Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 11, 2013

Κυριακή του Θωμά (Ανάλυση Αποστολικού Αναγνώσματος)π. Γεωργίου Δορμπαράκη


῾Πορεύεσθε, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τά ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽ (Πρ. ᾽Απ. 5, 20)

α. Στά ἐγκαίνια τῆς ἀνακύκλισης τοῦ Πάσχα πού γίνεται στήν ᾽Εκκλησία μας τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ καί ἐφεξῆς, τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ἀκούγεται ἀπό τίς Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων μᾶς μεταφέρει στόν πρῶτο καιρό τῆς δράσεως τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου μετά τήν Πεντηκοστή: τό κήρυγμά τους καί τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνταν δι᾽ αὐτῶν προσέθεταν διαρκῶς καί νέα μέλη στήν ᾽Εκκλησία τόσο πού προκλήθηκαν γιά μία ἀκόμη φορά οἱ θρησκευτικοί ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἀπό φθόνο κινούμενοι ἔκλεισαν στήν φυλακή τούς ἀποστόλους. Μέ παρέμβαση ὅμως ἀγγέλου τοῦ Κυρίου ἀπελευθερώθησαν, γιά νά τούς δοθεῖ ἡ ἐντολή: ῾Πορεύεσθε, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τά ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽. Πηγαίνετε στόν ναό καί κηρύξτε στόν λαό τό μήνυμα γι᾽ αὐτήν την καινούργια ζωή.

β. 1. ῾Η νέα ζωή πού ἔφερε ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου: νίκης ἀπέναντι στήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τόν διάβολο, ἐνεργοποιημένη στούς πιστούς ἀπό τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λειτουργεῖ πιά στόν κόσμο σάν ἕνα ποτάμι ξεχυλισμένο. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἔμπλεοι τοῦ ῎Ιδιου ἐν Πνεύματι, συνιστοῦν τούς μάρτυρες τῆς ζωῆς αὐτῆς, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου (῾ὑμεῖς δέ ἐστέ μάρτυρες τούτων᾽), πού σημαίνει ὅτι καμμία ἀνθρώπινη ἤ σατανική δύναμη δέν μπορεῖ νά τούς ἀνακόψει ἀπό τό ἱεραποστολικό αὐτό ἔργο τους. ῾Η Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦρθε ἐν δυνάμει, ὁ Χριστός δηλαδή βρίσκεται ἀδιάκοπα στόν κόσμο, παρών καί μετά τήν ᾽Ανάληψή Του μέσω τοῦ σώματός Του τῆς ᾽Εκκλησίας, (ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας κατά τήν γνωστή πατερική ἔκφραση), λοιπόν ἡ δύναμη πού δρᾶ στόν κόσμο εἶναι ἡ δύναμη πρωτίστως τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί ὅλοι οἱ μετέπειτα μαθητές Του μέ τήν δύναμη αὐτή, ὡς ῾συνεργοί Αὐτοῦ᾽, θά συνεχίζουν τό ἔργο τῆς ἐπικρατήσεως τῆς Βασιλείας Του, κυριαρχίας Του δηλαδή στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, συνεπῶς ἀφενός ἡ ἐπέκταση τῆς Βασιλείας αὐτῆς δέν θά ἔχει τέλος μέχρις ὅτου ὁ κόσμος ὅλος ῾γενήσεται μία ποίμνη᾽ μέ ἕναν Ποιμένα τόν Χριστό, ἀφετέρου ὁ χαρακτήρας τῆς ἐπικρατήσεως τῆς Βασιλείας θά εἶναι αὐτός τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως: ὅ,τι ῾κατακτᾶ᾽ τίς ἀνθρώπινες καρδιές. Καί νά ἀπαρχῆς ἡ ἀπόδειξη: ὁ ἡττημένος διάβολος, ἀπό τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, καθώς καί τά πειθήνια ὄργανά του θά ἐπιχειρήσουν νά ἀνακόψουν τήν μαρτυρία τῶν ἀποστόλων, ἀλλά εἰς μάτην: ἄγγελος Κυρίου θά τούς ἐπαναφέρει θαυματουργικά στό ἔργο τους μέ σαφή τήν ἐντολή νά συνεχίσουν ὅ,τι ἔκαναν: τό ποτάμι εἴπαμε δέν μπορεῖ νά γυρίσει πίσω.

2. Μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ λοιπόν οἱ ἀπόστολοι καλοῦνται νά συνεχίσουν νά κηρύσσουν ῾τά ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽. Κι αὐτά τά ρήματα δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του: τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάστασή Του, τίς ἐντολές Του καί τά θαύματά Του. ῾Κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει᾽. Καί: ῾πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάσα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν᾽. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἐκεῖνος ἰδίως ἀπό τούς ἀποστόλους πού μέ σαφήνεια θά προσδιορίσει τό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος τῶν ἀποστόλων: ῾Οὐ γάρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μή ᾽Ιησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον᾽. ῾Τοῦ γνῶναι Αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς ᾽Αναστάσεως Αὐτοῦ και τήν κοινωνίαν τῶν παθημάτων Αὐτοῦ᾽. Καί τά ρήματα αὐτά ἦταν καί εἶναι ὅσα διοχετεύουν τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τήν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἤδη ἀπό τήν ζωή αὐτή, δίνοντάς του ταυτοχρόνως καί τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου. ῾Κύριε πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις᾽. ῾᾽Εάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ ἐάν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν᾽.

3. Κι ἀξίζει ἰδιαιτέρως νά προσεχθῆ τό γεγονός ὅτι μιλώντας γιά τήν δύναμη τῶν ρημάτων τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος μιλᾶμε ταυτοχρόνως καί γιά τά θαύματα πού ὁ Θεός πραγματοποιοῦσε μέσω τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά διακρίνει τό κήρυγμα ἀπό τά θαύματα, μέ τήν ἔννοια ὅτι τά ῾σημεῖα καί τέρατα᾽ πού ἐπιτελοῦσαν οἱ ἀπόστολοι ἀποτελοῦσαν τήν σφραγίδα τῆς γνησιότητας τοῦ κηρύγματός τους. Τά θαύματα δηλαδή ἦταν ἡ συνέχεια τοῦ κηρύγματος, ἕνας ἄλλος δραστικός τρόπος φανέρωσης τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ πού ἐπέτρεπε ᾽Εκεῖνος χάριν τῶν ἀνθρώπων. ῎Ετσι ἡ πίστη πού ἀπαιτεῖτο γιά τήν ἀποδοχή τοῦ κηρύγματος προεκτεινόταν καί βεβαιωνόταν μέ τά ἐπιτελούμενα ἀπό τούς ἀποστόλους θαύματα. Δέν ζητοῦσαν θαῦμα ἀπό τούς ἀποστόλους οἱ ἄνθρωποι γιά νά πιστέψουν, ἀλλά πιστεύοντας στό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων ἔβλεπαν τό θαῦμα νά ἐνισχύει καί νά γιγαντώνει τήν ἤδη ὑπάρχουσα πίστη τους. ῾Διά τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καί τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά...μᾶλλον δέ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν᾽.

4. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό ζητούμενο γιά νά ἀκούσει κανείς τά ρήματα τοῦ εὐαγγελίου καί νά πιστέψει, ἐνισχυόμενος ἴσως καί μέ τήν χάρη τοῦ θαύματος, ἦταν καί εἶναι ἡ καλοπροαίρετη διάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς καλοπροαίρετη διάθεση οὔτε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ οὔτε ἀκόμη καί ἕνα θαῦμα μποροῦν νά συγκινήσουν καί νά κατανύξουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η κακή προαίρεση δηλαδή λειτουργεῖ σάν ἕνα εἶδος φράγματος πού ἀποκρούει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά κλείνεται μέσα στό ὑπερφίαλο ἐγώ του, μέ τήν ἐπιρροή ἀσφαλῶς τοῦ Πονηροῦ. Πέραν τῶν ὅσων ἀναφέραμε, ἐκεῖνο πού μέ τρόπο ἄμεσο μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια αὐτή ἀπό τό σημερινό ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ ἀγγέλου στούς ἀπελεύθερους πιά ἀπό αὐτόν ἀποστόλους: ῾Πορευθέντες, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱ ε ρ ῷ τῷ λαῷ᾽. Τούς δίνει τήν ἐντολή νά κηρύξουν, ἀλλά στόν λαό πού συγκεντρώνεται στό ἱερό, στόν ναό, συνεπῶς φανερώνει ὁ λαός αὐτός τήν διάθεσή του νά τούς ἀκούσει καί νά τούς ἀκολουθήσει. Καί δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει διαφορετικά: ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος εἶπε νά προσφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἐκείνους πού τόν ἐπιθυμοῦν καί τόν ζητοῦν: ῾Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου᾽. ῾Μή δότε τά ἅγια τοῖς κυσί, μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων᾽. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ δηλαδή εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀλλά γιά τούς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους. ῾Ο Θεός δέν ἀποκαλύφθηκε μέ τόν ἐρχομό Του ὡς ἄνθρωπος σέ ὅλους, ἀλλά στούς μάγους τῆς μακρινῆς Περσίας καί στούς ἁπλούς βοσκούς τῆς ᾽Ιουδαίας. Κοινός παρανομαστής καί τῶν δύο ἦταν ἡ καλή τους διάθεση καί ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Πρόκειται γιά τό ἀνθρώπινο πού ζητεῖ ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς γιά νά μᾶς φανερωθῆ καί νά μᾶς δοθῆ γιά τήν σωτηρία μας.

γ. ῾Ο δύσπιστος μαθητής Θωμᾶς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ὅσο παρέμενε μόνος στό σπίτι του μακριά ἀπό τήν σύναξη τῶν ἄλλων ἀποστόλων δέν δεχόταν καί τήν ῾ἐπίσκεψη᾽ τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Μόλις ταπεινώθηκε καί πῆγε μέ τούς ἄλλους, πῆγε δηλαδή θά λέγαμε στήν ᾽Εκκλησία, ἐκεῖ φανερώθηκε καί σ᾽ αὐτόν ὁ Κύριος. Θέλουμε νά νιώθουμε κι ἐμεῖς τήν δύναμη τῆς νέας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ πού ἀνέτειλε ἀπό τόν τάφο Του, νά λειτουργοῦμε ὡς μέλη Του μέ τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου, τό θαῦμα νά συνυπάρχει μέ τήν καθημερινότητά μας; Νά ζοῦμε ἐν ᾽Εκκλησία. ῎Αν καί ἡ δική μας καλή διάθεση κατατεθῆ στόν Κύριο, τότε ὁ λόγος Του θά μᾶς τρέφει, οἱ ἀρρώστιες καί οἱ πόνοι μας θά βροῦν τήν λύση τους - ὄχι πάντοτε ὡς ἀπαλλαγή ἀλλά ὡς ὑπομονή ἀντοχῆς μας – τό δέ σπουδαιότερο: ἡ ψυχή μας θά αἰσθάνεται τά σημάδια τῆς θεραπείας της. ῾Ο Κύριος πού ἐνεργοῦσε στά πρῶτα χρόνια διά τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων, ὁ ῎Ιδιος ἐνεργεῖ διά τῶν μυστηρίων καί ὅλων τῶν ἁγίων Του σέ κάθε ἐποχή.

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ (ΘΩΜΑ) Τ Α Γ Ρ Α Μ Μ Ε Ν Α Κ Α Ι Τ Α Α Γ Ρ Α Φ Α «Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἅ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ·» (Ἰωάν. κ΄ 30) ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΠ.ΒΑΡΝΑΒΑ



                   Τά ἱερά εὐαγγέλια, ἀγαπητοί ἀδελφοί, περιέχουν κάποια καί λίγα ἀπό τά πολλά, τά ὁποῖα ὁ Κύριος κατά τό τριετές διάστημα τῆς δημοσίας δράσεώς του ἐπραγματοποίησε στή γῆ τῆς Παλαιστίνης.  Τό κάθε ἕνα ἀπό τά ἱερά εὐαγγέλια ἐγράφη γιά κάποιο σκοπό.  Αὐτά ἀποτελοῦν περιστασιακή κηρυγματική καί ὄχι συστηματική διδασκαλία.  Τά κηρύγματα αὐτά ἐγένοντο κατά τίς συνάξεις τῶν πιστῶν, ἐκεῖ ὅπου ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία καί ὁ κατά τόπους προϊστάμενος εἶχε τήν εὐθύνη τῆς διδασκαλίας καί κατηχήσεως.

