Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 04, 2017

Περὶ Ἀναθεμάτων

Ἰωσὴφ Βρυέννιος (1350-1431) - Οὐκ ἀρνησόμεθά σε

Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·
οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα·
εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα.

Κ. Π. Καβάφης (1863-1933) - Οὐκ ἔγνως

Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες - ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.

ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων: παροιμιακὴ ἔκφραση ἀπάντηση τοῦ Ἰουλιανοῦ σὲ ἐπιστολὴ ἐπισκόπων.
Ἡ ἀνταπάντηση ὅμως ποὺ ἔλαβε, ἐνδεχομένως μάλιστα ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο,
ἦταν ἐξ ἴσου παροιμιώδης: ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως. εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως.

Ἀπάντηση ἐπεξηγηματική περὶ Ἀναθεμάτων

Οἱ πλάνες τῶν φιλοσόφων

Ἴσως σὲ μερικοὺς νὰ φαίνεται ὑπερβολικὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν ἀρχαίων σοφῶν ὡς μωρῶν. Τί θὰ λέγαμε ὅμως ἂν πληροφορούμασταν ὅτι πρὶν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐξέφερε περὶ τῶν σοφῶν του προχριστιανικοῦ κόσμου αὐστηρότατη κρίση κάποιος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ συγκαταλεχθεῖ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ρήτορες τῆς εἰδωλολατρικῆς δύσεως;
Πρόκειται γιὰ τὸν Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δὲν δίστασε νὰ διακηρύξει ὅτι «δὲν ὑπάρχει παραλογισμός, ὁσονδήποτε χονδροειδής, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ἐγένετο παραδεκτὸς καὶ νὰ μὴ ἐδιδάχθη ὑπὸ τινὸς φολοσόφου» De divin. II 58, «Sed nescio quo tam absurde dici potest quod non dicatur ab aliquo philosophorum»

Ἀστοχίες τοῦ Πλάτωνος

Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε συγκεκριμένα ἀρχίζουμε ἀπὸ φιλόσοφο ποὺ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ὑγιέστερων ἀπὸ ὅλους τοὺς φιλοσοφοῦντες, τὸν Πλάτωνα δηλαδή. Ὅπως λοιπόν μας λέει γιὰ αὐτὸν ὁ Hittinger (Apologie..., τόμ. Β´, σελ. 71) κατὰ πᾶσα πιθανότητα δὲν εἶχε κἂν ἰδέα περὶ δημιουργίας, ἢ τουλάχιστον δὲν μιλοῦσε γιὰ αὐτὴν κατὰ τρόπο σαφῆ καὶ συγκεκριμένο. Σὲ ἐπιβεβαίωση δὲ τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ ὁ Brandis (Ἱστορία τῆς Ἑλληνορωμαϊκῆς Φιλοσοφίας τόμ. ΙΙ, σελ. 36) ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἀλήθεια περὶ ἀπολύτου δημιουργίας (δηλαδὴ ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ χωρὶς προϋπάρχουσας ὕλης δημιουργία τοῦ κόσμου) παρέμεινε ἄγνωστη σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ ἀρχαιότητα.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὁ Πλάτωνας παρουσιάζεται παραλογιζόμενος καὶ ἀνάξια πρὸς τὸν ἑαυτό του φερόμενος εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι τὰ καχεκτικὰ καὶ ἀσθενῆ βρέφη θὰ πρέπει νὰ ἀπορρίπτονται ἔκθετα, ἐκεῖ ποὺ συνιστᾷ οἱ γυναῖκες νὰ εἶναι κοινές, ὅπως καὶ ἐκεῖ ποὺ ἐπιδοκιμάζει νὰ ἀποκαλεῖται βάρβαρος κάθε ξένος καὶ μὴ Ἕλληνας, προχωρώντας μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὁρίζει ἰδιαίτερη τάξη πολιτῶν στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ πλειοψηφία τους καὶ τοὺς ὁποίους καταδικάζει σὲ ἰσόβια καὶ ἀπεριόριστη δουλεία. Καὶ μὲ λίγα λόγια ἡ ἠθικὴ καὶ τὸ σύστημα τοῦ Πλάτωνος εἶναι κατ᾿ οὐσία ἀριστοκρατικὰ (δὲν μιλᾶμε κὰν γιὰ δημοκρατία), ἀπευθύνονται ἀποκλειστικὰ στοὺς διανοούμενους καὶ τοὺς ταλαντούχους τοῦ πνεύματος καὶ συνεπῶς δὲν ἀποτελοῦν κτῆμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας ἀλλὰ μερίδας της μόνον.

Γενικοὶ χαρακτηρισμοὶ γιὰ τοὺς φιλοσόφους

Ἂς συνεχίσουμε ἀκολουθώντας τοῦ Κικέρωνα τοῦ ὁποίου τὴν δυσμενῆ κρίση προαναφέραμε καὶ τοῦ ὁποίου ἡ γνώμη ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, ὄχι τόσο ἐξ αἰτίας τῆς ἰδιότητάς του ὡς μεγάλου ρήτορος, ἀλλὰ λόγω τοῦ γεγονότος πὼς ἐπιδόθηκε ὅσο λίγοι σὲ φιλοσοφικὲς μελέτες, ἔτσι ὥστε νὰ παρουσιάζεται ἐνημερωμένος γιὰ τὶς φιλοσοφικὲς κινήσεις τῆς ἀρχαιότητας, ὅσο λίγοι. Τὰ συγγράμματα τοῦ παρέχουν πλήρη περίληψη ὅλων τῶν συστημάτων τῶν διαφόρων σχολῶν καὶ ἐμφανίζονται πλούσια σὲ πολυμάθεια. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὕστερα ἀπὸ μακρὰ ἔκθεση τῶν διαφόρων φιλοσοφικῶν θεωριῶν περὶ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, παρατηρεῖ γεμάτος ἀπογοήτευση: «Ἕνας Θεὸς μόνο, μπορεῖ νὰ διακρίνει ποιὰ ἀπ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς θεωρίες εἶναι ἡ ἀληθινή, εἶναι δὲ δύσκολο νὰ δείξει κανεὶς ἔστω καὶ τὴν πιθανότερη μόνο, ἀπὸ αὐτές» «Harum sententiarum quae vera est, Deus aliquis viderit, quae verisimilis, manga quaestio est» (Qu. Tuscul. I, 11, 23)
Ἀλλοῦ πάλι ὅταν ἐκθέτει τὶς περὶ θεῶν διάφορες φιλοσοφικὲς θεωρίες παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς: « Ἰδοὺ τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸ θέμα τῶν θεῶν, ὄχι ὅτι θέλω νὰ ἀρνηθῶ τὴν ὕπαρξή τους ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ κρίνετε ποιὸ σκοτάδι καὶ ποιὲς δυσκολίες καλύπτουν τὸ θέμα αὐτό» «Haec fere dicere habui de natura deorum, non ut eam tollerem, sed ut intelligeretis quam esse obscrura et quam difficilis explicates haberet» (De natura Deor. III 39. Πρβλ. αὐτόθ. I 13 καὶ III 40 καὶ I 6)
Θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ πεῖ κανεὶς βάσει τῶν κρίσεων τοῦ Κικέρωνος ὅτι ὅλες οἱ ὑποθέσεις τῶν φιλοσόφων κατάληξαν σὲ τόσο πενιχρὸ καὶ ἀντιφατικὸ ἀποτέλεσμα, καὶ τόσο καταπληκτικὰ παράλογο, ὥστε κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἴδιου του Κικέρωνα ἀποτελοῦν «ὄνειρα παραληρούντων μᾶλλον παρὰ γνῶμες φιλοσόφων» «Exposui fer non philisiphorum jidicia, sed delirantium somnia» De natura Deor. I 16.
Στὴν συνέχεια παραθέτουμε ὁμολογίες σειρᾶς ὁλόκληρης παλαιῶν φιλοσόφων ποὺ παραπονοῦνται ἄλλοι μὲν γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, ἄλλοι δὲ ρητὰ ἀποφαίνονται ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι κάτι τὸ ἀσύλληπτο καὶ ἀκατάληπτο. Ἔτσι ὁ Ξενοφάνης παραπονεῖται γιὰ τὴν ἀβεβαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων διατινόμενος ὅτι κανεὶς ποτὲ δὲν γνώρισε τὴν ἀλήθεια, οὔτε πρόκειται νὰ γνωρίσει αὐτὴ εἴτε περὶ τοῦ Θεοῦ εἴτε περὶ τοῦ παντός. Καὶ ἐὰν ποτὲ κάποιος κατέληγε στὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ τὴν εἶχε καὶ πραγματικὰ γνωρίσει, γιατὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ γνώριζε δὲν θὰ ἦταν παρὰ προσωπικὴ γνώμη καὶ πιθανότητα, ὄχι ὅμως καὶ βέβαιη γνώση τῆς ἀλήθειας. Ὁ Παρμενίδης πάλι ἐκδηλώνεται μὲ μεγαλύτερη ἀκόμη ἀπογοήτευση ἀφοῦ χαρακτηρίζει τὴν γέννηση τῶν ἀνθρώπων ὡς πρᾶγμα θλιβερὸ καὶ θεωρεῖ ὅτι προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μὴν ἔρχονται αὐτοὶ στὴν ὕπαρξη, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπὸ τὸν ζυγὸ σκληροῦ πεπρωμένου νὰ παραμένει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Μάλιστα λέει ὅτι οἱ θνητοὶ ὁμοιάζουν μὲ τοὺς κουφοὺς καὶ τοὺς τυφλούς. Εἶναι γένος ἀμαθῶν καὶ ἀφρόνων. Ὁ Ἠράκλειτος ἐβεβαίωνε ὅτι ὁ ἄνθρωπος στερεῖται διανοίας καὶ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει νοῦ. Ἀπέναντι δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ πιὸ σοφὸς ἄνθρωπος εἶναι σὰν ἕνας τυχαῖος πίθηκος. Τέλος ὁ Ἀναξαγόρας διακήρυττε ὅτι λόγω τῆς ἀδυναμίας τῶν αἰσθήσεών μας ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν αἰτία τῶν ὄντων.

