Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 25, 2014

Η ταφή,η εκταφή και τα άλιωτα σώματα.Θεολογική προσέγγιση

                                                                                    1. Πού;
Από τους πρώτους χρόνους της χριστιανωσύνης, υπήρχε συνήθεια να θάβονται οι χριστιανοί, καί μέσα οτούς ναούς, σε ειδικούς χώρους, ή καί κάτω από το "Αγιο Βήμα. Γι' αυτό ο άγιος Έφραίμ ό Σύρος, ορίζει στην διαθήκη του να μην ταφεί οτόν ναό, ή κάτω από το θυσιαστήριο του ναού. Αυτό γινόταν καί στην πατρίδα μας, ιδίως στα νησιά, μέχρι τελευταία, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, ως μαρτυρεί ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης (Πηδάλιο έκδ. Αστέρος σελ. 293, ύποσημ.). Σήμερα όμως ό χώρος ενταφιασμού των νεκρών, είναι αποκλειστικά ό ειδικός χώρος του νεκροταφείου.Μπαίνοντας, λοιπόν, το σώμα στην γη, στον τάφο αρχίζει νά λυώνει. Φθείρεται, γίνεται ένα με την γη «γη εΐ καί εις γήν άπελεύσει». Λέγεται, πώς πρώτα φθείρεται το μάτι, επειδή άπ' αυτό το μάτι, την όραση του καρπού, ήρθε ή αμαρτία στον κόσμο. Καί επειδή το σώμα φθείρεται, μυρίζει αναπόφευκτα.Έχει όμως σημασία το πού ακριβώς θά ταφεί ο νεκρός. Ό Τωβίτ λέει στο παιδί του: «παιδίον, εάν αποθάνω θάψον με, καί με ύπερίδης τήν μητέρα  σου... όταν άποθάνη θάψον αυτήν παρ' έμοί εν ένί τάφω» (Τωβίτ,δ'3-5).Ηταν τιμωρία γιά τόν προφήτη Αχιά τό νά μήν ταφεί στήν γη των πατέρων του. (Γ Βασιλειών, ιγ', στίχ. 22). Ό Μωυσής φεύγοντας από την Αίγυπτο πήρε μαζί του τα οστά του Ιωσήφ, εκπληρώνοντας την έπιθυμία του Πάγκαλου Ιωσήφ. (Γένεσ.50,25). Έπιθυμία τού Ιακώβ ήταν να ταφεί στην γη Χαναάν, ενώ πέθανε στην Αίγυπτο. «Ό πατήρ μου ώρκισέ με λέγων: Έν τώ μνημείω ό ώρυξα έμαυτώ έν γή Χαναάν, εκεί με θάψεις» Γένεσ. ν' 5). Ό άγιος Ανδρόνικος επιθυμούσε να πεθάνει εκεί πού τάφηκε ή σύζυγος του, αγία Αθανασία. Εκεί πέθανε και ετάφη, καίτοι ο Γέροντας του Δανιήλ, του πρότεινε να ακολουθήσει! Ό πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβίας, άγιος Σάββας (+1235) μετέφερε τα οστά του πατέρα του, αγίου Συμεών, από το Άγιο Όρος στην Σερβία, στο μοναστήρι της Στουντένιτσας. Ό άγιος Χρυσόστομος, θαμμένος ως έξόριοτος στα Κόμανα της Μ. Ασίας αρνιόταν επιμόνως, καί κατά τρόπο θαυματουργικό, να μεταφερθούν τα άγια λείψανα του, στην Κων/πολη. Ό στρατηγός του Μ. Κων/νου, Λεόντιος, αρρώστησε βαρεία. Καί έγινε καλά από τον άγιο Δημήτριο, άφοϋ προσκύνησε τον τάφο του. Γυρίζοντας για την πατρίδα του, προσκύνησε τον τάφο του. Γυρίζοντας για την πατρίδα του, ζήτησε λείψανα του αγίου για να φτιάξει εκεί εκκλησία είς μνήμη του αγίου. Του παρουσιάζεται, όμως, ό άγιος καί του λέει: «Να μη με διαχώρισης, αλλά να με άφήσης άκέραιον είς τήν πατρίδα μου» (Μέγας Συναξαριστής, Όκτώβριος σελ. 602). Ό νεοφανής άγιος "Αρσένιος ό Καππαδόκης, είπε σε κάποιο δούλο του Θεοϋ «Εσύ θα κατεβής εδώ εγώ θα κατεβώ στην Θεσ/νίκη, διότι εκεί μένω»( Ό άγιος Αρσένιος ό Καππαδόκης σελ. 31). Ή δούλη του Θεού Ελευθερία, θαμμένη σε τούρκικο νεκροταφείο δεν είχε καθόλου ανάπαυση στην ψυχή της! (αυάτόθι σελ. 129). Φαίνεται, πώς η  Παναγία είχε κάποια επιθυμία: Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα». Αυτά, λοιπόν, δείχνουν πώς οί ψυχές αναπαύονται όταν ενταφιάζονται έκεί πού επιθυμούν
2. Έκταφή-'Άλυωτα σώματα.

Σέ τρία περίπου χρόνια το νεκρό σώμα διαλύεται. Υπάρχουν βεβαια καί περιπτώσεις πού καί μετά τα τρία χρόνια, το σώμα παραμένει άλυωτο. Αυτό οφείλεται είτε οτήν μορφολογία του εδάφους είτε στην Ιδιοσυγκρασία του σώματος. Φυσιολογικά, το σώμα σε 5-7 χρόνια να διαλυθή. Καί άφοϋ διαλυθή γίνεται έκταφή. Παίρνουν τα κόκκαλά του, τα πλένουν με κρασί, τα θέτουν σε ειδικό κιβώτιο, τα φέρνουν στην εκκλησία, οτό μέσο καί γίνεται κανονικό μνημόσυνο. Κατόπιν, ή τα εναποθέτουν σε ειδικό οικίσκο του ναού ή ξανά ατό τάφο. "Αν όμως το σώμα δεν διαλύεται, καί επί πλέον έχει παραμορφωθεί, φουσκωμένο ως τύμπανο, τότε αυτό είναι ανησυχη­τικό. Σημείο πώς ή ψυχή βασανίζεται. Υποφέρει. Διότι σε κάτι είναι «δεμένη». Τί, λοιπόν, συμβαίνει;
α) Να είναι από κάποιον καταραμένη!
β) "Η ό ίδιος ό άνθρωπος να καταράσθηκε τον εαυτόν του να τον αναθεμάτισε, καί να ορκίσθηκε σ' αυτόν,
 γ. "Η, νάταν άδικος πολύ (έκλεβε, αδικούσε).
Ή Εκκλησία θέσπισε είδικές συγχωρητικές ευχές «είς πάσαν άράν καί άφορισμόν είς τεθνεώτα, άναγινωσκόμενα παρ' Άρχιερέως, ή έξ' ανάγκης παρά Πνευματικού Πατρός, εί ου πάρεστιν 'Αρχιερεύς» (Ή θεία Λειτουργία κ.λ.π., Δ. Σαλιβέρου, σελ. 102). Καί μεταξύ άλλων λένε οί ευχές: είτε ύπό, κατάραν πατρός ή μητρός, ε'ίτε τω ίδίω άναθέματι ύπέπεσεν ό δούλος σου ούτος (δείνα) είτε τίνα των ιερωμένων παρεπϊκρανε, καί παρ' αύτοϋ δεσμόν άλυτον έδέξατο, είτε υπό Άρχιερέως βαρυτάτω άφορισμώ περιέπεσε καί αμέλεια ή ραθυμία  χρησάμενος, ουκ έτυχε συγχωρήσεως, συγχώρησαν αύτώ δι' έμαυτου αμαρτωλού».
Στόν   βίον   του   αγίου   Διονυσίου   Αρχιεπισκόπου   Ζακύνθου, διαβάζαμε: «Ευρισκόμενος ό "Αγιος είς την πόλιν, έτυχε να ανοίξουν τάφον εις τον Ναόν του αγίου Νικολάου των Ξένων, οϋτω καλούμενον διότι εκεί ένεταφιάζοντο οΐ ξένοι, είναι δε ό Ναός ούτος καί Μητρόπολις της Ζακύνθου. Είς τον τάφον αυτόν επρόκειτο να ενταφιάσουν, άλλο λείψανον καί εύρον σώμα γυναικός προ πολλού άποθαμένης, το όποιον ήτο άδιάλυτον με τα ενδύματα του, διότι άπέθανεν με δεσμόν αφορισμού ή ταλαίπωρος. Ήλθον όθεν οι συγγενείς  αυτής  καί προσέπεσον  είς  τους  πόδας του  Αγίου, παρακαλούντες αυτόν με δάκρυα να ύπάγη είς τον Ναόν αυτόν να ανάγνωση εύχήν συγχωρητική είς εκείνο το δεδεμένον σώμα, ϊσως καί ο Κύριος ήθελε εισακούσει την δέησίν του. Ευοπλαχνισθείς ό "Αγιος τα δάκρυα των έπήγεν είς τον Ναόν νύκτα βαθείαν, έχων είς την συνοδείαν του τον Διάκονόν του καί τον Έφημέριον του αύτοϋ Ναού, ίδών το πτώμα εκείνο προοτάσσει να το έκβάλουν έξω από τον τάφον καί να τον στήσουν ορθόν είς εν στασίδιον της Εκκλησίας. Τότε φορών τό έπιτραχήλιον του καί το ώμοφόριον,κλίνας τα γόνατα καί προσευχόμενος ώραν ικανήν, έδέετο του Θεού με θερμά δάκρυα να λύση από τον δεσμόν του αφορισμού το άλυτον εκείνο σώμα. Ενώ δε ό "Αγιος άνεγίνωσκεν έπ' αύτοϋ την ουγχωρητικήν εύχήν, ω του θαύματος!, ως να ήτο έμψυχον το άπνουν εκείνο σώμα, κλίναν την κεφαλήν με κάποιον σχήμα προσκυνήσεως προς τον "Αγιον, ως δι' εύχαριστίαν της μεγάλης χάριτος,την οποίαν έλαβεν, έπεσε καταγής καί διελύθη παντελώς είς χώμα καί οστά... Παρόμοιον θαύμα έκαμε καί  εις  άλλου  ανδρός   άφορισμένον   λείψανον,  εις   χωρίον Καταστάριον» (Μέγας Συναξαριοτής, Δεκέμβριος, αελ. 491).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
 "Ηδη από την παλαιολιθική εποχή, έχομε σεβασμό στο νεκρό καί ιδέα της μέλλουσας ζωής. (Παν. Τρεμπέλα, απολογητικοί Μελέται τ.Γ. σελ. 364) Εκείνο όμως πού έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ, είναι πώς ή ταφή ενός νεκρούς στους πρωτόγονους λαούς, «χρωματιζόταν >· από την αΙώνια ζωή. Γι' αυτό έβαζαν τον πεθαμένο σε φέρετρο, σχήμα βάρκας, σύμβολο πλεύσεως προς την αθανασία. Οί πενθούντες λούζονταν ομαδικά στο κοντινό ποτάμι ή για ένα διάστημα έκαναν αποχή από ορισμένα φαγητά καί από τις συζυγικές σχέσεις, καί απομονώνονταν από τον κόσμο. Καί δλα αύτά γινόταν με την πίστη πώς ό νεκρός έφυγε από τον παρόντα κόσμο καί πάει στόν άλλο κόσμο. Γι'αυτό θά πρέπει άπό ·δω νά θοηθηθεΙ»(E.O.James,The origins of religion,London P.68-87).
II. Ή κατάρα από λαϊκό είναι αβέβαιο αν «θα πιάσει». Από κληρικό όμως εΐναι σίγουρο. Διότι ό κληρικός έχει ιερωσύνη. Καί ιερωσύνη σημαίνει εξουσία. Καί ή κατάρα είναι χρήση εξουσίας. "Εχουμε αναρίθμητα καί συγκλονιστικά περιστατικά, που δείχνουν την καταπληκτική ενέργεια της κατάρας των κληρικών! Ακόμα καί άγιος, καί μάρτυρας να γίνει ό άλλος, αν έχει δεσμό ή κατάρα από Ιερέα, ό δεσμός δεν λύνεται, αν δεν διαβασθή ή ειδική συγχωρητική
Από το βιβλίο του αρχ.Βασιλείου Μπακογιάννη «Μετά θάνατον»;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2014

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής Α' Λουκά ( Λουκ. ε' 1-11)- Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ
Ευαγγελικό ανάγνωσμα
Κυριακής Α' Λουκά
( Λουκ. ε' 1-11)

Αρκετά είναι τα επαγγέλματα αυτά που όσοι τα εξασκούν χρειάζεται να υπολογίζουν και σ' ένα ποσοστό αποτυχίας. Η αλιεία όμως απαιτεί μεγάλο βαθμό κόπου και θυσίας και συνάμα περιέχει μεγάλη πιθανότητα απογοητεύσεως.
Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα βλέπουμε στην ευαγγελική περικοπή της Α' Κυριακής του Λουκά. Το ευαγγελικό κείμενο συγκινεί αλλά και συγκλονίζει από πολλές απόψεις, δοθέντος ότι πλέκεται κατά μοναδικό τρόπο η ανθρώπινη αδυναμία, παρά την άριστη γνώση του επαγγέλματος, με την δύναμη του Ιησού και την πνοή της χάριτος.
Με τον αριστοτεχνικό του τρόπο ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής μάς περιγράφει τα συγκινητικά περιστατικά.
Είχε προηγηθεί η ολονύκτιος κοπιαστική προσπάθεια του Πέτρου και των συνεργατών του προς “άγραν ιχθύων”. Τα ξημερώματα όμως δεν είχαν μαζί τους παρά αυτά που έσυραν τα δίκτυα, δηλ. την πίκρα, την απογοήτευση και την ανείπωτη κούραση των “μαστόρων” του ψαρέματος.
Σ' ένα λοιπόν από αυτά τα πλοία “ο ην του Σίμωνος”, ανέβηκε ο Ιησούς, παρακαλώντας τον μεστωμένο και ξάγρυπνο ψαρά να τραβήξει λίγο το σκάφος του. Να το πάει λίγο πιο μέσα από την στεριά ώστε να υπάρχει δυνατότητα ν' ακούουν τον λόγο του Κυρίου όλοι όσοι βρίσκονταν στην ακρογιαλιά.
Φαίνεται πως αρκετές φορές ο Θεός περιμένει να εξαντληθούν όλες οι ανθρώπινες δυνάμεις, όλες οι γνώσεις και οι ικανότητες ώστε να κάνει τη δική του παρέμβαση. Φαίνεται πως στις εκλεκτές ψυχές όντως “η χάρις εν ασθενεία τελειούται”.
Και έως εδώ όλα φαίνονταν φυσιολογικά. Ο λόγος του Θεού φώτιζε τα πλήθη και στάλαζε βάλσαμο στις καρδιές των ταλαίπωρων ψαράδων. Σε λίγο όμως οι μαθητές θα περάσουν στο χώρο του υπερφυσικού. Η λογική και η εμπειρία δεν μπορούν παρά να αντιδρούν στην εντολή έστω και εσωτερικά και ανέκφραστα. Ευτυχώς όμως, η πίστις και η έμπρακτη υπακοή σπάζουν το τείχος της λογικοκρατίας και ανοίγουν τους μαθητές στο πέλαγος της αγάπης και της εμπειρίας της πίστεως. Της αγάπης και της πίστεως που ενώπιόν τους τίποτε απολύτως δεν παραμένει αδύνατο.
Αλλ' ας ακούσουμε μέσα στην ύπαρξή μας τον διάλογο που αποτυπώνει ο Ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς. “Ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ· επιστάτα, δι' όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον” (Λουκ. Ε' 4-5). Δηλ. όταν ο Ιησούς έπαυσε να ομιλεί είπε προς τον Σίμωνα· φέρε πάλιν το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυα σας για να πιάσετε ψάρια. Και ο Σίμων απεκρίθη και του είπε· Διδάσκαλε, όλην τη νύκτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το διατάζεις, με τέλεια πεποίθηση και υπακοή στο λόγο σου θα ρίξω το δίκτυ.
Αυτό ήταν. Σε λίγη ώρα η ψαριά ήταν τόση πολλή που κινδύνευε να σπάσει το δίχτυ τους. “Συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ” και “διερρήγνυτο το δίκτυον”. Αλλά μπροστά σ' αυτό το γεγονός, ο παρορμητικός Πέτρος, το “στόμα των Αποστόλων”, τα χάνει και φαινομενικώς εκφράζεται παράδοξα. Να σταθούμε όμως στο σημείο αυτό.
Πράγματι, ενώπιον τοιούτων υπερφυσικών καταστάσεων, και όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται ενώπιον αυτής της παρουσίας του Θεανθρώπου, βιώνει τόσο έντονες καταστάσεις και μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενες, ώστε δεν γνωρίζει πώς να εκφραστεί, τι να ζητήσει ή και πώς να σιωπήσει. “Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί”. Κύριε, φύγε από το πλοίο μου, φύγε από κοντά μου. Δεν αντέχω. Είμαι άνθρωπος αμαρτωλός.
Το θάμβος και το δέος που βιώνει ο άνθρωπος στην παρουσία του Χριστού είναι κάτι το μοναδικό και απερίγραπτο. Κάνει την ψυχή να αισθάνεται πως ό,τι και να πει, όπως και να εκφραστεί, είναι μηδενικό ή και ένοχο. Και ομολογουμένως θα πρέπει όλοι μας να παραδεχθούμε αλλά και να ομολογήσουμε ενώπιον Κυρίου Παντοκράτορος την αμαρτωλότητά μας. Να αισθανόμαστε ότι όντως ο Κύριος δεν μπορεί να παραμένει πλησίον της ρυπαρότητάς μας. Συγχρόνως όμως να τον παρακαλούμε εκ μέσης καρδίας να μη μας εγκαταλείψει ποτέ. Αλλοίμονο δε εάν ο Κύριός μας και Θεός μας “αποστή αφ' ημών”.
Κύριε, είμαι ανάξιος του ουρανού και της γης. Όμως Κύριε Ιησού ένεκεν της δόξης του ονόματός Σου και της σταυρικής Σου θυσίας, “απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου” πλην όμως “μη απορρίψεις ημάς από της αγάπης Σου”.
Αλήθεια, πόσες φορές ο άνθρωπος που ποθεί τον Ιησού και αγωνίζεται για την εφαρμογή των εντολών του, όταν η χάρις τον αγγίζει με τους τρόπους που ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει για την κάθε ύπαρξη, πόσες φορές ζώντας αυτήν ακριβώς την κατάσταση του Πέτρου, δεν λέγει τα συγκλονιστικά λόγια του Ιώβ: “Κύριε, ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε. Διό εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην, ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν” (Ιώβ ΜΒ' 5-6). Δηλ. Κύριε, άκουγα μεν πρωτύτερα με τα αυτιά μου περί την αλήθειάν σου από τους άλλους, τώρα όμως σε έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Και κατόπιν της γνώσεως που μου μετέδωσες, εξουδένωσα και ελεεινολόγησα τον εαυτόν μου και συνετρίβην από την συναίσθηση της πλάνης μου. Θεωρώ δε τώρα τον εαυτό μου χώμα και στάκτη”.
Ναι, αυτή είναι η θέση των αγίων στην πρώτη τους προσωπική συνάντηση με τον Ιησού.
Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και τα ιερά μας συναξάρια, αποτυπώνουν πολύ εναργώς αυτή την πραγματικότητα. Αυτούς που η χάρις του Θεού τούς ετοιμάζει εκ κοιλίας μητρός για ένα ιδιαίτερο έργο μέσα στην Εκκλησία και μέσα στην κοινωνία, μπροστά στην Θεοφάνεια νιώθουν αυτό το φαινομενικώς αντικρουόμενο. Ένα όχι απλώς συναίσθημα, αλλά την ουσία της ζωής. Υφαίνονται δέος και χαρά, θάμβος και φόβος, προβάλλοντας τα προσωπικά τους μειονεκτήματα. “Κύριε, ουχ ικανός ειμί προ της χθες, ουδέ προ της τρίτης ημέρας, ουδέ αφ' ου ήρξω λαλείν τω θεράποντί σου· ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος εγώ ειμί” θα τονίσει ο Μωυσής (Εξοδ. Δ' 10). Δηλ. Ω, Κύριε, σε παρακαλώ! Δεν είμαι ικανός να ομιλώ. Όχι δε από χθες η προχθές, ούτε αφ' ότου άρχισες να ομιλείς εις εμέ τον δούλον σου, αλλά πάντοτε ήμουν αδύνατος εις την ομιλίαν. Είμαι βραδύγλωσσος. Δύσκολα ομιλώ.
Αλλ' αυτό είναι το υπόβαθρο επάνω στο οποίο έρχεται να αναπαύεται, να ριζώνει και να αυξάνει η ουράνια κλήση. Η κλίση που ζυμώνεται με δάκρυα και ποτίζεται με τον ιδρώτα και το αίμα της αυτοσυνειδησίας... Και μετά από αυτά έρχεται το “μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών”. Μη φοβάσαι, Πέτρο, από τη στιγμή αυτή δεν θα ψαρεύεις ιχθείς, αλλά θα αλιεύεις ανθρώπους. Και θα μας σημειώσουν οι ιεροί ερμηνευτές ότι το πλήθος των ιχθύων, ήταν τύπος τής μεγάλης άγρας των ανθρώπων και προμήνυμα του πολλού πλήθους όλων αυτών που θα σαγηνευθούν από το κήρυγμα των Αποστόλων. Εννοείται δε ότι ενώπιον της κλήσεως αυτής, όλα τ' άλλα όχι απλώς αποκτούν δευτερεύουσα σημασία, αλλά στην κυριολεξία χάνονται και εκμηδενίζονται. Έτσι τουλάχιστον θα πρέπει να συμβαίνει. Και ναι μεν ο κάθε πιστός έχει την γενική κλήση της αγιότητας, αλλά και την προσωπική του και ιδιαίτερη κλήση για να κατορθώσει τον σκοπό του. Το θέμα όμως είναι να έχουμε ανοιχτή την καρδιά και τους ορίζοντες ώστε δια της υπακοής να περάσουμε στην υπέρ φύση κατάσταση. Στην κατάσταση δηλ. η οποία μας αποκαλύπτει τι ακριβώς ζητά ο Ιησούς από εμάς. Ποια θα είναι η αποστολή μας και ποια η μέθοδος του σκοπού που είναι η πορεία προς το καθ' ομοίωσιν.
Το μόνο πάντως βέβαιον, αλλά και η μόνη ασφαλής οδός στο θέμα αυτό είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας.
Και όλα τ' άλλα; Όλα τ' άλλα ας τ' αφήσουμε στα χέρια του Μεγάλου Ψαρά που θέλει να μας σαγηνεύσει στο δίχτυ της χάριτος και να μας αξιώσει της επουρανίου Του Βασιλείας.

