Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 26, 2013

Επ’ ελπίδι Αναστάσεως


IMG_2527_2
Α­πό­δει­πνο στο νε­κρο­τα­φεί­ο. Ο ή­λιος ε­τοι­μά­ζε­ται για βου­τιά πί­σω α­π’ το βου­νό κι εί­ναι τό­σο θελ­κτι­κό το φως του την ώ­ρα τού­τη που με προ­κα­λεί να κοι­τά­ξω α­πό το πλα­ϊ­νό μι­σο­γερ­μέ­νο πορ­τά­κι της εκ­κλη­σιάς. Φως ι­λα­ρόν πλημ­μυ­ρί­ζει τα μά­τια μου, δε­ή­σεις για τους α­δερ­φούς μου χα­ϊ­δεύ­ουν τ’ αυ­τιά μου. «Υ­πέρ των εν α­σθε­νεί­ας κα­τα­κει­μέ­νων…», η θύ­μη­ση στον πα­τέ­ρα μου και τους πο­λυ­ά­ριθ­μους κα­τοί­κους των νο­σο­κο­μεί­ων. Δά­κρυ­α στην ψυ­χή μου. «Δι’ ευ­χών» κι ό­σο να κοι­τά­ξω λί­γο ψη­λό­τε­ρα στα σύν­νε­φα χά­νε­ται κι η τε­λευ­ταί­α κου­κί­δα του η­λι­ά­το­ρα. Μέ­ρα α­κό­μα και οι λι­γο­στοί πι­στοί σκορ­πί­ζουν γρή­γο­ρα. Μό­νο η κυ­ρά Α­λε­ξάν­δρα, παίρ­νει τον κά­τω δρό­μο. 
- Που πας για­γιά; την ρω­τά­ω.
- Ε­μέ­να μ’ α­ρέ­σει α­πό ‘δω, μου α­παν­τά­ει. Να περ­νά­ω α­πό τον άν­τρα μου.
- Κι ε­μέ­να μ’ α­ρέ­σει α­πό ‘δω, συμ­φω­νώ μα­ζί της. Να θυ­μά­μαι πως θα πε­θά­νω κι ε­γώ μί­α μέ­ρα.
Κα­τη­φο­ρί­ζει στο κοι­μη­τή­ριο πί­σω α­πό το να­ό, φτά­νει στο μνή­μα. Το βή­μα της στα­θε­ρό, τα μά­τια της γε­μά­τα γλύ­κα κι η­ρε­μί­α. Ού­τε έ­να δά­κρυ. Το πα­ρα­μι­κρό τρε­μό­παιγ­μα στη φω­νή της. Μό­νο χα­ϊ­δεύ­ει και φι­λά­ει την φω­το­γρα­φί­α του α­γα­πη­μέ­νου της στο μαρ­μά­ρι­νο σταυ­ρό. «Να προ­σέ­χεις τα παι­διά», τού λέ­ει κι εί­ν’ η φω­νή της σί­γου­ρη πως ο άν­τρας της εί­ναι κον­τά στο Θε­ό και πρε­σβεύ­ει γι’ αυ­τούς με­τά των α­γί­ων. Ά­γιος άν­θρω­πος ο παπ­πούς, ξε­χω­ρι­στός. Πολλοί μι­λά­νε α­κό­μα γι’ αυ­τόν, χω­ρίς να βρί­σκουν α­κρι­βώς λό­για για να πε­ρι­γρά­ψουν τις α­ρε­τές του.
Ύ­στε­ρα την ρω­τά­ω για την Βαγ­γε­λι­ώ που έ­φυ­γε λί­γες μέ­ρες τώ­ρα κι ό­σοι την α­γά­πα­γαν μνη­μο­νεύ­ουν τα χω­ρα­τά και την κα­λή της την καρ­διά. Μου δεί­χνει το φρέ­σκο μνή­μα κι ό­πως κά­νου­με να φύ­γου­με με μπά­ζει στην κά­μα­ρα με τα λεί­ψα­να ό­λων των κε­κοι­μη­μέ­νων.
