Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2014

Ἡ Κοίμηση τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ Anthony Bloom





Στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Ἡ γιορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεομήτορος – πού συνδυάζει δύο γεγονότα: Τήν κοίμησή Της καί τήν ἀνάστασή Της καί τήν μετάστασή Της τήν τρίτη ἡμέρα- ἦταν πράγματι γιά αἰῶνες, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ὕπαρξης τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ Γιορτή, ἡ δόξα, ἡ χαρά της.

Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ δέν ἔγινε τό μέσον πού ἀποδέχτηκε παθητικά νά σαρκωθεῖ μέσα της ὁ Θεός – χωρίς τήν συγκατάβασή της ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Κύριου θά ἦταν ἀδύνατο νά πραγματοποιηθεῖ. Εἶναι ἡ ἀπάντηση ὁλάκερης τῆς κτίσης στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί στήν προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ Του ὄχι μόνο στήν ἀνθρωπότητα, ἀλλά σ’ ὅλον τόν Κόσμο πού Ἐκεῖνος δημιούργησε. Καί χαιρόμαστε γι’ αὐτό, ἐπειδή ὁ λόγος Της εἶναι καί δικός μας. Ὁ λόγος της ἦταν τέλειος, ὅπως ἦταν ἡ ἐμπιστοσύνη της, ἡ πίστη Της, ἡ προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ Της. Τά δικά μας λόγια εἶναι ἀτελῆ καί ὅμως οἱ φωνές μας ἀντηχοῦν μέσα ἀπό τήν δική Της φωνή, ἀδύναμες, κάποιες φορές διστακτικές, ἀλλά μέ πίστη καί ἀγάπη.

Ἐκείνη εἶναι ἡ δόξα ὅλης τῆς δημιουργίας· ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ: ἴσως κάποιος νά σκεφτεῖ ὅτι ὁ θάνατος δέν θά μποροῦσε νά τήν ἀγγίξει· ἀλλά ἐάν ὁ θάνατος καί ἕνας θάνατος τόσο σκληρός θά μποροῦσε νά ἀγγίξει τόν Υἱό Της, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τῆς Μαρίας, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου – φυσικά θά ἔπρεπε Ἐκείνη νά καταβάλει τόν φόρο ὅλης τῆς γῆς γιά νά ξεπληρώσει τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία καί νά πεθάνει. Ἀλλά σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ θάνατος δέν θά μποροῦσε νά τήν κρατήσει φυλακισμένη. Πρόσφερε τόν ἑαυτό της στόν Θεό ἀνεπιφύλακτα καί τέλεια καί δέν ἀνῆκε πλέον στήν γῆ. Καί τήν τρίτη μέρα, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἦρθαν καί ἄνοιξαν πάλι τόν τάφο γιά νά τήν προσκυνήσει ἕνας ἀπό αὐτούς πού ἦταν ἀπὼν στήν ταφή Της, ὁ τάφος βρέθηκε ἀδειανός: Ἀνῆλθε στούς οὐρανούς, ἐπειδή τά δεσμά τοῦ θανάτου δέν μποροῦσαν νά Τήν κρατήσουν καί ἡ φθορά δέν μποροῦσε νά ἀγγίξει ἕνα σῶμα πού ὑπῆρξε τό σῶμα τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τί χαρά νοιώθουμε ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι τώρα, δίπλα- δίπλα μέ τόν ἀνεστημένο καί ἀναληφθέντα Χριστό, ἕνας ἄνθρωπος ἀπό ἐμᾶς, ἀπό τήν ἀνθρωπότητα, μιὰ γυναίκα μέ σάρκα καί ὀστᾶ βρίσκεται στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καί σ’ Ἐκείνην βλέπουμε τήν δόξα πού, πιστεύουμε, θά εἶναι καί δική μας δόξα, ἄν εἴμαστε πιστοί στόν Θεό ὅπως ἦταν Ἐκείνη.

Ἄς χαροῦμε λοιπόν, ὄχι μόνο σέ τούτη τήν ἐκκλησία, ἐπειδή εἶναι ἀφιερωμένη, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα, στήν Κοίμηση καί Ἀνάληψη τῆς Παναγίας, ἀλλά μέ ὁλόκληρη τήν Ρωσική Ἐκκλησία, μαζί μέ ὅλους ἐκείνους πού ἀνήκουν σ’ αὐτήν καί εἶναι διασκορπισμένοι στά πέρατα τοῦ κόσμου, πού ἑνωμένοι μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία, μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ λατρεύουμε τόν Θεό μέ ὅλο μας τό εἶναι καί βλέπουμε σ’ Ἐκείνην τήν εἰκόνα ὁλάκερης τῆς Δημιουργίας πού λατρεύει τόν ζωντανό Θεό. Ἀμήν.

Αὐγή ἡμέρας μυστικῆς π. Alexander Schmemann




Τόν Αὔγουστο ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Παναγίας, τό θάνατό της, γνωστό ὡς Κοίμηση, μιά λέξη ὅπου τό ὄνειρο, ἡ μακαριότητα, ἡ εἰρήνη,ἡ ἠρεμία καί ἡ χαρά ἑνώνονται.

Τίποτε δέν γνωρίζουμε γιά τίς συνθῆκες ποὺ περιβάλλουν τό θάνατο τῆς Παναγίας, τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Διάφορες ἱστορίες, διανθισμένες μέ παιδική τρυφεράδα, ἔχουν φθάσει ὥς ἐμᾶς ἀπό τόν πρώιμο Χριστιανισμό, ἀλλά, ἀκριβῶς λόγω τῆς ποικιλίας τους, δέν νιώθουμε ὑποχρέωση νά ὑπερασπιστοῦμε τήν «ἱστορικότητα» καμιᾶς ἀπ’ αὐτές.

Στήν Κοίμηση, ἡ ἀγάπη καί ἡ μνημόνευση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐπικεντρώνονται στό ἱστορικό και πραγματικὸ πλαίσιο, οὔτε στήν ἡμερομηνία καί στόν τόπο ὅπου αὐτή ἡ μοναδική γυναίκα, αὐτή ἡ Μητέρα ὅλων τῶν μητέρων, ὁλοκλήρωσε τήν ἐπίγεια ζωή της. Ὁποτεδήποτε καί ὁπουδήποτε κι ἄν αὐτό συνέβη,ἡ Ἐκκλησία, ἀντ’ αὐτοῦ, παρατηρεῖ τὴν οὐσία καί τό νόημα τοῦ θανάτου της, μνημονεύοντας τό θάνατο αὐτῆς ποὺ ὁ Υἱός της, σύμφωνα μέ τήν πίστη μας, κατέβαλε τό θάνατο, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, καί μᾶς ὑποσχέθηκε τήν τελική ἀνάσταση καί τὴ νίκη τῆς ἀθάνατης ζωῆς.

Ὁ θάνατός της ἀναλύεται καλύτερα μέσα ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ποὺ εἶναι τοποθετημένη στό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὡς κέντρο ὅλου τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἡ Θεοτόκος νεκρή βρίσκεται στό νεκροκρέβατό της. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι συναγμένοι γύρω της, καί ἀπό πάνω της στέκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, κρατώντας στά χέρια τή Μητέρα Του, ἡ ὁποία εἶναι ζωντανή καί αἰώνια ἑνωμένη μαζί Του. Ἐδῶ βλέπουμε τό θάνατο κι ὅ,τι ἔχει ἤδη περάσει σ’ αὐτό τό συγκεκριμένο θάνατο: ὄχι ρήξη ἀλλά ἕνωση. Ὄχι λύπη ἀλλά χαρά. Καὶ σ’ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, ὄχι θάνατος ἀλλά ζωή. «Ἐν τῇ γεννήσει σου σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, βλέποντας αὐτή τήν εἰκόνα. «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε…».

Τά λόγια μιᾶς βαθύτατης καί πολύ ὄμορφης προσευχῆς ποὺ ἀπευθύνεται στήν Παναγία ἔρχονται τώρα στό νοῦ μας, «Χαῖρε αὐγή μυστικῆς ἡμέρας!» (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Τό φῶς ποὺ ξεχύνεται ἀπό τήν Κοίμηση προέρχεται ἀκριβῶς ἀπ’ αὐτή τήν ἄδυτη, μυστική Ἡμέρα. Παρατηρώντας αὐτόν τό θάνατο, καί στεκόμενοι δίπλα σ’ αὐτό τό νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ θάνατος δέν ἰσχύει πλέον, ὅτι ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου ἑνός ἀνθρώπου ἔχει γίνει τώρα μιὰ πράξη ζωῆς, μιὰ εἴσοδος σέ μιὰ εὐρύτερη ζωή, ὅπου βασιλεύει ἡ ζωή. Αὐτή ποὺ δόθηκε ἐντελῶς στὸ Χριστό, ποὺ Τόν ἀγάπησε ἕως τέλους· συναντιέται μ’ Αὐτόν σ’ ἐκεῖνες τίς φωτεινές πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐκεῖ ὁ θάνατος μεταστρέφεται ἀμέσως σέ χαρμόσυνη συνάντηση – ἡ ζωή θριαμβεύει, ἡ χαρά καί ἡ ἀγάπη κυριαρχοῦν πάνω στά πάντα.

Γιὰ αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία στοχάστηκε κι ἐμπνεύστηκε ἀπό τό θάνατο Αὐτῆς ποὺ ὑπῆρξε μητέρα τοῦ Χριστοῦ· ποὺ ἔδωσε ζωή στό Σωτήρα καί Κύριό μας· ποὺ Τοῦ δόθηκε ὁλοκληρωτικά μέχρι τέλους καί στάθηκε δίπλα Του στό Σταυρό. Καί παρατηρώντας ἡ Ἐκκλησία τό θάνατό της, ἀνακάλυψε καί βίωσε τό θάνατο, ὄχι ὡς φόβο, τρόμο, τέλος, ἀλλ’ ὡς ἀστραποβόλα καί αὐθεντική Ἀναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοῖς ἄσμασιν, ἀνυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διὰ γάρ τῆς ἀθανάτου Κοιμήσεώς σου ἡγιασας τά σύμπαντα…». Ἐδῶ, σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους ὕμνους τῆς ἑορτῆς, βρίσκουμε ἀμέσως νά ἐκφράζεται ἡ βαθιά οὐσία τῆς χαρᾶς της: «Νέκρωσις ἄφθορος», ἀθάνατη κοίμηση. Ποιό εἶναι ὅμως τό νόημα αὐτῆς τῆς ἀντιφατικῆς καί φανερά παράλογης συνυπάρξεως αὐτῶν τῶν λέξεων;

Στήν Κοίμηση μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅλο τό χαρμόσυνο μυστήριο αὐτοῦ τοῦ θανάτου καί γίνεται χαρά μας, ἐπειδή ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἕνας ἀπό μᾶς. Ἄν ὁ θάνατος εἶναι ὁ τρόμος καί ἡ θλίψη τοῦ χωρισμοῦ, ἡ κάθοδος στήν τρομερή μοναξιά καί τό σκοτάδι, τότε τίποτ’ ἀπ’ ὅλα αὐτά δὲν εἶναι παρόν στό θάνατο τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀφοῦ ὁ θάνατός της, ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ ζωή της, εἶναι μιὰ συνάντηση, ἀγάπη, συνεχής κίνηση πρός τό αἰώνιο, ἄδυτο φῶς τῆς αἰωνιότητος καί μιά εἴσοδος σ’ αὐτό. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον», λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἀπόστολος τῆς ἀγάπης (Α΄ Ἰωάν. 4,18). Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει φόβος στήν ἄφθορη κοίμηση τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἐδῶ ὁ θάνατος ἔχει καταληφθεῖ ἐκ τῶν ἔνδον, ἔχει ἐλευθερωθει ἀπ’ ὅ,τι τόν γεμίζει μὲ τρόμο καί ἀπελπισία. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα. Ὁ θάνατος γίνεται «αὐγή μυστικῆς ἡμέρας». Ἔτσι στὴ γιορτή δέν ὑπάρχει οὔτε λύπη, οὔτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, οὔτε στεναχώρια, ἀλλὰ μόνο φῶς καί ζωή. Προσεγγίζοντας τὴν πόρτα τοῦ ἀναπόφευκτου θανάτου μας, εἶναι σάν νά τή βρίσκουμε ὀρθάνοικτη, μέ τό φῶς νά ξεχύνεται ἀπὸ τή νίκη ποὺ πλησιάζει ἀπό τήν ἐρχόμενη ἐπικράτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Στή λάμψη αὐτοῦ τοῦ ἀσύγκριτου φωτός τῆς ἑορτῆς, στίς αὐγουστιάτικες αὐτές μέρες, ὅταν ὁ φυσικός κόσμος φθάνει στό ἀποκορύφωμα τῆς ὀμορφιᾶς του καί γίνεται ὕμνος δοξολογίας καί ἐλπίδας καί σύμβολο ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀκούγονται τά λόγια τῆς Κοιμήσεως, «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον…». Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον θάνατος. Ὁ θάνατος ἀκτινοβολεῖ αἰωνιότητακαι ἀθανασία. Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον ρήξη ἀλλά ἕνωση. Δέν εἶναι λύπη, ἀλλά χαρά. Δέν εἶναι ἥττα, ἀλλά νίκη.

Αὐτά εἶναι ὅσα ἑορτάζουμε τήν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας Παρθένου, καθώς τά προεικονίζουμε, τά προγευόμαστε καί τά ἀπολαμβάνουμε ἀπό τώρα, στήν αὐγή τῆς μυστικῆς καί αἰώνιας Ἡμέρας.

