Θεόδωρος Στάμος, Χωρίς τίτλο |
Αντιφάσεις εκ παραδρομής ή πόλωση της εκκλησιολογικής μας κακοδαιμονίας;
(αλλιώς: ένα μικρό σχόλιο με αφορμή την τελευταία «επίθεση» κατά του π. Βασιλείου Θερμού)
Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
Είχα σχεδόν δεσμευθεί να μην καταπιαστώ εκ νέου με τον μητροπολίτη Πειραιώς και αυτό ισχύει παρά τη φαινομενική μου επαναφορά. Ο σκοπός του παρόντος δεν είναι άλλος παρά η καταγγελία της σύγχρονης εκκλησιαστικής δυσπραγίας και της εκκλησιολογικής προβληματικής αντινομίας των ημερών. Θέλω να πιστεύω ότι προσωπικά, όσο και οι συντάξαντες την έκκληση για το ζήτημα του μοναστηριού στη Ναύπακτο, επί των προκειμένων δεν είναι άνθρωποι πονηροί, κρυψίνοες και οπισθόβουλοι, αλλά έντιμα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, που απλά συμμετέχουν στο χαρισματικό αυτό γεγονός συμπάσχοντας στα τραύματα της αγάπης, τα οποία επιφέρει ο αρχαίος πτερνιστής.
Είναι γεγονός ότι η πρόσφατη σχετική με το ζήτημα ανάρτηση του Π. Ανδριόπουλου καλύπτει ακριβώς αυτήν ταύτην την επιχειρηματολογική δομή και ουσία, τις οποίες είχα κατά νουν πριν ξεκινήσω να γράφω το παρόν. Οπότε θα τις επαναλάβω κατά κάποιον τρόπο και από τη δική μου οπτική γωνία, καθώς και θα επιληφθώ και δυο τριών ακόμα θεμάτων, που δεν άγγιξε ο φίλος Παναγιώτης.
Ως δυστυχέστατα επεσήμανα και στην προτελευταία ανάρτηση για έναν βωμολόχο μπλόγκερ, βλέπω πολλά από όσα σχολιάζονται στα σχετικά μας κείμενα να λαμβάνουν εν τη πραγματώσει τους προφητικό χαρακτήρα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω - και το τονίζω προκαταβολικά – καμιά διάθεση να καταφερθώ κατά του εν λόγω Επισκόπου, από τον οποίο και ξεκινώ. Είναι λίαν νωπές οι μνήμες της μετ’ εκείνου προσωπικής μου «αντιπαράθεσης», στην οποία οι διαπιστώσεις μου φαίνεται να επικυρώνονται στην πράξη και δη με τρόπο δραματικό πλέον και απροκάλυπτο.
Απορώ κατ’ αρχήν και εξίσταμαι με το γεγονός της απροσχημάτιστης αντίφασης λόγων και λόγων ή επί το ακριβέστερον λόγων και έργων. Βλέπουμε, για παράδειγμα, νασυμφωνεί πλέον εμφατικά μαζί μας ο Σεβασμιώτατος πάνω στο πρόβλημα της καινότροπης εισπήδησης (και εν γένει κανονικής υπέρβασης) μέσω διαδικτύου,για την οποία κυριότατα μας ενεκάλεσε μέσω του γραφείου αιρέσεων της Μητρόπολής του. Θυμίζω ενδεικτικά για το τραγελαφικό (ή και ύποπτο) τη υπόθεσης• λέγανε δι’ εμέ: «πιο συγκεκριμένα διηύρυνε τον όρο αυτόν, πέρα από τα πλαίσια, που ορίζει το Πηδάλιο, στα νέα πλαίσια της «μεταλλαγμένης εισπηδήσεως» (σελ.2 της δεύτερης απαντήσεως), στις «καινές μορφές εισπηδήσεως» (σελ.4 της πρώτης απαντήσεως) και στην «έμμεση κανονική εισπήδηση» (σελ.4 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11. 2012). Το ότι βέβαια όλα τα παρά πάνω «μετανεωτερικά, εξαμβλωματικά και καινοφανή μορφώματα» (σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως) της σκέψεώς του είναι τελείως ξένα προς την Κανονική και Εκκλησιαστική μας Παράδοση, μόλις είναι ανάγκη να υπογραμμιστή. Το τραγικό στην παρούσα περίπτωση δεν είναι, ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με το σοβαρό παράπτωμα της παραχαράξεως των θεοπνεύστων Ιερών Κανόνων, αλλά επί πλέον με την απόπειρα συμπληρώσεως αυτών, τους οποίους με θείο φωτισμό συνέγραψαν οι άγιοι Πατέρες, ανυψώνοντας έτσι εαυτόν υπεράνω Συνόδων και Πατέρων Με τις ενέργειές του αυτές ο αγαπητός κ. Κ.Ν., χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται, προκαλεί «από απλή ταραχή και σκανδαλισμό μέχρι και σοβαρότερες παρενέργειες στην Εκκλησία», και πάντως «σίγουρα κάνει την δουλειά του και διασκεδάζει ο αρχαίος όφις» (σελ.1 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11.2012). Αυτή η περίπτωση «τω όντι ανήκει στο φαινόμενο της ευρύτερης θεολογικής μας σχιζοείδειας». Αυτό, ειδικά το τελευταίο, προσυπογράφω και πάλι.
