Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαρτίου 20, 2014

Διηγήθηκε Γέρων: Κάποτε ἦρθαν καί μέ προσκύνησαν τά δαιμόνια, ἐνῶ ἔψελνα τό Χερουβικό καί εἶχα φθάσει στό «καί τή ζωοποιῶ Τριάδι».


Ἔρχονται λοιπόν πέντε δαίμονες, ἕνας μεγάλος ἀξιωματικός μέ πηλίκιο καί κάτι σήματα δαιμονικά, γαλόνια καί κέρατα ποῦ ἔβγαιναν δίπλα ἄπ΄ τό πηλίκιο, καί τέσσερις μικροί μαλλιαροί, καί πέφτουν στά γόνατα μπροστά μου. Ὁ μεσαῖος, ὁ ἀξιωματικός, εἶχε τό ἕνα πόδι γονατιστό καί τό ἄλλο μισολυγισμένο ὅπως οι καθολικοί καί μοῦ λέει:
Εἶσαι σπουδαῖος ψάλτης!

 Εἶσαι θαυμάσιος!
 Εἶσαι ἄφθαστος!
Εἶχε τό κεφάλι ψηλά, ἐνῶ οι ἄλλοι τέσσερις εἶχαν τό κεφάλι κάτω.
Ἐγώ μονολόγησα: «Τά δαιμόνια θά μοῦ πάρουν τό μυαλό.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με. Κύριον τόν Θεόν μας προσκυνήσωμεν καί Αὐτόν μόνω λατρεύσωμεν»
. Ἀμέσως ἔγιναν ἄφαντοι. Αυτά ἐν ριπή οφθαλμού. Ἐγώ ἄγριεψα μέσα μου. Σκέφθηκα, αὐτός ποῦ δέν δέχεται νά προσκυνήση τόν Θεό καί νά πῆ ἐλέησον μέ ὁ Θεός, ἦρθε νά προσκυνήση ἐμένα νά μέ κάνει συμμέτοχο στήν ὑπερηφάνειά του; Ἀγρίεψα καί ἄρχισα νά λέω τό «Τριάδι» τοῦ Παπανικολάου. Μόλις τελείωσα, μοῦ λένε οἱ πατέρες; «Τί Τριάδι ἦταν αὐτό! Πανηγύρι μᾶς ἔφερες». «Ε, λέω, καμμία φορᾶ μᾶς πιάνουν καί τά μεράκια».

Μετά τήν τράπεζα συναντῶ στήν αὐλή ἕναν μοναχό ἁγιορείτη, ὄχι τοῦ Μοναστηριοῦ, ποῦ ἦταν παρών στήν Λειτουργία. Τόν χαιρέτησα καί μοῦ λέει;
- Βρέ, τί ἦταν αὐτό σήμερα! Τί ὡραία ψαλμωδία! Μᾶς ἀνέβασες στόν οὐρανό. Νιώσαμε κατάνυξη.
- Ὄχι ἐγώ, ὁ πατήρ τάδε, τοῦ εἶπα.
Ποιός πατήρ τάδε, ἐσύ, ἡ δική σου φωνή, καί μοῦ εἶπε καί διάφορα ἐπαινετικά λόγια.
Τόν βάζω μετάνοια καί πάω νά φύγω. Ἔρχεται ὁ σατανᾶς δίπλα μου τόν ἔβλεπα καί μοῦ λέει. «Ὅταν σου λέω ἐγώ νά ἄκους. Εἶσαι ἄφθαστος, ἐσύ ἔπρεπε νά πᾶς νά πάρης δίπλωμα ἔξω καί νά εἶσαι δάσκαλος».
«Πίσω μου δαίμονα»,
λέω. Τί ἤθελα νά ΄ρθῶ ἀπό δῶ νά συναντήσω τόν μοναχό νά ἀκούσω ὅλα αὐτά.
Βγῆκα ἔξω καί κίνησα γιά τόν κῆπο. Ὁ διάβολος ἀπό κοντά μου. Ἐνῶ ἔβλεπα, βάδιζα, δέν ξέρω πῶς, πῆρε τό πνεῦμα μου ὁ σατανᾶς καί μέ ἀνέβασε ψηλά, πολύ ψηλά καί ἔβλεπα τόν κόσμο σάν μυρμήγκια κάτω.
- Ἐσύ δέν εἶσαι τυχαῖος, μοῦ ἔλεγε ὁ σατανᾶς, ἐσύ δέν ξέρεις τί κουβαλᾶς.

- Τί κουβαλάω, βρέ σατανᾶ, ὅτι κουβαλᾶς καί σύ κουβαλῶ καί ἐγώ.
Φύγε ἀπό κοντά μου. «Θεέ μου, βοήθησέ με». Τί εἶναι αὐτό σήμερα.
Θά μοῦ πάρει τά μυαλά ὁ σατανᾶς. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ἄρχισα νά φουσκώνω ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀλλά εἶχα καί λίγο επίγνωση καί εἶπα: «Θεέ μου, δέν θέλω τέτοιες ἐπάρσεις».
Μπαίνω στόν κῆπο, αὐτός ἀπό κοντά. Αυτός τα δικά του, ἐγώ τά δικά μου. Δέν ὑπάρχει χειρότερο δαιμόνιο ἀπό τό δαιμόνιο της ὑπερηφάνειας.
Προχώρησα πιό μέσα στόν κῆπο, μήπως καί φύγη.

Τίποτα. «Πάει», εἶπα, «θά δαιμονισθῶ», τότε ἔπεσα στά γόνατα μέ τό ράσο ποῦ φοροῦσα στήν ἐκκλησία, καί ἔκλαιγα, δέν ἔδινα σημασία τί μου ἔλεγε ὁ σατανᾶς, ἔγώ τα δικά μου. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ελέησόν με», δύο-δυόμισι ὧρες εἶχα μέσα στόν ἥλιο.

«Δέν θέλω», ἔλεγα, «τέτοιες ἐπάρσεις, τέτοιους λογισμούς. Ἐγώ θέλω, Χριστέ μου, νά σέ προσκυνῶ πάνω στόν Σταυρό. Ἐγώ εἶμαι ἕνας αμαρτωλός καί τίποτα παραπάνω». Αὐτός ἔλεγε τά δικά του. Μούσκεψε τό χῶμα ἀπό τά δάκρυα, σάν νά εἶχε τρέξει βρύση. Κάποια στιγμή ἔφυγε ἐκεῖνο τό νέφος καί ὁ σατανᾶς μαζί. Κατάλαβα ὅτι προσγειώθηκα. Ἔνιωσα τήν ἄναγκη νά προσκυνήσω τά πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου. Σηκώθηκα, εὐχαρίστησα τόν Κύριό μας καί τήν Παναγία, ἔβαλα λίγες μετάνοιες καί ἔφυγα κλαίγοντας.

Ἔπειτα σκέφθηκα ὅτι γιά νά ἔρθουν νά μέ πειράζουν τά δαιμόνια τόσες φορές, κάτι βρῆκαν μέσα μου. Φαίνεται ὅτι λάγκευα πρός τόν ἐγωισμό. Γι΄ αὐτό χρειάζεται προσοχή καί ταπείνωση.

πηγή

Πέντε τρόποι μετανοίας


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Πρώτος δρόμος μετανοίας είναι ν' αυτοκαταδικάζεσαι για τις αμαρτίες σου. Ο Κύριος εκτιμά ιδιαίτερα αυτή σου την πράξη. Αυτός που μόνος του καταδίκασε τ' αμαρτήματά του πολύ δύσκολα θα τα επαναλάβει. Η έγκαιρη εξέγερση της συνειδήσεως σου διά της αυτοκατηγορίας δεν θα έχει κατήγορο στο ουράνιο κριτήριο.
 
 
Δεύτερος αξιόλογος δρόμος μετανοίας είναι να μη βαστάς κακία για κανένα, ακόμα και γι' αυτούς τους εχθρούς σου. Να συγκρατείς πάντοτε την οργή σου, να συγχωρείς τ' αμαρτήματα των άλλων, γιατί έτσι θα εξαλείψει και τα δικά σου ο Κύριος. Είναι αυτό ένα αποτελεσματικό καθαρτικό, αφού μας το υπέδειξε ο ίδιος ο Κύριος λέγοντας: Αν συγχωρέσετε τους χρεώστες σας, τότε θα σας συγχωρήσει σίγουρα και ο ουράνιος πατέρας μας (Ματθ. 6. I).

Τρίτος ασφαλής δρόμος μετανοίας είναι η ορθή, θερμή και εκ βαθέων καρδιακή προσευχή. Μη λησμονάμε την ευαγγελική χήρα που επέμενε στο αίτημα της στον δύστροπο δικαστή και τελικά έλαβε το ποθούμενο (Λουκ. 18, 1-8). Αν εκείνη έλαβε για την επιμονή της από τον αδιάντροπο δικαστή, πόσο μάλλον εμείς που έχουμε ουράνιο πατέρα ήμερο, φιλικό και φιλάνθρωπο και οπωσδήποτε θα μας δωρίσει τα προς τη σωτηρία μας αιτήματα.
Τέταρτος σίγουρος δρόμος μετανοίας είναι της ελεημοσύνης, που η δύναμή της είναι ανέκφραστα μεγάλη. Ο προφήτης Δανιήλ είπε στον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα να ξεπλύνει τις πολλές αμαρτίες του μ' ελεημοσύνη και τ' ανομήματά του με το να ευσπλαγχνισθεί τους φτωχούς. Η αγάπη είναι ικανή να εξαλείψει αμαρτήματα. Ο μετανοημένος παραβάτης με τη φιλανθρωπία επανορθώνει τα πάντα με τον αγώνα του και τη χάρη του Θεού.
Πέμπτος δρόμος σταθερός ο συνδυασμός πηγαίας μετριοφροσύνης κι εγκάρδιας ταπεινοφροσύνης. Μάρτυρας προς τούτο ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής. Η γνήσια ταπεινοφροσύνη του αποτίναξε όλο το βαρύ φορτίο των αμαρτημάτων του.
Καταλήγει λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, ο ιερός Χρυσόστομος: Να καταδικάζουμε τις αμαρτίες μας, να συγχωρούμε τις αμαρτίες των αδελφών μας, να 'χουμε κερδοφόρα προσευχή, καρπούς ελεημοσύνης και ταπεινοφροσύνης, δίχως να καθυστερούμε, δίχως να χάνουμε ούτε μία μέρα και ώρα βαδίζοντας τους πέντε αυτούς σωτήριους δρόμους καθημερινά.

Ἀθάνατα λόγια τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ‘21




Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
«Πῆραν φῶς ἀπ’ τὰ καντήλια κι ἄστραψαν τὰ καριοφίλια»

«Πᾶμε νὰ ἰδοῦμεν τοὺς παλιοὺς Ἕλληνες», νὰ ἀκούσουμε τοὺς πολέμαρχους τοῦ ’21, μᾶς ἔπνιξαν οἱ ἀναθυμιάσεις τῶν τωρινῶν δημοπιθήκων. Διαβάζεις τὰ ἀπομνημονεύματα καὶ τὶς φυλλάδες γιὰ τὴν Ἐθνεγερσία καὶ νομίζεις ὅτι ἀνοίγεις ἕνα «μυρογιάλι», ἐκεῖνα τὰ μικρὰ φιαλίδια ποὺ περιέχουν ἀρώματα ἐξαίσια. Ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικὴ ἀναδίδεται, παρ’ ὅλα τα πάθια καὶ τοὺς καημοὺς ἐκείνης τῆς περιόδου. Ἔχω τὸ συνήθειο, ὅταν συναντῶ στὰ ἀναγνώσματά μου, λόγια καὶ ἐπεισόδια, ποὺ στέκεσαι καὶ τὰ ξαναδιαβάζεις, ποὺ κρύβουν στὰ φυλλώματά τους πετράδια, νὰ τὰ καταγράφω, γιὰ νὰ μὴν λησμονηθοῦν. Σκοπός μου νὰ τὰ μοιραστῶ μὲ τοὺς μαθητές μου. Σ’ αὐτὲς τὶς ἐξοπλιστικὲς ἡλικίες, τὰ παιδιὰ δὲν θέλουν περισπούδαστες ἀναλύσεις καὶ κενόλογες φλυαρίες.
Μαθαίνουν μὲ τὸ παράδειγμα, μὲ τὸ παραμύθι, μὲ τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀρετὴ σαρκωμένες σὲ πρόσωπα. Παράδειγμα. Μάχη τῆς Γράνας, 10 Αὐγούστου τοῦ 1821. Βγῆκαν οἱ πολιορκημένοι στὴν Τριπολιτσὰ Τοῦρκοι νὰ χτυπήσουν τοὺς Ἕλληνες. Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε διατάξει νὰ ἀνοιχθεῖ τάφρος (γράνα) 700 μέτρων, βάθους ἑνὸς καὶ πλάτους δύο μέτρων. Κάποια στιγμὴ οἱ Τοῦρκοι ἐπιτίθενται στὴ γράνα καὶ....ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Ἔπρεπε ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ νὰ διατάξει τὰ παλληκάρια του νὰ χωριστοῦν, νὰ μοιραστοῦν τὰ καριοφίλια, νὰ «χτυποῦν» οἱ μισοὶ πρὸς τὴν μία πλευρὰ καὶ οἱ ἄλλοι μισοὶ πρὸς τὴν ἄλλη. Ἐρωτῶ τοὺς μαθητές μου πῶς τὸ ἔκανε πάνω στὴν ἀντάρα τῆς μάχης: Τοὺς βασάνισα κανένα πεντάλεπτο καὶ ἄκουσα ἀπίθανες ἀπαντήσεις. Τί εἶπε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἀμέσως χωρίστηκαν τὰ ντουφέκια; «Κῶλο μὲ κῶλο ὠρὲ Ἕλληνες!». «Χαμὸς» στὴν τάξη, γέλια καὶ θαυμασμὸς γιὰ τὴν μεγαλοφυία τοῦ Γέρου.

