Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 09, 2014

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά - Ομιλία εις την Κυριακή Θ΄ Ματθαίου

Ο Ιησούς Χρι­στός ανάγκασε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο και να μεταβούν στην απέναντι όχθη πριν από αυτόν. Αφού έθρεψε προηγουμέ­νως σωματικά τις πέντε χιλιάδες, αποστέλλει τώρα τους μαθητές στην τρικυμιώδη θάλασσα των Εθνικών, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, αντιμετωπίζοντας παντός είδους πειρασμούς. Η γνη­σιότητα της πίστεως στον Θεό χαρίζει υπομονή στους πειρα­σμούς, και αυτή πάλι τελειοποιεί την πίστη.

 Οι άνθρωποι βέβαια λυπούνται για τους πειρασμούς, που έπρεπε να χαίρονται, και «παρ’ εμού», λέγει ο ομιλητής, «ταύτην μάλιστα ζητείτε την άνεσιν των σωματικών πειρασμών, ης εγώ μάλλον καταφρονήσας προς ύμας ήλθον συμπάσχειν υμίν αιρούμενος». Ήταν περίο­δος θλίψεως των Θεσσαλονικέων, πιθανώς λόγω πολιορκίας.

1. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει, «να το θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη χαρά εάν περιπέσετε σε διάφορους πειρασμούς». Δεν είπε απλώς να "χαίρεσθε", αλλά «να το θεωρήσετε μεγάλη χαρά», πα­ραινώντας όχι να είναι κανείς αναίσθη­τος προς τα οδυνηρά πράγματα, γιατί αυτό είναι αδύνατο, αλλά εισηγείται να θεωρεί επικρατέστερο τον θεάρεστο λογισμό. Είπε, «κάθε χαρά», δηλαδή τέλεια, μέγιστη, ανελλιπή, και μάλιστα όταν οι πειρασμοί είναι ποικίλοι.

Γιατί; Επειδή με την υπομονή των πειρασμών γυμναζόμαστε και γινόμαστε και δοκιμώτεροι στα σχετικά με τον Θεό. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και αναγνωριζόμαστε ως ευδόκιμοι. Γιατί αυτό λέγει και η Σοφία Σολομώντος για τους αγίους· «ότι υπέβαλε ο Θεός αυτούς σε δοκιμασίες και τους βρήκε άξιους του εαυτού του».

Αρα λοιπόν δεν είναι γι' αυτούς ο πειρασμός αυτός άξιος κάθε χαράς; Αυτό αφού είπε και ο Θεός προς τον Ιώβ, τον απάλλαξε από τη λύπη για τον πειρασμό, λέγοντας· «νομίζεις ότι για άλλο λόγο σε μεταχειρίσθηκα έτσι, και όχι για να αποδειχθείς δίκαιος;».

Τί ήθελε να του πει με αυτό; Σε μεταχειρίσθηκα έτσι, για να δοκιμά­σω την πίστη σου προς εμένα, σε ευεξία, σε καλή φήμη και ευπορία, και φάνηκες δίκαιος, συμπεριφερόμενος ως προς αυτά σύμ­φωνα με το θέλημά μου, προς εμένα που σου τα πρόσφερα, δια­χειριζόμενος και διοικώντας αυτά όπως εγώ ήθελα· σε μεταχειρί­σθηκα έτσι, για να δοκιμάσω την πίστη σου σε μένα, σε καχεξία, σε αδοξία, σε απορία, και φάνηκες δίκαιος, λέγοντας· «αν δεχθή­καμε τα αγαθά από τα χέρια τού Κυρίου, τα κακά δεν θα τα υπο­μείναμε;».

2. Από πού λοιπόν προέρχεται η υπομονή στους πειρασμούς; Από τη γνησιότητα της πίστεως στον Θεό. Ώστε οι πειρασμοί είναι μέσα δοκιμασίας των πιστών. Γι' αυτό ο αδελφός τού Κυ­ρίου Ιάκωβος, αφού μας παρήγγειλε να χαιρόμαστε όταν περιπέσομε σε πειρασμούς, πρόσθεσε· «η δοκιμασία της πίστεώς σας επεξεργάζεται υπομονή, και η υπομονή», λέγει, «ας έχει έργο τέλειο».

Κανένα, λέγει, από τα έργα της αρετής να μη κολοβώ­σεις, περιερχόμενος σε μαλθακότητα από την επίθεση των πειρα­σμών, αλλά μαζί με την υπομονή ας υπάρχει σε σένα και η τελειό­τητα της αρετής. Επειδή όμως ο άνθρωπος δεν πετυχαίνει την τελείωσή του μόνο με τα ακούσια, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα εκούσια, που είναι η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη προς τον Θεό και αναμεταξύ μας, και τα όσα ακολουθούν αυτήν, γιατί και αυτά μας χρειάζονται για την τελείωση, γι' αυτό ο θείος αυτός απόστολος γράφοντας προς εμάς προσθέτει· «και η υπο­μονή ας έχει τέλειο έργο, για να είσθε τέλειοι και ολόκληροι, χω­ρίς να υστερείτε σε τίποτε», εννοώντας αυτό ακριβώς, ότι, αν θέλετε να δείχνετε τέλεια την προς τον Θεό πίστη σας, όχι μόνο να υποφέρετε γενναία πάσχοντας εξωτερικά, αλλά και οι ίδιοι από μόνοι σας να πράττετε τα θεάρεστα, έστω και αν είναι επίπονα· γιατί η πράξη και το πάθος, όταν συνεργάζονται μεταξύ τους για το αγαθό, παρέχουν στον άνθρωπο την κατά Θεόν τελείωση.

3. Πώς όμως δεν είπε, "να χαίρεσθε όταν πράττετε την αρετή", αλλά «όταν είσθε σε πειρασμούς»; Γιατί το να ασκούμε την αρετή εξαρτάται από μας και βρίσκεται στην εξουσία μας, το να περιπέσομε όμως στους πειρασμούς δεν εξαρτάται από μας.

Επειδή όμως χωρίς αυτούς δεν υπάρχει τελείωση ή φανέρωση τής προς τον Θεό πίστεως, εκείνος που τρέχει προς την τελείωση τής πίστεως, όταν περιπέσει σε πειρασμούς, θα χαρεί που βρήκε το μέσο με το οποίο θα επιπετύχει την τελείωση.

Γιατί στους τέλειους ως προς την πίστη για τη φανέρωση της τελειότητάς τους συμβάλλουν ωφέλιμα οι πειρασμοί, το πλέον θαυμαστό όμως είναι ότι όταν συμβεί να ρθουν τελειοποιούν και τους ατελείς, πράγμα που γίνεται φανερό και από τα λόγια τού ευαγ­γελίου που αναγνώσθηκε σήμερα.

4. Ας τα παρουσιάσομε όμως αυτά από την αρχή στην αγάπη σας. «Τον καιρό εκείνο ανάγκαζε ο Ιησούς τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να τον μεταφέρουν στην απέναντι όχθη, μέχρις ότου απολύσει τα πλήθη, και αφού απέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί ιδιαιτέρως». Και ερω­τούμε· ποιόν «εκείνον τον καιρό»;

Όταν έθρεψε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, με πέντε άρτους και δύο ψάρια, και χόρτασαν τόσο πολύ, ώστε να γεμίσουν και δώδεκα κοφίνια με τα περισσεύματα των κλασμάτων, όπως ακούσαμε στις εκκλησίες την περασμένη Κυριακή (Την ογδόη Κυριακή Ματθαίου 14, 14-22).

5. Θα μπορούσε ίσως να απορήσει κανείς, για ποιο λόγο ανά­γκαζε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο. Μπορούμε βέβαια να πούμε, ότι προγραμμάτιζε και τα στη συνέχεια, σπεύδοντας προς τα έργα τα οποία ήρθε να τελέσει πάνω στη γη. Εγώ όμως, γι' αυτό θα απορούσα, αν δεν τους ανάγκαζε.

 Επειδή δηλαδή εκεί­νος ήθελε να προβάλει σε όλους τον εαυτό του με τα έργα υπό­δειγμα κάθε καλού, έδειξε βέβαια πως πρέπει κανείς να συνανα­στρέφεται τα πλήθη προς ωφέλεια των ψυχών και των σωμάτων, υπολειπόταν όμως να δείξει και πως πρέπει συνευρίσκεται με τον Θεό, το να προσηλώνει δηλαδή το νου του σ’ αυτόν απαλ­λαγμένο από όλα τα επίγεια· πολύ βέβαια συμβάλλει σ’ αυτό η μόνωση και ερημία και η κατ’ αυτήν ησυχία.

Επειδή λοιπόν ήταν καιρός να διδάξει και αυτό, ότι είναι καλό η ερημία και ηρεμία, η προσευχή και η μόνωση, και γι' αυτό έπρεπε να ανεβεί στο όρος, ώστε να προσευχηθεί μόνος, και οι μαθητές επιθυ­μούσαν να είναι μαζί τους αδιάκοπα, και δύσκολα δέχονταν ν’ αποσπασθούν από εκείνον, πώς θα ανέβαινε μόνος στο όρος αν δεν τους ανάγκαζε να μπουν στο πλοίο και να το οδηγήσουν στην απέναντι όχθη;

6. Πρέπει όμως να προσέξομε εδώ και κάτι άλλο· όπως δηλαδή τώρα, αφού θεράπευσε και δίδαξε και έθρεψε το πλήθος με θαυ­μαστό τρόπο, απολύοντάς τους και ανεβαίνοντας στο όρος, ανά­γκασε τους μαθητές να παραδώσουν τους εαυτούς τους στη θά­λασσα και στα κύματα, έτσι ύστερα, αφού με την ενανθρώπησή του θεράπευσε τη φύση μας, τη δίδαξε και την έθρεψε με τον εαυ­τό του, αφήνοντάς μας σωματικά και ανεβαίνοντας στον ουρανό, έστειλε τους μαθητές σ’ όλο τον κόσμο, με άλλα λόγια στην αλμυ­ρή, επειδή είναι γεμάτη από πειρασμούς, θάλασσα των εθνικών, σαν με σκάφος, με το ευαγγέλιο και την κατ’ αυτό Εκκλησία, με το οποίο παραδόθηκαν στους πειρασμούς. Και όχι μόνο τους έστειλε, αλλά και τους ανάγκασε.

Εάν κάποιος γνωρίζει τα σχετικά με τον Ιωάννη τον αγαπημένο από τον Χριστό θεολόγο, εάν κάποιος γνωρίζει γιατί επιτράπηκε η σχετικά με τον θάνατο του Στεφάνου θλίψη και ο διωγμός που ακολούθησε εκείνην, θα καταλάβει τί εννοώ· πράγματι δεν ήθελαν οι Απόστολοι να βγουν από τα Ιε­ροσόλυμα, αλλ' επειδή αναγκάσθηκαν από τον διωγμό, διασπάρθηκαν στον κόσμο, και έτσι εκπλήρωσαν την αποστολή.

7. Και δεν αναγκάσθηκαν απλώς να διαπλεύσουν την κοσμική θάλασσα, μέσα στην οποία υπάρχει κάθε θλίψη και κάθε είδος πειρασμού, αλλά και να προχωρήσουν πέρα από αυτήν, δηλαδή να νικήσουν και να βρεθούν πέρα από τους πειρασμούς με τη νίκη.

Όμως δεν το κατόρθωσαν χωρίς τον Ιησού· γιατί λέγει· «το πλοίο ήδη βρισκόταν στο μέσο της θάλασσας βασανιζόμενο από τα κύματα· γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος». Δεν ήταν τότε περισ­σότερο αντίθετος σ’ αυτούς ο άψυχος άνεμος, όσο ήταν ο Δομετιανός και ο Τραϊανός και ο Νέρων αργότερα· ή καλύτερα αυτοί βέβαια και οι παρόμοιοι είναι άγρια κύματα εγειρόμενα φοβερά εναντίον τής Εκκλησίας, ενώ ο αντίθετος άνεμος που τους τα­ρακουνά και τους αναστατώνει είναι το πνεύμα της πονηρίας, ο αντικείμενος για πάντα στην Εκκλησία του Χριστού διάβολος.

