Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 13, 2016

Κυριακή τῆς Χαναναίας (Ματθ. 15, 21-28) «Ἐλέησόν με, Κύριε...» (Ματθ. 15, 22) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος


«Ἐλέησόν με, Κύριε...» (Ματθ. 15, 22)

+Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος   

Μία, ἀγαπητοί μου, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες κακίες ποὺ μαστίζουν τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ ἀχαριστία. Ἀντιθέτως μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀρετὲς εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη, νὰ αἰσθάνεσαι τὸν ἑαυτό σου ὑποχρεωμένο νὰ πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ στοὺς εὐεργέτες σου. Εὐγνωμοσύνη ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει στὸν πατέρα ποὺ τὸν γέννησε, στὴ μάνα ποὺ τὸν ἀνέθρεψε, στὸ δάσκαλο ποὺ τὸν δίδαξε, στὸν ἱερέα ποὺ τὸν εὐλογεῖ, σὲ κάθε εὐεργέτη του.

Ἀλλὰ τί εἶναι οἱ εὐεργέτες αὐτοί; Μικροὶ καὶ ἀσήμαντοι. Ἕνας εἶναι ὁ μέγας εὐεργέτης –ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ αἰσθανόμεθα· καὶ αὐτὸς ὁ μέγας εὐεργέτης εἶναι ὁ Θεός, ὁ Κύριος τοῦ παντός. Οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, εἶναι ἀμέτρητες. Ἂν μπορεῖς νὰ μέτρησης τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, θὰ μετρήσης καὶ τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἀπολαμβάνουμε συνεχῶς. Εὐεργεσίες τὴν ἡμέρα, τὴ νύχτα· τὸ χειμώνα, τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, τὸ φθινόπωρο...

Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ πάει νὰ κολυμπάει μέσα στὴν ἀχανὴ θάλασσα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται εἶναι μέσα στὸ πέλαγος τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Κάθε στιγμὴ ἡ καρδιά σας δὲν κάνει τὶκ-τάκ; Γιὰ σκεφτεῖτε, ἐκεῖ ποὺ κάθεστε, νὰ σταματήσει; Γιὰ αὐτὸ κάθε σφυγμὸς ἂς εἶναι κ' ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α' Θεσ. 5,18) νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό.

Μία ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ τὸ ὅτι πηγαίνουμε στὸ ναό. Διότι ὁ ναὸς εἶναι τόπος Ἱερός· εἶναι οὐρανός, παράδεισος, κάτι πολὺ μεγάλο. Τὸ πιστεύεις; Ἔλα στὴν ἐκκλησία. Δὲν τὸ πιστεύεις; Κάθισε στὸ σπίτι σου. Μὲ πίστη νὰ πηγαίνεις στὸ ναὸ· τότε ὁ ναὸς λαμβάνει ἄπειρες διαστάσεις. Τί γίνεται ἐκεῖ; Μᾶς δέχεται. Ποιὸς μᾶς δέχεται; Ὁ ἄλφα, ὁ βῆτα, ὁ γάμα; Καὶ τί εἶναι καὶ ὁ ὑπουργός, καὶ ὁ πρωθυπουργός, καὶ ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας; Πελώρια μηδενικὰ μπροστὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ κυβερνᾶ τὰ σύμπαντα. Μᾶς δέχεται σὲ ἀκρόαση ὁ Θεὸς καὶ ἔχει τὰ αὐτιὰ του ἀνοιχτὰ ν' ἀκούσει τὶς δεήσεις μας. Ἐκεῖ δέχεται ἀκροάσεις, ἐκεῖ εἶναι ὁ τόπος τῆς ἱερᾶς συνεντεύξεως. Ἐκεῖ παρακαλοῦμε τὸν οὐράνιο Πατέρα νὰ μᾶς δώσει - τί; Προσέξατε - τὴ θεία λειτουργία. Ὅπως τὸ παιδὶ παρακαλεῖ τὸν πατέρα, ἔτσι κ' ἐμεῖς ζητοῦμε ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά. Τί ζητοῦμε; Εἴκοσι αἰτήματα ἔχει ἡ Θεία Λειτουργία, τὸ ἕνα σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Τὸ πρῶτο ποὺ ζητοῦμε μόλις ἀρχίζει ἡ θεία λειτουργία· «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης»· «Πατέρα, δός μας τὴν εἰρήνη». Δὲν περιμένουμε οὔτε ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ οὔτε ἀπὸ τὴ Δύση, ἀπ' αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν περὶ εἰρήνης ἀλλ' ἑτοιμάζουν πόλεμο. Ὑποκριταὶ μόνο στὴν Ἐκκλησία τὸ αἴτημα εἶναι ἁγνό. Καὶ τόσο ἐπίκαιρο. Ἂν γίνει τώρα πόλεμος, θὰ γίνει μὲ πυρηνικὲς βόμβες. «Δῶσε τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο, Κύριε».

«Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Τί ἄλλο ζητοῦμε. Τὴν «εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν»· «Κύριε, φύλαγε τὶς κατὰ τόπους ἐκκλησίες σου, νὰ στέκουν σταθερά, νὰ μὴν ἔρθουν βάρβαροι καὶ ἄθεοι νὰ τὶς κλονίσουν. Κράτησε τὴν Ἐκκλησία σου, Χριστέ, ἀσάλευτη μέχρι συντέλειας τῶν αἰώνων».

Τί ἄλλο ζητοῦμε. Τὴν ἑνότητα. Ὁ κόσμος εἶναι χίλια κομμάτια- οἱ λαοὶ χωρισμένοι παλεύουν σὰ λιοντάρια μεταξύ τους ἰδεολογικῶς.

Λέμε λοιπὸν «Σὲ παρακαλοῦμε, Κύριε, τὰ χίλια κομμάτια νὰ ἑνωθοῦν», νὰ γίνη «μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν» (Ἰωαν. 10,16). Ἑνότης, αἴτημα σπουδαιότατο· «Ὑπέρ... τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως».
«Κύριε, φώτισε τοὺς ἄρχοντες ποὺ μᾶς κυβερνοῦν. Δὸς τους μυαλό, καὶ πιὸ πολὺ δὸς τους καρδιά, νὰ σκέπτονται τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά, γιὰ νὰ προοδεύει τὸ ἔθνος μας»

Τί ἄλλο ζητοῦμε. «Ἐνίσχυσε, Κύριε, τὸ στρατό μας ποὺ φυλάει τὰ σύνορα».

Τί ἄλλο ζητοῦμε; Θυμούμεθα τὸν κόσμο ὅλο στὴν ἐκκλησία. «Κύριε, προστάτευσε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς ἀρρώστους ποὺ βογκᾶνε στὰ κρεβάτια, τοὺς ναῦτες ποὺ ταξιδεύουν καὶ κινδυνεύουν μέσ' στὸν ὠκεανό. Κύριε, δὲς τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς δούλους...». Κανένα δὲν ἀφήνει ἡ Ἐκκλησία μας σὰν μάνα, ποὺ θυμᾶται ὅλα τὰ παιδιά της, ἔτσι καὶ αὐτὴ θυμᾶται ὅλους καὶ παρακαλεῖ τὸ Θεὸ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Σὲ κάθε δέηση ποὺ ἀναπέμπει ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ζητοῦμε ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά, Τί ἀπαντοῦν οἱ ψάλτες ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ; «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ λέει μόνο ὁ ψάλτης· πρέπει νὰ τὸ λέει ὅλη ἡ Ἐκκλησία. «Κύριε, ἐλέησον», σῶσε μας, δὸς μας αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη σὰν πατέρας ποὺ εἶσαι. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶναι ἡ πιὸ σύντομη προσευχή. Δύο λέξεις εἶναι, ἀλλὰ τί δύναμη ἔχουν, ὅταν λέγονται ὅπως πρέπει, μὲ βαθιὰ πίστη καὶ ἀφοσίωση!

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ εἶπε καὶ ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου καὶ ἔκανε θαῦμα. Ποιὰ ἦταν ἡ γυναίκα αὐτή; Ἦταν μία Χαναναία. Χαναναία δὲν εἶναι ἕνα γυναικεῖο ὄνομα· εἶναι ὄνομα ποὺ δηλώνει τὴν καταγωγὴ της (ὅπως λέμε Ἀθηναία, ἔτσι καὶ Χαναναία)· ἡ πατρίδα της ἦταν στὰ σύνορα τοῦ Ἰσραήλ. Ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ κοντά, αὐτὴ ἔτρεξε καὶ τοῦ φώναζε· «ἐλέησόν με, Κύριε» (Ματθ. 15,22). Τί ἤθελε; Εἶχε ἕνα κορίτσι δυστυχισμένο, ποὺ τὸ σπάρασσε τὸ δαιμόνιο· ἔπεφτε κάτω, ἄφριζε, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι, φοβερὸ θέαμα. Κανένας μάγος, κανένας γιατρὸς δὲ μπόρεσε νὰ τὸ θεραπεύσει. Ἀπελπισμένη, ἔρχεται στὴν Ἐλπίδα καὶ λέει «Κύριε, ἐλέησον». Μὰ ὅταν ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαντᾶ φαίνεται νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται. Αὐτὴ δὲν ἀπελπίζεται. Τρέχει ἀπὸ πίσω, φωνάζει δυνατώτερα «Κύριε, ἐλέησον». Ἐπεμβαίνουν οἱ μαθηταὶ 

—Μά, Κύριε, δὲν ἀκοῦς; δὲν τὴ λυπᾶσαι, δὲν τὴν σπλαχνίζεσαι;... 

Εἶχε τὸ σκοπὸ του ὁ Χριστός. 

—Ἐγώ, λέει, τὸ ψωμὶ τὸ 'χω γιὰ τὰ παιδιά μου, ὄχι γιὰ τὰ σκυλιά. 

Τί ἐννοοῦσε· τὰ θαύματα τὰ κάνω στὸ λαό μου τὸν Ἰσραήλ, ὄχι στοὺς ἀκάθαρτους εἰδωλολάτρες (δὲν ἦρθε ἀκόμα ὁ καιρὸς γι' αὐτούς). Μία ὕβρις ἦταν αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός· τὴν εἶπε σκυλί. Ἀλλ' αὐτὴ δὲ θύμωσε, δὲν ἔφυγε. Πῆρε τὸ λόγο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔκανε ὅπλο της. 

— Ναί, λέει, Κύριε, παραδέχομαι ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι παιδί σου, εἶμαι ἕνα σκυλάκι στὴν αὐλή σου. Καὶ τὸ σκυλάκι ὅμως κάθεται κάτω ἀπ' τὸ τραπέζι. Τρώει τὸ ἀφεντικὸ φαγητό, κι αὐτὸ περιμένει νὰ φάει ἀπ' τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν. Ἕνα ψίχουλο, Κύριε, θέλω· δὲ ζητῶ τὸ ψωμί σου ὁλόκληρο... 

Τί μεγάλα λόγια αὐτά! Ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴν ἄπειρο δύναμη τοῦ Χριστοῦ ζήτησε. Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε αὐτὴ τὴν πίστη, αὐτὴ τὴν ταπείνωση, αὐτὴ τὴν ἐπίμονο προσευχή, τῆς εἶπε· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις...».

Ἂς διδαχθοῦμε, ἀγαπητοί μου, κ' ἐμεῖς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι ψέμα· ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ζωντανή, ὁλοζώντανη. Μπορεῖ νὰ 'ναι ψέμα τὰ ἄστρα, ὁ ἥλιος, ἡ γῆ, τὰ πάντα· ἕνα δὲν εἶναι ψέμμα· Ὁ Κύριός μας. Νὰ μιμηθοῦμε λοιπὸν κ' ἐμεῖς τὴ Χαναναία. Ἂς γονατίζουμε καὶ ἂς προσευχώμεθα λέγοντας ἀκαταπαύστως τὸ «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ λέγανε οἱ ἅγιοι καὶ ἔκαναν θαύματα. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὸ λέγανε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ γονατιστοὶ καὶ μὲ δάκρυα. Στὴ Ρωσία ὁ πιστὸς λαὸς τὸ λέει καὶ βουίζει ἡ ἐκκλησία. Στὸ Ἅγιο Ὄρος κρατοῦν κομποσχοίνι ὅλη νύχτα· κάθε κόμπος κ' ἕνα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἐμεῖς; Τυπικῶς παρόντες στὴν ἐκκλησία τῷ σώματι, ἀπόντες τῷ πνεύματι χωρὶς συναίσθηση, χωρὶς ρίγος.

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» εἶναι ἡ πιὸ μικρὰ προσευχή. Μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ κ' ἕνας ἀγράμματος, μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ καὶ τὸ μικρὸ παιδί, καὶ τὸ νήπιο, κι ὁ ἀσπρομάλλης γέρος. Καὶ ὁ Θεὸς ἀκούει τὸ «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ συνιστῶ κ' ἐγὼ σ' ἐσᾶς. Δὲν κάνεις μεγάλες προσευχές, δὲν εἶσαι διαρκῶς στὴν ἐκκλησία; Λέγε, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Κάθεσαι νὰ φᾶς, «Κύριε, ἐλέησον». Βράδιασε, «Κύριε, ἐλέησον». Ξημέρωσε, «Κύριε, ἐλέησον». Πᾶς στὴ δουλειά, «Κύριε, ἐλέησον». Σκάβεις τὴ γῆ, «Κύριε, ἐλέησον». Βόσκεις τὰ ζῶα, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἐργάτης, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἀξιωματικός, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι στρατιώτης, «Κύριε, ἐλέησον». Εἶσαι ἁμαρτωλός, «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα. Αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε θὰ μᾶς τὸ δώσει ὁ Θεός, γιατί εἶναι πατέρας. Λέει ὁ Χριστός· «Ποιὸς πατέρας ζητεῖ τὸ παιδὶ του ψωμί, καὶ τοῦ δίνει πέτρα; ἢ ζητεῖ ψάρι, καὶ τοῦ δίνει φίδι;» (Ματθ. 7,9-10, Λουκ. 11,11). Ἂν ὁ ἐπίγειος πατέρας ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ παιδιά του, πολὺ περισσότερο ἐκεῖνος ποὺ τοῦ λέμε «Πάτερ ἡμῶν...». Θὰ μᾶς τὰ δώσει αὐτὰ ὁ Θεός, ἐὰν πιστεύουμε πραγματικά, ἐὰν εἴμεθα Χριστιανοὶ· ἀμήν.


ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ «Τα Χαρακτηριστικά Της Πίστεως»


Ἡ περίπτωση τῆς Χαναναίας γυναίκας τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος μᾶς προσφέρει τὴν εὐκαιρία γιὰ μιὰ σύντομη ἀνάλυση τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῶν γνωρισμάτων της.
Κατ’ ἀρχὴν ἡ Χαναναία πιστεύει στὴ μεσσιανικὴ ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖο ἀποκαλεῖ «υἱὸν Δαυΐδ». Ἡ ἁπλότητα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐμπόδισε τοὺς Ἰουδαίους νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, δὲν ἐμποδίζει τὴν πιστὴ Χαναναία νὰ ἰδεῖ στὸ πρόσωπό Του τὸν ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ νικητὴ τῆς φθορᾶς καὶ ἐλευθερωτὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένεια.

