Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ξένοι καί παρεπίδημοι στόν κόσμο αὐτό. Ἀλλά ἡ γοητεία τῆς ζωῆς αὐτῆς καί οἱ πειρασμοί μᾶς κρύβουν ἀπό τά μάτια τῆς ψυχῆς τήν μέγιστη αὐτή ἀλήθεια καί μᾶς προσκολλοῦν σέ πρόσωπα καί πράγματα, σέ ἔργα τῆς ματαιότητας. Ὁ ἀληθινός ὅμως χριστιανός ἔχει κατανικήσει, κατανικᾶ ἀδιάκοπα, μέ πόνους καί στερήσεις τή μαγεία τοῦ πρόσκαιρου αὐτοῦ κόσμου γιά ν’ ἀφοσιωθεῖ στό Χριστό. Ἐκεῖνος μονάχα ἀγωνιζόμενος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ ζωή αὐτή εἶναι μιὰ ἐξορία γιά τόν πιστό, ἕνας τόπος δοκιμασιῶν πικρίας καί πώς ἡ ἀληθινή του πατρίδα εἶναι ἡ ἄλλη ζωή• εἶναι ὁ Θεός πού μέ τήν ἀγάπη καί τή Χάρη του κρατᾶ τή χριστιανική ψυχή ὀρθή καί ἀνθεκτική. Ἔχει δικαίωμα κι ὁ χριστιανός νά ζήσει νά χαρεῖ τή ζωή αὐτή ἀλλά χωρίς ν’ ἀφοσιωθεῖ, χωρίς νά περιμένει τίποτε ἀπό τόν ἐδῶ κόσμο. Ἡ ἐλπίδα του, ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀφοσίωσή του εἶναι σταθερά δοσμένα στό Θεό. Καί χωρίς Αὐτόν, ἡ ζωή εἶναι ἔρημος καί ἐξορία.
Στή «Μίμηση τοῦ Χριστοῦ». τοῦ Τόμας Κέμπις, διαβάζουμε: «Ὅπου βρίσκεται ὁ Ἰησοῦς, ὅλα πηγαίνουν καλά καί τίποτε δέ φαίνεται δύσκολο. Ἀπ’ ὅπου ὅμως ἀπουσιάζει, ὅλα εἶναι ὀχληρά καί κουραστικά. Κάθε λογῆς παρηγοριά εἶναι χωρίς ἀξία, ἄν ἡ φωνή τοῦ Ἰησοῦ δέν φθάνει ὡς μέσα μας. Ὡστόσο, καί μία μονάχα λέξη του εἶναι ἀρκετή νά μᾶς παρηγορήσει ἀπόλυτα. Δέ σηκώθηκε ἀμέσως ἡ Μάρθα ἀπό τόν τόπο ὅπου ἔκλαιγε ὅταν ἡ Μαρία τῆς εἶπε: ὁ Διδάσκαλος πάρεστι καί φωνεῖ σε.; Μακαρία ἡ ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς σέ προσκαλεῖ ἀπό τά δάκρυα στήν πνευματική χαρά. Πόσο στεγνή καί ἄγονη εἶναι ἡ ζωή σου χωρίς τόν Ἰησοῦ! Καί πόσο ἀνώφελο καί μάταιο νά ζητᾶς ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τόν Ἰησοῦ! Εἶναι μεγαλύτερη ζημιά, παρά ἄν εἶχες κι ἔχανες ὁλόκληρο τόν κόσμο. Τί μπορεῖ τάχα νά σοῦ δώσει ὁ κόσμος χωρίς τόν Ἰησοῦ; Χωρίς αὐτόν ἡ ζωή εἶναι μία κόλαση ἀνυπόφορη. Μέ τόν Ἰησοῦ, εἶναι παράδεισος τερπνός».
