Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΟΥΔΑΣ, Ο ΘΑΔΔΑΙΟΣ ἤ ΛΕΒΒΑΙΟΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ



        "Ο άγιος απόστολος Ιούδας στο μεν κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων επονομάζεται Ιούδας του Ιακώβου, ενώ στο κατά Ματθαίο και στο κατά Μάρκο Θαδδαίος και Λεββαίος, που ήταν αδελφός κατά σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος, αδελφός δε γνήσιος Ιακώβου του αδελφοθέου, αυτός που έστειλε σε όλους τη φωτιστική και δογματική, γεμάτη από το Πνεύμα του Θεού, επιστολή. Ο Ιούδας που απεστάλη από τον ίδιο τον Χριστό στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, ως αδελφός Εκείνου και μυσταγωγός, πυρωμένος σαν άνθρακας από τις λαμπρότητες Εκείνου, κατέφλεξε κάθε πλάνη και κατεφώτισε τους πιστούς. Διότι έλκοντας τον ζυγό του Σωτήρα και ανοίγοντας αυλάκι στις ψυχές, έσπειρε τον σπόρο της ευσέβειας σε όλη την οικουμένη και έφερε πολύ καρπό. Γι' αυτό και κατεφώτισε με τον λόγο του και κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία και στα γειτονικά έθνη της, κι αφού έζησε στην πόλη των Εδεσσηνών και πορεύτηκε προς τον τοπάρχη Αύγαρο για να τον θεραπεύσει, ύστερα έφτασε στην πόλη Αραρά. Εκεί κρεμάστηκε από τους απίστους και τοξεύτηκε και έτσι παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό".

        
     Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος δεν προβληματίζεται ως προς το ποιος είναι ο σήμερον εορταζόμενος απόστολος Ιούδας. Θεωρεί ότι ο Ιούδας του Ιακώβου κατά τον ευαγγελιστή Λουκά είναι ο ίδιος με τον Ιούδα τον υιό του μνήστορος Ιωσήφ, τον και Θαδδαίο ή Λεββαίο επονομαζόμενο, κατά τους Ματθαίο και Μάρκο, που σημαίνει ότι Ιούδας του Ιακώβου θα πει Ιούδας αδελφός του Ιακώβου, υιού και αυτού του αγίου Ιωσήφ. Συνεπώς δεν λαμβάνει υπόψη του καθόλου εκείνη την άποψη που ισχυρίζεται ότι ο Θαδδαίος ή Λεββαίος είναι άλλος απόστολος από τον αδελφόθεο Ιούδα. Οι ύμνοι του που ομιλούν για τον ένα Ιούδα είναι αρκετοί. Για παράδειγμα από την ωδή γ΄: "Ιούδα, οι αδελφοί σου θα σε επαινέσουν γιατί φάνηκες και νομιζόσουνα αδελφός του προαιώνιου Λόγου που φανερώθηκε ως άνθρωπος" ("Ιούδα, οι αδελφοί σου σε επαινέσουσιν, αδελφόν φανέντα και νομιζόμενον του φανερωθέντος εν σαρκί Λόγου του προ αιώνων"). Και από το κοντάκιο: "Από ένδοξη ρίζα ανέτειλες σε μας σαν θεοδώρητο κλήμα, αυτόπτη του Κυρίου, απόστολε Θεάδελφε" ("Εκ ρίζης ευκλεούς θεοδώρητον κλήμα ανέτειλας ημίν, του Κυρίου αυτόπτα, Απόστολε Θεάδελφε").

        
     Ο υμνογράφος μας βεβαίως δεν θέλει να υπερτονίσει τη συγγενική σχέση του αγίου Ιούδα με τον Κύριο. Προφανώς διότι ο ίδιος ο Κύριος σε ανάλογες περιπτώσεις παρέπεμπε στην προτεραιότητα της σχέσης με τον Θεό και όχι της συγγένειας (Πρβλ. τα λόγια Του: "Τις εστιν η μήτηρ μου και τίνες εισίν οι αδελφοί μου;... Όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστί"). Γι' αυτό αφενός μιλώντας για την αδελφική σχέση του Ιούδα με τον Κύριο σπεύδει εξίσου να χαρακτηρίσει αδελφούς και όλους τους πιστούς σ' Αυτόν - "Ιούδα μακάριε, χρημάτισες αδελφός του Δεσπότη Χριστού που γεννήθηκε ως άνθρωπος και χρημάτισε αδελφός όλων των εκλεκτών": "Του τεχθέντος Δεσπότου και αδελφού χρηματίσαντος πάντων των εκλεκτών, Ιούδα μακάριε, αδελφός εχρημάτισας" (κάθισμα όρθρου) -, αφετέρου εκεί που επικεντρώνει είναι στην κλήση του από τον Χριστό ως μαθητή και αποστόλου και στην αποστολή που του ανέθεσε Εκείνος - "Έγινες μαθητής του σαρκωθέντος Θεού μας, από τον Οποίο στάλθηκες σαν πρόβατο ανάμεσα σε λύκους πράγματι" ("Μαθητής γεγένησαι του σαρκωθέντος Θεού ημών, υφ' Ου ως πρόβατον μέσον λύκων όντως απεστάλης" (στιχηρό εσπερινού). "Από Αυτόν απεστάλης, πανεύφημε, ως απόστολος σε όλα τα πέρατα της γης, σπέρνοντας τον λόγο της πίστεως σε όλους και φωτίζοντας αυτούς που ήταν δούλοι στο σκοτάδι της άγνοιας και στον πονηρό κοσμοκράτορα" ("Υπ' Αυτού απόστολος εις πάντα τα πέρατα απεστάλης, πανεύφημε, τον λόγον της πίστεως πάσι κατασπείρων και φωτίζων τους σκότει αγνοίας δουλεύοντας, πονηρώ κοσμοκράτορι") (κάθισμα όρθρου). Το γεγονός ότι η συγγενική σχέση έρχεται δεύτερη επιβεβαιώνεται από τον άγιο Θεοφάνη και από την παρατήρησή του ότι η οικειότητα του αγίου Ιούδα με τον Χριστό οφείλετο όχι ακριβώς στην συγγένειά τους, αλλά στον πνευματικό αγώνα του Ιούδα κατά της αμαρτίας, με τον οποίο μπόρεσε να ζήσει τη ζωή Εκείνου. "Νέκρωσες το αμαρτωλό γήινο φρόνημά σου κι έτσι έζησες μαζί με τη ζωή των όλων Χριστό, πανόλβιε" ("Νεκρώσας τα επί γης σου μέλη συνώκησας τη ζωή των όλων Χριστώ, πανόλβιε") (ωδή γ΄).

         
     Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει τους περισσότερους ύμνους του στο αποστολικό έργο του αγίου Ιούδα. "Ο μέγας του Κυρίου απόστολος" (ωδή δ΄), ως "φως δεύτερον που ακολούθησε τις λάμψεις του πρώτου φωτός Χριστού" (ωδή α΄), "έχοντας ως οδηγό την ίδια την αλήθεια" (ωδή ε΄), απεστάλη "σαν βολίδα για να πλήξει και να αφανίσει παντελώς τις φάλαγγες των δαιμόνων και να θεραπεύσει με τη χάρη του Θεού εκείνους που πληγώθηκαν από αυτούς" (στιχηρό εσπερινού), όπως και "σαν ακτίνα του ήλιου που εξέλαμψε από την Παρθένο Μαρία, προκειμένου να καταφωτίσει τις καρδιές των ευσεβών και να αποδιώξει το σκοτάδι που υπήρχε" (στιχηρό εσπερινού). Κι αυτό γιατί ο άγιος απόστολος "έγινε υπήκοος στο πρόσταγμα του Κυρίου που έστειλε τους μαθητές Του κατά την ώρα της Αναλήψεώς Του να μαθητεύσουν όλα τα έθνη και να τα βαπτίζουν στο όνομα της αγίας Τριάδος" ("του νόμου πρόσταγμα πληρών, απόστολε, τα έθνη πάντα ταις διδαχαίς σου μαθητεύων έδραμες και ταύτα βαπτίζων Τριάδος επικλήσεσιν" (ωδή ε΄).


      Και βεβαίως μέσα σ' αυτήν την αποστολική ευθύνη του αγίου Ιούδα εντάσσεται, κατά τον άγιο υμνογράφο, και η καθολική επιστολή που μας άφησε στην Καινή Διαθήκη. "Ιεροφάντη θεσπέσιε - σημειώνει ο άγιος Θεοφάνης - στέλνεις σε όλους τους ανθρώπους την φωτιστική και δογματική επιστολή, που είναι γεμάτη από το Πνεύμα του Θεού" ("Επιστέλλεις άπασι τοις ανθρώποις την φωτιστικήν και δογμάτων έμπλεων του Πνεύματος επιστολήν, ιεροφάντα θεσπέσιε") (ωδή ς΄). Πράγματι, η μικρή αυτή σχετικά επιστολή περικλείει πλούτο αγίων νοημάτων που κινητοποιούν τον κάθε πιστό σε μετάνοια και σε αγωνιστικό φρόνημα. Φράσεις σαν αυτές, και όχι μόνο - "Αναγκάζομαι να σας γράψω, για να σας προτρέψω να συνεχίσετε τον αγώνα για την πίστη, που μια για πάντα δόθηκε στον λαό του Θεού" ("παρακαλών επαγωνίζεσθαι τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει"), "εσείς, αγαπητοί μου, συνεχίστε να προοδεύετε στεριωμένοι πάνω στο θεμέλιο της πανάγιας πίστης σας και προσεύχεστε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Διατηρήστε τον εαυτό σας στην αγάπη του Θεού, προσμένοντας το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θα μας χαρίσει την αιώνια ζωή" ("υμείς, αγαπητοί, τη αγιωτάτη υμών πίστει εποικοδομούντες εαυτούς, εν Πνεύματι Αγίω προσευχόμενοι, εαυτούς εν αγάπη Θεού τηρήσατε, προσδεχόμενοι το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις ζωήν αιώνιον") - θεωρούνται "διαμάντια" που δεν μπορεί κανείς εύκολα να ξεπεράσει, χωρίς να γίνεται υπόλογος έναντι του Κυρίου. Κι αν προσθέσει κανείς και το γεγονός ότι ο άγιος Ιούδας επιβεβαίωσε, όπως οι περισσότεροι απόστολοι, το κήρυγμά του με τη θυσία της ζωής του, τότε καταλαβαίνει την κρίση του αγίου Θεοφάνη, που θεωρεί ότι οι απόστολοι ξεπέρασαν κάθε μεγαλειότητα επί της γης ("Επήρθη των μαθητών Χριστού η ευπρέπεια, υπεράνω πάσης μεγαλειότητος") (ωδή γ΄).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΟΥΔΑΣ, Ο ΘΑΔΔΑΙΟΣ ἤ ΛΕΒΒΑΙΟΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ



        "Ο άγιος απόστολος Ιούδας στο μεν κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων επονομάζεται Ιούδας του Ιακώβου, ενώ στο κατά Ματθαίο και στο κατά Μάρκο Θαδδαίος και Λεββαίος, που ήταν αδελφός κατά σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος, αδελφός δε γνήσιος Ιακώβου του αδελφοθέου, αυτός που έστειλε σε όλους τη φωτιστική και δογματική, γεμάτη από το Πνεύμα του Θεού, επιστολή. Ο Ιούδας που απεστάλη από τον ίδιο τον Χριστό στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, ως αδελφός Εκείνου και μυσταγωγός, πυρωμένος σαν άνθρακας από τις λαμπρότητες Εκείνου, κατέφλεξε κάθε πλάνη και κατεφώτισε τους πιστούς. Διότι έλκοντας τον ζυγό του Σωτήρα και ανοίγοντας αυλάκι στις ψυχές, έσπειρε τον σπόρο της ευσέβειας σε όλη την οικουμένη και έφερε πολύ καρπό. Γι' αυτό και κατεφώτισε με τον λόγο του και κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία και στα γειτονικά έθνη της, κι αφού έζησε στην πόλη των Εδεσσηνών και πορεύτηκε προς τον τοπάρχη Αύγαρο για να τον θεραπεύσει, ύστερα έφτασε στην πόλη Αραρά. Εκεί κρεμάστηκε από τους απίστους και τοξεύτηκε και έτσι παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό".

