Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2014

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΜΕΝΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ




Το μυστήριο της μετάνοιας ή εξομολόγησης είναι η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο Θεός δια μέσου του ιερέα συγχωρεί εκείνες τις αμαρτίες, οι οποίες έχουν διαπραχθεί μετά το βάπτισμα του πιστού και για τις οποίες έχει μετανοήσει ειλικρινά και τις έχει εξομολογηθεί στον ιερέα. Το μυστήριο αυτό αν και έχει επικρατήσει να ονομάζεται εξομολόγηση, είναι προτιμότερο να ονομάζεται μυστήριο της μετάνοιας, εφόσον η απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ειλικρινής μετάνοια. Άλλωστε επιγραμματικά η λέξη μετάνοια (μετά + νοός = νους), αυτό φανερώνει: «Αλλάζω τρόπο ζωής και σκέψης». Η αληθινή λοιπόν μετάνοια, οδηγεί στην «εξαγόρευση» των σφαλμάτων ως εξομολόγηση ενώπιον του ιερέα. Η μετάνοια, η απόφαση δηλαδή του πιστού να αλλάξει τρόπο ζωής και σκέψης, πρέπει να πηγάζει από την πίστη και την αγάπη του προς τον Θεό και ειλικρινή διάθεση προς διόρθωση και όχι – όπως δυστυχώς συμβαίνει τις περισσότερες φορές – από φόβο για τις «ποινές» που θεωρεί πως θα υποστεί στην μετά θάνατο ζωή (Άδη). Γι’ αυτό και ο  καταναγκαστικός χαρακτήρας αυτής είναι δυνατόν να μειώσει την θεραπευτική της αξία, διότι οδηγεί σε υποκρισία και στον τύποις «καλό Χριστιανό». Στην εξομολόγηση προσέρχεται ο πιστός αυθόρμητα, από την ώθηση των ψυχικών του και πνευματικών του αναγκών. Συνεπώς η εξομολόγηση αποτελεί έκφραση της ειλικρινούς μετάνοιας.
Ακολουθεί μετά από αυτήν, η απόλυση, η πλήρης δηλαδή συγχώρεση των αμαρτιών και η επάνοδος του πιστού στην κατάσταση της χάριτος, την οποία προσφέρει ο Θεός μέσω του επισκόπου ή του ιερέα. Όλες οι αμαρτίες συγχωρούνται, εφόσον υφίσταται η μετάνοια.
Η εξομολόγηση αποτελεί ψυχική ανάγκη του ανθρώπου, την οποία η Εκκλησία ικανοποιεί δια του μυστηρίου αυτού. Η απλή ανάγνωση της συγχωρητικής ευχής χωρίς μετάνοια και εξομολόγηση, δεν έχει καμιά σημασία και ουσιαστικά δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στον πιστό, αφού καθίσταται ένα είδος μαγείας, χωρίς ουσιαστική επαναφορά τής ισορροπίας τής ψυχής.
Δεν αρκεί η απλή και κρυφή ομολογία ενώπιον του Θεού για τα σφάλματα του ανθρώπου, αλλά και η καθοδήγηση από τον ιερέα, η οποία δίδεται κατά την ώρα της εξομολόγησης. Εξάλλου ο εξομολογούμενος αποκτά την βεβαιότητα τής υπό του Θεού συγχώρεσης του δια του ιερέα, γεγονός που ενισχύει αυτόν στον περαιτέρω πνευματικό αγώνα του.
Ο ιερέας δεν πρέπει ουδέποτε να λησμονεί πως η σχέση του πνευματικού προς τον εξομολογούμενο είναι ανάλογη με τη σχέση του πατέρα με το παιδί του. Για να ασκήσει κάποιος ιερέας το έργο της εξομολόγησης χρειάζεται η άδεια του οικείου επισκόπου. Ο χαρακτήρας της σχέσης του πνευματικού προς τον εξομολογούμενο, το γεγονός πως ο εξομολογούμενος εμπιστεύεται στον πνευματικό του με συντριβή και μετάνοια τις αμαρτίες και τα σφάλματά του επιβάλλουν απολύτως το απόρρητο της εξομολόγησης. Ο πνευματικός πρέπει να αποφεύγει τις ερωτήσεις προς τον εξομολογούμενο με σκοπό να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Ασφαλώς και οφείλει ο πνευματικός να εξακριβώσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα σφάλματα, προς αποτελεσματικότερη πνευματική βοήθεια του εξομολογούμενου. Όμως οι ερωτήσεις που υποβάλλονται γι’ αυτό το σκοπό, οφείλουν να διακατέχονται από διάκριση και πολλή λεπτότητα. Η καθόλου στάση του πνευματικού οφείλει να είναι στάση αγάπης και στοργής προς τον μετανοούντα και ιδιαίτερα προς τους νέους και όχι στάση κριτή. Στο μυαλό του πνευματικού πρέπει να είναι πάντοτε χαραγμένα τα λόγια του Χριστού: «Δεν ήλθα να κρίνω τον κόσμο αλλά να σώσω τον κόσμο» Κατά Ιωάννη 12:47. Επομένως η σωστή στάση του πνευματικού προς τον εξομολογούμενο είναι να αφήνεται αυτός να ομιλεί ελεύθερα και ο πνευματικός να κάνει μόνο μικρές παρεμβάσεις όπου αυτός κρίνει σκόπιμο. Έτσι θα βοηθηθεί ο εξομολογούμενος να εκφρασθεί ελεύθερα και να πει εκείνα τα οποία τον ενοχλούν.
Οι συμβουλές πρέπει να είναι κατάλληλες σε κάθε περίσταση δηλαδή οφείλουν να ενισχύουν τον εξομολογούμενο στον πνευματικό του αγώνα, να είναι ορθές και να δημιουργούν αυτοπεποίθηση σ’ αυτόν. Αν ο πνευματικός δεν γνωρίζει την κατάλληλη συμβουλή, είναι προτιμότερο να σιωπήσει και να μην τίποτε, παρά μόνο «ο Θεός σε συγχωρεί, πράξε το καλλίτερο στο μέλλον κατά το θέλημα του Θεού και την συνείδησή σου».
Ο πνευματικός οφείλει εκτός από πνευματική κατάρτιση να γνωρίζει και ψυχολογία και τα σύγχρονα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι ανά εποχή και τις συνθήκες της ζωής. Να μην είναι ανεδαφικός εκτός τόπου και εκτός χρόνου.
Όσον αφορά τώρα τα επιτίμια δεν πρέπει να λησμονεί ο πνευματικός πως έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα και σκοπό. Για τους μη γνωρίζοντας σημειώνουμε πως τα επιτίμια είναι οι πράξεις τις οποίες προτείνει ο ιερέας στον εξομολογούμενο για να αισθανθεί το σφάλμα του και να προσπαθήσει στο μέλλον να μην το επαναλάβει. Συνήθως είναι η εντατικότερη προσευχή, η νηστεία, η αγαθοεργία, η μελέτη ψυχωφελών βιβλίων και σε κάποιες περιπτώσεις η αποχή από τη Θεία Μετάληψη. Τα επιτίμια δεν αποτελούν μέρος του μυστηρίου της μετάνοιας γι’ αυτό και δεν ζητούνται τις περισσότερες φορές από τον πιστό, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Δεν αποτελούν τιμωρία του αμαρτωλού, ούτε εκδίκηση. Γι’ αυτό και ο πνευματικός οφείλει να τα επιβάλει με σύνεση και μόνον όταν φρονεί πως πράγματι μπορεί να βοηθήσουν τον εξομολογούμενο.
Προσοχή: Κάτι το οποίο έχει παρεξηγηθεί από πολλούς πιστούς και ιερείς. Τα μυστήρια της Ιεράς Εξομολόγησης και της Θείας Ευχαριστίας είναι διάφορα, μη εξαρτώμενα το ένα από το άλλο, ούτε υπηρετούντα το ένα με το άλλο. Και τα δύο όμως είναι απαραίτητα για την πνευματική ζωή των πιστών.
Πολλές φορές ο ποιμένας στην εξομολόγηση ή και σε άλλες περιστάσεις αντιμετωπίζει ανθρώπους υπό το κράτος της κατάθλιψης και η αντιμετώπιση αυτών αποτελεί πράγματι πρόβλημα. Τι μπορεί να κάνει για να τους βοηθήσει; Να χειριστεί μόνος του αυτή την κατάσταση ή να την παραπέμψει στον πλέον ειδικό; Και αν υποτεθεί πως ο πιστός που κατέφυγε σ’ αυτόν δεν επιθυμεί να επισκεφτεί τον ψυχίατρο ή να υποστεί ιατρική θεραπεία;
Κατ’ αρχάς πρέπει να έχει υπόψη του, πως δεν αποτελεί έργο του πνευματικού η διάγνωση μιας ψυχικής ανωμαλίας ή η αυθεντική απόφανση για την προέλευσή της. Μόνο οι ειδικοί επιστήμονες μπορούν να το πράξουν αυτό. Ποιμένας χωρίς την κατάλληλη μόρφωση στην θεραπεία του βάθους και ανίκανος να αναγνωρίσει τις επικίνδυνες εκδηλώσεις της ψυχικής ανωμαλίας, είναι δυνατόν να προξενήσει κακό παρά καλό. Είναι δυνατόν να αυξήσει την κατάθλιψη του εξομολογούμενου ακόμη περισσότερο και να τον οδηγήσει σε αυτοκαταστροφικές τάσεις ή εκτός πραγματικότητας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται η βοήθεια των ειδικών για βοήθεια με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής μετά ψυχοθεραπείας.
Δεν πρέπει επίσης ο πνευματικός να παρουσιάζει με ρόδινα χρώματα καταστάσεις εμφανώς αρνητικές, γιατί το ασθενές πρόσωπο το αντιλαμβάνεται αυτό και οδηγείται σε μεγαλύτερη κατάθλιψη. Είναι προτιμότερο να ενισχύονται οι υγιείς και δυνατές πλευρές της προσωπικότητας του πιστού με εκφράσεις επιδοκιμασίας εκ μέρους του ιερέα – και αυτές με μέτρο, χωρίς υπερβολές – σε θέματα στα οποία το άτομο δείχνει δύναμη και υγεία.  
Πολύ λεπτό είναι και το ζήτημα που αφορά την ερωτική ζωή των πιστών. Η στάση του ποιμένα πρέπει και εδώ να είναι υπεύθυνη και να δώσει να καταλάβει ο πιστός, πως τα διάφορα λεγόμενα “σαρκικά αμαρτήματα” δεν διαφέρουν σε τίποτα από τις άλλες ανθρώπινες ατέλειες. Αλλά ας αφήσουμε το πατέρα Φιλόθεο Φάρο, να μας τα πει καλύτερα. Αντιγράφουμε από το εξαίρετο βιβλίο του «Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία», σελίδες 264 – 266.
«Πολλοί κληρικοί και πνευματικοί απασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τις ατέλειες της ερωτικής ζωής εκείνων που καθοδηγούν παραβλέποντας σχεδόν εντελώς άλλες ανθρώπινες ατέλειες και μάλιστα με διάφορες διανοητικές αλχημείες προσπαθούν να τους πείσουν ότι τα “σαρκικά αμαρτήματα” έχουν μια καίρια και κεντρική σημασία για την πνευματική ζωή και σωτηρία του ανθρώπου και ότι είναι πολύ σοβαρότερα από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο αμάρτημα. Ότι αυτή η άποψη δεν έχει έρεισμα στην χριστιανική διδασκαλία και την εκκλησιαστική παράδοση θα μπορούσε να είναι εμφανές και στον πιο αμύητο, εφόσον η ψυχοπαθολογία του δεν του δημιουργεί την ανάγκη γι’ αυτή την έμμονη ενασχόληση με το σεξ, που είναι βασικό χαρακτηριστικό πολλών θρησκευομένων και πάρα πολλών κληρικών και πνευματικών. Έτσι γι’ αυτούς η παράθεση οποιωνδήποτε μαρτυριών από την παράδοση δεν θα είχε κανένα νόημα, για όποιον όμως υγιαίνει ψυχικά είναι εμφανές ότι ο Ιησούς Χριστός ένα μόνο αμαρτωλό απέρριπτε διαρκώς και ολοκληρωτικά, και αυτός ήταν ο υποκριτής, και ότι απείλησε με την φρικτότερη τιμωρία της κολάσεως όχι τον πόρνο αλλά τον φίλαυτο, που είναι τόσο αυτοαπασχολούμενος ώστε όχι μόνο δεν αγαπά, αλλά ούτε παρατηρεί τον άλλο, όπως φαίνεται από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
Όσον αφορά το περίφημο χωρίο από την Α΄ Επιστολή του Παύλου προς τους Κορινθίους: “ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι; Μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, ούτε κλέπται, ούτε πλεονέκται, ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι” (Α΄ Κορ. 6,9), στο χωρίο αυτό όχι μόνο δεν θεωρούνται οι ερωτικές παρεκτροπές ιδιαίτερα σοβαρές, αλλά εξομοιώνονται με την πλεονεξία, την κλοπή και τη λοιδορία και το ακόμη σπουδαιότερο είναι ότι, σύμφωνα με το χωρίο αυτό, κανένας άνθρωπος που διαθέτει την πιο στοιχειώδη αυτογνωσία δεν μπορεί να πιστεύη ότι δεν συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτό τον κατάλογο των αμαρτωλών που δεν θα κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού, έτσι ώστε να κτυπιέται καίρια κάθε αυτοδικαιωτική διάθεση.
Παρόμοιες διαπιστώσεις προκύπτουν και από την μελέτη της μετέπειτα εκκλησιαστικής παραδόσεως. Λέει ο Ιωάννης ο Χρυσοστόμος: “Μη μου πεις ότι δεν πορνεύω. Γιατί ποιο το όφελος, αν δεν πορνεύης, αλλά είσαι φιλοχρήματος; Το σπουργίτι, και αν ακόμη δεν είναι πιασμένο από όλο το σώμα του αλλά μόνο από το πόδι του, και έτσι έχει χαθή, ευρίσκεται μέσα στην παγίδα, και δεν ωφελείται καθόλου από τα φτερά, αφού το πόδι του είναι πιασμένο. Έτσι κι εσύ δεν κυριεύθηκες από την πορνεία, αλλά κυριεύθηκες από τη φιλαργυρία, οπωσδήποτε όμως κυριεύθηκες. Το ζητούμενο δε δεν είναι το πώς κυριεύθηκες  αλλά το ότι κυριεύθηκες” και “Τίποτε λοιπόν δεν αποξενώνει (τον άνθρωπο) από τη φιλανθρωπία του Θεού και δεν το παραδίδει στο πυρ της κολάσεως όπως η τυρρανίδα της υπερηφάνειας. Όταν υπάρχη αυτή, γίνεται ακάθαρτη ολόκληρη η ζωή μας, οτιδήποτε κάνουμε, είτε σωφροσύνη είτε παρθενία είτε νηστεία είτε προσευχές είτε ελεημοσύνη”.»
Μέλημα πάντα του ποιμένα πρέπει να είναι πως δια μέσου του μυστηρίου της εξομολόγησης ο πιστός πρέπει να κερδίσει την αυτογνωσία. Αν δεν συμβεί αυτό, η εξομολόγηση θα παραμείνει κάτι αποσπασματικό και χωρίς μόνιμα αποτελέσματα, ώστε να ασκείται ως έργο ρουτίνας.

