Έρευνα:πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου
Η αποκριά για το χριστιανικό εορτολόγιο είναι ένας σταθμός. Σταματά
τη μέρα αυτή η κατανάλωση κρέατος,ακολουθεί η εβδομάδα της Τυρινής και
από την «Καθαρή Δευτέρα» αρχίζει η μεγάλη Σαρακοστή, που διαρκεί επτά
εβδομάδες.
Οι αποκριάτικες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, δεν έχουν απολύτως καμιά
σχέση με το χριστιανικό πνεύμα και το χριστιανικό εορτολόγιο, έχουν όμως
πανάρχαιες τις ρίζες . Κι επειδή γινόταν στο τέλος του χειμώνα με τις
αρχές της άνοιξης, καθιερώθηκαν να γίνονται την Αποκριά.
Η αρχή των αποκριάτικων αυτών εκδηλώσεων, όπως και σήμερα συμβαίνει
με τη αναβίωση των εθίμων, γινόταν αισθητή την «Τσικνοπέμπτη». Αυτή την
ημέρα και ο πιο φτωχός έπρεπε να «τσικνώσει τη γωνιά του» αφού κάτι θα
έβρισκε να ψήσει στη φωτιά και η τσίκνα, η κνίσα δηλαδή, θα μοσχοβολούσε
το σπίτι κι όλη τη γειτονιά.
Βασικό χαρακτηριστικό είναι το τρικούβερτο γλέντι. Συγγενείς και
φίλοι τρώνε όλοι μαζί, πίνουν, τραγουδούν, χορεύουν και γλεντούν στα
σπίτια τους, στα κέντρα διασκέδασης, στους οργανωμένους χορούς, στο
καρναβάλι και στους φανούς. Το κύριο γνώρισμα στις εκδηλώσεις αυτές
είναι οι μεταμφιέσεις. Οι μεταμφιεσμένοι έχουν διάφορα ονόματα, αλλά το
κοινότερο που έχει επικρατήσει είναι «Μασκαράδες» και «Καρναβάλια
«.
Η λέξη καρναβάλι δεν έχει αποδεκτή ετυμολογία από όλους, είναι μια
λέξη άγνωστη, υπάρχουν ωστόσο πιθανές ετυμολογίες που δίνουν διάφοροι
λαογράφοι.
Α.Η λέξη «καρναβάλι» παράγεται από τις λατινικές λέξεις carne (κρέας) και vale (χορός).
Μ’ αυτή την ερμηνεία θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε τη λέξη
«καρναβάλι» ως «χορό του κρέατος», απόδοση βεβαίως που δεν σημαίνει και
πολλά πράγματα, εκτός κι αν δεχθούμε ότι πρόκειται για τον… «χορό του
αποχαιρετισμού του κρέατος», μια που κατά κανόνα, σύμφωνα με το
χριστιανικό εορτολόγιο, το καρναβάλι προηγείται της σαρανταήμερης
πασχαλινής νηστείας η οποία επιβάλλει την αποχή εκ του κρέατος.
Β. Μια ετυμολόγηση, η οποία οφείλεται στους Γάλλους
εγκυκλοπαιδιστές του 18ου αιώνα, είναι η άποψη πως το «καρναβάλι»
προέρχεται δήθεν από την ιταλική λέξη carnevale, η οποία αποτελεί
νεώτερη παραφθορά του μεσαιωνικού λατινικού καθολικού όρου
«carnelevamen». Η λέξη αυτή σημαίνει «απόσυρση κρέατος» και ισοδυναμεί
κυριολεκτικά με τον ορθόδοξο ελληνοειδή διαιτολογικό όρο «απόκρεω».
Οι παραπάνω ετυμολογήσεις όμως δεν μας προσφέρουν καμία ερμηνεία
σχετικά με τις μεταμφιέσεις, την γενική ευωχία, τα παιχνίδια, τους
χορούς, τη βωμολοχία, τον εντονότατο ερωτισμό ή την τελική καύση του
βασιλέα Καρνάβαλου, που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των αποκριάτικων
εκδηλώσεων.
