Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
«Ποίοις πνευματικοῖς ᾄσμασιν ἐπαίνέσωμεν Πέτρον καί Παῦλον;».
Εορτάζουν σήμερα «οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρομοι καί τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι», κι ιερός υμνωδός της Εκκλησίας εκφράζει την απορία όλων μας: Με τι λόγια και με ποιους ύμνους να πλέξουμε εγκώμια και να τιμήσουμε επάξια τους δύο Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους;
Κι η είναι η εορτή αυτή και η χαρά ένα γεγονός πολυσήμαντο και πολυδιάστατο για τη θριαμβεύουσα και τη στρατευομένη Εκκλησία· για το επουράνιο και το επίγειο θυσιαστήριο της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο.
Αν κάθε έθνος έχει τους ήρωες του και τους τιμά όπως τους αρμόζει, αν κάθε πόλη έχει τους ευεργέτες της, που πολλά προσέφεραν σ’ αυτήν από πολύ αγάπη έτσι και η Αγία μας Εκκλησία έχει τους δικούς της ήρωες. Τους ήρωες της πίστεως, της αυταπάρνησης, της αρετής και της αγιότητας. Τα ονόματά τους γραμμένα με χρυσά γράμματα στα δίπτυχα του ουρανού, είναι σύμβολα. Το άφθαστο μεγαλείο τους ουράνιο.
Και σήμερα δύο απ’ αυτούς τους ήρωες μάς παρουσιάζει η Εκκλησία μας. Δύο φωστήρες ολόλαμπροι του νοητού στερεώματος. Δύο μάρτυρες της πίστεως. Δύο άσειστοι και αρραγείς στύλοι της Εκκλησίας. Δύο διδάσκαλοι της οικουμένης. Δύο Απόστολοι του Κυρίου. Οι κορυφαίοι του χορού των Αποστόλων. Οι πρώτοι. Ο Πέτρος και ο Παύλος.
Ο Απόστολος Πέτρος, η πέτρα της πίστεως. Ένας άνθρωπος αγράμματος και απλοϊκός. Όταν ο Κύριος τον κάλεσε, αμέσως άφησε δίχτυα, πλοία, άφησε τα πάντα και τον ακολούθησε. Έγινε ψαράς ανθρώπων ή όπως πολύ ωραία υπογραμμίζουν τα Καθίσματα της εορτής «τόν βυθόν τῆς ἁλιείας καταλιπών…», «βροτῶν ἁλιέα θεῖον ἀπειργάσατο».
Κι όταν ο Κύριος, όπως αναφέρει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, ζήτησε να του πουν οι Μαθητές του ποια ιδέα έχουν γι’ Αυτόν «ὑμεῖς δέ τίνα με λέγετε εἶναι;», ο Πέτρος πρώτος και σαν εκπρόσωπος των άλλων ομολόγησε: «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζώντος». Πάνω στη πέτρα, πάνω στο θεμέλιο λίθο αυτής της ομολογίας ο Ιησούς Χριστός θεμελιώνει την Εκκλησία Του.
Αργότερα γνωρίζουμε τον κλονισμό, τον οποίο δοκίμασε η πίστη του. Έπεσε ο Πέτρος. Αρνήθηκε τον Διδάσκαλο. Όμως δεν έμεινε εκεί. Σηκώθηκε και με δάκρυα γεμάτα μετάνοια στερεώθηκε στην ψυχή του περισσότερο η πίστη. Έζησε κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο του Θεού, γράφοντας τις Επιστολές του, στηρίζοντας τους χριστιανούς. Εργάσθηκε πολύ, κοπίασε, υπέφερε και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο ο Απόστολος Πέτρος, κι όλα αυτά για την αγάπη του Χριστού.
Και είναι για όλους μας μεγάλο παράδειγμα. Κι εμείς πολλές φορές στη ζωή μας δοκιμάζουμε ταλαντεύσεις, συχνά δοκιμάζεται η πίστη μας. Η ανόρθωσή του από την πτώση και η μετέπειτα σταθερή πορεία του οφείλει να είναι έμπνευση και οδοδείκτης στη ζωή μας, με τις δυσκολίες, τα εμπόδια, τις κρίσεις που καθημερινά αντιμετωπίζουμε. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την πίστη. Πολύ περισσότερο την έχει ανάγκη σήμερα. Γι’ αυτό πρέπει όλοι μας να έχουμε στην καρδιά μας την ομολογία του Πέτρου· «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζώντος».