Έρχεται, λοιπόν, νυν ο Σεραφείμ και δηλοί κατηγορηματικώς: «ἐπισημειοῦται δέ ὅτι ὑφίσταται συντρέχουσα ἁρμοδιότης τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς ἐν προκειμένῳ κατά τάς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ ἀνωτέρω νόμου διότι τά φερόμενα ὡς τελεσθέντα κανονικά παραπτώματα διά τοῦ διαδικτύου ἐτελέσθησαν καί ἐντός τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς ἐφ’ ὅσον τό διαδίκτυον λειτουργεῖ καί ἐντός αὐτῆς»!!! Τα υπέρ ημών συμπεράσματα δεν υποδηλώνονται προς αυτοδικαίωσιν, όπερ ευτελές, ανώριμον, ανόητον και εφάμαρτον, όσο για να πούμε το εξής: πρόκειται απλά για μια ανακολουθία που δείχνει κάποιον ακόμα κενό περιεχομένου και συμβατού ήθους σύγχρονο εκκλησιαστικό λόγο – επί το απλούστερον: καλά δεν ξέρουν ή ξεχνάνε τι γράφουν μέσα σε λίγες μέρες; - ή μήπως για κάτι απεχθέστερο, το οποίο δεν θέλω ούτε καν να διανοηθώ;
Προς τούτοις, έχω ήδη αναφερθεί στον νομικίστικο και σχολαστικό χαρακτήρα των γενικότερων παρεμβάσεων του εν λόγω Επισκόπου και, δυστυχώς, δεν νομίζω πως και στο τελευταίο του κείμενο υπερβαίνει την τεθλασμένη – κατά την ταπεινή μου γνώμη – ποιμαντική αυτή γραμμή του. Η παράθεση νόμων του κράτους, ιερών κανόνων και, το χείρον, η απειλητική, τρομοκρατική και εκβιαστική τους χρήση πάνω σε κληρικούς και λαϊκούς, πέρα από το γεγονός της προκληθείσης θλίψης για την έκπτωσή μας από αγαπητικό εν Χριστώ χαρισματικό Σώμα σε εγκόσμιο οργανισμό ή θεσμό, ενισχύει το απωθητικό προφίλ της εν Ελλάδι υπαρχούσης δεσποτοκρατίας.
