Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2014

Τὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα -Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov



Κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, θὰ σᾶς ὁδηγήσω, ἀδελφοί, σ’ ἕνα πνευματικὸ θέαμα.

Κάποτε ὁ μεγάλος ὅσιος τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιος, ὁ ἐρημίτης τῆς Αἰγύπτου, μὲ θεία ἀποκάλυψη εἶδε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες σὰν δίχτυα πάνω σ’ ὅλη τὴ γῆ, γιὰ τὴν παγίδευση καὶ τὴν ψυχικὴ καταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων. Στέναξε τότε μὲ πόνο ὁ ὅσιος καὶ ρώτησε τὸν Κύριο: «Ποιὸς τάχα, Κύριε, θὰ μπορέσει νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;»(1).

Βυθίζομαι μὲ τὴ σκέψη στὴν παρατήρηση τῶν διχτυῶν τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁπλωμένα ὄχι μόνο ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μέσα του. Τὸ ἕνα δίχτυ εἶναι σφιχτοδεμένο μὲ τὸ ἄλλο. Κάποια δίχτυα εἶναι στημένα σὲ σειρές. Ἄλλα ἀφήνουν μεγάλα ἀνοίγματα, αὐτὰ ὅμως ὁδηγοῦν σὲ ἀναρίθμητες πτυχώσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγει κανείς. Θρηνῶ πικρά, βλέποντας τὰ πολύπλοκα σατανικὰ δίχτυα! Αὐθόρμητα ρωτάω κι ἐγώ, ὅπως ὁ ἐρημίτης ὅσιος: "Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ γλιτώσει ἀπ’ αὐτά;".

Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ διάφορα βιβλία ποὺ μεταδίδουν δῆθεν τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βυθίζουν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ ἔχουν γραφεῖ μὲ τὴν ἀπροκάλυπτη ἤ συγκαλυμμένη ἐπήρεια τοῦ σκοτεινοῦ καὶ μοχθηροῦ κοσμοκράτορα. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ προέρχονται ἀπὸ λογικὴ ἀρρωστημένη καὶ φθαρμένη λόγω τῆς προπατορικῆς πτώσεως. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν «τὴν ἀνθρώπινη δολιότητα καὶ τὰ τεχνάσματα ποὺ μηχανεύεται ἡ ἀπάτη», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀποστόλου(2), καθὼς προέρχονται ἀπὸ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι «χωρὶς λόγο ὑπερηφανεύονται μὲ τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία μυαλὸ τους»(3).

Ὁ πλησίον, στὴν ἀγάπη τοῦ ὁποίου ὀφείλω νὰ ἀναζητῶ τὴ σωτηρία, κι αὐτὸς γίνεται γιὰ μένα δίχτυ, ποὺ μὲ παγιδεύει καὶ μὲ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι πιασμένος στὰ δίχτυα ψεύτικων διδασκαλιῶν καὶ πλανερῶν σοφιστειῶν.

Ὁ δικός μου νοῦς εἶναι σημαδεμένος ἀπὸ τὴν πτώση, εἶναι καλυμμένος μὲ τὸ πέπλο τοῦ ζόφου, εἶναι δηλητηριασμένος ἀπὸ τὸ ψέμα. Ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μου, λοιπόν, πλανεμένος καθὼς εἶναι ἀπὸ τὸν κοσμοκράτορα, ἁπλώνει ἀνεπίγνωστα τὰ δικά του δίχτυα, γιὰ νὰ αὐτοπαγιδευθεῖ. Ἀκόμα κι ὅταν ἦταν στὸν παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, ἀδιάκριτα καὶ ἀπερίσκεπτα θέλησε ν’ ἀποκτήσει μία γνώση ὀλέθρια, θανάσιμη!(4). Καὶ μετὰ τὴν πτώση του, ἔγινε ἀκόμα πιὸ ἀδιάκριτος, ἀκόμα πιὸ ἀπερίσκεπτος. Μὲ θρασύτητα μεθᾶ ἀπὸ τὸ ποτήρι τῆς φαρμακερῆς γνώσεως, διώχνοντας ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὴν ἐπιθυμία νὰ γευθεῖ τὸ θεϊκὸ ποτήρι τῆς σωτήριας γνώσεως.

Καὶ γιὰ τὴν καρδιά μου πόσα δίχτυα! Δίχτυα χοντρὰ καὶ δίχτυα λεπτά! Ποιὰ ἀπ’ αὐτὰ νὰ θεωρήσω πιὸ ἐπικίνδυνα, πιὸ φοβερά; Δὲν ξέρω. Ὁ κυνηγὸς εἶναι ἔμπειρος καὶ ἐπιδέξιος· αὐτὸν ποὺ θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χοντρὰ δίχτυα του, θὰ τὸν πιάσει στὰ λεπτά. Ὁ σκοπὸς τοῦ κυνηγιοῦ εἶναι ἕνας: ἡ ψυχικὴ καταστροφή.

Τὰ δίχτυα εἶναι στημένα καὶ καμουφλαρισμένα μὲ ποικίλους τρόπους καὶ μὲ ἐξαιρετικὴ τέχνη. Ἡ πτώση εἶναι μεταμφιεσμένη, εἶναι ντυμένη μὲ ροῦχα θριάμβου —μὲ τὴν ὑποκρισία, μὲ τὴν κενοδοξία, μὲ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια— καὶ κρύβει ἀπατηλὰ τὸ σκοτεινὸ πρόσωπό της πίσω ἀπὸ ἕνα πνευματικό, ἕνα οὐράνιο προσωπεῖο ἀρετῆς. Ἡ ἀκόλαστη ἀγάπη εἶναι συχνὰ κρυμμένη πίσω ἀπὸ μιά φαινομενικὰ ἁγία ἀγάπη. Ἡ σαρκικὴ γλυκύτητα παρουσιάζεται συχνὰ σὰν γλυκύτητα πνευματική. Ὁ κοσμοκράτορας μὲ ὅλα τὰ μέσα προσπαθεῖ νὰ κρατήσει τὸν ἄνθρωπο δεμένο μὲ τὴ φθαρμένη φύση του. Κι αὐτὸ φτάνει γιὰ τὴν ἀποξένωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ἔστω καὶ χωρὶς μεγάλες πτώσεις στὴν ἁμαρτία. Τὰ βαριὰ ἁμαρτήματα τὰ ὑποκαθιστᾶ ὁλοκληρωτικά, σύμφωνα μὲ τοὺς ἀκριβεῖς ὑπολογισμοὺς τοῦ νοητοῦ κυνηγοῦ, τὸ ὑπερήφανο φρόνημα ἑνὸς χριστιανοῦ ἱκανοποιημένου ἀπὸ τὶς ἀρετές του, τὶς ἀρετὲς τῆς φθαρμένης φύσεως, ἑνὸς χριστιανοῦ πεσμένου στὴν αὐταπάτη· αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Κύριο.

Καὶ γιὰ τὸ σῶμα μου πόσα δίχτυα! Τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τί δίχτυ ποὺ εἶναι! Καὶ πόσο ἐπωφελεῖται ἀπ’ αὐτὸ ὁ κοσμοκράτορας! Συγκαταβαίνοντας στὶς κατώτερες ροπὲς καὶ ἐπιθυμίες τοῦ σώματος, φτάνουμε νὰ μοιάζουμε στὰ ἄλογα ζῶα. Τί γκρεμός! Τί ξεπεσμὸς ἀπὸ τὴ θεία ὁμοίωση! Φεύγουμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πέφτουμε σ’ αὐτὸν τὸν βαθὺ καὶ φοβερὸ γκρεμό, ὅταν παραδινόμαστε στὶς βαριὲς σαρκικὲς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες, ἀκριβῶς γιὰ τὴ βαρύτητά τους, ὀνομάζονται πτώσεις(5). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐλαφριὲς σαρκικὲς ἀπολαύσεις δὲν εἶναι λιγότερο ὀλέθριες. Γιὰ χάρη τους παραμελοῦμε τὴν ψυχή μας καὶ λησμονοῦμε τὸν Θεό, τὸν οὐρανό, τὴν αἰωνιότητα, τὸν προορισμό μας. Ὁ κοσμοκράτορας μὲ τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις κατορθώνει νὰ μᾶς κρατᾶ σὲ διαρκή περισπασμὸ καὶ νὰ μᾶς προξενεῖ νοητικὸ σκοτισμό. Οἱ θύρες, διαμέσου τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ὁρατὸ κόσμο, εἶναι οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις. Μέσ’ ἀπ’ αὐτές, λοιπόν, τὶς θύρες ὁ κοσμοκράτορας εἰσάγει ἀκατάπαυστα στὴν ψυχὴ αἰσθητικὲς ἱκανοποιήσεις, ποὺ τὴν ὁδηγοῦν στὴν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας. Ἐντυπωσιακὰ ἠχεῖ ἡ μουσικὴ στὶς περιβόητες ἐπίγειες συναυλίες, μία μουσικὴ ποὺ ἐκφράζει καὶ ξεσηκώνει διάφορα πάθη. Τέτοια πάθη προβάλλονται καὶ στὶς ἐπίγειες θεατρικὲς παραστάσεις, τέτοια πάθη ἀναμοχλεύονται μ’ ὅλες τὶς ἐπίγειες τέρψεις. Ὁ ἄνθρωπος μὲ κάθε δυνατὸ μέσο κυνηγᾶ τὴν ἀπόλαυση τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν σκοτώνει. Μεθυσμένος ἀπ’ αὐτό, λησμονεῖ τὸ σωτήριο θεῖο ἀγαθὸ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου.

Νὰ μιά ἁπλὴ ἀπεικόνιση τῶν διχτυῶν ποὺ ἔχει ἁπλώσει ὁ κοσμοκράτορας γιὰ τὴ σύλληψη τῶν χριστιανῶν. Ναί, μόνο ἕνα ἄτεχνο ζωγράφισμά τους ἐπιχείρησα, ἀδελφοί, ἀλλὰ αὐτὸ ἀσφαλῶς θὰ σᾶς προκάλεσε τρόμο, ἀσφαλῶς θὰ γέννησε μέσα σας τὸ ἐρώτημα: "Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα;".
Ἀκόμα δὲν τελείωσε, ὅμως, ὁ φοβερὸς πίνακας! Ἀκόμα κινεῖται ὁ χρωστήρας μου ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ!

Τί λέει. λοιπόν, ὁ Θεός; Κάνει μία προφητεία, ποὺ ἤδη ἐπαληθεύεται. Στοὺς ἔσχατους καιρούς, προαναγγέλλει, «ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν θὰ ψυχρανθεῖ»(6). Ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ πιὸ στέρεος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι στοὺς ἔσχατους καιροὺς θὰ αὐξηθοῦν τόσο τὰ διαβολικὰ δίχτυα ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ πιάνονται σ’ αὐτά.

Πράγματι! Κοιτάζω τὸν κόσμο. Καὶ τί βλέπω; Τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, ἂν τὰ συγκρίνουμε μ’ ἐκεῖνα τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐποχῆς, αὐξήθηκαν πολύ, πολλαπλασιάστηκαν ἀνυπολόγιστα. Πολλαπλασιάστηκαν τὰ βιβλία μὲ τὶς ψεύτικες διδασκαλίες. Πολλαπλασιάστηκαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐνσαρκώνουν διάφορες πλάνες καὶ τὶς μεταδίδουν στοὺς ἄλλους. Πολλοὶ λίγοι, ἐλάχιστοι εἶναι πιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν ἁγία ἀλήθεια. Ἐνισχύθηκε ὁ σεβασμὸς πρὸς τὶς φυσικὲς ἀρετὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ γνώση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν μειώθηκε καὶ ἡ ἔμπρακτη ἐργασία τους σχεδὸν ἐξαφανίστηκε. Ἡ ὑλιστικὴ ζωὴ κυριαρχεῖ καὶ ἡ πνευματικὴ ζωὴ τρεμοσβήνει. Οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις καὶ οἱ βιοτικὲς μέριμνες καταβροχθίζουν τὸν χρόνο μας. Δὲν ἔχουμε καιρὸ οὔτε νὰ σκεφτοῦμε τὸν Θεό. «Ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, θὰ ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν», κι ἐκείνων ἀκόμα ποὺ θὰ ἀγαποῦσαν θερμὰ τὸν Θεό, ἂν τὸ κακὸ δὲν ἦταν τόσο διάχυτο, ἂν τὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα διαβόλου δὲν εἶχαν τόσο πολλαπλασιαστεῖ.

Δικαιολογημένη ἦταν ἡ λύπη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Πιὸ δικαιολογημένη εἶναι ἡ λύπη τοῦ χριστιανοῦ τοῦ καιροῦ μας, ποὺ βλέπει τὰ σατανικὰ δίχτυα. Εὔλογο εἶναι τὸ θρηνητικὸ ἐρώτημά του: "Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;".

Τὴν ἀπάντηση τὴν ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν μεγάλο ὅσιο τῆς ἐρήμου: «Ἡ ταπεινοφροσύνη ξεφεύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα, ποὺ δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν!»(7).

Θεϊκὴ ἀπάντηση! Ἀπάντηση ποὺ διώχνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε ἀμφιβολία. Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ μὲ δυὸ λόγια ἀποκαλύπτει τὸν σίγουρο τρόπο κατατροπώσεως τοῦ ἐχθροῦ μας, τὸν σίγουρο τρόπο διαλύσεως τῶν πολύπλοκων παγίδων του, ποὺ στήνει μὲ μαεστρία χάρη στὴν πολυχρόνια καὶ καταχθόνια ἐμπειρία του.

Ἂς περιτειχίσουμε μὲ τὴν ταπείνωση τὸν νοῦ, μὴν ἀφήνοντάς τον νὰ κυνηγᾶ τὶς γνώσεις ἀνεξέλεγκτα καὶ ἀπερίσκεπτα. Ἂς τὸν φυλάξουμε ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ποὺ κρύβονται συχνὰ πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομα καὶ τὸ προσωπεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἂς τὸν κάνουμε νὰ ὑπακούει ταπεινὰ στὴν Ἐκκλησία, «ἀνατρέποντας ψεύτικους ἰσχυρισμοὺς καὶ καθετὶ ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ»(8. Ὅλος θλίψη, ὅλος δυσκολία εἶναι στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν νοῦ ὁ στενὸς δρόμος(9 τῆς ὑπακοῆς στὴν Ἐκκλησία. Τελικά, ὅμως, αὐτὸς ὁ δρόμος τὸν φέρνει στὴν εὐρυχωρία καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς πνευματικῆς γνώσεως. Μπροστὰ στὴν πνευματικὴ γνώση ἐξαφανίζονται ὅλες οἱ ἐνστάσεις τῆς σαρκικῆς καὶ τῆς ψυχικῆς λογικῆς ἐναντίον τῆς ἀκριβοῦς ὑποταγῆς στὴν Ἐκκλησία.

Ἂς μὴν ἐπιτρέπουμε στὸν νοῦ μας τὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν συντάξει οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ συγγραφεῖς γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχει σαφὴς ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία ὅτι ἀποτελοῦν ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος μελετᾶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων αὐτῶν συγγραφέων, ὁπωσδήποτε κοινωνεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ οἰκοῦσε μέσα τους καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα τους. Ὅποιος, ἀντίθετα, μελετᾶ τὰ συγγράμματα τῶν αἱρετικῶν, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἀποκαλοῦνταν ἅγιοι, κοινωνεῖ μὲ τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς πλάνης(10 καί, δείχνοντας τὸν κρυφὸ ἐγωισμό του μὲ τὴν ἀνυπακοὴ στὴν Ἐκκλησία πέφτει στὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα.

