Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνισμός και Ορθοδοξία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνισμός και Ορθοδοξία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 29, 2016

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ἀναστασίου Παρούτογλου Πρωτοπρεσβυτέρου
Δύο εἶναι οἱ βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες ἔχει στηριχθεῖ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἡ μία εἶναι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη καὶ γραμματεία καὶ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη, παράδοση καὶ θεολογία. Ἡ σχέση ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοὺς δύο τρόπους σκέψης καὶ ζωῆς, τὸν ἑλληνικὸ καὶ τὸν χριστιανικό, ξεκίνησε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων βγῆκε ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ ἰουδαϊκά του ὅρια, γιὰ νὰ ἐξαπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸν ρωμαϊκὸ κόσμο. Ἡ ἑλληνιστικὴ κοινὴ ἦταν ἡ γλῶσσα, ποὺ ἔγινε τὸ ἀναντικατάστατο ὄχημα γιὰ τὴν πρώτη αὐτὴ μετάδοση
καὶ ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, οἱ δύο αὐτοί, ἀρχικὰ ξένοι καὶ ἀντιφατικοὶ μεταξύ τους τρόποι σκέψης καὶ ζωῆς, βρῆκαν πολὺ περισσότερα κοινὰ σημεῖα ἀπὸ ὅσα
φαίνονταν στὴν ἀρχή. Ἔχουν συνδεθεῖ τόσο ἄρρηκτα μεταξύ τους, ὥστε μέχρι μόλις πρὶν ἀπὸ λίγες δεκαετίες, ἐθεωρεῖτο ἀδιανόητο νὰ ἀποκαλεῖται κάποιος Ἕλληνας ἢ νὰ χαρακτηριστεῖ ἑλληνικὴ μία πολιτιστικὴ δημιουργία, ἕνα κείμενο ἢ μία εἰκόνα, ἐὰν δὲν εἶχε ἄμεση σχέση, ἀναφορὰ καὶ προέλευση ἀπὸ τὸν ἑλληνορθόδοξο τρόπο σκέψης, ἀπὸ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση.
Τὸ ἑλληνικὸ σύνταγμα ἀναγνωρίζει τὴ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὡς τὴν ἐπίσημη καὶ ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴ χώρα μας. Στὴν Ἑλλάδα δηλαδὴ ὑπάρχει μὲν ἀνεξιθρησκία, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐπίσημα ἀναγνωρισμένη ἐπικρατοῦσα θρησκεία, τὴν ὁποία τὸ κράτος ἔχει δεσμευθεῖ νὰ προστατεύει ὡς παράδοση τοῦ ἔθνους, ὡς ἀναπόσπαστο συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ ἔθνους. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα νομικὰ κατοχυρωμένο καθεστώς, οὔτε βασίζεται ἀποκλειστικὰ στὸ ποσοστὸ τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ θρησκεύματος στὸν ἑλληνικὸ πληθυσμό.
ELLHNISMOS K ORTHODOJIA
Ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν αἰώνων ἱστορίας τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του καὶ ἡ ἑλληνορθοδοξία ἔχει ἐμπεδωθεῖ στὸ διάβα τῶν αἰώνων ὡς ἀδιάσπαστη ὑπαρξιακὴ ὀντότητα. Ὁ Ἕλληνας ξέρει νὰ ἀγαπᾶ τὴν ὀρθόδοξη πατρίδα του, νὰ τὴν ὑπερασπίζεται καὶ νὰ δίνει ἀκόμη καὶ τὴ ζωή του γι’ αὐτήν.
Ἡ ἔννοια τῆς πατρίδας εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἔννοια τῆς θρησκείας, διότι σ’ αὐτὴν ὑπάρχουν τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς πίστεώς μας. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀρχαῖοι
πρόγονοί μας ἔδιναν μία ἱερότητα στὴν ἔννοια τῆς πατρίδος καὶ αὐτὸ τὸ τονίζει ὁ σοφὸς Σωκράτης: «Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον ἐστὶν ἡ πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον » (Καὶ ἀπὸ τὴ μητέρα ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Ἀναστασίου Παρούτογλου
Πρωτοπρεσβυτέρου καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα κι ὅλους γενικὰ τοὺς ἄλλους προγόνους πιὸ πολύτιμο ἀγαθὸ εἶναι ἡ πατρίδα καὶ πιὸ σεβαστὸ καὶ πιὸ
ἱερό … ).
Ὁ δὲ στρατηγὸς Μακρυγιάννης στὰ Ἀπομνημονεύματά του ἔγραφε: «Γλυκύτερον πρᾶγμα δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία». Καὶ ὁ
Κωστὴς Παλαμᾶς γράφει μὲ τόλμη: «Δὲν ζεῖ χωρὶς πατρίδα ἡ ἀνθρώπινη ψυχή». Εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο ὅτι στὴν πατρίδα ἐμπιστευόμαστε τὴ ζωή μας, τὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν μας, τὴν τιμή μας, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά μας. Γι αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγαπᾶμε τὴν πατρίδα μας καὶ νὰ ἔχουμε ἐθνικὴ συνείδηση. Διότι ἡ ἐθνικὴ συνείδηση δηλώνει κοινοὺς ἀγῶνες, κοινὴ γλῶσσα καὶ θρησκεία καὶ κοινὲς παραδόσεις.
Ἡ ἐθνικὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση πρέπει νὰ πορεύονται μαζί, ὅπως ἡ ἑνότητα ἑνὸς ἔθνους καὶ ἡ πίστη στὸν Θεό, ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ θεῖο. Καὶ οἱ δύο μαζὶ ὁδηγοῦν στὴν ὁμόνοια ἑνὸς ἔθνους. Τὸ παρελθὸν τῆς Ἑλλάδος εἶναι λαμπρὸ μὲ τὶς ἡρωικὲς μορφές της, ποὺ τὴν διέκριναν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου. Οἱ ἱερὲς παραδόσεις ἐξυψώνουν τὴν ἐθνικὴ συνείδηση γιὰ νέους ἀγῶνες καὶ θυσίες. Ἡ πίστη στὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ ἐμπνέει τὸ πνεῦμα τῆς ἅμιλλας, τῆς ἑνότητας καὶ συνεργασίας ποὺ ξυπνᾶ τὸν Ἕλληνα ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἀτομικῆς εὐμάρειας. Ἂς ξεχάσουμε τοὺς φανατισμούς μας, τὶς μισαλλοδοξίες, τὶς ἀδικίες καὶ τὰ μίση ποὺ διασποῦν τὴν ἑνότητά μας, διότι ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι τίποτε καλὸ δὲν ἔχουμε ἐπιτύχει μὲ τὶς διχόνοιες. Ὅπως προέτρεπε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τοὺς Ἕλληνες, «νά ‘στε μονιασμένοι». Ἀλλὰ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν πάντοτε παράγοντας ἑνότητας, εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως τῶν Ἑλλήνων, διότι κηρύττει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀγάπη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Βλέπει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σέβεται προσφέροντάς του τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς θεανθρώπινες ἀξίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία στοχεύει νὰ δημιουργήσει ὥριμους καὶ ὑπεύθυνους ἀνθρώπους μὲ ὑψηλοὺς σκοπούς, ὥστε νὰ συμβάλουν γιὰ μία καλύτερη κοινωνία, ἡ ὁποία νὰ ἐμφορεῖται ἀπὸ τὶς ἀξίες τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης. Ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουμε τὴν προσωπικὴ εὐθύνη γιὰ ὀρθόδοξο καὶ ἑλληνικὸ ἦθος. Καὶ τὰ δύο μαζὶ νὰ συμπορεύονται καὶ νὰ κατευθύνουν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἕλληνα σὲ νέους ἀγῶνες καὶ θυσίες. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν ἀναπτύξει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ μεγάλη ἀξία τῆς θρησκείας καὶ τῆς πατρίδος. Μπορεῖ νὰ αἰσθανόμαστε ἀδύναμοι μπροστὰ στὶς δυνάμεις τῶν μεγάλων ἐθνῶν, στὶς ὑπεράριθμες στρατιὲς ἄλλων χωρῶν, ἀλλὰ ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι 12.000 στρατιῶτες ποὺ εἶχαν μείνει στὰ τείχη τῆς Κωνσταντινούπολης μὲ τὸν πατριάρχη Σέργιο καὶ τὸ στρατηγὸ Βῶνο πολέμησαν τὶς μυριάδες τῶν Περσῶν καὶ τῶν Ἀβάρων, ποὺ κτυποῦσαν ἀλύπητα τὰ φρούρια τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ ξηρὰ καὶ θάλασσα. Ἡ νίκη τῶν βαρβάρων ἦταν σίγουρη, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ὑπολογίσει τὴν πίστη τῶν ὀλιγάριθμων Χριστιανῶν.  Ἡ Παναγία ἔκανε τὸ θαῦμα Της καὶ ὡς Στρατηγὸς διηύθυνε τὸ στράτευμα, προσθέτοντας τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ κατατροπώνοντας τὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις τῶν Περσῶν καὶ τῶν Ἀβάρων. Ἡ δύναμή μας εἶναι ἡ πίστη μας στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὡς Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς θὰ ὁδηγήσει τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴ μικρὴ Ἑλλάδα καὶ σὲ ἄλλα θαύματα, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε σταθεροὶ στὴν πίστη καὶ στὰ ἰδανικά μας.
Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς πορευόμενοι μαζὶ δίνουν μήνυμα καὶ πρόσκληση στὸν σύγχρονο κόσμο, προσφέροντας τὶς παραδόσεις καὶ τὴν πνευματικὴ κληρονομιά της. Πάντοτε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς ὑπῆρξαν ἑνωμένοι καὶ αὐτὸ δηλώνεται μὲ τὴν σφραγῖδα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς δίνουν πάντοτε τὴ δική τους μαρτυρία σὲ ὅλον τὸν κόσμο, προβάλλοντας τὶς πνευματικές τους ἀξίες στὸ δυτικὸ τρόπο
ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἀποχαυνώνει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ προξενεῖ μία νέα ἀπαξία, τοῦ μηδενισμοῦ καὶ τῆς στείρας λογικῆς.
Ἡ μὲν Ὀρθοδοξία ἐκτὸς ἀπὸ μία μυστηριακὴ ἐκκλησιολογικὴ ἑνότητα, δημιουργεῖ ἕνα συγκροτημένο ἄνθρωπο μὲ ὀρθόδοξο ἦθος. Ὁ δὲ Ἑλληνισμὸς μὲ τὸν
πολιτισμό του προσφέρει ἕνα κοινωνικὸ γίγνεσθαι στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν λαβύρινθο τῶν ἀδιεξόδων ποὺ μαστίζουν τὴν κοινωνία. Ἡ ορθοδοξία προβάλλει τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ἑλληνισμὸς τὴν ἀκρόπολη τῶν ἀξιῶν, τὴ Δημοκρατία μὲ ὅλα τὰ ὑγιῆ στοιχεῖα της. Ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τὴν λατρεία της ἑνώνει τὸν πιστὸ μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ νικήσει τὶς δυνάμεις τῆς ἁμαρτας καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει πλέον στὴ θεία ζωὴ τοῦ καινοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἑλληνισμὸς προβάλλει τὴν ἀρετὴ τοῦ Σωκράτη, τὴν ἠθικὴ τοῦ Πλάτωνα, τὴν ἀνδρεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ σοφῶν ἀνδρῶν. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ἑλλάδος, προσβάλλοντας τὴν ἐθνικὴ συνείδησή μας μὲ τὸ νὰ ἀλλοιώνουν τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία. Ἐπίσης ἐσωτερικοὶ ἐχθροὶ ποὺ προσβάλλουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, προβάλλοντας ξενόφερτα πρότυπα ζωῆς, ἰδέες καὶ δοξασίες ἄλλων χωρῶν. Προσπαθοῦν μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ μειώσουν τὴ δύναμη τῆς Ἑλλάδος καὶ νὰ δεσμεύσουν τὴν ἐλευθερία τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ. Στὴν Ἑλλάδα γεννήθηκαν ὁ λόγος καὶ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ Ἑλλάδα μεγαλούργησε, γιατί πίστευε σὲ ὑψηλὰ ἰδανικὰ καὶ ἀξίες ποὺ τὴν διέ
κριναν ἀπὸ τὶς ἄλλες χῶρες τοῦ κόσμου. Καὶ σήμερα, ἂν ἀγαπᾶμε τὴν πατρίδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μας, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑψώσουμε τὴ φωνή μας τόσο σὲ ξένους ἐπιβουλεῖς ὅσο καὶ σ’ ἐκείνους, ποὺ ζητοῦν νὰ σκλαβώσουν τὴ θρησκευτικὴ πίστη μας εἴτε σὲ μία ταυτότητα ἢ σὲ ξενόφερτες παραθρησκεῖες καὶ αἱρέσεις, ποὺ ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξη ἑλληνικὴ παράδοση. Γιατί, εἶναι ἀλήθεια, πὼς ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς δέχονται ἀπίστευτο πόλεμο καὶ ἀμφισβήτηση στὴν πατρίδα μας, γεγονὸς ποὺ συνιστᾶ φαινόμενο σαφοῦς παρακμιακοῦ σκοταδισμοῦ. Οἱ ἐκφραστές του προφανῶς δὲν ἔλαβαν ὑπ
ὄψιν τὶς ἐπισημάνσεις ἑνὸς ἐκ τῶν μεγαλυτέρων Ρώσων Θεολόγων τοῦ 20οῦ αἰῶνα, τοῦ π. Γεωργίου Φλορόφσκι, ὁ ὁποῖος διεκήρυττε ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία ὑπῆρξεν ὁ θεματοφύλαξ τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ αὐτὸ τὸ δημιουργικὸν πνεῦμα τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ πρέπει νὰ  αναζητῶμεν. Ἂς γίνωμεν περισσότερον Ἕλληνες, διὰ νὰ ἀποβῶμεν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί». Τὶς σωτήριες συνέπειες γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἐπισημαίνει ξεκάθαρα ὁ ἀείμνηστος πολιτικὸς καὶ ἱστορικὸς Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Τὸ θαῦμα ποὺ σήμανε ἡ ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔσωσε καὶ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Χωρὶς τὸ πνεῦμα τῆς Ἑλλάδος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διαμορφωθεῖ ὁ κόσμος, ὅπως τὸν ξέρουμε, ἂς ποῦμε ὁ δυτικὸς κόσμος. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὸν Χριστιανισμὸ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα θὰ εἶχε ταφεῖ καὶ χαθεῖ κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου». Σὲ μιὰ ἐποχή, λοιπόν, ποὺ ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς ἀντιμετωπίζει κρίση ταυτότητας, πέρα ἀπὸ τὰ τεχνικά, αἱρετικὰ καὶ κτιστὰ διλήμματα, ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς σώθηκε μέσα στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ὁ Χριστιανισμὸς μίλησε ἑλληνικά.
Μόνο ἔτσι ὡς Ἕλληνες Χριστιανοὶ θὰ ἀντιμετωπίσουμε δημιουργικὰ τὴν ψευδῆ διδασκαλία τοῦ νεοπαγανισμοῦ καὶ τῆς «ἀρχαιολατρείας», ἡ ὁποία ἐπιδι
-ώκει νὰ γκρεμίσει τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας καὶ τὸ πολιτισμικό μας ὑπόβαθρο καὶ νὰ ἐπιβάλει τὸ δικό της ἰσοπεδωτικὸ «πολιτισμὸ» καὶ βέβαια τὴ νέα πανθρησκεία τῆς σύγχρονης Βαβέλ, στὴν ὁποία δὲν θὰ ὑπάρχει θέση γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου (Ζηζιού
λα), Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα καὶ ἑλληνικὴ Ὀρθο
δοξία, περιοδ. Εὐθύνη, τ. 167/1985.
-Ἀρχιμ. Δαμιανοῦ Ζαφείρη, Ἑπτὰ Λόγοι στοὺς
Χαιρετισμούς,
ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία,
Ἀθήνα, 1998.
-Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός. Ἐκδόσεις Ἱ.Μ.
Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὄρος.
-«Ὀρθόδοξος Παρατηρητής», Περιοδικὸ Ἀρχι
επισκοπῆς Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς, Ἰα
νουάριος, 1957.
-Ἰωάννου Δανδουλάκη, Ἑλληνισμὸς καὶ
Ὀρθοδοξία.
-Παναγιώτου Κανελλοπούλου, Ὁ Χριστια
νισμὸς καὶ ἡ ἐποχή μας