Ἐγκώμιον εἰς τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου Ἅγιος Θεοδώρος ὁ Στουδίτης





Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, πού νά ἀντηχῆ δυνατώτερα ἀπό ἀνθρώπινη φωνή καί νά συγκλονίζη τά πέρατα, ἀπαιτεῖ ἕνας λόγος πρός τιμήν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἡμέρας, ἀγαπητοί μου· γι᾿ αὐτό καί κινδυνεύει ν᾿ ἀποτύχη τώρα, καθώς ἀκούγεται προερχόμενος ἀπό τό ἀσθενές φωνητικό μου ὄργανο. Ἡ Κυρία ὅμως καί Βασίλισσα τοῦ παντός, ἔτσι καθώς εἶναι ἀφιλόδοξη, θά δεχτῆ νομίζω κι αὐτόν ἐδῶ τόν σύντομο καί πενιχρό λόγο πού τῆς προσφέρουμε οἱ δοῦλοι της, ὅμοια μέ ἐκείνους τούς διεξοδικούς καί ἀστραφτερούς τῶν σπουδαίων ὁμιλητῶν, μέ τό νά παρακινεῖται σέ συμπάθεια ἀπό τίς προσευχές αὐτοῦ πού μέ προστάζει νά ὁμιλήσω· ἐπειδή ἀκριβῶς καί ἕνα μόνο πράγμα προσέχει ἡ φιλάγαθη: τήν πρόθεσι.

Ἐμπρός λοιπόν, συνάξου ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ἱεράρχες καί ἱερεῖς, μοναχοί καί κοσμικοί, βασιλεῖς καί ἄρχοντες, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀγόρια καί κορίτσια, φυλές καί γλῶσσες, μέ ὅλο μαζί τό ἔθνος καί τό πλῆθος, καί ἀφοῦ ἀλλάξης τά φορέματα τῶν ἀρετῶν σου, «ντυμένη» κι ἐσύ «στά κρόσσια τά χρυσά καί στολισμένη» (Ψαλμ. μδ´ 14), πρόβαλε μέ πρόσωπο φαιδρό καί ὅλο χαρά γιόρτασε τῆς Κυριοτόκου Μαρίας τήν ἑορτή, τήν ἐπικήδεια συγχρόνως καί διαβατήρια· διότι φεύγει ἀπό ἐδῶ κάτω καί πηγαίνει κοντά στά ὄρη τά αἰώνια, τό ὄρος ὄντως τό Σιών, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατοικῆ, ὅπως ψάλλει ἡ λύρα τοῦ ψαλμωδοῦ. Σήμερα λοιπόν ὁ ἐπίγειος οὐρανός περιβαλλόμενος τήν στολή τῆς ἀφθαρσίας ἀποκτᾶ νέα διαμονή, τήν καλύτερη καί αἰώνια. Σήμερα ἡ νοητή καί θεοφώτιστη σελήνη μέ τό νά συμβάλλη στόν δίσκο τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ἐκλείπει μέν ἀπό τήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως ὅμως ἀνατέλλει καί λάμπει μέ τήν τιμή τῆς ἀθανασίας. Σήμερα ἡ ὁλόχρυση καί θεοκατασκεύαστη κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος ἀναχωρεῖ ἀπό τά ἐπίγεια σκηνώματα καί μετακομίζεται στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, γιά νά ἀναπαυθῆ αἰώνια. Καί ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ μᾶς τά τραγουδάει αὐτά μέ τήν κιθάρα του καί ἀναφωνεῖ: «Θά προσαχθοῦν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στόν βασιλέα, ἀκολουθώντας πίσω ἀπό αὐτήν θά προσαχθοῦν σέ Σένα» (πρβλ. Ψαλμ. μδ´ 15).

Τώρα λοιπόν, ἐνῶ ἔκλεισε τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς ἡ Θεοτόκος, ὑψώνει γιά χάρι μας τούς νοητούς, σάν λαμπρούς καί μεγάλους φωστῆρες πού ποτέ ὡς τώρα δέν βασίλεψαν, γιά νά ἀγρυπνοῦν καί νά ἐξιλεώνουν τόν Θεό ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Τώρα, ἐνῶ στά θεοκίνητα χείλη της ἐσίγησε ὁ ἔναρθρος λόγος, ἀείλαλο ἀνοίγει τό πρεσβευτικό της στόμα ὑπέρ ὅλου τοῦ γένους. Τώρα, ἐνῶ συνέστειλε τίς σωματικές καί θεοφόρες της παλάμες, τίς ὑψώνει ἄφθαρτες πρός τόν Δεσπότη ὑπέρ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Τώρα, ἐνῶ μᾶς ἀπέκρυψε τά ἡλιοειδῆ καί φυσικά χαρακτηριστικά της, ἀκτινοβολεῖ διά μέσου τῆς σκιαγραφίας τῆς εἰκόνας της καί τήν παρέχει στόν λαό πρός ἀσπασμό εὐεργετικό καί σχετική προσκύνησι, εἴτε τό θέλουν οἱ αἱρετικοί εἴτε ὄχι. Ἐνῶ λοιπόν πέταξε ἐπάνω ἡ πάναγνος περιστερά, δέν παύει νά φυλάττη τά κάτω. Ἐνῶ ἐξῆλθε τοῦ σώματος, μέ τό πνεῦμα της εἶναι μαζί μας. Ἐνῶ ὁδηγήθηκε στούς οὐρανούς, ἐξοστρακίζει ἀπό ἀνάμεσά μας τούς δαίμονες μεσιτεύοντας πρός τόν Κύριο.

Κάποτε, μέσῳ τῆς προμήτορος Εὔας ὁ θάνατος εἰσῆλθε καί κυρίευσε τόν κόσμο· τώρα ὅμως συναντώντας τήν μακαρία θυγατέρα ἐκείνης ἀποκρούστηκε καί κατανικήθηκε ἀπό τό ἴδιο ἐκεῖνο μέρος ἀπ᾿ ὅπου τοῦ εἶχε δοθῆ ἡ ἐξουσία. Ἄς χαρῆ λοιπόν τό γυναικεῖο φῦλο, πού ἀντί ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. Ἄς χαρῆ καί ἡ Εὔα, διότι δέν εἶναι πιά κατηραμένη, ἀλλά ἔχει νά ἐπιδείξη ἀπόγονό της εὐλογημένο τήν Μαρία. Ἄς σκιρτήση ἡ κτίσις ὁλόκληρη, καθώς ἀντλεῖ μυστικά τά νάματα τῆς ἀφθαρσίας ἀπό τήν παρθενική πηγή καί ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπό τήν θανατηφόρα δίψα.

Τέτοια εἶναι ἡ ἑορτή πού ἔχουμε σήμερα. Τόσο μεγάλα εἶναι τά γεγονότα πού ὑμνολογοῦμε. Αὐτά μᾶς χαρίζει ἡ χριστοανθής ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ἡ ἱερόβλαστη ράβδος τοῦ Ἀαρών, ὁ νοητός παράδεισος τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὁ ἔμψυχος λειμώνας τῶν παρθενικῶν ἀρωμάτων, ἡ ἀνθισμένη θεογεώργητη ἄμπελος τοῦ ὡρίμου καί ζωογόνου βότρυος, ὁ ὑψηλός καί ἐπηρμένος χερουβικός θρόνος τοῦ Παμβασιλέως, ὁ οἶκος ὁ γεμάτος ἀπό τήν δόξα Κυρίου, τό ἅγιο καταπέτασμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ φωτεινότατος τόπος τῆς ἀνατολῆς, αὐτά μᾶς χαρίζει, καθώς κοιμήθηκε σήμερα ἐν εἰρήνῃ καί δικαιοσύνῃ. Λέω κοιμήθηκε, ὄχι ὅμως καί πέθανε. Πέρασε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τήν ὑπεράσπισι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Μέ ποιά λόγια λοιπόν νά παραστήσουμε τό μυστήριό σου; Ἀδυνατοῦμε νά τό σκεφθοῦμε· εἴμαστε ἀσθενεῖς γιά νά τό ἐκφράσουμε· ἰλλιγγιοῦμε νά τό περιγράψουμε. Διότι εἶναι παράξενο καί ὑψηλό καί ἀνώτερο γιά κάθε διάνοια. Δέν σχετίζεται καί δέν ταιριάζει μέ κάτι ἄλλο, ὅπως συμβαίνει μέ τά ὑπόλοιπα πράγματα, ἔτσι ὥστε νά εἴμαστε σέ θέσι νά δώσουμε πρόχειρα τίς ἀποδείξεις ἀπό τά γύρω μας πράγματα. Ἀντίθετα, ἀπό τά ὑπερβατικά καί ἀνώτερά μας κατανοοῦμε μέ εὐλάβεια ὅσα ἀναφέρονται σέ σένα, καί σέ σένα μόνη παραδίδουμε τά ὑπέρ ἄνθρωπον. Διότι ἄλλαξες τήν φύσι κατά τήν ἄρρητη γέννησι. Ποῦ ἀλλοῦ ἄκουσε κανείς παρθένο νά συλλαμβάνη ἀσπόρως! Ὤ θαῦμα! Τήν μητέρα καί λεχώνα τήν βλέπουμε ἄφθορη παρθένο, ἐπειδή Θεός ἦταν αὐτό πού γέννησε. Τό ἴδιο λοιπόν καί στή ζωηφόρο κοίμησί σου: μέ τό εἶσαι διαφορετική ἀπό τούς ὑπολοίπους, μόνη ἐσύ κατέχεις δικαιολογημένα τήν ἀφθαρσία καί τῶν δύο (ψυχῆς δηλ. καί σώματος).

Ἄς μᾶς ἀφηγηθῆ ὅμως ἡ Σιών τά παράδοξα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Εἶχε λοιπόν συμπληρωθῆ τό ὅριο τῆς ζωῆς. Εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Προγνώρισε σάν μητέρα Θεοῦ ἡ Παναγία τόν καιρό τῆς μεταστάσεως. (Καί πόσα περισσότερα ἀπό τόν καθένα πού σάν ἁπλός δοῦλος προφητεύει δέν θά ἔδινε κανείς, ἀδελφοί μου φιλόχριστοι, πρός τήν μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἀνώτερη ἀπό ὅλους τούς προφῆτες;) Ὅταν λοιπόν τά αἰσθάνθηκε αὐτά καί τά κατάλαβε, τί μᾶς λέει ἡ παράδοσις πῶς προσευχόταν καί παρακαλοῦσε;

«Ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς ἐξόδου μου· ἔφθασε ὁ χρόνος τῆς ἐκδημίας μου πρός ἐσένα. Ἄς παρευρεθοῦν ἐδῶ αὐτοί πού θά ὑπηρετήσουν στόν ἐνταφιασμό μου, Δέσποτα· εἴθε νά σταθοῦν στό προσκέφαλό μου οἱ λειτουργοί πού θά τελέσουν τήν κηδεία μου. Καί στά μέν χέρια σου νά ἀφήσω τό πνεῦμα μου, στά δέ χέρια τῶν μαθητῶν σου, γιά νά τό ἐνταφιάσουν, τό ἄψαυστο καί θεοδόχο σῶμα μου, ἀπό ὅπου ἀνέτειλες ἐσύ ἡ ἀθανασία. Ἄς παρασταθοῦν κοντά μου νά μοῦ δώσουν χαρά αὐτοί πού βρίσκονται διεσπαρμένοι στά πέρατα τῆς γῆς, οἱ κήρυκες καί ὑπηρέτες τοῦ εὐαγγελίου σου. Κι ἄν ἐσύ εὐδόκησες νά μετατεθῆ ζωντανός ἀκόμη ὁ δίκαιος Ἐνώχ στόν οὐρανό, γιατί ἔτσι ἔπρεπε, καί ὁ Θεσβίτης Ἠλίας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς νά ἀνυψωθῆ μέ πύρινο ἅρμα πρός ἄγνωστες χῶρες, γιά νά ἀναμένουν καί οἱ δύο τόν χρόνο τῆς φρικτῆς καί παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, καί ἄν πάλι γιά μιά ἀνάγκη τοῦ Δανιήλ ἐθαυματούργησες, ὥστε μέσα σέ μιά στιγμή ὁ προφήτης Ἀββακούμ νά μεταφερθῆ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Βαβυλώνα καί πάλι νά ἐπιστρέψη, τότε τί σοῦ εἶναι ἀδύνατο καί μόνο ἄν τό θελήσης;»

Αὐτά μόλις εἶπε ἡ πανύμνητος, νά πού κατέφθασε καί ἡ δωδεκάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπό διαφορετική κατεύθυνσι ὁ καθένας, σάν σύννεφα σπρωγμένα ἀπό τίς πτέρυγες τοῦ Πνεύματος, πού ἦλθαν καί στάθηκαν κοντά στή νεφέλη τοῦ φωτός. Τί λέγει λοιπόν ἐκείνη πού ἔχει τά θεϊκά, τά πολλά, τά μεγάλα ὀνόματα, φέρνοντας, καθώς ἦταν ξαπλωμένη, ἕνα γύρο τό βλέμμα της καί ἀντικρύζοντας αὐτούς πού ζητοῦσε;

«Ἄς ἀγαλλιάση ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο καί αὐτό θά γίνη γιά μένα εὐφροσύνη καί αἴνεσις καί μεγαλεῖο ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Διότι μοῦ συγκέντρωσε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ συνάθροισε τούς ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τούς θαυμαστούς ὑπηρέτες τῆς κηδείας μου. (Ὤ μεγαλοφυές θαῦμα! Ὤ ἔργο μητρικῆς ἀφοσιώσεως πρός τόν υἱό! Ὤ δῶρο υἱϊκῆς σχέσεως πρός τήν μητέρα!). Σάν ἄλλος οὐρανός μοῦ φάνηκε τό δωμάτιο, μέ τό περικλείη μέσα του τούς φωστῆρες τοῦ κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε ἡ ὀροφή, πού ἔφερε κοντά μου τούς θείους μύστες καί ἱερουργούς. Δέν θά μελετήσει πιά ἡ συμμορία τῶν Ἰουδαίων νά πραγματοποιήση τόν ἐναντίον μου παραλογισμό. Δέν θά ὁπλίση πιά ἐναντίον μου τό θρασύ του χέρι, γιά νά μέ φονεύση τό συνέδριο τῶν ἱερέων. (Διότι κάποτε τό εἶχαν σχεδιάσει καί , μαζί μέ τόν Υἱό, θά φόνευαν οἱ αἱμοχαρεῖς καί τήν Μητέρα, ἀλλά ἀπέτυχαν στό σκοπό τους, γιατί τούς ἐμπόδισε ἄνωθεν ἡ θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σέ τόπους κατοικίας ἀπαραβίαστους, ὅπου δέν μπορεῖ ὁ ἐχθρός νά εἰσαγάγη τίς παγίδες τῆς κακίας· ὅπου θά μπορῶ νά ἀντικρύσω τήν τερπνότητα τοῦ Κυρίου καί νά ἐπισκεφθῶ τόν Ναόν, ἐγώ ὁ παμφώτεινος ναός Του». Καί τί εἶπαν τότε πρός αὐτήν οἱ μακάριοι ἀπόστολοι μέ λόγια εἴτε δικά τους εἴτε διαλεγμένα ἀπό τά στόματα τῶν προφητῶν;

«Χαῖρε κλίμαξ πού στηρίζεσαι στή γῆ καί φτάνεις στόν οὐρανό, μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ κάθοδος πρός ἡμᾶς καί ἡ ἄνοδος πρός τούς οὐρανούς τοῦ Κυρίου, κατά τόν μεγάλο πατριάρχη Ἰακώβ» (βλ. Γεν. κη´ 12).