Τί νὰ κάνουμε μὲ τὴν καρδιά μας; Αὐτὴ τὴν ἀγριελιὰ ἂς τὴν μπολιάσουμε μ’ ἕνα κλαδάκι ἀπὸ ἥμερη καὶ καρποφόρα ἐλιά, ἂς τὴν κεντρίσουμε μὲ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ Χριστοῦ, ἂς τῆς μεταδώσουμε τὴν εὐαγγελικὴ ταπείνωση, ἂς τὴν ἀναγκάσουμε νὰ οἰκειωθεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ διαπιστώσουμε τότε τὴν ἐναντίωσή της στὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἀκατάπαυστη ἀντιλογία της στὶς θεῖες ἐντολές, τὴν πεισματικὴ ἀνυποταξία της στὸν Κύριο. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀντίδραση τῆς καρδιᾶς μας θὰ δοῦμε σὰν σὲ καθρέφτη τὴν πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴ δική μας πτώση. Βλέποντάς την, ἂς κλάψουμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ Πλάστη καὶ Σωτήρα μας, ἂς πονέσουμε λυτρωτικά. Καὶ ὅσο δὲν θεραπευόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη, ἂς παραμένουμε σ’ αὐτὸν τὸν πόνο. Γιατί «καρδιὰ συντριμμένη καὶ ταπεινωμένη δὲν θὰ τὴν ἐγκαταλείψει ὁ Θεὸς»(11), δὲν θὰ τὴν ἀφήσει στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Θεός, ὡς Πλάστης μας καὶ ἀπόλυτος Κύριός μας, μπορεῖ νὰ ἀναπλάσει τὴν καρδιά μας, ἂν αὐτὴ ἀδιάλειπτα Τὸν ἱκετεύει μὲ δάκρυα καὶ νὰ τὴ μεταβάλει ἀπὸ καρδιὰ φιλάμαρτη σὲ καρδιὰ φιλόθεη, ἁγία.

Ἂς φυλᾶμε συνεχῶς τὶς σωματικές μας αἰσθήσεις, μὴν ἀφήνοντας τὴν ἁμαρτία νὰ περνᾶ μέσ’ ἀπ’ αὐτὲς στὸ ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς. Ἂς χαλιναγωγήσουμε τὰ φιλοπερίεργα μάτια μας καὶ τὰ φιλοπερίεργα αὐτιά μας. Ἂς ἐπιβάλουμε σκληρὴ τιμωρία στὴ γλώσσα μας, τὸ μικρὸ αὐτὸ μέλος τοῦ σώματος ποὺ προκαλεῖ τόσο ἰσχυροὺς σεισμούς. Ἂς ταπεινώσουμε τὶς ἄλογες σαρκικὲς ὁρμὲς μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀγρυπνία, τὸν σωματικὸ κόπο, τὴ συχνὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴν ἀδιάλειπτη καὶ προσεκτικὴ προσευχή. Πόσο λίγο διαρκοῦν οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις! Καὶ μὲ πόση δυσοσμία τελειώνουν! Ἀπεναντίας, ὅταν τὸ σῶμα, περιτειχισμένο μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φύλαξη τῶν αἰσθήσεων, λουσμένο στὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας καὶ ἁγιασμένο μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, γίνεται μυστικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλες οἱ ἀπόπειρες τοῦ ἐχθροῦ γιὰ τὴν παγίδευση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυχαίνουν.

Ἡ ταπεινοφροσύνη καταστρέφει ὅλα τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν! Ἀμήν.


Ἔρημος Ἁγίου Σεργίου 
1846


Σημειώσεις

1. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, ἀπόφθεγμα ζ΄. Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π., Β΄, 26.
2. Ἐφ. 4:14.
3. Κολ 2:18. 
4. Βλ. Γεν. 2:16-17 3:1-6.
5. Βλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. ὅ.π., ΙΕ΄, 40.
6. Ματθ. 24:12.
7. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, ὅ.π.
8. Β΄ Κορ. 10:4-5. 
9. Πρβλ Ματθ. 7:14.
10. Πρβλ. Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Βιβλίον Α΄. Περὶ διακρίσεως.
11. Πρβλ. Ψαλμ. 50:19

Ο απόστολος Παύλος και οι γυναίκες

Επιμέλεια: Θ. Ι. Ρηγινιώτης 

Ο απόστολος Παύλος θεωρείται από κάποιους μισογύνης, δηλαδή άνθρωπος εχθρικός προς το γυναικείο φύλο. Αυτό οφείλεται σε δύο αποσπάσματα από επιστολές του, όπου, στο ένα, απαγορεύει στις γυναίκες να κάνουν κήρυγμα στη συγκέντρωση των χριστιανών και, στο άλλο, χαρακτηρίζει τον άντρα “κεφαλή της γυναικός” και συμβουλεύει τη γυναίκα να “φοβήται τον άνδρα”. 

Όπως ανέφερα εξαρχής, διαφωνώ μ’ αυτή την άποψη˙ τη θεωρώ παρερμηνεία των απόψεων του αποστόλου και πιστεύω, αντίθετα, ότι ο Παύλος ήταν πολύ φιλικός, και τρυφερός ακόμη με τις γυναίκες, χωρίς όμως αυτή η τρυφερότητα να παίρνει ερωτικό περιεχόμενο, γιατί ο ίδιος ήταν αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στο Θεό (είχε “θεϊκό έρωτα”, αντανάκλαση του οποίου είναι ο ανθρώπινος έρωτας, όταν χαρακτηρίζεται από αγάπη). 

Στηρίζω την άποψή μου στα εξής: 

Α. Ο Παύλος, όπως και οι άλλοι απόστολοι, αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς, μίλησε στις γυναίκες όπως και στους άντρες. Υπήρξαν μάλιστα φορές που μίλησε μόνο σε γυναίκες (πράγμα αδιανόητο για τους ρήτορες και τους θρησκευτικούς δασκάλους της εποχής, είτε Ρωμαίους και Έλληνες είτε Ιουδαίους), όπως στους Φιλίππους της Μακεδονίας, όπου μάλιστα φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μια γυναίκας που έγινε χριστιανή, της αγίας Λυδίας της πορφυροπώλιδος, με πρωτοβουλία της ίδιας (βλ. Πράξεις των αποστόλων, 16, 13-15). Συνεργάστηκε επίσης με γυναίκες, όπως η αγία Φοίβη, διακόνισσα και επίσημο πρόσωπο στην Εκκλησία των Κεχραιών, η οποία μετέφερε στη Ρώμη την επιστολή του Παύλου προς Ρωμαίους, και για την οποία ο Παύλος μιλάει πολύ τιμητικά στο 16ο κεφ. αυτής της επιστολής («…δεχτείτε την όπως ταιριάζει στους χριστιανούς και στηρίξτε την σε ό,τι χρειαστεί, γιατί έχει προστατεύσει πολλούς και εμένα τον ίδιο», Ρωμ. 16, 1-2). 
Β. Σ’ αυτό το κεφ. 16 της προς Ρωμαίους, όπου χαιρετά έναν προς έναν τους φίλους του [κατά κάποιους το κεφάλαιο δεν ανήκει στην προς Ρωμαίους, γιατί ο Παύλος φαίνεται να μην είχε ακόμη επισκεφτεί τη Ρώμη, αλλά έχει αποσπαστεί από την προς Εφεσίους (βλ. Σάββα Αγουρίδη, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1971, σελ. 273-276), μπορεί όμως να υπήρχαν στη Ρώμη γνωστοί του Παύλου χωρίς ο ίδιος να είχε πάει οπωσδήποτε εκεί], το 1/3 των ανθρώπων που αναφέρει είναι γυναίκες. Προσθέτει μάλιστα τι οφείλει (ο ίδιος ή η χριστιανική ιεραποστολή) σε καθέναν και καθεμιά απ’ αυτούς. Ο τρόπος που μιλάει για τις γυναίκες είναι πολύ τιμητικός και φανερώνει όχι μόνο μεγάλη αγάπη (π.χ.: «χαιρετίστε την Περσίδα, την αγαπητή…, χαιρετίστε τον Ρούφο, τον εκλεκτό εν Κυρίω, και τη μητέρα του και δική μου μητέρα» –εννοεί ότι την αγαπάει σα 

μητέρα του– «χαιρετίστε τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, τους συνεργάτες μου, που πρόταξαν το στήθος τους για να με προστατεύσουν» κ.λ.π.), αλλά και την ισότιμη θέση που είχαν άντρες και γυναίκες στην πρώτη Εκκλησία: «… χαιρετίστε τον Ανδρόνικο και την Ιουνία …, που είναι επίσημοι ανάμεσα στους αποστόλους και έγιναν χριστιανοί πριν από μένα…, χαιρετίστε την Τρύφαινα και την Τρυφώσα, που κοπιάζουν στην υπηρεσία του Κυρίου» κ.λ.π. Επίσης, στην επιστολή προς Φιλήμονα αναφέρει ως παραλήπτες ισότιμα το Φιλήμονα, τη γυναίκα του «Απφία την αγαπητή», τον Άρχιππο, που κατά κάποιους ήταν τοπικός επίσκοπος (μήπως όμως και γιος τους;) και ολόκληρη την «εκκλησία του σπιτιού του».

Γ. Στο κεφ. 7 της Α΄ προς Κορινθίους, ο Παύλος, αν και άγαμος, δίνει συμβουλές στα παντρεμένα ζευγάρια. Δεν το κάνει για να προκαθορίσει τη ζωή των χριστιανών και να την εξουσιάσει σε κάθε της πτυχή, ούτε για να… παραστήσει ότι τα ξέρει όλα, αλλά επειδή τού το ζήτησαν οι χριστιανοί της Κορίνθου με επιστολή τους. Εκεί ομολογεί ότι θα προτιμούσε οι χριστιανοί να έμεναν άγαμοι, σαν κι αυτόν, αλλά δηλώνει ότι θεωρεί εξίσου χαρίσματα τόσο την αφιέρωση στο Θεό όσο και το γάμο –«ο καθένας έχει το χάρισμά του» λέει (7, 7). Απλώς, η αφιερωμένη στο Θεό παρθενία, διευκρινίζει, υπερτερεί μόνο επειδή δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Η διαπίστωση αυτή ήταν εξαιρετικά σημαντική για τον ειδωλολατρικό αρχαίο κόσμο, όπου συχνά ο γάμος ήταν υποτιμημένος, επειδή το σώμα και γενικά η ύλη θεωρούνταν δημιουργήματα κατώτερου κακού θεού (δυαλισμός).

Στο κεφάλαιο αυτό λοιπόν φαίνεται η ισοτιμία άντρα και γυναίκας στο χριστιανισμό: ό,τι συμβουλεύει ο Παύλος τον άντρα, το ίδιο λέει και στη γυναίκα, και δηλώνει ότι ο άντρας μπορεί να σώσει τη γυναίκα του και η γυναίκα τον άντρα της (δηλαδή να την ή τον βάλει στη βασιλεία του Θεού, να του ή της προσφέρει την αγιότητα, μέσα απ’ το γάμο, με την αγάπη που θα υπάρχει ανάμεσά τους). Γράφει:

«…Ο άνδρας να προσφέρει στη γυναίκα την εύνοια που της οφείλει, το ίδιο και η γυναίκα στον άνδρα» (εύνοια, εδώ = συζυγική αγάπη). «Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το σώμα της, αλλά ο άνδρας× ομοίως, και ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά η γυναίκα. Μη στερείτε ο ένας τον άλλον» [ενν. από την ερωτική πράξη –επειδή συχνά τα μέλη θρησκευτικών ομάδων τηρούσαν υποχρεωτική ασκητική εγκράτεια μέσα στο γάμο, επειδή θεωρούσαν το σώμα κακό (άποψη που απορρίφθηκε αμέσως από το χριστιανισμό)], «εκτός αν το κάνετε με κοινή συμφωνία προσωρινά, για να αφοσιώνεστε στην προσευχή και τη νηστεία, και πάλι να σμίγετε, για να μη σας πειράζει ο διάβολος για τη μικρή αντοχή σας… Εάν ένας χριστιανός έχει γυναίκα άπιστη” (=ειδωλολάτρισσα) “και αυτή συμφωνεί να μείνει μαζί του, να μην τη χωρίσει× και γυναίκα εάν έχει άνδρα άπιστο και αυτός συμφωνεί να μείνει μαζί της, να μην τον χωρίσει. Γιατί ο άπιστος άνδρας έχει αγιαστεί μέσα από τη γυναίκα και η γυναίκα η άπιστη έχει αγιαστεί μέσα από τον άνδρα… Εάν ο άπιστος θέλει να χωρίσει, ας χωρίσει. Δεν είναι δεσμευμένος ο αδελφός ή η αδελφή σε κάτι τέτοιο. Ο Θεός μας έχει καλέσει εν ειρήνη. Γιατί, πού ξέρεις, γυναίκα, αν δε σώσεις τον άνδρα; Ή πού ξέρεις, άνδρα, αν δε σώσεις τη γυναίκα;…» (Α΄ Κορ. 7, 3-16). 
Εκτός των άλλων, φαίνεται εδώ ότι και η γυναίκα μπορούσε να χωρίσει τον άντρα της με τη δική της θέληση, όπως και ο άντρας τη γυναίκα.

Υπενθυμίζω για την ιστορία ότι κατά τον Αριστοτέλη «το άρρεν και το θήλυ, φύσει το μεν κρείττον, το δε χείρον, το μεν άρχον το δε αρχόμενον» (Πολιτικά Α΄, Γ΄, Η΄), ενώ κατά τον Πλάτωνα «η θηλεία φύσις ως προς αρετήν χείρων της των αρρένων» (Νόμοι, Στ΄, 781). Στη Ρώμη ζούσαν στην αυστηρή κηδεμονία του συζύγου τους ή του κοντινότερου άντρα συγγενή, ενώ ακόμη και οι νόμοι του Σόλωνα όριζαν πως η μάνα δεν έχει γνώμη για τη ζωή του παιδιού της! Αν ο πατέρας έπαιρνε στα χέρια του το νεογέννητο, σήμαινε πως «το λυπήθηκε και το κρατούσε», ενώ, αν απέστρεφε το πρόσωπό του, το πετούσαν στα όρνια ή το σκότωναν! Γι’ αυτό η επιστολή προς Διόγνητον γράφει πως οι χριστιανοί (η «ψυχή της κοινωνίας») «γεννάνε παιδιά, αλλά δεν τα πετάνε». 

Ήταν το πλαίσιο της εποχής. Το ερώτημα ήταν: η γυναίκα είναι άνθρωπος; Ούτε στη Γαλλική Επανάσταση της δόθηκε δικαίωμα ψήφου, παρά μόνο στην Αγγλία το 1917 και μόνο στις παντρεμένες και τις πτυχιούχους, ενώ στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου μόλις το 1871 είχαν γίνει δεκτές φοιτήτριες.

Αιτίες παρανοήσεων 

Τότε γιατί υπάρχουν σε επιστολές του Παύλου τα αποσπάσματα που δίνουν αφορμή να θεωρείται μισογύνης;

Ας δούμε αυτά τα σημεία. 
1. Στην προς Εφεσίους 5, 22-33, που διαβάζεται κατά τη σημερινή τελετή του γάμου, ο Παύλος προσπαθεί να πείσει τους άντρες να αγαπούν και να προστατεύουν τις γυναίκες τους. Το παράδειγμα της κεφαλής («ο άνδρας είναι κεφαλή της γυναίκας, όπως ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας») έχει στόχο να καταλήξει στο ότι καμιά κεφαλή δε μίσησε ποτέ το σώμα της, άρα ο άντρας πρέπει να φέρεται στη γυναίκα του όπως ο Χριστός φέρεται στην Εκκλησία: να την αγαπάει και να θυσιάζεται γι’ αυτήν («οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας εαυτών, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής», 5, 25). 