«Ὁ Μιαούλης ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν παλληκαριά του καὶ τὴν ἀφοβία τοῦ ἐμπρὸς στὸν θάνατο. Μιὰ φορά, στὰ νεανικά του χρόνια, ὁ Ἄγγλος ναύαρχος Νέλσων τὸν ἐπίασε νὰ προσπαθεῖ νὰ σπάσει μὲ τὸ καράβι τοῦ ἕναν ἀποκλεισμό του. Ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστά του τὸν ρώτησε: - Ἂν ἤσουν ἐσὺ στὴν θέση μου τί θὰ μ’ ἔκανες; Θὰ σὲ κρεμοῦσα στὸ πιὸ ψηλὸ κατάρτι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Μιαούλης. Καὶ ὁ Νέλσων κατάπληκτος ἀπὸ τὸ θάρρος τοῦ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο». (πέρ. «Γνώσεις», σέλ. 66, 1958).
Πήγαινε στὴν κρεμάλα, τὸν ἀγωνιστὴ Θεόδωρο Γρίβα, ὁ Ἀλὴ πασάς. Ὁ Γρίβας ὅταν πλησίασε ὁ δήμιος κάλυψε τὸ κεφάλι του μὲ τὸ ἔνδυμά του. Τὸν ρωτᾶ τὸ θηρίο τῶν Ἰωαννίνων: «Γιατί σκέπασες τὸ κεφάλι σου; Φοβήθηκες τὸν θάνατο; Δὲν ἤξερες ὅτι ἀφοῦ ἀκολούθησες τὴν δουλειὰ τοῦ πατέρα σου αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τύχη σου; Δὲν φοβήθηκα τὸν θάνατο, ἀπεκρίθη ὁ Θεόδωρος, τὸν φόβο τὸν ἄφησα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου οὔτε θὰ μείνω χωρὶς ἐκδίκηση. Καὶ πατέρα ἔχω καὶ τέσσερις ἀδελφούς, μὰ ντρέπομαι τὸν κόσμο ποὺ θὰ ἰδῆ νὰ πεθάνω ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ χέρια τέτοιων παλιανθρώπων (καὶ ἔδειξε τοὺς Γύφτους οἵτινες μετήρχοντο τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δημίου). Ἐζήτησα τὸ θάνατο ὅπου ἔπρεπε, ἀλλ’ αὐτὸς μὲ ἀρνήθηκε. Καὶ ὁ Ἀλὴς τοῦ χάρισε τὴν ζωή». (Δ. Καμπούρογλου «Θ. Γρίβας», ἔκδ. «Βεργίνα», σέλ. 18).
Στὶς 14 Φεβρουαρίου ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος γράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀναστάσιο Λόντο τοῦτα τὰ ἀθάνατα λόγια: «Τὸν περισσότερο καιρὸ τῆς ζωῆς μου ποῦ τὸν ἐπέρασα; Τὸν ἐπέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τὸν ἐπέρασα εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰ βουνά, τὰ καρτέρια τῶν δρόμων οἱ λόγγοι καὶ τὰ ἄγρια θηρία εἶναι μάρτυρες ὅτι δυσκόλως ἔφευγε Τοῦρκος ἀπὸ τὰ χέρια μου ἂν ζύγωνε καμμιὰ πενηνταριὰ ὀργιές». (Κάρπου Παπαδόπουλου, «Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος καὶ Γ.Βαρνακιώτης», ἔκδ. «Πρωτοψάλτης», σέλ. 65).
Τὸ 1859 μία Σουηδή, ἡ Φρεντρίκα Μπρέμερ, ἐπισκέπτεται τὸν Κανάρη στὸ σπίτι του γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸν θαυμασμό της στὸν «γηραιὸ ἄνδρα τῆς ἐλευθερίας», ὅπως τὸν ὀνομάζει. Ὁ Κανάρης ἀπάντησε ὅτι «εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ ποὺ ἐπέτρεψε σ’ ἕνα μικρὸ ναυτικὸ ἑνὸς ἑλληνικοῦ νησιοῦ, ἀπὸ τὰ πιὸ μικρά, νὰ κάμη γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ κάτι ποὺ ἔκαμε τὸν ἀπελευθερωτικό της ἀγώνα συμπαθῆ σὲ χῶρες τόσος μακρινές». Ἦταν ἀληθινὰ μία ὡραῖα ἀπάντηση, γράφει ἡ Φρεντρίκα. Καὶ ὅταν τὸν ρώτησε, ἂν αἰσθάνθηκε σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του φόβο, ὁ Κανάρης ἀποκρίθηκε: «Ἕνα τέτοιο πράγμα δὲν μπαίνει ποτὲ στὸ νοῦ μας. Ὁ κίνδυνος μᾶς διεγείρει. Τὸ ντουφεκίδι καὶ ἡ μάχη μοιάζουν μὲ μουσική». («Τὸ Εἰκοσιένα, πανηγυρικοὶ λόγοι ἀκαδημαϊκῶν», λόγος Πάν. Κανελλόπουλου, 1963, σέλ. 658).
Ὁ Ἠλίας Φλέσσας καὶ ὁ Παναγιώτης Κεφάλας προτείνουν στὸν «μπουρλοτιέρη τῶν ψυχῶν» Παπαφλέσσα, νὰ ἀφήσει τοὺς λόφους στὸ Μανιάκι καὶ νὰ ταμπουρωθεῖ ψηλότερα, στὸ βουνό, γιὰ νὰ ὑπάρχει ὁδὸς διαφυγῆς. Ἀπαντᾶ: «Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ μετρήσω τὸ στρατὸ τοῦ Μπραϊμη, πόσος εἶναι, ἀπὸ τὰ ψηλώματα. Ἦρθα νὰ πολεμήσω. Οὔτε τρελλάθηκε ὁ Μπραϊμης νὰ χασομεράει ἐκεῖ ποὺ ἐλπίζει νὰ κερδίσει νίκη, μὰ θὰ τραβήξει ἴσα κατὰ τὴν Τριπολιτσά, κι ἐγὼ τότε θὰ μείνω νὰ μαζεύω ἀπὸ πίσω τα καρφοπέταλά του. Ἂν ὅμως τὸν κρατήσω ἐδῶ στὸ Μανιάκι, γλιτώνω τὸν Μωριά, γιατί θὰ τὸν κάμω νὰ πισωγυρίσει ὅπως ὁ Δράμαλης, εἰτεμὴ θὰ πληρώσει ἀκριβά το αἷμα μου καὶ θὰ συλλογιστῆ καλὰ ὕστερα νὰ μπῆ στὴν καρδιὰ τοῦ Μωριά. Καθίστε ἐδῶ νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες». (Κ. Παπαδημητρίου, «Τελεταῖες ὧρες, τελευταία λόγια τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ‘21», σέλ. 159).
Πρὶν ὁδηγήσουν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Μάρκου Μπότσαρη στὸ Μεσολόγγι στάθηκαν οἱ Σουλιῶτες γιὰ λίγο στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Ἐκεῖ γιατροπορευόταν ὁ Καραϊσκάκης. Ὅταν τὸ ἔμαθε σύρθηκε στὴν ἐκκλησιά, φίλησε τὸν νεκρὸ κλαίγοντας καὶ εἶπε: «-Ἄμποτες, ἀδελφέ μου, Μάρκο, ἀπὸ τέτοιο θάνατο νὰ πάω κι ἐγώ». Καὶ ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ λείψανο, πρόσθεσε: «Μάνα δὲν γέννησε στὴν Ἑλλάδα δεύτερο Μάρκο... Οὔτε εἶδα οὔτε θὰ ἰδῶ τέτοιον πολεμάρχη». («Τελευταῖες ὧρες», σέλ. 132).
«Ὅταν ἀποφυλακίστηκε ὁ Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος (Καταγόταν ἡ οἰκογένειά του ἀπὸ τὸ Τουρκολέκα τῆς Μεγαλόπολης γι’ αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν καὶ Τουρκοπελέκα), τὸ 1841, ἦταν τόσο φτωχὸς ποὺ κατάντησε ζητιάνος στὰ σοκάκια τοῦ Πειραιᾶ. Ἡ ἁρμόδια ἀρχή, ἡ ὁποία χορηγοῦσε θέσεις ἐπαιτείας, τὸν ἐπέτρεπε νὰ ἐπαιτεῖ, κοντὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Εὐαγγελίστριας, κάθε Παρασκευή! Ὅταν αὐτὰ ἔφτασαν στὰ αὐτιὰ τοῦ πρέσβη τῆς Γαλλίας, αὐτὸς ἀπεστάλη ἀπὸ τὴν κυβέρνησή του, στὸ σημεῖο ὅπου ζητιάνευε ὁ μεγάλος ὁπλαρχηγός. Μόλις ὁ Νικηταρᾶς ἀντελήφθη τὸν ξένο, μάζεψε ἀμέσως τὸ ἁπλωμένο χέρι του.
- Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ὁ ξένος.
- Απολαμβάνω ἐλεύθερη πατρίδα, ἀπάντησε ὑπερήφανα ὁ ἥρωας.
- Μα ἐδῶ τὴν ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στὸν δρόμο; Ἐπέμενε ὁ ξένος.
- Η πατρίδα μου ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιὰ νὰ ζῶ καλά, ἀλλὰ ἔρχομαι ἐδῶ γιὰ νὰ παίρνω μιὰ ἰδέα πῶς περνάει ὁ κόσμος, ἀπάντησε περήφανα ὁ Νικηταρᾶς.
- Ο ξένος κατάλαβε καὶ διακριτικά, φεύγοντας ,ἄφησε νὰ τοῦ πέσει ἕνα πουγκὶ μὲ χρυσὲς λίρες. Ὁ σχεδὸν τυφλὸς Νικηταρᾶς ἄκουσε τὸν ἦχο, ἐπίασε τὸ πουγκὶ καὶ φώναξε στὸν ξένο: «Σοῦ ἔπεσε τὸ πουγκί σου. Πάρε το μὴν τὸ βρεῖ κανένας καὶ τὸ χάσεις!». Στὶς 25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1849, ὁ γενναῖος καὶ ἔντιμος ἥρωας, πεθαίνει πάμφτωχος».
Καὶ μιὰ καὶ σήμερα τὸ ἔνδοξο τοῦτο ἁλωνάκι, ἡ κατασυκοφαντημένη πατρίδα μας, εἶναι ζωσμένη ἀπὸ «τὶς ἀλώπεκες τοῦ σκότους» (Ε.Βούλγαρης) τοὺς Φράγκους καὶ τὸ ἐξ ἀνατολῶν θηρίο, πάλιν μαίνεται, νὰ κλείσω μὲ τὸ ἠρωικότερο ἐπεισόδιο τοῦ Ἀγώνα, τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσσολογγίου, ποὺ μᾶς διδάσκει πῶς σώζονται τὰ ἔθνη. (Τὸ κείμενο δημοσιεύτηκε πέρυσι στὸ θαυμάσιο περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία», τοῦ πολυσέβαστου Στέλιου Λαγουροῦ. Εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ν. Βούλγαρη «Τὸ Μεσσολόγγι τῶν Ἰδεῶν, ἑρμηνεία τῆς ἀπόφασης τῆς ἐξόδου»).
«Ἦταν πρωί, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, 10 Ἀπριλίου τοῦ 1826, ὅταν συγκροτήθηκε τὸ νεκροδόξαστο ἐκεῖνο συμβούλιο ἀποφάσεως. Ἦταν ἕνα συμβούλιο θανάτου. Οἱ καπεταναῖοι εἶχαν ἀναλάβει νὰ διερευνήσουν, μὲ ἀνιχνευτὲς τὴν ὕπαρξη μυστικοῦ δρόμου-διόδων γιὰ ἀκίνδυνο πέρασμα τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων στὴν ἐλευθερία. Κανένας ὅμως δὲν ἔφερε ἐλπιδοφόρα πληροφορία. Οἱ λόγχες καὶ οἱ στενωποὶ φυλάγονταν ἄγρυπνα ἀπὸ τοὺς πολιορκητὲς σὲ βάθος χώρου καὶ τόπου. Γενικὴ ἦταν ἡ κατήφεια καὶ ἡ σιωπηλὴ θλίψη. Τὴν σιωπὴ τῆς στιγμῆς ἔσπασε ἡ βροντώδης καὶ σταθερὴ ἔκρηξη τοῦ τρανοδύναμου ἀρχηγοῦ τῆς Φρουρᾶς, τοῦ Θανάση Ραζη-Κότσικα.
- Υπάρχει δρόμος ὠρέ!
- Ποιος εἶναι, στρατηγέ, καὶ δὲν τὸν λὲς τόση ὥρα; Διαμαρτυρήθηκαν ὅλοι οἱ παριστάμενοι.
- Είναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, φωνάζει».
Μόνο ἂν βαδίσουμε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀναστηθοῦμε ὡς λαὸς καὶ ὡς κράτος...
πηγή

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ - ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ "ΥΠΑΚΟΗ"





Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης

ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ

Υπακοή




Κάποια καλογριούλα μου έγραψε, λέει: Γέροντα, ακούμε ότι θά 'ρθουν οι Τούρκοι και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.