Ἡ πίστη της παραμένει ἀνεπηρέαστη καὶ ἀκλόνητη ἀπὸ τὴ σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ. Μπαίνει σὲ δοκιμασία ἀλλὰ δὲν κάμπτεται. Δὲν εἶναι λίγο πρᾶγμα, νὰ ζητᾶς ἀπὸ κάποιον κάτι, νὰ μὴ σοῦ ἀπαντᾶ, νὰ σὲ περιφρονεῖ, καὶ σὺ νὰ ἐπιμένεις. Μόνο ἂν εἶσαι βέβαιος ὅτι θὰ λάβεις τὸ αἰτούμενο, τολμᾶς καὶ ἐπιμένεις. Ἡ βεβαιότητα καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Ἰησοῦ κάνουν τὴν πίστη τῆς Χαναναίας σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη.
Συνοδεύεται ἡ πίστη της ἀπὸ ταπείνωση εἰλικρινή. Δέχεται ἡ ταπεινὴ αὐτὴ γυναίκα τὴν ἐξευτελιστικὴ παρομοίωσή της μὲ σκυλάκι, δὲν ἀγανακτεῖ, ἀλλ’ ἀπαντᾶ μὲ τρόπο ποὺ δείχνει τὴν ὑποταγή της. Ἴσως σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ πόνος γιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί της καὶ ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴ θεραπεία του τὴν κάνουν νὰ τὰ ἀνέχεται ὅλα. Ἡ πείρα ὅμως τῆς ζωῆς μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἐγωϊσμὸς πολλὲς φορὲς στέκεται ἐμπόδιο γιὰ νὰ ζητήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν του. Δὲν πρόκειται λοιπὸν στὴν περίπτωσή τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς γιὰ μιὰ ἀναγκαστικὴ ταπείνωση ἀλλὰ γιὰ μιὰ εἰλικρινὴ συντριβὴ μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνο πού μετρᾶ γιά τόν Θεό δέν εἶναι ἡ καταγωγή, τά προνόμια, ἡ θέση, ἡ μόρφωση, ἀλλά ἡ ζωντανή πίστη, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τούς ὀρθολογισμούς καί αὐτό μᾶς ἀποκαλύπτει τό πιό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό της.
Ἡ πίστη βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὴ λογική. Ὁ ἄνθρωπος θέλει πολλὲς φορὲς στηρίγματα γιὰ νὰ πεισθεῖ, ζητᾶ ἀποδείξεις ποὺ νὰ ἱκανοποιοῦν τὸ μυαλό. Κι ὅταν δὲν τὰ ἔχει, ἀμφιβάλλει, κλονίζεται, πέφτει. Ἡ πίστη ὑπερβαίνει τὴ λογική, εἶναι ὑπέρλογη. Ἀνήκει στὴν τάξη τῆς καρδιᾶς κι ὄχι τοῦ μυαλοῦ. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πτωχὰ ὑποστηρίγματα τῆς λογικῆς γιὰ νὰ κρατηθεῖ∙ τὴν στηρίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ ὅλους μας ἡ λογικὴ παίζει σπουδαῖο ρόλο στὴ ζωή μας, ἡ πίστη ὅμως, εἶναι κάτι ἀνώτερο, ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ ἀποκτηθεῖ∙ κι ἀκόμη πιὸ δύσκολο νὰ διατηρηθεῖ σταθερή. Γι’ αὐτὸ τὸ αἴτημά μας καὶ ἡ προσευχή μας ἂς εἶναι πάντοτε: «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν»

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Κυριακή ΙΖ΄ Ματθαίου – Β΄ Κορ. 6,16-7,1(14/2/2016) Η διαφορετικότητα του Χριστιανού



Εντύπωση προκαλούν τά λόγια τοῦ Αποστόλου Παύλου πρός τούς Χριστιανούς της Κορίνθου, αγαπητοί μου αδελφοί, που διασώθηκαν στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα. Τούς συμβουλεύει νά ἀποχωριστοῦν ἀπό τούς ἂλλους ἀνθρώπους καί νά μήν ἒχουν σχέση μέ τόν κόσμο. Εξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε.Ο λόγος Του, ἂν δέν ἀναλυθεῖ, μπορεῖ νά παρεξηγηθεί.
Τό ἳδιο τό παράδειγμα τοῦ 'Ιησοῦ διδάσκει ὃτι δέν ἀπαγορεύεται ὀ διάλογος μέ τούς κακούς ἤ τούς ἀντιφρονοῦντες, οὖτε ἠ συναναστροφή μέ τούς ἀμαρτωλούς, κυρίως ὃταν αὐτή ἀποσκοπεῖ στή διόρθωση καί τή σωτηρία τους. Κατά συνέπεια, ἠ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δέ μπορεῖ νά ἒχει ἀντικοινωνικό καί μισαλόδοξο νόημα, ἀλλά ἒχει βαθύτερο νόημα καί περιεχόμενο.
Οι Χριστιανοί ὀφείλουμε, χωρίς νά ἀπομακρυνθοῦμε τοπικά ἀπό τόν κόσμο, νά διαχωρίζουμε τή θέση μας ἀπό ὃ,τι ἁμαρτωλό. Οφείλουμε μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας νά μαρτυροῦμε πίστη καί αφοσίωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ και, ταυτόχρονα, νά διαμαρτυρώμαστε γιά τήν κυριαρχία τοῦ κακοῦ στόν κόσμο μας.
Οι Χριστιανοί πρέπει νά διαχωρίζουμε τή θέση μας ἀπό τόν ὑλιστικό τρόπο ζωῆς τῆς ἐποχῆς μας. Πρόκειται γιά μιά νοοτροπία πού ἀποϊεροποιεῖ τή ζωή καί τά ἒργα μας, τήν ἀπομακρύνει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή στηρίζει ἀποκλειστικά καί μόνο στά άνθρώπινα δεδομένα καί στίς πεπερασμένες ἀνθρώπινες κατακτήσεις. Καί εἶναι πολύ μεγάλος ὁ κίνδυνος νά παρασυρθεῖ κανείς, ἀφού οἱ καιροί μας διαπνέονται καί χαρακτηρίζονται ἀπό αὐτή τή νοοτροπία.
Ὀφείλουμε, ἐπίσης, νά ἀποστασιοποιούμαστε ἀπό τίς σύγχρονες ἱδέες καί τάσεις, πού δέ δέχονται τήν παρουσία καί τήν ὓπαρξη τοῦ Θεοῦ, Τόν ὁποίο τοποθετοῦν στή σφαίρα τῆς φαντασίας καί τῆς παιδικῆς ἀφέλειας. Ἀλλά οἱ ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας πολέμησαν μέ λύσσα τη Χριστιανική πραγματικότητα, σ’ όλη τή διάρκεια τῆς Ιστορίας, σκοπεύοντας στήν ἀποχριστοποίηση τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. Ὃλοι οἱ ἀρνητές πέρασαν σάν διάττοντες ἀστέρες άπό τήν Ιστορἰα καί χάθηκαν στή λήθη τοῦ χρόνου. Ἠ Χριστιανική πίστη, ὃμως, ἒζησε καί θά ἐξακολουθήσει νἀ ζεῖ σέ πείσμα τῶν ἀρνητῶν της.
Ἒχουμε χρέος ζωῆς, ἐπίσης, ἐμείς οἱ Χριστιανοί νά ἀποστασιοποιούμαστε ἀπό τή ζωή τῆς ἁμαρτίας. Τό πνεύμα τῆς εποχής μάς παρασύρει πρός τόν δρόμο τῆς ἁμαρτίας, πού θέλγει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, χαρίζει πρόσκαιρες ἀπολαύσεις καί ἰκανοποιήσεις, δημιουργεῖ σκοτοδίνη στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγώντας τον σέ δρόμους χωρίς γυρισμό. Ὁ σύγχρονος κόσμος στηρίζει τήν πρόοδο καί τήν εὐημερία στά πάθη, στίς ἀνομίες καί στήν κάθε είδους παρανομία, ἀδιαφορώντας γιά τήν ἀνθρώπινη ἀξία καί μοναδικότητα. Ὁ κόσμος χωρίς Χριστό ζεῖ χωρίς ἠθικές ἀναστολές καἰ ἀρχές. Σἐ ἓνα τέτοιο κόσμο οἱ Χριστιανοί δέν ἒχουν θέση συνύπαρξης καί συμπαράταξης. Ἡ θέση τους εἷναι ἓνας συνεχής ἀγῶνας διαμαρτυρίας, ἓνα συνεχές προσωπικό παράδειγμα ἁγιότητος, μέσα ἀπό τό ὁποίο θά προέλθουν ὑποδείγματα ζωῆς γιά τόν σύγχρονο πλανεμένο ἂνθρωπο.
Καί ὁ σύγχρονος κόσμος ἒχει ἀνάγκη σήμερα, αγαπητοί μου, ἀπό τέτοια παραδείγματα, πού εἲναι εἰκόνες φωτεινές πού μποροῦν νά περάσουν μυνήματα ἀρετῆς, δύναμης καί ἠρωισμοῦ. Εἶναι ἓνα καθήκον πού βαραίνει ἐμᾶς τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποίοι, ἂν συνειδητοποιήσουμε τό μεγάλο μας ρόλο, μποροῦμε νά θεμελειώσουμε ἓνα κόσμο σέ νέες βάσεις, μέ εὐοίωνο καί αἰσιόδοξο μέλλον, μέ προοπτική τήν συνταύτιση μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο. 

Περὶ τῆς Χαναναίας καὶ τῆς Παναγίας +Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος





Tὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας ἀναφέρεται σὲ μία γυναίκα, τὴ Χαναναία. Τὴν ἀκούσατε νὰ φωνάζει τὸν Κύριο, νὰ τὸν ἔχει πάρει ἀπὸ πίσω παρακαλώντας τον κι Ἐκεῖνος νὰ μὴν τῆς ἀπαντᾶ. Οἱ μαθητὲς του ἀποροῦν γιατί δὲν τὴ βοηθᾶ ἢ γιατί δὲν τὴ διώχνει, παρὰ τὴν ἀφήνει νὰ ἱκετεύει. Κι Ἐκεῖνος ἐξηγεῖ τὴ σιωπή του: ἦλθα μόνο γιὰ τὸ Ἰσραήλ, ὄχι γιὰ τοὺς ξένους, ὄχι γιὰ ἀλλοεθνεῖς, ὅπως εἶναι ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ Χαναναία. Ὅμως, ἡ γυναίκα ἐπέμενε, τὸν πλησίασε καὶ τὸν προσκύνησε ζητώντας βοήθεια. Ὁ Κύριος, διδάσκοντας καὶ τοὺς μαθητὲς καὶ ἐκείνην κι ὅλους ἐμᾶς ἔκτοτε, ἀπαντᾶ προσβάλοντάς την: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ παίρνεις τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν σου καὶ νὰ τὸ πετᾶς στὰ σκυλιά». Παρομοιάζει ἔτσι τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πιὸ βασικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ψωμί. Ἡ γυναίκα δὲν ὑποχωρεῖ καὶ ἐπιμένει: « Ναὶ Κύριε, ὅμως τὰ σκυλιὰ τρῶν’ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν ἀφεντικῶν τους». Τότε, ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε, «Μεγάλη ἡ πίστη σου, γυναίκα· νὰ γίνει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ θέλεις».

Ἂς σταθοῦμε λίγο στὸ περιστατικό. Ὁ Κύριος εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, καὶ πήγαινε στὴ Σιδώνα, στὸ σημερινὸ Λίβανο. Ἐκεῖ ἦταν ἡ χώρα τῶν Χαναανιτῶν, ἔθνους ποὺ ζοῦσε στὴν περιοχὴ πρὶν ἀκόμη ἔλθουν οἱ Ἰσραηλίτες μὲ τὸν Μωυσῆ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ἦσαν εἰδωλολάτρες, οἱ δὲ γυναῖκες των ἀσκοῦσαν τὴ μαγεία.

Ἐπῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στὰ μέρη της, ἀλλὰ ἔπρεπε ἡ ἴδια ἡ Χαναναία νὰ τὸν θελήσει, νὰ τὸν ἀναζητήσει, νὰ τὸν φωνάξει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της. Ἡ Χαναναία καταλαβαίνει τὴν ὕπαρξή του κοντά της, καὶ ἀρχίζει νὰ τὸν φωνάζει. Δὲν φωνάζει κάποιον γητευτή, κάποιον μάγο θαυματοποιό: Τὸν ἐπικαλεῖται μὲ τὴ συγκεκριμένη ἰδιότητά του, τρόπον τινὰ μὲ τὸ ὄνομά του: «υἱὸς Δαυίδ», ὁ Κύριος. Καὶ ὅσο τὸν ἐπικαλεῖται τόσο τὸν πλησιάζει, ὅσο τὸν ζητᾶ τόσο τὸν βρίσκει. Ὁ Κύριος στὴν ἀρχὴ δὲν τῆς μιλᾶ, ὁδηγώντας σὲ σκληρὴ δοκιμασία τὴν ἀντοχὴ τῆς πίστης της. Τὴν ἀφήνει νὰ τὸν ἀκολουθεῖ χωρὶς καμιὰν ἀπόκριση, κι ἔπειτα τῆς μιλᾶ προσβάλοντάς την. Δὲν πρόκειται, βέβαια, ἐδῶ γιὰ φυλετικὴ διάκριση, ἀλλὰ γιὰ προσβολὴ καὶ ἀπόρριψη τῆς εἰδωλολατρείας καὶ τῆς μαγείας. Καὶ βλέπουμε πὼς ἡ πίστη τῆς Χαναναίας δὲν κλονίζεται καθόλου ἀπὸ τὴν προσβολή, παρὰ ζητᾶ ἔλεος, ζητᾶ τὴ θαυματουργικὴ παρέμβασή Του στὴ ζωὴ τὴ δική της καὶ τῆς κόρης της.

Οἱ φωνὲς τῆς Χαναναίας, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ προσευχὲς πρὸς τὸν Κύριο; Τὸ τρέξιμό της ὀπίσω του, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ στροφὴ τῆς ζωῆς της πρὸς τὸν λόγο Του; Ἡ ταπείνωσή της, ἡ παραδοχή της ὅτι ναί, εἶναι ἕνα ἀνάξιο σκυλὶ ποὺ ζητᾶ μόνο λίγα ψίχουλα εὐλογίας, αὐτὰ ποὺ περισσεύουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν πιστῶν, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ μετάνοια κι ἐξομολόγηση; Καὶ ἡ τελικὴ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ ἄνοιγμα τῆς ἀγκαλιᾶς Του, ἀπὸ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ στὴν ἀταλάντευτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου;


Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας δὲν ἀφηγεῖται ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου. Παρουσιάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πλησιάζουμε τὸν Κύριο, τὸν μοναδικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βγαίνουμε ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν εἰδώλων τοῦ κόσμου τούτου καὶ ριχνόμαστε κλαίγοντας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα μας. Παρουσιάζει τὸ πῶς ἐργάζεται ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο ἐπιστροφῆς σ΄ Αὐτόν, χωρὶς νὰ καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας. Παρουσιάζει τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτήρα μας. Παρουσιάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀνοίγουμε τὴν ψυχή μας στὴ θαυματουργὸ χάρη Του. Μὲ ἄλλα λόγια, παρουσιάζει αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἑορτὴ τῆς σωτηρίας μας, παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησία.

Ἐκκλησία εἶναι ὁ μυστικὸς χῶρος ὅπου συναντώμεθα ὅλοι. Ἐδῶ ὁ Κύριος, ἐδῶ οἱ Ἄγγελοι, ἐδῶ οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ πιστοί. Ἐδῶ ἐπίσης, ἐδῶ μαζί μας, μᾶς τραβᾶ κοντὰ της γεμάτη ἀγάπη, ἡ Δέσποινα τοῦ οἴκου τούτου, ἡ Θεοτόκος.