Το απόσπασμα τελειώνει με τη γνωστή κατακλείδα «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα» –«να υποτάσσεται» στον άντρα, λέει στην αρχή, ενώ όμως έχει ήδη πει, απευθυνόμενος σε όλους τους χριστιανούς, το παράδοξο και διαφωτιστικό «να υποτάσσεσθε ο ένας στον άλλο» («υποτασσόμενοι αλλήλοις», 5, 21), χωρίς να ξεχωρίζει άντρες και γυναίκες: αυτή η αμοιβαία «υποταγή» δηλώνει την αμοιβαία υποχωρητικότητα, αναγκαία για την ανθρώπινη συνύπαρξη.

Η κατακλείδα αυτή («ίνα φοβήται τον άνδρα») δεν είναι εντολή: είναι η κατάληξη της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του άντρα προς τη σύζυγό του –ο άντρας πρέπει να αγαπά και να προστατεύει τη γυναίκα του, εάν θέλει η γυναίκα του «να τον φοβάται»: «ίνα» φοβήται, γράφει, όχι «φοβού» (ενώ «οι άνδρες αγαπάτε»)

Ότι το φοβήται έχει την έννοια του σεβασμού είναι γνωστό (μπορεί να έχει και μια άλλη έννοια: η γυναίκα να ανησυχεί για τον άντρα, να «φοβάται» μήπως, με τη συμπεριφορά της, γίνει ανάξια της εκτίμησής του, κλονίζοντας έτσι και τα θεμέλια της οικογένειάς της). Αν η ερμηνεία περί σεβασμού είναι σωστή, τότε ο Παύλος εδώ απαντά σε συγκεκριμένα προβλήματα οικογενειών, όπου οι γυναίκες, επειδή είχαν χάσει αυτό το «φόβο» (=σεβασμό), αντιμετώπιζαν προβλήματα συμβίωσης με τους άντρες τους.

2. Στην Έφεσο προφανώς υπήρχαν έντονα προβλήματα τέτοιου είδους, γι’ αυτό και στην Α΄ επιστολή προς Τιμόθεον (μαθητή του Παύλου, επισκόπου στην Έφεσο της Μικράς Ασίας), κεφ. 2, 11-15, απαγορεύει στις γυναίκες, και μάλιστα πολύ αυστηρά, να μιλούν κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών συγκεντρώσεων. Λέει μάλιστα ότι η γυναίκα σώζεται «διά της τεκνογονίας» και με τη σταθερότητά της στην πίστη και την αγάπη. Το τελευταίο δεν υποτιμά τη γυναίκα, αλλά τιμά τη γέννηση του παιδιού και την υψώνει σε ύψιστο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας και της (καθ’ έκαστον) ανθρώπινης ζωής, ισοδύναμο με όλες τις φιλοσοφίες, τις ιεραποστολές, τους αγώνες και τις προσπάθειες που καταβάλλει ο άντρας για τη δική του «σωτηρία». 

Στο τέλος του κεφ. 14 της Α΄ προς Κορινθίους (14, 34-40), η απαγόρευση αυτή επανέρχεται, με την πληροφορία ότι ισχύει σε όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες και μάλιστα με τη σκανδαλώδη συμπλήρωση ότι, αν η γυναίκα θέλει να μάθει κάτι που δεν το κατάλαβε, πρέπει να περιμένει να γυρίσουν σπίτι και να ρωτήσει τον άντρα της, γιατί «είναι αισχρό να μιλάει μια γυναίκα στη συγκέντρωση των πιστών»! Λίγο νωρίτερα (11, 2-16) έχει πει και ότι οι γυναίκες πρέπει να καλύπτουν την κεφαλή τους κατά τη διάρκεια της λατρείας, για να δείχνουν ότι «έχουν κεφαλή»(τον άντρα τους), όπως και ο άντρας έχει κεφαλή: το Χριστό. «Ο άντρας είναι εικόνα και δόξα του Θεού και η γυναίκα είναι δόξα του άντρα”. “Η γυναίκα έγινε από τον άντρα και για τον άντρα και όχι ο άντρας από τη γυναίκα και για τη γυναίκα» λέει (δηλαδή η Εύα από την πλευρά του Αδάμ)!

Προσθέτει όμως αμέσως το ερμηνευτικό κλειδί, που προστατεύει από παρανοήσεις σε βάρος της γυναίκας: ναι, αυτό ορίζει ο νόμος και αυτό επιβάλλουν οι ατυχείς κοινωνικές περιστάσεις, αλλά προσοχή: «όμως, ούτε άνδρας χωρίς γυναίκα ούτε γυναίκα χωρίς άνδρα εν Κυρίω. Γιατί, όπως υπάρχει η γυναίκα από τον άντρα» (η Εύα από τον Αδάμ), «έτσι και ο άντρας από τη γυναίκα και όλα από το Θεό». Εδώ είτε εννοεί τη γέννηση κάθε άντρα από τη μητέρα του είτε τη γέννηση του 2ου Αδάμ, του Χριστού, από τη «νέα Εύα», την Παναγία.

Πού οφείλεται όμως αυτή η απαγόρευση; 

Στο σημείο που σχολιάσαμε λίγο πριν, στην αρχή του κεφ. 11, ο Παύλος αναφέρει ρητά ότι η γυναίκα μιλούσε, και μάλιστα προφήτευε, στην «εκκλησία» (δηλαδή στη συγκέντρωση των χριστιανών) και θεωρεί το φαινόμενο απόλυτα αποδεκτό: «κάθε γυναίκα που προσεύχεται ή προφητεύει…» κ.τ.λ. Όμως η προφητεία και κάθε θείο χάρισμα για τον Παύλο είναι κάτι, που, για να προστατεύεται η αυθεντικότητά του, πρέπει να αποφέρει την πνευματική ωφέλεια των ακροατών και να συνοδεύεται από το μέγιστο χάρισμα, την αγάπη˙ οι αναφορές του στα κεφάλαια 13 και 14 ξεκαθαρίζουν τη θέση του απέναντι στα «χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος» και γενικά τα«θαύματα». 

Έτσι, ζητάει από κάθε άντρα που προσεύχεται ή προφητεύει να έχει το κεφάλι ακάλυπτο κι από κάθε γυναίκα που προσεύχεται ή προφητεύει να το καλύπτει, γιατί η καλυμμένη ή ακάλυπτη κεφαλή, αντίστοιχα, είχε συνδηλώσεις εγωισμού, υποταγής ή κυριαρχίας αθέμιτης του ενός επί του άλλου φύλου. Τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα μπορεί να εκτραπεί. Έχουμε κι εδώ την ισότιμη διατύπωση˙ ό,τι γράφεται για τον ένα γράφεται αντίστοιχα αμέσως μετά, με το ίδιο σχήμα, και για τον άλλο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ομόφωνα είδαν στον Παύλο την υπεράσπιση της ισοτιμίας των δύο φύλων. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται αμέτρητες φορές στον Παύλο για να υποστηρίξει τη γυναίκα. Και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, στις Αποκρίσεις προς Θαλάσσιον, ερμηνεύει αλληγορικά αυτό το σημείο, θεωρώντας ότι ο άντρας υπονοεί το νου και η γυναίκα την αίσθηση, ενώ η προσευχή την καλλιέργεια των αρετών και η προφητεία την εμβάθυνση στη θεολογία˙ ο μεν νους, όταν «προσεύχεται ή προφητεύει», πρέπει να είναι «γυμνός», ελεύθερος από ανθρώπινες μεθόδους ή από περιττές έγνοιες και σκέψεις, η αίσθηση όμως πρέπει να εξουσιάζεται από το νου, γιατί μόνη της δεν επαρκεί για να καθοδηγήσει τον άνθρωπο: μόνο τα ζώα λειτουργούν με άλογες αισθήσεις.

Ακόμα κι αν θεωρήσουμε υπερερμηνεία αυτή την προσέγγιση, πιστεύοντας πως ο Παύλος δεν είχε στο νου του τόσο εξεζητημένες αλληγορίες, είναι ενδεικτικό για την πατερική νοοτροπία, εκφραστής της οποίας είναι ο άγιος Μάξιμος: σε καμία περίπτωση από τους ορθόδοξους Πατέρες δε γίνεται δεκτή ανισότητα των δύο φύλων.

Επίσης γνωρίζουμε από τις Πράξεις των αποστόλων (21, 8-9) ότι στην Καισάρεια της Παλαιστίνης οι τέσσερις θυγατέρες του αγίου διακόνου Φιλίππου προφήτευαν (μία από αυτές ήταν η γιατρός αγία Ερμιόνη)˙ ο Παύλος φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους και καμιά κακή εντύπωση δεν του προκάλεσε το γεγονός, ούτε αντέδρασε, ούτε καν εξεπλάγη. Ομοίως, το κεφ. 16 της προς Ρωμαίους, που αναφέραμε πιο πριν, αποδεικνύει ότι η γυναίκα στην Εκκλησία γινόταν και διάκονος και «επίσημη μεταξύ των αποστόλων». Για τις διακόνισσες ο Παύλος μιλάει πολύ τιμητικά στην Α΄ Τιμόθ. 3, 11: οι σωστές διακόνισσες (πρέπει να) είναι «σεμνές, όχι ραδιούργες, νηφάλιες και έμπιστες σε όλα».
Στην πεντηκοστή, την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την έλαβαν και οι γυναίκες, όπως αναφέρεται ρητά στις Πράξεις, 1, 14. Ονόματα γυναικών αποστόλων («ισαποστόλων», δηλαδή ισότιμων με τους αποστόλους) διασώζει η παράδοση: την αγία Θέκλα (συνεργάτιδα μάλιστα του Παύλου), την αγία Φωτεινή (τη γνωστή Σαμαρείτισσα του κατά Ιωάννην 4, 1-42), την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, την αγία Μαριάμνα, αδερφή του αποστόλου Φιλίππου, μεταγενέστερα την αγία Νίνα, που μετέδωσε το χριστιανισμό στη Γεωργία, κ.ά. Η γυναίκα επίσης είχε το σπουδαίο λειτούργημα της φιλανθρωπίας (συγκεκριμένη υπεύθυνη εκκλησιαστική θέση), όπως φαίνεται από το Α΄ Τιμόθ. 5, 2-16, αλλά και από την ιστορία της αγ. Ταβιθάς, της χριστιανής αρχόντισσας που συντηρούσε τους φτωχούς στην Ιόππη, η οποία πέθανε και την ανάστησε ο Πέτρος (Πράξ. 9, 36-42).

Ο Παύλος γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι έτσι τα πράγματα και θεμελιώνει ο ίδιος, πρώτος στην αρχαιότητα, την ισοτιμία των δύο φύλων: «δεν υπάρχει Ιουδαίος και Έλληνας ούτε δούλος και ελεύθερος ούτε αρσενικό και θηλυκό, όλοι είστε ένας εν Χριστώ Ιησού» (προς Γαλάτας 3, 28). Αντιμετωπίζει όμως με τις επιστολές του συγκεκριμένα προβλήματα που προκύπτουν στις διάφορες τοπικές Εκκλησίες, για τα οποία οι ίδιοι οι χριστιανοί, με δικές τους επιστολές, του ζητούν να παρέμβει (μία τουλάχιστον απ’ αυτές τις ενέργειες την έκανε γυναίκα, η Χλόη, που έστειλε και ζήτησαν από τον Παύλο να παρέμβει για τις διχόνοιες στην Εκκλησία της Κορίνθου, Α΄ Κορ. 1, 11)! Η ύπαρξη γυναικών που προσπαθούσαν να διδάξουν από εγωισμό και όχι από αγάπη (γι’ αυτό και δεν τα κατάφερναν, αλλά επέμεναν), προκαλώντας προβλήματα στην Εκκλησία, είναι φανερή από το γεγονός ότι, μόλις κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., στη Μικρά Ασία (υπενθυμίζω ότι η προς Τιμόθεον απευθύνεται στον πρώτο επίσκοπο Εφέσου της Μ. Ασίας) εμφανίστηκε το αιρετικό κίνημα του Μοντανισμού (ακραίοι ηθικιστές, που θεωρούσαν ότι όποιος αμαρτάνει πρέπει να φεύγει από την Εκκλησία έστω κι αν μετανοεί), με χαρακτηριστικό του τις γυναίκες προφήτισσες, όπως τη Μαξιμίλλα και την Πρίσκιλλα (όχι την ομώνυμη συνεργάτιδα του Παύλου, που είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές στην πρώτη Εκκλησία). Σε τέτοιες περιπτώσεις προφανώς οφείλεται η «απαγόρευση» στη γυναίκα να διδάσκει στη συγκέντρωση των πιστών, ενώ η γυναίκα ήταν σε θέση να προφητεύει, αν είχε το χάρισμα, όπως οι θυγατέρες του Φιλίππου, ακόμη και να διδάσκει, όπως η αγία Πρίσκιλα, οι ισαπόστολοι και πιθανόν η Φοίβη.

ΠΗΓΗ  το είδαμε εδώ

Σχόλιο στο λυπηρό γεγονός της πυρκαγιάς στο Σπήλαιον της Γεννήσεως

Σχόλιο στο λυπηρό γεγονός της πυρκαγιάς στο Σπήλαιον της Γεννήσεως

Του θεολόγου, Β.Χαραλάμπους

Προ ολίγων ημερών, πολύ μας λύπησε η πυρκαγιά στον Ναό της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ, στο σπουδαιότατο αυτό κτίσμα του 4ου αιώνος. Η βασιλική της Γεννήσεως του Χριστού, κτίστηκε επάνω στο Σπήλαιο της Γεννήσεως του Χριστού, του οποίου το μεγαλύτερο μέρος είναι σκαλισμένο σε βράχο, από τους ισαποστόλους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.

Εκεί στο τόπο της Γεννήσεως του Χριστού, πάνω από το Σπήλαιο, όπου και ο ασημένιος αστέρας, εσημειώθη η πυρκαγιά, μετά την συμπροσευχή του Πατριάρχη μας με το Πάπα Φραγκίσκο. Είναι τούτον τυχαίο γεγονός; Η τυχαιότητα είναι ξένη προς τη Χριστιανική διδασκαλία. Φυσικά δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το λυπηρό τούτο γεγονός τυχαίον, ούτε και φυσικά να προσδώσουμε εξηγήσεις, που έλκουν την καταγωγήν τους στον αδόκιμον ζήλον. Το βεβαιον είναι ότι «ο Θεός τα πάντα κατεργάζεται εις σωτηρίαν ημών». Ας αφήσομεν τον Σωτήρα Χριστόν, να μας οδηγήσει όπως εκείνος πανσόφως γνωρίζει, στην σωτηρία. Εμείς απλά ας αναφωνούμε «γενηθήτω το θέλημά σου»

Καταρχήν θα σταθώ στο ότι, κάποιοι εχαρακτήρισαν το γεγονός τούτο θεοσημείαν. Δεν μπορούμε με βεβαιότητα να θεωρήσουμε το χαρακτηρισμό τούτο, ως τη συνήθεια κάποιων, να αφορμούν την κάθε συμφορά, στην «ένδικον μισθαποδοσίαν», «αποκωδικοποιούντες» στην εποχή της κωδικοποιήσεως των πάντων, με την ανθρώπινη τους λογική, τα κρίματα του Θεού. Θεώρησαν λοιπόν την πυρκαγιά στο Σπήλαιον της Γεννήσεως, καθώς και το σεισμό στην Ίμβρον, ως την επακολουθήσασα θεοσημεία, για το ατόπημα της συμπροσευχής του Πατριάρχη μας με τον Πάπα της «εκπεσούσης Ρώμης»*. Η Θεοδίδακτη Ορθόδοξη μας Πίστη, υπεραρκούσε για να καταλάβουν το ανοικονόμητο της απαράδεκτης «οικονομίας».