Χωρίς τό Χριστό ἡ ζωή δέν θά εἶχε κανένα νόημα. Ἐκεῖνος ἀρδεύει τή ψυχή μέ τίς δωρεές τῆς ἀγάπης του, τήν κάνει ἱκανή ν’ ἀκούει τό θέλημά του καί νά ὑποτάσσεται. Καί νά μή ἐλπίζει, παρά μονάχα σ’ Αὐτόν. Ἔτσι, ἡ ζωή αὐτή φαίνεται ἀληθινή ἐξορία. Γιατί ἡ ἕνωση ἀγάπης τῆς ψυχῆς μέ τόν Κύριό της κάθε τόσο κινδυνεύει, κάθε τόσο διακόπτεται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ. Γιατί κάθε τόσο, ἡ γοητεία τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἐφορμᾶ καί ζητεῖ νά πλανέψει τή ψυχή, νά τήν ὑποδουλώσει στά ἐγκόσμια, νά σβήσει ἀπό μέσα της τόν ἀκοίμητο λύχνο τῆς ἐλπίδας της στό Θεό.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέει: «Οἱ Χριστιανοί σά νήπια νιώθουν καί κοιτάζουν τόν κόσμο κατά τό μέτρο τῆς χάρης, γιατί εἶναι ξένοι πρός αὐτό τόν κόσμο, καί ἡ πόλη καί ἡ ἀνάπαυσή τους εἶναι ἄλλη. Γιατί ἔχουν οἱ χριστιανοί τή παρηγοριά τοῦ πνεύματος, δάκρυα καί πένθος καί στεναγμό, καί αὐτά τά δάκρυα εἶναι χαρά γι’ αὐτούς. Ἔχουν καί φόβο καί χαρά κι ἀγαλλίαση. Κι ἔτσι, εἶναι σάν ἄνθρωποι πού κρατᾶνε στά χέρια τούς τό αἷμα τους τό ἴδιο, μή ἔχοντας θάρρος στόν ἑαυτό τους εἴτε νομίζοντας πώς εἶναι κάτι τι, ἀλλά ὄντας παραπεταμένοι καί παραριγμένοι περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτός ὁ κόσμος πού φαίνεται μέ τά μάτια, ἀπό τόν ἄρχοντα ὡς τό φτωχό, βρίσκεται σέ θόρυβο, σέ ἀκαταστασία καί σέ πόλεμο, καί κανένας ἀπό αὐτούς δέν ξέρει τήν αἰτία, δηλαδή, πώς τό κακό μπῆκε στό κόσμο μέ τή παρακοή, τό κεντρί τοῦ θανάτου».
Εὐτυχῶς πού σέ αὐτή τή σκληρή ἐξορία πού ζοῦν, ἔχουν οἱ Χριστιανοί τήν παρηγοριά τοῦ Πνεύματος. Γιατί οἱ πίκρες πού περνοῦν εἶναι βαθιές καί ἔντονες. Οἱ ἀπογοητεύσεις πού γεύονται ἀπό τήν κακία, τήν ὑποκρισία, τό φθόνο καί τήν ἀφιλία τῶν ἀνθρώπων πού βρίσκονται κοντά τους, ἀκόμα καί τῶν συγγενῶν τους, θά τούς εἶχαν βυθίσει σέ δεινή ἀπελπισία. Ἀλλά νά, πού ὁ Θεός ρίχνει πλούσιο κι ἐγκαρδιωτικό φῶς στά στήθη τους, τούς παρηγορεῖ, ἐπιδένει τίς πληγές τους καί τούς μαθαίνει τό μέγιστο μάθημα• τό μάθημα τῆς ματαιότητας τοῦ κόσμου τούτου καί τῆς ξενιτιᾶς τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου, τό μάθημα τό μυστικό τοῦ ἔρωτα πρός Αὐτόν πού εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῶν πάντων. Ἡ μέσα τους πίκρα, ἡ θλίψη καί ἡ ἀποκαρδίωση γίνεται γλυκύς καρπός ἀγάπης καί ἀφοσίωσης πρός Αὐτόν.