Γιὰ νὰ ἀνοίξει ὁ Θεὸς τὴν ἀγκαλιά Του στὴ Χαναναία γυναίκα καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς, ἐργάσθηκε πολὺ ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἡ Μαρία δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνον μία εὐσεβὴς κοπέλα, ἡ ὁποία συμμετέχει στὴ σωτηρία μας μ’ ἕνα παθητικὸ τρόπο, δεχόμενη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔτσι ὅπως τῆς τὸ εἶπε ὁ Ἄγγελος. Δὲν εἶναι τὸ χῶμα ποὺ τὸ πῆρε στὰ χέρια Του ὁ Δημιουργὸς κι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο χωρὶς νὰ κάνει τίποτε αὐτὸ τὸ ἴδιο. Ἡ Μαρία συμμετεῖχε στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἐργάσθηκε γιὰ νὰ προσφέρει στὸν Θεὸ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ χρειαζόταν τὸ φιλάνθρωπο σχέδιό Του νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει.

Ποιὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα αὐτά, μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας, Νικόλαος ὁ Καβάσιλας: «Βίος πανάμωμος, ζωὴ πάναγνος, ἄρνησις κακίας ἁπάσης, ἄσκησις ἀρετῆς ἁπάσης, ψυχὴ καθαρωτέρα φωτός, σῶμα διὰ πάντων πνευματικόν...» Ὅπως ψάλλουμε στὸν Ὄρθρο τῆς παραμονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, «Ἠράσθη τοῦ κάλλους σου Χριστός, Πανάμωμε, καὶ τὴν μήτραν σου κατώκησεν, ὅπως παθῶν ἐξ ἀμορφίας, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων λυτρώσηται...»

Ἀποδεχόμενη τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή της στὸ φιλάνθρωπο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ Μαρία λέγει ἡ ἴδια, ἐν πνεύματι προφητικῷ: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί». Καὶ πράγματι, τὸν ἴδιο κι ὄλας χρόνο, ἐμακάρισε τὴν Θεοτόκο πρώτη ἡ Ἐλισάβετ, ἀναφωνώντας πλήρης πνεύματος ἁγίου: « Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου· καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου».

Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦμε χριστιανικὸ ναὸ χωρὶς τὴν εἰκόνα τῆς Δεσποίνης μας Θεοτόκου νὰ μᾶς ὑποδέχεται καὶ νὰ μᾶς εἰσάγει στὸ Μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθοῦμε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σκεφθοῦμε τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ Ἐκείνην ποὺ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική της τελεία συνέργεια στὸ θέλημά Του, τὴν κατέστησε Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τὴν Κυρία Θεοτόκο φιλοτιμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, πύλη τῆς ἡμετέρας ζωῆς, πρόξενο τῆς σωτηρίας μας. Ἔχουν γραφτεῖ λαμπρὲς σελίδες ποὺ ἐξηγοῦν τὴ θέση τῆς Θεοτόκου ὡς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ Μητέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν γραφτεῖ ἀπείρως λαμπρότερα, θεόπνευστα κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐξηγοῦν τὸ ἔργο τῆς Μαρίας καὶ ὑμνοῦν τὸ σεπτὸ πρόσωπό της.

Ἀλλὰ γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι κάθε χριστιανὸς ἔχει μέσα στὴ καρδιά του τὴν εἰκόνα Της. Ἐκεῖ, μέσα στὸ κρυμμένο βάθος τῆς ψυχῆς του, ὁ ἁπλὸς κι ἀνώνυμος ἄνθρωπος ποὺ διαφεύγει ἀπὸ τὸ δίχτυ τῆς ἱστορίας ὄχι ὅμως ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ἔχει πάντοτε ἀναμένο ἕνα καντήλι στὴν Παναγία. Κι ὅσο πυκνώνει τὸ νέφος τῆς ἀγωνίας, ὅσο θεριεύουν τὰ βάσανά μας, σ’ Ἐκείνης τὴν ἀγκαλιὰ σπεύδουμε νὰ κρυφτοῦμε, ν’ ἀφήσουμε τὰ δάκρυά μας νὰ τρέχουν στὴν ποδιά Της. Σ’ Ἐκείνην, τὴν Μυστηριακὴ Μητέρα μας καταφεύγουμε, περιμένοντας νὰ νιώσουμε τὸ χέρι Της νὰ μᾶς σκουπίζει τὰ δάκρυα, νὰ μᾶς δίνει δύναμη, νὰ γαληνεύει τὴν τρικυμισμένη μας ψυχή.

Σ’ Ἐκείνην καταφεύγει καὶ τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων, ὅποτε νιώσει τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀφανισμοῦ του, καὶ ἀφήνεται στὴν χάρη Της, τὴν Ὑπέρμαχο. Τέτοια ὥρα, ἀγωνίας μεγάλης γιὰ τὸ Γένος καὶ τὸν Αὐτοκράτορα, ἀνηγέρθη καὶ ὁ ἱερὸς αὐτὸς ναός. (Κοσμοσώτηρας Φερῶν)

Σ’ Ἐκείνην καταφεύγω καὶ ἐγὼ σήμερα, παρακαλώντας Την νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τοῦ κτήτορος, καὶ ὑπὲρ τοῦ Γένους μας. Καὶ τὴν παρακαλῶ νὰ μᾶς δίνει τὴ χάρη νὰ τὴν νιώθουμε πάντοτε, νὰ τὴν νιώθουμε ὅλοι Παναγία καὶ Δέσποινά μας, ἀληθῶς καὶ σταθερῶς Κοσμοσώτηρα, ρόδον τὸ ἀμάραντον.

Ἡ πίστη τῆς Χαναναίας (Ματθ. ιε΄ 21-28)




(Κυριακὴ ΙΖ΄Ματθαίου)


Ἡ Χαναναία γυναίκα ἐκπροσωπεῖ τὸν ἐθνικὸ καὶ εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς Ἰσραηλίτες δὲν θεωρεῖται μόνο ἀλλοεθνὴς ἀλλὰ καὶ ἀλλόθρησκη. Κατὰ συνέπεια, ἡ γυναίκα αὐτὴ καθὼς καὶ ὅλος ὁ κόσμος ποὺ ἐκπροσωπεῖ, εἶναι ἄπιστος καὶ ἁμαρτωλός. Ἀξίζει, λοιπόν, τῆς ἀπόρριψης καὶ τῆς αἰώνιας καταδίκης. Ἐξάλλου ὑπάρχει γενικὴ πεποίθηση σὲ ὅλο τὸν πιστὸ κόσμο τῶν ἑβραίων, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιλάβει αὐτοὺς στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας καὶ ἄρα τοὺς ἀξίζει μία γενικὴ περιφρόνηση.

Αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸ πνεῦμα ἐκφράζουν καὶ οἱ μαθητὲς πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ὅταν ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὶς κραυγὲς τῆς ἀπελπισμένης γυναίκας ποὺ παρακαλεῖ τὸν Διδάσκαλο νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη της· «ἐλέησόν με, Κύριε…, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ἐθνικὸς κόσμος σημαίνει στὴν θρησκευτικὴ καὶ θεολογικὴ γλώσσα, κόσμος δαιμονοκρατούμενος. Ὁ Θεὸς ἔχει καταδικάσει αὐτὸν τὸν κόσμο ἀπὸ τώρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ κοινὴ πεποίθηση ὅλων.

Ὁ Κύριος, ὅμως, ἐκτιμᾶ τὰ πράγματα διαφορετικά. Δὲν μένει στὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα καὶ οὔτε κρίνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ κριτήρια ἐθνικά, φυλετικὰ ἢ θρησκευτικά. Διαβλέπει στὴ Χαναναία μιὰ θαυμαστὴ πίστη, ἔξω ἀπὸ θρησκευτικὲς κατηγορίες ἀξιολόγησης. Πρέπει αὐτὴ ἡ πίστη νὰ προβληθεῖ, νὰ φανεῖ καὶ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπὸ ὅλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς μπαίνει σὲ μία διαδικασία περίεργη, μιᾶς φαινομενικῆς περιφρόνησης τῆς γυναίκας αὐτῆς, χρησιμοποιώντας μάλιστα μιὰ σκληρὴ γλώσσα ποὺ δὲν ταιριάζει μὲ τὴ γνωστὴ ἤπια καὶ φιλάνθρωπη φρασεολογία του. Αὐτὴ ἡ τακτικὴ ἀντιμετώπισης τῆς ἁμαρτωλῆς ἔστω καὶ ταλαίπωρης αὐτῆς γυναίκας ξαφνιάζει καὶ αὐτοὺς τοὺς μαθητὲς ἀκόμη.

Ὁμιλεῖ γιὰ «τέκνα» καὶ γιὰ «κυνάρια». Τέκνα εἶναι ὁ λαὸς Ἰσραὴλ καὶ κυνάρια ὁ κόσμος τῶν ἐθνικῶν. Φοβερὴ διάκριση. Αὐτὴ ἡ ὠμὴ σὲ σκληρότητα γλώσσα φανερώνει τὰ κριτήρια τοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς καὶ ὄχι τοῦ Κυρίου τὴν κρίση. Σὲ λίγο, ὅταν θὰ μιλήσει γιὰ τὴν ὑποχρέωση τῶν γονέων νὰ δίνουν ψωμὶ στὰ παιδιά τους καὶ ὄχι στὰ σκυλιά τους καὶ μετὰ τὴν ἐπιμονὴ τῆς γυναίκας ὅτι καὶ τὰ σκυλιὰ τρέφονται ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν πλουσίων, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τὴ βαθιὰ πίστη αὐτῆς τῆς σεμνῆς καὶ ταπεινῆς μητέρας: «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις»! Καὶ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς θυγατέρας τῆς Χαναναίας μάνας ἔγινε, ἐξαιτίας μιᾶς πίστεως ποὺ προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἁμαρτωλὴ καὶ ἄθρησκη γυναίκα.

Εἶναι ἐνδιαφέρουσα καὶ ἡ παρατήρηση ἐκ μέρους τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, κατὰ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Ἀναφέρει, ὅτι ἡ Χαναναία ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ κάτοικος στὴν περιοχὴ τῆς Συροφοινίκης. Γνωρίζουμε, ὅτι στὶς περιοχὲς αὐτὲς τῆς Τύρου, τῆς Σιδῶνος καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Χαναὰν καὶ Συροφοινίκης, ὑπῆρχε μεγάλη ἑλληνικὴ κοινότητα ποὺ ἀσχολεῖτο κατὰ κύριο λόγο μὲ τὸ ἐμπόριο. Σ’ αὐτὸ τὸν ἑλληνικὸ κόσμο τῆς περιοχῆς αὐτῆς δραστηριοποιήθηκε ὁ Ἰησοῦς μὲ πολὺ θετικὰ ἀποτελέσματα, συνάντησε μιὰ ἐκπληκτικὴ πίστη, πνευματικῆς ποιότητας ψυχή, ποὺ ἔδωσε καὶ ἕνα πρῶτο δεῖγμα μελλοντικῆς προοπτικῆς τῆς χριστιανικῆς ἐποποιίας πρὸς τὸν κόσμο τῶν ἐθνῶν.



Νέα κριτήρια ἀληθινῆς πίστεως

Ἡ συγκεκριμένη περίπτωση συνάντησης τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν κόσμο τῶν ἐθνικῶν μᾶς ἀποκαλύπτει μίαν ἄλλη εἰκόνα περὶ πίστεως, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ γνωστὰ θρησκευτικὰ κριτήρια. Ὅσο κι ἂν αἰφνιδιάζει αὐτὴ ἡ προσέγγιση, ἕνα εἶναι γεγονός, ὅτι μὲ τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα τοῦ Κυρίου μπήκαμε σὲ μιὰ νέα ἐποχή, νέας ἀντίληψης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς κι ἐμεῖς ἀκόμη σήμερα, μετὰ ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες χριστιανικῆς ἐμπειρίας, παραμένουμε καὶ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἰουδαϊκὰ καὶ καθαρὰ νομικὰ κριτήρια.

Ἡ ἑλληνίδα γυναίκα ἀπὸ τὴ Χαναάν, παρόλη τὴν ἐθνική της καταγωγή, διατηροῦσε μία θαυμαστὴ ἀντίληψη πίστεως καὶ πνευματικότητας. Παρουσιάζεται στὸν Ἰησοῦ σεμνὴ καὶ ταπεινή, χωρὶς νὰ κομπάζει καὶ νὰ διεκδικεῖ, ὅπως θὰ ἔπραττε μία Ἰουδαία πιστὴ γυναίκα. Ἀσήμαντη μπροστὰ στὴν Ἁγιότητα καὶ τελειότητα τοῦ συνομιλητῆ της. Ἄξια ἀπόρριψης καὶ περιφρόνησης ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Ὅμως ἀληθινή, μὲ μία βαθιὰ ἀγάπη καὶ ταπεινοφροσύνη, ποὺ μεταμορφώνεται σὲ μία ἰσχυρὴ καὶ δυνατὴ πίστη. Μία πίστη ποὺ ὁ Ἰησοῦς δὲν βρῆκε ἄλλη ὅμοια οὔτε στὸν κόσμο τῶν πιστῶν.

Ἡ πίστη τῆς ἐθνικῆς γυναίκας γίνεται κριτήριο πλέον ἀξιολόγησης τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἀπὸ ἐξωτερικὰ καὶ τυπικὰ κριτήρια μπήκαμε σὲ μία διαδικασία ἐσωτερικῶν κριτηρίων ποιότητας καὶ ἀληθινότητας. Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀποκλειστικὸ γνώρισμα, ὅπως συνήθως θεωρεῖται, μόνο τῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Εἶναι φορές, ποὺ οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι διαθέτουν μία ἀνυποψίαστη καὶ συγκλονιστικὴ πίστη, συνδυασμένη συνήθως μὲ μιὰ ἐκπληκτικὴ ποιότητα ζωῆς. Αὐτοὶ προσεγγίζουν πιὸ πολὺ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ δικό του προβαλλόμενο πνευματικὸ ἦθος ζωῆς, παρὰ οἱ ἐκ παραδόσεως καὶ ἐξ ἐπαγγέλματος θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι.

Αὐτὸ τὸν ὑγιῆ προβληματισμὸ προβάλλουν οἱ εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μάρκος μὲ τὴ διάσωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ τῆς ἐθνικῆς γυναίκας. Ἡ περιγραφὴ ἐκ μέρους τῶν Εὐαγγελιστῶν εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρουσα, ρεαλιστικὴ καὶ ἀποκαλυπτική. Ἀπὸ τὴ μιὰ προβάλλεται ἡ περιφρόνηση τῆς γυναίκας αὐτῆς καὶ τοῦ κόσμου της ποὺ ἐκπροσωπεῖ ἀπὸ τοὺς ἰουδαίους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐξαίρεται ἡ πίστη της καὶ ἡ ἐμμονή της στὸ δικαίωμα τοῦ θαύματος καὶ τῆς σωτηρίας. Οἱ Ἰουδαῖοι ἔβλεπαν τὸν Ἰησοῦ μόνο ὡς ἕνα Ραββὶ καὶ Διδάσκαλο καὶ ἡ Χαναναία τὸν ἔβλεπε καὶ τὸν πίστευε ὡς Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ξεπέρασε τὴν ἁπλὴ καὶ ἐξωτερικὴ ἐντύπωση τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου στὴν ἱστορία καὶ μπῆκε στὸ μυστήριο τῆς σωτηριολογικῆς παρουσίας του στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ πίστη μιᾶς ἀληθινῆς μάνας καὶ ἡ ἀληθινότητα μιᾶς πραγματικῆς γυναίκας εἶναι ἱκανὴ νὰ κάνει καὶ τὸν Θεὸ ἀκόμη νὰ «ἀλλάξει» τακτικὴ ἔναντι τῶν ταπεινῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ἡ πίστη αὐτῆς τῆς Χαναναίας μάνας, ποὺ ξέρει καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ παρακαλεῖ κραυγάζουσα πρὸς τὸν Θεό, γίνεται ἱκανὴ νὰ τελεσθεῖ τὸ θαῦμα στὴ ζωή. Πράγματι, μὲ αὐτὴ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀνατρέπεται μιὰ λανθασμένη θρησκευτικὴ ἀντίληψη αἰώνων καὶ προβάλλεται ἕνας νέος «τύπος» πιστοῦ ἀνθρώπου, ποὺ συνδέεται ἄμεσα ἂν ὄχι μὲ τὴ θρησκεία, ὁπωσδήποτε ὅμως μὲ τὸ θαῦμα.