Πλείον πάντων θεωρώ, ότι «θέορτον σημείον»** τούτο το λυπηρό γεγονός νόμισαν, όσοι την ανοικονόμητο συμπροευχήν, ως θεάρεστο εξέλαβαν. Ως θεοσημεία θεώρησαν όμως κατόπιν την πυρκαγιά, γιατί γνωρίζουν καλώς ότι, συμπροσευχή για την καθ΄ημάς Ανατολήν, το «συνεύχεσθαι εν αληθεία εστί». Μία φορά μόνο να παρευρεθεί κάποιος Ορθοδόξως στη Θεία Λειτουργία, αρκεί για να καταλάβει το «αλήθεια εν αγάπη» και το «αγάπη εν αληθεία». Για τούτο δικαιολογημένα, οι παντοειδώς συνηγορήσαντες, στο μέγα τούτο ατόπημα της συμπροσευχής, νόμισαν ως θεοσημεία, το λυπηρό τούτο γεγονός της πυρκαγιάς.

Θα προσθέσω στο σχολιασμό αυτό, επιλογικά και τούτο. Προσωπικά έχω την απορία, πως προσπέρασε ο της Ρώμης «αλάθητος», από τις δύο επιμήκεις πλευρές, του κεντρικού κλίτους του Ναού της Γεννήσεως, όπου εις μεν τον προς βορρά τοίχο είναι ζωγραφισμένες οι τοπικές Σύνοδοι και προς νότο οι Επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, χωρίς να έλθει εις εαυτόν και να καταλαβει ότι η Εκκλησία «είναι στύλος και εδραίωμα της αληθείας» Α΄Τιμ.3,15. Αν κοντοστεκόταν για λίγο ο Πάπας Φραγκίσκος, στο μεσαίο κλίτος, της πεντάκλιτης τούτης βασιλικής, θα παρατηρούσε στα ενδιάμεσα των καμάρων, «ελληνικοίς γράμμασιν» και περιληπτικώς, τα πρακτικά κάθε Συνόδου, και θα καταλάμβαινε τα της εκκλησιαστικής αυθεντίας και τη μεγίστη «αλαθήτου» πλάνη.

*«εκπεσούσης Ρώμης» -ομολογιακή έκφραση του Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ
**«θέορτον σημείον» -θεόπεμπτον σημείον

Αρχιμ. Ισίδωρος, Καθηγ. Ι. Μ. Βαρλαάμ: Ο σύγχρονος Μετεωρίτικος Μοναχισμός ως μαρτυρία Χριστού


Εισήγηση στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο
Ά­για Με­τέ­ω­ρα 12-14 Σε­πτεμ­βρί­ου 2000
Ό­ταν οι πρώ­τοι Α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τες α­σκη­τές έ­κτι­ζαν τις τα­πει­νές κα­λύ­βες τους στούς α­πό­κο­σμους βρά­χους η με­τέ­βαλ­λαν τις σκο­τει­νές σπη­λι­ές σε κατανυκτι­κούς να­ΐ­σκους, δεν θα εί­χαν πο­τέ φαν­τα­σθή ό­τι θε­με­λί­ω­ναν μια λαμ­πρή Μο­να­στι­κή πο­λι­τεί­α, που έ­μελ­λε να α­να­δεί­ξη χο­ρεί­α ο­σί­ων, να γί­νη ι­σχυ­ρός προ­μα­χώ­νας της Ορ­θο­δο­ξί­ας και του Ελ­λη­νι­σμού, να δι­α­λα­λη­θή στα πέ­ρα­τα της Οι­κου­μέ­νης και να προ­σελ­κύ­η ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρους
θαυμα­στές της α­πό κά­θε γω­νιά της γης. Κι ό­ταν οι ό­σιοι Κτί­το­ρες των Μονών μας οι­κο­δο­μού­σαν με ά­με­τρες θυ­σί­ες τα Πε­ρί­λαμ­πρα Κα­θο­λι­κά και τα ευ­τρέ­πι­ζαν με μο­να­δι­κές τοι­χο­γρα­φί­ες, ό­ταν δη­μι­ουρ­γού­σαν για τις ανάγ­κες των Α­δελ­φο­τή­των τους τα κα­λαί­σθη­τα κτι­ρια­κά συγ­κρο­τή­μα­τα η πλού­τι­ζαν τις μο­να­στη­ρια­κές βι­βλι­ο­θή­κες με α­νε­κτί­μη­τα χει­ρό­γρα­φα, ποι­ός θα μπο­ρού­σε να προ­σμε­τρή­ση το βά­ρος της κλη­ρο­νο­μιάς που θ' ά­φη­ναν; Μιας κλη­ρο­νο­μιάς που φέ­ρει έ­κτυ­πη τη σφρα­γί­δα της ο­λο­κλη­ρω­τι­κής αφοσι­ώ­σε­ώς τους στον Θε­ο και των ι­σο­βί­ων μό­χθων τους.