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἔγραφε: «Βρισκόμαστε κι ἐμεῖς στήν κατάπικρη ἔρημο τῆς Μερράν. Στό τόπο δηλαδή τοῦ πόνου. Ποιός, λοιπόν, Μωϋσῆς ὑπάρχει καί γιά μᾶς πού νά προσπέσουμε στά πόδια του καί νά τοῦ ἐξομολογηθοῦμε τό καημό καί τή δυστυχία μας; Ποιός εἶναι ὁ μεσίτης πού θά παρακαλέσει καί γιά μᾶς τόν Κύριο; Μέ ποιό τρόπο θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γλυκάνουμε τό πικρό φαρμάκι ποὺ ποτιζόμαστε; Ποῦ θά βρεθεῖ καί γιά μᾶς, ὅπως τότε γιά τούς Ἑβραίους, μιὰ χώρα δροσόλουστη καί κατάρρυτη σάν τήν Αἰλείμ, πού νά μᾶς παρηγορήσει καί νά μᾶς ξεκουράσει; Διψοῦν οἱ Χριστιανοί στή ζωή μας αὐτή τά γλυκύτατα νάματα τοῦ θείου λόγου, μά δέν βρίσκουνε τρεχούμενες πηγές γιά νά πιοῦνε καί νά σωθοῦνε. Ὅπου καί νά πᾶνε, ὅπου καί νά γυρίσουνε τά μάτια τους, βλέπουν μπροστά τους αὐτή τή Μερρὰν καί τά πικρά νερά της νά κυλοῦνε. Νερά φαρμακερά, πού φέρνουνε τήν ἀρρώστια καί τό θάνατο. Ἄν βγοῦν στήν ἀγορά, δέν ἀκοῦνε παρά ψέματα καί λόγια πανούργα. Καί δέ βλέπουμε τίποτε ἄλλο παρά πλεονεξία καί φιλοχρηματίες. Ἄν πάλι πλησιάσουνε στ’ ἀρχοντικά, δέ μαθαίνουν καί δέ διδάσκονται παρά ραδιουργίες καί σοφιστεῖες, καί ἁρπαγές, καί ἀδικίες. Κι ἄν μποῦνε σέ φτωχικά σπίτια κι ἐκεῖ παραδείγματα φαυλότητας καί ἄτακτης ζωῆς… Ἐπιστάτα! ποῦ νά πορευθοῦμε; σύ μπορεῖς νά μᾶς πεῖς λόγια αἰώνιας ζωῆς, Ἄνοιξε, λοιπόν, τίς πηγές τῆς σωτηρίας καί δρόσισε τή φλογερή μας δίψα γιατί καιγόμαστε καί δέν ἀντέχουμε πλέον οἱ δυστυχισμένοι».
Ἀφοῦ ἀρκετά ἐξαπατηθοῦν ἀπό τό κόσμο καί πικραθοῦν, καί πληγωθοῦν ἐσωτερικά, πρέπει οἱ χριστιανοί νά τό πάρουν ἀπόφαση: νά μή περιμένουν σχεδόν τίποτα ἀπό τό κόσμο αὐτό, ἀλλά νά περιμένουν τά πάντα ἀπό τό δωρεοδότη Κύριο. Στό τόπο αὐτό τῆς ἐξορίας πού εἶναι ἡ ζωή αὐτή, θά βασανιστοῦν, θά πειρασθοῦν, θά ἀπομείνουν μονάχοι, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀντέξουν ὅλους αὐτούς τούς πειρασμούς, ν’ ἀπαρνηθοῦν τ’ ἀγαθά τῆς φθαρτῆς αὐτῆς ζωῆς γιά νά κερδίσουν τήν ἀγάπη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Στόν «Λειμώνα» τοῦ Ἰωάννη Μόσχου διαβάζουμε: «Κάποιος ἀββᾶς, μᾶς