Χαῖρε βάτε μέ τήν τόσο παράδοξη μορφή, ἀπό τήν ὁποία ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σέ μορφή πύρινης φλόγας καί τήν ὁποία ἐνῶ ἡ φωτιά ἔκαιγε, δέν τήν κατέκαιε, κατά τόν μεγάλο θεόπτη Μωϋσῆ (βλ. Ἔξ. γ´ 2-3).

Χαῖρε ὁ θεοδέγμων πόκος, ἀπό τόν ὁποῖο στράγγισε ἡ οὐράνια δρόσος, μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατά τόν θαυμασιώτατο Γεδεών (βλ. Κριταί ς´ 38).

Χαῖρε πόλις τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου (βλ. Ψαλμ. μζ´ 3), τήν ὁποία θαυμάζουν καί μεγαλύνουν οἱ βασιλεῖς (βλ. Ψαλμ. μζ´ 5-6) μαζί μέ τόν ᾀσματογράφο Δαυίδ.

Χαῖρε ἡ νοητή Βηθλεέμ, ὁ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ἀπ᾿ ὅπου ἐξῆλθε ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, γιά νά καταστῆ ἄρχοντας στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ὁποίου «αἱ ἔξοδοι ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχ. ε´ 1), ὅπως λέει ὁ Μιχαίας ὁ θειότατος.

Χαῖρε τό κατάσκιο παρθενικό ὅρος, ἀπό τό ὁποῖο ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, κατά τόν θεόφωνο Ἀββακούμ (βλ. Ἀββακ. γ´ 3).

Χαῖρε λυχνία ὁλόχρυση καί φωτοφόρε, ἀπό τήν ὁποία ἔλαμψε στούς «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» (Ψαλμ. ρς´ 10) τό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Θεότητος, κατά τήν ρῆσι τοῦ θεσπέσιου Ζαχαρία (βλ. Ζαχ. δ´ 2).

Χαῖρε τό παγκόσμιο ἱλαστήριο τῶν ἀνθρώπων , διά τοῦ ὁποίου σέ ἀνατολή καί δύσι δοξάζεται στά ἔθνη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί παντοῦ προσφέρεται θυμίαμα στό ὄνομά Του κατά τόν ἁγιώτατο Μαλαχία (βλ. Μαλαχ. α´ 11).

Χαῖρε νεφέλη ἀνάλαφρη, πάνω στήν ὁποία κάθησε ὁ Κύριος κατά τόν ἱεροφωνότατο Ἠσαία (βλ. Ἠσ. ιθ´ 1).

Χαῖρε ἡ ἱερά βίβλος τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου καί ὁ νεοχάρακτος νόμος τῆς Χάριτος, χάριν τῆς ὁποίας μᾶς ἔγιναν γνωστά ὅσα ἀρέσουν στόν Θεό, κατά τόν πολυθρήνητο Ἱερεμία (πρβλ.. Ἱερ. κε´ 13).

Χαῖρε ἡ κλεισμένη πύλη, διά τῆς ὁποίας ὁ Κύριος καί Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε κατά τόν μεγάλο θεόπτη Ἰεζεκιήλ (βλ. Ἰεζ. μδ´ 2 κ. ἑξ).

Χαῖρε τό ἀλατόμητο ἀπό χέρι ἀνθρώπου καί ὑψηλότατο ὄρος, ἀπό τό ὁποῖο ἀπεκόπη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, κατά τόν θεολογικώτατο Δανιήλ (βλ. Δαν. β´ 34, 45).

Καί ποιός νοῦς νά χωρέση ἤ ποιός λόγος νά ἀφηγηθῆ ὅσα ἐκεῖ ἔψαλλαν, ὅσα εἶπαν, ὅσα ἐμακάρισαν οἱ θεολόγοι; Ὅταν λοιπόν ἱερούργησαν ἱερῶς ὅσα ταίριαζε καί ἐπετέλεσαν τά ἅγια ἁγίως, νά πού ἔφθασε καί ὁ Κύριος μέ τήν δόξα τῆς δυνάμεώς του καί ὅλη τήν στρατιά τοῦ οὐρανοῦ. Καί ἀοράτως μέν λειτουργοῦσαν οἱ ἀσώματοι, σωματικῶς δέ γίνονταν ὑμνῳδοί τῆς θείας μεγαλειότητος οἱ ἀπόστολοι. Σύμμεικτη ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ πανήγυρις καί ὁ χορός οὐράνιος μαζί καί ἐπίγειος—κι ἄς μή ξενίση ὁ λόγος μου καθώς σκιαγραφεῖ τά θεοπρεπῆ γεγονότα—ἀποτελούμενος ἀπό Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, τίς Χερουβικές καί Σεραφικές, ἀποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, ἄλλους νά προτρέχουν, ἄλλους νά προϋπαντοῦν, ἄλλους νά ἡγοῦνται, ἄλλους νά προηγοῦνται, ἄλλους νά ἀκολουθοῦν καί ἄλλους νά παρακολουθοῦν, καί ὅλους νά φωνάζουν χαρμόσυνα μέ ἕνα στόμα: «Ἄσατε τῷ Κυρίῳ» (Ἱερ. κ´ 13) «αἰνέσατε τόν Κύριον» (ἔνθ᾿ ἀνωτ.) «εὐλογημένος Κύριος ἐπί δίκαιον ὄρος τό ἅγιον αὐτοῦ» (Ἱερ. λη´ 23) καί «ἀνυψωθήτω ὁ οὐρανός εἰς τό μετέωρον» (πρβλ. Ἱερ. λη´ 35). Ποιός λοιπόν ἄκουσε ποτέ εἰς τόν αἰῶνα τέτοιο ἐξόδιο, φιλόχριστοι ἀδελφοί; Ποιός γνώρισε τήν προπομπή μιᾶς τέτοιας κηδείας; Ποιός κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβασι, σάν κι αὐτή πού ἀξιώθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Καί δέν εἶναι παράξενο. Γιατί ἀκριβῶς καί κανένας δέν φάνηκε ποτέ ὑπέρτερος ἀπό αὐτήν, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.

Φρίττει τό πνεῦμα μου, ὦ Παρθένε, καθώς βάζω στό μυαλό μου τό μεγαλεῖο τῆς μεταστάσεώς σου. Μένει ἔκπληκτος ὁ νοῦς μου, καθώς ἀναλογίζομαι τό θαῦμα τῆς κοιμήσεώς σου. Δένεται ἡ γλῶσσα μου, καθώς πάει νά διηγηθῆ τό μυστήριο τῆς παλινζωΐας σου. Διότι ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε ἐπάξια «νά κάνη γνωστούς ὅλους τούς ὕμνους σου» (Ψαλμ. ρε´9 2) ἤ «νά ἐξιστορήση ὅλα τά θαυμάσιά σου (Ψαλμ. οδ´ 1)»; Ποιός νοῦς ὑψηγόρος θά ρητορεύση, ποιά γλῶσσα μεγαλόστομη θά ὁμιλήση, θά ἐξαγγείλη καί θά παραστήση τά κατά σέ, θά ἀποδώση τά λόγια σου ἤ θά σταθῆ ἀντάξια τῶν δικῶν σου θαυμασίων, τελετῶν, πανηγύρεων, ἑορτῶν, διηγήσεων, ἐγκωμίων; Γι᾿ αὐτό καί ἐπί τοῦ παρόντος μυστηρίου ἡ γλῶσσα μας ἀποδεικνύεται ἀδύνατη, ἄτονη, ἀποτυχημένη, ἀποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι ὑπερέχεις, ὑπερβάλλεις, ὑπερτερεῖς ἀσυγκρίτως, σέ ὕψος καί μέγεθος ἀπό τόν ἀνώτατο οὐρανό· σέ λαμπρότητα ἁγνείας, ἀπό τό ἡλιακό φῶς· σέ ἀπόκτησι παρρησίας, ἀπό τό ἀγγελικό ἀξίωμα κάθε ἄυλης καί λογικῆς ὑπάρξεως τῶν νοητῶν καί νοερῶν δυνάμεων.

Ἀλλά τί ἐπίσημη καί λαμπρή― μέ ἀγαλλίασι τό λέω―ἡ πανήγυρις σου! Πόσο σημειοφόρος καί θαυματουργική ἡ μετάστασίς σου! Πόσο ζωοπάροχος καί ἀφθαρτοδώρητος ὁ ἐνταφιασμός σου, μητέρα τοῦ φωτός! Τώρα ὅμως πού πέρασες τά σύννεφα καί ἀνέβηκες στόν οὐρανό καί μπῆκες στά ἅγια τῶν ἁγίων «ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καί ἐξομολογήσεως» (Ψαλμ. μα´ 5), ἀξίωσε, Θεοτόκε, νά εὐλογήσης πλούσια τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Μέ τίς πρεσβεῖες σου κάνε εὔκρατους τούς καιρούς· χάριζε τήν βροχή στήν ὥρα της· κατεύθυνε σωστά τούς ἀνέμους· κάνε τήν γῆ νά καρποφορῆ· δώρισε τήν εἰρήνη στήν Ἐκκλησία· κράτυνε τήν Ὀρθοδοξία· φύλαγε τήν βασιλεία· ἀπόκρουε τίς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων· σκέπαζε ὁλόκληρο τό γένος τῶν Χριστιανῶν· τέλος δέ συγχώρησε καί τήν δική μου τόλμη. Διότι δικός σου εἶναι αὐτός ὁ λόγος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καί σύ προφήτευσες μελῳδικά ἐκεῖνο πού θά γινόταν: «Διότι νά πού ἀπό τώρα, εἶπες, θά μέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές» (Λουκ. α´ 48). Ἐπειδή λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποδειχθῆ ψευδής ὁ θεῖος σου λόγος, δέξου κι ἀπό μένα τόν ἀνάξιο δοῦλο σου, αὐτή τήν κατά δύναμιν προσφώνησι καί «δός μου πάλι τήν ἀγαλλίασι πού μοῦ χαρίζει ἡ σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. ν´ 14). Μέ τήν δύναμι τῶν πρεσβειῶν σου στήριξέ με μαζί μέ τόν συγγενῆ μου καί πνευματικό πατέρα μου καί μέ τό ποίμνιο πού μοῦ ἔχουν ἐμπιστευθῆ· ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ τιμή καί τό κράτος μαζί μέ τόν παντοκράτορα Πατέρα καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου - Anthony Bloom


Σήμερα γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Στεκόμαστε ὅλοι τώρα μπροστὰ στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ θυσιαστήριο ὅπου εἶναι ἐνθρονισμένος ὁ Θεός μας. Ὅπως τὸ λένε ὅμως οἱ Γραφὲς ὁ Θεὸς ἀναπαύεται καὶ στοὺς ἅγιους Του, ὄχι μόνο σὲ ἅγιες περιοχὲς ἀλλὰ καὶ στὶς καρδιὲς καὶ τὸ μυαλὸ ὅλων τῶν ἁγίων οἱ ὁποῖοι ἔχουν πετύχει τὴν κάθαρση μὲ τὸν ἀγώνα τους καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

Σήμερα γιορτάζουμε τὴν Κοίμηση τῆς μεγαλύτερης ἀπ' ὅλους τοὺς ἁγίους, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνῶ κοιμήθηκε μὲ τὸν ὕπνο τῆς γῆς παρέμεινε ζωντανὴ μὲ τὴ ζωὴ τὴν ὁποία εἶχε στὰ βάθη τοῦ εἶναι της· ἔμεινε ζωντανὴ στὴν ψυχή της ἡ ὁποία ἀνέβηκε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, ζωντανὴ καὶ στὸ ἀναστημένο σῶμα της, ἔτσι ὅπως στέκεται καὶ τώρα μπροστά Του προσευχόμενη γιά μᾶς. Ἡ Παναγία εἶναι ἀληθινὰ ὁ θρόνος τῆς Χάρης· ὁ ζωντανὸς Θεὸς τὴν ἔκανε κατοικητήριό Του κι ἔζησε μέσα στὴ μήτρα της σὰν πάνω στὸ θρόνο τῆς δόξας Του. Μὲ πόση εὐγνωμοσύνη καὶ θαυμασμὸ δὲν τὴ σκεφτόμαστε σὰν τὴν πηγὴ τῆς Ζωῆς, σὰν τὴ ζωοδόχο πηγὴ ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὴν τιμᾶ σὲ μιὰ συγκεκριμένη εἰκόνα. Ἡ ζωοδόχος πηγὴ τελειώνει σήμερα τὴν ἐπίγεια ζωὴ της περιβαλλόμενη ἀπὸ τὴ στοργικὴ καὶ θλιμμένη ἀγάπη ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.