Κυριακή, Απριλίου 26, 2015

Ἡ Κλήση καὶ Ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνα -Τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου



 
 
Ἴσως ποτὲ ἄλλοτε ὅπως σήμερα δὲν παίρνουν τόσο δραματικὴ ἐπικαιρότητα τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τὴν κλήση καὶ ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνα. Ἐπικαιρότητα, γιατί ἐδῶ καὶ λίγο καιρὸ οἱ τύχες τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους διακυβεύονται στὴν παγκόσμια πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ σκακιέρα· καὶ δραματική, γιατί μᾶλλον οἱ Νεοέλληνες λησμονήσαμε τὴν ταυτότητά μας, τὴν ἰδιαίτερη ἱστορική, θρησκευτικὴ καὶ πολιτιστικὴ φυσιογνωμία μας, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, καὶ θελήσαμε ν᾿ ἀκολουθήσουμε πρότυπα ξενικά, ἦθος ἀλλότριο πρὸς τὴ δική μας Παράδοση καὶ ἐθνικὴ φυσιογνωμία.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὄντας ὁ ἴδιος Οἰκουμενικὸς μὲ τὰ θαύματα καὶ τὰ συγγράμματά του, δὲν παύει νὰ διδάσκει ἐμᾶς τοὺς συμπα-τριῶτες ἐπιγόνους του γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ χρέος ποὺ ἔχουμε νὰ ἐπιτελέσουμε μέσα σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ παραπαίει ζητώντας πνευματικὰ ἐρείσματα προκειμένου νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ. Ἡ φωνὴ τοῦ Ἁγίου εἶναι διαυγής, κρυστάλλινη, καθὼς τὰ λόγια του συνιστοῦν τὸ ἀπαύγασμα τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας του καὶ τῆς καθαρῆς ἀπὸ κάθε ἰδιοτελῆ προσκόλληση καρδιᾶς του. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἰκουμενικοὶ ἄνθρωποι, πέρα ἀπὸ ἀρρωστημένους ἐθνικισμοὺς καὶ σωβινισμούς. Τὰ ὅσα παρατίθενται στὶς παρακάτω γραμμὲς προέρ-χονται ἀπὸ δύο μικρὲς μελέτες τοῦ Ἁγίου: «Περὶ τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ὡς προπαιδείας εἰς τὸν Χριστιανισμὸν» καὶ «Περὶ τῆς κλήσεως καὶ ἀποστολῆς τοῦ Ἕλληνος».

Ἀπερίφραστα διακηρύττει ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ Ἕλληνας, μὲ τὴν ἀνέκαθεν ροπὴ καὶ ἀγάπη του πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ σοφία, ἔχει ὡς σκοπὸ καὶ ἀποστολή του νὰ εἶναι διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος. Λέγει χαρακτηριστικά, μὲ τόνο διαχρονικό:...

«Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀληθῶς ἀναφαίρετο κτῆμα τοῦ Ἕλληνος· διαδιδομένη ἀνὰ τὰ Ἔθνη προσηλυτίζει αὐτὰ καὶ καθιστᾶ αὐτὰ Ἑλληνικά, οὐδέποτε δὲ παύεται οὖσα Ἑλληνική… Ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία προώρισται ἵνα καταστήσῃ τοὺς πάντας Ἕλληνας· ἐγεννήθη ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ συνεταυτίσθη μετ᾿ αὐτοῦ, ὅπως ἐργασθῇ πρὸς σωτηρίαν τῆς ἀνθρωπότητος…


Ὁ Ἕλλην ἀληθῶς ἐγεννήθη, ἵνα φιλοσοφῇ· διότι ἐγεννήθη διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἡ φιλοσοφία ἐγένετο παιδαγωγὸς εἰς Χριστόν, ἕπεται ὅτι ὁ Ἕλλην, πλασθείς φιλόσοφος, ἐπλάσθη Χριστιανός, ἐπλάσθη ἵνα γνωρίσῃ τὴν ἀλήθειαν καὶ διαδῶ (=νὰ τὴν διαδώσει) τοῖς ἔθνεσιν. Ναὶ· ὁ Ἕλλην ἐγεννήθη κατὰ θείαν πρόνοιαν διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος· τοῦτο τὸ ἔργον ἐκληρώθη αὐτῷ· αὕτη ἦν ἡ ἀποστολὴ αὐτοῦ· αὕτη ἡ κλῆσις αὐτοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσιν».

Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνα καὶ προτοῦ ἀκόμη γνωρίσει τὸ Χριστιανισμό. Πολὺ περισσότερο ἀφότου τὸν γνώρισε, ὅποτε ὁ Ἕλληνας, παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος, βρῆκε σ᾿ αὐτὸν τὸ τέλειο, τὸ ἰδανικό, βρῆκε στὸ Χριστιανισμὸ ὅ,τι ὁ ἴδιος ποθοῦσε νὰ μάθει καὶ ἀναζητοῦσε νὰ βρεῖ. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔγινε ὁ διερμηνέας τῶν αἰσθημάτων τοῦ Ἕλληνα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἕλληνας τὸν ἐγκολπώθηκε καὶ τὸν περιέθαλψε μέσα του. «Ὁ Χριστιανισμὸς ὡς πρῶτον δῶρον αὐτοῦ ἐδωρήσατο αὐτῷ νέαν ζωὴν· ὁ δὲ Ἕλλην ὑπεστήριξεν αὐτὸν διὰ τῶν ἀγώνων καὶ τῶν αἱμάτων του». Τόσο στενὰ μάλιστα συνδέθηκε ὁ Ἑλληνισμὸς μὲ τὸν Χριστιανισμό, ὥστε «αἱ ἔννοιαι τῶν λέξεων Ἑλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμὸς ἐγένοντο συνώνυμοι. Ἕλλην σημαίνει Χριστιανός, καὶ Χριστιανὸς σημαίνει Ἕλλην», διότι ὅποιος ἐνστερνίσθηκε τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο μὲ νεύση καὶ δύναμη Θεοῦ διαδόθηκε στὸν κόσμο κυρίως ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, αὐτὸς «φρονεῖ Ἑλληνικά».

Καὶ ἐξηγεῖ ποιά εἶναι ἡ οὐσία τοῦ «φρονεῖν Ἑλληνικά»: «…ἡ τελείωσις, ἡ ἀνύψωσις ἀπὸ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου πρὸς τὸν πνευματικὸν· ὅτι ὁ πνευματικὸς κόσμος δέον ἐστί νὰ ζωογονῇ τὸν ὑλικὸν κόσμον, ὅτι τὸ πνεῦμα ἀνάγκη νὰ ἐπικρατήσῃ τῆς ὕλης, ὅτι οἱ πνευματικοὶ νόμοι δέον ἐστί νὰ ὦσιν ἰσχυρότεροι τῶν φυσικῶν νόμων»…

Ἐδῶ τώρα ἂς καθρεφτίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Ἄραγε σήμερα τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος ἔχει ὡς ὕψιστη ἀρχὴ του «τὸ πνεῦμα νὰ ἐπικρατήση τῆς ὕλης;». Αὐτὴ τὴ διάβρωση νὰ φοβηθοῦμε. Αὐτὴ ποὺ γίνεται διὰ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὅταν ὅλη ἡ σκέψη καὶ οἱ προσπάθειές μας ὡς ἀτόμων καὶ ὡς ἔθνους κατατείνουν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴ διασφάλιση ὑψηλῶν χρηματοοικονομικῶν δεικτῶν, καὶ τὴν ἐθνική μας εὐημερία τὴν ταυτίζουμε στὴ συνείδησή μας μὲ τὴν ἐξασφάλιση καταναλωτικῶν ἀγαθῶν καὶ ὑλικῆς καὶ μόνο περιουσίας, τότε κατὰ πόσο, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, φρονοῦμε ἑλληνικά; Ἐδῶ ἀκριβῶς διαγράφεται τὸ χρέος μας. Χρέος νὰ ἀναζητήσουμε ἄλλους δεῖκτες στὴν πορεία μας, ἂν θέλουμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν πολυειδῆ κρίση ποὺ μᾶς μαστίζει ὡς ἔθνος καὶ ποὺ μᾶς τὴν παρουσιάζουν ὡς οἰκονομικὴ καὶ μόνο. Δεῖκτες πνευματικοὺς καὶ ὄχι ὑλικούς. Νὰ ἐπενδύσουμε στὴν τράπεζα τοῦ πνεύματος, νὰ διατηρήσουμε τὴν ἠθική μας ἐλευθερία ἀπὸ κάθε πνευματικὸ ἐξανδραποδισμό, ἀπὸ κάθε ὑποδούλωση τοῦ ἐσωτερικοῦ φρονήματος, τῆς ἀρετῆς μας.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶναι ἀπόλυτος στὸ σημεῖο αὐτό:

Τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος, τονίζει, ὀφείλει, ἔχοντας συναίσθηση τῆς κλήσεως καὶ τῆς ἀποστολῆς του, νὰ ἐργασθεῖ «πρῶτον ὅπως τελειωθῇ αὐτὸ ἐν τῇ σοφίᾳ καὶ ἀρετή… καὶ δεύτερον… ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν πλησίον αὐτοῦ», συνεχίζοντας ἔτσι τὸ ἔργο τῶν προγόνων του τῶν ἀναγνωρισμένων εὐεργετῶν τῆς ἀνθρωπότητος. «Ἡ κλῆσις καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους ὑποχρεοὶ πάντα Ἕλληνα ἔχοντα συναίσθησιν τῶν ἑαυτοῦ ἠθικῶν καθηκόντων νὰ ἐργασθῇ ἐκθύμως εἰς πλήρωσιν αὐτῶν».

Καὶ ἐπιλέγει ὁ Ἅγιος: «Ἡ πατρὶς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει σήμερον ὑπὲρ ποτέ ἀνάγκην ἀνδρῶν ἀφωσιωμένων εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ σταυροῦ, ἀνδρῶν ἀκαταπονήτων, ἀνδρῶν ζώντων οὐχὶ δι᾿ ἑαυτοὺς, ἀλλὰ διὰ τὸ Γένος καὶ τὴν Ἐκκλησίαν».

«Ζώντων οὐχὶ δι᾿ ἑαυτοὺς, ἀλλὰ διὰ τὸ Γένος καὶ τὴν Ἐκκλησίαν!». Εὐτυχῶς ὑπάρχουν ἀκόμα Ἕλληνες ποὺ καταλαβαίνουν καὶ σήμερα τὴν ἔννοια τῶν λέξεων αὐτῶν…