                        Μέ ἄλλα λόγια δέν εἶναι μιά λεπτομερής βιογραφία τοῦ Κυρίου ἀπό τή Γέννησή του μέχρι τή Σταύρωση, τό θάνατο καί τήν Ἀνάληψη.  Οἱ εὐαγγελιστές ἔγραψαν γιά νά ἀνταποκριθοῦν στίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν τῶν ἡμερῶν τους, σύμφωνα μέ αὐτά τά ὁποῖα εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν.  Γιά νά σωθεῖ κάποιος δέν εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζει τό εὐαγγέλιο κατά λέξη.  Κερδίζει κάποιος τόν παράδεισο ἄν καθημερινά ἀγωνίζεται νά κάνει τό εὐαγγέλιο πράξη στή ζωή του.

                        Οἱ ἱεροί εὐαγγελιστές ἔγραψαν ὁ μέν Ματθαῖος γιά νά πεῖ καί νά ὑπενθυμίσει τούς ὁμοεθνεῖς του Ἰουδαίους, ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐπαληθεύθησαν ὅλες οἱ προφητεῖες.  Κατά συνέπεια ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τό γνήσιο Μεσσία καί ὅσοι ἀπό αὐτούς τόν ἀκολούθησαν καί πίστεψαν, καλά ἔπραξαν.  Οἱ δέ ἄλλοι δέν ἔχουν λόγους καί ἐρείσματα νά μήν πιστέψου
 


                        Τό κατά Μᾶρκο ἱερό εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ τό ἀρχαιότερο καί τό συντομότερο, σέ σύγκριση μέ τά ἄλλα εὐαγγέλια.  Ὁ Μᾶρκος ἀπευθύνεται σέ χριστιανούς πρώην ἐθνικούς καί τονίζει τήν ἐξουσία τοῦ Μεσσία πάνω στό σατανᾶ.  Ὁ Κύριος μέ τά θαύματά του καί τή διδασκαλία του ἐκδιώκει τό σατανᾶ καί ἀπελευθερώνει ἀπό τήν ἐξουσία του τά θύματά του, τούς ἀνθρώπους.  Οἱ ἐρευνητές πιστεύουν ὅτι τό εὐαγγέλιο τοῦτο ἀποτελεῖ τήν πηγή γιά τούς ἄλλους δύο συνοπτικούς εὐαγγελιστές, δηλαδή τό Ματθαῖο καί τό Λουκᾶ. 

                        Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔγραψε τό εὐαγγέλιο χάρη τοῦ κράτιστου Θεόφιλου, γιά νά τόν κατηχήσει καί νά τόν στηρίξει στήν πίστη.  Μέσα σέ τοῦτο τό εὐαγγέλιο διαφαίνεται ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρός τούς πάσχοντες καί ταλαιπωρημένους ἀνθρώπους.  Ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς ἕνεκα τῆς ἰδιότητός του, ὡς ἱατροῦ, κατανοεῖ καλύτερα τόν ἀνθρώπινο πόνο.  Αὐτό διαφαίνεται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκθέτει τά γεγονότα στό φερώνυμο εὐαγγέλιό του.

                        Τελευταῖος ἀπό τούς εὐαγγελιστές ἔγραψε ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί εὐαγγελιστής.  Αὐτός τονίζει τή θεότητα τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀναφέρει μόνο ἑπτά ἀπό τά θαύματα τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα περιγράφει μέ πολλές λεπτομέρειες.  Τοῦτο πράττει γιά νά προβάλει ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια, ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος,ἀποτελεῖ τό γνήσιο καί προσδοκώμενο Μεσσία.

                        Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ὁμιλεῖ γιά τά γραμμένα καί τά ἄγραφα.  Πολλά ζητήματα καί πράξεις τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δέν εἶναι ὁπωσδήποτε γραμμένα στά ἱερά εὐαγγέλια, οὔτε καί στά ὑπόλοιπα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἤ καί ὁλόκληρης τῆς Ἁγίας Γραφῆς.  Πολλά ἀπό αὐτά διέσωσε ἡ Ἱερή Παράδοση.  Ἕνα ἀπό τά ἄγραφα ζητήματα, τό ὁποῖο εὑρίσκεται σέ ἔντονη χρήση μέχρι σήμερα, εἶναι τό σταυροκόπημα.  Δηλαδή ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κάνουμε τό σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ.  Αὐτό μᾶς παρέδωσε ἡ Ἱερή Παράδοση.  Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Ἱερή Παράδοση ἀποτελεῖ ἰσόκυρη καί ἰσοδύναμη πηγή τῆς πίστεώς μας, παράλληλα μέ τήν Ἁγία Γραφή.

                        Ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Ἰωάννης δηλώνει ὅτι προέβη στή συγγραφή τοῦ εὐαγγελίου γιά νά τονίσει: «ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰωάν. κ΄ 31).  Ἀμήν!

Δέν φθάνουμε στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς! π.Δημήτριος Στανιλοάε







Στό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού διαβάζουμε τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ἀκοῦμε: «Μηδείς θρηνήτω πτωχείαν, ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος».

Ὅπως, λοιπόν, πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση ἡ ζωή ὅλων εἶχε ἕνα ἀνολοκλήρωτο νόημα, ἔτσι τώρα ἡ Ἀνάσταση γεμίζει τούς πάντες καί τά πάντα μέ φῶς καί χαρά, γιατί, ὅταν ἕνα μόνο μέρος τοῦ κόσμου ἀποκτᾶ τό πλῆρες νόημά του, αὐτό τό πλῆρες νόημα ἐκπέμπεται στά πάντα.

Μέ τήν Ἀνάσταση μιᾶς μονάχα ὕπαρξης -τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ- ὁ χρόνος, πού ξετυλίγεται μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐπανάληψης τῆς σύνθεσης καί τῆς χωρίς νόημα ἀποσύνθεσης, ἔγινε χρόνος, πού ὁδεύει πρός τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή• τό φῶς πού ἔφερε στήν ἀνθρωπότητα ὁ Χριστός δείχνει τό στόχο, πρός τόν ὁποῖο ὁ χρόνος ὁδηγεῖ ὅλα ὅσα ζοῦν μέσα στό χρόνο. Ὁλόκληρος ὁ χρόνος κι ὁλόκληρος ὁ κόσμος δέν φαντάζουν πιά σάν ἀδιάκοπη ροή ἀνάμεσα στίς γεννήσεις καί στούς θανάτους, ἀλλά σάν μιὰ πραγματικότητα φωτισμένη ἀπό νόημα, σάν μιὰ ὁδός πρός τήν ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων μέσα στήν Ἀνάσταση καί τήν αἰώνια καί πλήρη ζωή, σάν παραμονές τῆς μεγάλης δίχως τέλος γιορτῆς.

Ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου, τῆς χρονιᾶς ὁλόκληρης ἀποτελοῦν γιορτές ἤ σταθμούς μιᾶς πορείας πού φέρνει προοδευτικά στή μεγάλη γιορτή, τήν τελική καί αἰώνια. Τό φῶς τῆς αἰώνιας γιορτῆς ρίχνει τίς ἀκτίνες του σ’ ὅλες τίς μέρες. Ἤ μ’ ἄλλα λόγια, ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου ἀποτελοῦν προεόρτια, πού μᾶς προετοιμάζουν προοδευτικά γιά τήν ἔσχατη Κυριακή, γιά τήν αἰώνια ζωή μέσα στό φῶς, πού ἀποκαλύφθηκε μέ τήν Ἀνάσταση, ἔτσι ὅπως οἱ μέρες τῆς ἑβδομάδας, οἱ μέρες οἱ ἀφιερωμένες στούς ἁγίους, ἀποτελοῦν προπαρασκευαστικές γιορτές γιά τή συνάντηση μέ τό Χριστό, πού συμβολίζει καί προεικονίζει ἡ Κυριακή ἡμέρα.

Ἔτσι, ὅπως ἡ χαρά τῆς Ἀνάστασης ξεπερνᾶ κάθε χαρά καί σκεπάζει κάθε λύπη, τό φῶς της ξεπερνᾶ ὅλα τά φῶτα, πού γεννᾶ ἡ σκέψη καί ἡ φυσική φαντασία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ὅλες οἱ φιλοσοφικές ἐξηγήσεις γιά τήν ὕπαρξη καί ὅλες οἱ ὀμορφιές, πού ἀνακαλύπτει μέσα της ἡ καλλιτεχνική φαντασία. Μά ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τά ἀτελῆ φῶτα τῆς Ἀποκάλυψης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στή Παλαιά Διαθήκη μία πύρινη στήλη ὁδηγοῦσε ἀπό τήν ἐπίγεια σκλαβιά σέ μία ἐπίγεια ἐξωτερική ἐλευθερία καί ὁ Μωϋσῆς γνωστοποιοῦσε τίς βουλές τοῦ Θεοῦ, πού ἔμενε κρυμμένος μέσα στό γνόφο. Μέ τήν Ἀνάσταση ὁ ἴδιος ὁ Ἥλιος τῆς ὕπαρξης φανερώθηκε ὁλόλαμπρος καί φώτισε ἄπλετα τή δημιουργία ὁλόκληρη, ὁδηγώντας ἤδη ἀπό τούτη τήν ἐπίγεια ζωή στό ξεπέρασμά της, στήν πληρότητα τῆς ζωῆς. «Ἀντί στύλου πυρός, δικαιοσύνης ἀνέτειλεν Ἥλιος• ἀντί Μωϋσέως Χριστός, ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Θεοτοκίον Κυριακῆς του Πάσχα).

Ἔχει λεχθεῖ σωστά πώς ἡ Καλή Ἀγγελία, τό Εὐαγγέλιο τῶν χριστιανῶν, συμπυκνώνεται στό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ὡς τό θεμέλιο τῆς βεβαιότητας ὅτι καί ἐμεῖς θά ἀναστηθοῦμε. Καί μόνο αὐτό νά εἶχε φέρει στόν κόσμο ὁ χριστιανισμός, θά εἶχε προσφέρει ἄπειρα περισσότερα, ἀπ’ ὅλα ὅσα πρόσφεραν στό κόσμο ὅλες οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες σ’ ὅλες τίς ἐποχές. Γι’ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν σάν ἀποστολή τους τή μαρτυρία γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 1,22). Ἀναμφίβολα αὐτό τό ἄγγελμα ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν «καλό» ἄγγελμα. Ὄχι γιατί ἀναγγελλόταν ἡ ἀνάσταση ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου, γιατί δέν θά μποροῦσε νὰ θεμελιωθεῖ ἡ ἐλπίδα ὅλων στό γεγονός τῆς ἀνάστασης ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια ἀνάσταση δέν θά ἦταν μιὰ ἀνάσταση γιά πάντα μέσα στήν πληρότητα τῆς θείας ζωῆς, ἀλλά μιὰ ἐπανάληψη τῆς ζωῆς στήν κατάσταση τοῦ παρόντος, ἤ σέ μιὰ κάπως διαφορετική κατάσταση, ἀλλά ὁπωσδήποτε σχετική. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν καλό Ἄγγελμα, γιατί ἦταν ἡ ἀνάσταση Ἐκείνου πού, ὄντας ἄνθρωπος, ἦταν καί Θεός καί ὡς Θεός μπορεῖ νά μᾶς κάνει μετόχους στήν ἀνάστασή Του. Γιατί ἡ δική μας μελλοντική ἀνάσταση, θεμελιωμένη πάνω στή δική Του, θά εἶναι μετοχή στήν ἀνθρώπινη ζωή Του, ὑψωμένη ὡς τή ζωή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως στόν ὕψιστο καί ἀπόλυτο βαθμό της.

Οἱ Ἀπόστολοι, μαρτυρώντας τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μαρτυροῦσαν τήν ἀνάσταση τοῦ Θεοῦ πού ἐνανθρώπησε, γιατί μαρτυροῦσαν ὅλα τά σημεῖα καί τούς λόγους, μέ τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός φανέρωσε τή θεότητά Του, στή διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ἀφοῦ ἔζησαν κοντά Του «ἐν παντί χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε ἐφ’ ἡμᾶς» (Πράξεις 1,21). Μονάχα αὐτή ἡ ἀνάσταση μποροῦσε νά εἶναι ἡ ἀνάσταση μέσα στήν πληρότητα τῆς ζωῆς καί μονάχα αὐτή θεμελιώνει ἤ ταυτίζεται μέ τή χαρά πού πληροῖ τά πάντα.

