Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2014

Ὁ ἐν σπηλαίῳ τεχθείς +Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Μελέτιος



Μυστήριο ὁ Χριστός. Μεγάλο καὶ ἀνεξερεύνητο μυστήριο, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήση κανεὶς νὰ βασανίση τὸ μυαλουδάκι του, καὶ μὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς ζωῆς Του καὶ ἂν θελήση νὰ καταπιαστῆ. Πρὶν ἀκόμη γεννηθῆ, ὁ ἄγγελος εἶχε εἰπεῖ: «Καλέσεις τὸν ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Δηλαδή, πρὶν γεννηθῆ, μᾶς λέγει ὁ ἄγγελος, ὅτι θὰ εἶναι ἀγόρι, θὰ μεγαλώση, θὰ ἀπόκτηση λαὸ καὶ θὰ σώση τὸν λαό του! Ὄχι ἀπὸ τὴν πείνα ἤ τὸν πόλεμο. Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες!

Καὶ νὰ τὸ ἐρώτημα: Ποιὸς μπορεῖ νὰ σώση ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του; Κανένας. Γιατί ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἔξω, εἶναι μέσα μας! Καὶ ἂν ἐκεῖ μέσα ἡ ἁμαρτία βασιλεύει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἐκθρόνιση; Κανένας ἄνθρωπος μὲ κανένα τρόπο! Πῶς λοιπὸν τολμάει κάποιος νὰ λέη: «Αὐτὸς σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»; Μπορεῖ ποτὲ αὐτὸ νὰ γίνη ἀλήθεια;

Λογικά, ἀπόλυτα ὄχι! Ὅμως ἡ ἐμπειρία, ποὺ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ τὴ λογική, γιατί δείχνει τὴν πραγματικότητα, γιατί εἶναι ρεαλισμὸς καὶ ὄχι ἀερολογίες καὶ νοσηροὶ ἰδεαλισμοί, μᾶς λέγει: Ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Τὸ ξέρουν καλά, τὸ ξέρουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία οἱ λυτρωμένοι. Ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Χριστὸς μπῆκε μέσα τους, στὴν καρδιά τους, καὶ ξεθρόνισε τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτό, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς σωστικῆς ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουν, τί σημαίνει Χριστούγεννα. Μόνο «οἱ λελυτρωμένοι ὑπὸ Κυρίου» μποροῦν νὰ ψάλουν τὸ «ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Αὐτοί, ὅταν στὸ «Πιστεύω» μᾶς φθάνουν στὰ λόγια «τὸν δι’ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα», συγκινοῦνται βαθύτατα καὶ πολλὲς φορὲς δακρύζουν.

Ἦταν πολὺ φυσικό, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκεσε μιὰ σπηλιά. Γιὰ δύο λόγους.

Ὁ ἕνας: γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ συνεπῶς καὶ τὰ σπίτια τους, ἦσαν πιὸ βρώμικες καὶ πιὸ βρώμικα ἀπὸ τὶς σπηλιές. Ἡ δυσωδία τῆς νεκρωμένης ψυχῆς εἶναι ἡ χειρότερη ἀπὸ ὅλες. Τὴν καταλαβαίνει, ὅποιος ἔχει μύτη γιὰ νὰ μυρίζεται, μάτια γιὰ νὰ βλέπη, αὐτιὰ γιὰ νὰ ἄκουη. Ἀκόμα κι ἐμεῖς «κάτι» καταλαβαίνομε. Ὅσο πιὸ ψηλὰ πνευματικὰ βρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος, τόσο πιὸ ἀνυπόφορα αἰσθητὴ τοῦ γίνεται ἡ μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης νεκρῆς ψυχῆς. Γιὰ φαντασθῆτε, τί ἀνυπόφορο θὰ ἦταν γιὰ τὸν Κύριο νὰ γεννηθῆ σ’ ἕνα τέτοιο σπίτι!

Ὁ δεύτερος: Ὁ Χριστὸς ἤθελε μὲ τὴ Γέννησί Του στὸ σπήλαιο νὰ μᾶς δείξη, ὅτι μπορεῖ νὰ μεταβάλλη, μὲ τὸ «ἔτσι θέλω» Του, τὰ σπήλαια καὶ τὴν ἀηδία καὶ σιχασιὰ τῶν σταύλων σὲ οὐρανό. Θυμηθῆτε, τί λέμε σὲ μία προσευχή μας:

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον.
Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον
Θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον
Τὴν φάτνην χωρίον,
ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος!

Καὶ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν οὐρανό, γύρω ἀπὸ τὸ Θρόνο, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἀχώρητο Θεό, καὶ ἐνῶ ἔλαμπε τὸ ἀστέρι, ποὺ ὁδηγοῦσε τοὺς μάγους, πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ὑμνοῦσαν τὸ Βρέφος καὶ ἔλεγαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Οἱ ἄγνωστοι, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα, μποροῦν νὰ λένε ὅ,τι θέλουν, ξερνώντας τὴν ἀνυπόφορη μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης ψυχῆς τους. Ὅσοι ὅμως γευτήκανε τὴ λύτρωσι, μὲ ἀρχηγὸ τὴν πανάχραντη τοῦ Χριστοῦ Μητέρα καὶ τοὺς ποιμένας καὶ τοὺς μάγους, σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. Καὶ δὲν χορταίνουν νὰ ψάλλουν:« Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».

Νὰ τοὺς λυπώμαστε τοὺς ἄθεους, τὶς παγωμένες καὶ νεκρωμένες ψυχές! Ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σῆψι.

Νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς, νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ ὁ Χριστός, νὰ μπῆ μέσα τους καὶ νὰ τοὺς ἀλλάξη. Νὰ τοὺς φωτίση. Νὰ τοὺς σώση ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Νὰ τοὺς ἐλευθέρωση.

Ἐκεῖνον νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, διότι: « Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ· εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».

Καὶ ἂς συνειδητοποιήσωμε τὸ χρέος μας: Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια νὰ τὴν κρατήσωμε καὶ νὰ τὴν διαδώσωμε.
Περιοδικὸ Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, τεῦχος 12

Ὁ Σιατίστης Παῦλος γιὰ τὰ Χριστούγεννα




-Πῶς ὁ Χριστὸς μὲ τὴ Γέννησή του ἀναγεννᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας;

Κατ’ ἀρχὴν σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ πού μου δίνετε τὴν δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνήσω μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀναγνῶστες σας καὶ μάλιστα καθ’ ὁδὸν καὶ ἐν πορείᾳ πρὸς τὴν Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, τὰ Χριστούγεννα.

Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονότα τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς καὶ ἱστορίας. Μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα καὶ προσωπικά. Ἔρχονται νὰ ἀπαντήσουν στὰ πιὸ καίρια ὑπαρξιακά μας ἐρωτήματα καὶ νὰ θεραπεύσουν τὶς πληγές μας. Ἀκόμη ἔρχονται νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ γεγονότα τοῦ σήμερα.

Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦταν μία ἠθικὴ παράβαση, ἀλλὰ ἕνας ὀντολογικὸς ἀκρωτηριασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ πειρασμὸς τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ἦταν ἐὰν θὰ θεωθεῖ διὰ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸ Θεὸ ἤ αὐτονομημένος ἀπὸ τὸν Θεό. Μιλᾶμε γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα λησμονώντας ὅμως τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῆς λέξεως ἁμαρτία.

Τὸ ρῆμα ἁμαρτάνω σημαίνει ἀποτυχαίνω, κάνω λάθος. Ἁμαρτία λοιπὸν σημαίνει ἀποτυχία. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία, δηλαδὴ ἡ ἀποτυχία, τοῦ πρώτου ἀνθρώπου;

Ὁ Ἀδὰμ ἐπεχείρησε νὰ γίνει Θεός, χωρὶς τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀπέτυχε. Ἀντὶ νὰ θεωθεῖ ὑπέταξε τὴν ζωή του στὴν φθορά, στὸν πόνο καὶ τελικὰ στὸν θάνατο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τίποτα ἀπὸ αὐτά. Ἡ φθορά, ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος ἦταν ἀνύπαρκτα στὴν κατάσταση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, δηλαδὴ στὴν ζωὴ πρὸ τῆς πτώσεως.

Ἡ πτώση λοιπὸν ὁδήγησε στὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ στὴν ὀντολογικὴ διαφθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἐπεχείρησε πολλὲς φορὲς μέσα στὴν ἱστορία νὰ ὑπερβεῖ τὴν θνητότητά του, ἀλλὰ ματαίως. Αὐτὴ ἡ ματαιότητα τῆς αὐτοσωτηρίας συνειδητοποιεῖται σὲ δύο ἐκφραστικὰ κείμενα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παραδόσεώς μας.

Στὸ ποίημα τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα. Ὁ Διγενὴς εἶναι ὁ δυνατὸς ἄνθρωπος ποὺ νικᾶ ὅποιον ἐπιχειρεῖ νὰ παλέψει μαζί του. Ἔρχεται ὅμως ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ παλέψει μὲ τὸν χάρο στὰ μαρμαρένια ἁλώνια. Ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Διγενὴς θὰ νικηθεῖ. Ἐκεῖ γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ὁ θάνατος θὰ νικήσει.

Τὸ δεύτερο κείμενο εἶναι ἡ Τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου «ὁ Προμηθέας Δεσμώτης». Καταδικασμένος ὁ Προμηθέας νὰ εἶναι δεμένος στὸν Καύκασο γιατί ἐπεχείρησε νὰ κλέψει τὸ ἱερὸν πῦρ ἀπὸ τοὺς Θεοὺς καὶ καθὼς ἕνα ὄρνεο κατὰ καιροὺς τοῦ κατατρώγει τὸ συκώτι μάταια ἀγωνίζεται νὰ ἐλευθερωθεῖ. Ὁ Ἑρμῆς ποὺ περνάει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ βλέπει τὸ μαρτύριό του τοῦ λέγει: «Ποτὲ δὲν θὰ πάρουν τέλος τὰ δεινά σου ἐκτὸς ἂν ὁ Θεὸς σὲ λυπηθεῖ καὶ στείλει κάποιον δικό του νὰ σὲ σώσει». Αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀδυναμίας γιὰ αὐτοσωτηρία ὁρίζει τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου», τὸν κατάλληλο καιρὸ κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς στέλνει κάποιο δικό Του.

Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση μας γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει. Τὰ Χριστούγεννα, στὰ ἄχραντα σπλάχνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ἀνθρώπινη φύση μας μπολιάζεται μὲ τὸ θεϊκὸ μπόλι.

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτήρας ὄχι μὲ κάτι ποὺ κάνει, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ ποὺ Εἶναι. Στὸ πρόσωπό του ἐνώνεται ἀσύγχυτα καὶ ἀδιαίρετα ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἕνωση εἶναι ἀσύγχυτη. Τὸ κάθε πρόσωπο διατηρεῖ τὴν ἑτερότητά του. Αὐτὸ σημαίνει τὸ σεβασμὸ τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, ἀλλὰ καὶ ἀδιαίρετη. Ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση μας κοινωνεῖ μὲ τὸ Θεὸ εἰς τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπερβαίνει τὴν θνητότητα.

Ἡ ὀντολογικὴ καταστροφὴ ἔχει πλέον θεραπευθεῖ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σηματοδοτεῖ τὴν θεραπεία καὶ ἀναγέννηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.



-Στὴν Ἁγία Γραφὴ οἱ προφῆτες μιλοῦν γιὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα μόνιμο θαῦμα;

Πολὺ σωστὰ τὸ ἐπισημαίνετε μὲ τὴν ἐρώτησή σας. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόσωπο μέσα στὴν ἱστορία τοῦ Ὁποίου ὄχι μόνο ἡ Γέννηση, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή, ὁ σταυρικός Του θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του προφητεύθηκαν αἰῶνες ὁλόκληρους πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνισή Του στὴ γῆ.

Οἱ προφητεῖες μάλιστα ἀναφέρονται καὶ σὲ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς Του. Ὁ προφήτης Ἠσαίας 800 χρόνια πρίν, ὁμιλεῖ μὲ πολὺ καθαρὸ τρόπο διὰ τὴν ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας Γέννησή Του σὰν νὰ τὴν βλέπει μπροστά του «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».

Δὲν ἀναφέρεται ἁπλῶς σὲ μία ἐκ Παρθένου Γέννηση ἑνὸς βρέφους, ἀλλὰ προσδιορίζει μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὴν ταυτότητά του. Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι πλέον μαζί μας. Οἱ προφητεῖες εἶναι ὁ μεγάλος ὀγκόλιθος τῆς ἱστορικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο.

Βλέπετε ἄλλωστε πόσο ἔντονο εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον διὰ τοῦ μοναδικοῦ προφητικοῦ βιβλίου τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.



-Ποιὰ εἶναι ἡ πνευματικὴ ἀναγεννητικὴ ἐμπειρία τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ;

Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ νοηματίζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ ζωὴ δὲν ἔχει νόημα γιατί τέλος της εἶναι ὁ θάνατος. Ἡ διάρκεια τῶν χρόνων τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει νόημα, ἀφοῦ τὸ τέλος θὰ εἶναι ὁ θάνατος καὶ ἡ ὥρα του εἶναι ἀβέβαιη.

Χωρὶς τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν κάθε μέρα τὸ ἃ-σκοπο θὰ συναγωνίζεται τὸ παράλογο, ἀλλὰ τὸν ἀγώνα θὰ τὸν κερδίζει πάντα τὸ τραγικό. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀφαιρεῖ τὴν ἀλογία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὰ Χριστούγεννα «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν.

Ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» θὰ μᾶς πεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Κάθε φορὰ ποὺ τελοῦμε τὴ Θεία Λειτουργία βιώνουμε τὰ Χριστούγεννα, καθὼς σὲ κάθε Λειτουργία προσφέρουμε τὴ ζωή μας στὸ Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου γιὰ νὰ γίνουν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία προσφέρεται πρὸς κοινωνία στὸν ἄνθρωπο.

Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν πῶς ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ θὰ γίνει ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας ἡ ἀπάντηση εἶναι μία. Μὲ τὴν ἔνταξή μας τὴν ὀργανικὴ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὁ Χριστὸς ἀνακλίνεται στὴν καρδία μας σὰν σὲ φάτνη.

Ἡ προσπάθεια ἡ δική μας εἶναι νὰ εὐπρεπίζουμε διαρκῶς τὴν φάτνη-καρδιά μας μὲ τὴν ἄσκηση, τὴ νήψη, τὴν ἐγρήγορση τὴν πνευματική. Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται ὀντολογικὰ καὶ φανερώνει στὴν καθημερινότητά του τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν φανερώνουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι.

Ὅσοι γνωρίσαμε στὴν σύγχρονη ἐποχὴ μορφὲς ὅπως ὁ π. Παίσιος, ὁ π. Πορφύριος, ὁ π. Ἰάκωβος, ὁ π. Σωφρόνιος, ὁ Παπὰ-Ἐφραὶμ καὶ τόσοι ἄλλοι νοιώθουμε πόσο ἀληθινὸ εἶναι αὐτό. Ἡ παρουσία τους καὶ τὸ πέρασμά τους ἀπὸ τὸν κόσμο δείχνει στὸν καθένα τὸν τρόπο ποὺ ἐσωτερικεύει τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν καθιστᾶ γεγονὸς τῆς δικῆς του ζωῆς καὶ ἀναγεννᾶται ὄχι συμβολικά, ἀλλὰ οὐσιαστικά.



-Πῶς ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπαντᾶ στὰ ἐρωτήματα: Ποιὸς εἶμαι; ἀπὸ ποῦ ἔρχομαι; Ποῦ πάω;

Τὰ Χριστούγεννα ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος. Στὸ ἐρώτημα: γιατί ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος; ὅλη ἡ πατερικὴ θεολογία ἀπαντᾶ: Γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεό. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ φανερώνει τὴν μεγαλωσύνη καὶ τὴν μοναδικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Πόσο ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος; Τόσο, ὥστε ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος γιὰ χάρη του. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μέτρο τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας.

Ἐὰν ἀφαιρέσουμε αὐτὸ τὸ μέτρο τότε ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἕνα ἀντικείμενο. Ἡ ἱστορία ἔχει ἀποδείξει ὅτι ὅσοι στὸ διάβα της εἶχαν στόχο τὸν Θεό, στὴν πραγματικότητα εἶχαν στόχο τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη στὸ Χριστὸ πολεμήθηκε γιὰ νὰ κρημνίσει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου.