-Α! άκουσε, παιδάκι μου, της λέω. Δεν έχεις υποκοή. Διότι αν είχες υπακοή, τότε: «Τι με νοιάζει εμένα; Ό,τι μου πει η Γερόντισσα· ό,τι μου πει η Γερόντισσα. Δεν είναι Γερόντισσα η Μ.; Ε, ό,τι πει η Μ., εμένα δεν με νοιάζει». Αυτή είναι υπακοή. Αλλά για να φοβάσαι, έχεις θέλημα μέσα σου, έχεις θέλημα μέσα σου, έχεις θέλημα.

Ξερετε πολύ καλά ότι ο Γέροντάς μας (Ιωσήφ) ήταν των άκρων ησυχαστής και της νοεράς προσευχής. Και όμως δεν μας παρέδωσε ως πρώτο την ησυχία ή την νοερά προσευχή,αλλά μας παρέδωσε την υπακοή το κοινόβιο!

Και τα βιβλία των αγίων Πατέρων αν παρακολουθήσετε, θα δείτε ότι πολλοί με ευκολία, με πολλήν άνεση αγίασαν, αγιάσθησαν οι ψυχές των, δίχως να κάνουν κόπους, δίχως να κάνουν θυσίες, δίχως να κάνουν ασκητικούς αγώνας, αλλά τι; Εδιάλεξαν την υπακοή.

Η υπακοή φέρει τον άνθρωπο όχι μόνο σε απάθεια σωματική, αλλά και πνευματική.

Βολιδοσκοπήσατε από που ξεκινάει η υπακοή. Από την Τριαδική Θεότητα. Ο Χριστός λέει ότι « ήρθα να κάνω όχι το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Λουκ. 22,42). Από εκεί αρχίζει η υπακοή. Γι' αυτό και όποιος κάνει υπακοή, γίνεται μιμητής του Χριστού!

Βεβαιώθηκα με πείρα ότι η υπακοή είναι ανωτέρα της προσευχής.

Θέλεις ν' αποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, όταν λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ», να τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι από τα μάτια σου; Θέλεις να ζήσεις τη ζωή των αγγέλων; «Ευλόγησον», «νά 'ναι ευλογημένο». Υπακοή.

Ο μεγάλος αγώνας του ανθρώπου είναι να μην πιστεύει τον λογισμό του. Ε, ο Γέροντας τώρα λείπει, ρώτησε τον αδερφό σου κι ό,τι σου πει ν' ακούσεις. Δεν είναι μικρός αγώνας να ρίξεις τον εαυτό σου κάτω, δεν είναι μικρός αγώνας. Μα αλλιώς δεν γίνεται, αλλιώς δεν γίνεται. Αν θέλεις ν' ακολουθήσεις τον καλογερικό νόμο, εκεί θα πατήσεις.



Ερώτησαν κάτι καλογριούλες και τον πάτερ-Γεράσιμο, τον Υμνογράφο.

-Πάτερ-Γεράσιμε, τι θα πει τυφλή υπακοή;

-Να σας πω, λέει. Είπε η Ηγουμένη· φέρε Ευπραξία, ένα ποτήρι νερό. Τό'φερες. Χύσ'το. Τό'χυσες. Βρε παλαβή, γιατί τό 'χυσες το νερό; Ευλόγησον. Να μη δικαιολογηθείς· μα καλά, εσύ δεν μου πες να το χύσω το νερό; Όχι έτσι, λέει. Ευλόγησον, αυτή είναι η τυφλή υπακοή.

Αν δεν κάνεις τυφλή υπακοή, δεν ανεβαίνεις απάνω σε πνευματικές σκάλες. Είδες αυτό το Γεροντάκι πώς είπε; Αυτή είναι η τυφλή υπακοή, να μη δικαιολογείς τον εαυτό σου. Όχι μόνο στο Γέροντα, και στον αδερφό σου. Και στον αδερφό σου να μη δικαιολογείς τον εαυτό σου, αλλά πάντοτε να τον έχεις τον εαυτό σου κάτω από όλους.

Αυτός ο οποίος κάνει υπακοή στον Γέροντά του, μιμείται τον Χριστό, ο Οποίος έκανε Υπακοή στον Πατέρα Του. Και υποχρεούται κατά συνέχειαν ο Θεός να ευλογήσει εκείνον, ο οποίος τον μιμείται.


Αν ζητάτε ένα πράγμα από τον Γέροντα, προδιαθέσατε τον λογισμό σας· εάν μεν σας ακούσει, «νά'ναι ευλογημένο», εάν δεν σας ακούσει, πάλι «νά'ναι ευλογημένο. Μην προδιαθέτετε τον λογισμό σας ότι θα σας ακούσει ο Γέροντας και αν κατόπιν δεν σας ακούσει, και θα σκουντουφλιάσετε.

Πολλές φορές κι εμείς, να πούμε, ως Γέροντες μπορεί να κάνουμε κι ένα λάθος. Έσύ όμως που θα κάνεις υπακοή, θα σου βγεί σε καλό, δεν θα σου βγει σε κακό! Ποτές η υπακοή δεν βγαίνει σε κακό, διότι είναι μίμησις Χριστού.

Έκανες υπακοή, θα πας στον παράδεισο, δεν έκανες υπακοή, δεν πάει να κάνεις νοερά προσευχή, δεν πάει να μεταλαμβάνεις, δεν πάει να λειτουργάς, προορίζεσαι για την κόλαση. Να και ο Αδάμ, να και ο Προφήτης Ελισσαίος, να και ο Γιεζή, όλα αυτά τα παραδείγματα βεβαιώνουν ότι περισσότερο ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή παρά στις άλλες αρετές, να πούμε. Και οι άλλες αρετές συνδράμουν· όπως ενεργεί η υπακοή δεν ενεργούν οι άλλες αρετές. Γι' αυτό περισσότερο επιμεληθείτε την υπακοή.

Να σας πω, σ' αυτό το πράγμα, σε μας εξαρτάται αν αυτό το φως που έχουμε μέσα μας, τη χάρη δηλαδή, μπορεί να την αυξήσουμε, μπορεί να την ελαττώσουμε. Αν είναι τώρα πέντε βαθμών, αύριο μπορούμε να την κάνουμε δέκα, τριάντα, πενήντα, εκατό. Από μας εξαρτάται, αν είναι τώρα δέκα βαθμούς, να την κάνουμε οχτώ, πέντε, τρία, ένα, από μας εξαρτάται. Και αυτό είναι από την αυταπάρνηση, από την πεποίθηση, την ευλάβεια, τον σεβασμό που θά'χουμε στον Γέροντα. Από την υπακοή που θά'χουμε στον Γέροντα αυτό το φως αυξάνει. Και όχι μόνο στον Γέροντα, αλλά και μεταξύ μας νά'χουμε υπακοή.

Μακάριος εκείνος ο αδερφός ο οποίος, προτού να τελειώσει το λόγο ή ο Γέροντας ή ο παραδερφός του, «νά'ναι ευλογημένο». Σε είπεν ένας αδερφός: «Έλα, πάτερ, να με βοηθήσεις εδώ», «νά'ναι ευλογημένο». Ακολούθησε αυτόν το δρόμο, να δεις τι θα αισθανθείς μέσα. Τι ειρήνη, τι γαλήνη θα αισθανθείς! Ενώ, «περίμενε πέντε λεφτά κι έρχομαι»...

Να σας πω μια περίπτωση που μου συνέβη εμένανε, όταν ο άνθρωπος, να πούμε, στηρίζεται στον λογισμό του, στην κρίση του, και δεν πάει να ρωτήσει έναν άλλονε.

Στα Καρούλια βρισκόταν κάποιος αδερφός και μου λέει: «Παπα-Εφραίμ, είμαι άρρωστος και έλα να με κοινωνήσεις». «Νάρθω να σε κοινωνήσω. Την τάδε μέρα μετά απ' τη Λειτουργία».

Έχω ένα κουτάκι μικρό σαν τον καφέ αυτό, έτσι ερμητικώς κλείνει αυτό. Σαν τον σταυρό, το βάζω εδώ στον κόρφο μου και πηγαίνω κάτω και κοινωνώ, όποιος έχει ανάγκη. Όταν μελίζει ο παπάς τις μερίδες, παίρνει μια μικρή μερίδα σαν μία φακή και βάζει στην αγία λαβίδα μέσα στο άγιο Αίμα και τη βάφει έτσι. Κι' είναι βαμμένη· Σώμα και Αίμα· και πηγαίνεις κατόπιν και μεταλαμβάνεις τον αδερφό, όποιος σε ζητήσει.

Λειτούργησα. Όταν τελείωσα, να πούμε, μετάλαβα εγώ, ξέχασα να βγάλω μια μερίδα από το άγιο δισκάριο να βάλω μέσα στο Αρτοφόριο και να τη βάψω. Ξέχασα. Ε, άνθρωπος είμαι κι εγώ, ξεχνάω. «Αδερφέ μου, να κάνεις λιγάκι υπομονή, γιατί ξέχασα». «Καλά».

Τον ειδοποιώ πάλι ότι την τάδε μέρα πάλι θα λειτουργήσω, αλλά θά'μαι στα Καρούλια κάτω· θα λειτουργήσω, και 'κει θά'ρθω να σε μεταλάβω. Λέει: «Πάρε πάντως το Αρτοφόριο. Εάν με δεις εκεί στην εκκλησία, θα κοινωνήσω. Αν δεν με δεις, τότες δεν μπορώ, είμαι άρρωστος και νάρθεις να με κοινωνήσεις στο σπίτι μου». «Νάναι ευλογημένο».

Παπα-Εφραίμ, άνοιξε τα μυαλά σου, γιατί τάχεις κι εσύ λίγα τώρα. Λοιπόν, εκεί στο αντιμήνσιο βάζω το Αρτοφόριο -το κουτάκι που θα βάλω την μερίδα- να το βλέπω εκεί. Τελειώνω, αυτό εκεί, καταλύω. Βρε, να πάρει η ευχή, να πάρει. Πάλι ξέχασα! Βρε τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό το κακό που με βρήκε; «Αδερφέ μου, ζητώ συγγνώμη, πάλι ξέχασα. Θα πάω πάνω να λειτουργήσω και θάρθω πάλι στα Καρούλια να σε κοινωνήσω. Να κανονίσω τον εαυτό μου κάνοντας τον κόπο να κατέβω πάλι, γιατί τάχασα εγώ τα μυαλά μου». «Καλά».

Πάω λοιπόν, το βάζω το Αρτοφόριο απάνω στο αντιμήνσιο να το βλέπω. Το βλέπω το Αρτοφόριο, βάζω εκεί, το καταλύω, το αυτό, τίποτε. Μνήσθητί μου, Κύριε, τι είναι αυτό με μένα! Τι είναι αυτό με μένα τώρα; λέω. Τι να πω! Νά'ναι ευλογημένο, λέω. Κατεβάζω λοιπόν το Αρτοφόριο, που έχομε ξερές μερίδες· τις έχουμε αποξηράνει, τις έχουμε κάνει παξιμάδι τη Μεγάλη Πέμπτη· κατεβάζω κάτω λοιπόν, απλώνω το αντιμήνσιο και ανοίγω το κουτάκι και βάζω τη λαβίδα από κάτω, για να πάρω μια μερίδα. Τη βάζω τη λαβίδα από κάτω, δεν σηκώνεται ο άγιος Άρτος! Πιέζω! Δεν σηκώνεται! Μα τι γίνεται; Πετάγεται ο άγιος Άρτος, ευτυχώς που έπεσε απάνω στο αντιμήνσιο. Ει δε, θα έπεφτε κάτω. Φοβήθηκα, τρόμαξα. Βρε, λέω, μήπως είναι οι μερίδες, έχουν κολλήσει στη μούσα; (Μούσα λέγεται ένα θαλασσινό σφουγγάρι, που τόχουν πατήσει και γίνεται στρογγυλό, έτσι πέτρα, πέτρα γίνεται, και βάζομε απάνω εκεί τις μερίδες· γιατί όπου να τις βάλεις, τραβάει υγρασία). Πάω εκεί στις μερίδες, α, οι μερίδες κουνιόντουσαν! Α! Έχει κώλυμα ο αδερφός! Γι' αυτό ξεχνάω εγώ ο λειτουργός, διότι έχει κώλυμα. Καλά. Παίρνω το αρτοφόριο, κατεβαίνω κάτω. Τον κοινώνησα. Λέω:

-Γέροντα, θέλω να σου πω έναν λογισμό, και ως αδερφός και περισσότερο ως πνευματικός.

-Τι θέλεις να μου πείς;

-Να κάνεις μία γενική εξομολόγηση.

-Έχω κάνει τρεις, λέει απότομα.

-Άκουσε, αδερφέ μου, μήπως και ξέχασες.

-Όχι, λέει, δεν έχω, έχω κάνει τρεις.