        
     Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος δεν προβληματίζεται ως προς το ποιος είναι ο σήμερον εορταζόμενος απόστολος Ιούδας. Θεωρεί ότι ο Ιούδας του Ιακώβου κατά τον ευαγγελιστή Λουκά είναι ο ίδιος με τον Ιούδα τον υιό του μνήστορος Ιωσήφ, τον και Θαδδαίο ή Λεββαίο επονομαζόμενο, κατά τους Ματθαίο και Μάρκο, που σημαίνει ότι Ιούδας του Ιακώβου θα πει Ιούδας αδελφός του Ιακώβου, υιού και αυτού του αγίου Ιωσήφ. Συνεπώς δεν λαμβάνει υπόψη του καθόλου εκείνη την άποψη που ισχυρίζεται ότι ο Θαδδαίος ή Λεββαίος είναι άλλος απόστολος από τον αδελφόθεο Ιούδα. Οι ύμνοι του που ομιλούν για τον ένα Ιούδα είναι αρκετοί. Για παράδειγμα από την ωδή γ΄: "Ιούδα, οι αδελφοί σου θα σε επαινέσουν γιατί φάνηκες και νομιζόσουνα αδελφός του προαιώνιου Λόγου που φανερώθηκε ως άνθρωπος" ("Ιούδα, οι αδελφοί σου σε επαινέσουσιν, αδελφόν φανέντα και νομιζόμενον του φανερωθέντος εν σαρκί Λόγου του προ αιώνων"). Και από το κοντάκιο: "Από ένδοξη ρίζα ανέτειλες σε μας σαν θεοδώρητο κλήμα, αυτόπτη του Κυρίου, απόστολε Θεάδελφε" ("Εκ ρίζης ευκλεούς θεοδώρητον κλήμα ανέτειλας ημίν, του Κυρίου αυτόπτα, Απόστολε Θεάδελφε").

        
     Ο υμνογράφος μας βεβαίως δεν θέλει να υπερτονίσει τη συγγενική σχέση του αγίου Ιούδα με τον Κύριο. Προφανώς διότι ο ίδιος ο Κύριος σε ανάλογες περιπτώσεις παρέπεμπε στην προτεραιότητα της σχέσης με τον Θεό και όχι της συγγένειας (Πρβλ. τα λόγια Του: "Τις εστιν η μήτηρ μου και τίνες εισίν οι αδελφοί μου;... Όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστί"). Γι' αυτό αφενός μιλώντας για την αδελφική σχέση του Ιούδα με τον Κύριο σπεύδει εξίσου να χαρακτηρίσει αδελφούς και όλους τους πιστούς σ' Αυτόν - "Ιούδα μακάριε, χρημάτισες αδελφός του Δεσπότη Χριστού που γεννήθηκε ως άνθρωπος και χρημάτισε αδελφός όλων των εκλεκτών": "Του τεχθέντος Δεσπότου και αδελφού χρηματίσαντος πάντων των εκλεκτών, Ιούδα μακάριε, αδελφός εχρημάτισας" (κάθισμα όρθρου) -, αφετέρου εκεί που επικεντρώνει είναι στην κλήση του από τον Χριστό ως μαθητή και αποστόλου και στην αποστολή που του ανέθεσε Εκείνος - "Έγινες μαθητής του σαρκωθέντος Θεού μας, από τον Οποίο στάλθηκες σαν πρόβατο ανάμεσα σε λύκους πράγματι" ("Μαθητής γεγένησαι του σαρκωθέντος Θεού ημών, υφ' Ου ως πρόβατον μέσον λύκων όντως απεστάλης" (στιχηρό εσπερινού). "Από Αυτόν απεστάλης, πανεύφημε, ως απόστολος σε όλα τα πέρατα της γης, σπέρνοντας τον λόγο της πίστεως σε όλους και φωτίζοντας αυτούς που ήταν δούλοι στο σκοτάδι της άγνοιας και στον πονηρό κοσμοκράτορα" ("Υπ' Αυτού απόστολος εις πάντα τα πέρατα απεστάλης, πανεύφημε, τον λόγον της πίστεως πάσι κατασπείρων και φωτίζων τους σκότει αγνοίας δουλεύοντας, πονηρώ κοσμοκράτορι") (κάθισμα όρθρου). Το γεγονός ότι η συγγενική σχέση έρχεται δεύτερη επιβεβαιώνεται από τον άγιο Θεοφάνη και από την παρατήρησή του ότι η οικειότητα του αγίου Ιούδα με τον Χριστό οφείλετο όχι ακριβώς στην συγγένειά τους, αλλά στον πνευματικό αγώνα του Ιούδα κατά της αμαρτίας, με τον οποίο μπόρεσε να ζήσει τη ζωή Εκείνου. "Νέκρωσες το αμαρτωλό γήινο φρόνημά σου κι έτσι έζησες μαζί με τη ζωή των όλων Χριστό, πανόλβιε" ("Νεκρώσας τα επί γης σου μέλη συνώκησας τη ζωή των όλων Χριστώ, πανόλβιε") (ωδή γ΄).

         
     Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει τους περισσότερους ύμνους του στο αποστολικό έργο του αγίου Ιούδα. "Ο μέγας του Κυρίου απόστολος" (ωδή δ΄), ως "φως δεύτερον που ακολούθησε τις λάμψεις του πρώτου φωτός Χριστού" (ωδή α΄), "έχοντας ως οδηγό την ίδια την αλήθεια" (ωδή ε΄), απεστάλη "σαν βολίδα για να πλήξει και να αφανίσει παντελώς τις φάλαγγες των δαιμόνων και να θεραπεύσει με τη χάρη του Θεού εκείνους που πληγώθηκαν από αυτούς" (στιχηρό εσπερινού), όπως και "σαν ακτίνα του ήλιου που εξέλαμψε από την Παρθένο Μαρία, προκειμένου να καταφωτίσει τις καρδιές των ευσεβών και να αποδιώξει το σκοτάδι που υπήρχε" (στιχηρό εσπερινού). Κι αυτό γιατί ο άγιος απόστολος "έγινε υπήκοος στο πρόσταγμα του Κυρίου που έστειλε τους μαθητές Του κατά την ώρα της Αναλήψεώς Του να μαθητεύσουν όλα τα έθνη και να τα βαπτίζουν στο όνομα της αγίας Τριάδος" ("του νόμου πρόσταγμα πληρών, απόστολε, τα έθνη πάντα ταις διδαχαίς σου μαθητεύων έδραμες και ταύτα βαπτίζων Τριάδος επικλήσεσιν" (ωδή ε΄).


      Και βεβαίως μέσα σ' αυτήν την αποστολική ευθύνη του αγίου Ιούδα εντάσσεται, κατά τον άγιο υμνογράφο, και η καθολική επιστολή που μας άφησε στην Καινή Διαθήκη. "Ιεροφάντη θεσπέσιε - σημειώνει ο άγιος Θεοφάνης - στέλνεις σε όλους τους ανθρώπους την φωτιστική και δογματική επιστολή, που είναι γεμάτη από το Πνεύμα του Θεού" ("Επιστέλλεις άπασι τοις ανθρώποις την φωτιστικήν και δογμάτων έμπλεων του Πνεύματος επιστολήν, ιεροφάντα θεσπέσιε") (ωδή ς΄). Πράγματι, η μικρή αυτή σχετικά επιστολή περικλείει πλούτο αγίων νοημάτων που κινητοποιούν τον κάθε πιστό σε μετάνοια και σε αγωνιστικό φρόνημα. Φράσεις σαν αυτές, και όχι μόνο - "Αναγκάζομαι να σας γράψω, για να σας προτρέψω να συνεχίσετε τον αγώνα για την πίστη, που μια για πάντα δόθηκε στον λαό του Θεού" ("παρακαλών επαγωνίζεσθαι τη άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει"), "εσείς, αγαπητοί μου, συνεχίστε να προοδεύετε στεριωμένοι πάνω στο θεμέλιο της πανάγιας πίστης σας και προσεύχεστε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Διατηρήστε τον εαυτό σας στην αγάπη του Θεού, προσμένοντας το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θα μας χαρίσει την αιώνια ζωή" ("υμείς, αγαπητοί, τη αγιωτάτη υμών πίστει εποικοδομούντες εαυτούς, εν Πνεύματι Αγίω προσευχόμενοι, εαυτούς εν αγάπη Θεού τηρήσατε, προσδεχόμενοι το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις ζωήν αιώνιον") - θεωρούνται "διαμάντια" που δεν μπορεί κανείς εύκολα να ξεπεράσει, χωρίς να γίνεται υπόλογος έναντι του Κυρίου. Κι αν προσθέσει κανείς και το γεγονός ότι ο άγιος Ιούδας επιβεβαίωσε, όπως οι περισσότεροι απόστολοι, το κήρυγμά του με τη θυσία της ζωής του, τότε καταλαβαίνει την κρίση του αγίου Θεοφάνη, που θεωρεί ότι οι απόστολοι ξεπέρασαν κάθε μεγαλειότητα επί της γης ("Επήρθη των μαθητών Χριστού η ευπρέπεια, υπεράνω πάσης μεγαλειότητος") (ωδή γ΄).

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ : ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΤΕ ΤΩΡΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΕΙΡΗΝΑΙΟ

 
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ Επί επτά τώρα χρόνια παραμένει παράνομα φυλακισμένος στο διαμέρισμά του! Δεν έχει ιατρική περίθαλψη! Δεν έχει κάποιον δίπλα Του! Δεν επιτρέπουν ούτε στους στενούς συγγενείς του να τον επισκεφθούν!' Άραβες φρουρούν την πόρτα του κελιού-διαμερίσματός του και δεν επιτρέπουν σε κανένα την πρόσβαση!!! ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Εάν σκοντάψει και πέσει στο δάπεδο, δεν υπάρχει κάποιος να Τον βοηθήσει, ώστε να σηκωθει!

Εάν κυριευθεί από μία ίωση καί ψήνεται στον πυρετό, δέν έχει τόν βοηθήσει!
Εάν έχει ένα πονόδοντο, δεν έχει την δυνατότητα να επισκεφθεί ένα οδοντίατρο!( Έβγαλε μόνος του με σπάγκο δυο χαλασμένα δόντια του !!!!!!!!)
Στις Κρατικές Φυλακές το Κράτος και στον πιο απεχθή εγκληματία-κατάδικο παρέχει φαγητό και μιά στοιχειώδη προστασία!
Στον Πατριάρχη κ. Ειρηναίο ΟΥΔΕΙΣ, ναί ουδείς, υπάρχει δίπλα Του. Παραμένει μόνος, ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΣ, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, επτά ημέρες τήν εβδομάδα, τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες το χρόνο!
Το θέμα «Πατριάρχης Ειρηναίος» αποτελεί, λοιπόν, στίγμα στο Σώμα της Ορθοδοξίας!
΄ΤΟ ΘΕΜΑ" ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ" ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΚΟΛΑΦΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΠΟΥ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΝΈΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΛΛΑ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΕΝΟΧΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ ΨΕΥΔΕΣΤΑΤΑ ΟΤΙ " Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΩΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ"!!!!
ΖΗΤΑΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΤΑ ΛΟΥΚΕΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙ Ο κ.ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΚΕΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
 
 


Γέροντα, μερικές φορές λέτε ότι ο τάδε άνθρωπος βλέπει με ευρωπαϊκό φακό και όχι με ανατολίτικο πνεύμα. Τι εννοείτε;






- Εννοώ ότι βλέπει με ευρωπαϊκό μάτι, με ευρωπαϊκή λογική, χωρίς πίστη, ανθρώπινα.

