να διαβάζουμε λοιπόν χωρίς πίεση. Μικρή σημασία έχει αν θα διαβάσουμε ένα εκτενές ή ένα σύντομο απόσπασμα, ή αν θα μας πάρει πολύ ή λίγο χρόνο. Ας συλλογιστούμε πόσο αργά δια­βάζουμε, όταν η ανάγνωση ενός βιβλίου ποίησης μάς έχει συναρπάσει, τονίζοντας την κάθε λέξη και με πόση προσοχή αφουγκραζόμαστε το μέτρο και την ηχώ των στίχων! Με τον ίδιο τρόπο αρμόζει να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο. Μιλάει ο Θεός· θα φτάναμε ποτέ στο σημείο να Του πούμε: «Τελείωνε, έχω και άλλα πράγματα να κάνω»; Όχι, πρέπει να μείνουμε με τον Θεό.

Και πριν ν’ απομακρυνθούμε, πριν να επιστρέψουμε στις καθημερινές ασχολίες μας, ας κάνου­με μία παύση, ας σταματήσουμε να διαβάζουμε ή να σκεπτόμαστε οτιδήποτε, κι ας καθίσουμε σιωπηλοί. Ας παραμείνουμε στη σιωπή για πέντε λεπτά τουλάχιστον, ας παραδοθούμε στην ησυχία που απλώνεται στο δωμάτιο, και που ίσως κατα­λαμβάνει το νου και τη ψυχή μας. Και μετά, ας σηκωθούμε και ας πούμε: «Κύριε, ευλόγησε την είσοδό μου σε τούτη την καινούργια μέρα. Απλώνεται μπροστά μου, ανείδωτη, σαν μια χιο­νισμένη πεδιάδα. Αξίωσέ με ν’ αναζητήσω την τύχη μου σ’ αυτή και να μην αφήσω εκεί ίχνη πονηρά και ανάξια για Σένα και για μένα. Ευλόγησέ με· όλη τη νύχτα κοιμήθηκα σαν να ήμουν νεκρός, και τώρα ανασταίνομαι πάλι κι αρχίζω μια καινούρια ζωή…».

Μ’ αυτούς τους λόγους να πορεύεσαι στη ζωή.

Θυμάμαι ποιός ήταν ο αντίχτυπος που είχε για μένα το Ευαγγέλιο όταν το διάβασα για πρώτη φορά, και ποιούς καρπούς έδωσε στη ψυχή μου. Ασφαλώς δεν έζησα τη ζωή μου σε ύψος αντίστοιχο με τους λόγους του Ευαγγελίου, το γεγο­νός αυτό όμως δεν εμπόδισε ν’ αποτελεί για μένα πηγή έμπνευσης και αγαλλίασης. Το θεωρώ μάλιστα ως το άριστο, το πλέον αξιόλογο και θαυμάσιο απ’ όλα τα βιβλία που μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω στη ζωή μου.

(Antony Bloom, Συνάντηση με τον ζωντανό Θεό, εκδ. Εν πλω, σ. 16-25)

πηγή

Ό ταπεινός ποτέ δεν πέφτει. Άπό πού νά πέσει, άφού βρίσκεται κάτω άπό όλους;

Τζόναθαν Τζάκσον (Ηθοποιός): “Πώς έγινα Ορθόδοξος”

Ὁ Πρύτανις τῶν ἠλιθίων +Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης



Λένε, ὅτι ὁ βασιλιὰς τῆς Γαλλίας Κάρολος Θ΄ (1560-1574) εἶχε ἕνα γελωτοποιό, ποὺ κάθε ἡµέρα ἔλεγε καὶ ἔκανε τόσα «χαζά» ἀστεῖα, ὥστε ὁ βασιλιὰς καὶ οἱ αὐλικοὶ του ξεκαρδίζονταν στά γέλια διασκεδάζοντας µὲ τὴν «χαζοµάρα» του, χωρὶς νά σκέπτονται, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πού ξέρει καὶ κάνει κάθε ἡµέρα καινούργια «χαζά» ἀστεῖα, δέν µπορεῖ νά εἶναι τόσο χαζός, ὅσο φαίνεται. Ἐνθουσιασµένος λοιπὸν ἀπὸ τὰ «χαζά» του ἀστεῖα ὁ βασιλιάς τοῦ ἀπένειµε τίτλο εὐγενείας! Τὸν ὀνόµασε «πρύτανη τῶν ἠλιθίων».