Οἱ γυναῖκες φεύγουν ἀπ’ τό μνῆμα ὄχι μόνο γεμάτες χαρά, ἀλλά καί τρέμοντας ἀπό φόβο. Γιατί ἡ χαρά τους συνέχεται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου, ἀπό τήν αἴσθηση ὅτι μέσα στήν κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας, ξεπηδάει μία ἐντελῶς διαφορετική κατάσταση. Ἡ χαρά τους δέν εἶναι μιὰ συνηθισμένη χαρά, μιὰ χαρά πού ἀφήνει τόν ἄνθρωπο μέσα στά ὅρια τῆς συνηθισμένης ζωῆς του. Ὁ Χάιντεγγερ κάνει διάκριση ἀνάμεσα στό «φόβο» (furcht) γιά κάτι πού ἀνήκει στόν κόσμο, καί στόν τρόμο (angst) μπροστά στή θάνατο πού θέτει τέρμα στήν ὕπαρξή μας, μέσα στό κόσμο. Ἡ χαρά πού ἔνιωσαν οἱ γυναῖκες στό ἄγγελμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνάμεικτη μ’ ἕνα τέτοιο τρόμο, πού τίς ἔθετε μπροστά σέ μία κατάσταση τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κόσμου. Ἀλλά αὐτός ὁ τρόμος δέν τίς συνέθλιψε, γιατί δέν προερχόταν ἀπό ἕνα αἴσθημα κενοῦ, χάους, ἀλλά ἦταν τρόμος μέσ’ στή χαρά, γιατί τόν προξενοῦσε ἡ αἴσθηση πώς μιὰ ἄλλη ὕπαρξη ἀναβλύζει, πού ἡ πληρότητά της ξεπερνᾶ τή συνηθισμένη ὕπαρξη. «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς νέας ἄφθαρτης ζωῆς» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τή Μεγάλη Πέμπτη.

Ἀλλά ἡ ὕπαρξη στήν πληρότητά της δέν κλείνει μέσα της μόνο μιὰ πληρότητα χαρᾶς, ἀλλά καί μιὰ πληρότητα φωτός. Μιὰ ὕπαρξη πού ἔχει ὅρια, περιορίζει τή γνώση τοῦ νοήματός της. Ἐξάλλου, ἕνας τρόπος ὕπαρξης περιορισμένος, δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τά ὅριά του, προοδεύοντας σταδιακά• δέν μπορεῖ ἑπομένως νά φθάσει οὔτε στή γνώση τοῦ πλήρους νοήματός της, οὔτε στό πλῆρες φῶς μέ μιὰ τέτοια πρόοδο. Δέν φθάνει κανείς στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς. Δέν μποροῦμε νά φθάσουμε τήν πληρότητα ζωῆς καί ἑπομένως τήν πληρότητα χαρᾶς καί φωτός, παρά μόνο μ’ ἕνα ἅλμα, πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό πραγματοποιήσουμε ἀλλά πού τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, πού κάνει τήν ὕπαρξή μας νά μετέχει διά τῆς χάριτος στή ζωή Του.

Κυριακή του Θωμά-Τα θαύματα των αγίων Αποστόλων -Η σημασία των θαυμάτων


Η σημασία των θαυμάτων

Οι πρώτες ημέρες της Εκκλησίας ήταν ένδοξες και μοναδικές. Οι άγιοι Απόστολοι έκαναν πολλά και εκπληκτικά θαύματα, «σημεία και τέρατα εν τω λαώ πολλά», που επιβεβαίωναν την αλήθεια της διδασκαλίας τους και κατέπλησσαν τα πλήθη του λαού. Κι όλοι οι πιστοί με μια καρδιά μαζεύονταν στη στοά του Σολομώντος. Αλλά και οι Ιουδαίοι που δεν είχαν πιστεύσει άρχισαν να σέβονται τους πιστούς. Κανείς τους δεν είχε την τόλμη να τους περιφρονήσει. Διότι ο πολύς λαός τους τιμούσε και τους εγκωμίαζε. Καθημερινά ολοένα και περισσότερο προσελκύονταν πλήθη ανδρών και γυναικών και αύξανα τον αριθμό των πιστών. Πολλοί μάλιστα έβγαζαν τους ασθενείς από τα σπίτια τους στις πλατείες και τους έβαζαν πάνω σε κρεβάτια και φορεία έτσι, ώστε όταν θα περνούσε από εκεί ο Πέτρος, να πέσει έστω και η σκιά του σε κάποιον από τους ασθενείς για να τον θεραπεύσει. Έρχονταν μάλιστα στην Ιερουσαλήμ πλήθη και από τις γειτονικές πόλεις και έφερναν κάθε λογής αρρώστους, και δαιμονισμένους. Και όλοι τους θεραπεύονταν.
Τα θαύματα λοιπόν ήταν πολλά κι εκπληκτικά. Και δεν γίνονταν σε κάποιο απόμερο τόπο, μέσα σε κάποιο σπίτι, ή κάπου κρυφά, αλλά δημόσια, στους δρόμους και στις πλατείες. Και ο λαός είχε τη δυνατότητα να τα εξετάσει, να εξακριβώσει εάν είναι αληθινά. Και μάλιστα οι φανατισμένοι Ιουδαίοι είχαν κάθε λόγο να τα διαψεύσουν. Αλλά δεν μπορούσαν. Διότι ο κόσμος είχε πεισθεί για την αυθεντικότητά τους.
Τα θαύματα αυτά λοιπόν είχαν πολλαπλές ωφέλειες. Πρωτίστως ωφελούσαν τους ίδιους του πιστούς. Τους ενίσχυαν στην πίστη και τους ένωναν σε μια ψυχή γύρω από τους Αποστόλους. Εξύψωναν σε μέγιστο βαθμό το κύρος των Αποστόλων και τους καθιέρωναν στη συνείδηση της Εκκλησίας. Τα θαύματα αυτά ακόμη τους έδιναν θάρρος να μη φοβούνται πλέον κανέναν. Κι αυτοί που τη Μεγάλη Παρασκευή είχαν διασκορπισθεί τρομοκρατημένοι, τώρα άφοβοι συνάζονταν καθημερινά στη Στοά του Σολομώντος, μπροστά δηλαδή στους εχθρούς του Χριστού.
Τα θαύματα ακόμη ωφελούσαν και τους απίστους. Διότι πιστοποιούσαν τη θεϊκή αποστολή των μαθητών. Έτσι οι Ιουδαίοι που δεν πίστευσαν στην Ανάσταση του Κυρίου έκπληκτοι άρχισαν να βλέπουν τους πιστούς με σεβασμό. Κάποιοι από αυτούς πιο δεκτικοί άρχισαν να προβληματίζονται. Πώς γίνονται θαύματα; Με ποιου τη δύναμη; Έτσι μεγάλωσε τόσο πολύ ο αριθμός των πιστών, ώστε να μην μπορεί πλέον να μετρηθεί. Πλούσιοι και πτωχοί, άνδρες και γυναίκες, Ιουδαίοι και προσήλυτοι, ιερείς των Ιουδαίων και λαϊκοί, πρωτευουσιάνοι και χωρικοί, έτρεχαν να γίνουν χριστιανοί.

Στη φυλακή

Κυριακή του ΘωμάΑπό τη θαυμαστή όμως αυτή εξάπλωση της Εκκλησίας ενοχλήθηκαν πολύ και ο αρχιερέας των Ιουδαίων και όλοι όσοι ήταν μαζί του και ανήκαν στη θρησκευτική παράταξη των Σαδδουκαίων. Γεμάτοι φθόνο και κακία συνέλαβαν τους Αποστόλους και τους έριξαν στη φυλακή. Όμως «άγγελος Κυρίου διά της νυκτός ήνοιξε τας θύρας της φυλακής» κι αφού τους έβγαλε έξω τους είπε: Πηγαίνετε στο ναό και με θάρρος να διδάσκετε δημόσια στο λαό το κήρυγμα της νέας εν Χριστώ ζωής.
Γιατί άραγε πρώτοι απ’ όλους ξεσηκώθηκαν οι Σαδδουκαίοι; Διότι ήταν άνθρωποι υλόφρονες, που δεν μπορούσαν να δεχθούν την ανάσταση των νεκρών και τον αόρατο κόσμο, και ήταν φυσικό να εχθρεύονται τον Χριστό και το κήρυγμα των Αποστόλων για την Ανάστασή του. Διότι το κήρυγμά τους για την αιώνια ζωή, για τη μέλλουσα κρίση, τους ενοχλούσε στη συνείδηση. Αυτοί ήταν βυθισμένοι στην ύλη και στις απολαύσεις. Πώς να κατανοήσουν τα πνευματικά και τα αιώνια; Η επιτυχία των Αποστόλων και η θαυμαστή εξάπλωση του κηρύγματος της Αναστάσεως τους ερέθιζε πολύ. Η αποδοχή του κόσμου ακόμη περισσότερο. Έβλεπαν να χάνουν τον κόσμο και να τον κερδίζει το κήρυγμα της Αναστάσεως. Γι’ αυτό θέλησαν να εξευτελίσουν τους Αποστόλους στα μάτια του λαού και να τους κλείσουν το στόμα.
Ποιος όμως νίκησε τελικά; Οι Σαδδουκαίοι ή οι άγιοι Απόστολοι; Οι δυνάμεις της ύλης ή οι κήρυκες της Αναστάσεως και της αιωνιότητας; Ασφαλώς οι δεύτεροι. Διότι όσο κι αν αγωνίζονται οι δυνάμεις του σκότους να κρύψουν το φως, το φως της Αναστάσεως είναι ακατανίκητο. Ποιος απελευθέρωσε από τη φυλακή τους Αποστόλους; Άγγελος Κυρίου! Δηλαδή; Ουσιαστικά ο ίδιος ο αναστημένος Κύριος. Και επιβεβαίωνε έτσι ότι δεν είναι νεκρός αλλά «ζων εις τους αιώνας». Όπως πριν από λίγες ημέρες διέρρηξε τα δεσμά του θανάτου και ανέστη εκ του τάφου, έτσι και τώρα απελευθέρωσε τους μαθητές του και τους κάλεσε διά του αγγέλου να μη σταματήσουν ποτέ να κηρύττουν το μήνυμα της Αναστάσεως. Και το κήρυγμα αυτό δεν μπόρεσε κανείς να το αναχαιτίσει, αλλά εξαπλώθηκε σ’ όλο τον κόσμο και άλλαξε την ιστορία της ανθρωπότητας. Έτσι γίνεται πάντοτε. Οι δυνάμεις του σκότους έχουν εκ προοιμίου χαμένη τη μάχη. Όσο κι αν πολεμούν, ό,τι κι αν κάνουν. Πάντοτε θα νικά ο αναστάς Κύριος.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ἰω. 20, 19-31) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΟΥ  ΘΩΜΑ
(Ἰω. 20, 19-31)
Τό ἔργο καί ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί Χριστιανοί, δέν τελειώνει στόν σταυρό καί τήν ταφή του. Ὁ Χριστός «ἀπέθανε καί ἀνέστη». Ἡ Ἀνάστασή του εἶναι τό κέντρο τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ Ἀνάσταση θά ἦταν ἡ μάταιη ἡ πίστη μας, θά εἴμασταν «οἱ ἐλεεινότεροι τῶν ἀνθρώπων», κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί. Ζοῦμε λοιπόν μέσα στήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς αἰωνίου εὐφροσύνης, γιατί «τά πάντα πεππλήρωται φωτός, ὁ οὐρανός τέ καί γῆ καί τά καταχθόνια».
 Ἀπό ποῦ ὅμως πηγάζει ἡ βεβαιότητα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ; Ἡ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῶν Εὐαγγελίων περιγράφουν τά γεγονότα πού συνέβησαν τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς «μίας τῶν Σαββάτων», ἀλλά καί ἐκεῖνα τῶν σαράντα ἡμερῶν πού ἀκολούθησαν. Αὐτά πιστοποιοῦν μέ πολλά σημεῖα καί πολλές ἀποδείξεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς «ἀνέστη ὄντως».
 Ὁ Ἀναστημένος Ἰησοῦς ἐπανειλημμένα ἐμφανίζεται στούς μαθητές του. Δύο τέτοιες ἐμφανίσεις ἀκούσαμε πρίν λίγο στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡ πρώτη πραγματοποιεῖται τό βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Ἀνάστασής του. Οἱ μαθητές ἔχουν ἀνέβει στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» καί περιμένουν. Περιμένουν τίς ἐξελίξεις. Σημάδια ἀμφιβολίας καί ἀπιστίας ἔχουν ἐμφανιστεῖ σέ ὅλους. Ἐκεῖνο τό βράδυ λοιπόν «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς ἐν μέσω αὐτῶν». Συνομιλεῖ μαζί τους καί τούς ἀφήνει συνεχιστές τοῦ ἔργου του. Ἔχουν τώρα μπροστά τους τό Διδάσκαλο μέ τά τρυπημένα χέρια, βλέπουν τόν Κύριο μέ σῶμα ἄφθαρτο καί ἀναστημένο. Γι’ αὐτό διαλύονται οἱ δισταγμοί καί σκορπίζονται οἱ ἀμφιβολίες. Ἡ χαρά πλημμυρίζει.
 Ἔλειπε ὅμως ὁ Θωμᾶς, «εἰς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος δίδυμος». Ἔλειπε ἀπό τήν σύναξη τῶν μαθητῶν, θά λέγαμε ἀπουσίαζε ἀπό τήν σύναξη τῶν πιστῶν, ἀπό τήν σύναξη τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό στερεῖται τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί μένει μέ τίς ἀμφιβολίες καί τίς ἀγωνίες του. Οἱ ἄλλοι μαθητές ὁμολογοῦν στόν Θωμᾶ χαρούμενοι «ἐωράκαμεν τόν Κύριον» καί αὐτός ἀντιδρᾶ. Ἀντιτάσσει τήν λογική καί τίς αἰσθήσεις στήν μαρτυρία τῶν ἄλλων. «Ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσιν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων…οὐ μή πιστεύω». Θέλει προσωπικά νά βεβαιωθεῖ ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί νά ψηλαφήσει τό γεμάτο θεϊκή ἀκτινοβολία σῶμα του.
Πολλοί ἄνθρωποι καί σήμερα θέλουν νά ἐλέγξουν μέ τίς αἰσθήσεις τους καί τήν λογική τό ἀντικείμενο τῆς πίστης. Ἀπορρίπτουν ὅ,τι δέν βλέπουν καί δέν καταλαβαίνουν. Ἡ πίστη ὅμως ξεπερνᾶ τήν λογική καί τίς αἰσθήσεις. Εἶναι κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο «πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Οἱ ἀναζητήσεις βέβαια τῶν ἀνθρώπων, ὅταν εἶναι εἰλικρινεῖς, εὐλογοῦνται. Ὅταν καλοπροαίρετα οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν τήν ἀλήθεια, θά τήν βροῦν. Τέτοια καλοπροαίρετη ἦταν καί ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, γι’ αὐτό καί ἡ ἱερή ὑμνογραφία τῆς σημερινῆς Κυριακῆς τήν ὀνομάζει «καλή ἀπιστία». Μ’ αὐτές τίς προϋποθέσεις ὁ Χριστός βρίσκει τρόπους καί φανερώνεται, ὅπως φανερώθηκε στόν Θωμᾶ.
Ἡ εὐαγγελική περικοπή περιγράφει στή συνέχεια τή δεύτερη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητές του. «Μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ» παρόντος καί τοῦ Θωμᾶ, φανερώνεται ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς στούς μαθητές του. Ἀπευθύνεται στόν Θωμᾶ, τοῦ δείχνει τά σημάδια ἀπό τά καρφιά καί τή λογχισμένη πλευρά καί τοῦ λέει χαρακτηριστικά: «Φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε… καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός». Ἡ δυσπιστία του μεταποιεῖται σέ βεβαία πίστη. Ζεῖ στήν ὕπαρξή του τήν ἀγάπη τοῦ ἀναστάντος καί παραδίδεται χωρίς ὅρους σ’ αὐτήν. Ὁμολογεῖ τήν θεότητά του Χριστοῦ ἀναφωνώντας «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
Ἡ ἀρχικά δύσπιστη ἀντίδραση τοῦ Θωμᾶ στά λεγόμενα τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν ἦταν ἀναμενόμενη. Ἡ λογική του δέν μποροῦσε νά δεχτεῖ χωρίς ἔλεγχο τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα χωρίς τήν ἐμπειρία τῆς Ἀνάστασης. Ὁ Θωμᾶς εἶναι ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ πού συνδυάζει ἁρμονικά πίστη καί γνώση. Ἡ πίστη του τώρα γιγαντώνεται ἐμπειρικά, πατάει πλέον σέ στέρεο ἔδαφος καί ὡς ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μαρτυρεῖ καί κηρύττει σέ Περσία καί Ἰνδία τήν Ἀνάστασή του. Ὁ Θωμᾶς δέν ἀρκεῖται στίς διαβεβαιώσεις τῶν ἄλλων, ζητάει νά ἔχει καί ὁ ἴδιος τήν ἐμπειρία τῆς ἀνάστασης. Ἔτσι τό κήρυγμά του, ὅπως καί ὅλων τῶν μαθητῶν, ἀποκτᾶ μία ἀναμφισβήτητη δύναμη γιατί πηγάζει ἀπό τήν βίωση τῆς πραγματικότητας τῆς Ἀνάστασης. Αὐτή ἡ δύναμη πού προέρχεται ἀπό τήν προσωπική συνάντηση τῶν πιστῶν μέ τόν ἀναστάντα Κύριο στά πλαίσια τῆς ἐκκλησίας φαίνεται ὁλοκάθαρα στά ἀλλοιωμένα ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ πρόσωπα τῶν Ἁγίων κάθε ἐποχῆς. Εἶναι αὐτοί πού ζήτησαν νά δοῦν τόν Ἰησοῦ ὅπως ὁ Θωμᾶς.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πολλές φορές στήν ζωή μας γεγονότα συνταρακτικά μᾶς κάνουν νά ἀμφιβάλλουμε, νά ἀμφιταλαντευόμαστε, νά ἀπορρίπτουμε. Ὅλα αὐτά εἶναι ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας μας. Ἕνα ὅμως εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ Χριστός οὔτε μᾶς ἀποστρέφεται οὔτε ἀγανακτεῖ μέ τίς ἀδυναμίες μας. Ἐκεῖ πού ὅλα φαίνονται μέ τήν ἀνθρώπινη λογική νά χάνονται, ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός μέ ποικίλους τρόπους, μέ εὐεργεσίες καί δωρεές, μέ τή χάρη του καί τήν ἀγάπη του. Τότε ἐνισχύεται ἡ πίστη μας καί ἀναφωνοῦμε μέ ἐνθουσιασμό μαζί μέ τόν Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης




Μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ στοὺς τρομοκρατημένους μέχρι τότε μαθητὲς Του εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπεμβαίνει προσωπικά· «ἐν μέσῳ ἔστη εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», διαλύει τὶς φοβίες τῶν μαθητῶν Του καὶ βοηθᾶ τὸν Θωμᾶ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἀναστολές του.


Δισταγμοὶ καὶ ἀμφιβολίες τῆς πίστης

Ὁ Θωμᾶς κλονισμένος καὶ ταραγμένος μέσα στὴν ἀπομόνωση (δὲν βρισκόταν μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς) καὶ τὴν κατάθλιψή του, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσει τὶς ἀναστολὲς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου του. Ὅμως ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς ἐμφανίζεται ἀνάμεσα σὲ ὅλους μαζί τους μαθητές Του, γιὰ νὰ πιστεύσει πραγματικὰ ὁ ἕνας. Δὲν ἐλέγχει τὴ δυσπιστία του. Δὲν κρίνει τὴ στάση του, δὲν καταδικάζει τὴ συμπεριφορά του. Ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὶς ἀντοχές μας στὶς ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ πόνου, τῆς ἀδυναμίας, τῆς κόπωσης καὶ τῆς ἐξάντλησης. Βέβαια, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ὅριά μας, ἁπλῶς ἐμεῖς στὶς δύσκολες στιγμὲς συνειδητοποιοῦμε τὴν ὀλιγοπιστία μας. Αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ ἀποκαλύπτεται μὲ ἀγάπη σὲ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Νὰ φανερώνει καὶ νὰ προσφέρει τὰ σημάδια τῆς μυστικῆς Του παρουσίας καὶ ἐνέργειας σὲ ὅποιον ἀναζητᾶ νὰ Τὸν ψηλαφήσει, δηλαδὴ σὲ ὅποιον οἰκοδομεῖ τὴν πίστη του στὴν ἐμπειρία καὶ στὸ πνευματικὸ βίωμα. Μᾶς ἐκπλήσσει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν ἰδιαίτερο χῶρο τῆς ψυχῆς μας, στὶς νοοτροπίες καὶ τὶς ἀντιλήψεις μας, κάποτε ἀκόμη καὶ στὶς ἀμφιβολίες καὶ τοὺς δισταγμούς μας. Ἐδῶ ὁ ἐγωισμὸς μας συντρίβεται. Ἡ ἀλαζονικὴ λογική μας, ποὺ νομίζει ὅτι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κατακτήσει τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια, ταπεινώνεται καὶ τότε αὐθόρμητα παραδινόμαστε ὁλόψυχα «ἐν πίστει» στὴν ἀγαπώσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.


Ἡ φυλακὴ τῆς λογικῆς

«Ἐὰν μὴ ἴδω οὐ μὴ πιστεύσω». Κάποτε ὁ λόγος αὐτὸς γιὰ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διανόηση τοῦ κόσμου τούτου γίνεται ἕνας πειρασμὸς ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μία ἀναλήθεια. Σὲ ἕνα τρομακτικὸ ψέμα, σὲ ἕναν δαιμονικὸ πειθαναγκασμό, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχει μόνο ὅ,τι οἱ αἰσθήσεις του ἀντιλαμβάνονται, ὅ,τι βλέπει, ὅ,τι παρατηρεῖ, ὅ,τι ἀποδεικνύει μὲ τὶς ἔρευνες καὶ τὰ πορίσματά του. Σὲ ἕνα τέτοιο ἐπιστημονικὸ κοσμοείδωλο ἡ λογικὴ θεοποιεῖται σὰν τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια. Τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ εὐαισθησίες, οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ τὰ ἀποκαλυπτικὰ βιώματα, ἡ πίστη καὶ τὸ θαῦμα παραμερίζονται καὶ ἐμπαίζονται. Ἡ οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης παραμένει ἄγνωστη. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ προορισμοῦ γεμίζουν ἀπὸ ἀντιφάσεις, κενά, ἀπορίες καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος μικραίνει καὶ φτωχαίνει πολύ. Γίνεται ρηχός, ἐπιφανειακὸς καὶ ἐπίπεδος. Γιὰ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο ποὺ αὐτάρεσκα καυχᾶται γιὰ τὴν ἐπιστημοσύνη του, οἱ διαστάσεις τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους ἰσοπεδώνονται. Ἡ καθημερινότητα πολλῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθει γι' αὐτό. Καμία πνευματικὴ ἀνάβαση, ἀναζήτηση καὶ ἀναφορὰ στὸ μυστήριο τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ. Καμία ἐνδοσκόπηση, καμία αὐτογνωσία, κανένας ἐσωτερικὸς ἀγώνας μὲ τὸν «ἔσω τῆς καρδίας κρυπτόμενον ἄνθρωπον».

Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι βυθίζονται στὶς ἀμφιβολίες καὶ παγιδεύονται στὴν ἀπιστία ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κενό τῆς ζωῆς. Ἔχουν μία ὑπερτροφικὴ αὐτοπεποίθηση ὅτι μποροῦν νὰ καταλάβουν τὰ πάντα. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἀναθεωρήσουν τὶς ἰδέες τους καὶ τὴ ζωή τους. Ἐνῶ μποροῦν, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, πού, ἐνῶ ἤθελε νὰ πιστέψει, δὲν μποροῦσε. Γιατί ἐκεῖνος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προκατάληψη τοῦ κάθε ἀπίστου, μέσα ἀπὸ τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὶς ἀμφιβολίες του ἀναζητοῦσε νὰ ψηλαφήσει. Ἀναζητοῦσε τὰ σημάδια τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσωπικὰ ὄχι ἐγωκεντρικά, γι' αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκουμπήσει τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀναφώνησε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐμβαθύνει στὴν ἐμπειρία τῆς πίστns, ὅταν γράφει «ἔμαθον ἀφ' ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ' ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν...»• δηλαδή, πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου καὶ μὲ δίδαξαν νὰ μὴν κρίνω, ψηλάφησα καὶ ἔμαθα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ φιλονικῶ, ἕναν Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἂς εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς μία διαρκὴς ἐμπειρία καὶ ὁμολογία πίστης. Ἀμήν.

Ὁμιλία εἰς τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



Ἔρχομαι ἐπειγόντως νὰ καταβάλω τὴν ὀφειλή μου. Διότι, ἂν καὶ εἶμαι πτωχός, βιάζομαι νὰ ἀποσπάσω ὁπωσδήποτε τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Εἶχα δώσει ὑπόσχεση νὰ φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω.