Οι πρώ­τες γρα­πτές μαρ­τυ­ρί­ες της ι­στο­ρί­ας των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων ανάγονται στον εν­δέ­κα­το η κα­τ' άλ­λους στον δέ­κα­το αι­ώ­να, ε­πο­χή κα­τά την ο­ποί­α συγ­κρο­τεί­ται η Σκή­τη της Δού­πια­νης, με κέν­τρο Λα­τρεί­ας το μικρο Κυ­ρια­κό της, τον να­ο της Πα­να­γί­ας, που σώ­ζε­ται μέ­χρι και σή­με­ρα. Εξέ­χου­σα φυ­σι­ο­γνω­μί­α ο «Πρώ­τος» της Σκή­της Νεί­λος ο Θε­ο­φι­λής, κτί­ζει τον 14ο αι­ώ­να,  πλην της Δού­πια­νης, και άλ­λες τρεις Μο­νές.
Ο 14ος αι­ώ­νας εί­ναι η πε­ρί­ο­δος της πρώ­της με­γά­λης κτι­το­ρι­κής δημιουργίας στην Θη­βα­ΐ­δα των Στα­γών. Ο ό­σιος Α­θα­νά­σιος ο Με­τε­ω­ρίτης ι­δρύ­ει την ε­πο­χή αυ­τή την Μο­νή του Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου και θε­με­λιώ­νει με το «Τυ­πι­κό» του, που α­πε­τέ­λε­σε πρό­τυ­πο και για τις υ­πό­λοι­πες Μο­νές, τον κοι­νο­βια­κό τρό­πο ζω­ής. Οι Ό­σιοι Θε­ο­φά­νης και Νε­κτά­ριος οι Α­ψα­ρά­δες, κτί­το­ρες του Βαρ­λα­άμ, εί­ναι οι με­γά­λες α­σκη­τι­κές μορφές, που σφρα­γί­ζουν με την α­γι­ό­τη­τα της ζω­ής τους και με την κτι­το­ρι­κή τους δρα­στη­ρι­ό­τη­τα την ε­πο­χή της με­γα­λύ­τε­ρης ακ­μής των Με­τε­ώ­ρων, τον 16ο αι­ώ­να, κα­τά την ο­ποί­α οι Μο­νές φθά­νουν τις εί­κο­σι τέσ­σε­ρες, χω­ρίς να υ­πο­λο­γί­ζον­ται στον α­ριθ­μό αυ­τό οι κα­λύ­βες και τα μι­κρά ασκη­τή­ρια. Την άν­θη­ση αυ­τή, που συνε­χί­ζε­ται και τον 17ο αι­ώ­να, α­κολου­θεί η φθί­νου­σα πο­ρεί­α του 18ου και 19ου αι­ώ­νος, ό­ταν οι ε­πι­δρομες των Τούρ­κων κα­τα­κτη­τών, ο χρό­νος και η φύ­ση ε­ρη­μώ­νουν στα­διακα τις πε­ρισ­σό­τε­ρες Μο­νές. Τα δι­α­σω­θέν­τα με­γά­λα Μο­να­στή­ρια, α­κολου­θών­τας α­να­πό­φευ­κτα τις ε­θνι­κές μας πε­ρι­πέ­τει­ες, διέρ­χον­ται, κα­τά την Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή και στα με­τέ­πει­τα εί­κο­σι πε­ρί­που χρό­νια, πε­ρί­ο­δο με­γά­λης δο­κι­μα­σί­ας. Οι­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρει­ες, Α­δελ­φό­τη­τες με ε­λά­χιστους Μο­να­χούς, κτί­ρια ε­τοι­μόρ­ρο­πα α­πό την φθο­ρά του χρό­νου και α­πό τούς βομ­βαρ­δι­σμούς των Γερ­μα­νών, συν­θέ­τουν την με­τα­πο­λε­μι­κή ει­κό­να της άλ­λο­τε ακ­μαί­ας Μο­να­στι­κής Πο­λι­τεί­ας.
Η δά­δα, ό­μως, του α­σκη­τι­κού ι­δε­ώ­δους και μέ­σα σ' αυ­τόν τον δει­νό χειμώνα δεν έ­σβη­σε. Οι λί­γοι η­λι­κι­ω­μέ­νοι Μο­να­χοί δι­α­τη­ρούν με θαυ­μα­στή αυ­τα­πάρ­νη­ση την α­σκη­τι­κή πα­ρά­δο­ση, πε­ρι­μέ­νον­τας καρ­τε­ρι­κά την ευλογη­μέ­νη ώ­ρα που η Α­γί­α Λι­θό­πο­λη θα πε­ρι­βαλ­λό­ταν την πα­λιά της αίγλη.
Και η ώ­ρα ήλ­θε. Οι πρε­σβεί­ες των ο­σί­ων Κτι­τό­ρων έ­φε­ραν Μη­τρο­πο­λί­τη Τρίκ­κης και Στα­γών τον α­πό Λη­μνου κυ­ρό Δι­ο­νύ­σιο, α­σκη­τι­κό και φιλομόνα­χο ι­ε­ράρ­χη, ο ο­ποί­ος με­ρι­μνά με α­ξι­ο­θαύ­μα­στο ζή­λο να επανδρωθούν οι Μο­νές, για να συν­τε­λε­σθή το θαύ­μα της πνευ­μα­τι­κής και κτι­ρια­κής α­να­γεν­νή­σε­ως. Η εγ­κα­τά­στα­ση, το έ­τος 1961, στην Μο­νή Βαρλαάμ της Συ­νο­δεί­ας του μετέπειτα Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Πειραι­ώς κ.κ. Καλ­λι­νί­κου, δι­α­κρι­τι­κού και πο­λυ­δρά­στου Ι­ε­ράρ­χου, με κτιτορι­κό έρ­γο στην Μο­νή, ο­ρο­θε­τεί την α­παρ­χή μιας νέ­ας λαμ­πρής περιόδου στην ι­στο­ρί­α του Α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­κού Μο­να­χι­σμού.
Με­λος ε­πί­λε­κτο της Α­δελ­φό­τη­τος αυ­τής και σε­μνό καύ­χη­μα της μετέ­ω­ρης Μο­να­στι­κής Πο­λι­τεί­ας ο ση­με­ρι­νός σε­πτός Προ­κα­θή­με­νος της Ελ­λα­δι­κής Εκ­κλη­σί­ας κ.κ. Χρι­στό­δου­λος, ο ο­ποί­ος λαμ­πρύ­νει και ευ­λο­γεί με την παρουσί­α του και το Μο­να­στι­κό τού­το Συ­νέ­δριο. Με τον πλού­το των θεοσδό­των χα­ρι­σμά­των του και την ευ­παρ­ρη­σί­α­στη τόλ­μη της α­ρετής του,δί­δει, στούς τω­ρι­νούς κρί­σι­μους για την  Εκ­κλη­σί­α και το  Έ­θνος μας και­ρούς, πο­λυ­μέ­τω­πους σκλη­ρούς α­γώ­νες υ­πέρ των ι­ε­ρών και των ο­σί­ων μας.
Δυ­ο α­κό­μη ε­κλε­κτοί βλα­στοί της Μο­νής Βαρ­λα­άμ α­πό την ί­δια Συ­νοδεί­α, ο μα­χη­τι­κός Μη­τρο­πο­λί­της Κα­λα­βρύ­των και Αι­γι­α­λεί­ας κ.κ. Αμβρό­σιος και ο μει­λί­χιος Ά­γιος Κι­τρους και Κα­τε­ρί­νης κ.κ. Α­γα­θό­νι­κος, μαρ­τυ­ρούν την αδιάκο­πη ευ­ερ­γε­τι­κή πα­ρου­σί­α των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων σε ό­λους τούς το­μείς του εκ­κλη­σι­α­στι­κού και ε­θνι­κού μας βί­ου, πα­ρου­σί­α που δεν λεί­πει ού­τε στις πιο δύ­σκο­λες στιγ­μές της ι­στο­ρί­ας τους.
Με τα ορ­γα­νω­μέ­να σή­με­ρα Μο­να­χι­κά Κοι­νό­βια α­να­βι­ώ­νει και γνωρί­ζει μια νέ­α άν­θη­ση πά­νω στούς ι­ε­ρούς βρά­χους η ι­σάγ­γε­λη πο­λι­τεί­α. Πι­στοί στις υπο­θή­κες των ο­σί­ων Πα­τέ­ρων τους οι ση­με­ρι­νοί Α­γι­ο­με­τεω­ρί­τες Μο­να­χοί και προ­ση­λω­μέ­νοι στην μα­κραί­ω­νη α­σκη­τι­κή πα­ρά­δοση, δί­δουν πολυτρόπως την μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού. Ο ά­πει­ρος σε­βα­σμός και η α­γά­πη τους προς την α­τί­μη­τη πνευ­μα­τι­κή και πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά των κα­τά πνεύ­μα προ­γό­νων τους, η α­φο­σί­ω­ση στην υ­ψη­λή α­πο­στο­λή τους, η φιλοκαλί­α και ο ζή­λος τους α­περ­γά­ζον­ται το ση­με­ρι­νό α­να­στηλω­τι­κό θαύμα που με­τα­μορ­φώ­νει την κτι­ρια­κή ει­κό­να των Μο­νών. Με ι­ε­ρό δέ­ος και ευ­λά­βεια για τα έρ­γα των χει­ρών των κτι­τό­ρων, με σε­βασμο στην παράδο­ση και στο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, με προ­σω­πι­κούς κόπους και θυ­σί­ες, ε­πί σα­ράν­τα ο­λό­κλη­ρα χρό­νια, συν­τη­ρούν, α­να­και­νίζουν και αναστηλώνουν, σώ­ζον­τας έ­τσι α­πό τον α­φα­νι­σμό τα πα­λαι­ά κτί­σμα­τα και δί­νον­τας για αι­ώ­νες ζω­η στα α­πα­ρά­μιλ­λα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά μνη­μεί­α.
Ε­κεί­νο, ό­μως, που βα­ραί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στούς ώ­μους μας εί­ναι η ευ­θύ­νη για την πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά μας, την σώ­ζου­σα και α­γι­ά­ζου­σα Παράδοση του Ορ­θο­δό­ξου Α­να­το­λι­κού Μο­να­χι­σμού, που φθά­νει σ' εμας δια των ο­σί­ων Με­τε­ω­ρι­τών Πα­τέ­ρων. Αυ­τήν κυ­ρί­ως την κλη­ρο­νομια αγωνι­ζό­μα­στε να δι­α­φυ­λά­ξου­με και να με­τα­δώ­σου­με α­νό­θευ­τη στις επόμενες γε­νι­ές. Εί­ναι το βά­ρος των α­ρε­τών του ο­σί­ου Α­θα­να­σί­ου του Μετεωρίτου, ε­νός εκ των με­γά­λων νη­πτι­κών πα­τέ­ρων της ε­πο­χής του· εί­ναι η α­γι­α­σμέ­νη βι­ο­τή ό­λων των κτι­τό­ρων μας, εί­ναι ο φι­λό­θε­ος ζή­λος, η φιλάδελ­φη δι­ά­θε­ση προ­σφο­ράς και η μέ­χρις αυ­το­θυ­σί­ας φι­λο­πα­τρί­α ό­λων των α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­τών πα­τέ­ρων, που α­νέ­δει­ξαν την θε­ό­κτι­στη Λι­θό­πο­λή μας σε θε­μα­το­φύ­λα­κα των θρη­σκευ­τι­κών και ε­θνι­κών μας α­ξι­ών.
Οι βρά­χοι των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, που εί­δαν στα πρό­σω­πα των ο­σίων μας το κάλ­λος και την ευ­πρέ­πεια της ει­κό­νος του Θε­ού, εί­ναι για τούς σημερινούς ε­νοί­κους τους το Θα­βώρ της προ­σω­πι­κής τους μεταμορφώσεως. Με την α­πο­τα­γή του κό­σμου, που, ως εκ­ζή­τη­ση του Θε­ού και θυ­σί­α των τερ­πνών της ζω­ής, α­πο­τε­λεί μια τρα­νή μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού, εισέρ­χε­ται ο Με­τε­ω­ρί­της Μο­να­χός στο στά­διο των α­σκη­τι­κών αγωνισμάτων, ό­που νυ­χθη­με­ρόν «πυ­κτεύ­ει, υ­πο­πιά­ζει και δου­λα­γω­γεί» εαυτον, για να φθά­ση στην ε­σω­τε­ρι­κή κα­θα­ρό­τη­τα και να δε­χθή την έλλαμψη του α­κτί­στου φω­τός της Τρι­α­δι­κής Θε­ό­τη­τος. Α­κο­λου­θών­τας στα ί­χνη των πα­τέ­ρων του, ε­λεύ­θε­ρος α­πό τα δε­σμά της υ­λι­κής προ­σπα­θεί­ας, πορεύ­ε­ται την ο­δό του μαρ­τυ­ρί­ου της συ­νει­δή­σε­ως, α­πεκ­δύ­ε­ται το δι­κό του θέ­λη­μα, α­γνεύ­ει για την α­γά­πη του Χρι­στού και βρί­σκει μέ­σα στούς κόπους του την α­νά­παυ­ση της ει­ρή­νης του Θε­ού. Κα­τω α­πό το στορ­γι­κό βλέμ­μα των Α­γί­ων μας και μέ­σα στούς ί­διους χώ­ρους,  στούς ο­ποί­ους ε­κεί­νοι κέρδισαν τον ου­ρα­νό, δί­δει α­δι­ά­κο­πα την μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού και συ­νε­χί­ζει την μο­να­χι­κή πα­ρά­δο­ση, α­σκού­με­νος στις α­ρε­τές της παρθε­νί­ας, της ακτημο­σύ­νης και της υ­πα­κο­ής, στη νη­στεί­α, στην α­γρυ­πνί­α, στην αδιάλειπτη νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Στούς να­ούς, που ά­γι­ες χεί­ρες οι­κοδό­μη­σαν και γε­νι­ές α­τέ­λει­ω­τες Μο­να­χών λά­τρευ­σαν τον Κυ­ριο, προσφέ­ρει με τούς ίδιους ύ­μνους τη δι­κή του λα­τρεί­α· στα κελ­λιά, που πο­τίσθη­καν α­πό άφθονους α­σκη­τι­κούς ι­δρώ­τες, εκ­ζη­τεί, με γο­νυ­κλι­σί­ες και κομ­βο­σχοί­νια, με πε­ρι­συλ­λο­γή και δά­κρυ­α με­τα­νοί­ας, το έ­λε­ος του Θεού.
Στο Πο­τή­ριο της Ζω­ής, που δεν έ­παυ­σε να προ­σφέ­ρε­ται α­δι­ά­κο­πα μέ­σα στούς αι­ώ­νες, στο πε­τρα­χή­λι του Πνευ­μα­τι­κού, στην ι­ε­ρή υ­μνω­δί­α που δεν σί­γη­σε πο­τέ και στα νά­μα­τα της α­είρ­ρο­ης πα­τε­ρι­κής δι­δα­σκαλί­ας, διασώζεται και με­τα­φέ­ρε­ται α­πό γε­νιά σε γε­νιά γνή­σια η ορ­θοδο­ξη ασκητική πνευ­μα­τι­κό­τη­τα στα Ά­για Με­τέ­ω­ρα. Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, την ο­ποί­α η ε­ξω­τε­ρι­κή ει­κό­να, ό­πως δι­α­μορ­φώ­νε­ται α­πό τα ση­με­ρι­νά δε­δομέ­να, κά­νει α­θέ­α­τη σ' έ­να ε­πι­πό­λαι­ο βλέμ­μα και σε μια α­βα­σά­νι­στη κρί­ση.
Με ρε­α­λι­σμό, με συγ­κα­τά­βα­ση στις α­παι­τή­σεις των και­ρών και με υψη­λό αίσθη­μα ευ­θύ­νης αν­τι­με­τω­πί­ζει η Μο­να­στι­κή μας Πο­λι­τεί­α την συγχρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το μο­να­δι­κό φυ­σι­κό κάλ­λος της ό­λης α­γι­ο­με­τεω­ρι­κής περι­ο­χής, η ι­στο­ρί­α, τα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά μνη­μεί­α και οι κει­μη­λια­κοί μας θησαυ­ροί προ­σελ­κύ­ουν πλή­θη ε­πι­σκε­πτών α­πό ό­λο τον κό­σμο, η δε πνευμα­τι­κή α­κτι­νο­βο­λί­α, τα ά­για λεί­ψα­να και η χά­ρη των θαυ­μα­τουρ­γών α­γί­ων κα­θι­στούν τα Με­τέ­ω­ρα έ­να παγ­κό­σμιο ορ­θό­δο­ξο προ­σκύ­νη­μα. Η νέ­α αυ­τή δι­ά­στα­ση ε­πι­φορ­τί­ζει τούς ση­με­ρι­νούς Με­τε­ω­ρί­τες με μια ε­πί πλέ­ον ευ­θύ­νη. Την ευ­θύ­νη της ι­ε­ρα­πο­στο­λής μέ­σα στα Μο­να­στή­ρια τους, που γίνον­ται άμ­βω­νες και στέλ­λουν το μή­νυ­μα του Ευ­αγ­γε­λί­ου στα πέρα­τα της Οι­κου­μέ­νης. Η πα­ρου­σί­α και μό­νο του μο­να­χού εί­ναι έ­να ζωντα­νό κή­ρυγ­μα ό­χι μό­νο για τον προ­σκυ­νη­τή, αλ­λά και για τον αλ­λό­πι­στο η τον αλ­λό­δο­ξο ε­πι­σκέ­πτη. Ζώ­σα ει­κό­να και μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού, ε­νερ­γεί σε πολ­λές ψυ­χές την κα­λή αλ­λοί­ω­ση, με τη χά­ρη του Θε­ού που α­κτι­νο-βο­λεί στο πρό­σω­πο, στο λό­γο και στη συμ­πε­ρι­φο­ρά του.
Δεν αμ­φι­σβη­τού­με την α­ξί­α της η­συ­χί­ας, ως ση­μαν­τι­κού πα­ρά­γον­τος πνευμα­τι­κής ζω­ής. Και στα Με­τέ­ω­ρα --ό­σο κι αν φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο-- μπορού­με να την δι­α­σφα­λί­σου­με κα­τά έ­να με­γά­λο μέ­ρος. Η αυ­στη­ρή τήρηση του ω­ρα­ρί­ου ε­πι­σκε­πτών, το ο­ποί­ο δεν υ­περ­βαί­νει το έ­να τέ­ταρ­το του ει­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου, μας ε­ξα­σφα­λί­ζει πολ­λές και τις κα­λύ­τε­ρες ώ­ρες για την λα­τρεί­α και την α­το­μι­κή μας προ­σευ­χή. Η δυ­να­τό­τη­τα ε­ναλ­λα­γής των δι­α­κο­νη­τών στα με­γα­λύ­τε­ρα κοι­νό­βια και η ε­ναλ­λα­κτι­κή λύ­ση του λα­ϊ­κού προ­σω­πι­κού στα ο­λι­γά­ριθ­μα, κα­θώς ε­πί­σης και το κλεί­σι­μο των Μο­νών μί­α η και δύ­ο φο­ρές την ε­βδο­μά­δα μας πα­ρέ­χουν υ­πρρ­δι­πλά­σιες η­μέ­ρες ησυχίας. Κι αυ­τό μό­νο για τούς θε­ρι­νούς μή­νες, δι­ό­τι η χειμε­ρι­νή πε­ρί­ο­δος εί­ναι κα­τά κα­νό­να η­συ­χα­στι­κή. Έ­χου­με δε και το πλε­ονέ­κτη­μα της μη διανυκτε­ρεύ­σε­ως ε­πι­σκε­πτών στις Μο­νές, λό­γω στε­νό­τη­τος χώ­ρου και λόγω των κον­τι­νών α­πο­στά­σε­ων της Κα­λαμ­πά­κας και του Κα­στρα­κί­ου, όπου υ­πάρ­χει πλη­θώ­ρα ξε­νο­δο­χεί­ων.
Η αί­σθη­ση του χρέ­ους προς την πα­ρα­κα­τα­θή­κη των πα­τέ­ρων μας μας επιβάλ­λει την θυ­σί­α, εν μέ­ρει, της πο­θη­τής για κά­θε μο­να­χό η­συ­χί­ας και μας ε­πι­βα­ρύ­νει με πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­πο. Ο χώ­ρος αυ­τός, ο κα­θι­ε­ρω­μέ­νος ε­πί μί­α και πλέ­ον χι­λι­ε­τί­α στη λα­τρεί­α του Θε­ού, τέ­τοι­ος πρέ­πει να παρα­μεί­νη μέ­χρι της συν­τε­λεί­ας του αι­ώ­νος. Και η μό­νη εγ­γύ­η­ση για την δι­α­φύ­λα­ξη του ασκη­τι­κού και λα­τρευ­τι­κού χα­ρα­κτή­ρος του εί­ναι η μο­ναχι­κή πα­ρου­σί­α.
Η α­να­γνώ­ρι­ση α­πό την Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος της ι­ε­ρό­τη­τος της ό­λης αγιομε­τε­ω­ρι­κής πε­ρι­ο­χής και η νο­μο­θε­τι­κή κα­το­χύ­ρω­σή της, το έ­τος 1995, α­πό την Ελ­λη­νι­κή Πο­λι­τεί­α την πε­ρι­φρου­ρεί α­πό τούς έ­ξω­θεν προερχομένους κιν­δύ­νους και α­πο­τε­λεί, ως εκ τού­του, μέ­γα ευ­ερ­γέ­τη­μα, για το ο­ποί­ο εί­με­θα πάν­το­τε ευ­γνώ­μο­νες. Αλ­λά ο σω­τή­ριος αυ­τός νό­μος, ό­πως και η προ­στα­σί­α της U­N­E­S­CO, η ο­ποί­α συμ­πε­ρι­έ­λα­βε τα Με­τέ­ω­ρα στα διατη­ρη­τέ­α μνη­μεί­α της Αν­θρω­πό­τη­τος, και κά­θε άλ­λο προ­στα­τευ­τι­κό μέτρο, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μό­νο με την πα­ρου­σί­α των Μο­να­χών μπορει να τε­λε­σφο­ρή­ση.
Αν και η ευ­λο­γη­μέ­νη Μο­να­στι­κή μας πο­λι­τεί­α δεν προ­σφέ­ρε­ται για αναχωρη­τι­σμό και τε­λεί­α η­συ­χί­α, δεν υ­στε­ρεί δι­ό­λου σε προ­ϋ­πο­θέ­σεις πνευμα­τι­κής τε­λει­ώ­σε­ως. Δεν εμ­πο­δί­ζει κα­νείς τον ση­με­ρι­νό Με­τε­ω­ρί­τη Μονα­χό να ο­μο­λο­γή α­δι­ά­κο­πα Χρι­στόν στο στά­διο της μαρ­τυ­ρι­κής υπακοής και να φθά­ση στην έ­νω­ση με τον Θε­ο, κα­ταρ­ρί­πτον­τας, «το μεσότοι­χον του ι­δί­ου θε­λή­μα­τος». Κα­τά τον Ά­γιο Γρη­γό­ριο τον Σι­να­ΐ­τη, ο μο­να­χός που α­σκεί την υ­πα­κο­ή, «πάν­τα τα πά­θη υ­φ' εν πε­ρι­έ­κο­ψε· και δια της υ­πα­κο­ής και την η­συ­χί­αν κα­τώρ­θω­σε, τον Χρι­στόν ευ­ρών». Ασφαλέστερη και δο­κι­μώ­τε­ρη θε­ω­ρεί ο Ά­γιος Ι­ω­άν­νης της Κλί­μα­κος την αρετή που α­πο­κτά­ται δια της υ­πα­κο­ής, α­πό αυ­τήν, η ο­ποί­α καλ­λι­ερ­γεί­ται στην η­συ­χί­α. «Η μεν εξ η­συ­χί­ας κα­τορ­θου­μέ­νη του σώ­μα­τος α­πά­θεια, κόσμω πολ­λά­κις πλη­σι­ά­ζου­σα, ουκ α­σά­λευ­τος έ­μει­νεν· η δε εξ υ­πα­κο­ής προσγι­νο­μέ­νη, παν­τα­χού δό­κι­μος και α­κρά­δαν­τος».
Η υ­πα­κο­ή εί­ναι για τον Με­τε­ω­ρί­τη Μο­να­χό α­σπί­δα προ­στα­σί­ας στην καθημε­ρι­νή του δι­α­κο­νί­α, η ζων­τα­νή πα­ρου­σί­α των Α­γί­ων ε­νί­σχυ­ση στούς πει­ρα­σμούς, και η μνή­μη του Θε­ού με την α­δι­ά­λει­πτη νο­ε­ρά προσευ­χή, την ο­ποί­α μπο­ρεί να δι­α­τη­ρή και μέ­σα στο θό­ρυ­βο των ε­πι­σκεπτών, το εντρύφη­μα και η α­γαλ­λί­α­ση της ψυ­χής του. 
Η έν­το­νη λα­τρευ­τι­κή ζω­η με την α­νελ­λι­πή τέ­λε­ση των δι­α­τε­ταγ­μέ­νων Ακολου­θι­ών και την συ­χνή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, οι α­γρυ­πνί­ες, η κα­τά μό­νας προ­σευ­χή, η με­λέ­τη, η συμ­με­το­χή στα Μυ­στή­ρια, η ε­ξα­γό­ρευ­ση των λογισμών, η νη­στεί­α και κά­θε μέ­σο που προ­σφέ­ρει η Α­γί­α μας Εκ­κλη­σί­α προς α­για­σμόν, με την προ­σω­πι­κή συμ­βο­λή της τη­ρή­σε­ως του νου και του ε­σω­τε­ρι­κού α­γώ­νος, εί­ναι και για μας πο­ρι­σμός Θεί­ας Χα­ρι­τος. Μέσα σ' αυτήν την α­τμό­σφαι­ρα της προ­σευ­χής και μέ­σα στην χά­ρη του Θεού, ό­λες οι δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, α­κό­μη και οι υ­λι­κές, προσ­λαμ­βά­νουν για τον Με­τε­ω­ρί­τη, ό­πως και για κά­θε Μο­να­χό, πνευ­μα­τι­κές δι­α­στά­σεις. Έ­τσι, η δι­α­κο­νί­α των επι­σκε­πτών, κα­τά την ο­ποί­α «Χρι­στός κα­ταγ­γέ­λεται»­, δια της ξε­να­γή­σε­ως και της ό­λης πα­ρου­σί­ας του Μο­να­χού, κα­θώς και το πο­λύ­πλευ­ρο έρ­γο των Μο­νών μας δεν α­πο­τε­λεί πα­ρέκ­κλι­ση α­πό τον βα­σι­κό σκο­πό της α­πο­τα­γής του κό­σμου, αλ­λά μια άλ­λη έκ­φρα­ση α­γά­πης προς τον Θε­ο και τον συνάνθρω­πο, έ­να ε­πί πλέ­ον μέ­σον α­γιασμου και συ­νε­πώς μια α­κό­μη μαρτυρί­α Χρι­στού.
Χρι­στός ο­μο­λο­γεί­ται και Χρι­στός μορ­φώ­νε­ται στις ψυ­χές τό­σων και τό­σων πι­στών που έρ­χον­ται να α­πο­θέ­σουν στο πε­τρα­χή­λι των ση­με­ρινων Μετεωρι­τών πνευ­μα­τι­κών πα­τέ­ρων το βά­ρος των α­μαρ­τι­ών τους. Χρι­στός με­τα­δί­δε­ται στο πλή­θος των φι­λα­κο­λού­θων που προ­σέρ­χον­ται στις Αγρυπνί­ες και στις Θεί­ες Λει­τουρ­γί­ες και γί­νον­ται τα Μο­να­στή­ρια μας κέντρα και πρό­τυ­πα εκ­κλη­σι­α­στι­κής ζω­ής.
Μια ση­μαν­τι­κή, ε­πί­σης, προ­σφο­ρά των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων στην Εκκλη­σί­α είναι η εκ­παί­δευ­ση νέ­ων ι­ε­ρέ­ων στις αν­δρώ­ες Μο­νές, ό­που, εκτός α­πό την εκ­μά­θη­ση της λει­τουρ­γι­κής πρά­ξε­ως και τά­ξε­ως, με­τα­δί­δεται στούς ι­ε­ρείς η ευ­λά­βεια και ο ζή­λος της λα­τρευ­τι­κής ζω­ής.
Μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού εί­ναι και το πο­λυ­σχι­δές κοι­νω­νι­κό και φι­λαν­θρωπι­κό έργο των Μο­νών που ε­κτεί­νε­ται και πέ­ραν των ο­ρί­ων της Ελ­λη­νικης Επικρα­τεί­ας. Η α­νέ­γερ­ση να­ών στην Κα­λαμ­πά­κα και στην Αλ­βα­νί­α, η ανοικο­δό­μη­ση πνευ­μα­τι­κού κέν­τρου στην Κα­λαμ­πά­κα, η πα­ρο­χή οικονομικής βο­η­θεί­ας στην Σερ­βί­α και στις άλ­λες εμ­πε­ρί­στα­τες Χώ­ρες των Βαλ­κα­νί­ων, η α­φα­νής πο­λύ­πλευ­ρη, κα­θη­με­ρι­νή, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, φι­λαν­θρω­πι­κή προ­σφο­ρά, κα­θώς και η ε­νί­σχυ­ση του έρ­γου της Ε­ξω­τε­ρι­κής Ι­ε­ρα­πο­στο­λής εί­ναι πε­ρίσ­σευ­μα α­γά­πης και καρ­πός συ­νε­χών α­σκη­τι­κών κό­πων.
Προ­σή­λω­ση στην ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση, νή­φου­σα εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση και ο­μο­λο­για­κό φρό­νη­μα μαρ­τυ­ρεί και η ε­νερ­γός συμ­με­το­χή των Μο­νών μας στούς α­γώ­νες της Εκ­κλη­σί­ας για την προ­ά­σπι­ση των δι­καί­ων της και για την δι­α­φύ­λα­ξη της α­κε­ραι­ό­τη­τος της Πι­στε­ως. Οι θεσεις μας στο πρόβλη­μα της εκ­κλη­σι­α­στι­κής πε­ρι­ου­σί­ας, της Συμ­φω­νί­ας Σεν­γκεν, του ηλεκτρο­νι­κού φα­κελ­λώ­μα­τος, της δι­α­γρα­φής του θρη­σκεύμα­τος α­πό τα δελ­τί­α ταυ­τό­τη­τος και σε ό­λα τα φλέ­γον­τα σύγ­χρο­να ζητή­μα­τα, θέ­σεις, οι ο­ποί­ες εκ­φρά­σθη­καν με ψη­φί­σμα­τα, με έκ­δο­ση φυλλα­δί­ων και βι­βλί­ων και με κά­θε άλ­λο πρό­σφο­ρο μέ­σο, θε­με­λι­ω­μέ­νες στον α­ναλ­λοί­ω­το α­γι­ο­γρα­φι­κό και α­γι­ο­πα­τε­ρι­κό λό­γο, α­πη­χούν πι­στά την γνώ­μη της Εκ­κλη­σί­ας μας.
Η πα­ρά­δο­ση συ­νε­χί­ζε­ται στα Με­τέ­ω­ρα και με την ε­πί­δο­ση των Μονα­χών στις εκ­κλη­σι­α­στι­κές τέ­χνες. Με ι­δι­αί­τε­ρη ε­πι­μέ­λεια καλ­λι­ερ­γεί­ται η προσιδιάζου­σα στην μο­να­χι­κή ι­δι­ό­τη­τα τέ­χνη της α­γι­ο­γρα­φί­ας και η Βυζαντι­νή Μου­σι­κή, η ο­ποί­α α­νυ­ψώ­νει το ε­πί­πε­δο της λα­τρευ­τι­κής ζω­ής. Η πα­ρα­σκευ­ή θυ­μι­ά­μα­τος και α­γνού κε­ριού, α­πα­ραι­τή­των για τις λει­τουργι­κές α­νάγ­κες, δεν λεί­πει α­πό τις ε­να­σχο­λή­σεις τους, δια δε της συγγρα­φι­κής δραστη­ρι­ό­τη­τος ε­πι­τε­λεί­ται έρ­γο ευ­αγ­γε­λι­σμού ψυ­χών και προ­α­γω­γής του γλωσ­σι­κού και πνευ­μα­τι­κού ε­πι­πέ­δου.
Το πο­λύ­μο­χθο και πο­λύ­πλευ­ρο έρ­γο των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ών στα Ά­για Με­τέ­ω­ρα, με ι­δι­αί­τε­ρη μέ­ρι­μνα, ε­κτός α­πό τις α­να­στη­λώ­σεις, στην ι­στό­ρη­ση να­ών και στην συν­τή­ρη­ση των χει­ρο­γρά­φων, δι­έ­σω­σε και α­νέδει­ξε τούς ατί­μη­τους θη­σαυ­ρούς της κλη­ρο­νο­μιάς μας και εί­ναι μια μαρτυ­ρί­α Χρι­στού ό­χι μό­νο για τούς πρω­τερ­γά­τες Μο­να­χούς, αλ­λά και για ό­σους ήλ­θαν αρωγοί στούς κό­πους μας. Εκ­φρά­ζου­με και α­πό τη θέ­ση αυ­τή θερ­μές ευχαρι­στί­ες προς τα πρό­σω­πα που στη­ρί­ζουν τις προ­σπάθει­ές μας και κα­τά πρώ­τον λό­γον στον Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη μας Στα­γών και Μετεώρων κ.κ. Σε­ρα­φείμ για την ποι­μαν­τι­κή μέ­ρι­μνα, την συμ­πα­ρά­στα­ση και την δι­α­κρι­τι­κή του α­γά­πη. Πι­στεύ­ου­με ό­τι η άρ­ση του προ­σω­πο­πα­γούς χα­ρα­κτή­ρος της Μη­τρο­πό­λε­ώς μας θα εί­ναι ευ­ερ­γε­τι­κή για τα Ά­για Μετέωρα και την ό­λη πε­ρι­ο­χή. Στο τε­ρά­στιο α­να­στη­λω­τι­κό έρ­γο συμ­βάλ­λει ου­σι­α­στι­κά το εν­δι­α­φέ­ρον, η δι­ά­κρι­ση και η α­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α του Προϊστα­μέ­νου της 7ης Ε­φο­ρεί­ας Βυ­ζαν­τι­νών Αρ­χαι­ο­τή­των κ. Λα­ζά­ρου Δεριζι­ώ­τη, δια δε της κα­τα­γρα­φής και με­λέ­της των χει­ρο­γρά­φων, κατεγράφη ευ­γνω­μό­νως το ό­νο­μα του α­ει­μνή­στου Νι­κο­λά­ου Βε­η και του δι­α­δό­χου του Ελ­λο­γι­μω­τά­του Κα­θη­γη­τού του Ι­ο­νί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου κ. Δημη­τρί­ου Σο­φια­νού στην ι­στο­ρί­α της Α­γί­ας Λι­θο­πό­λε­ως.  
Ε­πι­κλεί­ον­τας, πα­ρα­κα­λώ, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, εύ­χε­σθε η ζω­η­φό­ρος ορ­θοδο­ξη ασκη­τι­κή πα­ρά­δο­ση να μα­κραί­νη την χο­ρεί­α των Με­τε­ω­ρι­τών Α­γίων και η ου­ρα­νο­γεί­των α­γι­ό­τε­κνη Λι­θό­πο­λή μας να πα­ρα­μέ­νη «ου­ρα­νού αν­τί­τυ­πον», που θα «δι­η­γεί­ται δό­ξαν Θε­ού» «εις πά­σαν την γην». 
Ά­για Με­τέ­ω­ρα 12-14 Σε­πτεμ­βρί­ου 2000- Μετεωρίτικοι Αντίλαλοι
πηγή  το είδαμε εδώ