Αὐτὸ ποὺ πρωτεύει στὸ Χριστιανισμὸ δὲν εἶναι ἡ θρησκευτικὴ νομικὴ κατοχύρωση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἡ ἐπιμονὴ στὴν ἀναγκαιότητα λειτουργίας τοῦ θαύματος στὴ ζωή μας. Τὸ θαῦμα, δηλαδὴ ἡ χάρη, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ τὰ πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς στὴν ἀληθινή τους ἔκφραση.

Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι, ἂν ἡ θρησκευτικότητα παρεμποδίζει τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἂν οἱ θρησκευτικοὶ κανόνες ἐγκλωβίζουν τὴν πνευματικὴ ζωὴ νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ ἀναπτυχθεῖ φυσιολογικά. Τὸ ζητούμενο εἶναι, πὼς εἶναι δυνατόν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς τοποθετήσεις, εἴτε Ἰουδαῖος εἴτε ἐθνικὸς εἶναι κάποιος, νὰ ἔχει μία ἐντιμότητα καὶ νὰ διαθέτει μία βαθιὰ ἀναγκαιότητα κοινωνίας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί σ’ αὐτὸν τελικὰ βρίσκεται ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή.

Ἂν καὶ πλῆθος ἀνθρώπων, ἀκολούθων καὶ θαυμαστῶν, συνωθοῦνταν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ὅπως καὶ οἱ μαθητὲς του ἀκόμη, ὅλοι ἔμειναν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη τῆς Χαναναίας γυναίκας. Οἱ κραυγὲς καὶ οἱ παρακλήσεις της, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἐπιμονή της, ἄφησαν ὅλους ἀσυγκίνητους ἐξαιτίας τῆς διαφορετικῆς κοινωνικῆς καὶ θρησκευτικῆς τοποθέτησης. Μόνο ὁ Κύριος διέγνωσε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της καὶ τῶν αἰσθημάτων της καὶ ἐκεῖ ἀναγνώρισε ἕναν σπάνιο ἄνθρωπο καὶ μία ἐκλεκτὴ ψυχή.

Μήπως εἶναι καιρὸς καὶ τὰ δικά μας κριτήρια γιὰ τοὺς ἄλλους νὰ τὰ ἀναθεωρήσουμε καὶ νὰ μποῦμε στὴ λογική τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποσκοπεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας στὴν ἐσωτερικὴ ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση καὶ προέλευσή του;

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ 14 Φεβρουαρίου 2016 «Γενηθήτω σοι ως θέλεις.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ

Ευαγγέλιο: Ματθ. ΙΕ΄ 21 – 28
14 Φεβρουαρίου 2016
«Γενηθήτω σοι ως θέλεις.»


Σε απομακρυσμένη περιοχή της Γαλιλαίας έχει αποσυρθεί ο Κύριος με τους μαθητές Του. Στα σύνορα Τύρου και Σιδώνος. Εκεί, μια γυναίκα Χαναναία, βγαίνει έξω από τα σύνορα της περιοχής εκείνης και Του φωνάζει δυνατά: «Ελέησέ με Κύριε, Υιέ του Δαβίδ, η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Όπως θα δούμε στη συνέχεια, πρόκειται για μια γυναίκα με πονεμένη ψυχή, που έχει μεγάλη θλίψη και δοκιμασία. Γιατί η κόρη της είναι κυριευμένη από δαιμόνιο και υποφέρει φρικτά. Από αυτό καταλαβαίνει κανείς πόσο βασανιστική έχει καταντήσει η ζωή της γυναίκας αυτής. Πρόκειται για μια από τις οδυνηρότερες δοκιμασίες για τους γονείς, το να βλέπουν το παιδί τους, που το ανέστησαν με τόση ελπίδα, να γίνεται θύμα των πονηρών πνευμάτων.
Οι μαθητές του Κυρίου που παρακολουθούν τα συμβάντα, Τον πλησιάζουν και Τον παρακαλούν, λέγοντας: «Διώξε την Κύριε, γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει». Κι ο Ιησούς, λεει: «Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες». Κι εκείνη τότε, έρχεται και Τον προσκυνά, λέγοντας: « Κύριε βοήθησέ με». Κι ο Ιησούς βλέποντας την πίστη της, της λεει: «Μεγάλη είναι η πίστη σου γυναίκα. Ας γίνει όπως θέλεις». Και από εκείνη τη στιγμή γιατρεύεται η θυγατέρα της. Το αξιοθαύμαστο τούτο παράδειγμα της Χαναναίας, μας διδάσκει πως πρέπει να είναι κι η δική μας προσευχή, για να εισακούεται από τον Πανάγαθο Θεό.
Το πρώτο που χρειάζεται στην προσευχή για να εισακούεται στον Κύριο είναι η ακράδαντη πίστη. Η πίστη η μεγάλη και ακλόνητη στον Κύριο των δυνάμεων. Πίστη που δεν θα τη σκιάζει κανένας λογισμός δισταγμού και αμφιβολίας. Πίστη που να βλέπουμε τα πράγματα όχι από τη δική μας ανθρώπινη και αδύνατη πλευρά, αλλά από την πλευρά του Παντοδύναμου και Πανάγαθου Θεού μας. «Σας βεβαιώνω», μας λεει ο Κύριος, «ότι όλα όσα ζητήσετε στην προσευχή με πίστη, θα λάβετε και ότι αν έχετε πίστη χωρίς να αμφιβάλλετε...αν πείτε σ’ αυτό το βουνό σήκω και πέσε στη θάλασσα θα γίνει» (Ματθ. ΚΑ΄ 21, 22).
Αν κάποιος, πάλιν, θέλει να πάρει κάτι από τον Θεό, γράφει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, θα πρέπει να το ζητά με πίστη. «Ότι ζητούμε», μας λέει, «να το ζητούμε με πίστη και να μη έχουμε αμφιβολίες» (Ιακ. Α΄ 6). «Οποιοσδήποτε πιστεύει στον Κύριο», προσθέτει ο Θείος Παύλος, δεν θα ντροπιαστεί» (Ρωμ. Ι΄ 11).
Βλέπουμε, δηλαδή, ότι με την πίστη πραγματοποιούνται ακόμα και αυτά, που φαίνονται αδύνατα και ακατόρθωτα από τον άνθρωπο.
Μαζί, όμως, με την πίστη χρειάζεται να υπάρχει και θερμότητα καρδιάς.
Θερμότητα σαν αυτή που αισθάνθηκε η πονεμένη Χαναναία μητέρα, τα λόγια της οποίας έβγαιναν από τα φλογισμένα βάθη της καρδιάς της. Θερμότητα, σαν αυτή του Μωυσή, τότε που προσευχόταν, όταν τους καταδίωκαν τα άρματα του Φαραώ και εφαίνοντο χαμένοι όλοι οι Ισραηλίτες. Και μολονότι η προσευχή του ήταν μυστική, έφτανε ως βροντή στον Ουρανό. «Μη φοβείστε», είπε στο λαό ο Μωυσής, «σταθείτε και θα δείτε πως θα σας γλιτώσει σήμερα ο Κύριος. Τους Αιγυπτίους που βλέπετε σήμερα δεν θα τους ξαναδείτε ποτέ πια. Ο Κύριος θα πολεμήσει για σας. 
Εσείς μην ανησυχείτε.» (Εξοδ. ΙΔ΄ 13 – 14. Τέτοια θερμότητα σαν εκείνη του βασιλιά του Ισραήλ Εζεκία, που προσευχήθηκε στον Θεό για να αποφύγει τον θάνατο. Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς Εζεκίας, γράφει ο Προφήτης Ησαΐας, αρρώστησε βαριά να πεθάνει. Τότε τον επισκέφθηκε ο Προφήτης Ησαΐας, γιος του Αμώς και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος. Τακτοποίησε τις υποθέσεις του σπιτιού σου, γιατί δεν θα ζήσεις για πολύ ακόμα. Θα πεθάνεις.» Ο Εζεκίας γύρισε τότε το πρόσωπό στον τοίχο και προσευχήθηκε στον Κύριο. «Κύριε», είπε, «θυμήσου σε παρακαλώ, πως έζησα ενώπιόν σου με πιστότητα και ευθύτητα καρδιάς και έπραξα ό, τι σου ήταν αρεστό. Κι άρχισε να κλαίει γοερά. Τότε ήρθε στον προφήτη Ησαϊα λόγος του Κυρίου. Γύρνα πίσω, του είπε ο Κύριος και πες στον Εζεκία. Ο κύριος, ο Θεός του Δαβίδ του προγόνου σου, λέει: Άκουσα την προσευχή σου και είδα τα δάκρυά σου. Θα προσθέσω, λοιπόν, στη ζωή σου δεκαπέντε χρόνια.» (Ησ. ΛΗ΄ 1 – 6).
Αυτή την θερμότητα της καρδιάς είχαν και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, όταν προσευχόντουσαν. Γι’ αυτό και έβλεπαν να γίνονται συχνά θαύματα με την προσευχή τους. Άλλως τε, αυτήν την θερμότητα την αισθανόμαστε κι εμείς, όταν προσευχόμαστε, με τις προσευχές αυτές των αγίων μας, που είναι καταχωρισμένες στις ιερές Ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Οι προσευχές αυτές, με τον κατανυκτικό χαρακτήρα τους, μας λένε επίσης, ότι για να εισακούονται, θα πρέπει να γίνονται με ταπείνωση. Αυτή η βαθειά ταπείνωση χαρακτήριζε και την προσευχή της Χαναναίας, που δεν θίγηκε, όταν δεν της έδινε σημασία ο Κύριος και δεν προσβλήθηκε όταν ο Κύριος την ονόμασε «κυνάριον». Αυτή την ταπείνωση είχε και ο Αβραάμ, που ενώ συνομιλούσε διά της προσευχής «πρόσωπον προς πρόσωπον» με τον Θεό, εν τούτοις είχε για τον εαυτό του το φρόνημα ότι ήταν «γη και σποδός», χώμα και στάχτη. «Συγχώρησέ με Κύριε μου», λέει, «που τολμώ να σου μιλώ, ενώ είμαι χώμα και σκόνη» (Γεν. ΙΗ΄ 27). Αυτή την ταπείνωση δείχνει και ο τελώνης, όταν τύπτει με συντριβή στην άκρη του Ναού το στήθος του, επαναλαμβάνοντας συνεχώς το: «Ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ΙΗ΄ 13).
Είναι τόσο άπειρα Πανάγαθος και Πάνσοφος ο Θεός, ώστε δεν αρκεί να ικανοποιεί τα όσα μικρά και ασήμαντα εμείς οι φτωχοί του ζητούμε. Βλέπει βαθύτερα στην καρδιά μας. Στοχεύει μακρύτερα στο πραγματικό, το αιώνιο συμφέρον μας. Και γι’ αυτό μερικές φορές μας παιδαγωγεί. Δοκιμάζει την πίστη μας, ασκεί την υπομονή μας και μας καταρτίζει σε ταπείνωση και υποταγή. Σιωπά συχνά στις προσευχές μας. Άλλοτε προσθέτει καινούργιες θλίψεις και πειρασμούς στον αγώνα μας. Επιτρέπει ζημιές, αποτυχίες, ταπεινώσεις, απογοητεύσεις, αρρώστιες, αγωνίες και δάκρυα. Και περιμένει. Περιμένει να προβάλει ο αγιασμός της ψυχής.
Αδελφοί μου! Δεν γνωρίζουμε πιο είναι το σχέδιο του Θεού στη ζωή μας, για πόσο ακόμα η αγάπη Του θα επιτρέπει δοκιμασίες σε μας, αν προσθέσει και άλλες ή αν θα δώσει τέλος στον πόνο μας. Θα πρέπει, όμως, να γνωρίζουμε ότι ο βίος μας είναι δοκιμαστήριο. Με τις θλίψεις και τα βάσανα της ζωής μας, πληρώνουμε βέβαια τις αμαρτίες μας, αλλά δοκιμάζεται και η πίστη μας. Μη αποκάμνουμε, λοιπόν. Ας υπομένουμε. Η υπομονή μας, η βαθειά μας ταπείνωση, η πολλή προσευχή μας, θα μεγαλώνει την πίστη μας και θα ελκύει το έλεος του Θεού επάνω μας. Ας εμπιστευθούμε, λοιπόν, τη ζωή μας στα χέρια του Θεού, να την κατευθύνει όπως η αγάπη Του ξέρει καλύτερα για μας.
Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης Διονύσιος

Κυριακὴ ΙΖ΄ Ματθαίου. Tὸ κ α μ π α ν α ρ ι ό! (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

Κυριακὴ ΙΖ΄ Ματθαίου
(Ματθ. ιέ 21-28)

Tὸ  κ α μ π α ν α ρ ι ό!
«Ὦ γύναι, μεγάλη σου, ἡ πίστις!...»

 (†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

Μὲ τὸ βαθὺ τραῦμα στὴν καρδιά της ἡ δυστυχισμένη γυναίκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἔρχεται, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, εἰς τὸν Κύριον.  Δὲν εἶναι Ἰουδαία.  Εἶναι ἀλλόθρησκος. Εἰδωλολάτρις.  Καὶ ἀλλόφυλος. Συροφοινίκισσα. Ἕμαθε ὅτι κάπου ἐκεῖ ἦτο ὁ Χριστός. Εἶχεν ἀκούσει, φαίνεται, διὰ τὰ θαύματά Του.


Ὅταν, λοιπόν, Τὸν εἶδεν, ἤρχισεν ἀπὸ μακρυὰ νὰ Τὸν παρακαλῇ: «Ἰησοῦ, ἐλέησέ με.  Τὸ κοριτσάκι μου ὑποφέρει ἀπὸ δαιμόνια. Τὸ βλέπω καὶ λυώνει ἡ καρδιά μου. Ἐλέησέ με».
Ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾷ. Αὐτὴ ὅμως συνεχίζει τὰς ἱκεσίας της. Οἱ μαθηταὶ δυσανασχετοῦν.  Τὸν παρακαλοῦν νὰ τῆς δώσῃ αὐτὸ ποὺ ζητεῖ, διὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς φωνές της.  Καὶ εἰς μίαν στιγμήν, ποὺ ἡ γυναίκα ἦτο κοντά τους, στρέφεται ὁ Κύριος καὶ μὲ σοβαρὸν ὕφος τῆς λέγει: «Δὲν ἀπεστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα μου παρὰ διὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραλήλ».