Βιβλιογραφία
Π. Ροδόπουλος: Μαθήματα Ποιμαντικής
Φ. Φάρος: Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία
OrthodoxWiki, λήμμα «Επιτίμια»
πηγή

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου: Η ηθική της σχέσης Θεού-Ανθρώπου



Απόσπασμα:

«Η Βίβλος δεν είναι ένα διδακτικό ηθικοπλαστικό βιβλίο, αλλά αφηγείται στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορία, και μάλιστα μια ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν πραγματικοί άνθρωποι με πάθη και αδυναμίεςΣτόχος της βιβλικής ιστοριογραφίας δεν είναι η λεπτομερής και αντικειμενική περιγραφή των γεγονότων του παρελθόντος της ανθρώπινης κοινωνίας αλλά η μελέτη των Θείων ενεργειών για τη σωτηρία του κόσμου, οπότε η εξιστόρηση δεν σκοπεύει στην παροχή ιστορικών (με τη σύγχρονη πάντοτε σημασία του όρου) πληροφοριών αλλά στη διατύπωση αιώνιων θεολογικών αληθειών

Έτσι, η θεοπνευστία της Παλαιάς Διαθήκης και η αλήθεια της δεν διαπιστώνονται στην ακριβή (αντικειμενική) εξιστόρηση των γεγονότων αλλά στην ακριβή θεολογική εκτίμηση τους, στην ερμηνεία της ιστορίας και στη θεώρηση της ως χώρου όπου εκδηλώνεται η αποκάλυψη του Θεού. 

Εφόσον λοιπόν το περιεχόμενο της Βίβλου είναι η ιστορία των σχέσεων Θεού και ανθρώπου, κάθετι που συμβαίνει αξιολογείται από τον βιβλικό "ιστορικό" όχι με βάση κάποιο αντικειμενικό ηθικό κριτήριο, αλλά από το αν  συντελεί στη φανέρωση του Θεού και προάγει το σχέδιο για τον κόσμο ή όχι. Έτσι, ο Σαούλ, για παράδειγμα, παρά τη γεναιότητα του, προκαλεί την "οργή" του Θεού και κρίνεται ακατάλληλος για την εκπλήρωση των στόχων της εκλογής του, ενώ ο Δαβίδ, αν και παρασύρεται συχνά από τα πάθη του και πέφτει σε βαρύτατα αμαρτήματα, χαρακτηρίζεται ως ο "εκλεκτός" και "αγαπημένος" του Θεού.

Για τη σύγχρονη, επηρεασμένη από τον δυτικοευρωπαϊκό ηθικισμό σκέψη ένας τέτοιος χαρακτηρισμός του Δαβίδ φαίνεταιακατανόητος. Για τη βιβλική σκέψη όμως εκείνο που οδήγησε τελικά τον Σαούλ στην απώλεια της Θείας εύνοιας δεν ήταν οι αμαρτίες του αλλά η αδυναμία του να εμπιστευτεί τη δύναμη του Θεού. Αντίθετα, εκείνο που ανέδειξε τον Δαβίδ δεν ήταν βέβαια η προσωπική του ηθική αλλά ο σταθερός προσανατολισμός και η εμπιστοσύνη του στο έλεος του Θεού, που έχει τη δύναμη να υπερνικήσει οποιοδήποτε εμπόδιο προβάλλει η αμαρτία στην επίτευξη των Θείων στόχων. Οι εκλεκτοί του Θεού δεν είναι αγγελικές υπάρξεις αλλά άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες· η ταπεινή υποταγή τους όμως στο Θείο θέλημα τους αξιώνει να γίνουν συνεργάτες του Θεού.

Το παραπάνω παράδειγμα αποκλείει οποιαδήποτε ιουδαϊκή-νομική ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης και οποιαδήποτε κατανόηση της σωτηρίας ως επιβράβευσης της ηθικής συμπεριφοράς των ανθρώπωνΣτόχος των επεμβάσεων του Θεού στην ιστορία δεν είναι η ηθική διόρθωση μεμονωμένων ανθρώπων, έστω και πρωταγωνιστών στην ιστορία της σωτηρίας, αλλά πρωτίστως η σωτηρία όλων των ανθρώπωνΟι περιγραφές των επεμβάσεων αυτών από τους βιβλικούς συγγραφείς εισάγονται συνήθως με εκφράσεις, όπως: "είπε Κύριος ο Θεός..." ή " Ο Κύριος λέγει..." και άλλες παρόμοιες.

Η ορθή κατανόηση των εκφράσεων αυτών συνιστά συχνά ένα δυσεπίλυτο ερμηνευτικό πρόβλημα, που γίνεται ακόμη πιο δύσκολο όταν το περιεχόμενο του εκφερομένου "λόγου του Θεού" προσκρούει στις σύγχρονες χριστιανικές αντιλήψεις περί αγαθού ΘεούΓια να γίνει κατανοητή η σημασία των παραπάνω εκφράσεων, πρέπει να ληφθεί υπ'όψιν ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι της εποχής αντιλαμβάνονται τον κόσμο και ότι συμβαίνει σε αυτόν. Αποτελεί βασικό στοιχείο της ισραηλιτικής πίστης πώς καθετί που συμβαίνει στον κόσμο γίνεται επειδή ο Θεός το θέλει ή το επιτρέπει. Εφόσον λοιπόν τίποτε δεν γίνεται αν δεν το επιτρέψει ο Θεός, ο Θεός "μιλά" μέσα από τα γεγονότα». 


«Η επιστροφής της ηθικής», εκδόσεις ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ

Ο ΙΟΥΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ

 Ο έβδομος μήνας του χρόνου. Έχει 31 ημέρες. Την ονομασία του την καθιέρωσε ο Μάρκος Αντώνιος (το 44 π.Χ.), για να τιμήσει το φίλο του και μεγάλο στρατηγό των Ρωμαίων, Ιούλιο Καίσαρα, που γεννήθηκε αυτόν το μήνα και που, όπως είναι γνωστό δημιούργησε το «Ιουλιανό ημερολόγιο». Αντικατέστησε τον πέμπτο μήνα, τον Κυρινάλη. Ο ελληνικός λαός τον ονομάζει και Αλωνάρη, Αλωνιστή ή Αλωνιάτη ή Αλωνευτή, επειδή  κατά τον μήνα αυτόν γίνεται το αλώνισμα του σιταριού.
             Ακόμα τον ονομάζει Γυαλιστή ή Γυαλινό (Νάξο & Χίο), επειδή σε ορισμένες περιοχές της χώρας κατά το μήνα αυτό «γυαλίζουν», δηλ. ωριμάζουν τα σταφύλια. Επίσης αναφέρεται σαν Δευτερόλης (σαν 2ος μήνας του καλοκαιριού), Αηλιάς ή Αηλιάτης (20/7, η γιορτή του Προφήτη Ηλία) και Φουσκομηνάς ή Χασκόμηνας (Ρόδος).
            ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
             Αλωνίζουν.
             Σκαλίζουν καπνά, καλαμπόκι & πατάτες.
             Θερίζουν σιτηρά (ανάλογα την περιοχή).
             Στα καπνοχώρια ραματιάζουν, στεγνώνουν του καπνού τα φύλλα.
             Ράντισμα & θειάφισμα αμπελιών.
             Τρύγος κυψελών απ’ το θυμάρι.
             
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
             
Του ΑΛΩΝΙΣΜΟΥ: Όσο διαρκεί ο αλωνισμός, «δεν κάνει να αλωνίζει ολοένα ο ίδιος αλωνιστής. Εναλλάσσεται με τη γυναίκα του και το παιδί, ενώ αυτός ξεκουράζεται στ' αμπλήκι, ένα δέντρο που υπάρχει φυτεμένο κοντά στο αλώνι γι' αυτό το σκοπό.
             Οι ξένοι που τύχαινε να περάσουν, έπρεπε να ευχηθούν μόνο: «Ώρα καλή, χίλια μόδια», ή «Χίλια μόδια, και το αγώι χώρια», κι ο αλωνιστής απαντούσε: «Να 'σαι καλά, Φχαριστούμε».
             Μόλις μάζευαν το λειώμα ή μάλαμα (καθαρό σιτάρι) σ' ένα σωρό, νίβονταν όλοι, και ράντιζαν και το σωρό.
             «Δεν έκανε να έρθει η γυναίκα με ρόκα, γνέθοντας, στ' αλώνι», γιατί «ήταν ξωτικιά και έδιωχνε τον άνεμο, και δεν μπορούσαν να ανεμίσουν, να λιχνίσουν.                                       
              Την τελευταία ημέρα και αφού απολούσαν τα βόδια, πρόσεχαν που θα ξυθεί, το μεγαλύτερο στα χρόνια βόδι. Εάν ξυνόταν στο κεφάλι, ο χειμώνας θα ήταν «πρώιμος», στη μέση «βαρυχειμωνιά στο μέσο του χειμώνα» και αν στην ουρά, ο χειμώνας θα ήταν «όψιμος».
              Με το νέο αλεύρι έφτιαχναν πρώτα μια λειτουργιά, για να την ευλογήσει ο παπάς. Κι απ' το πρώτο ζυμάρι, παρασκεύαζαν ένα ιδιαίτερο κομμάτι, το «κλικούδ'», και το άφηναν στη βρύση του χωριού. Εκείνη που πρώτη θα πήγαινε να πάρει νερό και έβρισκε το καινούριο ψωμί, έπρεπε να το μοιράσει στις γυναίκες που θα τύχαινε να πάνε κι αυτές για νερό.  
             
ΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ (συνεστιάσεις & δημοτελείς θυσίες)-ΕΘΙΜΙΚΕΣ ΦΩΤΙΕΣ (20/7). Προς τιμή τουΠροφήτη Ηλία, με κύρια επιδίωξη τις ευμενείς καιρικές συνθήκες, για τη γεωργία & την κτηνοτροφία στη διάρκεια του χρόνου. 
             
ΓΙΟΡΤΕΣ:
             Του Προφήτη Ηλία (20/7). Μία από τις φλογερές μορφές της Βίβλου, έφορος της βροχής, της βροντής & των κεραυνών. Όλα τα ξωκλήσια, που είναι κτισμένα προς τιμή του, βρίσκονται στις ελληνικές βουνοκορφές, γιατί εκεί ο τόπος ήταν πάντα ιερός.
             ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ: Ο Ιούλιος έχει τα περισσότερα από τα πανηγύρια των χωριών. Πέρα από τις καθεαυτό δικές του γιορτές-πανηγύρια (των Αγ. Αναργύρων, της Αγ. Κυριακής, του Προφήτη Ηλία, της Αγ. Παρασκευής & του Αγ. Παντελεήμονα), έχει και πολλές γιορτές-πανηγύρια του χειμώνα, που έχουν μεταφερθεί προκειμένου να επιτρέψει η καλοκαιρία τη διεξαγωγή τους & βέβαια τη μεγαλύτερη προσέλευση κόσμου.
             ΤΟ «ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ» (Αγ. Παρασκευή Λέσβου). Γίνεται προς τιμή του Αγ. Χαραλάμπους. Πρόκειται για μια ταυροθυσία. Αποτελεί μια γιορτή που διαρκεί 3 ημέρες. Για πρακτικούς λόγους, επειδή δεν είναι εύκολη η μετάβαση στο ξωκλήσι του αγίου την ημέρα της γιορτής του (10/2), το πανηγύρι γινόταν αρχικά την πασχαλινή περίοδο («πριν φύγει το Χριστός Ανέστη»), ή τέλη της ανοιξιάτικης περιόδου, στη συνέχεια μεταφέρθηκε τους καλοκαιρινούς μήνες, Ιούνιο ή Ιούλιο. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η άφιξη κάθε χρόνο των ξενιτεμένων Αγιοπαρασκευιωτών, κυρίως από την Αυστραλία, αφού συνήθως ένας απ’ αυτούς έκανε την καθόλου ευκαταφρόνητη χορηγία για την αγορά του ταύρου, εκτελώντας έτσι κάποιο τάμα του.
             Το πρωί της Παρασκευής οδηγούν τον ταύρο, που πρέπει να είναι εκλεκτός (3ετής, ανευνούχιστος & να μην έχει μπει σε ζυγό) μπροστά στο σπίτι του χορηγού. Εκεί υπό τους ήχους μουσικής στολίζουν τον ταύρο. Του κρεμούν στο λαιμό άνθη & στεφάνι και βάφουν τα κέρατά του με χρυσόσκονη. Μικρή επιγραφή στο μέτωπό του δείχνει το όνομα του δωρητή. Στη συνέχεια με μουσική, με λάβαρα, με σημαία & με την εικόνα του αγίου μπροστά, αρχίζει η περιφορά του ταύρου σε όλο το χωριό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας το ζώο μεταφέρεται στην τοποθεσία «Ταύρος», ορεινή & δυσπρόσιτη, 15 χμ Α. της Αγ. Παρασκευής, όπου βρίσκεται και το ξωκλήσι του αγίου.
             Από το πρωί του Σαββάτου αρχίζει η ομαδική μετάβαση των πανηγυριστών στον «Ταύρο», απ’ όλο το νησί. Το σούρουπο φέρνουν τον ταύρο, πάλι με μουσική, μπροστά στο εκκλησάκι και ο ιερέας τον ευλογεί με ειδική ευχή. Τον οδηγούν έπειτα στον τόπο της θυσίας. Εκεί, κατά την πίστη που επικρατεί, το ζώο γονατίζει με τη θέλησή του για να θυσιαστεί. Παράλληλα σφάζονται κι άλλα μικρότερα ζώα, με την ευλογία του παπά πάντα,τάματα κι αυτά των πιστών.
             Την ευλογία του δέχονται κι οι έφιπποι πανηγυριστές, θεωρείται μάλιστα ότι το πανηγύρι αποβλέπει ιδιαίτερα στην προστασία των φοράδων.
             Από το κρέας του ταύρου και με ειδικά κατεργασμένο σιτάρι παρασκευάζεται το λεγόμενο “κεσκέτσι”, που το πρωί της Κυριακής διανέμεται στους πιστούς, για «να πάρουν όλοι τη δύναμη που είχε ο ταύρος».
             Η όλη θυσία-γιορτή τελειώνει το απόγευμα της Κυριακής με ιππικούς αγώνες. Ακολουθεί γλέντι όλων των πανηγυριστών στην πλατεία του χωριού.  

             
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
             «Ο Αηλιάς κόβει σταφύλια και η Αγία Μαρίνα σύκα».
             «Αλωνάρη με τα αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια».
             «Τζίτζιρας ελάλησε, άσπρη ρόγα γυάλισε».
             «Τον Ιούλη κι οι γριές κάνουνε ξετσιπωσιές».
             «Από τ' Αι-Λιος ο καιρός γυρίζει αλλιώς».
             «Γαμπρός αλωναριάτικος, κακό χειμώνα βγάνει».
             «Έτσι το ‘χει το λινάρι να ανθεί τον Αλωνάρη».
             «Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τ' αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».
             «Κάλλιο λόγια στο χωράφι , παρά ντράβαλα (φασαρίες) στ' αλώνι».
             «Κάτσε κότα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
             «Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».
             «Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
             «Μικρό-μικρό τ' αλώνι μου, και να ‘ναι μοναχικό μου».
             «Ο άη-Λιας κόβει σταφύλια και η αγία Μαρίνα σύκα».
             «Ο Θεριστής θερίζει, ο Αλωνάρης αλωνίζει κι ο Αύγουστος ξεχωριζει».
             «Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη».
             «Που μουχτάει τον Χειμώνα‚ χαίρεται τον Αλωνάρη».
             «Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη(Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα».
             «Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει».
             «Τ' Αλωναριού τα κάματα (δυνατή ζέστη), τ' Αυγούστου τα λιοβόρια» (ζεστός δυνατός ανατολικός άνεμος).
             «Της αγιά Μαρίνας ρώγα και του άη -Λιός σταφύλι». (δηλαδή το σταφύλι ωριμάζει αργότερα από τη σταφίδα)
             «Της Αγιάς Μαρίνας ρούγα και του Αϊ Λια σταφύλι και του Αγιού Παντελεήμονα γιομάτο το κοφίνι».
             «Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή».
             «Τον Αλωνάρη δούλευε καλό χειμώνα να έχεις».
             «Τον Αλωνάρη έβρεχε στον ποτισμένο τόπο».
             «Χιόνισε μέσα στο Γενάρη, να οι χαρές του Αλωνάρη».