Δεν μπορώ εδώ να μην επισημάνω και την «επίθεση» κατά ενός εγνωσμένης πνευματικότητας και προσφοράς στα θεολογικά γράμματα εγγάμου ιερέως (π. Β. Θερμού), που καταμαρτυρεί μια ανεξήγητη αντινομία μέσα στην τελολογία και στην οντολογία της σύγχρονης ποιμαντικής δράσης και ευρύτερης εκκλησιαστικής μας πραγματικότητας. Πιο απλά: αν απαξιώνουμε τέτοια στελέχη της Εκκλησίας, ποιο άραγε ιερατικό γένος επιθυμούμε να παραγάγουμε και κατ’ επέκταση σε τι επίπεδο θέλουμε να βρίσκεται ο λαός του Θεού; Λένε οι εκκαλούντες περί ειρήνευσης, ισχυριζόμενοι πως πρόκειται περί διασταυρωμένης πληροφορίας, κάτι που ούτε καν θέλω να διανοηθώ και σχολιάσω: «παρά το γεγονός ότι τυπικά εμφαίνεται σαν αίτημά του (π. Γ. Δορμπαράκη) να λάβει απολυτήριο, η αλήθεια είναι ότι εξαναγκάστηκε να το κάνει επειδή του ζητήθηκε και για να μην παραμείνει υπό την σοβαρή δυσμένεια του μητροπολίτη». Απαντά αρνούμενος ο Μητροπολίτης: «κατά τόν εὐφυέστατον φερόμενον συγγραφέα τῆς «διαμαρτυρίας» εἰς θέματα διοικήσεως καί κανονικῆς τάξεως ἡ τυπικότης δέν διασφαλίζει καί δέν ἀποδεικνύει τήν οὐσίαν». Ποιον να πιστέψεις; Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για τραγικές καταστάσεις απάδουσες προς τη φύση της Εκκλησίας και πως ενίοτε ο τύπος αποτελεί την ταφόπλακα της ουσίας, δηλαδή της εν Χριστώ αγάπης.
Περνάω και στα πιο σοβαρά, ώστε να εξηγήσω την προαναφερθείσα βαθύτερη ανησυχία μου πάνω σε υποδόριες απεχθείς πιθανές αλήθειες. Μια απλή ανάγνωση του κειμένου των συντακτών των «εκκλήσεων» για ειρήνευση της (τοπικής εν Ναυπάκτω) Εκκλησίας το μόνο που δεν καταφέρνει είναι να μας προκαλέσει τις ανησυχίες και τις «καχυποψίες» του Πειραιώς. Ίσα ίσα που μας εμβάλλει νέες. Γίνομαι πιο σαφής. Φοβάμαι ότι, όσο και να διαβάσει κανείς τις εκκλήσεις, δεν θα βρει «εξισώσεις» με τον Ναυπάκτου, αλλά μάλλον αφορμή για αναφορά στον «θεολογικόν αυτόν γίγαντα» σε ευθεία αντιπαραβολή (προς αντιπαράθεση μήπως;) με τον «κακόδοξον» Περγάμου.
Πρόκειται για τυχαία ή εσκεμμένη εκδίπλωση μιας «αντιοικουμενιστικής» πολεμικής, που άρχισε εδώ και καιρό ο Πειραιώς και οι συν αυτώ; Έχουμε μήπως τα προοίμια μιας συντεταγμένης επίθεσης; Έχουν άραγε έρθει μεταξύ τους προηγουμένως οι εμπλεκόμενοι «αντιοικουμενιστές» Ιεράρχες σε συνεννόηση; Αν όχι, μήπως θα πρέπει να διαψεύσει αυτήν την εξίσωση ο νέος υπό του ετέρου εμπλεκόμενος; Αν όχι, πότε θα επιληφθεί του θέματος η ΔΙΣ ή το Πατριαρχείο για την έμμεση αυτή επίσημη καταγγελία για κακοδοξία ενός θεσμικού εκπροσώπου του Οικουμενικού Θρόνου; Και τι άλλο θα πρέπει να περιμένουν τα ανώτατα συλλογικά όργανα, για να οριοθετήσουν τον «οικουμενισμό» επιτέλους; Και, ειρήσθω εν παρόδω, ο Σεβασμιώτατος φαίνεται επιτέλους να θυμήθηκε στην εν λόγω αναπόδεικτη εξίσωσή του τα «ἀνώτατα συνοδικά ὄργανα διοικήσεως». Αν δεν πρόκειται για προσβλητική της νοημοσύνης και της βραχύτατης μνήμης μας υπόμνηση, απλά θα του πούμε το δάσκαλε που δίδασκες…