Γέροντας Παΐσιος: Μερικές συμβουλές για την σχέση μας με τον πνευματικό μας



Ένας πνευματικός άνθρωπος, όταν θέλη να βοηθήση κάποιον, προσπαθεί να τον συνδέση με τον Χριστό και όχι να τον δέση με τον εαυτό του.

Στην συνέχεια χαίρεται, όταν καταφέρη να τον συνδέση με τον Χριστό, και ο άλλος αγωνίζεται προσβλέποντας στον Χριστό. Τότε και ο ένας και ο άλλος έχει τον μισθό του και τα πράγματα πάνε κανονικά.


Όταν όμως ο άνθρωπος αγωνίζεται και κοιτάζη πώς να ευχαριστήση αυτόν που προσπαθεί να τον συνδέση με τον Χριστό, αν δηλαδή μια ενέργειά του θα στενοχωρήση ή θα χαροποιήση εκείνον, και δεν κοιτάζη πως ο Χριστός βλέπει αυτήν την ενέργειά του, τότε ούτε τον άνθρωπο που τον βοηθάει ευχαριστεί, ούτε τον Χριστό, αλλά ούτε ο ίδιος ωφελείται, γιατί δεν δέχεται θεϊκή βοήθεια.

Δηλαδή ούτε ο Χριστός ούτε ο πνευματικός χαίρεται γι’ αυτό το οποίο κάνει, αλλά ούτε ο ίδιος βοηθιέται, για να ξεπεράση μια δυσκολία. Ας υποθέσουμε ότι ψάλλει μια αδελφή και σκέφτεται: «Άραγε ψάλλω καλά; Θα χαρή η Γερόντισσα;». Ε, αυτή δεν βοηθιέται. Ενώ, αν ψάλλη για τον Χριστό, τα πράγματα πάνε κανονικά· και καλά θα ψάλη και την Γερόντισσα θα ευχαριστήση.

- Γέροντα, όταν κανείς δεν καταλάβη σωστά αυτό που του είπε ο πνευματικός, φταίει;

- Κοίταξε, αν δεν κατάλαβε, επειδή είχε μια επιθυμία και ο νους του ήταν εκεί, πάλι φταίει. Μερικοί το θέλημα το δικό τους το κάνουν θέλημα του Θεού.

Ρωτάει λ.χ. κάποιος τον πνευματικό του για ένα πρόβλημά του και έχει στο λογισμό του την λύση που θέλει, που τον αναπαύει. Ο πνευματικός του λέει τι πρέπει να κάνη και αυτός καταλαβαίνει ότι του είπε να κάνη αυτό που ήθελε, και το κάνει με χαρά, νομίζοντας κιόλας ότι κάνει υπακοή.Και αν του πη μετά ο πνευματικός «γιατί ενήργησες έτσι;», του λέει: «Έτσι δεν μου είπες να κάνω;»

Αλλά και μερικές φορές, αυτό που λέει ο πνευματικός, δεν είναι να το πάρη κανείς κατά γράμμα. Μπορεί να είναι τρόπος του λέγειν. Θα σας πω μια περίπτωση, για να καταλάβετε. 

Μια σαρανταπεντάρα καθηγήτρια, που είχε και παιδιά, είχε μπλέξει έναν δεκαεξάχρονο μαθητή της. Το παιδί έφυγε από το σπίτι και συζούσε με την καθηγήτρια. Όταν ο πατέρας του ήρθε στο Καλύβι και μου είπε τον πόνο του, του είπα να κάνη για το θέμα αυτό ό,τι του πη ο πνευματικός του.

Πήγε λοιπόν ο καημένος στον πνευματικό και μετά ήρθε πάλι σ’ εμένα.

Εγώ είχα εκείνη την ημέρα την Εξαρχία του Πατριαρχείου, δεν μπορούσα να συζητήσω μαζί του και του είπα: «Να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός σου». Αυτός δεν έφευγε – και ευτυχώς που δεν έφυγε και επέμενε. Κάποια στιγμή που ευκαίρησα, τον είδα λίγο και μου είπε: «Γέροντα, αποφάσισα να την σκοτώσω αυτή την γυναίκα, γιατί έτσι μου είπε ο πνευματικός μου». «Για στάσου, καλέ μου άνθρωπε, του λέω, τι ακριβώς σου είπε ο πνευματικός;». «Μου είπε: ‘’Αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα’’». Καταλάβατε; Ο πνευματικός είπε, τρόπος του λέγειν, «αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα», όχι να την σκοτώση! Από τότε δεν λέω σε κανέναν: «να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός», αλλά ρωτάω τι του είπε ο πνευματικός…

- Μπορεί, Γέροντα, να ζητάη κάποιος βοήθεια από τον πνευματικό του και συγχρόνως να προτείνη και την λύση;

- Εμ τότε, τι βοήθεια ζητάει; Άλλο είναι να πη ταπεινά σαν λογισμό στον πνευματικό του τι νομίζει ότι θα τον βοηθήση – αυτό επιβάλλεται – και άλλο είναι να επιμένη ότι ο λογισμός του αυτός είναι σωστός. Τότε είναι που δεν κάνει ο άνθρωπος προκοπή. Είναι σαν να πηγαίνη στον γιατρό και να του λέη: «Αυτό το φάρμακο να μου δώσης». Ο άρρωστος οφείλει να κάνη υπακοή στον γιατρό· δεν θα του υποδείξη τι είδους φάρμακα θα του δώση. Δεν είναι εδώ θέμα ορέξεως, όπως με τα φαγητά και τα γλυκά, για να πη κανείς: «Θέλω μπακλαβά ή θέλω κανταϊφι». Ανάλογα με την πάθηση ο γιατρός δίνει και το φάρμακο.

 ΠΗΓΗ  το είδαμε εδώ

Προσευχὴ καὶ Ἀναπνοή


«Ἡ προσευχή μου, εἶναι ἡ ἀναπνοή μου».

Μή βιάζεστε. Δέν εἶναι λόγια μοναχοῦ. Εἶναι λόγια οἰκο­γενει­άρχη, πατέρα πέντε παιδιῶν.