 «Κατά την τέταρτη όμως», λέγει «φυλακή της νύχτας πήγε προς αυτούς ο Ιησούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα», δηλαδή μετά την ένατη ώρα της νύχτας· γιατί οι νυχτοφύλακες συνήθιζαν να διαιρούν το διάστημα της νύχτας σε τέσσερα διαδοχικά τμή­ματα, ώστε, σύμφωνα με τις ισημερίες, η αρχή της τέταρτης φυ­λακής να είναι αρχή της δέκατης ώρας της νύχτας.

Τους αφήνει βέβαια τόση ώρα να βασανίζονται από την τρικυμία, για να τους ασκήσει στην υπομονή και να τους κατα­στήσει καρτερικούς. Αλλά και μετά από αυτό αφού εμφανίσθη­κε σ’ αυτούς, τους επιτρέπει να τον νομίσουν φάντασμα και να φοβηθούν τόσο, ώστε από φόβο να κραυγάσουν, αν και πήγε για να τους σώσει.

 Αυτό βέβαια θα μπορούσες να δεις και στην περίπτωση του παλαιού εκείνου λαού· όταν δηλαδή επρόκειτο να σχισθεί κατά τρόπο παράδοξο η θάλασσα στη μέση και να τους προσφέρει δρόμο σωτηρίας, τότε νόμιζαν ότι διατρέχουν τον έσχατο κίνδυνο, γιατί με την κατοπινή κύκλωση των εχθρών περισφίχθηκαν από άφευκτα κακά.

Και τώρα κατά την παρουσία του πριν από την απαλλαγή από τα δαιμόνια που τους κατείχαν έκανε την εμφάνιση ο σφοδρός συνταραγμός των ελευθερουμένων· γιατί έτσι οι ευεργεσίες γίνονται όχι μόνο αγα­πητές, αλλά και μόνιμες στη μνήμη εκείνων που ευεργετήθη­καν.

Και εμφανίζεται σ’ αυτούς τη στιγμή βέβαια που στην τρι­κυμία εκείνη επικαλούνταν τον Θεό των όλων, για να δείξει ότι αυτός είναι ο υπεράνω όλων Θεός που δίνει χέρι βοήθειας σ’ αυτούς που τον επικαλούνται. Περπατά επίσης πάνω στα κύμα­τα, ενώ η θάλασσα ήταν αγριεμένη, για να δείξει ολοκάθαρα, ότι αυτός είναι σύμφωνα με την προφητεία που βαδίζει πάνω στη θάλασσα σαν πάνω στο έδαφος, προς τον οποίο λέγει και ο Δαβίδ προφητικά· «οι δρόμοι σου είναι στη θάλασσα και τα μονοπάτια σου στα άφθονα ύδατα», και, «συ εξουσιάζεις τη δύναμη της θάλασσας, και συ καταπραΰνεις τον σάλο των κυ­μάτων της», πράγμα βέβαια που έκαμε αργότερα· γιατί μόλις τότε τους είδε φοβισμένους, επειδή δεν τον γνώρισαν, άλλωστε ήταν και νύχτα, μίλησε αμέσως προς αυτούς, γνωστοποιώντας τον εαυτό του από τη φωνή και λέγοντας· «εγώ είμαι, μη φο­βάσθε».

 Εγώ είμαι, εγώ που είμαι Θεός πάντοτε και τελευταία έγινα άνθρωπος για χάρη σας, βλεπόμενος και ακουόμενος και έχοντας τη δύναμη να κάνω τα πάντα· γι’ αυτό και βαδίζω με το σώμα πάνω στα κύματα και μπορώ να δώσω και στους άλλους τη δυνατότητα αυτή. Πράγματι όταν ο Πέτρος είπε προς αυτόν, «Κύριε, αν είσαι συ, δώσε εντολή να ρθω προς εσένα περπατώ­ντας πάνω στα ύδατα», πρόσταξε και έγινε.

9. Αλλά ας επαναφέρομε τον λόγο στην προηγούμενη σειρά του, σύμφωνα με την οποία λέγαμε μεταφορικά, ότι οι μαθητές στάλθηκαν στην κοσμική θάλασσα των εθνών, καθώς ο Κύριος ανέβαινε στο ουράνιο ύψος σαν σε όρος και εκεί πρόσφερνε ασφαλώς τις ευχές για χάρη μας, σαν αρχιερέας που έγινε και εισήλθε στα ενδότερα του παραπετάσματος, «για να εξιλεώνει», σύμφωνα με τον απόστολο, «τις αμαρτίες του λαού».

Οι μαθητές λοιπόν που στάλθηκαν στην απέναντι όχθη, δηλαδή να νι­κήσουν και να ξεπεράσουν τους πειρατές, δεν νίκησαν ολο­κληρωτικά· γιατί ο αντικείμενος είναι ενεργής ακόμη και τα έθνη επιτίθενται με μανία εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά την τέταρτη όμως φυλακή της νύχτας, δηλαδή μετά τον φυσικό νόμο, μετά τον γραπτό νόμο, μετά την πρώτη παρουσία του Κυρίου και τον νόμο της χάριτος που δόθηκε κατ’ αυτήν, θα έρθει οπωσδήποτε ο καιρός τής δευτέρας παρουσίας του Χριστού, που αναλογεί ακριβώς στην τέταρτη φυλακή της νύχτας.

Τότε θα έρθει ο Κύριος καταπατώντας και καταργώντας και υποδουλώνοντας κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη· γιατί πρό­κειται να καταργήσει περίλαμπρα και να καταπατήσει τα κύμα­τα που ξεσηκώνονται άγρια εναντίον της Εκκλησίας του.

10. Γιατί θυμόσαστε, ότι ο λόγος υποδήλωνε μεταφορικά με τα κύματα που κινούνται και ξεσηκώνονται από το αντικείμενο πνεύμα, τους άρχοντες του κόσμου· και για να παραλείψω την εξέταση των ενδιάμεσων λεπτομερειών, όταν ανέβηκαν αυτοί στο πλοίο και ο Ιησούς και ο Πέτρος που είχε μεταβεί προς αυτόν από το πλοίο, κόπασε ο άνεμος και αφού πέρασαν απέναντι, έφτασαν στην ξηρά.

 Και πράγματι, όταν ο Κύριος και όλοι οι άγιοι που θα φύγουν από κοντά μας, τους οποίους υποδήλωσε ο Πέτρος, παραβρεθούν μαζί με μας κατά τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, τότε το νοητό αντικείμενο πνεύμα θα καταργηθεί τελείως και εμείς, αφού περάσομε την πολυκύμαντη θάλασσα του βίου, θα εισέλθομε στη γη των πράων, απ’ όπου έχει δραπετεύσει κάθε πόνος, λύπη και στεναγμός. «Οι ευρισκόμενοι τότε στο πλοίο», λέγει, πήγαν και προσκύνησαν τον Ιησού, λέγοντας·

Αληθινά είσαι Υιός του Θεού». Και τότε βέβαια «κάθε γόνατο θα λυγίσει των επουρανίων και των επιγείων και καταχθονίων και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει, ότι είναι Κύριος ο Ιησούς Χρι­στός προς δόξα τού Θεού Πατέρα».

11. Αλλά αφήνοντας την αλληγορική ερμηνεία, ας θυμηθούμε την αρχή των λόγων μας. Και αυτή ήταν, ότι οι πειρασμοί όταν έρχονται δεν ωφελούν μόνο τους τέλειους στην πίστη, όπως τον Ιώβ και τον Πέτρο και τον Παύλο και τους ομοίους, αλλά και τελειοποιούν τους ατελείς.

Γιατί εδώ όχι μόνο ο Πέτρος, ούτε μόνο οι άλλοι μαθητές, που ήταν και αυτοί ατελείς ακόμη, αλλά και όλοι που ήταν πάνω στο πλοίο, τόσο πολύ ωφελήθηκαν στην πίστη από εκείνον τον πειρασμό, ώστε προσήλθαν και προσκύνη­σαν τον Ιησού και είπαν προς αυτόν· «αληθινά είσαι Υιός τού Θεού». Αρα λοιπόν καλώς λέγει ο απόστολος που αναφέραμε στην αρχή· «μακάριος είναι ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί, αφού αποδειχθεί άξιος, θα λάβει το στεφάνι της ζωής».

12. Δεν θέλω όμως, αδελφοί, να αγνοείτε ότι το είδος των πειρασμών είναι διπλό. Αλλά δεν εννοώ τώρα αυτό, ότι οι πειρασμοί δίνονται στους ανθρώπους λόγω ηδονής και οδύνης λόγω υγείας και νόσου, λόγω δόξας και αδοξίας, λόγω ευπορίας και απορίας, από τους οποίους πολύ χειρότεροι είναι οι διδόμενοι λόγω ηδονής και υγείας λόγω δόξας και ευπορίας· συμβαίνει βέβαια και αυτό, αλλά τώρα δεν σας ομιλώ γι’ αυτό το είδος των πειρασμών. Αλλά ποιά θέλω τώρα να γνωρίσετε; Προσέξτε και θα μάθετε.

 Αυτός ο μέγας Ιάκωβος, ο κατά σάρκα καλούμενος αδελφός του Κυρίου, εξαιτίας τής κατά θεία οικονομία μνηστείας του Ιωσήφ με την Παρθενομήτορα Μαρία, αφού είπε, «να χαίρεσθε όταν περιπέσετε σε ποικίλους πειρασμούς», και ότι «είναι μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί θα λάβει το στεφάνι της ζωής», έπει­τα, όπως αν έλεγε κάποιος σ’ αυτόν, και όμως υπάρχουν κάποιοι που βλασφημούν στους πειρασμούς, άλλοι που απελπίζονται τε­λείως, άλλοι που περνούν και θηλειά στον εαυτό τους, και αν ο πειρασμός είναι από τους έμφυτους και σαρκικούς, από θυμό ίσως ή επιθυμία, άλλοι πολλές φορές περιέπεσαν σε φόνους, και άλλοι παρέδοσαν τους εαυτούς τους στην ακολασία· πώς λοιπόν ο πει­ρασμός προέρχεται από τον Θεό και είναι πρόξενος στεφάνων; Σα να απολογείται προς αυτούς που τα λέγουν αυτά ο Ιάκωβος προσθέτει· «κανένας που δέχεται πειρασμό να μη λέγει, πειράζο­μαι από τον Θεό· γιατί αυτός δεν πειράζει κανένα· γιατί ο Θεός είναι απείραστος από τα κακά».

 Πειρασμό εδώ λέγει το κακό, δηλαδή την αμαρτία, και το να περιπέσει κανείς σ’ αυτήν, από την οποία έμεινε απείραστος και ο Χριστός, αν και βέβαια πειράσθηκε αλλιώς· γιατί λέγει· «από όσα έπαθε με τον πειρασμό που υπέμεινε, μπορεί να βοηθήσει αυτούς που πειράζονται»· αλλά και μετά τη βάπτισή του στον Ιορδάνη ανέβηκε στο όρος για να πειρασθεί σύμφωνα με τούς λόγους του ευαγγελίου.

13. Ώστε πειρασμοί λέγονται και τα λυπηρά που επέρχονται στους ανθρώπους απ’ έξω και προσβάλλουν το σώμα, και η ίδια η προσβολή του εχθρού, αν και είναι ανεύθυνος, αφού και τον Κύριο τον πρόσβαλε πειράζοντάς τον. Πειρασμοί λέγονται και οι αμαρτίες, κατά τις οποίες, όπως λέγει ο ίδιος ο Ιάκωβος, «καθέ­νας μας πειράζεται παρασυρόμενος και δελεαζόμενος από τη δική του επιθυμία· γιατί η επιθυμία», λέγει, «όταν συλλάβει το θύμα γεννά την αμαρτία, και η αμαρτία όταν πραγματοποιηθεί γεννά τον θάνατο».