- Και ποιο είναι το ανατολίτικο πνεύμα;

- “Ανατολή ανατολών και οι εν σκότει και σκιά…”

- Δηλαδή;

- Όταν λέω ότι ένας έπιασε το ανατολίτικο πνεύμα και άφησε το ευρωπαϊκό πνεύμα, θέλω να πω ότι άφησε την λογική, τον ορθολογισμό, και έπιασε την απλότητα και την ευλάβεια, γιατί αυτό είναι το ορθόδοξο πνεύμα στο οποίο αναπαύεται ο Χριστός, απλότης και ευλάβεια. Σήμερα, συχνά λείπει η απλότητα από τους πνευματικούς ανθρώπους, η αγία απλότητα που ξεκουράζει την ψυχή. Αν δεν αρνηθή κανείς το κοσμικό πνεύμα και δεν κινηθή απλά, να μη σκέφτεται δηλαδή πώς θα τον δουν ή τι θα πουν γι’ αυτόν, τότε δεν συγγενεύει με τον Θεό, με τους Αγίους. Για να συγγενέψη, πρέπει να κινηθή στον πνευματικό χώρο. Όσο κανείς κινείται με απλότητα, ιδίως μέσα σε ένα Κοινόβιο, τόσο στρογγυλεύει, γιατί φεύγουν τα εξογκώματα των παθών. Αλλιώς κοιτάζει να φτιάξη έναν ψεύτικο άνθρωπο. Γι’ αυτό να προσπαθήσουμε να πετάξουμε τον κοσμικό καρνάβαλο, για να αγγελοποιηθούμε.

Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης .

πηγή

Το σκάνδαλο του μονοτονικού...

Του Σαράντου Καργάκου 

Το μονοτονικό επιβλήθηκε στον ελληνικό Λαό από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ -Υπουργός Παιδείας κ. Ελευθ. Βερυβάκης- με τροπολογία που αιφνίδια προτάθηκε, κοντά στα μεσάνυχτα, όταν η Βουλή των Ελλήνων (συνεδρίαση της 11.1.1982) είχε περατώσει τη συζήτηση και είχε ψηφίσει το ένα και μόνο άρθρο του Νόμου 1228, που αποτελούσε «Κύρωση της από 11.11.1981 πράξης του Προέδρου της Δημοκρατίας περί εγγραφής μαθητών στα Λύκεια της Γενικής και Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως» και με αυτόν ακριβώς τον τίτλο δημοσιεύθηκε στο Α’ Τεύχος του φύλλου 15/11.2.82 της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ένα κεφαλαιώδες, λοιπόν, εθνικό θέμα, το θέμα του τρόπου γραφής των λέξεων μιας πανάρχαιας γλώσσας -τρόπου καθιερωμένου με εφαρμογή πολλών αιώνων- αντιμετωπίστηκε με ασύγνωστη, ανατριχιαστική επιπολαιότητα.
Διότι: α) εισάγεται προς συζήτηση με άρθρο «της προσκολλήσεως» σε θέμα νόμου άσχετο, β) εισάγεται μεσάνυχτα, όταν η πλειονότητα των βουλευτών απουσιάζει, γ) εισάγεται αιφνίδια (κι αυτό, θα ιδούμε γιατί), δ) εισάγεται αντισυνταγματικά (προσκολλημένο σε νόμο άσχετο) και ε) εισάγεται χωρίς να ερωτηθεί ούτε ο Λαός -ενώ τότε ακριβώς υποστηριζόταν πως για δύο στρατιωτικές βάσεις έπρεπε να γίνει…. δημοψήφισμα- ούτε η Ακαδημία Αθηνών, ούτε τα Πανεπιστήμια της χώρας και ιδίως οι Φιλοσο­φικές τους Σχολές, ούτε οι Εταιρίες των Συγγραφέων-Λογοτεχνών -παρά την βαρυσήμαντη απόφανση του σοφού καθηγητή και τότε Γεν. Γραμματέα της Ακαδημίας Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλου πως «Την γλώσσα την αναπτύσσουν μόνον εκείνοι οι οποίοι έχουν να ειπούν κάτι, δηλαδή οι πνευματικοί άνθρω­ποι, και όχι οι απνευμάτιστοι γλωσσοπλάστες και νομοθέτες… Οι γλωσσι­κοί νομοθέτες δεν έχουν καμιά αρμοδιότητα και ανακόπτουν απλώς την εξέ­λιξη του γλωσσικού μας πολιτισμού».

2. Υπήρξε, βέβαια, πολύ πριν από την ημερομηνία αυτή, εξαγγελία κύκλων του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο για την επιβολή του μονοτονικού αλλά για έσχατη απλοποίηση της γλώσσας μας (ωσάν να είμαστε οι άξεστοι Τούρκοι του Κε­μάλ Ατατούρκ και όχι οι φορείς της αρχαιότερης ζωντανής γλώσσας του κό­σμου…)· Στο «Δελτίο Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων» (Οκτώβριος 1979) προαναγγέλεται πως «το μονοτονικό είναι ένα βήμα» προς την ταύτιση της γραπτής με την προφορική λαλιά (δεν μας μιμήθηκαν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι…), δηλαδή: την κατάργηση των διφθόγγων, των πολλών ι, των δύο ε και ο, -και «σ’ αυτή την επίμονη», λέει το κείμενο, «διεργασία πρωτοστατούν οι δημοσιογράφοι, οι προκηρυξιογράφοι-τοιχοκολλητές, οι μπροσουροποιοί, μανιφεστογράφοι… που θα λυτρώσουν τη γλώσσα μας από την σκουριά αιώνων». Μόνο αυτοί είναι αρμόδιοι…

Καμιά προγενέστερη ευρεία, ανοιχτή και ελεύθερη συζήτηση δεν σημειώ­θηκε στην χώρα για το μέγα αυτό θέμα μετά από εκείνη την παλιά, αλήστου μνήμης «Δίκη των τόνων», που απόμεινε χωρίς συνέχεια και σποραδικές εδώ κι εκεί απόψεις. Η μόνη που φαίνεται ρωτήθηκε -γιατί ούτε τα Κόμματα ενη­μερώθηκαν, όπως αμέσως θα φανεί- ήταν μια Επιτροπή που συγκρότησε όπως ήθελε ο τότε Υπουργός Παιδείας καθώς και το περιλάλητο ΚΕΜΕ του ίδιου Υπουργείου. Τι ακριβώς αποφάνθηκε η Επιτροπή και τι είπε το ΚΕΜΕ σαφώς, δεν γνωρίζουμε, ούτε αν υπήρξε και τι ακριβώς υποστήριξε η μειοψη­φία. Αλλά ούτε και η Εθνική Αντιπροσωπεία το εγνώριζε, όταν τα μεσάνυχτα της 11.2.1982 εισήχθη εντελώς αιφνίδια το άρθρο της προσκολλήσεως σε αλλότριο νόμο, η παρονυχίδα στο νόμο περί εγγραφής μα­θητών στα Λύκεια κ.λπ. Πάντως, ανακοινώνουμε τα ονόματα των μελών της με βαρύτατες εθνικές ευθύνες Επιτροπής εκείνης, για να αναλάβει καθένα την προσωπική του ευθύνη και να μη τους λησμονήσει ο ελληνικός Λαός, που τον έσωσαν, φαίνεται, από την αγραμματοσύνη και την διασπάθιση χρόνου και χρήματος…: Καθηγ. Εμμ. Κριαράς πρόεδρος, Φάνης Κακριδής καθηγ. Παν/μίου, Χρίστος Τσολάκης φιλόλογος, Βασ. Φόρης φιλόλογος, Δημ. Τομπαϊδης σύμβουλος ΚΕΜΕ, Χρ. Μιχαλές Πρόεδρος της ΟΛΜΕ, Απόστ. Κοτλίττας διδάσκαλος, Αλόη Σιδέρη φιλόλογος της ΟΙΕΛΕ.

Όλα αυτά σημαίνουν, κατά την γνώμη μας, ότι ο αρμόδιος Υπουργός χειρίστηκε το κολοσσιαίο θέμα αλλαγής της γραφής της γλώσσας μας μετά τόσους αιώνες αδιάλειπτης πρακτικής αντιλαϊκά, ως ένα θεματάκι που με μια Επιτροπούλα και με μιά-δυό συνεδριάσεις του ΚΕΜΕ τακτοποι­είται….
Τα πρακτικά της συνεδρίασης εκείνης της Βουλής των Ελλήνων, της αιφνίδια κρισιμότατης, παρέχουν συγκλονιστικές πληροφορίες και στοιχειοθετούν τον χαρακτηρισμό της πράξης ως σκανδάλου. Λοιπόν:

α) Προς τα μεσάνυχτα της 11.1.1982 είχε περατωθεί η συζήτηση για την εγγραφή μαθητών των Λυκείων, οπότε τελείως αιφνίδια εισάγεται, της προσκολλήσεως καθώς είπαμε, ως άρθρο 2, ένα εντελώς άσχετο -και εθνικώς μέγα- θέμα: η επιβολή του μονοτονικού (γιατί άλλο πράγμα είναι η αναγνώριση μιας πραγματικότητας που υπάρχει και λειτουργεί, όπως έγινε με την δημοτική γλώσσα, και άλλο η αυταρχική επιβολή μιας ανύπαρκτης πραγματικότητας).

β) Μετά από μιαν άτυχη παρέμβαση του Ευάγγελου Αβέρωφ, που ερώτη­σε ποιο είδος μονοτονικού σκέφτεται να εφαρμόσει η Κυβέρνηση και που η αδεξιότητα του αρμόδιου Υπουργού φανέρωσε πως το θέμα δεν τον είχε κα­θόλου απασχολήσει…- και μετά από την ακατάσχετη, ανοημάτιστη φλυαρία κάποιων βουλευτών, παρεμβαίνει ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (σελ. 456 των Πρακτικών της Βουλής) και επισημαίνει διαμαρτυρόμενος τα ακόλουθα:

1. Το άρθρο αυτό περί μονοτονικού «προστίθεται σήμερα, την τελευταία ώρα… αιφνιδιαστικώς. Αναφέρεται σε ένα μέγα θέμα…».

2. Ζητεί να μετατεθεί στην επόμενη συνεδρίαση της Βουλής η συζήτηση του άρθρου περί μονοτονικού. «Δεν είναι δυνατόν να έχει η Κυβέρνηση την απαίτηση να μας φέρνει το θέμα αυτό το μέγα, αιφνιδιαστικά, και να απαιτεί να το ψηφίσουμε και μετά την 12ην (νυκτερινή)». «Η τροπολογία» (Θεέ και Κύριε, με… τροπολογία μεσονύκτια αλλάζει αιφνί­δια η γραφή των λέξεων που είχε επί αιώνες τηρηθεί!) «αναφέρεται σ’ ένα πολύ σοβαρό θέμα».

3. Ανακοινώνει ότι αν η Κυβέρνηση επιμείνει, η Αξιωματική Αντιπολίτευση είναι υποχρεωμένη να αποχωρήσει από την Αίθουσα (σελ. 456, β’ στήλη).