Τοῦ ἔδωκε µάλιστα καὶ σὰν διάσηµο ἕνα εἰδικὸ σκῆπτρο! Καὶ τοῦ εἶπε: Σὲ ἀναγορεύω «πρύτανη τῶν ἠλιθίων». Καὶ σὰν σύµβολο τοῦ τίτλου σου, ποὺ τὸν ἀπέκτησες ἐπάξια µὲ τὶς τόσες χαζοµάρες σου, σοῦ δίνω καὶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο. Κράτησέ το. Σοῦ ἀνήκει δικαιωµατικά. Μὰ ἂν βρῆς ἄλλον ἄνθρωπο πιὸ χαζὸ ἀπὸ σένα, τοῦ τὸ δίνεις!

Ἐπέρασε καιρὸς ἀπό τότε. Καὶ νά, ὁ βασιλιὰς εἶναι βαριὰ ἄρρωστος. Πεθαίνει. Κοντὰ του εἶναι διάφοροι ἀξιωµατοῦχοι του. Καὶ ὁ «πρύτανις τῶν ἠλιθίων». 

Καὶ ἀρχίζει ὁ διάλογος:

-Τὶ κάνεις, Μεγαλειότατε;

-Φεύγω, ἀγαπητὲ «πρύτανη»!

-Για ποῦ, βασιλιά µου;

-Δέν ξέρω γιά ποῦ! Μὰ γιά πολὺ µακρυά!...

-Καὶ πότε ἀναχωρεῖς;

-Δέν ξέρω πότε ἀκριβῶς!

-Καὶ πότε θὰ γυρίσεις;

-Ποτὲ πιά! Θὰ µείνω ἐκεῖ γιά πάντα!...

-Καὶ τὶ θὰ βρῆς, ἐκεῖ;

-Δέν ξέρω! Τίποτε!

-Τουλάχιστον εἰδοποίησες; Σὲ περιµένουν ἐκεῖ φίλοι;

-Ὄχι, κανένας!...

-Ἔκαµες τουλάχιστον τίς ἀπαραίτητες προετοιµασίες καὶ προµήθειες γιά ἕνα τέτοιο ταξίδι;

-Ὄχι. Τίποτε!...

Ἔξυσε τὸ κεφάλι του ὁ γελωτοποιὸς καὶ εἶπε:
-Τότε, βασιλιά µου, νά µοῦ ἐπιτρέψεις νά σοῦ δώσω τὸ σκῆπτρο τοῦ «πρύτανη τῶν ἠλιθίων»! 
Σοῦ ἀνήκει.
 Δικαιωµατικά.
 Ἐγὼ δέν θὰ ἔκανα ποτέ τέτοια χαζοµάρα.
 Εἶσαι πιὸ χαζὸς ἀπὸ µένα.
 Εἶσαι ὁ πιὸ χαζὸς ἄνθρωπος πού ἔχω συναντήσει στήν ζωή µου!
πηγή

Τρίτη, Μαΐου 05, 2015

ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΙΣΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΗΛΕΙΑΣ


hqdefaultΤΟΥ ΜΑΚΗ ΝΟΔΑΡΟΥ

Σε ένα πρωτοφανές παραλήρημα θρησκευτικού φανατισμού και μίσους κατά της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε προ ημερών ο μητροπολίτης Ηλείας Γερμανός , μέσα από επιστολή του που έκανε πρωτοσέλιδο θέμα η τοπική εφημερίδα του Πύργου «Πατρίς».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ : http://www.patrisnews.com/nea-enimerosi/ileia/epistoli-katapeltis-apo-ton-sevasmiotato-mitropoliti-ileias-germano

Ο μητροπολίτης με αφορμή την βία που παρατηρείται μεταξύ των μαθητών στα σχολεία, παρεμβαίνει σε διάφορα ζητήματα και με ειρωνικό τρόπο καταφέρεται μεταξύ άλλων κατά της κυβέρνησης και ειδικότερα κατά των υπουργών Παιδείας και Δικαιοσύνης.

Ο Γερμανός , κατηγορεί τον υπουργό Παιδείας  ότι χαλάρωσε τα μέτρα πειθαρχίας στα σχολεία και αναπολεί τα χρόνια που οι μαθητές φορούσαν ποδιές και πηλίκιο !!!

Από την πρωτοφανή για ιερωμένο κριτική δεν ξεφεύγει ούτε ο υπουργός Δικαιοσύνης τον οποίο ο Γερμανός ειρωνεύεται για την απόφασή του να καταργήσει τις φυλακές υψίστης ασφαλείας ενώ στρέφεται και κατά της κυβέρνησης για την ενδεχόμενη αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού !

Παραδόξως μέχρι σήμερα η επιστολή μίσους και θρησκευτικού φανατισμού του μητροπολίτη Ηλείας κατά της κυβέρνησης και των υπουργών της παραμένει αναπάντητη από τους τρεις βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στην Ηλεία και τα στελέχη της Νομαρχιακής Επιτροπής.

Θυμίζω ότι ο λαλίστατος μητροπολίτης Ηλείας , δεν απάντησε ποτέ στα επικριτικά σχόλια σε βάρος του κατά το παρελθόν και στα ρεπορτάζ , για τις δεκάδες απολύσεις εργαζομένων στα διάφορα ιδρύματα της μητρόπολης που υπηρετεί και το λουκέτο που έβαλε σε αυτά με το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης .

Μάλιστα σε καιρό που οι συμπολίτες του έψαχναν να βρουν μέσα σε κάδους απορριμμάτων κάτι φαγώσιμο, ο ίδιος προωθούσε (και το κατάφερε με την βοήθεια του νεοδημοκράτη φίλου του βουλευτή Κώστα Τζαβάρα)  να χρηματοδοτηθεί με συνοπτικές διαδικασίες  από το ΕΣΠΑ ( Πρόγραμμα Επιχειρηματικότητας Ανταγωνιστικότητας ) η επισκευή εκκλησίας στον Πύργο Ηλείας με το ποσό των 3.900.000 ευρώ ! Την ώρα που οι βιβλιοθήκες της χώρας παρέμειναν κλειστές για ποσό 780.000 ευρώ …

Για όλα αυτά όμως ο Γερμανός δεν είπε ούτε λέξη . Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ του φταίει και οι υπουργοί της.

Είμαι σίγουρος ότι, αν ζούσε σήμερα ο Χριστός πάνω στην γη , αυτή την απαράδεκτη για ιερωμένο συμπεριφορά του θα την χαρακτήριζε τουλάχιστον ως υποκριτική …    

«ΟΙ ΘΡΗΣΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΙΔΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»Ο ΦΑΡΙΣΑΪΣΜΟΣ ΕΚΛΕΚΤΟ ΤΕΚΝΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ Του Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανάσιου


«ΟΙ ΘΡΗΣΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΕΙΔΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»

             Ο ΦΑΡΙΣΑΪΣΜΟΣ ΕΚΛΕΚΤΟ ΤΕΚΝΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ





Του Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανάσιου
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία «Ἡ θεραπεία ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ Φαρισαϊσμοῦ»

Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, νὰ ξέρετε, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι, εἶναι τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο εἶδος μέσα στὴν ἐκκλησία. Αὐτοὶ, οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι, εἶναι ἐπικίνδυνοι.

 Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάει ἀπ’αὐτούς…

Ἔλεγε ἕνας ἁγιορείτης, ὅταν ἔκαμνα μιὰ φορὰ λειτουργία καὶ λέγαμε «Κύριε σῶσον τοὺς εὐσεβεῖς»,  λέει ἀστειευόμενος: «Κύριε σωσον ἠμᾶς ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς», δηλαδὴ ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάει ἀπὸ τοὺς θρήσκους ἀνθρώπους, διότι θρῆσκος ἄνθρωπος σημαίνει μία προσωπικότης διεστραμμένη, ἡ ὁποία οὐδέποτε εἶχε προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἁπλῶς μόνον κάμνει τὰ καθήκοντα τῆς ἀπέναντί Του, ἀλλὰ καμιὰ σοβαρὴ σχέση δὲν εἶχε, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν λέει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τίποτε. Καὶ σᾶς ὁμολογῶ καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν πείρα μου ὅτι δὲν εἶδα χειρότερους ἐχθρούς της ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς θρήσκους ἀνθρώπους.