διηγήθηκε καί μᾶς εἶπε: Ἄκουσα ἀπό τόν πατέρα Ἰωάννη τόν Μωαβίτη ὅτι ἔμενε στήν Ἁγία Πόλη μιὰ μονάστρια πού ἦταν πολύ εὐλαβική καί πρόκοβε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τή φθόνησε λοιπόν ὁ διάβολος τήν ἁγία αὐτή κόρη κι ἔβαλε σ’ ἕνα νέο, σατανικό ἔρωτα γι’ αὐτή. Ἡ θαυμαστή ὅμως ἐκείνη κόρη, ὅταν εἶδε τήν ἐπιβολή τοῦ διαβόλου καί τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τοῦ νέου ἐξαιτίας της, πῆρε ἕνα ζεμπίλι μέ βρεγμένα κουκιά καί τράβηξε στήν ἔρημο γιά νά γλυτώσει καί τή ψυχή τοῦ νέου ἀπό τόν πονηρό, καί τόν ἑαυτό της στήν ἀσφάλεια τῆς μοναξιᾶς. Ὕστερα ἀπό πολλά λοιπόν χρόνια -ἀπό οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καί γιά νά μή ἀπομένει ἄγνωστη ἡ ἐνάρετη πολιτεία της- τήν εἶδε ἕνας ἀναχωρητής στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη καί τῆς εἶπε:
– Τί κανείς μητέρα μου, μέσα σ’ αὐτή τήν ἐρημιά;
Κι αὐτή, ἐπειδή ἤθελε ν’ ἀποφύγει νά πεῖ τήν ἀλήθεια στόν ἀναχωρητή, τοῦ ἀποκρίθηκε:
-Συγχώρεσέ με, πατέρα μου, γιατί ἔχασα τό δρόμο μου. Κάνε ὅμως, γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔλεος καί δεῖξε μου τή στράτα.
Αὐτός ὅμως πού ἀπό φώτιση τοῦ Θεοῦ κατάλαβε τήν ἀλήθεια, τῆς εἶπε:
-Οὔτε τή στράτα σου ἔχασες, οὔτε καί ζητᾶς ἄλλο δρόμο. Πές μου μέ εἰλικρίνεια, τήν ἀφορμή πού σ’ ἀνάγκασε νάρθεις ἐδῶ.
Κι ἐκείνη τότε ὁμολόγησε τήν ἀλήθεια. Κι ὁ Γέροντας τήν ξαναρώτησε:
- Καί πόσο καρό ἔχεις ἐδῶ;
Κι αὐτή τοῦ ἀπάντησε:
-Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δεκαεφτά χρόνια.
Καί τῆς ξαναλέει ὁ ἀναχωρητής:
-Ἀπό ποῦ βρίσκεις τροφή;
Τότε αὐτή τούδειξε τό ζεμπίλι καί εἶπε:
-Κοίταξε αὐτό τό ζεμπίλι πού εἶναι μπροστά σου. Μέ συντρόφευσε ἀπό τότε πού ἦλθα μέ τά λιγοστά αὐτά βρεχτοκούκια. Κι ὁ ἅγιος Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι γιά μένα τήν ταπεινή, ὥστε χρόνια τώρα ὁλόκληρα τρώγω ἀπό αὐτά κι ὅμως δέ λιγόστεψαν. Καί μάθε ἀκόμα, Πατέρα μου, καί τοῦτο: ὁ Πανάγαθος Θεός μέ σκέπασε μέ τέτοιο τρόπο πού στά δεκαεφτά αὐτά χρόνια εἶναι σήμερα ἡ πρώτη φορά πού μέ βλέπει ἀνθρώπου μάτι. Ἐγώ ὅμως τούς ἔβλεπα ὅλους.
Κι ὁ ἀναχωρητής δόξασε τό Θεό».