4. Δευτερολογεί ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κι επισημαίνει και πάλι (σελ. 457): α) τη σοβαρότητα του θέματος, β) ότι κακώς αυτό προτείνε­ται με τροπολογία, γ) ότι κακώς καλείται η Βουλή να το συζητήσει μετά το μεσονύκτιο, δ) ότι έτσι καθώς έρχεται «ένα τέτοιο θέμα», αιφνίδια, η Αντιπολίτευση δεν έχει προλάβει να προετοιμαστεί, να το διαβάσει, να ενημερωθεί. «Δεν έχουμε κανένα φάκελλο… καμία προετοιμασία. Δεν έχει καμία σχέση με το συζητούμενο νομοσχέδιο. Είναι σαφές ότι είναι αντισυνταγματική η τροπολογία… Δώστε μας το χρόνο να προετοιμαστούμε…».

γ) Από μέρους του ΚΚΕ η κ. Μαρία Δαμανάκη παρεμβαίνει δύο φορές (σελ. 457, β’ στήλη) και ζητεί και εκείνη αναβολή, γιατί «το Σώμα έχει κουραστεί» -ίσως δεν θέλει να πει ότι δεν υπάρχει πια απαρτία. Άλλα ο προεδρεύ­ων κ. Μιχ. Στεφανίδης αποκρίνεται σε όλα αυτά με τα εξής αμίμητα (σελ. 457, β’ στήλη): «Είναι απαράδεκτο και αδιανόητο για τον Ελληνικό Λαό, ο οποίος όταν πληροφορηθεί τη συζήτηση αυτή που γίνεται εδώ, θα αισθανθεί απογοήτευση» (μόνο γι’ αυτό…).

δ) Ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επανέρχεται (σελ. 458, α’ στήλη) για να επισημάνει πως «η Κυβέρνηση και το Προεδρείο επιμένουν εις αυτόν τον αντιδημοκρατικόν και αντικοινοβουλευτικόν τρόπον της συζη­τήσεως αυτής της τροπολογίας. Εφ’ όσον η Κυβέρνηση και το Προεδρείο επιμένουν… υπό τάς συνθήκας αυτάς λυπούμεθα ειλικρινώς, αλλά δεν δυ­νάμεθα να παρακολουθήσουμε την συζήτηση και είμεθα υποχρεωμένοι να αποχωρήσουμε (και οι βουλευτές της “Νέας Δημοκρατίας” ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ από την αίθουσα)».

5. Έτσι, το έγκλημα κατά της γλώσσας μας πραγματοποιήθηκε: με τρόπο σκανδαλώδη, αιφνίδιο, απροετοίμαστο και αντισυνταγματικό, και αν κρί­νουμε από την φλυαρία που επακολούθησε, την επιπόλαιη και αξιοδάκρυτη, η άσχετη αυτή, βαρυσήμαντη τροπολογία περί επιβολής του μονοτονικού στον ελληνικό Λαό ψηφίστηκε γύρω στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, για να επαληθευθεί ακόμη μια φορά το λεγόμενο από τον λαό μας: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά…

Από πόσους ψηφίστηκε η τροπολογία αυτή; Κατά δήλωση του αείμνηστου Παναγ. Κανελλόπουλου -δεν ήταν παρών στην συνεδρίαση, αφού ουδείς εγνώριζε πως η Κυβέρνηση αιφνίδια θα εισήγαγε προσκολλημένο σε άσχετο, επουσιώδη νόμο, τέτοιο μέγιστο εθνικό θέμα για συζήτηση- ψηφίστηκε από όχι περισσότερους από 30 (τριάντα) βουλευτές! Την πληροφορία επαναλαμβάνει ο ποιητής-ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος («Έθνος» της 8.5.1990). Ό, τι λοιπόν έπλασαν αιώνες, στις 2 μετά τα μεσά­νυχτα το εγκρέμισαν 30 περίπου βουλευτές… Σκανδαλώδης, επιπόλαιη πρά­ξη αντεθνικής βαρύτητας.

Ο νόμος, έτσι που χαλκεύτηκε, δημοσιεύτηκε, καθώς μνημονεύσαμε πριν, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με άλλο τίτλο και χρειάζεται υπερβολική φαντασία για να τον ανακαλύψει κανείς.
Και όμως, ουδείς είχε τότε, ούτε τώρα, ζητήσει από την Πολιτεία την επιβολή του μονοτονικού. Το αίτημα του αιώνα μας για τη γλώσσα μας υπήρξε σταθερά ένα και μόνο: η αναγνώριση της δημοτικής, της γλώσ­σας του Εθνικού μας Ύμνου, ως της μοναδικής σήμερα γλώσσας του ελλη­νικού Λαού. Και την αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας -όχι την αιφνίδια επιβολή μιας νέας εντελώς πραγματικότητας-πραγματοποίησε η μεταδικτατορική Κυβέρνηση του κ. Κωνσταντίνου Καραμανλή με Υπουργό Παιδείας τον κ. Γεώργιο Ράλλη, προσφέροντας στους μαθητές και στο Λαό μια απλοποιημένη και αρκετά συγχρονισμένη Νεοελληνική Γραμματική, που αντιμετωπίζει όλες σχεδόν τις εμπλοκές τονισμού των λέ­ξεων που βασάνιζαν τις παλιότερες γενιές, και κάνει εύκολο, εναρμονισμέ­νο το έργο του τονισμού -υπογραμμίζοντας συγχρόνως πως το μέγα χρέος, για δεκαετίες ίσως, όλων μας, είναι να μάθουμε να γράφουμε και να χρησι­μοποιούμε σωστά, όμορφα τη δημοτική.

Τότε βέβαια, αμέσως μετά την δικτατορία (με προδρόμους, πριν από την δικτατορία, δυο εφημερίδες της Θεσσαλονίκης που, ωστόσο, διατηρούσαν ένα σημάδι στη θέση των πνευμάτων και τόνιζαν όλες τις λέξεις), είχαν αρχί­σει κάποιες εφημερίδες της Αθήνας να εφαρμόζουν το μονοτονικό -για λό­γους οικονομικούς, όπως δήλωναν, για να κερδίσουν χρόνο στη στοιχειοθέ­τηση και στις διορθώσεις. 
Αλλά ποιος σοβαρός άνθρωπος θα διανοούνταν να υποστηρίξει ποτέ ότι εκδότες, φωτοσυνθέτες και διορθωτές θα καθορί­ζουν πώς θα γράφεται η γλώσσα; Η γλώσσα μας αποτελεί πνευματικό και ιστορικό γεγονός κρυσταλλωμένο μέσα στους αιώνες και δεν μπορεί να υπο­κύπτει σε πενιχρά χρησιμοθηρικά κριτήρια, όταν άλλες, νεότερες γλώσσες δεν τα δέχονται. Ούτε είναι λογικό -για να μην ειπούμε πως είναι καταγέλαστο- ανάλογα με τη στάθμη γλωσσικής μόρφωσης της πλειοψηφίας, ίσως, του λαού σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο, η υπεύθυνη Πολιτεία να αυξάνει ή να περιορίζει τις αξιώσεις στη γλώσσα, ώστε η γλώσσα κάθε φορά -άθυρμα πλέον- να προσαρμόζεται στην οκνηρία των πολλών και όχι οι πολλοί στην αρετή της γλωσσικής παιδείας.
Μετά τη δημοσίευση του νόμου, άρχισε να εφαρμόζεται ένα εκτεταμένο σχέδιο φανατικής γλωσσικής και υλικής καταστροφής:

α) τρομοκρατήθηκαν από την Εξουσία όλοι οι υπάλληλοι του Δημοσίου και των Δημοσίων Οργανισμών (ξεχωριστά οι εκπαιδευτικοί, βέβαια), μη τυχόν και αντιδράσουν, και δεν εφαρμόσουν το μονοτονικό.

β) Καταστράφηκαν χιλιάδες χιλιάδων βιβλία εκπαιδευτικά, αξίας πολλών εκατομμυρίων, επειδή η γλώσσα τους ήταν δημοτική πολυτονική, και ξαναστοιχειοθετήθηκαν μονοτονικά -ωσάν τα πνεύματα και οι τόνοι να εμπόδιζαν την ανάγνωσή τους από τους μονοτονιστές, ενώ το αντίθετο λογι­κά συμβαίνει: όταν για κάποιον αναγνώστη λείπουν κάποια σημεία γνωρι­μίας και τονισμού των λέξεων, αυτός δυσκολεύεται να διαβάσει ένα κείμενο και χάνει χρόνο.

γ) Ναυάγησε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής -της κληρονομιάς μας- στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και στις Φιλοσοφικές Σχολές.

δ) Άρχισε η βιαστική, ασθματική και άκριτη «μετάφραση» των Βασικών Νόμων του Κράτους, πριν προλάβει να δουλευτεί με την κρατική πρακτική η δημοτική γλώσσα, αλλά για να περάσει, μαζί με τη δημοτική, και το μονοτονικό -με προφανή βιασμό του ρυθμού εξέλιξης και κάθαρσης της γλώσσας μας, αλλά και της νόμιμης αναχώνευσης και μίξης των στοιχείων της.
Αμέσως μετά από αυτή την αιφνίδια, βίαιη αλλαγή, αρκετοί μορφωμένοι Έλληνες -κάποιοι από αυτούς με το αγιάτρευτο «σύνδρομο του προοδευτισμού»…- εκοιμήθηκαν, καθώς θα έλεγε ο Λαός μας, πολυτονιστές και την επόμενη κιόλας ημέρα, χωρίς να αναρωτηθούν ή να ρωτήσουν τί και πώς, εξύπνησαν μονοτονιστές. Αιφνίδια, τα χαράματα της 11ης προς την 12η Ιανουαρίου 1982, μετά από μια ολόκληρη ζωή, κατάλαβαν τί δεν ήταν γράφοντας επί τόσες πριν δεκαετίες. Κι από τότε, υποστηριχτές των 30 βουλευτών που νυσταγμένοι εψήφισαν το μονοτονικό, δεν έπαψαν να το εφαρμόζουν και να το κηρύττουν, τονίζοντας τα οικονομικά, χρονικά και μορφωτικά του οφέλη.

Ρωτούμε: Ποια αρχαία γλώσσα, φυσιολογικά και αβίαστα εξελισσόμενη μέσα στους αιώνες, εφάρμοσε εκπτώσεις στις αξιώσεις ιστορικής μνήμης και ακρίβειας, υποκύπτοντας σε μη γλωσσικά, δηλαδή δικά της, αυτόνομα και όχι εμπορευματολογικά κριτήρια; Τότε, αν τέτοια κριτήρια ισχύσουν, η γλώσσα μας, χαροποιώντας τους οκνηρούς, ημιμαθείς, καθώς και τις πολυε­θνικές των ηλεκτρονικών υπολογιστών, έπρεπε να εφαρμόσει το λατινικό αλφάβητο -οπότε πολλά τα οικονομικά και άλλα υλικά οφέλη… Και όμως, όλες οι γλώσσες με μακρό παρελθόν -και όχι τόσο μακρό όσο η ελληνική- είναι δύσκολες, απαιτητικές, πυκνές σε μνήμη σημειολογική, και αρνούνται να υποταγούν σε κριτήρια χρησιμοθηρικά. Μετά από συζητήσεις 100 και πλέον ετών, η γαλλική γλώσσα πέρυσι δέχτηκε κάποιες δειλές αλλαγές -στην πραγματικότητα: εναρμονίσεις- μετά από μηνών δημόσιες συζητήσεις, αλλά κι αυτές τις πενιχρές, δικαιολογημένες λογικά αλλαγές, τελικά τις απέκρου­σε η Γαλλική Ακαδημία -νόμιμος φρουρός της γλώσσας του Λαού.

