ΕΚΚΛΗΣΙΑἤ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Ἐπισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου
Στήν προσπάθεια συζήτησης, πού πραγματοποιεῖται σχετικά μέ τά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θά ἤθελα νά παραθέσω, τό σύντομο αὐτό ἐκκλησιολογικό κείμενο, τό ὁποῖο ἐπιχειρεῖ νά δώσει ἀπάντηση στήν ἀναγκαιότητα σαφοῦς διαχωρισμοῦ καί διάκρισης, στά ὅρια τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, τῆς χρήσης τῶν ὅρων «Ἐκκλησία» ἤ «Ἐκκλησίες».1
Στά πλαίσια, λοιπόν, τῆς Οἰκουμενικῆς κίνησης διαπιστώθηκε ὅτι «ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν ἔχει τήν ἴδια ἐκκλησιολογική ἔννοια ὅταν χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους γιά τήν Ἐκκλησία τους καί ὅταν χρησιμοποιεῖται γιά νά προσδιορίζουν μή ὀρθόδοξα σώματα. Σ᾽αὐτήν τήν τελευταία περίπτωση μπορεῖ ὁ ὅρος νά σημαίνει, εἴτε μία ἀτελή ἤ ἐλλιπή ἐκκλησιαστική ὀντότητα, εἴτε μία παντελῶς μή ἐκκλησιαστική πραγματικότητα, μία τέτοιου εἴδους ὅμως διάκριση εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα καί τή μή υἱοθέτησή του».
Συνεπῶς, τίθενται ἐνώπιόν μας τά ἐρωτήματα:
«Τί εἶναι Ἐκκλησία; Τί ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία; Πῶς ἐκφράζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας; Ποιό τό περιεχόμενο τῆς ἑνότητας καί τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας; Τί σημαίνει ἡ ἔκφραση ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης καί τί συνεπάγεται αὐτό;».2
Μέ βάση αὐτά τά βασικά ἐκκλησιολογικά ἐρωτήματα, θά ἤθελα νά ἐκθέσω κάποιες θεολογικές σκέψεις μέ βάση καί τό ἐν λόγω κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου.
Ὁἱερός Χρυσόστομοςἀναφερόμενος στόν ὁρισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει ὅτιἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τή συμφωνία καί τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν μελῶν της, ἡ ὁποία ὅμως ἐπιτυγχάνεται γιατί «ὁ Χριστός..... ἐστίν ὁ τῆς ἑνότητος σύνδεσμος».3
Ἔτσι ἡ φύση καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι χριστοκεντρικός μέ τήν ἑξῆς διπλή ἔννοια.
α) Ἡ οὐσία καί ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας προσδιορίζεταιἀπό τήν ἑνότητα μέ τόν Χριστό καί ἐν Χριστῷ, ἀφοῦ, «κεῖθεν ἔχει τό εἶναι καί τό καλῶς εἶναι».
β) Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτυγχάνεται καί φανερώνεται ὅταν «σύσσωμοι πάντες ἀλλήλοις ἐσμέν ἐν τῷ Χριστῷ καί οὐχί μόνον ἀλλήλοις».4
Συνεπῶς, «ἡ προτεραιότητα τοῦ σκοποῦ καί τῆς ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότητα καί ἡ κοινωνία, ὡς γεγονός καί τρόπος ὕπαρξης,καί ὄχι ἡ ἑνότητα καθεαυτήν ὡς αὐτοσκοπός».5
Αὐτή δέ ἡ κοινωνία καί ἑνότητα ἐκφράζεται διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί φανερώνεται ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί πλέον ἡ κοινωνία εἶναι τρόπος ὕπαρξης καί ὄχι ἁπλή ἀναλογία ὁμοιότητας. Ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἱερός Καβάσιλας «σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾽ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη... Οὐ γάρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον, ἤ ἀναλογία ὁμοιότητος, ἀλλά πράγματος ταυτότης».6
Κατ᾽ αὐτό τόν τρόπο ἡ Ἐκκλησία ὡς «τό ἄθροισμα τῶν ἁγίων τό ἐξ ὀρθῆς πίστεως καί πολιτείας ἀρίστης συγκροτούμενον» ἐκδηλώνεται καί φαίνεταιὅπου ὑπάρχει «πίστις καί βίος»καί δέν διασπᾶται, ἀφοῦ «τό αὐτό (σῶμα τῆς Ἐκκλησίας) καί ἕν καί πολλά δείκνυσι».7
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς τό ἄθροισμα ὅσων πιστεύουν, μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, στόν Χριστό, ἀλλά βασικά καί κυρίως, ὁρίζεται ὡς ἑνότητα καί κοινωνία ἐν Χριστῷ, πάντων τῶν μελῶν της, καί ἐκφράζεται ὡς ἑνότητα πίστεως, ζωῆς καί ἀληθείας.