Ποιόν θάνατο; Τον αιώνιο, που είναι ο εξαι­τίας της αμαρτίας χωρισμός του Θεού από την ψυχή. Αυτόν βέ­βαια τώρα από τον Αδάμ μέχρι τη συντέλεια τον ακολούθησε και ο θάνατος του σώματος, τότε όμως, στον μέλλοντα αιώνα, για εκείνους που δεν μετανόησαν εδώ θα ακολουθήσει η αφόρητη και χωρίς τέλος κόλαση της ψυχής και του σώματος, αφού κατα­δικασθούν δίκαια από εκείνον που μπορεί να καταστρέψει στη γέεννα του πυρός και ψυχή και σώμα.

14. Αυτόν τον πειρασμό ας τον αποφύγομε με όση δύναμη έχομε, αδελφοί· γιατί το να τον αποφύγομαι βρίσκεται στη δική μας εξουσία. Γι’ αυτό να λυπηθούμε, όταν δούμε τους εαυτούς μας να έχουν περιπέσει σ’ αυτόν. Εάν λυπηθούμε γι’ αυτό όσο χρειάζεται, θα προετοιμάσομε τον εαυτό μας για μετάνοια αμεταμέλητη προς σωτηρία.

Αυτόν τον πειρασμό έρχομαι και εγώ τώρα να αφαιρέσω από σάς, όχι αυτόν που πρόσκαιρα μόνο ζημιώνει και βλάπτει, αλλά εκείνον που βλάπτει αιώνια.

Γιατί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, του οποίου εμείς είμαστε διάκονοι με τη χάρη του, είναι αρχιερέας των μελλοντικών αγαθών, όχι των πρόσκαιρων, και εισήλθε με το αίμα του στα αληθινά άγια, αφού πέτυχε για μας λύτρωση όχι πρόσκαιρη, αλλά αιώνια· αυτήν ερχόμαστε και εμείς να σας προσφέρομε, αν πείθεσθε, την αιώνια απολύτρωση, των ψυχικών πειρασμών, και όχι των σω­ματικών γιατί σύμφωνα με τον απόστολο, τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά με τη χάρη του Θεού προς καθαίρεση οχυρωμάτων, όχι των αισθητών, αλλά των κατασκευασμένων ενα­ντίον μας από τον νοητό εχθρό.

15. Σεις όμως μου φαίνεσθε ότι ούτε αντιλαμβάνεσθε ούτε ζη­τείτε την απολύτρωση των ψυχικών πειρασμών γιατί λυπείσθε για εκείνους τους πειρασμούς κυρίως, για τους οποίους έπρεπε να χαίρεσθε, καθόσον, αν θέλομε, μας προξενούν την αιώνια απολύτρωση, και από μένα αυτήν κυρίως ζητείτε, την εξάλειψη των σωματικών πειρασμών την οποία καταφρονώντας εγώ οπωσδή­ποτε, ήρθα προς εσάς, προτιμώντας να πάσχω μαζί με σας.

Και βέβαια, αν λυπούμαστε περισσότερο για τις αμαρτίες μας, παρά για τα βλαβερά που μας συμβαίνουν, όχι μόνο η σωτηρία της ψυχής και η αιώνια απολύτρωση θα είναι μαζί μας, αλλά και η απολύτρωση των πρόσκαιρων πειρασμών.

Γιατί από πού άραγε έγινε οδυνηρός και γεμάτος από στεναγμούς, φιλοπόλεμος και γεμάτος από συμφορές για μας ο βίος; Δεν έγινε από το ότι με την παράβαση της εντολής ρίξαμε τον εαυτό μας στον απαγορευμένο πειρασμό, δηλαδή την αμαρτία; Αν λοιπόν καθαρίσομε τώρα τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία με τη μετάνοια, και εδώ θα υποστούμε μετριώτερους πειρασμούς, και στον κατάλληλο καιρό θα επιστρέψομε στον απαλλαγμένο από τη λύπη και τους πειρα­σμούς βίο.

16. Αφού λοιπόν επαναφέρομε τον εαυτό μας προς τον σωτήριο αυτό λογισμό, να μη λυπούμαστε και στενοχωρούμαστε για τις σωματικές μάλλον προσβολές, αλλά για τις ψυχικές ζημίες, που είναι πραγματικά πειρασμοί και άξιοι αληθινά λύπης, ώστε να λέμε και προς τον Θεό όπως ακριβώς μας δίδαξε, «μη μας βάλεις σε πειρασμό», τον απαγορευμένο και υπεύθυνο οπωσδήποτε πει­ρασμό, «αλλά απάλλαξέ μας από τον πονηρό, γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους αιώνες των αιώνων». Γένοιτο.

(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

ΘΑΡΡΟΣ, ΑΠΟΘΑΡΡΥΝΣΙΣ, ΘΡΑΣΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ΙΔ' 22-34) x


Δεν έχουμε ίσως μελετήσει το πόση αξία έχει και πόσο αναγκαίο είναι το θάρρος για την ζωή γενικώτερα και ιδίως για την Ορθόδοξη Χριστιανική μας ζωή.
Αυτό το βλέπουμε από την ίδια την πραγματικότητα, αλλά το δεχόμαστε και ως εντολή τού ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού. “Θαρσείτε, εγώ ειμί· μη φοβείσθε” (Ματθ. ΙΔ' 27). Έχετε θάρρος. Εγώ είμαι. Μη φοβείσθε, απάντησε στους περίτρομους μαθητές όταν εκείνοι δεν τον κατάλαβαν και νόμισαν ότι μέσα στην νύκτα και επάνω στα κύματα της θαλάσσης έβλεπαν φάντασμα. Αλλά και  στην συνέχεια, όταν ο Πέτρος είδε τον άνεμο πως ήταν δυνατός και εκλονίσθη η πίστις του, όταν φοβήθηκε καθώς εβάδιζε επάνω στα κύματα και άρχισε “καταποντίζεσθαι και έκραξε λέγων, Κύριε, σώσον με”.
Ο Ιησούς, αφού άπλωσε το χέρι του, τον έπιασε και του είπε: “ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;”. Ολιγόπιστε, γιατί εδειλίασες;
Χρειάζεται άραγε να τονίσουμε ότι έρχονται στιγμές που και εμείς οι ίδιοι αισθανόμαστε ωσάν τον Απόστολο Πέτρο, να ανοίγει δηλ. η θάλασσα κάτω από τα πόδια μας και να είναι έτοιμη να μας καταπιεί; Και υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιες στιγμές έχουμε την ανάγκη ενός αδελφικού λόγου για να αναθαρρήσουμε και ενός στιβαρού χεριού για να μας συγκρατήσει;
Ναι, θάλασσα και μάλιστα αρκετές φορές θάλασσα μανιασμένη είναι η ζωή μας. Την γαλήνη διαδέχεται η τρικυμία των περιστάσεων του βίου και την τρικυμία η γαλήνη της χάριτος και της αδελφικής συμπαραστάσεως.
Ν' αναφερθούμε σε περιστατικά; Εδώ μεν βρίσκεται ένας εγκαταλελειμμένος ασθενής, εκεί ένας πτωχός αγωνίζεται (δίχως να έχει πάντοτε τα επιθυμητά αποτελέσματα) και έτσι να υποφέρει ψυχοσωματικώς, συνάμα δε να παραμένει αξιοπρεπής. Πιο κάτω ένας αθώος συκοφαντείται από τους επιτήδειους και γενικώς υπάρχουν τόσα και τόσα περιστατικά που κάνουν τον άνθρωπο να κλονίζεται το θάρρος του. Καταστάσεις οδυνηρές, απρόοπτες και μακροχρόνιες που δεν έχουν τέλος...
Πολύ προσφυώς έλεγε κάποιος “ευκολότερα  θα μετρήσεις τα πλατανόφυλλα, παρά θα απαριθμήσεις τους πειρασμούς, τους κινδύνους, τις ταλαιπωρίες και τις ταπεινώσεις της ζωής”.
Φυσικά, ούτε λόγος για το ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το μόνο που δεν πρέπει να χαθεί είναι το θάρρος. Το θάρρος που τελικώς αποδεικνύεται πως αποτελεί μια εκ των μεγαλυτέρων αρετών. Αρετής αναγκαίας, τόσο για το πέλαγος της ζωής γενικώτερα, όσο και γι΄ αυτή την ορθόδοξη πνευματική ζωή ειδικώτερα.
Έτσι λοιπόν, ανακύπτει ενώπιόν μας το ερώτημα: “έχουμε το θάρρος που απαιτείται για την πίστη μας;”. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμαστε αποκαλύπτει αποστασία και μάλιστα μεγάλη. Ακούγονται αντιρρήσεις, ειρωνίες, σχόλια και παροτρύνσεις ώστε να εφαρμόσει ο πιστός, πράγματα εντελώς αντίθετα απ΄ όσα ο Χριστός ορίζει δια του Νόμου του.
Καταστάσεις δηλ. εντελώς αντίθετες με αυτά που εβίωσαν και ζουν οι άγιοι της κάθε εποχής. Και χωρίς αντίρρηση, βλέπει κανείς αυτή η αποστασία να στοχεύει στους νέους κυρίως ανθρώπους. Στις υπάρξεις εκείνες που θα έπρεπε ακριβώς λόγω του νεανικού τους σφρίγους και του δυναμισμού της ηλικίας να αγωνίζονται και με θάρρος να ζουν αλλά και να ομολογούν την Χριστιανική πίστη και ζωή.
Και ενώ ο Χριστός καλεί την ψυχή να βαδίσει επάνω στα κύματα, ενώ η Ορθοδοξία μάς παρέχει αυτήν ακριβώς την δυνατότητα του θάρρους, από την άλλη ο άνθρωπος κλονίζεται και αποθαρρύνεται. Βλέπει τις φουρτούνες και τις τρικυμίες της ζωής να θέλουν να τον καταποντίσουν. Πώς άραγε τα αντιμετωπίζει ο Χριστιανός όλα αυτά; Μήπως σκύβει το κεφάλι με ντροπή μπροστά στο προκλητικό ρεύμα της ζωής χωρίς Θεό; Μήπως πάλι τα χάνει και δεν γνωρίζει τι να απαντήσει; Μήπως στο στόμα τίθεται φραγή; Μήπως, αλλοίμονον, παρασύρεται και χάνει την σιγουριά του για την μοναδικότητα της πίστεώς μας και για την ορθότητα της ζωής των αγίων; Αλλοίμονο εάν κανείς παλεύει μέσα του με τα κύματα τέτοιων συμπεριφορών και καταστάσεων. Όλα αυτά ούτε καν θα πρέπει να αγγίζουν τις καρδιές που δια του αγίου βαπτίσματος ενεδύθησαν τον Χριστό. Αντιθέτως μάλιστα, όσο περισσότερο δέχεται κανείς τις προκλήσεις και τον ζοφερό πειρασμό της αποθαρρύνσεως, το ύπουλο αυτό όπλο του εχθρού, τόσο και περισσότερο ο πιστός θα πρέπει να μένει σταθερός και ολοένα και περισσότερο να βελτιώνει το θάρρος του.
Ο συνειδητός Ορθόδοξος πιστός γνωρίζει καλά (οφείλει να γνωρίζει καλά) ότι ακολουθεί τον σωστό δρόμο. Ζει την πραγματικότητα ότι  “ο Χριστός είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή”. Ότι ο τρόπος της εκκλησιαστικής βιοτής, δια των Ιερών μυστηρίων, της προσευχής, της ασκήσεως, και γενικώς όλα όσα περιέχει η ζωή της πίστεως, αποτελούν την μοναδική οδό προς ευλογία, ευτυχία, εξαγιασμό και σωτηρία.
Αυτός δε είναι και ο λόγος που όταν ο πιστός, το μέλος της Εκκλησίας δέχεται τις ποικίλες προκλήσεις, όχι μόνον δεν χάνει το θάρρος του και την ψυχραιμία του, αλλά λαμβάνει τον λόγο και απαντά. Απαντά με τρόπο δυναμικό ως προς την ουσία των επιχειρημάτων. Θέλοντας και μη, εκφράζει τον αυθεντικό, τον φωτεινό τρόπο της γνησίας ζωής του Χριστού, αλλά ταυτοχρόνως με το θάρρος φανερώνει τρόπους αγαθούς και κυρίως λεπτότητα και ευγένεια ψυχής.
Ανατρέπει τα ψευδοεπιχειρήματα των αντιθέτων, αλλά δεν παρασύρεται σε προσωπικές αντιπαραθέσεις, όταν μάλιστα οι άλλοι, στο όνομα δήθεν της αλήθειας, χάνουν (εάν ποτέ είχαν) την ευπρεπή συμπεριφορά και προσπαθούν να καλύψουν την εμπάθεια και πολλά άλλα προσωπικά τους και όχι μόνο προβλήματα, με ένα ύφος που τελικώς αποκαλύπτει τα πάντα.
Και στο σημείο αυτό καθίσταται ανάγκη να αναφέρουμε ότι ναι μεν το θάρρος αποτελεί μεγάλη πηγή ψυχικής δυνάμεως, αλλά στην νεανική ηλικία ιδίως, οι άνθρωποι δεν το έχουν πάντοτε και φυσικά δεν το γνωρίζουν όσο πρέπει. Χρειάζεται λοιπόν ο νέος άνθρωπος και βεβαίως ο Χριστιανός να το μελετήσει, να το αναγνωρίσει και να το καλλιεργήσει καταλλήλως και όσο χρειάζεται. Χρειάζεται προσοχή μεγάλη διότι καθώς ωριμάζει η ψυχοσωματική του ύπαρξις, κινδυνεύει από το ένα άκρο που ονομάζεται δειλία και συμβιβασμός να μετατεθεί στο άλλο άκρο που αποκρυπτογραφεί θράσος και πνευματική αναίδεια. Καυχησιολογίες δηλ. και συμπεριφορές που οδηγούν όχι μόνο σε προσωπικό κατάντημα, αλλά και σε πνευματικά ατυχήματα που ταράσσουν την κοινωνία και την Εκκλησία και επιφέρουν αποστασίες και ακόμα σχίσματα κι αιρέσεις. Φυσικά μόνο θάρρος χριστιανικό δεν αποκαλύπτουν όλα αυτά.
Γενικώς, όταν ο άνθρωπος συγχέει την αρετή του θάρρους με την αδυναμία και τον πειρασμό του θράσους, φέρεται προς τους όλους με αυθάδεια, δίχως ίχνος σεβασμού και εξοστρακίζοντας από την ύπαρξη την δική του και των άλλων την αξιοπρέπεια.
Το κατάντημα τώρα της όλης πορείας με το απαράδεκτο αυτό πνεύμα του θράσους, είναι να κάνει κανείς τον δάσκαλο και τον ομολογητή της πίστεως. Και χτυπά μεν, ευκαίρως ακαίρως τον πάπα, ο ίδιος όμως έχει αναδείξει τον εαυτόν του σε “ορθόδοξο πάπα” ή μάλλον σε “οικουμενική σύνοδο” ο οποίος εκ καθέδρας αποφαίνεται ποιοί είναι οι σωστοί και ποιοί όχι. Ποιοί ανήκουν στην “κιβωτόν της σωτηρίας” που ο ίδιος πηδαλιουχεί και ποιοί είναι ήδη χαμένοι, αφού δεν τον παραδέχονται και δεν υποτάσσονται στο “θαρροθράσος” της δικής του επιλογής και δεν φλέγονται από την δική του “υψικάμινον” του ζήλου και της μοναδικότητας της “εκκλησίας” του.
Ας αφήσουμε όμως τα ανερμάτιστα σκάφη αφού επιμένουν να πελαγοδρομούν στον “ειρηνικό τους ωκεανό” που κατασκεύασαν και ας στρέψουμε την προσοχή στην ευγενική δύναμη της ψυχής η οποία κινεί την θέληση να εργαστεί για έναν ορισμένο και ανώτερο σκοπό που ονομάζεται αγιασμός.
Το θάρρος του Χριστιανού, όπως μας το διδάσκουν οι Απόστολοι και το σύνολο των Αγίων, δεν έχει, δεν μπορεί να έχει καμμία σχέση με την απρέπεια, την ταραχή και τις συκοφαντίες των
“αντιπάλων”. Ένας σωστά θαρραλέος άνθρωπος διαθέτει μέσα του την δύναμη να κάνει το καλό και τούτο βεβαίως προϋποθέτει Χριστιανική ανατροφή και ισορροπημένη συμπεριφορά. Πράγματα δηλ. που καλλιεργούνται μέσα στο περιβάλλον την ορθοδόξου χριστιανικής οικογένειας, περνώντας κατόπιν είτε στον χώρο της Ιερωσύνης, είτε του αυθεντικού μας Μοναχισμού.
Ομολογουμένως, το θάρρος είναι εσωτερική υπόθεσις και όχι ψυχολογικά τρικ και τέχνασματα που αποσκοπούν στο να φανατίσουν τους οπαδούς. Αποτελεί πεποίθηση της ψυχής στον αγώνα του Χριστού και στη νίκη της Εκκλησίας μας.
Ναι, είναι μεγάλο πράγμα ο πιστός να ακούει μέσα στην καρδιά του την φωνή του Ιησού: “Θαρσείτε, εγώ ειμί· μη φοβείσθε”.
Θαρσείτε”! Έχετε θάρρος, θα έρθει μια μέρα...
Μόνο ας μάθουμε να υπομένουμε τον μόχθο. Να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες ηρωικά. Να σηκώνουμε την θλίψη με καρτερία. Και πώς όχι, αφού κοντά μας, δίπλα μας, μέσα μας βρίσκεται ο ίδιος ο Κύριος;
Ας παρακαλέσουμε λοιπόν τον Αρχηγό της σωτηρίας μας, να μας χαρίσει την δωρεά τού θάρρους και εμείς να την καλλιεργήσουμε εντός της Εκκλησίας, δια της διακρίσεως στην ορθή της διάσταση.
Το θάρρος, είναι κυρίως η πεποίθηση και η εμπιστοσύνη της ψυχής. Είναι η Ελπίδα και το φως. Το φως του Χριστού που ποθούμε, λαχταρούμε και που μας χαριτώνει.
Αμήν.