Μέ τέτοια θαυμαστή δύναμη ἀπάρνησης ζοῦσαν ἄλλοτε οἱ χριστιανοί. Ἤξεραν πολύ καλά πόσο ἄξενη γιά τά πνευματικά πετάγματα εἶναι τούτη ἡ ζωή, τούς εἶχαν ποτίσει πίκρα καί πόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἐκεῖνοι εἶχαν ἀποφασίσει κι εἶχαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ προετοιμαστεῖ νά ὑποστοῦν αὐτή τήν ἐξορία, κι ἀκόμη περισσότερες θυσίες νά προσφέρουν γιά νά μπορέσουν νά συζήσουν μυστικά μέ τό Θεό. Ἐκεῖνος ἦταν ἡ σταθερή τους ἐλπίδα, τό μοναδικό φῶς μέσα στή μαύρη καί χαμηλή ζωή τοῦ κόσμου τούτου. Σήμερα, αὐτό τό πνεῦμα ὅλο καί περισσότερο σπανίζει ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Συμφιλιωμένοι μέ τόν κόσμο, λένε πώς πιστεύουν στό Χριστό, πώς εἶναι δικοί Του, ἀλλά λαχταροῦν τά ἐγκόσμια πράγματα, ἐνδιαφέρονται γιά τιμές, γι’ ἀξιώματα καί γιά πλούτη, μέ τήν ἴδια μανία πού δείχνουν γι’ αὐτά τ’ ἀπατηλά πράγματα οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Ἄλλοτε, τά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕτοιμα ν’ ἀναχωρήσουν τήν κάθε στιγμή ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Σήμερα, χωρίς νά τό λένε, μέ τά ἔργα τους, δείχνουν πώς ἔχουν μυστικά συμμαχήσει, ἐνδιαφερόμενοι γιά τόν ἔπαινο τῶν πολλῶν, ἐνῶ ὁ Κύριος βροντοφωνεῖ ὅτι ἀφοῦ Ἐκεῖνον μίσησε ὁ κόσμος, δέ μπορεῖ παρά νά μισήσει καί τούς ὀπαδούς Του.
Ὁ Φώτης Κόντογλου ἔγραφε: «Ὅποιος ἀξιώθηκε ν’ ἀγαπήσει τό Θεό, δηλαδή ν’ ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Θεό, χωρίζει ἀπό τόν κόσμο, ἐπειδή δέν παραδέχεται τή σοφία του κι ὁ κόσμος τόν μισεῖ καί τόν κοροϊδεύει. Τόν βγάζει τρελό γιά νά μή χάσει τήν πίστη του στή δική του λογική καί νιώσει τή δική του ἀθλιότητα. Ἔτσι θά γίνεται στόν αἰώνα, γιατί δέ θά ξημερώσει ποτέ ἡ μέρα πού θά καταλάβει ὁ κόσμος πώς αὐτοί οἱ τρελοί δέν εἶναι τρελοί γιατί τότε θά ἔρθει στή γῆ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή δέ θά ὑπάρχει κανένας πονηρός γιά νάναι καί τά μάτια τοῦ πονηρά ἀλλά ὅλοι θάναι ἀθῶοι σάν παιδιά. Μά τοῦτο δέν θά γίνει ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο, ὅπως εἶπε τό ἀλάθευτο στόμα τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός μιλᾶ στούς ἀνθρώπους ἁπλά καί καθαρά, κι ἐμεῖς οἱ πονηροί κάνουμε πώς δέν καταλαβαίνουμε. Μᾶς ἐξαγόρασε μέ τόν θάνατό του, μᾶς ἀνάγγειλε τήν αἰώνια ζωή καί μᾶς δίδαξε νά ἑτοιμάσουμε τόν ἑαυτό μας γι’ αὐτή, κι ἐμεῖς γυρίσαμε τή διδαχή του στά δικά μας θελήματα καί δέν πάψαμε νά πιστεύουμε μονάχα σέ τούτη τή ζωή»,
