Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2020

Φανέρωση τῆς ἀπείρου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ

 Γεώργιος Καψάνης (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)

 



Τὰ Χριστούγεννα, ποὺ µὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἑορτάζουµε καὶ φέτος, µᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐµβαθύνουµε στὸ Μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ καὶ ἀνεκτίµητα εἶναι τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ σέ µᾶς. Τὸ µεγαλύτερο ὅµως δῶρο Του εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία θὰ εἴµεθα ἀκόµη ἀπελπισµένοι αἰχµάλωτοι τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου.

Λέγει ὁ ἁγίος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς: «Τί βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ θείας φιλανθρωπίας! Ἔτσι γνωρίζει ὁ Θεὸς µὲ τὴν σοφία, τὴ δύναµη καὶ τὴν φιλανθρωπία Του τὰ ὀλισθήµατα ἀπὸ τὴν ἑκούσια παρεκτροπή µας νὰ τὰ κατασκευάζει ἀσυγκρίτως πρὸς τὸ καλύτερο. Διότι ἂν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν κατέβαινε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἐµεῖς δὲν θὰ εἴχαµε καµία ἐλπίδα νὰ ἀνέβουµε στὸν οὐρανό. Ἂν Αὐτὸς δὲν ἐσαρκώνετο, δὲν ἔπασχε κατὰ σάρκα, δὲν ἀνίστατο καὶ ἀνελαµβάνετο γιὰ χάρι µας, δὲν θὰ ἐγνωρίζαµε τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐµᾶς» ( Ὁµιλ. ιστ΄).
Τονίζει δὲ πάλιν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη «ἵνα δείξῃ τὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡµᾶς ἀγάπην».

Ἐµβαθύνοντας ὁ ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ σοφὸς καὶ ἀπλανὴς αὐτὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας µας, στὶς εὐεργεσίες ποὺ προέκυψαν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικό Του ἔργο, τονίζει ὅτι µὲ αὐτὴν ὁ σακρωθεὶς Κύριος πρῶτον µᾶς ἀνεβάζει ἀπὸ τὸ βαθύτατο χάος, στὸ ὁποῖο εἴχαµε πέσει, καὶ δεύτερον µᾶς ἀνυψώνει σὲ θεϊκὴ δόξα. Μᾶς ἐλευθερώνει δηλαδὴ ἀπὸ µία ἀδυσώπητη φυλακὴ καὶ µᾶς χαρίζει τὴν θεώση..[…]

Πρέπει νὰ ὁµολογήσουµε ὅτι ἀκόµη καὶ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡµέρες δὲν ἐρχόµεθα σὲ συναίσθηση τῆς ἀπείρου πρὸς ἐµᾶς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὴν ζοῦµε σὰν τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ κόσµου καὶ στὴν δική µας ζωή. Δὲν ἀνταποδίδουµε στὸν ἀγαπήσαντα ἡµᾶς Κύριο τὴν δική µας ἀγάπη.

Εἶναι ἴσως ἡ µεγαλύτερη ἀποτυχία τῆς ζωῆς µας ὅτι δὲν νοιώθουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ µᾶς καὶ δὲν Τοῦ ἀνταποδίδουµε τὴν δική µας ἀγάπη. Ἔτσι καὶ ἡ χριστιανική µας ζωὴ φυτοζωεῖ, δὲν εἶναι µέθεξις Θεοῦ οὔτε ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ µας εἶναι µὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Ὅταν ζοῦµε τὸ µυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, µποροῦµε κατὰ βάθος νὰ χαιρώµεθα καὶ στὶς πιὸ ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς µας καὶ νὰ ἀντιµετωπίσουµε τὸν ἴδιο τὸν θάνατο µὲ ἐλπίδα.

Οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων ἔνοιωσαν στὸ βάθος τῆς ὑπάρξεώς τους πόσο τοὺς ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς καὶ ἀγάπησαν τὸν Θεὸ ὁλοκληρωτικά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπέµειναν καρτερικὰ κάθε εἴδους πόνο, στέρηση, βάσανο, ἄσκηση καὶ δοκιµασία γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τοὺς Ἐφεσίους εἶναι προσευχὴ ὅλων τῶν Ἁγίων, ὥστε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ γνωρίσουν ἐν Χάριτι τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποὺ ὑπερβάλλει κάθε ἀνθρώπινη γνώση: «Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο γονατίζω προσευχόµενος πρὸς τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ… νὰ σᾶς δώσει κατὰ τὸν πλοῦτο τῆς δόξης Του, νὰ ἐνισχυθεῖτε µὲ δύναµη διὰ τοῦ Πνεύµατός Του στὸν ἐσωτερικό σας ἄνθρωπο, νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς διὰ τῆς πίστεως στὶς καρδιές σας, νὰ εἶσθε ριζωµένοι καὶ θεµελιωµένοι στὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ µπορέσετε νὰ καταλάβετε µαζὶ µὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους ποιὸ εἶναι τὸ πλάτος καὶ µῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος, καὶ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τὴν γνώση, γιὰ νὰ καταστεῖτε πλήρεις µὲ ὅλη τὴν πληρότητα τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἐφ. γ΄ 14-19).

Μακάρι νὰ ἀξιωθοῦµε καὶ ἐµεῖς µὲ τὴν Χάρι τοῦ Σαρκωθέντος Κυρίου µας καὶ µὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἁγίων ἑορτῶν τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του νὰ γνωρίσουµε, νοιώσουµε καὶ βιώσουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὅλος ὁ Θεὸς νὰ κατοικήσει µέσα µας.

Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθε ὡς ἄνθρωπος;

 




Στὴν ἐρώτηση «Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ἐμφανιστεῖ στὴ γῆ μὲ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ὄχι μὲ ἄλλη μορφή;» ὁ σοφὸς ἅγιος Ἀθανάσιος ἔδωσε τὴν ἀκόλουθη ἀπάντηση:

«Ἂν ρωτοῦν γιατί δὲν ἐμφανίστηκε μὲ κάποια ἄλλη, καλύτερη, μορφὴ δημιουργίας, λ,χ. ὡς ἥλιος ἢ φεγγάρι ἢ ἄστρο ἢ φωτιὰ ἢ ἄνεμος – ἀλλὰ ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος, ἂς μάθουν ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ διδάξει τοὺς πάσχοντες. Ἂν ἐρχόταν στὸν κόσμο ἀποκαλύπτοντας τὸν ἑαυτό Του γιὰ νὰ καταπλήξει ὅσους τὸν ἔβλεπαν, τοῦτο θὰ σήμαινε ὅτι ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ προβληθεῖ. Ἦταν ὅμως ἀπαραίτητο γιὰ τὸν Θεραπευτὴ καὶ Διδάσκαλο ὄχι μόνον νὰ ἔλθει στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσει πρὸς ὄφελος ὅλων τῶν πασχόντων καὶ ν’ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτὸ Του κατὰ τρόπο, ποὺ ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ νὰ ἦταν ὑποφερτὴ ἀπὸ τοὺς πάσχοντες.

Οὔτε ἕνα πλάσμα τῆς κτιστῆς δημιουργίας δὲν ἐξέπεσε στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο – οὔτε ὁ ἥλιος, οὔτε τὸ φεγγάρι, οὔτε τὰ ἄστρα, οὔτε τὸ νερό, οὔτε ὁ ἄνεμος πρόδωσαν τὸ Δημιουργό τους. Ἀπεναντίας ὅλα τὰ πλάσματά Του, γνωρίζοντας τὸ Δημιουργὸ καὶ Βασιλέα τους, τὸ Θεὸ Λόγο, παρέμειναν ὅπως Ἐκεῖνος τὰ εἶχε δημιουργήσει. Μόνον τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα ξεχώρισαν ἑαυτοὺς ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ ἀντικατέστησαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος· καὶ τὴν τιμὴ καὶ δόξα ποὺ ἀνήκουν στὸ Θεό, καθὼς καὶ τὴ γνώση περὶ Αὐτοῦ, τὴ μετέθεσαν σὲ δαίμονες καὶ σὲ ὁμοιώματα ἀνθρώπων καμωμένα ἀπὸ πέτρα, δηλαδὴ σὲ εἴδωλα. Συνεπῶς, τί τὸ ἀπίστευτο ὑπάρχει στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἐμφανίστηκε ὡς ἄνθρωπος στὸν κόσμο, γιὰ νὰ σώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων;». Πράγματι καὶ ἐμεῖς τώρα ρωτᾶμε τοὺς ἀπίστους τοῦ καιροῦ μας: «Μὲ ποιὰ μορφὴ θὰ θέλατε νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ Θεός, ἂν ὄχι ὡς ἄνθρωπος;».
 

Xριστούγεννα

 


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἐπιθυμῶ τώρα ν’ ἀπευθυνθῶ σ’ ἐκείνους ἀπὸ ἐσᾶς ποὺ δὲν μιλοῦν Ρωσσικὰ, καὶ πέρα ἀπὸ τούτη τὴν Ἐκκλησία, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μποροῦν νά ἀκούσουν τὴν λειτουργία μας καὶ νὰ προσευχηθοῦν μὲ μᾶς καὶ νὰ γίνουν ἕνα μὲ μᾶς.

Σὲ μιὰ νύχτα σὰν αὐτὴ, μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα, σὲ μιὰ φάτνη γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς φέρει μιὰ νέα διάσταση ζωῆς, νὰ μᾶς κηρύξει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό Του καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὄχι μόνο νὰ τὴν κηρύξει, ἀλλὰ νὰ γίνει δυνατὸ σὲ μᾶς νὰ μετέχουμε σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς ἔφερε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας καὶ κήρυξε τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅρους σπουδαίους, πέρα ἀπὸ κάθε φαντασία ποὺ εἶχε διαμορφώσει ὁ ἄνθρωπος στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων, πέρα ἀπὸ κάθε του ὄνειρο. Ὁ ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, καθὼς ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο τῆς Λυών, κλήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν τελειοποίηση καὶ ὁλοκλήρωσή του νὰ γίνει ἡ δόξα, ἡ λάμψη καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Καλούμαστε νὰ κηρύξουμε τὰ καλὰ νέα· ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ὅτι εἴμαστε γιοὶ καὶ κόρες τοῦ αἰώνιου Πατέρα μας. Πρέπει νὰ κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἀκεραιότητά του μὲ τρὸπο ἀνόθευτο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ μᾶς μιλᾶ, ὁ Θεὸς κηρύττει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἐπιδέχεται καμία διόρθωση.