Ἀνάρτηση ἀπό τὴν ΕΝΩΜΕΝΗΡΩΜΗΟΣΥΝΗ, στὶς 7-12-13

Κυριακή, Μαρτίου 22, 2015

Ο θρύλος γίνεται Ιστορία Συγχορδία τιμής και θυσίας


Είναι μερικές ημερομηνίες, κρίσιμες για τα έθνη. Σηκώνονται βουνοκορφές στην μέση του δρόμου της ιστορίας τους και από εκεί κατεβαίνει το κάλεσμα για τα ύψη. Οι λαοί στέκονται με συγκίνηση, ακουμπούν στο ραβδί της πορείας και πάνω από τούτες τις πανύψηλες βίγλες αγναντεύουν με αναγάλλιασμα τα περασμένα, που ψηλώνουν την καρδιά τους για τα μελλούμενα.
Υπάρχουν λαοί, που τους λείπουν αυτοί οι εγκαρδιωτικοί σταθμοί του ύψους. Το περπάτημά τους, μέσα στον χωροχρόνο των αιώνων, ήταν πορεία στην έρημον. Εν άχαρο σαλάγημα κοπαδιού, που πηγαίνει σκυφτό, με σμιχτά τα κεφάλια, στο βόσκημα. Καμμιά ανάταση δεν έκαμε τους σπονδύλους του τραχήλου να σφίξουν και να πονέσουν, κανένα δράμα δεν ανασήκωσε από χάμου τα προβατίσια μάτια τους. Δεν ξέρουν καν το γαλάζιο χρώμα που παίρνουν τα βουνά, τα δάση, το στερέωμα, κοιταγμένα από ψηλά, σχεδιασμένα στους μακρινούς και φαρδείς ορίζοντες. Δεν υποπτεύονται τα σχήματα του ονείρου, που γράφουν τα σύννεφα των μεγάλων αποστάσεων.  Εμείς οι Έλληνες έχουμε μιαν ατέλειωτη σειράν από τέτοιες βίγλες, μέσα στην μακρινή διαδρομή της φυλής μας.
Σε κάθε λεύκα, στέκεται μια κοσμοϊστορική ημερομηνία, βουνό ολόκληρο. Θέλει κόπο ν’ ανεβείς, όπως γίνεται με την κάθε ανηφοριά. Όμως, από εκεί πάνω, το αγνάντεμα γίνεται λουτρό αρετής και φρονηματισμού. Κατεβαίνει κανείς με την χαρά του μεγάλου χρέους. Η χαρά αυτή είναι μεγάλη για τις αρσενικές καρδιές, για τις αρσενικές φυλές.
Τέτοια ημερομηνία είναι κι αυτή, της 25ης Μαρτίου. Ανατέλλει και πάλι χαρμόσυνο στους ουρανούς της ιστορικής αιωνιότητος, το άστρο της ελληνικής Ανεξαρτησίας. Ξεδιπλώνεται ανάμεσα στις πρώτες ανοιξιάτικες ριπές σαν σημαία. Υμνολογεί σήμερα ο Ρωμιός δύο έννοιες που εξιδανικεύουν την αποστολή του στον κόσμον: Την ηθική και εθνικήν ελευθερίαν. Ένας Θεός κατεβαίνει στην γη, να γίνει Άνθρωπος. Ένας λαός, ανεβαίνει στους ουρανούς, με την καθολική θυσία του στον βωμό της λευτεριάς.
Με το ανάλογο δέος σκύβουμε πάνω στην Μνήμη του ’21:
– Μα, ίσως αναρωτηθείτε, τι το νέο έχουμε πια να μάθουμε από την Επανάσταση, εκτός από το να θυμηθούμε; Όμως, πάντοτ’ έχουμε να μάθουμε από αυτά την γνώση που δεν τελειώνει ποτέ, από αυτόν τον άγνωστο που δεν θα τον κατακτήσουμε ίσως ποτέ: από τον εαυτό μας. Απ’ ό,τι μας συνθέτει ως άτομα και ως έθνος. Από τις απίθανες παρορμήσεις, πότε προς τα πάνω, πότε προς την άβυσσον, αυτές που γίνονται πότε μεγαλείο, πότε τραγωδία. Πολλά τα μεγάλα όσα τότε έγιναν, μα κι οι αδυναμίες μέσα στην έξαρση πολλές.
Σ’ αυτή την ανεμόδαρτη και θαλασσόδαρτη πετρογωνιά της Βαλκανικής, άναψε πριν 192 χρόνια η θρυαλίδα της Ανεξαρτησίας. Άνθρωποι του λαού, διανοούμενοι, γραφειοκράτες, μεταπράττες στα παζάρια Δύσης - Ανατολής, καραβοκύρηδες, κληρικοί, αγρότες, προύχοντες, έγιναν πολέμαρχοι, μάρτυρες, ποιητές, ήρωες, προτομές της ελληνικής Ιστορίας.
– Πως άραγε μπορεί να πλέξει κανείς στεφάνια για τις κεφαλές αυτές, που αγίασε του μπαρουτιού η φλόγα; Για πρόσωπα που έχουμε ήδη τοποθετήσει στο υπερώο της συνειδήσεώς μας; Γι’ ανθρώπους που έψαλλαν την ζωή και τον θάνατο στον ίδιο φθόγγο, τον προαιώνιο φθόγγο της Ελευθερίας, όταν «στα ολόασπρά της δεφτέρια γερμένη, πρωτοχάραξε η Ελλάδα το όνομά της»;! Είχαν σαν έπαλξη το σώμα τους, την καρδιά τους, τις πεδιάδες, τις βουνοκορφές, τ’ αρχαία μνημεία, την χριστιανική πίστη, τις βίγλες και τα μετερίζια, τα κύματα του Αιγαίου, τ’ άπαρτα κάστρα.
Ξεκινούν μόνοι, μέσα στους εναντίους ανέμους. Άντρες περήφανοι και αποφασισμένοι να πεθάνουν, για να ξαναζήσει η Ελλάδα. Λεγεώνα ηρωική.
Ξεχνούν τα πάντα. Ο Θούριος του Ρήγα είναι η τροφή τους, η Φιλική εταιρεία κατευθυντήρια γραμμή τους κι ο όρκος τους στον Σταυρό, κάτω από το πετραχήλι, η ματωμένη πορεία τους. Ορκίζονται θάνατο κι ο θάνατος είναι σκληρό νόμισμα που εξαγοράζει την ελευθερίαν. Αξίζει να σημειωθεί πως 450 Έλληνες ξεκίνησαν πεζοί απ’ τις Ινδίες να έλθουν στην πατρίδα να πολεμήσουν! Είχαν όλοι τους μια γενναιότητα εμπνευσμένη από την αρετή. Το εορτολόγιο της Νίκης χαλύβδωνε το όραμα της ελληνικής αιωνιότητας. Δεν είχαν δικαίωμα να ηττηθούν αν ήθελαν ν’ αναστηθεί από τις αρχαίες πέτρες της η Ελλάδα. Γνώριζαν πως η Επανάσταση ήταν ηθικό έργο κι είχαν μάθει από την Εκκλησία που άγγιζε τις πιο ευαίσθητες χορδές του υποδούλου πως «η επιτυχία κάθε ηθικού έργου δεν στηρίζεται σε αριθμούς». Πραγματικά! Το ’21 είναι η αποθέωση του παράτολμου ηρωισμού, απέναντι σε κάθε λογική πρόβλεψη. Δεν είναι χρονολογία η περίοδος, είναι η απάντηση στο 1453. Τα κατορθώματα των Αγωνιστών, δεν είναι δυνατό να γίνουν νοητά με την απλή λογικήν. Απαιτείται η ενδοστρέφεια, η επίγνωσις, η με δέος προσήλωση, το σεβαστικό αντίκρυσμα των ιερών σκιών των θανόντων. Η θέα του κόσμου του ’21 δεν μπορεί να είναι μόνον εξωτερική· προπάντων εσωτερική πρέπει να είναι. Γιατί το όνομα της Ελλάδος, αναστήθηκε με το πνεύμα της.
Ακατάλυτο εγώ και δεν πεθαίνω.
Το ανέσπερο είμαι Πνεύμα της φυλής.
Καιρούς και χρόνους μ’ έλεγες χαμένο.
Με γύρεψες; Στα στήθια σου με κλεις!
Η ιστορική αυτεπίγνωσις, η καλλιέργεια της εθνικής συνειδήσεως, η ιχνηλασία του παρελθόντος της φυλής, αποβαίνουν αιτήματα επιτακτικά. Πρέπει ν’ αντιληφθούμε σε όλη την έκταση κι ένταση, ότι το Γένος μας –Γένος ηρωισμών και ολοκαυτωμάτων– αποφάσισε να καταθέσει την ύπαρξή του, ενέχυρο της λευτεριάς. Η συνέχεια της Ιστορίας είναι ο δεσμός που μένει στο βάθος της εθνικής ζωής, όχι οι μορφές που παίρνει. Τις μορφές τις κουμαντάρει η εξέλιξη· Τους αρμούς η παράδοση. Μακάριοι οι λαοί που συνθέτουν και την παράδοση και την εξέλιξη σ’ ενότητα δημιουργίας.
Η αναδρομή μας στην Ιστορία της Παλιγγενεσίας, γίνεται όχι απλώς μία γνώση αλλά ένας δεσμός με το χώμα, με το παρελθόν, με την περηφάνεια του, με την καρτερία. Πουθενά αλλού στον κόσμο, το ταξίδι δεν είναι τόσον ουσιαστική κατάκτηση, όσο στην Ελλάδα του πάθους. Εδώ, όλα γίνονται συνείδηση, κάτι βαθύτερο και διαρκέστερον. Όλα, παρελθόν, η φύση, αιωνιότητα, γίνονται με τον πιο απροσδιόριστο τρόπον Ιδέα, ύλη γόνιμη, αίσθηση διαρκείας, πίστις. Η Επανάσταση υπήρξε το σημαντικότερο γεγονός του 19ου αιώνος. Ήταν ένας ολυμπιακός άθλος του ευρωπαϊκού πνεύματος, που λικνίσθηκε στην κλασσικήν Ελλάδα. Ένας θρίαμβος της ελευθερίας, στον δυσμενή συσχετισμό των δυνάμεων. Συγχορδία τιμής και θυσίας, ευγνωμοσύνης και λεβεντιάς. Μέσα σ’ επτά χρόνια, η Ιδέα της Ανεξαρτησίας δεν έσπασε μόνο τις κλειδώσεις και τα δεσμά, αλλά και το τείχος της Συμμαχίας. Οι Ευρωπαίοι παρηκολούθησαν στην αρχή με αδιαφορίαν, έπειτα με κατάπληξη κι επιτέλους με θαυμασμό την ανθρωποθυσία που από το 1821 μέχρι το ’28 είχε σαν αποτέλεσμα ν’ απωλεσθή στα πεδία των μαχών το 1/4 του ελληνικού πληθυσμού· Πάνω από 6.000 ήσαν μόνον οι κληρικοί που θυσιάσθηκαν. Όσοι απέμειναν ζωντανοί, δεν έμοιαζαν πια με ανθρώπους, αλλά με Ιδέες! Οι χορτασμένοι της Δύσης παραδέχθηκαν –είτε το ήθελαν είτε όχι– ότι το ’21 αξιολογείται σαν θρίαμβος όλης της ανθρωπότητος. Το νόημα στο μήνυμά του, συγκλόνισε ολόκληρη την οικουμένη και ανέστησε την εθνική συνείδηση των λαών. Ο αγώνας είναι απόλυτος και ζωηφόρος. Άρχισε την προπαρασκευή του στα 1453, με την υψηλοφάνταστη δημιουργία ενός θρύλου. Προκάλεσε την έκρηξή του στα 1821, με το ενθουσιαστικό σάλπισμα του Γερμανού. Ο θρύλος τώρα γίνεται Ιστορία.
Το πανάχραντο ’21 μας έδωσε βέβαια τον γλυκύ του καρπό, την ελευθερία. Δεν πρέπει όμως σαν άλλοι λωτοφάγοι να χάσουμε την ιστορική μνήμη και –το χειρότερο– ν’ ασεβήσουμε σ’ αυτή. Μεγαλύνουμε όσους έπεσαν στο πολύαθλο χρέος. Μνήμη άλλωστε κι ευγνωμοσύνη, είναι τα δείγματα ενός υπευθύνου, εν δόξου λαού και τα συστατικά του ιστορικού δυναμισμού του.
Γνήσια όμως γιορτάζουμε, αν η συγκίνησή μας είναι σεισμική! Μια τέτοια συγκίνηση πρέπει να μας αρπάζει με τα φτερά της, και να μας ξενοδοχεί στους ιερούς τόπους και χρόνους της Παλιγγενεσίας. Ψηλαφούμε έτσι την μεγαλωσύνη της κι επιψαύουμε τις αθλιότητες που απείλησαν θανάσιμα να την παγιδεύσουν. Αντλούμε βασικά υποδείγματα ηθικής στάσεως και ζωής και κοινωνούμε με τις πολύτιμες αξίες που κομίζει.
Αλλά το ύψιστο κριτήριο του γνησίου εορτασμού, είναι η επίγνωση της νεοελληνικής ευθύνης απέναντι στην αναστάσιμη εκείνην ημέρα, που θήλασε την αιμάσουσαν ελευθερία της από το προγονικό της παρελθόν, «απ’ τα κόκκαλα των Ελλήνων». Φοβερό, πράγματι, το ιστορικό βάρος με το οποίο φορτώνονται οι συνειδήσεις μας. Αν αστόχαστα εθελοτυφλούμε «σπερμολογώντας άρρητ’ αθέμιτα» για την Επανάσταση, διχάζουμε τον λαό και του ετοιμάζουμε το οστεοφυλάκιο στο κοιμητήριο της Ιστορίας.
Μόνον Έλληνες ανεξάρτητοι από τίτλους, αξιώματα, ταξικές κατατάξεις και κοινωνικές διακρίσεις, μπορούν να συλλάβουν την έννοια της Εθνεγερσίας που συνοψίζεται σε 12 λέξεις: «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Μόνον Έλληνες αποξενωμένοι από κάθε σφαλερή κοσμοπολίτικην ιδέαν, αποτοξινωμένοι από κάθε ψεύτικη κοινωνική κοσμοθεωρίαν, Έλληνες στην σκέψη και στην ψυχή, πρέπει να είν’ εκείνοι που θα συλλάβουν την ξέχωρη σημασία που προσπαθούν να κλονίσουν οι λογής-λογής παραχαράκτες. Αυτό, βεβαίως, ίσως φαίνεται ουτοπία. Μα η Ελλάς ξέρει και ουτοπίες να πραγματοποιεί! Ας μη λησμονούμε πως ο αγώνας για την ελευθερία δεν σταματά μονάχα όταν διώχνουμε τους κατακτητές από τους θαλασσόδαρτους βράχους μας και συνεχίζεται και σε καιρούς ειρηνικούς. Γιατί είναι αγώνας Αληθείας και Δικαιοσύνης. Το Έθνος αυτό που ζει κάτω από το μόνιμον αστερισμό του 1821, πρέπει να ετοιμάσει μία νέα γενιά ανθρώπων που πνευματοποιούν την ζωή... Έτσι, δίνει σε όλους τους Έλληνες την ευχάριστη αίσθηση της γνησιότητός τους, καθώς τους φέρνει σ’ επικοινωνίαν από την μία μεριά μ’ ένα πλήθος αναμνήσεων που δεν αποτελούν απλώς λαογραφικό υλικό, αλλά βιωμένες υπερήφανες καταστάσεις και από την άλλη, με μορφές που τις κατευθύνει η ίδια βασική θέληση, κάνοντάς τις να παίρνουν την ίδιαν ηρωική στάση σε όλες τις μεγάλες κρίσεις που αντιμετωπίζει ο αγώνας για την ελεύθερη ζωή. Με άλλα λόγια, το 1821 δένεται με τις ρίζες μας, ακουμπά στα θεμέλιά μας. Ιστορικώς τοποθετείται ανάμεσα στις αντιπροσωπευτικότερες, στις κατηγορηματικότερες ελληνικές βεβαιώσεις. Κρατά τον ιδιάζοντα τόνο τους, εκείνον που εξασφαλίζει την διάρκεια στο ασύγκριτο ελληνικό πνεύμα, που είναι ο αιώνιος, ο ακατανίκητος πόθος για την ελευθερία· πάντα γι’ αυτήν. Εκεί μέσα περιλαμβάνονται σε υψηλή παρότρυνση, σε ζωική ώθηση, όλα τα ιδιαίτερα συστατικά που διακρίνουν την ποιότητα της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ανανεώνουν τις πνευματικές διεκδικήσεις που εξευγενίζουν τον άνθρωπον.
Ας δούμε, λοιπόν, ξάστερα την ελληνική μνήμη που γονατίζει και πάλι ευλαβικά, κρατώντας το θυμιατήρι των ιερών αναμνήσεων και της ευγνωμοσύνης που καίει ακοίμητο, αναγνωρίζοντας δόξα και τιμή στο αιώνιο ελληνικό πνεύμα, το «ακούραστο και οιστρήλατο και πράο».
Ας αφουγκρασθούμε τον ποιητή, που δοκιμάζοντας την χαλύβδινα βελόνα του στις ραφές του κρανίου μας, απαγγέλει το τραγούδι των Ελλήνων:
Το δέντρο το βαθύρριζο αν ξεράθηκε,
πλήθος ξετίναξε καταβολάδες.
– Ποιός είπε την  Ελλάδα μας πως πέθανε;
Ζει και βασιλεύει στις πολλές Ελλάδες.
Κι έχει πολλές μαλαματένιες κάνουλες
η μαργαριταρένια κρήνη
και της Ελλάδας μία η βασίλισσα:
η Ρωμιοσύνη!
Το κριάρι σε βωμό θυσίας κι αν εσφάγηκεν,
έσπειρε της αρνάδας τις μανάδες.
– Ποιός είπε την Ελλάδα μας πως πέθανε;
Ζει και βασιλεύει στις πολλές Ελλάδες.
Στης καρυδιάς, πολλοί τ’ αγιόκλημα
χωρούν να κελαϊδήσουν σπίνοι.
Και της Ελλάδας δυο οι βασίλισσες:
Ορθοδοξία και Ρωμιοσύνη.
_______

Το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 13, 2015

Φράγκοι και Ευρωπαϊκή Ένωση, Ρωμιοί και Καθολική (Οικουμενική) Ορθοδοξία.