Αρχιμ.  Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Δευτέρα, Αυγούστου 04, 2014

"Κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοί και εν τη αυτή γνώμη".

.

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
 
Διεκδικούμε το δικαίωμα της γνώμης μας στην ζωή σήμερα. Έχουμε απαίτηση αυτό το δικαίωμα να γίνεται σεβαστό. Ενίοτε το δικαίωμα γίνεται απαίτηση καθαυτό. Δεν θέλουμε απλώς να εκφράσουμε τη γνώμη μας, την άποψή μας, να διαλεχθούμε πάνω σ’ αυτήν, αλλά απαιτούμε να γίνει αποδεκτή, συνήθως ως η μία και μοναδική αλήθεια. Και θεωρούμε ότι έχουμε δικαίωμα να έχουμε και να διατυπώνουμε άποψη επί παντός του επιστητού. Μας χαρακτηρίζει μάλιστα μία ισχυρογνωμοσύνη, η οποία δεν μας επιτρέπει να δούμε το αληθινό νόημα των γεγονότων τα οποία κρίνουμε, μας κάνει έτοιμους να βγάλουμε εσφαλμένα συμπεράσματα και μάλιστα πρόθυμους να τα υπερασπιστούμε με φανατισμό και ανήμπορους να συζητήσουμε καλοπροαίρετα. Συζήτηση σημαίνει για εμάς την επιβολή της γνώμης μας.

Η ισχυρογνωμοσύνη μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί σε όλους τους τομείς της ζωής. Στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην οικογένεια, στην πολιτική, στην τηλεόραση και το Διαδίκτυο, συχνά και στην Εκκλησία. Κι εδώ αρκετοί πιστοί, κληρικοί και μη, διεκδικούν για τον εαυτό τους όχι απλώς το δικαίωμα της άποψης, κάτι που ουδείς έχει το δικαίωμα να αρνηθεί, αλλά την απαίτηση η άποψή τους να θεωρείται η αυθεντική. Έτσι διαπιστώνουμε μία ισχυρογνωμοσύνη, η οποία φτάνει στα όρια του προσωπικού «αλάθητου» και έναν συνεχή και αδιόρατο φόβο ότι οποιαδήποτε άποψη διαφορετική από τη δική μας υπονομεύει την αλήθειά της. Ταυτιζόμαστε με τη γνώμη μας και δεν αρκούμαστε στην υπεράσπισή της. Ζητούμε και την επιβολή της. Όταν μάλιστα στην Εκκλησία βρίσκονται «εν υπεροχή» δίδουν στον εαυτό τους την προνομία η γνώμη τους να μην μπαίνει καν σε διάλογο. «Τάδε έφη». Τα υπόλοιπα περικλείονται στην έννοια της υπακοής. Μόνο που η υπακοή δεν έχει να κάνει με την γνώμη, αλλά με την αλήθεια του Ευαγγελίου. Και δεν μπορεί ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής ή και της καθημερινής ζωής που δεν έχουν να κάνουν με την πίστη ή τους κανόνες της Εκκλησίας, αλλά με την οργάνωση του βίου, την διαχείριση της ενοριακής ζωής και των ανθρώπων, αλλά και τις προτεραιότητες που χρειάζεται να προταχθούν, να μπαίνουν στην λογική του «αλάθητου». Χρειάζεται ταπείνωση και το χάρισμα της ακρόασης των άλλων απόψεων, προκειμένου να διαφανεί το τι μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του λαού του Θεού, δηλαδή προς όφελος της ενότητας των πιστών και της αξιοποίησης των χαρισμάτων τους, με γνώμονα την καλλιέργεια και την προαγωγή της εν Χριστώ σωτηρίας.

Ο απόστολος Παύλος θέτει μία προϋπόθεση για να γίνει αυτό, γράφοντας στους Κορινθίους, οι οποίοι ταλανίζονταν από σχίσματα, έχοντας χωριστεί σε μερίδες με γνώμονα το πρόσωπο που συμπαθούσαν, διεκδικώντας την ίδια στιγμή το τεκμήριο του αλάθητου και της επικράτησης εντός του σώματος του Χριστού όχι γιατί πορεύονταν σύμφωνα με το νόμο του Ευαγγελίου, αλλά γιατί ήταν μαθητές του Παύλου, του Απολλώ, του Κηφά ή του Χριστού. «Το αυτό λέγητε πάντοτε, και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοί και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. 1, 10). Να είστε σύμφωνοι όλοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε καλλιεργημένοι και ενωμένοι στον ίδιο νου και στο ίδιο φρόνημα. Ο λόγος του Παύλου προϋποθέτει την κατάρτιση, την ίδια νοοτροπία και την ίδια γνώμη και αποτελεί υπόδειγμα για το πώς η Εκκλησία ζητά από τα μέλη της, είτε τους εν υπεροχή όντας είτε τους πιστούς της, να λειτουργούν έχοντας άποψη στην καθημερινότητα της ζωής της, αλλά και στον τρόπο αποδοχής της διδασκαλίας της πίστης.

Η κατάρτιση είναι σπουδαίο γεγονός στην εκκλησιαστική ζωή. Προϋποθέτει διδασκάλους, οι οποίοι θα έχουν γνώση και την ίδια στιγμή βίωση της αλήθειας της πίστης και διάθεση να την μεταδώσουν σε όσους πορεύονται με πνεύμα μαθητείας και αναζητούν να καταρτισθούν. Δεν υπάρχει αυτοαναγόρευση σε διδάσκαλο κάποιου, αλλά ανάθεση από την ίδια την Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, του έργου αυτού σε κάποιους που έχουν αυτό το χάρισμα. Αλλά και οι ίδιοι δεν λειτουργούν ανεξέλεγκτα, ως αλάθητοι, από την στιγμή που ανέλαβαν το έργο της κατάρτισης. Ανά πάσα στιγμή το έργο τους αξιολογείται από το ίδιο το σώμα του Χριστού και οφείλουν και οι ίδιοι να ζητούν αυτή την αξιολόγηση. Γι’ αυτό και στην Εκκλησία υπάρχει Σύνοδος των Επισκόπων, όπως επίσης και κάθε τοπική Εκκλησία καλείται να λειτουργεί συνοδικά. Να καλλιεργεί στους κόλπους της τον διάλογο, να ελέγχει την κατάρτιση και το αξιόπιστον του λόγου των όσων έχουν αναλάβει το έργο της διδαχής, όπως επίσης και να μην τελματώνει στο παρελθόν, αλλά να λαμβάνει υπόψιν τις συνθήκες της κάθε εποχής. Γι’ αυτό και οι διδάσκαλοι εντός της Εκκλησίας καλούνται να καταρτίζονται συνεχώς. Να μην επαναπαύονται. Να διαλέγονται με κάθε τι το οποίο ανακύπτει όχι μόνο στην ίδια την εκκλησιαστική ζωή αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος προσεγγίζει, αναζητεί, βάζει εμπόδια ή απορρίπτει την αλήθεια του Χριστού.