Οἱ μάγοι ποὺ ἦλθαν στὴν φάτνη ἦλθαν κουβαλώντας ὅλη τὴ σοφία τῆς γῆς, ὅλη τὴν μέχρι τότε γνώση, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν στὸ Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, τὸν σαρκωμένο Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν λατρέψουν σὰν βασιλιὰ καὶ Θεὸ τους ἐπειδὴ εἶχαν προετοιμαστεῖ νὰ ἐπιτρέψουν στὴ θεϊκὴ σοφία νὰ κυριαρχήσει στὴ σοφία ὅλης τῆς γῆς. Ὄχι μάταια ὁ Ἅγιος Παῦλος εἶπε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σοφία συγκρινόμενη μὲ τὴν Θεϊκὴ, δὲν εἶναι παρὰ μωρία, κάτι φτωχὸ, ἄν συγκριθεῖ μὲ τὸ μεγαλεῖο τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε τὴ θέληση νὰ ἀνοιχτοῦμε στὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κρίνουμε τὰ πάντα στὴ γῆ ἀπὸ τὴ πλευρὰ τοῦ ζῶντος Θεοῦ· οἱ σκέψεις, τὰ συναισθήματα, οἱ τρόποι μας ὑπόκεινται στὴν Θεία κρίση. «Διότι οἱ δικὲς μου βουλὲς καὶ ἀποφάσεις, λέγει ὁ Κύριος, δὲν εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικὰς σας βουλές· οὔτε οἱ ἰδικοὶ μου τρόποι ἐνεργείας καὶ οἱ ὁδοί, τὰς ὁποίας σᾶς ὑποδεικνύω, εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικὰς σας ὁδοὺς».

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο ἡ σοφία, εἶναι καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ μποροῦν, μὲ ἄπειρη τόλμη, νὰ βλέπουν τὸν Θεό, νὰ Τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν. Οἱ ποιμένες ἦλθαν ἐπειδὴ οἱ καρδιὲς τους ἦταν ἀνοιχτὲς, ἐπειδὴ ἦταν ἕτοιμοι νὰ καταλάβουν ὅτι ὑπάρχουν πράγματα πιὸ σπουδαῖα ἀπ’ ὅ,τι μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν, ἀπ’ ὅ,τι μποροῦσαν νὰ ὀνειρευτοῦν. Καὶ τὰ ὄνειρα τῶν ἀνθρώπων βγῆκαν ἀληθινά: ὁ θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πρωτοπόροι στὴ Βασιλεία Του. Μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ κηρύξουμε τὴν ἀλήθεια Του, ἁγνή, ἀκηλίδωτη· μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ ζήσουμε ἔτσι ποὺ ὁ καθένας ποὺ θὰ συναντάει ἕναν Χριστιανὸ καὶ θὰ τὸν κοιτάζει στὰ μάτια, ποὺ θὰ κοιτάζει τὴ ζωή του, ἤ γνωρίζοντας μιὰ χριστιανικὴ κοινότητα, θὰ ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ μετέχουν ἤδη στὸ μυστήριο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Πρέπει ὁ καθένας καὶ ὅλοι μας νὰ εἴμαστε συνεχὴς ἀποκάλυψη στὸν κόσμο. Πρέπει νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παῦλο συνάμα τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῶν Χριστιανικῶν μας ἐνεργειῶν. Μᾶς λέει: «Γίνεστε μιμητὲς μου, ὅπως εἶμαι ἐγὼ τοῦ Χριστοῦ... Ἦταν διώκτης, ἄπιστος καὶ ἀφοῦ συνάντησε κατὰ πρόσωπο τὸν Χριστὸ, τὸν ἀναστημένο Χριστό, ποὺ γνώριζε ὅτι δολοφονήθηκε στὸν Γολγοθᾶ ἀπὸ τὸν λαό Του, διάλεξε νὰ ζήσει γιὰ Ἐκεῖνον καὶ ὅλη του ἡ ζωὴ ἄλλαξε· διωγμοὶ, κίνδυνοι, ραβδίσματα, ἀπόρριψη ἔγιναν ἡ μοίρα του προκειμένου νὰ γίνει μόνο δικός Του˙ καὶ γιὰ νὰ γίνει δικός Του καθὼς τὸ θέτει, σημαίνει ὅτι ὅλη ἡ ζωή του δὲν ἦταν παρὰ Χριστὸς, κάθε τι ποὺ ὑπέμεινε, ποὺ δίδασκε, ποὺ ἔζησε ποὺ πέθανε.

Καὶ ὁ θάνατος δὲν μᾶς φοβίζει, ἐπειδὴ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς στερήσει τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς πρόσκαιρης ζωῆς δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Λέει: «Πεθαίνω δὲν σημαίνει ἀπεκδύομαι τὴν ἐπίγεια ζωὴ, ἀλλὰ ὅτι ἐνδύομαι τὴν αἰωνιότητα...» Ἀδημονεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ καταδίωξε στὴ γῆ καὶ γιὰ τὸ ὄνομα, τὴ χάρη τοῦ ὁποίου ζεῖ, καὶ διδάσκει καὶ μᾶς προειδοποιεῖ νὰ μὴν ἀφαιρέσουν ἤ νὰ προσθέσουν κάτι στὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό. Καὶ μᾶς καλεῖ χάριν τῆς λαχτάρας μας γιὰ αἰωνιότητα νὰ δεχτοῦμε νὰ ζήσουμε ὅσο χρειάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους, ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν αἰώνια ζωὴ, τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς· μιὰ ἀγάπη μέχρι τέλους, μιὰ σταυρωμένη καὶ ἀναστημένη ἀγάπη. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος μας, ὁ Θεὸς μας, ὁ Σωτήρας μας γιὰ πάντα. Ἀμήν.

Ὁ Σωτήρας

 








Τὴν κατὰ σάρκα Γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πρόκειται νὰ ἑορτάσει μετ' ὀλίγον ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία. Διὰ τοῦτο περιχαρὴς ἤρχισε πρὸ καιροῦ νὰ ψάλλῃ τὸ "Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε..." καὶ νὰ προσκαλῆ τοὺς πιστοὺς νὰ πανηγυρίσουν διὰ τὴν σωτηρίαν των.

Πράγματι, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ περιεβλήθη τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ ποτὲ νὰ εἶναι τέλειος Θεός, διὰ νὰ σώσῃ τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία, ὄχι πλέον προφητικῶς, ἀλλὰ ὡς ἀποδεδειγμένην ἱστορικὴν πραγματικότητα, τὴν ὁποίαν οὐδεὶς συνετὸς καὶ ἀπροκατάληπτος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει.

Τραγικὴ εἶχε γίνει ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μετὰ τὴν πτῶσιν, τὴν ὑποδούλωσίν των εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀγωνία καταπίεζε τὰς ψυχάς των. Τὸ σκότος ἐβασίλευεν εἰς τὸ πνεῦμα των. Τὰ πάθη των δὲν ἐκυβέρνων ἁπλῶς μόνον τὰς ἐπιθυμίας των, ἀλλὰ καὶ ἐθεοποιοῦντο ὑπ' αὐτῶν. Τὸ μῖσος ἐθριάμβευεν. Αἱ ἀνθρώπιναι διακρίσεις ἄλλους ἀνύψωνον εἰς θρόνους θεϊκοὺς καὶ ἄλλους ὑπεβίβαζον εἰς τὴν τάξιν τῶν ζώων καὶ τῶν πραγμάτων. Ἡ ἁμαρτία ἦτο ὁ ἀπόλυτος κύριός των καὶ ὁ θάνατος ὁ φοβερὸς δυνάστης, ὁ ὁποῖος ἐγέμιζε μὲ τρόμον τὰς ψυχάς των, διότι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἀφαιρῇ, ἀνὰ πᾶσα στιγμήν, τὴν ζωὴν των καὶ νὰ χωρίζῃ αὐτοὺς ὁριστικῶς ἀπὸ τὸν Θεόν.

Εἰς αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινον δράμα μόνο ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ προσφέρῃ βοήθειαν. Καὶ εὐτυχῶς ἡ εὐσπλαχνία Του δὲν ἔμεινεν ἀπαθής. Διὰ τοῦτο, ὅταν "ἦλθε τὸ πλήρωμα τὸ χρόνου", ὅταν ἔφθασεν ὁ κατάλληλος καιρός, τότε ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν Μονογενῆ Του Υἱόν, ὁ ὁποῖος ἔγινε, πρὸς χάριν τῶν ἀνθρώπων, καὶ τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι τέλειος Θεός. Ἦλθε καὶ ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος, καὶ ἔσωσεν ὡς Θεὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ὅσοι ἐδέχθησαν Αὐτὸν ὡς Κύριον τῶν καρδιῶν των, ἀναγεννήθησαν καὶ ἔγιναν νέοι ἄνθρωποι, ἔγιναν τέκνα Θεοῦ. Τὸ μῖσος ἔσβησεν ἀπὸ τὰς καρδίας των. Τὰ πάθη ὑπεχώρησαν. Ἡ ἁμαρτία ἐνεκρώθη. Ὁ θάνατος ἐνικήθη. Ἡ ἀγάπη ἐπεκράτησεν. Ἡ ἁγιότης ἐβασίλευσε. Καὶ καθὼς ἡ ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας ἔπαυσε πλέον νὰ βασανίζῃ τὰς συνειδήσεις των, συνεφιλιώθησαν καὶ μὲ τὸν ἑαυτὸν των. Καὶ ἐπεκράτησεν εἰς τὰς καρδίας των ἡ πολυπόθητος εἰρήνη, ἡ ὁποία κατέστησεν αὐτοὺς εὐτυχισμένους.