Βλέπουμε στὶς μέρες μας τὸν εὐτελισμὸ καὶ τὴν ὑποτίμηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Οἱ ἀπρόσωπες δυνάμεις τῆς οἰκονομίας, τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς κατανάλωσης ἀχρήστευσαν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος λογαριάζεται σὰν καταναλωτικὴ μονάδα, σὰν ἕνα γρανάζι σὲ μία μηχανή. Βλέπετε ὅτι οὔτε ἡ παιδεία μας ὑπολήπτεται τὸν ἄνθρωπο. Στοχεύει στὸ μυαλό του ἤ στὰ χέρια του ἀλλὰ ὄχι στὴν προσωπικότητά του καὶ γι’αὐτὸ τὰ παιδιὰ μας ἀπορρίπτουν αὐτὴ τὴν παιδεία. Σκεπτόμαστε νὰ τὴν συνδέσουμε μὲ τὴν παραγωγὴ τὴν στιγμὴ ποὺ τὴν ἔχουμε ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν ἀγωγή.

Ἐνθυμοῦμαι, πρὶν πολλὰ χρόνια, εἶχα προσκληθεῖ στὸ Πολυτεχνεῖο τῆς Ξάνθης ἀπὸ τοὺς φοιτητὲς γιὰ νὰ κάνω μία ὁμιλία. Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς ἐπίσκεψης εἶχα μία συνάντηση στὴν ἕδρα τῆς ἀστροφυσικῆς μὲ μία ὁμάδα τότε βοηθῶν ποὺ σήμερα διαπρέπουν ὡς καθηγηταὶ καὶ τιμοῦν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ χώρα μας ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος.

Οἱ ἐκκολαπτόμενοι –τότε- ἐπιστήμονές μοῦ ἔθεσαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸ ἐρώτημα: «Τί νόημα ἔχει ἡ ἐπιστήμη μας; Γιά μᾶς, γιὰ τὴν ἐπιστήμη μας, μοῦ εἶπαν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρωτόνια, νετρόνια, ἠλεκτρόνια. Ἀλλὰ πρωτόνια, νετρόνια, ἠλεκτρόνια εἶναι καὶ τὰ ζῶα.

Γιατί λοιπὸν νὰ ὑπολογίσουμε τὸν ἄνθρωπο. Μόνο στὴ σκέψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι σφραγισμένος μὲ τὴν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ἀντιλαμβανόμεθα τὴν εὐθύνη μας γιὰ νὰ μὴν χρησιμοποιήσουμε τὴν ἐπιστήμη μας ἐναντίον τοῦ ἄνθρωπου».

Ὁ Θεάνθρωπος ἀποκαλύπτει ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Φανερώνει ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πρὸς τὸ μηδὲν καὶ τὸ πουθενὰ ἀλλὰ πρὸς τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν μετοχή του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μπαίνει μέσα στὸ χρόνο μας σὰν ἕνα βρέφος γιὰ νὰ μᾶς φανερώσει τὴν μεγαλωσύνη τοῦ κάθε παιδιοῦ. Αὐτὴν ποὺ τόσο εὔκολα ξεχνᾶμε, αὐτὴν ποὺ τόσο ἐγκληματικὰ καταστρέφουμε μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς ἐκτρώσεως.



-Ἡ φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό; Τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς;

Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία ὄντως ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό, τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ ὄχι τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς. Τὸ φῶς τῆς Θεογνωσίας διαλύει τὸ σκοτάδι, φωτίζει καὶ νοηματίζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ κοινωνεῖ τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο, τὸ θνητὸ μὲ τὸ ἀθάνατο. Τὸ κτιστό, ἡ κτιστὴ καὶ ὑποταγμένη στὴ φθορὰ ἀνθρώπινη φύση μας κοινωνώντας μὲ τὸν ἄκτιστο Θεὸ ὑπερβαίνει τὴν κτιστότητα καὶ τὴν θνητότητά της καὶ ἀχρηστεύει τὸν ἔσχατο δυνάστη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ποὺ εἶναι ὁ θάνατος.

Ὁ οὐρανὸς στήνει τὴν σκηνή του στὴ γῆ καὶ ἀνανεώνει τὴ ζωή της. Ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. Ὁ Χριστὸς εἶναι πλέον τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ νόημα τῆς ζωῆς του καὶ τὴν κλήση τὴν ὁποία ἔλαβε, τὴν κλήση τῆς θεώσεώς του.

Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος μπολιάζεται στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται κοινωνὸς τῆς ζωῆς του. Μὲ τὸ μπόλιασμα αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος γίνεται πιὸ δυνατὸς καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Καλεῖται, μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀλληλοπεριχωρηθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ νὰ συγκροτήσουν τὴν κοινωνία τῶν προσώπων ὡς μία ἀγαπητικὴ κοινωνία κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Τριαδικῆς.

Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Σάρτρ ἔλεγε: «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μου!» ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ ὅποιον συναντοῦσε στὸ δρόμο του τὸν προσφωνοῦσε μὲ τὰ λόγια: «Χριστὸς ἀνέστη! χαρά μου!».

Βλέπετε, γιὰ τὸν ἕνα, ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή του! γιὰ τὸν ἅγιο Σεραφείμ, ὁ ἄλλος εἶναι ἡ χαρά του! καὶ γιὰ σύνολη τὴν ἀσκητικὴ παράδοση: «εἶδες τὸν ἀδελφό σου, εἶδες τὸν Θεόν σου». Μία καίρια καὶ ἀπόλυτη διάκριση ἀνάμεσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ φῶς.



-Πεῖτε μας, τέλος, πῶς ἕνας Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ζήσει βιωματικὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἐθιμοτυπικά;

Τὸ ἐρώτημά σας μοῦ θυμίζει μία παλαιότερη ἐκπομπή μου σὲ ραδιόφωνο τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας μου. Ἤμουν καλεσμένος ἀπὸ μία δημοσιογράφο γιὰ ἄσχετο θέμα. Ξεκινώντας τὴν ἐκπομπή, ἦταν ἡ ἑβδομάδα ἡ μετὰ τὰ Θεοφάνεια, μοῦ εἶπε: «Πρὶν ξεκινήσουμε τὴν ἐκπομπὴ μας θέλω νὰ σᾶς θέσω ἕνα προσωπικό μου ἐρώτημα. Χθὲς τὸ ἀπόγευμα εἶχαν ἔλθει στὸ σπίτι μου μερικὲς φίλες γιὰ νὰ πιοῦμε καφέ. Συνειδητοποιήσαμε ὅλες ὅτι οἱ γιορτὲς εἶχαν περάσει καὶ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε καταλάβει σχεδὸν τίποτα. Κάναμε ἕνα ἀπολογισμὸ καὶ διαπιστώσαμε ὅτι καὶ οἰκονομικὰ καὶ ψυχολογικὰ καὶ πνευματικὰ εἴμασταν χαμένες καὶ μάλιστα νοιώθαμε μία κατάθλιψη νὰ μᾶς βαραίνει. Πεῖτε μου κάτι γι’ αὐτό!».

Τὴν ἐρώτησα πῶς πέρασε τὰ Χριστούγεννα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι τὴν παραμονὴ τὸ βράδυ μαζὶ μὲ κάποιες φιλικὲς οἰκογένειες εἶχαν πάει σὲ κάποιο κέντρο καὶ γύρισαν σχεδὸν ξημερώματα. Τὴν ρώτησα ἐὰν εἶχαν πάει στὴν Ἐκκλησία καὶ μοῦ ἀπάντησε ἀρνητικά. Τῆς ζήτησα νὰ σκεφθεῖ τί σχέση εἶχαν ὅλα αὐτὰ μὲ τὰ Χριστούγεννα.

Σὲ ποιοὺς χώρους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πῆγε, συνάντησε τὸν Χριστό. Γιατί θεωρεῖ ὅτι γιόρτασε Χριστούγεννα. Τῆς ἐξήγησα ὅτι οἱ ἑορτὲς ἔχουν ἀπὸ μόνες τους μία προσδοκία χαρᾶς καὶ ὅταν οἱ γιορτὲς περνᾶνε καὶ τὴ χαρὰ αὐτὴ δὲν τὴν ζοῦμε, γιατί τὶς ἑορτάζουμε μὲ λάθος τρόπο, τότε μετὰ τὶς ἑορτὲς ἡ κατάθλιψή μας γίνεται μεγαλύτερη· γι’αὐτὸ αὐτοὶ ποὺ μετὰ τὶς ἑορτὲς ἔχουν τὴν μεγαλύτερη πελατεία εἶναι οἱ ψυχίατροι.

Ξεκίνησα στὸ ἐρώτημά σας ἀπὸ ἕνα περιστατικὸ ἀρνητικὸ γιὰ νὰ καταλήξω στὴ θέση: Τὰ Χριστούγεννα εἶναι μία ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὴ ζήσουμε παρὰ μόνο στὴν Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὰ Χριστούγεννα δὲν λένε τίποτα στὸν ἄνθρωπο. Τὰ Χριστούγεννα εἶναι τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. Ἡ ἱστορία τέμνεται στὰ δύο στὴν πρὸ καὶ μετὰ Χριστὸν ἐποχή.

Ζῶ μετὰ Χριστὸν σημαίνει ὅτι ζῶ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Τὰ μεγάλα γεγονότα ἤ τὰ καταλαβαίνουμε καὶ ἐπηρεάζουν τὴ ζωή μας ἤ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε καὶ μᾶς ξεπερνᾶνε καὶ μένουμε στὴν πνευματική μας φτώχεια. Ζῶ βιωματικὰ τὰ Χριστούγεννα σημαίνει ὅτι τὰ ζῶ μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Προετοιμάζομαι μὲ τὴ νηστεία, ψηλαφῶ μὲ τὸ δικό τους φῶς τὸν κόσμο σήμερα, ἐκκλησιάζομαι καὶ μάλιστα τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ἀφήνω τὴν καρδιά μου νὰ γλυκαθεῖ ἀπὸ τοὺς γλυκύτατους καὶ θεολογικότατους ὕμνους τῶν Χριστουγέννων, μετατρέπω τὴν καρδιά μου σὲ φάτνη ὅπου διὰ τῆς Θείας κοινωνίας ἀνακλίνεται ὁ ἀχώρητος Θεὸς καὶ ἔτσι ἐπιστρέφω στὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσω τὰ ἔθιμα ὄχι σὰν ξεκάρφωτες συνήθειες, ἀλλὰ σὰν συνέχεια τῆς οὐσιαστικῆς βιώσεως τῶν Χριστουγέννων.

Τὰ Χριστούγεννα δὲν σημαίνουν κατανάλωση, ἀλλὰ σοβαρότητα καὶ προβληματισμό. Τὰ Χριστούγεννα γιὰ μία ἀκόμη φορὰ στέλνουν τὸ μήνυμα σ’ ἕνα κόσμο ποὺ παραπαίει.

Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῶν δικῶν μᾶς ἱκανοτήτων. Ἡ κένωση-ταπείνωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς γιὰ τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο γιὰ νὰ βρεῖ τὸν χαμένο ἑαυτό του καὶ νὰ συναντήσει ἀγαπητικὰ τὸν συνάνθρωπό του.

Η σημασία της Ενανθρώπησης για τον άνθρωπο

Ο ενανθρωπήσας Λόγος εξήλθε από τον εαυ­τό Του και δημιούργησε τον ίδιο τον εαυτό του άνθρωπο, κατά πάντα όμοιο με εμάς χωρίς αμαρ­τία, και έτσι ως Θεάνθρωπος έσωσε άπαξ και διά παντός τον άνθρωπο από τη φορά του προς την ανυπαρξία. Ο πρωτόγονος άνθρωπος της αμαρ­τίας αναγεννάται στο πρόσωπο του γεννήτορα της καινής ζωής.
Με την ενανθρώπηση του Λόγου αποκα­λύπτεται όχι μόνον η αλήθεια για τον τριαδικό Θεό, αλλά φανερώνεται και η πλήρης αλήθεια για τον κόσμο και τον αληθινό, τον αυθεντικό και πλήρη άνθρωπο. Άμεση συνέπεια τούτου είναι ότι η ορθόδοξη περί ανθρώπου διδασκαλία θεμελιώ­νεται απαραιτήτως στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού. Ο Θεάνθρωπος είναι το «αρχέτυπο», το «υπόδειγμα» και ο «υπογραμμός» του αληθινού ανθρώπου. Η αληθινή γνώση για τον Θεό, προ­ερχόμενη απ’ όσα μας γνωστοποιεί η γέννηση του Χριστού -«η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών ανέτειλε τω κόσμω, το φως το της γνώσεως»- (Απολυτίκιο Χριστουγέννων), οδηγεί και σε αληθινή γνώση για τον άνθρωπο.
shmasiaenan8rwp2
Το μυστήριο της ενανθρώπησης έλυσε ορι­στικά το πρόβλημα της αλήθειας για τον Θεό και τον άνθρωπο ταυτόχρονα. Αυτό οφείλεται στην ιστορική πραγματικότητα και στη διαχρονική πί­στη της εκκλησιαστικής κοινότητας ότι ο Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος και αληθής Θεός, αλλά και τέλειος και αληθής άνθρωπος, είναι Θεάνθρωπος. Επομένως την αλήθεια του αυθεντικού ανθρώπου αποκάλυψε και φανέρωσε αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Χριστός.
Στην Ορθόδοξη παράδοση και ζωή, η αλήθεια περί Θεού και ανθρώπου ταυτίζεται πάντοτε με συγκεκριμένο πρόσωπο και ουδέποτε νοείται ανυποστάτως και απροσώπως. Η πληρότητα και καθολικότητα αυτής της αλήθειας είναι το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο οποίος διακήρυξε: «Εγώ ειμί η αλήθεια». Η «Αλήθεια» της αυθεντικής ύπαρξης του ανθρώπου «διά Ιησού Χριστού εγένετο». Την αλήθεια αυτή εξέφρασε η αυτοαλήθεια, ο Χριστός εμπράκτως, όχι ως λέγειν, αλλά ως ποιείν, ως «ο ποιών την αλήθειαν». Αυτό σημαίνει ότι η δυνα­τότητα ανάδειξης και τελείωσης του εν Χριστώ ανθρώπου υπάρχει μόνο μετά την ενανθρώπηση. Το να είναι αληθινός και αυθεντικός ο άνθρωπος είναι ταυτόσημο με το να κοινωνεί με τον Θεάν­θρωπο Χριστό και να μετέχει στη χριστοζωή. Γι’ αυτό ακριβώς οι έχοντες κοινωνία μαζί Του, οι φίλοι Του, οι άγιοι, γνωρίζουν εμπειρικά ότι ο Χριστός δεν είναι μόνο «η οδός, η αλήθεια», αλλά και «η ζωή». Η κοινωνία των πιστών μαζί Του είναι ζωή ή ορθότερα πλησμονή ζωής «ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν».
Ο Λόγος, όντας τέλειος Θεός, προσέλαβε ολό­κληρη την ανθρώπινη φύση, έγινε τέλειος άν­θρωπος και αναδημιούργησε, θέωσε και έσωσε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Και τούτο διότι, κατά τους Πατέρες, ό,τι δεν προσλαμβάνεται στο πρόσωπο του Χριστού, αυτό δεν αναδημιουργεί­ται και δεν σώζεται («το απρόσληπτον και αθεράπευτον»). Άμεση συνέπεια αυτού είναι ότι το έργο του Χριστού αφορά στη σωτηρία «όλου» του ανθρώπου, αλλά συμπεριλαμβάνει και ολόκλη­ρη την κτιστή πραγματικότητα. Έτσι κατανοείται γιατί ένας «ελλιπής» ή «μειωμένος» Χριστός, είτε κατά τη θεότητά Του είτε κατά την ανθρωπότητά Του, δεν μπορεί να σώσει και να λυτρώσει τον άνθρωπο. Επομένως, πρέπει ο «όλος» άνθρωπος να προσληφθεί από τον Θεό, όπως, αντιστοίχως, πρέπει ο «όλος» άνθρωπος, κατά τη λειτουργική έκφραση, να εμπιστευθεί, να παραθέσει «πάσαν την ζωήν αυτού Χριστώ τω Θεω».
Το σχέδιο της σωτηριώδους Οικονομίας εκδιπλώνεται κυρίως με τη φανέρωση του νέου Αδάμ, του Χριστού. Ο παλαιός Αδάμ δεν είναι πλέον «υπόδειγμα» του νέου, αλλά ο νέος του παλαιού. Η ανθρώπινη φύση πλάσθηκε από την αρχή χάριν του καινούργιου ανθρώπου, τον οποίο φανέρωσε ο Χριστός. Στο πρόσωπο του Συνδημιουργού των πάντων, συντελείται μία δεύτερη δημιουργία και ο άνθρωπος ξαναβρίσκει τον κατά φύσιν τρόπο ζωής του.
Από την ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση στη μία υπόσταση του Θεού Λόγου προ­κύπτουν άμεσες σωτηριολογικές συνέπειες για τον άνθρωπο. Μία απ’ αυτές είναι ό,τι αποκτά η ανθρώπινη φύση από τη θεότητα, μεταδίδεται και σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε ένα μέλος της Εκκλησί­ας. Ολόκληρο το μυστήριο της θείας Οικονομίας, όπως και κάθε επιμέρους πτυχή του, αναφέρεται στον άνθρωπο. Ο αυθεντικός λόγος περί Χριστού γίνεται πλέον ο αληθινός λόγος για τον αυθεντικό άνθρωπο και όσα αφορούν στον Χριστό νοηματοδοτούν όσα αφορούν και τον άνθρωπο. Γι’ αυτό κάθε παραχάραξη ή αλλοίωση της ορθής πίστης για τον Χριστό έχει άμεσο αντίκτυπο στην περί ανθρώπου και σωτηρίας του διδασκαλία της Εκ­κλησίας.
Ο Χριστός είναι «εικών απαράλλακτος» του Θε­ού και Πατρός. Ο δε άνθρωπος είναι «αμυδρά» εικόνα του Θεού, καθώς είναι κατ’ εικόνα του Χριστού δημιουργημένος, αποτελεί κατ’ εικόνα της Εικόνος. Ο άνθρωπος για να αναδειχθεί αλη­θινός άνθρωπος πρέπει να γίνει αυτό για το οποίο πλάστηκε, δηλαδή κατ’ εικόνα Χριστού. Όπως το πρωτότυπο, ο Χριστός, δεν μπορεί να υπάρξει απροσώπως, παρά μόνο σε προσωπική σχέση αγάπης και κοινωνίας, το ίδιο ακριβώς πρέπει να συμβαίνει και με την εικόνα Του, τον άνθρωπο, που έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει σχέση αγάπης και να είναι ενσωματωμένος στην πρω­τότυπη και μοναδική εικόνα του Πατρός, στον Χριστό. Επομένως, όταν ο άνθρωπος μετέχει στην εν Χριστώ ζωή είναι αυθεντικός άνθρωπος. Τότε πράγματι μπορεί να επανεύρει εκ νέου το «Αρχέτυπον κάλλος της εικόνος του», να φανερώσει το αλη­θινό μέγεθός του, να αναδειχθεί, να τελειωθεί ως άνθρωπος, φθάνοντας μέχρι του σημείου να γίνει κατά χάριν θεός.
Η μύηση και η περαιτέρω κατανόηση του πλού­του της ορθόδοξης θεολογίας, που επιχειρήθηκε εδώ με όσα αδρομερώς εξετέθησαν, αλλά και η ένταξη στην εν Χριστώ ζωή πραγματοποιούνται και ολοκληρώνονται με συγκεκριμένο τρόπο στη μήτρα της λειτουργικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Τα Χριστούγεννα βιώνονται και τώρα, «σήμερον» («Σήμερον γεννάται…»), διά της μυστηριακής μετο­χής και κοινωνίας ενός εκάστου. Η ασφαλέστατη οδός και μέθοδος της ερμηνευτικής και βιωματι­κής προσέγγισής τους περνά απαραιτήτως μέσα από την εμπειρία των ιερών μυστηρίων και κυρί­ως από την ευχαριστιακή κοινωνία, στην οποία ο πιστός οικειώνεται το γεγονός της ενανθρώ­πησης του Λόγου «δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν».
Διά αυτού του συγκεκριμένου και πραγματοποι­ήσιμου τρόπου κατανοείται ευχερέστερα και πλη­ρέστερα ότι το γεγονός των Χριστουγέννων έχει μέγιστη σημασία, αφού προσφέρει τη δυνατότητα αληθινής ζωής και σωτηρίας σε κάθε άνθρωπο. Στην ορθόδοξη παράδοση η θεανθρώπινη ζωή του Χριστού είναι πραγματικά η αληθινή ζωή όλου του ανθρωπίνου γένους, αλλά και ζωή του κάθε μέλους του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Αυτή η καινούργια, η αληθινή ζωή γεννήθηκε για όλους τα Χριστούγεννα και δίδεται σε όλους μέσω των Χριστουγέννων, γιατί ακριβώς τα Χριστούγεν­να ενανθρώπησε ο Θεός, γεννήθηκε ο Χριστός, η όντως ζωή, η «ζώσα» και «βέβαιη ελπίδα» και «οδός σωτηρίας» πάντων ημών. Ταυτόχρονα, με την ενσάρκωση, τη φιλάνθρωπη συγκατάβαση και κένωση της αγάπης του Θεού, φανερώθηκαν το μέγεθος, η αλήθεια και η προοπτική της κατά χάριν θέωσης του ανθρώπου.
(Απόσπασμα από το άρθρο: Χριστούγεννα: Το μυστήριο του Θεού και του ανθρώπου)
πηγή