Α! Δεν το σήκωσα πλέον αυτό. Ο τρόπος του, η συμπεριφορά του, δεν το σήκωσα. Να μιλάει έτσι! Εγώ να θυσιάζομαι και να σου λέω έναν πνευματικό λόγο...Άνθρωπος είσαι, πάτερ, ένα μικρό, όπως και πάνω εκεί, που πήγε ο πάτερ-Παΐσιος, ήταν ένας βλάχος και ήρθε η ώρα του να πεθάνει αυτός ο βλάχος και δεν παρέδιδε ψυχή, μόνον έβλεπε το διάβολο. Αυτός που τον υπηρετούσε, του λέει:

-Βλέπεις τον διάβολο;

-Ναι. ο διάβολος.

- Α, πάτερ, λέει, έχεις αμαρτία αξομολόγητη, Ρώτησε τον διάβολο τι αμαρτία έχεις.

Ρώτησε.

-Δεν θα παραδώσεις ψυχή.

-Γιατί, βρε διάβολε, δεν θα παραδώσω ψυχή;

-Γιατί έχεις αμαρτία αξομολόγητη.

-Ποια αμαρτία;

Δεν μπορεί να την πει.

-Α, η Μαρία, λέει, με βιάζει. (Τά'βαλε με την Παναγία, Μαρία τη λένε οι διαβόλοι). Δεν μπορώ λέει...

Στο τέλος ήταν παντρεμένος κι όλα όσα παιδιά γεννούσε, όλα απέθνησκαν. Και στο τέλος, στο τελευταίο, πηγαίνει σ' έναν μάγο και τους έκανε μάγια ο μάγος και δεν το είχε εξομολογηθεί ο καλόγηρος αυτό. Του το θύμισε ο διάβολος. Το εξομολογήθηκε. Τώρα το εξομολογήθηκε κι έπειτα έπεσε και κοιμήθηκε (πέθανε).

Λοιπόν, άνθρωπος είσαι, πάτερ, τόχεις ξεχάσει αυτό. «Έχω κάνει τρεις». Α! Εγώ να μιλώ κατ' αυτόν τον τρόπο και ο άλλος να μου... «Πάτερ μου, αυτό κι αυτό συμβαίνει». Ξέρεις τι μου αποκρίνεται;

-Ξέρεις τι μου λέει ο λογισμός; λέει.

-Τι σου λέει;

-Παίρνεις ένα κομμάτι ψωμί, βάζεις λιγάκι νάμα κι έρχεσαι να με μεταλάβεις.

-Μνήσθητί μου, Κύριε! Να το κάνω αυτό το πράγμα, πάτερ, γιατί να το κάνω; Καλά, εσένα μπορεί να μη σε σέβομαι, να μη σε αγαπώ, αλλά τον κόπο που κάνω από το σπίτι μου νάρθω κάτω, να σε κοινωνήσω με ψωμί; του λέω. Σε τέτοια συνείδηση, σε φόβο, σε...

Επίστευσε στον λογισμό του. Και να τι αποτέλεσμα, ούτως ώστε να μην είναι άξιος να κοινωνήσει!

Γι' αυτό, μην πιστεύει καθένας στο λογισμό του. Υπακοή. Βγάζω το δικό μου το μυαλό και βάζω το μυαλό του Γέροντά μου. Αυτή είναι υπακοή.

Αυτό θα πει υπακοή. Να βγάλεις τον λογισμό σου, τον δικό σου, και ν' ακούσεις τι θα σου πει ο Γέροντάς σου.

Μοναχός: Να πω ένα άλλο. Ένα προσωπικό που συμβαίνει εδώ. Μετά το Απόδειπνο, όταν το αρχονταρίκι πλύνει τα σεντόνια, τα απλώνομε και μερικοί τα μαζεύουν. Είμαι από αυτούς που τα μαζεύουν τα σεντόνια που στέγνωσαν στην απλωταριά. Και όταν πηγαίνω το βράδυ να μαζέψω τα σεντόνια, δεν μπορώ μετά να κοιμηθώ, όπως κάνω τις άλλες μέρες, γιατί εγείρομαι μέσα μου και δεν μπορώ να κοιμηθώ και χάνω λίγο απ' την τάξη, το πρόγραμμα. Και το λυπάμαι.

Γέροντας: (Δεν κατάλαβε) Και το;...

Μοναχός: Δηλαδή κάνω την υπακοή πρόθυμα. Πρόθυμα πηγαίνω και μαζεύω τα σεντόνια, αλλά ξέρω όμως ότι δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ αμέσως και να σηκωθώ νωρίς, τόσο νωρίς, και να εφαρμόσω όλον τον κανόνα. Και λυπάμαι. Αυτή η λύπη πώς θεραπεύεται;

Γέροντας: Θεραπεύεται, διότι δεν έχεις βάλει ως ριζά την υπακοή. Εγώ δεν κοιτάω να κάνω προσευχή, κοιτάω να κάνω υπακοή. Σούπανε η αδελφότης εδώ, μάζεψε τα σεντόνια. Νάναι ευλογημένο. Ο Θεός μπορεί· εσύ τώρα ελαττώνεις την προσευχή σου μαζεύοντας τα σεντόνια, έστω, να πούμε, μισή ώρα. Όταν θα πας να προσευχηθείς, θα σου δώσει ο Θεός, γι' αυτή την αυταπάρνηση και την υπακοή την οποίαν έκανες, διπλή τη χάρη. Αν προσευχόσουνα, τρόπον τινά, τη νύχτα τρεις ώρες, εύρισκες χάρη, να πούμε, δέκα βαθμών. Τώρα επιδή ελαττώνεις την ώρα της προσευχής και γίνεται δυόμιση ώρες, νομίζεις ότι δεν θ' απολαύσεις προσευχή; Περισσότερο θ' απολαύσεις. Γιατί έβαλες το θεμέλιο της καλογερικής ζωής, του καλογερικού νόμου. Ήρθαμε εδώ να κάνουμε υπακοή, όχι να κάνουμε προσευχή. Υπακοή.

Μοναχος: Το πιστεύω αυτό, αλλά έχω ένα δισταγμό που μου τα χαλάει όλα.

Γέροντας: Εκεί να νικήσεις τον εαυτό σου. Να νικήσεις τον εαυτό σου.



Ο προφήτης Ελισσαίος, αυτές τις μέρες ήτανε. Κατά διαδοχήν του προφητικού χαρίσματος ο προφήτης Ηλίας διετάχθη να πάει να χρίσει τον Ελισσαίο, λέει, προφήτη. Έχρισε. Τώρα ο προφήτης Ελισσαίος κατά διαδοχήν έπρεπε ν' αφήσει τον Γιεζή. Αλλά ο Γιεζή έκανε υπακοή; Δεν έκανε. ΄Οταν έφυγε ο Νεεμάν ο Σύρος, επήγε και τον είπε ότι, -ξέρετε την ιστορία τώρα εσείς (Δ' Βασ. κεφ.5) -και λέει:

-Ο Γέροντας μ' έστειλε να μου δώσεις μερικά ρούχα, άμφια μεγάλα.

-Πάρε.

-Και χρυσό.

-Πάρε και χρυσό.

-Και αμπέλια.

-Πάρε και αμπέλια.

Επήγε, ο Νεεμάν έφυγε. Ο δε Γιεζή γύρισε, πήγε στον Γέροντά του. Αυτός τά 'κρυψε όμως, ο Γιεζή, να μην τα δει ο Γέροντας. Τόσο του έκοβε το μυαλό, ότι νομίζει ότι θα κρυφτεί από τον προφήτη.

Ο προφήτης προτού νά'ρθει ο Νεεμάν: -Πήγαινε και λούσου εφτά φορές στον Ιορδάνη, δεν τον είδε καθόλου, πήγαινε και λούσου, λέει.

-Πάρε και χρήματα, λέει.

-Εγώ δεν έχω ανάγκη από χρήματα, λέει, δεν πουλώ τη χάρη με τα χρήματα, πάνε και λούσου.

Ο Γιεζή, πήγε και τά'κρυψε.

-Πού ήσουνα; λέει.

-Στο τάδε μέρος.

-Τι έκανες;

-Να, είχα δουλειά.

Είπε την αλήθεια; Και την πρώτη προδοσία έκανε, που είπε ψέματα στον Νεεμάν· νόμιζε ότι θα κρυφτεί από τον Γέροντά του. Δεύτερη προδοσία, τά έκρυψε, και του είπε πού ήσουνα, είπε πάλι ψέματα. Του λέει ο προφήτης, εγώ εκεί ήμουνα, που έπαιρνες τα ρούχα. Τρίτη φορά τον κάλεσε ο προφήτης σε μετάνοια. Δεν είπε, «Γέροντα, ευλόγησον, να με συγχωρέσεις, με προσέβαλε ο πειρασμός». Όχι, δεν είπε. «Ε, τότες», λέει, «πάρε και τη λέπρα του Νεεμάν».

Τρεις φορές τον εκάλεσε ο προφήτης σε μετάνοια. Ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη, ούτε την τρίτη. Ε, τότες λοιπόν ο προφήτης, «πάρε και τη λέπρα του Νεεμάν».

Τι κατάλαβε ο Γιεζή; Και το προφητικό χάρισμα τό'χασε, και την υγεία του έχασε. Και τι τον ωφέλησαν τ' αμπέλια και τα χωράφια; Όταν ο άνθρωπος είναι υγιής, όλα τα ευφραίνεται, όταν είναι άρρωστος, δεν θέλω τίποτε, άρρωστος είμαι, δεν με ευφραίνει τίποτε, διότι είμαι άρρωστος. Όταν είσαι υγιής, όλα. Και τη λέπρα πήρε και την υγεία του έχασε και τον προφήτη τον έχασε· και τι εκληρονόμησε; Και άδεται ο λόγος «η λέπρα του Γιεζή». Όχι του Νεεμάν, του Γιεζή η λέπρα.

Στο σπίτι μας πιο πάνω είναι ο πάτερ-Γεδεών, ο οποίος έχει τους Αρχαγγέλους. Εκεί καθότανε ένας υποτακτικός, ο οποίος πήγε μάλλον να γηροκομήση τους γέρους προ του Γεδεών. Αυτός ήταν παντρεμένος, και επειδή είχε δαιμόνιο, τον εχώρισε η γυναίκα του, πήγε στο Δαφνί των Αθηνών και στο τέλος κατέληξε στο Άγιον Όρος. Λέει, τουλάχιστον να πάω να σώσω την ψυχή μου, να κάνω υπακοή.

Εφόσον έκανε υπακοή στους γέρους, δεν φανερωνότανε το δαιμόνιο. Νύχτα πήγαινε κάτω στις αλυκές, με το φεγγάρι πήγαινε και γύριζε στον καιρό της Κατοχής, πήγαινε να μαζέψει λίγο αλάτι, να το δώσει στην Κερασιά, στα κελλιά, να πάρει είτε κρεμμύδια, είτε πατάτες, φασόλια. Και δεν έπαθε τίποτες. Όταν όμως η αδερφή του, δεν θυμάμαι καλά, τού'στειλε από την Αμερική εκατό δολλάρια, τά'βαλε στην τσέπη του. Ιδιορρυθμία! Αμέσως φανερώθηκε το δαιμόνιο.

Και αυτός λοιπόν μας έλεγε ότι του έλεγε το δαιμόνιο: «Βρε 'συ, νομίζεις ότι εγώ θα βγω από σένανε; λέει. «Τι λέει ο Χριστός; «Τούτο το πνεύμα δεν εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία» λέει (Ματθ. 17,21). Εδώ με τους γέρους, τρως και πίνεις, και νομίζεις θα βγω εγώ;» Ο σκοπός του δαίμονος ήταν να τον βγάλει απ' την υπακοή. Οπότε κατόπιν τον κανονίζει όπως θέλει. «Θα πας κάτω στις αλυκές θα νηστέψεις και τότες εγώ», λέει, «θα βγω».

Ο λογισμός δεν ήτανε μέχρι εκεί του δαίμονος. Ήταν να τον φέρει σε μια απόγνωση και να τον ρίξει μέσα στη θάλασσα. Ν' αυτοκτονήσει. Από πού άρχισε ο δαίμονας; Από το Ευαγγέλιο. Ναι, αλλά πού κατέληξε. Στο τέλος τον κατάφερε και βγήκε έξω στον κόσμο. Κι' ήρθε κατόπιν ο πάτερ-Γεδεών.

Πέστε μου εσείς τώρα έναν άνθρωπο, ο οποίος έφυγε απ' τη μετάνοιά του ή το μοναστήρι του ή τον Γέροντά του, αν πήγε υποτακτικός. Όλοι Γεροντάδες! Όλοι Γέροντες!!!

«Η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11,12). Δεν είπε κληρονομούν, αρπάζουν. Αν δεν βιάσεις τον εαυτό σου, δεν θα νικήσεις. Δεν θα νικήσεις. «Οκνηρός εις οδόν αποσταλείς, λέγει· λέων κατά την οδόν και φονείς κατά τας πλατείας» (Παροιμ. 26,13). Έτσι είναι. Γιατί ούτε μπρος πάει, ούτε πίσω πηγαίνει. Γιατί είναι τεμπελάκος. Αν θέλεις να βρεις πνευματικά, να βιάσεις τον εαυτό σου. Πρώτα στην υπακοή.