Τί ἀφήνει ὅμως πίσω της σ' ἐμᾶς; Μόνο μιὰν ἐντολὴ κι ἕνα λαμπρὸ ὑπόδειγμα. Ἡ ἐντολὴ περικλείεται στὰ λόγια τὰ ὁποῖα εἶχε πεῖ στοὺς ὑπηρέτες τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ στὴν Γαλιλαία: «ὅ,τι ἂν λέγη ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω. 2.5). Ἐκεῖνοι ὑπάκουσαν καὶ τὰ νερὰ τοῦ καθαρισμοῦ ἔγιναν ὁ καλὸς οἶνος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τὴν ἀφήνει στὸν καθένα μας- ἂς κατανοήσει ὁ καθένας μας τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἂς τὸν ἀκούσει προσεκτικά, κι ἂς μὴν ἀκούσει ἁπλῶς ἀλλὰ ἂς τὸν ἐφαρμόσει κιόλας· τότε αὐτὸ ποὺ εἶναι γήινο θὰ ἔχει γίνει οὐράνιο, αἰώνιο, μεταμορφωμένο καὶ δοξασμένο.

Ἡ Παναγία μᾶς ἔχει ἀφήσει κι ἕνα παράδειγμα. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι συντηροῦσε τὸν κάθε λόγο γιὰ τὸ Χριστὸ -καὶ ὁπωσδήποτε καὶ τὴν κάθε λέξη τὴν ὁποία πρόφερε ὁ Χριστὸς - στὴν καρδιά της σὰν θησαυρό, σὰν τὸ πιὸ πολύτιμο ἀπόκτημά της. (Λκ.2.19 καὶ 51). Ἂς μάθουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀκοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτό, νὰ ἀκοῦμε μὲ ἀγάπη καὶ εὐλάβεια, νὰ δίνουμε προσοχὴ στὴν κάθε μιὰ λέξη τοῦ Σωτήρα. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει πολλὰ πράγματα ὅμως ἡ καρδιὰ τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς ἀνταποκρίνεται κάποτε στὸ ἕνα καὶ κάποτε στὸ ἄλλο- ὁ λόγος ὁ ὁποῖος βρίσκει ἀπήχηση στὴ δική σας καρδιὰ ἤ τὴ δική μου εἶναι λόγος τὸν ὁποῖο ὁ Σωτήρας Χριστὸς ἀπευθύνει προσωπικὰ σ' ἐσᾶς ἤ σ' ἐμένα. Τέτοια λόγια ὀφείλουμε νὰ τὰ συντηροῦμε σὰν ὁδὸ ζωῆς, σὰν σημεῖα ἐπαφῆς ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καὶ τὸ Θεό, σὰν σύμβολα τῆς συγγένειας καὶ τῆς στενῆς μας σχέσης.

Ἂν μπορούσαμε ν' ἀκοῦμε καὶ νὰ ζοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἂν μπορούσαμε νὰ συντηροῦμε τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ στὶς καρδιές μας ὅπως καὶ ἡ ὀργωμένη γῆ συγκρατεῖ τὸ σπόρο, τότε θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπληρωθεῖ καὶ γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ ὁποῖο προφήτευσε ἡ Ἐλισάβετ γιὰ τὴν Παναγία ὅταν ἐκείνη εἶχε πάει νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ: «Μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λκ. 1.45). 

Εἴθε αὐτὸ νὰ συμβεῖ καὶ σ' ἐμᾶς! Ἂς εἶναι ἡ Παναγία τὸ παράδειγμά μας. Ἂς δεχτοῦμε τὴ μοναδικὴ ἐντολὴ της, διότι μόνο τότε ἡ δοξολογία τὴν ὁποία τῆς προσφέρουμε στὸν ἅγιο αὐτὸ ναὸ ὁ ὁποῖος τῆς ἔχει δοθεῖ γιὰ κατοικητήριο θὰ εἶναι αὐθεντική. Θὰ μποροῦμε τότε σ' ἐκείνην, μέσω τῆς ἴδιας, νὰ λατρεύουμε τὸ Θεὸ «πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»

Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις



«Ἐσένα πού εἶσαι ζωντανή κιβωτός τοῦ Θεοῦ, ἄς μή σέ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλά χείλια πιστά ἄς ψάλλουνε δίχως νά σωπάσουνε τή φωνή τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδός θέλει νά πεῖ τή φωνή τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, πού εἶπε «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί») κι ἄς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

(«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων· χείλη δέ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνήν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή»)

Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιό πολλοί σήμερα, τώρα πού ἔπρεπε νά προσπέσουμε μέ δάκρυα καυτερά στήν Παναγία καί νά ποῦμε μαζί μέ τό Θεόδωρο Δούκα τό Λάσκαρη, πού σύνθεσε μέ συντριμμένη καρδιά τόν παρακλητικό κανόνα: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρῖον, Παρθένε». «Σάν τά μελίσσια πού τριγυρίζουνε γύρω στήν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μέ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καί πέσανε ἀπάνω στήν καρδιά μου καί τήν κατατρυπᾶνε μέ τίς φαρμακερές σαΐτες τους. Ἄμποτε, Παναγία μου, νά σέ βρῶ βοηθό, νά μέ γλυτώσεις ἀπό τά βάσανα».

Μά ποιός ἀπό μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπό τήν Παναγία, ἀπό τό Χριστό κι’ ἀπό τούς ἁγίους; Γυρεύουμε βοήθεια ἀπό τό κάθε τί, παρεκτός ἀπό τό Θεό. Ἀλλά τί βοήθεια μποροῦνε νά δώσουνε στόν ἄνθρωπο τά εἴδωλα τά λεγόμενα «ἐπιστήμη» καί «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ ἀναχωρητής λέγει: «Σ’ ὅλους τοὺς δρόμους πού πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σέ τοῦτον τόν κόσμο δέ βρίσκουν σέ κανένα τήν εἰρήνη, ὥς πού νά σιμώσουμε στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοίμονο, οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι εἶναι «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δέν ἔχει τήν πίστη μέσα στήν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια. Γι’ αὐτό κι’ ὁ ὑμνογράφος πού εἴπαμε, λέγει στήν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμή προστασία, καί τήν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καί ἀθλίῳ». «Ὅλα, λέγει τά δοκίμασα, μά κανένα πράγμα δέ μπόρεσε νὰ μέ ξαλαφρώσει. Γιά τοῦτο φωνάζω ἐσένα μέ θρῆνο πικρό, καί λέγω: Πρόφτασε καί δῶσε τή βοήθειά σου σέ μένα τόν ταπεινό κι’ ἄθλιο δοῦλο σου».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρά τῶν πικραμένων, τό ραβδί τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καρφώθηκε ἀπάνω στό ξύλο· κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σέ τοῦτον τόν κόσμο. Γι’ αὐτό καταφεύγουμε σέ κείνη πού τήν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα»,«Ὀξεία ἀντίληψη»,«Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καί χίλια ἄλλα ὀνόματα, πού δέν βγήκανε ἔτσι ἁπλά ἀπό τά στόματα, ἀλλά ἀπό τίς καρδιές πού πιστεύανε καί πού πονούσανε. 

Μονάχα στήν Ἑλλάδα προσκυνεῖται ἡ Παναγία μέ τόν πρεπούμενο τρόπο δηλ. μέ δάκρυα μέ πόνο καί μέ ταπεινή ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπό κάθε λογῆς βάσανο. Κι’ ἀπό τούτη τήν αἰτία τό ἔθνος μας στά σκληρά τά χρόνια βρίσκει παρηγοριά καί στήριγμα στά ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καί παραπάνω ἀπό ὅλα στό Σταυρωμένο τό Χριστό καί στή χαροκαμένη μητέρα του, πού πέρασε τήν καρδιά της σπαθί δίκοπο. 

Σέ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τήν Παναγία μέ τραγούδια κοσμικά, σάν νἆναι καμιά φιληνάδα τους, μά ἐμεῖς τήν ὑμνολογοῦμε μέ κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μά μέ συστολή, μέ ἀγάπη μά καί μέ σέβας, σάν μητέρα μας μά καί σάν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας νά τή δεῖ τί ἔχει μέσα καί νά μᾶς συμπονέσει. 

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρά τῆς Ὀρθοδοξίας, «τό χαροποιόν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμός ὁ γλυκερός τοῦ ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καί ἡ δωδεκάτειχος πόλις». Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικό περιβόλι πού μοσκοβολᾶ ἀπό λογῆς-λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καί τά πιό μυρουδικά, τά πιό ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στήν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καί μαζί της χαίρεται μέ μία χαρά πνευματική:«Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος, ἡγιασμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, ἐξ ᾖς Θεός ἐσαρκώθη καί παιδίον γέγονεν ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων Θεός ἡμῶν». 

Ἀπορεῖς τί νά πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτή τήν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πώς ὁ ἀγέρας, τά βουνά, οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τά χωριά οἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματική ἀπ’ αὐτό «τό χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτή «τήν μανναδόχον στάμνον» πού ἔχει μέσα «μύρον τό ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μέ τ’ ὄνομά της, τά βουνά μας, οἱ κάμποι, τά νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπό τά ξωκλήσια της, τά καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στή μάσκα καί στήν πρύμνη τό γλυκύτατο τ’ ὄνομά της. Ἀληθινά στήν Ἑλλάδα μας «ἐπί Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «γιά Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση». Στή κοίμησή σου, θαρρεῖς πώς ἡ χαρά γίνηκε πιό μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σέ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντί νά ἀποσκιάσει καί πλημμύρησε τίς καρδιές μας.

Τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στά κουρασμένα πρόσωπά μας, τά δέντρα σάν νά γενήκανε πιό χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κύμα σάν νά ἀρμενίζει πιό δροσερό μέσα στό πέλαγο καί ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπό χαρά μεγάλη, τό κάθε τί πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται.. Ὤ! Τί θάνατος λοιπόν εἶναι αὐτός, πού γέμισε τήν οἰκουμένη καί τίς καρδιές μας μέ τή χαρά τῆς ἀθανασίας! Καί καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδός: «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τάς ψυχᾶς ἡμῶν». Ἀληθινά λέγει καί σ’ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς…».

Ἀλλά τό ξαναλέγω. Τί νά πεῖ κανένας πρῶτα καί τί ὕστερα, ἀπό τά τόσα πνευματικά ὑμνολογήματα πού προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιές στήν Παναγία, στό «Ρόδον τό ἀμάραντον», πού μοσκοβόλησε καί ἁγίασε τήν καταβασανισμένη τήν Ἑλλάδα! Τήν ὑμνολογήσανε μέ τά λόγια, μέ τήν ψαλμωδία, μέ τή ζωγραφική, μέ τό σκαλισμένο ξύλο, μέ τ’ ἀσήμι, μέ τό μάλαμα, μέ τό κηρομάστιχο, μέ κάθε τίμιο κι’ ἁγιασμένο πράγμα πού μπορεῖ νά χρησιμέψει στόν ἄνθρωπο γιά νὰ μπορέσει νά δείξει τήν ἀγάπη του, τό σέβας του, τή χαρά του, τήν πίκρα του, κι’ ὅ,τι ἄλλο ἁγνό αἴσθημα ἔχει μέσα στά φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τό νά πιάσει κανένας νά τά ἱστορήσει καταλεπτῶς, θά ἤτανε σάν νὰ ’θελε νά μετρήσει τήν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιά τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστά λουλούδια ἀπό τῆς ὑμνωδίας τό ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς»

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἄς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπό τίς Καταβασίες τοῦ Ἀκάθιστου ὕμνου «Ἀνοίξω τό στόμα μου», πού εἶναι τό βυζαντινότατο, ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλά ἐκείνη τήν ἐξαίσια γ’ ὠδή πού λέγει: «Τούς σούς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καί ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καί ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».

Οὐράνια ἀπηχήματα!: «Τούς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, πού συγκροτήσανε ἕναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσύ πού εἶσαι ζωντανή ὡς ἄφθονη πηγή. Καί μέ τή θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νά φορέσουν τῆς δόξας τά στέφανα»· ἡ θ’. ὠδή πού λέγει: «Ἅπας γηγενής σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος πανηγυριζέτω δέ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τά ἱερά θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καί βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.» 

Ἐκεῖνα τά πανηγυρικά αὐτόμελα πού ψέλνουνε στόν ἑσπερινό τῆς Κοιμήσεως, μέ μέλος θριαμβευτικό καί μέ πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιός χριστιανός Πίνδαρος τά σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καί κλῖμαξ πρός oυραvόv ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανή, τῆς Θεοτόκου τό ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τόν Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σοῦ τό μέγα ἔλεος.» 