Πλῆθος φιλοσοφημάτων ἀλληλοαναιρούμενων

Ἐνῷ λοιπὸν ἀνεμπόδιστα μεταδιδόταν μεταξὺ τῶν φιλόσοφων τὸ φρόνημα ὅτι ἡ κατάκτηση τῆς ἀλήθειας μέσῳ τῆς φιλοσοφίας εἶναι κάτι τὸ ἀκατόρθωτο, φαίνεται νὰ ἰσχύει ὡς κυρίαρχος νόμος σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Hegel ὅτι: «ἡ μονομανία τῆς ἐλεύθερης σκέψεως εἶναι νὰ δημιουργεῖ πάντοτε ὁ ἕνας κάτι ἀνοητότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο». Ὑλισμὸς περισσότερο ἢ λιγότερο παχυλὸς ἐπικρατεῖ πρὸς στιγμή, γιὰ νὰ ἀνατραπεῖ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀπὸ κάποια μορφὴ φυσιοκρατικοῦ ἢ πνευματοκρατικοῦ Πανθεϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του θὰ δώσει τὴν θέση του στὸν Ἀγνωστικισμὸ ἢ σὲ διάφορες μορφὲς ἄκρατης Πνευματοκρατίας ἢ τοῦ λεγόμενου Ὑπαρξισμοῦ ἢ τῆς Ἐξελιξιαρχίας καὶ τοῦ Μονισμοῦ καὶ γενικὰ τῆς ποικιλόμορφης Ἀρνήσεως ποὺ σύγχυση μᾶλλον καὶ σκοτισμὸ παρὰ φῶς φέρνουν στὴν ἔρευνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀλήθειας. Βλέποντας τὴν ἀντίφαση καὶ τὴν ἀντίθεση τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων μεταξύ τους, τὴν διαρκῆ ἀπόρριψη καὶ ἐμφάνιση νέων, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὁ καθολικὸς φιλόσοφος νοῦς τῶν ἀνθρώπων σὰν ἀόρατος Κρόνος ἄπληστος καὶ ἀχόρταγος καταβροχθίζει τὸ ἕνα μετὰ τοῦ ἀλλοῦ τὰ ἴδια τὰ παιδιά του. Καὶ ὅπως λέει ὁ Hittenger κανένα ἀπὸ τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ ἐμφανίστηκαν μὲ διάφορες μορφές, εἴτε μιλᾶμε γιὰ τὸν Ὑλισμὸ εἴτε γιὰ τὸν Πανθεϊσμὸ εἴτε γιὰ τὴν Ἀρνητικὴ κριτικὴ καὶ τὴν Ἀμφιβολία, δὲν κατόρθωσε νὰ λύσει τὸ αἴνιγμα τῆς ὑπάρξεως καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συμπληρώσει τὸ κενὸ ποὺ θὰ δημιουργοῦσε στὸν κόσμο ἡ ἐξαφάνιση τῆς θρησκευτικῆς πίστης.
Γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῶ θέλω νὰ τονίσω ὅτι δὲν ἀρνεῖται κανεὶς ὅτι οἱ πρὸ Χριστοῦ φιλόσοφοι ἀνέβηκαν σὲ ἀλήθειες λιγότερο ἢ περισσότερο ὑψηλές. Ἀλλὰ ὅμως οἱ ἀλήθειες αὐτὲς ἐκτὸς τοῦ ὅτι βρίσκονταν ἐγκατεσπαρμένες ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀνάμεσα στὶς συγγραφὲς καὶ τὶς φιλοσοφκὲς θεωρίες τους, ἦταν ἀρκετὰ συχνὰ ἀνακατεμένες μὲ ζοφερὲς πλάνες μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ παρουσιάζεται τὸ πρόβλημα τοῦ ποιὸς θὰ πετύχαινε τὸ κατόρθωμα νὰ ξεδιαλύνει καὶ νὰ μαζέψει τὶς τόσο σκορπισμένες αὐτὲς ἀκτῖνες τὶς ἀλήθειας καὶ ἀφοῦ τὶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν σκουριὰ τοῦ ψεύδους νὰ τὶς ταιριάξει σὲ ἥλιο φωτεινό, ἀπαραίτητο γιὰ καρποφόρα καὶ ὑγιῆ θρησκευτικὴ ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν δὲν ἀντιτίθεται στοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ συγγραφεῖς, ἁπλὰ διατυπώνει καὶ αὐτὴ τὶς ἐπιφυλάξεις τῆς ὅπως πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴν τὶς διατύπωσαν ὁ Κικέρωνας, ὁ Ξενοφάνης, ὁ Παρμενίδης, ὁ Ἠράκλειτος, ὁ Ἀναξαγόρας καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἄλλωστε ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς ἱεράρχες τὶς καὶ μεγάλοι Πατέρες, εἶχαν βαθιὰ γνώση τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας. Ὁ Μέγας Βασίλειος γιὰ παράδειγμα σπούδασε στὶς σχολὲς τὶς Ἀθήνας κάθε διδασκόμενη τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐπιστήμη. Ὁ ἴδιος δὲ συμβουλεύει τὰ πνευματικὰ τοῦ παιδιὰ νὰ μελετᾶνε τὰ συγγράμματα τῶν προγόνων τοὺς φροντίζοντας βέβαια ὅπως οἱ μέλισσες νὰ παίρνουν ὅτι χρήσιμο καὶ ἀληθὲς καὶ νὰ πετᾶνε ὅτι ἄχρηστο ψευδὲς καὶ ἐπιβλαβές.
Αὐτά, ὡς εἰσαγωγικά.
Σὲ ὅτι ἀφορᾷ τώρα τὰ ἀναθέματα καὶ τὰ τρὶς ἀναθέματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προφανὲς γιὰ ὅποιον τὰ διάβασε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀναφέρεται στοὺς Ἕλληνες (γένος) ἀλλὰ στοὺς ἐθνικοὺς πολυθεϊστὲς εἰδωλολάτρες (θρησκεία). Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ καταλάβει κανεὶς εἶναι μία μετάφραση τῶν κείμενων, ἐφόσον δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ νόημά τους ἀπὸ τὸ πρωτότυπο.

Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἕλληνας»

ΕΛΛΗΝΑΣ. Ὅσοι ξέρουν καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἱστορία, καὶ συγκεκριμένα μὲ τὴν ἱστορία τῆς Γλώσσας, γνωρίζουν ὅτι οἱ πολλὲς λέξεις μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ἐξελίσσονται. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι σχετικὴ μὲ τὴν προφορὰ καὶ τὴν γραφὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν χρήση καὶ τὴν σημασία τῆς λέξης καὶ εἶναι ἀποτέλεσμα διαφόρων πολιτιστικῶν ἐπιδράσεων.
Μία ἀπὸ τὶς λέξεις μὲ ἀξιοσημείωτη μακρὰ καὶ μεταβαλλόμενη πορεία εἶναι ἡ λέξη Ἕλλην. Δὲν θὰ ἀναφερθῶ σ᾿ ὅλη τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἑτοιμολογία τῆς τὴν ὁποία μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό. Ἁπλὰ θὰ σημειώσω ὅτι στοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς χρόνους ἡ ἔννοια τῆς λέξης ἔχει ἀλλάξει καὶ ἀπὸ δηλωτικὴ μίας ἐθνότητας γίνεται συνώνυμη μὲ τὴν ἔννοια πολυθεϊστὴς καὶ εἰδωλολάτρης ἀρχικά, καὶ στὴν συνέχεια δηλώνει τὸν μὴ Χριστιανὸ γενικά. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ λαμβάνουμε πάντα ὑπ᾿ ὄψιν μας τὴν χρονικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία μία λέξη χρησιμοποιεῖται καὶ τὴν ἔννοια ποὺ προσδίδεται τότε σ᾿ αὐτήν. Ἡ φράση π.χ. κατὰ Ἑλλήνων, ἂν εἰπωθεῖ σήμερα στρέφεται ἐναντίον μας ὡς ἔθνους ἐνῷ ἂν λέγεται κατὰ τὰ βυζαντινὰ χρόνια στρέφεται ἐναντίων τῶν μὴ Χριστιανῶν δηλαδὴ τῶν ἐθνικῶν εἰδωλολατρῶν.

Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἀνάθεμα»