Ὁπότε, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο,εἶναι ἀδύνατη ἡ σχέση ἑνότητας στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας μέ ὅσους βρίσκονται ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδοξίας.Ἐδῶ Ὀρθοδοξία θά πρέπει νά θεωρήσουμετήν ἐν πίστει καί ἐν μυστηρίοις ἐκφραζόμενη ἑνότητακαί κοινωνία καί ὄχι μία ἁπλῶς ὁμολογιακή ἰδεολογία.8
Μέ βάση τά παραπάνω καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι «σήμερα οἱ ἔννοιες ἑνότητα καί καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό προσδιοριστικοί ὅροι τοῦ περιεχομένου τῆς Ἐκκλησίας τείνουν νά καταστοῦν αὐτοσκοπός τοῦ περιέχοντος χωρίς ὅμως κάτι τό οὐσιαστικό, μέ ἀποτέλεσμα, ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, νά συγχέεται πολλές φορές τό οὐσιῶδες μέ τό ἐπουσιῶδες, τό διαχρονικό μέ τό περιστασιακό».9
Κατά συνέπεια, «ὁποιοσδήποτε βιασμός», γιά συσχετισμό ἀνομοίων πραγμάτων καί καταστάσεων, μεταξύ τῶν σαφῶν ὁρίων τοῦ «τί εἶναι Ἐκκλησία» καί τοῦ «ἔχειν στοιχεῖα ἐκκλησιολογικά», δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει τήν πραγματικότητα, ἀλλά καί οὔτε νά ὁδηγήσει στήν ἑνότητα καί κοινωνία.
Διότι τό μέν πρῶτο, «τί εἶναι Ἐκκλησία», σύμφωνα καί μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁριοθετεῖ τό γεγονός τῆςἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, μέ κέντρο τή Θεία Εὐχαριστία, μέσω τῆς ὁποίας ἐκφράζεται καί ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας10(πρβλ. Νικολάου Καβάσιλα: «Οὐ γάρ τήν τοῦ Χριστοῦ περί ἡμᾶς πρόνοιαν καί παιδαγωγίαν καί τήν ἡμῶν ὑποταγήν πρός αὐτόν βουλόμενος δηλῶσαι, τόν μέν κεφαλήν, ἡμᾶς δέ σῶμα προσεῖπεν, ὥσπερ καί ἡμεῖς τούς τῶν συγγενῶν ἤ φίλων μέλη καλοῦμεν, ὑπερβολή χρώμενοι· ἀλλ᾽αὐτό ἐκεῖνο σημαίνων ὅπερ ἔλεγεν, ὅτι τούς πιστούς ἤδη διά τό αἷμα τοῦτο ζῶντας τήν ἐν Χριστῷ ζωήν, καί τῆς κεφαλῆς ὡς ἀληθῶς ἐκείνης ἐξηρτημένους, καί τοῦτο περικειμένους τό σῶμα, διά ταῦτα οὐδέν ἀπεικός ἐνταῦθα διά τῶν μυστηρίων τήν Ἐκκλησίαν σημαίνεσθαι»11).
Τό δέ δεύτερον, «ἔχειν στοιχεῖα ἐκκλησιολογικά», ἁπλῶς προσδιορίζει μόνο τό σκοπό καί τή μέθοδο προσέγγισης τῶν ἐκκλησιολογικῶν θεμάτων.12Συνεπῶς, ἐκκλησιολογικά εἶναι λάθος ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία (ἐννοεῖται γιά ἄλλους χριστιανικούς ὀργανισμούς ἤ ὁμολογίες) χωρίς τό προσδιοριστικό του περιεχόμενο.Ὁ ὅρος αὐτός ἐκκλησιολογικά ἀποκαλύπτει καί καθορίζει τήν ποιότητα τῆς μία πίστεως καί ζωῆς (Ὀρθοδοξία), ἡ ὁποία σημαίνεται καί πιστοποιεῖται, διά τῆς κοινωνίας, ἐν τοῖς μυστηρίοις. Ὁπότε ὅταν χρησιμοποιεῖται σέ ἐκκλησιολογικά κείμενα πρέπει νά εἶναι σαφής καί ἀδιαπραγμάτευτος, διότι διαφορετικά θά ὁδηγήσει σέ θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά ἀδιέξοδα.
1 Πρβλ. Γ. Γαλίτη, «Ἠ Ἐκκλησία καί οἱ ἐκκλησίες», Γρηγόριος Παλαμᾶς 77 (1994), 529-550
2 Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου, Ἡ περί ἑνότητας καί καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου μέ βάση τήν Παύλεια ἐκκλησιολογία καί ἡ οἰκουμενική σημασία της. Ἀνάτυπο ἀπό τόν Τόμο Πρακτικά Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἀπό τόν Ἀποστόστολο Παῦλο στόν Ἱερό Χρυσόστομο», Βέροια 2007 (σελ. 239-252)
3 PG61, 616. PG74,560
4 PG62, 344. PG74,560.Πρβλ. ΜητροπολίτουΜεσσηνίας Χρυσοστόμου, ὅ.π, σελ. 244
5 Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, ὅ.π, σελ. 245
6 PG150,452
7 Ἀθανασίου Γιεφτιτς, Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομο, Ἀθήνα 1984, (ἔκδ. Γρηγόρη), σελ. 110. PG78, 685. PG52,397
8 Ἀθανασίου Γιεφτιτς, ὅ.π, σελ. 141
9 Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, ὅ.π., σελ. 249
10 PG51,229. 59,463
11 PG150,453
12 Πρβλ. Ἰωάννη Ζηζιούλα, (Μητροπολίτη Περγάμου), «Ἡ Ἐκκλησία ὡς Κοινωνία», Καθ᾽ Ὁδόν, 10 (1995), 41-53. Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, ὅ.π., σελ. 250-251.