Ποταμός μέγας καί βουερός ἀναβρύζει καί μᾶς δροσίζει, καί πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές καί διψασμένες! Κοίταξε πάθος καί μεράκι πού ξεχειλίζει ἀπό καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντί νά κλάψει γιά τήν Παναγία πού εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στήν κλίνη της, τυλιγμένη μέ τό μαφόρι της μέ κλεισμένα τά μάτια της πού δίνανε παρηγοριά στήν ἀνθρωπότητα, μέ σταυρωμένα τά ἄχραντα χέρια της, πού βαστάξανε τό Χριστό καί τόν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σάν τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀντίς λέγω νά κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς κείτεται στό μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μέ δάκρυα στά μάτια, πλήν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανή, πού ἔχεις θησαυρισμένο τό ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου.» Κ’ ὕστερα στρέφει στούς χριστιανούς πού εἶναι μέσα στήν ἐκκλησία καί τούς λέγει μέ τόν ἴδιο πνευματικό οἶστρο. «Ἄς κράξουμε ὅλοι μαζί στήν Παναγία, ἔχοντας γιά πρωτοψάλτη τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, πού τή χαιρέτισε μέ τά ἴδια λόγια κατά τή χαρούμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι’ ἄς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, πού δωρίζει στόν κόσμο μέ ἐσένα, τό μέγα ἔλεος». 

Θάνατος δέν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα πού εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς. Κι’ οὔτε μοιρολόγια καί ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη πού ἔχει ἀπιθωμένο πάνω της τόν ἄρτο τῆς ζωῆς καί τό κρασί τῆς ἀθανασίας, καί πίνουνε οἱ χριστιανοί καί μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καί δέν βρίσκονται πιά μπροστά σ’ ἕνα λείψανο πού τό κηδεύουνε, ἀλλά βρίσκονται στή Ναζαρέτ, στό σπίτι τό χαρούμενο καί τό μοσκοβολημένο ἀπό τήν παρθενική εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε πού ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατά κείνη τήν ἡμέρα πού ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καί κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σά νὰ ’ναι ἀθάνατοι, μαζί μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος!» Ἡ Κοίμηση γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σέ χαρά!

Ναί, Δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά, παρά μονάχα στό Χριστό κι’ αὐτή ἡ χαρά εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πού ἔχει τή ρίζα του στόν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρές εἶναι χαρές ψεύτικες, χωρίς ρίζα.

Τά μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπό τά δάκρυα τώρα πού γράφω αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ μας. Αὐτά τά λίγα λόγια τά φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στήν καρδιά της καί μ’ αὐτά κλαίει καί μ’ αὐτά χαίρεται. Αὐτά τά λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καί μεταλλαχτήκανε σέ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καί βγήκανε ἀπό τίς καιόμενες καρδιές τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καί εὐωδιάσανε τόν κόσμο. Ἀπό τόν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπό τόν ἄλλον εἰκονίσματα, σέ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σέ ἄλλον ψαλμός, σέ ἄλλον ἐκκλησιά μέ κουμπέδες καί μέ ἁγιατράπεζα, σέ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καί βουβή κατάνυξη. Αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ σταθήκανε πηγή καί ἔμπνευση καί γιά τό θρηνητικό ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νά πῶ γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σέ ὅσα ἔγραψε γιά τό «Χαροποιόν πένθος»: «Ὅποιος κλαίει, λέγει αὐτός ὁ ἅγιος, καί πικραίνεται γιά τό Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νά δεῖ στή ψυχή του τήν οὐράνια καί θεία παρηγοριά. Κι’ αὐτή ἡ οὐράνια παρηγοριά εἶναι κάποια ἀνακούφιση καί θεϊκή ἀλάφρωση, πού παρηγορά τήν πονεμένη καί πικραμένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπό τό Θεό μέ τίς ἁμαρτίες της. Καί τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τά πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, πού εἶναι καταφαρμακωμένη, σέ κάποια παρηγοριά θαυμαστή. 

Ὅποιος πορεύεται μ’ αὐτή τή λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τό ἅγιο καί θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μία ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς, πού γυρεύει μέ μεγάλη θέρμη τό Θεό ὅπου τόν ἐπιθυμᾶ πάντα της. 

Κράτα λοιπόν καλά τή χαριτωμένη καί τήν ἥμερη καί τήν ἅγια λύπη, πού κάνει τή ψυχή σου νά θλίβεται ἀντάμα καί νά χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλά τήν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ζεσταίνουμε καί θαυμάζω, πῶς ἐτοῦτο πού λέγεται κλάψιμο καί λύπη, καί πού φαίνεται πολύ πικρό κι’ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καί σμιγμένη τή χαρά, καί τήν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τό κερί μέ τό μέλι στήν μελόπιτα. Καί σέρνει ἐκείνους πού τήν ἀξιωθήκανε μέ πόθο μεγάλο καί μέ πολλήν ἀγάπη, καί φοβοῦνται νά μήν τήν χάσουνε, καί τήν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ’ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ’ ἀκριβά πετράδια καί τ’ ἀσημοχρύσαφα. Εἶναι μία ἤμερη χαρά κ’ ἕνα θεϊκό χάρισμα. μέ τό ὁποῖο στολίζει ὁ Θεός τούς φίλους του, καί κάνει νά ἔχουνε μίαν ἀληθινή χαρά καί ὄρεξη γιά τό Θεό, ποὺ ’ναι συντροφιασμένη μέ κάποια θεραπευτική λύπη ὅπου δέν ἔχει μέσα της καμιά σαρκική ἀγάπη, παρά μονάχα μιὰ παρηγοριά ἀγγελική καί οὐράνια. Μέ τήν ὁποία παρηγορά ὁ Θεός κρυφά ἐκείνους πού συντρίβουνε μέ πόνο καί μέ ταπείνωση τήν καρδιά τους.» 

Ἄμποτε νά τήν ἀξιωθοῦμε κ’ ἐμεῖς, μέ τή χάρη τῆς Παναγίας πού γιορτάζουμε. Ἀμήν.

Ἐγκώμιον στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός




Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο τό μέγα, πού συντελεῖται γύρω ἀπό τό πρόσωπό σου, ἱερή Μητέρα καί Παρθένε; «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θά σέ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σύ εἶσαι ἄξια γιά μακαρισμό!

Καί νά πού ὅλες οἱ γενιές Σέ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, καί σέ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδή οἱ ψυχές τῶν δικαίων, καί θά σέ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σύ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στόν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τόν Βασιλέα καί Δημιουργό νά κάθεται ἐπάνω του. Σύ ἔγινες Ἐδέμ νοητή, πιό ἱερή καί πιό θεϊκή ἀπό τήν παλιά. Γιατί σ' ἐκείνη τήν Ἐδέμ ἔμεινε ὁ Ἀδάμ ὁ γήϊνος, ἐνῶ σ' Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σύ γέννησες τόν Χριστό, τή σωτηρία τοῦ κόσμου, πού καταπόντισε τήν ἁμαρτία καί κατασίγασε τά κύματά της.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος. Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες. Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτός τοῦ Νόμου κι Ἐσένα εἶχαν φανερά προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσή καί ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα καί ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού 'χε βλαστήσει. Ἀπό Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς θεότητος, τό μέτρο καί ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τό γλυκύτατο καί οὐράνιο μάννα, τό ὄνομα τό ἀπερίγραπτο καί πάνω ἀπ' ὅλα τά ὀνόματα, τό φῶς τό αἰώνιο καί ἀπρόσιτο, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ καρπός πού δέν γεωργήθηκε, ἀλλά βλάστησε ἀπό Σένα μέ σῶμα ἀνθρώπινο.

Ἐσένα δέν προμηνοῦσε τό καμίνι πού ἔβγαζε φωτιά καί ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλά καί ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε; Παρά λίγο ὅμως θά ξεχνοῦσα τή σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δέν εἶναι φανερό σέ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακώβ εἶχε δεῖ τίς ἄκρες τῆς σκάλας νά ἑνώνουν τόν οὐρανό μέ τή γῆ καί νά ἀνεβοκατεβαίνουν σ' αὐτήν ἄγγελοι, ἔτσι κι Ἐσύ ἕνωσες αὐτά πού ἦσαν πρίν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στή μέση Θεοῦ καί ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιά νά κατεβεῖ σ' ἐμᾶς ὁ Θεός, πού πῆρε τό ἀδύναμο προζύμι μας καί τό ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του κι ἔκανε τόν ἀνθρώπινο νοῦ νά βλέπει τόν Θεό.

Ποῦ θά ἀποδώσουμε ἀκόμη τά κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ' Ἐσένα, ἄν θέλουμε νά δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιό εἶναι τό Δαυϊτικό μαλλί τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σάν βροχή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μέ τόν Πατέρα; Δέν εἶσαι Σύ ὁλοφάνερα; Ποιά εἶναι ἐπίσης ἡ παρθένος πού ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θά συλλάβει καί θά γεννήσει Υἱόν, δηλ. τόν Θεό πού εἶναι μαζί μας; Καί ποιό εἶναι τό βουνό τοῦ Δανιήλ, ἀπό τό ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, χωρίς νά ὑποκύψει σέ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο; Ἄς ἔρθει ὁ Ἱεζεκιήλ ὁ θεϊκότατος κι ἄς δείξει τήν κλειστή πύλη πού πέρασε ἀπό μέσα της μόνο ὁ Κύριος καί παραμένει κλειστή.

Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καί ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθώς ἀναχωροῦσες πρός τόν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων καί Πατριαρχῶν καί τό ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, σάν μέσα σέ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱερούς σ' Ἐσένα, τήν πηγή τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπό τά θεία συναισθήματα.

Ὦ, πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρός τήν ζωή διά μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νά ὀνομάσουμε τό μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μ' Ἐσένα; Θάνατο; Μά, ἄν καί ἡ πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπό τό ἀμίαντο σῶμα Σου καί αὐτό τό σῶμα Σου παραδίδεται στήν ταφή, ὅμως δέν παραμένει στό θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπό τή φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καί πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιά λίγο ἀπό τό σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σάν νά χάνεται καί τό σκοτάδι νά παίρνει τή θέση τῆς λάμψης του, μά αὐτός δέν χάνει τό φῶς του, ἀλλά ἔχει μέσα του τήν πηγή τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἄν καί καλύπτεσαι σωματικά ἀπό τόν θάνατο γιά κάποιο χρονικό διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ἀτελείωτα τά νάματα τοῦ θείου φωτός καί τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμούς χάριτος καί πηγές ἰαμάτων.

Ἐσύ ἄνθισες σάν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στό στόμα τῶν πιστῶν! Γι' αὐτό καί δέν θά ὀνομάσω θάνατο τήν ἱερή μετάστασή Σου, ἀλλά κοίμηση ἤ ἀποδημία ἤ ἐνδημία, γιά νά ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπό τήν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νά κατοικήσεις στά καλύτερα, στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.

Ἄγγελοι μαζί μέ Ἀρχαγγέλους Σέ μεταφέρουν ἀπό τή γῆ στούς οὐρανούς. Καθώς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καί ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανός τήν ψυχή Σου. Σέ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ ὕμνους ἱερούς καί τελετή χαρμόσυνη: «τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεί ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σάν τό φεγγάρι, κι ὅλα τά Χερουβείμ ἐκπλήσσονται καί τά Σεραφείμ Σέ δοξάζουν, Ἐσένα πού δέν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τόν οὐρανό, σάν τόν προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τόν τρίτο οὐρανό, σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά ἔφτασες μέχρις αὐτόν τόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καί στέκεις κοντά Του μέ πολλή κι ἀνείπωτη παρρησία.

Ἔγινες λοιπόν εὐλογία γιά ὅλον τόν κόσμο, ἁγιασμός γιά τό σύμπαν, ἄνεση γιά τούς κουρασμένους, παρηγοριά γιά τούς πενθοῦντες, θεραπεία γιά τούς ἀρρώστους, λιμάνι γιά τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιά τούς ἁμαρτωλούς, παρηγοριά γιά τούς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιά ὅλους πού σέ ἐπικαλοῦνται, ἀρχή καί μέση καί τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού ξεπερνοῦν τόν νοῦν μας.

Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανός Αὐτήν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ' αὐτόν; Καί πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτήν πού δέχθηκε μέσα Της τόν Θεό; Ὦ, μνῆμα ἱερό καί θαυμαστό καί σεβάσμιο καί προσκυνητό, πού καί τώρα τό περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μέ πολύν σεβασμό καί φόβο, καί ἄνθρωποι πού ἔρχονται σ' αὐτό μέ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μέ μάτια καί χείλια καί μέ πόθο ψυχῆς, ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.

Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ταξιδέψουμε νοερά μακριά ἀπ' τή ζωή αὐτή μαζί μέ τήν Παρθένο πού φεύγει ἀπ' τή γῆ αὐτή. Ἐλᾶτε ὅλοι μέ πόθο καρδιακό, ἄς κατεβοῦμε στόν τάφο μαζί μέ τήν Παρθένο πού κατέρχεται σ' αὐτόν. Ἄς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στό ἱερότατο κρεβάτι της. Ἄς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά ᾅσματα:«Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ. Χαῖρε ἀμνάς πού γέννησες τόν Ἀμνό τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε Σύ πού εἶσαι πάνω ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις. Χαῖρε ἡ δούλη καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν

ΚΑΤΑ Τ'ΑΛΛΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΥΝΟΜΩΣΙΟΛΟΓΟΙ.....

Αφιερωμένο στους φιλο-οικουμενιστες .Οχι αγαπητοι μου ο Οικουμενισμος δεν  σημαινει αγάπη , σημαίνει υποταγή στον Αντίχριστο. Αυτός είναι που θέλει τα πρωτεία της πίστης μας;Έχουν αυτοί τα σχέδια τους αλλά την τελευταία πράξη θα την κάνει ο θεός. Ο ζειν Χριστός το αποθάνειν κέρδος
πηγή

Αρχιμανδρίτης από την Άνδρο χαρακτηρίζει αιρετικό τον Μητροπολίτη Σύρου και παύει την μνημόνευση του ονόματός του!