Δυστυχῶς, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἀντιληφθῆ τὴν σωτήριον αὐτὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ ζοῦν ὅλοι κατὰ Χριστόν, ἐν τούτοις, σήμερον, δύο χιλιάδες ἔτη μετὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου, ἡ ἀνθρωπότης, ἀντὶ νὰ προοδεύη, ὀπισθοβατεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἔχει ὑψώσει καὶ πάλιν θρασείαν τὴν κεφαλήν. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι προτιμοῦν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὰ σύγχρονα εἴδωλα. Ἡ ἀγάπη των πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον ἔχει ψυχρανθῆ. Τὰ ἁμαρτωλὰ συμφέροντα, τὰ ἔνοχα πάθη, αἱ ἰδεολογικαὶ σκοπιμότητες καὶ οἱ ἄνομοι ὑπολογισμοί, θεωροῦν τὸν Χριστὸν ἐμπόδιον εἰς τὰ ἔργα των καὶ ἐχθρὸν εἰς τὴν ζωὴν των. Διὰ τοῦτο πολεμοῦν τὸν Χριστὸν μὲ κάθε τρόπον καὶ κάθε μέσον. Διὰ τοῦτο τὰ ὅπλα τῶν ἰσχυρῶν ἀποδεκατίζουν τοὺς ἀδυνάτους λαούς. Ἀλλὰ καὶ πάλιν εἰς πεῖσμα των, Ἐκεῖνος εἶναι καὶ παραμένει ὁ αἰώνιος Σωτὴρ τοῦ κόσμου.

Ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα εἰλικρινεῖς, καὶ ἡ δική μας ζωὴ δὲν εἶναι χριστιανική. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀλλάξωμεν τρόπον ζωῆς. Πρέπει νὰ παύσωμεν νὰ εἴμεθα ἐχθροὶ ἢ ἔστω ἀδιάφοροι πρὸς τὸν Κύριον, καὶ κυρίως, πρέπει νὰ παύσωμεν νὰ εἴμεθα ὑποκριταί. Πρέπει νὰ γίνωμεν οἱ καλοὶ καὶ τίμιοι ἀγωνισταὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἐπιτρέψωμεν εἰς Αὐτὸν νὰ εἰσέλθη εἰς τὰς καρδίας μας καὶ νὰ κατεργασθῆ τὴν σωτηρίαν μας. Αὐτὸ θὰ εἶναι ὁ καλλίτερος τρόπος διὰ νὰ ἑορτάσωμεν.

Ἑαυτὸν ἐκένωσε..

 




«Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος» ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, φράση πού, περνώντας ἀπὸ τὴν πατερικὴ παράδοση, ἐπαναλαμβάνεται ὥς σήμερα, κυρίως κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἀναπαυτικότερο «πανδοχεῖο» τοῦ ἔτους. Κορυφαία ἑορτὴ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, λαμπρυνόμενη ἀπὸ τὸν αἰσιόδοξο συμβολισμὸ τῆς Γεννήσεως, τὰ Χριστούγεννα, μὲ τὴν ἀτμόσφαιρά τους καὶ τὰ συναισθήματα ποὺ αὐτὴ ὑποβάλλει, προκάλεσαν κλασικὲς σελίδες τῆς λογοτεχνίας, ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες καὶ ἑλληνικές. 

Μιὰ τρέχουσα, λαϊκή, «θρησκειολογία» θέλει τὰ Χριστούγεννα νὰ εἶναι ἑορτὴ προσφιλὴς περισσότερο στὸν δυτικὸ Χριστιανισμό, ἐνῶ τὸ Πάσχα στὸν ἀνατολικό. Ἂν στὴ θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀποτυπώνονται τέτοιες μετρήσιμες διαφορές, γιὰ τὴ χριστιανικὴ παράδοση πάντως, ἀνατολικὴ καὶ δυτική, ὑπάρχει μόνο ἡ ἑνότητα τῆς θείας οἰκονομίας. Μέσα σε αὐτὴν τὴν ἑνότητα, ἡ κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου του καὶ ἡ ἑορτὴ μὲ τὴν ὁποία τὴν τιμοῦμε εἶναι ἀληθινὰ «μητρόπολις πασῶν τῶν ἑορτῶν» (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος). H Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ὁρίζει τὴν κατεξοχὴν ἀγεφύρωτη διαφορὰ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ καὶ ἐν γένει τὴν ἰδιαιτερότητα, τὸ μυστήριο καὶ τὸ σκάνδαλο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ ἕνας καὶ μόνος Θεός, ὁ Δημιουργός του κόσμου, ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη (Βαροὺχ 3, 38), γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴ σκόνη καὶ στὴ λάσπη τῆς Παλαιστίνης, ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Θὰ ἀναζητήσουμε τὸ νόημα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς σχολιάζοντας ἕνα περίφημο χωρίο τῆς Πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῆς (2, 6 -10) τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἠγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα.

[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἂν καὶ ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλὰ τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα, πῆρε μορφὴ δούλου καὶ ἔγινε ἄνθρωπος· καὶ ὄντας πραγματικὸς ἄνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικὰ ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέβασε πολὺ ψηλὰ καὶ τοῦ χάρισε τὸ ὄνομα ποὺ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὀνόματα. (μτφρ. Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας)

Ὁ Χριστὸς ὑπῆρχε ἐν μορφῇ Θεοῦ, εἶχε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς θεότητος, δὲν θεώρησε ὡστόσο ἁρπαγμὸ τὸ νὰ εἶναι ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα, δὲν θεώρησε δηλαδὴ τὴ θεϊκὴ ἰδιότητα ἕνα λάφυρο ἢ προνόμιο ποὺ πρέπει ἀδιάκοπα νὰ ἀπολαμβάνει. Γι᾿ αὐτὸ ἐκένωσε, ἄδειασε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ θεϊκὰ γνωρίσματα, ἀπεκδύθηκε τὴ θεότητα, ἀποξενώθηκε τὸν θεϊκὸ χαρακτήρα του, καὶ ἔλαβε μορφὴ δούλου. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου γεννιέται ὡς ἄνθρωπος στὴ Βηθλεὲμ καὶ μάλιστα ὡς πάντων ἔσχατος: ἀνέστιος, ἄστεγος, ἄοικος, σπαργανώνεται καὶ ἀνακλίνεται στὴ φάτνη, διότι οὐκ ἦν αὐτῷ τόπος ἐν τῷ καταλύματι (Λκ, 2, 7).

Ὁ Χριστὸς καὶ Λόγος ἐκένωσεν ἐαυτόν, δὲν κενώθηκε ἀλλὰ ὁ ἴδιος κένωσε τὸν ἑαυτό του, ἀποστέρησε θέλων τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ θεϊκὰ γνωρίσματα. Ὁ Χριστὸς ποὺ ἔγινε ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων, ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας, ὅπως λέει ἀκόμη τολμηρότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους (8, 3), δὲν εἶναι πλέον ἀναγνωρίσιμος ὡς Θεός. H θεότητα εἶναι κρυμμένη, λανθάνει μέσα στὴν ἀνθρώπινη μορφή. «Λαθὼν ἐτέχθης ὑπὸ τὸ σπήλαιον» ψάλλει ἕνα τροπάριο τῶν Χριστουγέννων καὶ «Χριστὸς ὁ Θεός, δυνάμεις λαθών, ὅσας ὑπερκοσμίους, ὅσας ἐν γῇ, καὶ ἐνανθρωπήσας» ψάλλει ἕνα ἄλλο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κατεξοχὴν Deus absconditus.

Αὐτὴ ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ φτάνει μέχρι θανάτου. Ταπείνωσε τόσο τὸν ἑαυτό του ποὺ γίνεται ὑπήκοος τοῦ θανάτου, καὶ μάλιστα τοῦ θανάτου τῶν κακούργων: πεθαίνει διὰ σταυροῦ. Πάνω στὸν σταυρὸ ὁλοκληρώνεται ἡ ἐν σπηλαίῳ γέννηση, στὸν «Γολγοθὰ φανερώνεται καὶ ἀκτινοβολεῖ ἡ σημασία τῆς Ἐνσάρκωσης, τῆς Βηθλεέμ» (ὅπως γράφει καὶ ὁ μέγας Κὰρλ Μπὰρτ στὸ Ὑπόμνημά του στὴν Πρὸς Φιλιππησίους). Τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ σταυρικὸς θάνατός του εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἴδια ἀκριβῶς κενωτικὴ κίνηση ὁδηγεῖ καὶ στὰ δύο. H γέννησή του καὶ ὁ θάνατός του, ὡς ἔκφραση τῆς θείας κενώσεως, ὁρίζουν καὶ τὰ δυὸ μίαν ἀπώλεια γιὰ τὸν Θεό. Ὁ ἀνενδεὴς πάσχει ὡς θνητὸς καὶ τὸ πρῶτο πάθος εἶναι ἡ ἴδια ἡ γέννησή του. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Λόγος ἐκένωσε καὶ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του, ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε (τὸν ἀνάστησε) καὶ τοῦ χάρισε τὸ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα: Κύριος. «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός», συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἴδια ἐπιστολή, εὐθὺς μετὰ τὸ σημεῖο ὅπου τελειώνει τὸ ἀρχικὸ παράθεμά μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῶν πάντων ἐν τῇ κενώσει του, εἶναι ὁ Βασιλεὺς τοῦ κόσμου μὲ θρόνο τὸν Σταυρό. Τὴν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου μπορεῖ νὰ τὴν ἀναγνωρίσει μόνο ὁ Πατέρας, καὶ ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο θέλει ὁ Πατὴρ νὰ τὴν ἀποκαλύψει, σὲ ὅποιον δηλαδὴ ἔχει λάβει τὸ δώρημα τῆς πίστεως.

Ἡ κένωσις, ἡ ἑκούσια πτωχεία τοῦ Πλουσίου καὶ ἡ ἠθελημένη ἀδυναμία τοῦ Δυνατοῦ, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, εἶναι τὸ ἀκατανόητο μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης. «Οὐ γὰρ ἔστιν ἀνθρώπων οὐδεὶς ὃς τοῦτον οἰκειώσεται τὸν λόγον. Οὐδεὶς τῶν πώποτε γενομένων ἁγίων, μονογενὴς ἦν Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος. Τοῦτο γὰρ ἐστιν ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχοντα, μορφὴν δούλου λαβεῖν» γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, σχολιάζοντας τοὺς παραπάνω στίχους τῆς Πρὸς Φιλιππησίους (PG 45, 683 BC).

Ὡστόσο ἡ κενωτικὴ κίνηση ὁρίζει, γιὰ ὅλους μας, τὸν τρόπο τῆς ἀγάπης. H ἀγάπη εἶναι κενωτικὴ καὶ ὁ παντοτινὸς τύπος καὶ ὑπογραμμός της εἶναι ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀγάπη δὲν σημαίνει νὰ κρατήσεις σὰν λάφυρο (ἁρπαγμόν) αὐτὸ ποὺ ἔχεις οὔτε, πολὺ περισσότερο, νὰ ἀποκτήσεις ἄλλα λάφυρα, ἀλλὰ νὰ δώσεις, δηλαδὴ νὰ χάσεις, νὰ χάσεις ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου. H ἀγάπη εἶναι θυσία. Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ ὄχι θεωρητικά, στὸ πλαίσιο μιᾶς χριστολογικῆς συζήτησης, ἀλλὰ μέσα σὲ ἠθικὰ συμφραζόμενα, καλώντας ἀκριβῶς τοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων νὰ ἀποκτήσουν τὸ κενωτικὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ: μηδὲν κατὰ ἐρίθειαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν. (2, 3).