Αμήν.

Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Ο σκοπός της χριστιανικής ζωής


Στον χριστιανισμό, η πνευματική ζωή δεν κατανοείται κατά τη συνήθη αντίληψη του κόσμου. Ο κόσμος θεωρεί πνευματική ζωή συνήθως τη ζωή που σχετίζεται με τα γράμματα, με τις τέχνες, με τις επιστήμες. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει αντιστοίχως πνευματικό άνθρωπο τον μορφωμένο άνθρωπο, τον καλλιτέχνη, τον επιστήμονα, αυτόν δηλαδή που ασχολείται με τις εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύματος. Πνευματική ζωή όμως κατά τη χριστιανική πίστη είναι η ζωή πρωτίστως που σχετίζεται με τον Άγιον Πνεύμα και τη χάρη του Τριαδικού Θεού. Πνευματική ζωή είναι η ζωή εν αγίω Πνεύματι. Όποιος έχει το Πνεύμα του Θεού μέσα του αυτός και μόνο χαρακτηρίζεται πνευματικός άνθρωπος. «Όσοι Πνεύματι Θεού άγονται ούτοί εισιν υιοί Θεού» (απόστολος Παύλος).

Αυτή η εν αγίω Πνεύματι ζωή συνιστά και τον σκοπό όλης της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Αφήνοντας τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, σημειώνουμε αυτό που ο νεώτερος άγιος της Ρωσικής αλλά και της καθ’ όλου Ορθόδοξης Εκκλησίας Σεραφείμ του Σάρωφ είχε πει: «Ο σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση από τον άνθρωπο του αγίου Πνεύματος». Όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος, ένας κοινωνικός εργάτης, ένας αλτρουϊστής, με άλλα λόγια να βρίσκεται στον κόσμο τούτο σ’ ένα καλό οριζόντιο επίπεδο, αλλά να μπορέσει να ζήσει μέσα του τον ίδιο τον Θεό. Δεν αυθαιρετεί ο άγιος ούτε εκφράζει κάτι που ανάγεται στον χώρο της φαντασίας. Ο ισχυρισμός του είναι ό,τι αποτελεί ζωή της Εκκλησίας, ό,τι με άλλα λόγια έφερε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός, Ιησούς Χριστός. Διότι ο Χριστός ήλθε, προκειμένου να κάνει τον άνθρωπο Θεό, εντάσσοντάς τον μέσα στον εαυτό Του και κάνοντάς τον επομένως προέκταση του ίδιου του εαυτού Του. «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα». «Μέλη Χριστού εσμεν». Κι αυτό πραγματοποιείται διά του αγίου βαπτίσματος, διά του αγίου χρίσματος, διά της μετοχής στη Θεία Ευχαριστία, κι όλα αυτά μέσα στο κλίμα της μετάνοιας.

Αυτό σημαίνει ότι η πνευματική ζωή ουσιαστικά ξεκινά από την ώρα που ο άνθρωπος θα ενταχτεί στην Εκκλησία, και παραπέμπει πάντοτε σ’ αυτό που ονομάζεται χριστιανική ζωή. Πνευματική ζωή και χριστιανική ζωή βρίσκονται σε σχέση ταύτισης. Κάθε άλλη συνεπώς πνευματικότητα, έξω από τον Χριστό και την Εκκλησία Του, δεν θεωρείται ορθή, δηλαδή σωτήρια για τον άνθρωπο, πνευματικότητα, μάλλον παραπέμπει σε κάτι επικίνδυνο, γιατί λαμβάνουν μέρος και «άλλα πνεύματα», ξένα προς το Πνεύμα του Θεού. Από την άποψη αυτή, ο σκοπός της χριστιανικής ζωής ως απόκτησης του αγίου Πνεύματος ταυτίζεται με τη φανέρωση της χάρης του Θεού στη ζωή του ανθρώπου, χάρης την οποία ήδη έχει λάβει με το βάπτισμα και με το χρίσμα. Ο άνθρωπος δηλαδή καλείται να γίνει αυτό που είναι, αυτό που του έχει ήδη δοθεί.

Η φανέρωση αυτή, το να γίνεται ο άνθρωπος αυτό που είναι, να επιβεβαιώνει με άλλα λόγια ότι είναι μέλος Χριστού, δεν πραγματοποιείται εύκολα και μονομιάς. Αφότου ο άνθρωπος αμάρτησε και η αμαρτία ως τάση εξακολουθεί να τον τυραννά, παρ’ όλη την υιοθεσία του από τον Χριστό, η πνευματική ζωή δεν είναι εύκολη. Απαιτείται η αδιάκοπη συνεργασία της ανθρώπινης θέλησης με τη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και οι άγιοί μας σημειώνουν ότι η πνευματική ζωή έχει δυναμικό και ενεργητικό χαρακτήρα. Περιλαμβάνει δε τρία στάδια, που τα κατονομάζουν, χωρίς πάντοτε να δένονται με τους ίδιους όρους: την κάθαρση, τον φωτισμό και τη θέωση.

Το κρισιμότερο στάδιο από τα τρία για τον άνθρωπο είναι το πρώτο, της κάθαρσης. Γιατί σ’ αυτό κατεξοχήν φανερώνεται η θέληση του ανθρώπου να συνεργαστεί με τον Θεό. Σ’ αυτό το στάδιο ο άνθρωπος καθαρίζεται από το Πνεύμα του Θεού, ώστε η καρδιά του να γίνει κάτοπτρο που αντανακλά τις ακτίνες του φωτός του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κατά αναλογία της κάθαρσης της καρδιάς του έρχεται ο φωτισμός και η θέωση, οπότε ο πιστός αρχίζει να φανερώνει τη ζωή του Χριστού, σαν να έχει πάρει μορφή μέσα του ο Χριστός. Έτσι πνευματικός άνθρωπος, άγιος άνθρωπος είναι εκείνος που πραγματοποιεί με τη χάρη του Θεού αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος: «μέχρις καταντήσωμεν οι πάντες εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». «Άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν».

Στην κρισιμότητα του πρώτου σταδίου της πνευματικής ζωής, της κάθαρσης, καίρια θέση έχουν οι λογισμοί του ανθρώπου. Σκέψεις ή εικόνες που προερχόμενοι ως επί το πλείστον από τον πονηρό διάβολο αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο από τη φυσιολογία της ζωής, να φανερώνει τον Χριστό. Αν ο πιστός δεν έχει μάθει να αντιμετωπίζει τους λογισμούς αυτούς και να τους διακρίνει έναντι των άλλων που υπάρχουν – από τον Θεό ή και από τον ίδιο τον εαυτό του – τότε το πιθανότερο δυστυχώς είναι να επέλθει σε αυτόν σύγχυση και να αρχίζει να ζει σε ένα χάος από πλευράς πνευματικής. Οι άγιοί μας είναι αρκετά αποκαλυπτικοί στο θέμα αυτό της σύγχυσης των λογισμών, γι’ αυτό και από την εμπειρία τους έχουν καταγράψει τα σχετικά με την αντιμετώπιση της κακής αυτής καταστάσεως, οπότε αν κανείς ακολουθήσει την εμπειρία τους, σχετικά εύκολα θα μπορέσει να υπερβεί τη σύγχυση και να ορθοποδήσει πνευματικά. Αυτή η ακολουθία τους προς έλεγχο και υπέρβαση των λογισμών, και μάλιστα των κακών και πονηρών λεγομένων, συνιστά και το μυστικό της πνευματικής ζωής.

Τη σημασία αποκτήσεως αυτού του μυστικού καταλαβαίνει κανείς, αν σκεφτεί ότι κατά το πλείστον τα ψυχολογικά λεγόμενα προβλήματα σχετίζονται με λανθασμένους τρόπους αντιμετώπισης των λογισμών. Οι περισσότεροι δεν ξέρουμε να αντιμετωπίζουμε τους λογισμούς, οι οποίοι με την κακή διαχείρισή τους και με το δεδομένο της υποκίνησής τους από τον πονηρό, δυστυχώς αυξάνονται και καθίστανται «τύραννοι» του ανθρώπου, κάνοντάς τον να ζει από τη ζωή αυτή ήδη μία κόλαση.

Τι μας διδάσκουν λοιπόν σε γενικές γραμμές οι άγιοί μας στο θέμα αυτό; Πρώτα από όλα να μην έχουμε εμπιστοσύνη στους λογισμούς. Δηλαδή, όταν κάποιος λογισμός μάς ταλαιπωρεί και βλέπουμε ότι ερχόμενος μας καταβάλλει, το καλύτερο είναι να τον θέσουμε υπόψη διακριτικού πνευματικού πατέρα. Αλλά το σημαντικότερο, πέραν αυτού, είναι να μάθουμε να περιφρονούμε τους λογισμούς, τους προερχομένους εκ του πονηρού. Πώς θα ξέρουμε ποιος λογισμός είναι εκ του πονηρού; Από το τι διάθεση προκαλεί στην καρδιά του ανθρώπου. Ο πονηρός λογισμός συνήθως προκαλεί φόβο, ταραχή, κακή διάθεση στον άνθρωπο, ενώ ο εκ Θεού το αντίθετο: αγάπη προς τον άλλον, ειρήνη, καλή ψυχική διάθεση. Το κριτήριο μας το δίδαξε ο ίδιος ο Κύριος: «το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Ό,τι λοιπόν μας προκαλεί ταραχή ξέρουμε την προέλευσή του. Το σημειώνουν και οι όσιοι Βαρσανούφιος και Ιωάννης: «Ει τι βλέπεις είτε ακούεις ει τι λογίζη, καν μικρόν ταραχθής, των δαιμόνων εστί τούτο». Βλέπεις κάτι, ακούς κάτι, λογίζεσαι κάτι, και βλέπεις ότι ταράζεσαι; Από πίσω μάλλον κρύβεται ο διάβολος.

Η κατάθεση λοιπόν του λογισμού σε διακριτικό, όπως είπαμε, πνευματικό, και η περιφρόνηση των λογισμών που μας ταράσσουν, είναι τελικώς ίσως το σημαντικότερο μυστικό της πνευματικής ζωής. Η περιφρόνηση αυτή επιτυγχάνεται όχι με την απλή άρνησή μας να μη δεχόμαστε έναν λογισμό – μία τέτοια ενέργεια δυναμώνει τον λογισμό - αλλά με τη θετική στροφή του νου μας σε ό,τι είναι καλό και αποδεκτό από τον Θεό. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη στροφή προς τον Χριστό. Στη θέση του κακού λογισμού να βάζουμε τον αγαθό λογισμό, τον Χριστό και τη διδασκαλία του, τη ζωή και τα λόγια των αγίων μας, να πώς ξεπερνιέται το πρόβλημα. Ο γέροντας Πορφύριος το εξέφρασε με τον απλούστερο και αμεσότερο ίσως τρόπο: «Το σκοτάδι δεν το πυροβολούμε. Απλώς ανάβουμε το φως». Στροφή προς το φως του Χριστού και επιμονή σ’ αυτό: η διαδικασία από τον κόσμο αυτό ευρέσεως του ίδιου του Παραδείσου.
π. Γιώργης Δορμπαράκης 

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ

  1. Πρω­το­πρ. Γε­ωρ­γίου Δ. Με­ταλ­λη­νοῦ

    Ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Κυ­βερ­νή­του ὡς ἄρ­σις Σταυ­ροῦ.

Στὶς 2 Ἀ­πρι­λί­ου 1827 ἡ Γ΄ Ἐ­θνι­κὴ Συ­νέ­λευ­ση τῶν Ἑλ­λή­νων ψή­φι­σε τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α πρῶ­το Κυ­βερ­νή­τη τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας μι­κρᾶς Ἑλ­λά­δος.

Καὶ ἐ­κεῖ­νος, ἔ­χον­τας συ­νεί­δη­ση –ὡς δι­πλω­μά­της κα­ρι­έ­ρας– τῆς πε­ρι­πέ­τει­ας, στὴν ὁ­ποί­α ἑ­κού­σι­α στρα­τευ­ό­ταν, ἔ­γρα­φε στὸν πι­στὸ φί­λο του Ἐ­ϋ­νάρ­δο: «Εἶ­μαι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ ἄ­ρω τὸν οὐ­ρα­νό­θεν ἐ­πι­κα­τα­βαί­νον­τά μου σταυ­ρὸν»1. Μὲ προ­φη­τι­κὴ ἐ­νό­ρα­ση δι­έ­βλε­πε, ὅ­τι ἡ ἀ­νά­λη­ψη τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ Κυ­βερ­νή­του τῆς Ἑλ­λά­δος, δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ μαρ­τυ­ρι­κὴ πο­ρεί­α καὶ θυ­σί­α. Δὲν μπο­ροῦ­σε ὅ­μως νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν πρό­σκλη­ση τῆς Πα­τρί­δος. Τὴν συγ­κα­τα­νευ­σὴ του ἔ­βλε­πε ὡς «ὀ­φει­λὴν εἰς ἱ­ε­ρὰν ὑ­πό­θε­σίν» τη­ς2. Τὸ μέ­γε­θος ὅ­μως τῆς θυ­σί­ας του ἦ­ταν εἰς θέ­ση νὰ ἐ­κτι­μή­σουν οἱ ἄλ­λοι. Ἔτ­σι, ὁ Αὐ­στρι­α­κὸς δι­πλω­μά­της καὶ ἱ­στο­ρι­κὸς Πρό­κες Ὄ­στεν ση­μει­ώ­νει στὴν ἱ­στο­ρί­α του, ὅ­τι, ὅ­πως ἦ­ταν τό­τε ἡ Ἑλ­λά­δα, πι­θα­νώ­τε­ρο ἦ­ταν νὰ στη­ρί­ξει ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τὴν Ἑλ­λά­δα, πα­ρὰ ἡ Ἑλ­λά­δα τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α3.

Καὶ πράγ­μα­τι, ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἀ­πο­τε­λεῖ μο­να­δι­κὴ πε­ρί­πτω­ση –ἴ­σως ὄ­χι μό­νο στὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἱστο­ρί­α– πο­λι­τι­κοῦ, ποὺ ἀρ­νή­θη­κε κά­θε «χρη­μα­τι­κὴν χο­ρη­γί­αν», δι­ὰ νὰ μὴ ἐ­πι­βα­ρύ­νει τὸ δη­μό­σι­ο Τα­μεῖ­ο4. Δὲν ζή­τη­σε, οὔ­τε πῆ­ρε τί­πο­τε ἀ­πὸ τὴν Πα­τρί­δα, ἀλ­λὰ ἔ­δω­σε τὰ πάν­τα στὴν Πα­τρί­δα!

Τὸ Ἔ­θνος προ­σέ­βλε­ψε μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν με­γά­λο αὐ­τὸν Ἕλ­λη­να πο­λι­τι­κό, γνω­στὸ ἤ­δη στὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ τὸν κό­σμο, καὶ στή­ρι­ξε σ᾿ αὐ­τὸν τὶς ἐλ­πί­δες του. Ὑ­πα­κού­ον­τας στὸ κέ­λευ­σμα τοῦ ἄλ­λου μάρ­τυ­ρα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας μας Ρή­γα Βε­λε­στιν­λῆ: «καὶ τῆς Πα­τρί­δος, ἕ­νας νὰ γέ­νῃ ἀρ­χη­γός», δὲν στρά­φη­κε σὲ κα­νέ­να ξέ­νο, οὔ­τε κἄν ζή­τη­σε Εὐ­ρω­παῖ­ο βα­σι­λέ­α, ἀλ­λὰ ἐ­φάρ­μο­σε τὸ γρα­φι­κό: «Ἐκ τῶν ἀ­δελ­φῶν σου κα­τα­στή­σεις ἐ­πὶ σε­αυ­τὸν ἄρ­χον­τα, οὐ δυ­νή­σῃ κα­τα­στῆ­σαι ἀ­πὸ σε­αυ­τὸν ἄν­θρω­πον ἀλ­λό­τρι­ον ὅ­τι οὐκ ἀ­δελ­φός σου ἔ­στιν». (Δευτ. 17, 15). Ὡς ἐ­κλε­κτός τοῦ Ἔ­θνους ἦλ­θε νὰ κυ­βερ­νή­σει ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, δι­ὰ νὰ με­τα­βά­λει τὸ χά­ος, ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στὴν Ἑλ­λά­δα, σὲ τά­ξη, δη­μι­ουρ­γών­τας ἀ­πὸ αὐ­τὸ κρά­τος σύγ­χρο­νο καὶ βι­ώ­σι­μο. Κα­τα­νο­ών­τας δὲ τὴν ἐ­κλο­γή του, ὡς τοῦ «ἑ­νὸς ἀν­δρὸς ἀρ­χήν», θέ­λη­σε μὲν νὰ συγ­κεν­τρώ­σει στὰ χέ­ρι­α του ὅ­λες τῆς ἐ­ξου­σί­ες, ἀλ­λά, κα­τὰ τὴ δι­κή μας τοὐ­λά­χι­στον ἐ­κτί­μη­ση, ὄ­χι λό­γῳ τῶν ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κῶν φρο­νη­μά­των του –δι­ό­τι ἦ­ταν φύ­ση δη­μο­κρα­τι­κὴ καὶ λα­ϊ­κή– ἀλ­λὰ γι­ὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ πραγ­μα­τώ­σει τοὺς στό­χους του, ποὺ ἦ­ταν ἡ σύγ­κρα­ση τῶν συγ­χρό­νων Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν πο­λι­τει­ο­λο­γι­κῶν δε­δο­μέ­νων μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ Γέ­νους, τὴν Ἑλ­λη­νορ­θο­δο­ξί­α. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἤ­θε­λε σύγ­χρο­νο κρα­τι­κὸ μη­χα­νι­σμό, ἀλ­λὰ μέ­σα στὸ σκεῦ­ος τῆς Ρω­μαί­ϊκης πα­ρα­δό­σε­ως. Ἔτ­σι δὲν ἄρ­γη­σε νὰ ἔλ­θει σὲ σύγ­κρου­ση μὲ τὶς δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες, ἐγ­χώ­ρι­ες καὶ ξέ­νες, ποὺ ἐ­πε­δί­ω­καν τὸν ἐ­ξευ­ρω­πα­ϊ­σμὸ τῆς μι­κρῆς Ἑλ­λά­δος, τὴν ἀ­πο­σύν­δε­σή της, δη­λα­δή, ἀ­πὸ τὸν κορ­μὸ τῆς ὑ­πό­λοι­πης Ρω­μη­ο­σύ­νης, ποὺ ἐκ­φρα­ζό­ταν μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ὡς Ἐ­θναρ­χί­α, καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ σύν­δε­σή της μὲ τὴν ὑ­πό­λοι­πη Εὐ­ρώ­πη, γι­ὰ νὰ δε­θεῖ τε­λι­κὰ στὸ ἅρ­μα τῆς Δυ­τι­κῆς δι­πλω­μα­τί­ας.

  1. Ἡ Ρω­μαίικη γραμ­μὴ πλεύ­σε­ώς του ἐ­νο­χλεῖ.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, ὡς πο­λι­τι­κὸς σπου­δα­σμέ­νος στὴ Δύ­ση (Πάν­το­βα), ἀ­σκη­μέ­νος στὰ Δυ­τι­κὰ ἀ­να­κτο­βού­λι­α, καὶ συ­νε­πῶς Εὐ­ρω­παῖ­ος, ἔ­γι­νε δε­κτὸς ἀρ­χι­κὰ ἀ­πὸ τὶς Με­γά­λες Δυ­νά­μεις, μο­λο­νό­τι συγ­κρα­τη­μέ­να ἀ­πὸ με­ρι­κές, ὅ­πως ἡ Ἀγ­γλί­α. Πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ὅ­μως τὴν ἐκ­δί­πλω­ση τοῦ προ­γράμ­μα­τός του, γι­ὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σουν τοὺς ἄ­δη­λους στό­χους του. Ὅ­ταν, ἔτ­σι, δι­α­πι­στώ­θη­κε Ρω­μαί­ϊκη –Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη δη­λα­δὴ– γραμ­μὴ πλεύ­σε­ώς του, ἐ­πι­στρα­τεύ­θη­καν ὅ­λα τὰ δι­α­τι­θέ­με­να ἀ­πὸ τὴ δι­πλω­μα­τί­α μέ­σα γιὰ­ τὴν ἐ­ξόν­τω­σή του. Ἡ Ἀγ­γλί­α, κυ­ρί­ως, ὀρ­γά­νω­σε μυ­στι­κὴ ἐκ­στρα­τεί­α ἐ­ναν­τί­ον του, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τὰ ἐν­τός τῆς Ἑλ­λά­δος ὄρ­γα­νά της. Τὰ ἀρ­χεῖ­α τοῦ Foreign Office καὶ τοῦ Colonial Office (στὸ Kew Gardens τοῦ Λον­δί­νου) προ­σφέ­ρουν πλη­θώ­ρα στοι­χεί­ων, ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτουν τὴν κί­νη­ση τῶν νη­μά­των τῆς ἀν­τι­κα­ππο­δι­στρι­α­κῆς δη­μα­γω­γί­ας ἀ­πὸ τὰ Ἀγ­γλο­κρα­τού­με­να Ἑ­πτά­νη­σα5.