Αρχιμανδρίτης από την Άνδρο χαρακτηρίζει αιρετικό τον Μητροπολίτη Σύρου και παύει την μνημόνευση του ονόματός του!Σκληρή γλώσσα κατά του Μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεου χρησιμοποιεί σε επιστολή του προς αυτόν ο Αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Χαραλαμπίδης εκ της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Άνδρου, με αφορμή την παρουσία του πρώτου στην χειροτονία του παπικού Πέτρου Στεφάνου στη Σύρο. Δε διστάζει μάλιστα να τον χαρακτηρίσει "αιρετικό" λέγοντας: "μεταθέσατε τον εαυτό σας από την ορθόδοξο παράταξη του Κυρίου εις χώρον των αιρετικών" και δηλώνει πως παύει να τον μνημονεύει! 
Ολόκληρη η επιστολή έχει ως εξής: 
Εν Άνδρω
και εν τη Ιερά Μονή
Αγίου Νικολάου
Ιούλιος 2014
 
 Σεβασμιώτατε,
Μετά λύπης επληροφορήθην και είδον στο ντοκουμέντο-video την συμμετοχή σας στην χειροτονία του αιρετικού παπικού Πέτρου Στεφάνου την 2αν Ιουλίου του 2014 εις την Σύρον, εν τη οποία εκφωνήσατε επαίσχυντον και αντορθόδοξον λόγον.
Μεταξύ άλλων αναφέρατε ότι συμμετείχατε ως εκπρόσωπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σύρου. Ειλικρινώς δεν γνωρίζομε ποίος σας έδωσε αυτό το δικαίωμα να μας εκπροσωπείτε σε χειροτονίες αιρετικών και μάλιστα των μεγαλύτερων και χειρότερων ανά τους αιώνας, των προξενησάντων δε το μεγαλύτερο κακό εις την Ορθοδοξίαν.
Η όλη προσφώνησίς σας ήτο ως να απευθύνετο εις ορθόδοξο και όχι εις αιρετικό επίσκοπο, δι’ αυτό τον συνεχάρητε, τον ονομάσατε αδελφό σας, συνοδοιπόρο, του προσφέρατε αρχιερατική μίτρα κι αναφωνήσατε προς τιμήν του το «Άξιος»! 
Επ’ αφορμή των γεγονότων τούτων θεωρούμεν ότι τόσον το περιεχόμενον του ως άνω λόγου όσον και μόνον η παρουσία σας εκεί, πλήττουν το καθαρόν και ορθόδοξον φρόνημα της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας μας και επί πλέον θέτουν σε κίνδυνο την σωτηρίαν των ψυχών μας, καθώς εδιδάχθημεν από το Ιερόν Πηδάλιον, τους ιερούς και αποστολικούς Κανόνας, τους Αγίους Θεοφόρους Πατέρας ημών και τον Οσιώτατον Γέροντά μου, καθ’ όσον με την όλη στάση και συμπεριφορά σας αναγνωρίζετε τους Παπικούς ως Ορθοδόξους και συμποιμαίνετε μετ’ αυτών την "Εκκλησίαν του Χριστού". Ως εκ τούτου μεταθέσατε τον εαυτό σας από την ορθόδοξο παράταξη του Κυρίου εις χώρον των αιρετικών.

Δι’ αυτό έχει απόλυτον εφαρμογήν εις υμάς ο λόγος του Χρυσορρήμονος πατρός ημών «ο τοις εχθροίς του βασιλέως συμφιλιάζων, ου δύναται του βασιλέως φίλος είναι, αλλ’ ουδέ ζωής αξιούται, αλλά συν τοις εχθροίς απολείται». Εσείς βεβαίως υπερβήκατε πολύ το να συμφιλιάζετε απλώς και μόνον μετά των εχθρών του Βασιλέως Χριστού, εφ’ όσον προβήκατε και εις την αναγνώρισή των ως επισκόπων, ως αδελφή Εκκλησία και αναφωνήσατε και το «Άξιος».
Ούτως φρονούμε απόλυτα ότι ζούμε σε κοσμογονικούς, προδοτικούς και εσχάτους καιρούς, κατά τους οποίους αναδεικνύονται αλωτικά σχέδια των Εβραίων Σιωνιστών και της μασωνίας εις βάρος της Αγίας και αμωμήτου ορθοδόξου ημών Πίστεως και μετά μεγίστης λύπης μου, η προδοσία και τα σκάνδαλα προέρχονται κυρίως από "ορθοδόξους"–λατινόφρονας επισκόπους.
Έντιμον είναι και πρέπον να πληροφορήσωμεν υμάς, διά τους προαναφερθέντας λόγους, ότι από τούδε και εις το εξής παύω το μνημόσυνον του ονόματός σας, άχρι καιρού, εφαρμόζοντας τον ΙΕ΄ Ιερόν Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και τον ΛΑ΄ των Αγ. Αποστόλων καθώς και όλη την αγιοπνευματική διδασκαλία, η οποία προτρέπει την άμεσο εκκλησιαστική απομάκρυνση από τους αιρετικούς ποιμένας. Θεωρώ ότι με την όλη στάση σας ακολουθείτε την παναίρεση του Οικουμενισμού, η οποία συμπλέει άριστα με όλα τα συστήματα της Ν. Εποχής και της Παγκοσμιοποιήσεως, αμνηστεύει δε όλες τις αιρέσεις και τους αιρετικούς και τους εξισώνει με την Ορθοδοξία.
Απαιτείται λοιπόν μεγάλη προσοχή και εγρήγορση από όλους μας. Κλήρο και λαό. Εις τα θέματα της Πίστεως, δεν επιτρέπεται να γίνεται οποιαδήποτε υποχώρησις ή συμβιβασμός. Να μην παρεκκλίνουμε έστω και κατά το ελάχιστο από της χρυσής των Πατέρων γραμμής, ομοφώνως βοώντων: «Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της Πίστεως».

Γι’ αυτό και είναι φανερό το χρέος μας. Στην περίοδο αυτή, να μείνουμε πιστοί στην Αγία Ορθοδοξία μας. Να μην επηρεαζόμαστε από τις εντυπωσιακές εκδηλώσεις. Εν όσω οι ετερόδοξοι δεν απαρνούνται τις πλάνες τους, καμμία απολύτως εκκλησιαστική επικοινωνία η συνεργασία δεν μπορούμε να έχουμε μετ’ αυτών.
Η προτροπή του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού να φεύγουμε μακριά από τους προδότες της Πίστεως, όπως φεύγουμε μακριά από τα φίδια, είναι περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε επίκαιρη: «Φευκτέον αυτούς ως φεύγει τις από όφεως» και «Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι σύνοδοι και πάσαι αι θείαι γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διίστασθαι» (Τα ευρισκόμενα άπαντα, Τομ. Α΄. σελ. 424).

Διατελών ευχόμενος όπως η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος οδηγήση υμάς εις οδόν μετανοίας και σωτηρίας, επιστρέψη δε εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν.
† Αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Χαραλαμπίδης
πηγή  το είδαμε εδώ

Τα νεύρα είναι Εγωισμός.Γερόντισσα Γαβριηλία!!!




Τα νεύρα είναι Εγωισμός.Γερόντισσα Γαβριηλία!!!
Όταν αγαπάς τον Κύριο,τότε έχεις υπομονή στο Άγιο Θέλημα Του. Αν έχεις όμως υπομονή χωρίς αγάπη,τότε είσαι σαν ατρατιώτης του Χίτλερ.Μόνο…
Χρειαζόμαστε Υπομονή στα βέλη του πονηρού,Επιμονή στο σπάσιμο του Εγω και Υποταγή στο Άγιο Θέλημα Του Θεού.Μόνο μ’αυτά μπορούμε να προχωρήσουμε…
Τα νεύρα είναι Εγωισμός…Μόνο οι κομπλεξικοί θέλουν πάντα να επιβάλλονται…
Απο την κουταμάρα καλύτερη η βουβαμάρα…Η δύναμη του σκότους


περιμένει ευκαιρία.Ας μη μιλούμε,για να μην μετανοιώνουμε.
Όταν μιλάμε και μας διακόπτουνε να μην συνεχίζουμε. Θα πει οτι δεν έπρεπε να ακουστεί αυτό που θα λέγαμε. Το κάνουν οι Αγγέλοι…Ενα πράγμα που δεν είναι ωραίο ούτε να το ξανασκεφτείς ούτε να το πεις σε κανένα…
Όσο συζητάμε ενα γεγονός,τόσο αυτό μένει στην ζωή μας,ενώ κανονικά θα έφευγε στήν ώρα του…
πρέπει να ξέρουμε πότε να σωπαίνουμε και πότε να φεύγουμε απο εκεί που είμαστε…
Να αγαπήσεις τον άλλον χωρίς να τον κρίνεις, όπως σου τον παρουσιάζει κι όπως τον αγαπά Εκείνος. Τότε, θα σε βοηθήσει ο Θεός και θα παραβλέψει τα δικά σου παραπτώματα.
Ο κόσμος είναι φτωχός σε αγάπη. Όλοι ψάχνουν την αγάπη, αλλά όταν τους πλησιάζει,δεν την αναγνωρίζουν γιατί ποτέ τους δεν την αισθάνθηκαν. Φτωχέ Κόσμε !!
Οι φωτογραφίες του Ioannis Gentzos





πηγή  το είδαμε εδώ

Τὸ βάρος τῆς δόξας C.S.Lewis

Ἂν ρωτήσετε σήμερα εἴκοσι ἀνθρώπους ποιὰ νομίζουν ὅτι εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀρετή, οἱ δεκαεννέα ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀπαντήσουν ἡ ἀνιδιοτέλεια. Ἂν ὅμως ρωτούσατε ὁποιονδήποτε ἀπὸ τοὺς μεγάλους Χριστιανοὺς τοῦ παρελθόντος, αὐτὸς θὰ ἀπαντοῦσε ἡ Ἀγάπη.

Βλέπετε τί συνέβη; Ἕνας ἀρνητικὸς ὅρος ἀντικατέστησε ἕναν θετικό, καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ξεπερνᾶ τὴν ἁπλὴ φιλολογία. Ὁ ἀρνητικὸς ὅρος τῆς ἀνιδιοτέλειας κουβαλάει μέσα του τὴν πρόταση, ὄχι πρωτίστως τῆς διαφύλαξης καλῶν γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς πορείας τοῦ ἀτόμου χωρὶς τοὺς ἄλλους, σὰν νὰ εἶναι τὸ σημαντικὸ σημεῖο ἡ ἐγκράτειά μας καὶ ὄχι ἡ εὐτυχία τους. 

Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ τῆς Ἀγάπης. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὴν αὐταπάρνηση, ὄχι ὅμως ὡς αὐτοσκοπό. Καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, καὶ σχεδὸν κάθε περιγραφὴ αὐτοῦ ποὺ θὰ συναντήσουμε στὸ τέλος, ἂν τὰ καταφέρουμε, περιέχει ἕνα ἔρεισμα στὴν ἐπιθυμία μας.. Ἂν στὴ σύγχρονη σκέψη ἐλλοχεύει ἡ ἀντίληψη πὼς τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ δικό μας καλὸ καὶ νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ μᾶς ἀποφέρει εἶναι κακὸ πρᾶγμα, πιστεύω πὼς ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔχει παρεισφρήσει ἀπὸ τὸν Κὰντ καὶ τοὺς Στωικοὺς καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Ἀπεναντίας, ἂν σκεφτοῦμε γιὰ λίγο τὶς συγκλονιστικὲς ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς ὑπόσχεται τὸ Εὐαγγέλιο, φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ὁ Χριστὸς βρίσκει τὶς ἐπιθυμίες μας ὄχι πολὺ δυνατές, ἀλλὰ πολὺ ἀδύναμες. Εἴμαστε χλιαρά, ἀπρόθυμα πλάσματα ποὺ χαζολογᾶνε ὁλόγυρα πίνοντας ἀλκοόλ, κάνοντας σὲξ καὶ κυνηγώντας τὶς μάταιες φιλοδοξίες μας, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα μᾶς προσφέρεται ἡ ἀστείρευτη εὐτυχία. Ὅπως ἕνα μικρὸ ἀνυποψίαστο παιδὶ ποὺ θέλει νὰ συνεχίσει νὰ παίζει στὴ λάσπη γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τί σημαίνει τὸ κάλεσμα γιὰ μιά ἐκδρομὴ στὴ θάλασσα.. Εὐχαριστιόμαστε πάρα πολὺ εὔκολα.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν οἱ ἄπιστοι ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀμοιβῆς κάνει τὴν χριστιανικὴ ζωὴ μιά μισθοφορικὴ σχέση. Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη ἀνταμοιβῶν. Ὑπάρχει ἡ ἀνταμοιβὴ ποὺ δὲν ἔχει καμία φυσικὴ σύνδεση μὲ ὅ,τι ἔχει κάνει κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση, καὶ εἶναι σχεδὸν ξένη στὶς ἐπιθυμίες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συνοδεύουν αὐτὰ τὰ πράγματα. 

Τὰ λεφτὰ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἀνταμοιβὴ τῆς ἀγάπης, γι’αὐτὸ ἀποκαλοῦμε ἕναν ἄντρα μισθοφόρο ἂν παντρευτεῖ μιά γυναίκα γιὰ τὰ λεφτά της. Ὅμως ὁ γάμος εἶναι ἀντάξια ἀνταμοιβὴ γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἐρωτευμένο, χωρὶς αὐτὸς ποὺ τὸν ἐπιθυμεῖ νὰ θεωρεῖται μισθοφόρος. 

Ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται ἄξια μὲ σκοπὸ νὰ κερδίσει κάποιον τίτλο τιμῆς εἶναι μισθοφόρος, ἐνῷ ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται γιὰ τὴ νίκη δὲν εἶναι. Ἐδῶ ἡ νίκη εἶναι ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ μιᾶς μάχης ὅπως καὶ ὁ γάμος εἶναι ἡ ἀντάξια ἀμοιβὴ τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ δὲν εἶναι προσκολλημένη πάνω στὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία δόθηκε, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια σὲ πληρότητα. 

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη περίπτωση, ποὺ εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ἡ εὐχαρίστηση τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποίησης εἶναι σίγουρα ἀντάξια καὶ ὄχι μισθοφορικὴ ἀνταμοιβὴ γιὰ νὰ μάθει κανεὶς ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὡστόσο αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν, μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μποροῦν νὰ εὐχαριστηθοῦν τὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Ὁ μαθητὴς ποὺ μόλις ξεκίνησε νὰ μαθαίνει ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀδημονεῖ γιὰ τὴν μετέπειτα ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Σοφοκλῆ, ὅπως ἕνας ἐρωτευμένος λαχταρᾶ τὸ γάμο καὶ ἕνας στρατηγὸς τὴ νίκη. 

Πρέπει νὰ ξεκινήσει κοπιάζοντας στὴν ἀρχὴ γιὰ βαθμούς, ἤ γιὰ νὰ μὴν τὸν τιμωρήσουν, ἤ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς γονεῖς του, ἤ στὴν καλύτερη περίπτωση ἐλπίζοντας γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλὸ ποὺ στὴν παροῦσα φάση δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ οὔτε νὰ ἐπιθυμήσει. Ἡ θέση του ἑπομένως μοιάζει μὲ αὐτὴ τοῦ μισθοφόρου. Ἡ ἀμοιβή του θὰ εἶναι ἀντάξια του κόπου του ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ξέρει μέχρι νὰ τὴν πάρει. Προφανῶς, ἡ ἀνταμοιβή του θὰ εἶναι σταδιακή. Ἡ εὐχαρίστηση θὰ ἀντικαθιστᾷ σιγὰ σιγὰ τὴν ἁπλὴ ἀγγαρεία, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πότε ξεκίνησε τὸ πρῶτο καὶ πότε σταμάτησε τὸ δεύτερο. Ὅμως μόνο ὅταν φτάσει ἀρκετὰ κοντὰ στὴν ἀνταμοιβὴ θὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιθυμήσει.

Ὁ χριστιανός, σὲ σχέση μὲ τὸν Παράδεισο, βρίσκεται λίγο πολὺ στὴν ἴδια θέση μὲ τὸν μαθητή. Ὅσοι κέρδισαν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἔχουν ἄμεση θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν εἶναι μιά ἁπλὴ δωροδοκία, ἀλλὰ αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἐκπλήρωση τῆς γήινής τους ὑπακοῆς. Ὅμως ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε φτάσει ἐκεῖ ἀκόμα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε ὅπως ἐκεῖνοι. Καὶ δὲν θὰ ἀρχίσουμε ποτὲ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸ παραμικρό, ἐκτὸς ἂν συνεχίσουμε νὰ ὑπακοῦμε καταφέρνοντας νὰ συναντήσουμε τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ὑπακοῆς μας, τὴν αὐξανόμενη δύναμη νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἀνταμοιβή. 

Ἀναλογικὰ καθὼς θὰ αὐξάνει ἡ ἐπιθυμία μας, οἱ φόβοι μας, ἐκτὸς καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐπιθυμία ἑνὸς μισθοφόρου, θὰ ἀρχίσουν νὰ διαλύονται καὶ στὸ τέλος θὰ ἀποδειχτοῦν ἀβάσιμοι. Ὅμως πιθανότατα αὐτὸ γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ γίνει μέσα σὲ μία μέρα. Ἡ ποίηση ἀντικαθιστᾷ τὴν γραμματική, τὸ εὐαγγέλιο ἀντικαθιστᾶ τὸ νόμο, ἡ προσμονὴ ἀντικαθιστᾶ τὴν ὑπακοή, ὅπως ἡ παλίρροια σηκώνει ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸ ἔδαφος.

Ὅμως ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὸν μαθητὴ καὶ σὲ ἐμᾶς. Ἂν εἶναι ἕνα παιδὶ μὲ φαντασία θὰ ἀρχίσει νὰ μεθάει, πιθανότατα, μὲ τοὺς Ἄγγλους ποιητὲς καὶ ρομαντικοὺς ποὺ εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἡλικία του, πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑποπτεύεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραμματικὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὅλο καὶ περισσότερες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖ μάλιστα νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἑλληνικά του καὶ νὰ διαβάζει Shelley καὶ Swinburne στὰ κρυφά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιθυμία τὴν ὁποία πρόκειται νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἑλληνικά, ὑπάρχει ἤδη μέσα του καὶ εἶναι προσκολλημένη σὲ ἀντικείμενα ποὺ τοῦ μοιάζουν ἀρκετὰ διαφορετικὰ γιὰ τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα καὶ τὰ ἑλληνικὰ ρήματα. 

Ἂν εἴμαστε φτιαγμένοι γιὰ τὸν Παράδεισο, ἡ ἐπιθυμία γιὰ αὐτὸν θὰ εἶναι ἤδη μέσα μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι προσκολλημένη στὸ ἀληθινὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, καὶ μπορεῖ πιθανότατα νὰ μᾶς φαίνεται καὶ σὰν ἀνταγωνιστὴς αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς νομίζω ὅτι μᾶς συμβαίνει. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπάρχει ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἡ ἀναλογία μὲ τὸν μαθητὴ καταρρέει. Ἡ ἀγγλικὴ ποίηση ποὺ διαβάζει ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει τὶς ἀσκήσεις ἑλληνικῶν, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο καλὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση στὴν ὁποία τὸν ὁδηγοῦν οἱ ἀσκήσεις, ἔτσι ὥστε μὲ τὸ νὰ καταπιάνεται μὲ τὸν Μίλτον ἀρνούμενος ἕνα ταξίδι στὴν ποίηση τοῦ Αἰσχύλου, ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἀγκαλιάζει ἕνα μικρὸ ὑποκατάστατο. Ἡ περίπτωσή μας ὅμως εἶναι διαφορετική. Ἂν ἕνα ἄχρονο, ἀτελείωτο καλὸ εἶναι ὁ πραγματικός μας σκοπός, τότε ὁποιοδήποτε ἄλλο καλὸ στὸ ὁποῖο προσκολλᾶται ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι ὡς ἕνα βαθμὸ ἀπατηλό, καὶ ἔχει στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο μία συμβολικὴ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ πράγματι εἶναι ἱκανὸ νὰ τὴν χορτάσει.

Σχολιάζοντας τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Παράδεισο, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀκόμα καὶ τώρα μέσα μας, αἰσθάνομαι κάποια ντροπή. Διαπράττω σχεδὸν μία ἀτιμία. Προσπαθῶ νὰ φανερώσω σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς τὸ ἀπαρηγόρητο μυστικό, ποὺ μᾶς πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ τὸ ἐκδικούμαστε δίνοντάς του ὀνόματα ὅπως Νοσταλγία καὶ Ρομαντισμὸς καὶ Ἐφηβεία· ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ ποὺ μᾶς διαπερνᾷ μὲ τέτοια γλυκύτητα ποὺ ὅταν, σὲ ἀνοικτὲς συζητήσεις, ἡ ἀναφορὰ σὲ αὐτὸ εἶναι ἄμεση, ἀντιδροῦμε περίεργα καὶ καταλήγουμε νὰ γελᾶμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας· τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ κρύψουμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ποῦμε, ἂν καὶ θέλουμε νὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιατί εἶναι μία ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἄμεσα γνωστὸ στὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρύψουμε γιατί ἡ ἐμπειρία μας, μᾶς τὸ προτείνει συνεχῶς, καὶ προδίδουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως οἱ ἐρωτευμένοι στὸ ἄκουσμα ἑνὸς ὀνόματος. Τὸ ποιὸ συχνὸ ὑποκατάστατο εἶναι νὰ τὸ ὀνομάζουμε ὀμορφιὰ καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ἔχουμε καλύψει ἔτσι τὸ θέμα…. 

H θέση της Παναγίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία (2o Mέρος)

Το α΄μέρος εδώ
Ερώτησι: Οι Πατέρες, μιλώντας με τη γλώσσα της θεολογίας και της θεοπνευστίας, καθόρισαν για την Πλατυτέρα των Ουρανών ότι βρίσκεται μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Τι σημαίνει αυτό;
Απάντησι: Μ᾿ αυτό που μου λέτε θυμάμαι τον ύμνο που ψάλλουμε στην εκκλησία, ότι η Παναγία είναι η «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Αυτή είναι «καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν».
koimisis2
Θα ήθελα τώρα να έλεγα κάτι γενικά για τις γυναίκες. Όπως είπατε, η Παναγία ‒το λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς‒ είναι «μεθόριον κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως», και κανείς δεν μπορή να έρθη προς τον Θεο, παρά μόνο δι᾿ αυτής. Και είναι η δόξα της ανθρωπότητος, είναι το «μητροπάρθενον κλέος». Είναι αυτή στην οποία «πᾶσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται». Και είναι η Μητέρα μας, εκείνη η οποία μας έθρεψε και μας θήλασε με τη Χαρι και με τον Παράδεισο, ενώ η πρώτη, η Εύα, μας θήλασε με την ανταρσία, με τα πάθη και τον θάνατο.
Η Παναγία, όπως λέει η λέξι, είναι πάνω απ᾿ όλους τους  Αγίους. Και είναι πάνω απ᾿ όλους τους  Αγίους, γιατί ξεπέρασε όλους σε καθαρότητα, σε ταπείνωσι και σε υπακοή. Μπορεί να είναι μεγάλοι ο Τιμιος Πρόδρομος, ο Απόστολος Παύλος, οι άλλοι Απόστολοι, οι μεγάλοι Πατέρες, Ομολογητές και Μαρτυρες. Όμως κανείς δεν μπορεί να συγκριθή με την Παναγία. Γι᾿ αὐτό, βλέπουμε ότι το κάλλος της Παναγίας και το φως το οποίο έρχεται από την Παναγία είναι «ἔσωθεν», είναι «ὁ τῆς κοιλίας αὐτῆς καρπός». Αυτό το κάλλος που γέννησε και το φως το ανέσπερο, που είναι ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, είναι αυτό που φωτίζει όλη τη ζωη μας, τα προβλήματά μας και τις δυσκολίες μας.
Και γυρίζω πάλι σ᾿ αὐτὸ που είπα πριν από λίγο, ότι θα ήθελα να μιλήσω για τις γυναίκες. Το πώς θα τιμήσουμε τη γυναίκα, το πώς θα γίνη αυτό και πώς θα συμβή, θα το βρούμε μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, φωτισμένοι από το φως που γεννήθηκε από τη Θεοτόκο, δηλαδή από τον Θεάνθρωπο. Και βλέπουμε ότι οι γυναίκες τώρα θέλουν να πάρουν μια θέσι ένδοξη. Αλλά το πού μπορεί να φθάση η γυναίκα, το έδειξε η Παναγία με το να γίνη «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Και αν είναι μεγάλοι οι Απόστολοι και οι αρχιερείς, κανείς δεν είναι μεγαλύτερος από την Παναγία· και αν η Παναγία είναι μεγαλύτερη απ᾿ όλους τους αρχιερείς, δεν έγινε, ωστόσο, ούτε διάκος ούτε ιερέας ούτε δεσπότης. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι γυναίκες δεν γίνονται διάκοι ή ιερείς, όχι γιατί υποτιμώνται μέσα στην Εκκλησία, αλλά γιατί τιμώνται υπερτέρως.
Έτσι, αναδεικνύεται η αλήθεια που λέει ο Απόστολος Παύλος ότι όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός, και όταν ταπεινώνωμαι, τότε δοξάζομαι. Και το ασθενές φύλο, μέσα στην Εκκλησία, δια της υπακοής και δια της ταπεινώσεως, την οποία εφαρμόζουν και ζουν οι Άγιοι και την οποία εφήρμοσε και ενσάρκωσε ιδιαιτέρως η Παναγία, αποδεικνύεται ισχυρό και ισχυρότερο.
Ερώτησι: π. Βασίλειε, λέμε στον ύμνο «τὸ μεσότοιχον τῆς ἔχθρας καθελοῦσα». Ποιό είναι αυτό «τὸ μεσότοιχον τῆς ἔχθρας» ;
Απάντησι: Νομίζω ότι είναι η έχθρα μεταξύ του διαβόλου και του Θεού, της ανταρσίας και της υπακοής. Κι εμείς, με την παράβασι, ακολουθήσαμε τον διάβολο, και όχι τον Θεο. Και μας πέρασε ο λογισμός ότι θα μπορούσαμε να φθάσουμε στην αγιότητα δια της αμαρτίας, και να φθάσουμε στη θέωσι με το να υπακούσουμε στον διάβολο. Και έτσι δημιουργήθηκε όλο αυτό το χάσμα, όλος ο μεσότοιχος που μας χωρίζει από τον Θεο.
Αλλά έπρεπε να υπάρξη κάποιος άνθρωπος φωτισμένος, καθαρός, ταπεινός, πανάγιος, ο οποίος θα καταλάβαινε ότι δια της υπακοής φθάνουμε στην ελευθερία, δια της ταπεινώσεως φθάνουμε στη δόξα και, θα έλεγα, δια της παρθενίας και της ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στον Θεό φθάνουμε στον όντως γάμο και στην ενότητα την αληθινή και ολοκληρωτική με τον Θεό.
Ερώτησι: Ερχόμενος, π. Βασίλειε, από το Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος, στην Κύπρο, που έχει αφιερώσει στην Παναγία πολλούς ναούς και πολλά μοναστήρια, πως νοιώθετε;
Απάντησι: Είναι αλήθεια ότι ήρθα στην Κύπρο, προσκεκλημένος, με μια διάθεσι να μιλήσω για την Παναγία. Και, έκπληκτος, βρέθηκα στο νησί της Παναγίας, γιατί σχεδόν όλα τα μοναστήρια σας είναι αφιερωμένα στην Παναγία, τόσες θαυματουργές εικόνες έχετε σε πολλές εκκλησίες και στα σπίτια σας εσείς, οι Κύπριοι.
Αλλά κάτι που μου έκανε πολλή εντύπωσι και ήταν μια δωρεά της Παναγίας ήταν όταν επισκέφθηκα ένα χωριό, την Ορά. Είδαμε μια πολύ μεγάλη, πετρόκτιστη και ωραία εκκλησία, και πήγαμε να προσκυνήσουμε. Ζητήσαμε, λοιπόν, να έρθη ο νεωκόρος. Προσκυνήσαμε τις εικόνες του τέμπλου και μπήκαμε μέσα στο ιερό. Βγαίνοντας έξω, είδαμε μια εικόνα της Παναγίας στον αριστερό τοίχο. Ήταν αρχαία και πάρα πολύ ωραία εικόνα. Την ώρα που προσκυνούσαμε, ο νεωκόρος, ένας ηλικιωμένος άρχοντας του χωριού, μου είπε μια φράσι, που σ᾿ αυτή ήταν όλο το νόημα και το περιεχόμενο του μυστηρίου της Παναγίας. Αυθόρμητα μου είπε: «Είναι ωραία η Βασίλισσά μας. Γεια στα χέρια εκείνου που την έκανε».
Η Βασίλισσα της Κύπρου είναι η Παναγία. Και η Παναγία είναι ωραία· και ωραία τη λένε οι Προφήτες, τη λένε οι Πατέρες, τη λένε οι ύμνοι. Και το κάλλος της Παναγίας ηράσθη, αγάπησε ο Θεός και έγινε άνθρωπος. Το κάλλος της Παναγίας είναι το κάλλος της ταπεινώσεως και της καθαρότητος. Το κάλλος αυτό είναι που σώζει τον άνθρωπο και τον κόσμο όλο. Και το κάλλος αυτό είναι «τὸ ἀληθινὸν καὶ ἐράσμιον», όπως λέει ο Μεγας Βασίλειος, είναι η ίδια η άκτιστη χάρι του Θεού, είναι η ίδια η Θεότης.
Έτσι, συγκινήθηκα ιδιαίτερα, όταν ένοιωσα αυτό το κάλλος, αυτή τη χάρι, να υπάρχη σ᾿ όλο το νησί της Παναγίας, που είναι η Κύπρος. Και συγκινείται κανείς ιδιαίτερα, όταν βλέπη πόσο ζη η Παναγία μεταξύ μας, και πόσο πράγματι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σώμα Χριστού. Όχι από ένα Προφήτη, όχι από ένα Πατέρα της Εκκλησίας, αλλά από ένα απλό άνθρωπο, χωριάτη και άρχοντα, άκουσα αυτή τη μεγάλη φράσι: «Η Βασίλισσά μας είναι ωραία». Και το κάλλος αυτό είναι που θα σώση την Κύπρο, και θα σώση τον κόσμο όλο.
*  Συνέντευξη σε ραδιοφωνικό σταθμό της Κύπρου τον Μάιο του 1989.
πηγή: Aντίφωνο  το είδαμε εδώ