Μὴν κάνετε τίποτε ἀπὸ ἀνταγωνισμὸ ἢ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀλλά μὲ ταπεινοφροσύνη ἂς θεωρεῖ ὁ καθένας ἀνώτερό του τὸν ἄλλο.

Ἡ λέξη κένωσις τοῦ ἀποστόλου Παύλου κυκλοφορεῖ ἀμετάφραστη στὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ἀκόμη περισσότερο ἀμετάφραστο μένει τὸ νόημά της στὴ ζωή μας. Ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἑορτάζουν τίποτε, ἁπλῶς ψωνίζουν.

Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε…

 



 


Τὸ κοσµοϊστορικὸ γεγονὸς τῆς γέννησης τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ποὺ γιορτάζουµε τοῦτες τὶς µέρες, εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ ἄλλαξε τὴ ροὴ καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσµου. Ἔκοψε στὰ δύο τὴν ἱστορία, µὰ ταυτόχρονα ἔγινε ἡ γέφυρα γιὰ τὴν µετάβαση τοῦ κόσµου ἀπ’ αὐτὴν πρὸ Χριστοῦ στὴν µετὰ Χριστὸ ἐποχή.

Σηµεῖον ἀντιλεγόµενον ἡ γέννησή Του, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὴν Θεότητά Του, τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὸ εὐαγγέλιό Του. Ὅµως ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἠσαΐα, ἀποστοµώνει ὅλους ἐκείνους, ποὺ στὸ πρόσωπου τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ βλέπουν ἕναν ἀκόµη ἀπόγονο τοῦ ἀνθρώπινου γένους λέγοντας χαρακτηριστικά: «ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνοµα αὐτοῦ Ἐµαννουήλ». Καὶ ἂν κάποιοι τοῦτες τὶς µέρες µένουν παγεροὶ καὶ ἀδιάφοροι µπροστὰ στὸ νεογέννητο Χριστό, οἱ χριστιανοί ἀνὰ τὸν κόσµο ἀγάλλονται καὶ χαίρουν συµψάλλοντας µὲ τοὺς ἀγγέλους «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Μπορεῖ νὰ βρισκόµαστε στὴν καρδιὰ τοῦ χειµῶνα, ὁ χριστιανὸς ὅµως αἰσθάνεται µιὰ παράξενη ζέστη νὰ πληµµυρίζει τὴν καρδιά του. Ἴσως γιατί προετοιµάζεται κι αὐτὴ νὰ ὑποδεχτεῖ τὸν Θεάνθρωπο. Γιατί τώρα πλέον ὑπάρχει ἕνα σίγουρο λιµάνι, ἕνα στέρεο καὶ ἀκλόνητο σηµεῖο γιὰ νὰ µπορέσει νὰ ἀκουµπήσει τὸν πόνο του, τὴν θλίψη του, τὴν ἀγωνία του.

Αὐτὸς ποὺ εἶναι ντυµένος µὲ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, σήµερα γεννιέται γυµνὸς γιὰ νὰ ἐνδύσει ἐµᾶς µὲ τὴν δόξα Του. Αὐτὸς ποὺ ὑµνῆται ἀκατάπαυστα στὸν οὐρανό, σήµερα τὸν ἐγκαταλείπει γιὰ νὰ ἔρθει κοντά µας, µαζί µας, γιὰ νὰ καλύψει τὴν γύµνια µας καὶ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια µας. Ἀποχωρίζεται τὰ οὐράνια σκηνώµατα, γιὰ νὰ βρεθεῖ στὴ λάσπη τῆς γῆς. Ἔρχεται ἀπρόσκλητος.

Δὲν τοῦ τὸ ζητήσαµε. Δὲν τὸν καλέσαµε. Βλέπει τὴν ἀδυναµία µας. Τὴν ἀνηµπόρια µας. Βλέπει τὸ ἀδιέξοδο ποὺ µᾶς ἔχει κυριεύσει. Ἡ «κένωσις» τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ κάθοδός Του στὴ γῆ, εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γεννήθηκε, γιὰ νὰ µᾶς σώσει ἀπ’τὴν ἀνθρωποβόρα ἁµαρτία. Τὸ θριαµβευτικὸ σάλπισµα τῶν ἀγγέλων καὶ τὸ κλάµα τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ, εἶναι ὁ προάγγελος τῆς δικῆς µας «ἐν δυνάµει» λύτρωσης καὶ σωτηρίας.

Νὰ γιατί ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ αἰσιοδοξία τοῦτες τὶς µέρες πληµµυρίζει τὶς καρδιές µας. Δὲν εἶναι οὔτε τὰ χαρµόσυνα τραγούδια, οὔτε τὰ πολύχρωµα λαµπιόνια, οὔτε τὰ πλούσια ἐδέσµατα ποὺ µᾶς ζεσταίνουν. Εἶναι ἡ προσµονὴ καὶ ἡ ἀγωνία νὰ ὑποδεχτοῦµε Ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀλλάξει τὴν ζωή µας. Νὰ καλοσωρίσουµε ἐκεῖνον ποὺ ἐνσαρκώθηκε γιὰ νὰ µᾶς χαρίσει ξανὰ ὅλα ὅσα µᾶς εἶχε δωρίσει ὅταν µᾶς δηµιούργησε. Νὰ τὸν ὑποδεχοῦµε γιατί µᾶς ἔδωσε τὸ ὕψιστο καὶ δὲν τὸ διαφυλάξαµε καὶ τώρα χρειάσθηκε νὰ κατέβει Αὐτός, στὸν δικό µας χωµατένιο κόσµο, νὰ λάβει τὴν δική µας πεπερασµένη ἀνθρώπινη φύση, ὥστε νὰ µᾶς ἐπαναφέρει στὸν πρότερο προορισµό µας. Νὰ τὸν ὑποδεχτοῦµε στὸν γεµάτο ἐγωισµούς, κακίες, µίση καὶ πάθη κόσµο µας, γιατί ἦρθε νὰ µᾶς µυήσει στὴν ταπείνωση, στὴν ἀγάπη, στὴν δικαιοσύνη, στὴν ἀλήθεια. Νὰ τὸν ὑποδεχτοῦµε γιατί µᾶς συνάντησε δεµένους χειροπόδαρα ἀπ’ τὸν διάβολο, καὶ µᾶς ἐλευθέρωσε ἀπ’ τὴν φθορὰ τῆς ἁµαρτίας καὶ τὸν θάνατο, ἀφοῦ µᾶς κατέστησε κοινωνοὺς τῆς δικῆς Του Ζωῆς, τῆς δικῆς Του Ἀνάστασις. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ χριστιανοῦ τοῦτες τὶς µέρες.

Εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔρχονται εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ ζήσουµε ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς. Ἡ γέννησή του εἶναι ἡ δική µας θέωση. Ἡ «κένωσίς» Του ἔγινε ἡ δική µας «πλήρωσις». Ἡ «συγκατάβασίς» Του ἔγινε ἡ δική µας «ἀνάστασις». Ὁ Θεὸς πάσχει γιὰ νὰ µὴν ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος. Τὸ πάθος Του εἶναι ἡ δική µας ἀπάθεια. Γεννήθηκε «πτωχὸς» γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν δική µας φτώχια. Τὸ πάθος Του καὶ ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔγινε τὸ πάθος γιὰ τὰ δικά µας πάθη.

Γι’ αὐτὸ αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἡ ἀφετηρία µιᾶς ἄλλης πορείας. Ἂς µὴν µείνουµε µόνο στὴν ἐξωτερικὴ προετοιµασία. Ἂς ὑποδεχτοῦµε τὸν Χριστὸ ἔτσι ὅπως ἁρµόζει στὸ Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τῆς ζωῆς µας, γονατίζοντας µπροστὰ στὴ φάτνη µὲ ταπείνωση, γιὰ νὰ λάβουµε σύµφωνα µὲ τὸν Ἅγιο Συµεὼν «φῶς, εἰρήνη καὶ χαρά, ζωή, τροφὴ καὶ πόση, ἔνδυµα, ἥλιον οὕτως ἄδυτον καὶ ἄστρον ἀειλαµπὲς»

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ (2020 μ.Χ.)

 


+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

Τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα,

Συμπορευόμενοι μέ τήν Παναγίαν Παρθένον, τήνἐρχομένην «ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως» τόν προαιώνιον Λόγον, καί ἀτενίζοντες τήν ἑτοιμαζομένην νά ὑποδεχθῇ τό Θεῖον Βρέφος Βηθλεέμ, ἰδού ἐφθάσαμεν καί πάλιν τά Χριστούγεννα, ἔμπλεοι αἰσθημάτων εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεόν τῆς ἀγάπης. Ἡ πορεία πρός τήν μεγάλην ἑορτήν τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος τοῦκόσμου ἦτο ἐφέτος διαφορετική ὡς πρός τάς ἐξωτερικάς συνθήκας, λόγῳ τῆς σοβούσης πανδημίας. Καί ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, ἡ συμμετοχή τῶν πιστῶν εἰς τάς ἱεράς ἀκολουθίας, ἡ ποιμαντική μέριμνα καί ἡ καλή μαρτυρία ἐν τῷ κόσμῳ, ὑπέστησαν τάς συνεπείας τῶν ὑγειονομικῶν περιορισμῶν. Πάντα ταῦτα ὅμως δέν ἀφοροῦν εἰς τήν ἐσωτάτην σχέσιν τοῦ χριστωνύμου λαοῦ μέ τόν Χριστόν, εἰς τήν πίστιν εἰς τήν πρόνοιαν Αὐτοῦ καί τήν ἀφοσίωσιν εἰς τό «ἕν, οὗ ἐστι χρεία».