Ἡ διδαχή τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής: στό κόσμο αὐτό θά ἔχουμε θλίψεις, θά ζοῦμε σ’ ἐξορία, θά μᾶς μισοῦν καί θά μᾶς καταδιώκουν. Πρέπει νά σφίγγουμε τή καρδιά μας, ν’ ἀντέχουμε τίς δοκιμασίες χωρίς νά ἐκπλησσόμαστε, χωρίς ν’ ἀδημονοῦμε, ἀκόμα κι ὅταν πρόκειται γιά δοκιμασίες καί πίκρες ἀπροσδόκητες, πού προέρχονται ἀπό «ἐν Χριστῷ» ἀδελφούς μας, ἀπό ἐκείνους πού θά ἔπρεπε νά μᾶς βοηθούv μέ τήν ἀγάπη καί τήν εὐλογητή ἐπιείκειά τους. Ὁ κόσμος αὐτός εἶναι ἔρημος καί μοναξιά. Καί μονάχα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει τήν ἀντοχή νά ζοῦμε, ν’ ἀγαποῦμε τούς ἄλλους καί μάλιστα τούς ἐχθρούς μας, νά πράττουμε τό καλό, ὁ καθείς κατά τό μέτρο τῆς δωρεᾶς πού ἔλαβε, καί νά προσκαρτεροῦμε τήν ὥρα πού θ’ ἀστράψει ἐμπρός μας ὁ Θεός σέ ὅλη του τή δόξα.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐπειδή ὁ Θεός τῶν θεῶν καί ὁ Κύριος τῶν κυρίων ἔκαμε τή ψυχή σου γιά κατοικία καί ναό ἰδικόν του, πρέπει νά τήν ἔχεις εἰς τόσον μεγάλη τιμήν ὅπου νά μή τήν ἀφήσεις νά χαμηλώσει καί νά ἀποκλίνει εἰς ἄλλα πράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες καί οἱ ἐλπίδες σου ἄς εἶναι πάντοτε εἰς τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἄν δέν εὕρη τήν ψυχήν, δέν θέλει ἔλθη νά τήν ἐπισκεφθῆ. Αὐτός τήν θέλει μοναχήν ἀπό λογισμούς, καί ὅσον ἠμπορεῖ μοναχήν παντελῶς ἀπό ἐπιθυμίας καί πολύ περισσότερον, μοναχήν ἀπό τήν ἰδίαν της θέλησιν… Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία τῆς καρδίας καί μοναξιά• τό νά μή δεσμεύεται μέ τόν νοῦν ἤ τήν θέλησιν εἰς κανένα πράγμα. Λοιπόν, ἄν δώσης εἰς τόν Θεόν τήν ψυχήν σου οὕτω λελυμένην, ἐλευθερίαν καί μοναχήν, θέλεις ἴδη θαύματα ὅπου αὐτός θέλει ἐνεργήση εἰς αὐτήν».
Ὅσο ἐνδιαφέρει τόν αὐθεντικό χριστιανό ὁ κόσμος, οἱ χαρές τοῦ κόσμου, τά ἀγαθά τῆς ζωῆς αὐτῆς, τόσο καί ἡ ψυχή τοὒ δεσμεύεται ἀπό τή γοητεία τῶν πρόσκαιρων καί χάνει τήν ἐλευθερία ἐκείνη πού τήν ὠθεῖ πρός τό θρόνο τοῦ Κυρίου της. Ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ καί ἡ καρδιά σου, λέει τό Εὐαγγέλιο. Χρειάζεται, λοιπόν, μακρυά ἀπό συναισθηματισμούς καί ρηχές, ἀνούσιες ἠθικολογίες, ν’ ἀναρωτηθεῖ γενναῖα ὁ χριστιανός ποῦ βρίσκεται στ’ ἀλήθεια ὁ θησαυρός του: στή ζωή αὐτή, στίς τιμές, στό χρῆμα, στή δόξα, στίς ἡδονές ποῦ προσφέρει ὁ κόσμος, ἤ ψηλά, στόν οὐρανό; Τόν οὐρανό, τό Θεό πού τόν γεμίζει μέ τό μεγαλεῖο του, δέ μπορεῖ κανείς νά τόν κατακτήσει ἄν δέν ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ τά ἐγκόσμια, ἄν δέν ἀντικρύσει τή ζωή αὐτή ὡς ξένος, ὡς ἐξόριστος, Ὅσο ὁ χριστιανός κερδίζει στό κόσμο αὐτό, τόσο χάνει στόν ἄλλο. Κι ὅσο ἀποξενώνεται ἀπό αὐτόν ἐδῶ τό κόσμο, τόσο περισσότερο προσεγγίζει ψηλά, στό Θεό, στήν ἀληθινή του πατρίδα.