Ἄς τόν ἀκούσομε:
* * *
Οἱ ὑποχρεώσεις μου εἶναι πολλές. Χρόνος δέν μοῦ μένει. Φροντίζω ὅμως, νά «παρακολουθεῖ» ἡ προσευχή μου, τά ποικίλα γεγονότα τῆς καθημερινότητας. Ἔτσι ποτέ δέν εἶναι στερεότυπη, ρουτίνα. Ἄλλοτε ἀναβλύζει σάν ὁρμητικός χείμαρρος καί ἄλλοτε σάν ἥσυχο ρυάκι. Γιά νά «δουλέψει» ἡ προσευχή, εἶναι ἀπαραίτητο νά σιωπήσει κάποιος «κινηματο­γράφος», πού βρίσκεται μέσα μας. Οἱ δελεαστικές εἰκόνες του καί οἱ ἦχοι του μᾶς πνίγουν. Δέν μᾶς ἀφήνουν νά εἴμαστε διαθέσιμοι στό Θεό καί στόν ἀδελφό μας.
 ***
Οἱ προσευχές τῆς Ἐκκλησίας πού βασίζονται στήν Ἁγ. Γραφή μέ συναρπάζουν. Τί ὑπέροχο νά ξεκινᾶς τήν ἡμέρα σου μέ τούς Ψαλμούς! «Κύριε, ἐσύ εἶσαι ὁ Θεός μου. Σέ ἀναζητῶ ἀπό τά χαράματα. Γιά σένα διψᾶ ἡ ψυχή μου, στήν «ἔρημη καί ἄνυδρη» αὐτή γῆ πού ζῶ» (Ψαλμ. 62,1). «Κύριε, ἐσύ θά ἀνοίξεις τά χείλη μου, γιά νά σέ ὑμνήσω» (Ψαλμ. 50,17). Μοῦ ἀρέσει νά προσεύχομαι μέ τούς Ψαλμούς. Μέ αὐτούς «πληροφορῶ» τόν Πατέρα μου: γιά τόν πόνο μου· γιά τά... παράπονά μου· γιά τίς ἀμφιβολίες μου. Τόν ἱκετεύω νά τρέξει νά μέ βοηθήσει. Τόν δοξολογῶ. Στούς Ψαλμούς βρίσκεις ὅτι συνιστᾶ τή ζωή μας.
 ***
Θέλεις καί καμμιά ἄλλη προσευχή; Πᾶρε, ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τήν προσευχή τοῦ Τελώνη: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Λέγε τήν κάθε λέξη μέ πολλή προσοχή. Καί θά δεῖς, πῶς «γεμίζει» ἡ καρδιά σου μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Θέλεις νά προσαρμόσεις τήν προσευχή σου στά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζεις; Μή διστάζεις. Λέγε τήν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς: «Ἰησοῦ, σπλαγχνίσου με» (Λουκ. 18,38)· ἤ «Κύριε, θέλω νά βρῶ τό φῶς μου» (Λουκ. 18,41). Μπορεῖς ἀκόμα νά προφέρεις μέ πόθο τό σωτήριο Ὄνομα: Κύριε! Ἰησοῦ! Ἄλλες πάλι φορές δέν χρειάζεται νά λέμε τίποτε! Γιατί τότε βλέπομε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τόν Κύριο δίπλα μας. Καί Τόν ἀκοῦμε νοερά. Προσευχή δέν εἶναι καί αὐτό;

Ἡ προσευχή μᾶς ἁγιάζει. Ἀδειάζει σιγά-σιγά τήν καρδιά μας, ἀπό ὅλη ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή «σαβούρα», πού εἶναι ἐκεῖ μέσα στοιβαγμένη. Ἀνοίγει τά σφαλισμένα ἀπό τήν ἀδιαφορία μας παράθυρα τῆς καρδιᾶς μας· καί τήν γεμίζει μέ Φῶς Χριστοῦ.
***
Μιά ἀκόμα προσευχή, ἡ «κατ’ ἐξοχήν» προσευχή, εἶναι ἡ θεία Λειτουργία. Σ’ αὐτήν, οἱ καρποί τοῦ κόπου μας, τό ψωμί καί τό κρασί, μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Καί μᾶς ἁγιάζουν. Μᾶς δυναμώνουν τήν πίστη. Στή Λειτουργία συμμετέχομε στό Πάσχα. Περνᾶμε ἀπό τό θάνατο στήν ζωή· ἀπό τήν ἁμαρτία στήν δική μας Ἀνάσταση. Καί κάτι ἄλλο: Παρουσιάζομε στό Χριστό τήν ζωή μας. Τήν προσωπική καί τήν οἰκογενειακή. Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα τά γεγονότα τῆς ἑβδομάδος. Ὁμολογοῦμε μαζί μέ τούς ἀδελφούς τό κοινό «Πιστεύω». Μπορεῖ ὁ χριστιανός νά ζεῖ τήν πίστη του «ἰδιωτικά», μακρυά ἀπό τήν Ἐκκλησία; Κυριακή σημαίνει: ραντεβοῦ μέ τόν Θεό, πού μᾶς ἀνοίγει τό μέλλον! Τί εἶναι γιά μένα ἡ Λειτουργία; Ἐπιθυμία καί χαρά!
***
Ὅταν κάνω κάτι, δίνω ὅλο τόν ἑαυτό μου. Ναί. Μέ τήν ἐργασία μου διαμορφώνω ἕνα περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο οἱ ἀδελφοί μου θά πρέπει νά ἔχονται πιό κοντά στόν Θεό. Καί αὐτό μέ κάνει νά τρέμω. Ὅμως δέν σταματάω. Δανείζω τά χέρια μου στόν Χριστό. Γιατί ξέρω, ὅτι Αὐτός κάνει τό ἔργο Του στόν κόσμο μας, μέ τά δικά μας χέρια.

Ἡ φιλοξενία τοῦ Ἁβραάμ -Γκότσης Χρῆστος


 

Γιά τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἐκτός ἀπό τάς ρητάς μαρτυρίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχομεν καί ὑπαινιγμούς εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. ῞Ενας ἀπό αὐτούς τούς ὑπαινιγμούς εἶναι καί ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὑπό τήν μορφήν τριῶν ἀνδρῶν.

῞Οπως μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίον τῆς Γενέσεως (18,1 ἑξ.), ἐνῷ ὁ ᾿Αβραάμ ἐκάθητο πλησίον τῆς δρυός Μαμβρῆ, ὅπου εἶχε στήσει τήν σκηνήν του, τόν ἐπεσκέφθησαν τρεῖς ἄγνωστοι εἰς αὐτόν ἄνδρες. ῾Ο Πατριάρχης τούς ὑπεδέχθη μέ ἐγκαρδιότητα καί ἀγάπην, παρ᾿ ὅλον πού τοῦ ἦσαν ἄγνωστοι. ᾿Ακολούθως τούς παρέθεσε πλουσίαν τράπεζαν. Κατά τήν συζήτησιν οἱ μυστηριώδεις ἐπισκέπται ἀνήγγειλαν εἰς τόν ᾿Αβραάμ ὅτι ἡ γυναῖκα του ἡ Σάρρα θά ἀπέκτα παιδί ἐντός ἑνός ἔτους, ὅπως καί ἔγινεν.

Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας εἰς τό βιβλικόν αὐτό γεγονός εἶδον μίαν προτύπωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἀπεκαλύφθη πλήρως εἰς τήν Καινήν Διαθήκην. Διά τοῦτο ἐνωρίτατα ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἀπεικονίσθη εἰς σχετικήν εἰκόνα. ᾿Επειδή εἰς τήν συνέχειαν τῆς βιβλικῆς διηγήσεως οἱ δύο ἀπό τούς τρεῖς ἄνδρας ἐμφανίζονται ὡς ἄγγελοι, ἐπεκράτησε νά εἰκονίζωνται καί οἱ τρεῖς εἰς τήν φιλόξενον τράπεζαν τοῦ ᾿Αβραάμ μέ τήν ἀγγελικήν μορφήν των. Εἶναι ἄλλωστε ἡ ἀπεικόνισις αὐτή ἕνας ὡραῖος τρόπος νά παρουσιασθοῦν οἱ τρεῖς ἄνδρες ὡς οὐράνιοι ἐπισκέπται.

Μία τέτοια εἰκών ὑπῆρχε καί ἐτιμᾶτο εἰς τούς ἀρχαίους καιρούς εἰς τό μέρος, ὅπου ἔγινεν ἡ Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ κατά τήν μαρτυρίαν τοῦ Εὐσεβίου τοῦ Καισαρείας (+339). “Οἱ γάρ τῷ ᾿Αβραάμ ἐπιξενωθέντες ( = φιλοξενηθέντες) ἐπί γραφῆς ἀνακείμενοι, δύο μέν ἑκατέρωθεν, μέσος δέ ὁ κρείττων ὑπερέχων τῇ τιμῇ· εἴη δ᾿ ἄν ὁ δεδηλωμένος ἡμῖν Κύριος αὐτός, ὁ ἡμέτερος σωτήρ, ὅν καί οἱ ἀγνῶτες σέβουσιν, τά θεῖα λόγια πιστούμενοι” (Εὐαγγελική ᾿Απόδειξις Ε´ ΙΧ).

῾Η ὑπεροχή τοῦ μέσου ἀγγέλου ἐπεκράτησεν εἰς πολλάς εἰκόνας τῆς Φιλοξενίας. Τοῦτο δέ ὀφείλεται εἰς τήν ἑρμηνείαν, πού ἔδωκαν μερικοί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας (᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ᾿Ιωάννης Δαμασκηνός) εἰς τό γεγονός. Οἱ Πατέρες δηλαδή αὐτοί εἶδον εἰς τήν Φιλοξενίαν τοῦ ᾿Αβραάμ τήν ἐμφάνισιν τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ συνοδευομένου ὑπό δύο ἀγγέλων, ἐνῷ ἄλλοι (Κύριλλος ὁ ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Αμβρόσιος ὁ Μεδιολάνων) ἡρμήνευσαν τήν ἐπίσκεψιν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὡς προτύπωσιν ὁλοκλήρου τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Ο Καθηγητής καί ᾿Ακαδημαϊκός ᾿Αν. ᾿Ορλάνδος, περιγράφων σχετικήν τοιχογραφίαν τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς ῾Ι. Μονῆς ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου, σημειώνει: “῎Αξιον παρατηρήσεως εἶναι, ὅτι ὁ μέσος ἄγγελος οὐ μόνον εἰς μέγεθος ὑπερέχει τῶν δύο ἄλλων ἀλλά καί μόνον αὐτός κρατεῖ εἰλητόν. Τοῦτο ὅμως ἀποτελεῖ χαρακτηριστικόν στοιχεῖον τῆς εἰκονογραφίας τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπό τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, δι᾿ ὅ καί ὑπετέθη — ὅταν μάλιστα φέρει οὗτος περί τήν κεφαλήν καί ἔνσταυρον φωτοστέφανον — ὅτι συμβολίζει τόν Χριστόν ἤ κατ᾿ ἄλλους παλαιοτέρους τόν Θεόν Πατέρα”.

Εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν πού οἱ ἄγγελοι εἰκονίζονται πέριξ τῆς τραπέζης ἰσοκέφαλοι, χωρίς δηλαδή διάκρισιν μεγέθους καί ἄλλων χαρακτηριστικῶν, ἡ εἰκών θέλει νά δηλώσῃ τήν ἰσοτιμίαν τῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

῾Η πατερική ἑρμηνεία τῆς Φιλοξενίας τοῦ ᾿Αβραάμ ὡς συμβολισμοῦ τῆς ῾Αγίας Τριάδος ἐπέρασε καί εἰς τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῎Ετσι ἕνα τροπάριον τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου παρουσιάζει ὡραιότατα τόν συμβολισμόν: “Μέτοικος ὑπάρχων ὁ ᾿Αβραάμ, κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικόν μέν Κύριον ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δέ μορφώσεσιν” (Κανών Μεσονυκτικοῦ, ᾠδή ς´).

῾Η εἰκών τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἰς τήν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν ἔχει δύο τύπους: ῾Ο ἕνας εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν ἀγγέλων καί φέρει τήν ἐπιγραφήν “῾Η ῾Αγία Τριάς” ἤ “῾Η Φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ”.



῾Ο δεύτερος τύπος εἶναι ἡ παράστασις τῶν τριῶν Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, δηλαδή τοῦ Πατρός ὡς γέροντος, τοῦ Υἱοῦ πού εἰκονίζεται ἐκ δεξιῶν Του καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς. ῾Ο τύπος αὐτός τῆς ἀπεικονίσεως τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γ. Σωτηρίου, “ἀναφέρεται εἰς τούς ἐσχάτους βυζαντινούς καί ἰδιαίτατα εἰς μεταβυζαντινούς χρόνους ἐκ δυτικῆς ἐπιδράσεως”.



Εἰς τήν βυζαντινήν ἁγιογραφίαν ὁ Πατήρ δέν εἰκονίζεται, ἀλλ᾿ ἀντιπροσωπεύεται κατά κανόνα ὑπό τοῦ Χριστοῦ διά δύο λόγους: Πρῶτον, διότι ὁ Πατήρ δέν ἐφόρεσε σάρκα, ὅπως ὁ Υἱός μέ τήν ᾿Ενανθρώπησίν Του καί συνεπῶς οὐδείς ἔχει ἰδεῖ τόν Θεόν-Πατέρα. Δεύτερον, διότι ἕκαστον Πρόσωπον τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἶναι ὁλόκληρος ὁ Θεός. ᾿Εξαίρεσις τοῦ κανόνος αὐτοῦ εἶναι ἡ παράστασις τοῦ Θεοῦ-Πατρός ὡς “Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν”. ῾Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἔχει ληφθῆ ἀπό τό προφητικόν βιβλίον τοῦ Δανιήλ (κεφ. 7ον) καί δηλώνει τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.



ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ

῾Η εἰκών, πού εὑρίσκεται εἰς τό Βυζαντινόν Μουσεῖον ᾿Αθηνῶν καί εἶναι τοῦ 16ου αἰῶνος, φέρει τήν ἐπιγραφήν “Η ΕΝ Τῌ ΣΚΗΝῌ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΤΗΣ ΖΩΑΡΧΙΚΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ”. Πέριξ μιᾶς ὀρθογωνίου τραπέζης μέ καγκελλωτόν ἐγκάρσιον ἄνοιγμα εἰς τήν ἐμπροσθίαν πλευράν κάθηνται οἱ τρεῖς ἄγγελοι. Κρατοῦν τά σκῆπτρά των καί οὐρανώνουν τήν γῆν μέ τόν γλυκασμόν τῆς ὡραιότητος τῶν προσώπων των, τήν εὐγένειαν τῆς ἐκφράσεως, τήν γαλήνην τῆς στάσεώς των καί τήν σιγήν τοῦ μυστηρίου, πού ἐμπνέει ἡ παρουσία των. Οἱ φωτοστέφανοι, πού περιβάλλουν τάς κεφαλάς των, φωτίζουν καί λαμπρύνουν τήν σκηνήν.



῎Οπισθεν τῶν ἀγγέλων διακονοῦν οἱ οἰκοδεσπόται. ᾿Αριστερά — ὡς πρός τόν θεατήν — εἰκονίζεται ὁ ᾿Αβραάμ μέ τήν πλουσίαν γενειάδα του, τήν μακράν κόμην του καί τό πλατύ πρόσωπόν του. Κρατεῖ ἡμισφαιρικόν δοχεῖον καί μέ τήν κλίσιν τοῦ σώματός του ἐκφράζει τήν φιλόξενον διάθεσίν του, τήν προθυμίαν του νά περιποιηθῇ καί νά εὐχαριστήσῃ τούς ἐπισήμους ξένους του.

᾿Απέναντι ἀπό τόν ᾿Αβραάμ, εἰς τά δεξιά τῆς εἰκόνος, παριστάνεται ἡ Σάρρα. Κρατεῖ καί αὐτή ἐπιτραπέζιον σκεῦος. Τό βλέμμα της εἶναι στοχαστικόν. ῾Η πληροφορία ὅτι θά ἀπέκτα τέκνον, παρ᾿ ὅλην τήν γεροντικήν της ἡλικίαν, τῆς φέρει ἱερούς στοχασμούς.

᾿Επαναλαμβάνει ἴσως ἐν σιγῇ τούς λόγους ἑνός ἐκ τῶν φιλοξενουμένων της: “Μή ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ ρῆμα; ( = ὑπάρχει ἀδύνατον πρᾶγμα διά τόν Θεόν;)” (Γεν. 18, 14).

Τήν εἰκόνα μας κλείουν τά εἰς τό βάθος εἰκονιζόμενα δύο οἰκοδομήματα καί δύο δένδρα.