ΑΝΑΘΕΜΑ. Τὸ ἀνάθεμα σὰν λέξη, σήμερα χρησιμοποιεῖται ἀπὸ πολλοὺς στὸν καθημερινὸ λόγο, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κατάρας. Μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται σὲ κάτι ποὺ μᾶς δυσαρεστεῖ ἢ ποὺ μᾶς προκαλεῖ ἔντονο μῖσος. Χρησιμοποιεῖται βέβαια καὶ σὲ ἄλλες περιστάσεις τοῦ καθημερινοῦ λόγου μὲ λιγότερο ἢ καὶ καθόλου ὑβριστικὴ σημασία, ὅπως μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό.
Ἐμᾶς ὅμως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ παραπάνω χρήσεις τοῦ ὄρου, γιατὶ πέρα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὸ ἀνάθεμα εἶναι καὶ ἰδιαίτερος ἐκκλησιαστικὸς ὅρος μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ σημασία.
«.. 4. ΕΚΚΛΗΣ. Εἰδικὴ βαριὰ ποινὴ ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ ἑνὸς προσώπου ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: ρίχνω τὸ ἀνάθεμα σὲ κάποιον || παραδίδω κάποιον στὸ ἀνάθεμα || ἀπαγγέλλω τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον κάποιου..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΩ. Γενικά, συνώνυμο τοῦ καταριέμαι, ὅμως..
«.. 2. ΕΚΚΛΗΣ. Ἀποβάλlω (κάποιον) ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. ἀφορίζω, ἀποκηρύσσω, ἀποκόπτω..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ. Γενικά, σημαίνει κατάρα, ἀλλά...
«.. 2. ἡ ἀποκήρυξη ἑνὸς ἀτόμου ἀπὸ τὴν κοινότητα στὴν ὁποίαν ἀνήκει καὶ εἰδικότ. ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ΣΥΝ. Ἀφορισμός, ἀποβολή, ἀποκοπή.»
(Τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν εἶναι ἀπὸ τὸ «Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας», τοῦ Κέντρου Λεξικολογίας ὑπὸ τοῦ Καθηγητοῦ Γ. Δ. Μπαμπινιώτη)
Ἡ λέξη, ἔχει τὴ θεολογικὴ ἔννοια, «αὐτοῦ ποὺ ἀφήνεται στὸν διάβολο». Εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ τὴ λέξη: «ΑΝΑΘΗΜΑ», ποὺ σημαίνει: «Αὐτὸ ποὺ ἀφιερώνεται στὸν Θεό».
Ἀπὸ αὐτά, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «ἀνάθεμα» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ νομίζουν οἱ κατήγοροί της, ἀλλὰ μὲ δική της, θεολογικὴ σημασία. Ὅπως εἶναι γνωστὸ κάθε ἐπιστήμη κάθε ἐπάγγελμα καὶ κάθε ὀργανισμὸς προκειμένου νὰ περιγράψει λεπτομερῶς τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἐνδιαφέροντός του εἴτε δημιουργεῖ νέες λέξεις, εἴτε χρησιμοποιεῖ ἤδη ὑπάρχουσες ποὺ τοὺς προσδίδει ὅμως νέα ἐξειδικευμένη σημασία. Ὅταν π.χ. ὁ γιατρὸς μιλᾷ γιὰ κυκλοφορία δὲν ἐννοεῖ τὰ αὐτοκίνητα στοὺς δρόμους ἀλλὰ τὸ αἷμα στῆς φλέβες καὶ τὶς ἀρτηρίες.
Ὅταν λοιπὸν ἀναφερόμαστε σὲ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία καθὼς καὶ τὸ νόημα τῶν λέξεων ΓΙ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΙΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ, καὶ μάλιστα σὲ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ εἰπώθηκαν καὶ ὄχι στὴν σημερινή.
Τώρα πλέον, ἀφοῦ κάναμε μερικὲς ἀπαραίτητες διευκρινίσεις περὶ τῆς ἀξίας τῆς φιλοσοφίας μέσα ἀπὸ κείμενα μὴ Χριστιανικά, περὶ τῆς ἔννοιας τῆς λέξεως Ἕλληνας στὰ Βυζαντινὰ χρόνια καὶ περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς χρήσης τῆς λέξης «ἀνάθεμα», μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὰ ἀποσπάσματα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοειδωλολάτρες ἀπὸ τὸ Τριῴδιον τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας.
Ἑρμηνεία ἀποσπάσματος τοῦ Συνοδικοῦ
Ἑπτὰ ἀναθέματα κατὰ τῶν ΕΛΛΗΝΩΝ ἀπὸ τὸ Τριώδιον τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, παρατίθενται καὶ ἐξηγοῦνται στὴ συνέχεια:
ΚείμενοἘξήγηση
Ἐπὶ τοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνάργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος, ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστὴ γὰρ κατὰ τοὺς Ἁγίους ἐνέργεια, κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν ἄκτιστον δέ, ἄκτιστον χαρακτηρίζει οὐσίαν. Κἀντεῦθεν ἤδη κινδυνεύουσι εἰς θείαν παντελῆ περιπίπτειν, καὶ τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τὴν τῶν κτισμάτων λατρείαν, τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμω τῶν χριστιανῶν πίστει προστριβομένοις. Μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς ἁγίας θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος ἀνάθεμα τρίς.Τὸ κείμενο αὐτὸ ξεκάθαρα ἀναφέρεται σὲ ὅσους πιστεύουν πὼς οἱ ἐνέργειες καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ ἡ οὐσία του εἶναι κτιστὰ καὶ οὐσιαστικὰ μέρος τοῦ κόσμου καὶ ὄχι ἡ δημιουργικὴ καὶ τελικὴ αἰτία του ἡ ὁποία βρίσκεται ἔξω ἀπ᾿ τὸν κόσμο. Ἐναντίον αὐτῶν καταφέρεται τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα. Καὶ ἀντιπαραβάλλει τὴν εἰδωλολατρικὴ καὶ γενικὰ τὴ μὴ Χριστιανικὴ μυθολογία καὶ θεολογία γιὰ νὰ καταστήσει τὴν διαφορὰ ἀκόμη εὐκρινέστερη.
Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καί, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρα, ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν ἀνενδοιάστως ἀνάθεμα τρίς.Αὐτὸ πάλι εἶναι ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν. Γιατὶ φανερώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀντιτίθεται στὴν μελέτη τῶν ἀρχαίων σοφῶν ἀλλὰ στὸ νὰ πιστεύουμε ὅτι ὅλα ὅσα εἶπαν εἶναι ἀληθῆ καὶ ἀλάνθαστα. Καὶ καλῶς κάνει τὴν διευκρίνιση αὐτὴ καὶ τὸ ἴδιο πίστευαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι.
Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων, ἐφ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς κλίσιν μεταπλάττουσι, καὶ τὰς πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις καὶ ὡς αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι λέγουσι, καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγόντος τὰ πάντα, καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς ἀνάθεμα τρίς.Μερικὲς παθολογικὲς Πλατωνικὲς ἰδέες ἀναφέραμε ἤδη. Ἐδῶ παρουσιάζονται μερικὲς ἀκόμη. Ὅπως βλέπεις τὸ κείμενο κάνει σαφῆ διάκριση καὶ δὲν κατηγορεῖ τὸν Πλάτωνα οὔτε τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του ἀλλὰ διευκρινίζει ὅτι διαφωνεῖ μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ἰδέες του ποὺ εἶναι ἐσφαλμένες, ὅπως π.χ. «τὸ αὐθυπόστατο τῆς ὕλης».
Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδίδουσι τὰ μάταια καὶ ἑλληνικὰ ῥήματα, ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ παρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοιούτων λόγων τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως, καὶ παράγουσαν εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε, καὶ παρέδοτο καὶ διὰ πάσης τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς ἡμεῖς παρελάβομεν ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ βασιλεία ἀΐδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε ἀπολλύουσι, καὶ ἑτέροις αἰωνίας καταδίκης προξένους γενομένοις ἀνάθεμα τρίς.Ἐδῶ πάλι φαίνεται γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἐπιτίθεται ἐναντίων κανενὸς ἀλλὰ ἁπλὰ ὁριοθετεῖ τὴν πίστη της. Λέει λοιπὸν ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ διδασκαλία περὶ προΰπαρξης τῶν ψυχῶν εἶναι ἐσφαλμένη, συνεχίζει ὅμως λέγοντας ἐξ ἴσου ἐσφαλμένη εἶναι καὶ ἡ διδασκαλία περὶ καταργήσεως τῆς κόλασης.Ἂς προσέξουμε ὅτι ἡ τελευταία αὐτὴ διδασκαλία δὲν εἶναι Ἀρχαιοελληνική, ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες δὲν πίστευαν σὲ κόλαση. Ἄρα Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΔΩ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΛΑ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΜΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ τὰ ὁποῖα ἔχουν παρεξηγήσει καὶ παραποιήσει τὴν διδασκαλία της.
Ἑπομένως καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν μεροληπτεῖ ἔναντι καμίας φυλῆς καὶ παραδόσεως. Μένει ὅμως ἄγρυπνη καὶ ὁποιαδήποτε πλαστογράφηση καὶ διαστροφὴ τοῦ πιστεύω τῆς τὴν καταγγέλλει χωρὶς νὰ ἔχει πρόβλημα, ἀπὸ ποιὸν χῶρο προέρχεται ἡ πλαστογράφηση αὐτή.
Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν ἀνάθεμα τρίς.Τὰ τῶν Ἑλλήνων δυσσεβῆ δόγματα.. Νομίζω ὅτι καταλαβαίνουμε ὅλοι τὸ νόημα τῆς φράσεως αὐτῆς. Δηλώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἁγία ἀντίληψη ποὺ ἔχει γιὰ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβιβαστεῖ μὲ χαμηλὲς περὶ θείου δοξασίες μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι γεμάτες οἱ πολυθεϊστικὲς μυθολογίες μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Ἑλληνική. Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ πρώτη ὁποῦ ἐκφράζει τέτοιες θέσεις. Πολὺ πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἵδρυσή της ὁ ΠΛΑΤΩΝ ἔλεγξε κάθε πάτρια ἰδέα περὶ θεοῦ καὶ ἔδειξε τὸ ἄτοπο αὐτῆς. Μάλιστα φυγάδευσε κυριολεκτικὰ τὸν Ὅμηρο ἀπὸ τὴν «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ὅτι οἱ ἀνήθικοι μῦθοι γιὰ τοὺς θεοὺς ἀποτελοῦν ἐπιζήμια πρότυπα γιὰ τοὺς νέους. Τόνισε ἐμφατικὰ ὅτι ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος ἔπλασαν ψευδεῖς καὶ ἀνάξιους μύθους γιὰ τοὺς θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Ἀρνήθηκε οὐσιαστικὰ τὴν πατρῴα εἰδωλολατρικὴ θρησκεία καὶ προσηλώθηκε στὴν δική του ἰδεατὴ θεότητα, τὸ «Ὄντως Ὄν».Ὁ Πλάτων ὅμως δὲν ἦταν ὁ μόνος. Ο ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ Ο ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΣ τόλμησε νὰ ἀρνηθῇ τὴν κρατοῦσα εἰδωλολατρικὴ θρησκεία τῆς ἐποχῆς του καὶ νὰ διακηρύξῃ ἐπίσημα: «Εἷς Θεός, ἔν τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισι μέγιστος οὔτε δέμας θνητοίσι ὅμοιος οὐδὲ νόημα». Ὅμως «πάντα θεοίσ᾿ ἀνέθηκαν Ὅμηρος θ´ Ἡσίοδος τε... ὄσσα παρ᾿ ἀνθρώποισιν ὀνείδεα καὶ ψόγος ἐστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν» (Ξενοφ. Ἀπ. 11)! Τοὺς θεοὺς θεωροῦσε ἐξ ὁλοκλήρου ΑΠΟΚΥΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΑΝΑΡΜΟΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ. Ὑποστήριζε μάλιστα πὼς ὅσοι πιστεύουν ὅτι οἱ θεοὶ γεννήθηκαν, ἀσεβοῦν τὸ ἴδιοι μὲ ὅσους λένε πὼς οἱ θεοὶ πεθαίνουν!
Τέλος ὁ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ὑποστήριζε πὼς ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος, ἀποδίδοντας στοὺς θεοὺς κακίες καὶ ἀνηθικότητες εἶχαν ὀλέθρια ἐπίδραση στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη στηλίτευσε τὸν ἀνόητο ἀνθρωπομορφισμό, τόνισε τὴν ἀπόλυτη διαφορὰ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ (Ἀποσπ. 88) καὶ ἀπειλοῦσε ὅσους ἔκαναν ἀνίερες τελετὲς (Βακχισμός, ἱερὰ ὄργια, ἱερὴ πορνεία κ.λπ.).
Δεν συνεχίζω. Τα παραπάνω δείχνουν την ορθότητα της Εκκλησίας όταν μιλά για δυσσεβή δόγματα.
Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν (στὸ σημεῖο αύτὸ οἱ Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= Ἑλλήνων») φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμοῦσι, καὶ τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν ἑπομένοις, καὶ τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις καὶ διὰ τοῦτο ἀνάστασιν, καὶ κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν ἀθετοῦσιν ἀνάθεμα τρίς.Ἐδῶ πάλι δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὁ ὅρος Ἕλληνας ἀλλὰ προστίθεται ἐκ τῶν ὑστέρων! Ἂς εἴμαστε σοβαροί. Στὸ κάτω κάτω τὸ κείμενο ἀναφέρεται στὴν μετεμψύχωση καὶ σὲ ὅσους ἀρνοῦνται τὴν ἀνάσταση. Ἂν τώρα αὐτοὶ εἶναι Ἕλληνες, Ἰνδοί, Χριστιανοί, Πολυθεϊστὲς καὶ δὲν ξέρω ‘γὼ τί ἄλλο, δὲν ἔχει σημασία.
Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν αἱρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν συνόδων, καὶ παρὰ πάντων τῶν ἐν Ὀρθοδοξίᾳ λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντας, ὡς ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν λόγοις αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπαρὰν περιουσίαν κρείττονες εἰσι κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει, καὶ τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἣ ἀγνόημα πλημμελησάντων ἀνάθεμα τρίς.ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ. Ἐφόσον τὸ ἀνάθεμα σημαίνει ἀποκοπὴ καὶ ἀποβολὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐπιβολή του σὰν ποινὴ ἔχει νόημα μόνο ἐφ᾿ ὅσον ἐφαρμόζεται σὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἔχει νόημα νὰ ἀναθεματιστεῖ κάποιος Μουσουλμᾶνος, Ἑβραῖος ἢ Δωδεκαθεϊστὴς ἀφοῦ δὲν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τί θὰ ἀποκοποῦνε ἀπὸ κάτι ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν ποτὲ συνδεδεμένοι; Ὄχι φυσικά.Ἑπομένως μὲ τὰ παραπάνω δείξαμε ὅτι τὸ ἀνάθεμα ἀναφέρεται σὲ ὅσους εἶναι ἤδη Χριστιανοὶ καὶ νοθεύουν τὴν πίστη τους μὲ δοξασίες ξένες πρὸς τὴν πίστη τοὺς ὅπως εἰδωλολατρικὲς ἢ οἱ αἱρετικές. ΤΑ ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ ΑΠΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ.
Ἕνα τροπάριο
Ναοὺς εἰδώλων (στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= ἑλληνικούς») καθείλετε ἀθλοῦντες, καὶ ἑαυτοὺς τῆς Τριάδος θείους ναοὺς ἐδομήσασθε, ἀθλοφόροι κυρίου ἀγγέλων συνόμιλοι.
Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὁ ὅρος «Ἑλληνικός» προστίθεται ἀπὸ ἔξω. Ὅπως εἶναι ἐμφανὲς ὅμως, στόχος τοῦ ὑμνογράφου δὲν εἶναι νὰ δείξει τὴν ἀντίθεση μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ (ἂν ὑπῆρχε αὐτή) ἀλλὰ μὲ τὰ εἴδωλα. Μποροῦσε κάλλιστα νὰ πεῖ «Ναοὺς Ἑλλήνων..» Καὶ οἱ δυὸ λέξεις ἔχουν ἴδιο ἀριθμὸ συλλαβῶν καὶ τονίζονται στὴν παραλήγουσα. Ἔτσι δὲν θὰ χαλοῦσε τὸ μέτρο οὔτε τὸ μουσικὸ μέλος. Γιατί λοιπὸν λέει εἰδώλων καὶ ὄχι Ἑλλήνων, ἂν αὐτὸ ὑπονοοῦσε;
Ἕνας μακαρισμός
Οἱ καλάμω τοῦ Σταυροῦ, ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας τοὺς λαοὺς ἀναγαγόντες Ἀπόστολοι, τὴν τῶν Ἑλλήνων πλάνην ἀπεμειώσατε ἀπὸ τῆς γῆς, ἀπλανεῖς σωτῆρες γενόμενοι τῶν πιστῶν, ἀληθῶς ὅθεν μακαρίζεσθε.
Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ πλάνη τῶν Ἑλλήνων; Μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ διάθεσή τους καὶ ἡ δίψα τους γιὰ τὴν ἀλήθεια; Ὄχι, γιατὶ καὶ οἱ Πατέρες μελέτησαν καὶ ἔγιναν κοινωνοὶ αὐτῆς τῆς ἀναζήτησης. Μήπως εἶναι οἱ ἐπιστῆμες τους; Μᾶλλον ὄχι, γιατὶ ὅπως εἶπα καὶ πρὶν οἱ Βυζαντινοί, θεματοφύλακες τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς ἦταν. Ἄλλωστε σὲ αὐτοὺς χρωστᾶμε τὴν διάσωση τῶν ἀρχαίων χειρογράφων καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν ἱστορική μας συνείδηση. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ Βυζαντινοὶ ἀντιγραφεῖς, σήμερα τὸ ὄνομα τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Σωκράτη, τοῦ Περικλῆ καὶ τοῦ Θουκυδίδη ἂν δὲν εἶχε ἐξαφανιστεῖ θὰ σῳζόταν μέσα σὲ μυθολογικὴ ὁμίχλη. Ἑπομένως τὸ ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στὴν περὶ θεοῦ ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων ἡ ὁποία ἦταν ὄντως πλανεμένη.

Ἀναθέματα

(ὅπως παρατίθενται σὲ ἄρθρο ἐθνικῶν [δωδεκαθεϊστῶν])
  1. Ἐπὶ τοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνάργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος, ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστὴ γὰρ κατὰ τοὺς Ἁγίους ἐνέργεια, κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν ἄκτιστον δέ, ἄκτιστον χαρακτηρίζει οὐσίαν. Κἀντεῦθεν ἤδη κινδυνεύουσι εἰς θείαν παντελῆ περιπίπτειν, καὶ τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τὴν τῶν κτισμάτων λατρείαν, τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμω τῶν χριστιανῶν πίστει προστριβομένοις. Μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς ἁγίας θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος ἀνάθεμα τρίς.
  2. Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καί, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρα, ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν ἀνενδοιάστως ἀνάθεμα τρίς.
  3. Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων, ἐφ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς κλίσιν μεταπλάττουσι, καὶ τὰς πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις καὶ ὡς αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι λέγουσι, καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγόντος τὰ πάντα, καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς ἀνάθεμα τρίς.
  4. Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδίδουσι τὰ μάταια καὶ ἑλληνικὰ ῥήματα, ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ παρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοιούτων λόγων τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως, καὶ παράγουσαν εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε, καὶ παρέδοτο καὶ διὰ πάσης τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς ἡμεῖς παρελάβομεν ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ βασιλεία ἀΐδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε ἀπολλύουσι, καὶ ἑτέροις αἰωνίας καταδίκης προξένους γενομένοις ἀνάθεμα τρίς.
  5. Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ δυσσεβῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς ἐπεισάγουσιν ἀνάθεμα τρίς.
  6. Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμοῦσι, καὶ τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν ἑπομένοις, καὶ τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις καὶ διὰ τοῦτο ἀνάστασιν, καὶ κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν ἀθετοῦσιν ἀνάθεμα τρίς.
  7. Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν αἱρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν συνόδων, καὶ παρὰ πάντων τῶν ἐν Ὀρθοδοξίᾳ λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντας, ὡς ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν λόγοις αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπαρὰν περιουσίαν κρείττονες εἰσι κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει, καὶ τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἣ ἀγνόημα πλημμελησάντων ἀνάθεμα τρίς.
Τὰ ὡς ἄνω ἀναθέματα καταγράφονται στο «Τριώδιον», προέρχονται ὡστόσον ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας». Δηλαδή, ἀνάθεμα τρεῖς φορὲς εἰς τοὺς Ὀρφέα, Θαλῆ, Ἀναξίμανδρο, Ἀναξιμένη, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη, Παρμενίδη, Ζήνωνα, Ἐμπεδοκλῆ, Ἠράκλειτο, Ἀναξαγόρα, Δημόκριτο, Σωκράτη, Πλάτωνα κ.ἄ.
Ἀπὸ τὴν «Παρακλητικήν» λαμβάνονται ἐπίσης: α) ἕνα τροπάριο καὶ β) ἕνας μακαρισμός.
α) Ναοὺς εἰδώλων (= ἑλληνικούς) καθείλετε ἀθλοῦντες, καὶ ἑαυτοὺς τῆς Τριάδος θείους ναοὺς ἐδομήσασθε, ἀθλοφόροι κυρίου ἀγγέλων συνόμιλοι.
β) Οἱ καλάμῳ τοῦ Σταυροῦ, ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας τοὺς λαοὺς ἀναγαγόντες Ἀπόστολοι, τὴν τῶν Ἑλλήνων πλάνην ἀπεμειώσατε ἀπὸ τῆς γῆς, ἀπλανεῖς σωτῆρες γενόμενοι τῶν πιστῶν, ἀληθῶς ὅθεν μακαρίζεσθε.