εικόνα5
Όχι μόνο ενδιαφέρον, αλλά επιτακτική ανάγκη είναι να ασχοληθούμε με μια αλήθεια της ιστορίας που είναι μείζονος σημασίας για να συνειδητοποιήσουμε το ιστορικό παρελθόν μας, όπως πραγματικά είναι αυτό, διαμέσου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έχουν κάνει ως τώρα για να μας το αποκρύψουν. Και είναι βασικό να γνωρίζουμε ξεκάθαρα τις προθέσεις και τους σκοπούς των Φραγκολατίνων, που είχαν από τη στιγμή της εμφάνισής τους ως απειλή για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μιας και η εμφάνιση και η πορεία τους είναι άμεσα συσχετισμένες με την ιστορία αυτής. Ποια ήταν όμως η στάση αυτών εξαρχής απέναντι στην Αυτοκρατορία που συνάντησαν; Δεν δέχονταν με κανένα τρόπο την πολιτισμική ανωτερότητα της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης, της Ρωμανίας, έστω και αν προς στιγμή τους θάμπωνε, οπότε υπό αυτή την στάση τους δεν ήταν σε θέση να συμβιώσουν μαζί της, εξαρχής καταλήγοντας στο να ναυαγεί οποιοσδήποτε διάλογος με τους κατοίκους αυτής. Την ίδια στιγμή, είχαν πάντα αντί αυτού επεκτατικές βλέψεις, μετά την επιβολή τους στο χώρο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και προς το χώρο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Προς το σκοπό αυτό ‘αναβάπτισαν’ την Αυτοκρατορία και τους κάτοικούς της με νέα αυθαίρετα ονόματα. Τι ακριβώς συνέβη;
Ο Αυτοκράτορας των Ρωμαίων ή Ρωμνιών.
Ο Αυτοκράτορας των Ρωμαίων ή Ρωμνιών.
Η ονομασία της Αυτοκρατορίας ως ‘Βυζαντινή’ είναι μεταγενέστερο δημιούργημα των Δυτικών (του 16ου αιώνα), που επί τους χρόνους της Αυτοκρατορίας δεν χρησιμοποιούταν για αυτή ως σύνολο, ούτε για τους κατοίκους, με άλλα λόγια δηλαδή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, έστω και αν χρησιμοποιείται ως η επίσημη ονομασία στα σχολικά εγχειρίδια όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, σε βιβλία, σε άρθρα, γενικά παντού, κατά τις επιταγές τις Δύσης, προς ικανοποίηση των επιδιώξεών της, που οπωσδήποτε είναι εις βάρος των σημερινών απογόνων των τότε κατοίκων της Αυτοκρατορίας. Δεν ονομαζόταν λοιπόν η Αυτοκρατορία ‘Βυζαντινή’ και οι κάτοικοί της ‘Βυζαντινοί’, αλλά μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην πόλη που ίδρυσε ο νέος Αυτοκράτοράς της, ο Μέγας Κωνσταντίνος, δηλαδή στην Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη, το νέο γνήσιο όνομά της είναι Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ή της Ρωμανίας, ή απλά Ρωμανία. Ωστόσο δεν παύει να ισχύει και εδώ και το προηγούμενό όνομα της, δηλαδή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ καλείται όμως και Ρωμαίικη Αυτοκρατορία. Τέλος, ανάλογα με το ακριβές γεωγραφικό τμήμα της Αυτοκρατορίας που αναφερόμαστε (ελεύθερο ή υπόδουλο μετά τις κατακτήσεις των Τούρκων), αυτή ονομάζεται εκτός από Ρωμανία (υπόδουλες περιοχές Μ.Ασίας) και Ρούμελη (ελεύθερες περιοχές στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο και Κωνσταντινούπολη). Κατά ανάλογο τρόπο και οι πολίτες της Αυτοκρατορίας ονομάζονταν Ρωμνιοί (όπως και Ρωμιοί ή Ρωμηοί) ή Ρωμαίοι, Ρωμανοί ή Ρουμάνοι, ή και Ρουμ από τους Τούρκους και τους Άραβες.
Το Βυζάντιο, που ήταν αρχαία πόλη στην θέση που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη, στους χρόνους της Αυτοκρατορίας, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, σύμφωνα με όλες τις σύγχρονές της εποχής εκείνης πηγές, για να εκφράσει όλη την Αυτοκρατορία και τους κατοίκους της. Αν έχει χρησιμοποιηθεί, αυτό έχει γίνει κατά μέρος μόνο για την Πρωτεύουσα συγκεκριμένα, και για τους κατοίκους αυτής και μόνο. Η χρήση του Βυζαντίου ως ονομασία για όλη την Αυτοκρατορίας που εισήγαγαν σκόπιμα οι Δυτικοί, θα πρέπει να αποφεύγεται, γιατί οδηγεί σε αυτό στο οποίο οι εμπνευστές της σκόπευαν όταν την εισήγαγαν, δηλαδή στην απομάκρυνση και στην αποκοπή των δεσμών μεταξύ των απογόνων των κατοίκων της Αυτοκρατορίας, διαφόρων προελεύσεων εκτός από ελληνική, που όλοι δικαιωματικά μπορούν να καλούνται Ρωμνιοί, έχοντες κοινή πίστη, την Ορθόδοξη, και ομιλούντες στον τότε καιρό κοινή γλώσσα, την ελληνική.
Μια ανάλογη σκόπιμη αλλοίωση των ονομάτων της Αυτοκρατορίας και των πολιτών της είχε προηγηθεί από τους Φραγκολατίνους πάλι, γύρω στον 7ο με 8ο αιώνα, οπότε οι κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχαν ονομαστεί από αυτούς ‘Γραικοί’, δηλαδή είχαν λάβει όλοι ανεξαιρέτως μια εθνική ονομασία, άσχετα αν ήταν ελληνικής προέλευσης ή άλλης, ενώ ταυτόχρονα οι κάτοικοι της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν έπαψαν να διατηρούν το όνομά τους ως Ρωμαίοι. Ο σκοπός τότε ήταν πρόδηλος, δηλαδή: H εξάλειψη κάθε ενοποιητικού στοιχείου μεταξύ των κατοίκων του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο σφετερισμός του τίτλου ‘Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία’ για το νεοϊδρυθέν υπό τον φραγκικό έλεγχο δυτικό κράτος.
εικόνα2
Ο δικέφαλος αετός, σύμβολο της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης, όπου η αριστερή κεφαλή (στραμμένη προς την δύση) συμβολίζει τη Ρώμη, ενώ η δεξιά (στραμμένη προς την ανατολή) συμβολίζει την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή είναι σύμβολο της κοινής, ενωμένης Αυτοκρατορίας σε δύση και ανατολή.

Προς το σκοπό της ουσιαστικής διαφοροποίησης και επιβολής τους πάνω στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έστω και αν εξωτερικά προσπαθούσαν να παρουσιάζουν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, οι Φράγκοι, εκτός από την μέθοδο του αυθαιρέτου ‘αναβαπτίσματος”, χρησιμοποίησαν ακόμα και την θεολογία του θρησκευτικού πιστεύω της Αυτοκρατορίας, που υπέταξαν το δυτικό τμήμα της, κάνοντάς αυτήν εργαλείο για τους σκοπούς τους. Αρνήθηκαν την ορθόδοξη πατερική γραμμή της Εκκλησίας που ο λαός και κλήρος που υπέταξαν ακολουθούσε ως τότε, και υιοθέτησαν μια άλλη γραμμή, βασισμένη σε διαφορετικές προϋποθέσεις, τις αυγουστίνειες, εξετάζοντας τα θεολογικά ζητήματα με εντελώς διαφορετικό τρόπο, το σχολαστικό, που οδηγεί τελικά σε μεγάλα αδιέξοδα και στο κοσμικό πνεύμα, με αποκορύφωμα την συγκέντρωση όλης της εξουσίας στο πρόσωπο του πάπα. Μόνο και μόνο η δογματική διαφορά του Filioque της παπικής Έκκλησίας’ των Φραγκολατίνων από την Εκκλησία των Ρωμνιών, το οποίο δέχεται το Άγιο Πνεύμα να εκπορεύεται και εκ του Πατρός και εκ του Υιού, λόγω των άμεσων συνεπειών της σε όλο το δογματικό οικοδόμημα, είναι αρκετή να διαφοροποιήσει ουσιαστικώς την πίστη αυτών από την πίστη των Ρωμνιών,
εικόνα3
Οι Τρεις Νέοι Ιεράρχες που διαφύλαξαν την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ακέραια από την απειλή του παπισμού.
Τελικά το σχίσμα του 1054 μ.Χ. ήταν το αναπόφευκτο τραγικό αποτέλεσμα. Η μόνη δυνατότητα προσέγγισης μεταξύ Φράγκων και κατοίκων της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας ήταν η αφομοίωσή τους από τους Φράγκους, εγκαταλείποντας της πίστη τους και δεχόμενοι τον παπισμό ευθέως ή πλαγίως μέσω της επαίσχυντης Ουνίας με τακτικές που έφταναν τα άκρα, ή και κατέληγαν πολλές φορές βίαιες και εγκληματικές. Βέβαια η τραγωδία του κοσμοκρατορικού παπισμού των Φραγκολατίνων δεν σταμάτησε εδώ, καθώς ακολούθησε και η απόσπαση τμήματος παπικών που δημιούργησε δικό του ομολογιακό παρακλάδι, την ‘Εκκλησία’ των Προτεσταντών, η οποία κατέληξε κατακερματισμένη σε εκατοντάδες άλλα παρακλάδια. Έτσι οι πικροί καρποί του παπικού δημιουργήματος των Φραγκολατίνων γέμισαν όλη την οικουμένη.
εικόνα4
Ο Λέων Θ΄ (στα αριστερά) που στις μέρες του πραγματοποιήθηκε το σχίσμα του 1054 και ο πάπας Ουρβανός Β’(στα δεξιά), ο υπεύθυνος της Α΄ Σταυροφορίας.

Ωστόσο χρειάστηκε να περάσει ακόμα ενάμισος αιώνας, για να ικανοποιηθεί το 1204 μ.Χ. η επεκτατική μανία των Φραγκολατίνων προς της Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την πραγματοποίηση της Δ΄ Σταυροφορίας. Τότε τελικά άλωσαν γι πρώτη φορά με το φοβερότερο τρόπο την Πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, κρυμμένοι πίσω από ένα σταυρό, αυτήν την πόλη που ίδρυσε ο Αυτοκράτορας εκείνος που είδε στον ουρανό τον Τίμιο Σταυρό. Όμως το όνειρό τους που καλλιέργησαν εξαρχής για μια ενωμένη Ευρώπη δεν μπόρεσαν να το δουν να γίνεται πραγματικότητα, πριν έρθει η σημερινή εποχή που ζούμε τώρα, όπου ικανοποιούνται να μας βλέπουν υποταγμένους κάτω από τα σκληρά οικονομικά μέτρα που κατάφεραν με τη βοήθεια των ίδιων των δικών μας ηγετών να λαμβάνουν εις βάρος μας. Ας τους καταλάβουμε λοιπόν καλά, κι αν ζητούμε να μη ζούμε σαν σκλάβοι δικοί τους, ακόμα κι αν αυτοί που έχουν βρεθεί στην ηγεσία του τόπου μας κατευθύνουν το τόπο μας υπακούοντας στα κελεύσματα των οικονομικών αυτών κατακτητών, ας υπερασπιστούμε την αλήθεια της ιστορίας μας και της πίστης μας, κάτω από το όνομα της Ρωμιοσύνης, που μας ενώνει όσους λαούς έχουμε κοινή πίστη και ιστορία, από τον καιρό που ζήσαμε μαζί στην Ρωμαίική Αυτοκρατορία. Το φως δεν μπορεί να κρυφτεί, αλλά διαλύει το σκοτάδι. Ας φωτιζόμαστε με αυτό, για να μην ντροπιαστούμε σαν αυτούς που κρύβονται μέσα στο σκοτάδι μη θέλοντας να τους βλέπει το φως, το οποίο σκοτάδι όμως θα διαλυθεί τελικά από το φως, που είναι η αλήθεια.
εικόνα5
H άλωση και η λεηλασία της Βασιλεύουσας από τους Φράγκους σταυροφόρους το 1204 (δεξιά), η κατοχή της Αθήνας από τους απόγονούς τους (επίσης σταυροφόροι) με πολλές καταστροφές και χιλιάδες εκτελέσεις το 1941 (αριστερά), πριν τελικά ακολουθήσει τη σημερινή μνημονιακή κατοχή μας.
Bασίλειος Ευσταθίου,
Δρ Φυσικής, Πτυχιούχος Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ.
Πηγές.
Βιβλία – Άρθρα
Τα παρακάτω βιβλία ή άρθρα χρησιμοποιήθηκαν για την συγγραφή αυτού του άρθρου:
1. π.Ρωμανίδης Ιωάννης, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, Πουρνάρας, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982.
2. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της.
3. π. Γεώργιος. Δ. Μεταλληνός, Το όνομα Ρωμηός και η Ιστορική του σημασία, ΕΡΩ, 2010.
4. Αναστασίου Φιλιππίδη, Ρωμηοσύνη ή βαρβαρότητα. Οι ιστορικές ρίζες της μακραίωνης σύγκρουσης Ελληνισμού και Δύσης, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου.
5. Ράνσιμαν Στήβεν, Βυζαντινός Πολιτισμός, μετάφραση Δέσποινας Δετζώρτζη, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα, 1979.
6. Χρήστου Παναγιώτη, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Κυρομάνος, 2η έκδοση, Αθήνα, 1989.
7. π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Η άλωση της Πόλης από τους Φράγκους στις 12/12 Απριλίου 1204, Εφημερ. «Χριστιανική», αριθ. 681 (994)/6.5.2004
Ιστοχώροι
Οι παρακάτω ιστοχώροι με σχετικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν για την συγγραφή αυτού του άρθρου:
1. el.wikipedia.org/wiki/
2. www.impantokratoros.gr/
3. www.apologitis.com/gr/keimena/
4. oodegr.co/oode/
4. aioniaellinikipisti.blogspot.gr

Τρίτη, Ιουλίου 15, 2014

«Ρουμ Μιλέτι»: Σύντομη αναφορά στην Ιστορία των Ορθοδόξων κοινοτήτων υπό την Οθωμανική κυριαρχία (1453-1821)


γράφει ο Steven Runciman
(από το ιστολόγιοhttp://www.apostoliki-diakonia.gr/)