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

       Χριστούγεννα πάλι. Σε μία εποχή σύγχυσης και αποπροσανατολισμού, όπου οι άνθρωποι έχουν μείνει στο παρελθόν της ευμάρειας, θρηνούν για τους χαμένους παραδείσους της άνεσης, της κατανάλωσης, της απληστίας, της ψεύτικης ισχύος, χωρίς να βλέπουν ότι όλα αυτά χάθηκαν γιατί απωλέσαμε το μέτρο, απωλέσαμε την πίστη, απωλέσαμε την διάθεση για κόπο συλλογικό. Σε μια εποχή όπου η αμαρτία θεωρείται δικαίωμα, όπου το χαμόγελο είναι προσποιητό και μένουμε κολλημένοι στις μικρότητές μας. Σε μία εποχή όπου η παιδεία δεν νοιάζεται για την καλλιέργεια χαρακτήρων, αλλά μόνο για γνώσεις, στείρες απομνημονεύσεις, όπου το όραμα είναι οι επαναστάτες χωρίς αιτία ή τα πειθήνια όργανα ενός συστήματος που δεν αγαπά.
            Χριστούγεννα πάλι. Και θέλουμε ελπίδα. Θέλουμε νόημα. Θέλουμε κάτι για να ξυπνήσει τις καρδιές μας. Κάτι ή Κάποιον;
           Χριστούγεννα πάλι. Θα στολίσουμε τα δέντρα μας, θα ανταλλάξουμε τα δώρα μας, θα πούμε τα κάλαντά μας, θα κάνουμε την ελεημοσύνη μας, θα ψωνίσουμε για να τονωθεί η αγορά, θα παρακολουθήσουμε τις εορταστικές εκδηλώσεις, θα ζητήσουμε από τα παιδιά να δώσουν ένα ίχνος χαράς στη ζωή μας. Μπορεί και το πρωί της μεγάλης μέρας, ακούγοντας την καμπάνα να χτυπά χαρούμενα, να νιώσουμε την ανάγκη  να περάσουμε από το ναό της γειτονιάς μας, να ανάψουμε ένα κερί και να φάμε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι σαν μία ξεχωριστή μέρα της ζωής μας.
            Χριστούγεννα πάλι. Ναι, θέλουμε Κάποιον να μας δώσει ελπίδα. Ή  να γίνει ο Ίδιος η ελπίδα.
         Ο λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας σήμερα είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ. Μηνύματα που μαρτυρούν ένα πέρασμα από τη ζωή την δική μας, την καθημερινή, την ανθρώπινη, αυτή των επιθυμιών και των λογισμών, των ανεκπλήρωτων και των εκπληρούμενων, από τη ζωή της ανάγκης και της στόχευσης στον εαυτό μας, στη ζωή που βγαίνει από το εγώ και συναντά το εμείς, τον άλλο, αυτόν που καλούμαστε να βάλουμε στην καρδιά μας και να μπούμε στη δική του καρδιά, μα πρωτίστως την συνάντηση με Εκείνον τον Κάποιο που προσέλαβε τη ζωή μας για να γίνει η Ζωή μας. Το ταπεινό νήπιο της Βηθλεέμ, το οποίο μπήκε στο χρόνο μας για να γίνει ο Χρόνος της αιωνιότητας για μας. Που μπήκε στον κόσμο από αγάπη και φανερώθηκε ως η  Αγάπη. «Που έγινε άνθρωπος, για να λάβουμε από Εκείνον το δώρο να γίνουμε θεοί κατά χάριν»(Μέγας Αθανάσιος).
            «Ο Θεός δεν εγκατέλειψε το δημιούργημά Του, το γένος των ανθρώπων, όταν αυτό βάδιζε  στη φθορά. Αλλά με την προσφορά του δικού του σώματος εξαφάνισε τον επερχόμενο θάνατο. Διόρθωσε με την διδασκαλία του την αμέλεια των ανθρώπων και κατάφερε με τη δύναμή Του να επιτελέσει όλα τα ανθρώπινα» (Μέγας Αθανάσιος).  «Οι άνθρωποι  νικημένοι από τις πρόσκαιρες ηδονές και τις δαιμονικές φαντασιώσεις και πλεκτάνες, δεν παραδέχτηκαν την αλήθεια. Γέμισαν την ψυχή τους με χίλιες δυο κακίες και αμαρτίες, ώστε από τη συμπεριφορά τους να μη θεωρούνται πλέον λογικοί αλλά ανόητοι. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Θεός; Τι άλλο παρά ν’ ανανεώσει το κατ’ εικόνα, ώστε μέσω αυτού να μπορέσουν να τον γνωρίσουν και πάλι οι άνθρωποι; Και πώς θα γινόταν αυτό, εκτός αν ερχόταν σε μας η εικόνα του Θεού, δηλαδή ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός; Διότι όλοι οι άνθρωποι είχαν πληγωθεί και αναστατωθεί ψυχικά από τις δαιμονικές απάτες και τη ματαιότητα των ειδώλων. Πώς λοιπόν θα έπειθαν την ψυχή και το νου των συνανθρώπων τους για θέματα που ούτε οι ίδιοι μπορούν να δουν; Αυτό που δεν βλέπει κανείς, πώς θα το διδάξει και σ’ άλλους; Ποιόν χρειαζόμασταν, λοιπόν, παρά το Λόγο του Θεού που βλέπει τη ψυχή και το νου μας, που κινεί όλη την κτίση και μέσω αυτών μας καθιστά γνωστό τον Πατέρα; Και το πιο παράδοξο είναι ότι ο Λόγος του Θεού, ενώ δίδαξε με πιο φτωχές λέξεις, επισκίασε τους μεγάλους σοφιστές· κατάργησε τις διδασκαλίες τους, όλους τους τράβηξε προς τον εαυτό του και γέμισε τις εκκλησίες του. Και το ακόμη πιο θαυμαστό είναι ότι με την κάθοδό του σαν άνθρωπος στον άδη κατάργησε τα μεγάλα λόγια των σοφών για τα είδωλα... Αλλά για την έρευνα των Γραφών και την αληθινή γνώση τους  χρειάζεται έντιμος βίος, καθαρή ψυχή και χριστιανική αρετή» (Μέγας Αθανάσιος).
            Αυτά τα τελευταία λόγια μας δείχνουν ότι για να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα με Χριστό, χρειάζεται να ξαναβρούμε Ποιος είναι η Αλήθεια και τι είναι αληθινό στη ζωή μας. Να μη μείνουμε σε ό,τι μας ευχαριστεί, αλλά να αφήσουμε στην άκρη είδωλα, ψεύτικες ιδέες ευτυχίας, ψεύτικα πρότυπα, μεγάλα λόγια και να ξαναγίνουμε παιδιά του Θεού. Στις εκκλησιές μας, στο μυστήριο της Ευχαριστίας, στην ευγνωμοσύνη για Εκείνον που μας αγαπά τόσο ώστε να γίνει Ένας από μας. Να ξαναβρούμε τις αξίες της εντιμότητας στη ζωή, της καθαρής ψυχής και της χριστιανικής αρετής. Αυτές που η εποχή μας λησμόνησε. Αυτές που ο Χριστός μας τις δίνει ως τον τρόπο της δωρεάς που μας οδηγεί στην Βασιλεία Του. Και να μεταμορφώσουμε κάθε έργο μας, την παιδεία μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους, τον τρόπο της πολιτικής και της κοινωνίας, τον τρόπο του πολιτισμού ο καθένας με τον αγώνα του Εκείνος να είναι το νόημά μας.
Χριστούγεννα πάλι. Θα μείνουμε στον τρόπο της αμαρτίας, της αποτυχίας, θα μείνουμε στην όψη της γιορτής, ή θα ζήσουμε Εκείνον που έδωσε και έγινε η Ζωή μας;
Η απάντηση περνά από την Εκκλησία!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
βλ. και https://www.youtube.com/watch?v=v-ECsMIuLRs

Χριστούγεννα - Anthony Bloom




Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρεται ὅτι μέχρι πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε παρακμάσει στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, δεδομένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε χάσει τὴν ἐπαφή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἡ κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων εἶχε καταστεῖ ἀμυδρή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει ὅτι στὸ ἑξῆς (μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου), ὁλόκληρη ἡ δημιουργία προσμένει μὲ λαχτάρα τὴν τελικὴ ἔλευση καὶ ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, προσμένει δηλαδὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχει γίνει πραγματικὰ ἄνθρωπος μὲ πληρότητα, μὲ ὅλη τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ δόξα ποὺ περικλείει αὐτὴ ἡ ἀποστολή του.

Καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ ἑορτάζουμε τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐποχῆς ἦρθε. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε παρακμάσει καὶ γεράσει (ἐξαιτίας τῆς πορείας της στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων), ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Θεὸς ὡς παντοδύναμος προξενοῦσε μὲν τὸ δέος ἀλλὰ φαινόταν ἀπόμακρος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔφτασε στὸ τέλος της. «Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝ ΜΕΣΩ ΗΜΩΝ», αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξης «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ», ὁ Θεὸς δηλαδὴ βρίσκεται ἀνάμεσά μας. Ἔκτοτε ὁ κόσμος δὲν εἶναι ὁ ἴδιος. Μένουμε σὲ ἕνα κόσμο ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά μας, εἶναι ἡ ζῶσα ἰσχύς, ἡ ἔμπνευση, ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἡ αἰωνιότητα ἔχει ἤδη ἔρθει. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὸ Ἱερὸ Βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ «τέλος», χρησιμοποιώντας στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα ὄχι τὸ οὐδέτερο γένος ποὺ θὰ ἦταν σωστὸ Γραμματικὰ ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸ γένος, ἐπειδὴ στὴ λέξη τέλος δὲν ἀποδίδει τὴν ἔννοια τῆς μιᾶς δεδομένης στιγμῆς μέσα στὸ χρόνο, οὔτε τὴν ἔννοια ἑνὸς συμβάντος, ἀλλὰ «Τέλος» εἶναι ὁ ἐρχόμενος Κύριος.

Ναὶ ὅλοι περιμένουμε τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος θὰ ἐπιστρέψει μὲ δόξα, τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας ὅπου θὰ γίνει ἡ κρίση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπ’ ἀρχῆς, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ εἶναι τὰ πάντα (ἡ μοναδικὴ πραγματικότητα καὶ ἡ μοναδικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὰ πάντα δηλαδή). Ἤδη ὅμως ὁ Θεὸς βρίσκεται ἀνάμεσά μας καὶ ἔχουμε ὀπτική τοῦ προορισμοῦ ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ τί μπορεῖ νὰ γίνει ἐφόσον ἔχει κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Πρόκειται γιὰ τὴν προσφορά του πρὸς ἐμᾶς. Ὁ Θεὸς προσφέρει τὴν ἀγάπη του, ὁ Θεὸς προσφέρει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ – ὄχι μόνο μέσω τῶν Τιμίων Δώρων στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας -, ἀλλὰ μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους. Εἶναι ἕτοιμος νὰ εἰσέλθει στὴ ζωή μας, νὰ γεμίσει τὶς καρδιές μας, νὰ «ἐνθρονισθεῖ» στὸ νοῦ μας, νὰ ὁδηγήσει τὴ θέλησή μας ὥστε νὰ ταυτίζεται μὲ τὴ δική του θέληση, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει αὐτό, γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε ἐμεῖς νὰ τὸ πράξει, πρέπει νὰ τοῦ παραδώσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, πρέπει νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη μὲ ἀγάπη, στὴν πίστη ποὺ ἔχει αὐτὸς σὲ ἐμᾶς μὲ πίστη, δηλαδὴ πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σὲ Αὐτὸν καὶ ἐντιμότητα ἀπέναντί Του. Καὶ σιγὰ-σιγά, κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ σύμπνοια θὰ γίνουμε τὸ πανίσχυρο Βασίλειο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται, ἡ ἀρχὴ τοῦ πληρώματος τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἔνδοξης καὶ τελικῆς νίκης.