Η ταυτότητα του Αγίου στις μέρες μας…


erimitis_8452

Ο σκοπός της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, είναι η θέωση του ανθρώπου.
Οι έννοιες Άγιος και Αγιότητα στηνεποχή μας διέρχονται κρίση: η αποκρούονται, η χλευάζονται, η παραποιούνται. Και μάλιστα όχι μόνο σε κοινωνικές ομάδες, που έχουν προσωρινά η μόνιμα διακόψει κάθε σχέση και σύνδεσμο με το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά και μεταξύ των λεγομένων χριστιανών και μάλιστα των «Ορθοδόξων». Ιδανικό στον κόσμο μας είναι οι οικονομικές
αξίεςη ευζωία, η υλική ευημερία. Ποιός, ακόμη και χριστιανός, έχειβάλει σκοπό της ζωής του να γίνει άγιοςΠοιός, ενδιαφερόμενος και μοχθών για την σταδιοδρομία του παιδιού του, δίνει προτεραιότητα στην αγιότητά του; Και όμως σε προηγούμενους καιρούς αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του ορθοδόξου πιστού. «Χριστός και ψυχή σας χρειάζονται», δηλαδή η σωτηρία, έλεγε ο Πατροκοσμάς αναδιατυπώνοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, που ήταν το ιεραποστολικό πρότυπό του: «Πάντα ηγούμαι (τα θεωρώ) σκύβαλα (σκουπίδια), ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8).
Σήμερα, σχεδόν κατά κανόνα, η «αγιότητα» είναι ένα «λησμονημένο όραμα» και υποτιμημένη αξία. Και όμως! Ο σκοπός της Εκκλησίας ωςσώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας, είναι η θέωση τουανθρώπου, δηλαδή η αναγέννησή του μέσα στην άκτιστη θεϊκή Χάρη, ο αγιασμός του. «Άγιοι έσεσθεότι εγώ άγιος ειμι» (Λευιτ. 20, 26), που είναι αντίστοιχο με τον λόγο της Καινής Διαθήκης: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειος εστιν» (Ματθ. 5, 48). Γι’ αυτό υπάρχει στον κόσμο η Εκκλησία και καλεί κάθε άνθρωπο να ενταχθεί ολόκληρος («ολοτελής», Α’ Θεσ. 5, 23) στην κοινωνία της, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Διότι ο Θεός σ’ αυτό «προορίζει»
κάθε άνθρωπο, εφ’ όσον «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και ειςεπίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4). «Επίγνωσις» είναι η πλήρης και τελεία γνώση του Χριστού (Εφ. 4, 13), που αποκτάται με την «θέωση», την υψίστη αγιοπνευματική εμπειρία του πιστού, στην οποία αποσκοπεί όλη η αγιοπνευματική πορεία του μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα (κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις). Γι’ αυτό η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από Πατέρες, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, «Ιατρείον πνευματικόν» και «εργαστήριον αγιότητας», διότι σκοπό έχει να λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο, που θεραπεύει την αρρώστια του ανθρώπου, την νόσο της ψυχής του, την πτωτική κατάσταση, για να μπορεί να προχωρήσει προς την κάθαρση της καρδιάς του, τον φωτισμό και την θέωση. Η Εκκλησία είναι «εργαστήριον», ένα πνευματικό εργοστάσιο, που παράγει αγίους, διαφορετικά δεν θα είχε λόγο υπάρξεως.
Πως βιώνεται όμως η αγιότητα στην πράξη της καθημερινότητας; Όχι ασφαλώς ως έννοια ηθική, αλλά (άγιο)πνευματική (συνιστώ το πρόσφατο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Η Ιατρική εν πνεύματι Επιστήμη, Λειβαδειά 2009). Η Εκκλησία ως Ορθοδοξία δεν επιδιώκει να κάμει τον άνθρωπο «ηθικό» με την κοσμική σημασία του όρου. Ο μακαρίτης «λαϊκός», αλλά πατερικότατος, ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, έγραψε ένα βιβλίο, που το συνιστώ πάντοτε, με τον τίτλο: «Άλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός». Ο ορθόδοξος χριστιανός αγωνίζεται για την τήρηση των εντολών του Θεού όχι όμως με την έννοια ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς (sav·ir vivre), αλλά για να οδηγηθεί, με την συνεργεία της Χάριτος του Θεού, στο εν Χριστώ ήθος, που πηγάζει από την καρδιά του ως «καρπός του Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22) και «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4, 14). Η τήρηση των θείων εντολών δεν είναι το «τέλος», ο σκοπός, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης (5ος αι.) · «Αι εντολαί ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δοθείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (ΡG 65, 992). Άλλωστε είπε και ο Κύριος: «..Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε, ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10).
Η τήρηση των εντολών του Θεού ανοίγει την πηγή της Χάριτος. Και ο Ορθόδοξος πιστός ζητεί συνεχώς Χάρη, δύναμη θεϊκή (πρβλ. τον λόγο του Παύλου: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλ. 4, 13). Οι αιρετικοί, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, βλέπουν τις εντολές του Θεού ηθικολογικά, θέλουν να γίνουν «καλοί άνθρωποι», όπως τοεπιδιώκουν άλλωστε και οι άθεοι και οι μη χριστιανοί, οπαδοί των θρησκειών (θρησκευμάτων) του κόσμου. Ο Ορθόδοξος πιστός όμως δεν επιδιώκει να γίνει απλά «καλός» και «ηθικός», αλλά Άγιος, να ενωθεί με τον Χριστό και μέσω αυτού με όλη την Αγία Τριάδα, να γίνει «ναός Θεού» (Α’ Κορ. 3, 16 κ.α.), διότι τότε θα είναι «αληθινός», όπως και ο Θεός μας (Α’ Ιω. 5, 20) και αληθινά συνάνθρωπος, «πλησίον» και αδελφός του άλλου· όταν η Χάρη του Θεού (η «βασιλεία» Του) θα ενοικεί στην καρδιά του και η αγάπη του δεν θα είναι «αγάπη αμαρτωλών» (Λουκ.6, 33), δηλ. υπολογιστική και συμφεροντολογική, αλλά ανιδιοτελής, όπως η αγάπη του Θεού, που «ου ζητεί τα εαυτής» (Ρωμ. 13, 5) και γι’ αυτό «ουδέποτε εκπίπτει» (13, 8).
Με τις προϋποθέσεις αυτές κατανοείται πόσο ανησυχητικό είναι το θλιβερό σύμπτωμα της αλλοιώσεως των κριτηρίων μας στο θέμα της αγιότητος. Αυτό φαίνεται από την ευκολία, με την οποία συνήθως χαρακτηρίζουμε κάποιον ως άγιο («άγιος άνθρωπος», λέμε) απλώς, διότι είναι «καλός», χωρίς να ξέρουμε το βάθος της καρδιάς του («τα φαινόμενα συχνά απατούν»). Αυτόοφείλεται στην αδρανοποίηση των ορθοδόξων κριτηρίων η και των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως και διακρίσεως της αγιότητας. Σε τελευταία ανάλυση μόνον ο Άγιος, αυτός που έφθασε στην θέωση η στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και μπορεί να «δει» την καρδιά του άλλου και το περιεχόμενό της, γνωρίζει και μπορεί να διακηρύξει ποιός είναι Άγιος, «ναός δηλαδή και κατοικητήριο του Θεού». Αυτά λέγει μεταξύ άλλων ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος (Ομιλίαι Πνευματικαί, Θ’, 8. Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών), Θεσσαλονίκη 1985, σ. 166), στηριζόμενος και ερμηνεύοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. 2, 15: «ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρινόμενος»). Γράφει ο άγιος Μακάριος: «Ο πνευματικός (σημ. αυτός δηλαδή που έχει ζωντανή την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του) πάντας ανθρώπους «ανακρίνει…, γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και που έστηκε και εν ποίοις μετροις εστίν». (Σημ. Μπορεί δηλαδή να γνωρίζει τον απέναντί του, σε ποιά εσωτερική κατάσταση βρίσκεται, ποιές είναι οι προϋποθέσεις των λόγων και έργων του, αν είναι ειλικρινής και δεν προσποιείται, ως ο ηθικολόγος και φαρισαίος). Και συνεχίζει: «Αυτόν δε (τον «πνευματικόν» και Πνευματοφόρο) ουδείς ανθρώπων, των εχόντων το πνεύμα του κόσμου, γινώσκειν και ανακρίνειν δύναται, ει μη μόνον ο το όμοιον έχων επουράνιόν της θεότητος πνεύμα γινώσκει το όμοιον». Με λίγα λόγια: Μόνον οι άγιοι γνωρίζουν ποιός είναι άγιος και αυτών η γνώμη και άποψη έχει σημασία. Όταν λέμε συνεπώς, ότι ο «λαός του Θεού» αναγνωρίζει την αγιότητα, εννοούμε στην κυριολεξία τους Αγίους, αυτούς που έφθασαν στην αγιότητα, (φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και θέωση) και όχι εκείνους, που δεν αγωνίζονται, βαδίζοντας «συν πάσι τοις Αγίοις» και ακολουθώντας τα ίχνη τους, να γίνουν άγιοι. Εμείς σκεπτόμεθα συνήθως «λαοκρατικά» και «λαϊκίστικα», όταν λέμε ότι ο «λαός» αναγνωρίζει τους Αγίους! Γιατί το ερώτημα είναι: ποιός λαός; Ποιά σχέση έχει, δηλαδή, με την Χάρη και σε ποιά κατάσταση είναι η «καρδιά» του; Διότι, διαφορετικά, τα κριτήριά μας θα είναι ηθικολογικά και κοσμικά.
Ποιός λοιπόν, με βάση τα ορθοδοξοπατερικά κριτήρια, είναι ο Άγιος;Οι έχοντες την εμπειρία της θεώσεως, οι Αγιοί μας δηλαδή, χαρακτηρίζουν ως Αγίους τα πρόσωπα εκείνα, που έχουν φθάσει στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και στην θέωση, συνιστώντας τους μάρτυρές της μέσα στην ιστορία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, (8ος αι.) τιμούμε ως αγίους «τους ενωθέντας Θεώ κατά προαίρεσιν και τούτον δεξαμένους ένοικον, και τη τούτου μεθέξει γεγονότος χάριτι, όπερ αυτός εστι φύσει». Άγιοι είναι, έτσι, «οι έμψυχοι ναοί του Θεού, τα έμψυχά του Θεού σκηνώματα», διότι «δια του νου τοις σώμασιν αυτών ενώκησεν ο Θεός» (Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Δ(15)88. ΡG 94, 1164 Β επ.). Δηλαδή: «όσους ενώθηκαν με τον Θεό, σύμφωνα με την προαίρεσή τους, την ελεύθερη βούλησή τους, και Τον δέχθηκαν να κατοικήση μέσα τους και έγιναν με την μέθεξή Του, την ένωσή τους μαζί Του, κατά χάριν, αυτό που ο ίδιος ο Θεός είναι από τη φύση Του).
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (7ος αι.): «η υπερώνυμος θέωσις» καθιστά τους μετέχοντες σ’ αυτήν «ακτίστους, ανάρχους και απεριγράπτους… καίτοι δια την οικείαν φύσιν εξ ουκ όντων γεγονότος» (ΡG. 91,1144 ΑΒ). Μολονότι, δηλαδή, και ο Άγιος είναι άνθρωπος κατά την φύση του, έχει ψυχή και σώμα, όπως όλοι μας, και είναι κτίσμα του Θεού, με την θεία Χάρη γίνεται ο,τι είναι και ο Θεός: άκτιστος, άναρχος, απερίγραπτος και αιώνιος, αλλά «κατά χάριν». Αυτός είναι ο πνευματικός «καταλύτης» στο γεγονός της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου. Δεν παύει ο Άγιος να είναι άνθρωπος και κτίσμα, αλλά «κατά χάριν Θεού» γίνεται άκτιστος και όλα τα άλλα, μεταμορφούμενος μέσα στο φως του Θεού. Μεταμόρφωση, συνεπώς, ζει ο Άγιος και όχι μεταβολή της φύσεώς του. Πρέπει δε εδώ να λεχθεί, ότι όσοι διέπονται από «ευσεβιστικές» τάσεις, μιλούν προτεσταντικά για «ηθική θέωση», διότι θεωρούν βλασφημία να δεχθούν, ότι ο θεούμενος φθάνει να γίνει «άκτιστος» και «άναρχος», όπως ο Θεός είναι από τη φύση Του. Η θέωση όμως μεταμορφώνει την φύση του ανθρώπου και δεν «βελτιώνει» απλά τον χαρακτήρα του. Και αυτό συμβαίνει, διότι κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «Όλος μεν όλοις τοις αξίοις ο Θεός περιχωρεί, όλω δε όλοι περιχωρούσιν ολικώς οι Άγιοι τω Θεώ, όλον αντιλαβόντες εαυτών τον Θεόν» (Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων 3, 1, 27). Δηλαδή: «Όλος ο Θεός περιχωρεί εις όλους τους αξίους, εις όλον δε τον Θεόν περιχωρούν όλοι οι Άγιοι ολικά, έχοντας προσλάβει αντί τον εαυτό τους τον Θεόν».
Η απώλεια η αδρανοποίηση των ορθοδόξων κριτηρίων οδήγησεστην αντικατάσταση της πνευματικότητας με την ηθικολογία και τηςαγιότητας με την ουμανιστική αρετολογία. Όταν γνωστοί κανονολόγοι αποφαίνονται, ότι η αγιοκατάταξη (και όχι: αγιοποίηση, που μόνο στον Παπισμό υπάρχει) γίνεται «υπό της γενικής εκκλησιαστικήςσυνειδήσεως ποιμένων και ποιμαινομένων», αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για αυθεντικούς ποιμένες και ποιμαινόμενους δηλαδή αυθεντικά μέλη του σώματος του Χριστού, φορείς της Χάριτος και όχι απλώς κατ’ όνομα χριστιανούς, λόγω ενός τυπικού βαπτίσματος η μίας εξωτερικής χειροτονίας. Μη ξεχνάμε: οι Άγιοι αναγνωρίζουν τους Αγίους! Η ιστορία της Εκκλησίας μας διδάσκει, ότι η αναγνώριση της αγιότητας δεν υπήρξε ποτέ αυθαίρετη και συναισθηματική, ούτε στηρίχθηκε ποτέ στην καλή φήμη, την ηθικότητα, έστω και στις αγαθοεργίες κάποιου, αλλά σε απτά και τεκμηριωμένα, δηλαδή εκ του Θεού προερχόμενα, δείγματα της πραγματικότητας της θεώσεως. Ο Θεός μαρτυρεί την αγιότητα ενόςπροσώπου.
Οι Ορθόδοξοι μιλούμε για «αγιότητα μαρτυρουμένη» άνωθεν, εκ του Θεού. Ο μέγας θεολόγος των νεωτέρων χρόνων, αρχιεπίσκοπος Ευγένιος ο Βούλγαρης (1716-1806), λέγει χαρακτηριστικά για την αναγνώριση των Αγίων: «Ευλογητός ο Θεός, ος ουκ αμάρτυρον επί γης αφίησιν τηναλήθειαν αυτού» (Πρβλ. Πραξ. 14, 17. Ευγ. Βούλγαρη, Επιστολή προς Κλαίρκιον, Αθήνα 1844, σ. 6). Σύμφωνα με την μακραίωνη ορθόδοξο-εκκλησιαστική πράξη οι Άγιοι δεν «αναγνωρίζονται» η «διακηρύσσονται» με ηθικολογικά, κοινωνικά και ενδοκοσμικά κριτήρια, αλλά μετά από την φανέρωση της αγιότητάς τους από τον ίδιο τον Θεό, με σημεία αδιαμφισβήτητα, που αντέχουν σε κάθε κριτική και αποσείουν κάθε αμφιβολία. Και τέτοια σημεία είναι: η κατάσταση του λειψάνου (άφθαρτο η οστά, που υπερβαίνουν την συνέπεια της φθοράς/σήψεως και γι’ αυτό εκπέμπουν ευωδία υπερκόσμια και όχι δυσοσμία, και κυρίως θαύματα). Υπάρχει μάλιστα μία παγκόσμια ισχύουσα, γνωστή από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, παροιμία: «ο άγιος εάν δεν θαυματουργήσει, δεν δοξολογιέται», δεν τιμάται δηλαδή ως Άγιος. Η παροιμία αυτή σε διάφορες παραλλαγές, όπως η έρευνα έχει αποδείξει, είναι γνωστή ευρύτατα και στην Δύση. Ακόμη δε και στην περίπτωση του μαρτυρίου, τα θαυμαστά σημεία δεν λείπουν, όπως διαπιστώνεται από την μελέτη των συναξαριών και της υμνογραφίας μας.
Η πορεία προς την αγιότητα και ο πνευματικός αγώνας δεν χάνει τηναξία του και αυτό ισχύει για κάθε αγωνιζόμενο πιστό. Περιμένουμε όμως ο Θεός να βεβαιώσει («μαρτυρήσει») την αγιότητα (την θέωση) του συγκεκριμένου προσώπου, για να δικαιούμεθα και εμείς αναντίρρητα και χωρίς δισταγμούς, να το τιμάμε ως Άγιο. Μη ξεχνάμε, ότι οι άγιοι παρακαλούν τον Θεό για μας, διότι έχουν «παρρησία». Για τους άλλους ευσεβείς πιστούς, που δεν έφθασαν όμως στον φωτισμό η την θέωση, προσευχόμεθα εμείς (πρβλ. τα μνημόσυνα).
π. Γεώργιος Μεταλληνός