Γ.Ο Μ. Βερέττας, σε σχετικό άρθρο του, δίνει την παρακάτω ετυμολογική ερμηνεία της λέξεως «καρναβάλι».
Ετυμολογία της λέξεως «καρ» ή ¨καρν»
Σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας (Θ306,
Π392, ε376, Θ92, ι140, υ75 κ. α.) συναντάμε τη λέξη «καρ» και τα
παράγωγα της με την έννοια της κεφαλής. Σύγχρονη επιβίωση της λέξης
«καρ» είναι βεβαίως η «κάρα», που σημαίνει «κεφάλι» αλλά προπάντων
«νεκροκεφαλή».
Εάν τώρα προσθέσουμε το γράμμα «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε ήδη στη λέξη «κάρνος». Τι σημαίνει η λέξη αυτή;
Η μυθολογία μας πληροφορεί ότι ο Κάρνος ήταν κάποιος μάντης του
Απόλλωνα από την Ακαρνανία, τον οποίο σκότωσε ο Ηρακλείδης Ιππότης, γιος
του Φύλαντος. Οι συγγενείς του Ιππότου αναγκάστηκαν στη συνέχεια να
προσφέρουν μεγάλες θυσίες στον Απόλλωνα προκειμένου να εξευμενίσουν την
οργή του για τον φόνο του Κάρνου. Εμάς όμως εκείνο που μας ενδιαφέρει
εδώ είναι, αφενός να εντοπίσουμε τη ρίζα «καρν» μέσα στο όνομα της κατ’
εξοχήν κτηνοτροφικής Ακαρνανίας, κι αφετέρου να υπογραμμίσουμε πως ο
περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τον Κάρνο και ως Κριό (Λακωνικά 13,4)
γεγονός που δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η λέξη «κάρνος» σημαίνει
«κριός».
Όμως ο Κάρνος δεν ήταν μόνον ο δολοφονημένος απολλώνιος Ακαρνάν
μάντης. Κάρνος λεγόταν επίσης κι ένας αρχαιότατος ποιμενικός, κριόμορφος
και ιθυφαλλικός θεός, προστάτης της γονιμότητας, αντίστοιχος περίπου με
τον θρακικό Πρίαπο. Ουσιαστικά ο Κάρνος ήταν ένας τοπικός
πελοποννησιακός θεός, τόσο των Λακώνων όσο και των Μεσσηνίων, πριν από
την εμφάνιση των Δωριέων. Η δε ιστορία των θρησκειών μας διαβεβαιώνει
(πρβλ. Αιγυπτιακές θεότητες) ότι οι ζωόμορφοι θεοί προηγήθηκαν των
ανθρωπόμορφων.
Επίσης, εκτός από τον μάντη και τον θεό, Κάρνος επίσης λεγόταν κατά
την αρχαιότητα και το νησί Κάλαμος, στο Ιόνιο πέλαγος, απέναντι από τις
ακτές της Ακαρνανίας ( Σκύλακος Περίπλους Ακαρνανίας, 34 και Λεξικόν,
Στέφανου Βυζάντιου). Κάρνος λεγόταν και μια ελληνική πόλη στη Φοινίκη,
στην παραλία των Αραδίων, κτισμένη από κάποιον Κάρνο, γιο του Φοίνικα,
όπου επί αιώνες κόβονταν νομίσματα με την επιγραφή ΚΕΡΑΣ. Η φοινίκεια
Κάρνος μετονομάστηκε επί ρωμαιοκρατίας Αντάραδος και σήμερα λέγεται
Ταρτούς.