Δὲν ἀξίζει γιὰ αὐτὸ τὸ σκοπὸ νὰ ἀγωνιζόμαστε; Δὲν ἀξίζει νὰ ἀποστραφοῦμε κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν πληρότητα ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει τὸ εἶναι μας, κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν πλησίον μας, κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐπιτρέψουμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ γίνουμε στὸ ἑξῆς καινούργιοι ἄνθρωποι;

Τώρα λοιπὸν ποὺ ἤδη ἡ ἀρχὴ ἔχει γίνει καὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὸ τέλος τῆς παρούσης μορφῆς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς δηλαδή, εἶναι ἤδη ἀνάμεσά μας, ἂς κάνουμε τὰ ἑξῆς: Ἂς ὑπερνικήσουμε ὅλα τὰ δεδομένα αὐτῆς τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἀνώφελα καὶ δὲν ἔχουν πραγματικὴ ἀξία γιά μᾶς καὶ τὸν προορισμό μας καὶ ἂς ἐπιτρέψουμε στὸ Θεὸ θριαμβευτικὰ νὰ μεταμορφώσει τὴ ζωή μας.

Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἀγάπη Του σὲ ἐμᾶς! Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς γιὰ τὴν πίστη ποὺ ἔχει πρὸς ἐμᾶς, γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ γιὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἔχει ἐναποθέσει σὲ μᾶς! Ἀμήν!

Μοναχισμός, ἡ αὐθεντικὴ βίωση τοῦ Εὐαγγελίου




«Τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι τὸ Μέγα τῆς εὐσεβείας Μυστήριον• ὅτι ὁ Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί.

Εἰς αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιον, εἰς τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως θεμελιοῦται ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι τὸ περιεχόμενόν Της, Αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή Της, Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν βιώνομε τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, ὡς προϋπόθεσιν τῆς ἰδικῆς μας θεώσεως. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἐνηνθρώπησε δύναται νὰ θεωθῆ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ αὐτὴν τὴν θέωσιν, αὐτὴν τὴ μοναδικὴν δυνατότητα ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου, ἀναζητοῦμεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ Μοναχισμός, ὡς ἡ γρηγοροῦσα συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας ὑπενθυμίζει διαρκῶς αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν. Καλεῖ ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ μὴν λησμονήση αὐτὸν τὸν στόχον, νὰ μὴν παγιδευθῆ εἰς τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου τὸ ὁποῖον παράγεται. Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι μία διαρκὴς μαρτυρία τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, μαρτυρία καὶ τοῦ στόχου, ἀλλὰ καὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς. Ὁ Μοναχισμὸς πτερούμενος ὑπὸ τοῦ Θείου ἔρωτος εἶναι μία διαρκὴς μαρτυρία, ἀλλὰ καὶ διαμαρτυρία, διὰ τὸν κίνδυνον ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνη μία συμβατικὴ σχέσις.

Ὁ Μοναχὸς ἐξέρχεται τοῦ κόσμου διὰ νὰ ζήση τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὸν σκοπὸ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔξοδος αὐτὴ δὲν σημαίνει ἄρνησιν τῆς κοινωνίας ἢ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ἀλλὰ ἔνταξιν αὐτῶν εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἔξοδος πραγματοποιεῖται ὡς πορεία πρὸς τὴν ἐλευθερίαν τοῦ Θεοῦ καὶ μετοχὴ εἰς αὐτὴν καὶ συντελεῖται μὲ τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν. Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς εἶναι ἡσυχαστικός. Ἡ νοερὰ ἡσυχία τοῦ ὀρθοδόξου Μοναχοῦ γεννᾶται ἀπὸ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν ἐκζήτησιν τῆς φυλάξεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μοναχὸς εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ, μία νήφουσα καὶ συνεχῶς ἀσκουμένη ὕπαρξις, ἀσκουμένη εἰς τὸ νὰ ἀπαρνηθῆ κάθε τι ποὺ δὲν εἶναι Θεὸς ἢ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιτύχη τὴν ὁλοκληρωτικὴν ἀναφορὰν καὶ ἀφιέρωσιν εἰς τὸν Κύριον.

Αἱ Μοναχικαὶ ὑποσχέσεις αἱ ὁποῖαι σκελετώνουν τὴν αὐθεντικὴν ζωὴν τῶν Μοναχῶν εὑρίσκονται εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην καὶ ἀπηχοῦν τὰς ἀπαντήσεις τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς πειρασμοὺς τῆς Ἐρήμου. Μὲ τὰς ὑποσχέσεις αὐτὰς ἡ μοναχικὴ ἄσκησις διατηρεῖ τὸν εὐαγγελικὸ αὐτῆς χαρακτήρα καὶ νικᾶ τοὺς δαιμονικοὺς πειρασμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἐπιχειρεῖται ἡ διαφθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἡ αἰχμαλωσία εἰς τὸν «ζωώδη εὐτυχισμόν».

Ὁ Μοναχισμὸς βιοῦται ὡς μυστήριον μετανοίας ἀλλὰ καὶ ὡς μυστήριον ἀγάπης. Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ μετρᾶ τὰ πάντα μὲ τὸ μέτρον τῆς ἀγάπης, τῆς καθολικῆς σωτηρίας τῶν πάντων.

Ὀφείλομεν νὰ διαφυλάξωμεν τὸν Μοναχισμὸν ἀπὸ τὸν κίνδυνον παραχαράξεώς του καὶ ἐκδυτικισμοῦ του. Βασικὴ μέριμνα τοῦ ἀληθινοῦ Μοναχοῦ δὲν εἶναι νὰ κάνει κάτι, ἀλλὰ νὰ εἶναι κάτι. Ἔργον τοῦ Μοναχοῦ εἶναι ἡ φανέρωσις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ θνητὶ σαρκὶ αὐτοῦ.

Ἀποστολὴ τοῦ Μοναχισμοῦ δὲν εἶναι ἡ ὑποκατάστασις τοῦ Ἐνοριακοῦ ἔργου καὶ τῆς Ἐνοριακῆς ποιμαντικῆς δραστηριότητος. Οἱ ἄνθρωποι καὶ δὴ οἱ νέοι δὲν περιμένουν ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοὺς προσφέρει ὁ κόσμος ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀληθῶς ἀναζητοῦν, ἁγιότητα, ἀλήθειαν καὶ ἀγάπην, δηλαδὴ τὴν οὐσίαν τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας.

Εἰς τὸ κατώφλιον τῆς νέας χιλιετίας ὁ πατερικὸς λόγος ὡς κατάθεσις ἀληθείας ἀλλὰ καὶ ὡς στόχος ζωῆς «Φῶς μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δὲ ἀνθρώποις Μοναχικὴ πολιτεία» εἶναι ὑπὲρ ποτὲ ἄλλοτε σήμερον ἐπίκαιρος».
πηγή

Συμεών ο Νέος Θεολόγος: Πού ακούσθηκε ποτέ ότι ο δαίμων είπε πώς ο Θεός είναι αίτιος της δικής του απωλείας;


Λόγος προτρεπτικός για τη μετάνοια και στο ρητό του αποστόλου «αυτούς που προγνώρισε, τούτους και προόρισε». Ακολουθεί απόσπασμα.



«...Άνθρωποι, γιατί δεν σκέπτεσθε αυτά που σας σώζουν αλλά εκείνα που σας καταστρέφουν, και εκλέγοντας τα δυσνόητα χωρία της Θεόπνευστης Γραφής τα παρερμηνεύετε και τα διαστρεβλώνετε και τα αντιλαμβάνεσθε πρός απώλεια σας; [...]

Πράγματι, κι ακόμη κάποιος είναι τελώνης, ή πόρνος, ή μοιχός, ή φονεύς, ή οτιδήποτε άλλο, δεν τον αποστρέφεται ο Δεσπότης, αλλά σηκώνει το φορτίο των αμαρτημάτων του, και τον αποδεικνύει εκείνον πάλι ελεύθερο. Και πώς σηκώνει το φορτίο του; Όπως εσήκωσε κάποτε και του παραλυτικού, λέγοντας του·  «τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (ΜΘ. 9.2), κι αμέσως ανακουφίσθηκε από το βάρος και απέκτησε την θεραπεία του σώματος του. [...]

Και αφού έγινε άνθρωπος ήλθε για σένα εκεί που βρίσκεσαι κατάκοιτος· και καθημερινά σε επισκέπτεται πολλές φορές, άλλοτε αυτός ο ίδιος και άλλοτε με τους δούλους του, και σε παρακαλεί να σηκωθείς από εκεί όπου είσαι πεσμένος και να τον ακολουθήσεις κατά το ανέβασμα του προς την Βασιλεία των Ουρανών και να εισέλθεις μαζί του σ'αυτήν. Και όμως δεν θέλεις. Πες μου λοιπόν, ποιός είναι αίτιος της απώλειας σου και της παρακοής σου; Ποιός είναι αίτιος, εσύ που απειθείς και δεν θέλεις ν'ακολουθείς τον Δεσπότη σου, ή ο Θεός που σ'έπλασε, διότι ως προγνώστης εγνώριζε ότι δεν θα υπακούσεις σ'αυτόν, αλλά θα επιμένεις στην σκληρότητα και την αμετανόητη καρδιά σου; Νομίζω οπωσδήποτε πώς θα είπεις, ότι δεν εκείνος αίτιος, αλλά εγώ ο ίδιος. Διότι δεν είναι αιτία της δικής σου σκληρότητας η πρόγνωση του Θεού, αλλά η δική σου απείθεια.
Πράγματι, προγνωρίζει τα πάντα, και τα παρελθόντα και τα παρόντα μαζί, και όσα πρόκειται να γίνουν μέχρι τη συντέλεια, κι έτσι τα βλέπει αυτά ως ήδη υπάρχοντα· διότι τα πάντα υφίστανται γύρω από αυτόν και μέσα σ'αυτόν. Συμβαίνει ότι ακριβώς και σήμερα σε θέατρο, όπου ο βασιλεύς βλέπει συγχρόνως αυτούς που τρέχουν και πυγμαχούν, αλλά ούτε για τους νικητές γίνεται αίτιος της νίκης τους ούτε για τους ηττημένους αίτιος της ήττας τους, αλλά η προσπάθεια των αγωνιζομένων, ή αντίθετα η αποχάυνωση τους, είναι αιτία της νίκης ή της ήττας τους· έτσι σκέψου, παρακαλώ, ότι γίνεται και με τον ίδιο τον Θεό. Πράγματι, μας ετίμησε με το αυτεξούσιο, μας έδωσε εντολές που μας διδάσκουν το πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε πρός τους αντιπάλους και αφήνει τον καθένα αυτοπροαιρέτως ή να αντιστέκεται και να νικά τον εχθρό ή να αποχαυνώνεται και να ηττάται ελεεινώς από αυτόν. 
Και δεν μας αφήνει μόνους μας, διότι γνωρίζει την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως, αλλά κι εκείνος ο ίδιος μας συμπαραστέκεται, συμμαχεί μ'εκείνους βεβαίως που διαλέγουν να πολεμούν και μας παρέχει μυστικώς δύναμη, και την νίκη εναντίον του εχθρού αυτός την απεργάζεται παρά εμείς. Πράγμα το οποίο ο επίγειος βασιλιάς δεν μπορεί να το κάνει·  διότι είναι αυτός αδύναμος άνθρωπος και χρειάζεται μάλλον και ο ίδιος τους υπηκόους, όπου τους χρειαζόμαστε κι εμείς. 
Ο Θεός βέβαια, όντας ισχυρός και αήττητος, συμμαχεί μ'εκείνους που θέλουν να πολεμούν αυτοπροαιρέτως, όπως ελέχθηκε, με τον εχθρό και τους καθιστά νικητές του πονηρού διαβόλου·  εάν όμως δεν θέλουν, δεν τους αναγκάζει να πολεμούν ή να παλεύουν και να τρέχουν, ώστε μή τυχόν το αυτεξούσιο της κατ'εικόνας λογικής μας φύσεως διαβρωθεί και μας οδηγήσει στην τάξη των αλόγων. Έτσι λοιπόν ο Θεός μας βλέπει σαν να είμαστε σε θέατρο, όπως ακριβώς βέβαια και ο επίγειος βασιλεύς, όπως ελέχθηκε, κοιτάζει τους αγωνιστές στο θέατρο. Αλλά ο επίγειος δεν γνωρίζει από πριν εκείνους που πρόκειται να ηττηθούν ή να νικήσουν, εάν δεν ιδεί την έκβαση και των δύο, και προετοιμάζει βέβαια τους στεφάνους, δεν γνωρίζει όμως σε ποιούς θα τους προσφέρει. Ο επουράνιος όμως Βασιλεύς γνωρίζει ακριβώς πρό των αιώνων και τους δύο. Γι'αυτό και προς αυτούς που του εζήτησαν να καθίσουν εκ δεξιών και εξ αριστερών στην δόξα του τους έλεγε· «οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται» (ΜΘ.20.23). [..]

Επομένως αίτιος της νίκης δεν είναι το γεγονός ότι ο Θεός προγνωρίζει αυτούς που εκ προαιρέσεως και σπουδής πρόκειται να νικήσουν, όπως πάλι αίτιο της ήττας δεν είναι το ότι προβλέπει αυτούς που θα πέσουν και θα νικηθούν·  αλλά η προθυμία, η πρόθεση και η ανδρεία του καθενός μας αυτή είναι πρόξενος της νίκης, ενώ η απιστία, η ραθυμία, η αμέλεια και η αποχαύνωση, είναι αιτία της ήττας και της απώλειας μας. Ας μή λέγομε λοιπόν, επαναπαυόμενοι στην φιλόκοσμη και φιλήδονη κλίνη «όσους προγνώρισε ο Θεός, αυτούς και προόρισε», χωρίς να αισθανόμαστε αυτό που λέμε. Ναι, πράγματι προγνώρισε εσένα τον αμελή, τον ανυπάκουο και ράθυμο, δεν πρόσταξε όμως ούτε όρισε εσύ που επιθυμείς να μή έχεις εξουσία να μεταμεληθείς ή να ανυψωθείς ή να πεισθείς. Όμως εσύ, λέγοντας αυτό, αποκαλείς φανερά τον Θεό ψεύτη. Διότι, ενώ εκείνος είπε, «δεν ήλθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς», εσύ από ραθυμία μή επιθυμώντας να μεταστραφείς ή να μεταμεληθείς από την κακία σου, αντιλέγεις σ'αυτόν και ισχυρίζεσαι ότι ψεύδεται ο αψευδής, αφού προφασίζεσαι τέτοια πράγματα. 

Όσοι, λέγει, πρόκειται να μετανοήσουν είναι προορισμένοι, ενώ εγώ δεν ανήκω σ'αυτούς. Γι'αυτό ας μετανοήσουν εκείνοι, αυτοί δηλαδή που προγνώρισε, κι αυτοί που προόρισε. Πω πω αναισθησία! Αλλά, ω ψυχή παρανοϊκή και χειρότερη κι από αυτούς τους δαίμονες! Πότε ακούσθηκε από εκείνους τέτοιος λόγος; Πού ακούσθηκε ποτέ ότι ο δαίμων είπε πώς ο Θεός είναι αίτιος της δικής του απωλείας; Ας μή κατηγορούμε λοιπόν τους δαίμονες·  διότι νά, η ψυχή του ανθρώπου επινοεί χειρότερες βλασφημίες από εκείνους».