πηγή το είδαμε εδώ

Ευαγγελικός Μοναχισμός (1ο Μέρος)


Το Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι ευαγγέλιο, δηλαδή χαρμόσυνο άγγελμα, γιατί φέρει στον κόσμο όχι απλώς μια νέα διδασκαλία, αλλά μια νέα ζωή σε αντικατάστασι της παλαιάς. Η παλαιά ζωή κυριαρχείται από την αμαρτία, τα πάθη, την φθορά, τον θάνατο και βασιλεύεται από τον διάβολο. Παρ’ όλες «τις φυσικές» της χαρές αφήνει μια πικρή γεύσι, γιατί δεν είναι η αληθινή ζωή, για την οποία πλάσθηκε ο άνθρωπος, αλλά ζωή φθαρμένη και αρρωστημένη και γι’ αυτό σημαδεμένη από το αίσθημα του παραλόγου, του κενού, και του άγχους.
evmon2
Η νέα ζωή προσφέρεται στον κόσμο από τον Θεάνθρωπο Χριστό, ως δώρο και δυνατότης για όλους τους ανθρώπους. Ο πιστός ενώνεται με τον Ιησού Χριστό και έτσι κοινωνεί την θεία και αθάνατη ζωή Του, δηλαδή την αιώνια = αληθινή ζωή.
Προϋπόθεσι για να ενωθή ο πιστός με τον Χριστό και να ζωοποιηθή, είναι να πεθάνη πρώτα μέσω της μετανοίας ως προς τον παλαιό άνθρωπο. Πρέπει να σταυρώση και να θάψη κανείς πρώτα τον παλαιό άνθρωπο (δηλαδή τον εγωισμό, τα πάθη και το ιδιοτελές θέλημα) στον Σταυρό και στον Τάφο του Χρίστου, για να αναστηθή μαζί του και να «περιπατήση εν καινότητι ζωής» (Ρωμ. 6, 4). Αυτό είναι το έργο της μετανοίας και η άρσις του Σταυρού του Χριστού. Χωρίς την μετάνοια, δηλαδή το διαρκές σταύρωμα του παλαιού ανθρώπου, ο πιστός δεν είναι δυνατόν να πιστεύση ευαγγελικά, δηλαδή να παραδώση ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό και να αγαπήση «Κύριον τον Θεόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος του (Μαρκ. 12, 30).
Γι αυτό και ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο του ευαγγελικού κηρύγματος και ως προϋπόθεσι της πίστεως την μετάνοια. «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μαρκ. 1, 15). Δεν απέκρυψε ακόμη ότι η ζωή της μετανοίας είναι δύσκολη και ανηφορική. «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14) και ότι το να την βάδισης σημαίνει να σηκώσης τον Σταυρό της μετανοίας. Διότι ο παλαιός άνθρωπος, δεν υποχωρεί χωρίς βία και ο διάβολος δεν νικιέται χωρίς σκληρόν πόλεμο.
Την στενή και τεθλιμμένη οδό της μετανοίας υπόσχεται να ακολουθήση διά βίου ο μοναχός. Αποσπάται από τα πράγματα του κόσμου για να επιτύχη το μοναδικό που επιθυμεί, να πεθάνη σε σχέση με την παλαιά ζωή για να ζήση την νέα ζωή, που του προσφέρει ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία. Την τελεία μετάνοια επιδιώκει ο μοναχός με την συνεχή άσκησι, αγρυπνία, νηστεία, προσευχή, με την εκκοπή του θελήματος και την αδιάκριτη υπακοή στον Γέροντα. Με όλα αυτά βιάζει τον εαυτό του να αρνηθή το ιδικό του εγωιστικό θέλημα και να αγαπήση το θέλημα του Θεού. Μοναχός είναι «βία Φύσεως διηνεκής». Έτσι πληρώνει τον λόγο του Κυρίου «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12). Μέσα στις ώδινες του τοκετού της μετανοίας γεννάται σιγά – σιγά ο καινός και κατά Θεόν άνθρωπος.
Στον αγώνα της μετανοίας εντάσσεται ο αγώνας της συνεχούς επιτηρήσεως των λογισμών, ώστε να αποβάλλη κάθε κακό και δαιμονικό λογισμό, που θέλει να τον μολύνη και έτσι να διατηρή καθαρή την καρδιά του, για να ενοπτρίζεται τον Θεό κατά τον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η κατά του εγωισμού και των παθών νίκη κάνει τον μοναχό πράο, ειρηνικό και ταπεινό, κυριολεκτικά «πτωχόν τω πνεύματι» και μέτοχο όλων των αρετών των μακαρισμών. Τον κάνει επίσης «παιδί ον», όπως εκείνο, που εμακάρισε ο Ιησούς και εζήτησε όλοι να το μιμηθούν, αν θέλουν να εισέλθουν στην Βασιλεία Του.
Όλη η ζωή του μοναχού γίνεται σπουδή μετανοίας, το ήθος του, ήθος μετανοίας. Μοναχός είναι ο επιστήμων της μετανοίας, εκείνος που «στηλογραφεί την ζωήν της μετανοίας» (Κανών μγ’ Στ’ Οικουμ. Συνόδου) σε όλη την Εκκλησία. Το πένθος και τα δάκρυα της μετανοίας είναι το πιο εύγλωττο κήρυγμα
Το όλο σχήμα του άλλωστε (σχήμα εκουσίου θανάτου) κρίνει τον κόσμο. Ο κόσμος πάλι, που κρίνεται σιωπηλά από τον μοναχό, αν δεν συμμερισθή την μετάνοια του μονάχου, τον αποστρέφεται, τον καταφρονεί, τον μισεί, τον θεωρεί ως μωρό. Αλλά με αυτά ατά μωρά, ασθενή, αγενή και εξουθενωμένα του κόσμου» ο Θεός καταισχύνει τους σοφούς (Α’ Κορ. 1, 27).
Όντας ο μοναχός σοφός κατά Θεόν και μωρός κατά κόσμον, παραμένει ξένος εν μέσω του κόσμου, όπως και ο Υιός του Θεού. Εις τα ίδια έρχεται και οι ίδιοι δεν τον παραλαμβάνουν (Ιω. 1, 11), δεν τον κατανοούν. Κάποτε, ούτε και αυτοί οι άνθρωποι της Εκκλησίας, οι σοφοί και δραστήριοι.
Η μυστική και σιωπηλή ζωή του είναι επτασφράγιστο μυστήριο, για όσους δεν κοινωνούν του πνεύματος του. Τον θεωρούν κοινωνικά άχρηστο και ιεραποστολικά άεργο. Έτσι η ζωή του είναι κρυμμένη συν τω Χριστώ εν τω Θεώ και θα φανερωθή εν δόξη, όταν φανερωθή και ο Χριστός, η ζωή του (Κολασ. 3, 4).
Μόνο η καρδιά ενός ανθρώπου, που συνεχώς καθαρίζεται με την μετάνοια από τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια και τα πάθη, μπορεί να αγαπήση αληθινά τον Θεό και τον άνθρωπο. Εγωισμός και αγάπη είναι ασυμβίβαστα. Πολλές φορές ο εγωιστής νομίζει ότι αγαπά, αλλά η «αγάπη» του αυτή είναι συγκεκαλυμμένος εγωισμός, κρύβει την ιδιοτέλεια και το συμφέρον.
                                                                                                                                                                                         [Συνεχίζεται]
πηγή

Λόγος εἰς τὴν ἀνακομιδὴν λειψάνων π. Γερβασίου - Μητροπολίτης Πατρῶν Χρυσόστομος







«Καί τήν ράβδον... λαβέ ἐν τῇ χειρί σου καί πορεύσῃ... καί πατάξεις τήν πέτραν, καί ἐξελεύσεται ἐξ αὐτῆς ὕδωρ, καί πίεται ὁ λαός» (Ἐξοδ. 17, 5-6).
Δοξολογίαν ἀναπέμπομε σήμερον πρός τόν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἐχάρισε στόν Ὀρθόδοξο Λαό του, ἄνδρα πλήρη πνεύματος καί χάριτος οὐρανίου, ὅστις ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἔλαμψεν ὡς ἀστήρ καί λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν τῆς τοῦ Κυρίου φωτοφόρου Καθέδρας, τῆς μιᾶς δηλαδή, ἁγίας, καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς του Ἐκκλησίας.

Γονυπετεῖς προσκυνοῦμε τόν Τάφο, τήν Ἁγία Κάρα καί τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τῶν Πατρέων Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε ἐνταῦθα ἐξ ἄλλης Βησθαΐδά, τῆς ἁγιοτόκου δηλονότι γῆς τῆς Ἀρκαδίας, τόν μιμητή τῶν Ἀποστόλων, Γερβάσιον τόν ἀοίδιμο τοῦ Κυρίου θεράποντα.

Χρέος ἱερό καί καθῆκον ἅγιο ἐκπληροῦμε σήμερον πρός τόν στοργικό πατέρα καί διδασκάλο, τόν ἐπί δεκαετίας πνευματικῶς γεωργήσαντα καί ἱεραποστολικῶς κλεΐσαντα καί πνευματικῶς τόν Ἱερόν Ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου ἐν Πάτραις, ὑπέρ τοῦ ὁποίου πολλά ἐμόγησεν.

Τιμή ἀποδίδομε πρός τόν ἁπλοῦν καί σεμνό, τόν μαθητή τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τόν λιτό καί ἀσκητικό, τόν γλυκύ καί αὐστηρό, τόν ἀκριβῆ τηρητήν τῶν Ἀποστολικῶν καί Ἑλληνορθόδοξων παραδόσεων, τόν ἐμπνευσμένο, τόν πρωτοποριακό καί ρηξικέλευθο ἀναγεννητή τῆς αὐστηρᾶς καί ἁγίας λειτουργικῆς μας παραδόσεως, τόν γενναῖο καί ταλαντοῦχο πνευματικό, ὁ ὁποῖος συνεκίνει μέ τήν ἁπλουστάτη παρουσία του καί ἐνέπνεε μέ τήν πυρφόρο μορφή του.