Από το ουσιαστικό «κάρνος» (=κριός) παράγεται το επίθετο «κάρνειος»,
που το εντοπίζουμε από πολύ νωρίς ουσιαστικοποιημένο, είτε ως δεύτερη
ονομασία του θεού Κάρνου (Κάρνειος), είτε ως ονομασία κάποιου επίσης
απολλώνιου μάντη Καρνείου, ο οποίος σύμφωνα με τους στίχους της
Σικυώνιας ποιήτριας Πράξιλας (Παυσανίας, Λακωνικά 13,4) υπήρξε γιος του
Διός και της Ευρώπης, ανατράφηκε από την Λητώ και διδάχθηκε τη μαντική
τέχνη από τον Απόλλωνα στο ιερό άλσος της Ίδης, της Τροίας.
Πάνω από όλα όμως, «Κάρνειος» ήταν προσωνυμία του Απόλλωνα, ανάλογη
προς τις προσωνυμίες «Νόμιος», «Επιμήλιος» και «Ποίμνιος» του ίδιου
θεού, υπό την ιδιότητα του ως προστάτη των ποιμνίων και των ποιμένων,
κυρίως στη Λακωνία και τη Μεσσηνία αλλά και στις δωρικές αποικίες της
θήρας, της Κυρήνης και αλλού (βλ. Παυσανίας,Μεσσηνιακά 31,1). Ουσιαστικά
δηλαδή, μετά την εμφάνιση των Δωριέων, ο προϊστορικός Κάρνος ταυτίστηκε
με τον Απόλλωνα σε όλες σχεδόν τις δωρικές κοινωνίες. Ακόμη «Κάρνειος»,
«Καρνείος» ή «Καρνήιος» ήταν το όνομα ενός μηνός των δωρικών
ημερολογίων, αφιερωμένου στη λατρεία του Καρνείου Απόλλωνα και επιγραφές
με το όνομα του μηνός αυτού – τον οποίο ο Πλούταρχος ταυτίζει με τον
αττικό Μεταγειτνιώνα – έχουν βρεθεί στην Σπάρτη και στην Επίδαυρο της
Πελοποννήσου, στον Ακράγαντα της Μεγάλης Ελλάδος, στις Συρακούσες της
Σικελίας, στη Γόρτυνα και στη Κνωσό της Κρήτης, στη Λίνδο της Ρόδου,
στην Κάλυμνο και στη Νίσυρο.
Από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «Κάρνειος» προέρχεται και η
ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια», η οποία τελείτο σε όλες τις δωρικές
πόλεις προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνος, είχε συνήθως διάρκεια εννέα
ημερών και περιελάμβανε μεταξύ των άλλων πάνδημων εκδηλώσεων και αγώνες.
Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι τα γιόρταζαν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο
Γύθειο, στο Οίτυλο, στα Λεύκτρα Λακωνίας, στην Καρδαμύλη, στις Φάρες
Μεσσηνίας, στην Σικυώνα, στο Αργός και προπάντων στο ιερό άλσος με τα
κυπαρίσσια, το λεγόμενο Καρνάσιον ή Καρνειάσιον στη μεσσηνιακή Οιχαλία,
κοντά στην αρχαία πρωτεύουσα Ανδανία. Το άλσος βρισκόταν δίπλα στην όχθη
του ποταμού Χάραδρου και το κοσμούσαν τα περικαλλή αγάλματα του
Κριοφόρου Ερμού, της Αγνής (τοπική ονομασία της Περσεφόνης) και του
Καρνείου Απόλλωνα (βλ. Παυσανίας, Μεσσηνιακά 2,2). Εδώ τα Κάρνεια
εορτάζονταν διαφορετικά, με μεταμφιέσεις και μυστήρια όμοια με της
Ελευσίνας, τα οποία κατά την παράδοση Ίδρυσε ο ελευσίνιος Κούκων γιος
του Κελαίνου, ενώ κατά το πέρας της εορτής ακολουθούσε «πανηγυρισμός».
