Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 15, 2011

Ο καλόψυχος χαρτοπαίχτης


Εξέβηκεν ο Ιησούς Χριστός με τους μαθητές του να γυρίσει τα χωριά, να δει τι γένεται.Ήρθεν από την άκραν ενός χωριού προς τα πάνω.Ένα από τα σπίτια ήταν ανοικτό. Τους Λέγει:
-Δεν έχετε λίγο τόπο να μείνουμε κι εμείς εδώ;
-Δεν έχουμε, απάντησαν αυτοί.Πήγαν εις άλλο σπίτι.
-Δεν έχουμε, δεν έχουμε, μέχρι που τελείωσαν τα σπίτια του χωριού.
Εις την τελειωμή του χωριού, είχε το μικρό σπιτάκι του ένας άνθρωπος.Τούτος ο άνθρωπος ήταν χαρτοπαίχτης.Πριν λίγο καιρό είχε παίξει το περβόλι του στα χαρτιά και επήραν του το.Μετά έπαιξε τη φρακτή του την άλλη, επήραν του την και εκείνη.Στο τέλος έπαιξε και το σπίτι του, αλλά επήραν του το και το σπίτι.Πήγε τότε ο φτωχός στην άκραν του χωριού, όπου ήταν μια πλατεία που δεν την όριζε κανένας.Έκαμε μια μικρή δόμη όπως- όπως και περνούσε με τη γυναίκα του και τα δυό του μωρά.
Ότε κι εξέβη ο Ιησούς Χριστός και έκαμε προς τα πάνω, και ρωτούσε, αλλά η απάντηση εις το ένα σπίτι ήταν “δεν έχουμε’ και στο άλλο σπίτι” δεν έχουμε”, έφθασε στη τελειωμή του χωριού μόνος του αφού οι μαθητές του έκοψαν πίσω.Ηύρεν εκείνον τον φτωχό τον χαρτοπαίκτη και τον ρωτά.
-Δεν έχεις λίγο τόπο να μείνουμε και εμείς;
-Ε, εκεί που θα μείνουμε εμείς, να μείνεις και εσύ.
Κι ενέβη έσσω ο Ιησούς Χριστός.Λέγει τότε η γυναίκα του αντρός της:
-Δεν έχουμε τίποτε.’Εβαλα κάτι κρομμύδια οφτά και πατάτες…Τι θα του βάλουμε να φάει;
Ιτσά, εκείνη τη ώρα αναφανίσκουν από τον πόρον της αυλής του σπιτιού, ένας, αλλόνας, αλλόνας… δώδεκα μαθητές.Με τον Ιησού Χριστό δεκατρείς.
Τι θα κάμουμε τώρα; Λαλεί του η γυναίκα.
-Τι θα κάμουμε τώρα; Ούσσου, φρίσσε, μην πεις τίποτα.
Σιώπησε η γυναίκα.Ύστερα παραμέρισαν εκεί και εδώ, και άπλωσε ένα ψαθί χαμαί και έβαλε πάνω ένα τραπεζομάντιλο.Σκόρπισε κατόπι πάνω, εκείνα τα κρομμύδια και τις πατάτες και τα ψωμιά.
- Ε, λέγει η γυναίκα, θα χορτάσουν; Δεν έχουμε τίποτα άλλο.Τι να κάμω;
Έκατσαν, ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του και έτρωγαν.Μήτε τα κρομμύδια έλειψαν, μήτε οι πατάτες, μήτε τα ψωμιά έλειψαν.Έφαγαν, έφαγαν κι έμειναν και κάμποσα κομμάτια περισσεύματα.Ευλόγησεν τα ο Ιησούς Χριστός.Μπορούν να λείψουν;
Μόλις έφαγαν, σηκώθηκαν.
-Ε, που θα ξαπλώσουν τώρα; Λαλεί του η γυναίκα.
Να τους απλώσουμε κάμποσα ρούχα χαμαί στο ψαθί κι ο Δάσκαλος τους να κοιμηθεί μέσα στη μονή μας.Εμείς να βγούμε έξω.Είναι καλοκαίρι, λαλεί της, θα βρούμε να κουλουρωθούμε πούποτε.
Βολεύτηκαν έτσι.Κοιμήθηκαν άλλοι εκεί, άλλοι εδώ, πέρασε η νύκτα.Με το χάραμαν του ήλιου, εσηκώθησαν.Πρίν να ξεβεί της πόρτας για να φύγουν, ο Ιησούς Χριστός λαλεί του ανθρώπου:
-Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
-Και τι σας έκαμα εγώ;
-Που μας φιλοξένησες.
-Μα…
-Όχι, και τούτο που μας έκεμες καλόν ένι.Ειπέ μου τι θέλεις.
-Περνά σου να με κάμεις να κερδίζω στα χαρτιά;
-Για όνομα του Θεού!Ειπέ μου άλλο πράγμα να σου κάμω να σάσεις τα παιδιά σου…
Όχι, λαλεί του, είχα δύο φρακτές, επήραν μου τες, είχα ένα σπίτι, επήραν μου το και εκείνο.Τώρα τους έχω άχτι να τα πάρω πίσω.
-Ε, πήγαινε παίξε και θα κερδίσεις, είπεν του, κι αποχαιρετίστηκαν.
Στο μεταξύ, έκεμε κανένα μήνα που δεν πήγε στον καφενέ.Μόλις έφυγε ο Ιησούς Χριστός, μάνι-μάνι πήγε βουρητός.