Ἡ Χαναναία ὅμως δὲν ἀποθαρρύνεται. Συνεχίζει καὶ παρακαλεῖ.
Ὁ Χριστὸς καὶ πάλιν ἀρνεῖται.  Μάλιστα τώρα μὲ μίαν πολὺ βαρεῖαν φράσιν: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρῃ κανεὶς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν του καὶ νὰ τὸ ρίψῃ στὰ σκυλάκια».
Σκληρὸς λόγος. Θέλει νὰ τὴν δοκιμάσῃ. Ἀλλὰ καὶ ἡ πονεμένη μητέρα δὲν ὑποχωρεῖ. «Ναὶ, Κύριε, δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι.  Καὶ τὰ σκυλάκια ὅμως ἀποζοῦν ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ πίπτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων των». Αὐτὸ ἦτο... Ἡ γυναίκα εἶχε νικήσει.
Ὁ Κύριος, κατάπληκτος ἀπὸ τὴν σταθερότητα τῆς πίστεως τῆς Χαναναίας, τῆς λέγει: «Ὦ γυναίκα, μεγάλη σου ἡ πίστις! Ἄς γίνῃ ὅπως θέλεις».  Καὶ τὸ Εὐαγγέλιον σημειώνει, ὅτι ἐθεραπεύθη ἡ θυγατέρα της ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνην.
Ἀλήθεια! Ὁμολογοῦμεν, ὅτι μᾶς κάμνει ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν ἡ φλογερὰ αὐτὴ πίστις.
Διὰ τὴν πίστιν αὐτὴν γενικώτερον θὰ ἠθέλαμεν νὰ γίνῃ λόγος εἰς τὸ σημερινὸν μας κήρυγμα.
Δ ι ὰ  τ ὰ  ε ὐ ε ρ γ ε τ ι κ ὰ  κ α ὶ  σ ω τ ή ρ ι α  ἀ π ο τ ε λ έ σ μ α τ α  τ ῆ ς  π ί σ τ ε ω ς  ε ἰ ς  τ ὴ ν  ζ ω ή ν  μ α ς.
1.Ἡ  πίστις ἀπαντᾶ εἰς ὅλα τὰ μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἀρχίζει νὰ ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος, τοῦ δημιουργοῦνται προβλήματα καὶ αἰνίγματα. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλων τῶν ἐποχῶν, τὰ ἀντιμετώπισαν. Λ.χ. πόθεν ἐρχόμεθα· ποῦ πηγαίνομεν· ποῖος ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας· τί ὑπάρχει μετὰ θάνατον· πῶς ἐδημιουργήθη ὁ κόσμος κλπ.  Ποιός ὅμως θὰ μᾶς ἀπαντήσῃ ὑπευθύνως καὶ ἱκανοποιητικῶς εἰς τὰ ἐρωτήματα αὐτά;
Ὁ ἄνθρωπος προσεπάθησε. Ἕκαμε συλλογισμούς. Διετύπωσε θεωρίας. Ἔγραψεν, ἐδίδαξεν. Ἐδημιούργησε σχολάς. Λυχνάρι ὅμως στὸ βαθὺ σκοτάδι. Κάτι βρῆκε. Ἀλλὰ τόσο λίγο, τόσο φτωχό.  Μόνον ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθειαν. Ἁπλᾶ.  Θετικά.
Ἀλλὰ χρειάζεται κάτι ὡς προϋποθέσεις: Ἡ πίστις.  Μόλις ὁ ἄνθρωπος πιστεύσῃ, τότε πλέον ἡ ψυχὴ μὲ τὰ ἐρωτιματικά της εἰρηνεύει. Ἀναπαύεται.  Καὶ ἔτσι, ὅ,τι οἱ σοφοὶ καὶ οἱ γίγαντες τῆς σκέψεως δὲν ἠμποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν, τὸ ἐπιτυγχάνει ὁ ἁπλοῦς καὶ κοινὸς ἄνθρωπος μὲ τὸ μέγα ἐφόδιον τῆς πίστεως εἰς τὰς βεβαιώσεις τοῦ Θεοῦ.  Καὶ δὲν εἶναι ἡ πίστις αὐτὴ μία ἀνόητος καὶ τυφλὴ παραδοχὴ μυθικῶν πραγμάτων.
Εἶναι μία φωτισμένη καὶ μεθοδικὴ ἀποδοχὴ ἀληθειῶν, ποὺ διετύπωσε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ παρεδέχθη μὲ ἀνεπιφύλακτον ἐμπιστοσύνην ἀτελεύτητος σειρὰ εἰλικρινῶν ἀνθρώπων διὰ μέσου τῶν αἰώνων.  Καὶ εὗρον εἰς τὴν πίστιν αὐτὴν τὸ μυστικὸ κλειδὶ τῆς λύσεως ὅλων τῶν ἀγωνιωδῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς.
Ἀληθῶς! Εὐτυχισμένη ἡ ψυχή, πού πιστεύει....
2. Σωσίβιον εἰς τὰς τρικυμίας τοῦ βίου.
Ἀλλ’ ἡ πίστις δίδει κάτι περισσότερον. Εἶπαν, ὅτι ἡ ζωὴ ὁμοιάζει μὲ θάλασσαν. Τὴν γαλήνην ἀποτόμως τὴν διαδέχεται ἡ τρικυμία.  Κύματα ἀπειλοῦν τὴν εὐτυχίαν μας. Ἀτυχήματα καὶ ἀσθένειαι, θάνατοι καὶ πτωχεία, κατατρεγμοὶ καὶ συκοφαντίαι, πικρίαι καὶ ἀφόρητα οἰκογενειακὰ δράματα.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος, σὰν τὸν ναυαγόν, στὴν ἀφρισμένη θάλασσα, ποῦ θὰ εὑρῇ τὸ σωσίβιο, διὰ νὰ μὴ πνιγῇ;
Ποῦ ἀλλοῦ ἀπὸ τὴν  πίστιν; Ἀπὸ τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν, τὸν μόνον μέγαν καὶ δυνατὸν προστάτην, τὸ μοναδικὸν καταφύγιον;
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως δὲν ἐνδιαφέρονται.  Δὲν θέλουν. Ἀλλὰ καὶ νὰ θέλουν, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν ἠμποροῦν.  Μένομεν τότε ἀβοήθητοι.  Καὶ πολλοὶ ἀπογοητεύονται καὶ τὰ χάνουν. Εἰς τὰς ὥρας αὐτὰς λύσις δὲν εἶναι τὸ περίστροφον καὶ ἡ αὐτοκτονία. Ἄνθρωπε, ποὺ πονᾶς, ψηλὰ τὰ μάτια! Εἰς τὸν Θεόν.  Κοίτα.  Τὸ χέρι Του εἶναι ἕτοιμον νὰ σὲ βοηθήσῃ.
Ἀρκεῖ νὰ πιστεύσῃς ἀπόλυτα εἰς τὴν ἀγάπην Του καὶ τὴν δύναμίν Του. Ὅπως ἡ Χαναναία.  Φώναξε καὶ σύ: «Κύριε, ἐλέησόν με».  Καὶ θὰ ἔλθῃ ὁ Θεός.
Πόσοι ἀπηλπισμένοι ἀπὸ τὰ συνεχῆ κτυπήματα καὶ τὰ συμφορὰς δὲν εὗρον εἰς τὴν πίστιν αὐτὴν παρηγορίαν καὶ δύναμιν, διὰ νὰ μὴ λυγίσουν!  Καί, ἐνῷ ὅλα γύρω των ἐκλονίζοντο, αὐτοὶ ἔμενον σταθεροί.  Βράχοι ἀμετακίνητοι!
Γιὰ ἐνθυμηθῆτε τὸν Ἰώβ; Ἄρχων, πλούσιος, εὐτυχής.  Σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ ἔχασεν ὅλα.  Περιουσίαν, παιδιά, ὑγείαν. Ἀλλὰ τοῦ ἔμεινε τὸ σπουδαιότερο. Ἡ πίστις καὶ ἡ ἐλπὶς πρὸς τὸν Θεὸν. Αὐτὸ του ἔφθασε. Δὲν ἐλύγισε.  Καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἤμειψε. Τοῦ ἔδωσε περισσότερα, ἀπ’ ὅσα εἶχε χάσει.
Χιλιάδες παλαιῶν καὶ συγχρόνων Ἰὼβ ἐπέρασαν ἀπ’ αὐτὴν τὴν κατάστασιν. Ἀλλὰ δὲν ἐκάμφθησαν. Ἐνίκησαν. Οἱ πιστεύοντες δὲν φοβοῦνται. Εἶναι ἀσφαλισμένοι. Ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν.
Θὰ ἔχῃς ἀκούσει διὰ τὸν Ρωμαῖον ἐκεῖνον αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἕνα ἐλάφι, ἐλάφι, ποὺ τὸ ἀγαποῦσε πολύ.  Γιὰ νὰ εἶναι βέβαιος, ὅτι κανένας δὲν θὰ τὸ κακοποιήσῃ, ἐπέρασεν εἰς τὸν λαιμόν του μιὰ χρυσῆ ἁλυσίδα μὲ τὴν  ἐπιγραφήν: «Μὴ μὲ ἐγγιζῃς ἀνήκω εἰς τὸν Καίσαρα». Ἔτσι καὶ ὁ πιστεύων. Ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν.  Καὶ εἶναι ἀσφαλισμένος.  Διατί νὰ ἀνησυχῇ;
3. Μία ἀπορία.
Ἀκούω ὅμως μίαν ἀπορίαν σου. «Ναί, ἀλλ’ ἐνῷ ἐγὼ πιστεύω καὶ παρακαλῶ, ὑποφέρω συνεχῶς. Ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἀκούει».  Φίλε μου, δοκιμάζει ὁ Θεός.  Δὲν εἶδες τὴν Χαναναία; Τὴν ἐδοκίμασεν ὁ Χριστός. Ἐφαίνετο ὅτι δὲν τὴν ἤκουε· ὅτι τὴν περιφρονοῦσε. Ἐκείνη ὅμως τόσον περισσότερον ἐφώναξεν. Ἐπέμεινεν. Ἐπολέμησεν ἀκούραστα. Καὶ ἐνίκησεν εἰς τὸ τέλος πανηγυρικά. Ἔτσι καὶ μὲ ἡμᾶς.
Θὰ χρειασθῇ ὑπομονὴ καὶ ὑποταγή. Ὁ Θεὸς οὔτε ἄδικος εἶναι, οὔτε ἀσυγκίνητος. Ἀγαπᾷ. Καὶ ἄν εἶναι συμφέρον μας, θὰ μᾶς δώσῃ αὐτό, ποὺ τοῦ ζητᾶμε. Εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνῃ διαφορετικά.  Τὸ ἰδικόν μας καθῆκον εἶναι νὰ μὴν ἀνησυχοῦμε. Νὰ μὴ χάνωμεν τὴν πίστιν. Ἔλεγεν ἕνας ἱερεὺς σὲ κάποιον πονεμένον, ποὺ εἶχε χάσει τὴν πίστιν του: «Ὁ σταυρός σου εἶναι ξύλινος.  Χωρὶς ὅμως τὴν πίστιν γίνεται βαρύς. Εἶναι σἄν νὰ προσθέτῃς μίαν ἐπένδυσιν ἀπὸ μολύβι».
Ἔτσι εἶναι. Ὅσοι βαδίζουν στὴ ζωή τους χωρὶς τὴν πίστιν, χωρὶς ἐλπίδα, λυγίζουν. Εἶναι ἐκεῖνο τὸ μολύβι....τὸ βαρύ.
4.Ἀναδεικνύει ἥρωας.
Ἔτσι ἀναδεικνύονται οἱ ἥρωες. Οἱ ἥρωες εἰς τὴν μάχην τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, «οἵ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρὸς, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας...»(Ἕβρ. ια΄, 33-34), ἦσαν ἀληθινοὶ ἥρωες.  Κατέπληξαν τοὺς δημίους των, τοὺς ἐχθρούς των μὲ τὴν ἀνδρείαν των.
Καὶ ὄχι μόνον ἄτομα, ἀλλὰ καὶ λαοὺς ἀναδεικνύει ἡρωϊκοὺς ἡ πίστις. Τὸ ἰδικόν μας ἰδίως Ἔθνος ἔχει μίαν ἱστορίαν, ὅπου ἡ πίστις κατήγαγε θριάμβους. Ὑπῆρξε ὅπλον ἀκατανίκητον.  Διότι ἡ πίστις πυρώνει τὰ στήθη· θερμαίνει τὴν ψυχή· χαλυβδώνει τὴν θέλησιν· ἀνοίγει δρόμους ζωῆς. Τί χάνουν ἐκεῖνοι, ποὺ προχωροῦν χωρὶς πίστιν!... Τί χάνουν! .....
Ἀγαπητοί,
Πρὸ ἐτῶν ἡ καταιγὶς κατέστρεψεν ἕνα μικρὸ ναό, χτισμένο στὰ παράλια κάποιας χώρας. Ὁ λαὸς δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἀνοικοδομήσῃ. Ἦταν πτωχός.  Μιὰν ἡμέραν ἕνας ἀντιπρόσωπος τοῦ Ναυαρχείου ἦλθε στὸ Ἐφημέριο, διὰ νὰ ἐρωτήσῃ, ἄν σκέπτωνται νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸν ναόν. Ὁ Ἐφημέριος εἶπεν, ὅτι ἡ φτώχεια τοῦ λαοῦ εἶναι μεγάλη. «Τότε, ἀπήντησεν ὁ ἀξιωματικός, ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε σεῖς, θὰ τὸν ἀνοικοδομήσουμε ἐμεῖς. Ἐκεῖνο τὸ κωδωνοστάσιον εἶναι στοὺς χάρτας μας ἐπάνω χαραγμένο. Τὰ πλοῖά μας καθορίζουν ἔτσι τὴν πορείαν των.  Μᾶς εἶναι, λοιπόν, ἀπαραίτητο».
Ἕνας λαὸς πονεμένος, ναυαγισμένος, τώρα, τελευταῖα, ἔρχεται πάλιν πίσω στὴν Ἐκκλησία του, τὴν εὐλογημένην αὐτὴν κιβωτὸν τῆς σωτηρίας, καὶ λέγει:
-«Θέλω νὰ μοῦ στερεώσετε καὶ πάλιν τὸ καμπαναριό. Ἔφταιξα. Ἐγὼ τὸ ἐγκρέμισα στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου».
Κι’ εἶναι γεμάτη πόνο καὶ ἐλπίδα αὐτή του ἡ φωνή:
Στῆστε καὶ πάλιν μέσα μου τῆς πίστεως τὸ ποθητὸ καμπαναριό! 
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 


ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ) Κυριακή 14η Φεβρουαρίου 2016 «Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ)

Κυριακή  14η  Φεβρουαρίου 2016

«Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον»

Προσέξατε, ἀδελφοὶ χριστιανοί, προσέξατε τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα; Στὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ παρουσιάζεται ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀδιάφορος στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ποιός; Αὐτὸς ποὺ ἀφουγκράζεται τὸν πόνο κάθε ἀθρώπινης ψυχῆς εἴτε πιστεύει σ᾽ αὐτὸν εἴτε ὄχι, εἴτε προστρέχει σ᾽ αὐτὸν εἴτε ὄχι.

Γιατί ὅμως ὁ Χριστὸς φαίνεται σήμερα νὰ ἀδιαφορῇ στὸν πόνο μιᾶς γυναίκας, ἡ ὁποία ἀκολουθώντας τὴν συνοδεία του φώναζε καὶ τὸν ἐκλιπαροῦσε νὰ τὴν ἐλεήσῃ ἐλευθερώνοντας τὴν κόρη της ἀπὸ τὸ φοβερὸ δαιμόνιο ποὺ τὴν ταλαιπωροῦσε καὶ τὴν βασάνιζε; Γιατί αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία;


Ὄχι βέβαια ἀπὸ σκληροκαρδία. Μακριὰ ἀπὸ τὴν σκέψι μας τέτοια βλασφημία. Ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι ἡ πιὸ εὐαίσθητη καρδιά. Ἄλλος ἦταν ὁ λόγος τῆς φαινομενικῆς ἀδιαφορίας. Ποιός;

Ἡ γυναίκα, ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦσε φωνάζοντας σπαρακτικά, δὲν ἦταν Ἰσραηλίτισσα· ἦταν Χαναναία, Συροφοινίκισσα, δηλαδὴ Ἑλληνίδα. Ἔκρυβε ὅμως μέσα της αὐτὴ ἡ εἰδωλολάτρισσα ἕνα μεγάλο θησαυρό. Εἶχε στὴν καρδιά της τὴ μεγάλη πίστι, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ θεραπεύσῃ τὴ δαιμονισμένη κόρη της. Καὶ ἡ πίστι αὐτή, μπολιασμένη μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ἔκανε τὸ θαῦμα.