Ὅ­σο περ­νοῦ­σε ὁ και­ρός, τό­σο πι­ὸ ἐ­νο­χλη­τι­κὸς γι­νό­ταν ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας γι­ὰ τὴν φράγ­κι­κη καὶ μό­νι­μα ἀν­τι­στρα­τευ­ό­με­νη τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α Εὐ­ρώ­πη. Θρεμ­μέ­νος μὲ τὶς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξες πα­ρα­δό­σεις τῆς Κυ­πρί­ας μη­τέ­ρας του (Ἀ­δα­μαν­τί­ας), ἦ­ταν δε­μέ­νος μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ σῶ­μα, βλέ­πον­τάς το ὡς κι­βω­τὸ συ­νό­λης τῆς ζω­ῆς καί, συ­νε­πῶς, ὡς «πε­ρι­έ­χον» καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ ζω­ὴ τοῦ Ἔ­θνους/Γέ­νους. Τὸ γε­γο­νὸς μά­λι­στα, ὅ­τι δύ­ο ἀ­πὸ τὶς ἀ­δελ­φές του ἔ­γι­ναν Ὀρ­θό­δο­ξες μο­να­χές, τί ἄλ­λο φα­νε­ρώ­νει ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας του; Ἔτ­σι, καὶ ἂν ἀ­κό­μη κα­τὰ τὴν πα­ρα­μο­νή του στὴν Εὐ­ρώ­πη, ὡς εὐ­φυ­ὴς καὶ ἱ­κα­νὸς δι­πλω­μά­της, κα­τόρ­θω­νε νὰ συγ­κα­λύ­πτει τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φρό­νη­μά του, ὅ­ταν ἀ­νέ­λα­βε τὰ ἡ­νί­α τῆς ἀ­νορ­γά­νω­της Ἑλ­λη­νι­κῆς Πο­λι­τεί­ας, δὲν εἶ­χε λό­γο νὰ ἀ­πο­κρύ­ψει τοὺς ἀ­λη­θι­νοὺς στό­χους του. Ἤ­δη ἡ πρώ­τη προ­κή­ρυ­ξή του πρὸς τὸν Ἑλ­λη­νι­κὸ λα­ὸ ἄρ­χι­ζε μὲ τὴ φρά­ση: «Ἐ­ὰν ὁ Θε­ὸς με­θ᾿ ἡ­μῶν, οὐ­δεὶς κα­θ᾿ ἡμῶν».

Ἦ­ταν γνω­στή, ἄλ­λω­στε, ἡ ἀν­τί­θε­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α πρὸς τὴν Γαλ­λι­κὴ Ἐ­πα­νά­στα­ση (1789) καὶ κυ­ρί­ως τὶς ἀν­τι­θρη­σκευ­τι­κὲς ἀρ­χές της. Καὶ αὐ­τὸ δὲν φαί­νε­ται νὰ τὸ λαμ­βά­νουν σο­βα­ρὰ ὑ­π᾿ ὄ­ψιν ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἐ­πι­μέ­νουν, ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξε «τέ­κτων κα­νο­νι­κὸς»6, χω­ρὶς βέ­βαι­α ἐ­πάρ­κει­α στοι­χεί­ων, λη­σμο­νών­τας, ὅ­τι ὡς δι­πλω­μά­της ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας συ­να­να­στρε­φό­ταν τοὺς πάν­τας, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­παυ­σε πο­τὲ νὰ ἀ­νή­κει ὁ­λό­κλη­ρος στὴν Ὀρ­θο­δο­ξία­, ἡ ὁ­ποί­α δι­εκ­δι­κεῖ «μο­να­δι­κό­τη­τα» καὶ «ἀ­πο­κλει­στι­κό­τη­τα» στὴ συ­νεί­δη­ση καὶ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὅ­πως ἐ­πί­σης δὲν λαμ­βά­νε­ται ὑ­π᾿ ὄ­ψιν καὶ ἡ ἀρ­νη­τι­κὴ στά­ση του ἀ­πέ­ναν­τι στὴ Μα­σσο­νί­α καὶ κά­θε μυ­στι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση κα­τὰ τὴ δι­άρ­κει­α τῆς ἀ­σκή­σε­ως τῆς ἐ­ξου­σί­ας του7. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­βλε­πε ζυ­μω­μέ­νη τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ Ἔ­θνους μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τὴν ζω­τι­κὴ πνο­ὴ καὶ ἀ­να­στά­σι­μη δύ­να­μή του: «Ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ θρη­σκεί­α (ὡς Ὀρ­θο­δο­ξί­α), ἔ­λε­γε, «ἐ­συν­τή­ρη­σεν εἰς τοὺς Ἕλ­λη­νας καὶ Γλῶσ­σαν καὶ Πα­τρί­δα καὶ ἀρ­χαί­ας ἐν­δό­ξους ἀ­να­μνή­σεις καὶ ἐ­ξα­να­χά­ρι­σεν εἰς αὐ­τοὺς τὴν πο­λι­τι­κὴν ὕ­παρ­ξιν, τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι στύ­λος καὶ ἑ­δραί­ω­μα»8.

  1. Τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ φρό­νη­μα στὴν πο­λι­τι­κὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α.

Τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ φρό­νη­μα τοῦ ὑ­πα­γό­ρευ­σε καὶ σύ­νο­λη τὴν πο­λι­τι­κή του. Καὶ αὐ­τὸ φαί­νε­ται κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν στὴν ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κή του. Ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ, θε­ω­ροῦ­σε καὶ αὐ­τὸς τὴν Παι­δεί­α ἀ­χώ­ρι­στη ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ζω­ὴ καὶ ἀ­πέ­κρου­ε τὴν μο­νο­με­ρῆ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ πνεύ­μα­τος χω­ρὶς τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ δι­ά­πλα­ση τῆς καρ­δί­ας. «Τὰ ἄ­θε­α γράμ­μα­τα» ἦ­ταν καὶ γι­ὰ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α –ὅ­πως καὶ γι­ὰ τοὺς λα­ϊ­κοὺς δι­δά­χους τοῦ ΙΘ΄ αἰ­ῶ­νος– Φλα­μι­ᾶ­το καὶ Πα­που­λᾶ­κο, ἀ­ναί­ρε­ση τῆς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξου πα­ρα­δό­σε­ως καί, συ­νε­πῶς, δὲν εἶ­χαν θέ­ση στὴν ζω­ὴ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔθνους. Μί­α ἀ­πὸ τὶς βα­σι­κό­τε­ρες ἐ­ναν­τί­ον του κα­τη­γο­ρί­ες, ποὺ δι­ε­τύ­πω­ναν οἱ προ­τε­στάν­τες Μισ­σι­ο­νά­ρι­οι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πέ­πε­σαν στὴν Ἑλ­λά­δα ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση γι­ὰ τὴν ἐκ­φράγ­κευ­σή της– ἦ­ταν ὅ­τι τὰ Σχο­λεῖ­α τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α εἶ­χαν μο­να­στη­ρι­α­κὴ ὀρ­γά­νω­ση καὶ συ­νε­δύ­α­ζαν κα­θη­με­ρι­νὰ Παι­δεί­α καὶ λα­τρεί­α, προ­σφέ­ρον­τας ὡς ἀ­να­γνώ­σμα­τα στὴν τρά­πε­ζα Βί­ους Ἁ­γί­ων!

Τὴν μό­νι­μη δυ­σπι­στί­α ἀ­πέ­ναν­τί του ὅ­λων τῶν Δυ­τι­κῶν –ποὺ ἀ­πὸ τὸ πρό­σχη­μα τοῦ φι­λελ­λη­νι­σμοῦ ἐρ­γά­ζον­ταν γι­ὰ τὴν ἀ­πο­ορ­θο­δο­ξο­ποί­η­ση καὶ ἐκ­φράγ­κευ­ση τῶν Ἑλ­λή­νων– δεί­χνει ἕ­να γράμ­μα τοῦ Korck (ἐ­πὶ Βαυ­α­ρῶν θὰ ἀ­να­λά­βει τὴν δι­εύ­θυν­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ συ­στή­μα­τος) στοὺς Δυ­τι­κοὺς προ­ϊ­στα­μέ­νους του: «Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­δω­σε μὲν στὸν Anderson τὴν ἄ­δει­α νὰ ἱ­δρύ­σει Σχο­λεῖ­α, κά­τι ποὺ ἦ­ταν γι­ὰ –ὅ­λους μία­ εὐ­νο­ϊ­κὴ ἀ­πό­δει­ξη τῶν φι­λε­λευ­θέ­ρων φρο­νη­μά­των του. Ἀλ­λὰ κα­τὰ τὴν συ­ζή­τη­ση μᾶς φά­νη­κε νὰ κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ ἀ­νη­συ­χί­α, ὥ­στε νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει τὴν ἄ­δει­α ποὺ πα­ρα­χω­ροῦ­σε, μὲ τὸ νὰ ἐ­πι­μέ­νει ἔν­το­να στὸ νὰ μὴ ἐ­πι­τρα­πεῖ νὰ δι­δά­σκε­ται τί­πο­τε σ᾿ αὐ­τὰ τὰ σχο­λεῖ­α χω­ρὶς νὰ ἔ­χει λά­βει προ­η­γου­μέ­νως γνώ­ση ἡ Κυ­βέρ­νη­ση»9.

Ὁ ἴ­δι­ος ὁ Korck μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ὅ­τι ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας προ­έ­βαλ­λε συ­χνὰ ἀν­τιρ­ρή­σεις στὴν κυ­κλο­φο­ρί­α προ­τε­σταν­τι­κῶν φυλ­λα­δί­ων, ποὺ προ­σέ­βαλ­λαν τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση τοῦ λα­οῦ­10. Ἐξ ἄλ­λου, ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­γρα­φε στὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ μισ­σι­ο­νά­ρι­ο Rufus Anderson, ὅ­τι «οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ δέ­χον­ταν εὐ­χα­ρί­στως Σχο­λεῖ­α καὶ ἄλ­λα, βι­βλί­α, εἰ­κό­νες, καὶ τέ­λος κά­θε τί, ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἀ­πο­σποῦ­σε ἢ δὲν θὰ ὑ­πο­νό­μευ­ε τὴν πί­στη τους στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Ἔ­θνους τους»11.

Ἐ­πε­δί­ω­ξε, μά­λι­στα, νὰ λά­βει δά­νει­ο ἀ­πὸ τὴν με­γά­λη Ἀμε­ρι­κα­νι­κὴ Ἱε­ρα­πο­στο­λι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α A.B.C.F.M., ποὺ εἶ­χε κα­ταρ­τί­σει ἐκ­παι­δευ­τι­κὸ πρό­γραμ­μα γι­ὰ τὴν Ἑλ­λά­δα, «γι­ὰ νὰ ὀρ­γα­νώ­σει δι­κό του σύ­στη­μα Ἐθνι­κῆς Παι­δεί­ας». Ἡ Ἑ­ται­ρεί­α, βέ­βαι­α, πα­ρὰ τὴν δι­α­τυμ­πα­νι­ζό­με­νο φι­λελ­λη­νι­σμό της, ἀ­πέρ­ρι­ψε τὴν πρό­τα­σή του­12, δι­ό­τι σκο­πὸς της ἦ­ταν νὰ εἰ­σα­γά­γει τὸν Προ­τε­σταν­τι­σμὸ στὴν Ἑλ­λά­δα μέ­σῳ τῆς Παι­δεί­ας, ὅ­πως καὶ ἔ­γι­νε ἄλ­λω­στε. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, λό­γῳ τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς κα­τα­στά­σε­ως καὶ τῆς Δι­ε­θνοῦς θέ­σε­ως τῆς Ἑλ­λά­δος, οὔ­τε νὰ ἀ­πο­κρού­σει τοὺς Δυ­τι­κοὺς μπο­ροῦ­σε, οὔ­τε νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν προ­σφο­ρά τους, λό­γω τῆς ἐλ­λεί­ψε­ως, ἄλ­λω­στε, μέ­σων. Προ­σπα­θοῦ­σε ὅ­μως νὰ τοὺς κρα­τεῖ ὑ­πὸ τὸν ἔ­λεγ­χό του­13. Στὸ ἀρ­χεῖ­ο τοῦ συ­νερ­γά­του του, Ἀν­δρέ­α Μου­στο­ξύ­δη (στὴν Κέρ­κυ­ρα), ἐ­πι­ση­μά­να­με πολ­λὲς ἀ­πο­δεί­ξεις γι­ὰ αὐ­τὴ τὴν πο­λι­τι­κὴ καὶ τῶν δύ­ο αὐ­τῶν Κερ­κυ­ραί­ων.

  1. Παι­δεί­α καὶ Ἐκ­κλη­σί­α, συ­νέ­χει­α τοῦ Ἔ­θνους.

Ἡ ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α ἔ­βαι­νε πα­ράλ­λη­λα πρὸς τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κή του­14. Παι­δεί­α καὶ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν τὰ βα­σι­κὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά του, γι­ὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συ­νέ­χει­α τοῦ Ἔ­θνους, ὅ­πως καὶ ἡ δι­και­ο­σύ­νη, γι­ὰ τὴν ἐκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νη ὀρ­γά­νω­σή του. Φρόν­τι­σε γι­ὰ τὴν ἀ­να­καί­νι­ση τῶν ἐ­ρει­πω­μέ­νων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, γι­ὰ τὴν μόρ­φω­ση τοῦ Κλή­ρου, ἱ­δρύ­ον­τας Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Σχο­λὴ στὸν Πό­ρο­15, σχε­δί­α­ζε δὲ ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἵ­δρυ­ση «Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας», καὶ συ­νέ­στη­σε εἰ­δι­κὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο, τὴν «Γραμ­μα­τεί­αν τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν καὶ τῆς Δη­μο­σί­ου Παι­δεί­ας», πού, ὅ­πως ὁ ἴ­δι­ος ἐ­ξη­γοῦ­σε, «συ­νη­νώ­θη­σαν δύ­ο ὑ­πη­ρε­σί­αι ἀ­χώ­ρι­στοι, καὶ πρὸς ἕ­να συν­τρέ­χου­σαι σκο­πόν, τὴν ἠ­θι­κὴν τῶν πο­λι­τῶν μόρ­φω­σιν, ἥτις εἶ­ναι ἡ βά­σις τῆς κοι­νω­νι­κῆς καὶ πο­λι­τι­κῆς τοῦ Ἔθνους ἀ­νορ­θώ­σε­ως»16. Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας θε­με­λι­ώ­νει, ἔτ­σι, τὴν συ­νύ­παρ­ξη «Παι­δεί­ας καὶ Ἐκ­κλη­σί­ας» (ὄ­χι: Θρη­σκευ­μά­των), σὲ ἕ­να Ὑ­πουρ­γεῖ­ο, γι­ὰ τὴν πα­ράλ­λη­λη πο­λι­τι­κὴ δι­α­κο­νί­α, δύ­ο πε­ρι­ο­χῶν, ποὺ πα­ρα­δο­σι­α­κὰ συν­δέ­ον­ται με­τα­ξύ τους ἀ­δι­άρ­ρη­κτα στὴ ζω­ὴ τοῦ Γέ­νους. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ γι­ὰ τὴν δι­α­κρί­βω­ση τῆς νο­ο­τρο­πί­ας των, ὅ­τι ὁ Κο­ρα­ὴς εἶ­χε προ­τεί­νει τὴν σύν­δε­ση Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ Ἀ­στυ­νο­μί­ας!

Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α ὡς «τοῦ πρώ­του καὶ τε­λευ­ταί­ου Κυ­βερ­νή­του, ποὺ ἀ­γά­πη­σε καὶ ἐν­δι­ε­φέρ­θη εἰ­λι­κρι­νῶς δι­ὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν τῆς Ἑλ­λά­δος»17 δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λή. Πι­στεύ­ον­τας στὴν ἀ­να­γεν­νη­τι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ καὶ δύ­να­μη τοῦ Κλή­ρου, ἐρ­γά­σθη­κε γι­ὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἄ­νο­δο καὶ τὴν σχο­λι­κὴ κα­τάρ­τι­σή του. Εἶ­ναι ὁ μό­νος πο­λι­τι­κός μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε εἰ­λι­κρι­νὰ γι­ὰ τὴν ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση, καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς τὴν «δή­μευ­ση» καὶ ἀ­παλ­λο­τρί­ω­ση, τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας. Ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση ὑ­πὲρ τῆς ἰ­δί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (μι­σθο­δο­σί­α τοῦ Κλή­ρου καὶ συν­τή­ρη­ση τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σχο­λεί­ου). Ἀ­πο­πει­ρά­θη­κε, ἐ­πί­σης, νὰ κα­τα­πο­λε­μή­σει τὴν ὑ­πάρ­χου­σα ἀ­τα­ξί­α τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ βί­ου, τὶς κα­τα­χρή­σεις ὀ­λί­γων Κλη­ρι­κῶν καὶ νὰ ἐ­πι­βά­λει τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τοῦ Κλή­ρου στὰ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ ἔρ­γα του, ἀλ­λὰ καὶ τὴν τή­ρη­ση Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν λο­γι­στι­κῶν βι­βλί­ων, χω­ρὶς ὅ­μως, στὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τό, ἐ­πι­τυ­χί­α.

  1. Τὸ Βαυ­α­ρι­κὸ Αὐ­το­κέ­φα­λο.

Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α τὸ Μέλ­λον τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ ὄ­χι ἡ Εὐ­ρώ­πη.

Τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ὅ­μως μέ­ρος τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πο­λι­τι­κῆς του, ποὺ συ­νι­στοῦ­σε τὴν με­γα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση γι­ὰ τοὺς δι­κούς μας Εὐ­ρω­πα­ϊ­στὲς καὶ τὶς Με­γά­λες Δυ­νά­μεις, ἦ­ταν ἡ προ­σπά­θει­ά του νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σει τὶς σχέ­σεις τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κή της Μη­τέ­ρα, τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, ποὺ ἦ­ταν ἀ­κό­μη καὶ Ἐ­θναρ­χι­κὸ τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ Κέν­τρο­18. Μὲ τὴν ἔ­κρη­ξη τῆς Ἐ­θνε­γερ­σί­ας, ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, δι­ε­κό­πη ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, χω­ρὶς ὅ­μως ἡ δι­α­κο­πὴ αὐ­τή, κα­θ᾿ ὅ­λη τὴν δι­άρ­κει­α τοῦ Ἀ­γῶ­νος, νὰ λά­βει τὸν χα­ρα­κτῆ­ρα πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­το­ποι­ή­σε­ως. Τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου οὔ­τε ἀ­πορ­ρί­φθη­καν πο­τέ, οὔ­τε καὶ λη­σμο­νή­θη­καν. Ἀν­τί­θε­τα ἡ Γ΄ Ἐ­θνι­κὴ Συ­νέ­λευ­ση –αὐ­τὴ ποὺ ἐ­ξέ­λε­ξε καὶ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α ὡς Κυ­βερ­νή­τη– δι­ε­κή­ρυ­ξε:

«Ἐ­πει­δὴ πάν­τες ἡ­μεῖς [...] οὐκ ἐ­γνω­ρί­σα­μεν ἄλ­λην μη­τέ­ρα, εἰ­μὴ τὴν Με­γά­λην Ἐκ­κλη­σί­αν, οὔ­τε ἄλ­λον Κυ­ρι­άρ­χην, εἰ­μὴ τὸν Πα­τρι­άρ­χην Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, κα­θ᾿ ἃ καὶ ὁ με­γα­λό­φρων αὐ­τῆς Πα­τρι­άρ­χης Γρη­γό­ρι­ος πρὸ ὀ­λί­γων χρό­νων ἐ­θυ­σι­ά­σθη ὑ­πὲρ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Πί­στε­ως καὶ ὑ­πὲρ Πα­τρί­δος, δι­ὰ τοῦ­το οὐκ ἐ­φεῖ­ται ἡμῖν ἀ­πο­σπα­σθῆ­ναι ἀ­π᾿ αὐ­τῆς καὶ ἀ­πο­σκιρ­τῆ­σαι». Ὁ κύ­κλος ὅ­μως τῶν Δι­α­φω­τι­στῶν, μὲ πρῶ­το τὸν Κο­ρα­ῆ, πο­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ Δυ­τι­κὸ πνεῦ­μα καὶ προ­σκολ­λη­μέ­νος στὴν Δυ­τι­κὴ ἀρ­χὴ τῶν Ἐθνο­τή­των καὶ στὶς δυ­τι­κο­γε­νεῖς προ­κα­τα­λή­ψεις γι­ὰ τὸ Βυ­ζάν­τι­ο καὶ τὴ Ρω­μη­ο­σύ­νη, ἔ­γι­νε ὁ προ­πα­γαν­δι­στὴς τῆς αὐ­το­νο­μή­σε­ως τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πὸ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.