Ο Απόστολος Παύλος είναι ο αγιότερος των ηρώων. Άγριο λιοντάρι, κατά την ιερή υμνολογία, που ως Σαούλ κατασπάραζε την Εκκλησία του Χριστού. Τιθασεύτηκε όμως αυτό το λιοντάρι από τη φωνή της Δαμασκού κι έγινε αμνός, έγινε «σκεῦος ἐκλογῆς». Έγινε το όργανο του Χριστού για να κάνει γνωστό το όνομά του στα έθνη. Όπως ψάλλει ο ιερός υμνογράφος «κύκλῳ τήν οἰκουμένην πᾶσαν περιέλαβεν», «διαδραμών τό κλίτος ὃλον τῆς γῆς, ὣσπερ ἀρότρῳ ἒσπειρε τήν πίστιν».
Ο θείος, ο ουρανοβάμων Απόστολος, έφθασε μέχρι τρίτου ουρανού. Ο Απόστολος της αγάπης, της αυταπάρνησης, της αυτοθυσίας. Διέτρεξε Ανατολή και Δύση για το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Για να φωτίσει την οικουμένη, να αναγεννήσει τους ανθρώπους, να στηρίξει, να καθοδηγήσει, να εμπνεύσει, να διδάξει και νουθετήσει, να παρακαλέσει και να επιπλήξει, να γίνει «τοῖς πᾶσι τά πάντα».
Ποια χώρα δεν άκουσε το κήρυγμά του; Ποια πόλη δεν δέχθηκε τους μαθητές του; Ποια γενεά δια μέσου των αιώνων δεν φωτίσθηκε από τα ρήματα του Αποστόλου Παύλου;
Ήταν ο ακαταπόνητος, ο πιο ριψοκίνδυνος και μαρτυρικός Απόστολος. Τι δεν δοκίμασε! «Τά κατά πόλιν δεσμά καί τάς θλίψεις» ή «τούς ἀγῶνας καί τάς βασάνους διά Χριστόν», ποιος μπορεί να διηγηθεί ή να αναπαραστήσει; Τι κατατρεγμούς, τι διωγμούς, τι συκοφαντίες, τι κόπους και στερήσεις, τι ταλαιπωρίες και αντιδράσεις, τι πολέμους και καθημερινούς θανάτους στο αποστολικό του έργο!
Τα περιγράφει ο ίδιος στην σημερινή αποστολική περικοπή, από την Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του. Εκεί απαριθμεί κόπους, πληγές, φυλακίσεις, ραβδισμούς, λιθοβολισμούς, οδοιπορίες, ναυάγια, στερήσεις και αγρυπνίες.
Δείλιασε σ’ όλα αυτά; Παραπονέθηκε; Όχι. Τα δέχθηκε με χαρά. Τα υπέμεινε με αδάμαστη καρτερία. Θυσίαζε πάντοτε τον εαυτό του στο άγιο έργο του. Και στο τέλος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο.
Και σήμερα στην εορτή του θα πρέπει αντί για κάποιο άλλο ύμνο, να σκεφθούμε πόσες φορές εμείς δειλιάζουμε, πόσες φορές υποχωρούμε, όχι μπροστά σε μαρτύρια, σε διωγμούς, σε ραβδισμούς και φυλακίσεις, αλλά σε πράγματα και ζητήματα πολύ μικρότερα, μηδαμινά. Μπροστά σε μια ειρωνεία, σε κάποιο χλευασμό υποστέλλουμε τη σημαία μας. Μπροστά και στην πιο μικρή δυσκολία συμβιβαζόμαστε με το κακό και την αμαρτία.
Ας μάς ταρακουνήσει λίγο από την ησυχία, από την νωθρότητα που βρισκόμαστε το φωτεινό παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου. Ας μάς βοηθήσει να αναθεωρήσουμε τη στάση μας, την καθημερινή πορεία της ζωής μας, δείχνοντας παντού και πάντοτε εμμονή στις αρχές μας. Σταθερότητα και φρόνημα άκαμπτο, ότι κι αν μάς στοιχίζει η στάση μας αυτή.
Οι δύο «ζευκτοί βόες τοῦ Χριστοῦ», Πέτρος και Παύλος, «πάντας εἳλκυσαν πρός τήν θεογνωσίαν ἒθνη, πόλεις τε καί νήσους». Να ευχαριστούμε τον Κύριο, γιατί ως φιλάνθρωπος Θεός έδωσε καυχήματα στην Εκκλησία Του, τους Πρωτοκορυφαίους των Αποστόλων, που ως αστέρια λάμπουν στον νοητό στερέωμα.
Και η πορεία της πίστεως και η ζωή της αυταπάρνησης είναι η πορεία που πρέπει να βαδίσουμε όσοι θέλουμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και να γίνουμε γνήσιοι μαθητές τους. Αμήν.