Ποῦ φαίνεται ἡ πίστι τῆς Χαναναίας καὶ ποῦ ἡ ταπεινοφροσύνη της; Ἡ πίστι της φαίνεται στὴν ἐπιμονή, μὲ τὴν ὁποία παρακαλοῦσε γιὰ τὴν θεραπεία τῆς κόρης της. «Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν» (Ματθ. 15,23), εἶπαν οἱ μαθηταὶ μεσολαβώντας ὑπὲρ τῆς πονεμένης μητέρας. Ἀπόλυσέ την, ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά της, διότι μᾶς ξεκούφανε, θὰ λέγαμε σὲ μιὰ πιὸ ἐλεύθερη ἀπόδοσι. Καὶ ὁ Χριστὸς στὴν φαινομενική του ἀδιαφορία πρόσθεσε καὶ μιὰ ταπεινωτικὴ γιὰ τὴν πονεμένη γυναῖκα φράσι· «Δὲν εἶναι σωστό», εἶπε, «νὰ πάρω τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὸ ῥίξω στὰ σκυλιά». Τὴν εἶπε «σκυλί», χρησιμοποιώντας τὴν Ἰουδαϊκὴ φρασιολογία γιὰ τοὺς ἐθνικούς. Ἐκείνη ὅμως δὲν προσβλήθηκε  ἀπὸ τὴ βρισιά, ἀλλὰ τὴ δέχθηκε· καί, μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ εἶχε, ταπείνωσε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἑαυτό της. Ὠνόμασε τὸν ἑαυτό της «σκυλάκι», ζῷο δηλαδὴ ποὺ δὲν προσφέρει καμμιά ὑπηρεσία στὰ ἀφεντικά του, ὅπως ἕνας σκύλος ποὺ προσφέρει ὑπηρεσία φύλακα. «Ναί, Κύριε», ἀπήντησε ἡ Χαναναία· «ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλάκια προσπαθοῦν νὰ χορτάσουν ἀπ᾽ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους». Στὰ λόγια αὐτὰ φαίνεται ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη της. Νά πιὸ ἁπλούστερα τὰ λόγια τῆς Χαναναίας· Δὲν ζητῶ ἕνα κομμάτι ψωμί, δὲν ζητῶ ἕνα κομμάτι, ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου, Κύριε, ἀλλὰ ἕνα μικρὸ ψίχουλο ζητῶ, γιὰ νὰ θεραπευθῇ ἡ κόρη μου. Πίστευε ἡ βασανισμένη ἐκείνη μητέρα, ὅτι ἕνα ψίχουλο τῆς παντοδυνάμου ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ θὰ θεράπευε τὴν δαιμονισμένη κόρη της.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μεγάλος παιδαγωγός, μὲ πολλοὺς τρόπους παιδαγωγεῖ τὰ παιδιά του γιὰ νὰ τὰ ὁδηγήση στὴ σωτηρία. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους του εἶναι καὶ ἡ «ἀδιαφορία». Προσποιεῖται τὸν ἀδιάφορο, ἄλλοτε γιὰ νὰ δυναμώσῃ ἡ λιγοστὴ πίστι τοῦ προσερχομένου σ᾽ αὐτόν, καὶ ἄλλοτε γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ στοὺς ἀνθρώπους ἡ μεγάλη πίστι του ἢ κάποια ἄλλη ἀρετή του. Πολλὰ τέτοια περιστατικὰ περιέχονται στὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Ἐκλησίας μας, τόσο στὴν ἁγία Γραφὴ ὅσο καὶ στὰ ἱερὰ συναξάρια, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἐφαρμοσμένη ἁγία Γραφή. Στὴ συνέχεια θὰ σᾶς ἀναφέρω ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ μεγάλου καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου, τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου.

Κάποια μέρα ὁ ἅγιος Ἀντώνιος δέχθηκε ἐπίθεσι πολλῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι τὸν ἔδερναν ἀνηλεῶς. Στὸν πόνο του ἐπάνω ὁ Ἅγιος ἐπικαλεῖτο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ζητώντας νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ αὐτὴ πάταξι. Ἀπάντησι ὅμως δὲν ἔπαιρνε. Καὶ ἀφοῦ εἶχε περάσει ἀρκετὴ ὥρα, τότε ὁ Κύριος τὸν ἐρωτᾷ· –Τί θέλεις, Ἀντώνιε; –Ποῦ εἶσαι, Κύριε; –Ἐδῶ κοντά σου εἶμαι. –Καὶ γιατί δὲν μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δαιμόνων; –Γιὰ νὰ φανῇ στοὺς ἀνθρώπους ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀντοχή σου… Ἡ φαινομενικὴ ἀδιαφορία τοῦ Ἰησοῦ μᾶς ἔκανε γνωστὴ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου πρὸς τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.

Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, κάθε φορὰ ποὺ ζητοῦμε κάτι ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ δὲν μᾶς τὸ δίνει ἀμέσως, νὰ μὴ λέμε τὸ βλάσφημο ἐκεῖνο λόγο «Μὲ ξέχασε ὁ Θεός». Ὄχι! ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ξεχνάει, οὔτε ἀδιαφορεῖ γιὰ ὅ,τι τοῦ ζητοῦμε. Ἂν καθυστερῇ νὰ ἔλθῃ ἡ ἀπάντησι, αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ πίστι μας δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ ἐνεργοποιήσῃ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ· μπορεῖ νὰ εἶναι λίγη, καὶ πρέπει νὰ τὴν αὐξήσουμε. Ἢ μπορεῖ νὰ πρέπῃ νὰ ἀσκηθοῦμε στὴν ἐπιμονή, στὸ νὰ ζητοῦμε ἐπίμονα καὶ ἀκούραστα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸ αἴτημά μας. Ἢ τέλος μπορεῖ ἡ ἱκανοποίησι τοῦ αἰτήματός μας νὰ μὴν εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον μας. Πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητάς του· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε (Ματθ. 20,22. Μᾶρκ. 10,38). Ἔτσι, ἀδελφοί μου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστι, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ὑπομονή, ποὺ χρειάζονται τὰ αἰτήματά μας πρὸς τὸν Κύριο, ἂς τὰ συνοδεύῃ καὶ ἡ φράσι· «Ἂν, Κύριε, αὐτὸ ποὺ ζητῶ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημά σου καὶ θὰ συμβάλῃ γιὰ τὴν σωτηρία μου, τότε ἂς γίνͺῃ».

Καὶ νὰ μὴν ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ Κύριος γνωρίζει ἀπὸ τί πραγματικὰ ἔχουμε ἀνάγκη· καὶ θὰ μᾶς τὸ δώσῃ, ὅπως τὸ ἔδωσε στὴν Χαναναία, ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς τὶς ἀρετές της. Ἀμήν.

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ΙΖ΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (τῆς Χαναναίας) Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Ὢ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις»

Ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πολλὲς μεγάλες ἀρετὲς μιᾶς εἰδωλολάτριδας γυναίκας μαζὶ μὲ ποικίλα ψυχωφελῆ διδάγματα μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί.

Ἂς προσπαθήσουμε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐμβαθύνουμε σὲ ὅσα μόλις ἀκούσαμε, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε θεϊκὰ δωρήματα καὶ φῶς στὸ δύσβατο δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς.


Περιοδεύοντας ὁ Χριστός μας σὲ πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης, κηρύσσοντας τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύοντας ἀσθενεῖς, ἔφθασε κάποτε στὰ μέρη τῆς Φοινίκης, τοῦ σημερινοῦ δηλαδὴ Λιβάνου, στὴν περιοχὴ τῶν παραλιακῶν πόλεων Τύρου καὶ Σιδώνας, ποὺ δὲν ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ παράλια τῆς Κύπρου μας. Στὴν περιοχὴ ἐκείνη, ἀπὸ ἀρχαιότατους χρόνους, κατοικοῦσαν εἰδωλολάτρες. Τότε λοιπὸν μιὰ γυναίκα, εἰδωλολά-τριδα στὴν πίστη καὶ ταλαιπωρημένη στὴ ζωή, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ ἐξαίσια θαύματα ποὺ τελοῦσε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Διδάσκαλος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ πληροφορημένη πὼς ἔφθασε στὰ μέρη της, ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει. Νὰ τὸν συναντήσει ὅμως μὲ πόθο καὶ πίστη, μὲ ἐλπίδα καὶ ἐπιμονὴ στὴν ἐλπίδα της αὐτή. Γιατί ὅμως; Εἶχε ἕνα παιδί, ἕνα κοριτσάκι, ποὺ τὸ βασάνιζε σκληρὰ ἄγριο δαιμόνιο. Καὶ τὸ ταλαιπωροῦσε ἀφάνταστα ψυχικὰ καὶ σωματικά, χωρὶς νὰ ἀφήνει, οὔτε τὴν ἴδια, οὔτε τὴν οἰκογένειά της νὰ ἡσυχάσει. Ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψη ὅμως δὲν τὴν ἀπέλπισαν, παρόλο ποὺ ἦταν εἰδωλολάτριδα, ἀλλὰ τὴν ὁδήγησαν, μὲ τὴ φώτιση τῆς θείας Πρόνοιας, στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἔτρεξε λοιπὸν νὰ συναντήσει τὸν Χριστό, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸ παιδί της. Κι ὅπως τονίζει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐξῆλθε «τῶν ὁρίων αὐτῆς», βγῆκε δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ὅρια ποὺ διέμενε, ἔτρεξε μακρυά -ἀσύνηθες πρᾶγμα γιὰ γυναίκα-, γιὰ νὰ βρεῖ τὸν ποθούμενο Λυτρωτή.

Πρῶτο τοῦτο μάθημα γιὰ μᾶς, ἀδελφοί. Στὸν πόνο καὶ στὴν θλίψη καὶ τὴν δοκιμασία μας, ναί, θὰ πᾶμε καὶ στὸν γιατρό, ἀλλὰ πρώτιστα νὰ προστρέξουμε καὶ νὰ προσπέσουμε στὸν μέγα καὶ ἀληθινὸ Ἰατρὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων, στὸν Χριστό μας. Οὔτε θὰ ἀπελπιστοῦμε, γιατί ὅλα στὴ ζωή μας εἶναι στὰ χέρια, στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Οὔτε πολλῷ μᾶλλον θὰ καταφύγουμε σὲ μάγους καὶ μέντιουμ -πράγμα, ποὺ δυστυχῶς σήμερα γίνεται συχνότατα-, γιατὶ αὐτοὶ μόνο ζημιὰ θὰ μᾶς προξενήσουν, καὶ σωματική καί, κυρίως, ψυχική.

Φώναζε λοιπὸν στὸν Κύριο ἡ εὐλογημένη ἐκείνη ψυχή: «Ἐλέησέ με, Κύριε, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, γιατὶ τὸ κορίτσι μου ταλαιπωρεῖται πολὺ ἀπὸ δαιμόνιο!» Μ᾿ αὐτὸ τό, «ἐλέησόν με», παρέστησε τὸ πόσο ἐλεεινὸ ἦταν τὸ δράμα, ἡ ψυχική της ὀδύνη, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καί, πῶς ἀντέδρασε στὶς σπαραξικάρδιες ἐκεῖνες κραυγές της ὁ ἐλεήμων Ἰησοῦς; Παράξενο! Οὔτε νὰ τὴ δεῖ γύρισε, οὔτε ἕνα λόγο δὲν τῆς εἶπε. Εἶχε τὸ σχέδιό Του ὁ καρδιογνώστης Κύριος. Δοκίμαζε ξανὰ τὴν πίστη τῆς γυναίκας ἐκείνης! Καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Δεσπότου, ἁπλοὶ καὶ πονόψυχοι ἄνθρωποι -λὲς καὶ χρειαζόταν μεσίτες ὁ Κύριος-, τὸν παρακάλεσαν τοὐλάχιστον νὰ τὴ διώξει, νὰ τὴν ἀπομακρύνει, καθὼς τοὺς ἀκολουθοῦσε φωνάζοντας καὶ ζητώντας ἔλεος. Ὁ Κύριος ὅμως καὶ πάλιν δοκιμάζει τὴν πίστη τῆς Χαναναίας, λέγοντας πὼς εἶχε ἀποσταλεῖ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα, τοὺς ἀνθρώπους δηλαδή, τοῦ «οἴκου Ἰσραήλ». Ἀσφαλῶς ἐδῶ ὁ Κύριος παραβολικὰ ἐννοοῦσε, ὄχι μόνο τοὺς κατὰ σάρκα Ἰσραηλίτες, ἀλλὰ καὶ τὸν νέο Ἰσραήλ, τοὺς ἐθνικοὺς ἢ εἰδωλολάτρες, ποὺ κι αὐτοὶ ἦταν χαμένα πρόβατα στὰ ὄρη τῆς ἀπιστίας καὶ ἁμαρτίας, καὶ ποὺ ἦλθε νὰ περιμαζέψει στὴ μάνδρα Του, τὴν Ἐκκλησία, ὁ Καλὸς Ποιμένας Χριστός. Καὶ προσέξετε, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τὴν πίστη καὶ ἐπιμονὴ τῆς γυναίκας, τὶς δύο τοῦτες μεγάλες της ἀρετές. Πρῶτα, εἶδε τὴν (φαινομενικὴ ἀσφαλῶς) ἀδιαφορία τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα ἄκουσε τὴν ἀπάντησή Του πρὸς τοὺς μεσίτες της, τοὺς ἀποστόλους. Οὔτε τότε ὅμως ἀπελπίσθηκε, οὔτε ὀλιγοπίστησε, ἀλλά, παίρνοντας τὴν καλὴ ἀναισχυντία, ἔτρεξε καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Κυρίου, ζητῶντας καὶ πάλιν μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα βοήθεια: «Κύριε, βοήθει μοι»!  Μά, ἡ δοκιμασία τοῦ Φιλανθρώπου Ἰησοῦ συνεχίζεται, γιὰ νὰ ἀναδείξει, «ἔτι καὶ ἔτι», τὴν πίστη καὶ ἀρετὴ τῆς γυναίκας αὐτῆς. Τὴν ἀποπαίρνει μὲ ἕνα σκληρό, θὰ λέγαμε, τρόπο: «Δὲν εἶναι καλὸ νὰ παίρνουμε τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν, καὶ νὰ τὸ ρίχνουμε στὰ σκυλιά», τῆς εἶπε. Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε δηλαδή, δὲν εἶναι σωστό, τὴ χάρη τῶν ἰάσεων ποὺ δικαιοῦνται πρῶτα τὰ γνήσια παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἰσραηλίτες, νὰ τοὺς τὴν στερῶ καὶ νὰ τὴν δίνω σ᾽ ἐσᾶς τοὺς ἀλλόπιστους, ποὺ εἶστε καὶ ζεῖτε σὰν σκύλοι! Ἀλλά, ἀκοῦστε ἀρετὴ τῆς γυναίκας! Ὄχι μόνο δὲν σκανδαλίσθηκε, ἀλλὰ καὶ ταπεινώθηκε, καὶ θεώρησε τὸν ἑαυτό της σκυλί, γιὰ νὰ πεῖ στὸν Κύριο: «Ναί, δὲν εἶμαι γνήσιο τέκνο σου, Χριστέ μου, ἀλλὰ καὶ σὰν σκυλάκι τοῦ σπιτιοῦ, τῆς μάνδρας Σου, δὲν εἶμαι ξένη. Ἄρα κι ἐγὼ δικαιοῦμαι νὰ πάρω κάτι ἀπ᾿ τὰ ψίχουλα, ποὺ περισσεύουνε στὸ τραπέζι τῶν παιδιῶν Σου.»