Ὅταν παιδιὰ θρήσκων ἀνθρώπων, ποὺ μεσ’ τὴν ἐκκλησία ἢ καὶ παπάδων ἀκόμα καὶ θεολόγων καὶ ἀνθρώπων ποὺ κάνουν τοὺς θρήσκους καὶ τοὺς πολλούς, ἐδοκίμασαν τὰ παιδιά τους νὰ γίνουν μοναχοὶ ἢ ἱερεῖς, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν χειρότεροι καὶ ἀπὸ δαίμονες. Ἐξανέστησαν ἐναντίον τῶν πάντων. Ἔγιναν οἱ χειρότεροι ἐχθροὶ τῶν ἀνθρώπων. Θυμᾶμαι γονεῖς ποὺ ἔφερναν τὰ παιδιὰ τοὺς εἰς τὶς ὁμιλίες καὶ, ὅταν τὸ παιδὶ τοὺς κάποια στιγμὴ ἔκαμε ἕνα βῆμα παραπάνω, ἔγιναν οἱ χειρότεροι ἄνθρωποι, ποὺ ἔλεγαν τὰ χειρότερα λόγια. Καὶ ἐγὼ τοὺς λέω: μὰ ἐσὺ ἔφερες τὸ παιδί σου στὴν ὁμιλία, δὲν τὸ ἔφερα ἐγώ. Καὶ μία φόρα εἶπα σὲ ἕναν πατέρα, ὅταν ἔβλεπα ὅτι ἡ κόρη τοῦ, τέλος πάντων, εἶχε ζῆλο στὴν ἐκκλησία, τοῦ λέω: Κοίταξε,  μὴν τὴν ξαναφέρεις στὴν ὁμιλία. Μὴν τὴν ξαναφέρεις νὰ τῆς μιλήσω, διότι ἡ κόρη σου θὰ γίνει μοναχὴ καὶ….

αὔριο θὰ σοῦ φταίω ἐγώ. Ὄχι, πάτερ μου, ἀλίμονο, ἐμεῖς σὲ λατρεύουμε. Καὶ ἔγινε ἡ κόρη τοῦ μοναχὴ· ἑφτὰ χρόνια καὶ δὲν μοῦ μιλᾶ ἀκόμα! Ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχαναν ὁμιλία, ἔτσι; …δὲν ἔχαναν ὁμιλία! Ἦταν πάντοτε οἱ πρῶτοι. Ὁμιλίες, ἀγρυπνίες, βιβλία, ξέρω ‘γῶ, τὰ πάντα… Καὶ ἔφερναν καὶ τὰ παιδιά τους, καὶ ὅταν ἦρθεν ἡ ὥρα ποὺ τὸ παιδὶ τοὺς μέσα στὴν ἐλευθερία του, τέλος πάντων, ἀποφάσισε ἕναν δικό του δρόμο, τότε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔγιναν τελείως στὸ ἀντίθετο στρατόπεδο καὶ ἀπέδειξαν ὅτι γιὰ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε μιλήσει ποτὲ μὲς στὴν δική τους τὴν καρδιά. Ἁπλῶς ἦταν θρῆσκοι ἄνθρωποι. Γιὰ αὐτὸ οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι τὸ πιὸ δύσκολο εἶδος μέσ’ στὴν ἐκκλησία. Γιατί, ξέρετε κάτι; Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καμμιὰ φορὰ δὲν θὰ θεραπευθοῦν. Γιατί νομίζουν ὅτι εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί, ξέρω ΄γῶ, οἱ χαμένοι ἂς ποῦμε, ἔτσι;… αὐτοὶ ξέρουν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί. Γιὰ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες θὰ πᾶν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶπε στοὺς Φαρισαίους: Ἐσεῖς, ἐσεῖς ποὺ εἴστε θρῆσκοι, δὲν θὰ πᾶτε ποτὲ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί οὐδέποτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὴν καρδιά τους. Ἁπλῶς ἀρκοῦνταν στὴν τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τύπων.

 Ἔτσι λοιπὸν ἐμεῖς ἂς προσέξουμε τὸν ἑαυτόν μας, νὰ καταλάβομε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα νοσοκομεῖο ποὺ μᾶς θεραπεύει, μᾶς κάμνει νὰ ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸν, καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία φλόγα ποὺ ἀνάβει μέσ’ στὴν καρδιά μας, καὶ νὰ ἐξετάζομε τὸν ἑαυτόν μας ἐὰν βρισκόμαστε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν βλέπομε μέσα μᾶς ὅλες αὐτὲς τὶς κακίες καὶ τὶς ἀνιδιοτέλειες καὶ τὶς πονηρίες, τότε πρέπει νὰ ἀνησυχοῦμε. Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι μέσα στὴν καρδιά μας καὶ νὰ  ’μαστε γεμάτοι ξύδι.

 Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ εἶσαι γεμάτος χολὴ ἐναντίον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ διαβάζεις τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ μὴν δέχεσαι τὸν ἀδερφόν σου. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ λὲς «ἔχω τόσα χρόνια στὴν ἐκκλησία», ἔχω τόσα χρόνια ποὺ  ’μαι μοναχὸς κληρικὸς ἡ ὁτιδήποτε, καὶ ὅμως τὸ ἄλφα τῆς πνευματικῆς ζωῆς…  Ποῦ ’ναι ἡ ἀγάπη. Ποῦ  ’ναι τὸ νὰ ὑπομένεις τὸν ἀδερφόν σου, νὰ κάνεις λίγο ὑπομονὴ; Μὲ τὸ νὰ μὴν τὸ δέχεσαι, σημαίνει τίποτα δὲν ἔκαμες· τίποτα· ἀπολύτως τίποτα. Τίποτα ἀπολύτως.

 Ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ πεῖ -γιὰ τὶς παρθένες ἐκεῖνες- ὅτι δὲν εἶχε καμμιὰ σχέση μαζί τους. Τοὺς πέταξε ἔξω ἀπὸ τὸν νυμφώνα, παρ’ ὅλα ποὺ ‘χαν ὅλες τὶς ἀρετὲς, γιατί δὲν εἶχαν τὴν ἀγάπη. Διότι ἤθελε νὰ τοὺς πεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχετε ἀρετὲς ἐξωτερικὲς, μπορεῖ νὰ μείνατε παρθένες, μπορεῖ νὰ κάματε χίλια πράματα, ἀλλὰ δὲν κατορθώσατε τὴν οὐσία αὐτοῦ ποὺ εἶχε σημασία πάνω ἀπ’ ὅλα. Ἐὰν αὐτὸ δὲν τὸ καταφέρεις, τί τὰ θέλεις τὰ ἄλλα ὅλα; Τί τὰ θέλω ἐγὼ τώρα: ἂν τρώω λάδι σήμερα καὶ δὲν τρώω λάδι. Μπορεῖ νὰ μὴν τρώω λάδι, ἂς ποῦμε, καὶ νὰ τρώω τὸν ἀδερφό μου ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὴν νύχτα. 

Ἔλεγαν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, λέει, «μὴν ρωτᾶς ἂν τρώω ψάρι»… «τὸν ψαρὰ νὰ μὴν φαεῖς καὶ ψάρι φάε» ἤ «τὸν λαδὰ νὰ μὴν φαεῖς καὶ φάε μία σταξιὰ λάδι». Τὸ νὰ φάεις τὸν ἄλλον ἀπὸ τὴν γλώσσα εἶναι πολὺ χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ φᾶς μία κουταλιὰ λάδι. Καὶ ὅμως, στέκομεν ἐκεῖ: τρῶμε λάδι, δὲν τρῶμε λάδι, τρῶμε ψάρι, δὲν τρῶμε ψάρι, ξέρω ‘γῶ, βούτηξε τὸ κουτάλι στὸ ἄλλο φαγὶ καὶ μπορεῖ νὰ τσακωθοῦμε, ἐκεῖ, νὰ σκοτωθοῦμε μὲ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο, γιατί ἐβούτηξε τὸ κουτάλι προηγουμένως σὲ ἕναν ἄλλο φαΐ. Καταλαβαίνετε πόσο γελοία εἶναι ἐτοῦτα τὰ πράγματα;… καὶ μᾶς κοροϊδεύουν καὶ οἱ δαίμονες ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας…

Καὶ, ὅταν μπαίνουν κοντά μας, ἀντὶ νὰ βλέπουν τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας μεταμορφωμένους σὲ Χριστὸ Ἰησοῦ, νὰ ’ναι γλυκεῖς ἄνθρωποι καὶ νὰ ’ναι ὥριμοι ἄνθρωποι, ἰσορροπημένοι, ὁλοκληρωμένοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι γεμάτοι ἁρμονία, ἂς ποῦμε, μέσα τους, μᾶς βλέπουν, δυστυχῶς, μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ πάθη μας καὶ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ξινίλες μας, καὶ λένε: Ἔ, νὰ γίνω ἔτσι; Καλύτερα νὰ μοῦ λείπει.

Ἐσὺ ποὺ πᾶς στὴν ἐκκλησία… τί σὲ ὠφέλησε ἡ ἐκκλησία;

Ὅπως λέγαμε χτὲς: Πῆγες στὰ προσκυνήματα, εἶδες τοὺς πατέρες, εἶδες τὰ ἅγια λείψανα, εἶδες τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν Παναγία τῆς Τήνου, ὅλα αὐτὰ· πήγαμε-ἤρθαμε. Ποιὸ τὸ ὄφελος, τελικὰ, ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα; Μεταμορφώθηκε ἡ καρδιά μας;  Γίναμε πιὸ ταπεινοὶ ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ γλυκεῖς ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ πραεῖς ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι μας, εἰς τὴν οἰκογένειά μας, στὸ μοναστήρι μας, ξέρω ’γῶ, ἐκεῖ ποὺ ἐργαζόμαστε; Αὐτὸ ἔχει σημασία.