Οι συμβουλές του Γέρ. Ευσέβιου Γιαννακάκη για την κατά Θεόν ζωή (1910 – 1995)


Πόσο δυνατό είναι κανείς πραγματικά να κινείται, να σκέπτεται, να ζει, να νταραβερίζεται, να εργάζεται συνέχεια με το Άγιο Πνεύμα, με την αγάπη του Κυρίου. Όλο αναμορφώνεται και όλο αναγεννάται και ανεβαίνει η στάθμη της ψυχής του και όλο περισσότερο επικοινωνεί με τον Κύριο και επιτυγχάνει τη θέωση κατά τους πατέρας της Εκκλησίας.
* Λοιπόν εκείνο πού αποτελεί κίνδυνο, μεγάλο κίνδυνο είναι η συνήθεια, μεγάλο και τρομερό κίνδυνο η συνήθεια. Εμείς να μην επιτρέψουμε στον εαυτό μας να συνηθίζει, είτε τη Λειτουργία, είτε την ψαλτική, είτε το Ποτήριο της Ζωής είτε… να μη το συνηθίζουμε. Να νοιώθουμε δέος κάθε φορά πού γίνεται Λειτουργία.
12oeg1
Με πολλή συγκίνηση και συναίσθηση και ευγνωμοσύνη εις τον Θεόν να παρακολουθούμε. Θα μπορούσαμε πάντοτε ώς για πρώτη φορά και τελευταία φορά να παρακολουθούμε τη Θεία Λειτουργία; Λοιπόν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος η συνήθεια. Συνήθεια και στον κανόνα και στην προσευχή και στη Λειτουργία καί, και, καί.
Όταν προσπαθεί κανείς να νοιώθει τον Κύριο κοντά του και να ζει το ιδανικό του, δεν γίνεται συνήθεια ποτέ. Μά, και να μην προλάβει, ας πούμε, να κάνει τον κανόνα του όλον, αν κάνει κείνο τον κανόνα τον πιο λίγο καλά, παστρικά, καθαρά, με πολλή συναίσθηση, τον δέχεται ο Θεός σαν δέκα κανόνες. Να είναι ο νους και η σκέψις μας εις τον Θεόν και να νοιώθουμε εκεί τον Θεόν κοντά μας. Ε, ευλογεί, ευλογεί τότε ο Κύριος και αγιάζει.
* Η ζωή μας να περπατάει έξω από αδυναμίες και μακριά από υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Να επιδιώκουμε βίον αγνόν και ζωή ολοκάθαρη και Μυστηριακή. Να μοσχοβολάει από προσευχή, από Λατρεία, από αγώνα πνευματικό και άγιο. Ώστε όλα αυτά να βεβαιώνουν ότι είμαστε σταθεροί στην κλήση μας, και ότι κρατάμε δυνατά την αγίαν παρακαταθήκην της ζωής πού μας ενεπιστεύθη ο Κύριος.
* Ε, αυτές οί ανθρώπινες αδυναμίες θέλουν περιφρόνηση, περιφρόνηση θέλουνε και κατακέφαλα να τις χτυπάμε. Να μή μας παρασύρουνε ποτέ οί ανθρώπινες αδυναμίες. Να πρυτανεύει το καλλιεργημένο χωράφι και να πρυτανεύει ο καλός και αγαθός εαυτός μας, διότι έχουμε και καλά. Εργασία χρειάζεται, εργασία, εργασία, εργασία.
* Νομίζω, είτε στον εαυτό μας παρατηρούμε αδυναμίες και πέφτουμε, είτε στους παραέξω, μπροστά στη δόξα και το μεγαλείο και τη χαρά του Ουρανού, δεν πρέπει να στεκόμαστε καθόλου. Μπροστά στην αγίαν αποστολήν μας, όχι απλώς να ξεχνάμε τα ελαττώματα και τις αδυναμίες μας, αλλά ουδόλως να στέκουν στη σκέψη μας. Τελεία – τελεία – τελεία περιφρόνησις.
* Στη μετάνοια του Τελώνου να στεκόμαστε. Ούτε στο ελάχιστο να μή νιώθει κάποιος ότι είναι καλύτερος από τον άλλο….
* Η έν μετάνοια αδελφή είναι σιωπηλή, ευχάριστη, ταπεινή. Ακτινοβολεί. Δεν εκφράζει γνώμη, δεν σχολιάζει, δεν ελέγχει. Ούτε για τον κόσμο πού ζει στην αμαρτία εκφράζεται άσχημα. Λέει: «άραγε αυτοί είχαν τις δικές μου ευκαιρίες;» Και συμπεριφέρεται με επιείκεια. Τότε απολαμβάνει τον κανόνα της, την προσευχή, τη λατρεία, τη συγχώρηση πού ζητάει κάθε βράδυ.
* Μετάνοια ίσον τελεία αλλαγή. Πρώτα το έργο της μετανοίας και κατόπιν της διακονίας. Άμα προηγείται η μετάνοια είναι χαριτωμένος ο άνθρωπος. Τον εαυτό του παρακολουθεί και ελέγχει. Αγωνίζεται γύρω από τα ελαττώματα του, και λέει συνέχεια «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησαν με, τον αμαρτωλό»…. Λοιπόν η αφιερωμένη ψυχή πού ζεί εν μετάνοια δεν φοβάται κανένα δύσκολο σημείο. Αφήνει με εμπιστοσύνη τον εαυτό της στα χέρια του Θεού.
* Σας μεταφέρω μια παραγγελία του ουρανού: Η Νύμφη του Χρίστου να είναι ειρηνική, χαρούμενη και αισιόδοξη, όσες δυσκολίες κι αν συναντάει.
* Να καταφέρνει ο πνευματικός και αφιερωμένος άνθρωπος να είναι πάντοτε ξάστερος. Να στέκεται παραπάνω από καταστάσεις, από κάτι πού θα συμβεί, από δυσκολίες. Να το πνίγει μέσα του.
* Εφόσον εγκαταλείψαμε τα πάντα, θέλουμε δεν θέλουμε θα περπατήσουμε στ’ αχνάρια των Λγίων. Αυτό καλούμεθα να κάνουμε. Και κατ’ ακολουθίαν δεν μας κουράζει και δεν μας απογοητεύει καμμιά δυσκολία. Διότι αν οί Μάρτυρες αντιμετώπισαν το Μαρτύριο με χαρά και με ενθουσιασμό, εμείς είναι να στεκόμαστε σε τυχόν μικροδυσκολίες;
* Συναντήσαμε εμείς δυσκολίες πού συνάντησε ο Παύλος; Μπορεί να είμαστε λίγο αδύνατοι και μας στοιχίζει. Έτσι, παιδί μου, θα μας κάνει μεγάλο παράπονο ο Κύριος. «Βρέ παιδί μου», θα πει «εγώ πάνω στο Σταυρό παραπονέθηκα; Δέχτηκα καρφιά. Παραπονέθηκα εγώ; Παρουσιάστηκα σκυθρωπός και κατηφής καί… καί… και απογοητευμένος; Έσύ, γιατί, παιδί μου; Γιατί αφήνεις τον εαυτό σου και απογοητεύεσαι»;
* Να λέμε: «Είσαι καλή δυσκολία, ήλθες να με ωφελήσεις. Ήλθες να με γεμίσεις με τη χάρη του Θεού, με τη δύναμη του Κυρίου. Και τί είσαι σύ δυσκολία μπροστά στο Σταυρό του Κυρίου; Λοιπόν έτσι νομίζω· ώς Πνευματικός μικρός και ταπεινός, αυτό έχω να καταθέσω. Και δεν πρέπει να αφήνουμε το κάθε τι πού λέμε απαρατήρητο και να μην το εφαρμόζουμε. Διότι θα μου ζητήσει λόγο ο Θεός εκεί πάνω. Θα μου πεί: «τί έκανες εκεί κάτω; Γιατί δικαιολογούσες τις δυσκολίες της καθεμιάς και προχωρούσε ο καιρός με τα ελαττώματα της;».
Λοιπόν, παρακαλώ το δύσκολο να το βλέπουμε εύκολο και τον πειρασμό να τον βλέπουμε ως ευκαιρία για να ωφελούμεθα. Να έχουμε πιο πολλή Χάρη, πιο πολύ πλούτο του Αγίου Πνεύματος, της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος. Να λέμε: «δόξα Σοι, ο Θεός», να ευχαριστούμε τον Θεό για την κάθε δύσκολη στιγμή. Γιατί μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε κάτι, να παρουσιάσουμε κάτι.
* Να ενισχύσουμε λίγο περισσότερο τον εαυτό μας και να καταλάβουμε ότι τα δύσκολα σημεία είναι οί πλατιοί δρόμοι και οι λεωφόροι που μας οδηγούν στον Ουρανό και στον Παράδεισο. Να το ζεί αυτό ο αφιερωμένος άνθρωπος. Η δυσκολία είναι το ωραιότερο, το αγιώτερο, το πιο ευχάριστο γεγονός για το Χριστιανό. Καθ’ όν χρόνον ο Λπόστολος Παύλος το επαναλαμβάνει «Χαίρω εν τοις παθήμασίμου».
* Μας καλεί η δυσκολία να προσευχηθούμε περισσότερο και να γονατίσουμε περισσότερο και να έλθουμε περισσότερο κοντά στον Κύριο, για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Οί αδυναμίες είναι εκείνες οί όποιες πολύ μας βασανίζουν. Διότι δεν στεκόμαστε στο μεγαλείο του ξεκινήματος μας και του ιδανικού μας…. Αν έχετε ταξιδέψει με αεροπλάνο, θα είδατε κάτω τις πεδιάδες, τα ποτάμια, τους δρόμους, τα χωριά. Έτσι είδε ο Παύλος τον Παράδεισο! Λοιπόν, τι ωραίο να ζούμε από εδώ αύτη την Πολιτεία, πού μας περιμένει!
πηγή: Σύντομο βιογραφικό και πατρικές νουθεσίες του πολυχαρισματούχου Γέροντος Ευσεβίου Γιαννακάκη (1910-1995), ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 2009
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...