Ἡ πρόθεσίς μου εἶναι νὰ ἐξοφλῶ πρῶτα τὶς παλαιότερες ὀφειλές, γιὰ νὰ μὴ μὲ πιέζουν οἱ τόκοι ποὺ συγκεντρώνονται. Συνεργασθεῖτε μαζί μου στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους, καὶ ἱκετεύσετε τὸν Θωμᾶ νὰ εὐλογήση τὰ χείλη μου μὲ τὴν ἁγία δεξιά του, μὲ τὴν ὁποίαν ἤγγισε τὴν πλευρὰ τοῦ Δεσπότου, ὥστε νὰ νευρώση τὴν γλώσσα μου, γιὰ νὰ σᾶς ἐξηγήσω αὐτὰ ποὺ ποθεῖτε. Καὶ ἐγώ, ἐνθαρρυνόμενος μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἀποστόλου καὶ μάρτυρος Θωμᾶ, διακηρύττω τὴν ἀρχικὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν τελικὴν ὁμολογία του, ἡ ὁποία ἔγινε κρηπὶς καὶ Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅταν εἰσῆλθε ὁ Σωτὴρ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἐκεῖ ὅπου εἶχαν συγκεντρωθῆ οἱ μαθηταί του καὶ ἐξῆλθε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀπουσίαζε μόνον ὁ Θωμᾶς. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἀπουσία τοῦ μαθητοῦ νὰ γίνη πρόξενος περισσοτέρας ἀσφαλείας καὶ βεβαιότητος. Διότι, ἐὰν παρευρίσκετο ὁ Θωμᾶς, δὲν θὰ ἀμφέβαλλε. Καὶ ἂν δὲν ἀμφέβαλλε, δὲν Θὰ ζητοῦσε νὰ περιεργασθῆ. Ἐὰν δὲν ζητοῦσε, δὲν θὰ ψηλαφοῦσε. Καὶ ἐὰν δὲν ψηλαφοῦσε, δὲν θὰ ἀνεκήρυττε τὸν Χριστὸ Κύριον καὶ Θεόν. Ἐὰν δὲν τὸν εἶχε ἀποκαλέσει Κύριον καὶ Θεόν, ἐμεῖς δὲν θὰ εἴχαμε διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μὲ τὸν τρόπον αὐτόν. Ὥστε καὶ μὲ τὴν ἀπουσία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια” καὶ μὲ τὴν παρουσία του ὕστερα μᾶς ἐβεβαίωσε περισσότερο στὴν πίστη.

Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταί, ὅταν ἦλθε ἀργοπορημένος: «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια». Εἴδαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπη μέσα στὰ γεγονότα. Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι», καὶ βλέποντας τὴν ἀνάσταση, ἐπροσκυνήσαμε τὸν ἀναστάντα. Τὸν ἀκούσαμε ποὺ μᾶς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», καὶ μεταστρέψαμε τὴν ζάλη τῆς λύπης σὲ γαλήνια εὐφροσύνη. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια του ποὺ ἐδέχθησαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴν λύσσα τῶν θεομάχων θηρίων. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια ποὺ μᾶς ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία, ἀντικρίσαμε καὶ τὴν πλευρὰν ποὺ φανερώνει λαμπρότερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν εὐσπλαχνία τοῦ πληγωμένου. Αὐτὴν τὴν πλευρὰ τὴν ὁποίαν ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ εὐλαβοῦνται οἱ πιστοὶ καὶ φρίττουν οἱ δαίμονες. Ὑποδεχθήκαμε καὶ ἐμφύσημα θεῖον ἀπὸ τὸ θεῖον στόμα του, ἐμφύσημα πνευματικόν, ἐμφύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ἐχειροτονηθήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο, κύριοι της ἀφέσεως τῶν πλημμελημάτων. Ἀποκτήσαμε καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἐντολή: «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς. Ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Τέτοια λόγια εἴχαμε τὴν βαθειὰ χαρὰ νὰ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν Σωτήρα, τέτοιες δωρεὲς ἀπολαύσαμε. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν πλουτήσωμε, ἀφοῦ εὑρήκαμε πλούσιον Δεσπότη. Ἀλλὰ μόνο σὺ ἔμεινες πτωχός, ἀφοῦ ἀπουσίαζες.

Καὶ τί τοὺς εἶπεν ὁ Θωμᾶς; Εἴδατε τὸν Κύριο; Καλῶς. Αὐτὸν λοιπὸν ποὺ εἴδατε, νὰ τὸν σέβεσθε περισσότερο. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, μὴν παύσετε νὰ τὸν κηρύττετε. Ἐγὼ ὅμως «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χείρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω». Καὶ σεῖς δὲν θὰ εἴχατε πιστεύσει ἐὰν πρῶτα δὲν ἐβλέπατε. Ἔτσι κι ἐγώ, ἐὰν δὲν ἴδω, δὲν θὰ πιστεύσω.

Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, διατήρησε τὸν ζῆλο σου, ὥστε βλέποντας ἐσὺ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ψυχή μου. Ζήτησε μὲ ἐπιμονὴ αὐτὸν ποὺ εἶπε: «Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Μὴν παύσης νὰ ἐρευνᾶς εἰλικρινῶς, ἐὰν δὲν εὕρης τὸν θησαυρὸ ποὺ ζητεῖς. Μὴν παύσης νὰ κρούης τὴν θύρα τῆς ἀναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξη αὐτὸς ποὺ εἶπε: «κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν». Ἀγαπῶ τὸν διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, ἐπειδὴ ἀναιρεῖ κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴν φιλομάθειά σου ἐπειδὴ καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι νὰ σὲ ἀκούω πολλὲς φορὲς νὰ λέγης: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπιστῆς ἐσύ, ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Σκάπτοντας ἐσὺ μὲ τὴν δικέλλα τῆς γλώσσης τὸ θεῖον σῶμα, ἐγὼ ἀκόπως θερίζω τὸν καρπὸ καὶ τὸν συλλέγω γιὰ μένα.





Ἐὰν δὲν ἰδῶ μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ μάτια τὶς πληγὲς τὶς ὁποῖες ἄνοιξαν οἱ ἀσεβεῖς στὰ ἁγιά του χέρια, δὲν πρόκειται νὰ συγκατατεθῶ στοὺς λόγους σας. Ἐὰν δὲν βάλω τὸ ἴδιο μου τὸ δάκτυλο στὰ κοιλώματα τῶν καρφιῶν, δὲν θὰ δεχθῶ τὴν καλή σας ἀγγελία. Ἐὰν δὲν κρατήσω μὲ τὸ χέρι μου τὸ ἴδιο τὴν πλευρὰ τοῦ εὑρισκομένου πέραν ἀπὸ κάθε ὑποψία μάρτυρος τῆς Ἀναστάσεως, δὲν ἠμπορῶ νὰ πιστεύσω στὸ δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχθῆ τὴν συνηγορία ἀπὸ τὰ γεγονότα. Καὶ κάθε λόγος ποὺ στερεῖται τὴν ἀπὸ τὰ ἔργα μαρτυρία, ἐξαφανίζεται στὸν ἀέρα. Ἔχω νὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Διδασκάλου. Πῶς λοιπὸν θὰ διηγηθῶ μὲ λόγια ἐκεῖνα ποὺ δὲν παρέλαβα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου; Πῶς θὰ πείσω τοὺς ἀπίστους νὰ πιστεύσουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα οὔτε ἐγὼ ἔχω παρακολουθήσει; Νὰ εἰπῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι εἶδα τὸν Κύριό μου νὰ σταυρώνεται, δὲν τὸν εἶδα ὅμως ἀναστημένο, παρὰ μόνον ἤκουσα; Καὶ ποῖος δὲν θὰ περιπαίξη τὰ λόγιά μου; Ποῖος δὲν θὰ περιφρονήση τὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο εἶναι ἡ ἀπαγγελία λόγων, καὶ ἄλλο ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων.

Αὐτοὺς τοὺς ἀμφιβόλους λογισμοὺς εἶχεν ὁ Θωμᾶς, ὅταν μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἐπαρουσιάσθη πάλιν ὁ Κύριος στοὺς συνηθροισμένους μαθητάς του. Ἄφησε πρῶτα τὸν Θωμᾶ, κατὰ τὶς ἡμέρες ποὺ παρεμβάλλονται, νὰ κατηχηθῆ ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του, παραχωρώντας ἔτσι νὰ ἀναφλεγῆ ἀπὸ τὴν δίψα τῆς συναντήσεώς του. Καὶ ὅταν ἡ ψυχὴ του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας, τότε, τὴν κατάλληλη στιγμή, ὁ ποθούμενος ἀπεκαλύφθη σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ποθοῦσε. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, ὅπως πρίν, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ πάλι, ὅπως τὴν πρώτη φορά, τοὺς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», γιὰ νὰ ταυτισθῆ τὸ γεγονὸς μὲ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ βεβαιώση τὴν ἀναγγελία τῶν Ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήση τὴν ἀκρίβεια τῆς δευτέρας ἐπισκέψεώς του. «Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ. Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου». Ὦ ὕψος ἀπεράντου φιλανθρωπίας! Ὦ πέλαγος ἀμετρήτου συγκαταβάσεως! Δὲν ἐπερίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν ἀνέμεινε νὰ προσέλθη αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέση καὶ νὰ ἐπιτύχη αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Δὲν τὸν ἐστέρησε οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ποθούμενος προσείλκυσε κοντὰ του διὰ τῆς βίας τὸν ἐραστήν, ὁ ἴδιος ἔσυρε μὲ τὴν φωνή, στὴν πληγὴ τὸ δάκτυλο αὐτοῦ ποὺ τὴν ποθοῦσε, ὁ ἴδιος μὲ τὴν Δεσποτική του γλώσσα ἐτράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ’ αὐτόν: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου».

Ἤκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν ὡς ἄνθρωπος, παρὼν ὅμως ὡς Θεός, αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν μαζί σας κατὰ τὴν θεότητα, ἂν καὶ ἀποχωρισμένος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια σου; Δὲν εἶπες: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω»; Ἀπὸ τὰ χείλη σου δὲν ἐξῆλθαν τὰ λόγια αὐτά; Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἐκφράζουν τοὺς λογισμούς σου; Γι’ αὐτὰ λοιπὸν ἦλθα πάλι, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀμφιβάλλεις. Γι’ αὐτὸ ἦλθα πάλι κοντά σας, εἶμαι ἐδῶ γι’ αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ἐπιθυμεῖς.

Γιὰ σὲ τὸν ἕνα ἦλθα καὶ τώρα κοντά σου, ἐγὼ ποὺ κατῆλθα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιὰ τὸ πλανώμενο πρόβατο, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψω τοὺς οὐρανούς. Μὴ λοιπὸν διστάσης νὰ μάθης αὐτὰ ποὺ ποθεῖς, μὴν ἐντραπῆς νὰ περιεργασθῆς αὐτὰ ποὺ ἐπιζητεῖς. Μὴν ἀποφύγης νὰ βάλης τὸ δάκτυλό σου ἐπάνω στὰ ἴδιά μου τὰ χέρια. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάκτυλα, ὅπως ἀνέχθηκα καὶ τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπέμεινα τὴν ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν.

Ὅταν ἐσταυρώθηκα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, δὲν ἠγανάκτησα, καὶ δὲν θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἔρευνα; «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἐτραυματίσθησαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν σας. «Ἴδε τὰς χεῖρας μου» καὶ ἀναλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἑκουσίως ἐσταυρώθη ἢ μήπως κάποιος ἄλλος; «Ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἄφησα νὰ διατηρήσουν τὰ σύμβολα τῆς ἰουδαϊκῆς μανίας, ὥστε ὅταν μὲ τὴν συνηθισμένη ἀναίδειά τους οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, μοῦ εἰποῦν ὅτι ἐμεῖς, Κύριε, δὲν σὲ ἐσταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐπολέμησαν τὰ χέρια μου μὲ τὰ ἀποτυπώματα τῶν πληγῶν, καὶ θὰ ἐντροπιάσω τοὺς Ἰουδαίους μόλις μὲ ἀντικρύσουν. Κοίτα τὰ χέρια μου καὶ μὴ νομίσης ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως εἶναι φαντασία. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ὁμήρους της ἰδικῆς σας ἀναγεννήσεως. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ἄγκυρα ποὺ ἀνειλκύσθη ἀπὸ τὸν βυθὸ τοῦ Ἅδου.

Μὴ φοβηθῆς κανένα βιοτικὸν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμικὴ μὴ σὲ τρομάξη, μὴ φοβηθῆς τοὺς ἀντιθέτους ἀνέμους, μὴ φροντίσης καθόλου γιὰ τὶς καταιγίδες καὶ τοὺς σκοπέλους τῆς θαλάσσης τῶν ἐχθρῶν. Πλεῦσε μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τοῦ βίου, πλεῦσε κρατώντας δυνατὰ τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, πλεῦσε προσέχοντας στὸν οὐρανὸ σὰν σὲ λιμάνι, πλεῦσε φοβούμενος μόνο τῆς ἰδικῆς μου ἀρνήσεως τὸ ναυάγιο. Περιγέλασε τὸν θάνατον ὡς νεκρό, περίπαιξε τὴν φθορὰν ὡς ἀνίσχυρη, χαιρέτισε τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ θάνατον ὡς ἀρχὴν ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ «φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου…». Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴν κρήνην αὐτὴν τῆς ζωῆς τὸ νάμα ποὺ ποθεῖς καὶ παρηγόρησε τὴν δίψα σου. «Φέρε τὴν χαρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», τοποθέτησε τὸ χέρι σου μέσα στὸ ἰατρεῖο τῆς φύσεως καὶ ἀπόβαλε τὸ δηλητήριο τῆς προαιρέσεώς σου. Ἀνέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μὲ ἀγαπᾶ, ἐγὼ ποὺ ἐδέχθην τὴν πληγὴ τῆς λόγχης.

«Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», ὥστε νὰ ἠμπορῆς νὰ λέγης σὲ ὅσους ἀντιστέκονται στὴν ἀλήθεια, ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάσταση μὲ εἶδες καὶ μὲ ἐξέτασες καὶ μὲ ἐψηλάφησες μὲ ἀκρίβεια. «Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», διότι γιὰ σὲ τὴν διετήρησα ἔτσι, ἐγὼ ὁ ὁποῖος ἐθεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων, προγνωρίζοντας ὡς Θεὸς ὅτι θὰ θελήσεις νὰ τὴν ἰδῆς σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ὥστε βλέποντας σὺ τὰ ἴχνη τοῦ πάθους τῆς σαρκός μου, νὰ θεραπεύσης τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. «Φέρε τὴν χεῖρα σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου» τὴν ὁποίαν ἐφύλαξα ἔτσι ὅπως τὴν βλέπεις, ὥστε, ὅταν ἐπανέλθω ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω Κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, νὰ ἰδοῦν οἱ Ἰουδαῖοι ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τους νὰ φανερώνωνται τὰ ἔργα τῆς κακῆς ἐργασίας τους, καὶ νὰ γίνουν αὐτοκατάκριτοι. «Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Εἶναι κακὸν ἡ ἀπιστία. Βυθίζει τὸν νοῦν. Ἡ πίστις τὸν ἐξυψώνει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχὴ” ἡ πίστις φωτίζει τοὺς λογισμούς. Ἡ ἀπιστία καὶ τὰ ἀόρατα τὰ βλέπει καθαρά. Ὁ ἄπιστος ἔχει πλήρη ἄγνοια. «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Ἀποδίωξε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίτα τὶς καθαρὲς ἀκτίνες τῆς πίστεως. Πάρε ὅλα τὰ ἐφόδια γιὰ νὰ γίνης ἄξιος Ἀπόστολος τῆς θεότητός μου.

Γίνε ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ συνανεστράφη μαζί μου, καὶ εἶχε τὶς ἐμπειρίες ποὺ εἶχες ἐσύ. Ὁμοίως μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους ἐκλήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐτιμήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐξοπλίσου. Τὰ ἴδια μὲ ἐκείνους εἶδες καὶ σύ, σοῦ ἐνεπιστεύθην σὰν φίλο ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅπως καὶ σ’ αὐτούς. Ὁμοίως μὲ αὐτοὺς κήρυττε τὴν δύναμή μου. Μὴν εἰπῆς πάλι γιὰ δευτέρα φορά: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Ὅσον εἶμαι μαζί σας, ὅπως θέλης ἠμπορεῖς νὰ μὲ περιεργασθῆς. Ὅσον ἔχεις κοντά σου τὸ οὐράνιον κλῆμα, ἐξερεύνησε ὅλους τους κλάδους καὶ τὰ σταφύλια του. Θὰ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ ὅπου ἦλθα στὴν γῆ, θὰ ἀνέλθω ἐκεῖ ὅπου εἶμαι, θὰ ἀνέλθω ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπίνη μου φύσιν ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου συγκατέβην γιὰ χάρη σας ὡς πρὸς τὴν θεότητα. Θὰ ἀνέλθω μὲ τοῦτο τὸ σῶμα, ἐγὼ ποὺ χωρὶς αὐτὸ ἔχω ἐκδημήσει ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔπαψα νὰ παραμένω ἐκεῖ. Θὰ ἀνέλθω μὲ τὴν ἰδικὴ σας φύση πρὸς τὸν πατρικὸν κόλπο, ἐγὼ ποὺ εὑρίσκομαι στοὺς κόλπους τοῦ Πατρός. Διότι ἐξεπλήρωσα τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖον ἔκαμα ὅλον αὐτὸν τὸν δρόμο.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θωμᾶς ἤγγισε τὰ δεσποτικὰ χέρια καὶ τὴν θεία πλευρά, καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ δειλία καὶ χαρὰ μὲ τὴν θέα αὐτῶν ποὺ ἐπεθύμησε, κινεῖ εὐθὺς τὴν γλώσσα πρὸς ὑμνωδίαν ἀναφωνώντας πρὸς τὸν Κύριον: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ Θεός, σὺ εἶσαι καὶ ἄνθρωπος καὶ φιλάνθρωπος, σὺ εἶσαι ἀξιοθαύμαστος καὶ παράδοξος ἰατρὸς τῆς φύσεως. Δὲν ἀποκόπτεις μὲ νυστέρι τὰ παθήματα, δὲν καυτηριάζεις μὲ φωτιὰ τὶς πληγές, δὲν ἀντλεῖς ἀπὸ τὰ βότανα τὴν ἰσχὺ τῶν φαρμάκων, δὲν ἐπιδένεις μὲ ἐπιδέσμους ὁρατοὺς τὰ πάσχοντα τραύματα. Διαθέτεις ἀοράτους ἐπιδέσμους εὐσπλαχνίας, οἱ ὁποῖοι ἀοράτως τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγον ὀξύτερον ἀπὸ τὸ μαχαίρι, ἔχεις διδασκαλία πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴν φωτιά, ἔχεις βλέμμα πιὸ προσιτὸ ἀπὸ βάλσαμο. Ὡς δημιουργός, χωρὶς δαπάνη καὶ ἀντίτιμο, ἁγιάζεις τὸ δημιούργημά σου. Ὡς πλάστης, χωρὶς νὰ κοπιάσης, μεταπλάττεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ ἐκαθάρισες λεπροὺς μὲ τὸ θέλημά σου, σὺ ἔκαμες χωλοὺς νὰ τρέχουν, σὺ ἔδωσες στοὺς παραλύτους νὰ σηκώσουν τὰ κρεβάτια τους, σὺ ἐπρόσταξες ἐκ γενετῆς τυφλοὺς νὰ ξεπλύνουν τὸ σκοτεινό τους κάλυμμα, σὺ ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὰ πλάσματά σου, σὺ συνελήφθης μὲ τὴν θέλησή σου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, σὺ ἔπαθες τὰ πάντα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ἑκουσίως πρὸς χάριν μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἀνεγνώρισα τὸν Δεσπότη μου, ἀνεγνώρισα τὸν ἁλιέα μου καὶ φύλακα, τὸν Βασιλέα καὶ Κύριό μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν πρόσληψη τῆς φύσεώς μου, πιστεύω στὸν προσκυνητὸν Σταυρόν σου, πιστεύω στὰ Πάθη τῆς σαρκός σου, πιστεύω στὸν τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στὴν Ἀνάστασίν σου. Πλέον δὲν ἐξετάζω. Πιστεύω, δὲν φιλολογῶ. Πιστεύω, δὲν ζυγίζω. Πιστεύω, δὲν περιεργάζομαι. Πιστεύω στοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ στὰ χέρια μου. Αὐτὰ ποὺ εἶδα μὲ ἐδίδαξαν νὰ μὴ φιλολογῶ. Ἔμαθα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐψηλάφησα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ συγκρίνω μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ σταθμά. Ἕναν Κύριον καὶ Θεὸν γνωρίζω μόνον, τὸν Δεσπότην Χριστό, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ Κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Κυριακή του Θωμά Τ Ο Θ Α Υ Μ Α Σ Τ Η Ζ Ω Η Τ Η Σ Ε Κ Κ Λ Η Σ Ι Α Σ «Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἅ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ» (Ἰωαν. κ΄ 30) Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Απ. Βαρνάβα


Τ Ο   Θ Α Υ Μ Α   Σ Τ Η   Ζ Ω Η   Τ Η Σ   Ε Κ Κ Λ Η Σ Ι Α Σ
«Πολλά μέν οὖν καί ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἅ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ»      (Ἰωαν. κ΄ 30)

                        Ἡ λέξη «σημεῖο» ἤ στόν πληθυντικό «σημεῖα», ἀγαπητοί ἀδελφοί, στό χῶρο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀναφέρεται στίς θαυματουργικές πράξεις τίς ὁποῖες ἐπιτελοῦσαν οἱ προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη.  Ἐπιπρόσθετα ἀναφέρεται σέ αὐτές τίς πράξεις, τίς ὁποῖες ἐπιτελοῦσε ὁ Κύριος κατά τό σύντομο ἐπίγειο βίο του καί μνημονεύονται στά ἱερά εὐαγγέλια. Τέλος, ἀναφέρεται σ’ αὐτές τίς ὁποῖες ἐπιτελοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ διάδοχοί τους καί συνεχίζονται στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μέ τή χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. 

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή ἀναφέρεται σέ «πολλά» καί «ἄλλα σημεῖα», τά ὁποῖα ὁ Κύριος ἔκαμε μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς, ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν.  Αὐτά βοηθοῦσαν τούς Ἀποστόλους νά κατανοήσουν ὅτι ὁ Ἀναστάς Κύριος ἦτο Αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Διδάσκαλός τους, μέ τόν ὁποῖο συναναστράφησαν καί συνέφαγον, τόν εἶδαν καί τόν ἄκουσαν κατά τόν τριετῆ δημόσιο βίο Του.  Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης σέ ὅλο τό ἱερό εὐαγγέλιό του ἀναφέρει μόνο ἑπτά σημεῖα – θαύματα τοῦ Κυρίου.  α) Τόν πολλαπλασιασμό τῶν ἄρτων (Ἰωαν. στ΄ 1-14).  β) Τόν περίπατο τοῦ Κυρίου στή λίμνη (Ἰωάν. στ΄ 16-21) γ) Τό θαῦμα στήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας (τό νερό σέ κρασί) (β΄1-11) δ) Τή Θεραπεία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀξιωματούχου (Ἰωαν. δ΄ 46 -54)  ε) Τή θεραπεία τοῦ παραλύτου στήν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ (Ἰωαν. ε΄ 1-11)  στ) Τή Θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ (Ἰωαν. θ΄ 1-41) καί  ζ) Τήν Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου (Ἰωαν. ια΄ 1-44).
2

Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅταν περιγράφει τά ἑπτά θαύματα δίδει ἔκταση στό κείμενό του.  Σ’ αὐτές τίς ἑπτά περιπτώσεις κεντρικός στόχος του παραμένει νά καταδείξει τή θεότητα τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.  «ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί  ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχησε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.»  (Ἰωαν. κ΄ 31)  Τά εὐαγγέλια ἀναφέρουν γεγονότα καί λόγους τοῦ Κυρίου περιστασιακά καί κηρυκτικά στό χῶρο της λατρείας, γιά νά διδάξουν τό νέο Ἰσραήλ, τό λαό τοῦ Θεοῦ.  Μέ ἄλλα λόγια κηρύσσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί καλοῦν τόν ἄνθρωπο νά πιστεύσει γιά νά σωθεῖ.  Δέν ἔχουν σκοπό νά συντάξουν μιά πλήρη βιογραφία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ κάθε λεπτομέρεια.  

Θαύματα τοῦ Κυρίου ἐγένοντο πάνω στόν ἑαυτό του, πάνω στή φύση καί πάνω σέ ἀνθρώπους.  Ἔχουμε θαύματα προσωπικά ἀλλά καί ὁμαδικά.  Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης θέλοντας νά τονίσει τό πλῆθος τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου μᾶς πληροφορεῖ: «ἔστι δέ καί ἄλλα πολλά ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐάν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδέ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία.  ἀμήν!»  (Ἰωαν. κα΄ 25)  Ἐκτός ἀπό ὅσα ἔχουν γραφεῖ στά ἱερά εὐαγγέλια, ὑπάρχουν πολλά ἄλλα, τά ὁποῖα εἶπε καί ἔκαμε ὁ Κύριος, ὥστε εἶναι ἀδύνατο νά καταγραφοῦν ὅλα.

Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος μᾶς λέγει ὅτι μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου (-δέν ἀναφέρει τήν Πεντηκοστή-) οἱ Μαθητές ἀνέλαβαν τή διάδοση τοῦ εὐαγγελίου στόν τότε γνωστό κόσμο ἔχοντας τήν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου ἄνωθεν «διά τῶν ἐπακολουθούντων σημείων».  (Μαρκ. ιστ΄ 20)  Τό θαῦμα, λοιπόν, ἀποτελεῖ μιά πραγματικότητα στή ζωή τόσο τῶν ἐργατῶν τοῦ εὐαγγελίου ὅσο καί τῶν πιστῶν.  Τούς πρώτους αἰῶνες, πού οἱ πιστοί ἦταν ὀλίγοι, τό θαῦμα γεννοῦσε πίστη στό Χριστό στίς ψυχές τῶν ἀπίστων.  Σήμερα ὅμως ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ συνέχεια τοῦ σωτηριώδους ἔργου της κάτω ἀπό ποικιλία ἀντιξοοτήτων ἀποτελεῖ ἕνα ἀδιαμφισβήτητο θαῦμα μέσα στή ζωή τῆς ἀνθρωπότητος.