Αγ. Αναστασία η Φαρμακολύτρια, μια δραστήρια και γενναία γυναίκα

Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια (†22 Δεκεμβρίου)
Η αγία και γενναιότατη μάρτυς Αναστασία ζούσε στη Ρώμη κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ήταν θυγατέρα ενός ειδωλολάτρη, ονόματι Πραιτεξτάτου. Η μητέρα της όμως, ονόματι Φαύστα, ήταν χριστιανή, και, έτσι, η Αγία διδάχτηκε από αυτήν την πίστη στο Χριστό. Και όχι μόνο αυτό· η μητέρα της, επιπλέον, την παρέδωσε στο Χρυσόγονο, άνδρα θεόπνευστο και ευσεβή, και εκπαιδεύτηκε από αυτόν στα ιερά γράμματα.
ag. anastasia
Η Αναστασία παντρεύτηκε έναν ειδωλολάτρη, ονόματι Πούπλιο. Όμως η Αγία δεν ένιωθε αγάπη συζυγική προς αυτόν, για το λόγο ότι αυτός δεν πίστευε στο Χριστό. Έτσι λοιπόν δεν καταδεχόταν να έχει σαρκική συνάφεια μαζί του προφασιζόμενη συνεχώς ότι ήταν άρρωστη. Χωρίς δε να την παίρνει εκείνος είδηση, η Αγία επιτελούσε έργα κατ’ εξοχήν θεάρεστα: Φορώντας μια στολή απλή και φτη­νή, συναστρεφόταν με γυναίκες που είχαν διάφορες ανάγκες και παρείχε σ’ αυτές κάθε δυνατή βοήθεια. Επίσης, ακολουθούμενη από μια και μόνο θεραπαινίδα, έμπαινε κρυφά στις φυλακές, στις οποίες ήταν κλεισμένοι χριστιανοί αθλούντες για το Χριστό, και πρόσφερε σ’ αυτούς μεγάλη ανακού­φιση. Δηλαδή τους έλυνε από τα δεσμά, με τα οποία αυτοί ήταν δεμένοι· άλειφε με λάδι τις πληγές τους και σπόγγιζε απαλά τα αίματα· παρείχε σ’ αυ­τούς τις κατάλληλες και αναγκαίες τροφές.
Αλλά μια ημέρα όλα αυτά τα πληροφορήθηκε ο Πούπλιος, ο άνδρας της, και την έκλεισε στη φυλακή. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη θλίψη στην Αγία, διότι της ανέκοψε το θεάρεστο έργο. Τελικά όμως ο Πούπλιος, ταξιδεύοντας κάποτε με πλοίο, καταποντίστηκε και πνίγηκε, επειδή το πλοίο ναυά­γησε εξαιτίας μεγάλης θαλασσοταραχής. Έτσι λοιπόν η αγία Αναστασία, όντας πλέον ελεύθερη από κάθε εμπόδιο, διένειμε πρώτα-πρώτα όλα τα υπάρχοντά της στους φτω­χούς. Έπειτα, περισσότερο αφόβως, υπηρετούσε και πρόσ­φερε τις υπηρεσίες στους αθλούντες για το Χριστό· περι­συνέλεγε τα ιερά λείψανα των τελειωθέντων και τα εντα­φίαζε σεμνοπρεπώς· στήριζε στην πίστη πολλούς και τους προετοίμαζε για το μαρτύριο υπέρ του Χριστού.
Η αγία Αναστασία, για τη δραστηριότητά της αυτή και την πίστη της στο Χριστό, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και, αφού ανακρίθηκε και βασανίστηκε από διάφορους ηγεμόνες, ρίχτηκε μαζί με άλλες γυναίκες στη θάλασσα. Όμως, με τη θαυματουργική επέμβαση του Θεού, διασώ­θηκε και βγήκε στην παραλία. Ο ηγεμόνας που έδωσε την προσταγή για τον καταποντισμό της εξαγριώθηκε, όταν πληροφορήθηκε ότι η Αγία δεν έπαθε τίποτε. Για το λόγο αυτό πρόσταξε τους δημίους να τη δέσουν σε πασσάλους και να ανάψουν ολόγυρά της φωτιά να την κάψουν. Οι δήμιοι εκτέλεσαν κατά γράμμα την προσταγή του τυράν­νου. Έτσι λοιπόν, η αγία μάρτυς Αναστασία ετελειώθη και στεφανώθηκε από τον Κύριο με τον αμάραντο στέφα­νο του μαρτυρίου. Η Σύναξη δε αυτής τελείται στο Μαρτύρειό της, που βρίσκεται πλησίον των κιονοστοιχιών του Δομνίνου.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Με τους Αγίους μας, Δεκέμβριος, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 211-213).

Τοῦ Δωδεκαημέρου...

Χρέος Ἱερό
Στὸν Γιατρὸ Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, ἑόρτιος χαιρετισμός
«Τώρα ὅλοι αὐτοὶ εἶναι συχωρεμένοι, διάβηκαν σὰ νὰ μὴν εἴτανε, ἔσβησε ὁ ἴσκιος τους πάνω ἀπὸ τὴ γής. Μόνο ὁ Παρασκευὰς ἀπόμεινε, νὰ ζεῖ καὶ νὰ τ᾿ ἀναθιβάλει μὲς στὸ νοῦ του ἕνα πρὸς ἕνα, τούτη τὴ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου. Κι ὅσο ζεῖ αὐτὸς θἄρχουνται νὰ τόνε βρίσκουν ὅλες οἱ ἀγαπημένες θύμησες ἀπὸ τὰ ξέμακρα τῶν καιρῶν καὶ τῶν τόπων, ὅπως γυρίζει στὸ κούφιο κυβέρτι τὸ σμάρι τῶν μελισσιῶν καὶ τὸ γυρίζει βουὴ καὶ σάλαγο. Κάποια μέρα θἄρθει βέβαια καὶ ἡ δική του ἡ ὥρα νὰ φύγει, καὶ τότες πλιὰ θὰ πεθάνουν μαζί του ὅλ᾿ αὐτά. Πρόσωπα, θυμητικά, χρώματα καὶ φωνές». (Στρατής Μυριβήλης, Τὰ Παγανά)
Ἀνοίγει καὶ πάλι τὶς πάντιμες θύρες του τὸ Ἅγιο καὶ στοργικὸ Δωδεκαήμερο, μὲ τὶς γιορτάδες του, ὅπως λέει κι ὁ ποιητὴς ν᾿ ἀραδιάζονται ἡ μιὰ πίσω ἀπό τὴν ἄλλη καὶ νὰ γεμίζουν τὴν ψυχὴ  εὐφροσύνη τρυφερότητα, ἀλλὰ καὶ νοσταλγία. Νοσταλγία, πασπαλισμένη μὲ μνῆμες πολλές. Γιατὶ αὐτὲς οἱ μέρες ἄλλο τίποτε δὲν κουβαλοῦν, παρὰ μονάχα θύμησες παλιές. Θύμησες ποὺ τὶς στοιχιώνουν Πρόσωπα ἱερά, ὅμως ὅλα τους φευγᾶτα. Πρόσωπα ποὺ ἀναπαύονται σιμὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Πρόσωπα ποὺ δὲ ζήλεψαν ποτέ τους τίποτε, μονάχα τὴν ἔγνοια τῆς ἐντιμότητας καὶ τῆς νοικοκυρωσύνης εἶχαν.
Αὐτὰ τὰ πρόσωπα συλλογίζομαι κι ἐγώ, μέρες ποὺ εἶναι καὶ τὶς σημαδεύει ἡ ζωηρὴ ἡ Μνήμη, καθὼς σὲ πρῶτο πλᾶνο βρίσκεται ἡ παιδικὴ ἡλικία, τότε δηλαδὴ ποὺ τὸ παιδὶ ἀρέσκεται στὸ ν᾿ ἀφουγκράζεται, νὰ μαθαίνει, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐκστασιάζεται, καθὼς μέσα στὴ σκιὰ τῶν θρύλλων ποὺ τοῦ διηγοῦνται,  πασχίζει νὰ διακρίνει τὸ κάθε γεγονός. Γιατὶ ἦταν ὅμορφα ἐκεῖνα ποὺ ἀκούγαμε ἀπό τοὺς παλιότερους, ὅμορφα ὅπως τὰ παραμύθια, ἐπειδή, ὅπως τὸ λέει κι ἡ λέξη: τὸ παραμύθι εἶναι παραίνεση, ἀλλὰ καὶ παρηγοριά. Καὶ τὰ κρύα, στοτεινὰ βράδυα, τὰ χειμωνιάτικα τὰ βράδυα, μόναχα ἔτσι μποροῦσαν νὰ διαβοῦν γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ κουκούβιζαν σιμὰ τὴν παραστιά κοιτώντας τὶς φλόγες νὰ κλαδώνουν πάνω στὰ λέπια τοῦ πεύκου ἤ τὴ γκριζόμαυρη ὄψη τοῦ σχοίνου καὶ τῆς κουμαριᾶς. Κι ὕστερα παρατηροῦσαν τὶς περίεργες λέξεις ποῦ βγάζανε αὐτὰ τὰ ξύλα καθὼς καίγονταν ἀφήνοντας παράξενους ἤχους ἤ κάποιο τσιριγμό. «Ἀρή, ποιός λέει»; Πρόφτανε νὰ πεῖ ἡ Μάνα, καθὼς ἄκουγε αὐτὴ τὴ μυστικὴ συνομιλία τῆςφωτιᾶς καὶ τοῦ ξύλου... Κι ἐμεῖς τ᾿ ἀκούγαμε αὐτὰ καὶ προσπαθούσαμε νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε... Πάντως ἐκείνη ἡ γλώσσα τῶν ξύλων καὶ τῆς φωτιᾶς ἦταν καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα μιὰ γλώσσα μυστηριακή, ποὺ ἄνοιγε νέους δρόμους στὴν παιδική μας ψυχὴ. Δρόμους ποὺ κάποτε ἔπρεπε νὰ περπατήσουμε γιὰ νὰ δοῦμε ποῦ τελικὰ ὁδηγοῦν. Καὶ γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, πολλὲς φορὲς πάσχισα νὰ ἑρμηνεύσω μὲ τὴ λογική, τὴν ἐπιστημονικὴ βακτηρία καὶ τὴ σιωπὴ πολλὰ δρομολόγια ποὺ ἑτοιμαζόμουν νὰ κάμω, καθὼς ἑτοιμαζόμουν νὰ ἐξηγήσω ἐκείνα ποὺ ἔζησα. Ὅμως ξαναγύριζα ἐκεῖ, στὴν πρώτη δηλαδή, ἐμπειρία ποὺ εἶχα ἀρχίσει προβάλλοντας τὴ δικαιολογία: «Μιὰν ἄλλη φορά...». Ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἦρθε, ἀλλὰ μήτε ποῦ θἄρθει, γιατί, καθὼς γέρασα πιὰ ἔνα καταλάβα. Πῶς ἄν ἐπιχειρήσω νὰ ψάξω, νὰ μελετήσω προσεχτικά, ν᾿ ἀμφισβητήσω στὴ συνέχεια ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἄκουγα, τότε ἔπερεπε νὰ καταργήσω καὶ τὴν εὐλογημένη καί φροντισμένη μὲ τόση ἐπιμέλεια, θαλπωρή καὶ ἀγάπη -ἄδολη ἀγάπη-αὐλὴ τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅπου κανένας ἐπιστρέφει καὶ ξαποσταίνει ὅποτε τὸ ἔχει ἀνάγκη.
Καιρὸς ὅμως νὰ ξαναγυρίσω στὸ θέμα μου, ποὺ εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μοῦ καλλιέργησαν, μὲ τὴν καλωσύνη καὶ τὴν ὀλιγογραμματοσύνη τους, τὴν ψυχή. Μάλιστα τόσο νοικοκυρεμένα ποὺ χαίρομαι νὰ ἐπιστρέφω καὶ νὰ τοὺς ἀναπολῶ. Μὲ πρώτη τὴ μανού Σοφία ἀπ᾿ ὅπου ἄκουσα τὰ πιὸ κορυφαῖα καὶ χρησιμότατα λόγια καὶ συμβουλές, διανθισμένα πάντα μὲ μικρὲς διηγήσεις ἀπὸ τὴ ζωή της. Γιατὶ ἄν καὶ γεννημένη τὸν πρῶτο χρόνο τοῦ 20ου αἰ. κουβαλοῦσεμαζί της ἕνα κόσμο φερμένο ἀπὸ τὰ θαμπὰ τὰ χρόνια τοῦ 19ου αἰ. ἤ καὶ παλιότερου.
Ἀπὸ κεῖ λοιπόν ἔμαθα γιὰ τὴν αὐστηρότητα μὲ τὴν ὁποία, μικροὶ καὶ μεγάλοι τηροῦσαν τὶς Σαρακοστές, ἀλλὰ καὶ γεύονταν μὲ πραγματικὴ χαρὰ τὶς γιορτάδες. Ὅπως γιὰ τὸν πατέρα της, τὸν ἀρχιμάστορα τοῦ χωριοῦ, τὸν μαστρο-Γιώργη Τσουκαλᾶ, πὼς διάβαινε τὶς μέρες τῆς νηστείας μὲ λιτὸ γεῦμα ἀπὸ ἐλιὲς, ψωμὶ καὶ φρέσκη ρήγανη, γιὰ εὐωδιά, μαζὶ μὲ ἕνα «κολοκύθι» -ἴσα μὲ μισὸ κιλό- καλὸ ντόπιο κρασί, μαῦρο. 
 