Από την άλλη το περιεχόμενο της κατάρτισης δεν μπορεί να στοχεύει σε μία ηθικολογική θεώρηση της ζωής, αλλά στην καλλιέργεια του νου Χριστού. Εδώ έχουμε δύο διαστάσεις, τις οποίες οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν. Από την μία την ανάγκη για ζωή εντός ημών, εντός της καρδίας μας, ζωή αγώνα για απαλλαγή από τα πάθη και κυρίως από αυτό της φιλαυτίας, και από την άλλη την ανάγκη για εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού για τον καθέναν μας, η οποία συχνά περνά από μικρότερους ή μεγαλύτερους σταυρούς. Και οι σταυροί συνήθως δίδονται όχι μόνο από δοκιμασίες του σώματος και της ψυχής, αλλά από την ακρισία των ανθρώπων, από την ανικανότητά τους να λειτουργήσουν με αυθεντική αγάπη, η οποία δεν αδικεί. Κανείς σταυρός όμως δεν μένει χωρίς ανάσταση, γιατί όλα παραχωρούνται από τον Θεό για να μπορεί ο άνθρωπος εν ταπεινώσει να κατεργάζεται την σωτηρία του.

Τέλος, η ίδια γνώμη έρχεται ως απότοκος της επίγνωσης της αλήθειας του Ευαγγελίου, της αγάπης και της αναγνώρισης των καλών προθέσεων των άλλων. Αν ο χριστιανός διαβλέπει υγιή πρόθεση στον λόγο εκείνου που καταρτίζει, εκείνου που λειτουργεί εν υπεροχή, αλλά και εκείνου που θέλει να έχει άποψη, γνώμη, τότε θα διακρίνει το αληθές. Και εκεί ακόμη που δεν θα συμφωνεί, θα βάζει στην άκρη την ισχυρογνωμοσύνη και θα λειτουργεί εν υπακοή, για να μην διασπασθεί το σώμα του Χριστού, ενώ θα αγωνίζεται όχι για να επιβάλει την δική του γνώμη, αλλά για να πρυτανεύσει το όφελος του σώματος του Χριστού. Η ίδια γνώμη όμως δεν προϋποθέτει φίμωση της οποιασδήποτε άλλης. Όλα λειτουργούν στην προοπτική του διαλόγου και της συμπόρευσης. Και βεβαίως κάποιος ή κάποιοι έχουν στο τέλος την ευθύνη για το πώς θα πορεύεται το σκάφος της Εκκλησίας. Αρκεί να είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν, αν χρειαστεί, ότι ουδείς άσφαλτος.

Αυτό το ήθος δεν το βλέπουμε στον κόσμο. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να αξιολογείται το έργο τους, η γνώμη και η κατάρτισή τους. Αρνούνται να λειτουργήσουν εν ταπεινώσει γιατί προσπαθούν να δούνε πάντοτε νοοτροπίες εξουσίας και κακές προθέσεις, ιδιοτέλειας και εμπάθειας εις βάρος τους, από όσους τους κρίνουν. Την ίδια στιγμή απουσιάζει ο εσωτερικός αγώνας, η σχέση με το Χριστό που φέρνει φώτιση στην καρδιά και τον νου του ανθρώπου, όπως επίσης και η πίστη στην πρόνοια του Θεού που επιτρέπει και θεραπεύει αδικίες, όπως είναι πασίδηλο στη ζωή των Αγίων. Ενίοτε και η εκκλησιαστική ζωή λειτουργεί στα πρότυπα της κοσμικής. Κι αυτό διότι μας λείπει το πνεύμα της μαθητείας, η διάθεση να ακούσουμε τους άλλους, αλλά και η απόφαση για υπακοή ώστε να μην διασπασθεί το σώμα του Χριστού. Λειτουργούμε με περιορισμένη και ξεπερασμένη γνώση ή με προσκόλληση στο παρελθόν, χωρίς να τολμούμε να διαλεχθούμε με το σήμερα, χωρίς να μας νοιάζει κάτι περισσότερο από την ηθική και την ηθικολογία. Και ελκυόμαστε από πρόσωπα, τα οποία γίνονται για μας «αλάθητα» ή αυτοαναγορευόμαστε σε «αλάθητους» καθιστώντας τους ασκούς της πίστης παλαιούς, ενώ ο οίνος παραμένει νέος και ανανεούμενος.

Ο αποστολικός λόγος πάντως μας θέτει όλους προ των ευθυνών μας.
πηγή

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΩΣ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ ΠΛΑΝΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ


πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος  εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

Η πλάνη της ειδωλολατρίας
Τήν πολυαρχία καί πολυθεΐα των Ελλήνων-ειδωλολατρών ανατρέπει ο ιερός Μελωδός όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μέ τό δεύτερο τροπάριο του δευτέρου κανόνος της αγίας Μεταμορφώσεως του Χριστού, τό οποίο λέει˙ «Ως ουρανού δεσπόζοντι καί της γης βασιλεύοντι καί καταχθονίων τήν κυρείαν έχοντι, Χριστέ σοί παρέστησαν, εκ μέν της γης Απόστολοι, ως εξ ουρανού δέ, ο Θεσβίτης Ηλίας˙ Μωσής δέ εκ νεκάδων, μελωδούντες συμφώνως˙ Λαός υπερυψούτε Χριστόν εις τούς αιώνας». Στό τροπάριο αυτό αναφέρει ο ιερός Μελωδός όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τήν συμπαράσταση των προφητών Μωϋσέως και Ηλιού καί των ιερών Αποστόλων γιά τόν εξής λόγο. Επειδή οι Έλληνες-ειδωλολάτρες φλυαρούσαν ότι άλλος Θεός εξουσιάζει τά ουράνια, άλλος τά επίγεια καί άλλος τά καταχθόνια, ελέγχει ο ιερός Μελωδός αυτήν τήν φλυαρία τους, λέγοντας πρός τόν Χριστό˙ Ω ηλιόμορφε Χριστέ, επειδή Εσύ εξουσιάζεις τόν ουρανό καί βασιλεύεις στή γη καί έχεις τήν κυριότητα των καταχθονίων, γι’αυτό από αυτά τά τρία μέρη του κόσμου παραστάθηκαν σ’ Εσένα στό Θαβώρ, από μέν τή γη οι Απόστολοι, στήν οποία αυτοί ως ζώντες ακόμη περπατούσαν καί ανάπνεαν τόν αέρα γύρω από τήν γη, από δέ τόν ουρανό παραστάθηκε ο προφήτης Ηλίας καί από τόν άδη παραστάθηκε ο προφήτης Μωϋσης, γυμνή ψυχή χωρίς σώμα. Όλοι αυτοί τότε στήν Μεταμόρφωσή Σου μελωδούσαν καί οι πέντε μέ συμφωνία, γιά νά δείξουν ότι Εσύ είσαι Αυτός, πού τούς ένωσες, καί ότι μέσα στό χέρι Σου περιέχεται ο ουρανός, η γη καί ο Άδης[1].
Αλλά καί στό δεύτερο τροπάριο της γ΄ ωδής του δευτέρου κανόνος της αγίας Μεταμορφώσεως του Χριστού ανατρέπεται αυτή η ελληνική-ειδωλολατρική πλάνη. Λέει το τροπάριο˙ «Θεός όλος υπάρχων, όλος βροτός γέγονας, όλη τη Θεότητι μίξας, τήν ανθρωπότητα, εν υποστάσει σου, ην εν δυσί ταις ουσίαις, Μωϋσής Ηλίας τε, είδον εν όρει Θαβώρ». Κατά τόν Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο Μελωδός όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογεί τήν ένσαρκο οικονομία του Θεού Λόγου καί δογματίζει, λέγοντας˙ Ω Θεάνθρωπε Χριστέ, Σύ υπάρχεις πρό των αιώνων όλος Θεός, δηλαδή έχεις όλο τό πλήρωμα της Θεότητος. Γιατί, η Θεότης στήν Αγία Τριάδα δέν είναι μεριστή, ώστε άλλο μέν μέρος νά έχει ο Πατήρ, άλλο δέ ο Υιός, άλλο δέ τό Πνεύμα τό Άγιον. Άπαγε! Αυτά τά φλυαρούσαν καί έπαιζαν οι Έλληνες-ειδωλολάτρες, μοιράζοντας τήν μέν εξουσία του ουρανού στόν Δία, τήν δέ εξουσία της θαλάσσης στόν Ποσειδώνα καί τήν εξουσία του Άδου καί των υπογείων στόν Πλούτωνα. Εμείς, όμως, οι Ορθόδοξοι δέν μοιράζουμε έτσι τήν Θεότητα της Αγίας Τριάδος, αλλά δοξάζουμε καί φρονούμε ότι καί ο Πατήρ είναι όλος Θεός καί ο Υιός είναι ωσαύτως όλος Θεός καί τό Πνεύμα τό Άγιον απαραλλάκτως είναι όλος Θεός. Γιατί, η Θεότητα δέν μοιράζεται σ’αυτούς, αλλά όλη υπάρχει σέ κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος καί όλη είναι καί στά τρία μαζί[2].
Επεξηγώντας ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τήν έννοια του δευτέρου τροπαρίου της στ΄ ωδής του α΄ κανόνος της Μεταμορφώσεως, ο οποίος είναι ποίημα του Οσίου Κοσμά επισκόπου Μαϊουμά, «Ανελθών εν όρει, Θαβώρ μετεμορφώθης Χριστέ, καί τήν πλάνην πάσαν, αμαυρώσας φως εξέλαμψες», αναφέρει τήν αιτία γιά τήν οποία μεταμορφώθηκε ο Κύριος στό Θαβώριον όρος. Οι Έλληνες-ειδωλολάτρες, πού λάτρευαν τά είδωλα καί τά δαιμόνια στά ψηλά όρη καί στά χαμηλά βουνά, συνήθιζαν νά θυσιάζουν τίς ακάθαρτες θυσίες, νά καίνε τό σκοτεινό πυρ καί νά θυμιάζουν τά βρωμερά θυμιάματα, καθώς αναφέρει η θεία Γραφή˙ «Καί εποίησεν Ιωάς (Βασιλεύς Ιούδα) τό ευθές ενώπιον Κυρίου πάσας τάς ημέρας, ας εφώτισεν αυτόν Ιωδαέ ο Ιερεύς˙ πλήν των υψηλών ου μετεστάθησαν, καί εκεί έτι λαός εθυσίαζε καί εθυμίων εν τοις υψηλοίς»[3]. Γι’αυτό είπε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στόν λόγο του στήν Γέννηση του Χριστού˙ «Διά τούτο μικρός (ο Χριστός), ότι διά σέ ταπεινός˙ ότι επί τό πλανώμενον ήλθεν ο ποιμήν ο καλός, ο τιθείς τήν ψυχήν υπέρ των προβάτων, επί τά όρη καί τούς βουνούς, εφ’ους εθυσίαζες». Γνωρίζοντας όλα αυτά, λέει ο Μελωδός˙ Εσύ, Χριστέ φωτεινότατε, ανέβηκες πάνω στό Όρος Θαβώρ καί μεταμορφώθηκες, έτσι ώστε, διά μέσου του Όρους Θαβώρ, τό οποίο φωτίσθηκε από τό άυλο πυρ της Θεότητός Σου, νά διαλύσεις τήν πλάνη καί τήν λατρεία των δαιμόνων, πού ενεργούνταν στά όρη καί τά βουνά, καί ακολούθως νά λαμπρύνεις μέ τό φως της θεογνωσίας αυτούς, πού λατρεύουν τά αναίσθητα είδωλα[4].