Ἐὰν δὲν τὰ καταφέραμε αὐτὰ τὰ πράγματα, τουλάχιστον ἂς γίνομεν ταπεινοί.

Μέσα ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἂς γίνομε ταπεινοί. Ἐὰν οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ καταφέραμε, τότε εἴμαστε ἄξιοι πολλῶν δακρύων, ἔτσι; Εἴμαστε γιὰ κλάματα. Διότι δυστυχῶς ὁ χρόνος περνᾶ καὶ χάνεται καὶ ἐμεῖς μετροῦμε χρόνια.



Ἔλεγε ὁ γέρων Παίσιος, ὅταν τὸν ρωτοῦσαν «Γέροντα πόσα χρόνια ἔχεις ἐσὺ στὸ Ἅγιο Ὅρος;» Λέει:  Ἐγὼ ἦρθα τὴν ἴδια χρονιὰ ποὺ ἦρθε τὸ μουλάρι τοῦ γείτονα. Ὁ γείτονάς του, ὁ γερὸ-Ζῆτος, εἶχε ἕνα μουλάρι, καὶ, ξέρετε, στὸ Ἅγιον Ὅρος κάθε κελὶ ἔχει καὶ ἕνα ζῶο, ἕνα μουλάρι, ποὺ κουβαλοῦν τὰ πράγματά τους. Ἔ, τὸ ζῶο αὐτὸ ζεῖ πολλὰ χρόνια· δὲν ἀγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια· εἶναι ἀκριβά. Λοιπόν, τὴν χρονιὰ ποὺ ἦρθα ἐγὼ, λέει, στὸ Ἅγιον  Ὅρος, ἀγόρασε καὶ ὁ γείτονας τὸ μουλάρι του. Ἔχομε τὰ ἴδια χρόνια στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ τὸ καημένο ἐκεῖνο ἔμεινε μουλάρι καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο ἔμεινα. Δὲν ἄλλαξα.


Λοιπὸν, λέμε, πολλὲς φορὲς, ἐγὼ ἔχω σαράντα χρόνια, καὶ τὸ λέμε ἐμεῖς οἱ παπάδες καὶ οἱ καλόγεροι αὐτὰ τὰ πράγματα… Ἔχω σαράντα χρόνια στὸ μοναστήρι. Μὰ, τὰ χρόνια εἶναι εἰς βάρος σου. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ πεῖ: Σαράντα χρόνια, καὶ ἀκόμα δὲν κατάφερες νὰ γίνεις τίποτα; Ἔχεις σαράντα χρόνια· ἀκόμα θυμώνεις, ἀκόμα κατακρίνεις, ἀκόμα ἀντιλογεῖς, ἀκόμα ἀνθίστασαι, ἀκόμα δὲν ὑποτάσσεσαι; Ἔχεις σαράντα χρόνια καὶ δὲν ἔμαθες τὸ ἄλφα, τὸ πρῶτο πράγματα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τῆς χριστιανικῆς ζωῆς; Τί νὰ κάμω τὰ χρόνια σου; Τί νὰ σὲ κάμω, ἂν ἔχεις πενήντα χρόνια μὲ ψωμολογῆσαι καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀπαντήσεις στὸν ἄλλον μὲ ἕναν καλό του λόγο; Τί νὰ κάμω ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα;

το είδαμε εδώ

Δυό Δάκρυα και μια προσευχή...

Αγαπητοί μου αδελφοί και φίλοι.

Χριστός Ανέστη.

 