Εὐγνωμοσύνη προσφέρομε πρός τόν ποικίλοις χαρίσμασι κεκοσμημένον, τόν ὡς ἥλιον λάμψαντα καί τήν γῆν τῶν Πατρῶν οὐρανώσαντα, τόν τάς ψυχάς πυρί τοῦ πνεύματος φλογίσαντα καί τάς καρδίας τῇ δρόσῳ τῇ οὐρανίῳ δροσίσαντα, τόν ἀνάργυρο, τόν ἀκτήμονα πλήν ὅμως μέγα ἐλεήμονα, τόν ἐπίγειον ἄγγελο καί θερμουργό λειτουργό τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τόν μύστη τοῦ Λόγου, τόν φλογερό καί ἀσυμβίβαστο ἱεροκήρυκα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου σύνθημα ἀγωνιστικό ἦτο τό λόγιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «τόν γάρ ἄρχοντα παντός λαμπτῆρος λαμπρότερον εἶναι δεῖ καί βίον ἔχειν ἀκηλίδωτον, ὥστε πάντας πρός ἐκεῖνον ὁρᾷν καί πρός τόν αὐτοῦ βίον τόν οἰκεῖον χαρακτηρίζειν» (Ὁμιλία εἰς τήν Πρός Τιμόθ. PG 62. 547)

Εὐχαριστίαν ἐκ βάθους καρδίας ἐκφράζομε πρός τόν ζηλωτή πρεσβύτερο, τόν ἱδρυτή τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων ἐν Ἑλλάδι, τόν παπά τῆς φτωχολογιᾶς, τόν προστάτη τῶν προσφύγων, τόν ἐν καιροῖς δυσχειμέροις πρωτοσύγκελλο καί πρωτέκδικο τοῦ μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου, τόν κατ’ ἴχνος τόν Χριστό ἀκολουθήσαντα, τόν γενναῖον τῇ ψυχῇ, τόν ἰσχυρόν τῷ φρονήματι, τόν τῇ πίστει ἀκλόνητον, τόν ἀνεπανάληπτο ἱερουργό τῶν τοῦ Θεοῦ ἱερῶν Μυστηρίων, τόν ἱδρυτή τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς Πατρῶν, τῆς Σχολῆς Βιοτεχνίας καί Χειροτεχνίας, τῆς Σχολῆς Ἀναλφαβήτων ἐν Πάτραις, νηπιαγωγείου, παιδικῶν κατασκηνώσεων κλπ. (πρωτοποριακές κινήσεις γιά τήν ἐποχή του), μέγαν εὐεργέτη τῆς πόλεως καί τῆς κοινωνίας τῶν Πατρῶν.

Πάντες εὐλαβῶς ὑποκλινόμεθα ἐνώπιον τοῦ γνησίου Ἕλληνος Ὀρθοδόξου Κληρικοῦ, «εἰς τήν καρδίαν τοῦ ὁποίου ἤσκει μεγίστην γοητείαν ἡ Ἑλληνική Πατρίς, ὥστε νά προσληφθῇ κατόπιν αἰτήσεώς του κατά τήν θρυλικήν ἐξόρμησιν τοῦ 1912-13, ὡς ἐθελοντής στρατιωτικός Ἱερεύς εἰς τήν στρατιάν τῶν Εὐζώνων. Καί ἠγωνίσθη πορευόμενος μετά τῶν ἀετοπόδων αὐτῶν τέκνων τῆς Ἑλλάδος, ἀνερχόμενος εἰς δυσπροσίτους ὀροσειράς καί εἰς πολυνέκρους συγκρούσεις, τρέχων πολλάκις εἰς τήν πρώτην γραμμήν τοῦ πυρός, διά νά προσφέρῃ τάς ὑπηρεσίας του —Θείαν Μετάληψιν, ἱεράν ἐξομολόγησιν— εἴς τινα ἑτοιμοθάνατον εὔζωνον» (Μητροπολίτης πρώην Ὕδρας Ἱερόθεος Τσαντίλης).

Γόνυ ψυχῆς καί σώματος κλίνωμεν ἐνώπιον τοῦ πεπυρωμένου θείῳ ἔρωτι ἡγιασμένου Γέροντος, διά τόν ὁποῖον ἰσχύουν κατά πάντα οἱ λόγοι τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος θέλει τόν Ἱερέα:

α) Πατέρα,

β) Διδάσκαλον,

γ) Ἰατρόν, καί

δ) Κυβερνήτην.

Ὂντως ὁ π. Γερβάσιος ἀνεδείχθη Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἠγάπησεν ὑπερβαλλόντως τά τέκνα του καί ἠγωνίσθη προκειμένου νά τά προστατεύσῃ ἐκ τῶν προβατοσχήμων λύκων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδή καί τῆς μανίας τοῦ πολεμήτορος ἐχθροῦ.

Ὡς πατήρ ἐχρησιμοποίησε ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του ἐν ἀγάπῃ, αὐστηρότητι παιδαγωγικῇ καί δικαιοσύνῃ. «Ὁ Ἱερεύς βιώνει ἕνα μαρτύριο, καθ’ ὅτι διά τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, βυθίζεται στόν ὠκεανό τόν ἀνθρωπίνων παθημάτων» (Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 253).

Ἐπόνεσε ὁ π. Γερβάσιος καί ἔκλαυσε μέ τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, τούς ἐστήριξε στήν ἀδυναμία καί στήν ταλαιπωρία τους, στήν ἀνεργία, στήν ἀνέχεια, ἀλλά καί χάρηκε ὁλόψυχα στήν χαρά τους. Ἄκουσε ἐπί ὧρες τίς ἀγωνίες τῶν νέων, ξενύχτησε προσευχόμενος γι’ αὐτούς. Γι’ αὐτό καί σήμερα τά ἄκγονα αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ τοῦ προσφέρουν τά ἀντίδωρα τῆς υἱϊκῆς τους ἀγάπης.

Τί νά εἴπωμε περί τῆς ἰδιότητός του ὡς διδασκάλου τῶν ὑπό Θεοῦ ἀποκεκαλυμμένων ἀληθειῶν; Ὁ τρόπος του γλυκύς, πειστικός καί ὁ λόγος του τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν, συγκλονιστικός, ἀποφασιστικός, ἐπαναστατικός, μετάδοση φωτός καί πυρός, ἀφοῦ ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἡ πλέον οὐσιώδης ἀνάγκη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Ἀσπαζόμεθα σήμερον τά Λείψανα τοῦ σοφωτάτου πνευματικού ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἐχρησιμοποίησε τά ἀπαραίτητα πνευματικά ἐπιθήματα κατά περίπτωση, ὥστε καί τόν πόνο νά ἁπαλύνῃ καί τό τραῦμα νά ἐπουλώνῃ καί τήν θεραπεία νά ἐπιφέρῃ.

Καταφιλοῦμε τά ἅγια χέρια, τοῦ στιβαροῦ οἰακοστρόφου τῆς Ἱερᾶς Νηός, τήν ὁποία ὡδήγησε εἰς εὐδίους λιμένας.

Κλῆρος καί Λαός, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, ἐπαναλαμβάνομε ὅ,τι ἠκούσθη μυριόστομο ἐν Πάτραις, κατά τήν ὥρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του, πρό πεντήκοντα ἐτῶν, ἐν τῷ Ἱερῷ καί πανσέπτῳ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου Ναῷ: «Ἅγιος! Ἅγιος! Ἅγιος!». Ὡς ἅγιος τιμᾶται στή συνείδηση Κλήρου καί Λαοῦ.
Ἀλήθεια ἀδελφοί μου, αὐτά δέν εἶναι τά στοιχεῖα που συνθέτουν τήν ζωή ἑνός ἁγίου; Ἡ ζέουσα πίστη δηλαδή, ἡ θυσιαστική ἀγάπη, ἡ προσευχή, ἡ βιωματική ἐμπειρία, τό ἐνάρετον, συνελόντ’ εἰπεῖν, κατά πάντα τοῦ ἤθους του καί τῆς πολιτείας του; Ἀκόμη, ἡ μαρτυρία τοῦ Λαοῦ, ἀλλά καί ἡ θεοσημία, ἀφοῦ Κύριος ὁ Θεός ηὐδόκησε νά φανῇ ὁ τύπος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντός κορμοῦ δένδρου (ὁ πρῶτος καί μοναδικός ἀχειροποίητος Σταυρός πού πανορθοδόξως προσκυνεῖται), τό ὁποῖο ἐφύτευσε ὁ μακαριστός Γέροντας στόν χῶρο τῆς παιδικῆς ἐξοχῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιού Πατρῶν;

Περί τῆς ἁγιότητος τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ διδασκάλου καί ὁδηγοῦ τοῦ Λαοῦ τῆς Ἀποστολικῆς πόλεως τῶν Πατρῶν μαρτυρεῖ καί ἡ δοκιμασία, πού προσετέθη ἐκ τῆς συκοφαντίας τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πλανηθέντες ὑπό τοῦ διαβόλου ὡδήγησαν τόν ἀοίδιμον π. Γερβάσιον εἰς ὀδύνην τήν ὁποίαν ἐν εὐχαριστίᾳ πρός τόν Θεόν καί ἐν γαλήνῃ ψυχῆς διεξῆλθε. Ἀλλά πάντα ταῦτα, διά νά λάμψῃ περισσότερον ἡ ἀλήθεια καί νά φωτισθῇ ἔτι πλέον ἡ προσωπικότης καί τό ἔργον τοῦ ἀοιδίμου ἱεραποστολικοῦ ἀνδρός, καί νά δειχθῇ ἡ μεγάλη ἀγάπη καί τιμή τοῦ Λαοῦ πρός αὐτόν. Ἐξ ἄλλου «ὁ γευθείς πνεύματος Χριστοῦ δέν δύναται νά ἀποφύγῃ τήν συνάντησιν μετά τοῦ ὠκεανοῦ τῶν θλίψεων καί τῶν δυστυχιῶν. Οὗτος συμμετέχει εἰς τήν προσευχήν τοῦ Κυρίου, ὅστις ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τό ὑπόδειγμα’ (Ἰω. ιγ’ 15)»(Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 367).

Ὁ π. Γερβάσιος ὑπῆρξε διωκόμενος ἐκ τῆς νηπιακῆς αὐτοῦ ἡλικίας, πρῶτον ὑπό τῆς δυστρόπου μητρυιᾶς του. Διώκεται ἀκόμη ἀπό τήν πτωχεία, τήν στέρηση,τήν γυμνότητα. Διατρέχει πεζοπορῶν τήν ἀπόσταση ἀπό τήν Γορτυνία ἕως τήν Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας, ὅπου στό ἐκεῖ Σχολαρχεῖο διαπρέπει ὡς μαθητής, καί διά τοῦτο φθονεῖται, συκοφαντεῖται δεινῶς καί διώκεται. Δεδιωγμένος φθάνει στήν Μονή Γηροκομείου Πατρῶν, προστατευόμενος ὑπό τοῦ συντοπίτου του λαμπροῦ Ἱεράρχου Ἱεροθέου (τοῦ Μητροπούλου). Ἀλλά καί αὐτός φεύγει γιά τόν οὐρανό ἐνωρίς πρός μεγίστην ὀδύνη τοῦ νεαροῦ τότε Γεωργίου (Ἔτσι ἦτο τό κατά κόσμον ὄνομά του). Ὅταν ἀργότερα, Ἱερομόναχος πλέον, ὁ π. Γερβάσιος τοποθετεῖται Ἡγούμενος τῆς ἰδίας Μονῆς, ἐπιχειρεῖται ὑπό τῶν «παλαιοκαλογήρων» δολοφονική ἀπόπειρα ἐναντίον του καί ἀναγκάζεται νά κατέλθῃ καί αὐτοῦ τοῦ θρόνου, γιά νά φθάσῃ στά Προσφυγικά τῶν Πατρῶν, στόν τόπο τῶν διωγμένων μαρτυρικῶν ἀδελφῶν μας ἀπό τά Μικρασιατικά παράλια, ὥστε νά γίνῃ γι’ αὐτούς, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς Πατρινούς, ὁ λατρεμένος «Παπούλης».

Δέν εἶναι τῆς παρούσης νά ἀναφέρωμε ἄλλα στοιχεῖα, τά ὁποῖα συνθέτουν τήν ὁλοφώτεινη προσωπικότητα τοῦ π. Γερβασίου καί τά ὁποῖα ἐν καιρῷ τῷ δέοντι θά ἴδουν τῆς δημοσιότητος τό φῶς.

Θα περιορισθῶ μόνον σέ δύο περιστατικά, τά οποῖα μαρτυροῦν περί τῆς ἁγιότητος τοῦ ἀοιδίμου πατρός.

1. Ἦτο μεσημέρι καί ὁ Γέροντας εὐλόγησε τήν τράπεζα στήν κατασκήνωση.