Η αίρεσις του Μασσαλιανισμού
Οι Μασσαλιανοί, ακούγοντας τόν Απ.Πέτρο νά λέει «ίνα διά τούτων γένησθε θείας φύσεως κοινωνοί»[5], δηλαδή ότι χαρίσθηκε στούς χριστιανούς τό νά γίνουν κοινωνοί θείας φύσεως, απατήθηκαν καί νόμισαν ότι λέει πώς οι χριστιανοί θά μεθέξουν από τήν φύση καί ουσία του Θεού, η οποία κατ’αυτούς είναι ορατή καί μεθεκτή. Άπαγε! Αυτό είναι αδύνατο σέ κάθε λογικό κτίσμα, τόσο στούς αγγέλους, όσο καί στούς ανθρώπους. Γι’αυτό καί η Σύνοδος, πού συστάθηκε κατά Μασσαλιανών δογμάτισε ότι «γίνεταί τις επιδημία του Παρακλήτου καί ενοικεί τοις αξίοις ο Θεός, αλλ’ουχ ως έχει φύσεως η Θεότης». Η υπερούσιος καί άπειρη ουσία καί φύση του Θεού, όχι μόνο είναι αμέθεκτη από τά κτίσματα, αλλά καί αόρατη καί όχι μόνο αόρατη, αλλά καί ακατάληπτη καί πάντη ανεπινόητη καί ανεξιχνίαστη. Γιατί τό πεπερασμένο δέν μπορεί νά χωρέσει τό άπειρο. Η κοινωνία, λοιπόν, της θείας φύσεως, πού λέει ο κορυφαίος είναι τό νά κοινωνήσουν καί νά μεθέξουν οι χριστιανοί, πού καθαρίστηκαν καί τελειοποιήθηκαν μέ τήν πίστη καί τόν ενάρετο βίο, από τίς τελειότητες, τίς ενέργειες, τίς δυνάμεις, τίς χάρες καί απλώς από τά προσόντα του Θεού, τά οποία φύση Θεού ονόμασε ο κορυφαίος, γιατί αυτά είναι ενωμένα μέ τήν φύση του Θεού καί αχώριστα από αυτή καί ακολούθως γιατί είναι ουσιώδη καί φυσικά του Θεού. Καθώς η θεία φύση είναι αΐδια καί άκτιστη, έτσι καί αυτά είναι συναΐδια μέ τόν Θεό καί άκτιστα. Αφού, λοιπόν, οι κεκαθαρμένοι κοινωνούν των φυσικών τελειοτήτων του Θεού, θεούνται καί γίνονται θεοί κατά χάριν, τώρα μέν σάν σέ αρραβώνα, τότε δέ τελειότερα καί εκτυπώτερα, παρ’όλο πού καί αυτή η κοινωνία γίνεται κατά συγκατάβαση[6]. 
Αυτό, πού είπε ο κορυφαίος παραπάνω, ότι οι χριστιανοί θά γίνουν κοινωνοί θείας φύσεως, είναι τό ίδιο μέ αυτό, πού λέει ο μελωδός όσιος Κοσμάς ο Μελωδός στό δεύτερο τροπάριο της γ΄ ωδής του πεζού κανόνος της Γεννήσεως του Χριστού, ότι ο Χριστός μάς μετέδωσε από τήν θεία φύση Του˙ - μεταδούς θείας φύτλης – καί μέ αυτό, πού λέει ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στό πρώτο τροπάριο της ζ΄ ωδής του β΄ κανόνα της Μεταμορφώσεως˙ «νυν καθωράθη Αποστόλοις, τά αθέατα Θεότης εν σαρκίω», όπου Θεότης δέν είναι η φύση καί η υπερούσιος ουσία του Θεού, καθώς νόμιζαν οι Μασσαλιανοί, αλλά η θεοποιός ενέργεια, Χάρις καί φως του Θεού[7].


Η αίρεσις του Νεστοριανισμού

Σύμφωνα μέ τό τρίτο τροπάριο της ζ΄ ωδής του β΄ κανόνος της Μεταμορφώσεως, «Νυν τά ανήκουστα ηκούσθη˙ ο απάτωρ γάρ Υιός εκ της Παρθένου, τη πατρώα φωνή, ενδόξως μαρτυρείται, οία Θεός καί άνθρωπος, ο αυτός εις τούς αιώνας», ο Χριστός, πού γεννήθηκε άνευ πατρός από τήν Παρθένο κατά τήν ανθρωπότητα, Αυτός μαρτυρείται ενδόξως μέ τήν φωνή του άνευ μητρός Πατρός κατά τήν Θεότητα. Μαρτυρείται Υιός αγαπητός, όχι μόνο επειδή είναι Θεός, αλλά καί επειδή είναι άνθρωπος. Γιατί, ένας καί ο αυτός είναι καί Υιός του Πατρός καί Υιός της Παρθένου καί όχι δύο Υιοί, πού γεννήθηκαν άλλος από τόν Πατέρα καί άλλος από τήν Παρθένο, καθώς βλασφημούσε ο ιουδαιόφρων καί ανθρωπολάτρης Νεστόριος[8].  

Η αίρεσις του Μονοφυσιτισμού

Ερμηνεύοντας ο θείος Νικόδημος ο Αγιορείτης τό πέτρειο χωρίο «καί ταύτην τήν φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, σύν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω»[9], σημειώνει ότι ο Απ. Πέτρος καί διά της ακοής καί πολλώ μάλλον διά της οράσεως, γνώρισε πώς ο ένας Χριστός είχε δύο φύσεις, Θεότητα καί ανθρωπότητα. Επειδή εκείνον, πού έβλεπε προηγουμένως νά φαίνεται ταπεινός σάν ένα από τούς ανθρώπους, αυτόν τόν ίδιο είδε πάλι μαζί μέ τόν Απ. Ιάκωβο καί τόν Απ. Ιωάννη κατά τόν καιρό της θείας Μεταμορφώσεως ως Θεό στή μεγαλειότητα της δόξης Του καί Θεότητός Του. Γι’αυτό καί ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογικώτατα ερρητόρευσε˙ «μεταμορφούται τοίνυν, ουχ’ ο ουκ ην προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ην μεταβαλλόμενος, αλλ’όπερ ην τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά όμματα, καί εκτυφλών εργαζόμενος βλέποντας. Καί τουτό εστι τό μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, μένων γάρ αυτός εν ταυτότητι, παρ’ο τό πρίν εφαίνετο, έτερος νυν τοις μαθηταίς εωράτο φαινόμενος». Ας καταισχυνθούν, λοιπόν, οι Μονοφυσίτες (Αρμένιοι, Αιθίοπες, Κόπτες, Συροϊκωβίτες, Μαρωνίτες), που ισχυρίζονται ότι ο Χριστός είχε μία φύση, την θεϊκή, και οι οποίοι καταδικάστηκαν και αναθεματίστηκαν από την Δ΄ εν Χαλκηδόνι αγία και Οικουμενική Σύνοδο[10].
Ερμηνεύοντας ο Όσιος Νικόδημος τό πρώτο τροπάριο της γ΄ ωδής του α΄ κανόνος της Μεταμορφώσεως, «Όλον τόν Αδάμ φορέσας Χριστέ, τήν αμαυρωθείσαν αμείψας ελάμπρυνας πάλαι φύσιν καί αλλοώσει της μορφής σου εθεούργησας», σημειώνει ότι πρέπει νά γνωρίζουμε πώς η ανθρώπινη φύση, πού ενώθηκε καθ΄υπόστασιν μέ τόν Θεό Λόγο, αν καί θεώθηκε καί θεουργήθηκε εξαιτίας αυτής της ενώσεως, δέν βγήκε όμως έξω από τούς φυσικούς όρους της, ώστε νά τραπεί σέ Θεότητα. Μή γένοιτο! Αυτό ήταν τό κακόδοξο φρόνημα των Μονοφυσιτών. Αλλά, καθώς ο Υιός του Θεού γίνεται καί Υιός ανθρώπου, χωρίς νά μεταβάλει αυτό, πού ήταν, δηλαδή τό νά είναι Θεός, επειδή είναι άτρεπτος, αλλά προσλαμβάνοντας αυτό, πού δέν ήταν, ως φιλάνθρωπος, έτσι καί τό πρόσλημμα της ανθρωπότητας, αν καί θεώθηκε, έμεινε όμως άτρεπτο καί δέν απέβαλε τά φυσικά του ιδιώματα, δηλαδή τό παθητό, τό φθαρτό, τό θνητό καί τά άλλα φυσικά καί αδιάβλητα καλούμενα πάθη, αλλά τά είχε καί μετά τήν Θέωση[11]. Επίσης, με τα παραπάνω πιστώνεται η ενανθρώπηση του Χριστού και καταισχύνονται και οι αιρετικοί Μανιχαίοι, οι οποίοι πρέσβευαν ότι ο Χριστός ενηνθρώπησε κατά φαντασίαν.