3
Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος μνημονεύει τό λόγο τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στή ζωή τῶν μελλόντων νά πιστεύσουν ὅτι θά εἶναι γεμάτη «σημεῖα». «σημεῖα δέ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει·  Ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· ὄφεις ἀροῦσι· κἄν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει· ἐπί ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καί καλῶς ἕξουσιν»  (Μαρκ. ιστ΄ 17-18).  Ὅσοι πιστέψουν σ’ ἐμέ θά ἔχουν νά παρουσιάσουν τά ἀκόλουθα θαύματα: Μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός μου θά διώχνουν δαιμόνια.  Θά μιλοῦν γλῶσσες νέες καί πνευματικές.  Ἄν στά χέρια τους πιάνουν φίδια ἤ πίνουν κάτι τό δηλητηριῶδες δέν θά παθαίνουν τίποτε.  Θά τοποθετοῦν τά χέρια τους πάνω σέ ἀρρώστους καί θά γίνονται καλά.

Παράλληλα νά μνημονεύσουμε ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφερόμενος στήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή ζωή τῶν πιστῶν καί τό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τονίζει ὅτι: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.» (Ἰωαν. ζ΄ 38) Ὅσοι ἐμφοροῦνται ἀπό ζωντανή πίστη μοιάζουν μέ τούς πλωτούς ποταμούς, οἱ ὁποῖοι ἀρδεύουν τίς ἐκτάσεις τῆς γῆς.  Οἱ πιστοί ποτίζουν τίς διψασμένες ψυχές τῶν ἀνθρώπων μέ τό ὕδωρ τῆς ζωῆς.  Τοῦ ἐκ νεκρῶν Ἀναστάντος Κυρίου ἡ τιμή καί ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.  Ἀμήν!

Ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ Anthony Bloom




 


Σήμερα τιμᾶμε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Πολλοὶ συχνὰ τὸν θυμόμαστε μοναχὰ σὰν τὸν ἄπιστο Θωμᾶ· στὴν πραγματικότητα εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε γιὰ τὰ νέα ποὺ τοῦ μετέφεραν οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ὅταν τοῦ εἶπαν : Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε! Τὸν εἴδαμε ζωντανό!

Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἢ ποὺ παρέμεινε ἄπιστος στὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς ἀποκάλυψης τοῦ Κυρίου. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὅταν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος ἔμαθαν ὅτι ἀρρώστησε ὁ Λάζαρος, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἂς ἐπιστρέψουμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὰ λόγια τοῦ Κυρίου οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἀπάντησαν: Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν ἐκεῖ, γιατί θὰ πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε; Μονάχα ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: Ἂς Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ ἂς πεθάνουμε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον. Ἦταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νὰ εἶναι στὰ λόγια μαθητής Του, ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει ὅπως ἕνας μαθητὴς ἀκολουθεῖ τὸν δάσκαλό του, ἀλλὰ νὰ πεθάνει μαζί Του, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀποφασίζει νὰ πεθάνει μὲ τὸν φίλο του καὶ ἐὰν χρειαστεῖ χάριν τοῦ φίλου του. Ἂς θυμηθοῦμε λοιπὸν τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του.

Τί συνέβη ὅμως ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἀπόστολοι ἀνήγγειλαν σ’ αὐτὸν ποὺ μονάχα αὐτὸς δὲν εἶχε δεῖ τὸν Κύριο, ὅτι ἀντίκρισαν πραγματικὰ τὸν ἀναστάντα Χριστό; Γιατί δὲν πίστεψε τὰ λόγια τους; Γιατί ἀμφέβαλλε; Γιατί εἶπε ὅτι χρειαζόταν ἀποδείξεις, ἁπτὲς ἀποδείξεις; Ἐπειδὴ ὅταν τοὺς ἀντίκρισε τοὺς εἶδε χαρούμενους μὲ ὅ,τι εἶδαν, ἦταν χαρούμενοι ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν πιὰ νεκρός, ποὺ ἦταν ζωντανός, χαρούμενοι γιὰ τὴν νίκη ποὺ εἶχε κερδηθεῖ. Καὶ ὅμως παρατηρώντας τους δὲν εἶδε σὲ αὐτοὺς καμία ἀλλαγή. Ἦταν οἱ ἴδιοι, μόνο ποὺ ἦταν γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἀντὶ γιὰ φόβο. Καὶ ὁ Θωμᾶς τοὺς εἶπε : Μόνο ἐὰν Τὸν δῶ, μόνο ἐὰν γίνω μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως θὰ μπορέσω νὰ πιστέψω.

Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ κάποιος ποὺ μᾶς συναντᾶ;

Πρὶν λίγες ἡμέρες ὁμολογήσαμε μὲ πάθος, μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ πίστη τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὸ πιστεύουμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι· καὶ ὅμως, ὅταν μᾶς συναντοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας μας, μᾶς βλέπουν καὶ ἀναρωτιοῦνται: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τί τοὺς συνέβη;

Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ τὸν ἀναστάντα Κύριο, ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση δὲν ἤτανε γι’ αὐτοὺς βίωμα, δὲν σήμαινε γι’ αὐτοὺς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σέ μᾶς· ἐὰν ἑξαιρέσουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ ὅταν τοὺς συναντάει κάποιος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ μήνυμα ποὺ φέρουν εἶναι ἀληθινό.

Τί ὑπάρχει στὸ δικό μας μήνυμα ποὺ δὲν ἀκούγεται; Ἐπειδὴ μιλᾶμε ἀλλὰ δὲν εἴμαστε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαφέρουμε τόσο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν νοιώσει τὴν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ, ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ μοιράστηκε μὲ μᾶς τὴ ζωή Του, ποὺ μᾶς ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ C. S. Lewis, διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπές, λαμπρό, ἀλλὰ εἶναι πέτρα. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μᾶς συγκινεῖ λιγότερο ἐξωτερικά, εἶναι ὅμως ζωντανός, εἶναι μία μαρτυρία ζωῆς.

Ἂς ἐξετάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε σὲ ποιὰ κατάσταση βρισκόμαστε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναντᾶμε δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καὶ ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Γιατί;

Ὁ καθένας μας ἔχει νὰ δώσει τὴ δική του ἀπάντηση σ’ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἐξετάσει τὸν ἑαυτό του καὶ ἂς ἑτοιμαστεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ βαθειὰ συνείδηση, ἂς κάνουμε ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τὴ ζωή μας, ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς συναντοῦν, ὅταν θὰ μᾶς βλέπουν, θὰ λένε: Δὲν ἔχουμε ξανασυναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους, ἔχουν κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε δεῖ σὲ κανέναν ἄλλον. Τί εἶναι αὐτό; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε ὅτι εἴμαστε φορεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐνεργεῖ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴμαστε ναός Του. Ἀμήν.

Κυριακή τοῦ Θωμᾶ π. Γεώργιος Ρ.Ζουμῆς


Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μετά τήν ἀνάστασή του ἐμφανίσθηκε πολλές φορές στούς ἕνδεκα μαθητάς του, ἀλλά καί σέ ἄλλους ἀδελφούς. Δηλαδή σέ ἀνθρώπους, πού ἦταν πιστοί καί ἀφοσιωμένοι σ᾿ Ἐκεῖνον.
Γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅτι ὁ Κύριος μετά τόν θάνατό του παρουσιάσθηκε ζωντανός στούς μαθητάς του μέ πολλές ἀποδείξεις. Ἐπί σαράντα ἡμέρες ἐμφανιζόταν σ᾿ αὐτούς καί τούς μιλοῦσε γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τήν σταύρωσή του τήν εἶδαν πάρα πολλοί ἄνθρωποι. Τό καθαυτό γεγονός τῆς ἀναστάσεως δέν τό εἶδε κανείς. Γι᾿ αὐτό δέν γνωρίζουμε τήν ἀκριβή ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Τόν εἶδαν ὅμως πολλοί μετά τήν ἀνάστασή του μέχρι πού ἀνελήφθη στούς οὐρανούς.
Εἶναι γεγονός, ὅτι στρατιῶται ἀπό ἕνα σημεῖο καί μετά φύλαγαν ἄδειο τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε καί αὐτοί πῆραν εἴδηση πότε ἀναστήθηκε καί βγῆκε ἀπό τό μνημεῖο. Ὅταν ἔγινε ὁ σεισμός καί ὁ ἄγγελος ἀπεκύλισε τόν λίθο ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου, δέν τό ἔκανε γιά νά βγεῖ ὁ ἀναστάς Κύριος.  Ὅλο αὐτό ἔγινε γιά τίς μυροφόρες γυναῖκες, γιά νά δοῦν καί νά διαπιστώσουν, ὅτι ὁ τάφος εἶναι ἄδειος. Κατά συνέπεια ἀναστήθηκε ὁ Κύριος.
Μέσα στά τέσσερα Εὐαγγέλια ἔχουμε ἕνδεκα περικοπές, ἕνδεκα εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, πού ἀναφέρονται στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στίς ἐμφανίσεις, πού ἔκανε στούς μαθητάς του. Εἶναι τά λεγόμενα ἐωθινά Εὐαγγέλια, πού διαβάζουμε στόν ὄρθρο τῆς Κυριακῆς ἀπό τά δεξιά τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἱερεύς, πού διαβάζει τό Εὐαγγέλιο, συμβολίζει τόν ἄγγελο, πού ἦταν στά δεξιά τοῦ μνήματος καί γνωστοποίησε στίς μυροφόρες τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὅταν δέ ἐρχόμαστε στό κέντρου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, γιά νά ἀσπασθοῦν οἱ χριστιανοί τό Εὐαγγέλιο, θυμόμαστε ἐκεῖνο τό γεγονός, πού μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στό ὑπερῶο τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, στάθηκε στό μέσον τοῦ δωματίου καί ἦρθαν οἱ μαθηταί νά τόν προσκυνήσουν.
Αὐτό ἔγινε δύο φορές. Ἡ μία ἦταν τό ἀπόγευμα τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἀναστάσεως, ὅταν ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς καί ἡ δεύτερη ἔγινε μετά ὀκτώ ἡμέρες, σάν σήμερα, παρόντος καί τοῦ Θωμᾶ.
Ἔχουμε λοιπόν πολλές μαρτυρίες καί ἀποδείξεις τῆς ἀναστάσεως. Καί ὅπως εἶπε κάποιος, θά πρέπει νά κουρασθοῦμε πολύ, γιά νά ἀπορρίψουμε τήν ἀνάσταση. Θά πρέπει νά βιάσουμε πολύ τόν ἑαυτό μας, γιά νά μή πιστεύσουμε στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ μαθηταί τόν εἶδαν ἐπανειλημμένως. Τόν ἄγγιξαν, τόν ψηλάφισαν, τόν προσκύνησαν, ἔπιασαν τά πόδια του, εἶδαν τίς πληγές ἀπό τά καρφιά στά πόδια καί στά χέρια του.  Ἔβαλαν τά χέρια τους στήν πληγή τῆς πλευρᾶς, πού ἔγινε ἀπό τήν λόγχη. Τόν εἶδαν νά τρώει, παρ᾿ ὅτι δέν εἶχε ἀνάγκη, ἀφοῦ εἶχε σῶμα πνευματικό, ὅπως θά γίνουν καί τά δικά μας σώματα κατά τήν κοινήν ἀνάστασιν.
Μία μεγάλη ἀπόδειξις τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Κάποιοι πού ἀπιστοῦν ρωτᾶνε, ἄν μᾶς  εἶπαν ψέματα οἱ Ἀπόστολοι; Γιά νά δοῦμε, μποροῦσαν νά ποῦν ψέματα; Ρητά καί κατηγορηματικά λέω, ὄχι. Γιατί:
Ἀνῆκαν ὅλοι στήν κατώτερη τάξη τῆς ἰουδαϊκῆς κοινωνίας. Ἦσαν ἄνθρωποι ἁπλοϊκοί, ψαράδες ἀρκετοί ἀπό αὐτούς. Δέν ἦσαν καθόλου πονηροί γιά νά σκεφτοῦν ἤ νά ἐπινοήσουν ἕνα τόσο μεγάλο ψέμα. Ἄλλά καί ὁ χαρακτήρας τους ἦταν τέτοιος, ὥστε δέν θά τολμοῦσαν νά ποῦν ψέματα.
Ἔλεγαν πάντοτε τήν ἀλήθεια. Βλέπουμε μέσα στά ἱερά Εὐαγγέλια νά ὁμολογοῦν τά πάθη τους, τίς ἐλλείψεις τους, τίς ἀδυναμίες τους. Ὅτι φιλονικοῦσαν μεταξύ τους γιά πρωτοκαθεδρίες, ὅτι ὁ Ματθαῖος ἦταν τελώνης. Ὅτι ὅλοι τόν ἀρνήθηκαν καί ἔφυγαν, πρᾶγμα πού ἦταν μεγάλη ἁμαρτία καί προσβολή γι᾿ αὐτούς. Ὅλα τά στραβά τους τά βγάζουν στή φόρα. Δέν ἀποκρύπτουν τίποτε.  Ὅμως δέν ἦταν ψεῦται καί ἀνήθικοι. Μή λησμονοῦμε, ὅτι κάποιοι ἀπό αὐτούς ἦταν πρίν μαθηταί τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἄρα πολύ εὐσεβεῖς. Ποτέ δέν θά γινόντουσαν ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ, νά ποῦν κάτι πού δέν ἔγινε.
Ἀκόμη δέν θά τολμοῦσαν νά ποῦν ἕνα τόσο μεγάλο ψέμα, γιατί ἤξεραν πολύ καλά, ὅτι θά τούς περίμενε θάνατος. Θά ἔφερναν στήν ἐπιφάνεια ἕνα τόσο μισητό ὄνομα στούς Ἰουδαίους καί στούς Ρωμαίους; Μέ τήν πρώτη εὐκαιρία οἱ ὄχλοι, πού φώναζαν γιά τόν Χριστό, σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν, θά τούς λιθοβολοῦσαν.
Πράγματι βλέπουμε, ὅταν μετά τήν ἀνάσταση οἱ ἀπόστολοι  ἄρχισαν νά κηρύττουν τόν Χριστό, κινητοποιήθηκαν ἀμέσως οἱ ἀρχές. Τούς ἔπιασαν, τούς χτύπησαν καί τούς ἔρριξαν στή φυλακή, μέ ἀπειλές νά μή ξαναμιλήσουν γιά τόν Χριστό. Ἐκεῖνοι βέβαια ἀπάντησαν, ὅτι δέν μποροῦμε, δέν γίνεται νά μή μιλᾶμε γιά ὅσα εἴδαμε καί ἀκούσαμε.
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, πολλές φορές προεῖπε τήν ἀνάστασή του. Ἄν ὄντως δέν ἀναστήθηκε, γιατί θά ἔπρεπε νά συνεχίσουν νά εἶναι μαζί του; Ἴσα-ἴσα τότε ἔπρεπε νά τόν ἐγκαλείψουν, γιατί τούς ἐξαπάτησε. Τότε ἔπρεπε νά τόν μισοῦν, παρατηρεῖ ὁ ἱερός χρυσόστομος, ὄχι νά τόν ἀγαποῦν καί νά θυσιάζωνται γι᾿ αὐτόν. Ἐμεῖς σέ πιστέψαμε καί σέ ἀκολουθήσαμε. Μᾶς ξεσήκωσες μέ ψεύτικες ἐλπίδες. Ἀφήσαμε γιά χάρη σου σπίτια, οἰκογένειες, ἐργασίες, τά πάντα. Ὁλόκληρο τό ἔθνος στράφηκε ἐναντίον μας. Μᾶς θεώρησε προδότες καί ἐχθρούς του. Κι᾿ ἐσύ μᾶς πρόδωσες, μᾶς ἀπογοήτευσες. Δέν ἀξίζει πλέον νά εἴμαστε  κοντά σου.
Καί ὅμως μετά τήν ἀνάστασή του βλέπουμε μιά μεγάλη, ριζική ἀλλαγή στή συμπεριφορά τους. Οἱ τρομαγμένοι, πού ἔτρεξαν νά κρυφθοῦν, ἔγιναν θαρραλέοι, ἄφοβοι καί ἀτρόμητοι. Αὐτοί πού ἔπρεπε νά τόν ἐγκαταλείψουν, ἄν πράγματι τούς ἐξαπάτησε καί τούς ἀπογοήτευσε,  μαρτυροῦν τώρα καί πεθαίνουν γι᾿ αὐτόν σάν κακοῦργοι. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί ὄντως ἀνέστη ὁ Κύριος.
Ἀγαπητοί μου,
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἑορτή τῶν ἑορτῶν. Εἶναι τό σταθερό θεμέλιο, πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ὅλο τό οἰκοδόμημα τῆς πίστώς μας. Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ἄν δέν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ἡ πίστη  μας εἶναι ματαία, ἕνα μηδενικό, ἕνα καλό παραμύθι. Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει μέχρι σήμερα, παρά τούς φοβερούς διωγμούς, πού ὑπέστη, ὀφείλεται  στόν ἀναστημένο Χριστό, πού ζεῖ στούς οὐρανούς καί κατευθύνει τήν πορεία της μέσα στόν κόσμο.
Ἡ ἀνάσταση εἶναι μεγαλύτερο γεγονός τῆς πανανθρώπινης ἱστορίας. Οἱ ἄλλες θρησκεῖες ἔχουν γιά ἀρχηγούς θνητούς ἀνθρώπους. Ἡ κεφαλή τῆς  Ἐκκλησίας μας εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστός. Ὁ μόνος τάφος, πού εἶναι ἄδειος, εἶναι τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐπάνω σ᾿ αὐτό τό κενό μνημεῖο στηρίζεται ὅλη ἡ πίστη μας. Ἀπό ἐκεῖ πηγάζει τό ἀνέσπερο φῶς, ἡ ζωή καί ἡ ἀνάστασις τοῦ καθενός μας.
Πανηγυρίζουμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἀσπαζόμαστε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. Δέν δίνουμε μόνο τά χέρια, οὔτε πλέκονται μόνο τά χέρια. Ἀγκαλιάζονται καί πλέκονται οἱ καρδιές μας, γιατί πάσχα σημαίνει συμφιλίωση μέ τόν Θεό καί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἔχθρα καταργήθηκε μιά γιά πάντα. Ἔτσι πρέπει νά ζοῦμε. Νά προσφέρουμε στόν Χριστό τά πάντα, τήν ζωή μας ὁλόκληρη, ἀφοῦ καί αὐτός ἔδωσε γιά μᾶς τά πάντα. Ἀμήν.-