Στὸ ση­μεῖ­ο ὅ­μως αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ λε­χθεῖ, ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες Εὐ­ρω­πα­ΐ­ζον­τες εὐ­θυ­γραμ­μί­ζον­ταν μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ τὴν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων γι­ὰ τὸ νε­ό­τευ­κτο Ἑλ­λη­νι­κὸ Κρά­τος, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λη τὴν «κα­θ᾿ ἡμᾶς Ἀ­να­το­λή». Ἡ πο­λι­τι­κὴ αὐ­τὴ μπο­ρεῖ νὰ συ­νο­ψι­σθεῖ στὰ ἀ­κό­λου­θα: λύ­ση τοῦ Ἀ­να­το­λι­κοῦ ζη­τή­μα­τος μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α μι­κρῶν Ἐ­θνι­κῶν Βαλ­κα­νι­κῶν κρα­τῶν, σὲ μό­νι­μη σύγ­κρου­ση ἢ ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ τους, γι­ὰ τὴν ἐμ­πό­δι­ση κοι­νοῦ ἀ­γῶ­νος ἐκ μέ­ρους των πρὸς ἀ­να­σύ­στα­ση τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τῆς Ρω­μα­νί­ας/Βυ­ζαν­τί­ου.

Ὁ δι­α­με­λι­σμὸς τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Τουρ­κί­ας συν­δέ­θη­κε μὲ τὴν δι­και­ο­δο­σι­α­κὴ συρ­ρί­κνω­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α Ἐθνι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, καὶ σ᾿ αὐ­τὸ βο­η­θοῦ­σε ἡ ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ ἐ­θνι­κοῦ καί, κα­τὰ οὐ­σί­αν ἐ­θνι­κι­στι­κοῦ, πνεύ­μα­τος στοὺς λα­οὺς τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς. Οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ ἔ­χου­με τὸ θλι­βε­ρὸ προ­νό­μι­ο νὰ ἡ­γη­θοῦ­με τὸ 1833 σὲ αὐ­τὴν τὴν προ­σπά­θει­α ἀ­πο­συν­θέ­σε­ως τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Ἐ­θναρ­χί­ας.

Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας γνώ­ρι­ζε κα­λὰ τὰ σχέ­δι­α αὐ­τά. Ὡς ἐν­συ­νεί­δη­τα ὅ­μως Ρω­μη­ός–Ὀρ­θό­δο­ξος, γνώ­ρι­ζε, ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε κίν­δυ­νος, ἡ δι­α­κο­πὴ τοῦ δογ­μα­τι­κοῦ καὶ κα­νο­νι­κοῦ δε­σμοῦ τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο νὰ προ­κα­λέ­σει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ δι­ά­λυ­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἐ­λευ­θέ­ρου καὶ ἀ­λυ­τρώ­του. Ἐξ ἄλ­λου, ἦ­ταν καὶ βα­θὺς γνώ­στης τῆς ση­μα­σί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου γι­ὰ τὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Οἰ­κου­μέ­νη, –ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἡ σχε­τι­κὴ ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α του. Ἄλ­λω­στε, ἤ­δη τὸ 1819, εὑ­ρι­σκό­με­νος στὴν Κέρ­κυ­ρα, εἶ­χε ἐκ­δώ­σει ἐ­πώ­νυ­μα Ὑ­πό­μνη­μα, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας τὴν ἀ­να­βο­λὴ τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως καὶ τὴ θε­με­λί­ω­ση τῆς Φι­λι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας «οὐ­χὶ ἐ­πὶ τῆς ἀρ­χῆς τῆς ἐ­θνό­τη­τος, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τῆς εὐ­ρεί­ας καὶ ζώ­σης Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας»19. Τί ἄλ­λο δεί­χνει αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴν θέ­λη­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α νὰ ἀ­να­στη­θεῖ «τὸ ρω­μαί­ϊκο», τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­νε­χι­ζό­ταν μὲ τὴν Ἐ­θναρ­χι­κὴ ὑ­πό­στα­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου; Μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ ὄ­χι τὴν Εὐ­ρώ­πη συ­νέ­δε­ε ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τὸ μέλ­λον τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Δὲν εἶ­ναι πε­ρί­ερ­γο, λοι­πόν, ὅ­τι ὁ Κυ­βερ­νή­της συ­νῆ­ψε ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α μὲ τὸν Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­άρ­χη Κων­στάν­τι­ο τὸν Α΄ (1830-1834), μὲ σκο­πὸ νὰ ρυθ­μι­σθεῖ ἡ σχέ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μὲ τὴν Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­α μέ­σα στὸ πνεῦ­μα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ως καὶ τῆς ἱ­στο­ρι­κο­κα­νο­νι­κῆς τά­ξε­ως. Στὴ συ­νά­φει­α δὲ αὐ­τὴ εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κὴ τῶν προ­θέ­σε­ων καὶ τοῦ φρο­νή­μα­τος τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α μί­α πο­λύ­τι­μη μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Κ. Οἰ­κο­νό­μου, ποὺ δη­μο­σι­εύ­σα­με ἤ­δη­20. Ὁ Οἰ­κο­νό­μος, στε­νὸς φί­λος τοῦ Ρέ­ον­τος καὶ Πρα­στοῦ καὶ με­τέ­πει­τα Κυ­νου­ρί­ας Δι­ο­νυ­σί­ου, ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ ἔ­λα­βε ἀ­σφα­λῶς τὶς σχε­τι­κὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες, ἀ­να­φέ­ρει, ὅ­τι ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἀ­νέ­θε­σε στὸν Δι­ο­νύ­σι­ο εἰ­δι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ στὴν Πό­λη, γι­ὰ νὰ δι­ευ­θε­τη­θεῖ τὸ τα­χύ­τε­ρο τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ πρό­βλη­μα τῆς Ἑλ­λά­δος, «ἵ­να μή, ὅ­πως ἔ­λε­γε (ὁ Καπ­πο­δί­στρι­ας), πέ­σει ἡ ὑ­πό­θε­σις εἰς Φράγ­κων χεί­ρας, καὶ τό­τε ἐ­χά­θη­μεν!». Μέ­σα στὴ φρά­ση αὐ­τὴ κλεί­νε­ται ἡ προ­φη­τι­κὴ πρό­βλε­ψη τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α γι­ὰ τὸ Βαυ­α­ρι­κὸ Αὐ­το­κέ­φα­λο καὶ τὶς ἐ­πι­πτώ­σεις του στὴ ζω­ὴ τοῦ Ἔ­θνους μας, ἀλ­λὰ καὶ στὴν ὅ­λη πο­ρεί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.

Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ὅ­μως δὲν ἤ­θε­λε ἡ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ πο­λι­τι­κή. Τὴν ὁ­μα­λο­ποί­η­ση τῶν σχέ­σε­ων τῆς ἐ­λευ­θέ­ρας Ἑλ­λά­δος μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καὶ τὴν συ­νέ­χι­ση τῆς ἑ­νό­τη­τος τοῦ Ρω­μαί­ϊ­κου, ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου/Ρω­μα­νί­ας, δη­λα­δὴ τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἐ­νῶ ὁ Ρέ­ον­τος καὶ Πρα­στοῦ Δι­ο­νύ­σι­ος ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γι­ὰ τὴν με­τά­βα­σή του στὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, οἱ δο­λο­φο­νι­κὲς σφαῖ­ρες ἔ­κο­βαν τὴ ζω­ὴ τοῦ Κυ­βερ­νή­τη καὶ μα­ταί­ω­ναν τοὺς σκο­πούς του. Οἱ δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες, ποὺ τρο­φο­δο­τοῦ­σαν καὶ κα­τηύ­θυ­ναν τὴν ἐ­ναν­τί­ον του ἀν­τι­πο­λί­τευ­ση, ὅ­πλι­σαν καὶ τὰ χέ­ρι­α τῶν ἀ­φε­λῶν δο­λο­φό­νων του. Ὅ­πως, συ­νή­θως, συμ­βαί­νει στὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πο­ρεί­α ἡ­μῶν τῶν Ἑλ­λή­νων, οἱ προ­σω­πι­κὲς δυ­σα­ρέ­σκει­ες καὶ ἀν­τι­θέ­σεις, ἐ­νι­σχυ­ό­με­νες ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­βου­λὲς τῶν ξέ­νων, με­γι­στο­ποι­οῦν τὶς ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε ὑ­περ­βά­σεις καὶ ἀ­στο­χί­ες, χά­νον­τας τὴ συ­νεί­δη­ση τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τας καὶ τοῦ οὐ­σι­ώ­δους καὶ ἐν προ­κει­μέ­νῳ τοῦ με­γά­λου ἔρ­γου τοῦ Κυ­βερ­νή­τη.

  1. «Οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὴν θυ­σί­αν μου!».

Τὸ τρα­γι­κὸ στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α εἶ­ναι, ὅ­τι, βέ­βαι­ος γι­ὰ τὸν ἐ­θνω­φε­λῆ χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ ἐ­πι­τε­λου­μέ­νου ἔρ­γου του, δὲν πί­στευ­ε, ὅ­τι θὰ βρε­θοῦν ἀ­δελ­φοί του Ἕλ­λη­νες, ποὺ θὰ θε­λή­σουν νὰ τὰ κα­τα­στρέ­ψουν: «Οἱ Ἕλ­λη­νες γρά­φει, δὲν θὰ φθά­σουν πο­τὲ μέ­χρι τοῦ ση­μεί­ου νὰ μὲ δο­λο­φο­νή­σουν. Θὰ σε­βα­σθοῦν τὴν λευ­κὴ κε­φα­λή μου [...]. Ἄλ­λω­στε εἶ­μαι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ θυ­σι­ά­σω τὴν ζω­ήν μου δι­ὰ τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ θὰ τὴν θυ­σι­ά­σω. Ἐ­ὰν οἱ Μαυ­ρο­μι­χα­λαῖ­οι θέ­λουν νὰ μὲ δο­λο­φο­νή­σουν, ἂς μὲ δο­λο­φο­νή­σουν. Τό­σον τὸ χει­ρό­τε­ρον δι­ὰ αὐ­τούς. Θὰ ἔλ­θῃ κά­πο­τε ἡ ἡ­μέ­ρα, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­αν οἱ Ἕλ­λη­νες θὰ ἐν­νο­ή­σουν τὴν ση­μα­σί­αν τῆς θυ­σί­ας μου»21.

Λό­γι­α προ­φη­τι­κά, ἀλ­λὰ συ­νά­μα καὶ ἐν­δει­κτι­κά τῆς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως τοῦ ἐ­ρη­μί­τη πο­λι­τι­κοῦ στὴ δι­α­κο­νί­α τῆς Πα­τρί­δος καὶ τοῦ Γέ­νους. Στὶς 27 Σε­πτεμ­βρί­ου 1831 ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ τα­πει­νὸ Κυ­βερ­νεῖ­ο τοῦ Ναυ­πλί­ου, γι­ὰ νὰ λει­τουρ­γη­θεῖ, ὅ­πως ἔ­κα­νε σὲ ὅ­λη τὴ ζω­ή του, ὡς πι­στὸς Ὀρ­θό­δο­ξος. Τὸ γε­γο­νός, ὅ­τι τὰ φο­νι­κὰ βό­λι­α τὸν βρῆ­καν λί­γο με­τὰ τῆς 6.30 τὸ πρωΐ­, δὲν πρέ­πει νὰ μεί­νει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το. Δὲν ἦ­ταν ὁ πο­λι­τι­κὸς τῶν δο­ξο­λο­γι­ῶν καὶ τῶν πα­νη­γύ­ρε­ων. Ἦ­ταν ἕ­νας Ρω­μη­ός, ὅ­πως ὅ­λος ὁ ἁ­πλὸς καὶ εὐ­σε­βὴς Λα­ός, γι­ὰ τὸ κα­λό τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­νά­λω­νε τὴ ζω­ή του. Καὶ γι­ὰ αὐ­τὸ μα­ζὶ μὲ τὸ λα­ὸ ἀ­πὸ τὸν Ὄρ­θρο συμ­με­τεῖ­χε στὴ σύ­να­ξη τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ Σώ­μα­τος. Ἡ δο­λο­φο­νί­α τοῦ ἀ­νέ­κο­ψε τὴν πο­ρεί­α τοῦ Ἔ­θνους γι­ὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­σή του μέ­σα στὰ ὅ­ρι­α τῆς Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξης πα­ρα­δό­σε­ώς του. Ἐ­πη­ρέ­α­σε ὅ­μως δυ­σμε­νῶς καὶ τὴν πο­ρεί­α ὅ­λης τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς, ἀ­να­τρέ­πον­τας τὰ σχέ­δι­α γι­ὰ τὴν Ρω­μαί­ι­κη ἀ­πο­κα­τά­στα­σή της.

Ὁ πι­στὸς φί­λος τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α Ἐ­ϋ­νάρ­δος μπό­ρε­σε νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει πο­λὺ ἐ­νω­ρὶς τὴ ση­μα­σί­α τῆς δο­λο­φο­νί­ας τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Πα­τέ­ρα τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Πα­τρί­δος: «Ὁ θά­να­τος τοῦ Κυ­βερ­νή­του –ἔ­γρα­φε– εἶ­ναι συμ­φο­ρὰ δι­ὰ τὴν Ἑλ­λά­δα, εἶ­ναι δυ­στύ­χη­μα δι᾿ ὅ­λην τὴν Εὐ­ρώ­πην [...]. Τὸ λέ­γω μὲ δι­πλὴν θλί­ψιν: ὁ κα­κοῦρ­γος, ὅ­στις ἐ­δο­λο­φό­νη­σε τὸν κό­μη­τα Καπ­πο­δί­στρι­α, ἐ­δο­λο­φό­νη­σε τὴν Πα­τρί­δα του». Τὸ εἴ­πα­με ὅ­μως πα­ρα­πά­νω: Τὸ δο­λο­φο­νι­κὸ χέ­ρι κα­τευ­θυ­νό­ταν ἀ­πὸ τὶς δυ­νά­μεις ἐ­κεῖ­νες, ποὺ ἐ­νήρ­γη­σαν στὴ δο­λο­φο­νί­α, ὡς ἠ­θι­κοὶ αὐ­τουρ­γοί, πραγ­μα­το­ποι­ών­τας ἔτ­σι τὸν σκο­πό τους: τὴν ἀ­να­κο­πὴ καὶ ἀ­να­τρο­πὴ ἑ­νὸς με­γά­λου πα­τρι­ω­τι­κοῦ ἔρ­γου, ποὺ ἐρ­χό­ταν σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὰ συμ­φέ­ρον­τά τους

πηγή

Ευχαριστίες για τις ύβρεις


Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη δημόσια νά ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μου γιά τίς ὑβριστικές σέ βάρος μου ἀναρτήσεις τῶν ἀνεπιγνώστων ζηλωτῶν ἀδελφῶν διότι παραλλήλως ὑβριζόμενος καί ἀπό τούς κάθε λογῆς οἰκουμενιστές καί «μεταπατερικούς ἀνανεωτές» καθώς καί ἀπό τούς ἀνεπιγνώστους ζηλωτές ἀποφεύγω ἀναξίως τό λόγο τοῦ Κυρίου μας «οὐαί ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. 6,26).

Ἐν προκειμένῳ ἐναύλως ἠχεῖ ὁ λόγος τοῦ μεγάλου καί ὁσίου ἀνδρός τῆς Ἐκκλησίας ἀοιδίμου ἀρχιμανδρίτου κυροῦ Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου ὅτι ἡ πλάνη εἶναι νόμισμα μέ δύο ὄψεις, τόν συγκρητιστικό οἰκουμενισμό (διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό) καί τόν ἀνεπίγνωστο ζηλωτισμό.

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψι μου τήν διϊστορική καί διαχρονική ἀπάντηση πού δίδει ὁ Πανάγαθος καί Πανάγιος Θεός, ὁ Δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας Κύριος στίς σχετικές αἰτιάσεις ἀνεπιγνώστων ζηλωτῶν διά τῶν ἐξαγιασμένων στήν ἐποχή τῶν συγχύσεων καί τῶν ἀντινομιῶν συγχρόνων ὁσίων καί Θεοφόρων ἀνδρῶν καί γυναικῶν ὅπως τῶν Ὁσίων Ἰουστίνου Πόποβιτς, Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἰακώβου (Τσαλίκη), Ἀμφιλοχίου (Μακρῆ), Φιλοθέου (Ζερβάκου), Σοφίας τῆς έν Κλεισούρᾳ, Γεωργίου τοῦ Καρσλίδου, Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ καί βεβαίως τοῦ μεγάλου ἁγίου θεολόγου τοῦ 20ου αἰ. Ἁγίου Νεκταρίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ θαυματουργοῦντος στήν ὑφήλιον καί πολλῶν ἄλλων πού εἶχαν κοινή συνισταμένη, τήν ἀπόλυτη μέθεξη καί κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀνοσίως καθυβρίζουν οἱ ἀνεπίγνωστοι ζηλωτές, ἀποβαίνοντες δυστυχῶς καί Θεομάχοι, ταπεινῶς πειρῶμαι ἀναξίως νά ἐπαναλαμβάνω μόνο τούς μακαρίους λόγους αὐτῶν τῶν θεωμένων καί θεοφόρων.

Ἀλλοίμονο, ἐάν ἡ Ἐκκλησία, τό πανάσπιλο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐμολύνετο ἀπό οἱονδήποτε ρῦπο, σπίλο ἤ ρυτίδα ἀσταθῶν ἤ ἐκκοσμικευμένων μελῶν. Ἡ αἵρεση καί ἡ κακοδοξία προϋποθέτει τήν μετ’ αὐτῆς μυστηριακή κοινωνία καί ὄχι ἁπλῶς κάποιες ἰδιόρρυθμες καί ἐπαμφοτερίζουσες δηλώσεις διότι ἡ μή διακοινωνία μετά τῆς οἱασδήτινος αἱρέσεως ἀποδεικνύει τήν μή ἐν τέλει ἀποδοχή της, γι’ αὐτό καί ἐπαναλαμβάνω συνεχῶς ὅτι οἱ κατά καιρούς δηλώσεις πρωτιστευόντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού ἀποδίδουν τίτλους ἐκκλησιαστικότητος σέ κατεγνωσμένες αἱρετικές καί κακόδοξες παρασυναγωγές ὅπως ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ὁ Προτεσταντισμός καί οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι τραγελαφικές καί ἀναπόδεικτες διότι οἱ ἐκφέροντες τίς σχετικές κρίσεις δέν τολμοῦν νἀ τίς πραγματώσουν διά τῆς διακοινωνίας ἐν τόπῳ καί χρόνῳ διότι γνωρίζουν ὅτι ἀπό τοῦ δευτερολέπτου ἐκείνου θά ἔχουν ἀπωλέσει ἀνεπιστρεπτί τήν ἐκκλησιαστική τους ἰδιότητα.

Ἑπομένως ἡ βασιλίς τῶν ἀρετῶν ἡ διάκρισι καί ἡ μεγαλειώδης ταπείνωση ἐπιτάσσουν νά ἐμπιστευόμαστε τό Θεό, τήν Ἐκκλησία Του καί τούς Ἁγίους Του καί νά μή τολμοῦμε νά αὐτοπροσδιοριζόμαστε ὡς δῆθεν γνήσιοι καί καθαροί καί ὡς δῆθεν σωτῆρες, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.


Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΑΔΕΡΦΕ ΜΑΣ, ΓΙΩΡΓΟ!

Η Εις Άδου Κάθοδος




Σὲ κάθε γιορτὴ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, κάνουμε κάτι πού φαίνεται παράδοξο· γιορτάζουμε τὸν θάνατο. Καὶ τὸ κάνουμε αὐτό, ὄχι γιατί χαιρόμαστε γιὰ τὸν θάνατο, ἀλλὰ γιατί χαιρόμαστε γιὰ τὴν δύναμη πού μᾶς παρέχει ἡ Ἐκκλησία νὰ ὑπερνικήσουμε τὸν θάνατο.

Γιορτάζουμε τὸν θάνατο ὡς πρόσκαιρη κοίμηση. Τὸν γιορτάζουμε ὄχι ὡς κάθοδο στὸν ἅδη, ἀλλὰ ὡς ἄνοδο στὸν οὐρανό. Καὶ ὅλοι μας ἔχουμε τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ νὰ ζήσουμε ὡς κοίμηση τὸν θάνατο· δωρεὰ πού πρώτη δέχθηκε ἡ Παναγία μὲ τὴν πρόθυμη αὐτοπροσφορά της στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, νὰ δεχθεῖ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ αὐτὴν ὁ Χριστός: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».

Καὶ μὲ τὴν ἀπόλυτη αὐτὴ ὑπακοή της ἡ Παναγία ἔκανε προσιτὴ σὲ ὅλους μας τὴν δωρεὰ τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, πού γεννήθηκε «ἐφάπαξ κατὰ σάρκα» ἀπὸ τὴν Παναγία, γεννιέται ἔκτοτε διαρκῶς «κατὰ πνεῦμα» ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν καθένα πού εἶναι πρόθυμος νὰ τὸν δεχθεῖ· γίνεται βρέφος καὶ μορφοποιεῖται μέσα του μὲ τὶς ἀρετὲς.      