Η απώλεια της ελευθερίας είναι η σκληρότερη μοίρα για ένα λαό. Για τους Έλληνες, η 'Aλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ήταν μια τραγωδία χωρίς προηγούμενο, που σημάδεψε το τέλος του Βυζαντίου, της χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ανατολής, και την αρχή της σκλαβιάς. Όπως αποδεικνύει εκ των υστέρων η ιστορία, το Βυζάντιο ήταν καταδικασμένο, βαρύτατα άρρωστο για να μπορέσει να αναρρώσει. Ακόμη και αν οι ηρωικοί υπερασπιστές της πόλης είχαν κατορθώσει το 1453 να αναγκάσουν τους Τούρκους να άρουν την πολιορκία, θα επιτύγχαναν μόνο μια μικρή ανάπαυλα. Οι Τούρκοι σύντομα θα επιχειρούσαν μια ακόμη έφοδο. 'Aραγε η χαριστική βολή την οποία κατέφεραν εναντίον του Βυζαντίου αποτελούσε όντως μια τόσο μεγάλη καταστροφή; Ο ελληνικός κόσμος ήταν ήδη διασπασμένος· και οι Έλληνες που ζούσαν υπό ξένη κυριαρχία, τουρκική η ιταλική, ήταν περισσότεροι από αυτούς που ζούσαν ελεύθεροι. Μήπως ήταν καλύτερα να υποταχθούν σε μια δύναμη που θα τους επανένωνε, ακόμη και υπό συνθήκες σκλαβιάς; Ποια ήταν η εναλλακτική λύση;
Υπήρχαν κάποιοι στο Βυζάντιο που έλπιζαν ότι οι Δυτικές Δυνάμεις θα μπορούσαν να επέμβουν για να σώσουν τη χριστιανική Αυτοκρατορία. Οι Δυτικοί όμως θα ήθελαν να συνεργαστούν; Και αν ναι, θα ήταν αποτελεσματικοί; Οι ονομαζόμενες Σταυροφορίες της Νικοπόλεως και της Βάρνας είχαν καταδείξει ότι τα στρατεύματα τους δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τον ικανότατο και εκσυγχρονισμένο τουρκικό στρατό. Επιπλέον, η δυτική βοήθεια θα ερχόταν μόνο αν ...η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης υποτασσόταν στην εξουσία της Εκκλησίας της Ρώμης. Μερικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι άξιζε να πληρωθεί ένα τέτοιο τίμημα· και αρκετοί διανοούμενοι πίστευαν ότι ο βυζαντινός πολιτισμός θα έπρεπε να συγχωνευθεί με τον δυτικό. Αλλά ο μέσος Βυζαντινός, με ζωντανές τις αναμνήσεις του 1204, δεν θα ανεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Αν το Βυζάντιο έμελλε να χαθεί, ας χανόταν με την Ορθοδοξία του αλώβητη (1). Πολλοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η Αυτοκρατορία τους ήταν καταδικασμένη, αλλά, θεοσεβούμενοι καθώς ήταν, αντιμετώπιζαν αυτή την προοπτική ως τιμωρία για τα αμαρτήματα και τις αποστασίες τους. Επιπλέον, ήταν ένας αιώνας χιλιαστικών ιδεών. Η επερχόμενη καταστροφή ήταν η αρχή της βασιλείας του Αντίχριστου, που την ακολουθούσε ο Αρμαγεδών και το τέλος του κόσμου. Αυτό το τελευταίο γεγονός, κατά γενική πεποίθηση, θα συνέβαινε επτά χιλιάδες χρόνια μετά τη δημιουργία του, την οποία οι σ οφοί τοποθετούσαν στο 5508 π.Χ. Ίσως είχαν δίκιο. Η απλή αριθμη τική δείχνει ότι σύμφωνα μ' αυτούς τους υπολογισμούς ο κόσμος τελείωνε το 1492, τη χρονιά που ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική (2). Υπήρχαν ελάχιστοι Βυζαντινοί, όπως ο ιστορικός Κριτόβουλος, που πίστευαν ότι η μόνη λύση για τον ελληνικό λαό ήταν να αποδεχθεί την εξουσία του Σουλτάνου (3).
Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης, ό,τι και να σκεφτόταν ο καθένας τους, ενώθηκαν σαν ένας άνθρωπος σε μια γενναία, απελπισμένη προσπάθεια να διαφυλάξουν την ελευθερία τους. Πολέμησαν μάταια. Περί τα τέλη Μαΐου του 1453 η πόλη βρισκόταν στα χέρια του κατακτητή σουλτάνου, του Μεχμέτ Β'.
Ο Μεχμέτ Β' ήταν ένας αξιόλογος νέος άνδρας- πολύ ικανός, διορατικός για την ηλικία του, μυστικοπαθής και πονηρός· στηριζόταν στις δικές του δυνάμεις, δεν εμπιστευόταν κανέναν και ήταν ανελέητος όταν το αποφάσιζε. Ταυτόχρονα όμως εκτιμούσε την πνευματική καλλιέργεια, αγαπούσε τη φιλοσοφία και τις τέχνες και ενδιαφερόταν πραγματικά για τη γενική ευημερία των υπηκόων του. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας άγριος ανατολίτης τύραννος, άλλα μάλλον να συγκρίνεται με τους Ιταλούς πρίγκιπες της εποχής του ή με μονάρχες όπως ο Ερρίκος Η' της Αγγλίας. Δεν έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Έλληνες. Είχε μεγαλώσει σε μια περίοδο κατά την οποία η Κωνσταντινούπολη, αν και παρακμασμένη πολιτικά, παρέμενε ακόμη ένα αναγνωρισμένο πολιτιστικό κέντρο. Είναι μάλλον βέβαιο ότι μιλούσε και διάβαζε ελληνικά· και η ελληνική φιλοσοφία τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Κατακτώντας τη Βασιλεύουσα, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως διάδοχο των αυτοκρατόρων. Εξουδετέρωσε, βέβαια, χωρίς οίκτο κάθε εξέχοντα λαϊκό, αλλά εφεξής ήταν έτοιμος να προσφέρει στους Έλληνες υπηκόους του μια, κατοχυρωμένη νομικά, θέση στο νέο κράτος (4).
Ήταν ωστόσο αναγκαίο να οργανώσει τις χριστιανικές κοινότητες στο πλαίσιο των οθωμανικών κτήσεων. Στο παρελθόν, όταν οι χριστιανικές πόλεις κυριεύονταν και οι λαϊκοί αξιωματούχοι αποπέμπονταν, ο χριστιανικός πληθυσμός απέμενε ακέφαλος, με μόνη εξαίρεση τον τοπικό επίσκοπο. Αυτός διοριζόταν από τις αρχές της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες φρόντιζαν με κάθε τρόπο να παραμείνει στη θέση του· οι Τούρκοι πολλές φορές δεν του επέτρεπαν καν να μεταβεί στην επισκοπή του. Αν το κατόρθωνε, δεν διέθετε επίσημη ιδιότητα υπό την οποία θα μπορούσε να συναντά τον Τούρκο κυβερνήτη και να συναλλάσσεται μαζί του. Τώρα όλα αυτά θα μπορούσαν να διευθετηθούν. Στην Ανατολή η εθνική ταυτότητα εθεωρείτο συνήθως συνώνυμη της θρησκείας. Οι χριστιανοί, ανάλογα με τις διάφορες αιρέσεις τους, μαζί με τους Ιουδαίους και τους οπαδούς του Ζωροάστρη σχημάτιζαν αυτοδιοικούμενες κοινότητες μέσα στο κράτος, σύμφωνα με το σύστημα των μουσουλμάνων χαλίφηδων, οι οποίοι ακολουθούσαν την οργάνωση που είχαν υιοθετήσει πρώτοι οι Πέρσες βασιλείς. Κάθε κοινότητα είχε τον δι-ό της θρησκευτικό ηγέτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης και την τακτική πληρωμή των φόρων και φρόντιζε να μην εμφανίζονται φαινόμενα απειθαρχίας προς τους κυβερνώντες. Ο Μεχμέτ Β' επεξέτεινε αυτό το σύστημα σε όλη την Αυτοκρατορία. Επικεφαλής των ορθόδοξων κοινοτήτων στην οθωμανική επικράτεια ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός θα αποτελούσε την κεφαλή του Ρουμ Μιλετί, του Ορθόδοξου Έθνους (5).

Ωστόσο, πατριάρχης δεν υπήρχε εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη. Ο τελευταίος πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμμας, είχε ευνοήσει την ένωση με τη Ρώμη και είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες, ώστε το 1451 διέφυγε στην Ιταλία -μια κίνηση που ερμηνεύθηκε ως παραίτηση. Ο Σουλτάνος πήρε τις απαραίτητες πληροφορίες και αποφάσισε ότι ο καλύτερος γι' αυτή τη θέση ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος, ένας κορυφαίος μελετητής του Αριστοτέλη. Είχε παρευρεθεί στην Ενωτική Σύνοδο της Φλωρεντίας και εκεί είχε υποστηρίξει την ένωση με τη Ρώμη, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη: αποσύρθηκε σε μοναστήρι υπό το όνομα Γεννάδιος και έγινε ηγέτης των ανθενωτικών. Ήταν ωστόσο δύσκολο να εντοπιστεί. Τέλος, αποκαλύφθηκε ότι είχε συλληφθεί αμέσως μετά την 'Aλωση της πόλης και είχε πουληθεί σε έναν πλούσιο Τούρκο από την Αδριανούπολη, ο οποίος, αμήχανος απέναντι σε έναν τόσο μορφωμένο σκλάβο, τον αντιμετώπιζε σαν φίλο. Ο Γεννάδιος ανέκτησε την ελευθερία του και οδηγήθηκε μπροστά στον Σουλτάνο. Πριν όμως αποδεχθεί το Πατριαρχείο, επεξεργάστηκε μαζί με τον Σουλτάνο τις συνθήκες υπό τις οποίες επρόκειτο να διακυβερνηθεί η Εκκλησία και όλο το ορθόδοξο μιλέτι (6).
Σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν μεταξύ τους, ο Πατριάρχης από κοινού με την Ιερά Σύνοδο είχε απόλυτο έλεγχο όλου του εκκλησιαστικού οικοδομήματος. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πατριάρχης ποτέ δεν ήταν κάτι παραπάνω από πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, η οποία τον εξέλεγε επισήμως και μπορούσε με ομόφωνη ψήφο να τον εκθρονίσει, αν αποδεικνυόταν ανίκανος για το αξίωμα του η είχε εκλεγεί αντικανονικά. Στην πράξη, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ο Αυτοκράτορας είχε την εξουσία -την οποία και ασκούσε - να διορίζει τον υποψήφιο για το Πατριαρχείο και μπορούσε να πιέσει για την εκθρόνιση του· και η Σύνοδος σπανίως τολμούσε να παραβεί τις επιθυμίες του ηγεμόνα. Ο Σουλτάνος ασφαλώς θα ήθελε να ασκεί ανάλογη επιρροή, σε περίπτωση που επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Κανένας επίσκοπος δεν μπορούσε να διοριστεί η να αποπεμφθεί παρά μόνο με την άδεια του Πατριάρχη και της Συνόδου· αλλά οι επισκοπικοί διορισμοί έπρεπε να επικυρώνονται από τον Σουλτάνο, όπως κατά το παρελθόν από τον Αυτοκράτορα. Μόνο τα πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία επί των επισκόπων. Οι αρχές δεν μπορούσαν να συλλάβουν κανέναν επίσκοπο χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου.
Όλα αυτά συνέβαιναν σύμφωνα με την παράδοση. Το καινούριο ήταν πως ο Πατριάρχης αποτελούσε τον αρχηγό του ορθόδοξου λαού. Ήταν ο εθνάρχης, η κεφαλή του μιλετιού. Αν ο λαός δεν πειθαρχούσε και δεν πλήρωνε τους φόρους του, ο Πατριάρχης ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος. Και αυτοί οι φόροι ήταν επαχθείς, επειδή θεωρητικά οι μη μουσουλμάνοι έπρεπε να πληρώσουν για να εξαιρεθούν -στην πραγματικότητα να αποκλεισθούν- από τη στρατολόγηση στις δυνάμεις του Σουλτάνου. Οι φόροι συγκεντρώνονταν από τον επικεφαλής της κοινότητας λαϊκό· καθήκον της Εκκλησίας ήταν να τον επιτιμήσει αν δεν ανταποκρινόταν εγκαίρως και πλήρως στο καθήκον του αυτό. Στη σχέση ανάμεσα στο λαό και τον κλήρο εδημιουργούντο συχνά τριβές, κυρίως επειδή οι κληρικοί ήταν απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να πληρώνουν φόρους. Στην πραγματικότητα όμως ο κλήρος δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένος από αυτή την υποχρέωση. Συχνά υποδεικνυόταν στους ιερείς ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν οικειοθελώς ένα ποσό για το ταμείο του Σουλτάνου -και δεν ήταν φρόνιμο να αγνοήσει κανείς μια τέτοια υπόδειξη. Ταυτόχρονα ο Πατριάρχης μπορούσε να επιβάλλει στο ποίμνιο του όσους φόρους επιθυμούσε· και χρειάζονταν τεράστια χρηματικά ποσά, για να μπορέσει η διοίκηση να λειτουργεί ομαλά.

Τα πατριαρχικά δικαστήρια επί αιώνες απασχολούνταν με υποθέσεις που είχαν σχέση με τη θρησκεία -όχι μόνο με ζητήματα αιρέσεων ή εκκλησιαστικής πειθαρχίας αλλά και γάμων ή διαζυγίων, κηδεμονιών ανηλίκων, διαθηκών και διαδοχής,- τις οποίες αντιμετώπιζαν σύμφωνα με το βυζαντινό κανονικό δίκαιο, που απέρρεε από τους θρησκευτικούς κανόνες. Τώρα όμως έπρεπε να αναλάβουν και τις αστικές υποθέσεις των μελών του μιλετιού, εφαρμόζοντας τους ρωμαιοβυζαντινούς νομικούς κώδικες και ανατρέχοντας σε ένα όλο και αυξανόμενο σώμα εθιμικού δικαίου. Οι κατηγορούμενοι μπορούσαν να κάνουν έφεση σε τουρκικό δικαστήριο ή να ζητήσουν η υπόθεση να εκδικασθεί πρωτοβάθμια ενώπιον τούρκικου δικαστηρίου· αλλά καθώς τέτοια δικαστήρια λειτουργούσαν με αργούς ρυθμούς, ήταν ακριβά, συχνά διεφθαρμένα, και δίκαζαν σύμφωνα με το Κοράνι, κανένας Έλληνας δεν εμφανιζόταν ενώπιον τους, εκτός και αν είχε ισχυρούς Τούρκους φίλους. Τα πατριαρχικά δικαστήρια θεωρούνταν σε σημαντικό βαθμό αδιάφθορα. Πάντως, ποινικές και αστικές υποθέσεις με διαδίκους Έλληνα και Τούρκο εκδικάζονταν από τα τουρκικά δικαστήρια (7).
Αμφίβολο είναι αν αυτή η ρύθμιση έγινε ποτέ γραπτός νόμος. Καθώς συμφωνούσε σε γενικές γραμμές με τον παραδοσιακό θεσμό του μιλετιού, που λειτουργούσε στο πλαίσιο του μουσουλμανικού κράτους, ίσως δεν είχε θεωρηθεί απαραίτητο να καταγραφεί. Οι ιστορικές ενδείξεις φανερώνουν ότι είχε γίνει αποδεκτή, ενώ τα διασωθέντα ως τις μέρες μας μπεράτια -που κάθε επίσκοπος έπαιρνε από τον Σουλτάνο κατά την εκλογή του, και τα οποία καθόριζαν τα προνόμια και τα καθήκοντα του- αποτελούν μια ακόμη πρόσθετη μαρτυρία. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ο Σουλτάνος υπέγραψε δύο συγκεκριμένα έγγραφα. Το πρώτο ήταν ένα φιρμάνι που αφορούσε τον Γεννάδιο και εγγυόταν στον Πατριάρχη το «απαραβίαστο, το αφορολόγητο και το αμετακίνητο», του εξασφάλιζε ότι δεν θα καθαιρεθεί παρά μόνο με την ομόφωνη απόφαση της Συνόδου, και του έδινε το δικαίωμα μεταβίβασης αυτών των προνομίων στους διαδόχους του. Στο φιρμάνι ενδέχεται επίσης να αναφερόταν και το ειδικό δικαίωμα του Πατριάρχη να ιππεύει, μόνος μεταξύ των χριστιανών, άλογο. Οι ομόθρησκοι του μπορούσαν να χρησιμοποιούν μόνο γαϊδούρια ή, στην καλύτερη περίπτωση, μουλάρια.
Το άλλο έγγραφο αποτελούσε γραπτή υπόσχεση ότι οι εκκλησιαστικές συνήθειες οι σχετικές με τους γάμους και τις κηδείες θα επικυρώνονταν νόμιμα, ότι η εορτή του Πάσχα θα αναγνωριζόταν επίσημα, ότι οι χριστιανοί θα απολάμβαναν ελευθερία κινήσεων κατά τη διάρκεια του τριήμερου εορτασμού του Πάσχα, και ότι δεν θα μεταβάλλονταν σε τζαμιά άλλες εκκλησίες. Δυστυχώς, εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα, όταν το έγγραφο αναζητήθηκε για να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να ανασταλεί η μετατροπή μιας εκκλησίας σε τζαμί, διαπιστώθηκε ότι είχε καταστραφεί σε μια πυρκαγιά του Πατριαρχείου (8).
Η τακτοποίηση του θεσμικού πλαισίου επέτρεπε πλέον στον Γεννάδιο να αποδεχθεί το αξίωμα του Πατριάρχη. Πιθανότατα εξελέγη από τους ιεράρχες εκείνους οι οποίοι συναποτελούσαν την Ιερά Σύνοδο. Στη συνέχεια, στις 6 Ιανουαρίου 14 54 έγινε δεκτός σε ακρόαση από τον Σουλτάνο, ο οποίος του ενεχείρισε τα διακριτικά του αξιώματος του, τα άμφια, την ποιμαντορική ράβδο και το εγκόλπιο. Ο γνήσιος σταυρός είχε χαθεί ή, το πιθανότερο, είχε υπεξαιρεθεί από τον πρώην πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα, όταν ο τελευταίος είχε καταφύγει στην Ιταλία. Έτσι, ο ίδιος ο Μεχμέτ Β' πρόσφερε στον Γεννάδιο έναν επάργυρο σταυρό. Χειροτονώντας τον, μάλιστα, πρόφερε λέξεις παρεμφερείς με αυτές που χρησιμοποιούσαν οι χριστιανοί αυτοκράτορες: «' Ἔ σο Πατριάρχης, τύχ ῃ ἀ γαθ ῇ. Ἔ σο βέβαιος γιά τή φιλία μας. Ἄ ς ἀ πολαύσεις ὅ λα τά προνόμια τ ῶ ν προκατόχων σου πατριαρχ ῶ ν ».
Ένα προνόμιο δεν μπορούσε ωστόσο να απολαύσει ο Γεννάδιος: δεν θα μπορούσε να χειροτονηθεί στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, γιατί ο ναός είχε μετατραπεί σε τζαμί. Οδηγήθηκε λοιπόν στους Αγίους Αποστόλους, τη δεύτερη σε μέγεθος εκκλησία της πόλης, όπου ευλογήθηκε από τον μητροπολίτη Ηρακλείας -ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, έκανε τη χειροτονία- και τέλος ενθρονίστηκε. Εμφανίστηκε έφιππος σε ένα λευκό άλογο που του δώρισε ο Σουλτάνος και έκανε το γύρο της πόλης. Επιστρέφοντας, εγκατέστησε το σπίτι και τα γραφεία του στα οικοδομήματα που εφάπτονταν της εκκλησίας, φέρνοντας μαζί του ένα πλούσιο δώρο από χρυσάφι, προσφορά του Σουλτάνου (9).