Εἰς τάς ἐκκοσμικευμένας κοινωνίας, τά Χριστούγεννα ἔχουν ἀποχρωματισθῆ, κατέστησαν ἡ ἑορτή τῆς ἐπιδεικτικῆς καταναλώσεως καί τῆς κοσμικότητος, χωρίς ὑποψίαν ὅτι κατά τήν ἁγίαν ταύτην ἡμέραν τιμῶμεν τό «ἀεί μυστήριον» τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Ὁ χριστιανοπρεπής ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων ἀποτελεῖ σήμερον πρᾶξιν ἀντιστάσεως εἰς τήν ἐκκοσμίκευσιν τῆς ζωῆς καί εἰς τήν ἐξασθένησιν ἤ καί νέκρωσιν τῆς αἰσθήσεως διά τό μυστήριον.

Ἐν τῇ σαρκώσει τοῦ Λόγου ἀποκαλύπτεται τό περιεχόμενον, ἡ κατεύθυνσις καί ὁ σκοπός τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὁ παντέλειος Θεός ὑπάρχει ὡς τέλειος ἄνθρωπος, διά νά δυνηθῶμεν νά ὑπάρξωμεν «μέ τόν τρόπον τοῦ Θεοῦ». «Ὁ Θεός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Ὁ ἄνθρωπος εἶναι, κατά τήν βαθυστόχαστον ἔκφρασιν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦΘεολόγου, «θεός κεκελευσμένος», «ζῶον θεούμενον». Αὐτή εἶναι ἡ ὑψίστη τιμή πρός τόν ἄνθρωπον, ἡ ὁποία ἀποδίδει εἰς τήν ὕπαρξίν του ἀνυπέρβλητον ἀξίαν. Ἐν Χριστῷ, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται εἰς τήν σωτηρίαν.Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ˙ πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», θεολογεῖ θεοπνεύστεως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Πρόκειται περί μιᾶς καθοριστικῆς ἀνατροπῆς εἰς τόν χῶρον τῆς ἀνθρωπολογίας, εἰς τήν ἱεράρχησιν τῶν ἀξιῶν, εἰς τήν θεώρησιν τοῦ ἤθους. Ἔκτοτε, ὅστις θίγει τόν ἄνθρωπον, στρέφεται κατά τοῦ Θεοῦ. «Οὐδέν γάρ ὅσον ἄνθρωπος ἱερόν, ᾧ καί φύσεως ἐκοινώνησεν ὁ Θεός».

Χριστούγεννα εἶναι ὅλη ἡ θεανθρωπίνη ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ ὁποίᾳ ὁ Χριστός διηνεκῶς βιοῦται ὡς ὁ Ἦν, ὁ Ὦν καί ὁ Ἐρχόμενος. Ὁ «ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός» εἶναι ὁ «ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός», τό παιδίον Ἰησοῦς εἶναι ὁ σταυρωθείς, ἀναστάς καί ἐν δόξῃ ἀναληφθείς εἰς τούς οὐρανούς, ὁ δίκαιος κριτής καί ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης. Αὐτό τό ἀνέκ–φαντον μυστήριον δοξάζομεν ἐν ψαλμοῖς καί ὕμνοις, αὐτό διακονοῦμεν, διακονηθέντες καί διακονούμενοι συγχρόνως ὑπ᾿ αὐτοῦ. Αὐτό διετύπωσε θεοπνεύστως, «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις Πατράσιν», ἡ ἐν Χαλκηδόνι Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος. Τό «δόγμα τῆς Χαλκηδόνος», τόν ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν τρόπον τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός τοῦ κόσμου ὑπό τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, «ψάλλει» διά τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἐκφραστικῆς, τῆς ὀργανώσεως τοῦ ἱεροῦ χώρου, τοῦ ἐντυπωσιακοῦ τρούλλου, ὁ ὁποῖος ἀπεικονίζει τήν τά πάντα συνέχουσαν θείαν φιλανθρωπίαν καί συνάπτει τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια, διά τῶν εἰκόνων καί τοῦ διακόσμου, διά τῆς μοναδικῆς θεολογικῆς γλώσσης τῆς ἐκπάγλου φωτοχυσίας, ὁ πανίερος ναός τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἐν τῇ Πόλει τῶν Πόλεων, τό καύχημα τῆς Ὀρθο–δοξίας καί τό κλέϊσμα τῆς οἰκουμένης.

Ἐν μέσῳ περιστάσεων καί θλίψεων πολλῶν, ἠχεῖ σήμερον ἡ λιγυρά φωνή τοῦ «ἀγγέλου Κυρίου», τοῦ «εὐαγγελιζομένου χαράν μεγάλην… παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος». Ἑορτάζομεν τά Χριστούγεννα, προσευχόμενοι διά τούς ἐν κινδύνοις καί ἀσθενείαις ἀδελφούς ἡμῶν. Θαυμάζομεν τήν αὐτοθυσίαν τῶν ἰατρῶν καί τῶν νοσηλευτῶν καί πάντων τῶν συμβαλλόντων εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τῆς πανδημίας. Χαίρομεν διαπιστοῦντες, ὅτι ὁ ἀσθενῶν προσεγγίζεται ὑπ᾿ αὐτῶν ὡς ἱερόν πρόσωπον καί δέν μετατρέπεται εἰς ἀριθμόν, περιστατικόν, ἀντικείμενον, ἀπρόσωπον βιολογικήν μονάδα. Ὡς ἐλέχθη προσφυέστατα, ἡ «λευκή μπλούζα» τῶν ἰατρῶν εἶναι «ἕνα ἄσπρο ράσο», ἐκφράζει τήν παραίτησιν ἀπό τό «ἐμόν» χάριν τοῦ ἀδελφοῦ, τό «ζητεῖν τά τοῦ ἑτέρου», τήν ὁλικήν ἀφιέρωσιν εἰς τόν πάσχοντα. Εἰς αὐτό τό «ἄσπρο ράσο» καί εἰς τό ράσοντοῦ κληρικοῦ, σύμβολον ἀμφότερα θυσίας καί διακονικοῦ πνεύματος, ἡ ἔμπνευσις καί ἡ κινητήριος δύναμις εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε δῶρον τῆς θείας χάριτος, ποτέ ἀποκλειστικῶς ἰδικόν μας κατόρθωμα.

Ἡ ἐπικίνδυνος πανδημία ἐκλόνισε πολλά αὐτονόητα, ἀπεκάλυψε τά ὅρια τοῦ τιτανισμοῦ τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ» καί ἀνέδειξε τήν δύναμιν τῆς ἀλληλεγγύης. Ὁμοῦ μέ τήν ἀδιαμφισβήτητον ἀλήθειαν, ὅτι ὁ κόσμος μας ἀποτελεῖ ἑνότητα, ὅτι τά προβλήματά μας εἶναι κοινά, καί ἡ λύσις των ἀπαιτεῖ σύμπραξιν καί συμπόρευσιν, ἀνεδείχθη ἐξόχως ἡ ἀξία τῆς προσωπικῆς συμβολῆς, τῆς ἀγάπης τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τό ἀνθρώπινον μέτρον. Ἡ Ἐκκλησία συμπαρίσταται ἐνεργῶς, ἔργῳ καί λόγῳ, πρός τούς ἐμπεριστάτους ἀδελφούς καί προσεύχεται διά τήν ἐνίσχυσιν αὐτῶν, τῶν συγγενῶν καί τῶν ὑπευθύνων διά τήν περίθαλψιν, διακηρύττουσα συγχρόνως, ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦς, ὡς προσωρινή νίκη ἐπί τοῦ θανάτου, παραπέμπει εἰς τήν ἐν Χριστῷ ὑπέρβασιν καί τελικήν κατάργησιν αὐτοῦ.

Δυστυχῶς, ἡ ὑγειονομική κρίσις δέν ἐπέτρεψε τήν ἀνάπτυξιν τῶν δράσεων, αἱ ὁποῖαι εἶχον προβλεφθῆ διά τό 2020, «ἔτος ποιμαντικοῦ ἀνακαινισμοῦ καί ὀφειλετικῆς μερίμνης διά τήν νεολαίαν». Ἐλπίζομεν, ὅτι κατά τό ἐπερχόμενον ἔτος θά καταστῇ δυνατή ἡ πραγματοποίησις τῶν προγραμματισθεισῶν ἐκδηλώσεων διά τήν νέαν γενεάν. Γνωρίζομεν ἐκ πείρας ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον οἱ νέοι καί αἱ νέαι προσεγγισθοῦν μέ κατανόησιν καί ἀγάπην, ἀποκαλύπτουν τάς δημιουργικάς των δυνάμεις καί συμμετέχουν μέ ἐνθουσιασμόν εἰς τά δρώμενα. Τελικῶς, ἡ νεότης εἶναι μία ἰδιαιτέρως «θρησκευτική» περίοδος τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, μέ ὄνειρα, ὁράματα καί βαθείας ὑπαρξιακάς ἀναζητήσεις, μέ ζῶσαν τήν ἐλπίδα ἑνός νέου κόσμου ἀδελφοσύνης. Αὐτήν τήν «καινήν κτίσιν», τούς «καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν … ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ», εὐαγγελίζεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, αὐτήν εἰκονίζει ἐν τῇ πορείᾳ πρός τά Ἔσχατα.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί εὐλογημένα τέκνα,

Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὁ ἄνθρωπος ἀνακαινοῦται ὅλος, δέν «βοηθεῖται» ἁπλῶς, ἀλλά «ἀληθεύει», βιώνει τόν ἔνθεον προορισμόν του. Ὡς διεκήρυξεν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς τήν Ἐκκλησίαν «ἕκαστος ἄνθρωπος ἀποτελεῖ μοναδικήν ὀντότητα, προωρισμένην εἰς προσωπικήν κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ». Ἔχομεν τήν θεόσδοτον βεβαιότητα, ὅτι ὁ παρών βίος δέν εἶναι ὁλόκληρος ἡ ζωή μας, ὅτι τό κακόν καί αἱ ἀρνητικότητες δέν ἔχουν τόν τελευταῖον λόγον εἰς τήν ἱστορίαν. Ὁ Σωτήρ ἡμῶν δέν εἶναι ἕνας «ἀπό μηχανῆς Θεός», ὁ ὁποῖος παρεμβαίνει καί ἐξαφανίζει τά δεινά, ἐνῶ ταυτοχρόνως καταλύει τήν ἐλευθερίαν μας, ὡσάν αὕτη νά ἦτο «καταδίκη», ἐκ τῆς ὁποίας χρήζομεν ἀπαλλαγῆς. Δι᾿ ἡμᾶς τούς Χριστιανούς ἰσχύει τό ἀπαράμιλλον Πατερικόν: «Βουλομένων γάρ, οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον». Ἡ ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας δοκιμάζεται διά τοῦ Σταυροῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὁδός πρός τήν Ἀνάστασιν.