Ἀντίστοιχα καὶ ὁ πιστὸς παίρνει πνευματικὰ τὴν θέση τῆς Παναγίας καὶ γίνεται μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως γίνεται καὶ ἀδελφός του καὶ μέλος τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός του μὲ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν συμμετοχή του στὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία.  

Ὅπως γιὰ τὸν Χριστό, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν Παναγία καὶ γιὰ τὸν κάθε πιστό, ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, δὲν εἶναι ἀφανισμός του· εἶναι κοίμηση καὶ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς· ζωῆς ἀληθινῆς, ζωῆς αἰώνιας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία, ὅπως λέγεται καὶ σὲ ὕμνο της πού ψάλλεται σήμερα στὴν Ἐκκλησία, «θνήσκουσα, σὺν τῷ Υἱῷ ἐγείρεται διαιωνίζουσα. Πεθαίνοντας δηλαδή, ἀνασταίνεται καὶ ζεῖ αἰώνια μὲ τὸν Υἱό της. Ὡς μητέρα τῆς Ζωῆς ζεῖ τὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς.

Ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς πού ζεῖ μὲ πίστη στὸν Χριστὸ μπαίνει μὲ τὸν θάνατό του σὲ μία νέα προοπτικὴ ἀθάνατης καὶ οὐράνιας ζωῆς. Αὐτὸ λοιπὸν πού ἴσχυσε γιὰ τὴν Παναγία, αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε πιστὸ πού δέχεται καὶ ἐφαρμόζει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· ἰσχύει γιὰ κάθε πιστὸ πού σαρκώνει στὴ ζωὴ του τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μιμεῖται τὴν ταπείνωση τῆς Παναγίας.  

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν πρώτη ἐπιστολὴ του γράφει: «Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ἔχουμε περάσει ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή, γιατί ἀγαπᾶμε τοὺς ἀδελφοὺς μας· ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του παραμένει στὸν θάνατο» (Α΄ Ἰω.3, 14).
Μὲ τὴν ἀγάπη ἀνασταίνουμε τούς ἄλλους μέσα μας, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ ἔχουν ἀπὸ καιρὸ πεθάνει. Ὅπως καὶ αὐτοὶ πού μᾶς ἀγαποῦν μᾶς ἔχουν μέσα τους ζωντανοὺς ὄχι μόνο πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό μας.


Σήμερα το βράδυ, πρίν λίγες ώρες, η γεμάτη Χριστό και Αγάπη ψυχή του Γιώργου του Μπόκα, ταξιδεύει προς Εκείνον που Αγάπησε πολύ!
Προς ΤΟΝ ΘΕΟ και την αγαπημένη του Πορταΐτισσα!

Ταξιδεύει προς Εκείνον για Τον Οποίο αγωνιζόταν.

Τα λόγια δεν φθάνουν να περιγράψουν την ποιότητα της ψυχής του, της πνευματικότητός του και της Αγάπης του, την οποία είχε για όλους μας.

Υπόδειγμα Ανθρώπου, Οικογενειάρχη, Πολίτη και Χριστιανού!


Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΤΟΝ ΑΝΑΠΑΥΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΘΕΣΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ!

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2014

Η εξομολόγηση μου και οι λυκοποιμένες της Εκκλησίας μας(Π.Νούνη)



Λικολατινοι
Έχουμε λάβει κάποιες πληροφορίες για την «ποιμαντική δράση» μερικών κληρικών/λυκοποιμένων εντός του Facebook και εξ αφορμής αυτού του γεγονότος θα θέλαμε να γράψουμε τρείς αράδες!
Όλοι μας, λίγο ή πολύ έχουμε εμπειρία απο κληρικούς ψευδοποιμένες και όσοι δεν είχατε, μακάρι να μην σας προκύψει και αν ακόμη σας προκύψει, να λέτε δόξα τω Θεώ για την εμπειρία σας αυτή…!
Ανάλογη εμπειρία, είχε και ο γράφων με την σύζυγό του, καθότι φοιτούσε τα τελευταία προηγούμενα έτη στην Θεσσαλονίκη…!

Το διάστημα, που δεν σεριάνιζα στο Άγιο Όρος, στην αγαπημένη μου ιερά μονή του Αγίου Παύλου, και είχα ανάγκη να μιλήσω με κάποιον πνευματικό, θέλοντας και μή, έτυχε να γνωρίσω διαδικτυακά ανάμεσα σε τόσους και τόσους και κάποιον «Μετεωρίτη» ιερομόναχο, ο οποίος φυσικά δεν έπεσε μετέωρα…, αλλά πρώτιστα τον γνώρισα διαδικτυακά(!!!) και στην πορεία τον γνώρισα και πραγματικά…!
Χωρίς να υφίσταται ιδιαίτερη ανάγκη να επεισέλθω σε ειδικές προσωπικές λεπτομέριες, με την «ποιμαντική αντιμετώπιση» του, του εν λόγο κληρικού σε προσωπικά μου θέματα, ο γράφων όντας έγαμμος φοιτητής, πρώτιστα και για μείζονα λόγο για τις αμαρτίες μου και κατά δεύτερον με τις συμβουλές του ψευδοποιμένος αυτού, βρέθηκα σε δυσμενή και κολάσιμη διάσταση με την αγαπημένη μου σύζυγο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα…, σχεδόν ένα χρόνο!!!
Και δεν του έφτανε αυτό (του γράφοντος), αντί να τρέξει στον παπούλη του, της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου, να του τα πεί χαρτί και καλαμάρι καθώς έκανε συχνάκις, βρέθηκε στην Αθήνα να δουλεύει απο ανάγκη σε διάφορα τηλεφωνικά κέντρα, όντας ακόμα σε διάσταση, και να γνωρίζει έτερον «μετεωρίτη» κληρικό, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής των Αθηνών, και να αρχίζει δια της ευλογίας του πρώτου, να συνδέεται ο γράφων μαζί του, εμπεδώνοντας του έτσι και αυτός ο δεύτερος ποιμένας, με διάφορες ανόητες Νεορθόδοξες ψυχοθολο-θεολογίες και ποιμαντικές συμβουλές του μαύρου κλεισμού, να συνεχίσει την ζωή του με τα συγκεκριμένα πάθη και αδυναμίες του και να «φροντίσει σιγά-σιγά να κτίσει ξανά μιά νέα σχέση…!» ή μάλλον πιό συγκεκριμένα και ειλικρινά, να «στερεώσω καλύτερα τα θεμέλια της νέας σχέσης…! Και να φροντίσω εν τάχει(!) να βγεί το διαζύγιο μου, για να μπορώ να προχωρήσω φυσιολογικά(;) και σταθερά στην νέα σχέση…!».
Screenshot_25 (1)
Δηλαδή, χωρίς ωστόσο να λάβει διαζύγιο ο γράφων, είτε αυτό το λένε εκκλησιαστικό ή και ψυχοσωματικό, οι κομπογιαννήτες Νεονικολαΐτες κληρικοί, με συμβούλευαν: να μεριμνήσω για το διαζύγιο μου τάχιστα και έγκαιρα (μην χάσω την αγαπητικιά! τρομάρα μου!) για να μου ευλογήσουν τον…, τον δεύτερο(!) γάμο μου…!
«… Περασμένα μεγαλεία(sic) και διηγώντας τα να κλαις!»
Λάβετε σοβαρά υπόψιν σας αγαπητοί μου, όντας έγγαμος φοιτητής, διήνυα σχεδόν μία δεκαετία γάμου…!
Και για να μην φανεί ότι θέλω να επιρρίψω εκ των υστέρων ευθύνες σε συγκεκριμένους αποδεδειγμένα αφώτιστους κληρικούς και αλλότριους ποιμένες, εξ΄αρχής ομολογώ δημόσια, ότι το λάθος ήταν και είναι άχρι της σήμερον, εξ΄ολοκλήρου δικό μου, τουτέστιν, συγκεκριμένες εμπαθείς “Δαβιδικές ενέργειες” μακράν και αντίθετα της μακαρίας και ιεράς Βασιλικής Οδού του: “Ελέησόν με ο Θεός…”!
Αν και ήμουνα υποψιασμένος θεωρητικά, αρκετά για τον πανάρχαιο Νικολαϊτισμό αλλά και τον σύγχρονο Νεονικολαϊτισμό και παρόλες τις προσωπικές αστοχίες και ανομίες μου, επέτρεψε η Χάρις του Θεού, να γνωρίσω και εμπειρικά το θέμα, με πρωταγωνιστή, δυστυχώς ή ευτυχώς, τον εαυτό μου και με κομπάρσους στο όλο σκηνικό του δαιμονικού παραλόγου: δύο αφώτιστους και ανάξιους λοικοποιμένες, οι οποίοι με οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια προς τον γκρεμό, βήμα βήμα προς το μνήμα, μια και επέμεναν ό,τι η λύση στα προσωπικά μου προβλήματα ήταν…, το διαζύγιο και όχι η αλαγή μυαλών μου, τουτέστιν η μακαρία και υπερευλογημένη θεία Μετάνοια!
Έζησα και πάλιν (και ποιός δεν έχει ζήσει άλωστε;), για ακόμη μία φορά στη ζωή μου εξ΄υπαιτιότητας μου, μέσα σε μίαν νέα υπαρξιακήν Κόλαση (την οποία δεν μπορώ να ευχηθώ και στους εχθρούς μου!), ανάμεσα σε τεράστια ψυχοσωματικά αδιέξοδα, τα οποία μόνος μου επροκάλεσα εξ’αρχής στον εαυτό μου, με την βοήθεια φυσικά και των πιό πάνω “πνευματικών ποιμένων”, παρόλα αυτά όμως, και για αυτά, το θαύμα και η επέμβαση Του Τριαδικού Θεού μου, δεν άργησε να φανεί και να ξαναγίνει ώπερ και εγένετο…, καθώς «ξύπνησα» ένα βράδυ χειμωνιάτικο μιλώντας σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο….!
Δεν έχει διάθεση ο γράφων να σας γράψει την αυτοβιογραφία του, διότι πολύ αμφιβάλω αν μπορεί να ωφελήσει κάποιον…!
Θα απορείτε όμως σίγουρα , γιατί σας τα εξομολογήθηκα όλα αυτά;
Έχω τον λογισμό, ότι προσφέροντας σας στο πιάτο μίαν έμπονη προσωπική μας εμπειρία, μίαν δημόσια καρδιακή εξομολόγηση…, ίσως προβληματίσουμεν έτσι καλύτερα, μίαν ψυχή και μόνον, και να αναλογιστεί σε βάθος με τον τρόπο αυτό, με τί είδους «πνευματικούς» έχει νταραβέρια και ποιά η ποιμαντική σχέση με τυχόν αφώτιστους ποιμένες, και που οδηγεί στην τελική αυτή η σχέση(;!!!)
Οδηγεί προς τον Θεάνθρωπο Χριστό ή προς τον υπάνθρωπο και ανάξιο, διαβολοειδή κληρικό;
Διότι, το ερώτημα όλων μας, θα πρέπει να είναι, μπορεί άραγε ένας τυφλός τσομπάνης, να οδηγήσει τα πρόβατα του στην μάνδρα;
Θα με πεί κάποιος/α, μα αφού είναι τυφλός, άρα δεν πρέπει να είναι ή να γίνει τσομπάνος…!
Αυτο είναι το θέμα μου!
Τι γίνεται όμως, όταν αντιληφθούμε Χάριτι Θεού, ότι πέσαμε σε τυφλοπόντικα “πνευματικό-κληρικό”;
Και γιατί άραγε, μερικοί Επίσκοποί μας, χειροτονούν αβέρτα, άπειρους, αφώτιστους και αρκετές φορές απροϋπόθετα, της Αγιοπατερικής μας παραδόσεως, ποιμένες;
Μήπως το όλο πρόβλημα εν τέλει, οδηγεί με μαθηματικήν ακρίβεια, στους κατά τόπον Μητροπολίτες και Επισκόπους;
Ποιά, να είναι άραγε, η παράδοσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και ποιές οι βασικές προϋποθέσεις, της ιερωσύνης και αρχιερωσύνης;
Είναι δυνατόν, έστω λογικό, ασθενείς ιατροί, να μπορούν ή και να έχουν, ανάλογες δυνάμεις, για να θεραπεύσουν απλούς ασθενείς;
Είναι δυνατόν, έστω λογικό και εκκλησιολογικό τώρα, ασθενείς ή και υπό θεραπεία ποιμένες/πνευματικοί να μπορούν ή και να έχουν, τις ψυχοσωματικές δυνατότητες να θεραπεύσουν, το ασθενές και υπό θεραπεία ποίμνιό τους;
Μπορεί ένας ιατρός κομπογιαννίτης, να θεραπεύσει ασθενείς;
Και τί γίνεται, στην περίπτωση που ένα νοσκομείο με 100 ιατρούς, οι 90% λόγου χάριν, να είναι ψευδοπτυχιούχοι, κομπογιαννίτες, τσαρλατάνοι, ανειδίκευτοι, διεφθαρμένοι και άπειροι;
Αυτό το νοσοκομείο πόσο ποσοστό αποτελεσματικότητας θα έχει, στις θεραπείες των ασθενών;
Ένα 10% και αυτό, με το στανιό, δεν είναι;
Ε τότε, ποιό το νόημα της ύπαρξης του εκάστοτε νοσκομείου μια και δεν πληροί 100% τις προαπαιτούμενες προδιαγραφές του;
Ποιό το νόημα, ύπαρξης του διοικητικού ιατρικού συμβουλίου, του εκάστοτε νοσοκομείου, μια και υπολειτουργεί με τα χίλια μύρια κύματα και άλλα τόσα ζόρια;
Μερικοί μάλιστα λέμε, ότι πάλι καλά που λειτουργεί ως ένα ποσοστό και αυτό το αναγάγουμε με θαυμασμό στο Μυστηριακό χώρο του θαύματος…!
Πού θέλω να καταλήξω;
Θέλω να καταλήξω πατέρες-μητέρες-αδελφοί/ές, στο εξαιρετικό γραφθέν υπό του σεβασμιωτάτου αγίου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, το οποίο συμπυκνώνει και περιγράφει με Αγιοπατερικό τρόπο, την σύγχρονη περιρέουσα εκκλησιαστική ατμόσφαιρα μας [1]:
“Έχουμε ήδη διατυπώσει την σκέψη ότι ο ιερεύς εκτελεί διπλό έργο. Το ένα είναι η λειτουργία των θείων Μυστηρίων και το άλλο η θεραπεία των ανθρώπων, ώστε αξίως να προσέλθουν και να κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων. Έχουμε ακόμη υπογραμμίσει ότι υπάρχουν πολλοί ιερείς, οι οποίοι εξωτερικά έχουν ακώλυτη την ιερωσύνη, αλλά ουσιαστικά έχουν μολύνει την ιερωσύνη, και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν μπορούν να θεραπεύσουν. Τελούν μεν τα Μυστήρια και αγιάζονται τα δώρα δι’ αυτών, αλλά δεν μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους ούτε να σώσουν την δική τους ψυχή.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν λαϊκοί και μοναχοί οι οποίοι δεν έχουν την μυστηριακή ιερωσύνη, αλλά μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους, γιατί έχουν την πνευματική ιερωσύνη. Ακριβώς σ’αυτό το σημείο θέλουμε να επιμείνουμε για λίγο.“
Όταν πιό πάνω σας παρέθεσα την προσωπική μου εμπειρία και σας έγραψα περι της θαυμαστής επεμβάσεως, αυτή η παρέμβαση και σωτήρια επέμβαση στα παρελθοντικά δικά μου προσωπικά γεγονότα, έγινε δια τηλεφώνου καθώς βρισκόμουν στην Αθήνα και μάλιστα από έναν απλό καλόγερο εκτός Ελλάδος…!
Αυτό ονομάζεται, πνευματική ιεροσύνη!
Η οποία συγκεκριμένη, πνευματική ιεροσύνη, σε επαναφέρει στον δρόμο της Αληθείας και σε φωτισμένο πνευματικό…, είθε να την αποκτήσουμεν!
Π. Π. Ν.
Σημειώσεις:
[1] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ(Πατερική Θεραπευτική Αγωγή), Θ΄Έκδοση, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου(Πελαγίας), 2008, σελ. 53-89.
*Ακολουθεί μία φωτοσύνθεση διαλόγου, εκ του Facebook, το οποίο μας έχει αποσταλεί απο συνεργάτιδα και συνάδελφο, καθώς ήταν η βασική αιτία της εμπνεύσεως μας, και να μας προβληματίσει βαθιά για να μας αναγκάσει, να διατυπώσουμε τις πιό πάνω σκέψεις μας:

πηγη  
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 22, 2014

Αὐτὴ ἡ εἰρηνικὴ κατοικία οἰκοδομῆται σιγὰ σιγά


Φρόντισε, ὅπως λέχθηκε, νὰ μὴ συγχυσθῆ ποτὲ ἡ καρδιά σου, οὔτε νὰ ἀναμιχθῇ σὲ κάποια ὑπόθεσι ποὺ τὴν ἐνοχλεῖ, ἀλλὰ νὰ ἀγωνίζεσαι πάντοτε καὶ νὰ τὴν κρατᾷς εἰρηνικὴ καὶ ἀναπαυμένη. 

Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ σὲ βλέπει νὰ ἐνεργῇς ἔτσι καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι, θὰ οἰκοδομήσῃ μὲ τὴν χάρι του στὴν ψυχή σου μία πόλι εἰρήνης. Καὶ ἡ καρδιά σου θὰ εἶναι ἕνας οἶκος τρυφῆς (χαρᾶς), ὅπως, κατὰ κάποιον τρόπο, ἐννοεῖται ἐκεῖνο τὸ ψαλμικό: «Ἱερουσαλὴμ ποὺ οἰκοδομεῖσαι ὡς πόλις» (Ψαλμ. 121, 2).

Αὐτὸ μόνο θέλει ἀπὸ σένα ὁ Θεός· κάθε φορὰ ποὺ θὰ τύχη νὰ ταραχθῇς, ἀμέσως νὰ ἀλλάξης καὶ νὰ προσπαθήσῃς νὰ ἡσυχάζῃς καὶ νὰ εἰρηνεύῃς σὲ ὅλα σου τὰ ἔργα καὶ τοὺς λογισμούς. 

Καὶ ὅπως δὲν οἰκοδομεῖται μία πόλις σὲ μία ἡμέρα, ἔτσι νὰ σκεφθῇς καὶ σύ, ὅτι, δηλαδή, σὲ μιὰ μέρα δὲν μπορεῖς νὰ ἀποκτήσῃς αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Γιατὶ αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ οἰκοδομήσῃς γιὰ τὸν Θεὸ τῆς εἰρήνης ἕναν οἶκο καὶ ἕνα σκήνωμα στὸν ὕψιστο καὶ νὰ γίνῃς ναός του. 

Καὶ νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ οἰκοδομήσῃ τὸν οἶκον αὐτόν. Διότι ὁ κόπος σου διαφορετικὰ θὰ ἦταν μάταιος, ὅπως λέγει καὶ τὸ γραφικό: «ἐὰν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσῃ τὸν οἶκο, ἄδικα κοπίασαν ἐκεῖνοι ποὺ οἰκοδομοῦν» (Ψαλμ.126, 1).

Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι τὸ βασικὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς καρδιακῆς εἰρήνης εἶναι ἡ ταπείνωσις καὶ τὸ νὰ ἀποφεύγῃς, ὅσο μπορεῖς, τὶς ταραχὲς καὶ τὰ σκάνδαλα. 

Γιατὶ καὶ στὴ Γραφὴ βλέπουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλησε νὰ τοῦ κτίσῃ ναὸ καὶ κατοικία ὁ Δαβίδ, ποὺ εἶχε πολέμους καὶ ταραχὲς σχεδὸν σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ ὁ υἱός του ὁ Σολομώντας, διότι, σύμφωνα μὲ τὸ ὄνομά του, παρέμενε εἰρηνικὸς βασιλιᾶς καὶ μὲ κανένα δὲν ἔκανε πόλεμο.


Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Ἀόρτατος Πόλεμος»

Ποιά είναι η «Συκιά» που όταν ξαναβγάλει φύλλα θα έλθει το Τέλους του Κόσμου;

                                 Η «ΣΥΚΗ» ΠΟΥ ΞΑΝΑΒΓΑΖΕΙ ΦΥΛΛΑ
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
 






«Ἀπό δέ τῆς συκῆς μάθετε τήν παραβολήν. ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς γένηται ἁπαλός καί τά φύλλα ἐκφύῃ, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς τό θέρος οὕτω καί ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπί θύραις. ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθῃ ἡ γενεά αὕτη ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται».  (Ματθαῖος κδ΄, 32-34)









Ἐδῶ ὁ Κύριός μας στήν Παραβολήν τῆς Συκῆς, ἀναφέρεται σαφέστατα στά ἔσχατα χρόνια. Ὁμιλεῖ γιά τήν ἐπιστροφή τῶν Ἑβραίων στήν Ἱερουσαλήμ καί τήν ἐπανίδρυση τοῦ κράτους τους.
Καί βέβαια, αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πλέον σημαντικά καί καθοριστικά «Σημεῖα τῶν Καιρῶν».
Μᾶς λέγει δέ καί τό ἑξῆς, θέλοντας νά συγκεκριμενοποιήσει τόν χρόνον, ὅτι ἡ γενεά ἐκείνη πού θά ἰδεῖ ὅλα αὐτά τά γεγονότα νά συμβαίνουν, δέν θά φύγει ἀπό τήν ζωή, μέχρις ὅτου ἰδεῖ καί ὅλα τά ὑπόλοιπα πού εἶπε ὁ Χριστός, σχετικά μέ τόν Ἀντίχριστο καί τήν Δευτέρα Παρουσία Του.
«Ἀπό τήν συκιά δέ μάθετε τήν παρομοίωσιν. ὅταν πλέον ὁ κλάδος της γίνει μαλακός καί ἀρχίζει νά βγάζει τά φύλλα, γνωρίζετε, καταλαβαίνετε ὅλοι ὅτι πλησιάζει τό καλοκαίρι. Ἔτσι λοιπόν καί σεῖς, ὅταν θά δεῖτε ὅλα αὐτά, νά ξέρετε ὅτι εἶναι κοντά τό τέλος, ἡ Δευτέρα Παρουσία μου. Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι δέν θά περάσει ἡ γενεά αὐτή, ἕως ὅτου γίνουν ὅλα ὅσα σᾶς προεῖπα. Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δέν θά παρέλθουν, ἀλλά θά πραγματοποιηθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου». [225]


Ἄς ἀναλύσουμε προσεκτικά, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά συγκεκριμένα χωρία τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά δοῦμε πόσο πολύ ἀποκαλυπτικά εἶναι, ἀλλά καί γιά νά θαυμάσουμε, γιά μία φορά ἀκόμη, τό μεγαλεῖο καί τήν Σοφία τοῦ Θεοῦ μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προεῖπε μέ τόση σαφήνεια καί μέ τήν παραμικρή λεπτομέρεια, τό τί μέλλει γενέσθαι.
Ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς, στήν παραβολή πού χρησιμοποιεῖ, ἀναφέρει ἕνα δένδρο, τήν συκιά, προκειμένου νά μᾶς πεῖ κάποια πράγματα, πού ἔχουν σχέση μέ τό θέμα πού ὁμιλεῖ στό ΚΔ΄ κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου καί εἶναι τά σημεῖα πού θά προηγηθοῦν πρίν ἀπό τή Δευτέρα Παρουσία Του.
Γιατί ὅμως χρησιμοποιεῖ ὡς παράδειγμα τό δένδρο τῆς συκιᾶς καί ὄχι ἕνα ὁποιοδήποτε ἄλλο δένδρο;
Μήπως τά ἄλλα δένδρα, ἐκτός ἐξαιρέσεων,  δέν ἀρχίζουν νά βγάζουν καί αὐτά φύλλα τήν Ἄνοιξη, ἀφοῦ ἔχει ἀρχίσει καί ζεσταίνει ὁ καιρός καί πλησιάζει τό καλοκαίρι;
Φυσικά. Τότε γιατί;
Ἔχουμε πεῖ καί θά τό λέμε πολλές φορές ὅτι τίποτε, μά τίποτε, μέσα στήν Ἁγία μας Γραφή δέν εἶναι τυχαῖο, οὔτε ἔχει γραφεῖ χωρίς λόγο καί σκοπό.
«Αὐτοί πού πρόκειται νά ἀποκομίσουν κάποιαν ὠφέλειαν ἀπό τά ἀναγινωσκόμενα πρέπει νά μήν παρατρέχουν οὔτε τό παραμικρόν ἀπό τά λεγόμενα, διότι διά τοῦτο ἐλάβομεν ἐντολήν νά ἐρευνῶμεν τάς Γραφάς, ἐπειδή θεωροῦνται τά περισσότερα ἀπό αὐτά, ὅτι ἔχουν κρυμμένα εἰς τό βάθος πολλά σπουδαῖα νοήματα». [226]
Καί ἀλλοῦ πάλι μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ὁ Θεός δέν θέλει, ἔτσι ἁπλά, νά ἀκοῦμε τίς λέξεις καί τά λόγια πού ὑπάρχουν εἰς τάς Γραφάς, ἀλλά νά τά ἀκοῦμε μέ πολλή προσοχή, σκέψη καί φρόνηση». [227]
Ἔτσι καί στό συγκεκριμένο χωρίο.
Κάτι θέλει νά μᾶς πεῖ ἐδῶ ὁ Κύριός μας.
Κάποιο μήνυμα θέλει νά μᾶς στείλει. Κάπου θέλει νά μᾶς παραπέμψει.



Ἡ καταρασθεῖσα καί ξηρανθεῖσα Συκῆ

Ἐάν ἀνατρέξουμε σέ ἕνα ἄλλο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου καί συγκεκριμένα στό ΚΑ΄ τοῦ Ματθαίου, βλέπουμε ὅτι καί ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς ὁμιλεῖ πάλι γιά μιά συκιά. Μιά συκιά πού δέν εἶχε καρπούς καί ὁ Κύριός μας τήν ξέρανε, ἀφοῦ εἶχε μόνο φύλλα.
Ἄς δοῦμε ὅμως μέ προσοχή αὐτήν τήν διήγηση.

«Πρωΐας δέ ἐπανάγων εἰς τήν πόλιν ἐπείνασε καί ἰδών συκῆν μίαν ἐπί τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτήν, καί οὐδέν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μή φύλλα μόνον, καί λέγει αὐτῇ  μηκέτι ἐκ σοῦ καρπός γένηται εἰς τόν αἰῶνα. καί ἐξηράνθη πραχρῆμα ἡ συκῆ». [228]
Κάποιο πρωϊνό, μᾶς λέγει ἡ Γραφή, ἐπιστρέφοντας ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Βηθανία εἰς τήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, ἐπείνασε. Καί βλέποντας στό δρόμο του μία συκιά, πλησιάζει κοντά της γιά νά κόψει μερικά σύκα καί νά φάει. Μή βρίσκοντας ὅμως οὔτε ἕνα σύκο σέ αὐτήν, παρά μόνο φύλλα, τήν «καταρᾶται» καί τῆς λέγει: «Ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς καί μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος, νά μήν ξαναβγάλεις, οὔτε ἕναν καρπό». Καί μέ τό πού εἶπε αὐτά τά λόγια ὁ Χριστός, ἡ συκιά ἀμέσως, παραχρῆμα, ἐξηράνθηκε.



Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ συμβολίζει τούς Ἑβραίους

Ποιά εἶναι αὐτή ἡ συκιά; Καί γιατί ὁ Κύριός μας τήν καταρᾶται;
Ἡ συκιά συμβολίζει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες μας, τήν Ἰουδαϊκή Συναγωγή, ἀλλά  καί γενικώτερα ὅλο τό γένος τῶν Ἰουδαίων.

α) Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Ἡ συκιά αὐτή (πού καταράσθηκε ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιον) οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἑρμηνευτές λένε ὅτι συμβολίζει τήν Συναγωγή τῶν Ἰουδαίων». [229]

β) Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας:
«Ἡ συκῆ δέ αὐτή, ἔχει καί τύπον τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι φύλλα μόνον εἶχαν· τουτέστι νόμον ὁποῦ τούς ἔδειχνε σκιάν, ἀλλά καρπόν δέν εἶχαν οὐδένα... ἐπειδή λοιπόν δέν εἶχε καρπόν ἡ συναγωγή, κατηράσθη, καί ἐξηράνθη, καί δέν ἔχει πλέον μήτε προφήτην, μήτε διδάσκαλον».  [230]

γ) Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας:
«Μ’ αὐτό τό νόημα νά σκεφθεῖς καί τήν παραβολή τῶν Εὐαγγελίων γιά τή συκιά. Κόπηκε λοιπόν ἀπό τόν Θεό (τό Ἰσραήλ) σάν ἄκαρπο καί ὄχι καρποφόρο πιά δένδρο. Ὅμως ἡ ἀξίνα δέν χτύπησε τήν ρίζα, λέγει, ἀλλά βρίσκεται κοντά στή ρίζα. Κόπηκαν δηλαδή τά κλαδιά, ἀλλά τό δένδρο δέν ξερριζώθηκε. Γιατί σώθηκε τό ὑπόλειμμα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ (Ἡσ. ι΄,22)καί δέν χάθηκε ὁλοσχερῶς ἡ ρίζα». [231]

δ) Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης:
«Ὁ Κύριος καταράστηκε τήν συκῆ, ὄχι τυχαῖα, μή νομίζεις κάτι τέτοιο, ἀλλά τό ἔπραξε αὐτό θέλοντας νά δείξει στούς ἀχάριστους Ἰουδαίους, ὅτι ὅπως ἀκριβῶς καταράστηκε τήν συκιά καί αὐτή ξεράθηκε ἀμέσως, μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀκριβῶς μπορεῖ νά τιμωρήσει, ὅταν τό κρίνει ἀπαραίτητο, καί αὐτούς, παρότι εἶναι ὁ ἐκλεκτός του λαός, καί νά πάθουν ὅ,τι ἀκριβῶς ἔπαθε ἡ συκιά, ὅπως ἄλλωστε καί ἔπραξε». [232]

ε) Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:
«Ἔρχεται λοιπόν γρήγορα γιά νά πάθει καί βιάζεται νά πιεῖ τό ποτήρι τοῦ θανάτου, προκειμένου νά φέρει τήν σωτηρία στόν κόσμο, νά σώσει τόν κόσμο. Ἔρχεται πεινώντας γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί δέν βρίσκει καρπό· διότι παραβολικῶς ἡ συκή αὐτό ὑπαινίσσεται». [233]
Δηλαδή τό γένος τῶν Ἰουδαίων. Γιατί σέ ποιούς ἄλλους ἦρθε ὁ Χριστός γιά νά βρεῖ καρπό, ἔργα, ἀρετές, πίστη; Στά διάφορα ἄλλα ἔθνη πού ἦταν ὅλα εἰδωλολατρικά καί ἀλλόθρησκα; 
Φυσικά καί ὄχι. Μόνον στόν «περιούσιο» λαό Του, τό Ἰσραήλ.

ς) Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
«Ὁ Κύριός μας, ἐπιστρέφοντας ἀπό τή Βηθανία στά Ἱεροσόλυμα, δηλαδή μετά τήν τυπική καί σκιώδη παρουσία του, πού ἦταν κρυμμένη μέσα στό νόμο, ἐρχόμενος ξανά στούς ἀνθρώπους μέ τή σάρκα, εἶδε στό δρόμο μιά συκιά πού εἶχε μόνο φύλλα, πού ὑπῆρχε στή σκιά καί στούς τύπους, δηλαδή τή σωματική λατρεία τοῦ νόμου... καί μή βρίσκοντας καρπό, δηλαδή δικαιοσύνη, τήν καταράστηκε ἐπειδή δέν ἔδινε τροφή στό Λόγο, ἤ καλύτερα πρόσταξε νά μή καλύπτει πιά δυναστεύοντας τήν ἀλήθεια μέ τούς νομικούς τύπους, πρᾶγμα πού ἀποδείχτηκε στή συνέχεια μέ τά ἔργα, ἀφοῦ καταξεράθηκε ἐντελῶς ἡ νομική ὡραιότητα πού εἶχε τήν ὕπαρξή της στά σχήματα μόνο καί ἔσβησε ἡ ἔπαρση τῶν Ἰουδαίων γι’ αὐτή... Γι’ αὐτό λέει “δέν ἦταν ὁ καιρός τῶν σύκων”(Μάρκ. ια’, 13)· ὁ χρόνος δηλαδή κατά τόν ὁποῖο κυριαρχοῦσε στήν ἀνθρώπινη φύση ὁ νόμος, δέν ἦταν καιρός καρπῶν τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά εἰκόνιζε τούς καρπούς τῆς δικαιοσύνης καί μυοῦσε κατά κάποιο τρόπο τή μέλλουσα θεία κι ἀπόρρητη καί σωτήρια ὅλων χάρη, στή ὁποία δέν εἶχε φτάσει ἀπό τήν ἀπιστία του ὁ παλαιός λαός τοῦ Ἰσραήλ καί γι’ αὐτό χάθηκε...

Ἤ πάλι, κατά ἄλλη ἑρμηνεία· ἐπειδή τό πλῆθος τῶν ἱερέων καί γραμματέων καί νομικῶν καί Φαρισαίων, ἄρρωστοι ἀπό τήν κενή δόξα μέ τήν ἐπίδειξη τῆς πλαστῆς εὐλάβειας τῶν ἠθῶν, φαινόμενοι ὅτι ἀσκοῦσαν δικαιοσύνη, ἔτρεφαν τήν ἔπαρση τῆς οἴησης, ὁ Λόγος λέει ὅτι ἡ οἴηση αὐτῶν πού ἀναφέρθηκαν εἶναι συκιά ἄκαρπη πλούσια μόνο σέ φύλλα, τήν ὁποία, αὐτός πού ἐπιθυμεῖ τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί πεινᾶ τήν θέωσή τους, τήν καταριέται ὡς ἄκαρπη καί τήν ξεραίνει...». [234]

ζ) Ὁ Προκόπιος Γαζαῖος:
«Καί ὅταν φάνηκαν στήν γῆ, τά ἄνθη, οἱ ἅγιοι ἄνδρες τῶν Χριστιανῶν, ἔφθασε ὁ καιρός τῆς τομῆς, τῆς ἀποβολῆς δηλαδή τῶν Ἰουδαίων. Καί ἡ συκῆ (πού συμβόλιζε τούς Ἰουδαίους, γι’αὐτό καί τήν διέταξε ὁ οἰκοδεσπότης νά μήν βγάλει καρπό), ἀφοῦ φύγει ὁ Χριστός, δέν θά ξαναανθίσει ποτέ, παρά μόνον κάπου κάπου θά βγάζει ὀλύνθους (=μικρά σύκα πού βγαίνουν τήν περίοδο τοῦ χειμῶνα καί δέν ὡριμάζουν ποτέ), μικρούς δηλαδή καρπούς μετανοίας, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν πρόκειται νά ὡριμάσουν και νά φαγωθοῦν ποτέ». [235]

η) Στό Συναξάριον τῆς Μ. Δευτέρας διαβάζουμε τά ἑξῆς:
«Τῇ ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Δευτέρᾳ μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσήφ τοῦ Παγκάλου καί τῆς ὑπό τοῦ Κυρίου καταρασθείσης καί ξηρανθείσης συκῆς...Τήν συναγωγήν, συκῆν Χριστός, Ἑβραίων, Καρπῶν ἄμοιρον πνευματικῶν εἰκάζων, ἀρᾷ ξηραίνει ἧς φύγωμεν τό πάθος.
Συκῆ ἐνταῦθα ἐννοεῖται ἡ συναγωγή τῶν Ἰουδαίων, εἰς τήν ὁποίαν ἐλθών ὁ Σωτήρ καί μή εὑρών ἐν αὐτῇ τόν πρέποντα καρπόν, εἰμή μόνον τήν σκιάν τοῦ νόμου, ἀπέσυρε καί ταύτην τήν σκιάν ἀπ᾿ αὐτῆς καί παντάπασιν ἀργήν τήν κατέστησεν». [236]

θ) Ἀλλά καί ὁ Προφήτης Ἱερεμίας (κεφ. ΚΔ΄) βλέπουμε ὅτι παρομοιάζει τόν Ἰουδαϊκόν λαόν μέ δύο καλάθια σύκα. Τό ἕνα καλάθι περιεῖχε καλά καί ὄμορφα σύκα, τό δέ ἄλλο σάπια καί πονηρά σύκα.
Τά καλά καί ὄμορφα σύκα ἦταν οἱ καλοί Ἰουδαῖοι πού θά τούς ξαναέφερνε πίσω στήν πατρίδα τους, ἐνῶ τά σάπια καί πονηρά σύκα ἦταν οἱ πονηροί Ἰουδαῖοι πού θά τούς διεσκόρπιζε εἰς πᾶσαν τήν γῆ, ἀποστέλλοντάς τους ταυτόχρονα, κατάρες, πεῖνες, ἀρρώστιες, πολέμους, μάχαιρα καί ἄλλα πολλά. [237]



Ἄρα λοιπόν ἡ συκιά πέραν πάσης ἀμφιβολίας, ὅπως εἴδαμε σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες μας, συμβολίζει τούς Ἑβραίους καί τήν Ἰουδαϊκή Συναγωγή.
Ἕνα λοιπόν πρωϊνό, καί μάλιστα σέ ἐποχή ἀνοίξεως πού τά δένδρα δέν βγάζουν ἀκόμα καρπούς, ὁ Ἰησοῦς «ἐπείνασεν» καί πλησίασε σέ μιά συκιά γιά νά φάει σύκα.
«Ἐπείνασεν», ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης. «Ἐπείνασεν», Αὐτός πού ἐδημιούργησε ἀπό τό μηδέν τά πάντα. «Ἐπείνασεν», Αὐτός πού μέ πέντε ἄρτους καί δύο ψάρια ἐχόρτασε πέντε χιλιάδες ἄνδρες, ἐκτός ἀπό τά γυναικόπαιδα. «Ἐπείνασεν», Αὐτός πού φροντίζει γιά τήν τροφή καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ. «Ἐπείνασεν»... «Ἐπείνασεν»...

«Ἐπείνασεν ὁ τρέφων πᾶσαν τήν οἰκουμένην. ἐπείνασεν ὁ ἐκ πέντε ἄρτων πεντάκις χιλίους εἰς κόρον ἐκθρέψας. ἐπείνασεν ὁ ἐκ πηλοῦ ζῶντας ὀφθαλμούς ἐργασάμενος. ἐπείνασεν ὁ ἐπί τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης περιπατήσας, καί τούς πόδας εἰς τό ὕδωρ μή βάψας. ἐπείνασεν ὁ ἐννοίᾳ μόνῃ τό ὕδωρ εἰς οἶνον μετατρέψας... Πῶς οὖν ἐπείνασεν ὁ Θεός;», [238]  λέγει ὁ  ἱερός Χρυσόστομος.

«Τίς γάρ πρωῒ ἐσθίει; Ὁ βασιλεύς, ὁ Κύριος, ὁ Διδάσκαλος· πρωῒ πεινῶν, οὐκ ἔχει τήν ἐπιθυμίαν τῆς βρώσεως. Οὐ κρατεῖ τῆς φύσεως, ἀλλ΄ ὥσπερ τις ἀκρατής καί ἀκόλαστος, ἀλόγως ὁρμᾷ πρός τήν βρῶσιν, ἐν καιρῷ τῷ μή προσήκοντι. Καί πῶς παιδεύει τούς μαθητάς νηστεύειν, καί μή ἡττᾶσθαι πάθει ἐπιθυμίας; Οὐχ οὕτως τοῦτό ἐστι· ἀλλ’ ὥσπερ λόγῳ διά παραβολῶν διδάσκων ἐλάλει, οὕτω καί ἔργῳ τάς παραβολάς διεξέρχεται. Προσῆλθε τῇ συκῇ πεινάσας», [239] συμπληρώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.


Αὐτός λοιπόν «ἐπείνασεν» καί, πρωΐ-πρωΐ μάλιστα, «τρέχει» στή συκιά γιά νά φάει σύκα καί ἐπειδή δέν βρῆκε τίποτε νά φάει, ἀπό «κακία», τήν καταρᾶται; Ἀστεῖα καί βλάσφημα πράγματα.
Ἐντάξει, ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἐπειδή ἦταν καί ἄνθρωπος καί εἶχε καί σῶμα, πείνασε πραγματικά. Δέν ἤξερε ὅμως καί σάν Θεός, ὅτι τό συγκεκριμένο δένδρο δέν εἶχε καρπούς;
Καί ἄν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι οὔτε αὐτό τό γνώριζε, τουλάχιστον δέν γνώριζε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη (ἄνοιξη) ἡ συκιές δέν ἔχουν βγάλει ἀκόμα  καρπούς; «οὐ γάρ ἦν καιρός σύκων». (Μάρκ. ια’, 13)
Φυσικά. Ὅλα τά ἤξερε, ὡς Θεάνθρωπος ὅπου ἦταν.
Ἤθελε ὅμως νά μᾶς πεῖ καί νά μᾶς διδάξει κάτι βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο μέ αὐτήν Του τήν πράξη.
«Διότι δέν ὑπάρχει τίποτε πού λέγει ἤ πράττει ὁ Χριστός καί δέν ἔχει μεγάλη σημασία, δέν κρύβει κάποιο μυστήριο. Τίποτε ἀπολύτως δέν κάνει ἐάν δέν εἶναι πολύ χρήσιμο, ὠφέλιμο καί ἀληθινό καί ἐάν δέν ὁδήγει τόν νοῦν μας εἰς οὐράνια πράγματα», [240] μᾶς λέγει ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης.


Τά πάντα λοιπόν, μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ἔχουν τόν λόγο καί τήν σημασία τους.
Πρωΐ λοιπόν ἐπείνασε, γιά νά μᾶς δείξει ὅτι πρωϊνό καί ὄχι μεσημέρι ἤ ἑσπέρας ἤ βράδυ ἐνδιαφέρθηκε γιά τόν ἄνθρωπο.
Ἤ ἀκόμη ἤθελε νά μᾶς εἰπεῖ ὅτι ἀπό τό πρωΐ, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἡμέρας, δηλαδή ἀπό τήν ἀρχή τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἑβραϊκοῦ γένους, ἀλλά καί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου γενικώτερα, «πεινοῦσε» καί «διψοῦσε» γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ἀκόμη, ἡ λέξις «πρωΐ» σημαίνει τήν παροῦσα ζωή, διότι μετά θάνατον θά εἶναι πλέον ἀργά γιά ὅλους μας ἀφοῦ, «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις» [241] καί ἀφοῦ ὅπως ξέρουμε «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια».
Πλησίασε λοιπόν κοντά στήν συκιά, κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά δεῖ ἀπό κοντά τί ἔγινε τό δένδρο Του, τό δένδρο πού ἐφύτευσε ὁ ἴδιος, ἡ συκιά, δηλαδή οἱ Ἑβραῖοι.