Εἴδατε σύνεση καὶ πίστη καὶ ταπείνωση καὶ θεάρεστη ἐπιμονὴ γιὰ τὸ καλό, αὐτῆς τῆς Χαναναίας; Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ φιλάνθρωπος Κύριος φάνηκε μέχρι τότε τόσο σκληρὸς μαζί της, γιὰ ν᾿ ἀποκαλύψει ὅλο αὐτὸ τὸν κρυμμένο θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς της. Καὶ τότε, τὴν ἐπαίνεσε, τὴν στεφάνωσε, τὴν ἀξίωσε τοῦ ποθουμένου: «Ὤ, εὐλογημένη γυναίκα! Πράγματι ἀποδείχθηκε μεγάλη ἡ πίστη σου. Ἂς γίνει ὅπως θέλεις, ὅπως ζήτησες.» Καὶ ἰατρεύθηκε ἀπ᾿ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ κοριτσάκι της. Φυγαδεύθηκε γιὰ πάντα ἀπὸ τὸ πονηρὸ δαιμόνιο ποὺ τὴ βαζάνιζε. Καί, μαζὶ μὲ ὅλα αὐτά, στὸ πρόσωπο τῆς Χαναναίας αὐτῆς προβάλλει ὁ τύπος τῆς πραγματικῆς μάνας. Τῆς μάνας, ποὺ δὲν ὑπολογίζει κόστος καὶ θυσίες γιὰ τὸ καλὸ τοῦ παιδιοῦ της.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διδάξει ἡ Χαναναία τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἰδιαιτέρως, ἂς κρατήσουμε, ἂς μιμηθοῦμε τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπιμονή της στὸ καλό. Ὅλοι στὴ ζωή μας, τὴν προσωπική, τὴν οἰκογενειακή, στὶς μέρες μας ὡς κοινωνία καὶ ὡς ἔθνος, διερχόμαστε ποικίλες δοκιμασίες. Οὐδέποτε νὰ ἀποθαρρυνόμαστε, νὰ χάνουμε τὴν πίστη μας, τὴν ἐλπίδα μας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ἐπιμελούμαστε, ὅσο μποροῦμε, καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς προσευχῆς. Καὶ νὰ δείχνουμε, ὅπως ἡ Χαναναία, τὴν καλὴ ἐπιμονή. Ὅ,τι μᾶς ἀπασχολεῖ, νὰ τὰ ἀναφέρουμε στὸν Χριστό μας, στὴν Παναγία μας. Καὶ μᾶς ἀκοῦνε. Ἔστω κι ἂν νομίζουμε ὅτι δὲν εἰσακουόμαστε, δὲν λαμβάνουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε. Γιατὶ ὁ Κύριος μᾶς δοκιμάζει, καὶ θὰ μᾶς δώσει ἐκεῖνο ποὺ εἶναι συμφέρον γιὰ τὴν ψυχή μας, ὅταν καὶ ὅπως Ἐκεῖνος γνωρίζει ὅτι εἶναι καλύτερο.

Κι ὅταν ἀγωνιζόμαστε ἔτσι, μὲ πίστη καὶ μετάνοια καὶ διόρθωση τῆς ζωῆς μας, μὲ ἐνσυνείδητη μυστηριακὴ ζωή, μὲ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν κάθε πλησίον μας, τότε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἐπισκιάσει, θὰ εὐλογήσει τὴ ζωή μας, τὴν οἰκογένεια, τὸν τόπο μας, ὥστε νὰ διέλθουμε εἰρηνικὰ τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς μας, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει καὶ τῆς ἀνέκφραστης ἐκείνης χαρᾶς τῆς αἰωνίου βασιλείας Του, μὲ τὶς εὐχὲς καὶ ἰκεσίες τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!

Κυριακὴ ιζ´(Β´Κορινθ. στ´16-ζ´1)



25 Σεπτεμβρίου 1966



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Γνώρισμα καὶ χρέος τῶν χριστιανῶν εἶναι ἡ ἁγιοσύνη. Χριστιανὸς θὰ πῆ ἄνθρωπος ἅγιος. Καὶ ἅγιος θὰ πῆ ἁγνός, καθαρός, εἰλικρινὴς καὶ φωτεινὸς στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, δηλαδὴ στὰ φρονήματα καὶ τὰ αἰσθήματά του, στὰ λόγια καὶ τὶς πράξεις του, στὶς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς πόθους του, στὶς ἀναστροφὲς καὶ τὶς σχέσεις του. Ὁ χριστιανός, κάθε ἡμέρα ποὺ λέγει τὸ «Πάτερ ἡμῶν...», θυμᾶται τὸ χρέος του νὰ εἶναι ἅγιος· γιατί ὅποιος θέλει νὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶ πὼς ὁ Θεὸς δὲν ξέρει γιὰ παιδιὰ του ἐκείνους ποὺ ἀμετανόητα ἁμαρταίνουν. Ἂς ἀκούσουμε τώρα στὸ σημερινὸ Ἀνάγνωσμα πῶς ὁ Ἀπόστολος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἁγιωσύνη τῶν χριστιανῶν, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ.

Ἀδελφοί, ἐσεῖς εἴσαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ζῆ στοὺς αἰώνας, καθὼς τὸ εἶπεν ὁ Θεός, ὅτι δηλαδὴ θὰ κατοικήσω ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς καὶ θὰ περπατήσω μαζί τους καὶ θὰ εἶμαι Θεός τους κι αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου. Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Κύριος· βγῆτε ἀπὸ μεταξύ τους καὶ ξεχωρίστε τὸν ἑαυτό σας καὶ μὴν πλησιάζετε στὴν ἁμαρτία κι ἐγὼ θὰ σᾶς δεχτῶ κοντὰ μου· καί, ὅπως πάλι λέγει ὁ παντοκράτορας Κύριος, θὰ εἶμαι σὲ σᾶς γιὰ πατέρας καὶ σεῖς θὰ εἴσασθε σὲ μένα γιὰ παιδιὰ καὶ θυγατέρες. Ἔχοντας λοιπὸν ἐτοῦτες τὶς ὑποσχέσεις, ἀγαπητοί, ἂς καθαρίσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ κάθε σαρκικὸ καὶ πνευματικὸ μολυσμὸ κι ἂς γινώμαστε ὅλο καὶ πιὸ ἅγιοι μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τιμᾶ τοὺς Ἁγίους, ἐκείνους δηλαδὴ ποὺ διακρίθηκαν γιὰ τὴν πίστη καὶ γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου των. Κάθε χρόνο ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων, ἐπικαλεῖται τὶς εὐχὲς καὶ τὴν πρεσβεία τους κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ τοὺς παρουσιάζει ἐμπρὸς στὰ μάτια μας γιὰ ζωντανὰ παραδείγματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. Οἱ ἑορτὲς καὶ οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων εἶναι σὲ μᾶς οἱ ἄριστες εὐκαιρίες, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴ συνέχεια καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐδῶ καὶ στοὺς οὐρανούς, στὰ περασμένα χρόνια καὶ στὰ τωρινά, καὶ γιὰ νὰ μαθητέψουμε στὸ σχολεῖο τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τῶν διδαγμάτων τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ βίος καὶ ἡ πείρα τῶν Ἁγίων εἶναι ὁ ὁδηγός μας γιὰ νὰ γινώμαστε κι ἐμεῖς ἅγιοι καὶ συγχρόνως εἶναι ἡ βεβαίωση πὼς τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι ἀνεφάρμοστο κι ἡ ἁγιωσύνη δὲν εἶναι ἀκατόρθωτη. Οἱ Ἅγιοι, ποὺ τοὺς τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἁπλὰ παραδείγματα γιὰ νὰ τὰ μιμηθοῦμε· εἶναι, ὅπως τὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος σήμερα, ναοὶ «Θεοῦ ζῶντος»· καί, καθὼς τὸ διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ Ἅγιοι εἶναι «εἰκόνες ἔμψυχοι» τοῦ Θεοῦ. Κι ἂν θὲς νὰ δῆς τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει ἡ θεία Γραφή, πὼς ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ πλάσθηκε «κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ», τὸ βλέπεις λοιπὸν στοὺς Ἁγίους της Ἐκκλησίας.

Ὅμως, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς φέρνει κοντά μας τοὺς Ἁγίους, ἀφιερώνοντας τὴν κάθε ἡμέρά τοῦ χρόνου στὴ μνήμη τους, γιὰ νὰ ἁγιάση τὸ βίο μας καὶ γιὰ νὰ μᾶς θυμίση τὸ χρέος μας, ἐμεῖς μένουμε μᾶλλον μὲ τὴν ἐντύπωση πὼς ἡ ἁγιωσύνη τώρα εἶναι πολὺ μακρυὰ ἀπό μᾶς, πὼς εἶναι κατόρθωμα τοῦ παλιοῦ καιροῦ, πὼς ἔκλεισε πιὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν Ἁγίων μὲ ὅσους ἐμαρτύρησαν καὶ μὲ ὅσους ἀσκήτεψαν στὰ περασμένα χρόνια. Ἔτσι ἡ ἁγιωσύνη στὸ λογισμὸ μας εἶναι σὰν ἐκεῖνα τὰ παληὰ ἀντικείμενα, ποὺ τὰ βλέπουμε, τὰ μελετοῦμε ἤ καὶ τὰ θαυμάζουμε στὰ διάφορα μουσεῖα. Μὰ ἡ ἁγιωσύνη, χριστιανοί μου, δὲν εἶναι κειμήλιο στὸ μουσεῖο· εἶναι τὸ «σήμερα» στὴν Ἐκκλησία, εἶναι τὸ γνώρισμα καὶ τὸ χρέος τῶν πιστῶν πάντα σὲ κάθε ἐποχή· εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν εἶναι μόνο «μία», «καθολικὴ» καὶ «ἀποστολική», μὰ εἶναι καὶ «ἁγία». Πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε ἁγία τὴν Ἐκκλησία σ' ὅλους τοὺς καιρούς, στοὺς περασμένους καὶ στοὺς τωρινούς· καὶ σ' ὅλους τοὺς τόπους, στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Σὲ πειράζει τάχα ποὺ πλεονάζει στὸν κόσμο ἡ ἁμαρτία; Σὲ σκανδαλίζει ποὺ βλέπεις ἐλλείψεις, καὶ μεγάλες ἐλλείψεις, στοὺς πιστοὺς ἤ καὶ στοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας; Μὴν κρίνεις «κατ' ὄψιν» καὶ μὴ γελιέσαι· εἶναι καὶ σήμερα μεταξὺ μας πολλοὶ ἅγιοι, κι ἂς μὴν τοὺς βλέπουμε, μάρτυρες καὶ ὅσιοι, ποὺ ἐπιτελοῦν ἁγιωσύνη. Γιατί ἡ ἁγιωσύνη ἐδῶ στὴ γῆ δὲν ὑπάρχει ποτὲ στὴν τέλεια μορφή της, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ὅριο καὶ τέλος στὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωση τῶν ἁγίων. Τὸ «ἐπιτελοῦντες», ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος, αὐτὸ θὰ πῆ, νὰ γινώμαστε κάθε μέρα ὅλο καὶ πιὸ ἅγιοι. Ἡ ἁγιωσύνη δὲν ἔχει τέλος καὶ τέρμα, εἶναι πορεία τελειώσεως· ἡ πορεία τῶν ἁμαρτωλῶν στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅταν ἑορτάζη μνήμη ἁγίου Μάρτυρος, λέγει· «Ξίφει τελειοῦται»· κι ὅταν ἑορτάζη μνήμη ὁσίου Ἀσκητοῦ, λέγει· «Ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται». Αὐτὸ τὸ «τελειοῦται» δὲν θέλει νὰ πῆ πὼς ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὸ τέλος τοῦ βίου του, ἀλλὰ πὼς πῆρε τὸ βαθμὸ τῆς τελειώσεώς του στὴν πορεία τῆς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς του ζωῆς.

Ἀλλὰ ὁ Ἀπόστολος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στὸ «ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην» προσθέτει τὸ «ἐν φόβῳ Θεοῦ». Τὸ ἴδιο πράγμα γράφει σὲ μιά του ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, λέγοντας· «ἐν φόβῳ τὸν τῆς παροικίας ὑμῶν χρόνον ἀναστράφητε»· δηλαδή, νὰ περάσετε τὸν χρόνο τῆς ἐδῶ ζωῆς σας μὲ φόβο. Αὐτὰ θέλουνε νὰ ποῦνε πὼς ἡ ἁγιωσύνη δὲν κατορθώνεται παρὰ μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Γιατί καὶ ἡ ἁμαρτία, δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη, ὅπως διδάσκει κάπου ὁ Μέγας Βασίλειος, «κατ' ἀπουσίαν τοῦ θείου φόβου γίνεται». Ὅταν λείψη ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, τότε μήτε ἁγιωσύνη μήτε ἀρετὴ στέκει, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀδίσταχτοι δὲν ξέρουνε καὶ δὲν ἔχουνε ὅριο στὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες τους καὶ φραγμὸ στὶς ἐγκληματικές τους πράξεις. Γι' αὐτὸ πάλι ἡ θεία Γραφὴ λέγει πὼς «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου»· ἀρχὴ καὶ βάση τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀρετῆς, δηλαδὴ τῆς ἁγιωσύνης, εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. Γνώρισμα τῶν Ἁγίων εἶναι ὅτι φοβοῦνται· ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔχουν μέσα τους ριζωμένο τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος βέβαια δὲν εἶναι εὐγενικὸ συναίσθημα, παρεκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ γλυτώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἄλλο φόβο, ὅποιος δηλαδὴ φοβᾶται τὸ Θεὸ δὲν ἔχει νὰ φοβηθῆ τίποτ' ἄλλο. Συμβαίνει ὅμως νὰ μὴ φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι τὸ Θεὸ καὶ γι' αὐτὸ εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους φόβους. Οἱ φόβοι αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ φόβοι τῆς ἁγιωσύνης, εἶναι οἱ φόβοι τῆς ἁμαρτίας. Ὁ φόβος τῆς ἁγιωσύνης προηγεῖται καὶ μᾶς συγκρατεῖ, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε καὶ νὰ μὴν ἁμαρτήσουμε· ὁ φόβος τῆς ἁμαρτίας ἀκολουθεῖ, ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ τὴν παράβαση τοῦ θείου νόμου, εἶναι ἔλεγχος καὶ συναίσθημα ἐνοχῆς καὶ προσμονὴ τῆς δίκαιης τιμωρίας ποὺ ἔρχεται. Ὁ φόβος γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «κόλασιν ἔχει»· πρόκειται γιὰ τὸ φόβο τῆς ἁμαρτίας, φοβόμαστε δηλαδὴ τὴ δίκαιη τιμωρία ποὺ μᾶς περιμένει, φοβόμαστε καὶ ντρεπόμαστε ἀκριβῶς ὅπως οἱ Πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο μετὰ τὴν παρακοή. Τέλος πάντων εἶναι κι αὐτὸς ὁ φόβος ὠφέλιμος, γιατί μπορεῖ νὰ ὁδήγηση στὴ μετάνοια. Μὰ τί νὰ πῆς γιὰ κείνους, ποὺ ξεπέρασαν τὰ ὅρια τοῦ φόβου; Γιὰ κείνους ποὺ μήτε πρῶτα μήτε ὕστερα φοβοῦνται; Αὐτοὶ πιὰ εἶναι πωρωμένοι ἄνθρωποι, ἔγινε πέτρα ἡ καρδιά τους. Ἄλλοι ὅμως ἀκοῦνε τὸν Εὐαγγελιστὴ ποὺ λέγει ὅτι «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ» καὶ ὅτι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον», ὅτι δηλαδὴ ὁποῖος ἀγαπᾶ δὲν φοβᾶται, γιατί ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη διώχνει τὸ φόβο, ἀκοῦνε λοιπὸν τὸν Εὐαγγελιστὴ νὰ λέγη ἐτοῦτα τὰ λόγια καὶ θαρροῦνε πὼς μποροῦνε νὰ πετάξουνε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἔχουνε τάχα τὴν ἀγάπη. Μὰ κανένας, χριστιανοί μου, δὲν φθάνει στὴν ἀγάπη, ἂν δὲν ξεκινήση ἀπὸ τὸ φόβο· ὄχι τὸν κάθε φόβο, μὰ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἁγιωσύνη, ἡ ἀρετὴ δηλαδὴ τῶν Ἁγίων· μὰ κανένας δὲν προάγεται σὲ ἁγιωσύνη καὶ δὲν φθάνει στὴν τέλεια ἀγάπη, ἂν δὲν ἔχη μέσα του τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Τὸ λέγει καθαρὰ ὁ Ἀπόστολος καὶ δὲν χωρεῖ ἀντιλογία· «ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἡ ἁγιωσύνη δὲν εἶναι μόνο ἀνθρώπινο κατόρθωμα· εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τὸν παράγει τὸ δένδρο τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, ριζωμένο στὸν ἀγρὸ τῆς πίστεως. Ἐσὺ πίστευε κι ἔχε φόβο Θεοῦ κι ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δώση τὴ δύναμη νὰ εἶσαι ἅγιος. Ὅπου δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπιτελοῦν ἁγιωσύνη, δὲν προάγονται στὴν ἀρετή, δὲν ἀνεβαίνουν ἕνα ἕνα τὰ σκαλοπάτια τῆς τελειώσεώς των. Ἀντίθετα δικαιολογοῦνε τὴν ἁμαρτία γιὰ φυσικὸ πράγμα κι ἀντὶ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ γίνονται ὅλο καὶ πιὸ ἅγιοι, πέφτουν καὶ κάθε μέρα καταντοῦνε ὅλο καὶ πιὸ ἁμαρτωλοί. Μὴν ἔχοντας μέσα τους τὸ θεῖο φόβο, μένουνε ἀμετανόητοι, καὶ μένοντας ἀμετανόητοι, δὲν ἔχουνε τὴ θεία χάρη· ἡ ἀμετανοησία κλείνει τὴ θύρα τῆς θείας χάριτος. Ἡ ἁγιωσύνη εἶναι σωτηρία γιατί κανένας δὲν σώζεται, ἂν δὲν εἶναι ἅγιος. Ἂς ἔχουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς φόβο Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐπιτελοῦμε ἁγιωσύνη, γιὰ νὰ βροῦμε σωτηρία μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους. Ἀμήν.