Τήν παράστασιν φαιδρύνουν οἱ ὡραῖοι χρωματικοί συνδυασμοί τῶν ἐνδυμάτων τῶν προσώπων, ἐνῷ ἡ ἐπιτυχής πτυχολογία τήν ἐξιδανικεύει καί τήν ἐξαϋλώνει.

῾Η ὅλη σκηνή παρουσιάζει μίαν τελετουργικήν μεγαλοπρέπειαν. ῞Οταν ἡ φιλοξενία τοῦ ᾿Αβραάμ ἁπλώνεται ἐπί τοιχογραφίας, κανονικῶς εὑρίσκεται ἐντός τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος, ἐπάνω ἀπό τήν Πλατυτέραν. Τοῦτο δέ γίνεται διότι ἡ παράστασις συνδέεται μέ τό Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Αγίων Μαρίας και Μάρθας, των αδελφών του Λαζάρου


Οι δύο αυτές άγιες γυναίκες, αδελφές του Λαζάρου, φίλου του Χριστού, διέμεναν στην Βηθανία, ένα χωριό κοντά στα Ιεροσόλυμά. Μία ημέρα, ο Ιησούς φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους. Η Μάρθα, η μεγαλύτερη, αναλώθηκε φροντίζοντας να περιποιηθεί τον Κύριο. Βλέποντας την αδελφή της, την Μαρία, να κάθεται σιωπηλή στα πόδια του Χριστού ακούγοντας τα θεία λόγια, είπε αγανακτισμένη: Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπεν διακονείν; ειπέ ουν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται. Ο Κύριος όμως της αποκρίθηκε: Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε εστιν χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ αυτής (Λουκ. 10, 38-42).

Πηγή:http://agiografikesmeletes.blogspot.gr/
Πηγή:http://agiografikesmeletes.blogspot.gr/
Λίγο αργότερα, πριν το Πάθος, ο Λάζαρος αρρώστησε και πέθανε. Οι δύο αδελφές έστειλαν να ειδοποιήσουν τον Ιησού, ο οποίος έφθασε στην Βηθανία την τέταρτη ημέρα μετά τον θάνατο. Η Μάρθα έτρεξε αμέσως να τον συναντήσει, ενώ η Μαρία έμεινε στο σπίτι όπου είχαν έλθει πολλοί φίλοι και συγγενείς για να τις παρηγορήσουν. Ο Κύριος την διαβεβαίωσε ότι ο αδελφός της επρόκειτο να αναστηθεί και η Μάρθα του εξέφρασε την πίστη της ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Κατόπιν πήγε να φωνάξει την αδελφή της και όλοι μαζί μετέβησαν στον τάφο του Λαζάρου. Με το πρόσταγμα του Ιησού ο νεκρός εξήλθε με τα χέρια και τα πόδια δεμένα με πάνινες λωρίδες και το πρόσωπο περιτυλιγμένο στο σουδάριο (Ιω. 11).
Έξι ημέρες πριν το Πάσχα, ετοίμασαν δείπνο προς τιμήν του Ιησού στην Βηθανία, παρουσία του Λαζάρου. Η Μάρθα ως συνήθως φρόντιζε να τους περιποιείται, ενώ η Μαρία παίρνοντας μία φιάλη ακριβό άρωμα, άλειψε τους πόδες του Κυρίου και τους σκούπισε με τα μαλλιά της. Ο φιλάργυρος Ιούδας διαμαρτυρήθηκε για την σπατάλη αυτή, αλλά ο Κύ­ριος είπε ότι το άρωμα εκείνο η Μαρία το φύλασσε για την ημέρα του ενταφιασμού Του (Ιω. 12).
Μετά την Ανάληψη, η Μάρθα και η Μαρία συνόδευσαν τον Λάζαρο για να διαδώσουν στα πέρατα το μήνυμα της Αναστάσεως.

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιούνιος, εκδ. Ίνδικτος, σ.53)

Ἡ Ὁσία Σοφία, ποὺ ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ὅσια


 


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἶνο τῆς Θρᾴκης καὶ ἦταν θυγατέρα ἐπισήμων καὶ πλουσίων γονέων.

Παντρεύτηκε καὶ ἔγινε μητέρα ἕξι παιδιῶν, ποὺ εἶχε τὸ θλιβερὸ ἀτύχημα νὰ τὰ χάσει ὅλα. Βρῆκε λοιπὸν παρηγοριὰ στὴ θλίψη της, προστατεύοντας ὀρφανὰ καὶ χῆρες.

Ἔκανε συνεχεῖς ἐλεημοσύνες, προσευχές, νηστεῖες καὶ κάθε τί ποὺ ἀνακούφιζε τὸν πλησίον. Στὰ τέλη τῆς ζωῆς της ἐκάρη Μοναχὴ καὶ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά, σὲ ἡλικία 53 ἐτῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Περμίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, κατὰ κόσμον Βλαδίμηρος Νικόλσκϊυ, ἐγεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1870 στὸ χωριὸ Ποβοντνέβο τῆς Ἐπισκοπῆς Γιαροσλάβλ τῆς Ρωσίας καὶ ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος. Ἐσπούδασε στὴ σχολὴ τοῦ Γιαροσλάβλ καὶ τὸ 1891 συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Τὴν 1η Αὐγούστου 1893, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, ἐκάρη μοναχὸς καὶ στὶ 6 Αὐγούστου ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Τὸ 1895 ἐτελείωσε τὴ θεολογικὴ ἀκαδημία καὶ στὶς 22 Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Ὁ νέος ἱερέας Ἀνδρόνικος ἐξεκίνησε τὴ διακονία του ἀπὸ τὸν Καύκασο, ὅπου διορίσθηκε βοηθητικὸς ἐπιθεωρητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Κουτάϊσι. Τὸ 1897 ἀπεστάλη στὸ Ρώσικο Ὀρθόδοξο ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο τῆς Ἰαπωνίας. Ἀναχώρησε γιὰ τὴ νέα του θέση περίλυπος ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη, στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1897. Ἔφθασε στὴν Ὀδησσὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνεχώρησε μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Σέργιο (Στραγκορόντσκϊυ) γιὰ τὴν Ἰαπωνία, ὅπου ἔφθασε στὶς 26 Δεκεμβρίου. Ἔγραφε γιὰ τὸ ταξίδι αὐτὸ τὰ ἀκόλουθα: «Ὁ διορισμός μου αὐτὸς μὲ κατέστησε τόσο περίλυπο ποὺ ἔκλαψα. Θὰ ἤμουν εὐτυχὴς νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ζήσω, ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς κελεύει».

Μετὰ δύο ἔτη ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία, στὴν πόλη Ἄρντον, καὶ ἀνέλαβε, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ Ἐπισκόπου καὶ φίλου του, τὴ διεύθυνση ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου.

Λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1906, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Κιότο καὶ ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντά του ὡς Βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Ἰαπωνίας.

Τὸ 1907, ἐκλέγεται ἀναπληρωτὴς τοῦ Ἐπισκόπου Εὐλογίου τοῦ Χόλμ καί, τὸ 1908, ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντά του ὡς Ἐπίσκοπος μίας περιφέρειας τοῦ Νόβγκοροντ. Τὸ κήρυγμά του εἶναι δυναμικὸ καὶ ἀνδρεῖο.

Στὶς 30 Ἰουλίου 1914, ἡ Ἐκκλησία τὸν τοποθετεῖ ὡς Ἐπίσκοπο Περμίας καὶ Σολικάμσκ. Ὁ Α’ Παγκόσμιος πόλεμος ἀρχίζει. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος διαβλέπει τὴ βαριὰ δοκιμασία καὶ τὸ φοβερὸ τοῦ πολέμου, ποὺ χαρακτηρίζει πλήρη βαρβαρότητα, ἠθικὴ πτώχευση καὶ πνευματικὴ διαστροφή.

Ἀμέσως μετὰ τὸν πόλεμο ξεσπᾶ ἡ ἐσωτερικὴ δοκιμασία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Τὸ τσάρικο καθεστὼς πέφτει μὲ τὴν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων. Ἔτσι, ὅταν, τὸ 1918, ἐδημοσιεύθηκε στὴν Περμία τὸ διάταγμα γιὰ τὴν «ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως» καὶ τὸ χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ἀντιστέκεται καὶ θεωρεῖ τοὺς ἐπαναστάτες ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Πατριάρχης Τύχων τὸν ἀνυψώνει στὴ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος γράφει πρὸς αὐτόν: «Εἶμαι, πρὸς τὸ παρόν, ἐλεύθερος, ἀλλὰ γνωρίζω, ὅτι σύντομα θὰ μὲ συλλάβουν».

Πράγματι! Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτες, στὶς 4 Ἰουνίου 1918, στὶς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ὁ ἐπαναστάτης Μυασνίκωφ ἔγραψε στὰ ἀπομνημονεύματά του: «Ἐπήγαμε γιὰ πέντε βέρστια κατὰ μῆκος τῆς Σιβηρικῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ. Ὁδηγηθήκαμε σὲ ἕνα δάσος καὶ ἐκεῖ ἐσταματήσαμε τὰ ἄλογα. Ἔδωσα στὸν Ἀνδρόνικο ἕνα φτυάρι καὶ τὸν διέταξα νὰ σκάψει ἕνα τάφο. Ὅταν τελείωσε, προσευχήθηκε πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ μετὰ εἶπε ὅτι περιμένει. Εἶπα ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐπυροβολοῦσα, ἀλλὰ θὰ τὸν ἔθαβα ζωντανό, ἂν ἀκύρωνε ὅλα ὅσα εἶχε γράψει καὶ πεῖ ἐναντίον μας. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τὸν ἐσκεπάσαμε μὲ λίγο χῶμα καὶ τὸν πυροβολίσαμε»

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος (Μπογκογιαβλένσϊυ) ἐγεννήθηκε τὴν 1η Φεβρουαρίου 1867 στὸ Ταμπώφ. Ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Τὸ 1888 ἐτελείωσε τὴ σχολὴ τοῦ Ταμπὼφ καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία, τὶ ἴδιο ἔτος, ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Δύο ἔτη ἀργότερα, στὶς 11 Μαρτίου 1890, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας, γιὰ νὰ καλύψει τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τοῦ χωριοῦ Ὀβσυάνκι τῆς ἐπαρχίας Ταμπώφ.

Ὅμως τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ νεαρὸ ἱερέα ἦταν ἄλλο. Μετὰ ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, ἡ πρεσβυτέρα του ἐκοιμήθηκε. Ἔτσι ὁ πρεσβύτερος Βασίλειος ἐγκαταβιώνει στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ καὶ στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1908 κείρεται μοναχός. Στὶς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους διορίζεται διευθυντὴς τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ χειροθετεῖται ἀρχιμανδρίτης. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, στὶς 26 Ἰουλίου, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος Σοὺμσκ τῆς ἐπαρχίας Χάρκωβ καί, τὸ 1911, μετατίθεται στὸ Νόβγκοροντ – Σεβέρσκ τῆς ἐπισκοπῆς Τσέρνιγκωφ. Ἐδῶ ἐργάζεται ὡς ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διακρίνεται γιὰ τὰ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιίας. Στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1916, σὲ ἀναγνώριση τῆς θεοφιλοῦς διακονίας του, ἀνυψώνεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Τσέρνιγκωφ καὶ Νεζχίν. Παραιτεῖται, ὅμως, τὸ 1917, καὶ ἀποσύρεται στὴ μονὴ Ζαϊκονοσπασσκϊυ τῆς Μόσχας.

Ὅταν, τὸ 1918, δολοφονεῖται ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, Ἀρχιεπίσκοπος Περμίας, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καλεῖται νὰ ἐρευνήσει ἀπὸ τὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν τῆς Μόσχας τὰ γεγονότα τῆς δολοφονίας. Ἀλλὰ ἡ δραστηριότητα τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς ἐξόργισε τοὺς ἔνοχους, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ κρυφθοῦν, γιὰ νὰ μὴν ἀνακαλυφθοῦν.

Ἔτσι, τὸ 1919, μεταξὺ τῶν πόλεων Περμίας καὶ Βιάτκα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βασίλειος, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ματθαῖος, διευθυντὴς τῆς σχολῆς τῆς Περμίας, καὶ ἕνας λαϊκὸς ἐδολοφονήθησαν ἀπὸ Μπολσεβίκους καὶ τὰ σώματά τους ἐρρίφθησαν στὸ νερὸ τῆς γέφυρας Κάμα. Οἱ Χριστιανοὶ ἐπῆραν τὰ τίμια λείψανά τους καὶ κρυφὰ τὰ ἐνταφίασαν. Σύντομα ὁ τόπος τοῦ ἐνταφιασμοῦ τους ἔγινε προσκύνημα καὶ τόπος ἁγιασμοῦ καὶ θαυμάτων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό οἱ ἐπαναστάτες κατέστρεψαν τὸ μνημεῖο τοῦ ἐνταφιασμοῦ καὶ ἔκαψαν τὰ ἱερὰ λείψανα.

Οἱ Ἅγιοι Ἀτταλός, Ζωτικός, Κάμασις καὶ Φίλιππος οἱ Μάρτυρες τῆς Ρουμανίας

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀτταλός, Ζωτικός, Κάμασις καὶ Φίλιππος ὑπέστησαν, σύμφωνα μὲ κάποιους ἐρευνητές, τὸ μαρτύριο στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἄλλοι λέγουν ὅτι ἄθλησαν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 319 – 324 μ.Χ., ὄταν βασιλέας ἦταν ὁ Λικίνιος. Δυνάμεθα, ἐπίσης, νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθηκαν μαρτυρικὰ στὰ βόρεια τοῦ Δουνάβεως, ὅπου τότε κατοικοῦσαν οἱ Γότθοι, πρὸς τοὺς ὁποίους διέδωσε τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἅγιος Σάββας τοῦ Μπουζάου. Ἡ καταδίωξη ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ βασιλέας Ἀθανάριχος κατὰ τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὰ ἔτη 370 – 372 μ.Χ., ἴσως νὰ προκάλεσε καὶ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.

Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων ἀνεκαλύφθησαν στὴν κρύπτη μιᾶς βασιλικῆς στὴν περιοχὴ Νικολιτσὲλ τῆς ἐπαρχίας Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας, τὸ 1971. Σήμερα τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν εὑρίσκονται στὴ μονὴ Κοκὸς τῆς Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας.

Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος ἐξ Οὐαλίας

Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος, προστάτης τῆς Κορνουάλης, ἐγεννήθηκε τὸ 468 μ.Χ. στὴ νότια Οὐαλία καὶ ἦταν νεώτερος υἱὸς ἢ, κατ’ ἄλλους, ἀνεψιὸς τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου Κέρνιβ († 3 Μαΐου), βασιλέως τοῦ Γκλιούϊσινγκ τῆς Οὐαλίας. Γιὰ ἀρκετὰ χρόνια ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἰρλανδία καὶ ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴ Μεγάλη Βρετανία, ὅπου ἵδρυσε ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο στὴ πόλη Χάϊλεσμουθ καὶ ἕνα μοναστήρι στὴν περιοχὴ τοῦ Λανβέτινοκ, ποὺ ἔλαβε ἀργότερα τὸ ὄνομα Πέτροκστον καὶ σήμερα εἶναι γνωστὴ ὡς πόλη τοῦ Πάντστοου, ὅπου ἀσκήτεψε ἐπὶ τριάντα χρόνια. Ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε γιὰ προσκύνημα τὴ Ρώμη καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τελικὰ ἔφθασε μέχρι τὴν Ἰνδία, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης σὲ νησὶ τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κορνουάλη, ἵδρυσε ἕνα ἄλλο μοναστήρι στὸ Πέτερικ καὶ ἕνα ἐρημητήριο στὸ Μπόντμιν, ὅπου ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Γορανὸ († 7 Ἀπριλίου).

Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸμ 564 μ.Χ., καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Πάντστοου καὶ μετακομίσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Μπόντμιν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...