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, συνεορτάζοντες μετά πάντων ὑμῶν ἐν θεαρέστῳ φρονήματι τά Χριστούγεννα καί τάς λοιπάς ἑορτάς τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου, εὐχόμεθα ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Κέντρου τοῦ Φαναρίου,ὅπως ὁ συγκαταβάς τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων Σωτήρ χαρίζηται ὑμῖν ὑγιείαν, τήν πρός ἀλλήλους ἀγάπην, προκοπήν ἐν παντί ἔργῳ ἀγαθῷ, καί πᾶσαν ἄνωθεν εὐλογίαν, ἐν τῷ ἀνατέλλοντι νέῳ ἔτει καί ἐν πάσαις ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς ὑμῶν. Γένοιτο! 

Χριστούγεννα ‚βκ’

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

Η κατά Σάρκα Γέννησις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού- Υπομνηματισμός της Αποστολικής περικοπής από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη

 

Η ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ[:Γαλ.4,4-7] 

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ

   «Ὃτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν(: όταν όμως συμπληρώθηκε ο χρόνος που είχε ορίσει η πανσοφία του Θεού, απέστειλε ο Θεός στον κόσμο τον Υιό Του, ο οποίος έγινε άνθρωπος από γυναίκα και υποτάχθηκε στον μωσαϊκό νόμο, προκειμένου να εξαγοράσει εκείνους που ήταν υποδουλωμένοι στην κατάρα του μωσαϊκού νόμου, για να λάβουμε την υιοθεσία που ο Θεός μάς είχε υποσχεθεί)»[Γαλ.4,4-5].

……………………………………………………………………………………………………………………………………

«τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου»:

     Ο Οικουμένιος ερμηνεύοντας τη φράση «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» λέγει: «Ποιου πλήρωμα χρόνου; Εκείνου κατά τον οποίο έπρεπε να έλθει ο Χριστός. Διότι είχε προφητευτεί ο χρόνος της ελεύσεως του Χριστού από τον προφήτη Δανιήλ, που συνέβη επί της βασιλείας Καίσαρος Αυγούστου, όταν έγινε και η ένσαρκος οικονομία του Χριστού». Βλέπε και την ερμηνεία του «νῦν δὲ ἅπαξ ἐπὶ συντελείᾳ τῶν αἰώνων εἰς ἀθέτησιν ἁμαρτίας διὰ τῆς θυσίας αὐτοῦ πεφανέρωται (:Τώρα όμως μία φορά έγινε άνθρωπος, όταν τελείωσαν οι χρόνοι της Παλαιάς Διαθήκης, και φανερώθηκε στον κόσμο για να εξαλείψει την αμαρτία με τη θυσία Του)»[Εβρ.9,26]. Ο δε μακάριος Αυγουστίνος στα βιβλία περί Τριάδος ερμηνεύοντας το «Ὃτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» λέγει ότι όταν οι άνθρωποι έγιναν δεκτικοί και χωρητικοί της γνώσεως της αγίας Τριάδος και δεν βλάπτονταν από το κήρυγμα της τρισυποστάτου της Θεότητος, ώστε να πέσουν σε πολυθεΐατότε ήλθε ο Υιός του Θεού και αποκάλυψε στον κόσμο ότι έχει Πατέρα, και στη συνέχεια ότι είναι ο Θεός τρισυπόστατος. Αυτής της γνώσεως της αγίας Τριάδος δεν ήταν χωρητικοί οι Ιουδαίοι πριν από την ένσαρκο παρουσία του Υιού του Θεού. Βλέπε και την ερμηνεία του «ἧς ἐγενόμην ἐγὼ διάκονος κατὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι εἰς ὑμᾶς, πληρῶσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ(:Αυτός ο λόγος του Θεού είναι το Ευαγγέλιο, που διακηρύττει τη σωτήρια βουλή του Θεού να σωθούν όλοι οι άνθρωποι διαμέσου του Χριστού. Και το σωτήριο αυτό σχέδιο του Θεού ήταν ένα μυστήριο κρυμμένο από την αρχή της ύπαρξης του χρόνου σ’ όλους τους αιώνες και τις γενεές, φανερώθηκε όμως τώρα με το κήρυγμα στους αγίους του, τους Χριστιανούς)»[Κολ.1,25],  για να μάθεις ότι αυτό ήταν οικονομία Θεού, το να φανερωθεί το μυστήριο του ευαγγελίου, όταν οι άνθρωποι έγιναν δεκτικοί, για να το εννοήσουν.

«γενόμενον ὑπὸ νόμον»:

   Έτσι σύμφωνα με αυτούς ερμηνεύει το ρητό αυτό και ο Μέγας Βασίλειος λέγοντας: «Ο απόστολος προτίμησε την εμφαντικότερη φωνή, την  πρόθεση «ἐκ», δηλαδή, και όχι την «διά», λέγοντας «γενόμενον ἐκ γυναικός»· διότι το «διά τῆς γυναικός» επρόκειτο να δείχνει παροδική την έννοια της γεννήσεως, ενώ το «ἐκ τῆς γυναικός» θα έδειχνε αρκετά δυνατή την κοινωνία της φύσεως του Τικτομένου προς αυτήν που το γέννησε»[Κεφάλαιο ε΄περί του Αγίου Πνεύματος]. Γι'αυτό και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος στον λόγο που παρομοιάζει με τον μαργαρίτη τη γέννηση του Θεού Λόγου από την Παρθένο γράφει ότι εκείνο που λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς πως είπε ο άγγελος προς τη Θεοτόκο όταν την ευαγγέλισε, δηλαδή το «διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ(:Γι’ αυτό και το απολύτως αναμάρτητο και άγιο βρέφος που θα γεννηθεί με τον υπερφυσικό αυτό τρόπο, θα αναγνωριστεί ότι είναι ο ίδιος ο Υιός του Θεού)»[Λουκά 1,35], αυτό, λέγω, το ρητό, λέγει ο άγιος Εφραίμ, ότι έτσι είναι γραμμένο«διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἐκ σου», σύμφωνα, δηλαδή, όπως λέγει εδώ ο Παύλος, «γενόμενον  ἐκ γυναικός». «Μερικά όμως αντίγραφα», λέγει, «δεν το έχουν αυτό, κάνοντας χάρη στους αιρετικούς». Γι΄αυτό σύμφωνα με τον άγιο αυτόν, πρέπει υποχρεωτικά να προστίθεται το «ἐκ σου», στο παραπάνω ευαγγελικό ρητό.

   Λέγει ακόμη ο Φώτιος ότι το «γενόμενον  ἐκ γυναικός» πρέπει να γράφεται με ένα ν και όχι με δύο, όπως με ένα ν γράφεται και το ακόλουθο: «γενόμενον ὑπό νόμον», διότι «γεγέννηται» μεν ο Χριστός εκ Παρθένου, αλλά το «γεγέννηται» γράφεται με δύο ν, όμως και γεννάται, επειδή μία φορά από την Παρθένο «γεγέννηται». Εάν όμως και ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει: «Χριστός γεννᾶται», αλλά το είπε αυτό, διότι τότε ήταν παρούσα η της Χριστού γεννήσεως ημέρα, και όχι διότι πάντοτε εκ Παρθένου γεννάται[Αμφιλόχ. Ζητήμ. πθ΄]. Αυτά λέγει ο σοφός Φώτιος, διότι εάν πούμε «γεννώμενον ἐκ γυναικός» με δύο ν, φανερώνουμε ότι τώρα και πάντοτε γεννάται ο Χριστός, που είναι ψευδές· διότι το «γεννώμενον» είναι χρόνου ενεστώτος και παρατατικού. Αλλά στον Θεοδώρητο και σε άλλους, υπάρχουν γραμμένες και οι δύο μορφές, δηλαδή και «γενόμενον ἐκ γυναικός» και «γεννώμενον».

    Σημείωσε ακόμη ότι δύο σημασίες έχει το όνομα της γυναικός. Το ένα όνομα είναι κύριο, το δε άλλο καταχρηστικό. Κυρίως λοιπόν «γυνή» σημαίνει όλη τη φύση των γυναικών, είτε παρθένων είτε παντρεμένων, όπως και το όνομα «ἀνήρ» δηλώνει τη φύση όλων των αντρών είτε αγάμων είτε υπό γάμο. Καταχρηστικά όμως και ειδικότερα «γυνή» είναι η παντρεμένη και όχι η παρθένος. Γι΄αυτό είπε ο Κύριος: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ(:Αληθινά σας λέω, δεν έχει αναφανεί μεταξύ των ανθρώπων που γεννήθηκαν μέχρι τώρα από γυναίκες άλλος μεγαλύτερος ως προς την αξία από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή)»[Ματθ.11,11], δηλαδή γυναικών παντρεμένων και όχι παρθένων, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος. Αφού όμως λέχτηκαν αυτά, το όνομα της γυναικός αρμόζει ο Παύλος εδώ ως κατάλληλο μόνο στην αγία Παρθένο, σύμφωνα μόνο με την πρώτη του σημασία, όπως το είπε και ο ευαγγελιστής Ιωάννης γι' αυτήν(όταν ο Κύριος απευθυνόταν προς αυτήν): «Τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι;(:Τι κοινό υπάρχει, γυναίκα, ανάμεσα σε Εμένα που ως Μεσσίας και Υιός του Θεού ενεργώ τώρα με τη θεϊκή μου δύναμη, και σε σένα που με γέννησες ως άνθρωπο;)»[Ιω.2,4] και «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου(:Γυναίκα, να ποιος από τώρα θα είναι ο γιος σου)»[Ιω.19,26]. Πιθανόν όμως το λέγει αυτό και ο Παύλος, διότι η αειπάρθενος Θεοτόκος- εθεωρείτο γυναίκα του τέκτονα Ιωσήφ, μολονότι δεν ήταν άντρας αυτής, αλλά μνηστήρας μόνο, μάλλον όμως φύλακας και προστάτης της.

   «῞Οτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ' υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ(:Ναι. Δεν είστε πλέον δούλοι, αλλά υιοί του Θεού. Και επειδή είστε υιοί του επουρανίου Πατρός, γι΄αυτό απέστειλε ο Θεός στις καρδιές σας το Πνεύμα του Υιού Του, το οποίο σας δίνει την πληροφορία και την παρρησία να απευθύνεστε στον Θεό με την κραυγή και την επίκληση: “Αββά”, δηλαδή “Πατέρα”. Άρα λοιπόν, σύμφωνα με όλα αυτά, εσύ που πίστεψες στον Χριστό δεν είσαι πλέον δούλος, αλλά είσαι κατά χάριν υιός του Θεού. Εάν λοιπόν είσαι υιός, είσαι συγχρόνως και κληρονόμος του Θεού. Και γίνεσαι κληρονόμος διαμέσου του Χριστού)»[Γαλ.4,6-7].