Εις την Αγία Άννα, ζούσε ένας Γέροντας με τον υποτακτικό του, ο οποίος έκανε συχνά παρακοές. Ήτανε παραμονή μιας εορτής της Παναγίας. «Γέροντα», λέει ο υποτακτικός, «θα πάω να ψαρέψω κανένα ψάρι, διότι της Παναγίας εορτή είναι αύριο. Τι θα φάμε;» «Παιδί μου», του λέει ο Γέροντας, «εδώ οι γείτονές μας ψαράδες είναι. Ώρες ψάρευαν και δεν πιάσανε ψάρια. Αν ήθελε η Παναγία να τρώγαμε ψάρια, θα έπιαναν, θα έφερναν και σε μας. Να μην πας για ψάρεμα». «Όχι, Γέροντα», ξαναλέει ο υποτακτικός, «εγώ θα πάω να ψαρέψω». «Μην πηγαίνεις», επαναλαμβάνει ο Γέροντας. «Όχι, θα πάω», λέει ο υποτακτικός και φεύγει...

Ο Γέροντας τότε σκέπτεται ότι ο υποτακτικός του ευρίσκεται σε παρακοή· αν του τύχει κανένας μεγάλος πειρασμός του υποτακτικού του; Μήπως γλιστρίσει εις την θάλασσα; Διά τούτο μπαίνει στο κελλί του και κάνει προσευχή, κάνει κομποσχοίνι για τον υποτακτικό του.

Ο υποτακτικός πηγαίνει στη θάλασσα· πετάει την πετονιά· κάτι έπιασε τ' αγκίστρι· τραβάει δυνατά. Βγαίνει τότε ξαφνικά ένας αράπης μαύρος-κατάμαυρος, με αγριωπά μάτια, έτοιμος να ορμήσει επάνω στο μοναχό! Αλλά μια αόρατος δύναμις τον κρατούσε. Αυτός τρομοκρατημένος φεύγει· ο διάβολος ακολουθεί από πίσω, μέχρι την Αγία Άννα, μέχρι το κελλί του... Του λέει τότε ο διάβολος: «Ρε, καλόγερε, τι να σου κάνω, που από την ώρα που έφυγες, ο Γέροντας κάνει κομποσχοίνι για σένα; Ειδάλλως θα σε έπνιγα μέσα στη θάλασσα· στη θάλασσα θα σ' έπνιγα!» Να τι κάνει η παρακοή.

Ενθυμούμαι, όταν ζούσε ο Γέροντας Νικηφόρος, τον κατέκρινα σε κάτι. Πήγα το βράδυ να κάνω προσευχή· βλέπω "ντουβάρι", δεν μπορώ να προχωρήσω στην ευχή... Κύριε Ιησού... Κύριε Ιησού... δεν προχωράει! Κάπου έχω σφάλει, σκέπτομαι· κάπου έχω αμαρτήσει. Λοιπόν, την προηγουμένη ημέρα: πού πήγα, τι μίλησα, τι έπραξα; Το βρήκα είχα κατακρίνει τον Γέροντά μου!

Την άλλη ημέρα ήτανε Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσω. Τώρα τι να κάνω; Προσευχή: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με, που κατέκρινα τον Γέροντά μου· έσφαλα· ζητώ συγγνώμη». Τίποτε! «Καλά, για μένα δεν υπάρχει συγχώρησις; Δεν υπάρχει "ευλόγησον"; » Τίποτε! «Μα ο Πέτρος, Κύριε, σ' αρνήθηκε τρεις φορές, και τον συγχώρεσες· εγώ δεν σ' αρνήθηκα· κατέκρινα τον Γέροντά μου. Ε, τώρα βάζω κι εγώ μετάνοια· μετανόησα που κατέκρινα και ζητώ συγχώρεση». Τίποτε!...

Ξαναπιάνω το κομποσχοίνι· δεν προχωρεί η προσευχή! Άρχισα τα κλάματα· έβγαιναν τα δάκρυα ποτάμι. «Θεέ μου, Θεέ μου! δεν υπάρχει για μένα "ευλόγησον"; Ο Θεός του ελέους και της ευσπλαγχνίας είσαι· κι εμένα γιατί δεν με συγχωράς; Και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, όταν μετανόησε. τη συγχώρησες· και πολλούς αμαρτωλούς, τους συγχώρησες· και νεομάρτυρες που είχαν γίνει Τούρκοι, τους συγχώρησες και τους ελέησες. Για μένα δεν υπάρχει έλεος, δεν υπάρχει συγχώρησις;»

Τρεις ώρες πέρασαν έτσι· έκανα όλη την ακολουθία της Κυριακής με δάκρυα. Εις το τέλος βλέπω μία ειρήνη, μία γλυκύτητα, μία χαρά μέσα μου. Άρχισε να λέγεται η ευχή τότε. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με... Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με...» Α..., εντάξει· και έτσι προχώρησα στη Λειτουργία.

Δεν είναι λοιπόν τόσον να κατακρίνεις έναν ξένο, όσον να κατακρίνεις τον Γέροντά σου! Αλλοίμονό σου! Κατακρίνεις τον ίδιο τον Θεό, να πούμε!

Μία φορά έφεραν ένα τσουβάλι με πατάτες, κάτω εις τον αρσανά μας. Έναν αρχάριο υποτακτικό που είχα (τώρα δεν είναι στη συνοδία μου) είπε ότι είναι κουρασμένος, και δεν θέλησε να πάει να το φέρει. Πήγα εγώ τότε κάτω, για να το φέρω. Όταν έφθασα κάτω, ήτο σταματημένο εκεί ένα κρις-κραφτ. Τους έκανα νόημα, και ήρθαν πιο κοντά μου οι δύο κύριοι που ήσαν μέσα. Ήσαν καθηγηταί Πανεπιστημίου. «Γέροντα», λέει ο ένας, «μήπως γνωρίζετε τον παπα-Εφραίμ,που μένει εκεί επάνω;» «Εγώ είμαι», απήντησα. Τότε εκείνος είπε: «Γέροντα, εσείς οι μοναχοί είσθε όντως μακάριοι, διότι εσείς ζείτε ακριβώς με συνέπεια τη χριστιανική ζωή».

Όταν επέστρεψα στο κελλί, λέω εις τον υποτακτικό το περιστατικό με τους καθηγητάς. Τότε λέει με πολλή αναίδεια: «Ναι, εδώ τους διώχνεις, όταν έρχονται· κάτω όμως, μόλις κατεβαίνεις μόνος σου, τους προσκαλείς». «Τι να κάνω, παιδί μου, έτσι ήλθε και ενήργησα την ώρα εκείνη. Τώρα ας πάμε, να κάνουμε κανένα κομποσχοίνι εις τα κελλιά μας. Ας κάνουμε μία ώρα κομποσχοίνι».

Όταν τελειώσαμε, έρχεται και με ερωτά: Πόσα κομποσχοίνια έκανες;» «Τόσα», απήντησα. «Σε μια ώρα μόνον τόσα έκανες; Εγώ έκανα περισσότερα, και μπορούσα να κάνω κι ακόμη περισσότερα». Τα έλεγε δε αυτά με αναίδεια και θράσος. Δεν μίλησα καθόλου· πήγα στενοχωρημένος εις το κελλί μου· και μόνο που δεν έκλαιγα για τη συμπεριφορά αυτού του παιδιού.

Πήγε ο υποτακτικός μου να κοιμηθεί· πού όμως να κοιμηθεί· έντονη δαιμονική ενέργεια. Έρχεται καταφοβισμένος εις το κελλί μου και μου λέει: «Γέροντα, αυτό και αυτό μου συμβαίνει· σώσε με». Τότε του είπα: «Αυτό συμβαίνει όταν κανείς συμπεριφέρεται άσχημα εις τον Γέροντα και τον λυπεί». Του διάβασα τότε μια ευχή και του έφυγαν όλα, όλη η δαιμονική ενέργεια. Κατόπιν πήγε και κοιμήθηκε ήσυχος.



Μετά από χρόνια έρχεται η διακριτική υπακοή, αλλά εσείς σ' αυτήν την ηλικία που είσαστε, όλοι να έχετε τυφλή υπακοή. Είδες τι λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος; Ότι πήγε ο Γέροντας σ' έναν αρχάριο. Πήγε και σε έναν άλλον που είχε δέκα-δεκαπέντε χρόνια καλόγερος. Λέει εις τον αρχάριον:

-Τραγούδησε.

-Νά'ναι ευλογημένο· τραγουδάω.

-Τραγούδησε, λέει και στον δεύτερο.

-Ευλόγησον, απαντά αυτός.

Και οι δύο κάνανε καλά. Δεν θεωρείται παρακοή αυτό που έκανε ο δεύτερος καλόγερος στον Γέροντα. Στον πρώτο θα ήτο παρακοή αν τό'κανε, διότι ακόμη είναι δόκιμος. Πρέπει να περάσεις από τον τροχόν· από τον δρόμον της αδιακρίτου υπακοής. Τίποτες· να είναι ευλογημένον.

Όταν περάσουν δέκα-δεκαπέντε χρόνια, τότε έρχεται η διακριτική υπακοή. Αυτή είναι απόρροια της αδιακρίτου υπακοής.



Κάποτε είδα υποτακτικόν τινά, να συμβουλεύει έτερον μπροστά στον Γέροντα. Τι ασέβεια, αλήθεια!



Αν προσέξεις, ο Χριστός πρώτα προσεύχεται στον Πατέρα και ύστερα προβαίνει σε θαυματουργία.


Μητροπολίτης Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ: Γ' Κυριακή των Νηστειών

Μητροπολίτης Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ: Γ'  Κυριακή των Νηστειών
Γ' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Υπό
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Αντινόης
κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Η τρίτη Κυριακή των Νηστειών, είναι αφιερωμένη στην προσκύνηση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.  Σύμφωνα με την Ιερά Παράδοση, μετά από την σταύρωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, οι Θεοκτόνοι Εβραίοι για να ατιμάσουν ακόμη περισσότερο τον θάνατο του Ιησού  έθαψαν τους τρεις σταυρούς.  Κατά την περίοδο της Ιουδαϊκής επαναστάσεως του 70 μ.Χ. ο τότε στρατηγός και μετέπειτα Ρωμαίος Αυτοκράτωρ Τίτος πολιόρκησε τα Ιεροσόλυμα.  Οι πολιορκημένοι Εβραίοι στερήθηκαν από τροφές και νερό.  Η πείνα οδήγησε σε παραφροσύνη τους πολιορκημένους, οι οποίοι, για να επιζήσουν, άρχισαν να σκοτώνουν και να τρώγουν τα ίδια τα παιδιά των.  Όταν ο Τίτος κατέλαβε την πόλη και αντίκρυσε το απάνθρωπο εκείνο θέαμα, διέταξε τα στρατεύματά του να κατεδαφίσουν την πόλη και να μην αφήσουν ούτε μία πέτρα επάνω σ’ άλλη.  Έτσι, τα προφητικά λόγια του Κυρίου εκπληρώθηκαν:  «Αμήν λέγω υμίν, ου μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται» (Ματθ. 24:2) και «θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών.  Ιδού έρχονται ημέραι εν αις ερούσι• μακάριαι αι στείραι και κοιλίαι αι ουκ εγέννησαν, και μαστοί οι ουκ εθήλασαν» (Λουκ. 23:28-29). 

Ο Σταυρός του Κυρίου παρέμεινε στην αφάνεια περίπου τρεις αιώνες και μόλις το 327 μ.Χ. η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου, η Αγία Ελένη, αναζήτησε τον Τίμιο Σταυρό.  Κανείς όμως δεν γνώριζε την ακριβή τοποθεσία.  Μία εβραιοπούλα περιέγραψε κάποια τοποθεσία, όπου φύτρωνε ένα αρωματικό φυτό.  Αυτό το φυτό είναι ο βασιλικός, που σημαίνει το φυτό του βασιλέως Χριστού.  Οι στρατιώτες, αφού έσκαψαν την περιοχή βρήκαν τους τρεις σταυρούς.  Νέο πρόβλημα παρουσιάσθη:  Ποιός από τους τρεις σταυρούς είναι του Σωτήρος Χριστού;  Όλοι έμοιαζαν μεταξύ τους.  Και, ενώ όλοι διερωτώντο, μία κηδεία εξήρχετο από την πόλη.  Η Αγία Ελένη διέταξε να φέρουν το πτώμα της νεκράς και μόλις το τοποθέτησαν επάνω στο Σταυρό του Κυρίου, η νεκρά αναστήθηκε και δοξολογούσε τον Χριστό.

Η Αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία τοποθετεί τον Τίμιο Σταυρό στο μέσον του ναού, για να τον προσκυνήσουμε και να τον ασπασθούμε, ώστε να λάβουμε δύναμη και θεία Χάρη για να συνεχίσουμε τον πνευματικό μας αγώνα την περίοδο αυτή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.  Ο Τίμιος Σταυρός προβάλλετε για να ενθυμηθούμε τις αμέτρητες δωρεές, που εκπήγασαν από την σταυρική Θυσία του Υιού του Θεού.  Αντικρύζοντας τον Σταυρό του Κυρίου ενθυμούμεθα την αγάπη και το έλεος του Θεού προς τον άνθρωπο.  

Η αγάπη περιέχει ένα βασικό στοιχείο, τον πόνο.  Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μας αγάπησε τόσο πολύ, ώστε έδωσε την ιδίαν Του την ζωή προς χάρη της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.  Η αγάπη του Θεού είναι πράξη θυσίας.  Δεν ζητά άλλοι να θυσιαστούν, αλλά ο Ίδιος θυσιάζει τον Εαυτό Του.  Γίνεται ο Θύτης και το Θύμα, ο προσφέρων και ο πρεσφερόμενος, και διά της προσφοράς αυτής της μοναδικής θυσίας υπέρ όλων εκείνων, που ήσαν ένοχοι της αμαρτίας, επέφερε την συμφιλίωση μεταξύ του Θεού Πατρός και του ανθρωπίνου γένους.  Η Θυσία του Κυρίου ήταν μία θυσία τέλειας υπακοής προς το θέλημα του Θεού Πατρός.