Της  Αγίας μεγαλομάρτυρος Ειρήνης σήμερα, Χρόνια πολλά σε όλες τις κατ όνομα εορτάζουσες. Μια ευχή θέλω να κάνω, μια ταπεινή ευχή. Αγία μου Ειρήνη. Της Ειρήνης τον Άρχοντα Χριστό πρέσβευε να ειρηνεύσει όλο τον κόσμο και να πάψει το πυρ, από όπου και αν προέρχεται. Να ειρηνεύσει και να γαληνέψει η ψυχή κάθε ανθρώπου. Όλοι μας διαβάσαμε, σήμερα, διαβάσαμε αυτές τις μέρες και όλοι μας έχουμε έχουμε μείνει άφωνοι, για τα γεγονότα με τη μικρή Άννυ. Σε κανενός ανθρώπου δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό, ότι ό ίδιος ο πατέρας, ο ίδιος ο γεννήτορας, εκείνος που σύμβαλε και έγινε συν δημιουργός του Θεού, να οδηγεί στο θάνατο και να εξαφανίζει με αυτόν τον τρόπο το παιδί του. Η ίδια η μάνα, που το βαστάζε στα σπλάχνα και το έβγαλε από μέσα της, να δείχνει τέτοια απραξία σε αυτά τα γεγονότα. Όμως αδελφοί μου ναι είναι σοκαριστηκό όλο αυτό, αλλά δεν είναι το μόνο περιστατικό. Απλά εδώ έχουμε να κάνουμε με την παρανομία, Αν η μικρή Άννυ, φονεύονταν σε ένα παγωμένο τραπέζι χειρουργείου, από ένα εξ ειδικευμένο γιατρό, τώρα θα μιλούσαμε για το ποιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου και δεν θα μας έκανε καμία εντύπωση. Και στις δύο περιπτώσεις όμως μιλάμε για έγκλημα, μιλάμε για φόνο. Για το φόνο ενός παιδιού που δεν του δίδεται η επιλογή να ζήσει και να ζήσει όπως θέλει αυτό, δεν του δίδεται το δικαίωμα της ζωή, να τη ζήσει και να την κερδίσει.

Ας αφήνομαι τα μεγάλα λόγια αδελφοί μου. Ας αφήσουμε τους σκοτωμούς, τι πρέπει να κάνουμε σε αυτό τον δύστυχο πατέρα και τι δε πρέπει. Την τιμωρία του θα του δώσει δικαιοσύνη και οι αρμόδιοι, άνθρωποι. Εμείς πρέπει να έρθουμε εις εαυτόν και να κάνουμε την εσωτερική μας ανασκόπηση. Είμαστε οι τέλειοι, είμαστε αυτοί που δεν κάνουμε λάθος, που δεν έχουμε καμιά αμαρτία; Έχουμε όλοι αγάπη μέσα μας, ώστε το χάρισμα της αγάπης, να φέρει την ειρήνη στην ψυχή μας.

Αγαπητοί μου αδελφοί και φίλοι. Όσοι καταφεύγουν σε τέτοιες ταχτικές, στη βία και τα αποτελέσματα της. Είναι άνθρωποι που απουσιάζει η αγάπη από τη ζωή τους, ζούνε μια συνέχει κόλαση γιατί « άνθρωπο ουκ έχουν» και δεν έχουν βιώσει ποτέ αγάπη αληθινή και τα χαρίσματα της. Είναι άνθρωποι δυστυχισμένοι και δεν χρειάζονται άλλη τιμωρία από αυτό. Αν δε θέλουμε να γίνουμε χειρότερα και από κανιβάλους, πρέπει να έρθει ή αγάπη η μετάνοια και η ειρήνη στη ζωή και την ψυχή μας. Δύο δάκρυα και μια προσευχή, για τη μικρή Αννυ και για όλα τα παιδιά του κόσμου, που φεύγουν για να γίνουν άγγελοι  

        

Γόρτυνα 05/05/2015

Πατήρ Δημήτριος.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης: Εκεί που κάνεις μετάνοιες, εκεί είναι τα ποδάρια του Χριστού!



Υπάρχουν πολλά, τα οποία ο άνθρωπος τα συναντά εις τον βίο του, να πούμε

Πολλές φορές απορούσα, πως οι άγιοι Πατέρες, όταν προσηύχοντο, σήκωναν τα χέρια ψηλά; Δεν μπορούσα να το καταλάβω. 
Όταν ήρθε η σειρά, τότες το κατάλαβα.

Δεν μπορείς, πάτερ, να συγκρατήσεις τον εαυτό σου, όταν έρχεται αυτή η χάρις, να πούμε, δεν μπορείς. Αλλά ποτές, όμως, στη ζωή μου δεν σήκωσα κι εγώ τα χέρια ψηλά στον ουρανό. Ψυχικώς τα σήκωσα πολλές φορές. Ως υιός προς Πατέρα...Δεν μπορείς να συγκρατήσεις τον εαυτό σου. Όταν υπερεκχυλίσει η χάρις, τότες κι εσύ τα χάνεις. Όταν συσταλεί η χάρις, τότε σε πιάνει ρίγος. Πού προχώρησα! Πού προχώρησα!