Η σημασία της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων για την Εκκλησία και τον παγκόσμιο πολιτισμό

Η σημασία της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων για την Εκκλησία και τον παγκόσμιο πολιτισμό
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Λάμπρου Κ.Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητού
Η Α΄ Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη στην μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας μας. Σύμπασα η Εκκλησία εορτάζει με κάθε λαμπρότητα, με κύριο  χαρακτηριστικό του εορτασμού την περιφορά των ιερών εικόνων και την ανάγνωση του Συνοδικού της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου σε όλους τους ναούς.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να εορτάζεται η ημέρα αυτή σε ανάμνηση της παύσης της εικονομαχίας και της οριστικής αναστήλωσης των ιερών εικόνων από την  ευσεβή βασίλισσα  του Βυζαντίου Θεοδώρα (μετέπειτα αγία της Εκκλησίας μας) στις 4-3-843. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μείζονος σημασίας διότι με τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), ολοκληρώθηκε η διατύπωση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας (τριαδολογικό και χριστολογικό δόγμα). Η εικονομαχική έριδα (726-843) υπήρξε άλλωστε ένας θλιβερός σταθμός της εκκλησιαστικής ιστορίας, η οποία προξένησε αφάνταστη φθορά στο σώμα της Εκκλησίας. Μέσα όμως από αυτή τη λαίλαπα βγήκε και κάτι θετικό, η διατύπωση της θεολογίας των ιερών εικόνων, η οποία κατ ουσίαν, όπως θα δούμε, είναι επέκταση και ανάπτυξη του χριστολογικού δόγματος.
Όπως είναι γνωστό το πρόβλημα της εικονομαχίας το προκάλεσαν παράγοντες έξω από την Ελληνορθοδοξία. Ο Ιουδαϊσμός και ο Ισλαμισμός θεωρούν τον εικονισμό ως ειδωλολατρία. Γενικά η λαοί της Μέσης Ανατολής απεχθάνονται την εικονική τέχνη, γι’ αυτό και πέρασε αυτή η νοοτροπία στις θρησκείες τους. Αντίθετα ο Ελληνισμός, η πιο ευγενική έκφραση του παγκοσμίου πολιτισμού, όχι μόνο δέχεται τον εικονισμό, αλλά και τον προήγαγε σε ύψιστη τέχνη.
Ο Χριστιανισμός στην ορθόδοξη μορφή του, όπως είναι γνωστό, απόρριψε  τις προλήψεις του  παρελθόντος και υιοθέτησε κάθε άξία που προάγει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Ο Ελληνισμός  έδωσε άπειρα στοιχεία χρήσιμα στη νέα πίστη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ελληνισμός στην γνήσια μορφή του μεταστοιχειώθηκε ως Χριστιανισμός και συγκεκριμένα σε Ελληνορθοδοξία!
Η απαράμιλλη εικονική  ελληνική τέχνη παραλήφθηκε από την Εκκλησία και χρησιμοποιήθηκε για την ποιμαντική Της διακονία. Η εικόνα από την εποχή των κατακομβών μέχρι σήμερα λειτουργεί ως το βιβλίο των αγραμμάτων στους ναούς. Για να είναι αυτό σύμφωνο με την θεολογία της Εκκλησίας μας, οι Πατέρες διατύπωσαν  προσεκτική διδασκαλία σύμφωνη με τις βιβλικές επιταγές.
Βεβαίως η Παλαιά Διαθήκη απαγορεύει ρητά την προσκύνηση ομοιωμάτων -ειδώλων του Θεού (Έξοδ.20,4), αλλά μέχρι τότε ο Θεός ήταν άγνωστος στους ανθρώπους,  και γι' αυτό είχαν αντικαταστήσει τη λατρεία του Θεού με ξόανα και άλλα ομοιώματα. Αυτή τη λατρεία απαγορεύει η Παλαιά Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη, την εποχή της χάρητος, ο Θεός έγινε άνθρωπος στο πρόσωπο του Χριστού, «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού» (Ιωάν.1,14). Τον είδαμε, τον ακούσαμε «και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» Αυτόν (Α΄Ιωάν.1,1), «Ημείς δε ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα» (Ι.Δαμασκ. P.G.94,1328). Η πραγματική ενανθρώπησή Του μας υποχρεώνει να Τον θεωρούμε τέλειο άνθρωπο, όπως και τέλειο Θεό. Κατά συνέπεια ως πραγματικός άνθρωπος μπορεί ακόμα και να εικονισθεί, διαφορετικά η μη παραδοχή του εικονισμού Του σημαίνει μη παραδοχή της πραγματικής ενανθρώπησής Του.
Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια. Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, αλλά η τιμή απευθύνεται προς το εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P.G. 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P.G.94 1356). Η  ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει επίσης τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με  γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείο.
Οι εικονοκλαστικές αρχές της εικονομαχικής περιόδου δυστυχώς υιοθετήθηκαν στη συνέχεια από διάφορες αιρετικές ομάδες και διασώζονται ως τις μέρες μας. Οι διάφορες προτεσταντικές ομάδες έχουν ως κύρια αρχή τους τον ανεικονισμό και πολεμούν με λύσσα την Ορθοδοξία μας, η οποία δέχεται την τιμητική προσκύνηση των ιερών προσώπων της πίστεώς μας μέσω των ιερών εικόνων.
Απαντάμε στους σύγχρονους εικονοκλάστες ότι η Αγία μας Καθολική Εκκλησία καθόρισε επακριβώς τα όρια της αλήθειας και της πλάνης. Μια προσεκτική ανάγνωση του «Συνοδικού» της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, που διαβάζεται στους ναούς την Κυριακή της Ορθοδοξίας, περιχαρακώνει την βιβλική αλήθεια και δίνει πειστική απάντηση στους επικριτές της Εκκλησίας μας. Η εικονομαχία είναι αποστροφή προς την ύλη, απόρροια των αιρετικών μανιχαϊστικών δοξασιών, οι οποίες δυστυχώς πέρασαν μέσα στις διδασκαλίες πολλών αιρετικών ομάδων, όπως και των συγχρόνων μας αιρετικών προτεσταντών.
Αλλά δεν έχει μόνο σημασία για την Εκκλησία η αναστήλωση των Ιερών Εικόνων, αλλά και για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Ο μονολιθικός θρησκευτικός ανεικονισμός είχε αναμφίβολα αρνητικές συνέπειες για την προαγωγή της εικονικής ωραιότητας. Η εικόνα και μάλιστα η θρησκευτική απεικόνιση, αποτελεί βασικό στοιχείο του παγκόσμιου πολιτισμού. Η παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά έχει να επιδείξει ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας έργα θρησκευτικής ζωγραφικής. Τα σπουδαιότερα μνημεία – ναοί του κόσμου είναι καταστόλιστοι από εικονογραφίες άφθαστης τεχνοτροπίας. Το ίδιο και τα μεγάλα μουσεία επιδεικνύουν με καμάρι εικόνες θρησκευτικής τέχνης. Είναι γνωστό σε όλους το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την ορθόδοξη εικονογραφία και γι’ αυτό οργανώνονται εκθέσεις με τεράστια επιτυχία.  Μπορούμε να σκεφτούμε ποια θα ήταν τα αποτελέσματα, αν επικρατούσαν οι εικονομάχοι στο Βυζάντιο. Δε θα είχαμε τη δυνατότητα να θαυμάζουμε αυτούς τους θησαυρούς, οι οποίοι είναι για μας τους ορθοδόξους το ξεχείλισμα της πίστεως των διαχρονικών ιερών εικονογράφων. Άλλωστε η εικονογραφία για την Ορθοδοξία μας δεν ήταν μια μονοσήμαντη καλλιτεχνική έκφραση, αλλά βαθειά μυστική λειτουργία του εικονογράφου, ο οποίος ζωγράφιζε νηστεύοντας και προσευχόμενος!
Σε αντίθεση με όλους τους λογίς εικονοκλάστες, εμείς, ως ορθόδοξοι χριστιανοί, μετέχουμε της αλήθειας και ταυτόχρονα, ως έλληνες, μετέχουμε του ωραίου. Χάρη σ' αυτές τις δύο σταθερές διαφέρουμε από όλους τους άλλους που έχουν διαφορετικές πίστεις, έχουμε το προβάδισμα στην αληθινή πρόοδο και τον παγκόσμιο πολιτισμό και αναγκάζονται οι άλλοι να μας ακολουθούν…

Γιατί σήμερα δεν διαβάζονται τα αναθέματα την Κυριακή της Ορθοδοξίας



Από εναν φίλο διατυπώθηκε προχτές ένα ερώτημα. Γιατί απαλείφθησαν από την ακολουθία της Ορθοδοξίας τα αναθέματα προς τους αιρετικούς και σπάνια ακούγονται σήμερα.

Δόθηκαν πολλές απαντήσεις. Για να μην στενοχωρήσουμε τους αιρετικούς, γιατί δεν έχουμε την απαραίτητη κατήχηση να καταλάβουμε τί εστί ανάθεμα, για λόγους κακώς εννοουμένης ευαισθησίας στον σκανδαλισμό ή επειδή δεν υπάρχουν αρειανοί και πνευματομάχοι(πού παντα υπάρχουν με πολλούς τρόπους άλλωστε). Ή μπορεί για καθαρά πρακτικούς λειτουργικούς λόγους, αφού ούτε το συνοδικό διαβάζεται ολόκληρο.Η αλήθεια ίσως είναι πώς για όλους τους παραπάνω λόγους και ίσως για κάποιον απ όλους περισσότερο.

Ποτέ ένα ανάθεμα δεν είναι ευχάριστο.Σημαίνει αποκοπή από την Εκκλησία, αφού πρώτα προηγηθεί παρέκκλιση από το ορθόδοξο δόγμα ή την εκκλησιαστική κανονικότητα.Πρέπει, να τονίσουμε επίσης πώς ακόμα και σήμερα όπου διαβάζονται τα αναθέματα, αυτό δεν γίνεται με ορθόδοξη προοπτική. Είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν διαφέρουν και πολύ από τους σιωπώντας και οι κραυγάζοντες.Ευχαριστιούνται να αναθεματίζουν, αγνοοώντας πως εκείνη την ώρα δεν μιλούν από ιδεολογική ιδιοτέλεια, ούτε είναι ένα μεσο αυτοδικαίωσης το ανάθεμα.Αλλά είναι η δημόσια εκκλησιαστική έκφραση για το πένθος χαμένων ανθρώπων και αλαρμ κινδύνου για αυτούς πού δεν πρέπει να πεσουν και να χαθούν.Και οι δύο είτε σιωπούν είτε τονίζουν από ιδιοτέλεια.Στους μεν η άγνοια ή η κολακεία, στους δε ο φανατισμός.Στους μεν η αγάπη ψεύτικη,στους δε ανύπαρκτη.