Τήν ὥρα τοῦ γεύματος, ὁ Παπούλης πετάχθηκε ἀναστατωμένος καί ἀναφώνησε: «Μιά ψυχή χάνεται!». Χωρίς νά πῇ σέ κανένα τίποτε ἄλλο, ἔφυγε βιαστικά, ἔτσι ὅπως ἦτο μέ τό ἀντερί καί τόν σκοῦφο του, καί μετέβη μέ τά πόδια σέ κάποιο σπίτι στήν περιοχή τῶν Μποζαϊτίκων, ὅπου διέμενε ἀνάπηρη κοπέλα.

Ὅταν εἰσῆλθε, βρέθηκε μπροστά σέ σκηνή συγκλονιστική. Ἡ ἀσθενής ἐπιχειροῦσε νά κόψῃ τίς φλέβες τῶν χεριῶν της, προκειμένου νά θέσῃ τέρμα στή ζωή της. Τῆς λέγει ὁ π. Γερβάσιος: «Τί σοῦ ἔκανα παιδάκι μου καί μέ ἔφερες, γέρο ἄνθρωπο, μέσα στό μεσημέρι ἐδῶ κάτω; Ἔχεις τό φωτοστέφανο στό κεφάλι σου καί πᾶς νά τά χάσῃς ὅλα;»

Τότε κατενόησε ἡ ἀσθενής τό λάθος της καί μέ δάκρυα στά μάτια ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν Γέροντα. Ἐπέστρεψε χαρούμενος στήν κατασκήνωση καί εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ! Μιά ψυχή σώθηκε!».

2. Ἦταν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’70. Στήν κατασκήνωση τῶν κοριτσιῶν στά Συχαινά ἀρχηγός ἦταν ἡ ἀείμνηστη Αἰκατερίνη Ἀνδρικοπούλου. Παρά τίς προσπάθειες τῶν ὑπευθύνων, δέν βρισκόταν Ἱερέας νά λειτουργήσῃ γιά τά παιδιά τήν ἑπόμενη ἡμέρα, πού ἦταν μεγάλη ἑορτή. Οὔτε γιά πρόσφορο ἐφρόντισαν. Ἐξάλλου, τί νά τό ἔκαναν; Στενοχωρημένες ἔπεσαν γιά ὕπνο, ἀφοῦ προσκύνησαν γεμάτες παράπονο τόν τάφο τοῦ Γέροντα. Τό πρωί τούς ξύπνησε ὁ κτύπος τῆς καμπάνας τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ποιός χτυπᾶ τήν καμπάνα; Ἔσπευσαν στήν Ἐκκλησία, ὅπου ἔκπληκτες βλέπουν τόν ἐνάρετο ἀείμνηστο Ἱερέα, π. Νικόλαο Κογιώνη, νά στέκεται ἐκεῖ καί νά περιμένῃ. «Πάτερ ποιός σᾶς εἶπε νά ἔλθετε σήμερα νά λειτουργήσετε, ἀλλά καί ποιός σᾶς ἄνοιξε τήν κλειδωμένη πόρτα τῆς Κατασκήνωσης;» «Ὁ Παπούλης, ὁ π. Γερβάσιος, ἐμφανίστηκε σέ μένα καί μέ κάλεσε νά λειτουργήσω γιά τά παιδιά του. Ὁ ἴδιος μου ἄνοιξε τήν πόρτα», ἀποκρίθηκε ὁ π. Νικόλαος. «Πάτερ, δέν ἔχουμε πρόσφορο», εἶπαν τό ἴδιο ἀπορημένες. «Θά φροντίσῃ καί γι’ αὐτό ὁ Παπούλης», εἶπε καί πάλι ὁ εὐλαβέστατος Ἱερεύς. Καί πράγματι. Μιά γυναίκα κατηφορίζει ἀπό τήν πύλη πρός τήν Ἐκκλησία, κρατῶντας σέ καθαρή πετσέτα τό πρόσφορό της. «Κυρία μου, ποῦ ἔμαθες ὅτι ἔχουμε Ἐκκλησιασμό καί πῶς ἦρθες τόσο πρωί;», τήν ρώτησαν. «Ξεκίνησα νά πάω τό πρόσφορό μου, πρωί-πρωί στόν Ἅγιο Νικόλαο τῶν Συχαινῶν γιά νά προλάβω τήν Προσκομιδή. Ἀλλά στόν δρόμο ἕνας γέροντας παπάς μέ σταμάτησε καί μοῦ εἶπε: “Κόρη μου, ποῦ πᾶς; Στόν Ἅγιο Νικόλαο ἔχει ὁ παπάς πρόσφορα. Νά τό πᾶς στήν Κατασκήνωση, γιά νά λειτουργήσουν”, μοῦ εἶπε καί ἐξαφανίστηκε. Ἔτσι ἦλθα». «Ποιός ἦταν ὁ παπάς;» Ἡ ἀπάντηση εἶναι φανερή.

Ἐπιτελοῦμε σήμερον ἀκόμη χρέος ἱερό καί πρός τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ὕδρας Ἱερόθεο τόν Πατρέα, πνευματικό τέκνο καί ἀνάστημα τοῦ π. Γερβασίου, ὁ ὁποῖος πρό τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του, πολλάκις παρεκάλεσε τήν ἐλαχιστότητά μας διά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων «τοῦ ἀοιδίμου καί ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου», ὡς ἔλεγε χαρακτηριστικά, π. Γερβασίου.

Μάλιστα, μέχρι θαυμαστῆς λεπτομερείας, ἔδωσε ὁδηγίας περί τοῦ πρακτέου, ἅμα τῇ συμπληρώσει πεντήκοντα ἐτῶν ἀπό τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας τοῦ Γέροντος καί Διδασκάλου τῶν Πατρῶν.

Δέος συνέχει τήν καρδία μου, ὅταν ἀναμιμνήσκωμαι τῶν λόγων τοῦ μακαριστοῦ καί λαμπροῦ, τοῦ πολυεδρικοῦ ἀδάμαντος, Μητροπολίτου Ὕδρας Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος τήν τελευταίαν φορά τῆς συναντήσεώς μας, μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «Εἶναι ἐπιθυμία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γερβασίου νά γίνῃ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του, ὑπό συντοπίτου του Ἀρχιερέως».

Εἶμαι δέ ἐξόχως συγκλονισμένος, διότι κατά τρόπον παράδοξο, οἱ ἐργασθέντες κατά τήν προεργασία διά τά τῆς ἀνακομιδῆς τεχνίτες, ἀκόμη καί ὁ βοηθός των, ἕλκουν τήν καταγωγήν των ἐξ Ἀρκαδίας, ἀπ’ ὅπου καί ὁ μακαριστός π. Γερβάσιος.

Ἀκόμη χρέος ἐπιτελοῦμε ἔναντι τοῦ μακαρία τῇ λήξει γενομένου, Ἱεράρχου Μαντινείας καί Κυνουρίας Θεοκλήτου, του χειροτονήσαντος ἡμᾶς Διάκονον καί Πρεσβύτερον, ὅστις μέ συμμαρτυρίαν τοῦ π. Γερβασίου εἰσῆλθεν εἰς τάς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, καί ὁ ὁποῖος ἔχων ἐπί τοῦ Γραφείου του τήν φωτογραφία τοῦ μακαρίου Γερβασίου καί τήν εἰκόνα τοῦ θαυμαστῶς ἐντός τοῦ κορμοῦ τοῦ πεύκου φανέντος τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὑπεδείκνυε ὁδόν ἀρίστη, ἐκείνη τήν ὁποίαν ἐβάδισε ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων κλεινός Γερβάσιος.

Πρό πάντων δέ καθῆκον ὀφειλόμενο πρός τόν Πατραϊκό Λαό, καί μάλιστα πρός τά πνευματικά τέκνα του Γέροντος, τῶν ὁποίων πόθος διακαής ἔκαιε τά ἐσώτατά τῆς καρδίας των, ὅπως πραγματοποιηθῇ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ πολυσεβάστου καί ὡς ἁγίου ὑπ’ αὐτῶν τιμωμένου διδασκάλου των, καί ἀξιωθοῦν νά ἀσπασθοῦν τά ἱερά ὀστέα του, τά ὁποῖα ἡγιάσθησαν ἐκ τῶν ποικίλων πνευματικῶν καί σωματικῶν ἀγώνων του ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.

Ἀοίδιμε Γέροντα, τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου σου ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου, τά πνευματικά σου τέκνα «ἔπιπτον προσκυνητῶς πρό τοῦ σκηνώματός σου, ἔχοντος ἐστολισμένον τό πρόσωπον διά τήν τελικήν πορείαν. Ἠσπάζοντο χεῖρας καί πόδας, κλαίοντες καί ζητοῦντες τήν πολυπόθητον εὐχήν σου» (Μητροπ. Ὕδρας Ἱερόθεος).

Σήμερον πλῆθος τῶν ἐκγόνων σου, Κλῆρος καί Λαός, προσπίπτουσι καί πάλιν προσκυνητῶς πρό τῶν ἱερῶν Λειψάνων σου, καί ραίνουν μέ δάκρυα καί μύρα καί ρόδα τά ἡγιασμένα ὀστέα σου, καί λιτανεύοντες αὐτά ἐπί τῶν ὤμων ὡς θησαυρόν πολύτιμο καί ἀειλαμπῆ, ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει ἱκετεύουσί σε:

«Ὡς παρρησίαν ἔχων πρός Θεόν, ἱκέτευε Χριστόν τόν ἀγαθόν, καί ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις τῶν κινδύνων καί περιστάσεων φύλαττε, ἱερώτατε πατήρ ἡμῶν Γερβάσιε.

Δεήθητι ὑπέρ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς πόλεως ταύτης, τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τοῦ φιλοθέου καί φιλαγίου Λαοῦ, ὑπέρ τῶν ἀρνίων σου τῶν ἠγαπημένων, ὡς χαρακτηριστικά ἀποκαλοῦσες τά παιδιά καί τούς νέους».

Ἡμεῖς πάντες τόν Θεόν δοξάζοντες τόν σέ δοξάσαντα, χρεωστικῶς ὕμνους ἐκ καρδίας πλέκομεν καί προσφέρομέν σοι, τῷ ἀοιδίμῳ καί γεραρῷ, διδασκάλῳ καί πατρί:

«Χαίροις Ἀρκαδίας θεῖος βλαστός, χαίροις Ἐκκλησίας ἱερώτατος θησαυρός, χαίροις τῶν Πατρέων διδάσκαλος ὁ θεῖος, Γερβάσιε θεόφρον σκέπε τά τέκνα σου».