Άλλη φορά μάζευα μύγδαλα στην περιοχή μας, να πούμε, και πέρασε ένα αεροπλάνο, επειδή το μέρος μας είναι μεταξύ δύο, ένα βουνό εδώ κι άλλο εκεί, κι είμαστε στη χαράδρα· και το έφερνε σαν μελωδία, να πούμε, σαν χορωδία. Ο βόμβος του αεροπλάνου, το ‘φερνε σαν μελωδία, σαν μουσική, να πούμε.
Έφυγε η ψυχή μου αμέσως, απότομα, έφυγε η ψυχή μου προς ύπάντησιν του Νυμφίου, όπως λέει., νομίζω, στον Απόστολο: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου, και ούτω πάντοτε μετά του Κυρίου εσόμεθα» (Α’ Θεσ. 4, 17). Έτσι τότες από την πείρα καταλαμβάνεις τι εννοεί ο Απόστολος. Όταν δεν το περάσεις, το καταλαμβάνεις εν μέρει, πλήρως δεν το καταλαμβάνεις. Το καταλαμβάνεις όταν τον περνάς αυτόν τον δρόμο, να πούμε. Και λέω, νά, γι’ αυτό λέει ο Απόστολος: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα».

Κάτι τέτοια δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αλλιώς είναι να τα σχεδιάζεις, να τα μελετάς, να τα γράφεις, και αλλιώς είναι μονάχα τους να έρχονται, να πούμε.

Έκανα μετάνοιες. Έρχεται ο λογισμός: Έκεί που κάνεις μετάνοιες, εκεί είναι τα ποδάρια του Χριστού». Πέφτω και φιλώ το έδαφος εκεί που πάτησε ο Χριστός, το φιλώ και το ασπάζομαι το έδαφος όπου πάτησε ο Χριστός. Μά, μονάχα τους έρχονται, δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αυτή είναι η χάρις, αδελφέ μου.
 

Το είδαμε εδώ

Χρεωστεῖς χριστιανὲ νὰ ἀγαπᾶς τὴν Πατρίδα


Τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων (1780-1857) 
Λέγω πρῶτον, ὅτι χρεωστεῖς χριστιανέ, καθὸ χριστιανὸς νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ εὐεργέτης τὴν Πατρίδα. Σὲ προστάζει ὁ θεῖος νόμος «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον ὡς σεαυτόν». Πλησίον σου εἶναι βέβαια πᾶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ποῖος δύναται νὰ εἶναι πλησιέστερός σου παρὰ τοὺς συγγενεῖς, καὶ ὁμοπίστους καὶ συμπολίτας σου; Οὗτοι εἶναι ἀδελφοί σου, οἵτινες... συγκατοικούσι μετά σου εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν χώραν, ὡσὰν εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν οἰκίαν οὗτοι ἔχουσι τὸν αὐτὸν καὶ σὺ πατέρα, τὸν Θεὸν τὴν αὐτὴν καὶ σὺ μητέρα, τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ αὐτὸ γενέθλιον ἔδαφος, καὶ τὰς αὐτᾶς τροφᾶς, τοὺς αὐτοὺς νόμους, τοὺς αὐτοὺς ἄρχοντας καὶ ποιμένας καὶ διδασκάλους, τὰς αὐτᾶς πρὸς σὲ κοινᾶς καὶ πανηγύρεις καὶ ἀπολαύσεις, καὶ λύπας καὶ χαρᾶς• ὅσον λοιπὸν εἰλικρινέστερον ἀγαπᾶς τοὺς συμπατριώτας καὶ τὴν Πατρίδα, τόσον βεβαιότερον ἐκπληρώνεις τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Καὶ πάλιν ἐξ ἐναντίας, ὅσον ἀμελεῖς καὶ προδίδεις πολλάκις τῆς Πατρίδος τὰ συμφέροντα, τόσον ἐξελέγχεσαι παραβάτης τοῦ θείου νόμου, καὶ τοῦ πλησίον σου ἐχθρός, χειρότερον ἄπιστου- «εἰ τὶς τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ τὴν πίστιν ἤρνηται, καὶ ἔστιν...
ἀπίστου χείρων»
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Κώστα Σαρδελή, Ἀνθολόγιο τῆς Λευτεριᾶς,
 Ἐκδόσεις Φιλιππότη, Ἀθήνα 1984, σ. 252
Περιοδικὸ Παρακαταθήκη

Σεπτέμβριος- Ὀκτώβριος 2006 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...