…Το Καρναβάλι είναι επιβίωση αρχαίων τελετών, όχι όμως
διονυσιακών, αλλά απολλώνιων και μας παραπέμπει σε παλαιότερες
προδωδεκαθεϊστικές πελοποννησιακές αγροτικές τελετές προς τιμήν του
κερασφόρου θεού Κάρνου,προστάτη της γονιμότητας των ποιμνίων και άρα
τιμούμενου, όπως κάθε άλλος γονιμοποιητικός θεός, με προσωπιδοφορίες,
χυδαιολογίες, πανηγυρισμούς και εκστατικούς χορούς υπό την συνοδεία
ερωτικότατων ασμάτων.
Ετυμολογία του δεύτερου συνθετικού της λέξης «Καρναβάλι»
Κατ’ αρχήν το επίρρημα «βάλε» ή «άβαλε» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει
«είθε» και «μακάρι». Έπειτα, μερικές από τις δεκαπέντε και πλέον
σημασίες του ρήματος «βάλλω» έχουν την έννοια του «στρέφω», «σείομαι
πέρα δώθε», «ελαύνω», «φορώ», «προκαλώ», «ρίπτομαι» αλλά και… «φωτίζω».
Από εδώ κι έπειτα περνάμε στο ρήμα «βαλλίζω» που σημαίνει «χοροπηδώ»,
στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηκτός χορός» και «βαλλήν» δηλαδή
«νεαρός ηγεμόνας ή βασιλέας» (απ’ όπου και η… τούρκικη λέξη «βαλής», η
αρχαιογαλλική «val» αλλά και η… χαρτοπαικτική «βαλές») και τέλος στο
επίθετο «βάλιος» που σημαίνει «γοργοκίνητος», «ποικίλος» αλλά και
«κατάστικτος»!…
Με βάση τα προηγούμενα θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι:
– Μια έκφραση του τύπου «καρνάβαλε», θα μπορούσε να σημαίνει «μακάρι
Καρνέ θεέ», ή «είθε Καρνέ θεέ να εκπληρώσεις τις γονιμοποιητικές μας
προσδοκίες για την αύξηση της σοδειάς και των γεννημάτων μας».
– Μια έκφραση του τύπου «καρναβάλλω» θα μπορούσε να σημαίνει
«στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε», κατά τη διάρκεια της σχετικής εορτής,
προς τιμή του θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα.
– Μια έκφραση του τύπου «καρναβαλλίζω» θα μπορούσε να σημαίνει ότι
«χοροπηδώ» στο πανηγύρι του Κάρνου, φορώντας τα κέρατα του θεού ή το
κριόμορφο προσωπείο του, με άλλα λόγια ότι «επιδίδομαι σε
καρναβαλλισμό», στον πηδηκτό δηλαδή χορό του σχετικού γονιμοποιητικού
πανηγυριού. Επίσης σύμφωνα προς τις αρχαίες λατρευτικές συνήθειες οι
λάτρες-φίλοι των θεών κατανάλωναν τα κρέατα του ζώου της θυσίας, ενώ το
δέρμα, τα οστά και τα κέρατα παραδίδονταν στην θυσιαστική πυρά, επάνω
στο βωμό, προς απόλαυση των Αθανάτων. Σε όλη τη διάρκεια της εορτής
μάλιστα θα φερόμουν ως «βάλιος», δηλαδή ως γοργοκίνητος χορευτής.(
Μάριος Βερέττας, Περιοδικό Τ.Μ., τεύχος 102, άρθρο «Καρναβάλι, η
αρχαιότερη Απολλώνια Ελληνική Εορτή»)
Συμπέρασμα
Από τα προηγούμενα συμπεραίνουμε ότι η πηγή του Καρναβαλιού
εντοπίζεται αρχικά στην Πελοπόννησο αλλά και στις απανταχού δωρικές
κοινωνίες. Διότι εκεί τιμούσαν εξαρχής ως γονιμοποιητική δύναμη τον θεό
Κάρνο και που στη συνέχεια ταυτίστηκε με τον Κάρνειο Απόλλωνα.