Η αίρεσις του Παπισμού

Μία από τις βασικές δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησία και αιρέσεως του παπισμού σχετίζεται με το Θαβώριον Φως.
Το θέμα του Θαβωρίου φωτός είχε απασχολήσει την Εκκλησία τον 14ο αιώ. με κύριους εκφραστές από μεν την πλευρά του παπισμού τον επηρμένο, υπερήφανο, αιρετικό και αναθεματισμένο από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας Βαρλαάμ Καλαβρό, από δε την πλευρά της Ορθοδοξίας τον αντιρρητικό και αντιαιρετικό μέγα θεολόγο του Φωτός, τον κήρυκα της ακτίστου θείας Χάριτος, τον αντίπαπα και παπομάστιγα άγιο Γρηγόριο Παλαμά αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Οι παπικοί, με εκφραστή τον Βαρλαάμ, υποστηρίζουν ότι το Φως της Θείας Μεταμορφώσεως είναι κτιστό. Δεν είναι απρόσιτο, ούτε αληθινό φως της θεότητος, αλλά κατώτερο από τους αγγέλους και από αυτή την ανθρώπινη νόηση, τα νοήματα και τα νοούμενα. Είναι δηλαδή φως υλικό, που άλλοτε γινόταν ορατό με τις αισθήσεις και άλλοτε διαλυόταν και κατέληγε στο «μη είναι», διότι ήταν φθαρτό και πεπερασμένο[12].
Σ’ αυτή την αίρεση, ότι δηλαδή το Θαβώριον Φως είναι κτιστό, οδηγήθηκαν οι παπικοί, επειδή ταυτίζουν την άκτιστη ουσία του Θεού με τις άκτιστες ενέργειές Του και επειδή αποδίδουν στον Θεό κτιστές ενέργειες. Οι παπικοί δεν δέχονται άκτιστες ενέργειες στον Θεό. Πιστεύουν ότι ο Θεός είναι ουσία απρόσιτη και δεν επικοινωνεί προσωπικά με τον άνθρωπο. Ενεργεί στον κόσμο όχι άμεσα, αλλά έμμεσα, με κτιστές ενέργειες. Γι’ αυτούς η Θεία Χάρις είναι μέγεθος κτιστό, που το δημιουργεί ο Θεός, για να σώσει τον άνθρωπο. Κτιστή είναι επίσης η Χάρις των Μυστηρίων, όπως κτιστό είναι και το Θαβώριον Φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού[13].
Οι απόψεις, όμως, αυτές του παπισμού για το Θείο Φως είναι ετερόδοξες και αντίθετες με την διδασκαλία των αγίων. Με αναφορά πλήθους πατερικών χωρίων ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και άλλοι μοναχοί απέδειξαν ότι το Φως της Θείας Μεταμορφώσεως δεν είναι υλικό και πεπερασμένο, δεν είναι εξωτερική δόξα του σώματος, αλλά δόξα και λαμπρότητα της υποστατικά ενωμένης με το σώμα θεότητας. Δεν είναι ακόμη το Φως η ουσία του Θεού, που είναι αθέατη και αμέθεκτη, αλλά ενέργεια και Χάρις του Θεού, προσιτή και μεθεκτή από τους αξίους. Σύμφωνα με την Σύνοδο του 1341, που θεωρείται ως η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος, «άκτιστον εστί το Φως της του Κυρίου Μεταμορφώσεως και ουκ έστι τούτο η ουσία του Θεού». Επίσης, σύμφωνα με το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, το Φως, που έλαμψε κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου δεν είναι ούτε κτίσμα ούτε ουσία του Θεού, αλλά άκτιστη και φυσική Χάρις και έλλαμψη και ενέργεια, που πάντοτε προέρχεται αχωρίστως από την θεία ουσία[14].
Στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχει διάκριση μεταξύ ακτίστου ουσίας του Θεού και ακτίστων ενέργειών Του. Με την ουσία, βέβαια, του Θεού, η οποία είναι παντελώς ακατάληπτη και ανέκφραστη, ο πιστός δεν μπορεί να έλθει σε κοινωνία. Επικοινωνεί, όμως, και μετέχει των θείων ενέργειών Του. Αυτές, όπως και η θεία ουσία, είναι άκτιστες και αδημιούργητες. Είναι δηλαδή κάτι άλλο από τη θεία ουσία, αλλά όχι κάτι άλλο από τη Θεότητα. Ο πιστός, με τη μετάνοια, την άσκηση, την προσευχή και τη συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, κοινωνεί με τις άκτιστες θείες ενέργειες και γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως»[15]. Δηλαδή με τις άκτιστες θείες ενέργειες και κατά το μέτρο του πνευματικού του αγώνα καθαρίζεται η καρδιά του από τα πάθη, φωτίζεται ο νους και αξιώνεται να «δει», θεάται, με τρόπο μυστικό και απόρρητο, τη θεία δόξα, το άκτιστο Φως. Αυτή είναι η ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας[16].
Οι παπικοί, επίσης, θεωρούν ότι οι Απόστολοι ήταν ατελείς σ’ εκείνη την υπέρτατη θεωρία της Μεταμορφώσεως, εξαιτίας του φόβου, που δοκίμασαν, όταν οι Προφήτες Μωϋσής και Ηλίας εισήλθαν στη νεφέλη.
Σύμφωνα, όμως, με την Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και όπως εξηγούν οι άγιοι Πατέρες, αυτός ο φόβος, που ήταν στενά συνδεδεμένος με την χαρά, δεν ήταν δουλικός, ώστε να κολασθούν και να λυπηθούν οι Απόστολοι, αλλά υιϊκός και των τελείων. Γιατί, υπάρχει ο εισαγωγικός φόβος και ο φόβος των τελείων. Εδώ πρόκειται για χαρά, σεβασμό, προσκύνηση του μεγάλου μυστηρίου, του οποίου αξιώθηκαν να γίνουν θεατές[17]. 


[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών,                  
  τ. Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σσ. 311-312. 
[2] Ό. π., σ. 291.
[3] Δ΄ Βασ. 12, 2.
[4] Ό.π., σ. 256.
[5] Α΄ Πέτρ. 1, 4.
[6] Του ιδίου, Ερμηνεία εις τάς επτά καθολικάς επιστολάς των Αγίων Αποστόλων Ιακώβου, Πέτρου, Ιωάννου και Ιούδα, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1986, σ. 346.
[7] Του ιδίου, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, τ. Α΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, σ. 162 καί  Εορτοδρόμιον... Γ΄, σσ. 305-306.
[8] Του ιδίου, Εορτοδρόμιον...Γ΄, σ. 307.
[9] Β΄ Πέτρ. 1, 18.
[10] Ο. π., σ. 366.
[11] Ο. π., σσ. 235-236.
[12] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, Οι ησυχαστικές έριδες κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/κη 1993, σ. 51.
[13] Ο Παπισμός χθες και σήμερα, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, Ιούλιος 2009, σσ. 15-  16.
[14] Β. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ, ένθ’ ανωτ., σσ. 52, 97, 101.
[15] Β΄ Πέτρ. 1,4.
[16] Ο Παπισμός..., σ. 15.
[17] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Εορτοδρόμιον… Γ΄, σ. 260 και Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ,                               
   Οι Δεσποτικές εορτές, εκδ.  Ι. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου Πελαγίας, Λιβαδειά 1998, σ. 179

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ) π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ

 Μία από τις μεγάλες Δεσποτικές λεγόμενες εορτές είναι η Μεταμόρφωση του Κυρίου: εκεί που στο όρος Θαβώρ ο Κύριος, έχοντας πάρει μαζί Του τους «προκρίτους των μαθητών», τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών», δηλαδή το πρόσωπό Του έλαμψε σαν τον ήλιο, τα ενδύματά Του έγιναν λευκά σαν το φως, δίπλα Του φάνηκαν οι προφήτες Μωϋσής και Ηλίας, ενώ ακούστηκε άνωθεν, από τον ουρανό, η φωνή του Θεού Πατέρα, η οποία έλεγε «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε». Όλη αυτή η θεοφάνεια, η οποία βεβαίως θυμίζει και το «σκηνικό» της Βάπτισης του Κυρίου, πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα νέφος το οποίο περιέλαμψε τους μαθητές, οι οποίοι μη αντέχοντας το θέαμα έπεσαν πρηνείς, ενώ κάποια στιγμή ο Πέτρος, «μη ειδώς ο ελάλει», βλέποντας και τους Μωϋσή και Ηλία να συνομιλούν με τον Κύριο, είπε σ’ Αυτόν: «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι». Μετά από λίγο, το συγκλονιστικό αυτό θέαμα και άκουσμα τελείωσε, κι ο Κύριος παίρνοντας τους έκθαμβους μαθητές τούς είπε να μην ειπούν τίποτε, έως ότου αναστηθεί εκ των νεκρών, προλέγοντας ταυτοχρόνως και τα γεγονότα του Πάθους Του.
Θα έλεγε κανείς ότι σ’ αυτό το γεγονός έχουμε συμπυκνωμένη τη θεολογία της Εκκλησίας μας, περί της φύσεως του Ιησού Χριστού, περί του σκοπού της ενανθρωπήσεώς Του, περί της ανακαινίσεως του σύμπαντος κόσμου, περί της σχέσεώς Του με την Παλαιά Διαθήκη, θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι Πατέρες μας ιδίως του 14ου αι., και μάλιστα ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν δόθηκε η αφορμή από αιρετικούς, οι οποίοι αναφάνηκαν και αλλοίωσαν τη θεολογία της Εκκλησίας, και τα οποία η Εκκλησία μας πάντοτε τα ζει και τα προβάλλει στην πνευματική της ζωή. Ορισμένα από αυτά θα σχολιάσουμε στη συνέχεια:

1. Καταρχάς θα πρέπει να διευκρινίσουμε αυτό που τονίζει η Πατερική μας παράδοση: Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των ίδιων των μαθητών: ο Χριστός, ων πάντοτε Θεός και άνθρωπος, έχοντας ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ: παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν το είχε, αλλά αυτό που ήταν, το δίνει «κατά μέρος», να το δουν και να το νιώσουν και οι τρεις μαθητές Του. Κι αυτό που τους αποκαλύπτει είναι η θεϊκή Του δόξα. Μέχρι τότε οι μαθητές ζούσαν τον Κύριο ως άνθρωπο, ενώ ελάχιστα διαισθάνονταν τη θεϊκή Του προέλευση. Στο όρος Θαβώρ ικανώνονται από το Πνεύμα του Θεού, το Οποίο ως νέφος τους περιέλαμψε και τους άνοιξε τους πνευματικούς οφθαλμούς – έχουμε και πνευματικές αισθήσεις που λειτουργούν ή όχι ανάλογα με τη σχέση που έχουμε με τον Θεό – να δουν με «μετασκευασμένους» οφθαλμούς τη θεϊκή λάμψη, το «άκτιστον φως» του Χριστού. Η Μεταμόρφωση λοιπόν είναι Μεταμόρφωση των μαθητών, που με άλλα μάτια είδαν τα συγκλονιστικά του όρους Θαβώρ, δηλαδή τον Χριστό, αλλά και στη θεϊκή Του διάσταση. Την πραγματικότητα αυτή η Εκκλησία μας διαρκώς τη διαλαλεί, καθημερινά, όταν μεταξύ των άλλων μας επισημαίνει: «Εν τω φωτί Σου, Κύριε, οψόμεθα φως». Μόνον όταν ο άνθρωπος λάβει το φως του Θεού, μπορεί τότε να δει το φως του Θεού. Ο άνθρωπος «βλέπει» ανάλογα με ό,τι έχει μέσα του.

2. Όπως είπαμε, αυτά που είδαν οι μαθητές για τον Χριστό ήταν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «Επί του όρους μετεμορφώθης, και ως εχώρουν οι μαθητές Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Επομένως ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια του Θεού, αλλιώς στη χάρη ή τη δόξα ή το φως Του, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως από τον Θεό ως παροχή της χάρης Του είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε» και θα τον «σκότωνε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί ο Κύριος θέλησε να τους δώσει αυτήν τη χάρη, να δουν τη θεϊκή Του δόξα; Διότι μετά από λίγο ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο, ότι ήταν η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού, για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Όπως το επισημαίνει το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα». Ο Χριστός «έδει παθείν», διότι η αμαρτία του ανθρωπίνου γένους ήταν τέτοια, που μόνον ο λόγος, το κήρυγμα δεν ήταν ικανό να σώσει τους ανθρώπους. Έπρεπε να πάθει ο Ίδιος ο Θεός εν σαρκί, γεγονός που φανερώνει την τραγικότητα στην οποία είχε περιέλθει η ανθρωπότητα, αλλά και το άπειρο μέγεθος της αγάπης του Θεού απέναντι σ’ αυτήν.

4. Στη μέσα στο φως της λάμψης του Θεού θέα του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική του ανθρώπου, μετά τον ερχομό Εκείνου. Όπως φανερώθηκε ο Χριστός, σαν ήλιος πρωϊνός, έτσι θα φανερωθούμε κι εμείς κατά τη Δευτέρα Του Παρουσία, όταν ακολουθούμε τον Χριστό. Μη ξεχνάμε ότι ο Χριστός ενσωμάτωσε τον άνθρωπο στον ίδιο Του τον εαυτό, κάτι που ενεργοποιείται έκτοτε δια του αγίου βαπτίσματος και βιώνεται αυξητικά μέσα στην Εκκλησία διά των μυστηρίων και της εφαρμογής των εντολών Του, κι αυτή η ενσωμάτωση τον έκανε μέλος Του, δηλαδή δική Του προέκταση, επομένως ό,τι Εκείνος ζει, αυτό αποτελεί και θα αποτελέσει ζωή και των πιστών ανθρώπων. Όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι Πατέρες των Συνόδων του 14ου αι. τόνιζαν την πραγματικότητα μετοχής στο άκτιστο φως του Θεού, κατά αναλογία με ό,τι συνέβη στο όρος Θαβώρ με τους τρεις μαθητές, ήδη από τη ζωή αυτή, ας φανταστούμε την ασύλληπτη μέθεξη του πιστού σ’ αυτό το φως μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον ως ψυχή, αλλά και με το σώμα του θα μετέχει σ’ Εκείνον. Τότε θα λάμψουν οι άγιοι ως ήλιος, όπως έλαμψε κι ο Χριστός. Με τη Μεταμόρφωση λοιπόν αποκαλύπτεται και το μεγαλείο της προοπτικής του ανθρώπου, αυτό που οι άγιοί μας το ονομάζουν «θέωση».