Κατά την άποψη μου ο μόνος λόγος που δεν διαβάζονται τα αναθέματα είναι γιατί δεν έχουμε ορθόδοξη κουλτούρα και ορθή κατήχηση και σκανδαλιζόμαστε ή αγανακτούμε. Γιατί βλέπουμε την Εκκλησία σαν μια συναισθηματική θρησκεία ανθρώπινης αγάπης στην οποία δεν ταιριάζουν τα δυσάρεστα.Γιατί η πίστη μας είναι κοινωνική ηθική και χριστιανικός συναισθηματισμός. Γιατί την πίστη μας την βλέπουμε σαν μια ιδεολογία ουμανισμού, σαν μια φιλοσοφία πού απλά απαιτεί ευχάριστα συναισθήματα και καλή συμπεριφορά από τον χριστιανό. Για εμάς πλέον υπάρχει κοσμική ευγένεια, ορθή συμπεριφορά, αποδοχή του ψέματος και της αλήθειας αδιάκριτα, φτάνει όλο αυτό να γίνεται με μια απροβλημάτιστη πραότητα και καλό παραδοσιακό ανθρωπισμό. Γιατί παραθεωρούμε την τελείως θεραπευτική διάσταση της ορθοδοξίας. Πώς η Εκκλησία δηλαδή δεν είναι τίποτα άλλο από ένα θεραπευτήριο, από ένα εργαστήριο αναστήλωσης της ανθρώπινης εικόνας. Και όπου υπάρχει αγάπη, φροντίδα και ίαση υπάρχουν και καυτήρια, υπάρχει και απομόνωση του ασθενούς,υπάρχει και διακήρυξη για τους κινδύνους από την ασθένεια και τον θάνατο. Και το ίδιο συμβαίνει με την αίρεση και με το φάρμακο: το ανάθεμα. 

Τί είναι το ανάθεμα; Μισαλλοδοξία; Φανατισμός; Πόλεμος; Ή μήπως η αγωνία και η έκφραση του εκκλησιαστικού σώματος να γλυτώσουν κυριολεκτικά το ποίμνιο και τον ορθόδοξο άνθρωπο από την ιοβόλα πλάνη και τον πνευματικό θάνατο και την αιώνια πτώση και αναδρομή του στον κόσμο του θανάτου;Βλέπετε πώς λίγο παραπάνω μιλάμε με κοσμικούς όρους πολιτικής ορθότητας; Ακόμα και ο γράφων αυτούς επικαλείται για να επιχειρηματολογήσει. Ενώ η σιωπή είναι η γλώσσα των αγίων.Γιατί το βίωμα δίνει τις απαντήσεις.Όχι η ρητορεία.Τα επιχειρήματα πού χρησιμοποιώ μπορεί να φαίνονται χοντρά και χοντροειδή και έχουν χρησιμοποιηθεί από κοσμικές σκοπιμότητες και σαν πολιτικά συνθήματα. Δεν είναι όμως θανατική εκτέλεση και ψέκασμα το ανάθεμα, παράδοση σε πνευματική καραντίνα είναι για να μην μεταδοθεί η ασθένεια και κύρια για να συνέλθει ο πάσχων.

Ένα καυτό ερώτημα είναι το εξής: Τα χρειαζόμαστε σήμερα τα αναθέματα; Αντιστρέφω την ερώτηση: Χρειαζόμαστε σήμερα τα δόγματα; Τα λειτουργικά κείμενα; Τις παραδόσεις; Τις Γραφές;Τους αγίους; Τον Χριστό; Ή μήπως μας φτάνει μια κοσμική εκκλησία με τις πατροπαράδοτες τελετές του τύπου και την κοσμική της οργάνωση και ιδεολογία; Το ήθος, οι συνήθειες και η ηθική της επανάληψης;Όταν απαντηθούν τα ερωτήματα, θα απαντηθεί και η απορία;Τίποτα στην Εκκλησία, στα κείμενα, στα παραδομένα, δεν είναι αχρείαστο, περιττό και καταχρηστικό. Απαρχαιωμένο. Τίποτα! Εμείς θέτοντας την μάχαιρα της κρίσης και της αφαίρεσης, σχετικοποιούμε την Παράδοση σε μια κοσμική φιλοσοφία και ιδεολογία. Αλλά ας μην παλλιλογούμε.
Τελειώνοντας, να σας πώ πώς δεν πρόκειται να επιστρέψουμε στην εκφώνηση των αναθεμάτων.Γιατί έχει αλλοτριωθεί το ήθος μας και έχουμε ήδη κερδίσει τον κόσμο και κανείς δεν θα λάβει το ρίσκο να επιχειρήσει κάποιον σκανδαλισμό ανθρώπων πού δεν κατηχηθηκαν ποτέ και δεν φταίνε σε τίποτα!Γιατί το ορθόδοξο ήθος δεν συμβαδίζει πάντα με την εκκλησιαστική πράξη και την εκκλησιαστική συνείδηση ούτε για τους σιωπώντας,ούτε για τους εκφωνώντας. Εκτός αν κάποτε τερματίσει το ιδεολογικό αυτό τέλμα πού έχουμε πέσει σήμερα σαν ορθόδοξος λαός και κλήρος και αναζητήσουμε την πατερική γνησιότητα. Ενα χαστούκι χρειάζεται. Με την πιό καλή έννοια της λέξης.


 π.Παντελήμων Κρούσκος

Τι είναι Ορθοδοξία

Τι είναι Ορθοδοξία

H Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία με την πραγματική έννοια του όρου. Οι θρησκείες χειραγωγούν τον άνθρωπο με ανθρωπομορφικές Θεότητες για ικανοποίηση παθών και ηδονών με φίλαυτη αιτιοκρατία. Στις θρησκείες οι άνθρωποι προσπαθούν να δημιουργήσουν Θεούς και να πλησιάσουν Θεούς που οι ίδιοι πλάθουν
, δηλαδή ειδωλοποιούν τον Θεό.
Στην Ορθοδοξία έχουμε αντίθετη κίνηση. Ο Θεός ενανθρωπίζεται για να συναντήσει και να δημιουργήσει σχέση με τον άνθρωπο προσωπική και σωτηριολογική. Μια πορεία και μια σχέση Θεού και ανθρώπου που δεν έχει προϋποθέσεις και αναγκαιότητα αλλά είναι μια πράξη και κίνηση θυσιαστικής αγάπης.
Η Ορθοδοξία είναι το βίωμα των Αγίων και η θεραπευτική αγωγή των πνευματικών νοσημάτων του ανθρώπου με σκοπό την θέωση μέσω του αποκαλυφθέντος Θεού (Υιού και Λόγου =δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος) ως Χριστού. Η Ορθοδοξία μετέχει στην Αλήθεια του Χριστού και αυτή την αλήθεια μας μεταφέρει η εκκλησία μέσα στους αιώνες με τους Αγίους Πατέρες και μέσω των Οικουμενικών Συνόδων που διαφύλαξαν την αλήθεια από τις αιρετικές κακοδοξίες.
Η λατρεία που μπορεί από κάποιους να χαρακτηριστεί θρησκευτική πράξη είναι μέσο και όχι ο σκοπός κάθε πιστού που αγωνίζεται. Η πίστη στην Ορθοδοξία είναι σχέση και όχι συναλλαγή, ο πιστός μετέχει ψυχοσωματικά λαμβάνοντας σώμα και αίμα Χριστού σε κάθε Θεία Λειτουργία όπου ιερουργεί Ορθόδοξος κληρικός. Κάθε μυστήριο στην Ορθόδοξη εκκλησία τοποθετεί τον άνθρωπο σε σωτηριολογική τροχιά όχι όμως με μαγικό τρόπο.
Ο Θεός δεν εκβιάζει, σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και γιʼ αυτό χωρίς την συγκατάθεση και τη συνέργειά του κανείς δεν μπορεί να σωθεί. Η Ορθοδοξία θεραπεύει (με το μυστήριο της μετάνοιας - εξομολόγησης) και θεώνει τον άνθρωπο κάνοντάς τον μέτοχο της κοινωνίας των Αγίων και της ενσαρκωμένης θυσιαστικής αγάπης του Θεάνθρωπου Χριστού, όλα αυτά μέσα από την περιπέτεια της ελευθερίας που ο Θεός απλώνει το χέρι στον άνθρωπο και από εκεί αρχίζει το ταξίδι. Το εάν δεχτεί ο άνθρωπος αυτή τη σωτηριολογική πρόσκληση εξαρτάται αποκλειστικά από τον ίδιο, για αυτό και η απόφαση είναι πράξη ευθύνης και για την Ορθόδοξη θεολογία σταυρική υποδοχή.

Κυριακή Α’ Νηστειῶν (Τῆς Ὀρθοδοξίας) ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΜΑΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για Κυριακή Α’ Νηστειῶν (Τῆς Ὀρθοδοξίας)
Κυριακή Α’ Νηστειῶν (Τῆς Ὀρθοδοξίας)
π. Λεωνίδας Στ. Ἀμοργιανός
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΜΑΣ
Σήμερα Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπου ὑπάρχει ἐκκλησία Ὀρθόδοξη, χτυπᾶ εὐφρόσυνα τίς καμπάνες της γιά νά διαλαλήσει στά πέρατα τῆς γῆς ὅτι νίκησε ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων. 


Ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῆς μεγάλης αὐτῆς χαρᾶς;  Ἡ Ὀρθοδοξία μας, μιά βασίλισσα τιμημένη, μέ κορόνα καί στέμμα ἔπεσε στή μάχη, ἐχθροί πολλοί τήν πολέμησαν. Βάλθηκαν νά τήν ἐξοντώσουν. Ἔδωσε ἀγώνα σκληρό, πολύ σκληρό, μάτωσε ἀλλά βγῆκε νικήτρια. 
Ἡ γιορτή τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχει παλιά ἱστορία πάνω ἀπό χίλια χρόνια.
Στά χρόνια τότε τοῦ Βυζαντίου ἐπί Λέοντος Γ’ τοῦ Ἰσαύρου ἐκδίδεται διάταγμα στά 730, ν᾿ ἀπομακρυνθοῦν ὅλες οἱ ἅγιες εἰκόνες μέσα ἀπ᾿ τίς ἐκκλησιές.  Πάραυτα.  Στρατιώτες ἄθεοι κι ἄπιστοι, αἱρετικοί, μπαῖναν μέσα στά ἱερά μοναστήρια μας, ξεριζώνανε τίς εἰκόνες, παίρνανε λόγχες καί τούς βγάζαν τά μάτια, τίς ποδοπατοῦσαν ἤ τίς ξύνανε πάνω ἀπ᾿ τούς τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν. Τίς ἱερές εἰκόνες πού τίς εἶχαν ζωγραφίσει ἅγιοι ἀσκητάδες, τίς παίρναν, τίς κάνανε σωρό καί τίς ἔκαιγαν.  Παίρναν καί πετοῦσαν τίς ἅγιες εἰκόνες καί τά ἱερά λείψανα στή φωτιά καί μ᾿ αὐτά βράζανε τό φαγητό τους στούς στρατῶνες, συνελάμβαναν τούς ὀρθοδόξους μοναχούς, τούς ὑπερασπιστές τῆς πίστεώς μας καί τούς ὑπέβαλαν σέ φρικτά βασανιστήρια ἴσαμε ἐξοντώσεως.  Ἄρχισε ἕνας ἀδυσώπητος ἀγώνας, πού ἔμεινε παροιμιώδης στήν ἱστορία ὡς, ἡ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ.  Χωρίστηκαν στά δύο:  Στούς ὑπερασπιστές τῶν εἰκόνων πού ὀνομάστηκαν εἰκονόφιλοι καί στούς πολέμιους πού ὀνομάστηκαν εἰκονομάχοι.  Οἱ εἰκονομάχοι ἐδίωξαν τήν ὀρθόδοξη Πίστη.  Ἀδίσταχτοι, αἱμοβόροι. Πιάσανε μοναχούς τούς ἔκοψαν τά δάχτυλα, τά πόδια, πῆραν σιδερένια ἀντικείμενα τά βάλανε στή φωτιά καί μ᾿ αὐτά ζωγράφισαν πάνω στό πρόσωπό τους, διάφορες παραστάσεις, καγχάζοντας ταυτόχρονα, ἄναρθρα τή διαβολική ἐπωδό τους.  Τότε ὑπερασπιστές τῶν ἁγίων εἰκόνων ἦταν δύο μεγάλες, γενέες ψυχές: Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, νά ᾿χουμε τήν εὐχή τους. 
Πόσα χρόνια διωκόταν ἡ πίστη μας;  120 ὁλάκερα μαρτυρικά χρόνια καί μετά ἀπ᾿ τά 120 χρόνια, ἦρθε ἡ εὐσεβέστατη αὐτοκράτειρα ἡ Θεοδώρα, πού συνεκάλεσε τήν 7η Οἰκουμενική Σύνοδο, καί ἔβγαλε ἀπόφαση καί ἀναστήλωσε τίς ἅγιες εἰκόνες.  Ἀπό τότε, ἀπ᾿ τό 843 τήν Α’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καθιερώθηκε νά γιορτάζει τή νίκη της ἡ Ὀρθοδοξία.  «Αὕτη ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον ἡ πίστις ἡμῶν». 
Στά παλιά τά χρόνια, σάν σήμερα, διαβαζόταν καί τό περίφημο Συνοδικό τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς. Συνόδου κι ὁ Δεσπότης ἤ ὁ Πατριάρχης πάνω στήν ἐξέδρα ἔβγαινε καί φώναζε:  Τό «Αἰωνία ἡ μνήμη» σ᾿ ὅλους ἐκείνους τούς Πατέρες καί τούς ὁμολογητές, πού στάθηκαν μπροστά κι ἔδωσαν τή ζωή τους γιά τήν Ὀρθοδοξία καί φωνάζανε τρίς ἀνάθεμα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι πολέμησαν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. 
Γι᾿ αὐτό τήν Κυριακή αὐτή, τήν πρώτη τῆς Τεσσαρακοστῆς λυσσοῦν οἱ δαίμονες, τρίζουν τά τερηδοντιασμένα δόντια τους, ἐνῶ χαίρονται οἱ ἄγγελοι καί ἀγάλλονται οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί. 
Τί ἔχουμε νά διδαχθοῦμε ἀπ᾿ τή γιορτή τῆς Ὀρθοδοξίας;
Ἡ         ἱστορία συνεχίζεται.  Καί σήμερα πολεμᾶνε τήν πίστη μας.  Εἰσβάλλουν ἀνεμπόδιστα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας γιατί καταντήσαμε ἀμπέλι ξέφραγο, μπαίνουνε μέσα οἱ ἀλητόπαιδες αὐτοί οἱ αἱρετικοί καί οἱ δῆθεν ἄθεοι γιατί δέν ὑπάρχουν ἄθεοι, αὐτοί πού τό πουλᾶνε ἄθεοι ψεύδονται, στήν οὐσία εἰδωλολάτρες εἶναι, μπαίνουνε γιά νά παρασύρουν τό ἀστήριχτο ποίμνιο γιατί, μεταξύ ἄλλων παραμέτρων, οἱ ποιμένες του εἶναι συνήθως ψυχροί, ἀδιάφοροι μισθοφόροι.  Μερικοί ἠχο-στίχοι τό ἐπισημαίνουν: Πολλοί ποιμένες καταντοῦν μισθωτοί ψυχροί, τά πρόβατα ἀγνοοῦν τήν αἰώνια ζωή.  Καί τήν Ὀρθοδοξία- θά πρόσθετα.  Καί σήμερα μέσα στήν Ἀθήνα, μετρεῖστε, δροῦν 80 αἱρέσειςκαί 422 ἐξωχριστιανικές ὁμάδες.  Τί μ’ αὐτό; Δέν κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλά ποιός;  Ἐμεῖς κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν πίστη μας γιατί οὔτε θερμοί εἴμαστε οὔτε ψυχροί, ἀλλά χλιαροί στήν πίστη.  Ὅ,τι χειρότερο μπορεῖ νά συμβεῖ σέ μᾶς.  Παρασυρόμαστε καί γινόμαστε βορά τῶν αἱρετικῶν πάσης φύσεως ὥστε ἀκόμα καί ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας νά μᾶς ἐμέσει!
Στά 1922 οἱ Χιλιαστές στήν Ἑλλάδα ἦταν πέντε.  
Σήμερα πάνω ἀπό 25.000.  
Πῶς ἔφθασαν σ᾿ αὐτό τό νούμερο; 
 Μέ τά τεράστια χρηματικά ποσά καί μέ τήν δική μας χλιαρή, νυσταλέα πίστη καί ἀδιαφορία.  Ὅμως, φτάνει πιά.  Ἦρθε ἡ ὥρα, τό «timing-τάϊμινγκ» μέ σύγχρονη ἔκφραση.  Ὥρα ἡμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθεῖναι.  Νά σημάνει συναγερμός.  Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νά καταλάβουμε, νά συνειδητοποιήσουμε βαθιά ὅτι ἔχουμε ἕνα ξεχωριστό, ἀμύθητο θησαυρό, πού κινδυνεύουμε νά χάσουμε. 
Εἶναι θησαυρός ἡ Ὀρθοδοξία μας;  
Καί μάλιστα ξεχωριστός, ἀμύθητος;
  Καί τό ρωτᾶτε; 
 Γιά δέστε!  
Στόν κόσμο ὑπάρχουν σήμερα 7, 5 δισεκατομμύρια ἄνθρωποι.  Τόσο εἶναι τό λεφούσι τῶν ἀνθρώπων πάνω στόν πλανήτη μας.  Οἱ χριστιανοί εἶναι μόνο 2 δισεκατομμύρια.  Κι αὐτοί οἱ χριστιανοί τά 2 δισεκ. εἶναι χωρισμένοι, σέ ἄλλα δύο κομμάτια.  Τούς Παπικούς ἤ τούς Φράγκους καί τούς Προτεστάντες ἤ Διαμαρτυρόμενους ἤ Εὐαγγελικούς μέ συνοδό συνονθύλευμα ἐκτροπῶν ἀπό τό ἀρχικό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.  Κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι;  Νά καυχώμαστε διότι ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι ὁ θησαυρός, γιατί; 
Διότι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀρχαιότερη, ἔχει τήν ἀρχή καί τή συνέχειά της βασισμένη στήν ἀρχική ἀποστολική κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου.  Χωρίς καμμιά μελλοντική διαφοροποίηση ἤ παρέκκλιση. 
 Ὁ Παπισμός ἔχει ζωή περίπου 1200 χρόνων.
  Ὁ Προτεσταντισμός ἔχει ζωή πέντε αἰώνων, 500 χρόνων. 
 Ἡ δικιά μας ἡ ἐκκλησία ἀπ᾿ τή στιγμή πού ἄρχισε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό κείνη τή στιγμή ὑφίσταται ἡ ὀρθοδοξία καί συνεχίζει τήν πορεία της ἀκάθεκτη, ἀλώβητη εἰς πεῖσμα τῆς δαιμονοκρατούμενης κοινότητας τῶν αἱρετικῶν καί ἀγνωστικιστῶν.
Νά τονιστεῖ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία, ἡ ἀρχαιότερη,
Νά τονιστεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἀκόμα καί ἡ πληρεστέρα γι᾿ αὐτό καί τήν ἐπιβουλεύονται μέ τόσο ἀβυσσαλέο μῖσος οἱ ἀσυνείδητοι ἀδίσταχτοι ἐχθροί της.
Μιά ματιά στήν ἱστορία γιά ἐπιβεβαίωση.
Ὅταν τά πλούτη τῆς Πόλης ἔγιναν γνωστά καί θάμπωσαν τούς Φράγκους, ἡ ἐξαθλιωμένη καί βάρβαρη Εὐρώπη μέ τίς Σταυροφορίες της το 1204, λεηλάτησαν, βίασαν, φόνευσαν τούς ὀρθόδοξους Ἕλληνες
Κάποιος Γερμανός Παπικός ὀνόματι Brocardus, ὑπέβαλε τό 1332 ὑπόμνημα-μνημόνιο στό Φίλιππο ΣΤ’ τῆς Γαλλίας, στό ὁποῖο προτείνει πέντε μέτρα γιά τό πῶς θά γίνει, ὁ βίαιος ἐκλατινισμός τῶν Ἑλλήνων.  Παρένθεση ἐδῶ!  Μή μοῦ πεῖτε ὅτι ἡ ἱστορία δέν ἐπαναλαμβάνεται;  Τότε ὁ Γερμανός Brocardus, σήμερα ὁ Γερμανός Σόϊμπλε, πού ὑπέβαλε ἀναλογικό μνημόνιο στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση γιά βίαιο ἐξανδραποδισμό τῶν Ἑλλήνων.
Ἐπανέρχομαι.
Ποιά εἶναι τά 5 ἀδίσταχτα μέτρα;
Πρῶτον: Ὅλοι οἱ Λατίνοι πού ἀπαρνήθηκαν τήν «καθολική πίστη» θά θανατώνονται.
Δεύτερον: Ὅλοι οἱ Ἕλληνες μοναχοί, θά ἐκδιωχθοῦν ἐκτός ἄν δηλώσουν πίστη στόν πάπα.
Τρίτον: Γιά νά ἐπιστρέψουν ὅλοι οἱ «Γραικοί» ἔτσι μᾶς ὀνομάζουν περιφρονητικά οἱ Φράγκοι, στόν καθολισμό, πρέπει νά ξεχάσουν τήν γλώσσα τους.  Νά μήν μιλᾶνε καί νά μήν καταλαβαίνουν ἑλληνικά. 
Τέταρτον:  Ὅλα τά βιβλία πού ὑπερασπίζονται τό ἀνατολικό χριστιανικό δόγμα, πρέπει νά καοῦν.
Πέμπτον: Εἰδικά στήν Κωνσταντινούπολη θά συγκεντρωθεῖ βιαίως, στήν Ἁγία Σοφία, ὁλόκληρος ὁ ὀρθόδοξος κλῆρος καί ἀπό τόν λαό ἕνα τουλάχιστον ἄτομο ἀπό κάθε οἰκογένεια.  «Καί μετά τό κήρυγμα θά κληθοῦν ὅλοι νά δηλώσουν διά βοῆς ὅτι προσχωροῦν στό δικό μας δόγμα ὅτι συμφωνοῦν γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν κι ὅτι ὑποτάσσονται στή ρωμαϊκή Ἐκκλησία καί τόν πατέρα μας, τόν πάπα...».
Ἐ! λοιπόν!  Ἄν ὑποτασσόμασταν τότε στήν «λατινικήν καλύπτραν»-πρᾶγμα πού καί σήμερα ἐπιχειρεῖται μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων θά ἦταν καταχωνιασμένο καί ἀποστεωμένο στά σκονισμένα ράφια τῶν βιβλιοθηκῶν.
Τήν δικιά μας τήν Ἐκκλησία τήν ὑπερασπίσθηκαν οἱ ὁμολογητές καί οἱ Πατέρες μας καί δέν ἀφήσανε στή διδασκαλία τους οὔτε τίποτα νά προστεθεῖ, οὔτε τίποτα ν᾿ ἀφαιρεθεῖ.  Λένε σήμερα καί μιλᾶνε φλύαρα γιά ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Να ἑνωθοῦμε λένε, νά ἑνωθοῦμε.  Στή λειτουργία τό λέμε:  «Ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»  Ἀλλά προσέξτε, ὑπάρχει μιά Ἐκκλησία, ἡ παλιά, ἡ Ἐκκλησία τῶν 8 πρώτων αἰώνων, πού τήν παραδέχονται σάν ἀληθινή καί οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες.  Ἄντέστε τώρα.  Πᾶρτε τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό καί τήν Ὀρθοδοξία κι ἐλᾶτε νά τόν συγκρίνετε μέ τήν ἀρχαία Ἐκκλησία τῶν 8 πρώτων αἰώνων πρό τοῦ σχίσματος. 