     Γι'αυτό ο Οικουμένιος λέγει: «Πώς δεν είναι άτοπο οι Γαλάτες, αυτοί που έγιναν του Θεού, διαμέσου του Χριστού και του Πνεύματος, να επιστρέφουν πάλι στον νόμο; Και πρόσεξε έμφαση της Αγίας Τριάδος. Ο Πατήρ απέστειλε, ο Υιός σαρκώθηκε και το Πνεύμα συνέργησε, το οποίο εισερχόμενο στις καρδιές μας διδάσκει να λέμε: “ἀββά ὁ Πατήρ”».

     Εβραϊκό όνομα έβαλε εδώ ο Παύλος και δεν είπε μόνο ο πατήρ, αλλά «ἀββά  ὁ πατήρ», για να δείξει με αυτό τη γνησιότητα και επιπλέον, για να δείξει ότι το όνομα αυτό έχουν συνήθεια να φωνάζουν προς τον πατέρα τους τα γνήσια τέκνα.

   Με ποιον τρόπο έδειξε ο Παύλος γνησιότητα λέγοντας εβραϊκά ἀββά, όπως λέγει ο Χρυσόστομος; Και πώς το όνομα αυτό ἀββά είναι γνώρισμα των γνησίων υιών, όπως λέγει ο Χρυσόστομος και ο Θεοφύλακτος; Απορώ. Μήπως λοιπόν έδειξε ο Παύλος με το εβραϊκό αυτό όνομα ἀββά τη γνησιότητα, που έχουν οι Χριστιανοί με τον Χριστό; Διότι, όπως Εκείνος, κατά φύση Υιός όντας του Πατρός, χρησιμοποίησε το εβραϊκό αυτό όνομα στην προσευχή λέγοντας: «ἀββᾶ ὁ πατήρ»[Μάρκ.14,36: «ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι(:Αββά, Πατέρα μου, όλα είναι δυνατά σε Σένα)»]· έτσι και εμείς οι Χριστιανοί, οι κατά χάριν υιοί του ίδιου Πατρός γεννηθέντες, το ίδιο εβραϊκό όνομα χρησιμοποιούμε φωνάζοντας εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν: «ἀββᾶ ὁ πατήρ». Είναι και το όνομα αυτό ἀββά γνώρισμα των γνησίων υιών, καθόσον όλα σχεδόν τα βρέφη, σαν να κινούνται από τη φύση, ονομάζουν τον Πατέρα τους «μπαμπά», που είναι το ίδιο με το ἀββᾶ. Και δεν αναφέρω ότι το ἀββά μυστικά περιέχει και το πρώτο στοιχείο των γραμμάτων του εβραϊκού και ελληνικού αλφαβήτου, που είναι το άλεφ ή το άλφα, το οποίο εκφωνείται με μεγάλο άνοιγμα του στόματος. Και γι΄αυτό πρώτα το άλφα φωνάζουν τα βρέφη, όταν πέσουν από την κοιλία της μητέρας τους, κλαυθμηρίζοντας και «α,α» κράζοντας.

   Επιπλέον το «ἀββά» περιέχει και την πρώτη συλλαβή, που αποτελείται από τα γράμματα, η οποία είναι το «βα»για να δειχτεί και από τα δύο αυτά ότι ο άνθρωπος αμέσως μόλις γεννηθεί και όταν αρχίζει να συλλαβίζει και να ψελλίζει, με μυστηριακό τρόπο επικαλείται το γλυκύτατο, και από ολόκληρη την κτίση επιποθητό όνομα του ουρανίου Πατρός. Γιατί όμως ο Χριστός δύο φορές είπε στην προσευχή το «Πατήρ»; Μερικοί λέγουν διότι όχι μόνο ως Θεός είχε τον Θεό Πατέρα Του, αλλά και ως άνθρωπος. Ή επειδή στην προσευχή Του, υπαινισσόμενος τους δύο λαούς, που επρόκειτο να πιστέψουν σε Αυτόν, οι οποίοι εβραϊκά και ελληνικά επρόκειτο να ονομάζουν Πατέρα τους τον Θεό. Πρώτο όμως τέθηκε το εβραϊκό, διότι οι Εβραίοι πρώτοι πίστεψαν στον Χριστό και δεύτερο τέθηκε το ελληνικό, διότι και οι Έλληνες δεύτεροι από τους Ιουδαίους πίστεψαν. Σκέψου όμως αγαπητέ, ότι την υιοθεσία μας χάρισε ο Υιός λέγοντάς μας να προσευχόμαστε ως εξής: «Πάτερ ἡμῶν» και τελείωσε το Πνεύμα το Άγιον, κράζοντας στις καρδιές μας: «Ἀββᾶ ὁ πατήρ». Από παλαιότερα όμως μας την υποσχέθηκε αυτήν την υιοθεσία ο Πατήρ λέγοντας: «ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας(:και θα γίνω πατέρας σας και εσείς θα είστε υιοί μου και θυγατέρες μου)»[Β΄Κορ.6,16]. Το ότι είναι σωστή η ανωτέρω ερμηνεία που κάναμε, μαρτυρεί και ο σοφός Θεοδώρητος λέγοντας: «Γνώρισμα των νηπίων είναι το να αποκαλούν ἀββά τους πατέρες. Νήπιοι όμως ως προς τον παρόντα βίο ήσαν όσοι αξιώθηκαν την υιότητα με το βάπτισμα, προσδοκώντας την αληθινή και τέλεια στον μέλλοντα αιώνα».

     Λέγει επίσης ο Θεοδώρητος τα εξής στην ερμηνεία στο χωρίο εκείνο: «Το “ἀββά” πρόσθεσε την παρρησία εκείνων που καλούν διδάσκοντες· διότι τα παιδιά, έχοντας μεγαλύτερο θάρρος προς τους πατέρες, και επειδή δεν έχουν ακόμη τέλεια τη διάκριση, αυτή τη φράση χρησιμοποιούν συχνότερα. Έτσι και εμείς για την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του και την αμέτρητη αγαθότητα ονομάζουμε «Πατέρα», όπως διαταχθήκαμε, των όλων τον Ποιητή, αγνοούμε όμως πόσο μεγάλη είναι η μεταξύ μας διαφορά, μη γνωρίζοντας καλά ούτε τους εαυτούς μας και αγνοώντας εντελώς τη φύση Του».

                        ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

                         επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Βενεδίκτου ιερομονάχου αγιορείτου, Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία των δεκατεσσάρων επιστολών του αποστόλου Παύλου, τόμος πρώτος, σελ. 161-162[υποσημείωση αγίου Νικοδήμου στο Ρωμ.8,15] και 865-868, Έκδοση συνοδίας Σπυρίδωνος ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, 2020.
  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
  • Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
  • πηγή

Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2020

“ανίδεοι και χορτάτοι”…

 

Πιθανότατα έχετε δει το "Δικτάτορα" του Σαρλώ. Όπου ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι συναγωνίζονται για το ποιος θα καθίσει σε ψηλότερο θρόνο. Όπως συμβαίνει με τους δικτάτορες όλων των εποχών. Ακόμη και τους θρησκευτικούς. Οι οποίοι φιλονικούν, σαν τα μωρά παιδιά, για το ποιος θα’ χει τον υψηλότερο θρόνο και τα περισσότερα προνόμια.

Κι όπως, δυστυχώς, συμβαίνει με όλους μας. Κι όταν ακόμη λέμε ότι πιστεύουμε στη δημοκρατία και την ισότητα. Κι αυτό φαίνεται απ' τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους άλλους. Απ' τη δουλικότητα μπροστά στους ισχυρούς και την αναίδειά μας μπροστά στους αδύνατους. Και η συμπεριφορά μας αυτή  δεν είναι παρωνυχίδα. Γιατί προσδιορίζει το όλο πλέγμα  των κοινωνικών μας σχέσεων. Με τις προκαταλήψεις και διακρίσεις:  Και βέβαια τον πολύμορφο ρατσισμό…

Την πραγματικότητα αυτή είχε επισημάνει και ο Χριστός. Ιδιαίτερα, όταν συνέβαινε να συναναστρέφεται με τους φαρισαίους. Οι οποίοι  είχαν αναγάγει τις διακρίσεις σε δόγμα πίστεως: Αφού πίστευαν ότι «ουκ εισί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Γεγονός, που ανάγκασε το Χριστό, όταν κάποτε ήταν προσκεκλημένος στο σπίτι κάποιου φαρισαίου, να τους πει:

 «Όταν σας προσκαλούν σε συμπόσια μην πιάνετε τις πρώτες θέσεις, αλλά τις τελευταίες. Γιατί, αν ο οικοδεσπότης σας βάλει σε καλύτερη θέση, αυτό θα σας ανεβάσει και στην εκτίμηση των συνδαιτυμόνων. Αν όμως από τις πρώτες θέσεις, σας πει να καθίσετε στις τελευταίες, αυτό θα σας μειώσει. Γιατί υπάρχει πνευματικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο, όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του, εξυψώνεται, ενώ, όποιος τον εξυψώνει, ταπεινώνεται».

      Αλλά και στον οικοδεσπότη είπε:  «Όταν κάνεις συμπόσιο, να μην καλείς τους φίλους, τους συγγενείς και τους πλουσίους, που μπορούν να σου ανταποδώσουν τη φιλοξενία. Να καλείς τους φτωχούς και τους ανάπηρους. Και να καλοτυχίζεις τον εαυτό σου, που δεν μπορούν να σου το ανταποδώσουν. Γιατί, όποιος φιλοξενεί αυτούς, που δεν μπορούν να τον φιλοξενήσουν, θα φιλοξενηθεί απ’ το Θεό»… 

       Και να που κάποιος απ’ τους συνδαιτυμόνες είπε: "Καλότυχος αυτός, που θα πάρει μέρος στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού"!