ο μυθικός Ανταίος

Ζούμε σε κατάσταση πολιορκίας. Και το χειρότερο είναι πως οι πολιορκητικές μηχανές δεν βρίσκονται μόνο εκτός αλλά και εντός των τειχών. Αφού οι εφιάλτες, που μας κυβερνούσαν άνοιγαν από παντού κερκόπορτες.
Και ασφαλώς ως πιο επαχθής για μας, πολιορκητική μηχανή φαντάζει  το, υποτιθέμενο, δημόσιο χρέος. Το κακοηθέστατο αυτό κατασκεύασμα που χάλκευσαν οι διεθνείς τοκογλύφοι και οι ντόπιοι εφιάλτες. Και που ωστόσο αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι τα χρήματά που υποτίθεται ότι τους χρωστάμε αλλά η δυνατότητα να μας εκβιάζουν και να προωθούν ολοένα και περισσότερο την εξαθλίωσή μας.Γι’ αυτό και κάθε φορά, που πάει να επιτευχθεί κάποια συμφωνία, ανεβάζουν τον πήχυ των απαιτήσεών τους, ώστε να διαιωνίζεται το μαρτύριο του Σισύφου.
Εξίσου επαχθέστατη πολιορκητική μηχανή  είναι τα ιδιωτικά χρέη, που μεθόδευσαν σε βάρος μας οι απατεώνες πολιτικοί και οι λήσταρχοι τραπεζίτες. Θυμηθείτε τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες, με τις οποίες μας βομβάρδιζαν διαρκώς. Με αποτέλεσμα πάμπολλοι, με δεδομένες τις τότε αποδοχές τους,να καταπιούν το δόλωμα. Ενώ στο μεταξύ οι μαφιόζοι φρόντισαν να λεηλατήσουν τις ιδιωτικές οικονομίες. Με την απάτη του  χρηματιστηρίου και την καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων. Και άλλες παμπόνηρες πατέντες. Τις οποίες ακολούθησαν οι εξοντωτικές περικοπές μισθών και συντάξεων και η ανεργία. Που εκ των πραγμάτων οδήγησαν τα νοικοκυριά στην προσχεδιασμένη ολοσχερή αδυναμία να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Για να καταλήξουμε έτσι στα «κόκκινα» δάνεια, με τις τόσες οδυνηρέςσυνέπειες.
Τις  πατέντες όμως του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους ακολούθησαν και άλλα δόλια εφευρήματα, που αποσκοπούν στην πνευματική, ηθική, φυλετική και καθολική μας μετάλλαξη. Με απώτερο σκοπό, να πληγεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός μας, που αποτελεί γι’ αυτούς, όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει,  το πιο επικίνδυνο αντίπαλο δέος. Δεδομένου ότι αποτελεί το πλέον αμείλικτο κατηγορώ ενάντια στον αμοραλισμό και την απανθρωπιά τους. Και γι’ αυτό, όπως βλέπουμε , παράλληλα με την οικονομική μας εξόντωση προωθούν με αγχώδεις ρυθμούς σε όλα τα επίπεδα και την πολιτισμική μας αποσάθρωση.
Αδιαμφισβήτητα, λοιπόν,  είναι τα στοιχεία που φωνάζουν ότι οι εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί μας έχουν κηρύξει τον μέχρις εσχάτων πόλεμο. Γεγονός που συνεπάγεται για μας την επιτακτική μας ανάγκη να οργανώσουμε την άμυνά μας. Η οποία, για να αντέξει είναι ανάγκη να διαθέτουμε πρώτα-πρώτα, όπως όλοι οι πολιορκημένοι, διατροφική επάρκεια. Και τη στιγμή αυτή, με το ξεχαρβάλωμα που έχουμε υποστεί,  κάθε άλλο παρά τέτοιες δυνατότητες διαθέτουμε. Γιατί αυτοί, που με περισσή μεθοδικότητα και ζήλο συνεργάζονται για την οικονομική μας εξαθλίωση, φρόντισαν παράλληλα να υπονομεύσουν καίρια και την διατροφική μας επάρκεια. Ή μήπως δεν μας έβαλαν να κόψουμε τις ελιές μας, να ξεριζώσουμε τ’ αμπέλια μας και ν’ αναστείλουμε τις διάφορες προσοδοφόρες καλλιέργειές μας; Με το πρόσχημα τάχα ότι θα επιδιδόμασταν σε κάποιες άλλες καλλιέργειες, περισσότερο εξευγενισμένες και επικερδείς! Με το πρόσχημα εξάλλου ότι καταστρέφονταν τα δάση, που οι ίδιοι αργότερα έκαψαν, προκειμένου να μας εξασφαλίσουν τον «παράδεισο» του ΔΝΤ, συνετέλεσαν στη δραματική συρρίκνωση της ελεύθερης κτηνοτροφίας και το ξερίζωμα των κτηνοτρόφων και των μικροκαλλιεργητών απ’ την ελληνική ύπαιθρο. Όπου μια σημαντική μερίδα του ελληνικού πληθυσμού ζούσε με αυτάρκεια και παράλληλα τροφοδοτούσε με επάρκεια τα αστικά κέντρα με κτηνοτροφικά και γεωργικά προϊόντα. Με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειονότητα αυτών των ανθρώπων να εξαναγκαστεί να μεταναστεύσει στα αστικά κέντρα, όπου ζουν παρασιτικά,  άλλοτε ως ιδιωτικοί και άλλοτε και ως δημόσιοι ακόμη υπάλληλοι. Και ο πόλεμοςαυτός συνεχίζεται και τώρα αδυσώπητος εναντίον της αγροτιάς. Με απώτερο σκοπό την εξαφάνιση κάθε είδους γεωργικής καλλιέργειας. Και κατά συνέπεια της οποιασδήποτε δυνατότητας άμυνας και επιβίωσης συνόλου του πληθυσμού.
Και προβάλλει, στη συγκεκριμένη περίπτωση μπροστά μας το παράδειγμα του μυθικού Ανταίου. Ο οποίος πατώντας στη γη, νικούσε όλους τους αντιπάλους του, αλλά όχι και τον Ηρακλή, ο οποίος μαντεύοντας το μυστικό του τον κράτησε μετέωρο. Που σημαίνει ότι προκειμένου να απαγκιστρωθούμε στοιχειωδώς απ’ τον θανάσιμο κλοιό των τοκογλύφων άμεση και πρωταρχική ανάγκη έχουμε να στηριχτούμε στη γη μας. Σε τρόπον ώστε, αν οι θανάσιμοι εχθροί μας επιβάλουν οικονομικό αποκλεισμό, να έχουμε πρώτα απ’ όλα διατροφική αυτάρκεια και επάρκεια. Κι όχι να εισάγουμε σε μεγάλο ποσοστό από άλλες χώρες τα οποιαδήποτε προϊόντα, που άφθονα μπορεί να παράγει η χώρα μας. Γιατί κάτω απ’ τις τωρινές συνθήκες το grexit φαίνεται η πιο σωτήρια λύση, προκειμένου ν’ αποφύγουμε τον έσχατο όλεθρο. Και φαίνεται πως σκόπιμα ο τόσο αντιπαθητικός Σόιμπλε το υποστηρίζει και τα εξωνημένα ΜΜ Ε (=ξαπατήσεως) το παρουσιάζουν ως μορμολύκειο, για να τρέμουμε στο άκουσμά του.
Πολύ σωστά  ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας επανασύστησε τη ΜΟΜΑ για την πραγματοποίηση διαφόρων δημόσιων έργων. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να επανασυσταθεί και κάποια υπηρεσία ανάλογη με την Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων, που υπήρχε κατά το παρελθόν στο Υπουργείο Γεωργίας. Έτσι ώστε να μην αφήσουμε ούτε σπιθαμή γης αναξιοποίητη.
Είναι λυπηρό το θέαμα χιλιάδων στρεμμάτων ακαλλιέργητης γης. Κι από το άλλο μέρος το θέαμα τόσων νέων να σκοτώνουν το χρόνο τους αργόσχολοι στις καφετέριες. Και δεν αναλογίζονται τι θα γίνουν αύριο, όταν οι γονείς και οι παππούδες, που τώρα τους χαρτζιλικώνουν, θ’ αναχωρήσουν για το αιώνιο ταξίδι.
Και δεν ντρεπόμαστε καθόλου, που δίνουμε το δικαίωμα να μας κουνούν επιτιμητικά το δάχτυλο οι διάφοροι νεοναζί και σιωνιστές μαφιόζοι, χλευάζοντάς μας παντοιοτρόπως και εξευτελίζοντάς μας στα πέρατα της Γης…

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (Β’ Κορ. 6, 16 - 7, 1)



Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα κάνει λόγο γιὰ τὸν ἀληθινὸ Χριστιανό, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ εὐσεβὴς ἄνθρωπος ἢ αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ νὰ εἶναι καλὸς καὶ ἠθικὸς χαρακτῆρας, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται στὴν τήρηση τοῦ θείου θελήματος καὶ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη. Τοιουτοτρόπως, ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποτελεῖ «ναό», δηλαδὴ κατοικητήριο, τοῦ «ζῶντος Θεοῦ».



Ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικὸς Χριστιανός, ἔμψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν γεννηθεῖ καὶ ζήσει μέσα στὴν Ἐκκλησία. Πῶς, ὅμως, γίνεται αὐτό; Διὰ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ προσωπικοῦ του ἀγώνα. Ἡ ἀπαρχὴ γίνεται μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ μία νέα ἐν Χριστῷ γέννηση. Τὴ γέννηση ἀκολουθεῖ ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πνευματικὴ αὔξηση, ὁ ἀγώνας τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ προσπάθεια κάθαρσης ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἡ μετοχὴ στὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου.

Γιὰ νὰ ἐνοικήσει λοιπὸν ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο πρέπει ὁ ἄνθρωπος, κατὰ πῶς μᾶς διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ καθαρίσει, διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς τήρησης τοῦ θείου θελήματος, τὸν ἑαυτό του «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος», ἀπὸ τὰ ποικίλα δηλαδὴ πάθη, τὴν πάσης φύσεως ἀδικία, τὴν ἐκμετάλλευση, τὸν δόλο, τὴ μνησικακία, τὴν πλεονεξία, τὴν κενοδοξία, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία. Ταυτόχρονα, πρέπει νὰ στραφεῖ ἀγαπητικὰ καὶ φιλάνθρωπα πρὸς τὸν συνάνθρωπό του, νὰ τὸν ἐλεήσει, νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ νὰ τὸν ἀναπαύσει στὶς ἀνάγκες του. Ἔτσι ἀγωνιζόμενος, ἐπιτελεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁγιωσύνη, δηλαδὴ φτάνει στὴν πνευματικὴ καθαρότητα. Αὐτὴ ἡ καθαρότητα ἐπιτρέπει στὸν Θεὸ νὰ κατοικήσει μέσα μας˙ ἡ ἐν ἡμῖν κατοίκηση τοῦ Θεοῦ σημαίνει τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό, καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὅλο τριαδικὸ Θεό.

Τοιουτοτρόπως, ζῶντας ὁ ἄνθρωπος τὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, γίνεται ἀληθινὸς Χριστιανός, ἔμψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἀληθινὸς Χριστιανὸς πλέον ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστό, προκόπτει καὶ σὲ θεάρεστα ἔργα καὶ ὠφελεῖ καὶ τοὺς συνανθρώπους του.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ὀπτικὴ τῶν πραγμάτων. Ὁ ἀναγεννημένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, αὐτός, ὁ ὁποῖος βιώνει συνειδητὰ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ποὺ γαλουχεῖται μέσα στὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ ζωὴ μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὸν ἀγῶνα κάθαρσης ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες, αὐτὸς ποὺ ἀποτελεῖ θεῖο κατοικητήριο, εἶναι ἀγαθός, μακρόθυμος, δίκαιος, εἰρηνικός, πρᾶος, φιλάδελφος, φιλάνθρωπος. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀληθινὸς Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς γύρω του καὶ ὄαση πραγματικῆς φιλαδελφείας. Οἱ πράξεις του εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁγιότητάς του καὶ ὅλες τείνουν στὴν ὑπηρεσία τοῦ συνανθρώπου του. Τέτοιοι ἁγιασμένοι ἄνθρωποι ἀποτελοῦν τὴ μαγιὰ γιὰ τὴν ἀλλαγὴ πρὸς τὸ καλύτερο τοῦ κόσμου. Διότι τὸν κόσμο τὸν ἀλλάζει ἡ ἁγιότητα, ὄχι τὰ ποικιλώνυμα πολιτικὰ ἢ ἄλλως πῶς συστήματα. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...