Θα ήταν λοιπόν παράλογο να αναρωτηθεί κανείς εάν είναι εντελώς τυχαίο
που στην σύγχρονη πελοποννησιακή πρωτεύουσα, την Πάτρα, αναβιώνει κάθε
χρόνο με τόση λαμπρότητα το σύγχρονο Καρναβάλι.
Δ. Η λέξη ¨καρναβάλι» σχετίζεται με τον χοροπηδηχτό
χορό των Σατύρων που είναι μεταμφιεσμένοι ως τράγοι. Έτσι το καρναβάλι
μπορεί να σημαίνει βαλλισμός των κάρνων. Κάρνος κατά τον λεξικογράφο
Ησύχιο είναι κάρνος· φθείρ. βόσκημα, πρόβατον. Έτσι οι τράγοι που είναι
τα βοσκήματα, βαλλίζουν δηλαδή χοροπηδάνε.
Ε. Μια άλλη ετυμολογία είναι η εξής: Η λέξη
“Καρναβάλι», τονίζει ο ερευνητής και λαογράφος Μάνος Φαλτλαιτς, πρέπει
να προέρχεται από τις λέξεις “ΚΟΡΝ”, δηλαδή κέρατο, και “ΒΑΑΛ ή ΒΗΛΟΣ”,
που ήταν η επίσημη ονομασία του Θεού-Βοδιού. Η γιορτή των καρναβαλιών
λοιπόν σημαίνει “ΒΟΪΔΟΚΕΡΑΤΟ” και δόθηκε ειρωνικά για να θυμίζει τη
νίκη των αιγοπροβατοτρόφων εναντίων των βοϊδοτρόφων και του θεού
ΒΑΑΛ.Οι μεταμφιέσεις επικρατούσαν από τα παλιά χρόνια, όχι μόνο στο
Βυζάντιο, που η Αποκριά έπαιρνε πάνδημο χαρακτήρα, αλλά και σε όλη την
Ευρώπη και σε άλλους λαούς. Το καρναβάλι θεωρείται σήμερα υπερεθνική
γιορτή με κοινή καταγωγή κι αφετηρία ανεξάρτητα από τους διαφορετικούς
τρόπους με τους οποίους γίνεται από τόπο σε τόπο. Είναι, κατά τους
εθνολόγους, κατάλοιπο μιας πανάρχαιας γιορτής που έχει τις ρίζες του
στην νεολιθική εποχή.
«Γενικά επικρατεί η γνώμη ότι οι γιορτές αυτές των καρναβαλιών
καθιερώθηκαν για να συμβολίζουν το θάνατο του χειμώνα με τον ερχομό της
άνοιξης και για να προκαλούν οι πρωτόγονοι λαοί με τις μεταμφιέσεις την
«καλή χρονιά» για «καρποφορία και γονιμότητα της γης».
Κυρίαρχο στοιχείο, λένε, των παλιών μεταμφιέσεων είναι οι προσωπίδες
από γιδοτόμαρο και τραγίσια κέρατα ώστε να μοιάζουν με τράγους, που
είναι αρχηγοί των κοπαδιών, στα γκισέμια. Οι μεταμφιεσμένοι φορούν
επίσης κυπριά και κουδούνια όπως τα γιδοπρόβατα και κάνουν άσεμνες
κινήσεις μιμούμενοι τους τράγους. Τα φαγητά που τρώγονται τις αποκριές
είναι κατ’ εξοχήν κτηνοτροφικά ώστε να έχουμε την εβδομάδα της κρεατινής
με κρέατα και της τυρινής με γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα στοιχεία αυτά
συναντιόνται στην Αρχαία Ελλάδα και Αρχαία Ρώμη, όπου γιόρταζαν τα
Κρόνια και τα Σατουρνάλια με τον ίδιο τρόπο και οι εορταστές ντύνονταν
με τραγοτόμαρα μιμούμενοι τους τράγους, τις κατσίκες και τα πρόβατα.