Ἔβγαλε ἆρα γε καρπούς ἤ ὄχι, μετά ἀπό τόση φροντίδα πού τῆς ἐπέδειξε ὅλα αὐτά τά χρόνια, σκαλίζοντας τό χῶμα της, βάζοντας λίπασμα, ποτίζοντάς την, δηλαδή στέλνοντας τούς Προφήτας Του μέ τούς νόμους καί τίς ἐντολές Του, βοηθώντας τους σέ πολλές περιπτώσεις καί γλυτώνοντάς τους ἀπό πολλούς κινδύνους, ὅπως στήν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλῶνος, στήν δουλεία τῆς Αἰγύπτου, στήν Ἐρυθρά θάλασσα, μέ τό μάννα στήν ἔρημο, τά τείχη τῆς Ἱεριχοῦς καί μύριες ἄλλες εὐεργεσίες;

Πλησίασε λοιπόν, κοντά στό δένδρο Του, στή συκιά, στό Γένος τῶν Ἰουδαίων, πεινώντας καί διψώντας γιά καρπούς. Γιά πίστη, γιά ἔργα, γιά ἀγάπη, γιά καλοσύνη καί ἄλλες ἀρετές. Δυστυχῶς ὅμως, δέ βρῆκε οὔτε ἕνα σύκο, οὔτε ἕναν καρπό, οὔτε ἕνα καλό ἔργο στούς Ἰουδαίους, στό δένδρο Του, στό λαό Του, παρά μόνο φύλλα, δηλαδή τύπους, σκιές, τυπολατρίες, θυσίες χωρίς ἔλεος, χωρίς ἀγάπη, χωρίς περιεχόμενο. «Ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν». [242] 

Δέν βρῆκε πίστη (καρπούς) ἀλλά μόνο φύλλα, τό γράμμα τοῦ νόμου. Βρῆκε μόνον Συναγωγές, Ραββίνους, Νομοδιδασκάλους, Ἀρχιερεῖς  «Γραμματεῖς καί Φαρισαίους» πού ἡ καρδιά τους ἦταν γεμάτη ἀπό τυπολατρία, μῖσος καί ὑπερηφάνεια καί πού ὅ,τι ἔκαναν, τό ἔκαναν «γιά τό θεαθεῖναι» τῶν ἀνθρώπων.
Πού, ἀντί νά φροντίζουν νά μήν παραβαίνουν οἱ ἄνθρωποι, τίς ἐντολές καί τίς παραδόσεις τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνοι πρόσεχαν νά μήν παραβαίνουν οἱ ἄνθρωποι, τίς ἐντολές καί παραδόσεις τίς δικές τους. «Ἀφέντες γάρ τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων». [243] 

Πού, ἀντί νά τηροῦν τούς Νόμους καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καθώς καί τήν οὐσία αὐτῶν, αὐτοί κοιτοῦσαν καί τηροῦσαν τούς τύπους. Ἐάν ἐπί παραδείγματι, θά ἔπλεναν οἱ ἄνθρωποι τά χέρια τους πρίν φᾶνε, ἐάν θά τηροῦσαν τό Σάββατο, ἐάν θά τηροῦσαν κάποιες ἄλλες νομικές διατάξεις καί τά ὅμοια.
Μή βρίσκοντας λοιπόν ὁ Κύριός μας κανέναν καρπό, παρά μόνον φύλλα, καί ἀφοῦ τελικά οὔτε αὐτόν τόν ἴδιον θέλησαν νά τόν δεχθοῦν καί νά τόν πιστέψουν ὡς Μεσσία καί Σωτήρα τους, θλιμμένος, ἀπογοητευμένος, ἀλλά καί ἀγανακτισμένος γι’ αὐτήν τήν κατάσταση, ἀναγκάζεται νά ξηράνει τό συγκεκριμένο αὐτό δένδρο, τήν συκιά, τήν Ἰουδαϊκή Συναγωγή καί ὅλο τό γένος τῶν Ἑβραίων, σάν λαό, ἀφοῦ μετά ἀπό τόσων χρόνων φροντίδα καί μετά ἀπό τόση ἐπιμέλεια, στοργή καί ἀγάπη πού τούς ἔδειξε, τελικά δέν ἀπέδωσαν καρπούς.

Τί νά τό κάνει πλέον ἕνα τέτοιο δένδρο (ἕναν τέτοιο λαό) πού δέν τοῦ ἀποδίδει οὔτε ἕναν καρπό; Τοῦ εἶναι ἄχρηστο.
Ἕνα τέτοιο δένδρο δέν χρειάζεται νά τό ἔχει κανείς, νά τό φροντίζει καί νά τό περιποιεῖται, χάνοντας τό χρόνο του. Στό μόνο πού μπορεῖ νά χρησιμεύσει, εἶναι ἡ φωτιά. Νά κοπεῖ καί νά γίνει καυσόξυλα.
Αὐτό ἄλλωστε δέν θά ἔκανε καί ὁ ὁποιοσδήποτε γεωργός καί ἄνθρωπος σέ κάποιο δένδρο του, πού τό ἔχει καί τό περιποιεῖται μέ ἰδιαίτερη φροντίδα, γιά πάρα πολλά χρόνια καί πού τελικά, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νά δώσει τούς καρπούς του, αὐτό δέν βγάζει οὔτε ἕναν καρπό; Τί νά τό κάνει ἕνας γεωργός, ἕνα τέτοιο ἄχρηστο δένδρο; Δέν ξανασχολεῖται πλέον μαζί του. Τό κόβει καί τό πετάει στήν ἄκρη ἤ τό χρησιμοποιεῖ γιά τήν φωτιά.

Ἔτσι λοιπόν, τελικά ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ αὐτό τό δένδρο (ὁ Ἰουδαϊκός Λαός) ἀπεδείχθει ἄχρηστο, τό ξήρανε καί φύτευσε ἄλλο δένδρο (τήν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησία) πιό καλό, πιό ὄμορφο, πιό δυνατό, πιό ποιοτικό, πού νά μπορεῖ νά ἀποδώσει καρπούς, ὅταν θά ἔλθει ἡ ὥρα.


Γι’ αὐτό, καί στό ἴδιο κεφάλαιο, μετά τήν ἀναφορά στή συκιά, τούς ἀναφέρει ἄλλα δύο σχετικά παραδείγματα.
Στό πρῶτο, μιλάει γιά ἕναν πατέρα πού εἶχε δύο υἱούς καί πού κάποια μέρα πηγαίνει στόν μεγάλο, τόν πρωτότοκο (Ἰσραήλ) καί τοῦ λέει νά πάει στόν ἀμπελώνα του καί νά ἐργασθεῖ καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε μέν ἐντάξει, ἀλλά στή συνέχεια δέν πῆγε.
Ἀργότερα, λέει τό ἴδιο στόν δεύτερο υἱό του (τά ἔθνη) ὁ ὁποῖος στήν ἀρχή ἀρνήθηκε, ὅμως στή συνέχεια ἄλλαξε γνώμη καί πῆγε στόν ἀμπελώνα τοῦ πατέρα του.


Στό δεύτερο παράδειγμα, μᾶς μιλάει πάλι γιά ἕναν ἀμπελώνα, ὅπου ὁ κύριος αὐτοῦ (Θεός Πατέρας) τόν παρεχώρησε σέ κάποιους γεωργούς (Ἑβραϊκός λαός) γιά νά τόν καλλιεργοῦν. Καί ὅταν, μετά ἀπό χρόνια ἦλθε ὁ υἱός (Υἱός τοῦ Θεοῦ) αὐτοῦ πού εἶχε τήν ἄμπελον, ἀφοῦ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελώνα εἶχε στείλει προηγουμένως πολλούς δούλους του (Προφήτας, δικαίους κλπ.) καί ἄλλους ἀπό αὐτούς ἔδιωξαν, ἄλλους βασάνισαν καί ἄλλους σκότωσαν οἱ γεωργοί, τελικά ἐφόνευσαν καί αὐτόν, τόν υἱόν τοῦ κυρίου τους (τόν Ἰησοῦν Χριστόν), προκειμένου νά πάρουν δικό τους τόν ἀμπελώνα.

Στήν ἐρώτηση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ, «ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις;» οἱ ἴδιοι οἱ Ἰουδαῖοι δίνουν τήν ἀπάντηση: «Κακούς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καί τόν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τούς καρπούς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». [244]
Καί μέ τά δύο αὐτά παραδείγματα, ἤθελε νά τούς πεῖ ὅτι, ἐπειδή δέν τό ἀξίζουν καί ἐπειδή θά ἔφθαναν στό φοβερό σημεῖο ἀκόμη καί νά Τόν φονεύσουν, θά τούς ἐγκαταλείψει, «ἰδού ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος», [245]  θά ἄρη τήν χάρη καί τήν εὐλογία Του ἀπ’ αὐτούς καί θά πάψουν πλέον νά εἶναι ὁ «περιούσιος Λαός Του». [246] 

Θά δώσει δέ, τήν κληρονομία του σέ ἄλλους λαούς, σέ ἄλλα ἔθνη, στά εἰδωλολατρικά μέχρι τότε ἔθνη· «διά τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τούς καρπούς αὐτῆς». [247]
Τόσα τούς εἶπε, τόσα τούς ἔκανε, γιά νά τούς βοηθήσει καί συνετίσει, ἀλλά αὐτῶν ἡ καρδία εἶχε τόσο πωρωθεῖ, πού δέν ἀντελήφθησαν τίποτε. «Ἱερουσαλήμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καί οὐκ ἠθελήσατε». [248] 

Λέγει χαρακτηριστικά, ἑρμηνεύοντας τά ἀνωτέρω, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:
«Ταῦτα διά παραβολῶν αἰνιττόμενος, οὐκ ἔπειθεν. Ἐκάμμυσαν γάρ τούς ὀφθαλμούς αὐτῶν τοῦ μή βλέπειν καί τοῖς ὠσί βαρέως ἤκουσαν. Διό οὐκ ηὔγασεν αὐτούς τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὦ τῆς ἀτόπου τῶν ἀνιέρων ἱερέων πωρώσεως». [249]


Ἡ ξηρανθεῖσα Συκῆ ξαναβγάζει φύλλα τό 1948

Ἀφοῦ λοιπόν εἴδαμε, ὅτι ἡ καταρασθεῖσα καί ξηρανθεῖσα συκῆ συμβολίζει τήν Συναγωγή τῶν Ἰουδαίων καί ὅλο τό γένος τῶν Ἑβραίων, τούς ὁποίους ὁ Κύριος μας «καταράστηκε», ἄς ἔλθουμε τώρα στήν ἀρχική παραβολή μας.
«Ἀπό τήν συκιά δέ μάθετε τήν παρομοίωσιν· ὅταν πλέον ὁ κλάδος της γίνῃ μαλακός καί ἀρχίζει νά βγάζει τά φύλλα, γνωρίζετε, καταλαβαίνετε ὅλοι, ὅτι πλησιάζει τό καλοκαίρι. Ἔτσι λοιπόν καί σεῖς, ὅταν θά δεῖτε ὅλα αὐτά, νά ξέρετε ὅτι εἶναι κοντά τό τέλος, ἡ Δευτέρα Παρουσία μου. Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι δέν θά περάσῃ ἡ γενεά αὐτή, ἕως ὅτου γίνουν ὅλα ὅσα σᾶς προεῖπα. Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δέν θά παρέλθουν, ἀλλά θά πραγματοποιηθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου» (ΚΔ’, 32-35).

Τί μᾶς λέει λοιπόν ἐδῶ ὁ Θεός μας;
Ὅτι ὅταν θά δοῦμε τήν συκιά - ποιά συκιά; - αὐτήν τή συκιά, πού «καταράστηκε» ὁ Κύριος καί ξεράθηκε, δηλαδή τήν Συναγωγή τῶν Ἰουδαίων καί ὅλο τό γένος τῶν Ἑβραίων, νά ξαναβγάζει φύλλα, φύλλα ὄχι καρπούς, δηλαδή νά ἐπιστρέφουν ξανά στήν πατρίδα τους, νά  ἱδρύουν ξανά κράτος καί νά ἀρχίζουν πάλι τήν ζωή τους σύμφωνα μέ τόν Μωσαϊκό Νόμο, μέ τούς Ραββίνους τους,  τίς συναγωγές τους, τίς προσευχές καί θυσίες τους κ.λπ., τότε νά ξέρουμε ὅτι, ὁ ἐρχομός Του εἶναι πολύ κοντά, πάρα πολύ κοντά, «ἐγγύς ἐπί θύραις».
Ὅσο κοντά εἶναι κάποιος πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν πόρτα μας καί ὅσο κοντά εἶναι ἡ ἄνοιξη ἀπό τό καλοκαίρι.

Μάλιστα δέ, γιά νά μήν παρανοήσουμε ἤ κάποιοι ἐσκεμμένα διαστρέψουν τό νόημα τῶν λόγων Του, μᾶς δίνει καί ἕνα ἀκόμη ἐπιπλέον σημεῖο.
Ποιό εἶναι αὐτό; Τό ὅτι ἡ γενεά πού θά δεῖ τήν συκιά νά ξαναβγάζει φύλλα, δέν θά φύγει ἀπ’ αὐτή τήν ζωή, προτοῦ δεῖ νά γίνεται ἡ Δευτέρα Παρουσία. «ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθῃ ἡ γενεά αὕτη ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται». (ΚΔ’, 34)
Δηλαδή, ἡ γενεά ἐκείνη πού θά δεῖ τούς Ἰουδαίους νά ἐπιστρέφουν στά ἐδάφη τους, ὕστερα ἀπό 2.000 χρόνια ἐγκατάλειψης ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὄντες διεσκορπισμένοι εἰς ὅλη τή γῆ, χωρίς πατρίδα, χωρίς Ναό, χωρίς θυσίες, αὐτή ἡ γενεά λοιπόν, θά ζήσει καί τήν Δευτέρα Παρουσία!

Πότε ἆρα γε ἡ «συκιά», ξαναέβγαλε φύλλα;
Πότε δηλαδή ὁ Ἑβραϊκός λαός δημιούργησε κράτος, τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ μετά ἀπό 2.000 χρόνια περίπου;
Ὅπως εἶναι γνωστό ἀπό τήν Ἱστορία, αὐτό συνέβη τό ἔτος 1948.

Καί ὅπως μιά συκιά δέν βγάζει κατ’ εὐθείαν τά φύλλα της μεγάλα καί ἕτοιμα, ἀλλά ξεκινάει νά βγάζει πρῶτα μιά μικρή μυτούλα πού σιγά-σιγά ἀνοίγει καί δίνει μικρά καί τρυφερά φυλλαράκια, τά ὁποῖα ὅσο περνάει ὁ καιρός μεγαλώνουν καί γίνονται κανονικά καί σκληρά φύλλα, μέχρι νά ἔλθει ἡ ὥρα νά βγάλει καί τούς «καρπούς», (*)  ἔτσι καί οἱ Ἑβραῖοι. 
Ἔφτιαξαν μέν τό κράτος τους τό 1948, ἀλλά αὐτό ἦταν ἡ ἀρχή.
Σιγά σιγά, κέρδισαν τά παλαιά τους ἐδάφη καί τίς πόλεις, μέ πολλούς ἀγῶνες καί πολέμους. Ὅπως μέ τόν πόλεμο τῶν ἕξι ἡμερῶν τό 1967, πού κατέλαβαν καί πῆραν ὅ,τι πιό σπουδαῖο καί σημαντικό γι’ αὐτούς· τά Ἱεροσόλυμα. Πού εἶναι τά πάντα γι’ αὐτούς. Πού εἶναι ἡ ἁγία Σιών, ἡ ἱερή τους πόλη, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν τόν μοναδικό Ναό καί θυσιαστήριό τους, τόν Ναό τοῦ Σολομώντα καί πού χωρίς αὐτόν, δέν ἔχουν τίποτα.
Σιγά-σιγά κτίζουν τίς πόλεις τους, τήν μία μετά τήν ἄλλη, σέ ὅλο τό
Ἰσραήλ.
Σιγά-σιγά ἐπιστρέφουν ἀπό ὅλο τόν κόσμο χιλιάδες Ἰσραηλίτες καί ἐποικίζουν ὅλες τίς περιοχές καί τίς πόλεις τους.
Σιγά-σιγά προετοιμάζουν τά ἱερά σκεύη καί τελετουργικά τοῦ Ναοῦ τους, γιά νά εἶναι ὅλα ἕτοιμα μόλις κτιστεῖ ὁ Ναός τους.
Σιγά-σιγά ἑτοιμάζουν τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς τους καί βέβαια γιά νά τά κάνουν ὅλα αὐτά (κοντά στόν νοῦ καί ἡ γνώση) θά εἶναι σχεδόν ἕτοιμοι γιά νά κτίσουν τόν Ναόν τους καί νά ὑποδεχθοῦν τόν μεσσία τους, τόν Ἀντίχριστον γιά ἐμᾶς.
Τό 1948 λοιπόν ἄρχισε ἡ «συκιά», δηλαδή ὁ Ἑβραϊκός λαός, νά ξαναβγάζει φύλλα.

Ἄρα, ἡ γενεά πού θά δεῖ ἤ μᾶλλον πού εἶδε πλέον τό 1948 τούς Ἑβραίους νά ἐπιστρέφουν, μετά ἀπό 2.000 χρόνια στήν πατρίδα τους, καί νά κάνουν ὅλα αὐτά πού εἴπαμε, δέν θά φύγει ἀπ’ αὐτή τή ζωή μέχρι πού θά δεῖ τόν Κύριόν μας νά ἔρχεται ξανά, στήν Δεύτερη καί ἔνδοξη Παρουσία Του!


Ἡ χρονική διάρκεια μιᾶς "γενεᾶς"

Πόσα χρόνια ὅμως ζεῖ μιά γενεά;
Σύμφωνα μέ τά ἰσχύοντα δεδομένα, περίπου 70 χρόνια.
Προσθέστε τώρα τά 70 χρόνια στό 1948  καί ἔχουμε καί πάλι μπροστά μας τό ἔτος 2018. (1948+70=2018)
Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ τήν σίγουρη ἔνσταση πολλῶν γιά τήν ἑρμηνεία τῆς λέξεως «γενεά», γιατί ἐδῶ δηλαδή ἡ «γενεά» νά σημαίνει 70 ἔτη καί ὄχι 80, 100, 1000 ἔτη ἤ ὅλη τήν παρούσα ζωή ἤ κάτι ἄλλο, ἔχουμε νά ἀπαντήσουμε τά ἑξῆς:


Πρῶτον, ἀποκλείεται ὅ,τι δήποτε πάνω ἀπό 100 ἔτη, διότι τότε δέν θά ἦταν «σημεῖο» γιά τούς ζῶντες καί βλέποντες ὅλα αὐτά, ἀφοῦ ὅλοι αὐτοί, πού θά ἔβλεπαν τήν συκιά νά ξαναβγάζει φύλλα, ἐν τῷ μεταξύ θά εἶχαν πεθάνει δεκάδες, ἑκατοντάδες ἤ χιλιάδες χρόνια πρίν, ἀνάλογα μέ τό πῶς κάποιος θά ὁριοθετοῦσε τήν μία «γενεά».
Ἄρα κάτι τέτοιο, δέν θά μποροῦσε νά εἶναι «σημεῖο» γιά ὅλους αὐτούς, ἀφοῦ θά εἶχαν πεθάνει...
Οὔτε βέβαια θά μποροῦσε νά ἐννοεῖ ὁλόκληρη τήν παρούσα ζωή τοῦ κόσμου καί τήν “γενεά” ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γιατί αὐτό ἀφ’ ἑνός μέν δέν εἶναι προφητεία καί ἀφ’ ἑτέρου δέ, δέν θά ταίριαζε στόν Κύριό μας.
Μάλιστα ἐάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αὐτό θά εἶχε σάν ἀποτέλεσμα κάποιοι νά ὁδηγηθοῦν στό βλάσφημο συμπέρασμα ὅτι ὁ Θεός δέν ἐπαληθεύτηκε, ἤ ὅτι δέν μπορεῖ νά γνωρίζει ἐπακριβῶς πότε θά συμβεῖ κάτι, ἤ ὅτι μέ τόν τρόπον αὐτόν ὁ Θεός ὄχι μόνον δέν βοηθάει τούς δικούς Του ἀνθρώπους, ἀλλά τούς ξεγελάει καί τούς μπερδεύει περισσότερο.

Δεύτερον.
Ὡς γνωστόν τά λόγια τοῦ Κυρίου μας, στό ΚΔ΄ κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου καί στό ΚΑ’ τοῦ Λουκᾶ, εἶναι ἀπάντηση στή διπλή ἐρώτηση τῶν Μαθητῶν Του, γιά τό πότε θά καταστραφεῖ ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος καί γιά τό πότε θά γίνει ἡ Δευτέρα Ἔλευσή Του (Ματθ. κδ’, 3).
Ἀναφέρονται λοιπόν σ’ αὐτά τά δύο γεγονότα:
α) Τήν Καταστροφή τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καί
β) τό Τέλος τοῦ Κόσμου.
Ὁ Κύριός μας, πότε ἀναφέρεται στήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ, πότε στό Τέλος τοῦ κόσμου καί πότε καί στά δύο αὐτά γεγονότα, ταυτόχρονα.
Τό συγκεκριμένον λοιπόν χωρίον, ἀναφέρεται ταυτόχρονα καί ὡς προφητεία στούς Ἑβραίους γιά τήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ τους.