Ο Κύριος απέθανε επάνω στο Σταυρό για τις δικές μας αμαρτίες.  Θέλησε να μας καθαρίσει από τον σπίλο της ακαθαρσίας και να μας παρουσιάσει καθαρούς και αγνούς.  Ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού, για να ανοίξει τις Πύλες του Παραδείσου.  Ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού, για να αναστήσει τον άνθρωπο από την πτώση του.  Ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού, για να μας κάμει υιούς και θυγατέρες και συγκληρονόμους της ουράνιας Του Βασιλείας.  Ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού, για να δείξει την άπειρο αγάπη Του προς το πλάσμα Του.

Η Ορθόδοξος μας Εκκλησία προσκαλεί όλους μας να προσέλθουμε και να γονατίσουμε μπροστά στον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου και με ταπεινό πνεύμα να ζητήσουμε το έλεος και την συγχώρηση των αμαρτιών μας.  

Ο Σταυρός του Κυρίου είναι το σύμβολο της Χριστιανοσύνης.  Είναι η ταυτότητα όλων εκείνων που πιστεύουν και ομολογούν τον Ιησού Χριστό ως τον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού Πατρός.  Είναι το σύμβολο της νίκης του Θεανθρώπου κατά του Διαβόλου.  Είναι το λάβαρο της ελευθερίας του ανθρώπου εναντίον της δουλείας και της τυραννίας του θανάτου.  Είναι το δώρο της συγχώρησης, η πηγή αγιασμού και ο χορηγός της εν Χριστώ καινούργιας ζωής.
Ορθόδοξο Φυλλάδιο Ι.Ν. Αγ. Θεοδώρου, Lanham
Υπό Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ   
23 Απριλίου 2014

Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως π. Alexander Schmemann





Ἀπὸ τὰ παμπάλαια χρόνια, τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου τῆς τρίτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ σταυρὸς μεταφέρεται στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀκόλουθη ἑβδομάδα εἶναι γνωστὴ ὡς ἑβδομάδα τοῦ Σταυροῦ. Ξέρουμε πὼς ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀποτελεῖ μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε ποὺ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη της τὸν πόνο, τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ σταυρό. Ἡ προβολὴ τοῦ σταυροῦ στὴ μέση τῆς Σαρακοστῆς, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σκοπὸ τῆς βαθύτερης καὶ ἐντατικότερης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς. Ἔτσι εἶναι ὁ κατάλληλος τόπος ἐδῶ, γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ρόλο τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σημαντικότατου καὶ χαρακτηριστικότατου ὅλων τῶν Χριστιανικῶν συμβόλων.

Τὸ σύμβολο αὐτὸ ἔχει δύο στενὰ ἀλληλένδετες σημασίες. Ἀφενὸς εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ ἀποφασιστικὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐπίγεια ζωὴ καὶ διακονία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς φοβεροῦ καὶ τρομακτικοῦ μίσους ἐνάντια σ’ Αὐτὸν ποὺ ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία Του ἐπικεντρώθηκε στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, καὶ ποὺ ὁλόκληρο τὸ κύρυγμά Του ἦταν μία κλήση σὲ αὐτοθυσία στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης. Ὁ Πιλάτος, ὁ Ρωμαῖος κυβερνήτης στὸν ὁποῖο μεταφέρθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ Τὸν συνέλαβαν, Τὸν ἐκτύπησαν καὶ Τὸν ἔφτυσαν, λέει, «ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω» (Ἰωάν. 19, 4). Αὐτὸ ὅμως προκάλεσε ἕνα ἰσχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν!» φωνάζει τὸ πλῆθος.

Ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στὸ βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ καλωσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλὰ καὶ μίσος; Γιατί ἡ καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο;

Συνήθως ἀποφεύγουμε νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη σὲ κάποιον ἄλλο: ἂν ἤμασταν ἐκεῖ, ἂν ἤμουν ἐκεῖ ἐκείνη τὴν τρομερὴ νύχτα, δὲ θὰ εἶχα συμπεριφερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι. Ἀλλοίμονο ὅμως, κάπου βαθιὰ στὴ συνείδησή μας γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ξέρουμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ βασάνισαν, σταύρωσαν καὶ μίσησαν τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν κάποιου εἴδους τέρατα, κατεχόμενα ἀπὸ κάποιο ἰδιαίτερο καὶ μοναδικὸ κακό. Ὄχι, ἦταν «ὅπως ὅλοι μας». Ὁ Πιλάτος προσπάθησε ἀκόμη καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν Ἰησοῦ, νὰ μεταπείσει τὸ πλῆθος, προσφέρθηκε ἀκόμη καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ Χριστὸ ὡς κίνηση καλῆς θελήσεως, χάριν τῆς ἑορτῆς, ὅταν κι αὐτὸ ἀπέτυχε, στάθηκε μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἔνιψε τὰ χέρια του, δείχνοντας τὴ διαφωνία του σ’ αὐτὸ τὸ φόνο.

Μὲ λίγες πινελιὲς τὸ εὐαγγέλιο σχεδιάζει τὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ παθητικοῦ Πιλάτου, τοῦ τρόμου του, τῆς γραφειοκρατικῆς του συνειδήσεως, τῆς δειλῆς του ἀρνήσεως νὰ ἀκολουθήσει τὴ συνείδησή του.

Δὲ συμβαίνει ὅμως ἀκριβῶς τὸ ἴδιο στὴ δική μας ζωὴ καὶ στὴ ζωὴ γύρω μας; Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πιὸ κοινότυπη, ἡ πιὸ τυπικὴ ἱστορία; Δὲν εἶναι παρὼν συνεχῶς μέσα μας κάποιος Πιλάτος;

Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅταν ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ ποῦμε ἕνα ἀποφασιστικό, ἀμετάκλητο ὄχι στὸ ψεῦδος, στὴν ἀδικία, στὸ κακὸ καὶ στὸ μίσος, ἐνδίδουμε στὸν πειρασμὸ νὰ «νίψουμε τὰς χεῖρας μας»;

Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο ἦταν οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὑπερασπιζόμενοι τὸν ἑαυτό τους θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν: ἐκτελέσαμε ἁπλῶς διαταγές, μᾶς εἶπαν νὰ «ἐξουδετερώσουμε» κάποιον ταραχοποιὸ ποὺ προκαλοῦσε ἀναστάτωση καὶ ἀταξία, γιὰ ποιὸ πράγμα μιλᾶτε λοιπόν; Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο, πίσω ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἦταν τὸ πλῆθος, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ ἕξι μέρες πρὶν φώναζαν «Ὡσαννά», καθὼς ὑποδέχονταν θριαμβευτικὰ τὸ Χριστό, κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἱερουσαλήμ, μόνο ποὺ τώρα ἡ κραυγὴ τους ἦταν «Σταύρωσον αὐτόν!» Ἔχουν ὅμως καὶ γι’ αὐτὸ μία ἐξήγηση. Δὲν εἶναι οἱ ἡγέτες τους, οἱ διδάσκαλοί τους καὶ οἱ κυβερνῆτες τους αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγκληματίας, ποὺ κατέλυσε τοὺς νόμους καὶ τὶς συνήθειες, καὶ γι’ αὐτό, βάσει τοῦ νόμου, «πάντοτε βάσει τοῦ νόμου, πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ ὑπάρχον καταστατικό», πρέπει νὰ πεθάνει…; Ἔτσι κάθε συμπαίκτης σ’ αὐτὸ τὸ τρομακτικὸ γεγονὸς εἶχε δίκαιο «ἀπὸ τὴν πλευρά του», ὅλοι δικαιώθηκαν. Ὅλοι μαζὶ ὅμως δολοφόνησαν ἕναν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον». Ἡ πρώτη σημασία τοῦ σταυροῦ συνεπῶς εἶναι ἡ κρίση τοῦ κακοῦ, ἡ μᾶλλον τῆς ψευδοκαλωσύνης αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μέσα στὸν ὁποῖο πανηγυρίζει αἰώνια τὸ κακό, καὶ ὁ ὁποῖος προωθεῖ τὸν τρομακτικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ πάνω στὴ γῆ.

Αὐτὸ μᾶς μεταφέρει στὴ δεύτερη σημασία τοῦ σταυροῦ. Μετὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ὁ δικός μας σταυρός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι,… ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ’ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Λουκ. 9, 23). Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἐπιλογὴ ποὺ εἶχε νὰ κάνει ὁ καθένας ἐκείνη τὴ νύχτα –ὁ Πιλάτος, οἱ στρατιῶτες, οἱ ἀρχηγοί, τὸ πλῆθος κι ὁ καθένας μέσα στὸ πλῆθος – εἶναι μία ἐπιλογὴ ποὺ τίθεται συνεχῶς καὶ σὲ καθημερινὴ βάση μπροστά μας. Ἐξωτερικά, ἡ ἐπιλογὴ ἔχει νὰ κάνει μὲ κάτι φαινομενικὰ ἀσήμαντο γιά μᾶς, ἤ δευτερεῦον. Γιὰ τὴ συνείδηση ὅμως τίποτε δὲν εἶναι πρῶτο ἤ δεύτερο, ἀλλὰ τὸ καθετὶ μετρᾶται ἂν εἶναι ἀληθινὸ ἤ ψεύτικο, καλὸ ἤ κακό. Τὸ νὰ σηκώνεις λοιπὸν τὸ σταυρό σου καθημερινὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ νὰ ἀντέχεις τὰ φορτία καὶ τὶς μέριμνες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ νὰ ζεῖς ἁρμονικὰ μὲ τὴ συνείδησή σου, τὸ νὰ ζεῖς μέσα στὸ φῶς τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως.

Ἀκόμη καὶ σήμερα, μὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ κοιτάζει, ἕνας ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον» μπορεῖ νὰ συλλαμβάνεται, νὰ βασανίζεται, νὰ κτυπιέται, νὰ φυλακίζεται ἤ νὰ ἐξορίζεται. Ὅλα αὐτὰ δὲ «ἐπὶ τὴ βάσει τοῦ νόμου», χάριν τῆς ὑπακοῆς καὶ πειθαρχίας, ὅλα στὸ ὄνομα τῆς τάξεως, γιὰ τὸ καλὸ ὅλων. Πόσοι Πιλάτοι δὲ νίπτουν τὰ χέρια τους, πόσοι στρατιῶτες δὲ σπεύδουν νὰ ἐκτελέσουν τὶς διαταγὲς τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας, πόσοι ἄνθρωποι ὑπάκουα, δουλόπρεπα δὲν τοὺς χειροκροτοῦν, ἤ τουλάχιστον δὲν κοιτάζουν σιωπηλὰ τὸ κακὸ ποὺ θριαμβεύει; Καθὼς μεταφέρουμε τὸ σταυρό, καθὼς τὸν προσκυνοῦμε, καθὼς τὸν ἀσπαζόμαστε, ἂς σκεφτοῦμε τὴ σημασία του. Τί μᾶς λέει, σὲ τί μᾶς καλεῖ; Ἂς θυμηθοῦμε τὸ σταυρὸ ὡς ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία κρέμονται τὰ πάντα στὸν κόσμο, καὶ ποὺ χωρὶς αὐτὸν ὅλα στὸν κόσμο γίνονται θρίαμβος τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον» (Ἰωάν. 9, 39). Σ’ αὐτὴ τὴν κρίση, μπροστὰ στὸ δικαστήριο τῆς σταυρωμένης ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς καλωσύνης, δικάζεται ὁ καθένας μας.