Από τους παλιούς θεούς – ζώα αναδείχτηκαν το βόδι, ο τράγος και το
κριάρι. Τα ζώα αυτά ασκούσαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου και οι
κτηνοτροφικές φυλές ξεχώριζαν σε «Βοοτρόφους» και «Αιγοπροβατοτρόφους».
Σε σύγκρουση, που έγινε μεταξύ των δύο φυλών, υπερίσχυσαν οι
αιγοπροβατοτρόφοι, όπως μαρτυρεί ο μύθος ότι οι Πάνες, οι τραγόμορφοι
θεοί, αιχμαλώτισαν τις ιερές αγελάδες αφού συγκρούστηκαν με το ήρωα της
φυλής των βοοτρόφων.
Η νικήτρια φυλή καθιέρωσε, λένε ερευνητές, τις γιορτές αυτές τιμώντας
τους θεούς της, τα Τοτέμ, και η αμφίεση σε ζώα τράγους αποτελούσε την
επίσημη πανηγυρική φορεσιά με κουδούνια και κυπριά και οι πανηγυριστές
παρίσταναν περισσότερο τον τράγο ως στοιχείο γονιμότητας και ευφορίας.
Κατάλοιπο της μεγάλης σύγκρουσης των δύο φυλών ήταν η καθιερωμένη
παράστασή της, που επικρατούσε παλιότερα: να χωρίζονται δηλαδή οι
καρναβαλιστές σε δύο στρατόπεδα και να συγκρούονται μεταξύ τους χωρίς
λόγο μέχρι θανάτου, για να μην αφήσουν τόπο στους άλλους να περάσουν αν
το δρομάκι ήταν στενό κι έπρεπε κάποια από τις ομάδες να παραμερίσει. Οι
συγκρούσεις αυτές ήταν το κυρίαρχο στοιχείο παντού στις γιορτές του
καρναβαλιού κι είναι πολλές οι περιοχές που φέρουν ονόματα όπως:
Βαρεμένοι στις Γούλες, Κομμένοι στην Αιανή, Ματωμένες πέτρες στα Όντρια,
Κοφτερή Ράχη στη Δραγασιά, και «της Μπίλιως τα Νημόρια» στην Κοζάνη. Οι
πέτρες με τα όπλα που μεταχειρίζονταν παλιότερα στις συγκρούσεις αυτές,
αντικαταστήθηκαν στις μέρες μας με τον ακίνδυνο χαρτοπόλεμο που γίνεται
με σερπαντίνες και κομφετί, ως τελευταία ανάμνηση κι αναπαράσταση των
τρομερών μαχών που έγιναν των αιγοπροβατοτρόφων εναντίων των
βοϊδοτρόφων και του θεού ΒΑΑΛ».(
Η ιστορία του καρναβαλιού.Αριστέας Νταρετζή)
Ε.Τέλος μια άλλη ετυμολογία,που οι λαογράφοι την απορρίπτουν, είναι η
λέξη Καρναβάλι να προέρχεται από τις λατινικές λέξεις «carrus navalis»,
που σημαίνει ναυτικό αμαξίδιο, επειδή ο Θεός Διόνυσος στις γιορτές
ερχόταν με τροχοφόρο καράβι.
ΠΗΓΕΣ.
Α. Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 39, άρθρο «Η Ονοματολογία των Επουράνιων Θεοτήτων» του Γιώργου Ηλιόπουλου.
Β. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΓ΄ σελ. 868).
Γ. Περιοδικό Τ.Μ., τεύχος 102, άρθρο «Καρναβάλι, η αρχαιότερη Απολλώνια Ελληνική Εορτή- Μάριος Βερέττας.
Δ. Διον. Ι. Σιγαλός «Η ΣΠΑΡΤΗ ΚΑΙ Η ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ» Αθήναι 1959.
Ε. Από το Έθνος της Κυριακής, Πατριδογνωσία, Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2003, Τεύχος 91, «Πελοπόννησος».
ΣΤ. Οι ρίζες του καρναβαλιού στην αρχαία Ελλάδα. (24grammata.com)
πηγή