Ἐκεῖ λοιπόν βλέπουμε νά ἀναφέρεται σαφῶς ὅτι, ἡ Ἱερουσαλήμ θά πολιορκηθεῖ καί θά κυριευθεῖ ἀπό τούς Ρωμαίους, ὅτι ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος θά καταστραφεῖ ὁλοσχερῶς καί δέν θά μείνει πέτρα ἐπάνω στήν πέτρα, καί ὅτι ὁ Ἑβραϊκός λαός ἀφοῦ περάσει τά πάνδεινα, στήν συνέχεια θά αἰχμαλωτιστεῖ καί θά διασκορπιστεῖ σέ ὅλα τά κράτη τῆς γῆς.
Αὐτά δέ ὅλα ὁ Κύριός μας, τούς εἶχε πεῖ προφητικῶς ὅτι θά συνέβαιναν, προτοῦ περάσει ἡ γενεά ἐκείνη πού ζοῦσε τότε. 
Καί πράγματι, ὅ,τι εἶπε ὁ Κύριος καί Θεός μας πραγματοποιήθηκε μέ τήν πιό παραμικρή λεπτομέρεια, τό ἔτος 70 μ.Χ. ἐπί Τίτου, τοῦ Ρωμαίου Στρατηγοῦ.
Ἀφοῦ λοιπόν ἐκεῖ ὁ Θεός μέ τήν λέξη «γενεά» ἐννοοῦσε τήν τότε παρούσα γενεά, γιατί ἐδῶ νά ἐννοεῖ κάτι ἄλλο, ἀφοῦ μάλιστα ἀναφέρεται σέ γεγονότα πού σχετίζονται καί ἀποδέκτες ἔχουν τόν τότε λαόν τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τούς Ἑβραίους καί τόν νῦν λαόν τοῦ Θεοῦ, τούς Χριστιανούς;


Προσέξτε δέ καί κάτι ἄλλο, πού σίγουρα σέ καμμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά εἶναι τυχαῖο!
Ἀπό τότε πού ἐπέστρεψαν ἀπό τήν Βαβυλώνειο αἰχμαλωσία καί ἔφτιαξαν ξανά τά τείχη τῆς Ἱεροσαλήμ καί τόν Ναό τους, μέχρι τότε πού γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πέρασαν 70 ἑβδομάδες ἐτῶν. (Δανιήλ θ΄, 24)
Ἀπό τότε δέ πού γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέχρι τότε πού καταστράφηκαν τά Ἱεροσόλυμα καί ὁ Ναός τους, πέρασαν καί πάλιν ἀκριβῶς 70 χρόνια.
Καί ἀπ’ ὅτι φαίνεται, ἀπό τότε πού θά δημιουργηθεῖ («γεννηθεῖ»)  ξανά τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ, τό 1948, μέχρι τότε πού θά πάψει νά ὑφίσταται, τό 2018 καί θά «καταστραφεῖ» μιά γιά πάντα, θά περάσουν καί πάλι ἀκριβῶς 70 χρόνια. (1948+70=2018)
Μάλιστα, σχεδόν στήν μέση τῶν πρώτων 70 ἐτῶν, τό 33 μ.Χ. "φεύγει" ὁ Κύριός μας, ἐνῶ σχεδόν στήν μέση τῶν τελευταίων 70 ἐτῶν, γεννιέται, ἔρχεται ὁ Ἀντίχριστος.
Μέ ἄλλα λόγια, τά τελευταῖα 70 ἔτη ἀφοροῦν τήν περίοδο πού οἱ Ἑβραῖοι ξαναῒδρυσαν τό κράτος τους καί ξεκινᾶ ἡ μέτρησή τους ἀπό τό 1948.
Στό μέσον λοιπόν αὐτῶν τῶν 70 ἐτῶν ἔχουμε τήν γέννηση τοῦ Ἀντιχρίστου.  1948+35=1983 γέννηση Ἀντιχρίστου.
Καί στό ὑπόλοιπο μισό ἔχουμε καί τήν Δευτέρα Παρουσία. 1983+35=2018 Δευτέρα Παρουσία.
Καί ἀκόμη, ἐάν προσθέσουμε τά χρόνια πού ἔζησε ὁ Χριστός καί τά  χρόνια πού θά ζήσει ὁ Ἀντίχριστος, θά δοῦμε ὅτι καί πάλι συμπληρώνονται 70 χρόνια. (33,5+36,5=70) 


Τρίτον:
Στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ (γ΄, 23-38) ἀναφέρεται ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν μετρήσουμε τίς γενεές ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τόν Χριστόν θά δοῦμε ὅτι εἶναι 77 γενεές.
«Ἀρίθμησε λοιπόν ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ τάς γενεάς καί, σύμφωνα μέ τήν γενεαλογίαν τοῦ Λουκᾶ, θά εὕρῃς ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη κατά τήν ἑβδομηκοστήν ἑβδόμην διαδοχήν». [250]
Ὁ Κύριός μας, ὡς γνωστόν γεννήθηκε τό ἔτος 5508 ἀπό Ἀδάμ.
Ἐάν διαιρέσουμε λοιπόν τό 5508 μέ τό 77, θά βροῦμε πηλίκο 71,5 ἔτη.


Ἄρα καί ἀπό ἐδῶ ἀποδεικνύεται, ὅτι μία γενεά εἶναι γύρω στά 70 ἔτη.
Τέταρτον:
Ἀλλά καί ὁ Προφητάναξ Δαυῒδ στούς Ψαλμούς του, ὁμολογεῖ ὅτι μιά γενεά εἶναι γύρω στά 70 τό πολύ 80 χρόνια. «Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν κόπος καὶ πόνος· ὅτι ἐπῆλθε πρᾳότης ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ παιδευθησόμεθα». [251]
Τώρα ἐάν κάποιος κακοπροαίρετος θέλει νά «παίξει» μέ τά χρόνια μιᾶς γενεᾶς καί νά ἀφαιρέσει ἤ νά προσθέσει κάποια χρόνια, ἐπειδή ὁ Κύριός μας δέν ἀνέφερε συγκεκριμένα χρόνια πού θά περάσουν, ἀλλά μίλησε ἀόριστα γιά μιά «γενεά», ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι κατά μέσον ὅρο ἀπό 70 ἕως 80 χρόνια, καί πάλι δέν ἀλλάζει τίποτε ἀπό τήν οὐσία τῶν γεγονότων, ἀφοῦ τό μόνο πού θά καταφέρει, θά εἶναι νά παρατείνει ἀπό ἕνα ἕως δέκα τό πολύ χρόνια τόν ἐρχομόν τοῦ Κυρίου μας, τό ὁποῖον ὅμως δέν μπορεῖ νά ἰσχύει, ὅπως βλέπουμε ἀπό ἄλλα σημεῖα τοῦ βιβλίου μας.


Καί προσέξτε, τί μᾶς τονίζει ὁ Κύριός μας, ἀκριβῶς στό ἴδιο σημεῖο καί στίχο πού μιλάει γιά τήν συκιά.
Μήν τολμήσει, μᾶς λέει, νά διαστρέψει κανείς τά λόγια μου καί μή νομίσει κάποιος, ὅτι ὅλα αὐτά πού εἶπα δέν θά γίνουν.
Ὄχι! Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ μπορεῖ νά παρέλθουν, ἀλλά τά λόγια μου ὄχι. Θά γίνουν καί θά πραγματοποιηθοῦν ὅλα στό ἀκέραιο.
«Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι».




____________

(*) Καί βέβαια θά ἔλθει καί ἡ ὥρα πού θά ξαναβγάλει καί καρπούς, δηλαδή θά πιστέψει ξανά στόν ἀληθινό Θεόν.
Πότε; Λίγο πρίν τήν Δευτέρα Παρουσία. Τό ἔτος 2018. Ἀκριβῶς 70 χρόνια, μετά τό ἔτος 1948, ἀπό τότε δηλαδή πού δημιούργησαν τό κράτος τους. Ἀκριβῶς 70 χρόνια, ὅσα ἦταν καί τά χρόνια πού χρειάστηκαν γιά νά ἐπιστρέψουν πίσω στήν πατρίδα τους, ἀπό τήν Βαβυλώνειο αἰχμαλωσία.






ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


225. Ματθ. κδ’, 32-35
226. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 14, 46
227. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 13, 184
228. Ματθ. κα’, 18-19
229. «Ταύτην τήν συκῆν οἱ πολλοί τῶν ἑρμηνέων εἰρήκασι τῇ τῶν Ἰουδαίων συναγωγῇ» (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου P.G. 59, 587)
230. «Ἔχει δέ ἡ συκῇ αὕτη καί τύπον τῆς Ἰουδαίων Συναγωγῆς, οἵ φύλλα μόνον εἶχον, τουτέστι, νόμον σκιάν αὐτοῖς παρέχοντα, καρπόν δέ οὐδένα εἶχον... Ἐπεί τοίνυν οὐκ εἶχε καρπόν ἡ συναγωγή, κατηράθη καί ἐξηράνθη, μήτε προφήτην μήτε διδάσκαλον ἔχουσα» (Ἁγ. Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας P.G 123, 373 & 616)
231. «Εἰς τοῦτο λήψῃ καί τήν ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις περί τῆς συκῆς παραβολήν. Οὐκοῦν ὡς ἄκαρπον καί οὐκ εὐγενές ἔτι φυτόν ἐξεκόπη παρά Θεοῦ• πλήν οὐκ εἰς τήν ῥίζαν τήν ἀξίνην τεθεῖσθαί φησιν, ἀλλά πρός τήν ῥίζαν, τουτέστιν ἐγγύς τῆς ῥίζης. Ἐξεκόπησαν τό φυτόν• σέσωσται γάρ τό κατάλειμμα τοῦ Ἰσραήλ, καί οὐχ ὁλόῤῥιζος ἀπόλωλεν» (Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ΕΠΕ 25, 217 & P.G. 72, 517)
232. «Τήν συκῆν οὐχ ἁπλῶς ὁ Κύριος κατηράσατο, μή τοῦτο νομίζετε, ὦ τῶν θείων ἀκόρεστε, ἀλλ᾿ ἵνα δείξῃ τοῖς ἀγνώμοσιν Ἰουδαίοις, ὅτι ἔχει δύναμιν καί πρός τιμωρίαν ἀρκοῦσαν...» (Ἁγ. Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, P.G. 78, 213Β)
233. «Ἔρχεται τοίνυν παθεῖν ἐπειγόμενος, καί σπεύδων πιεῖν τό τοῦ θανάτου ποτήριον τό παντός τοῦ κόσμου σωτήριον. Ἔρχεται πεινῶν τήν τῶν ἀνθρώπων σωτηρίαν, καί οὐχ εὑρίσκει ἐν αὐτῇ καρπόν· ταύτην γάρ ἡ συκῆ παραβολικῶς αἰνίττεται» (Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ  P.G. 96, 580)
234. «Ὁ Θεός Λόγος πού οἰκονομεῖ τά πάντα γιά χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ παιδαγώγησε πρῶτα τή φύση μας μέ τό νόμο πού περιέχει σωματικότερη λατρεία –γιατί δέν μποροῦσε νά δεχτεῖ τήν ἀλήθεια γυμνή ἀπό τυπικά προκαλύμματα ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἀλλοτρίωσης πού τῆς προκλήθηκε πρός τά ἀρχέτυπα θεῖα πράγματα- ὕστερα, ἐρχόμενος στόν κόσμο ἀφοῦ ἔγινε φανερά ἀπό τόν ἑαυτό του ἄνθρωπος παίρνοντας σάρκα πού εἶχε νοερή καί λογική ψυχή, κι ἀφοῦ ὡς Λόγος μετέφερε τή φύση μας στήν ἄυλη, γνωστική, πνευματική λατρεία, δέν ἤθελε, ἀφοῦ πιά φάνηκε στή ζωή ἡ ἀλήθεια, νά ἐξουσιάζει ἡ σκιά, πού τύπος της ἦταν ἡ συκιά. Γι’ αὐτο λέει· ἐπιστρέφοντας ἀπό τή Βηθανία στά Ἰεροσόλυμα (Ματθ. κα’, 18· Μάρκ. ια’, 11), δηλαδή μετά τήν τυπική καί σκιώδη καί πού ἦταν κρυμμένη μέσα στό νόμο παρουσία του, ἐρχόμενος ξανά στούς ἀνθρώπους μέ τή σάρκα –γιατί ἔτσι πρέπει νά ἐκληφθεῖ τό «ἐπιστρέφοντας»- εἶδε στό δρόμο μιά συκιά πού εἶχε μόνο φύλλα (Ματθ. κα’, 18· Μάρκ. ια’, 13), πού ὑπῆρχε στή σκιά καί στούς τύπους, δηλαδή τή σωματική λατρεία τοῦ νόμου κατά τήν ἄστατη καί παροδική -ἐπειδή ἦταν δίπλα στό δρόμο- παράδοση, τή λατρεία τῶν τύπων μόνο καί τῶνθεσμῶν πού περνοῦν. Ὅταν ὁ Λόγος τήν εἶδε σάν συκιά ὡραία καί μεγαλοπρεπῆ καί στολισμένη, ὡσάν μέ φύλλα, μέ τά ἐξωτερικά περιβλήματα τῶν σωματικῶν παραγγελμάτων τοῦ νόμου καί μή βρίσκοντας καρπό, δηλαδή δικαιοσύνη, τήν καταράστηκε ἐπειδή δέν ἔδινε τροφή στό Λόγο, ἤ καλύτερα πρόσταξε νά μή καλύπτει πιά δυναστεύοντας τήν ἀλήθεια μέ τούς νομικούς τύπους, πράγμα πού ἀποδείχτηκε στή συνέχεια μέ τά ἔργα, ἀφοῦ καταξεράθηκε ἐντελῶς ἡ νομική ὡραιότητα πού εἶχε τήν ὕπαρξή της στά σχήματα μόνο καί ἔσβησε ἡ ἔπαρση τῶν Ἰουδαίων γι’ αὐτή. Γιατί δέν ἦταν εὔλογο ἀλλά οὔτε κι ἐπίκαιρο, ἀφοῦ πιά εἶχε φανεῖ λαμπρή ἡ ἀλήθεια τῶν καρπῶν τῆς δικαιοσύνης νά παρασύρεται καί νά ξεγελιέται ἀπό τά φύλλα ἡ ὄρεξη ὅσων παράτρεχαν σάν δρόμο τήν παροῦσα ζωή καί νά ἀφήνουν τούς πλούσιους φαγώσιμους καρπούς τοῦ Λόγου. Γι’ αὐτό λέει «δέν ἦταν ὁ καιρός τῶν σύκων» (Μάρκ. ια’, 13)· ὁ χρόνος δηλαδή κατά τόν ὁποῖο κυριαρχοῦσε στήν ἀνθρώπινη φύση ὁ νόμος, δέν ἦταν καιρός καρπῶν τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά εἰκόνιζε τούς καρπούς τῆς δικαιοσύνης καί μυοῦσε κατά κάποιο τρόπο τή μέλλουσα θεία κι ἀπόρρητη καί σωτήρια ὅλων χάρη, στή ὁποία δέν εἶχε φτάσει ἀπό τήν ἀπιστία του ὁ παλαιός λαός καί γι’ αὐτό χάθηκε. Γιατί ὁ Ἰσραήλ, λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος, «μέ τό νά ἐπιδιώκει τό νόμο τῆς δικαιοσύνης», δηλαδή τό νόμο τῆς σκιᾶς και τῶν τύπων, «δέν ἔφτασε στό νόμο τῆς δικαιοσύνης» (Ρωμ. θ’, 31), δηλαδή τό νόμο πού ὁλοκληρώνεται μέ τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. 
Ἤ πάλι, κατά ἄλλη ἑρμηνεία· ἐπειδή τό πλῆθος τῶν ἱερέων καί γραμματέων καί νομικῶν καί Φαρισαίων, ἄρρωστοι ἀπό τήν κενή δόξα μέ τήν ἐπίδειξη τῆς πλαστῆς εὐλάβειας τῶν ἠθῶν, φαινόμενοι ὅτι ἀσκοῦσαν δικαιοσύνη, ἔτρεφαν τήν ἔπαρση τῆς οἴησης, ὁ Λόγος λέει ὅτι ἡ οἴηση αὐτῶν πού ἀναφέρθηκαν εἶναι συκιά ἄκαρπη πλούσια μόνο σέ φύλλα, τήν ὁποία, αὐτός πού ἐπιθυμεῖ τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί πεινᾶ τή θέωσή τους, τήν καταριέται ὡς ἄκαρπη καί τήν ξεραίνει, ὥστε, προκρίνοντας ἀπό τό νά φαίνονται, τό νά εἶναι δίκαιοι, ἀφοῦ ξεντυθοῦν τό χιτώνα τῆς ἠθικῆς ὑπόκρισης καί φορέσουν τό γνήσιο χιτώνα τῆς ἀρετῆς, ὅπως θέλει ὁ θεῖος Λόγος, νά περάσουν μ’ εὐσέβεια τή ζωή τους παρουσιάζοντας στό Θεό τῆς ψυχῆς μᾶλλον τή διάθεση, παρά τήν πλαστότητα τῶν ἠθῶν στούς ἀνθρώπους. (Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ Φιλοκαλία 14 Β σελ. 117)
235. «Καί τῶν ἀνθέων ὀφθέντων ἐν τῇ γῇ τῶν ἐν τῷ Χριστιανισμῷ ἁγίων ἀνδρῶν, καιρός τῆς τομῆς ἔφθακε τῆς ἀποβολῆς τῶν Ἰουδαίων· καί ἡ συκῆ ἥν κόψαι διά τό μή φέρειν καρπόν ὁ οἰκοδεσπότης ἐκέλευσεν, τούς τῆς μετανοίας ἐξήνθησεν ὀλύνθους, μετά τήν ἐπιδημίαν Χριστοῦ...» Προκοπίου τοῦ Γαζαίου P.G. 87Β, 1065)
236. Τριώδιον Μ. Δευτέρα, καί Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Τόμος ΙΓ’, σελ. 471-473
237. «Ἔδειξέ μοι Κύριος δύο καλάθους σύκων κειμένους κατὰ πρόσωπον ναοῦ Κυρίου μετὰ τὸ ἀποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος τὸν ᾿Ιεχονίαν υἱὸν ᾿Ιωακεὶμ βασιλέα ᾿Ιούδα καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς τεχνίτας καὶ τοὺς δεσμώτας καὶ τοὺς πλουσίους ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς Βαβυλῶνα· 2 ὁ κάλαθος ὁ εἷς σύκων χρηστῶν σφόδρα, ὡς τὰ σύκα τὰ πρώϊμα, καὶ ὁ κάλαθος ὁ ἕτερος σύκων πονηρῶν σφόδρα, ἃ οὐ βρωθήσεται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν. 3 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· τί σὺ ὁρᾷς, ῾Ιερεμία; καὶ εἶπα· σύκα· τὰ χρηστὰ χρηστὰ λίαν, καὶ τὰ πονηρὰ πονηρὰ λίαν, ἃ οὐ βρωθήσεται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν. 4 καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 5 τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ὡς τὰ σύκα τὰ χρηστὰ ταῦτα, οὕτως ἐπιγνώσομαι τοὺς ἀποικισθέντας ᾿Ιούδα, οὓς ἐξαπέσταλκα ἐκ τοῦ τόπου τούτου εἰς γῆν Χαλδαίων εἰς ἀγαθά. καὶ στηριῶ τοὺς ὀφθαλμούς μου ἐπ’ αὐτοὺς εἰς ἀγαθὰ καὶ ἀποκαταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἀγαθὰ καὶ ἀνοικοδομήσω αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ καθελῶ καὶ καταφυτεύσω αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ ἐκτίλω. 7 καὶ δώσω αὐτοῖς καρδίαν τοῦ εἰδέναι αὐτοὺς ἐμέ, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος, καὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, ὅτι ἐπιστραφήσονται ἐπ’ ἐμὲ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας αὐτῶν. 8 καὶ ὡς τὰ σύκα τὰ πονηρά, ἃ οὐ βρωθήσονται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν, τάδε λέγει Κύριος, οὕτως παραδώσω τὸν Σεδεκίαν βασιλέα ᾿Ιούδα καὶ τοὺς μεγιστᾶνας αὐτοῦ καὶ τὸ κατάλοιπον ῾Ιερουσαλὴμ τοὺς ὑπολελειμμένους ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν Αἰγύπτῳ. 9 καὶ δώσω αὐτοὺς εἰς διασκορπισμὸν εἰς πάσας τὰς βασιλείας τῆς γῆς, καὶ ἔσονται εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς παραβολὴν καὶ εἰς μῖσος καὶ εἰς κατάραν ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἔξωσα αὐτοὺς ἐκεῖ. 10 καὶ ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς τὸν λιμὸν καὶ τὸν θάνατον καὶ τὴν μάχαιραν, ἕως ἂν ἐκλείπωσιν ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα αὐτοῖς». (Ἱερεμίας ΚΔ’)
238. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 59, 587
239. Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ  P.G. 96, 580
240. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ρ.G. 59, 587
241. Ἑβρ. θ’, 27
242. Ματθ. θ’, 13
243. Μάρκ. ζ’, 8
244. Ματθ. κα’, 40-41
245. Ματθ. κγ’, 38
246. Δευτ. ιδ’, 2
247. Ματθ. κα’, 43
248. Ματθ. κγ’, 37
249. Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, P.G. 96, 584
250. Μ. Βασιλείου ΕΠΕ 3, 289
251. Ψαλμ. πθ’, 10

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...