Κυριακή Γ Νηστειών Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον,και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;»

Η ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ είναι ένα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανθρώπου. Οι άνθρωποι σήμερα είμαστε φιλόϋλοι και φιλόσαρκοι. Ο πλούτος, τα υλικά αγαθά, η ευμάρεια και οι ανέσεις αποτελούν την πρώτιστη επιδίωξη των περισσοτέρων από τους συνανθρώπους μας. Αν μπορούσαμε, θα θέλαμε να κατακτήσουμε τον κόσμο ολόκληρο. Ο υλισμός, βλέπετε, επιστρατεύει πάντοτε ως σύμμαχο του την απληστία. Με όσα κι αν έχουμε, δεν είμαστε ικανοποιημένοι. Και όσα κι αν αποκτήσουμε, δεν μας φτάνουν. Για την πλεονεξία του ανθρώπου διαβάζουμε στο βιβλίο των Παροιμιών: «Άδης και απώλεια ουκ εμπίπλανται, ωσαύτως και οι οφθαλμοί των ανθρώπων άπληστοι» (27, 20). Δηλαδή, ο Άδης και ο θάνατος δεν χορταίνουν να δέχονται νεκρούς. Έτσι και τα μάτια των ανθρώπων είναι αχόρταγα.Κυριαρχούμενοι από αυτή την υλιστική αντίληψη και τη σύμφυτη απληστία, λησμονούμε τι είναι ο άνθρωπος. Το νόημα της ζωής. Τις προτεραιότητες που ο Θεός έχει τάξει στη ζωή μας. Λησμονούμε την ασύγκριτη αξία του ανθρώπου εν σχέσει με τα υλικά αγαθά, τα πλούτη και τις απολαύσεις του παρόντος κόσμου.Τον κίνδυνο αυτό μας επισημαίνει σήμερα ο Κύριος μας στην ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε. «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;». Δηλαδή: Γιατί, τι θα ωφελήσει τον κόσμο και να χάσει την ψυχή του; Ή τι αντάλλαγμα είναι δυνατόν να δώσει ο άνθρωπος για την ψυχή του;Τι είναι η ψυχή. ΚΑΤ’ ΑΡΧΑΣ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να διευκρινίσουμε τι είναι ψυχή, τι σημαίνει αυτός ο όρος στον οποίο τόσο συχνά αναφερόμαστε. Ψυχή είναι ο έσω άνθρωπος, η πνευματική υπόσταση του ανθρώπου, ο «κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», καθώς γράφει ο απόστολος Πέτρος (Α’ Πετρ. 3,4). Ψυχή κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι ένα από τα δυο συστατικά που συνθέτουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο άνθρωπος κατά τον Μ. Βασίλειο είναι «σύνθετος εκ ψυχής και σώματος». Το σώμα ελήφθη «από της γης», ενώ η ψυχή είναι «ουρανία». Αλλά και κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο Θεός «εξ ορατής τε και αοράτου φύσεως δημιουργεί τον άνθρωπον…., εκ γης μεν το σώμα διαπλάσας, ψυχήν δε λογικήν και νοεράν δια του οικείου εμφυσήματος δους αυτώ».Ψυχή, λοιπόν, είναι αυτή η θεία πνοή με την οποία ο δημιουργός Κύριος μας μετέδωσε το ατίμητο δώρο της ζωής, μας κατέστησε δικές Του εικόνες. Σύμφωνα με το λόγο της Γραφής ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού (Γεν. 1, 26). Το «κατ’ εικόνα» αναφέρεται στην ψυχή, είναι η ψυχή. Όπως διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «το μεν κατ’ εικόνα το νοερόν δηλοί και αυτεξούσιον, το δε καθ’ ομοίωσιν την της αρετής κατά το δυνατόν ομοίωσιν».Ανυπολόγιστη η αξία της ψυχής. ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ το τελευταίο είναι που αποδεικνύει και τη μεγάλη αξία της ψυχής και κατ’ επέκταση του ανθρωπίνου προσώπου. Η ψυχή μας έχει ανυπολόγιστη αξία, διότι προέρχεται κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο «εκ Θεού», είναι θεία και μετέχει «της άνωθεν ευγενείας». Τίποτε δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί με την αξία της ψυχής. Ούτε και ο κόσμος ολόκληρος. Η θεία προέλευση της ανθρώπινης ψυχής την καθιστά μοναδική και ασύγκριτη. «Πας ο κόσμος», γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «ψυχής ουκ αντάξιος. Ο μεν γαρ παροίχεται ( = παρέρχεται), η δε άφθαρτος».Την ασύγκριτη αξία της ψυχής υπογραμμίζει στο σημερινό ευαγγέλιο και ο Κύριος. Θέλοντας να εξάρει την αξία της ψυχής, συγκρίνει την απώλεια της με την κατάκτηση ολόκληρου του κόσμου. Η απώλεια της ψυχής είναι τόσο βαρύ και φοβερό πράγμα, ώστε κι αν ο άνθρωπος κέρδιζε τον κόσμο ολόκληρο, να μην μπορεί να ισοσταθμίσει αυτή την απώλεια. Και η απώλεια αυτή είναι οριστική. Δεν υπάρχει αντάλλαγμα που θα μπορούσε να δώσει ο άνθρωπος για να την ξανακερδίσει.Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την κρίση αυτή του Χριστού; Μόνον ο Χριστός είναι σε θέση να κρίνει και να εκτιμά σωστά. Αυτός μπορεί να κρίνει την αξία του κόσμου, γιατί ο ίδιος τον δημιούργησε. Αυτός και την αξία των ψυχών, γιατί ο ίδιος θυσιάστηκε για να τις εξαγοράσει. Η θυσία του Χριστού πάνω στο σταυρό αποτελεί μια δεύτερη απόδειξη της αξίας της ψυχής μας. Για να εξαγοράσει ο Κύριος τις ψυχές μας, που ήταν αιχμάλωτες του διαβόλου και της αμαρτίας, χρειάστηκε να προσφέρει ως λύτρο το τίμιο αίμα Του. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να μας χαρίσει την ελευθερία μας από το ζυγό της αμαρτίας. Το γεγονός, λοιπόν, ότι ο Κύριος σταυρώθηκε για χάρη μας, αποκαλύπτει την αξία του ανθρώπου. Την ανυπολόγιστη αξία της ανθρώπινης ψυχής.Σκοπός της ζωής η σωτηρία της ψυχής. Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ανθρώπινης ψυχής προσδιορίζει πολύ φυσικά και το χρέος μας απέναντι της. Ο θεμελιώδης σκοπός της ζωής μας είναι να γίνουμε μέτοχοι της θείας ζωής. Να εισέλθουμε στην ετοιμασμένη «από καταβολής κόσμου» Βασιλεία του Χριστού. Είναι αυτό που στην χριστιανική γλώσσα ονομάζουμε σωτηρία της ψυχής.Για την επιτυχία αυτού του σκοπού οφείλουμε να επιδείξουμε πολλή επιμέλεια. «Μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε», συμβουλεύει ο απόστολος Παύλος (Φιλ. 2,12). Πρώτη μας φροντίδα η σωτηρία της ψυχής μας. Πρώτη μας επιδίωξη η ζωή που εμπνέει ο χριστός μας. Πρώτος μας πόθος η είσοδος μας στη θεία Βασιλεία.Προσοχή, μη μας αιχμαλωτίσει η αγάπη του κόσμου. Αυτό που ο ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει «επιθυμία σαρκός» (= φιληδονία), «επιθυμία των οφθαλμών» ( = απληστία) και «αλαζονεία του βίου» ( = υπεροψία που γεννά ο πλούτος) (Α’ Ιω. 2,16). Προσοχή, μη μας παγιδεύσουν τα εφήμερα και τα γήινα κι έτσι λησμονήσουμε την αξία της ψυχής και τον αληθινό σκοπό της ζωής. Αυτό που είναι ανάγκη να θυμόμαστε πάντοτε είναι ότι ο κόσμος παρέρχεται. Και μαζί του όλα όσα επιθυμούν οι άνθρωποι να κατέχουν μέσα σ’ αυτόν. Αντίθετα, αυτός που εκτελεί το θέλημα του Θεού θα ζήσει αιώνια.Ο σταυρός μέτρο της αξίας της ψυχής. ΚΑΤΑ ΤΗ σημερινή Κυριακή, Γ’ των Νηστειών, η Εκκλησία μας προβάλλει τον ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου και μας προσκαλεί να τον προσκυνήσουμε οι πιστοί ευλαβικά. Για ποιό σκοπό; Για να αντλήσουμε δύναμη και έτσι να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τον πνευματικό αγώνα, που διεξάγουμε την ιερή αυτή περίοδο της Τεσσαρακοστής. Ταυτόχρονα ο σταυρός του Κυρίου μας αποκαλύπτει και το μέτρο τόσο της αγάπης του Θεού όσο και της αξίας του ανθρώπου. Είναι τόσο μεγάλη η αγάπη του Θεού και τέτοια η αξία της ανθρώπινης ψυχής ώστε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος να ανεβαίνει πάνω στο σταυρό χάριν της σωτηρίας της!Την ανυπολόγιστη αξία της ψυχής μας καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε κι εμείς και να ζούμε κατά το θέλημα του Κυρίου. Να τον ακολουθούμε πιστά σηκώνοντας με υπομονή κι ελπίδα το σταυρό του χριστιανικού μας χρέους. Έτσι και μόνο θα κερδίσουμε την ψυχή μας, που σημαίνει ότι θα γίνουμε μέτοχοι της αιώνιας και αληθινής ζωής.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ ΑΡΣΙΣ ΣΤΑΥΡΟΥ - ΠΟΘΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΥΘΗΡΩΝ κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ


ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ 
ΑΡΣΙΣ ΣΤΑΥΡΟΥ - ΠΟΘΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΨΥΧΗΣ 
Ἡ Γ' Κυριακή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τῶν Νηστειῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς σήμερα, ἡ Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ὅπως μᾶς εἶναι γνωστή, καί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία  τιμᾶ τήν ἱερή μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Καλλιοπίου καί Ἀκυλίνης (+304) καί τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Γεωργίου Ἐπισκόπου Μυτιλήνης (+θ' αἰ.).
Στό σημερινό ἱερό Ἀνάγνωσμα τοῦ κατά Μᾶρκον Ἁγίου Εὐαγγελίου γίνεται λόγος γιά τήν ἐθελοντική ἄρσι τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ τοῦ κάθε πιστοῦ, ἀφοῦ πρῶτα ἀποφασίσει ἐλεύθερα, μέ τήν θέλησί του, νά ἀκολουθήση τόν Χριστό καί νά ἀπαρνηθῆ τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό του, τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας, πού κουβαλάει ἐπάνω του. Ἀκόμη, ἡ εὐαγγελική αὐτή περικοπή ὁμιλεῖ γιά τήν ὑπέρτατη ἀξία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τό χειρότερο ἀπ' ὅλα εἶναι ἡ πνευματική ζημιά τῆς ψυχῆς. Ὅταν αὐτή ὑπάρχη, τότε ὁ ἄνθρωπος δέν ὠφελεῖται κι' ὅταν ἀκόμη κερδίσῃ ὅλο τόν κόσμο. Γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά δώση κάποιο ἀντάλλαγμα γιά τήν ψυχή του. Ὁ θησαυρός της εἶναι ἀνεκτίμητος καί μοναδικός γιά τόν κάθε ἄνθρωπο.
Γιά τίς δυό αὐτές μεγάλες καί ὑψηλές ἔννοιες : Σταυρός καί αὐταπάρνησις καί ψυχή καί ἡ ἀξία της ὁ ἐκκλησιαστικός διδάσκαλος τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας Νικηφόρος Θεοτόκης λέγει, μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς:.
«Ἀκοῦς θεϊκή σοφία καί πολύ θαυμάσια μεγαλοπρέπεια; Οὔτε ἀναγκάζει, ἄν καί ἔχει τήν δύναμι, οὔτε προστάζει, ἄν καί ἔχει τήν ἐξουσία.Ἀλλά ἀφήνοντας στόν καθένα τό αὐτεξούσιό του ἐλεύθερο, προσκαλεῖ μόνο ὅλους, ἐπειδή ὡς φιλάνθρωπος θέλει τή σωτηρία ὅλων. Ὅποιος, λέγει, μέ τή δική του γνώμη καί προαίρεσι, θέλει νά μέ ἀκολουθῆ, δηλαδή νά ἔρχεται κοντά μου ὡς μαθητής μου καί νά μιμηθῆ τά ἔργα μου, εἶναι ἀνάγκη νά κάνη τρία πράγματα. Νά ἀρνηθῆ τόν ἑαυτό του, νά σηκώση τόν προσωπικό του σταυρό καί νά εἶναι πιστός ἀκόλουθός μου.
          Ἀλλά ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἑαυτός μας; διερωτᾶται. Καί ποιός εἶναι ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου; Ὁ ἑαυτός μας εἶναι ἐκεῖνος, πού ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο ὀνομάζεται «παλαιός ἄνθρωπος». Καί σῶμα τῆς ἁμαρτίας τόν ὀνομάζει ὁ θεῖος Παῦλος, γιατί μετά τήν παράβασι τῶν Πρωτοπλάστων «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γεν. 8,21). Αὐτόν, λοιπόν, τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας, λέγει, ὅτι πρέπει νά ἀρνηθοῦμε .
          Τότε ἀρνούμεθα τούς ἑαυτούς μας, ὅταν φεύγουμε τήν φιλία τῆς σάρκας καί ἀποστρεφόμαστε τίς πονηρές της πράξεις.
          Σταυρός δέ προσωπικός τοῦ καθένα εἶναι ἡ νέκρωσις τῶν παθῶν καί τῶν πονηρῶν του ἐπιθυμιῶν. Τότε λοιπόν σηκώνουμε τόν σταυρόν μας, ὅταν νεκρώσουμε τά πάθη καί τίς κακές μας ἐπιθυμίες.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, λέγει στή συνέχεια, εἶναι ἀθάνατη. Πῶς λοιπόν ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τήν χάση γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου; Πῶς δέ μέ τήν τοιαύτη ἀπώλεια θά τήν σώσῃ; Ψυχή ἐδῶ λέγει ὄχι τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, ἀλλά τίς πονηρές της ἐπιθυμίες. Ἔτσι, λοιπόν, ὅποιος χάσει τίς κακές τῆς ψυχῆς του ἐπιθυμίες, τήν ὑπερηφάνεια, τόν φθόνο, τό μῖσος, τήν ἀσπλαχνία καί τά λοιπά πάθη της, ὄχι γιά ὑποκρισία ἤ φιλοδοξία, ἀλλά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκεῖνος σῴζει τήν ψυχή του στήν αἰώνια ζωή, δηλ. κληρονομεῖ τήν αἰώνια σωτηρία. Ὅποιος δέ περιποιεῖται τίς κακές ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς, ἐκεῖνος θά χάσῃ τήν ψυχήν του, δηλ. τήν παραδίδει στήν αἰώνια κόλασι... Καί προσθέτει πιό κάτω : Ὅποιος θέλει νά σώση τήν ψυχήν του, δηλ. ὅποιος θέλει νά σώσῃ τόν ἑαυτό του, ἐκεῖνος θά θυσιάση ὅ,τι καί ὅσα σχετίζονται μέ τήν ἁμαρτία. Ὅποιος ὅμως θά χάση τόν ἑαυτό του ὄχι γιά τήν ἰσχυρογνωμία του, οὔτε γιά τήν πλάνη τῆς φαντασίας του, ἀλλά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί γιά τά εὐαγγελικά δόγματα, ἐκεῖνος θά σώση τόν ἑαυτό του γιά τήν αἰώνια ζωή».
Ἄς ἀκούσωμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τήν φωνή τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ. Ἄς σηκώσωμε μέ ὑπομονή καί καρτερία τόν προσωπικό μας σταυρό καί ἄς φροντίζωμε ἐπιμελῶς γιά τήν σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας. Ἀμήν.-

Γ’ Κυριακή των Νηστειών – Της Σταυροπροσκυνήσεως. «ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΕΛΘΕΙΝ » Αρχιμανδρίτης Σπυρίδων Πετεινάτος

ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΑ καί Προσκλητήριο.