Κυριακὴ του Θωμά



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Πράξ. ε΄ 12-20
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Ἰωάν. κ΄ 19-31
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
1.  Η ἡμέρα τῆς Κυριακῆς
Ἡ σημερινὴ ἡμέρα ὀνομάζεται Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Παράλληλα ὅμως ὀνομάζεται καὶ  Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα, διότι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ Συναξάριο, τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορτάζουμε καὶ «τὰ ἐγκαίνια τῆς Χριστοῦ Ἀναστάσεως», δηλαδὴ τὴν ἐ πίσημη καθιέρωση τοῦ ἑβδομαδιαίου ἑορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ὁποία, λόγῳ τῆς μοναδικῆς σπουδαιότητός της, θεσπίστηκε νὰ ἑορτάζεται ὄχι μόνο τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ κάθε Κυριακὴ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους.

Ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔλαβε χώρα τὸ μοναδικὸ καὶ κοσμοϊστορικὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, μὲ τὸ ὁποῖο ἐγκαινιάστηκε ἡ «καινὴ κτίσις», ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ «μία τῶν Σαββάτων», δηλαδὴ ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ ὁποία τιμήθηκε ἰδιαιτέρως καὶ ἁγιάστηκε ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἄλλωστε δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἀναστὰς Κύριος, ὅπως ἀναφέρει τὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἐμφανίστηκε γιὰ δεύτερη φορὰ στοὺς μαθητές Του, ὄχι ἄλλη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀλλὰ «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ», δηλαδὴ καὶ πάλι ἡμέρα Κυριακή. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ «ἔθεσε τὸ θεμέλιον διὰ τὴν τιμὴν καὶ τὸν ἁγιασμὸν τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος» (Παν. Τρεμπέλας).
Ἔτσι ἡ Κυριακὴ ἀντικατέστησε τὸ ἑβραϊκὸ Σάββατο ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων, ἐνῶ τὸ 321 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὴν καθιέρωσε ἐπίσημα ὡς ἡμέρα ἑορτῆς καὶ ἀργίας.Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, ὄχι μόνο διότι μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ξεκουραστοῦμε, ἀλλὰ κυρίως διότι ἡ ἱερότητα αὐτῆς τῆς ἡμέρας μᾶς παρακινεῖ νὰ τὴν ἁγιάζουμε μὲ τὸν ἐκκλησιασμό μας, μὲ ἐκδηλώσεις ἀγάπης, μὲ πνευματικὴ μελέτη καὶ ὁλο- ἀγάπης, μὲ πνευματικὴ μελέτη καὶ ὁλοκάρδια εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν ἀναστάντα Κύριο.
2. «Εἰρήνη ὑμῖν»
Τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο βράδυ τῆς «μιᾶς τῶν σαββάτων» κι ἐνῶ οἱ μαθητὲς ἦταν μαζεμένοι σ’ ἕνα σπίτι κι εἶχαν τὶς θύρες κλειστές, ἐπειδὴ φοβόντουσαν τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ ἀναστημένος Ἰη σοῦς, στάθηκε στὴ μέση καὶ τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν». Ἂς  εἶναι εἰρήνη σὲ σᾶς! Κι ἀφοῦ τὸ εἶπε  αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια Του καὶ τὴν πλευρά Του, γιὰ νὰ δοῦν τὰ σημάδια  τῶν πληγῶν καὶ νὰ πεισθοῦν ὅτι αὐτὸς  ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους ποὺ σταυρώθηκε.
«Εἰρήνη ὑμῖν»! Εἶναι συνηθισμένος ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς στοὺς λαοὺς τῆς  Ἀνατολῆς. Ὡστόσο αὐτὸς ὁ κοινὸς χαιρετισμὸς ἀποκτᾶ ἐντελῶς ξεχωριστὸ  νόημα καθὼς τώρα ἀπευθύνεται ἀπὸ τὸν ἀναστάντα Κύριο στοὺς ἀγαπημένους μαθητές Του! Μὲ τὸ «εἰρήνη ὑμῖν» ὁ Κύριος ἐπιθυμεῖ νὰ διαλύσει τὸ σκοτάδι τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀπελπισίας ποὺ κυριαρχοῦσε στὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν Του ὕστερα ἀπὸ ὅσα εἶχαν συμβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες. Θέλει νὰ τοὺς μεταδώσει δύναμη κι ἐλπίδα, γιὰ νὰ ἀντέξουν στοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ πρόκειται οἱ ἴδιοι νὰ ὑποστοῦν γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Αὐτὴ τὴν εἰρήνη, δῶρο τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, ποθεῖ κι ἡ δική μας ψυχή. Εἰρήνη μὲ τὸν Θεό, εἰρήνη μεταξύ μας, εἰρήνη καὶ μὲ τὴ συνείδησή μας. Ἂς παρακαλέσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὸν ἀναστημένο Χριστὸ νὰ ἔλθει καὶ στὴ δική μας καρδιὰ καὶ νὰ κατοικήσει μέσα μας, γιὰ νὰ μᾶς μεταδώσει αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ χαρά.
3. Απὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστη
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ ποὺ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ἔλειπε ἕνας, ὁ Θωμᾶς. Τοῦ εἶπαν ἀργότερα οἱ ἄλ λοι μαθητὲς ὅτι εἶδαν τὸν Κύριο ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ τὸ πιστέψει. Ὥσπου μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μέρες ἀκριβῶς, κι ἐνῶ ἦταν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές – μαζὶ κι ὁ Θωμᾶς – ἐμφανίστηκε πάλι ὁ Κύριος καὶ κάλεσε τὸν Θωμᾶ νὰ Τὸν ψηλαφήσει, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὁ ἴδιος προσωπικὰ γιὰ τὴν Ἀνάστασή Του.
Δὲν ἄφησε ὁ θεῖος Διδάσκαλος τὸν δύσπιστο μαθητὴ νὰ παλεύει μόνος του μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἀμφιβολίας. Μὲ πολλὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη ἀπευθύνθηκε εἰδικὰ πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσει μόνος του τὴν ἀλήθεια καὶ συγκλονισμένος νὰ ὁμολογήσει: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!
«Ὦ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ! Τῶν πιστῶν τὰς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε», ψάλαμε σ’ ἕναν ὕμνο τοῦ Ἑσπερινοῦ (Στιχηρὸ ἰδιόμελο). Τελικὰ δηλαδὴ ἦταν ὠφέλιμη ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ, διότι ὁδήγησε τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας. Οἱ ἀδιάψευστες ἀποδείξεις ποὺ δόθηκαν σ’ αὐτὸν στερέωσαν ὅλους τοὺς μαθητὲς στὴν πίστη πρὸς τὸν ἀναστάντα Λυτρωτή! Κι ὅταν ἀργότερα οἱ Ἀπόστολοι θὰ κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως σ’ ὅλον τὸν κόσμο, θὰ εἶχαν νὰ ποῦν: Τὸν εἴδαμε! Τὸν ἀκούσαμε! Τὸν ψηλαφήσαμε! Κι ἔτσι ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ κατέληξε νὰ γίνει στέρεη βάση πίστεως καὶ ὁμολογίας ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πράγματι ὁ Κύριος καὶ Θεός μας!
“Ο ΣΩΤΗΡ”1 Μαΐου 2013

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...