Γενικά, και αφού η φρίκη της λεηλασίας της πόλης κόπασε, η συμπεριφορά που αντιμετώπισαν οι Έλληνες δεν ήταν τόσο άσχημη όσο αναμενόταν. Ο Κατακτητής έδειχνε πρόθυμος να τους δει ικανοποιημένους και ευημερούντες και να επιδείξει σεβασμό προς την Εκκλησία τους. Αποφασισμένος να αναζωογονήσει την Κωνσταντινούπολη, μετακίνησε στην πόλη, γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό, πληθυσμούς από άλλες περιοχές της επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων και πολλών Ελλήνων της Ανατολής. Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις που γίνονται δια της βίας δεν είναι ποτέ ευχάριστες- πολλοί από τους Έλληνες αυτούς ωστόσο προέρχονταν από περιοχές όπου οι Τούρκοι υπερείχαν μόνο αριθμητικά, αλλά έτρεφαν εχθρικά αισθήματα απέναντι τους. Η μετοίκηση τους στην Πόλη δεν τους ήταν δυσάρεστη, γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να εγκατασταθούν σχετικά άνετα, να συνεχίσουν τις ενασχολήσεις τους με κάποια ασφάλεια και να εκκλησιάζονται απρόσκοπτα. Ακόμη και στις επαρχίες οι Έλληνες απολάμβαναν τώρα μεγαλύτερη ασφάλεια· και σε περιοχές όπως η Ελλάδα, όπου οι Τούρκοι αποτελούσαν μια ισχνή μειοψηφία, υπήρχε μεγαλύτερη άνεση απ' ό,τι κατά τους προηγούμενους, ταραγμένους αιώνες. Επιπλέον, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να επεκτείνεται, ο ελληνικός κόσμος γρήγορα θα ενωνόταν, εκτός από τα νησιά του Ιονίου, την Κύπρο και την Κρήτη, όπου κυρίαρχοι ήταν ακόμη οι Ενετοί· σύντομα, βέβαια, οι Τούρκοι θα καταλάμβαναν την Κύπρο και την Κρήτη, απαλλάσσοντας έτσι τους Έλληνες από τη μισητή κυριαρχία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (10).
Η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη, ωστόσο οι δυσκολίες ήταν πολλές. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να αποδεχθούν το γεγονός ότι τώρα ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ένα χαρακτηριστικό ένδυμα, και οι λαϊκοί δεν επιτρεπόταν να τρέφουν γενειάδες. Σε περίπτωση αντιδικίας με τους Τούρκους είχαν ελάχιστες πιθανότητες να δικαιωθούν. Ακόμη και ένα ευνοϊκό γι' αυτούς σουλτανικό διάταγμα μπορούσε να ακυρωθεί από τα μουσουλμανικά δικαστήρια ως αντιτιθέμενο στο νόμο του Κορανίου. Παρ ' όλα αυτά, η καλή διάθεση του Σουλτάνου μετρούσε ακόμη. Ο Κατακτητής, αφού κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους ηγέτες των Ελλήνων, έγινε μεγαλόθυμος απέναντι τους. Αλλά ο γιος και κληρονόμος του Βαγιαζήτ Α' είχε ανδρωθεί σε μια περίοδο κατά την οποία το βυζαντινό πνευματικό μεγαλείο είχε αρχίσει πια να βουλιάζει στη λήθη. Ο ίδιος δεν ήταν διανοούμενος και έβλεπε τους Έλληνες σαν υποτελείς τους οποίους δεν άξιζε να σέβεται. Ο γιος του Σελήμ Α' απεχθανόταν τους χριστιανούς τόσο, που άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να τους αναγκάσει να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν συνολικά στο μωαμεθανισμό. Όταν του υπέδειξαν πως κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο, απαίτησε να παραδώσουν τουλάχιστον όλες τις εκκλησίες τους στους Τούρκους. Τρομοκρατημένος ο Μεγάλος Βεζύρης προειδοποίησε τον Πατριάρχη, ο όποιος, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, κατόρθωσε να παρουσιάσει δύο ογδοντάχρονους γενιτσάρους, οι οποίοι ορκίστηκαν στο Κοράνι ότι είχαν δει με τα μάτια τους τον Κατακτητή να δέχεται τα κλειδιά διαφόρων συνοικιών της κατακτημένης πόλης, υποσχόμενος στους χριστιανούς ότι ως αντάλλαγμα θα μπορούσαν να διατηρήσουν τις εκκλησίες τους. Ο Σελήμ υποχώρησε.
Ο μεγάλος σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ή, όπως τον αποκαλούν οι Τούρκοι, Νομοθέτης (πέθανε το 1566) ήταν ένας δίκαιος και ευσυνείδητος ηγέτης, που σεβόταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Αλλά μετά το θάνατο του άρχισε η σήψη (11). Ελάχιστοι από τους σουλτάνους που τον διαδέχθηκαν διέθεταν πραγματικές ικανότητες. Αρκετοί διακεκριμένοι βεζίρηδες, βέβαια, όπως οι προερχόμενοι από την οικογένεια Κιοπρουλού ( Κö rp ü l ϋ), αντιμετώπισαν με ακλόνητη εντιμότητα τις μειονότητες. Συνήθως όμως κανείς δεν επενέβαινε, αν οι τοπικοί κυβερνήτες ή άλλοι αξιωματούχοι ασκούσαν καταπίεση. Ανώτεροι αξιωματούχοι, αλλά και σουλτάνοι ακόμη, συνέχιζαν να μετατρέπουν εκκλησίες σε τζαμιά, με αποτέλεσμα μία μόνο εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Μαρία των Μογγόλων, να παραμείνει ως τις μέρες μας χριστιανική. Η εκκλησία διασώθηκε, επειδή ο Μεχμέτ ο Κατακτητής είχε υπογράψει ο ίδιος ένα φιρμάνι, με το οποίο εγγυόταν τη διατήρηση της, ανταμείβοντας έτσι τον ευνοούμενό του αρχιτέκτονα που την είχε κατασκευάσει (12).
Ο Γεννάδιος είχε επίγνωση των δυσκολιών. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την οποία ο Σουλτάνος του είχε παραχωρήσει, ήταν πολύ φτωχή, και η επιδιόρθωση της θα κόστιζε ακριβά. Επιπλέον, βρισκόταν σε μια περιοχή που είχε εποικιστεί από Τούρκους, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ύπαρξή της. Μέσα σε ένα χρόνο την επέστρεψε στον Σουλτάνο, ο οποίος την κατεδάφισε και στη θέση της έκτισε ένα τζαμί. Ο Γεννάδιος τότε μετακόμισε στον μοναστηριακό ναό της Παμμακαρίστου. Οι καλόγριες μεταφέρθηκαν σε διπλανά κτίρια, και ο Πατριάρχης εγκατέστησε στη μονή την κατοικία και τα γραφεία του. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Β' συνήθιζε να τον επισκέπτεται εκεί για να συζητήσει μαζί του θεολογικά ζητήματα, προσέχοντας να μην μπαίνει ποτέ στην εκκλησία, από φόβο μήπως αργότερα οι Τούρκοι χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα την είσοδό του σ' αυτήν και την αποσπάσουν από τους χριστιανούς: πράγμα που, παρά την προνοητικότητα του, ήταν αυτό ακριβώς που έκανε ο σουλτάνος Μουράτ Γ' στα 1586. Το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε τότε να δανειστεί τη μικρή εκκλησία του 'Aγιου Δημητρίου Καναβού από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, μέχρις ότου, στις αρχές του επόμενου αιώνα, του επιτραπεί να κτίσει τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, καθώς και γραφεία, στη συνοικία του Φαναριού, όπου τότε κατοικούσαν αποκλειστικά Έλληνες. Όπως και όλες οι εκκλησίες που κτίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως τον 19ο αιώνα, ο 'Aγιος Γεώργιος δεν επιτρεπόταν να έχει τρούλο ορατό απέξω (13).
Δύο ήταν τα βαρύτατα φορτία που οι χριστιανοί έπρεπε να αντέξουν. Το πρώτο ήταν η πρακτική που οι Τούρκοι ονόμαζαν ντεβσιρμέ και οι Έλληνες παιδομάζωμα, και η οποία επέτρεπε στους Τούρκους να παίρνουν ένα παιδί από κάθε χριστιανική οικογένεια και να το αναθρέφουν σαν μουσουλμάνο, ώστε να υπηρετήσει ως γενίτσαρος είτε στις ένοπλες δυνάμεις είτε στη γραμματεία του Σουλτάνου είτε ως αρχιτεχνίτης, ανάλογα με τις ικανότητες του· και φυσικά, αποσπούσαν από τις οικογένειες εκείνο το παιδί που είχε τις λαμπρότερες προοπτικές. Μερικές φορές ο γενίτσαρος θυμόταν τη χριστιανική του οικογένεια και μπορούσε, αν δινόταν η ευκαιρία, να τη βοηθήσει με διάφορους τρόπους. Ο επιφανής βεζίρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ο Μεχμέτ Σοκουλλού ( S ö k ü l ϋ), Σέρβος και χριστιανός την καταγωγή, είχε πάρει στο σπίτι του τους χριστιανούς ανιψιούς του, και μερικές φορές έφθανε να τους συνοδεύει στις χριστιανικές λειτουργίες. A λλά τέτοιες περιπτώσεις ήταν σπάνιες (14).
Το δεύτερο φορτίο αφορούσε την εκπαίδευση. Οι τουρκικές αρχές δεν ευνοούσαν την ύπαρξη χριστιανικών σχολείων. Δεν αναμειγνύονταν, βέβαια, στις υποθέσεις της Πατριαρχικής Ακαδημίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήταν περίφημη την εποχή των Παλαιολόγων, και έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας, συνεχώς ανανεούμενη και βελτιούμενη από προοδευτικούς πατριάρχες. Αλλά προσπάθειες δημιουργίας σχολείων ή ακαδημιών στις επαρχίες σπανίως επιτύγχαναν. Στην Ανατολή οι τοπικές αρχές έκλειναν τέτοια ιδρύματα σχεδόν αμέσως. Στις ευρωπαϊκές επαρχίες, όπου οι αξιωματούχοι ήταν, σε γενικές γραμμές, πιο ανεκτικοί, συνήθως διατηρούνταν έως ότου κάποιος καχύποπτος τοπικός άρχων εκτόξευε εναντίον τους την κατηγορία ότι υποθάλπουν ανατρεπτικές ενέργειες. Μια εξαίρετη ακαδημία ιδρύθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη του 16ου αιώνα, αλλά έκλεισε γύρω στα 1615 για να επανιδρυθεί το 1717 περίπου. Επιβίωσε καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μολονότι η αξιοπιστία και η φήμη της κατέπιπταν σταδιακά. Βραχύβιες ακαδημίες είδαν επίσης το φως στη Θεσσαλονίκη, την 'Aρτα, το Ναύπλιο, τα Ιωάννινα και σε μερικά νησιά. Μια ακαδημία που ιδρύθηκε στο τέλος του 17 ου αιώνα είχε μεγάλο κύρος. Έξι πατριάρχες που χειρίστηκαν τις τύχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά τον 18 ο αιώνα σπούδασαν εκεί. Ως τα τέλη του 17 ου αιώνα μπορούσε κανείς να λάβει καλή θεολογική εκπαίδευση στο 'Aγιον Όρος. Αλλά στη συνέχεια οι μοναχοί έγιναν σκοταδιστές. Όταν το 1753 ο πατριάρχης Κύριλλος Ε' προσπάθησε να ιδρύσει μιαν ακαδημία στον 'Aθω, ο καθηγητής στον οποίο είχε αναθέσει αυτό το καθήκον, ο Ευγένιος Βούλγαρης, τόσο πολύ τρόμαξε τους καλόγερους με τις νεωτεριστικές προτιμήσεις του στη γερμανική φιλοσοφία, ώστε αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή εγκαταλείποντας τις μονές και σώζοντας, από καθαρή τύχη, τη ζωή του. Στα Ιόνια νησιά, υπό την ενετική κυριαρχία, υπήρχαν μερικά καλά σχολεία στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο. Όμως τα παιδιά που προέρχονταν από τις τουρκικές επαρχίες δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στα σχολεία αυτά (15).
Η Βενετία προσφερόταν περισσότερο για ανώτερες σπουδές. Αρκούσε μια σχέση με ένα μέλος της ελληνικής παροικίας, πρόθυμο να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, για να μπορέσει ένας νέος να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης εκείνη την εποχή, όπου μάλιστα κανείς δεν θα επιχειρούσε να τον προσηλυτίσει στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η ελληνική ιεραρχία ήταν πρόθυμη να πληρώσει για τις σπουδές μερικών αγοριών κατώτερης καταγωγής. Μετά το 1577 για τους νεαρούς Έλληνες υπήρχε επίσης το Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, το οποίο διατηρούσαν Ιησουίτες μοναχοί και παρείχε αρίστη εκπαίδευση. Ωστόσο, οι νεαροί σπουδαστές δέχονταν μεγάλη πίεση για να αλλαξοπιστήσουν και να προσχωρήσουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ευρύτερες δυνατότητες επιλογής είχαν οι Έλληνες σπουδαστές μετά τις αρχές του 18 ου αιώνα, όταν οι ελληνικής καταγωγής πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας ίδρυσαν ακαδημίες στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο. Οι ακαδημίες αυτές παρείχαν υψηλό επίπεδο σπουδών αλλά πολλοί ευσεβείς Έλληνες τις θεωρούσαν ιδιαίτερα νεωτεριστικές (16).
Ίσως η Εκκλησία θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα για την εκπαίδευση. Αλλά η διατήρηση σχολείων είναι πολυδάπανη υπόθεση, ιδιαίτερα όταν πρέπει να δωροδοκούνται οι αρχές. Η έλλειψη χρημάτων επρόκειτο να αποτελέσει το κύριο πρόβλημα της Εκκλησίας· και θα επιδεινωνόταν από το πάθος των Ελλήνων για την πολιτική, το οποίο τώρα πια μπορούσε να βρει διέξοδο μόνο στο χώρο της Εκκλησίας. Οι νέες ευθύνες του Πατριαρχείου συνεπάγονταν μια διευρυμένη γραμματεία τόσο ανοικτή, ώστε να συμπεριλαμβάνει νομικούς και οικονομικούς παράγοντες -και όλοι αυτοί απαιτούσαν καλούς μισθούς. Σύντομα, οι λαϊκοί ανώτεροι αξιωματούχοι, ο πρωτέκδικος, ήτοι ο πρόεδρος του δικαστικού σώματος, ο μέγας λογοθέτης, υπεύθυνος για τα αρχεία, και ο μέγας αγορητής, επίσημος εκπρόσωπος της Εκκλησίας, μια θέση που δημιουργήθηκε αργότερα, είχαν θέση και στην Ιερά Σύνοδο. Επιφανείς λαϊκοί συνδέονταν με την επισκοπή, μηχανορραφώντας για να διασφαλίσουν τις θέσεις τους, που συνεπάγονταν κύρος αλλά και εξουσία, και συχνά αποτελούσαν μια ευκαιρία προσωπικού πλουτισμού. Η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε υπαγάγει τα ανατολικά πατριαρχεία, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, καθώς και τις αυτόνομες αρχιεπισκοπές της Κύπρου και του Σινά, υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου· τις σχέσεις τους με την κεντρική κυβέρνηση χειριζόταν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, γιατί βρισκόταν στην πρωτεύουσα. Όλα αυτά συντελούσαν στην αύξηση των ευθυνών και των εξόδων του. Το Πατριαρχείο και πολλές από τις επισκοπές και τα μοναστήρια λάμβαναν μεγάλες δωρεές, τις οποίες ο Πατριάρχης μπορούσε να φορολογήσει κατά βούληση. Υπήρχε ωστόσο κάποιο όριο στα ποσά που μπορούσε να πληρώσει ένας πιστός. Και οι τουρκικές αρχές ζητούσαν όλο και περισσότερα υπό τη μορφή χρηματισμού (17).
Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στους ίδιους τους πατριάρχες. Ο Γεννάδιος φαίνεται ότι αποσύρθηκε το 1465. Ο διάδοχος του Μάρκος Ξυλοκαραβάς παρέμεινε στο θρόνο για λίγους μήνες, πριν υποσκελιστεί από έναν φιλόδοξο ανώτερο κληρικό, τον Συμεών της Τραπεζούντος, ο οποίος συγκέντρωσε 2.000 χρυσά και τα προσέφερε στους υπουργούς του Σουλτάνου ως αντάλλαγμα, για να διατάξουν την Ιερά Σύνοδο να καθαιρέσει τον Μάρκο και να εκλέξει αυτόν στη θέση του. Η χριστιανή μητριά του Σουλτάνου, η πριγκίπισσα της Σερβίας Μάρα, την οποία εκείνος σεβόταν υπερβολικά, το έμαθε και παρενέβη για να ακυρωθεί η συναλλαγή. Η ίδια, ωστόσο, φρονίμως ποιούσα, είχε φέρει μαζί της και 2.000 χρυσά. Μολονότι δόθηκαν εγγυήσεις ότι οι επιθυμίες της θα γίνονταν σεβαστές, από την εποχή εκείνη και στο εξής κάθε μελλοντικός πατριάρχης έπρεπε να προσφέρει ένα χρηματικό ποσό, γνωστό ως πεσκές, ή δώρο, για να εξασφαλίσει την επικύρωση της υποψηφιότητας του από τον Σουλτάνο. Ο Συμεών κατόρθωσε να εξασφαλίσει το θρόνο λίγα χρόνια αργότερα, αλλά σύντομα υποσκελίσθηκε από έναν Σέρβο ιεράρχη, τον Ραφαήλ, που προσφέρθηκε να καταβάλλει επιπλέον στην Υψηλή Πύλη 2.000 χρυσά το χρόνο (18). Περί τα μέσα του 17 ου αιώνα το πεσκές έφτανε συνήθως τα 3.000 χρυσά και η ετήσια εισφορά άλλα τόσα περίπου. Εκείνη την εποχή ο πατριάρχης έπρεπε να πληρώνει επίσης μερικούς « οικειοθελείς » φόρους, το ύψος των οποίων εποίκιλλε κατά περίπτωση· επιπλέον, έπρεπε να προσφέρει το αρνίσιο κρέας που κατανάλωνε η φρουρά του παλατιού, την οποία αποτελούσαν άνδρες με αδηφάγες ορέξεις (19).