Λέμε στούς Παπικούς. 
1            1.      Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δέν γνώριζε Filioque
              2 .      Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δέν εἶχε ράντισμα
   3.      Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δέν γνώριζε ἀλάθητο τοῦ πάπα.             
  Νέα παρένθεση ἐδῶ.  
Ἕνας καρδινάλιος ψιθύρισε στ΄ ἀφτί τοῦ πάπα: 
- Εὐτυχῶς πού δέν εἶσαι ἀλάθητος στά ἰατρικά.  Ἀλλιῶς πάει καήκαμε
Λέμε καί στούς Προτεστάντες.
1.      Ἡ παλιά ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἅγιες εἰκόνες
2.      Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχε λείψανα ἅγια καί ἱερά.
3.      Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχε ἱερά Παράδοση; 
Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, δέν ἀφαιρέσαμε οὔτε προσθέσαμε τό παραμικρό. 
 Γι᾿ αὐτό πρόσθεσε καί ἕνας Φράγκος μεγάλος θεολόγος: 
-Για νά γίνει ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ μέν Παπικοί πρέπει νά κάνουν πολλά βήματα, οἱ δέ Προτεστάντες πρέπει νά κάνουν πολλά ἅλματα καί οἱ Ὀρθόδοξοι νά μείνουνε στή θέση τους. 
Νά χαίρεστε, διότι ἡ Ἐκκλησία μας ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀρχαιοτέρα, νά χαίρεστε διότι ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι ἡ πληρεστέρα.  
Νά χαίρεστε διότι εἶστε παιδιά μιᾶς ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἐνδοξότερη ἐκκλησία πού ὑπάρχει.
Ποιός θά τραγουδήσει τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας μας; 
   ü  Ἐδῶ στήν Ἀνατολή στήν Ὀρθοδοξία μας ἔγιναν οἱ 7 Οἰκουμενικές Σύνοδοι    .
   ü  Ἐδῶ πέρα ἀπ᾿ τή δικιά μας τήν Ἐκκλησία δόθηκαν τά βλαστάρια τῆς πίστεω  .ü  οἱ σπουδαιότεροι μάρτυρες οἱ μεγαλύτεροι ἅγιοι ἦταν Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι τῆς Ἀνατολῆς, τόσο πολλοί, πού κι ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος φώναξε ἀπ᾿ τήν Ἀντιόχεια:  Ἄχ Ἑλλάδα, Ἑλλάδα πόσο δοξασμένη εἶσαι.  Ἦταν δοξασμένη ἡ Ἑλλάδα καί εἶναι δοξασμένη γιά τόν Μαραθώνα της, γιά τίς Θερμοπύλες της, γιά τά Δερβενάκια της, γιά τήν Ἀλαμάνα της, γιά τό Μανιάκι της, γιά τούς ὡραίους ἐκείνους ἐνδόξους ἀγῶνες πού μαθαίνουμε στήν ἱστορία, ἦταν δοξασμένη γιά ὅλα αὐτά, ἀλλά πιό δοξασμένη εἶναι ἡ Ἑλλάδα γιατί ἀκόμα καί τόν Παράδεισο τόν ἔκανε Ἑλληνικό.  Ἑλληνικός εἶναι ὁ Παράδεισος.  Οἱ περισσότεροι ἅγιοι ἦταν Ἕλληνες, Ἕλληνες ἤτανε, ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας κάτω στήν Κύπρο, ὁ ἅγιος Βασίλειος μέσα στήν Καισάρεια, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ψηλά στήν Κων/λη, Ἕλληνες ἤτανε, κι αὐτοί ἔδωσαν δόξα μέσα στήν ἐκκλησία μας.  Νά τονίσω ἐπιπλέον κάτι τό σημαντικό. Νά ξέρετε ὅτι σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη διωκόμενη χώρα, ἡ μόνη διωκόμενη ὁμολογία καί θρησκεία.  Γιατί εἶναι ζωντανή Ἐκκλησία, ἀτόφια, ἁγία.  Γι᾿ αὐτό καί προκαλεῖ ὅλους τούς ἀντικείμενους.  Σᾶς ἐρωτῶ!  Ποῦ ὑπῆρχε καί ὑπάρχει κομουνισμός;  Μόνο στά Ὀρθόδοξα κράτη.  Οἱ Φράγκοι κι οἱ Προτεστάντες δέν ἀντιμετώπισαν διωγμό.  Ποῦ ὑπῆρχε σκλαβιά 400 χρόνια;  Μόνο στήν Ὀρθοδοξία καί στούς Ἰσραηλῖτες, στόν Τοῦρκο Σουλτάνο καί Αἰγύπτιο Φαραώ, ἀντίστοιχα.  Ἰδιαιτέρως, γιά μᾶς τούς Ἕλληνες ἡ ὀρθοδοξία ἔχει ἕνα μεγαλεῖο.  Ἡ δικιά μας ἡ Ἐκκλησία ὀνομάστηκε Ἑλληνοσώτηρα γιατί ἔσωσε τόν Ἑλληνισμό.  Αὐτή ἔγινε ἡ κλώσα ὅταν πάτησε τοῦ Τούρκου τό ποδάρι ἐδῶ πέρα, ἅπλωσε τά φτερά της καί μάζεψε μές᾿ τά μοναστήρια, μέσα στά εξωκκλήσια, μές᾿ τούς νάρθηκες τῶν ναῶν, μάζεψε τά σκλαβόπουλα καί παπάδες, μοναχοί, καλόγεροι κράτησαν ἄσβεστη τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα, πρός τό Ἔθνος.  Ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ Ἐκκλησία μας κράτησε ἄσβεστη τή φλόγα καί τήν ἀγάπη πρός τήν Ἑλλάδα.  Ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐκείνη πού ἔδωσε 6.000 ἱερεῖς στόν ἀγώνα τοῦ ἔθνους γιά τή λευτεριά τῆς πατρίδας μας στά 1821.  Ἡ Ὀρθοδοξία μας ἦταν ἐκείνη πού κράτησε τή γλῶσσα μας τήν Ἑλληνική καί μᾶς τήν παρέδωσε γιά νά τή θάψουνε οἱ σημερινοί νεκροθάπτες τοῦ Ἔθνους.  Οἱ ἀμοραλιστές καί ἀπάτριδες.  Ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία χαρακτηρίσθηκε Ἑλληνοσώτηρα.
Καί σήμερα, καί σήμερα σ’ αὐτή τήν ἔνδοξη ἐκκλησία, ἔρχονται ἀχάριστα κι ἀγνώμονα παιδιά, καί τήν προσβάλλουν τήν ὑβρίζουν ἀδιάντροπα, ἀσύστολα, τήν ὑβρίζουν ἀδίσταχτα τήν ἐκκλησία μας καί θαυμάζουν τούς Φράγκους.
  Καί λένε, Ὀρθοδοξία εἶναι αὐτή; 
 Καί τό πουλοῦν δῆθεν προηγμένα μυαλά . 
 Τόσο τά φτάνει.  
Μάλιστα ἔτσι ἔχουν τά γεγονότα.
 Θά σᾶς πῶ ἕνα παραμύθι.  
Μιά φορά κι ἕναν καιρό ἦταν μιά μάνα κι εἶχε ἕνα παιδί. 
 Καί τό παιδί αὐτό ντρεπόταν γιά τή μάνα του. 
Παιδί μου, νά βγοῦμε ἔξω;
  Ὄχι μάνα.
  Γιατί παιδί μου, δέ μέ θές μαζί σου;
  Μάνα ντρέπομαι. 
 Γιατί ντρέπεσαι;  
Γιατί εἶσαι ἄσκημη. 
 Ἄσκημη ἐγώ;  
Ἄσκημη, γιά κοίτα τό πρόσωπό σου στόν καθρέπτη, εἶσαι γεμάτη κηλῖδες, εἶσαι γεμάτη μουτζοῦρες, δέν ἔχεις τήν ὀμορφάδα, πού ἔχουν οἱ μάνες τῶν ἄλλων φίλων μου.  
Ἐσύ νά μείνεις ἐδῶ μέσα. 
 Θά βγῶ ἐγώ ἔξω, ντρέπομαι γιά σένα.
Κι ὅταν μιά φορά τό παιδί εἶπε πάλι αὐτά τά πικρά λόγια στή μάνα του, τοῦ λέει ἡ μάνα του:  
Κάτσε ἀγόρι μου, κάθισε κάτω κι ἄκουσε τί θά σοῦ πῶ. 
 Ἦταν καιρός, πού ἤμουν κι ἐγώ ὄμορφη.  Ἦμουν ἡ πιό ὄμορφη τῆς περιοχῆς, ὅλοι μέ θαυμάζανε, εἶχα ὡραία μαῦρα μαλλιά, εἶχα δέρμα βελούδινο, προτάσεις γάμου ἀπίστευτες, ὅλες τίς ἀπέρριψα, ὅλοι μέ καμαρώνανε κι ὅταν παντρεύτηκα ἀπέκτησα ἐσένα παιδί μου.  Μια μέρα βρισκόμουν κάτω στήν αὐλή κι ἔπλενα κι ἐκεῖ πού ἔπλενα γυρίζω νά κοιτάξω καί τί νά δῶ.  Τό σπίτι εἶχε πάρει φωτιά, πετάχτηκε μιά σπίθα ἀπ᾿ τό τζάκι ἄναψαν φωτιά τά χαλιά κάτω καιγόταν τό σπίτι καί δέν τό εἶχα ἀντιληφθεῖ.  Φωτιά, βάζω μιά κραυγή, τρέξανε γύρω νά σώσουν τό σπίτι μας πού καιγότανε.  Πιό πολύ φώναζα γιατί στό ἐπάνω δωμάτιο μές᾿ τήν κούνια βρισκόσουν ἐσύ ἀγόρι μου κι ἀπό ὥρα σέ ὥρα θά καιγόσουν.  Τρέχω μιά, μπαίνω μές᾿ τίς φλόγες καί μέσα στούς καπνούς.  Ποῦ πᾶς τρελή, μέ φωνάζανε, ποῦ πᾶς τρελή θά καεῖς.  Νά σώσω τό παιδί μου κι ἄς καῶ καί πέρασα παιδί μου μέσα ἀπ᾿ τίς φλόγες κι ἀνέβηκα τίς σκάλες τίς ξύλινες ἦρθα μέσα στό δωμάτιο πού βρισκόσουν σ᾿ ἅρπαξα-στήν κούνια πού ἦσουν-μές᾿στήν ἀγκαλιά μου καί τσίριξα, οὔρλιαξα.  Πῆραν φωτιά τά μαλλιά μου, πῆραν φωτιά τά ροῦχα μου χιλιοκάηκα.  Ὅταν βγῆκα ἔξω ἦμουν μιά λαμπάδα μέ γδύσανε γιά νά σωθῶ.  Ἀπό τότε παιδί μου, γέμισε τό πρόσωπό μου ἀπό πανάδες, γέμισε τό πρόσωπό μου ἀπό κηλῖδες, ἀπό βρωμιές κι ἀπό μουτζοῦρες, γι᾿ αὐτό μέ ντρέπεσαι παιδί μου, γιατί ἔδωσα τή ζωή μου καί τήν ὀμορφιά μου γιά σένα.  Ἀγνώμων κι ἀχάριστο παιδί.  Τό ἴδιο θά μποροῦσε νά πεῖ κι ἡ Ὀρθοδοξία μας. 
Ἤμουν ὄμορφη, πού μέ καμάρωνε καί μέ ζήλευε ὅλος ὁ ντουνιάς.  Ἤμουν ὡραία ὑπέροχη ἡ πιό ζηλευτή κόρη τοῦ κόσμου καί πῆρε φωτιά τό σπίτι μας, πῆρε φωτιά ἡ πατρίδα καί καιγόταν τά παιδιά μου οἱ Ἕλληνες κι ἔπεσα ἐγώ μέσα στη φωτιά γιά νά σᾶς σώσω, καί μάλιστα, μέσα στόν ἀγώνα μου, μέσα στήν ἀγωνία μου πού μ᾿ ἀφήσαν ὅλοι μόνη μές᾿ τήν πυρκαγιά, μές᾿ τό γιαταγάνι, σᾶς ἅρπαξα μές᾿ τήν ἀγκαλιά μου σᾶς ἔσωσα.  Τί κι ἄν γέμισε μουντζοῦρες τό πρόσωπό μου;  Ντρέπεστε τή μάνα σας, πού θυσιάστηκε γιά σᾶς; 
Εἶστε Ὀρθόδοξοι, εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, παιδιά τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς πιό ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τῆς πιό πλήρους ἐκκλησίας, τῆς ἐνδοξοτέρας ἐκκλησίας.
Αὐτή τήν Ἐκκλησία μᾶς παρέδωσαν οἱ πατέρες μας.  Ατίμητος Θησαυρός.  Τό πολυτιμότερο πρᾶγμα πού μᾶς παρέδωσαν δέν εἶναι τά χωράφια, τά κοπάδια καί τά μέγαρα, εἶναι ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων κι αὐτή ἀπαιτεῖται νά τή διατηρήσουμε καί νά τήν φυλάξουμε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ.
Κράτα καλά τόν ἀτίμητο θησαυρό.  Δέν ἀρκεῖ ἀδελφέ μου νά ξέρεις πώς εἶσαι Ὀρθόδοξος.  Ἀπαιτεῖται ἀκόμα νά᾿ σαι καί πεισματάρης, ἀκάθεκτος γιά τήν πίστη σου.  Ὅταν ἔρθει ὁ ἄλλος καί σοῦ πεῖ «μήν εἶσαι ἀνόητος, μήν κρατᾶς στά χρόνια τοῦτα τῆς προόδου καί τοῦ πολιτισμοῦ, μήν κρατᾶς πίστη, ἐσύ νά πεῖς:
Ὄχι, μέ πεῖσμα, κρατάω τήν πίστη μου τήν Ὀρθόδοξη πού μέ λυτρώνει καί ἄς χτυπιέται ὅλος ὁ ἀνεγκέφαλος ντουνιάς.  Κλεῖσε τά αὐτιά σου καί μεῖνε πιστός καί σέ κάθε δαίμονα πού θά ᾿ρχεται νά σοῦ ψιθυρίζει τό γλυκό τραγούδι τῆς αἱρέσεως καί τῆς ἀθεΐας, ν᾿ ἀπαντᾶς καί νά λές:  Ὀρθόδοξος γεννήθηκα, Ὀρθόδοξος θά πεθάνω, Ὀρθόδοξη γεννήθηκα, Ὀρθόδοξη θά πεθάνω.  «Αὕτη ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον ἡ πίστις ἡμῶν».  Ζεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, ζεῖ ἡ Ὀρθοδοξία καί θά ζήσουμε κι ἐμεῖς ἐφ᾿ ὅσον θά ζεῖ ἡ Ὀρθοδοξία. 
 ΕΙΣ  ΑΙΩΝΙΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΕΥΘΥΜΙΟ

Πηγή

Λόγος εἰς τὴν Α΄ Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν- Ἄγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός




Τὴν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία πανηγυρίζει τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἡ ὁποία καταπάτησε ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ στερεώθηκε γιὰ πάντα. Γι' αὐτὸ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ καλεῖται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.

Οἱ αἱρέσεις φάνηκαν ἤδη ἀπαρχῆς τοῦ χριστιανισμοῦ. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ προειδοποιοῦσαν τοὺς συγχρόνους τους, καὶ μαζί τους καὶ ἐμᾶς, γιὰ τὸν κίνδυνο ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος στὴ Β' Καθολικὴ ἐπιστολὴ γράφει τὸ ἑξῆς: “Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοὶ ἑξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι’ οὕς ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται” (Β' Πέτ. 2, 1-2).

Ὁ Ἅγιος Παῦλος, ἐπιστρέφοντας στὴν Παλαιστίνη ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἔκανε στάση στὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ στοὺς χριστιανοὺς κατοίκους τῆς πόλεως ἔλεγε: “Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν” (Πράξ. 20, 29-30).

Πολλοὶ τέτοιοι ψευδοδιδάσκαλοι καὶ σχισματικοὶ ὑπῆρχαν στοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ. Μερικὲς αἱρέσεις τάραζαν τὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρους αἰῶνες, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου, τοῦ Μακεδονίου, τοῦ Εὐτυχοῦς, τοῦ Διοσκόρου, τοῦ Νεστορίου καὶ ἐπίσης ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ αἱρέσεις αὐτὲς προκάλεσαν πολλὲς διαταραχὲς στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν βασάνισαν πολύ. Ὑπῆρχαν πολλοὶ ὁμολογητὲς καὶ μάρτυρες ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους ὑπερασπιζόμενοι τὴν ἀληθινὴ πίστη στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν ψευδοδιδασκάλων καὶ τῶν αἱρετικῶν.

Ὑπῆρχαν ἐπίσης καὶ πολλοὶ καὶ μεγάλοι ἱεράρχες οἱ ὁποῖοι καὶ αὐτοὶ ὑπέφεραν πολλοὺς διωγμοὺς καὶ πολλὲς φορὲς ἐξορίστηκαν. Ὁ Ἅγιος Φλαβιανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ παράδειγμα, σὲ μία σύνοδο ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Διοσκόρου, ἡ ὁποία καλεῖται “ληστρική”, χτυπήθηκε τόσο ἄγρια ποὺ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες πέθανε.

Ἡ τελευταία στὴ σειρὰ τῶν αἱρέσεων, ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ἦταν αὐτὴ ποὺ ἐπέφερε τὰ περισσότερα βάσανα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἡ αἵρεση αὐτὴ ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στὸ θρόνο τὸ 717. Ἀνέβηκε στὸ θρόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ στρατοῦ ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀντίπαλοι τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ εὐαρεστήσει τὸ στρατὸ, ἄρχισε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν εἰκονοφίλων. Ὁ διωγμὸς αὐτὸς συνεχίστηκε καὶ στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, ὁ ὁποῖος διαδέχτηκε στὸ θρόνο τὸν Λέοντα. Ἡ κόπρος σημαίνει τὰ κόπρανα. Ὀνομάστηκε Κοπρώνυμος διότι κατὰ τὴν βάπτισή του μόλυνε τὴν κολυμβήθρα. Οἱ δύο αὐτοὶ αὐτοκράτορες γιὰ πολλὰ χρόνια εἶχαν τὴν ἐξουσία στὰ χέρια τους καὶ προκάλεσαν πολλὰ δεινὰ στὴν Ἐκκλησία.

Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τὸ ἔργο τῶν προκατόχων τους καὶ βασάνισαν τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ ὁλόκληρα χρόνια.Δὲν μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερε ἡ Ἐκκλησία στὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἰδιαίτερα οἱ μοναχοὶ οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ ἀγώνα τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι ἔκλεισαν πολλὰ μοναστήρια, πολλὲς ἐκκλησίες ὅπου ὑπῆρχαν εἰκόνες τὶς ἔκαναν ἀποθῆκες. Τοὺς μοναχούς τοὺς βασάνιζαν ἄγρια: τοὺς ἔβγαζαν μάτια, τοὺς ἔκοβαν μύτες, ἔσπαζαν εἰκόνες πάνω στὸ κεφάλι τους. Τοὺς ἁγιογράφους μὲ τὰ πυρακτωμένα σίδερα τοὺς ἔκαιγαν τὰ δάκτυλα.

Μόνο, τότε, ὅταν στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, σταμάτησε ὁ διωγμὸς ἀλλὰ ὄχι ὁριστικά. Τὸ 787 ἡ Εἰρήνη συγκάλεσε τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία διατύπωσε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ σύνοδο ὑπῆρχαν αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὁ Μιχαὴλ καὶ ἄλλοι. Ἡ αἵρεση αὐτὴ συντρίφτηκε ὁριστικὰ μόνο ἐπὶ τῆς θεοσεβέστατης Αὐγούστας Θεοδώρας, ὅταν τὸ 842 συγκλήθηκε ἡ τοπικὴ σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἡ σύνοδος αὐτὴ ἀναθεμάτισε ὅλους αὐτοὺς ποὺ τολμοῦν νὰ λένε ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι εἰδωλολατρία καὶ οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ εἶναι εἰδωλολάτρες.

Καὶ ἐδῶ οἱ αἱρετικοί μᾶς λένε ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ πράγμα. Τολμοῦν νὰ ἀποκαλοῦν τὶς εἰκόνες μας εἴδωλα καὶ ἐμᾶς εἰδωλολάτρες. Καὶ μέχρι ποῦ φτάνει τὸ θράσος τους; Θὰ σᾶς πῶ ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔγινε πρόσφατα σὲ μία πόλη τῆς Σιβηρίας. Τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας δύο βαπτιστὲς μπῆκαν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἄρχισαν ἐκεῖ νὰ φωνάζουν ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι εἰδωλολάτρες καὶ οἱ εἰκόνες τους εἴδωλα. Τί ἀνοησία!

Πῶς τολμοῦν αὐτοὶ νὰ ἀνοίγουν τὸ ἀκάθαρτο στόμα τους καὶ νὰ λένε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ στάζουν δηλητήριο, ἀποκαλώντας μας εἰδωλολάτρες καὶ τὶς εἰκόνες μας εἴδωλα; Αὐτὸ δείχνει πὼς δὲν ἔχουν κατανοήσει σωστὰ τὴν δεύτερη ἐντολὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου: “οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς” (Ἐξ. 20,4).

Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἐντολή; Νομίζω ὅτι τὸ νόημά της εἶναι ξεκάθαρο. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ἀπαγορεύει ἀντὶ νὰ προσκυνᾶμε τὸν Ἕνα, Μοναδικὸ καὶ Ἀληθινὸ Θεὸ νὰ κατασκευάζουμε εἴδωλα καὶ νὰ τὰ προσκυνᾶμε. Ὅπως τὸ ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι λαοί: οἱ Ἀσσύριοι, οἱ Βαβυλώνιοι, οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρωμαῖοι καὶ ἄλλοι...Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰδωλολατρία.

Ἡ δική μας ὅμως ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων μοιάζει σὲ τίποτα μὲ τὴν εἰδωλολατρία; Ἀσφαλῶς ὄχι. Τὰ εἴδωλα ἀπεικόνιζαν κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει στὴν πραγματικότητα, ποὺ εἶναι καρπὸς φαντασίας. Οἱ δικές μας εἰκόνες εἰκονίζουν τὴν πραγματικότητα. Πραγματικά, δὲν ζοῦσε μεταξὺ μας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, τὸν Ὁποῖον δοξάζουμε καὶ τὶς εἰκόνες τοῦ Ὁποίου προσκυνᾶμε; Δὲν ζοῦσε μεταξὺ μας ἡ Παναγία, τὴν ὁποία ζωγράφισε ὁ Ἅγιος ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς; Τὴν εἰκόνα του αὐτὴ τὴν εὐλόγησε ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, λέγοντας ὅτι ἡ χάρη της θὰ εἶναι πάντα μ' αὐτὴ τὴν εἰκόνα. Ξέρετε πόσα θαύματα γίνονται ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Καὶ οἱ ἄλλες εἰκόνες, δὲν εἰκονίζονται σ' αὐτὲς πραγματικὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ποὺ ζοῦσαν ἐδῶ πάνω στὴ γῆ; Οἱ εἰκόνες τους αὐτὲς εἶναι τὰ πορτραῖτα τους καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι εἴδωλα. Μόνο ἀσεβὲς καὶ ἀκάθαρτο στόμα τολμᾶ νὰ λέει ὅτι οἱ εἰκόνες μας εἶναι εἴδωλα καὶ ἐμεῖς εἴμαστε εἰδωλολάτρες. Νὰ σιωπήσουν οἱ ἀσεβεῖς διότι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπήγγειλε τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον τους. Νὰ τὸ ξέρετε, νὰ τὸ θυμᾶστε καὶ νὰ μὴν συναναστρέφεστε μὲ τοὺς αἱρετικούς. Νὰ μὴν ἀπομακρύνεστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μὴ σχίζετε τὸ χιτώνα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ θυμᾶστε ὅτι ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ παρακαλοῦσε τὸν Πατέρα Του, λέγοντας: “ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσει ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας” (Ἰω. 17, 21).

Ὁ Κύριος θέλει ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι βρίσκουν σφάλματα στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπομακρύνονται ἀπ' αὐτὴν καὶ πιστεύουν ὅτι θὰ βροῦν τὴ σωτηρία στὶς αἱρετικές τους ὀργανώσεις. Ξέρετε ὅμως τί ἔλεγαν οἱ μεγάλοι ἅγιοι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σχίζουν τὸ χίτωνα τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Ἅγιος Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρθαγένης, εἶπε ὅτι οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἔχουν κοινωνία μαζί της καὶ μάρτυρες νὰ εἶναι, ἀκόμα καὶ μὲ τὸ αἷμα τους, δὲν καθαρίζουν τὴν ἁμαρτία τους διότι ἡ βαριὰ αὐτὴ ἁμαρτία τῆς διαίρεσης τῆς Ἐκκλησίας δὲν καθαρίζεται οὔτε μὲ τὸ αἷμα. Καὶ ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος εἶπε ὅτι αὐτὸς ποὺ προκαλεῖ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία δὲ θὰ κληρονομήσει τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Ὅλοι οἱ αἱρετικοί, ὅμως, εἶναι κήρυκες τοῦ σχίσματος.

Ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: “Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλα παρὰ τὴν διδαχὴν ἥν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ' αὐτῶν” (Ρωμ. 16, 17). Καὶ στὴν ἄλλη ἐπιστολὴ του λέει τὸ ἑξῆς: “εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω” (Γαλ. 1, 9). Καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ εὐαγγελίζουν ὄχι αὐτὸ ποὺ εὐαγγελίζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὁποία μᾶς γέννησε πνευματικά.

Θυμηθεῖτε καὶ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε στοὺς ἀποστόλους καὶ μέσω αὐτῶν σὲ μᾶς τοὺς διαδόχους τους: “Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με” (Λκ. 10, 16). Τρομερὰ εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Νὰ τὰ θυμᾶστε πάντοτε.

Νὰ μὴν ξεχνᾶτε καὶ αὐτὴν τὴν ἡμέρα, τὴν ἡμέρα τοῦ θριάμβου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἡ πίστη αὐτὴ διατυπώθηκε ὁριστικὰ στὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ ὁποία στερέωσε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ καταπάτησε ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Γιατί; Οἱ λόγοι εἶναι πολιτικοί. Δὲν ὑπῆρχε δυνατότητα νὰ συγκληθοῦν. Ἀλλὰ νὰ μὴν λυπόμαστε ποὺ δὲν ἔγιναν ἄλλες καὶ δὲν γίνονται σήμερα οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Αὐτὲς οἱ ἑπτὰ ποὺ ἔχουμε, τακτοποίησαν ὅλα τὰ ζητήματα καὶ ἔλυσαν ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ στερέωσαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.

Θὰ πεῖτε πὼς σήμερα ἔχουμε πολλὲς καινούριες αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Ναί, ἔχετε δίκαιο. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρουμε πὼς οἱ καινούριες αὐτὲς αἱρέσεις δὲν λένε τίποτε καινούριο ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνουν αὐτὰ ποὺ ἤδη ἔχουν πεῖ οἱ παλαιοὶ αἱρετικοί. Καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ αἱρέσεις ἀναθεματίστηκαν ἀπὸ τὴν Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γι' αὐτὸ μᾶς ἀρκοῦν οἱ ἀποφάσεις τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἰδιαίτερα τῆς Ἑβδόμης. Γι' αὐτὸ καὶ χαιρόμαστε καὶ πανηγυρίζουμε σήμερα τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν ὁποία ἐξέφρασε καὶ στερέωσε ἡ Ζ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ τὸ λόγο ὁρίστηκε αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ ψάλλεται δοξολογία ὡς εὐχαριστία στὸ Θεὸ γιὰ τὴν στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ αὐτὴ τὴν δοξολογία θὰ ψάλλουμε τώρα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...