Ω! Μα που ήσουν τόσο καιρό; Του είπαν οι συγχωριανοί του μόλις τον είδαν.Έλα να παίξουμε χαρτιά.
-Να παίξουμε, απαντά εκείνος.
Έβαλαν από μια λίρα πάνω.Παίζουν, κέρδισε.Βάλλουν από δύο, κέρδισε.Βάλλουν τρεις, κέρδισε.Βάλλουν παραπάνω, κέρδισε πάλι.
-Όχι λαλεί τους.Τους παράδες αφήστε τους.Να βάλουμε το περβόλι μου.Αν με κερδίσετε να σας δώσω τούτα που κέρδισα.
Βάλλουν το περβόλι, το κέρδισε.Βάλλουν και το άλλο, το κέρδισε και εκείνο.
-Να βάλουμε το σπίτι.
Έβαλαν και το σπίτι, κέρδισε και το σπίτι.Πήγε τότε στη γυναίκα του και λαλεί της.
-Να σηκωθούμε, να πάρουμε τα πράγματα στο σπίτι μας, γιατί παίξαμε χαρτιά και κέρδισα πίσω όλη τη περιουσία μας.
Έτσι, πήγαν έσσω τους.Πέρασε ο καιρός, μεγάλωσαν τα παιδιά τους, γέρασαν αυτός κι η γυναίκα του.Μιαν ημέρα κάλεσε τα παιδιά του.
-Όταν πεθάνω λαλεί τους, να μου βάλετε μια τράπουλα χαρτιά μέσα στον κόρφο.
-Να σου βάλουμε πατέρα.
Ε, μετά από κάμποσο καιρό, πέθανε.Έφεραν μια τράπουλα χαρτιά και του τα έβαλαν μέσα στον κόρφο.Σαν πήγε εις τον Αφέντη μου το Θεό εκεί πάνω, ήρθαν κοντά του οι Σατανάδες.
-Έλα ώδε, θα σε πάρουμε στη κόλαση.Θα σε πάρουμε στη κόλαση.
-Θα με πάρετε στη κόλαση;Να παίξουμε χαρτιά, κι αν με κερδίσετε να με πάρετε.
-Ού! Εμείς τα δείξαμε τα χαρτιά… είναι δική μας ευρετή αυτά τα χαρτιά που έχεις πάνω σου.
Κάθονται παίζουν, κέρδισε.Ξαναπαίζουν, κέρδισε πάλι.
-Ο κύρης μου είναι μέσα στην κόλαση;
-Ναι είπαν αυτοί.
-Βγάλτε τον και φέρτε τον εδώ.
Εφέραν τον.
-Η μάνα μου είναι μέσα στην Κόλαση;
-Είναι μέσα.
-Ε, να παίξουμε ξανά.
Παίζουν ξανά, κέρδισε.Έβγαλαν και τη μάνα του.Ξαναπαίζουν, κέρδισε πάλι.
-Ο παππούς μου είναι μέσα;
Είναι μέσα.
-Ο άλλος ο παππούς μου είναι και αυτός μέσα;
-Ναι είναι και αυτός.
-Φέρτε τους έξω.
Έτσι, έναν- έναν έβγαλε δώδεκα νομάτους.Στο μεταξύ ήρθεν ο Άγγελος να τον πάρει στην Παράδεισο.Ακολουθούν πίσω του και οι άλλοι.
-Τούτοι ούλοι ίντα λογούνται; Ρωτά τον ο Άγγελος
-Ε, τούτος είναι ο παππούς μου, τούτη η μαμμού μου, τούτος είναι ο κύρης μου, τούτη είναι η μάνα μου… Είναι ούλοι δικοί μου.
-Μα, μόνον εσένα πρόσταξε ο Ιησούς Χριστός να πάρουμε.Τούτη η σουρμαγιά ούλη…;
Μα είναι δικοί μου.Πού ένι ο Ιησούς Χριστός;
-Ένι δαμαί.
-Φωνάξετε του να έρθει.
Όταν ήρθε ο Ιησούς Χριστός και τον είδε, λαλεί του.
- Μα εσύ είσαι ο Ιησούς Χριστός! Δεν είσαι αυτός που ήρθες έσσω μας!
-Είμαι, του λέγει ο Ιησούς Χριστός.
-Ιησού Χριστέ μου, λαλεί του ο άνθρωπος, μα όταν ήρθες έσσω μας, ήσουν μόνος σου.Ύστερα που ήρθαν και οι άλλοι οι δικοί σου, σου είπα να βγεις έξω;Τούτος είναι ο κύρης μου, η μάνα μου, ο αδελφός μου, ο νουνός μου, ο τάδε, η δείνα…Τους έβγαλα από την κόλαση.
-Ο Ιησούς Χριστός τον κοίταξε, χαμογέλασε και του είπε.
-Κέρδισες τη βασιλεία του θεού γιατί είσαι καλόψυχος και ας είσαι και χαρτοπαίχτης.
Έτσι αυτός ο άνθρωπος τους πήρε ούλους μέσα στη Παράδεισο.Είδες τι κάμνει η καλοσύνη!Ένα χωριό δεν τον έβαλε μέσα στο σπίτι τους τον Ιησού Χριστό, εκείνος ο φτωχός έβαλεν τον κι φιλοξένησεν τον.Είδες;
Κυπριακό Διήγημα
Καταγράφηκε από τον Χαράλαμπο Επαμεινώνδα
Πηγή: Πνευματικά Θησαυρίσματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...