Κι έδωσε, έτσι, αφορμή στο Χριστό να πει την “παραβολή του δείπνου”. Για να δείξει πόσο οι άνθρωποι μπορεί να πέφτουν έξω στις εκτιμήσεις τους σχετικά με τον τρόπο που ζούνε τα θρησκευτικά τους «πιστεύω»:

  «Ένας άνθρωπος, είπε, έκαμε μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς. Κι, όταν όλα ήταν έτοιμα, έστειλε τον υπηρέτη του να φωνάξει τους προσκεκλημένους. Αλλά-περιέργως και παραδόξως- δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση. Άλλος, γιατί «αγρόν ηγόρασε» ή βόδια κι άλλος γι’ άλλους λόγους...Στάση και συμπεριφορά που προκάλεσε, την αγανάκτηση του οικοδεσπότη. Ο οποίος είπε στον υπηρέτη του:

Πήγαινε στις πλατείες  και φέρε τους φτωχούς και τους ανάπηρους και τους τυφλούς  να πάρουν μέρος στο τραπέζι μου! Αφού κανένας απ’ τους προσκεκλημένους δεν είναι άξιος να πάρει μέρος»!..

Τι λέει ο Χριστός με την παραβολή του στο φαρισαίο και στην λοιπή ομήγυρη των φαρισαίων; Αλλά και στο διαχρονικά φαρισαϊκό κατεστημένο. Λέει πως δεν έχουν δικαιώματα στο τραπέζι της βασιλείας του όλοι οι εγκάθειρκτοι στα κάτεργα των υλικών αγαθών. Ούτε οι μασκαρεμένοι με τις δικαστικές ή τις ακαδημαϊκές τηβέννους, που είναι, συχνά, εγκάθειρκτοι μέσα στο ναρκισσισμό τους,. Όπως και καθένας, που αντιμετωπίζει τους άλλους σαν κατώτερα όντα, πράγματα και κοπάδια άλογων ζώων…

Δικαίωμα στο τραπέζι της βασιλείας έχουν οι άνθρωποι του περιθωρίου  και της ανάγκης. Οι απόκληροι και απόβλητοι της κοινωνίας. Οι ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι και οι αμαρτωλοί. Κι όλοι εκείνοι, που αντιμετωπίζουν την απόρριψη και την αποστροφή της κοινωνίας. Γιατί, αφού συναντούν ολόγυρά τους την άρνηση και την αποστροφή "αναγκάζονται" ν' ανακαλύψουν μέσα τους τη βασιλεία του Θεού. Ή ακόμη και να παραβιάσουν τις πόρτες της πολιτείας του Θεού, αφού βρίσκουν κλειστές τις πόρτες της κοινωνίας. Κι ενώ η κοινωνία του «καλού» υπόκοσμου τους πετάει στον Καιάδα της έσχατης ανυποληψίας, η ταπείνωσή τους μπορεί να τους εκτινάξει ακόμη και σε ύψη αγιότητας.…

Που σημαίνει ότι πέρα απ' την κλίμακα των κοσμικών διακρίσεων, υπάρχει νομοτελειακά και η κλίμακα των πνευματικών διακρίσεων. Που ακολουθεί, συνήθως, αντιστρόφως ανάλογη φορά και κατεύθυνση. Έτσι ώστε να ανέρχονται τις βαθμίδες της πνευματικής κλίμακας αυτοί, που γκρεμίζονται απ’  τις βαθμίδες  της κοινωνικής…

Και νοοτροπίες, όπως του Χίτλερ και του Μουσολίνι, που χαρακτηρίζουν πολλούς δικτάτορες και δικτατορίσκους ακόμη και της καθημερινής μας ζωής, αποδεικνύονται, όχι μόνο εγκληματικές, αλλά, σε τελική ανάλυση, μάταιες και ανόητες. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν χαρακτηρίζουν αρχιερείς, πάπες και πατριάρχες. Που, με ύψιστη μωρία, αντιμάχονται για τα πρωτεία και άλλα παρομοίως ανόητα…

Όλοι αυτοί δεν μπορούν να είναι φίλοι του Θεού και δεν έχουν δικαίωμα στη φιλοξενία του και στο τραπέζι της βασιλείας του. Δικαίωμα στη φιλοξενία του Θεού έχουν αυτοί που φιλοξενούν τους «ελάχιστους αδελφούς» του Χριστού, τους ανθρώπους της ανάγκης. Και βέβαια οι άνθρωποι της ανάγκης.

Ασφαλώς και σ’ αυτό το τραπέζι μας έχει καλεσμένους όλους ο Θεός. Αλλά είναι πάμπολλοι αυτοί, που αμετανόητα “αγρόν ή βόδια αγοράζουν", και ποτέ δεν «ευκαιρούν». Και μοιάζουν αντίγραφα των συντρόφων του Οδυσσέα. Για τους οποίους ο Όμηρος λέει:

"Μωροί, αυτοί, που έφαγαν του Ήλιου τα γελάδια κι εκείνος τους εστέρησε του γυρισμού τη μέρα". Για να επαναλάβει, σχετικά, και ο Σεφέρης:  "Πεινάσαμε στης γης την πλάτη. Κι αφού εφάγαμε καλά, πέσαμ’ εδώ στα χαμηλά, ανίδεοι και χορτάτοι"…

https://papailiasyfantis.wordpress.com

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2020

Τύπος καὶ Οὐσία (Λουκ. 13, 10-17)

 Μία ξεκάθαρη καὶ σαφέστατη καταδίκη τῆς θρησκευτικῆς τυπολατρίας ἀποτελεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε μετατρέψει τὶς ἐντoλὲs τοῦ Δεκαλόγου καὶ τοῦ Νόμου σὲ ἕνα στεῖρο σύστημα ὑποχρεώσεων καὶ περιορισμῶν. Ὁ παραλογισμὸς στὶς ἀντιδράσεις τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου τραγικός. Ὁ ἀρχισυνάγωγoς ἀγανακτεῖ, γιατί τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ μήνυμα, ἑπομένως, τῆς σημερινῆς περικoπῆς μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς ἀφορᾶ ὅλoυς, ἀφοῦ συχνά, ἴσως καὶ ἀσυναίσθητα, προτάσσουμε κάποιους θpησκευτικoὺς καὶ τελετουργικoὺs τύπους xωρὶς ἀντίκρισμα καρδιᾶς καὶ ζωῆς. Οἱ θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου φανερώνουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπηs καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει πάντοτε στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἡ οὐσία ὑπερβαίνει τὸν τύπο, παρόλ’ αὐτὰ ὁ τύπος χρειάζεται στὸ βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ περιφρουρεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν οὐσία.



Τύπος, ἀγάπη καὶ ἐλευθερία

Ἡ τυπολατρία, ὡς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσηλώνεται στοὺς τύπους καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, τῶν γεγονότων καὶ τῶν καταστάσεων, ἀποτελεῖ τὴν παθολογία τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη τάση εἶναι μιὰ μορφὴ σκλαβιᾶς τοῦ πνεύματος, ποὺ βάζει, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κανόνες πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνάγκες του. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε τὴν ὁμαλὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴ δομὴ κάθε θρησκευτικῆς ζωῆς, xωρὶς τυπικὲς διατάξεις, θεσμoὺs καὶ νόμoυς. Ἐλευθερία δὲν σημαίνει ἀσύδοτη καὶ ἀνεύθυνη παραβίαση τοῦ τύπου, ἀλλὰ προτίμηση τῆς οὐσίας, ὅταν αὐτὴ ἀχρηστεύεται ἀπὸ τὸν τύπο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι φτερὰ ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ ὄχι βαρίδια ποὺ μᾶς καταπιέζουν καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν ψυχή μας. Πρέπει νὰ εἶναι σκαλοπάτια, γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, καὶ ὄχι ἐμπόδια ποὺ μᾶς παγιδεύουν καὶ μᾶς κλειδώνουν στὴν τυπικότητά τους. Γιὰ τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ὁ ἐξωτερικὸς θρησκευτικὸς τύπος εἶναι ἀπαραίτητος ἀλλὰ καὶ κρίσιμoς. Εἶναι ἡ λυδία λίθos ποὺ δοκιμάζει τὴν ἐσωτερική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους.

Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ὅπου δὲν θέλει νὰ προχωρήσει στὸν ἀπαιτητικὸ δρόμο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ποὺ κοστίζει πολλά, κλείνεται καὶ περιχαρακώνεται στὸν ἐξωτερικὸ τύπο ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε. Νά, γιατί ἡ τυπολατρία εἶναι ἑλκυστική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀλέθρια, ἀφοῦ ἡ στείρα εὐσέβεια εἶναι τὸ ἡμίμετρο τῆς εὔκoληs θpησκευτικότητάs μας. Ὅπου διαστρεβλώνει καὶ κακοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μένει τελικὰ μὲ τὸ ἄδειο κέλυφός της. Ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στοὺς θpησκεuτικoὺς τύπους κρύβει κάτι ἀκόμη πιὸ ἀπειλητικό. Πρόκειται γιὰ μιὰ νέου εἴδους εἰδωλολατρία, ποὺ γίνεται πιὸ τρομακτική, ὅταν ἐμφανίζεται μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύλαξη τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τοῦ κάθε ἐξωτερικοῦ τύπου. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ προσέχουμε, κάθε φορὰ ποὺ μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ μένουμε στὴ μορφὴ καὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ νὰ χάνουμε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀγάπη. Σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπoς γιὰ τὸ Σάββατο» (Μάρκ. 2,27)· καὶ δυστυχῶς σήμερα βλέπουμε τὸ θρίαμβο τοῦ «Σαββάτου» πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ὁ θρίαμβos τῆς τυπoλατρίας ἐκδηλώνεται συχνὰ μὲ τὸ φανατισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῶν πιστῶν σὲ φατρίες, οἱ ὁπoῖες καταδικάζουν ὅλους τοὺς ἄλλouς ποὺ σκέπτονται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτούς. Συγκρούονται μεταξὺ τους καὶ ἐξαντλοῦν τὸ ζῆλο τους στὴν ὀρθότητα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανονισμῶν, στὴ βαρύτητα τῶν περιορισμῶν καὶ τῶν ἀπαγορεύεων, στὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητισμοῦ καὶ τῶν κανόνων.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂs ἀναρωτηθοῦμε, ὁ τύπος τῆς εὐσέβειάς μας ἀνταποκρίνεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο; Ποῦ, ἄραγε, μέσα στὴν εὐσέβειά μας βρίσκεται ὁ ἀνθρωπos γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἄν, ἴσως, μέσα στοὺς τύπους τῆς εὐσέβειάς μας ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἄγαπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Οἱ γιορτὲs ποὺ ἔρχονται εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσουμε. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...