Σύναξη των 12 Αποστόλων: Γιατί νίκησαν;

Οι λίγοι νικούν τους πολλούς.
Γιατί νίκησε; Ποιός νίκησε και ποιούς νίκησε; Η ομάδα των Δώδεκα. Αν οι ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν έντεκα παίκτες, η ομάδα του Χριστού έχει δώδεκα αθλητές. Και αν μία ομάδα γνωρίζει και νίκες και ήττες και ισοπαλίες, η ομάδα του Χριστού είχε μόνο νίκες και θριάμβους. Και αν οι ομάδες αγωνίζονται στο στίβο ενός γηπέδου ή σταδίου, η ομάδα των Δώδεκα αγωνίσθηκε στο στίβο ολόκληρης της οικουμένης. Και αν ο αγώνας των ομάδων έχει μερικές χιλιάδες θεατές, ο αγώνας των Δώδεκα είχε θεατές όλη την οικουμένη, όλη τη γη και όλο τον ουρανό. Καταλάβατε ασφαλώς ποιά είναι η ομάδα των Δώδεκα. Είναι οι Δώδεκα Απόστολοι. Ο Παύλος γράφει για τον αγώνα των Αποστόλων και τους ορατούς και αοράτους θεατές του: «Θέατρον εγενήθημεν τω κόσμω, και αγγέλοις και ανθρώποις» (Α’ Κορ. 4,9).
12a0ost2
Νίκησαν οι λίγοι τους πολλούς. Νίκησαν οι δώδεκα τους μυριά­δες, τα εκατομμύρια. Νίκησαν οι αγράμματοι της Γαλιλαίας τους σοφούς της αρχαιότητος. Νίκησαν οι ψαράδες τους φιλοσόφους. Νίκησαν οι αδύνατοι τους δυνατούς. Νίκησαν οι άσημοι τους επι­σήμους. Νίκησαν οι φτωχοί τους πλουσίους. Νίκησαν οι άοπλοι τις πάνοπλες στρατειές.
Όσα δεν κατόρθωσαν οι φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδος, το κατόρθωσαν οι αγράμματοι ψαράδες της Γαλιλαίας.
Πόσους οπαδούς απέκτησε ο Πλάτων; Μερικούς μαθητές μόνο. Πόσους πιστούς απέκτησαν οι Απόστολοι; Εκατομμύρια.
Σε ποιό πρόβλημα μεταφυσικό ή ηθικό μπόρεσε να δώσει σαφή απάντηση ο Πλάτων; Σε κανένα. Όλα τα ηθικά και μεταφυσικά προβλήματα τα έλυσαν οι Απόστολοι.
Ποιούς ανθρώπους μπόρεσαν να αλλάξουν, να μεταμορφώ­σουν, με τις θεωρίες τους οι φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου; Ούτε τους εαυτούς τους. Μυριάδες άνθρωποι άλλαξαν με το κήρυγμα των Αποστόλων.
Πόσοι θυσιάσθηκαν για τις φιλοσοφικές τους θεωρίες; Κανένας. Πόσοι θυσιάσθηκαν εκούσια για την πίστη των Αποστόλων; Εκα­τομμύρια είναι οι μάρτυρες. Γι’ αυτό λέγει ο ί. Χρυσόστομος: «Ότι δεν κατόρθωσαν να κάνουν φιλόσοφοι με τους συλλογισμούς των, τούτο το κατόρθωσαν αυτή που εθεωρείτο μωρία. Ποιος, λοιπόν είναι σοφώτερος; Αυτός που πείθει τους πολλούς ή αυτός που πείθει ολίγους, μάλλον δε δεν πείθει κανένα; Αυτός που πείθει διά τα σοβαρώτερα θέματα ή αυτός που πείθει διά τα ανύπαρκτα πράγματα; Τι κατόρθωσε ο Πλάτων και οι όμοιοι του. Τίποτε… Ο Σταυρός όμως έπεισε με απλοϊκούς ανθρώπους, και εκέρδισε όλην την οικουμένη, και όλους τους αγροίκους και τους απλοϊκούς τους έκανε αληθινούς φιλοσόφους. Πρόσεξε πως το μωρόν του Θεού είναι το σοφώτερον από τους ανθρώπους και πως το αδύνατο είναι το ισχυρότερο» (Ε.Π.Ε. 18, 98-100).
Πώς λοιπόν και γιατί νίκησαν οι Απόστολοι; Ποιό το μυστικό; Η… ατομική βόμβα! Μα ποιά σχέση μπορεί να έχει η ατομική βόμβα με τους Αποστόλους; Άλλοτε η μάχη εξηρτάτο από τον αριθμό των παρατεταγμένων στρατιωτών και από την ανδρεία τους. Σήμερα μπορεί ένας να νικήσει στρατό μυρίων πολεμιστών. Πώς; Με την ατομική βόμβα. Ένας με μία ατομική βόμβα είναι πιο δυνατός από μυρίους τυφεκιοφόρους στρατιώτες. Αν αυτό το κατόρθωσαν άνθρωποι, δεν μπορούσε παρόμοιο κατόρθωμα να κατορθώσει ο Θεός ο παντοδύναμος; Είκοσι αιώνες προτού ν’ ανακαλυφθεί η ατομική βόμβα, δώδεκα άνθρωποι οπλίστηκαν με ατομική ενέργεια και νίκησαν ολόκληρο τον κόσμο. Πρόκειται για τους Δώδεκα Αποστόλους. Ήσαν αδύνατοι και μικροί, πριν ν’ αποκτή­σουν την ατομική ο καθένας ενέργεια. Ήσαν τόσο αδύνατοι, ώστε δείλιασαν μπροστά στα μαχαίρια και τα ξύλα της σπείρας και εγκατέλειψαν τον Θείο Διδάσκαλο μόνον στα χέρια των εχθρών του. Ήσαν τόσο δειλοί και αδύνατοι, ώστε ο θερμότερος από αυτούς, ο Πέτρος, αρνήθηκε τον Ιησού μπροστά σ’ ένα κοριτσάκι. Και ξαφνικά! Αυτοί οι αδύνατοι και δειλοί γίνονται δυνατοί· γίνονται «λέον­τες, πυρ πνέοντες».
Πώς; Οπλίστηκαν εσωτερικά και εξωτερικά. Όταν τους κάλεσε ο Χριστός, για να τους στείλει στην οικουμένη και να δώσουν τη μεγάλη μάχη για την αλλαγή του κόσμου, για το μετα­σχηματισμό της κοινωνίας, τους είπε: Δεν θα ξεκινήσετε έτσι όπως είσθε. Θα περιμένετε. Θα έλθει δύναμις καταπληκτική. Όταν πά­ρετε αυτή τη δύναμη, να ριχθείτε άφοβα και να σκορπίσετε παντού το μήνυμα του Ευαγγελίου της σωτηρίας. «Λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης» (Πράξ. 1,8).
Να η ατομική ενέργεια: Το Πνεύμα το Άγιον. Εσωτερική ενέργεια με εξωτερική εκδήλωση. Όταν βράζει ένα δοχείο, ξε­χειλίζει. Και η καρδιά των Αποστόλων, πλημμυρισμένη από τη φωτιά του Αγίου Πνεύματος, κόχλαζε και ξεχείλιζε. Η πυρηνική ενέργεια από την καρδιά έφθανε στα χείλη. Πύρινες γλώσσες δέχτηκαν οι ’Απόστολοι από τον ουρανό. Πυρηνικές αποστολικές γλώσσες δέχτηκε ο κόσμος. Καμμία δύναμη δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο πέρασμα των Αποστόλων.
Αποστολική Εκκλησία
Η Εκκλησία είναι και λέγεται Αποστολική. Έτσι ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολι­κήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Είναι Αποστολική, διότι είναι θεμελιωμένη «επί τω θεμελίω των Αποστόλων» (Εφεσ. 2,20). Ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στο οικοδόμημα της Εκκλη­σίας. Οι Απόστολοι είναι οι θεμέλιοι της ορατής Εκκλησίας και οι θεμέλιοι της άνω πόλεως, της άνω Σιών, της νέας Ιερουσαλήμ.
Θέλετε να δείτε, αν μία λεγομένη Εκκλησία είναι γνήσια Εκ­κλησία του Χριστού; Από δύο πράγματα θα το καταλάβετε: Από την Αποστολική διδασκαλία και από την Αποστολική διαδοχή.
Την Αποστολική διδασκαλία φαντασθείτε την σαν ένα ποτάμι. Κυλά χωρίς διακοπή δύο χιλιάδες χρόνια τα νερά του και ποτίζει την οικουμένη. Είναι τα ίδια κρυστάλλινα, πεντακάθαρα νερά. Εκείνα, που σήμερα πιστεύουμε εμείς, ξεπηδούν από την πηγή των Αποστόλων. Όσα σήμερα πιστεύει η Εκκλησία, τα πίστευε και η Εκκλησία των χρόνων των Αποστόλων.
Και αυτό που λέμε Αποστολική διαδοχή φαντασθείτε το σαν την αλυσίδα, που κρέμεται ο πολυέλαιος. Η αλυσίδα αποτελείται από πολλούς κρίκους. Αν σπάσει κάποιος κρίκος, ο πολυέλαιος πέ­φτει. Οι κρίκοι της Αποστολικής διαδοχής είναι οι κληρικοί. Βλέπουμε κάποιον, που εμφανίζεται ως κληρικός· έχει ράσα, γένεια, λέγει ότι πιστεύει στην Ορθοδοξία. Αρκούν αυτά για να τον δεχθούμε ως κανονικό κληρικό; Ασφαλώς όχι. Πρέπει οπωσδήπο­τε να εξετάσουμε, αν ο Επίσκοπος, που τον χειροτόνησε, έχει Αποστολική διαδοχή. Αν από επίσκοπο σε επίσκοπο φθάνουμε στους Αποστόλους, τότε ο άνθρωπος αυτός είναι κληρικός της Εκ­κλησίας. Αν κάπου υπάρχει ένα κενό, τότε ας έχουμε επιφυλάξεις. Έχει σπουδαία σημασία για την τέλεση των μυστηρίων η κανονικότητα του κληρικού, η οποία εξαρτάται από τη λεγομένη Αποστολική διαδοχή. Διότι η Εκκλησία είναι Μία και Αποστολική.
Αλλ’ Αποστολική λέγεται η Εκκλησία όχι μόνο για λόγους του παρελθόντος. Λέγεται και για λόγους του παρόντος. Όχι μόνο για λόγους δογματικούς, αλλά και για λόγους ιεραποστολι­κούς. Δεν αρκεί να καυχώμεθα για την αποστολικότητα της Εκκλη­σίας. Οφείλουμε να γίνουμε αποστολικοί και οι σημερινοί χριστια­νοί. Οι Απόστολοι ήσαν δώδεκα. Εμείς είμεθα χιλιάδες και εκατομμύρια. Οι Απόστολοι άλλαξαν τον κόσμο όλο. Εμείς αλλάζουμε από τον κόσμο. Οι Απόστολοι ζητούν μιμητές και συνεχιστές. Στα βήματα των Αποστόλων ας ακολουθήσουμε κι εμείς.

Το Ευαγγέλιο της Εορτής της Συνάξεως των Αγίων Αποστόλων

Ματθ. 9,36Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐῤῥιμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.
Ματθ. 9,36Οταν δε είδε τα πλήθη του λαού, ησθάνθη ευσπλαγχνίαν και πόνον δι' αυτούς, διότι ήσαν αποκαμωμένοι πνευματικώς και παραπεταμένοι, σαν πρόββατα που δεν είχαν ποιμένα.
 
Ματθ. 10,1Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν.
Ματθ. 10,1Αφού προσεκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του ο Ιησούς, έδωκεν εις αυτούς εξουσίαν επί των ακαθάρτων πνευμάτων, ώστε να τα εκδιώκουν από τους δαιμονιζομένους και να θεραπεύουν κάθε αρρώστιαν και κάθε σωματικήν αδυναμίαν και καχεξίαν.
 
Ματθ. 10,2Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ,
Ματθ. 10,2Τα δε ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι τα εξής· πρώτος ο Σιμων, ο ονομαζόμενος Πετρος και Ανδρέας ο αδελφός του, ο Ιάκωβος ο υιός του Ζεβεδαίου, και Ιωάννης ο αδελφός του·
 
Ματθ. 10,3Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος,
Ματθ. 10,3ο Φιλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και ο Λεββαίος, ο οποίος είχε επονομασθή και Θαδδαίος.
 
Ματθ. 10,4Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν.
Ματθ. 10,4Ο Σιμων ο Κανανίτης, δηλαδή ο Ζηλωτής, και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και παρέδωκεν τον Ιησούν.
 
Ματθ. 10,5Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε·
Ματθ. 10,5Αυτούς τους δώδεκα έστειλεν ο Ιησούς να κηρύξουν το Ευαγγέλιον, αφού τους έδωκεν τας επομένας παραγγελίας· “εις δρόμον, που οδηγεί προς τα ειδωλολατρικά έθνη, μη πορευθήτε και εις πόλιν Σαμαρειτών να μη εισέλθετε.
 
Ματθ. 10,6πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ.
Ματθ. 10,6Πηγαίνετε δε κατά προτίμησιν στους Ισραηλίτας, οι οποίοι μοιάζουν με πρόβατα απολωλότα.
 
Ματθ. 10,7πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ματθ. 10,7Και εκεί που θα πηγαίνετε, να κηρύσσετε και να λέγετε ότι επλησίασε η βασιλεία των ουρανών, έφθασε πλέον ο καιρός που θα ιδρυθή επί της γης η Εκκλησία.
 
Ματθ. 10,8ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.
Ματθ. 10,8Σας δίδω εξουσίαν να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε, μη εμπορευθήτε ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δώστε.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...