Έχουμε, προφανέστατα, πολύ βαθύτερα ζητήματα εδώ. Πέρα από τις όποιες ιερές ή ανίερες συμμαχίες, έχουμε θεολογικές και ποιμαντικές ενάντιες σχολές και τάσεις, που καταμαρτυρούν την επιταγή των καιρών για προσαρμογή της ορθόδοξης πνευματικότητας και εκκλησιολογίας στο πλαίσιο της μετανεωτερικότητας. Ο εκκλησιασμός των τάσεων και στάσεων μπορεί μεν να οδηγήσει σε μια εν Πνεύματι σύνθεση, μπορεί όμως και σε σύγκρουση και καθαιρετικές διαδικασίες. Εξάπαντος, ωστόσο, δεν μπορούν να εκκρεμούν άλλο τέτοια θέματα και να τραυματίζεται η ενότητα και η ειρήνη της Εκκλησίας από τις όποιες δυσδιάκριτες διαθέσεις και ιδέες του καθενός. Αυτή η αναβλητικότητα και η κώφευση της διοικούσας Εκκλησίας δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον. Βλέπουμε, λοιπόν, από τις ίδιες πηγές να εκπορεύονται αντικρουόμενα ρεύματα. Από τη μια οι μεταπατερικοί – ζηζιουλικοί - οικουμενιστές (π.χ. Βόλος) και απ’ την άλλη οι παραδοσιακοί – ρωμανιδικοί - αντιοικουμενιστές (βλ. Πειραιάς) – άραγε πόσο συμβολική ήταν η μετακίνηση του π. Γ. Δορμπαράκη από τον βόρειο στον νότιο εκκλησιαστικό πόλο; Εν προκειμένω έχουμε και πάλι μια άριστη ευκαιρία αυτοπροσδιορισμού της σύγχρονης εκκλησιολογίας. Η διαλεκτική με τον μεταμοντερνισμό και ο φονταμενταλισμός, το παλιό με το νέο, η παρελθοντολαγνία και η ανοιχτότητα σε ιδέες και ανθρώπους προβάλλουν απαιτητικά εκζητώντας διεξόδους. Εκείνο που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να χαθεί είναι η αγάπη, το πρόσωπο, ο φυσικός άνθρωπος, ο οποίος βλέπουμε να οράται ή σαν θύμα ή σαν θεσμική μονάδα και να στοχοποιείται. Την έκκληση ουσιαστικά για «προσωπικές συναντήσεις» έκαναν οι υπογράφοντες, μεταξύ των οποίων έβρισκες και φερέλπιδα ονόματα της παραγωγής σύγχρονου και ζωντανού θεολογικού λόγου και της εκκλησιαστικής ζωής. Και αναρωτιέσαι εύλογα αν οι παρασκηνιακές κινήσεις και οι αδιόρατες απευκταίες πραγματικότητες κρύβονται στους πολλούς ή στους λίγους… Ας μας διαψεύσουν εξ αμφοτέρων οι «ύποπτοι» εν αγάπη και ομονοία πολιτευόμενοι.
Επειδή θέλω να είμαι έντιμος, οφείλω να πω ότι προσωπικά θα προτιμούσα ο κάθε κληρικός, έστω και σε θετικές παρεμβάσεις του, ως εν προκειμένω, να έχει την «ευλογία» (έστω και την εν απλή γνώσει) του οικείου του Μητροπολίτη. Επιμένω, επίσης, πως η υπακοή στον Επίσκοπο, ακόμα και λαθεμένη και κατ΄ άνθρωπον άγουσα σε αδικίες, είναι η πλέον θεάρεστη και οι «πνευματικότεροι» προτιμούν να αδικηθούν παρά να δικαιωθούν εδώ, αναμένοντες τη θεία «εκδίκηση». Οι δε Επίσκοποι να παύουν να αυτονομούνται και να λειτουργούν δεσποτικά, αλλά πατρικά, ανθρώπινα, φυσικά, αγιοπνευματικά.
Το δια ταύτα είναι πως σε όλα τα παραπάνω προσβάλλεται η ουσιώδης ταυτότητα της εκκλησίας και αμαυρώνεται η ad extra εικόνα και η καλή (εσχατολογική – χαρισματική) μαρτυρία της. Η λύτρωση παραμένει διαχρονικά η μετάνοια, δηλαδή το γύρισμα του νου μας, της όρασής μας, του είναι μας προς τον Θεό. Εκεί μέσα σβήνουν τα πάθη, οι μικρότητες, τα ιδεολογήματα, οι αυτονομήσεις, οι εξατομικευτικές διαδρομές, και αναδύεται ο Χριστός και τα πρόσωπα των αγίων, των χριστοειδών αυτών όντων στα οποία καλούμαστε άπαντες να μεταμορφωθούμε.
Κ.Ν.
31/1/2013