Οἱ καλλικάτζαροι (ἡ ζωγραφιὰ ἀπὸ τοῦ Ἀναγνωστικὸ Δ΄ τάξεως τοῦ Δημοτικοῦ, 1959)
Ἀπὸ κείνη ἔμαθα καὶ γιὰ τοὺς καλλικάτζαρους, γιατὶ τὶς νύχτες τοῦ Δωδεκαήμερου ποτὲ δὲν ἔβγαινε ἔξω, γιατὶ τοὺς φοβόταν ἐπειδὴ ἦταν καλλικατζαρογεννημένη. Γεννημένη δηλαδὴ μέσα στὸ Δωδεκαήμερο ποὺ αὐτὰ τὰ ξωτικὰ σεργιανᾶνε καὶ τὰ κάνουν ὅλα ἄνω κάτω. Κι αὐτὸ μοῦ τὸ ἐπιβεβαίωσε κι ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία ἡ Προγινιστίνα, ποὺ μοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία τοῦ μεγάλου καλλικάτζαρου ποὺ εἶδε μπροστά της, ὅταν ἦταν κοπέλα, μιὰ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου καὶ φρίχτηκε, κόπηκε ἡ μιλιά της κι ὕστερα τὴν πῆγε η μάνα της σὲ μιὰ ἀρχαία γιάτρισσα στὸ Κάτω Χωριό ποὺ ἤξερε ἀπὸ τέτοιες λαχτάρες, πότισε τὸ κορίτσι «φριξόνερο» καὶ ἔγιανε.
Κι ὔστερα ἦταν οἱ ἄλλες ἱστορίες ποὺ λέγανε οἱ παλιοί. Γιὰ τὸ Βαρσαμᾶ ποὺ πήγαινε νύχτα στὴν Πλατάνα καὶ κειδὰ, στὸ Πουρί , μόλις κατεβεῖς τὸ καλτερίμι κι εἶσαι ἕτοιμος νὰ διαβεῖς τὸ λαιμὸ μέχρι ν᾿ ἀνεβεῖς τὸ ἄλλο καλτερίμι ποὺ σὲ πάει στὸ Μαχαλᾶ, ἐκεῖ λοιπόν, ποὺ ἤτανε ξέφωτο καὶ κάνανε κονάκι οἱ καλλικάτζαροι, πείσανε τὸ Βαρσαμᾶ καὶ τοῦ σβύσαμε τὸ φανάρι. Ἄντε τώρα... Σκοτάδι, ἄσβος... Ποῦ νὰ πᾶς μπροστὰ ἤ πίσω κι ὕστερα νἄναι καὶ χιονιᾶς ὁ καιρός, ν᾿ ἀργεῖ τὸ ξημέρωμα, νὰ χορεύουν οἱ καλλικάτζαροι...
Ἱστορίες, ποὺ σήμερα ἔπαψαν νὰ λέγονται, ὅπως ἔπαψαν τὰ παιδιὰ νὰ γεύονται τὰ μοῦρτα μέσα στὸ Δωδεκαήμερο ποὺ εἶναι τόσο γλυκά, γιατὶ τἄχουν «κατουρήσει» οἱ καλλικάτζαροι, ἐνῶ λίγο πιὸ πρὶν εἶναι τόσο στιφά.
Αὐτὰ ἄκουγα τότε. Κι  ὄχι μονάχα ἐγὼ ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς δικούς τους. Κι ὕστερα τὰ λέγαμε μεταξύ μας, ὅταν μαζευόμασταν τὰ ἀπογεύματα κειδὰ στὰ «Κάγγελα» ἤ στὶς «Κουκοῦλες», ἀπὸ πάνω στὸ οἰκόπεδο, ποὺ ἦταν δίπλα στῆς θειᾶς Πανταζίνας τὸ σπίτι. Καὶ λέγαμε γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν «Ἀραπουσπλιά», ποὺ ἦταν παρακάτω ἀπὸ τὸν «Ἐλιώνα», γιὰ τὰ φαντάσματα ποὺ βγαίνανε τὴ νύχτα, γιὰ τὶς Νεράϊδες κ.ἄ. πολλά.
Ὅμως μέσα στὸ ὅλο κλίμα καὶ σκηνικὸ  τῶν ἡμερῶν αὐτῶν θὰ μείνουν ἀνόθευτες στὴν ψυχὴ κι οἱ συναντήσεις. Συναντήσεις μὲ κάποιους συγχωριανούς, ποὺ ἔχουν ταξιδέψει πιὰ γιὰ τὸν ἀληθινὸ τὸν κόσμο, ὅπως τὸν λέγανε. Γιατὶ αὐτὲς οἱ συναντήσεις σφράγισαν πολὺ καλὰ τὴ σκέψη καὶ προσδιόρισαν τὴ συμπεριφορά μας, καθὼς δίδασκαν. Δίδασκαν, ὄχι γιατὶ τό ἀπαιτοῦσαν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ γιατὶ ἐμεῖς ψάχναμε τότε πρότυπα. Κι ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ποὺ ταμιεύσαμε ἦταν κι αὐτά. Ὅπως τοῦ μπάρμπα Βαγγέλη τοῦ Καραστάθη ποὺ κάποιες παραμονὲς τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ὅταν πηγαίναμε «νὰ τὰ ποῦμε», νὰ καλαντίσουμε ὅπως λένε σήμερα, ἦταν σιωπηλός, σκεφτικός καὶ γαλήνιος σὲ μισοσκότεινη κάμαρη, σιμὰ στὴ φωτιά τῆς παραστιᾶς ποὺ φώτιζε μάλιστα τὸ γύρω χῶρο, γιατὶ ἦταν ἀπόβραδο ἀκόμα καὶ δὲν εἶχαν ἀνάψει τὴ λάμπα. Αὐτὴ τὴ σιωπηλὴ μορφὴ θυμᾶμαι... Νὰ κοιτάζει τὴ φωτιὰ καὶ νὰ θυμᾶται, ἴσως, παλιὰ Χριστούγεννα, τὴ ζωή του ὁλάκερη... Νὰ θυμᾶται καὶ νὰ μᾶς κοιτάζει μὲ εὐγένεια καὶ σιωπή... Καὶ νὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀγάπη στὴν ἡσυχία κι ἀσφαλῶς στὴν ἴδια τὴν ἑστία. Πρόσφορα πολύτιμα τῆς οἰκίας καὶ τοῦ κόσμου της.
Μετὰ ἦταν τὸ ἄλλο μάθημα. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ ἕνα ἀγαθὸ καὶ καλοσυνᾶτο ἄνθρωπο, τὸν μπάρμπα-Κωνσταντῆ τὸν Τρακόσα ποὺ καθόταν τότε σιμὰ στὴν ἐκκλησιά κι ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ μᾶς δεχόταν στὸ σπίτι του νὰ τοῦ ποῦμε τὴν «Καληνησπέρα» (Κάλαντα τῶν Χριστουγέννων) καὶ τὴν Ἀρχιμηνιά (Κάλαντα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου).
Χρόνια πηγαίναμε... Καὶ κάθε φορὰ μᾶς ἔλεγε νὰ προοδέψουμε, νὰ εἴμαστε καλὰ παιδιά, νὰ κοιτᾶμε νὰ γίνουμε χρήσιμοι ἄνθρωποι. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ κι ὅλο μᾶς ἔταζε νὰ μᾶς φτιάξει ἔνα ὡραίο ξύλινο καΐκι, ἁρματωμένο καὶ ὅμορφο. Τὸ καΐκι δὲν ἔγινε ποτὲ γιὰ μᾶς. Ἴσως σκαρώθηκε γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τὴ θειὰ τὴ Μαγδαλινίτσα, τὴ γυναίκα του, ὥστε νὰ ταξιδέψουν μ᾿ αὐτὸ στὴν αἰωνιότητα. Σὲ μᾶς ἀπόμεινε ἡ καλοσύνη, ἡ συμβουλευτική του καὶ ἡ πάντα ἀνοιχτὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του ποῦ μᾶς δεχόταν μὲ χαρὰ τὶς χρονιάρες ἐκεῖνες μέρες. 
Κι ὕστερα ἦταν ὁ μπάρμπα-Χρυσόστομος κι ἡ θειὰ Εὐανθία κοντὰ στὴν ἐκκλησιά μὲ τὴν εὑρύχωρη αὐλή, τὴν εὐγένεια καὶ τὸ ἀψεγάδιαστο χαμόγελο τῆς νοικοκυρᾶς. Στολισμένο τὸ σπίτι, μὲ φωτιὰ νὰ καίει κι ἐκεῖ καὶ τὶς κάρτες τὶς γιορταστικὲς στὸ τραπέζι μὲ τὰ πορτοκάλια στὴ φρουτιέρα. Κι ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ νὰ χωνεύει μέσα σὲ καπνισμένα σύννεφα τὸ καμπαναριὸ τῆς ἐκκλησιᾶς μὲ φόντο τὸ πάνω χωριό.
Λίγο παρακάτω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἦταν  τὰ σπίτια τοῦ μπάρμπα Παναὴ τοῦ Τσακμάκη, ὅπου ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία μᾶς περίμενε πάντα μὲ χαρὰ καὶ χίλιες εὐχές.
Αὐτὸ ποὺ ἀπομένει ἀπὸ κείνη τὴ γειτονιὰ στὸ νοῦ ἦταν ἡ νοικοκυροσύνη καὶ ἡ καθαριότητα. Τὰ σπίτια ἦταν πολὺ μικρά. Μιὰ κάμαρη κάτω, μιὰ πάνω. Κι ὅμως σοῦ χάριζαν τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν εὐρύχωρα καὶ ἀναπαυτικά. Ἡ παραστιὰ ποὺ ἔκαιγε μὲ λαπρὴ φωτιά, ἡ χαμηλωμένη λάμπα, τὰ λιτὰ στρωσίδια, ἡ εὐωδιὰ τοῦ ξύλου καὶ τῆς ναφθαλίνης, τὸ χαμόγελο κι οἱ εὐχὲς τῆς θειᾶς Οὐρανίας μένουν ἀναλλοίωτα στὴν ψυχή, κοσμήματα λὲς πολύτιμα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς. Κι εὐτυχῶς δηλαδή...
Ὅμως καὶ στὸ Ἀπάνω τὸ Χωριὸ εἴχαμε ἀνάλογες συμπεριφορὲς καλωσύνης καὶ διδαχῆς εἰλικρινοῦς καὶ ἁγνῆς ἀνθρωπιᾶς.
Ὅπως ἦταν ἡ θειὰ τὸ Σεραϊνὼ ποὺ ὅταν πηγαίναμε νὰ τὰ ποῦμε θὰ μας φίλευε ἀπὸ κεῖνα τὰ μεγάλα, τὰ ζουμερὰ τὰ πορτοκάλια, ποὺ δὲν τὰ ξέραμε τότε στὸ χωριό, τὰ γνωστὰ ὡς «μέρλιν». Καὶ μᾶς τὰ ἔδινε μὲ ὅλη της τὴν καρδιά, ὅπως τὸ καλοκαίρι μᾶς φίλευε τρυφερὰ ἀγγουράκια στὸ μποστάνι της, στοῦ «Κώστα».
Ὁ κατάλογος δὲν ἔχει τελειωμό. Γιατὶ ξέρω ὅτι ἔχω λησμονήσει πολλούς, μὲ πρῶτο τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο τὸν Ξανθούλη μὲ τὸ κατανυκτικό του ψάλσιμο, ποὺ συγκινοῦσε καὶ μεταρσίωνε. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν (κι εὐτυχῶς δηλαδή) τὰ σύγχρονα μηναχήματα τοῦ ἤχου ποὺ μεταποιοῦν τὴ φωνὴ σὲ «κονσερβοποιημένο» προϊόν, ἀλλὰ μιὰ φυσικότητα καὶ χάρη ποὺ δίδασκαν αὐθόρμητα τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀρχοντιά. Στοιχεῖα ξένα σήμερα στὴν ἐποχὴ τοῦ «κίτς» καὶ τῆς αὐτοδιαφήμισης. Γιατὶ τότε, ποὺ σὲ κανένα σπίτι δὲν ἔβλεπες στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο καὶ φωτάκια, μαθαίναμε νὰ στολίζουμε τὴν ψυχή μας μὲ ὅλα ἐτοῦτα τὰ ψήγματα χρυσοῦ, ποὺ ἀφειδώλευτα μᾶς χάριζαν ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοί, συνετοὶ νοικοκυραῖοι, ποὺ τὰ σπίτια τους δὲν εὐωδιάζαν βαρύτιμα ἀρώματα καὶ ἀποσμητικὰ χώρου, ἀλλὰ καμμένο ξύλο, μῆλο, κυδώνι καὶ ξεφλουδισμένο πορτοκάλι.  Ἄντε καὶ λίγη ναφθαλίνη.
Αὐτὰ κουβαλῶ στὴν ψυχή μου καὶ τὰ χαίρομαι, καθὼς τὶς χρονιάρες τοῦτες μέρες τὰ ξαναφέρνω μπροστά μου. Σὰν τὶς φωτογραφίες ποὺ τὶς κοιτᾶς καὶ δὲν τὶς χορταίνεις. Ἐκεῖνες ὅμως ἀπομένουν ἀκίνητες, κρυσταλλωμένες, σιωπηλές. Ὡστόσο στὸ βάθος τοῦ χρόνου ποὺ ἔχουν ἀποταμιεύσει ὑπάρχει ἠ ἄλλη γλώσσα, ἐκείνη τῆς στοργῆς, τῆς συγκίνησης, τῆς ἀναπόλησης, τῆς νοσταλγίας. Αὐτὴ τὴ γλώσσα αὐτὲς τὶς μέρες ἀφουγκράζεσαι καὶ εὐγνωμονεῖς τὸν καθένα ἀπὸ τοὺςπαραπάνω κὰι ὄχι μόνο. Μέχρι νὰ κλείσει κι ὁ δικός σου ὁ κύκλος καὶ νὰ ἀναχωρήσεις κι ἐσὺ ὅπου κι ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν. Μὲ μιὰ λεπτομέρεια μονάχα: Δὲν θἄσαι μονάχος στὸ ταξίδι, θὰ σὲ συντροφεύουν ὅλοι αὐτοί. Νάσαι σίγουρος.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
τοῦ Ἁγίου Νικολάου 2014

Πως οι Εβραίοι αλλάζουν τα ονόματά τους προκειμένου να περνούν απαρατήρητοι μεταξύ των Χριστιανών και ειδικότερα των Ελλήνων και η περίεργη σιγή της Εκκλησίας



Μετά τις αποκαλύψεις, του παρακάτω βίντεο, αυτές θα έπρεπε τα αναφερόμενα πρόσωπα αν είχαν έστω και λίγη τσίπα και ήταν Έλληνες να έβγαιναν δημοσίως και να παρουσίαζαν τα πιστοποιητικά γεννήσεώς τους.


Μερικά θέματα που αναφέρονται στην εκπομπή:...


Εντεταλμένοι του Διεθνούς Ρουφιανισμού αυτοί που κτύπησαν τον Έλληνα διαδηλωτή επειδή κρατούσε ελληνική σημαία. Επαγγελματίες ρουφιανο-πράκτορες

Ο παραλογισμός των Κυπρίων ψηφοφόρων - Πως γίνεται οι Κύπριοι που ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του σχεδίου Ανάν να ψηφίζουν κόμματα που λένε ΝΑΙ;

Πως οι Εβραίοι αλλάζουν τα ονόματά τους προκειμένου να περνούν απαρατήρητοι μεταξύ των Χριστιανών και ειδικότερα των Ελλήνων.

Πως οι Εβραίοι διεισδύουν στα απανταχού εθνικιστικά και πατριωτικά κινήματα. Η περίπτωση του Εβραίου ιδρυτή του Σιωνισμού Benjamin - Theodore Herzl

Ο αβάπτιστος Γιωργάκης Παπανδρέου και η περίεργη σιγή της Εκκλησίας

Ο Αλέξης με το πραγματικό όνομα "Axel"!

Οι Σαραγκούσι που έγιναν Ραγκούση!

Συγκλονιστικές αποκαλύψεις για την οικογένεια Τσίπρα! Ο πρόγονος του Αλέξη που έκανε λαθρεμπόριο σταφίδας στην Βρετανία!

Και άλλες φοβερές αποκαλύψεις για τους "περιούσιους" που ευθύνονται για την κατάντια μας επειδή άλλαξαν ονόματα και θρήσκευμα και μας κυβερνούν!
 
 
Σπύρος Χατζάρας για Εβραίους 
 


Πηγή
Το είδαμε εδώ

Ἑαυτὸν ἐκένωσε...

Ζουμπουλάκης Σταῦρος




«Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος» ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, φράση πού, περνώντας ἀπὸ τὴν πατερικὴ παράδοση, ἐπαναλαμβάνεται ὥς σήμερα, κυρίως κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἀναπαυτικότερο «πανδοχεῖο» τοῦ ἔτους. Κορυφαία ἑορτὴ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, λαμπρυνόμενη ἀπὸ τὸν αἰσιόδοξο συμβολισμὸ τῆς Γεννήσεως, τὰ Χριστούγεννα, μὲ τὴν ἀτμόσφαιρά τους καὶ τὰ συναισθήματα ποὺ αὐτὴ ὑποβάλλει, προκάλεσαν κλασικὲς σελίδες τῆς λογοτεχνίας, ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες καὶ ἑλληνικές.

Μιὰ τρέχουσα, λαϊκή, «θρησκειολογία» θέλει τὰ Χριστούγεννα νὰ εἶναι ἑορτὴ προσφιλὴς περισσότερο στὸν δυτικὸ Χριστιανισμό, ἐνῶ τὸ Πάσχα στὸν ἀνατολικό. Ἂν στὴ θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀποτυπώνονται τέτοιες μετρήσιμες διαφορές, γιὰ τὴ χριστιανικὴ παράδοση πάντως, ἀνατολικὴ καὶ δυτική, ὑπάρχει μόνο ἡ ἑνότητα τῆς θείας οἰκονομίας. Μέσα σε αὐτὴν τὴν ἑνότητα, ἡ κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου του καὶ ἡ ἑορτὴ μὲ τὴν ὁποία τὴν τιμοῦμε εἶναι ἀληθινὰ «μητρόπολις πασῶν τῶν ἑορτῶν» (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος). H Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ὁρίζει τὴν κατεξοχὴν ἀγεφύρωτη διαφορὰ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ καὶ ἐν γένει τὴν ἰδιαιτερότητα, τὸ μυστήριο καὶ τὸ σκάνδαλο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ ἕνας καὶ μόνος Θεός, ὁ Δημιουργός του κόσμου, ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη (Βαροὺχ 3, 38), γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴ σκόνη καὶ στὴ λάσπη τῆς Παλαιστίνης, ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Θὰ ἀναζητήσουμε τὸ νόημα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς σχολιάζοντας ἕνα περίφημο χωρίο τῆς Πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῆς (2, 6 -10) τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἠγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα.

[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἂν καὶ ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλὰ τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα, πῆρε μορφὴ δούλου καὶ ἔγινε ἄνθρωπος· καὶ ὄντας πραγματικὸς ἄνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικὰ ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέβασε πολὺ ψηλὰ καὶ τοῦ χάρισε τὸ ὄνομα ποὺ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὀνόματα. (μτφρ. Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας)

Ὁ Χριστὸς ὑπῆρχε ἐν μορφῇ Θεοῦ, εἶχε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς θεότητος, δὲν θεώρησε ὡστόσο ἁρπαγμὸ τὸ νὰ εἶναι ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα, δὲν θεώρησε δηλαδὴ τὴ θεϊκὴ ἰδιότητα ἕνα λάφυρο ἢ προνόμιο ποὺ πρέπει ἀδιάκοπα νὰ ἀπολαμβάνει. Γι᾿ αὐτὸ ἐκένωσε, ἄδειασε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ θεϊκὰ γνωρίσματα, ἀπεκδύθηκε τὴ θεότητα, ἀποξενώθηκε τὸν θεϊκὸ χαρακτήρα του, καὶ ἔλαβε μορφὴ δούλου. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου γεννιέται ὡς ἄνθρωπος στὴ Βηθλεὲμ καὶ μάλιστα ὡς πάντων ἔσχατος: ἀνέστιος, ἄστεγος, ἄοικος, σπαργανώνεται καὶ ἀνακλίνεται στὴ φάτνη, διότι οὐκ ἦν αὐτῷ τόπος ἐν τῷ καταλύματι (Λκ, 2, 7).