Σουλεϊμάν ο "Μεγαλοπρεπής"
Ο Σουλτάνος, λοιπόν, είχε συμφέρον να ορίζει νέους πατριάρχες ή να ξαναδιορίζει εκθρονισμένους πατριάρχες όσο συχνότερα μπορούσε. Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ήταν ο μόνος που δεν ενέκρινε κάτι τέτοιο. Χάρη σ' αυτόν ο πατριάρχης Ιερεμίας Α' απήλαυσε μιαν αδιάσπαστη θητεία είκοσι ενός χρόνων -η μακρότερη στην πατριαρχική ιστορία. Για έναν αιώνα, μεταξύ 1495 και 1595, ανέβηκαν στο θρόνο δεκαεννέα πατριάρχες. Από το 1595 ως το 1695 συνέβησαν εξήντα μία αλλαγές στο θρόνο, μολονότι χειροτονήθηκαν μόνο τριάντα ένας πατριάρχες -κι αυτό γιατί πολλοί ξαναδιορίζονταν μετά την εκθρόνιση τους. Μερικές πατριαρχικές θητείες ήταν σύντομες. Ο Ματθαίος Β' πατριάρχευσε για είκοσι μέρες το 1595, αργότερα, μεταξύ 1598 και 1602, για τέσσερα χρόνια, και το 1603 για δεκαεπτά ημέρες. Ο Κύριλλος Α' ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο επτά φορές. Ο διάδοχος του Κύριλλος Β' πατριάρχευσε αρχικά μόνο για μία εβδομάδα και αργότερα για δώδεκα μήνες. Η κατάσταση έφθασε στο απόγειο της το 1726, όταν ο Κάλλιστος Γ' πλήρωσε 5.600 χρυσά για την εκλογή του και πέθανε από τη χαρά του, από συγκοπή καρδιάς, την επόμενη μέρα. Μετά από αυτό, οι ίδιοι οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα είχαν φθάσει στο απροχώρητο. Το πεσκές και η ετήσια εισφορά καθορίστηκαν επακριβώς. Στον αιώνα μεταξύ 1695 και 1795 υπήρξαν μόνο τριάντα μία πατριαρχικές θητείες και είκοσι τρεις πατριάρχες. Μετά το 1765 απαγορεύθηκε στους πατριάρχες να πληρώνουν το πεσκές από τα έσοδα της Εκκλησίας. Έπρεπε να ανασύρουν το ποσό από τις δικές τους τσέπες (20).
Αυτό το μέτρο αποδείχθηκε σωτήριο, γιατί τα χρέη του Πατριαρχείου ανέβαιναν σταθερά. Γύρω στα 1730 είχε εκτιμηθεί ότι έφταναν τα 100.769 πιάστρα, ενώ τα ετήσια έσοδα σπανίως επαρκούσαν για την πληρωμή των συνηθισμένων εξόδων. Λίγο πριν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, τα χρέη λέγεται ότι έφθαναν τα 1.500.000 πιάστρα (21). Ήταν ευχής έργο που η Εκκλησία διέθετε πλούσιους φίλους, πρόθυμους να τη βοηθήσουν. Οι κυβερνήτες των ευημερούντων πριγκιπάτων της Βλαχίας και της Μολδαβίας είχαν υποταχθεί οικειοθελώς στον Σουλτάνο, και έτσι τους είχε παραχωρηθεί το προνόμιο να διατηρούν τους θρόνους τους υπό την οθωμανική κυριαρχία. Ήταν πρόθυμοι να βοηθούν κάθε τόσο το Πατριαρχείο, για να αντιμετωπίζει τα οικονομικά του προβλήματα. Ακόμη βορειότερα υπήρχε και ο Τσάρος της Μοσχοβίας. Καθώς ο ίδιος, μετά την πτώση του Βυζαντίου, θεωρούσε τον εαυτό του κεφαλή της Ορθόδοξης Χριστιανικής Κοινότητας, είχε καθήκον να ενδιαφέρεται για το συμφέρον της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Αλλά η γενναιοδωρία αυτών των ηγεμόνων, μολονότι ήταν μεγάλη κατά καιρούς, παρέμενε σπασμωδική. Το πρώτο ήμισυ του 17 ου αιώνα η Μοσχοβία δεν ήταν σε θέση να στέλνει βοήθεια. Χρειάζονταν προστάτες πιο κοντινοί (22).
Ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα της οθωμανικής κατάκτησης ήταν η αναγέννηση της ελληνικής εμπορικής ζωής. Οι Ιταλοί, που είχαν κυριαρχήσει στο εμπόριο της Ανατολής κατά τον όψιμο Μεσαίωνα, έχασαν τα προνόμια τους, και οι αποικίες τους έφθιναν. Ελάχιστοι Τούρκοι είχαν κάποια προτίμηση ή ικανότητα για το εμπόριο- έτσι, το εμπόριο στις τεράστιες και εκτεταμένες οθωμανικές κτήσεις περιήλθε στα χέρια των υποτελών λαών, στους Εβραίους, στους Αρμένιους και κυρίως στους Έλληνες. Μην μπορώντας να απολαύσουν την αγαπημένη τους ενασχόληση, την πολιτική, παρά μόνο στους κόλπους της Εκκλησίας, οι πιο δραστήριοι Έλληνες ανέλαβαν το εμπόριο και τις τραπεζικές εργασίες, κι έτσι έγιναν απαραίτητοι στους ισχυρούς Τούρκους που δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με τέτοια ζητήματα. 'Aλλοι Έλληνες ασχολήθηκαν με την ιατρική, μια και υπήρχαν ελάχιστοι Τούρκοι που διέθεταν σχετικές γνώσεις. Το γεγονός αυτό τους άνοιξε μια δίοδο προς τα τουρκικά σπίτια.
Σύντομα αναδύθηκε μια πλούσια τάξη Ελλήνων. Η διακριτικότητα, βέβαια, ήταν απαραίτητη. Ένας χριστιανός που επιδείκνυε τον πλούτο του κινδύνευε να τον δει να κατάσχεται εξαιτίας κάποιας κατασκευασμένης κατηγορίας για προδοσία ή άλλο πταίσμα και, ίσως, να χάσει και τη ζωή του. Αυτή ήταν η μοίρα του πρώτου Έλληνα εκατομμυριούχου της σκλαβιάς, του Μιχαήλ Καντακουζηνού, τον οποίο οι Τούρκοι αποκαλούσαν Σαϊτάνογλου, γιο του Διαβόλου. Στα μέσα του 16 ου αιώνα είχε αποκτήσει το μονοπώλιο του εμπορίου γούνας από τη Ρωσία. Ζούσε στην Αγχίαλο, στη Μαύρη Θάλασσα, σε μια πόλη που ήταν ολότελα σχεδόν ελληνική, και όπου ο πλούτος του δεν μπορούσε να προσελκύσει τον τουρκικό φθόνο. Μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του Πρίγκιπα της Βλαχίας· και ασκούσε τέτοια επιρροή στην Εκκλησία, ώστε κατόρθωσε να εκθρονίσει έναν άξιο πατριάρχη ε πειδή απεφάνθη ότι ένα συνοικέσιο στο οποίο απέβλεπε η οικογένεια του απαγορευόταν από το κανονικό δίκαιο. Για να κερδίσει την εύνοια του Σουλτάνου, κατασκεύασε με δικά του έξοδα εξήντα γαλέρες γιο το οθωμανικό ναυτικό. Παρ ' όλα αυτά, ο Σουλτάνος τον καταδίκασε σε θάνατο το 1578, δημεύοντας και πουλώντας την περιουσία του. Το μεγαλύτερο μέρος της θαυμάσιας βιβλιοθήκης του αγοράστηκε από μοναστήρια του Αγίου Όρους (23).
Ο λίγο νεότερος του Ιωάννης Καρατζάς έκανε τεράστια περιουσία ως προμηθευτής του οθωμανικού στρατού, μια θέση που μεταβίβασε στο γαμπρό του Σκαρλάτο, τον επονομαζόμενο Μπεγλίτση, ο οποίος απέκτησε περιουσία ακόμη μεγαλύτερη και από αυτήν του Σαϊτάνογλου. Όταν δολοφονήθηκε από έναν φανατικό γενίτσαρο το 1630, το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου του το κληρονόμησε η νεότερη κόρη του Ρωξάνδρα, χήρα του ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας. Υπήρχαν τώρα πια αρκετές δυναστείες Ελλήνων εμπόρων και τραπεζιτών, που είχαν ως βάση τη συνοικία του Φαναρίου στην Κωνσταντινούπολη, αλλά επιδίωκαν να επενδύσουν τα χρήματα τους στη Βλαχία και τη Μολδαβία, στις μόνες οθωμανικές κτήσεις όπου χριστιανοί λαϊκοί μπορούσαν να έχουν έγγειο ιδιοκτησία. Εκεί τελούσαν γάμους με την τοπική αριστοκρατία και με την ηγεμονική οικογένεια της Βεσσαραβίας, ενώ διατηρούσαν τους οικονομικούς δεσμούς τους με την Κωνσταντινούπολη (24).
Στα μέσα του 17 ου αιώνα ένας νεαρός Χιώτης που είχε σπουδάσει ιατρική στην Πάδουα, ο Παναγιώτης Νικούσιος Μαμωνάς, ο επονομαζόμενος «Πράσινο 'Aλογο» -από την παροιμία ότι όσο δύσκολα μπορείς να βρεις ένα πράσινο άλογο άλλο τόσο κι έναν σοφό άνθρωπο από τη Χίο- προσελήφθη από τον αλβανικής καταγωγής μεγάλο βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλού ως οικογενειακός του γιατρός. Η μεγάλη του γλωσσομάθεια και οι ικανότητες του εντυπωσίασαν τόσο τον Κιοπρουλού, ώστε το 1669 δημιούργησε γι' αυτόν το αξίωμα του Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, δηλαδή τη θέση του αρχιμεταφραστή και υπεύθυνου της γραμματείας του Υπουργείου Εξωτερικών. Μ' αυτή την ιδιότητα ο Μαμωνάς επιτρεπόταν να τρέφει γενειάδα, να ιππεύει άλογο και να φέρει ένα καπέλο με γούνα. Τόσο καλά έφερε σε πέρας τα καθήκοντα του ο Μαμωνάς, ώστε όταν πέθανε, το 1673, ο Κιοπρουλού προσέλαβε έναν άλλο Έλληνα στην ίδια θέση (25).
Επρόκειτο για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, γιο της κληρονόμου του Μπεγλίτση Ρωξάνδρας και του δευτέρου συζύγου της -ενός Χιώτη που ισχυριζόταν ότι είναι απόγονος της ελληνοενετικής οικογένειας των Μαύρων ή Μόρο (στην οποία ανήκε ο γνωστός μας Οθέλλος ο Μαυριτανός) και της ελληνογενοβέζικης οικογένειας των Κορντάτο, και του οποίου η μητέρα ανήκε σε έναν κλάδο της παλιάς ρωμαϊκής οικογένειας των Μάξιμων. Ο Αλέξανδρος σπούδασε αρχικά στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, χωρίς ωστόσο να προσηλυτιστεί στον καθολικισμό, στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Πάδουας, από το όποιο αποπέμφθηκε για επαναστατική συμπεριφορά, και τέλος στην Μπολόνια, από όπου πήρε το διδακτορικό του με μια αξιοσημείωτη διατριβή πάνω στην κυκλοφορία του αίματος. Σε