 Προσκλητήρια πολλά, ποικίλα, από διαφόρους αρχηγούς και ηγέτες ακούσθηκαν στο διάβα των αιώνων ακούγονται και σήμερα. 

Πάνω όμως απ΄όλα αυτά τα ανθρώπινα προσκλητήρια, που καλούσαν και καλούν τους ανθρώπους σε υλικές απολαύσεις και υλιστικά επιτεύγματα, το Προσκλητήριο, το μοναδικό, το υπέροχο, το θείο ακούγεται είκοσι αιώνες τώρα και επαναλαμβάνεται και στην εποχή μας, απευθυνόμενο σε μικρούς και μεγάλους, σοφούς και αγραμμάτους, σε φτωχούς και πλουσίους. 

«Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού ».

Το θείο αυτό Προσκλητήριο έχει δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που είναι ευκαιρία να μελετήσουμε.

Δεν είναι άνθρωπος αυτός που καλεί. Είναι ο Δυνατός κυρίαρχος και εξουσιαστής του σύμπαντος. 

Και όμως η πρόσκλησή του δεν έχει τίποτε το διστακτικό, τίποτε το πιεστικό. 

Ο τραχύς τόνος ταιριάζει στα χείλη των ανθρώπων με το μικρό κύρος και την περιορισμένη δύναμη.

 Ο μεγάλος όμως Ηγέτης, ο Κύριος και Θεός, που ήρθε στην γη « μορφήν δούλου λαβών », δεν αναγκάζει κανέναν να καταταγεί στον στρατό του. Μολονότι ο άνθρωπος είναι το πλάσμα του,είναι το δημιούργημα των χειρών του, στέκεται με λεπτότητα και σεβασμό εμπρός στην προσωπικότητά του.

Ο Κύριος δεν στρατολογεί. Προσκαλεί ο γλυκύς Ιησούς. Διότι θέλει η παράταξή του να αποτελείται όχι από ανελεύθερα ανδράποδα, αλλά από εθελοντές σταυροφόρους. Θέλει αυτοί που συνειδητά θα φέρουν το τιμημένο όνομα του χριστιανού, να νοιώθουν τον χριστιανισμό, όχι σαν αλυσόδεμα, αλλά σαν δύναμη που εμπνέει την καρδιά και ατσαλώνει την θέληση. 

Γι΄ αυτό, λἐει, όποιος θέλει μπορεί να με ακολουθήσει, ν΄ακολουθήσει τον δρόμο που πρώτος βάδισα:

 τον δρόμο της αρετής και της απαρνήσεως του, κάθε τι που υποβιβάζει τον άνθρωπο.

Αυτό είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της θείας αυτής Προσκλήσεως : 

Ο σεβασμός της ανθρώπινης ελευθερίας. 

« Ου βιάζει, ουκ αναγκάζει, αλλ΄έκαστον κύριον της εαυτού προαιρέσεως ποιεί ».

Το δεύτερο χαρακτηριστικό της θείας Προσκλήσεως είναι η ειλικρίνεια του μεγάλου Ηγέτου. 

Από την πρώτη στιγμή που καλεί τους οπαδούς του δεν τους κρύβει την αλήθεια, ούτε προσπαθεί να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα ψευδαισθήσεων και απατηλών ονείρων, όπως συχνά κάνουν όσοι ζητούν να παρασύρουν με το μέρος τους τις μάζες και μάλιστα τους νέους. 

Αυτοί όταν μιλούν στα πλήθη χρησιμοποιούν τις πιο εύηχες λέξεις, τα πιο φαντακτερά συνθήματα. 

Τους μιλούν για την δήθεν δικαιοσύνη, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μουφλαρισμένη αδικία.

 Τους πιπιλίζουν το μυαλό με την δήθεν ελεύθερη ζωή, που οδηγεί όμως στην  υποδούλωση την πνευματική. Τους προτείνουν ανατροπές θεσμών και αξιών.

Αυτό έκαναν και κάνουν πολλοί δήθεν οδηγοί και ηγέτες. 

Αλλ΄ ο Θεάνθρωπος Κύριος κάνει το εντελώς αντίθετο. Απευθύνεται στον εσωτερικό άνθρωπο, όπου βρίσκεται η ρίζα του κακού. Μιλάει στα πλάσματά του με απόλυτη ειλικρίνεια. 

Αποκαλύπτει από την πρώτη στιγμή ότι ο δρόμος στον οποίο τους καλεί είναι ένας δρόμος ανηφορικός.

Αν αποφασίσετε συνειδητά να με ακολουθήσετε, λέει, πρέπει από την πρώτη στιγμή να πάρετε  την απόφαση να αγωνισθείτε, να πολεμήσετε τον κατώτερο εαυτό σας. Όλα εκείνα, που σαν πάθη, σαν κακίες έχουν φωλιάσει μέσα σας, να τα ξεριζώσετε και να βάλετε στην θέση τους την αγάπη, την τιμιότητα, την ειλικρίνεια.

Αυτά λέει ο Αρχηγός και τελειωτής Κύριος με σαφήνεια, καθαρότητα, χωρίς τίποτα ν΄αποκρύψει.

 Και ακόμη ζητάει απ΄όσους ελεύθερα θα τον ακολουθήσουν να σηκώσουν με πίστη,  ελπίδα και χαρά τον σταυρό τους. Κάθε δυσκολία που θα συναντήσουν, κάθε εμπόδιο  για το καλό, να το υπερνικήσουν αγωνιζόμενοι με δύναμη και θάρρος. Κάθε άνθρωπος έχει τον Σταυρό του, μεγαλύτερο ή μικρότερο σταυρό, αυτόν πρέπει να σηκώσει με υπομονή.

Δυστυχώς, όμως μυριάδες είναι εκείνοι οι άνθρωποι που κλείνουν τα αυτιά τους στην πρόσκληση αυτή και ακούνε με προσοχή διαφόρους άλλες προσκλήσεις, που υπόσχονται ελευθερία, ευτυχία, δόξα και μεγαλεία. Και καταντούν ψυχικά ράκη, νοιώθοντας σαν φυλακισμένοι. 

Ποιος θ΄αραδιάσει τα ναυάγια; Ποιος θα μετρήσει τους ναυαγούς; Και ποιος θα βοηθήσει  τους συγχρόνους ανθρώπους ν΄ ακούσουν την θεία πρόσκληση, που καλεί σε ανώτερη ζωή;

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ Του Σεβ.Κερκύρας Νεκταρίου

Ο Τίμιος Σταυρός αποτελεί για μας τους χριστιανούς αφορμή παραδόξου καυχήσεως. Ο Απόστολος Παύλος γράφει χαρακτηριστικά στην προς Γαλάτας επιστολή του: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ. 6,14) (Όσο για μένα δε θέλω άλλη αφορμή για καύχηση εκτός από το σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το σταυρό που πάνω του πέθανε ο κόσμος για μένα κι εγώ για τον κόσμο). Συνήθως ο άνθρωπος καυχάται για τις επιτυχίες στη ζωή του, για τα χαρίσματά του, για ό,τι του δίδει αποδοχή, δόξα και τιμή από τους συνανθρώπους του και τον κόσμο. Και μάλιστα, η καύχηση αποτελεί σημάδι υπερηφανείας, δηλαδή υπεροχής του καυχώμενου έναντι των άλλων.

            Εμείς οι χριστιανοί καυχώμεθα για κάτι που αποτελεί σημείο ταπεινώσεως, ήττας, απορρίψεως, θανάτου. Γιατί πάνω στο Σταυρό, το όργανο της καταδίκης των χειρότερων κακούργων και εγκληματιών, όπου όποιος θανατώνονταν θεωρούνταν «επικατάρατος» (Γαλ. 3, 10-13), σταυρώθηκε ο Θεάνθρωπος Κύριός μας. Επάνω στο Σταυρό φάνηκε ότι ηττήθηκε οριστικά και αμετάκλητα το Ευαγγέλιο, το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού που ο Χριστός έφερε στον κόσμο. Ηττήθηκε η αγάπη που έδειξε. Ηττήθηκε η αποδοχή Του από χιλιάδες ανθρώπους που Τον ακολουθούσαν σε κάθε κήρυγμά Του. Ηττήθηκαν οι ευεργεσίες Του, τα θαύματά Του, κάθε τι που έκανε για να δώσει άλλο νόημα στη ζωή των ανθρώπων. Ηττήθηκε η ανθρώπινη ύπαρξή του, η οποία θανατώθηκε βιολογικά μέσα στον πόνο, το μαρτύριο, την αγωνία, την εγκατάλειψη.

            Είναι, επομένως, πολύ παράδοξο να τιμούμε το όργανο της ατιμώσεως, της ήττας και της αποτυχίας. Όμως το κάνουμε εν επιγνώσει. Διότι γνωρίζουμε ότι για τον καθέναν από εμάς επάνω στον Σταυρό σταυρώθηκε ο κόσμος. Το κοσμικό πνεύμα.  Η αμαρτία που μας χωρίζει από το Θεό. Ο εγωισμός, που μας κάνει να πιστεύουμε ότι είμαστε αυτάρκεις. Το ψέμα που παρουσιάζεται ως αλήθεια. Η καταισχύνη του θανάτου χωρίς ελπίδα. Η ζωή χωρίς νόημα και σκοπό. Γιατί πάνω στο Σταυρό ο Χριστός ανέλαβε όλη την αποτυχία της πεπτωκυίας φύσεώς μας, ακόμη και τον θάνατό της, με τη θέλησή Του, υπακούοντας στον Πατέρα Του και εγκαινιάζοντας έναν καινούριο τρόπο ζωής για τον καθέναν άνθρωπο.

            Καυχώμεθα γιατί στο Σταυρό ελευθερωθήκαμε. Καυχώμεθα γιατί ο Χριστός μας αγαπά προσωπικά και το απέδειξε στο Σταυρό. Καυχώμεθα για την ήττα, γιατί γνωρίζουμε ότι μετά την Σταύρωση έρχεται η Ανάσταση. Γιατί ο Σταυρός είναι η αληθινή δόξα για το Χριστό, καθότι ο Θεός της Αγάπης δεν έχει ανάγκη από την δόξα της δυνάμεως και της εξουσίας, της υποταγής και της ανελευθερίας, αλλά Αυτοπροσφέρεται ως Θυσία και Ζωή.

            Μία προϋπόθεση υπάρχει για να ζήσουμε ως χριστιανοί αυτή την καύχηση: να πεθάνουμε κι εμείς για τον κόσμο. Να σταυρώσουμε -με την ζωή της ασκήσεως, με την πνευματική προσπάθεια, με την αγάπη- τα πάθη μας, την παράδοσή μας στον εγωισμό και την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας που μας χωρίζει από το Θεό και τον συνάνθρωπο, τον εγκλωβισμό μας σε μία ζωή χωρίς ελπίδα και χαρά.

            Ο Σταυρός είναι καύχημα γιατί αποκαλύπτει ότι η αληθινή χαρά και η ζωή βρίσκονται στη θυσία και την αγάπη. Βρίσκονται στην διακονία και όχι στην εξουσία. Και αποκαλύπτει  την πρόταση του Θεού στον άνθρωπο, ο οποίος καλείται να ενταχθεί στη ζωή της Εκκλησίας και να αναζητήσει αυτό τον τρόπο ζωής, που μπορεί να φαντάζει ακατανόητος, ιδίως για την εποχή μας, η οποία αποθεώνει την ισχύ των όπλων, της διαφημίσεως, της καταναλώσεως,  της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά δεν προσφέρει ελπίδα, γιατί μας καθηλώνει στην ματαιότητα του κόσμου.

            Ας χαρούμε πνευματικά την εορτή της Προσκυνήσεως του Τιμίου Σταυρού. Και ας προσπαθήσουμε και ο δικός μας τρόπος ζωής εν τω κόσμω να μας οδηγήσει στην γνήσια εν Χριστώ καύχηση. Όχι διότι υπερέχουμε έναντι των άλλων με τον εγωισμό και την υπερηφάνεια, αλλά γιατί είμεθα κεκλημένοι στη ζωή της αγάπης και της ελευθερίας. Στην καινή κτίση της Βασιλείας του Θεού, η οποία αποκαλύφθηκε στον Γολγοθά και στην Ανάσταση

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...