Ὁ Χριστὸς καὶ Λόγος ἐκένωσεν ἐαυτόν, δὲν κενώθηκε ἀλλὰ ὁ ἴδιος κένωσε τὸν ἑαυτό του, ἀποστέρησε θέλων τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ θεϊκὰ γνωρίσματα. Ὁ Χριστὸς ποὺ ἔγινε ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων, ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας, ὅπως λέει ἀκόμη τολμηρότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους (8, 3), δὲν εἶναι πλέον ἀναγνωρίσιμος ὡς Θεός. H θεότητα εἶναι κρυμμένη, λανθάνει μέσα στὴν ἀνθρώπινη μορφή. «Λαθὼν ἐτέχθης ὑπὸ τὸ σπήλαιον» ψάλλει ἕνα τροπάριο τῶν Χριστουγέννων καὶ «Χριστὸς ὁ Θεός, δυνάμεις λαθών, ὅσας ὑπερκοσμίους, ὅσας ἐν γῇ, καὶ ἐνανθρωπήσας» ψάλλει ἕνα ἄλλο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κατεξοχὴν Deus absconditus.

Αὐτὴ ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ φτάνει μέχρι θανάτου. Ταπείνωσε τόσο τὸν ἑαυτό του ποὺ γίνεται ὑπήκοος τοῦ θανάτου, καὶ μάλιστα τοῦ θανάτου τῶν κακούργων: πεθαίνει διὰ σταυροῦ. Πάνω στὸν σταυρὸ ὁλοκληρώνεται ἡ ἐν σπηλαίῳ γέννηση, στὸν «Γολγοθὰ φανερώνεται καὶ ἀκτινοβολεῖ ἡ σημασία τῆς Ἐνσάρκωσης, τῆς Βηθλεέμ» (ὅπως γράφει καὶ ὁ μέγας Κὰρλ Μπὰρτ στὸ Ὑπόμνημά του στὴν Πρὸς Φιλιππησίους). Τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ σταυρικὸς θάνατός του εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἴδια ἀκριβῶς κενωτικὴ κίνηση ὁδηγεῖ καὶ στὰ δύο. H γέννησή του καὶ ὁ θάνατός του, ὡς ἔκφραση τῆς θείας κενώσεως, ὁρίζουν καὶ τὰ δυὸ μίαν ἀπώλεια γιὰ τὸν Θεό. Ὁ ἀνενδεὴς πάσχει ὡς θνητὸς καὶ τὸ πρῶτο πάθος εἶναι ἡ ἴδια ἡ γέννησή του. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Λόγος ἐκένωσε καὶ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του, ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε (τὸν ἀνάστησε) καὶ τοῦ χάρισε τὸ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα: Κύριος. «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός», συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἴδια ἐπιστολή, εὐθὺς μετὰ τὸ σημεῖο ὅπου τελειώνει τὸ ἀρχικὸ παράθεμά μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῶν πάντων ἐν τῇ κενώσει του, εἶναι ὁ Βασιλεὺς τοῦ κόσμου μὲ θρόνο τὸν Σταυρό. Τὴν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου μπορεῖ νὰ τὴν ἀναγνωρίσει μόνο ὁ Πατέρας, καὶ ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο θέλει ὁ Πατὴρ νὰ τὴν ἀποκαλύψει, σὲ ὅποιον δηλαδὴ ἔχει λάβει τὸ δώρημα τῆς πίστεως.

Ἡ κένωσις, ἡ ἑκούσια πτωχεία τοῦ Πλουσίου καὶ ἡ ἠθελημένη ἀδυναμία τοῦ Δυνατοῦ, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, εἶναι τὸ ἀκατανόητο μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης. «Οὐ γὰρ ἔστιν ἀνθρώπων οὐδεὶς ὃς τοῦτον οἰκειώσεται τὸν λόγον. Οὐδεὶς τῶν πώποτε γενομένων ἁγίων, μονογενὴς ἦν Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος. Τοῦτο γὰρ ἐστιν ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχοντα, μορφὴν δούλου λαβεῖν» γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, σχολιάζοντας τοὺς παραπάνω στίχους τῆς Πρὸς Φιλιππησίους (PG 45, 683 BC).

Ὡστόσο ἡ κενωτικὴ κίνηση ὁρίζει, γιὰ ὅλους μας, τὸν τρόπο τῆς ἀγάπης. H ἀγάπη εἶναι κενωτικὴ καὶ ὁ παντοτινὸς τύπος καὶ ὑπογραμμός της εἶναι ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀγάπη δὲν σημαίνει νὰ κρατήσεις σὰν λάφυρο (ἁρπαγμόν) αὐτὸ ποὺ ἔχεις οὔτε, πολὺ περισσότερο, νὰ ἀποκτήσεις ἄλλα λάφυρα, ἀλλὰ νὰ δώσεις, δηλαδὴ νὰ χάσεις, νὰ χάσεις ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου. H ἀγάπη εἶναι θυσία. Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ ὄχι θεωρητικά, στὸ πλαίσιο μιᾶς χριστολογικῆς συζήτησης, ἀλλὰ μέσα σὲ ἠθικὰ συμφραζόμενα, καλώντας ἀκριβῶς τοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων νὰ ἀποκτήσουν τὸ κενωτικὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ: μηδὲν κατὰ ἐρίθειαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν. (2, 3).

Μὴν κάνετε τίποτε ἀπὸ ἀνταγωνισμὸ ἢ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀλλά μὲ ταπεινοφροσύνη ἂς θεωρεῖ ὁ καθένας ἀνώτερό του τὸν ἄλλο.

Ἡ λέξη κένωσις τοῦ ἀποστόλου Παύλου κυκλοφορεῖ ἀμετάφραστη στὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ἀκόμη περισσότερο ἀμετάφραστο μένει τὸ νόημά της στὴ ζωή μας. Ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἑορτάζουν τίποτε, ἁπλῶς ψωνίζουν.
πηγή

Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε…


 


Τὸ κοσµοϊστορικὸ γεγονὸς τῆς γέννησης τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ποὺ γιορτάζουµε τοῦτες τὶς µέρες, εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ ἄλλαξε τὴ ροὴ καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσµου. Ἔκοψε στὰ δύο τὴν ἱστορία, µὰ ταυτόχρονα ἔγινε ἡ γέφυρα γιὰ τὴν µετάβαση τοῦ κόσµου ἀπ’ αὐτὴν πρὸ Χριστοῦ στὴν µετὰ Χριστὸ ἐποχή.

Σηµεῖον ἀντιλεγόµενον ἡ γέννησή Του, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὴν Θεότητά Του, τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὸ εὐαγγέλιό Του. Ὅµως ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἠσαΐα, ἀποστοµώνει ὅλους ἐκείνους, ποὺ στὸ πρόσωπου τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ βλέπουν ἕναν ἀκόµη ἀπόγονο τοῦ ἀνθρώπινου γένους λέγοντας χαρακτηριστικά: «ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνοµα αὐτοῦ Ἐµαννουήλ». Καὶ ἂν κάποιοι τοῦτες τὶς µέρες µένουν παγεροὶ καὶ ἀδιάφοροι µπροστὰ στὸ νεογέννητο Χριστό, οἱ χριστιανοί ἀνὰ τὸν κόσµο ἀγάλλονται καὶ χαίρουν συµψάλλοντας µὲ τοὺς ἀγγέλους «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Μπορεῖ νὰ βρισκόµαστε στὴν καρδιὰ τοῦ χειµῶνα, ὁ χριστιανὸς ὅµως αἰσθάνεται µιὰ παράξενη ζέστη νὰ πληµµυρίζει τὴν καρδιά του. Ἴσως γιατί προετοιµάζεται κι αὐτὴ νὰ ὑποδεχτεῖ τὸν Θεάνθρωπο. Γιατί τώρα πλέον ὑπάρχει ἕνα σίγουρο λιµάνι, ἕνα στέρεο καὶ ἀκλόνητο σηµεῖο γιὰ νὰ µπορέσει νὰ ἀκουµπήσει τὸν πόνο του, τὴν θλίψη του, τὴν ἀγωνία του.

Αὐτὸς ποὺ εἶναι ντυµένος µὲ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, σήµερα γεννιέται γυµνὸς γιὰ νὰ ἐνδύσει ἐµᾶς µὲ τὴν δόξα Του. Αὐτὸς ποὺ ὑµνῆται ἀκατάπαυστα στὸν οὐρανό, σήµερα τὸν ἐγκαταλείπει γιὰ νὰ ἔρθει κοντά µας, µαζί µας, γιὰ νὰ καλύψει τὴν γύµνια µας καὶ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια µας. Ἀποχωρίζεται τὰ οὐράνια σκηνώµατα, γιὰ νὰ βρεθεῖ στὴ λάσπη τῆς γῆς. Ἔρχεται ἀπρόσκλητος.

Δὲν τοῦ τὸ ζητήσαµε. Δὲν τὸν καλέσαµε. Βλέπει τὴν ἀδυναµία µας. Τὴν ἀνηµπόρια µας. Βλέπει τὸ ἀδιέξοδο ποὺ µᾶς ἔχει κυριεύσει. Ἡ «κένωσις» τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ κάθοδός Του στὴ γῆ, εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γεννήθηκε, γιὰ νὰ µᾶς σώσει ἀπ’τὴν ἀνθρωποβόρα ἁµαρτία. Τὸ θριαµβευτικὸ σάλπισµα τῶν ἀγγέλων καὶ τὸ κλάµα τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ, εἶναι ὁ προάγγελος τῆς δικῆς µας «ἐν δυνάµει» λύτρωσης καὶ σωτηρίας.

Νὰ γιατί ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ αἰσιοδοξία τοῦτες τὶς µέρες πληµµυρίζει τὶς καρδιές µας. Δὲν εἶναι οὔτε τὰ χαρµόσυνα τραγούδια, οὔτε τὰ πολύχρωµα λαµπιόνια, οὔτε τὰ πλούσια ἐδέσµατα ποὺ µᾶς ζεσταίνουν. Εἶναι ἡ προσµονὴ καὶ ἡ ἀγωνία νὰ ὑποδεχτοῦµε Ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀλλάξει τὴν ζωή µας. Νὰ καλοσωρίσουµε ἐκεῖνον ποὺ ἐνσαρκώθηκε γιὰ νὰ µᾶς χαρίσει ξανὰ ὅλα ὅσα µᾶς εἶχε δωρίσει ὅταν µᾶς δηµιούργησε. Νὰ τὸν ὑποδεχοῦµε γιατί µᾶς ἔδωσε τὸ ὕψιστο καὶ δὲν τὸ διαφυλάξαµε καὶ τώρα χρειάσθηκε νὰ κατέβει Αὐτός, στὸν δικό µας χωµατένιο κόσµο, νὰ λάβει τὴν δική µας πεπερασµένη ἀνθρώπινη φύση, ὥστε νὰ µᾶς ἐπαναφέρει στὸν πρότερο προορισµό µας. Νὰ τὸν ὑποδεχτοῦµε στὸν γεµάτο ἐγωισµούς, κακίες, µίση καὶ πάθη κόσµο µας, γιατί ἦρθε νὰ µᾶς µυήσει στὴν ταπείνωση, στὴν ἀγάπη, στὴν δικαιοσύνη, στὴν ἀλήθεια. Νὰ τὸν ὑποδεχτοῦµε γιατί µᾶς συνάντησε δεµένους χειροπόδαρα ἀπ’ τὸν διάβολο, καὶ µᾶς ἐλευθέρωσε ἀπ’ τὴν φθορὰ τῆς ἁµαρτίας καὶ τὸν θάνατο, ἀφοῦ µᾶς κατέστησε κοινωνοὺς τῆς δικῆς Του Ζωῆς, τῆς δικῆς Του Ἀνάστασις. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ χριστιανοῦ τοῦτες τὶς µέρες.

Εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔρχονται εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ ζήσουµε ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς. Ἡ γέννησή του εἶναι ἡ δική µας θέωση. Ἡ «κένωσίς» Του ἔγινε ἡ δική µας «πλήρωσις». Ἡ «συγκατάβασίς» Του ἔγινε ἡ δική µας «ἀνάστασις». Ὁ Θεὸς πάσχει γιὰ νὰ µὴν ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος. Τὸ πάθος Του εἶναι ἡ δική µας ἀπάθεια. Γεννήθηκε «πτωχὸς» γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν δική µας φτώχια. Τὸ πάθος Του καὶ ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔγινε τὸ πάθος γιὰ τὰ δικά µας πάθη.

Γι’ αὐτὸ αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἡ ἀφετηρία µιᾶς ἄλλης πορείας. Ἂς µὴν µείνουµε µόνο στὴν ἐξωτερικὴ προετοιµασία. Ἂς ὑποδεχτοῦµε τὸν Χριστὸ ἔτσι ὅπως ἁρµόζει στὸ Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τῆς ζωῆς µας, γονατίζοντας µπροστὰ στὴ φάτνη µὲ ταπείνωση, γιὰ νὰ λάβουµε σύµφωνα µὲ τὸν Ἅγιο Συµεὼν «φῶς, εἰρήνη καὶ χαρά, ζωή, τροφὴ καὶ πόση, ἔνδυµα, ἥλιον οὕτως ἄδυτον καὶ ἄστρον ἀειλαµπὲς»