ηλικία 24 ετών διορίστηκε μέγας αγορητής της Μεγάλης Εκκλησίας και διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας, ενώ συνέχιζε να εξασκεί την ιατρική, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα μεταξύ των πελατών του και του Σουλτάνου. Ήταν 31 ετών όταν έγινε Μέγας Δραγουμάνος. Διατήρησε το αξίωμα ως το 1698, με εξαίρεση μερικούς μήνες το 1684, όταν φυλακίστηκε άδικα, εξιλαστήριο θύμα της τουρκικής ήττας προ των πυλών της Βιέννης. Το 1698 δημιουργήθηκε γι' αυτόν ένα ακόμη ανώτερο αξίωμα: διορίστηκε «Εξ Απορρήτων», Φύλακας των Μυστικών και αρχιγραμματέας του Σουλτάνου, με τους τίτλους του Πρίγκιπα και της Εκλαμπρότατης Υψηλότητας. Πέθανε σε ώρα υπηρεσίας το 1709 (26).
Κανείς άλλος Έλληνας δεν κατέκτησε τόσο υψηλή θέση στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Ωστόσο, πολλοί έγιναν υπάλληλοι της οθωμανικής κυβέρνησης, προς μεγάλο τους όφελος· χρησιμοποιούσαν μάλιστα τις θέσεις τους για να βοηθούν και τους Έλληνες συμπατριώτες τους. Όταν η γηγενής δυναστεία της Βεσσαραβίας έσβησε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Σουλτάνος διόρισε Έλληνες από το Φανάρι ως πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Όπως ακριβώς συνέβαινε και με το Πατριαρχείο, οι υποψήφιοι αυτών των θέσεων έπρεπε να πληρώσουν ένα μεγάλο ποσό για να εξασφαλίσουν το διορισμό τους, καθώς επίσης και επαχθή ετήσια εισφορά· και γι' αυτό ακριβώς οι Τούρκοι προέβαιναν σε συχνές αλλαγές. Καμιά πριγκιπική θητεία δεν επιτρεπόταν να διαρκεί επί πολύ. Όσο κι αν ήταν πλούσιες σε φυσικούς πόρους οι Ηγεμονίες, ελάχιστοι πρίγκιπες επέστρεφαν στην Κωνσταντινούπολη πλουσιότεροι μετά την εμπειρία τους εκεί. Πάντως, πολλοί διεκδικούσαν το αξίωμα. Συνεπαγόταν κύρος και έναν πριγκιπικό τίτλο για την οικογένεια, καθώς και μια σύντομη περίοδο εξουσίας. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι πρίγκιπες, στην προσπάθεια τους να αποζημιωθούν, ασχολήθηκαν θερμά με τα καθήκοντα τους, αν και μερικοί, όπως ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος, ο εγγονός του Εξ Απορρήτων, ήταν φωτισμένοι κυβερνήτες. Αυτός συγκεκριμένα μεταρρύθμισε τη φορολογία, για να την κάνει δικαιότερη, και σχεδίαζε να απελευθερώσει τους δουλοπάροικους. Αλλά οι πρίγκιπες έκαναν πολλά και για τον Ελληνισμό. Οι ακαδημίες που ίδρυσαν στο Βουκουρέστι και το Ιάσιο έγιναν κέντρα κλασικών σπουδών, όπου οι Έλληνες έρχονταν και πάλι σε επαφή με την πνευματική τους κληρονομιά (27).
Οι Φαναριώτες ήταν επίσης γενναιόδωροι προς την Εκκλησία. Αλλά εκεί η επιρροή τους δεν ήταν τόσο ευνοϊκή. Ως αντάλλαγμα της γενναιοδωρίας τους απαιτούσαν για τους συγγενείς τους τα κορυφαία λαϊκά αξιώματα της πατριαρχικής οργανωτικής δομής και συμμετοχή στην επιλογή του Πατριάρχη. Ευνοούσαν τη σύγχρονη εκπαίδευση και επιθυμούσαν να εκσυγχρονίσουν την Εκκλησία. Αλλά η Εκκλησία δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί τα οφέλη του Διαφωτισμού του 18 ου αιώνα. Από τις τάξεις της εξακολουθούσαν βέβαια να βγαίνουν μορφωμένοι κληρικοί, αλλά το επίπεδο έπεφτε σταδιακά. Ως τα μέσα του 17 ου αιώνα τα μοναστήρια του 'Aθω εξακολουθούσαν να εμπλουτίζουν τις βιβλιοθήκες τους. Περί τα τέλη όμως του αιώνα τα βιβλία συνήθως έμεναν αδιάβαστα. Επιπλέον, το Πατριαρχείο, αντιμετωπίζοντας πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, δεν μπορούσε πια να επιβλέπει ικανοποιητικά τις επαρχίες. Είχε χάσει την επαφή με τους εκεί πιστούς. Κι αυτό έγινε ολοφάνερο όταν, κατά τον 18 ο αιώνα, το δημοφιλές κίνημα του εθνικισμού άρχισε να προσελκύει τους Έλληνες, ιδίως μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή που οι μοναχοί στην Ελλάδα απέρριπταν τις προσπάθειες του Πατριαρχείου να βελτιώσει τη μόρφωση τους, υποστήριζαν επαναστατικά κινήματα, ακόμη και τη ληστεία, παροτρυνόμενοι από αντικληρικαλιστές Έλληνες, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, οι οποίοι ζούσαν ασφαλείς στο Παρίσι (28).
Το κίνημα για την ελληνική ανεξαρτησία δημιούργησε τρομερά προβλήματα στο Πατριαρχείο. Κάθε πατριάρχης έπρεπε κατά τη χειροτονία του να ορκιστεί πίστη στον Σουλτάνο και να εγγυηθεί ότι το ποίμνιο του θα ήταν αφοσιωμένο στην οθωμανική κυβέρνηση. Μπορούσε να σπάσει τον βαρύ αυτόν όρκο; Επιπλέον, ζώντας στο κέντρο των γεγονότων, στην Κωνσταντινούπολη, ήξερε πως, μολονότι η οθωμανική διοίκηση βυθιζόταν στο χάος, ο οθωμανικός στρατός παρέμενε τρομερός. Κάθε πρόσφατη χριστιανική εξέγερση στην Πελοπόννησο, την Κύπρο, τις Ηγεμονίες είχε κατασταλεί βάναυσα. Μπορούσε να ενθαρρύνει το ποίμνιο του να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα; Δεν θα ήταν καλύτερο να ακολουθήσουν τη συμβουλή των άλλων Φαναριωτών ; Έλπιζαν να συνεχίσουν να εργάζονται διεισδύοντας όλο και βαθύτερα στην παραπαίουσα οθωμανική γραφειοκρατία, έτσι ώστε, όταν καταρρεύσει, να μπορέσουν να την αναλάβουν οι ίδιοι. Αλλά μια τέτοια στάση δεν ταίριαζε στους ανυπόμονους νεαρούς εθνικιστές, ακόμη κι αν αυτοί προέρχονταν από τους Φαναριώτες και την ιεραρχία. Όταν το 1821 υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης -στις ηγεμονίες από έναν νεαρό Φαναριώτη και στην Πελοπόννησο από έναν αρχιεπίσκοπο- οι φόβοι του Πατριάρχη, του Γρηγορίου Ε', δικαιώθηκαν. Αλλά δεν μπορούσε να καταγγείλει και να αποκηρύξει τους επαναστάτες, όπως απαιτούσαν οι Τούρκοι αφέντες του. Πλήρωσε γι' αυτό με τη ζωή του (29).
Δεν είναι εφικτό σε ένα σύντομο άρθρο να δώσει κανείς περισσότερα από ένα περίγραμμα της ιστορίας του Ρουμ Μιλετί. Α λλά προσπάθησα να δείξω ότι οι Έλληνες αυτής της σκοτεινής περιόδου της Τουρκοκρατίας αξίζουν μια καλύτερη μεταχείριση από αυτήν που οι περισσότεροι ιστορικοί τους επιφυλάσσουν. Παρά τις δυσκολίες, παρά την ανάξια συμπεριφορά πολλών από αυτούς, κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνισμό ζωντανό. Αυτό οφείλεται βασικά στον μεγάλο πατριάρχη Γεννάδιο και εν μέρει, πράγματι, στον σουλτάνο Μεχμέτ τον Κατακτητή, που δεν θέλησε να δει τον ελληνικό πολιτισμό να αφανίζεται. Οι επόμενοι σουλτάνοι ήταν λιγότερο πεφωτισμένοι· και πρέπει να επισημανθεί ότι μερικοί από τους επόμενους πατριάρχες ήταν ακατάλληλοι γι' αυτό το καθήκον. Πρέπει να αναγνωριστεί επίσης και ο ρόλος των Φαναριωτών, που τόσο έχουν κακολογηθεί. Αυτοί έδωσαν το ερέθισμα για μία αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18 ο αιώνα, συμβάλλοντας πολύ περισσότερο σ' αυτήν από ό,τι ο υπερτιμημένος αντικληρικαλιστής Κοραής. Η ιστορία της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει ελάχιστους περιφανείς ήρωες · πρόκειται όμως για μια ηρωική ιστορία καθ' εαυτήν. Είναι η ιστορία ενός καταπιεσμένου λαού που αρνήθηκε να απωλέσει την ταυτότητα του και να ξεχάσει τις υψηλές του παραδόσεις. Και ήταν, υπεράνω όλων, η Εκκλησία εκείνη που κράτησε αναμμένη τη φλόγα.
Πηγή 
Η βυζαντινή παράδοση μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1994, σελ. 15-33 Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
Σημειώσεις
1. Joseph Gill, The Council of Florence (Cambridge Univ. Press, 1959), σσ. 349-352, 366-368; Steven Runciman, The Great Church in Captivity: A Study of the Patriarchate of Constantinople from the Eve of the Turkish Conquest to the Greek War of Independence ( Λονδίνο, Cambridge Univ. Press 1968), σσ. 109-111· Joan M. Η ussey, The Orthodox Church in the Byzantin Empire ( Οξφόρδη : Claredon Ρ ress, 1986), σσ. 283-286.
2. Ihor Sevcenco, «Intellectual Repercussions of the Council of Florence», Church History 24 (1955) 291-323, ιδίως σσ. 296-300.
3. Αυτό το θέμα αποτελεί τη βάση όλου του έργου του Κριτοβούλου : Η istory of Mehmed the Conqueror, μετάφραση στά αγγλικά Charles T. Riggs ( Ρ rinceton : Princeton Univ.Press 1954).
4. Franz Carl Heinrich Babinger, Mehmed der Eroberer und seine Zeit ( Μόναχο : F. Bruckmann, 1953), σσ. 265-269, 449-453· Steven Runciman, The Fall of Constantinople 1453 (Cambridge: Cambridge Univ. Press, 1963), σσ. 55-56, 149-152,186-187.
5. Runciman, Great Church, σ. 167-168.
6. Κριτόβουλος, σ. 94-95· Historia Politica et Patriarchica Constantinopoleos ( Βόννη 1849), σσ. 78-80.
7. Runciman, Great Church, σσ. 170-172, σημειώσεις. Βλ. επίσης τα στοιχεία πού δημοσιεύονται στο Τ heodore H. Papadopoulos, Studies and Documents Relating to the History of the Greek Church and People under Turkish Domination ( Βρυξέλλες 1952).
8. Runciman, The Great Church , σ. 170-172.
9. Η istoria Politica et Patriarchica, σσ. 27-28, 80-82· Runciman, The Great Church, σσ. 169-170.
10. Βλ. Ν icolae Iorga, Byzance apr è s Byzance : Continuation de l ' histoire de la vie Byzantine, (Βουκουρέστι: Ι nstitut d ' Etudes Byzantines, 1935), σσ. 45-56, για μια γενική σύνοψη.
11. Runciman, The Great Church, σ. 186-191, βλ. και σημειώσεις.
12. Η ιστορία της διάσωσης της Παναγίας των Μογγόλων παραδίδεται από τον Demetrie Cantemir, The History of the Growth and Decay of the Ottoman Empire, μετάφραση στα αγγλικά Ν. Τ indal ( Λονδίνο 1734-1735), σ. 105.
13. Runciman, The Great Church, σ. 186-191· Μανουήλ Ιωάννης Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικ a ί περί των πατριαρχών Κωνσταντινουπό­λεως, a πό Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Ζ' του από Θεσσ /νίκης, 36-1884 (Κωνσταντινούπολη 1890), σ. 530.
14. Stephan Gerlach, Stephan Gerlachs dess aeltern Tage - buch ( Φραγκφούρτη 1674), σ. 88. O Gerlach ήταν ο λουθηρανός ιερέας του πρέσβη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, και είχε πολλούς φίλους προερχόμενους από το χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
15. Runciman, The Great Church, σ. 208-225.
16. Για την ελληνική παροικία στη Βενετία και την πρόσβαση της στην εκπαίδευση, βλ. Deno Geanakopoulos, Greek Scholars in Venice (Cambridge: Harvard Univ. Press 1962), ειδικά στα κεφάλαια 4-6. Για το Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, βλ. Martin Juge, Theologia dogmatica Christianorum Orientalium ab Ecclesia Catholica dissidentium, τόμοι Ι - ν ( Παρίσι : Letouzey et Ane, 1926-1935), τόμ. Ι, σ. 522-524. Για τις ακαδημίες στις ηγεμονίες, βλ. παρακάτω, αρ. 27.
17. Papadopoulos, σ. 48-50, 86-89· Iorga, σ. 72-77.
18. Historia P ο litica et Patriarchica , σ. 39-44,102-115.
19. Για μία πλήρη ενημέρωση σχετικά με τους πατριαρχικούς πόρους, βλ. Dictionnaire de Th é ologie catholique , λήμμα « Constantinople ( Eglise de )»· Runciman, The Great Church, σ. 200-202, βλ. και σημειώσεις.
20. « Constantinople ( Eglise de )», όπου παρατίθεται κατάλογος με τις πατριαρχικές θητείες · Runciman, The Great Church, σ. 200-202.
21. Ρ apadopoulos, σ. 132,160. Το ποσό του πατριαρχικού χρέους το 1821 αναφέρεται στο Μ axime Raybaud, Μ émoires sur la Grèce, pour servir à l'histoire de la guerre de l' indépendence, accompagnés de plans topographiques ( Παρί σι 1824), με ιστορική εισα ­ γωγή του Α. Rabb é, σ. 80.
22. Runciman, The Great Church, σ. 195-196, 322-332.
23. Για τον Σαϊτάνογλου, βλ. Iorga, σ. 114-121. Ο πρέσβης Gerlach τ o ν γνώριζε καλά και τ o ν θεωρούσε νόθο γι o του 'Aγγλου πρέσβη ( Gerlach, σ. 55, 60, 223-225)· Μ. Crucius, Τ urcograeciae, libri octo (Β asle 1584), σ. 509, αναφέρει την πώληση των βι­βλίων του, σύμφωνα με μαρτυρία του Gerlach.
24. Runciman, The Great Church , σ. 363-366.
25. O .π., σ. 364, βλ. και σημειώσεις.
26. Δεν υπάρχει ικανοποιητική αναφορά στα καθήκοντα του Εξ Απορρήτων. Η πληρέστερη στο Α lexandre A. C. Strourdza, L ' Europe orientale et le r ô le historique de Maurocordato, 1660-1830; Avec un appendice contenant des actes et documents historiques et diplomatiques in é dits (Παρίσι: Ρ lon -Ν ourrit, 1913), σ. 25-91, βασισμένη σε έναν τεράστιο αριθμό στοιχείων, δημοσιευμένων ή ανέκδοτων, αλλά κάπως απρόσεκτα συνταγμένων. Βλ. επίσης Runciman, The Great Church, σ. 366-369, και σημειώσεις.
27. Runciman, The Great Church, σ. 371-376.
28. Ο. π., σ. 392-393.
29. Την πιο ζωντανή περιγραφή του Πατριαρχείου κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης δίνει ο 'Aγγλος ιερέας Robert Walsh, Residence at Constantinople during a Period Including the Commencement, Progress, and Termination of the Greek and Turkish Revolutions , τόμοι Ι - ΙΙ ( Λονδίνο 1836), τόμ. Ι, σσ. 299-333. Καταθέτει μαρτυρία για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη. 
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...