- Ε­σύ ποι­ούς έ­χεις ε­δώ για­γιά;
- Ε­δώ εί­ν’ ο πα­τέ­ρας μου κι η μά­να μου μα­ζί. Ε­δώ ο γιος μου, ο Στέ­λιος μου. Ε­δώ ο α­δερ­φός μου. Ε­δώ εί­ναι η τε­λευ­ταί­α κα­τοι­κί­α, ο Θε­ός να μας σχωρ­νά­ει, ο­λο­νών μας. Ε­δώ θ’ α­να­παυ­τεί η ψυ­χού­λα μας.
Τό­σο φυ­σι­κά μου τα λέ­ει ό­λα. Κι ό­μως μι­λά­ει για το φο­βε­ρό­τε­ρο γε­γο­νός, την ση­μαν­τι­κό­τε­ρη στιγ­μή της ζω­ής της, την πιο α­κα­τα­νό­η­τη και πα­ρά­λο­γη, που δεν εί­ναι άλ­λη α­πό το ξαφ­νι­κό πέ­ρα­σμα α­πό το κα­τώ­φλι του θα­νά­του και της ζω­ής. «Έ­σχα­τος ε­χθρός κα­ταρ­γεί­ται ο θά­να­τος…» Σί­γα­σε μέ­σα της ο πό­νος της χα­ρο­κα­μέ­νης μι­κρο­μά­νας τό­σα χρό­νια τώ­ρα, στέ­ρε­ψαν τα δά­κρυ­α α­π’ τα σκαμ­μέ­να της μά­γου­λα, μέ­ρε­ψε κι ο πό­νος του χα­μού των γο­νι­ών της. Κι η α­βά­στα­χτη θλί­ψη για την α­πώ­λεια του α­γα­πη­μέ­νου της συν­τρό­φου έ­γι­νε πα­ρη­γο­ριά κι ελ­πί­δα α­να­στά­σι­μη και για το δι­κό της τέ­λος που πλη­σιά­ζει.
«Χρι­στός α­νέ­στη εκ νε­κρών θα­νά­τω θά­να­τον πα­τή­σας και τοις εν τοις μνή­μα­σι ζω­ήν χα­ρι­σά­με­νος», θα ψελ­λί­σου­με σε λί­γες μέ­ρες. Πό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο θα το πι­στέ­ψου­με αυ­τή τη φο­ρά; Χρό­νο με το χρό­νο που ο Ά­δης μας θυ­μά­ται πιο συ­χνά κα­τα­λα­βαί­νω πιο κα­λά τι πά­ει να πει «τοις εν τοις μνή­μα­σι». Εί­ναι μου φαί­νε­ται οι μυ­ριά­δες στρα­τι­ές α­πο­λύ­τως μο­να­δι­κών και α­νε­πα­νά­λη­πτων προ­σω­πι­κο­τή­των στην αγ­κα­λιά του Θε­ού, πλά­ι στους αγ­γέ­λους. Κι ό­σο κα­τα­λα­βαί­νω το «τοις εν τοις μνή­μα­σι», άλ­λο τό­σο με­γα­λώ­νει η ελ­πί­δα μου για την α­πέ­ραν­τη α­γά­πη του ου­ρά­νιου πα­τέ­ρα μας που πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τον κα­θέ­να μας α­γα­πά­ει και πο­νά­ει το κά­θε πλά­σμα του ξε­χω­ρι­στά. Άλ­λο τό­σο με­γα­λώ­νει η ελ­πί­δα μου για το υ­πέρλογο γε­γο­νός της Α­να­στά­σε­ως.
«Άν­τε παι­δί μου, την ευ­χή μου, την ευ­χή του Χρι­στού και της Πα­να­γί­ας»
Γεια σου κυ­ρά-Α­λε­ξάν­δρα! Μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη ό­πως μα­κραί­νεις, με τη με­γά­λη σου καρ­διά που την λεί­α­νε ο πό­νος, βάλ­σα­μο έ­γι­νες στη ρου­τί­να της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς μου. Γεύ­ση αι­ω­νι­ό­τη­τας η μορ­φή σου σή­με­ρα. Άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου το πέ­ρα­σμά σου απ το διά­βα μου. Άμ­πο­τε ν’ αν­τα­μω­θού­με με το κα­λό μί­α μέ­ρα και στον Πα­ρά­δει­σο… Α­μήν!
Αναστασία Χ”παύλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...