Και εκείνοι δεν έχουν το βαρύ, ιερό χρέος να προασπίσουν, καθώς εμείς, που είμαστε και οι μόνοι, τα αρχαία μας Κείμενα, που χωρίς τόνους και πνεύματα δεν νοούνται. Και είναι γνωστή η νικηφόρα αντίσταση των Ισπανών στην ιταμή αξίωση των πολυεθνικών εταιριών για να καταργήσουν το ψηφίο η~.

Με τον αιφνίδιο, αντισυνταγματικό τρόπο που επιβλήθηκε μεταμεσονύχτια το μονοτονικό, κανείς δεν θέλησε να συνειδητοποιήσει, ούτε ο απληρο­φόρητος Υπουργός τότε Παιδείας, πώς δημιουργήθηκε με τη συνεργεία 30 βουλευτών, της πενιχρότερης που γίνεται μειοψηφίας της Βουλής των Ελλήνων, ένας νέος γλωσσικός διχασμός του Λαού μας.

Τότε δημοσιεύτηκε και η ακόλουθη Διακήρυξη Ελλήνων Συγγραφέων:

«Πιστεύαμε πως η πράξη της Πολιτείας με την οποία, πριν λίγα χρόνια, αναγνώρισε την δημοτική ως την μοναδι­κή γλώσσα του Έθνους μας σήμερα, θα λύτρωνε τον λαό μας από την μάστιγα ενός, πολιτικοποιημένου μάλιστα γλωσσικού ζητήματος και θα ήταν η απαρχή μιας βαθύτερης μελέτης και γνώσης της γλώσσας, μιας συνειδητότερης χρήσης και γραφής των λέξεών της.
Αντί γι’ αυτό, με λύπη μας είδαμε να δημιουργείται τε­χνητά, αμέσως, ένα νεόμορφο γλωσσικό πρόβλημα, το πρό­βλημα του τονισμού των λέξεων στον γραπτό λόγο και, μαζί μ’ αυτό, να συζητείται κιόλας το θέμα της γραφής των λέξε­ων από μερικούς, δηλαδή η πλήρης εξάρθρωση της ελλη­νικής γλώσσας. Κι εκείνοι που δημιούργησαν το πρόβλημα αυτό, φρόντισαν να το πολιτικοποιήσουν, χωρίς ν’ αντιλαμ­βάνονται ότι, αναθέτοντας στην Πολιτεία πάλι την λύση του, ανελάμβαναν απέναντι στο Έθνος βαρύτατη ευθύνη. Κι έτσι έχουμε νέα γλωσσική εμπλοκή στην Ελλάδα.

Επειδή όμως:

1. Οι λέξεις, όπως μας τις παρέδωσαν οι πατέρες του Δημοτικισμού, γράφονται έτσι επί 2000 τώρα χρόνια, έχο­ντας κρυσταλλώσει παράδοση αξιοσέβαστη, ακόμη κι από τους ξένους·

2. το πώς θα γράφονται οι λέξεις είναι πάντοτε αρμοδιό­τητα αποκλειστική των συγγραφέων ενός τόπου και ποτέ άλλων παραγόντων της ζωής·

3. το κύριο χρέος μας σήμερα είναι να μάθουν να μιλούν και να γράφουν οι Έλληνες σωστά την παραδομένη δημοτι­κή·

4. οι απλοποιήσεις της γλώσσας μας τα τελευταία χρόνια περιόρισαν στο ελάχιστο τις δυσκολίες τονισμού των λέξε­ών της,

διακηρύσσουμε ότι:

δεν δεχόμαστε οποιαδήποτε αλλαγή στην γραφή των λέ­ξεων της γλώσσας μας και θα συνεχίσουμε να γράφουμε και να τυπώνουμε τα βιβλία μας με σέβας προς την ζωντα­νή γλωσσική παράδοση και την πλήρη μορφή των λέξεων, όπως μας δίδαξαν οι πατέρες του Δημοτικισμού και οι με­γάλοι Νεοέλληνες συγγραφείς.

Οι συγγραφείς:

Νίκος Αθανασιάδης, Τάσος Αθανασιάδης, Έφη Αιλια­νού, Ορέστης Αλεξάκης, Κώστας Ασημακόπουλος. Τάκης Βαρβιτσιώτης, Όλγα Βότση, Νικηφόρος Βρεττάκος, Πέ­τρος Γλέζος, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου, Λιλή Ζωγράφου, Νανά Ησαΐα, Ιουλία Ιατρίδη, Πάνος Καραβιάς, Αντρέας Καραντώνης, Ζωή Καρέλλη, Γρηγ. Κασιμάτης, Τάσος Κορφής, Γιωργής Κότσιρας, Β. Κωνσταντίνος, Χριστόφορος Λιοντάκης, Ν.Κ. Λούρος, Χρήστος Μαλεβίτσης, Γ. Μανουσάκης, Μελισσάνθη, Ε.Ν. Μόσχος, Δημήτρης Μυράτ, Έλλη Νεζερίτη, Θεόδ. Ξύδης, Θ. Παπαθανασόπουλος, Δημ. Παπακωνσταντίνου, Λένα Παππά, Π. Β. Πάσχος. Γ. Πατριαρχέας, Ν. Γ. Πεντζίκης, Ε.Ν. Πλάτης, Αλέξης Σολομός, Τατιάνα Σταύρου, Γεωρ­γία Ταρσούλη, Φώφη Τρέζου, Ιωάννου Τσάτσου, Κώ­στας Ε. Τσιρόπουλος, Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Νίκος Φωκάς, Παναγιώτης Φωτέας, Ερρίκος Χατζηανέστης, Ντίνος Χριστιανόπουλος».

Το Μανιφέστο αυτό, που προκάλεσε οργή, ύβρεις και συκοφαντήσεις-λιβελλογραφήματα των οψίμων μονοτονιστών, ακολούθησαν πλήθος γνώμες εξεχόντων ανθρώπων του πνευματικού μας πολιτισμού -και μόνο αυτά θα αναχαίτιζαν μιαν ευαίσθητη, με εθνική συνείδηση Κυβέρνηση και θα την έφερναν σε αυτο-επίγνωση, ώστε τουλάχιστο να θέσει σε ευρύτατη, λαϊκή συζήτηση το θέμα και να μην επιμείνει στην αυταρχική επιβολή του μονοτονικού.

Ο Οδυσσέας Ελύτης εδήλωσε:

«Εγώ είμαι υπέρ του παλαιού συστήματος, εναντίον του μονοτονικού και υπέρ της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών. Είναι η βάση για να ξέ­ρεις την ετυμολογία των λέξεων. Η σημερινή κακοποίηση της γλώσσας με ενοχλεί και αισθητικά. Θέλω να δω γραμμένο “καφενείον” κι ας μην το προ­φέρουμε το «ν». Τώρα, όλες οι λέξεις έχουν μια τρύπα».

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος υπογράμμισε:

«Υπερτιμήθηκε η άποψη ότι διευκολύνει τους μαθητές, κάτι που, ίσως, είναι αντιπαιδαγωγικό. Υπάρχει, άλλωστε και μια παράδοση που εκφράζει την άποψη μεγάλων παιδαγωγών, οι οποίοι επιμένουν ότι το παιδί πρέπει να κοπιάζει για να γίνει άνθρωπος ικανός, ώστε στη ζωή του ν’ αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες. Υποστηρίχτηκε, επίσης, υπέρ του μονοτονικού και η άποψη ότι διευκολύνονται οι τυπογράφοι και οι στοιχειοθέτες, γενικά, και ότι οι εκδόσεις, πάλι γενικά, γίνονται οικονομικότερες.

Παραγνωρίστηκαν, όμως, οι λόγοι που επέβαλαν στους “Αλεξανδρινούς χρόνους την καθιέρωση των τόνων, οι οποίοι ισχύουν και σήμερα. Πολλές φορές, τα γραπτά μου δεν διαβάζονται σωστά όταν τυπώνονται στο μονοτονικό. Ας ελπίσουμε ότι θα επανεξεταστεί μελλοντικά το θέμα κι ότι θα επι­κρατήσουν σωφρονέστερες απόψεις».

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης ετόνισε:

«Τώρα για το μονοτονικό. Αν δεν θέλετε κύριοι του Υπουργείου να κάνετε φωνητική ορθογραφία, τότε πρέπει ν’ αφήσετε τους τόνους και τα πνεύματα, γιατί αυτοί που τους βάλανε, ξέρανε τι κάνανε. Δεν υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά, γιατί απλούστατα υπήρχαν μέσα στις ίδιες τις λέξεις. Αυτοί, οι Κριαράς και οι άλλοι (…) που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις -αυτό παρακαλώ να γραφτεί στις εφημερίδες- δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα. Δεν ξέρουν αυτό που γνώριζε η κόρη μου στα τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη και μετά έψαχνε για τις συγγενείς της. Αυτό είναι μια γλώσσα. Ένα μάγμα, ένα πλέγμα, όπου οι λέξεις παράγονται οι μεν από τις δε, όπου οι σημασίες γλιστράνε από τη μια στην άλλη, είναι μια οργανική ενότητα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις και να κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιας ψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ’ ένα γραφείο στο υπουργείο Παιδείας. Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η καταστροφή της συνέχειας. Ήδη τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών. Δηλαδή πάμε να καταστρέψουμε ό,τι κτίσαμε πριν λίγα χρόνια; Αυτή είναι η δραματική μοίρα του σύγχρο­νου ελληνισμού».

Ακολούθησαν διαμαρτυρίες, δημόσιες συζητήσεις, προσφυγές. Η Κυβέρνηση έμεινε ασυγκίνητη, πιστεύοντας πως από χρόνο σε χρόνο θα κέρδι­ζε με καταναγκασμό, τρομοκράτηση, διαδόσεις πως δεν υπάρχουν πια γρα­φομηχανές πολυτονικές, ούτε τυπογράφοι πολυτονιστές, πως το Κράτος δεν αγοράζει τάχα βιβλία πολυτονικά, πως θα επιβαλλόταν τελικά το μονοτονικό. Ερωτούμε όμως: μπορεί μια εξαναγκαστική πρακτι­κή 8 χρόνων να ανατρέψει παράδοση πρακτικής πολλών αιώνων; Ας μας απαντήσουν οι υπεύθυνοι.

Πάντως, και τα παιδιά μας, στα δίσεχτα αυτά χρόνια, δεν έμαθαν καλύτε­ρα τη γλώσσα μας, επειδή καταργήθηκαν τόνοι και πνεύματα, και τα γραπτά τους, κατά γενική ομολογία, κάθε χρόνο είναι και πιο αξιοθρήνητα, πειστή­ρια γλωσσικής διάλυσης. Η πλειονότητα των συνειδητών συγγραφέων μας εξακολουθεί να γράφει πολυτονικά -και των νέων συγγραφέων μας επίσης, όχι μόνο των παλιότερων,- σπουδαία περιοδικά και διαπρεπείς εκδοτικοί Οίκοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το πολυτονικό και ο Λαός επιμένει. Ιερή εθνική επιμονή, αξιοθαύμαστη αντίσταση στην καταστροφή.

11. Συμπεραίνουμε:

1. Η επιβολή του μονοτονικού υπήρξε α) άκαιρη, β) αυθαίρετη, γ) αυταρ­χική, δ) αιφνίδια, ε) αντισυνταγματική, στ) δεν έγινε από τον Λαό μας, και κυρίως από τους ειδικά ενδιαφερομένους, αποδεκτή. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αληθινό Σκάνδαλο πανεθνικής σημασίας.