Κυριακή, Δεκεμβρίου 21, 2014

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ




Η λέξη χριστός είναι μετάφραση της αραμαϊκής λέξης MESHICHA, που και αυτή προέρχεται από την εβραϊκή λέξη MASHIACH, η οποία στους Ελληνιστικούς χρόνους εξελληνίσθει σε Μεσσίας. Στην Καινή Διαθήκη ο ελληνικός τύπος Μεσσίας συναντάται δύο φορές και μάλιστα συνοδεύεται από τη μετάφραση Χριστός: «Αυτός βρίσκει πρώτα τον αδελφό του Σίμωνα και του λέει, “Βρήκαμε τον Μεσσία, το οποίο μεταφραζόμενο σημαίνει Χριστός ”» Κατά Ιωάννη 1:41 και «Λέγει σ’ αυτόν η γυναίκα “Ξέρω ότι θα έλθει ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός”» Κατά Ιωάννη 4:25.
Η λέξη χριστός παράγεται από το ρήμα χρίω που σημαίνει αλείφω, μυρώνω και σχηματίστηκε κατά τα εις –τος ρηματικά επίθετα της ελληνικής γλώσσας. Ως επίθετο, η λέξη χριστός απαντά στους τραγικούς ποιητές: «Το μεν μέγιστον, ει τις ες νόσον πέσοι, ουκ ην αλέξημ’ ουδέν, ούτε βρώσιμον, ου χριστόν, ουδέ πιστόν …» Αισχύλου Προμηθέας 490. Εκτός από τους τραγικούς την συναντάμε και στους «Εβδομήκοντα» ( Ο΄), οι οποίοι ως γνωστόν μετέφρασαν την Παλαιά Διαθήκη από τα εβραϊκά στα ελληνικά.
Το χρίσμα με το οποίο κάποιος γινόταν χριστός ήταν τελετουργική έκχυση λαδιού ή επάλειψη στο κεφάλι και το σώμα αυτού. Ιδιαίτερα σημαντική θέση στο Ισραήλ κατέχει το χρίσμα στο τυπικό ανάληψης της βασιλικής εξουσίας με το οποίο ο βασιλιάς καθίσταται εντολοδόχος του Θεού και φορέας του Πνεύματός του. Εκτός από τον βασιλιά και ο αρχιερέας και οι ιερείς, ακόμα και αυτοί οι προφήτες αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους δια χρίσματος. Η χρίση δεν περιορίζονταν μόνο στα έμψυχα δηλαδή στους ανθρώπους, αλλά επεκτείνονταν και στα άψυχα, σε αντικείμενα δηλαδή αφιερωμένα στο Θεό, όπως ιερές στήλες, τη σκηνή του μαρτυρίου στην οποία φυλάσσονταν οι πλάκες με τις 10 εντολές, θυσιαστήρια κ.λ.π.     
Οι ρίζες της πίστεως της πρώτης εκκλησίας, πως ο Ιησούς ήταν ο εκλεκτός του Θεού δηλαδή ο χριστός επειδή είχε χριστεί από Αυτόν, πρέπει να αναζητηθούν στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος “χριστός” αναφέρεται σε 50 περίπου χωρία της Παλαιάς Διαθήκης πολλές φορές συνοδευόμενος μετά του προσδιορισμού “Κυρίου”, ως “χριστός Κυρίου”. Επίσης τα χωρία στα οποία γίνεται λόγος για την χρίση υπερβαίνουν τα 100.
Πάντοτε στην Παλαιά Διαθήκη ως χρίων εννοείται ο Θεός. Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση ο χρίων να είναι κάποιος άλλος εκτός Αυτού. Η χρίση λοιπόν πραγματοποιείται κατόπιν διαταγής του Θεού, από κάποιον εντεταλμένο από Αυτόν, που χρησιμεύει ως όργανό του. Έτσι κατά διαταγή του Θεού χρίεται ο Ααρών και οι γιοι του από τον αδελφό του Μωϋσή δια του ελαίου «της χρίσεως», και καθορίζεται πως η διαδοχή αυτών θα γίνεται με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή δια «της χρίσεως»: «Μετά θα πάρεις το λάδι του χρίσματος, θα το χύσεις στο κεφάλι του και έτσι θα τον χρίσεις» Έξοδος 29:7. Κατά διαταγή του Θεού χρίονται επίσης το θυσιαστήριο του θυμιάματος, το των ολοκαυτωμάτων, η σκηνή του μαρτυρίου, η κιβωτός της διαθήκης, η τράπεζα, ο λουτήρ και η βάση αυτού και όλα τα ιερά σκεύη, Έξοδος 30:26. Όπως γίνεται λοιπόν αντιληπτό από τα παραπάνω, δια του χρίσματος αγιάζονται και οι χριόμενοι και τα χριόμενα. Για τον Ααρών και τους γιους του το χρίσμα αυτό σημαίνει, την επίσημη καθοσίωση αυτών στο ιερατικό αξίωμα γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται «χρίσμα ιερατείας».
Με διαταγή πάλι του Θεού, ορίζεται στον Μωϋσή και ο τρόπος παρασκευής του αγίου ελαίου του χρίσματος, με το οποίο χρίονται αποκλειστικά και μόνο, αυτοί που έχουν οριστεί από το Θεό. Απαγορεύεται και μάλιστα με ποινή θανάτου η χρίση άλλων προσώπων με το έλαιο του χρίσματος, όπως και η κατασκευή αυτού από άλλα πρόσωπα, εκτός από αυτόν που έχει οριστεί γι’ αυτό το σκοπό: «Και θα πεις στους Ισραηλίτες: αυτό είναι το λάδι του αγίου χρίσματος, σ’ όλες τις γενιές σας θα είναι μόνο για τον Κύριο. Κανενός ανθρώπου το σώμα δεν πρέπει να αλειφθεί μ’ αυτό, ούτε επιτρέπεται να παρασκευάσετε κάτι παρόμοιο με την ίδια συνταγή. Αυτό το λάδι είναι άγιο, και άγιο πρέπει να το θεωρείτε» Έξοδος 30:31 – 32.
Έτσι λοιπόν ο Ααρών και οι γιοι του αφού χρίστηκαν με το έλαιο του χρίσματος, έγιναν οι «πρώτοι χριστοί», οι «κεχρισμένοι» της Παλαιάς Διαθήκης. Οι διάδοχοι αυτών είναι ομοίως χριστοί. Άξιο προσοχής είναι, και πως χριστόν καλείται και το έλαιο του χρίσματος: «Και ο ιερεύς ο μέγας από των αδελφών αυτού, του επικεχυμένου επί την κεφαλήν του ελαίου του χριστού και τετελειωμένου …» Λευϊτικό 21:10, Μετάφραση των Εβδομήκοντα ( Ο΄)
Η ονομασία «Χριστός» («Κυρίου») χρησιμοποιείται από εκεί και έπειτα στη Παλαιά Διαθήκη κατ’ εξοχή για τους βασιλιάδες του Ισραήλ, οι οποίοι χρίονταν ομοίως με το άγιο έλαιο του χρίσματος, το οποίο λαμβάνονταν από τη σκηνή του μαρτυρίου ή από το ναό: «Εκεί ο ιερέας Σαδώκ πήρε το κέρας του λαδιού από τη σκηνή και έχρισε τον Σολομώντα. Μετά σάλπισαν με την σάλπιγγα και όλος ο λαός φώναξε:» “Ζήτω ο βασιλιάς Σολομών!”» 3 Βασιλειών 1:39. Έτσι χριστός Κυρίου είναι ο Σαούλ, ο Δαβίδ, ο Σολομών, ο Ιού, ο Σεδεκίας, οι βασιλείς εν γένει. Η γενική «Κυρίου» δηλώνει τον χρίοντα. Η χρίση γίνεται κατά προσταγή Θεού δια εντεταλμένου προς τούτο οργάνου, ιερέως ή προφήτου, με την προϋπόθεση να δηλώνεται τις περισσότερες φορές ρητά και κατά την διάρκεια της χρίσης ή μετά από αυτή πως ο χρίων είναι αυτός ο ίδιος ο Θεός. Παράλληλα με την χρίση – όσον αφορά τους βασιλείς – αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη και η στέψη του βασιλιά. Δέον όμως να ληφθεί υπόψη, πως στο Ισραήλ η κατ’ εξοχή πράξη εγκατάστασης κάποιου εις βασιλέα δεν ήταν η στέψη αλλά η χρίση. Γι’ αυτό και οι Ιουδαίοι δεν έκαμαν χρήση την φράση «στέφειν βασιλέα», αλλά «χρίει βασιλέα». Άλλωστε αυτό καθαυτό το ρήμα «χρίει», χωρίς να συνοδεύεται από κάποιο άλλο προσδιορισμό σημαίνει επακριβώς ανακηρύσσει βασιλέα.
Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη μπορούσε να ονομασθεί και βασιλιάς που δεν ήταν Ιουδαίος, όπως συνέβη με την περίπτωση του βασιλέα των Περσών Κύρου: «Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός, τω χριστώ μου Κύρω, ού εκράτησα της δεξιάς …» Ησαΐας 45:1.  
Ο όρος χριστός αναφέρεται συλλογικά και στο σύνολο της δαβιδικής δυναστείας, πιθανόν δε και μεταφορικά στον ισραηλιτικό λαό, ο οποίος χρίστηκε από τον Θεό, ως «βασίλειο ιεράτευμα» Έξοδος 19:6, και εις τα επί μέρους μέλη αυτού.
Τέλος η Παλαιά Διαθήκη εμφανίζει προφήτες και άρχοντες να λαμβάνουν το χρίσμα χωρίς όμως την επωνυμία «χριστός». Ίσως η χρίση αυτή, όσον αφορά τους άρχοντες, μπορεί να νοηθεί μεταφορικά.
Συμπερασματικά οι όροι «χρίση και χρίειν» σημαίνουν αρχικά στην Παλαιά Διαθήκη την ιδιαίτερη εκείνη ενέργεια του Θεού δια της οποίας ο Θεός ο ίδιος καθιστά όσιο κάποιον σε ορισμένη υψηλή διακονία, «χριστός» δε, είναι ο υπό του Θεού του ίδιου εκλεγμένος και
βάσει θείω δικαίω ασκών τη διακονία αυτή.
Εκτός όμως από τα παραπάνω ο τίτλος «χριστός» έχει στην Παλαιά Διαθήκη και εσχατολογική σημασία, που φανερώνει τον βασιλιά των εσχάτων (τελευταίων) χρόνων, τον μεσσία, τον κατ’ εξοχή χριστόν, αυτόν που δίνει το νόημα σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Η πίστη των Ιουδαίων στον κατ’ εξοχή χριστόν και τον ερχομό αυτού στο ανθρώπινο γίγνεσθαι διαπιστώνεται σε πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης. Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη κατανοήθηκε από την Καινή Διαθήκη, από τον πρώιμο Χριστιανισμό και από την διδασκαλία της εκκλησίας, ως αναφερόμενη, είτε απευθείας είτε τυπολογικώς στον Χριστό και την αποκάλυψη του Θεού στο πρόσωπό του.
Ειδικότερα, υπάρχουν πολλά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία χρησιμοποιούν τον όρο χριστός με την παραπάνω έννοια ή μιλάνε για την χρίση του μεσσία από τον Θεό, όπως το 1 Βασιλειών 2:10 «Ο Κύριος κρίνει όλη τη γη, το βασιλιά του διάλεξε και τον εγκατέστησε. Τη νίκη του χαρίζει και δύναμη τρανή», το 2 Βασιλειών 22:51 «Μεγάλες νίκες δίνει στο βασιλιά του ο Κύριος, και δείχνει την αγάπη για τον εκλεκτό του, για τον Δαβίδ και για τους απογόνους του αιώνια ». Ομοίως οι χριστολογικοί ψαλμοί 2, 17, 44, 88, 131, τα κεφάλαια 42 και 61 του Ησαΐα, ο Δανιήλ 9:24 – 26 κ.λ.π. Τα χωρία αυτά μαζί με τα υπόλοιπα χριστολογικά χωρία, τις προφητείες και τους ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης διαμόρφωσαν την εικόνα του μεσσία στους Ιουδαίους. Ιδιαίτερα στην διαμόρφωση της εικόνας αυτής επέδρασε αποφασιστικά στους Ιουδαίους ο ψαλμός 2. Τον αναφέρουμε ευθύς αμέσως, στην αρχαία ελληνική γλώσσα, για να μην χαθεί η μαγεία της μοναδικής ποιητικότητάς του:
«ΙΝΑΤΙ εφρύαξαν έθνη, και λαοί εμελέτησαν κενά; 2 παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού. (διάψαλμα). 3 Διαρρήξωμεν τους δεσμούς αυτών και απορρίψωμεν αφ  ἡμῶν τον ζυγόν αυτών. 4 ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς, και ο Κυριος εκμυκτηριεί αυτούς. 5 τότε λαλήσει προς αυτούς εν οργή αυτού και εν τω θυμώ αυτού ταράξει αυτούς. 6  Εγὼ δε κατεστάθην βασιλεύς υπ  αὐτοῦ επί Σιών όρος το άγιον αυτού 7 διαγγέλλων το πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος είπε προς με· υιός μου εί συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε. 8 αιτήσαι παρ  εμού, και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου και την κατάσχεσίν σου τα πέρατα της γης. 9 ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς. 10 και νυν, βασιλείς, σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οι κρίνοντες την γην. 11 δουλεύσατε τω Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω. 12 δράξασθε παιδείας, μήποτε οργισθή Κυριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας. 13 όταν εκκαυθή εν τάχει ο θυμός αυτού, μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ’  αυτώ.»        
Η εικόνα αυτή του Χριστού έφθασε εξελιχθείσα, βοηθούσης και της μεταγενέστερης απόκρυφης και αποκαλυπτικής ιουδαϊκής φιλολογίας, μέχρι τα χρόνια της Καινής Διαθήκης. Το τελευταίο στάδιο αυτής της εξέλιξης το βρίσκουμε στα χρονικώς πλησιέστερα της Καινής Διαθήκης ιουδαϊκά συγγράμματα, όπως το «απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ», το «απόκρυφο βιβλίο των Ιωβηλαίων» κ.λ.π., και ιδιαίτερα σ’ αυτή την ίδια την Καινή Διαθήκη. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν οι ειδήσεις για θρησκευτικά επαναστατικά κινήματα, τα οποία τρέφονταν με την ελπίδα της άμεσης προσεχούς εμφάνισης του μεσσία. Οι ελπίδες αυτές συγκλόνισαν το ιουδαϊκό έθνος και έφτασαν στο κατακόρυφο κατά την εποχή του Χριστού. Μαρτυρίες γι’ αυτό έχουμε σ’ αυτή την ίδια την Καινή Διαθήκη. Λόγου χάρη το επεισόδιο με τον Παύλο και τον Ρωμαίο χιλίαρχο, όταν αυτός ανακρίνοντάς τον λέει: «Ώστε ξέρεις ελληνικά; Δεν είσαι λοιπόν εσύ ο Αιγύπτιος που επαναστάτησε πρό ολίγων ημερών και οδήγησε στην έρημο τέσσερις χιλιάδες τρομοκράτες;» Πράξεις των Αποστόλων 21:38. Περισσότερα για τα επαναστατικά Μεσσιακά κινήματα, λίγο πριν και μετά την εποχή του Χριστού, μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο έργο του Ιουδαίου ιστορικού Ιώσηπου «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία», όπως λόγου χάρη για την επανάσταση του Μπαρ – Κοχεβά το 132 μ.Χ.
Εις τα παραπάνω απόκρυφα κείμενα και την εν γένει ιουδαϊκή γραμματεία, ο αναμενόμενος μεσσίας εμφανίζεται ως αυτός που πρόκειται να λυτρώσει τον Ισραήλ από τα δεινά του και να αποκαταστήσει το έθνος, όντας κραταιός Δαβιδίδης βασιλιάς του μέλλοντα αιώνα, κατά τον οποίον θα επιβληθεί η βασιλεία του Ισραήλ σ’ ολόκληρο τον κόσμο και θα εξαλειφθεί από τη γη κάθε ανομία και θλίψη. Η βασιλεία αυτού θα είναι θεία αλλά και επίγειος. Παρά τις υπερφυσικές και θείες αυτού ιδιότητες και παρά τον χαρακτηρισμό αυτού ως Θεού στην Παλαιά Διαθήκη «Διότι γεννήθηκε για μας ένα παιδί, μας δόθηκε ένας γιος, πάνω στους ώμους του η εξουσία θα μένει και τ’ όνομά του θα είναι: σύμβουλος θαυμαστός, Θεός ισχυρός, αιώνιος Πατέρας και της Ειρήνης Άρχοντας» Ησαΐας 9:6, ο μεσσίας θεωρούνταν κατά την εποχή της Καινής Διαθήκης ως γήινη προσωπικότητα, μέλλουσα να υποτάξει τους Ρωμαίους και να υποκαταστήσει αυτούς στην κυριαρχία του κόσμου, η δε βασιλεία αυτού αναμένονταν επίγεια και κοσμική. Όχι ολιγότερο όμως, ακολουθώντας οι Ιουδαίοι την παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης, ανέμεναν τον μεσσία και ως υιό του Θεού: «Τότε ο αρχιερέας του είπε “σε εξορκίζω στο ζωντανό Θεό να μας πεις, εάν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού”» Κατά Ματθαίο 26:63 και «Λέει σ’ αυτόν “Ναι, Κύριε, εγώ έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμο”» Κατά Ιωάννη 11:27.
Ειδικότερα τα κύρια χαρακτηριστικά του μεσσία κατά την εικόνα αυτή παρά τους Ιουδαίους ήταν: 1. Η αποστολή του μεσσία από τον Θεό για την σωτηρία του λαού του. Η σωτηρία αυτή από μερικούς μόνο θα εκλαμβάνονταν ως απαλλαγή από την αμαρτία, γιατί σχεδόν όλοι την περίμεναν ως εθνική σωτηρία. Σύμφωνα λοιπόν με την αντίληψη αυτή ο μεσσίας θα ήταν ο τύπος του θεοκρατικού βασιλιά, λόγω της ειδικής εύνοιας που θα παρείχε ο Θεός προς το πρόσωπό του. 2. Η εκπλήρωση από τον μεσσία των πόθων και των ελπίδων του ιουδαϊκού λαού. Η εποχή του μεσσία είναι εποχή πληρότητας, η οποία θα πραγματοποιηθεί με κάποια τελική πράξη του μεσσία. Γι’ αυτό άλλωστε θέλησαν οι Ιουδαίοι να ανακηρύξουν τον Ιησού ως βασιλιά, όταν χόρτασε 5000 χιλιάδες από αυτούς με τα πέντε κριθαρένια ψωμιά  και τα δυο ψάρια «Ο Ιησούς, επειδή αντελήφθη ότι πρόκειται να έλθουν και να τον αρπάξουν, για να τον κάνουν βασιλιά, έφυγε πάλι στο όρος μόνος» Κατά Ιωάννη 6:15. 3. Η κυριαρχία του μεσσία σ’ όλα τα έθνη και τους βασιλιάδες της γης. Η κυριαρχία αυτή εκλαμβάνονταν, από άλλους μεν με υλιστικό τρόπο, ως συντριβή και υποταγή των βασιλιάδων και των εθνών, από άλλους δε με πνευματικό τρόπο, ως αναγνώριση και υποταγή αυτών στο Θεό του Ισραήλ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γεώργιος Γαλίτης: Ερμηνευτική της Καινής Διαθήκης
2. Νικόλαος Σωτηρόπουλος: Αντιχιλιαστικόν Εγχειρίδιον  
3. Γλωσσάριο Αγίας Γραφής της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...