5. Σ’ αυτήν την ένθεη κατάσταση μετοχής στο φως του Χριστού βλέπουμε ότι ανακαινίζεται μαζί με τον άνθρωπο και η ίδια η φύση. Πώς το βλέπουμε αυτό; Μέσα από τα ενδύματα του Χριστού. Και αυτά έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε κατά κάποιο τρόπο και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής και της φύσεως, όπως είπαμε, στη δόξα του Θεού. Και τούτο γιατί η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά στη χριστιανική πίστη αναβαθμίζεται και αυτή, βρίσκοντας την πραγματική της θέση: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. Η φύση ανήκει στον Θεό και την έδωσε στον άνθρωπο για να είναι ο χώρος κατοικίας του, που σημαίνει ότι η φύση προσέβλεπε στον άνθρωπο ως τον βασιλιά της. Ξέπεσε στην αμαρτία ο άνθρωπος λοιπόν, ξέπεσε και η φύση. Και με την αποκατάσταση του ανθρώπου εν Χριστώ, αποκαθίσταται και αυτή. «Η προσμονή της φύσεως, μας λέει ο απόστολος Παύλος, είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη». Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σ’ όλους εκείνους που ήθελαν και θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ως ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της φύσεως.

6. Φάνηκαν όμως ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο όρος Θαβώρ, πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, που έζησαν αιώνες πολλούς προ Χριστού. Τι σημαίνει τούτο; Πρώτον, ότι ο Κύριος είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου. Το γεγονός ότι οι μαθητές βλέπουν αυτούς τους αγίους, κεκοιμημένους  ή απόντες από τον κόσμο αυτό από τόσο παλιά, είναι μία ισχυρότατη απόδειξη ότι αυτοί ζουν εν Θεώ. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως η δυναμική της αναστάσεως του Κυρίου έφερε, θα αναστηθεί για να ενωθεί με την ψυχή και πάλι. Ο θάνατος λοιπόν με τον Χριστό έγινε μία απλή δίοδος, που μας οδηγεί μέσα στην αγκαλιά του Χριστού, πολύ πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Μία προεικόνιση αυτού του γεγονότος είναι και η παρουσία των προφητών αυτών στο Θαβώρ. Κι από την άλλη: ο Κύριος φανερώνεται ότι αποτελεί το κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης. Η Παλαιά Διαθήκη, που συγκεφαλαιώνεται στον Νόμο και τους Προφήτες – τον Μωϋσή και τον Ηλία – συνιστά την πρώτη αποκάλυψη του Χριστού, με αποκορύφωση τον ερχομό Του στην Καινή. Παλαιά και Καινή αποτελούν ένα ενιαίο γεγονός, που δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει, χωρίς να διαστρεβλώσει και τα δύο. Η Μεταμόρφωση λοιπόν δίνει απάντηση και στο θέμα αυτό. Η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Ο Κύριος συνιστά το νόημα και εκείνης.

Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου είπαμε από την αρχή ότι συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς αυτός να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως», νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά. Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «κα μεςστράψωμεν, τας θείαις λλοιώσεσιν, ατν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). ρος ψηλότατον τν καρδίαν, κεκαθαρμένην κ παθν, χοντεςψόμεθα, Χριστο τν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τν νον μν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. Γένοιτο.

"Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ" Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τελίδης

Θαβρ πρ πν γς δοξάσθη μέρος,
δν Θεο λάμψασαν ν δόξ φύσιν
Μορφν νδρουμένην κατ κτην Χριστς μεψε.
     Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στό όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν».
    Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως. Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες, ο Μωϋσής και ο Ηλίας. Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: " Έφερε δε εις το μέσον τους τον Mωυσήν και τον Ηλίαν, διά να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Καθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Kύριον, πως είναι ο Ηλίας. Άλλοι δε, πως είναι ο Iερεμίας. Διά τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, διά να γνωρίσουν οι μαθηταί, και διά των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Xριστού, και των Προφητών. O μεν γαρ Xριστός, είναι Δεσπότης. Oι δε Προφήται, είναι δούλοι. Kαι ίνα μάθουν, ότι ο Kύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Διά τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Mωυσήν. Aπό δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν".
    Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μια για τον Κύριο, μια για το Μωϋσή και μια για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ' αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Οτος στν  υός μου  γαπητός· ατο κούετε» (Λουκά, θ' 28-36). Δηλαδή, Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε.
    Αυτό κάνουμε λοιπόν, και εμείς ως γνήσιοι συνεχιστές του έργου του Υιού του Θεού, του Ιησού Χριστού, ιδρυτή της Εκκλησίας Του και της πίστης μας, όπου σύμφωνα με το ευαγγέλιο της εορτής, που θα ακουστεί απ'άκρη ως άκρη σε όλη την Ορθοδοξία από τους ιερείς Του, λαμβάνουμε την εντολή Του που όχι μόνο πρέπει να ακούμε, αλλά και να υπακούμε σ'αυτήν.
«Οτος στν  υός μου  γαπητός· ατο κούετε»

Μεταμόρφωση και παραμορφώσεις...π. Ηλίας Υφαντής


«Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», λέει ο Ντοστογιέφσκι. Και ο Πλάτωνας εξάλλου λέει πως η ομορφιά είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Θεού.
Αυτός, λοιπόν, ο Θεός της ομορφιάς έπλασε τον πανέμορφο τούτο κόσμο και μας τον πρόσφερε, για να προσπαθήσουμε να του μοιάσουμε και να κάνουμε, όσο γίνεται, περισσότερο όμορφη τη ζωής μας. Αλλά εμείς, αντί να ευχαριστήσουμε το δημιουργό για τα όσα μας πρόσφερε, θεοποιήσαμε τα δημιουργήματά του και τα προσκυνήσαμε. Γεγονός που μας έσπρωξε σε ένα σωρό παραμορφώσεις και ασχήμιες…
Απ’ τις οποίες, για να μας απαλλάξει ο Θεός, μας έστειλε κάποιους πνευματικούς καθοδηγητές: Προφήτες, φιλοσόφους, επιστήμονες. Που εμείς φροντίσαμε να τους εξοντώσουμε και να εκμηδενίσουμε το έργο τους. Γι’ αυτό, τελικά, ο Θεός μας έστειλε και το Γιο του. Ο οποίος προσπάθησε να μας βγάλει απ’ τον κυκεώνα των παραμορφώσεων. Αλλά εμείς, στην προσπάθειά του αυτή, απαντήσαμε με την χειρότερη των παραμορφώσεων, που είναι ο παραλογισμός του Σταυρού.
Γιατί δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το Χριστό δεν τον σταύρωσαν κάποιοι-όπως συνηθίζουμε να λέμε -κακοποιοί. Που η «καθωσπρέπει» κοινωνία του καλού υπόκοσμου τους κλείνει σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Αλλά ακριβώς ο ίδιος ο «καλός υπόκοσμος» της «καθωσπρέπει» κοινωνίας. Για ν’ αποδειχθεί, έτσι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πόσο οι θεσμοί της νομιμόφρονος κοινωνίας βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση και μετωπική σύγκρουση με την ουσία και το πνεύμα της αλήθειας και της δικαιοσύνης…
Για να δώσει, λοιπόν, ο Χριστός στους μαθητές του ένα πνευματικό αντίβαρο απέναντι στο-πέραν παντός παραλογισμού- παραμορφωτικό γεγονός της Στασύρωσης, πραγματοποίησε τη Μεταμόρφωσή του. Δείχνοντας έτσι ότι, πέρα απ’ τον κόσμο και των χειρότερων ακόμη παραμορφώσεων υπάρχει ένας κόσμος, ασύγκριτα ομορφότερος και ασύλληπτα πιο ευτυχέστερος ακόμη κι απ’ τα πιο αισιόδοξα οράματά μας. Που κάνει τις παραμορφώσεις και ασχήμιες του κόσμου τούτου να φαίνονται σαν ηλίθια καμώματα μεθυσμένων πιθήκων.
Και μνημονεύουμε τώρα το γεγονός της Μεταμόρφωσης και μιλούμε γι’ αυτό, επειδή συμβαίνει να είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αφού όλοι μας αισθανόμαστε να ασφυκτιούμε μέσα σε ένα δίχτυ πολύμορφων ασχημιών και παραμορφώσεων.
Ή μήπως δεν έχουμε παραμορφώσει και δηλητηριάσει τη γη μας, τις θάλασσες και τον αέρα μας! Και συνακόλουθα τις τροφές, που τρώμε, το νερό, που πίνουμε, τον αέρα, που αναπνέουμε. Γεγονός, που μας κάνει να νιώθουμε όλοι-περισσότερο ή λιγότερο- δηλητηριασμένοι…Ή μήπως στον κοινωνικό μας χώρο δεν υπάρχουν δεινές παραμορφώσεις. Με τα ΜΜΕ, που φλυαρούν σκόπιμα και εκ του πονηρού για τα ασήμαντα, παραβλέποντας και αποσιωπώντας τα σοβαρά και φλέγοντα. Ή την άρχουσα αναρχία, που, αντί να λύσει, πολλαπλασιάζει  τα προβλήματα του λαού. Με τον καταιγισμό νόμων και άρθρων, που εξαρθρώνουν και υπονομεύουν την οικονομική και κοινωνική μας υπόσταση.
Ή μήπως στο χώρο της Εκκλησίας δεν ισχύει το ίδιο; Όταν, ρίχνοντας κάποιος μια ματιά στη σημερινή θρησκευτική μας πραγματικότητα και συγκρίνοντάς την με το πνεύμα του Ευαγγελίου, διαπιστώνει τερατώδεις και αποκρουστικές παραμορφώσεις και ασχήμιες. Που μάλιστα δεν διστάζουν οι αρχιτέκτονές τους να τις παρουσιάζουν και σαν έκφραση της χριστιανικής παράδοσης. Γιατί ποια σχέση μπορούν να έχουν με το Ευαγγέλιο η πολυτελής και πολυδάπανη ζωή κάποιων δεσποτάδων; Τη στιγμή, μάλιστα, που μεγάλα τμήματα του χριστεπωνύμου πληρώματος πένονται και υποφέρουν! Ή η δεσποτική εξουσία. Που κάποτε την μεταβιβάζουν και σε κάποιους σαδιστές υφισταμένους τους. Ειδικούς στην κακομεταχείριση του λαού, αλλά και των συναδέλφων τους!…
Ή μήπως δεν υπάρχουν και σήμερα εκατομμύρια «ελάχιστων αδελφών» του Χριστού, που σταυρώνονται απ’ τους αρχιερείς του σιωνισμού και του-χωρίς Χριστό-«χριστιανισμού»! Που προκαλούν κρίσεις οικονομικές και δημιουργούν εστίες πολέμων. Και υπονομεύουν και αποσαθρώνουν την κοινωνική και πολιτισμική υπόσταση των λαών. Με τις παγκοσμιοποιήσεις τους και τους οικουμενισμούς τους, το αιρετικό συνοθύλευμα της Νέας Εποχής ή τη Νέα τάξη ναζιστικών εγκλημάτων. Για να ικανοποιούν την κακουργία τους και να γεμίζουν τα χρηματοκιβώτιά τους…
Ή μήπως εμείς ο καθένας μας δεν αισθανόμαστε παγιδευμένοι μέσα σε ένα λαβύρινθο ποικίλων παραμορφώσεων; Και πάνω απ’ όλες δεν νιώθουμε ότι σε κάθε στιγμή καιροφυλακτεί και μας απειλεί η πιο φοβερή παραμόρφωση, που είναι ο θάνατος!
Και σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις έρχεται ο Χριστός να μας πει: Απέναντι σε όλες τις παραμορφώσεις εγώ σας προσφέρω τη μεταμόρφωση. Απέναντι σε όλες τις ασχήμιες σας προσφέρω την ομορφιά. Απέναντι στα σκοτάδια και στις παγίδες και στο θάνατο, εγώ σας προσφέρω το ανέσπερο και άδυτο φως της Ανάστασης.
Ο πραγματικός θάνατος δεν είναι το νομοτελειακά αναπότρεπτο βιολογικό γεγονός του θανάτου. Είναι η παραμονή μας μέσα στον κυκεώνα και το δίχτυ των παραμορφώσεων….
Απ’ αυτά σας καλώ να αποδράσετε. Και μάλιστα τώρα. Γιατί το επόμενο δευτερόλεπτο μπορεί να μην είναι δικό σας…

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...