2. Η «Νέα Δημοκρατία» ΔΕΝ ΔΕΣΜΕΥΤΗΚΕ να εφαρμόσει το μονοτονικό. Ο σημερινός Πρωθυπουργός κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντιστά­θηκε προσωπικά στην εσπευσμένη, καταστροφική εκείνη πράξη και διέταξε την αποχώρηση όλων των βουλευτών της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευ­σης από την μεταμεσονύχτια συνεδρίαση της Βουλής. Επομένως, ούτε το Κόμμα, ούτε ο Πρωθυπουργός, ούτε οι Υπουργοί του, ούτε οι βουλευτές του έχουν ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΔΕΣΜΕΥΣΗ και υποχρέωση να εφαρμόσουν και να επιμείνουν στο μονοτονικό. Δεν συνέπραξαν, ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΝ στην χάλκευση του Σκανδάλου αυτού.

12. Ζητούμε:

1. Να διατάξει η Κυβέρνηση και να αρχίσει ο αξιότιμος κ. Υπουργός Παιδείας, σε συνεργασία με την κ. Υπουρ­γό Πολιτισμού, την επανασυζήτηση περί μονοτονικού. Την ανοιχτή, δημοκρατική και άφοβη συζήτηση και να κληθούν σ’ αυτό τον αντιαυταρχικό διάλογο όλοι οι αρμόδιοι: η Ακαδημία Αθηνών, τα Πανεπιστή­μια, τα Σωματεία Λογοτεχνών.

2. Να επιτρέψει αμέσως η Κυβέρνηση ώστε όλοι οι κρατικοί λειτουργοί και των τριών Εξουσιών της Δημοκρατίας να μπορούν, αν κριθούν, ελεύθε­ρα να γράφουν πολυτονικά, χωρίς φόβο και οποιαδήποτε πίεση.

3. Να τεθούν τα συμπεράσματα των συζητήσεων αυτών, αν όχι στην άμε­ση κρίση, όπως θα άρμοζε, των Ελλήνων με σαφές δημοψήφισμα, στην Εθνική Αντιπροσωπεία και σε ειδική συνεδρίαση έγκαιρα και πλήρως προετοιμασμένη, ώστε εκείνη να αποφασίσει ελεύθερα, υπεύθυνα, ελλη­νικά.
Αθήνα, Σεπτέμβριος 1991

Τι είναι η Μετάνοια;

Τι είναι η Μετάνοια;
Τι σημαίνει μετάνοια;
Συνήθως θεωρείται ως θλίψη για την αμαρτία, ένα αίσθημα ενοχής, μια αίσθηση στενοχώριας και τρόμου για τις πληγές που προκαλέσαμε στους άλλους και τον εαυτό μας.


Μια τέτοια άποψη όμως είναι επικίνδυνα ατελής.
Η στενοχώρια και ο τρόμος υπάρχουν πράγματι συχνά στη βίωση της μετάνοιας, αλλά δεν είναι ολόκληρη η μετάνοια, δεν αποτελεί καν το σπουδαιότερο τμήμα της. Αν θεωρήσουμε όμως κατά τρόπο κυριολεκτικό τον όρο «μετάνοια», τότε θα βρεθούμε πιο κοντά στην καρδιά του ζητήματος.
Μετάνοια σημαίνει «αλλαγή του νου»: όχι απλώς λύπη για το παρελθόν, αλλά μια θεμελιώδης μεταμόρφωση της όρασής μας, ένας νέος τρόπος να βλέπουμε τον εαυτό μας, τους άλλους και τον Θεό – σύμφωνα με τον Ποιμένα του Ερμά, είναι «μια μεγάλη κατανόηση». Μια μεγάλη κατανόηση και όχι, αναγκαστικά, μια συναισθηματική κρίση. Η μετάνοια δεν είναι ένας παροξυσμός τύψεων και αυτό-οικτιρμού, αλλά μεταστροφή, επανατοποθέτηση του κέντρου της ζωής μας στην Αγία Τριάδα.
Ως «νέος νους», ως μεταστροφή και επανατοποθέτηση του κέντρου της ζωής, η μετάνοια είναι κάτι το θετικό, και όχι αρνητικό. «Μετάνοια εστί θυγάτηρ ελπίδος, και άρνησις ανελπισίας», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Δεν είναι απελπισία, αλλά σφοδρή αναμονή∙ δεν είναι το αίσθημα πως κάποιος έφτασε σε αδιέξοδο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα βγει απ’ αυτό. Δεν είναι αυτομίσος, αλλά επιβεβαίωση του αληθινού μου εαυτού, του δημιουργημένου κατ’ εικόνα Θεού. Μετάνοια σημαίνει πως κοιτάζω, όχι προς τα κάτω, στις δικές μου ελλείψεις, αλλά προς τα πάνω, στην αγάπη του Θεού∙ όχι προς τα πίσω αυτομεμφόμενος, αλλά προς τα εμπρός με εμπιστοσύνη. Μετάνοια είναι να βλέπω όχι το γιατί απέτυχα να γίνω κάτι, αλλά τι ακόμη μπορώ να γίνω με τη Χάρη του Χριστού.
Όταν η μετάνοια ερμηνευτεί μ’ αυτήν την θετική έννοια, δεν θεωρείται πλέον μια απλή πράξη, αλλά μια συνεχής στάση.
Ο θετικός χαρακτήρας της μετάνοιας γίνεται προφανής όταν σκεφτούμε τι προηγείται των λόγων του Χριστού «μετανοείτε∙ ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Στον προηγούμενο στίχο ο ευαγγελιστής παραθέτει τον στίχο 9,2 του Ησαΐα: «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς». Αυτό είναι το άμεσο πλαίσιο της εντολής του Κυρίου για μετάνοια: προηγείται η αναφορά στο «μέγα φως» που ανέτειλε γι’ αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι, και ακολουθείται από μια άλλη αναφορά για την εγγύτητα της Βασιλείας του Θεού. Η μετάνοια, λοιπόν, είναι μια φώτιση, μια μετάβαση από το σκότος στο φως∙ μετάνοια σημαίνει να ανοίξουμε τα μάτια μας στην Θεϊκή ακτινοβολία∙ όχι να καθόμσατε θλιμμένοι στο λυκόφως, αλλά να χαιρετούμε την αυγή που έρχεται.
Η μετάνοια έχει επίσης εσχατολογικό χαρακτήρα, είναι ένα άνοιγμα προς τα Έσχατα, που δεν βρίσκονται απλώς στο μέλλον, αλλά είναι ήδη παρόντα∙ το να μετανοούμε σημαίνει να αναγνωρίζουμε πως η Βασιλεία των Ουρανών βρίσκεται ανάμεσά μας, και ότι αν αποδεχτούμε τον ερχομό της Βασιλείας, όλα τα πράγματα θα γίνουν καινούρια για μας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Kallistos Ware - Bishop of Diokleia
«Η ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ»

Η εξομολόγηση καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου.

- Εξομολογείσαι;

- Όχι Γέροντα.
Η εξομολόγηση καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου 
- Γιατί; Να εξομολογείσαι. Το γράφει το Ευαγγέλιο. Είναι μυστήριο της Εκκλησίας. Να εξομολογείσαι, διαφορετικά μην κοινωνείς. Να βρίσκετε καλούς πνευματικούς, να τα πείτε όλα.
Πως πηγαίνετε στον γιατρό; Έτσι να πηγαίνετε και στον πνευματικό. Υπάρχουν και άγιοι πνευματικοί.


Ελέρωσες το φουστάνι σου, τι θα κάνεις; Θα το πλύνεις. Ο Χριστός θα σου πει «γιατί δεν μετάνιωσες, γιατί δεν εξομολογήθηκες;» Να εξομολογηθείς με ειλικρίνεια γιατί θα φανερωθούν μία μέρα όλα στην άλλη ζωή. Χρειάζεται αυτοκατάκριση όταν εξομολογείσαι. Όχι απλώς να τα πεις.

Όταν κρύβετε μια σοβαρή πράξη κατά την εξομολόγηση, τότε δεν υπάρχει εξομολόγηση και να εξομολογείστε τακτικά, μην αφήνετε την ψυχή σας να λερώνεται.

Να εξομολογείστε λοιπόν στον πνευματικό σας. Όπως πλένετε το παντελόνι σας, όταν λερωθεί και καθαρίζει, έτσι καθαρίζει και η ψυχή του ανθρώπου, όταν πηγαίνουμε για εξομολόγηση.

Να εξομολογείστε και να κοινωνείτε. Είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού. Παίρνετε δύναμη. Έτσι αντέχουν και οι μάρτυρες.

Λόγοι αγάπης και ζωής Γέροντος Θεοδοσίου          

" Όλη μου η ευτυχία ή η δυστυχία εξαρτάται από τους λογισμούς μου και από τις διαθέσεις της καρδιάς μου''

" Όλη μου η ευτυχία ή η δυστυχία εξαρτάται από τους λογισμούς μου και από τις διαθέσεις της καρδιάς μου''. 

Αν οι λογισμοί κι οι διαθέσεις μου είναι σύμφωνα με την αλήθεια του Θεού, με το θέλημά Του, τότε είμαι αναπαυμένος, γεμάτος θείο φως, χαρά κι ευλογία. 
Αν όχι, τότε είμαι ανήσυχος, γεμάτος με πνευματικό και ψυχοφθόρο σκότος, νιώθω να με βαραίνει η απόγνωση. Αν μεταβάλλω τελείως τους απατηλούς κι ακάθαρτους λογισμούς και τις διαθέσεις της καρδιάς μου και τους κάνω αληθινούς και θεάρεστους, τότε αποκτώ πάλι ανάπαυση κι ευλογία.

Ο πλησίον μου είναι μια ύπαρξη με ίσα δικαιώματα μαζί μου. Είναι ένας άνθρωπος σαν και μένα, πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού. Κι αφού είναι σαν και μένα, πρέπει να τον αγαπώ όπως αγαπώ και τον εαυτό μου. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ΄ 39). Πρέπει να τον φροντίζω και να τον προσέχω όπως προσέχω τη σάρκα και το αίμα μου, να του φέρομαι στοργικά, ευγενικά, καλοσυνάτα, να του συγχωρώ τις αστοχίες όπως θα συγχωρούσα και τις δικές μου, όπως θα ‘θελα να συγχωρήσουν κι οι άλλοι τα σφάλματά μου και να μου φέρονται με συγκατάβαση. Δηλαδή, όπως θα ‘θελα οι άλλοι άνθρωποι να μην παρατηρούν τα λάθη μου, σαν να μην υπάρχουν, ή να τα αγνοούν με ευγένεια, με καλοσύνη και μεγαλοψυχία, το ίδιο πρέπει να κάνω κι εγώ στον αδελφό μου.

Ο σαρκικός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει την ευλογία και την πνευματική ευφροσύνη που απολαμβάνουμε με την προσευχή και την άσκηση της αρετής. Ούτε στο ελάχιστο δεν μπορεί να κατανοήσει τι ευλογία και ποια μακαριότητα μάς περιμένει στον άλλο κόσμο. Δε γνωρίζει τίποτα υψηλότερο από την επίγεια σαρκική χαρά. Τις μέλλουσες ευλογίες τις λογαριάζει φαντασίες. Ο πνευματικός άνθρωπος όμως γνωρίζει εμπειρικά την ευλογία που νιώθει η ενάρετη ψυχή, γιατί η καρδιά του προγεύεται από τώρα τη μέλλουσα μακαριότητα.

Όσο περισσότερο προοδεύει στην πνευματική ζωή ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο πνευματοποιείται. Αρχίζει σιγά σιγά να βλέπει παντού το Θεό, την ύπαρξη της δύναμής Του σε όλα τα πράγματα. Βλέπει παντού και πάντα τον εαυτό του να κατοικεί στο Θεό, να εξαρτάται απ’ Αυτόν ακόμα και στα πιο παραμικρά πράγματα. 
 Αντίθετα, όσο περισσότερο ο άνθρωπος είναι δοσμένος στο σαρκικό τρόπο ζωής, τόσο περισσότερο σαρκικός γίνεται. Δε βλέπει παντού το Θεό. Δεν Τον βλέπει ούτε και στα πιο θαυμαστά επιτεύγματα της θείας Του δύναμης. Το μόνο που βλέπει παντού είναι σάρκα και ύλη. Στα δικά του μάτια ο Θεός δεν υπάρχει ποτέ και πουθενά. (πρβλ. Ψαλμ. 35: 2). ".

Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης
πηγή  το είδαμε εδώ

Διάλογος Ορθοδόξων & Καθολικών: βήματα ένωσης ή κίνδυνος έκπτωσης στο σύνηθες;


Ζούμε τις τελευταίες μέρες έναν οργασμό διαχριστιανικών επαφών ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς. Μια έντονη κινητικότητα στην οποία κάποιοι ίστανται με θεμιτή ή όχι αισιοδοξία και φιλενωτική διάθεση, άλλοι με σκεπτικισμό και επιφυλακτικότητα, έτεροι δε με ανησυχία, απολογητική επιθετικότητα και μία εν γένει αρνητικότητα, η οποία συνήθως αγγίζει τα όρια του φονταμενταλισμού. Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν εντοπίζεται σε καμιά εκ των παραπάνω τάσεων, όσο στην πραγματική διάθεση αμφοτέρων των διαλεγομένων για μια ρεαλιστική και εν Κυρίω κοινωνία και επανένωση της διηρημένης χριστιανοσύνης.
papatriar2
Αν θα μπορούσαμε να δούμε εκπροσωπούμενες τις δύο ενάντιες τάσεις μέσα από επισκοπικές φωνές, θα βρίσκαμε αφενός στην αποσταλείσα στον Πάπα Ρώμης «επιστολιμαία διατριβή» κατά του καθολικισμού υπό των επισκόπων Κονίτσης και Πειραιώς τη «σκληρή και αυστηρή» γραμμή και αφετέρου στην πρόσφατη εγκύκλιο του Μεσογαίας τη διαλλακτικότερη και συνθετική τάση, η οποία ωστόσο αναλυόμενη δεν απέχει της εκπεμπόμενης ουσίας από την πρώτη επιστολή. Εν ολίγοις η στάση της ορθόδοξης συνείδησης έναντι των ρωμαιοκαθολικών, όπως αντικατοπτρίζεται στις εν λόγω επισκοπικές επίσημες ανακοινώσεις, είναι εν γένει αμυντική και πόρρω απέχουσα της οιασδήποτε υπεραισιόδοξης φιλενωτικής προοπτικής.
Και όλο τούτο, διότι πρόκειται για δυο διαφορετικούς κόσμους, για έτερες νοοτροπίες, για ξέχωρες και απομακρυσμένες στο διάβα των αιώνων ιστορικοπολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Το θέμα, όμως, δεν είναι τα ανθρώπινα παράγωγα των θρησκευτικών αυτών μεγεθών, αλλά η πεμπτουσία του χριστιανισμού, του οποίου διατείνονται πως είναι φορείς τόσο πνευματικοί, όσο και ιστορικοί οι προκείμενες κοινότητες πιστών. Και η βαθύτερη τούτη ουσία δεν μπορεί παρά να είναι η εν Χριστώ αγαπητική κοινωνία, πάνω στην πέτρα της Τριαδικής πίστεως και στο βίωμα της Χάρης της Πεντηκοστής.
Το άλλο πρόβλημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο η ένωση αυτή πρέπει να γίνεται «στα χαρτιά», τουτέστιν μέσα από διαλόγους και φόρουμ εξειδικευμένων θεολόγων και κληρικών συνδαιτυμόνων ή μέσα από μια προσέγγιση εν τοις πράγμασι, όπως εμμέσως πλην σαφώς υπογράμμισε τελευταία ο ρωμαίος Ποντίφηκας. Επίσης, ένα συναφές θέμα είναι η προσπάθεια αφομοίωσης ή συμβίωσης δύο διαφορετικών κόσμων, το οποίο είναι κάτι εξαιρετικά δυσχερές, αν αναλογιστούμε τη μακραίωνη τοπική, πολιτισμική και νοοτροπική πλέον απόσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές που απομακρύνθηκαν για πλείστους όσους λόγους, εξάπαντος όχι μόνο θρησκευτικούς.
Αν ρίξουμε μια ματιά στη σύγχρονη θρησκευτική πραγματικότητα, θα δούμε οπωσδήποτε σημαντικά βήματα τα οποία κατά το παρελθόν μάλλον θα ήταν αδιανόητα. Δεν αναφέρομαι τόσο στην άρση των Αναθεμάτων κατά τον περασμένο αιώνα ούτε στις αυτονόητες πια επαφές των Ορθοδόξων Προκαθημένων μετά του Λατίνου ομολόγου τους. Αυτά όλα μπορεί να αποδειχτούν με την πάροδο του χρόνου «λίγα» στην πραγματική προσέγγιση των Εκκλησιών. Θα ήθελα να σημειώσω περισσότερο κάποιες «δογματικές υποχωρήσεις» από την πλευρά των ρωμαιοκαθολικών, οι οποίες, αν δεν δοθεί η δέουσα προσοχή, θα υπάρξει κίνδυνος να εκπέσουν στον χώρο του έθους και να τις αντιπαρέρχονται αμφότεροι οι συζητητές σαν κάτι το επουσιώδες και δεδομένο, πράγμα εντούτοις που σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει: το πρώτο είναι το Filioque και το δεύτερο ο τρόπος μυστηριακής κοινωνίας των πιστών.
Δεν πρόκειται όσον αφορά τα ανωτέρω για ουνιτική πρακτική, κάτι βέβαια που θα μπορούσε ευλόγως να τεθεί εν προκειμένω ως ένσταση. Αν αναλογιστούμε εδώ την ύψιστης εκκλησιολογικής σημαντικής παράμετρο ότι η εν Ελλάδι αυτή πρακτική της ρωμαιοκαθολικής κοινότητος (της αφαίρεσης του φιλιόκβε και της μετάληψης εξ οίνου και άρτου) τυγχάνει της «ευλογίας» και γίνεται εν γνώσει της Ρωμαϊκής Καθέδρας και εάν συνυπολογίσουμε τις εισηγήσεις σύγχρονων ρωμαιοκαθολικών θεολόγων για επίσημη αφαίρεση του Filioque σε παγκόσμιο επίπεδο, δούμε δε ταυτόχρονα και την επέκταση της πρακτικής τής εξ αμφοτέρων των ευχαριστιακών ειδών (οίνου και άρτου) κοινωνίας των Καθολικών πιστών σε οικουμενικό επίπεδο, τότε θα διαισθανθούμε πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί και τους νέους ορίζοντες που ανοίγονται στη διομολογιακή προσέγγιση. Οι «προκλητικές» αυτές φιλενωτικές ενέργειες – προτάσεις των Λατίνων δεν πρέπει να βαλτώσουν στον χώρο της αντιρρητικής θεολογίας και παραφιλολογίας ούτε στην καχύποπτη και στείρα απολογητική νοοτροπία του παρελθόντος. Θα πρέπει να ληφθούν σαν αφορμές και ευκαιρίες αληθινής κοινωνίας και υπέρβασης και των «δευτερευόντων» προσκομμάτων, είτε δογματικών είτε λειτουργικών.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός εντοπίζει στο Filioque την αιτία του σχίσματος: «τὴν μὲν οὖν αἰτίαν τοῦ σχίσματος ἐκεῖνοι δεδώκασι, τὴν προσθήκην ἐξενεγκόντες ἀναφανδόν, ἥν ὑπ’ ὀδόντα πρότερον ἔλεγον· ἡμεῖς δὲ αὐτῶν ἐσχίσθημεν πρότεροι, μᾶλλον δὲ ἐσχίσαμεν αὐτοὺς καὶ ἀπεκόψαμεν τοῦ κοινοῦ τῆς Ἐκκλησίας σώματος» (από την επιστολή «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς»). Ορίστε, λοιπόν!  Εκείνοι έδωσαν την αιτία τότε, εκείνοι φαίνεται τώρα να την αίρουν από μόνοι τους. Αν το καλοσκεφτούμε και εφόσον ήδη η Λατινική Εκκλησία το έχεισχεδόν επίσημα αφαιρέσει από τη δογματική της διδασκαλία, ειλικρινά απορεί ένας αντικειμενικός ή εξωτερικός απαθής παρατηρητής των τεκταινομένων τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό ακόμη που πραγματικά χωρίζει θεολογικά Ορθοδόξους και Καθολικούς ή και απλά βραδύνει τις διαδικασίες μιας επίσημης ένωσης. Από τα λόγια του Αγίου προκύπτει απλά, καθαρά και ξάστερα ότι η άρση της αιτίας θα επιφέρει φυσικά, λογικά και αυτόματα την ένωση.  Μήπως, λοιπόν, τα πράγματα δεν είναι τόσο αυτονόητα και εύκολα, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνονται και προωθούνται τελευταία τοιουτοτρόπως;
Οι Ορθόδοξοι επιθυμούν την ένωση με τους εκ Δυσμών αδερφούς τους και προσεύχονται για τον Πάπα «ὅπως ἀναλάβη ὡς Ὀρθόδοξος πάπας κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Πενταρχίας καί δυνάμει τῶν Θείων καίἉγίων καίἹερῶν Κανόνων τήν τιμητικήν προεδρίαν τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς ‘primus inter pares’» (εκ της επιστολής των Πειραιώς και Κονίτσης). Οι κινήσεις αμφοτέρων από δω και πέρα πρέπει να γίνονται κατά τη γνώμη του γράφοντος στην πράξη περισσότερο παρά στα λόγια. Όπως θα έχει γίνει κατανοητό από τα παραπάνω, οι λέξεις μπορούν να εκπέσουν στον χώρο της συνήθειας, του ευχολογίου, της ψιλής τους εκπόρευσης άνευ πνευματικού ερείσματος και αντικρίσματος. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία. Υπάρχουν πεδία στα οποία η πράξη και η καλή θέληση έχουν χώρο άφθονης δράσης και υλοποίησης, όπως για παράδειγμα είναι το καυτό πρόβλημα της Ουνίας. Σε τέτοια επίπεδα θα δοκιμαστεί η αντοχή των λόγων και των προθέσεων αμφοτέρων.
Είναι γεγονός ότι, αν κάτι είναι γνήσιο και επιθυμητό ανάμεσα στους ανθρώπους, καθίσταται τελικά αναπόφευκτο να πραγματωθεί. Στην περίπτωση της προσέγγισης Καθολικών και Ορθοδόξων τα πράγματα είναι ακόμη πιο εύκολα, αν λάβουμε υπόψη και τη συνδρομή της Χάρης του Θεού. Σε κάθε άλλη εξέλιξη και δη στο προσεχές μέλλον, αν δηλαδή οι επαφές εκπέσουν σε ατέρμονες, άκαρπες, ατελέσφορες, βραδείες και ψιλές συζητήσεις, δεν θα μπορούν εξάπαντος οι δυο πλευρές να επικαλούνται άλλο λόγους διακριτικής και σταδιακής προσέγγισης, καθώς θα πέφτουν τα προσωπεία, όπου υπάρχουν, και θα δίνεται εύλογη λαβή στους αντιφρονούντες να μιλάνε – πράγμα που κάνουν εξάπαντος διαχρονικά – για παιχνίδια εξουσίας και μόνο. Και τούτο είναι ανεπίτρεπτο για εν Χριστώ αδερφούς, των οποίων μέλημα (πρέπει να) είναι μονάχα η άμιλλα στην ταπείνωση και την αγάπη.
Οι μέρες είναι λίαν πονηρές και τα πράγματα συγκεχυμένα. Τούτη η αλλοπρόσαλλη πνευματική παγκόσμια ατμόσφαιρα θα επιτείνεται μέρα με τη μέρα παρά θα θεραπεύεται. Τα κριτήρια έχουν αλλοιωθεί μέσα στο χάος αυτού που καλούμε συμβατικώς μετανεωτερικότητα. Οι προφητικές και άλλες φωνές που καταφθάνουν από τα στόματα Oρθοδόξων Αγίων δεν είναι τόσο ελπιδοφόρες. Ο τελευταίος στάρετς της Όπτινα Νεκτάριος φέρεται να προφήτευσε πως «δεν θα γίνει ένωση των Εκκλησιών προ της Δευτέρας Παρουσίας». Από την άλλη ο σύγχρονός μας όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης έλεγε πως «όσο πλησιάζει κάποιος την αλήθεια, έρχεται στην Ορθοδοξία. Και μια μέρα όλοι θα γίνουν Ορθόδοξοι».
Η προσέγγιση της «σιβυλλικής» τούτης φράσης δεν είναι εύκολη. Ίσως εννοεί πως θα γίνουν άπαντες μια Εκκλησία στο τέλος, στα Έσχατα, στην κοινή ανάσταση. Η νυν Εκκλησία, ωστόσο, δεν θα πάψει ποτέ να εύχεται, να αγωνιά και να μάχεται για το ποθούμενο: την εν Χριστώ ένωση του παντός. Η όποια αισιοδοξία της απορρέει εξάπαντος από το ιστορικό και μυστηριακό δεδομένο της έκχυσης του Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, που γιορτάζουμε τις μέρες τούτες. Η προσευχή όλων πρέπει να συνεχίζεται με ένταση: «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν».

Οι μέριμνες στον πνευματικό μας αγώνα

Οι μέριμνες στον πνευματικό μας αγώνα

Αλλά αν και η αργία προξενεί τόσα κακά, δε γεννούν λιγότερα και οι περισσές υποθέσεις και δουλειές και μέριμνες, διότι αυτές είναι εκείνες οι άκανθες, οι οποίες, όπως λέει ο Κύριος, καταπνίγουν το σπόρο των θείων λόγων και εμπνεύσεων και εμποδίζουν ή να μη γίνεται καθόλου το καλό και η αρετή ή να γίνεται με κακό τρόπο.
«Τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι» (Λουκ. η΄ 14). Αυτοί οι πολύδουλοι, αν έχουν να πάνε στην ακολουθία ή στο κήρυγμα ή αν θέλουν να διαβάσουν κανένα ψυχωφελές βιβλίο, ή αν θέλουν να μεταλάβουν συχνά τα θεία μυστήρια, δεν έχουν ποτέ καιρό.
Από τη μια υπόθεση έρχονται στην άλλη και δε βρίσκουν τρόπο ποτέ να γλυτώσουν από τη μία δουλειά, χωρίς να παγιδευθούν σε άλλη. Γι’ αυτό και μοιάζουν με ένα σχοινί δεμένο με πολλούς και μύριους κόμπους, το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να λυθεί.
Με αυτή την τέχνη ο διάβολος κρατάει αιχμαλωτισμένους εκείνους, που θέλουν να βγουν μεν από τα χέρια του, αλλά δε βρίσκουν το δρόμο, διότι ο πονηρός και πανούργος κάνει με αυτούς εκείνο που έκανε ο Φαραώ με τους Εβραίους, όταν μελετούσαν να πάνε να θυσιάσουν στο Θεό στην έρημο. Δηλαδή τους καταφορτώνει με νέες και μεγαλύτερες υποθέσεις και μέριμνες, για να μην έχουν καιρό όχι να κάνουν το καλό, αλλά ούτε καν να το σκεφτούν: «σχολάζουσι γάρ· διὰ τοῦτο κεκράγασι λέγοντες· ἐγερθῶμεν καὶ θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν. βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τούτων, καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα καὶ μὴ μεριμνάτωσαν ἐν λόγοις κενοῖς» (Εξοδ. ε΄ 8, 9).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι καθημερινές φροντίδες και υποθέσεις και πραγματείες γίνονται τόσες παγίδες, για να προσκολλούν στη γη αυτούς τους ταλαίπωρους, ή για να το πούμε καλύτερα, για να προσκολλώνται αυτές οι φροντίδες στην καρδιά τους, όπως προσκολλάται ο κισσός στα δέντρα με χίλια κλαδιά, και πιπιλίζουν όλη την τροφή της ευλάβειας που έχουν, και τους καθιστούν να θεωρούν τα μέσα ως σκοπό, και το σκοπό ως μέσα: «χρώνται τω Θεώ και καρπούνται τον κόσμον», όπως λέει ο ιερός Αυγουστίνος στο «περί Πόλεως Θεού».
Έπειτα, αν υποθέσουμε ακόμη, ότι οι περισσές φροντίδες αυτές δε φτάνουν σε τόση υπερβολή, αλλά αφήνουν σε μερικούς λίγο καιρό για να κάνουν κανένα καλό, όμως πώς είναι δυνατό να κάνουν αυτοί το καλό όπως πρέπει και με όλη την τελειότητα; Οι κυνηγοί και όταν κοιμούνται ακόμη, φαίνεται πως δεν αναπαύονται, επειδή ονειρεύονται ή τα θηρία που τους φεύγουν ή τα θηρία που φτάνουν. Ώστε το σώμα τους βρίσκεται μεν στο κρεβάτι, αλλά η φαντασία τους είναι στα δάση.
Το ίδιο συμβαίνει και σ’ εκείνους που καταγίνονται σε πολλές υποθέσεις και φροντίδες. Αν αυτοί στέκονται στην Εκκλησία, αν ακούν κάποιο κήρυγμα, αν κάνουν ποτέ καμιά προσευχή, ο νους τους πάντοτε περιφέρεται και κατ’ αυτόν το λίγο χρόνο και συλλογίζονται πώς μπορούν να αποκτήσουν κανένα κέρδος, πώς να κάνουν αυτή τη δουλειά, πώς να τελειώσουν εκείνη την υπόθεση που τους λείπει. Ώστε το μεν κορμί τους είναι στην Εκκλησία, αλλά ο νους τους βρίσκεται στις πλατείες. Αυτοί κοιμούνται πολλές φορές στο στρώμα και ο νους τους φαντάζεται τις υποθέσεις και υπηρεσίες τους. Επειδή κατά το μέγα Βασίλειο, «τον κατειλημένον ομοζύγω έτερος θόρυβος φροντίδων εκδέχεται· εν απαιδία, παίδων επιθυμία· εν παίδων κτήσει, περί τροφής φροντίς· γυναικός φυλακή· οίκου επιμέλεια· οικετών προστασίαι· αι κατά τα συμβόλαια βλάβαι· αι εν τοις δικαστηρίοις συμπλοκαί· της εμπορίας οι κίνδυνοι· αι της γεωργίας διαπονήσεις· πάσα ημέρα ιδίαν ήκει φέρουσα της ψυχής επισκότισιν· και αι νύκτες τας φροντίδας παραλαβούσαι εν ταις αυταίς φαντασίαις εξαπατώσι τον νουν» (Επιστολαί α΄).
Επομένως, εσύ που βρίσκεσαι σε τέτοια ταραχή, αδελφέ, νομίζεις πώς ο Θεός πρόκειται να σου μιλήσει με τις εμπνεύσεις του; Πιστεύεις ότι θα λάβεις καρπό στην ψυχή σου από τα θεία λόγια που ακούς; Και αν, όταν διηγείσαι σε ένα φίλο σου κανένα γεγονός, αν εκείνος δεν προσέχει στα λόγια σου και γυρίζει να μιλάει με άλλους, εσύ διακόπτεις το λόγο, και ούτε που θέλεις να του περιγράψεις την υπόθεσή σου, πώς έπειτα θέλεις να μιλά ο Θεός στη δική σου καρδιά, την ίδια στιγμή που αυτή είναι γεμάτη από εκατό λογισμούς; Όταν εσύ προσέχεις στις υποθέσεις σου, και όχι στις εμπνεύσεις και τις φωνές τις δικές του; «Όπου ακρόαμα ουκ εστί, μη εκχέης λαλιάν, και ακαίρως μη σοφίζου» (Σοφία Σειράχ λβ΄ 4).
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
«Πνευματικά Γυμνάσματα»

Τι είναι Κόλαση και τι Παράδεισος (Mιά γνωστή και ωραία ιστορία)

Τι είναι Κόλαση και τι Παράδεισος (Mιά γνωστή και ωραία ιστορία)
Μια παλιά ιστορία λέει πως ένας άνθρωπος του Θεού αναρωτιόταν τι είναι η Κόλαση και τι ο Παράδεισος. Επειδή ο άνθρωπος αυτός ευαρεστούσε με τον τρόπο της ζωής του το Θεό, ο Θεός τού έστειλε έναν άγγελο, για να του λύσει την απορία.
Ο άγγελος τον πήρε από το χέρι και τον πήγε σε μία άγνωστη τοποθεσία. “Θα σου δείξω πρώτα την Κόλαση”, του είπε.
Είδαν εκεί ένα μεγάλο καζάνι, γεμάτο από φαγητό. Γύρω από αυτό στέκονταν άνθρωποι σκελετωμένοι από την πείνα και αγριεμένοι.
“Γιατί δεν τρώνε;”, απόρησε ο ευλαβής άνθρωπος. “Μήπως δεν τους επιτρέπεται;”
“Τους επιτρέπεται”, εξήγησε ο άγγελος. “Πρόσεξε λίγο καλύτερα τα κουτάλια τους. Είναι πολύ μακριά. Μπορούν να πάρουν φαγητό, αλλά δεν μπορούν να το βάλουν στο στόμα τους”, πρόσθεσε.
Ο άνθρωπος παρέμεινε με την απορία.
“Πάμε τώρα, να δεις και τον Παράδεισο”, συνέχισε ο άγγελος και τον πήρε από το χέρι.
Πήγαν λοιπόν σε ένα άλλο μέρος, όπου υπήρχε πάλι ένα καζάνι γεμάτο με φαγητό και γύρω του ανθρώπους. Οι άνθρωποι όμως εδώ ήταν διαφορετικοί: έδειχναν καλοζωισμένοι, γελαστοί, χορτάτοι και ευχαριστημένοι. Ο άνθρωπος πρόσεξε τα κουτάλια τους. Παρατήρησε πως ήταν εξίσου μακριά. Η απορία του μεγάλωσε.
“Περίμενε λίγο και θα δεις”, του είπε ο άγγελος, που κατάλαβε. “Σε λίγο θα αρχίσουν να τρώνε και θα καταλάβεις τι γίνεται”, τον καθησύχασε.
Πραγματικά, μετά από λίγο άρχισαν να τρώνε. Πώς όμως; Αφού ο καθένας δεν μπορούσε να φάει μόνος του, επειδή τα κουτάλια τους ήταν μακριά, άρχισε να ταΐζει τον άλλον. Έτσι, δεν έμενε κανένας νηστικός!
“Κατάλαβες λοιπόν;” του είπε ο άγγελος, καθώς τον έπαιρνε από το χέρι, για να τον επιστρέψει στη γη. “Κόλαση είναι, όταν ο καθένας κοιτάζει μόνο τον εαυτό του, το δικό του πρόβλημα και τη δική του ικανοποίηση. Και Παράδεισος είναι όταν ο καθένας κοιτάζει τον άλλον, πώς θα τον εξυπηρετήσει. Έτσι, με την αμοιβαία φροντίδα, όλοι μένουν ευχαριστημένοι και κανένας δεν παραπονιέται”.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...